Τυχόν θέσπιση υποχρεωτικού εμβολιασμού συγκεκριμένων κατηγοριών επαγγελματιών (π.χ. στον τομέα της υγείας) είναι σύμφωνη με το σύνταγμα. Δύο προϋποθέσεις τίθενται: Πρώτον, βάσει τεκμηριωμένων επιστημονικών δεδομένων ο εμβολιασμός να είναι αναγκαίος για την ασφαλή επιτέλεση της οικείας υπηρεσίας ή έργου, ιδίως προς αποτροπή μετάδοσης επικίνδυνης νόσου. Δεύτερον, το εμβόλιο να είναι αντικειμενικά ασφαλές, δηλαδή να μην υπάρχει στατιστική πιθανότητα εμφάνισης δυσανάλογου αριθμού σοβαρών παρενεργειών. Τι παρενέργειες είναι ανεκτές εξαρτάται από τους κινδύνους που θέτει η ασθένεια και δη υπό το φως του πανδημικού χαρακτήρα της.
Τί γίνεται αν κάποιος αρνείται να εμβολιασθεί; Στην περίπτωση που εξετάζουμε, δεν τίθεται ζήτημα ποινής. Υπό τις περιστάσεις, ο εμβολιασμός καθίσταται αντικειμενική επαγγελματική προϋπόθεση. Επομένως, το κράτος δύναται να αρνηθεί την απασχόληση των προσώπων που δεν πληρούν τέτοια προϋπόθεση. Κάτι τέτοιο τελεί σε θεμιτή συνάφεια με τη φύση της υποχρέωσης.
Αυτά κατά μείζονα λόγο ισχύουν στο πλαίσιο ειδικών σχέσεων, και δη σχέσεων εγγύτητας και εμπιστοσύνης, ιδίως προς ευάλωτα πρόσωπα. Προς τούτο, είναι χρήσιμο να αναλογιστούμε διάφορες παραμέτρους. Πρώτον, ορισμένα επαγγέλματα δημιουργούν ειδικές υποχρεώσεις εμπιστοσύνης και μείζονα καθήκοντα επιμέλειας. Ο ιατρός έχει χρέος να θεραπεύει, πράγμα που σημαίνει ότι έχει μείζον καθήκον λήψης μέτρων ώστε να μην καθίσταται ο ίδιος φορέας πολλαπλασιασμού κινδύνων. (Με την ευκαιρία, πόσα άτομα έχουν νοήσει με covid-19 λόγω της επαφής τους με δομές δημόσιας υγείας; Πόσοι από αυτούς κατέληξαν;). Δεύτερον, ορισμένα επαγγέλματα είναι από τη φύση τους κινδυνώδη. Με την επιλογή τους, ο ενδιαφερόμενος αναλαμβάνει τους στοιχειώδεις κινδύνους που αντικειμενικά συναρτώνται με την επιμελή επιτέλεσή τους. Τρίτον, από την άλλη πλευρά, ο ασθενής δεν έχει καμία πρακτική επιλογή να διαλέξει τον ιατρό ή τον διασώστη που θα έχει εμβολιασθεί.
Ακούμε ωστόσο το επιχείρημα ότι αν κάποιος δεν επιθυμεί να εμβολιασθεί, θα πρέπει να υπάρξει κάποια διευθέτηση (π.χ. εναλλακτική απασχόληση). Αυτό είναι κατανοητό αν συγκεκριμένοι ιατρικοί λόγοι καθιστούν τον εμβολιασμό επικίνδυνο για το συγκεκριμένο πρόσωπο. Πέραν όμως αυτού, καμία τέτοια υποχρέωση διευθέτησης δεν υπάρχει (εκτός από την παροχή εύλογου χρόνου για τον εμβολιασμό και ενδεχομένως μίας σύντομης περιόδου αναστολής της σχέσης). Η αντίθετη λύση κατά κανόνα δεν δικαιολογείται και ενδεχομένως δημιουργεί μείζονα ζητήματα ανισότητας. Ας δούμε προσεκτικά γιατί:
Καταρχάς, όπως είδαμε, η άρνηση απασχόλησης δεν είναι γνήσια κύρωση, αλλά αναγκαίο μέτρο για να διασφαλισθεί μία αντικειμενική επαγγελματική προϋπόθεση. Η σχέση απασχόλησης αφορά σε συγκεκριμένη δραστηριότητα και δεν παρέχει γενική απαίτηση απασχόλησης. Στην περίπτωση των υγειονομικών του εθνικού συστήματος υγείας, η επιλογή έγινε επειδή αξιολογήθηκαν αξιοκρατικά οι ικανότητές του συγκεκριμένου προσώπου για συγκεκριμένο υγειονομικής φύσης ρόλο. Για αυτό προσλήφθηκε και προς τούτο το κράτος ενδεχομένως δαπάνησε σημαντικά ποσά για ειδίκευση και απόκτηση εμπειρίας. Αντιστοίχως, δεν αξιολογήθηκε έναντι των τρίτων για κάποια άλλη θέση (π.χ. διοικητικής υποστήριξης). Επομένως, εναλλακτική απασχόληση θα δινόταν κατά παράκαμψη της αρχής της αξιοκρατίας. Περαιτέρω, είναι άδικο για όσους εμβολιασθούν, εκπληρώνοντας το οικείο καθήκον επιμέλειας για τη θέση για την οποία επιλέχθηκαν, να επωμίζονται μόνοι εκείνοι το βάρος να βαστάξουν ζωντανή τη συγκεκριμένη υπηρεσία. Τέλος, οι πόροι για την υπηρεσία είναι πεπερασμένοι, οι θέσεις συγκεκριμένες, ενώ παραμένει ζωτική η ανάγκη να διατηρηθεί επαρκές προσωπικό για την εκπλήρωση της κύριας αποστολής της. Διασφάλιση εναλλακτικής απασχόλησης δίνει κίνητρο για νόθευση της ορθολογικής οργάνωσης της οικείας υπηρεσίας και μάλιστα σε συνθήκες κρίσης. Αν κάποιος έχει την απαίτηση να ανατραπούν όλα αυτά, δεν ζητά προστασία της ελευθερίας του – ζητά να επιβάλει τη βούλησή του στους άλλους ως καθολικό νόμο.
Αναδημοσίευση (με ελαφρές προσθήκες) από ΤΑ ΝΕΑ 22/5/2021