Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ο Santi Romano είχε παρομοιάσει το συνταγματικό δίκαιο με τον κορμό ενός δέντρου, από τον οποίο ξεκινούν και τρέφονται οι άλλοι κλάδοι του δικαίου. Η αλήθεια είναι ότι η παρομοίωση αυτή, που παραπέμπει στην ιδέα ενός «ολικού» Συντάγματος το οποίο έχει μια σχεδόν απεριόριστη ακτίνα δράσης στην εθνική έννομη τάξη, βρήκε αντίκρισμα στην ευρωπαϊκή συνταγματική εμπειρία μόνο μετά το τέλος του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, με αφετηρία το ιταλικό και το δυτικογερμανικό Σύνταγμα, που έθεσαν τις βάσεις για το νέο συνταγματικό παράδειγμα στην Ευρώπη. Η Ελλάδα ευθυγραμμίστηκε με την τάση αυτή με το Σύνταγμα του 1975, αλλά είχε και μια πρωτότυπη δογματική συνεισφορά στην κατοχύρωσή της με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 (βλ. το άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.).
Η πρώτη έκδοση του συνταγματικού εγχειριδίου του Ευ. Βενιζέλου, το 1991 με τίτλο «Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου» (εκδόσεις Παρατηρητής), η οποία συμπληρώθηκε με προσθήκες που αφορούσαν κυρίως τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 με τη δεύτερη έκδοση του 2008 (εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή), ανήκει σε αυτή τη συνταγματική εποχή, στην οποία κυριαρχούσε η ιδέα της πανταχού παρουσίας του κρατικού Συντάγματος. Το εγχειρίδιο του 1991 έφερε έναν σύγχρονο αέρα στην ελληνική συνταγματική βιβλιογραφία και μια «κελσενιανή» κατάταξη της ύλης, στην οποία προτάσσεται το «σύστημα των πηγών του δικαίου» ως αντικείμενο που ανήκει κατεξοχήν στη συνταγματική επιστήμη και είναι το πρώτο που θα πρέπει να διδάσκονται οι φοιτητές, πριν από τα θέματα που αφορούν τη συνταγματική οργάνωση του Κράτους και τα συνταγματικά όργανα. Τριάντα χρόνια μετά ο συγγραφέας δεν παρουσιάζει απλώς μια τρίτη έκδοση του εγχειριδίου του, αλλά μια νέα έκδοση (εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2021), στην οποία έχουν προστεθεί αναπτύξεις σε όλα τα κεφάλαια του βιβλίου και ιδίως στο κεφάλαιο για τις πηγές του δικαίου, το οποίο μαζί με τα συναφή κεφάλαια για τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων και τη συνταγματική ερμηνεία εκτείνεται σε περίπου 180 σελίδες. Πράγματι, στο πεδίο των πηγών του δικαίου, δεν αρκεί μια απλή επικαιροποίηση της ύλης, διότι αυτό που έχει αλλάξει στον χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ο ίδιος ο τρόπος ύπαρξης του κρατικού Συντάγματος, λόγω της μετεξέλιξης του εθνικού Κράτους σε Κράτος μέλος. Τα Συντάγματα των Κρατών μελών της ΕΕ έχουν μετασχηματισθεί πλέον από «ολικά» σε «μερικά» Συντάγματα, στο πλαίσιο ενός ενιαίου ευρωπαϊκού συνταγματικού χώρου, ο οποίος συναπαρτίζεται από τα εθνικά Συντάγματα, το δίκαιο της ΕΕ και τους δύο Χάρτες των δικαιωμάτων στην Ευρώπη, του Χάρτη της ΕΕ και την ΕΣΔΑ. Το σύστημα των πηγών του δικαίου στα Κράτη μέλη έγινε έτσι ιδιαίτερα περίπλοκο και στην κορυφή του δεν βρίσκεται πια μόνο του το εθνικό Σύνταγμα, αλλά αυτό που ο συγγραφέας χαρακτηρίζει ως «επαυξημένο» Σύνταγμα (σ. 12), δηλαδή το εθνικό Σύνταγμα συν το δίκαιο της ΕΕ συν οι δύο Χάρτες. Η συναρμογή όλων αυτών των «μερικών» Συνταγμάτων σε ένα αρμονικό σύνολο δεν μπορεί να επιτευχθεί αν το καθένα από αυτά διεκδικεί την πλήρη κανονιστική ακεραιότητά του. Από την πλευρά των Κρατών μελών αυτό σημαίνει πως πρέπει να αποδεχθούν ορισμένες άτυπες μεταβολές των Συνταγμάτων τους, π.χ. όσον αφορά τη δημοσιονομική διαχείριση (βλ. την ανάλυση του συγγραφέα σ. 116-120) και τη συνταγματική ρύθμιση των οικονομικών σχέσεων. Το όριο των θεμελιωδών συνταγματικών αρχών (βλ. για παράδειγμα το άρθρο 28 παρ. 3 του ελληνικού Συντάγματος) είναι αντιτάξιμο στο δίκαιο της ΕΕ, αλλά όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, μόνον όταν «αναφέρεται σε κάποια εθνική θεσμική ιδιοσυστασία» (σ. 194), την οποία άλλωστε οφείλει να σέβεται και η ίδια η ΕΕ, εφόσον η συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα δεν κινείται έξω από το πλαίσιο των κοινών συνταγματικών παραδόσεων. Όσον αφορά την ΕΣΔΑ, το ελληνικό Σύνταγμα έχει περισσότερα να πάρει παρά να δώσει, αρκεί κανείς να συγκρίνει την ελληνική συνταγματική νομολογία για την ελευθερία της έκφρασης με την αντίστοιχη του ΕΔΔΑ.
Μέσα στον ενιαίο ευρωπαϊκό συνταγματικό χώρο όλα συνέχονται, συμπλέκονται και αλληλοπεριορίζονται. Μπορεί το φιλελεύθερο στοιχείο να υπερτερεί συνολικά απέναντι στο κοινωνικό στοιχείο, το οποίο είναι πιο έντονο στα Συντάγματα των χωρών του Νότου, αυτό όμως οφείλεται κυρίως στους συσχετισμούς των πολιτικών δυνάμεων στα Κράτη μέλη και στα πολιτικά όργανα της ΕΕ. Η υπεροχή αυτή δεν αποτελεί μια αμετακίνητη προ-επιλογή του ευρωπαϊκού σχεδίου, όπως προκύπτει και από το Next Generation EU. Σε κάθε περίπτωση, το ελληνικό Σύνταγμα με το άρθρο 28 και την ερμηνευτική δήλωση κάτω από αυτό αποτελεί πλέον ένα «ευρωπαϊκό» Σύνταγμα, δηλαδή τμήμα του ενιαίου ευρωπαϊκού συνταγματικού χώρου. Με βάση το ισχύον Σύνταγμα, η απόφαση αυτή είναι μη αντιστρέψιμη, είναι δηλαδή ο «θεμελιώδης κανόνας» πάνω στον οποίο στηρίζεται. Υπό το πρίσμα αυτό θα πρέπει να γίνεται η ανάλυση του ελληνικού Συντάγματος, όπως ακριβώς την επιχειρεί και ο Ευ. Βενιζέλος.
Aναδημοσίευση από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 10 Ιουνίου 2021