Τέτοιες δεσμεύσεις, στην χώρα μας, είναι αυτές που συνδέονται με τον οδό «εισαγωγής» του ερωτήματος της συνταγματικότητας, όπως για παράδειγμα η εξέταση της συνδρομής του εννόμου συμφέροντος[28]. Τέτοιες δεσμεύσεις κρίνονται αναγκαίες και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπου η νομολογία των ανώτατων δικαστηρίων των κρατών μελών της ΕΕ και του ΔΕΚ τείνει να εγκαταστήσει ένα ουσιαστικό Σύνταγμα, που επιδρά σημαντικά στην λειτουργία της ευρωπαϊκής και των εθνικών έννομων τάξεων. Διαφορετικά, ο δικαιοδοτικός αυτός διάλογος, το κατά P. Brunet «σκοτεινό αντικείμενο του πόθου» στην διαδικασία της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης[29], κινδυνεύει να οδηγήσει στην εγκατάσταση μιας πραιτωριανής εξουσίας, που λίγο θα συμβάλλει στην εμπέδωση των χαρακτηριστικών του δημοκρατικού κράτους δικαίου τόσο στα κράτη μέλη, όσο και στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Από τον έλεγχο της νομιμότητας στον έλεγχο της συνταγματικότητας των κρατικών πράξεων: Όψεις του κράτους δικαίου στο έργο του Γ. Παπαδημητρίου
Λέξεις-Κλειδιά: Διακριτική εξουσία της διοίκησης • Έλεγχος νομιμότητας • Ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας • Ιθαγένεια • έλεγχος συνταγματικότητας • Αναγωγή στο Σύνταγμα • Έλεγχος συνταγματικότητας: μέθοδοι και τεχνικές
Τις τελευταίες δεκαετίες o δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των κρατικών πράξεων σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο πυκνώνει την υπόσταση του κράτους δικαίου, εμπλουτίζοντας παράλληλα τον προβληματισμό για την πορεία των αντιπροσωπευτικών συστημάτων. Ερωτήματα παλαιά ανανεώνονται όπως, για παράδειγμα, το πρόβλημα των σχέσεων ανάμεσα στον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων και των κρατικών πράξεων και τον δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος, που τίθεται με νέους όρους[2]. Ωστόσο, σήμερα δεν τίθεται γενικά το ζήτημα, αν ο έλεγχος της συνταγματικότητας ως παράμετρος του κράτους δικαίου θέτει σε αντιπαράθεση την δικαστική εξουσία με τον δημοκρατικά νομιμοποιημένο νομοθέτη. Η σχετική προβληματική εκλεπτύνεται, καθώς γίνεται πια αποδεκτό, ότι η δικαστική προστασία των θιγόμενων προσώπων δεν αποτελεί μόνον εγγύηση της αυτονομίας τους: η δικαστική αναγνώριση δικαιωμάτων και ελευθεριών επηρεάζει με τέτοιο τρόπο την σχέση των μελών του κοινωνικού συνόλου με το κράτος, ώστε να συνδιαμορφώνει τους δημόσιους δεσμούς και να επηρεάζει τα χαρακτηριστικά της ιδιότητας του πολίτη[3], ακόμη και επεκτείνοντας την σε μια «κοινωνική ιδιότητα του πολίτη».
Εξάλλου, πυκνώνουν αυτοί που διερωτώνται το ακόλουθο: στον ευρωπαϊκό χώρο, ο έλεγχος της συνταγματικότητας των κρατικών πράξεων που πραγματοποιούν οι εθνικοί δικαστές αποτελεί ή πρέπει να αποτελεί δίαυλο που αρθρώνει τις επιμέρους έννομες τάξεις μεταξύ τους, αλλά και με το κοινοτικό δίκαιο και με τις αρχές που έχουν αναδυθεί από την εξηντάχρονη λειτουργία του ΕΔΔΑ[4]; Μια τέτοια παρέμβαση των δικαστικών αρχών καθιστά τους δικαστές maîtres των συνταγματικών αξιών και παραδόσεων των κρατών μελών της Ένωσης ή μήπως οι τεχνικές και τα όρια του ελέγχου της συνταγματικότητας μπορούν να συμβάλλουν ώστε η οικοδόμηση των θεμελιωδών αρχών της ΕΕ να διαθέτει ένα στέρεο exante θεμέλιο;
Πριν από 30 χρόνια, δημοσιεύεται στο περιοδικό το Σύνταγμα εκτενής μελέτη του Γ. Παπαδημητρίου[5], η οποία, με αφορμή την έκδοση 2 αποφάσεων του ΣτΕ[6], πραγματεύεται το ζήτημα των ορίων που το Σύνταγμα θέτει στην ελληνική πολιτεία, όταν τα όργανά της ασκούν αρμοδιότητες που ανάγονται στην αποβολή της ελληνικής ιθαγένειας. Είναι από τα λίγα έργα του Γ. Παπαδημητρίου που εντάσσονται στην θεματική του ελέγχου της συνταγματικότητας[7] και, λόγω της χρονικής απόστασης που μεσολαβεί από την εκπόνησή του, θα πίστευε κανείς ότι σήμερα παρουσιάζει ιστορικό κυρίως ενδιαφέρον. Όμως τα πράγματα διαφέρουν. Η μελέτη προσφέρει και σήμερα πολύ χρήσιμα επιχειρήματα, ενώ επίσης αποτελεί αφορμή για την εμβάθυνση του σχετικού προβληματισμού και την κριτική αποτίμηση της πρόσφατης νομολογίας.
Ι. Μια πρόδρομη προσέγγιση του Συντάγματος και της κανονιστικότητάς του
Για να φανεί η σημασία της προσέγγισης που επιχειρεί ο Γ. Παπαδημητρίου, θα πρέπει πρώτα από όλα αυτή να ενταχθεί στο ιστορικό της πλαίσιο. Κατά την περίοδο που ακολούθησε την υιοθέτηση του ισχύοντος Συντάγματος και κατά την οποία διαμορφωνόταν η φυσιογνωμία του πολιτεύματος της χώρας, ο πολιτειολογικός και πολιτικός διάλογος είχαν ως άξονα την εύρυθμη λειτουργία των κοινοβουλευτικών θεσμών. Εκείνη την εποχή, ο δημοκρατικός χαρακτήρας της πολιτείας συνδεόταν κατά κύριο λόγο με την κατοχύρωση της δυνατότητας του εκλογικού σώματος να διαμορφώνει ελεύθερα την κυβερνητική πλειοψηφία στην Βουλή, καθώς και της δυνατότητας του υπουργικού συμβουλίου να διαμορφώνει ανεμπόδιστα τις επιλογές που συγκροτούν την γενική πολιτική της χώρας[8]. Η προστασία των δικαιωμάτων αποτελούσε, βέβαια, ένα σημαντικό θεσμικό διακύβευμα, ωστόσο η εξασφάλισή της διέθετε ακόμη «αντανακλαστικό» χαρακτήρα, με την έννοια, ότι η δημοκρατική καταγωγή του νόμου παρέμενε η σημαντικότερη εγγύηση για την προσωπική και συλλογική αυτονομία[9]. Για τον λόγο αυτό, ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, πολύτιμη κληρονομιά του 19ου αιώνα, πρόβαλλε ως παραπληρωματικός μηχανισμός προστασίας των δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια, πηγή διακινδύνευσης των δικαιωμάτων θεωρείτο κατά βάση η διοίκηση, που όχι μόνο στερείται λαϊκής νομιμοποίησης, αλλά λειτουργεί χωρίς συνθήκες διαφάνειας, για δε τον περιορισμό των αυθαιρεσιών της, οι πολίτες διέθεταν το δοκιμασμένο όπλο του ελέγχου της νομιμότητας.
Από τον έλεγχο αυτό εκκινεί ο Γ.Παπαδημητρίου, για να καταδείξει, ότι το Σύνταγμα συμμετέχει καθοριστικά στο μπλοκ της νομιμότητας και ότι ακόμη και στην περίπτωση που η εφαρμοστέα διάταξη δεν παραβιάζει συνταγματικό κανόνα, η διοικητική και δικαστηριακή πρακτική οφείλουν να αναπτύσσονται «με γνώμονα πάντοτε την πραγμάτωση του περιεχομένου των συνταγματικών επιταγών και στο πεδίο του δικαίου της ιθαγένειας», δηλαδή σε ένα πεδίο όπου η διοίκηση διαθέτει εκτεταμένη διακριτική ευχέρεια. Έτσι, η αναγωγή στο Σύνταγμα προσδίδει όχι μόνο τυπικό, αλλά και ουσιαστικό νόημα στον έλεγχο της νομιμότητας, που χωρίς αυτήν μπορεί να εξελιχθεί σε μια αποστεωμένη επιτήρηση των διαδικασιών ή και να παράξει αποτελέσματα που η έννομη τάξη έχει αποδοκιμάσει μέσω των θεμελιωδών αξιολογήσεων της.
ΙΙ. Το Σύνταγμα ως κριτήριο αξιολόγησης των ερμηνευτικών επιλογών της διοίκησης και του δικαστή της νομιμότητας
Οι δυο υποθέσεις που αποτέλεσαν το αντικείμενο της σχολιαζόμενης μελέτης, αφορούσαν στην προσπάθεια ελλήνων πολιτών να μεταβάλλουν την ιθαγένειά τους. Συγκεκριμένα, επρόκειτο για τις περιπτώσεις 2 ημεδαπών, που είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στο εξωτερικό, ανέπτυξαν εκεί βιοτικούς δεσμούς και επιδίωκαν την αποβολή της ελληνικής ιθαγένειας, προκειμένου να διεκδικήσουν αυτή του τόπου διαβίωσής τους. Η κτήση της ιθαγένειας του φιλοξενούντος κράτους παρίστατο κρίσιμη για την προσωπική, επαγγελματική και οικογενειακή ζωή καθενός από αυτούς[10]. Έτσι, υπέβαλλαν νομότυπα στην διοίκηση αίτημα για την αποβολή της ελληνικής ιθαγένειας, όμως η ελληνική πολιτεία αρνήθηκε να ικανοποιήσει τα αιτήματά τους και αυτοί προσέφυγαν στο ΣτΕ, που παρενέβη ως δικαστής της νομιμότητας.
Τόσο το δικαστήριο, όσο και ο Γ. Παπαδημητρίου διαπιστώνουν, ότι οι κρίσιμες για την επίλυση της διαφοράς νομοθετικές διατάξεις[11] δεν έθεταν ζήτημα συνταγματικότητας. Ο καταστατικός χάρτης περιλάμβανε μια λακωνική ρύθμιση που παρέπεμπε το πρόβλημα κτήσης και αποβολής της ιθαγένειας στον κοινό νομοθέτη[12], ο οποίος με τον σχετικό εκτελεστικό νόμο είχε από ετών πραγματώσει την συνταγματική επιταγή. Στο παραπάνω πλαίσιο, η ρύθμιση του άρθρου 14 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (στο εξής ΚΕΙ), που είχε ως αντικείμενο την εκούσια αποβολή της ελληνικής ιθαγένειας μετά από αίτηση του ενδιαφερόμενου και άδεια της ελληνικής πολιτείας, δεν βρισκόταν σε αντίθεση με το περιεχόμενο των οικείων συνταγματικών κανόνων.
Ωστόσο, η εφαρμογή του νομοθετικού πλαισίου από την διοίκηση και τον δικαστή στις δυο αυτές υποθέσεις οδήγησε σε τέτοια δυσχέρανση της διαδικασίας εκούσιας αποβολής της ιθαγένειας, που γέννησε εντάσεις με τον καταστατικό χάρτη. Πραγματικά, ο αρμόδιος υπουργός Εσωτερικών και το ανώτατο ακυρωτικό, αναφερόμενοι και εφαρμόζοντας συνολικά το άρθρο 14 παρ. 1 ΚΕΙ, αποδέχθηκαν ότι σε καθεμιά περίπτωση που ζητείται η αποβολή της ιθαγένειας θα πρέπει να συντρέχουν «εξαιρετικοί λόγοι» προκειμένου να ικανοποιηθεί το σχετικό αίτημα, επεκτείνοντας με τον τρόπο αυτό έναν περιοριστικό όρο, που ο νομοθέτης είχε τάξει μόνον για τις περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες η άδεια ζητείται από την ελληνική πολιτεία μετά την κτήση της αλλοδαπής ιθαγένειας.
Η απόφανση αυτή, αμφισβητήσιμη και με τις παραδοσιακές μεθόδους ερμηνείας του δικαίου, προσλαμβάνει, όπως ανέδειξε ο Γ. Παπαδημητρίου, ιδιαίτερη και σαφή απαξία, επειδή με την διατύπωσή της επέρχεται δραστικός περιορισμός στα δικαιώματα των προσφευγόντων και παραγνωρίζονται οι σύστοιχες συνταγματικές υποχρεώσεις της πολιτείας. Η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, υπογραμμίζει ο Παπαδημητρίου, δεν είναι μια διαδικασία που υπάγει το περιεχόμενό τους στην βούληση του κρατικού οργάνου. Ο εφαρμοστής του δικαίου, κατά την άσκηση του ερμηνευτικού έργου του, οφείλει να αναζητεί την αντικειμενική βούληση του νομοθέτη, που για να προσδιοριστεί απαιτεί, κατά τον χρόνο της αξιολόγησης μιας αίτησης από την διοίκηση ή της επίλυσης μιας διαφοράς από τα δικαστήρια την «συνεξέταση των … συνταγματικών διατάξεων που επηρεάζουν την επίλυση του κεντρικού προβλήματος που θέτει [στην συγκεκριμένη περίπτωση] το άρθρο 14 παρ. 1α ΚΕΙ»[13].
Για να αξιοποιήσουμε την σκέψη του Γ. Παπαδημητρίου, η επιβαλλόμενη αναφορά στο Σύνταγμα οδηγεί «στη προσήκουσα διαφοροποίηση» των νοημάτων του νόμου και συγκεκριμένα, στις υποθέσεις που τον απασχόλησαν, στην διάκριση των τριών επιμέρους κανονιστικών προτάσεων της διάταξης του άρθρου 14 ΚΕΙ. Η διάκριση αυτή, αν είχε πραγματοποιηθεί, θα είχε εξασφαλίσει τον «ακριβέστερο πορισμό του περιεχομένου της [διάταξης] και τη λυσιτελέστερη συνάρθρωση με άλλες αποφασιστικές διατάξεις του δικαίου της ιθαγένειας»[14]. Το Σύνταγμα, λοιπόν, ως γνώμονας της ερμηνευτικής διεργασίας επιτρέπει την αποσαφήνιση του κανονιστικού περιεχομένου της κρίσιμης σε καθεμιά περίπτωση διάταξης, ενώ στο πλαίσιο πάντοτε των δυο προαναφερόμενων περιπτώσεων, υποστήριζε την πρόταση του συγγραφέα για συστηματική εξέτασή της με το άρθρο 21 παρ. 1 ΚΕΙ[15]. Με άλλα λόγια, η αναγωγή στο Σύνταγμα, θα είχε οδηγήσει την διοίκηση και το δικαστήριο να προσεγγίσουν την εσωτερική λογική που διέτρεχε το δίκαιο της ιθαγένειας και συνακόλουθα να καταλήξουν στην ερμηνευτική παραδοχή, ότι για την αποδοχή αίτησης αποβολής της ιθαγένειας δεν απαιτείται οι συνδρομή εξαιρετικών, αλλά αρκεί η διαπίστωση σοβαρών λόγων. Με τον τρόπο αυτό, το Σύνταγμα ως βασικός κανόνας αναφοράς καθίσταται παράμετρος συνοχής της έννομης τάξης και παράγοντας ενίσχυσης της δικαιοκρατικής φυσιογνωμίας της ελληνικής πολιτείας[16].
ΙΙΙ. Το Σύνταγμα ως πηγή ουσιαστικών κανόνων που δεσμεύουν την διοίκηση και τον δικαστή
Σε ό,τι αφορά την ουσία των σχολιαζόμενων από αυτόν υποθέσεων, ο Γ. Παπαδημητρίου συντάσσεται με την κρίση του δικαστηρίου, ότι η εκούσια αποβολή της ελληνικής ιθαγένειας κατ’ άρθρο 14 του ΚΕΙ «έχει καίρια σημασία για την Ελληνική Πολιτεία, αφού ανάγεται σε αυτή την ίδια την συγκρότησή της» και ότι η σημασία της αυτή δικαιολογεί την νομοθετική ρύθμιση που δεν αφήνει σε μόνη την βούληση των Ελλήνων πολιτών την μεταβολή, αλλά οργανώνει διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας είναι αναγκαία η συναίνεση της Πολιτείας, που εκδηλώνεται με την παροχή της σχετικής αδείας. Ενώ όμως το δικαστήριο με ευκολία αποδέχεται ότι η άδεια αυτή παρέχεται μόνον για εξαιρετικούς λόγους, ο Παπαδημητρίου, αξιοποιώντας και την άποψη της μειοψηφίας στην μια από τις δυο αποφάσεις[17], αναζητά τα συνταγματικά όρια της σχετικής εξουσίας της πολιτείας, τόσο μέσα από υποχρεώσεις της που απορρέουν από το Σύνταγμα, όσο και μέσα από τα δικαιώματα των πολιτών, ή όπως θα μπορούσε κανείς σήμερα να ισχυριστεί των μελών του κοινωνικού συνόλου που υπόκεινται στην εξουσία της.
Ο ίδιος, βέβαια, υπογραμμίζει την ερμηνευτική λειτουργία που επιτελούν οι σχετικές συνταγματικές διατάξεις, ωστόσο η προσεκτική ανάγνωση της μελέτης του δεν καταλείπει αμφιβολία ότι η αρχή της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 Συντ) και το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας (5 παρ. 1 Συντ.), αποτελούν πηγή επιταγών προς τα κρατικά όργανα (νομοθέτη, διοίκηση και δικαστή), που δεσμεύονται όχι μόνον να αποτρέπουν την παραβίαση τους, αλλά και να φροντίζουν για «την τήρηση και επιπλέον την πραγμάτωση [τους]»[18]. Με άλλα λόγια, εκτός από ερμηνευτικό κριτήριο για τον προσδιορισμό του νοήματος των διατάξεων του ΚΕΙ, οι συνταγματικές διατάξεις καθίστανται πηγή ουσιαστικών κανόνων που καταλαμβάνουν την κρατική δραστηριότητα και προσδιορίζουν την κατεύθυνση της.
Για να γίνει κατανοητή η σημασία της παρέμβασης του Γ. Παπαδημητρίου θα πρέπει να υπογραμμιστεί το εξής: κατά την πρώτη περίοδο εφαρμογής του Συντάγματος, η συνταγματική θεωρία υπήρξε ιδιαίτερα επιφυλακτική ως προς την αναγνώριση αυτοτελούς κανονιστικού περιεχομένου στα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Συντ. Παρ’ ότι δεν υποτιμήθηκε η σπουδαιότητα τους για την διαμόρφωση του προσωποκεντρικού χαρακτήρα της ελληνικής πολιτείας[19], θεωρήθηκε ότι οι σχετικές διατάξεις θεσπίζουν κατά βάση κατευθυντήριες αρχές που δεσμεύουν έμμεσα τον νομοθέτη και τον δικαστή και αποκτούν νόημα μέσα από την συστηματική ερμηνεία τους με άλλα συνταγματικά δικαιώματα και ελευθερίες[20]. Δεν θα ήταν, λοιπόν, υπερβολικό να υποστηρίξει κανείς, ότι τα επιχειρήματα της σχολιαζόμενης μελέτης επέφεραν μια τομή στην σχετική συζήτηση, ανοίγοντας, μεταξύ άλλων, τον δρόμο για την πλούσια πλην αμφιλεγόμενη νομολογία για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας των τελευταίων ετών.
Έτσι, αφού προηγήθηκαν ενδιαφέρουσες σκέψεις, αφενός για την κανονιστική πυκνότητα και την δεσμευτικότητα της αρχής της αξίας του ανθρώπου, αφετέρου για την νομική φύση της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας ως δικαιώματος και αντικειμενικού κανόνα, ακολουθεί η παρουσίαση της σημασίας τους για τις εξεταζόμενες υποθέσεις: δεδομένου ότι η ιθαγένεια συνιστά την βάση για την θέσπιση ειδικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του πολίτη προς το κράτος και αντίστροφα, η ρύθμιση της από την πολιτεία δεν καθορίζεται μόνον με όρους κυριαρχίας, έστω λαϊκής κυριαρχίας, αλλά προσδιορίζεται και από την επιταγή καθένα μέλος του κοινωνικού συνόλου να διαμορφώνει ελεύθερα «τη σωματική, την ψυχική, την πνευματική, την ηθική, την κοινωνική και πολιτική υπόστασή του»[21].
Το ενδιαφέρον της πολιτείας για την συγκρότηση του λαού της σταθμίζεται και συνεκτιμάται με το πρόταγμα σεβασμού της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας των μελών της πολιτικής κοινότητας και, με την επικουρική συνδρομή της αρχής της αξίας του ανθρώπου διαμορφώνει ένα καθεστώς, στο οποίο το πρόσωπο δεν μπορεί να καθυποτάσσεται σε ένα νομικό δεσμό, που συνήθως μάλιστα συμβαίνει να έχει εγκατασταθεί από απολύτως τυχαίους λόγους. Με ερμηνευτική σύνεση και προνοητικότητα ο Γ. Παπαδημητρίου υπογραμμίζει την δυσκολία της στάθμισης. Αποστασιοποιείται από την τολμηρή θεωρητική κατασκευή της μειοψηφίας στην δεύτερη απόφαση, που χαρακτηρίζει την αποβολή της ιθαγένειας ως ειδικό παράγωγο δικαίωμα που απορρέει από το άρθρο 5 παρ. 1 Συντ. και για τον λόγο αυτό αναγνωρίζει στους πολίτες την ευχέρεια να καταργούν μονομερώς τον νομικό αυτό δεσμό. Υποστηρίζει, όμως, ότι με την τυποποίηση των παραπάνω κανόνων, ο συντακτικός νομοθέτης δεν περιορίστηκε σε μια στατική προστασία της προσωπικότητας, θα μπορούσαμε να πούμε δεν περιορίστηκε στην κατοχύρωση της αμυντικής διάστασης του σχετικού δικαιώματος. Περαιτέρω αναδεικνύει πειστικά τον δυναμικό χαρακτήρα της συνταγματικής ρύθμισης[22], που επιβάλλει στην πολιτεία να λαμβάνει και θετικά μέτρα για να εξασφαλίζει στα πρόσωπα την απόλαυση των ευχερειών που συμβάλλουν στην ανάπτυξη της προσωπικότητας τους[23]
Η σημερινή σημασία της παραπάνω θεώρησης αναδεικνύεται πλήρως, αν κανείς αντιστρέψει το ερώτημα που απασχόλησε τον Γ. Παπαδημητρίου και αναζητήσει το περιεχόμενο του Συντάγματος, ενόψει της διεκδίκησης της ιθαγένειας είτε από άτομα που την έχουν απολέσει είτε από μετανάστες οικονομικούς ή άλλους που έχουν συνδέσει την προσωπική και οικογενειακή ζωή τους με την χώρα. Έτσι, αυτό που έχει πια ενδιαφέρον να αναρωτηθεί κανείς είναι το ακόλουθο: στον βαθμό που η ιθαγένεια συνεχίζει να αποτελεί την βάση για την ανάπτυξη ουσιαστικών παραμέτρων της προσωπικότητας των μελών του κοινωνικού συνόλου, μπορεί ο κοινός νομοθέτης να θέτει έντονα περιοριστικούς όρους στην κτήση της και να διατηρεί κοινωνικές ομάδες εκτός της πολιτικής κοινότητας; Ποια είναι η εξουσία και ποιες οι συνταγματικές δεσμεύσεις του δικαστή, όταν αυτός επιλαμβάνεται υποθέσεων που αφορούν είτε στην απόρριψη αιτήσεων για πολιτογράφηση ή ανάκτηση της ιθαγένειας είτε στην απόλαυση δικαιωμάτων που σχετίζονται με αυτή;
Ο Γ. Παπαδημητρίου έχει σκιαγραφήσει την συνταγματικά επιβαλλόμενη απάντηση[24]˙ η ιθαγένεια δεν αποτελεί προνόμιο που απονέμεται από το κράτος με βάση θεωρήσεις που ανάγονται στην raisond’État ή ακόμη περισσότερες σε κυβερνητικές ή πολιτικές σκοπιμότητες. Η ιθαγένεια είναι μια τυποποιημένη νομικά σχέση που συγκροτεί τον λαό – φορέα της δημοκρατικής κυριαρχίας και ταυτόχρονα ιδρύει τους όρους με τους οποίους τα μέλη της πολιτικής κοινότητας απολαμβάνουν ουσιαστικά και ισότιμα τα θεμελιώδη δικαιώματα τους.
IV. Οι τεχνικές του ελέγχου της συνταγματικότητας των κρατικών πράξεων και η νομιμοποίηση της εξουσίας του δικαστή ως «φύλακα» του Συντάγματος
Τις τελευταίες, πλούσιες σελίδες της μελέτης του[25], ο Γ. Παπαδημητρίου τις αφιερώνει στην πραγμάτευση της σημασίας των δεδομένων της κοινωνικής πραγματικότητας και της διεθνούς δικαιϊκής πολιτικής για την εφαρμογή του άρθρου 14 παρ. 1 ΚΕΙ με τρόπο που να σέβεται την συνταγματική νομιμότητα. Έτσι, αξιοποιεί τα πορίσματα συγγενικών με την νομική επιστημών, προκειμένου να περιγράψει τα χαρακτηριστικά και τις αιτίες του μεταναστευτικού ρεύματος, τις συνέπειες που η μετανάστευση είχε αναπτύξει σε όσα πρόσωπα είχαν εγκαταλείψει τον τόπο καταγωγής τους, αλλά και στην ελληνική πολιτεία. Στην συνέχεια, τον απασχολεί η στάση που κρατούν απέναντι στο ζήτημα της χορήγησης της ιθαγένειας τα κράτη που υποδέχθηκαν τα σημαντικότερα κύματα μεταναστών, για να υποδείξει το εξής: η παράλειψη του δικαστηρίου να λάβει υπόψη τα παραπάνω, δεν επέτρεψε να διαμορφωθεί κρίση ικανή να διαφυλάξει την νομιμότητα.
Όλα τα παραπάνω, διαπιστώνει, δεν απασχόλησαν την διοίκηση, ενώ αυτή η πλημμελής θεμελίωση των πράξεων της δεν αποτέλεσε αντικείμενο ελέγχου από το δικαστήριο, με αποτέλεσμα να επηρεαστεί αρνητικά το ουσιαστικό περιεχόμενο της δικαστικής κρίσης. Υποστηρίζει, λοιπόν, πως «η υιοθέτηση και η γόνιμη εξειδίκευση της εν λόγω ορθής μεθοδολογικής επιλογής θα είχε οδηγήσει ασφαλώς στην επικράτηση της ελαστικότερης και τη συνακόλουθη ανατροπή της καθιερωμένης ήδη «σκληρής» διοικητικής πρακτικής για το ζήτημα»[26] και υπογραμμίζει ότι τούτο «θα προσέδιδε «το ενδεδειγμένο νόημα στον έλεγχο της νομιμότητας των σχετικών πράξεων εκ μέρους του Συμβουλίου της Επικρατείας»[27].
Επεκτείνοντας τις παραπάνω σκέψεις, μπορεί κανείς να ισχυριστεί, ότι ο Γ. Παπαδημητρίου εντάσσει τον έλεγχο της συνταγματικότητας σε ένα πλέγμα «εσωτερικών» δεσμεύσεων που εξασφαλίζουν την ορθότητα της κρίσης του δικαστηρίου και, έμμεσα, στηρίζουν την σχετική εξουσία των δικαστών. Αναγνωρίζοντας τα δικαστήρια ως φύλακες του Συντάγματος, προσδίδει στην νομιμότητα ένα δυναμικότερο και πιο ριζοσπαστικό περιεχόμενο, χωρίς ωστόσο να καθιστά τον δικαστή «κυρίαρχο» των εννοιών του καταστατικού χάρτη και των κανόνων που κυοφορούν οι διατάξεις του. Για να αποτρέψει έναν τέτοιο, ορατό κίνδυνο, συστοιχεί την εξουσία των δικαστικών λειτουργών με τον σεβασμό των δεσμεύσεων που απορρέουν από τις μεθόδους και τις τεχνικές του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και των κρατικών πράξεων και νομιμοποιούν την άσκησή του.
[1] Δημοσιεύθηκε στον τόμο Σύνταγμα, Δημοκρατία και Πολιτειακοί Θεσμοί, Μνήμη Γιώργου Παπαδημητρίου Ι, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2011.
[2] Ενδεικτικά βλ. M. Troper, Justice constitutionnelle et démocratie, σε Revue française de Droit constitutionnel, no 1, 1990, σ. 31 επ., Α. Μανιτάκη, Κράτος δικαίου και δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, 1998, ιδίως σ. 216 επ., 258 επ, Ο. Costa, La Cour de Justice et le contrôle démocratique de l’Union européenne, Revue française de science politique, vol 51, 2001, σ. 881 επ., M. Shapiro, The success of judicial review and Democracy, σε M. Shapiro- A.Stone, On Law, Politics and Judicialization, Oxford-NY, Oxford UnP, 2002 σ. 148 επ. ιδίως 180 επ., T. S. Allan, Constitutional Dialogue on Judicial Review, Oxford Journal of Legal Studies, vol. 23, 2003/4, σ. 563 επ. L. Carlassare, Costituzionalismoedemocrazianell’alterazionedegliequilibri, σε www.Costituzionalismo.it 2004/1, C. Grewe- O. Jouanjan- Ér. Moulin- Patrick Wachsmann, La notion de “justice constitutionnelle”, Paris, L.G.D.J., 2005, D. Rousseau, Constitutionnalisme et démocratie, σεwww.laviedesidees.fr 2008, J.-M. Denquin, Que veut-on dire par « démocratie » ? L’essence, la démocratie et la justice constitutionnelle, σε Jus Politicum no 2, 2009, www.juspoliticum.com, L. Garlicki, La légitimité du contrôle de constitutionnalité : problèmes anciens c/développements récents, σεRevue française de droit constitutionnel no 78, 2009, σ. 217 επ.
[3] Βλ. Γ. Κραβαρίτου, Κοινωνικά δικαιώματα και κοινωνική ιδιότητα του πολίτη, ΝοΒ, 2002, σ.1426 επ, R. Barnett, Constitutional Legitimacy, Columbia Law Review, vol. 103, 2003, σ. 111 επ., Ξ. Κοντιάδη, Κοινωνικά δικαιώματα και κοινωνική αλληλεγγύη στο ευρωπαϊκό Σύνταγμα, ΕΔΚΑ, 2003, σ. 721 επ., Th. Poole, Legitimacy, Rights and Judicial review, Oxford Journal of Legal Studies, vol. 25, 2005/4, σ. 697 επ., Γ. Κατρούγκαλου, Τα κοινωνικά διακιώματα, Αθήνα- Κομοτηνή, Α. Σάκκουλας, 2006, σ. 86 επ., A. Vidal-Naquet, Les visas dans les décisions du Conseil constitutionnel; σε Revue française de Droit constitutionnel, no 80, 2006, σ. 535 επ., ενώ η νομολογία τόσο των εθνικών δικαστηρίων όσο και του ΔΕΚ για τις περιπτώσεις των αιτούντων άσυλο, για την απέλαση όσων δεν βρίσκονται νόμιμα στην επικράτεια των κρατών μελών της ΕΕ, για τις θεωρήσεις εισόδου ή και για την εκμετάλλευση ιδίως των γυναικών μεταναστριών, παρέχει έδαφος για ουσιαστικό προβληματισμό.
[4]Ενδεικτικ άβλ. M-A. Eissen, L’interaction des juris prudences constitutionnelles nationales et de la juris prudence de la Cour européenne des droits de l’ homme, σε D. Rousseau – Fr. Sudre (dir), Conseil Constitutionnel et Cour Européenne des droits de l’homme, Paris, éditions STH, 1990, R. Dehousse, The European Court of Justice: The Politics of Judicial Integration, N. Y., St. Martin’s Press, 1998, σ. 137 επ., Κ. Χρυσόγονου, Η ενσωμάτωση της ΕΣΔΑ στην εθνική έννομη τάξη, Αθήνα, Α. Σάκκουλας, 2001, Γ. Κτιστάκη (επιμ.) Η επίδραση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην εφαρμογή και ερμηνεία του ελληνικού δικαίου, Αθήνα, Α. Σάκκουλα, 2002, Γ. Παπαδημητρίου, Η συνάρθρωση της εθνικής, της διεθνούς και της ενωσιακής προστασίας των δικαιωμάτων ΝοΒ 2004, σ. 1137 επ., Π. Στάγκου, Η δικαστική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην κοινοτική έννομη τάξη. Η σχέση της με τη συνταγματική εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Θεσσαλονίκη- Αθήνα, Σάκκουλα, 2004, B. Mathieu, Les rapports normatifs entre le droit communautaire et le droit national. Bilan et incertitudes relatifs aux évolutions récentes de la jurisprudence des juges constitutionnel et administratif français, σε Revue française de Droit constitutionnel, no 72, 2007, σ. 675 επ., το αφιέρωμα των Cahiers du Conseil constitutionnel, no 24, 2007, στην κανονιστική εξουσία του συνταγματικού δικαστή, ιδίως την μελέτη της M-C Pointhoreau, Réflexions sur le pouvoir normatif du juge constitutionnel en Europe continentale sur la base des cas allemand et italien, σ. 99 επ., Α.Μανιτάκη, Η διαπλοκή του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας με τον έλεγχο της συμβατικότητας των νόμων ενόψει της ΕΣΔΑ στο παράδειγμα των ενοχικών απαιτήσεων, ΝοΒ 2008, σ. 2541 επ., D. Maus, Le recours aux précédents étrangers et le dialogue des cours constitutionnelles, σε Revue française de Droit constitutionnel, no 80, 2009, Λ.Παπαδοπούλου, Εθνικό Σύνταγμα και Κοινοτικό Δίκαιο: Το ζήτημα της υπεροχής, Αθήνα, Α.Σάκκουλα, 2009, σ. 626 επ.
[5] Το Σύνταγμα και η εκούσια αποβολή της ιθαγένειας, ΤοΣ τ.5, 1979, σ. 418 επ., ήδη σε Γ. Παπαδημητρίου Συνταγματικές Μελέτες Ι, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, 2007, σ. 267 επ.
[6] Πρόκειται για της ΣτΕ 345/78 και 1061/78. Ο συγγραφέας επισημαίνει, ότι είναι οι πρώτες αποφάσεις σχετικά με ζητήματα που ανάγονται στην ιθαγένεια, το πλήρες κείμενο των οποίων δημοσιεύτηκε σε νομικό περιοδικό μετά την υιοθέτηση του Συντάγματος του 1975, γεγονός που εντείνει το ενδιαφέρον τους.
[7] Βλ. επίσης και τις ωραίες σκέψεις του σχετικά με την Τήρηση ατομικών φακέλων για τα πολιτικά φρονήματα των πολιτών (σχόλιο στην ΣτΕ 2139/1993, ΝοΒ τ.42, 1994, σ. 1237 επ.
[8] Βλ. αντί άλλων Γ. Παπαδημητρίου, Το πολίτευμα της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και η πεντάχρονη λειτουργία του, σε Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης-Νομική Σχολή, Πέντε χρόνια εφαρμογής του Συντάγματος του 1975, Κομοτηνή, 1981, σ. 247 επ. Α. Μανιτάκη, Ο χαρακτηρισμός του πολιτεύματος και οι σχέσεις Προέδρου της Δημοκρατίας και Πρωθυπουργού, σε του ίδιου, Ερμηνεία του Συντάγματος και λειτουργία του πολιτεύματος, Αθήνα- Κομοτηνή, Α. Σάκκουλα, 1996, σ. 101 επ., Ν. Αλιβιζάτου, Το Σύνταγμα του 1975 και η εφαρμογή του. Ένας στρεβλός εκσυγχρονισμός, ΝοΒ, 1988, σ. 542 επ.
[9] Ι. Καμτσίδου, Επιλογές και εφαρμογή του Συντάγματος του 1975, σε Ελληνική Ένωση για τα δικαιώματα του Ανθρώπου (επιμέλεια Μ. Τσαπόγα – Δ. Χριστόπουλου), Τα δικαιώματα στην Ελλάδα 1953-2003. Από το τέλος του εμφυλίου στο τέλος της μεταπολίτευσης, Αθήνα, Καστανιώτη, σ. 48 επ.
[10] Τα πραγματικά περιστατικά και των δυο υποθέσεων, που δεν αμφισβητήθηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο ούτε από το Δικαστήριο, μαρτυρούν ότι οι αιτούντες διέθεταν στις χώρες παραμονής τους μακροχρόνιες και ουσιαστικές σχέσεις. Και οι δυο είχαν συνάψει γάμο με πολίτιδες του κράτους που τους φιλοξενούσε (ο δεύτερος μάλιστα είχε και δυο παιδιά που αυτά είχαν πάρει την γερμανική ιθαγένεια), εργάζονταν συστηματικά στην αλλοδαπή επικράτεια και γενικά είχαν συμπήξει εκεί ένα σταθερό πλέγμα προσωπικών και κοινωνικών δεσμών, βλ. Μελέτες, ό.π., σ. 269 επ.
[11] Ο Κώδικας Ελληνικής Ιθαγένειας, ρύθμιζε τα θέματα αποβολής της ιθαγένειας στο άρθρο 14 ως εξής: «1. Αποβάλλει την Ελληνικήν ιθαγένειαν όστις κατόπιν αδείας α) απέκτησε τη βουλήσει αυτού αλλοδαπήν ιθαγένειαν ή β) ανεδέχθη δημοσίαν υπηρεσίαν παρ` αλλοδαπή Πολιτεία, εφ` όσον η αναδοχή συνεπάγεται κτήσιν της ιθαγενείας της Πολιτείας ταύτης. Η άδεια δύναται δι` εξαιρετικούς λόγους να παρέχηται και μετά την κτήσιν της αλλοδαπής ιθαγενείας, οπότε η αποβολή της Ελληνικής ιθαγένεις επέρχεται από της παροχής της αδείας. 2. Αποβάλλει επίσης την Ελληνικήν ιθαγένειαν ο κεκτημένος και αλλοδαπήν ιθαγένειαν εφ` όσον ήθελε γίνει δεκτή αίτησίς του περί αποβολής της Ελληνικής ιθαγένειας. Εν τη περιπτώσει ταύτη η αποβολή της Ελληνικής ιθαγένειας επέρχεται από της αποδοχής της αιτήσεως. 3. Η κατά την παρ. 1 άδεια παρέχεται και η κατά την παρ. 2 αποδοχή της αιτήσεως γίνεται δι’ αποφάσεως του Υπουργού των Εσωτερικών μετά γνώμην του Συμβουλίου Ιθαγενείας, ουδέποτε δε δύναται να παρασχεθή η άδεια ή να γίνη δεκτή αίτησις, εάν ο αιτών υπέχη ή καθυστερή στρατιωτικήν υποχρέωσιν ή καταδιώκεται επί κακουργήματι ή πλημμελήματι».
[12] Η μοναδική συνταγματική ρύθμιση με αντικείμενο την ιθαγένεια (άρθρο 4 παρ. 3 Συντ) κατά τον χρόνο εκδίκασης των δυο υποθέσεων είχε ως εξής: «Έλληνες πολίται είναι όσοι έχουν τα προσόντα που ορίζει ο νόμος. Επιτρέπεται να αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια μόνο σε περίπτωση που κάποιος απέκτησε εκούσια άλλη ιθαγένεια ή που ανέλαβε σε ξένη χώρα υπηρεσία αντίθετη προς τα εθνικά συμφέροντα, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία που προβλέπει ειδικότερα ο νόμος».
[13] Μελέτες Ι, ό.π., σ. 289.
[14] Ibid , σ. 274
[15] Το άρθρο 21 του τότε ισχύοντα ΚΕΙ ρύθμιζε την ανάκτηση της ελληνικής ιθαγένειας ορίζοντας, ότι « Ο κατά το άρθρο 14 αποβαλών την Ελληνικήν ιθαγένειαν δύναται να ανακτήσει ταύτην, ένα διαμένων εν Ελλάδι, υποβάλλη περί τούτου αίτησιν εις το Υπουργείον των Εσωτερικών, γίνη δεκτή η αίτησις του αύτη δι’ αποφάσεως του Υπουργού των Εσωτερικών και δώση τον κατά το άρθρον 9 όρκον του Έλληνος»
[16] Στην ίδια κατεύθυνση βλ. Α. Μανιτάκη, Κράτος δικαίου, ό.π., σ. 201 επ., του ίδιου, Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, Θεσσαλονίκη- Αθήνα, Σάκκουλα, σ.
[17] Η άποψη της μειοψηφίας στην ΣτΕ 1061/78, ό.π., σ. 552 αξίζει να προσεχθεί. Ένα μέλος της σύνθεσης, κρίνοντας ότι «η διάταξις του άρθρου 14 του ν.δ. 3370/1955 δέον να ερμηνευθή κατά τρόπον συμβιβάζοντα την ιδέαν της κρατικής κυριαρχίας, απαιτούσαν την άδειαν της Πολιτείας δια την αποβολήν της Ελληνικής Ιθαγένειας, προς την δημοκρατικήν αρχήν, προκύπτουσαν εκ των άρθρων 4 και 5 Συντάγματος και καθιερούσαν την προσωπικήν ελευθερίαν και εις το θέμα επιλογής της ιθαγενείας εκάστου», συνέδεσε ουσιαστικά την κρατική κυριαρχία με την δημοκρατική αρχή και με την ελεύθερη συμμετοχή των μελών του κοινωνικού συνόλου στην κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας. Όσο και αν κανείς διαφωνεί με την θεμελίωση της λαϊκής κυριαρχίας και στο άρθρο 5 Συντ., δεν μπορεί σήμερα να αμφισβητηθεί, ότι η δημοκρατική πολιτεία οφείλει να εξασφαλίζει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας των πολιτών της, απέχοντας από την θέσπιση εμποδίων που θα δυσχεραίνουν την απόλαυση του δικαιώματος.
[18] Μελέτες Ι, σ. 298
[19] βλ. Α. Μάνεση, Ατομικές Ελευθερίες, Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, 1978, σ. 114 επ.
[20] ibidem, σ. 119 επ.
[21] Μελέτες Ι, σ . 301.
[22] Ibid.
[23] Την αρχή της αξίας του ανθρώπου ως θεμέλιο της υποχρέωσης της πολιτείας να προστατεύει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών προτείνει και ο Π. Μαντζούφας, Συνταγματική προστασία των δικαιωμάτων στην κοινωνία της διακινδύνευσης, Υγεία- Ιδιωτικότητα- περιβάλλον, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, Σάκκουλα, 2006, σ. 129 επ., αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την διπλή κανονιστική «φορά» των κλασσικών δικαιωμάτων: Η ανάγκη αποτελεσματικής πραγμάτωσής τους έχει εμπλουτίσει το περιεχόμενό τους, που δεν εξαντλείται πια σε μια αξίωση αποχής της κρατικής εξουσίας, αλλά περιλαμβάνει και το αίτημα για θετική παρέμβαση της, ώστε οι φορείς των δικαιωμάτων να απολαμβάνουν με όρους ισοτιμίας τις δυνατότητες που αυτά τους εξασφαλίζουν.
[24] Καθώς μάλιστα είχε περιγράψει συνεκτικά το συνταγματικό πλαίσιο που ρυθμίζει την αποβολή της ιθαγένειας, ακολουθεί ως παραφωνία η πρόσφατη ΣτΕ 2194/2004, που εμμένει στην άποψη ότι η σχετική άδεια παρέχεται από την ελληνική πολιτεία μόνον για «εξαιρετικούς λόγους» παραγνωρίζοντας τα συμφέροντα και δικαιώματα του αιτούντος.
[25] Σ. 308 έως 321.
[26] Ibid, σ. 314.
[27] Ibid, σ. 320.
[28] Πρβλ. Α. Μανιτάκη, Οι αυτοδεσμεύσεις του δικαστή από τον παρεμπίπτοντα έλεγχο της (αντι)συνταγματικότητας των νόμων, ΤοΣ, 2006, σ. 403 επ.
[29] P. Brunetσε , Les juges européens au pays des valeurs, www.laviedesidees.fr, 2009.