Α. Η εξέλιξη του τουρκικού Συνταγματισμού: oρόλος των δικαιωμάτων σε μια δημοκρατική πολιτεία(;)
Η ανάγνωση του τουρκικού συνταγματισμού οφείλει να ξεκινήσει με ένα δεδομένο αποδεκτό και στην τουρκική συνταγματική θεωρία. Η Τουρκία δεν συνιστά primafacie μια δημοκρατική πολιτεία[1] στη βάση της εξασθενημένης προστασίας που παρέχει στα θεμελιώδη δικαιώματα[2] αλλά και εξ αιτίας της εμπλοκής στο σύστημα διακυβέρνησής της, θεσμών μη πολιτικών[3]. Πάντως, διαθέτει ένα αβασίλευτο πολιτικό σύστημα βασισμένο σε εκλογικές διαδικασίες και από την άποψη αυτή συχνά αναπαριστάται στη θεωρία ως ρεπουμπλικανική πολιτεία[4]. Το πρώτο της Σύνταγμα είναι προϊόν μια εκσυγχρονιστικής ομάδας των ‘Νέων Οθωμανών’ και εμφανίζεται στη διάρκεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, το 1876. Με στόχευση αρχικά την εγκατάσταση της κοινοβουλευτικής μοναρχίας, το Σύνταγμα αυτό δεν περιείχε παρά ελάχιστα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες, εγκαθιστούσε την απόλυτη εξουσία του Σουλτάνου αλλά πάντως εισήγαγε καινοφανείς θεσμούς, δικαμεραλισμό και Υπουργικό Συμβούλιο. Το Σύνταγμα αυτό αναθεωρήθηκε το 1909 σε ένα πιεστικό για τον Σουλτάνο πολιτικό πλαίσιο, οδηγώντας σε μια μορφή κοινοβουλευτικής μοναρχίας με επιβολή του κανόνα της προσυπογραφής για τις πράξεις του Σουλτάνου και σοβαρούς περιορισμούς στη διάλυση του κοινοβουλίου[5].
Το πολίτευμα αυτό ωστόσο, πολύ σύντομα αποτέλεσε παρελθόν. Στο πλαίσιο των εξαιρετικών για την Ελλάδα συνθηκών (ελληνοτουρκικός πόλεμος και μικρασιατική καταστροφή, 1921-1922) το τουρκικό Σύνταγμα του 1921 καθιέρωσε μια βραχύβια μορφή ‘κυβερνώσας Βουλής’. Στο πλαίσιο του, η εκτελεστική και νομοθετική λειτουργία ανατέθηκε στη ‘Μεγάλη Εθνική Συνέλευση’[6], οι Υπουργοί ήταν μέλη του κοινοβουλίου, ενώ δεν υπήρχε διακριτός αρχηγός του κράτους. Ουσιαστικά, η εκπροσώπηση της εκτελεστικής και της νομοθετικής λειτουργίας ανήκε exofficio στον Πρόεδρο του κοινοβουλίου. Το Σύνταγμα αυτό είχε έναν καθαρά διαδικαστικό χαρακτήρα με στόχο να εξυπηρετήσει τη μετάβαση από τη μοναρχία στον κοινοβουλευτισμό, θέτοντας τους κανόνες του fairplay για τις νεοσύστατες πολιτικές κεμαλικές δυνάμεις, χωρίς όμως την παράλληλη κατοχύρωση δικαιωμάτων και ελευθεριών. Η μεγαλύτερη ίσως εισφορά του ήταν η κατοχύρωση της αρχής της εθνικής κυριαρχίας, η οποία και συμβόλισε την οριστική ρήξη με το Σουλτανικό καθεστώς[7].
Το Σύνταγμα αυτό, με μια σειρά αναθεωρήσεων οδήγησε τελικά στο Σύνταγμα του 1924, ουσιαστικά το πρώτο της νεαρής Τουρκικής πολιτείας[8]defacto επικράτηση του κεμαλικού κόμματος, του ‘Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος’[10] του οποίου ο Πρόεδρος ήταν και αρχηγός. Παρά τη μεταβολή που παρήγαγε η είσοδος του ‘Δημοκρατικού Κόμματος’[11] στην εξουσία το 1950, το σύστημα παρέμεινε το ίδιο παρακμάζοντας σταδιακά σε μια ‘τυραννία της πλειοψηφίας’[12].. Με αυτό διατηρούνταν κεντρικά στοιχεία της προγενέστερης ‘κυβερνώσας Βουλής’, τα οποία αναμειγνύονταν με στοιχεία κοινοβουλευτισμού. Το κοινοβούλιο διατηρούσε τη νομοθετική και εκτελεστική αρμοδιότητά. Καθιερώνονταν Πρόεδρος, αρχηγός του κράτους που εκλέγονταν από το κοινοβούλιο και Κυβέρνηση, η οποία διορίζονταν με αντίστοιχο προς τα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα τρόπο. Στο πολίτευμα αυτό, το κοινοβούλιο ήταν ‘κυρίαρχο’ αφού κανένα άλλο όργανο δεν είχε τη δυνατότητα διάλυσής του αλλά πάντως διαφαίνονταν μια τάση διάκρισης των λειτουργιών με τον τρόπο που αυτό συμβαίνει στα κλασικά κοινοβουλευτικά πολιτεύματα. Έτσι, η Κυβέρνηση είχε συλλογική ευθύνη, ο σχηματισμός της δεν ανήκε στην απόλυτη ευχέρεια του κοινοβουλίου, ενώ είχε την ευθύνη για τη γενική πολιτική της χώρας. Το χαρακτηριστικότερο, ωστόσο, στο πολίτευμα αυτό ήταν το πόσο απείχε από την πραγματική του λειτουργία. Στο πλαίσιο αυτό, ο τυπικός συμβολικός ρόλος που το Σύνταγμα απέδιδε στον αρχηγό του κράτους δεν συμβάδιζε με το πόσο ισχυρός ήταν στην πράξη ο Πρόεδρος του πολιτεύματος[9]. Η πραγματικότητα παρέπεμπε σε έναν πανίσχυρο Πρόεδρο προϊόν χαρισματικών προσωπικοτήτων (Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ και Ισμέτ Ινονού) αλλά και στη
Οι αντι-κοσμικές τάσεις του ‘Δημοκρατικού Κόμματος’ αλλά και η δυσαρέσκειά της γραφειοκρατίας και των διανοούμενων εναντίον του αποτέλεσαν το πλαίσιο στο οποίο εκτυλίχτηκε το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1960[13]. Ο τουρκικός στρατός, ο οποίος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ‘προστάτη’ της τουρκικής πολιτείας δρομολόγησε την πολιτική μετάβαση, η οποία σφραγίστηκε από το Σύνταγμα του 1961[14]. Το Σύνταγμα αυτό θεωρείται το πρώτο φιλελεύθερο συνταγματικό κείμενο στην Τουρκία εξ αιτίας ενός ευρύτατου καταλόγου δικαιωμάτων και ελευθεριών, ο οποίος επικυρώθηκε με εθνικό δημοψήφισμα[15]. Ωστόσο, στην πράξη, το Σύνταγμα του 1961 ακολουθεί μια εικοσαετία πόλωσης, κοινωνικής τρομοκρατίας, ανάμειξης του στρατού που κάθε άλλο παρά υλοποίησε τις αρχικές συνταγματικές προβλέψεις. Στο πλαίσιο αυτό και ενώ η χώρα βρίσκονταν στα όρια εμφυλίου πολέμου, ο στρατός παρενέβη με νέο πραξικόπημα το 1980, επιβάλλοντας ένα καταπιεστικό καθεστώς το οποίο οδήγησε στην υιοθέτηση του σημερινού τουρκικού Συντάγματος του 1982 από μια συντακτική Συνέλευση διορισμένη από το στρατιωτικό καθεστώς[16]. Το Σύνταγμα του 1982 με τη σειρά του επικυρώθηκε με εθνικό δημοψήφισμα, παρέμεινε όμως και μετά από δεκαπέντε αναθεωρήσεις (με σημαντικότερες αυτές του 1995, 2001[17], 2004 και 2007, 2008, 2010)[18] επηρεασμένο από το αυταρχικό κλίμα το οποίο το εισήγαγε, ιδίως όσον αφορά το συνταγματικά κατοχυρωμένο ρόλο του στρατού (‘Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας’). Οι συχνές αναθεωρήσεις άλλωστε μαρτυρούν ότι ακόμη δεν έχει βρεθεί ο δρόμος για μια σταθερή πολιτική και συνταγματική τάξη πραγμάτων στην Τουρκία.
Το τουρκικό Σύνταγμα διαιρείται σε οχτώ μέρη και εμπεριέχει συνολικά εκατόν εβδομήντα επτά (177) άρθρα. Το Σύνταγμα είναι ήπιο ως προς τη διαδικασία και διαθέτει αυστηρά ουσιαστικά όρια. Αναθεωρείται με νόμους οι οποίοι ψηφίζονται με ειδική πλειοψηφία τριών πέμπτων (3/5) του κοινοβουλίου και είναι δυνατόν να αναπεμφθούν από τον Πρόεδρο της τουρκικής Δημοκρατίας, ο οποίος μπορεί να τους θέσει και σε δημοψήφισμα (η περίπτωση των πρόσφατων αναθεωρήσεων του 2007, 2008, 2010). Η ηπιότητα του Συντάγματος επιτρέπει στις εκάστοτε κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες να λειτουργήσουν ευέλικτα χωρίς τη αναγκαιότητα αναζήτησης συναινέσεων. Ουσιαστικό όριο στις αναθεωρήσεις αυτές συνιστούν οι θεμελιώδεις αλλά και ιδεολογικές αρχές[19]laïcité, του κοσμικού κράτους[20], η αρχή της προστασίας του εθνικού κράτους και του αδιαίρετου χαρακτήρα του[21], η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών (άρθρα 7, 8, 9), η αρχή του κοινωνικού και του κράτους δικαίου και της ρεπουμπλικανικής μορφής διακυβέρνησης. Οι αρχές αυτές δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση (άρθρο 4) και μαζί με τη διάταξη του άρθρου 11 η οποία διακηρύσσει την υπεροχή του Συντάγματος έναντι των κοινών νόμων, συνιστούν το ‘σκληρό πυρήνα’ του Συντάγματος του 1982. η οποίες κατοχυρώνονται στα άρθρα 1-3 του πρώτου μέρους του τουρκικού Συντάγματος: η δημοκρατική αρχή, η αρχή της
Στο πρώτο μέρος του τουρκικού Συντάγματος περιλαμβάνεται η αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου και η απαγόρευση διακρίσεων λόγω γλώσσας, φυλής, φύλου, πολιτικών, θρησκευτικών, φιλοσοφικών ή ιδεολογικών πεποιθήσεων (άρθρο). Το δεύτερο μέρος, ωστόσο, είναι αφιερωμένο στην προστασία των ατομικών δικαιωμάτων (άρθρα 12-40), στην προστασία των κοινωνικών και των δικαιωμάτων συλλογικής δράσης (άρθρα 41-65) και στην προστασία των πολιτικών δικαιωμάτων και της ιδιότητας του πολίτη (άρθρα 66-74). Τα σημαντικότερα από αυτά είναι η προστασία της πνευματικής και φυσικής ύπαρξης του προσώπου και το δικαίωμα στη ζωή (άρθρο 17), το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια (άρθρο 19), το δικαίωμα στο απαραβίαστο της κατοικίας (άρθρο 21), η ελευθερία της θρησκείας και της συνείδησης (άρθρο 24), η ελευθερία σκέψης και έκφρασης (άρθρα 25-26), τέχνης (άρθρο 27). Μεταξύ των δικαιωμάτων που κατοχυρώθηκαν με πρόσφατες αναθεωρήσεις (2001, 2004), με τις οποίες η τουρκική έννομη τάξη επιχείρησε να συντονιστεί με τις απαιτήσεις τις Ευρωπαϊκής Ένωσης και του πλαισίου της διεθνούς έννομης τάξης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έχει συμπεριληφθεί στο τουρκικό Σύνταγμα και το δικαίωμα στην προστασία της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 20). Σε αυτές, τις πιο περιεκτικές για τα δικαιώματα αναθεωρήσεις, άρθηκαν σημαντικοί περιορισμοί για τα δικαιώματα συλλογικής δράσης (ελευθερία συνένωσης και συνάθροισης, απεργίας και συλλογικών διαπραγματεύσεων, άρθρα 33, 34, 53, 54), καταργήθηκε χωρίς εξαιρέσεις η θανατική ποινή, δόθηκε προτεραιότητα στις διεθνείς συμβάσεις για τα δικαιώματα έναντι του κοινού νόμου (άρθρο 90)[22]Ombudsman. . Παράλληλα, καταργήθηκαν οι γενικοί περιορισμοί για τα δικαιώματα (χρηστά ήθη, εθνική ασφάλεια, δημόσιο συμφέρον κλπ), ενώ ελαστικοποιήθηκαν οι περιορισμοί για τη διδασκαλία της κουρδικής γλώσσας κατά απαίτηση και της ‘Επιτροπής κατά του Ρατσισμού’ του Συμβουλίου της Ευρώπης[23]. Τέλος, υπό την επιρροή της νομολογίας του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου καθιερώθηκε στο τουρκικό Σύνταγμα, ρητά η αρχή της αναλογικότητας και της απαραβίαστης και απαράγραπτης φύσης των δικαιωμάτων (άρθρα 13 και 12 αντίστοιχα)[24] ενώ κατοχυρώθηκε και ο θεσμός του
Τα δικαιώματα βρίσκονται στο επίκεντρο της κριτικής της τουρκικής συνταγματικής τάξης, κυρίως όσον αφορά τα δικαιώματα των μειονοτήτων (ελληνικής, αρμενικής και εβραϊκής, όπως αναγνωρίζονται στη Συνθήκη της Λωζάννης, 1923) και ιδίως τα πολιτιστικά, γλωσσικά δικαιώματα των κούρδων εξ αιτίας της συνταγματικής απαγόρευσης διδασκαλίας άλλης εκτός από την τουρκική, γλώσσας στην Τουρκία (άρθρα 3 και 42). Στο ίδιο πλαίσιο, ο εθνικισμός και η προστασία του εθνικού κράτους ως κεντρική ιδεολογία καταγεγραμμένη ήδη στο προοίμιο του τουρκικού Συντάγματος, δημιουργεί προβλήματα και ουδετερότητας-ανεκτικότητας του κράτους έναντι των πολιτών διαφορετικών εθνοτήτων αλλά και προβλήματα ως προς τη σύλληψη της έννοιας του πολίτη στην τουρκική έννομη τάξη. Πράγματι, ως η γέφυρα, ο δεσμός της σχέσης πολίτη-κράτους, η ιδιότητα του πολίτη δεν είναι δυνατό να προσδιορίζεται από το έθνος, στο βαθμό που ένα κράτος είναι δυνατόν να αποτελείται από πρόσωπα διαφόρων εθνοτήτων, θρησκευμάτων κλπ., χωρίς αυτό να σημαίνει ότι για το λόγο αυτό δεν συνιστούν πολίτες του κράτους. Από την άποψη αυτή, το Σύνταγμα της Τουρκίας αντί να προάγει τη συνοχή, προάγει τη διαίρεση του τουρκικού λαού[25].
Κριτική ασκούνταν μέχρι και την πρόσφατη αναθεώρηση του 2010 για τα σοβαρά κρατικοδικαϊκά ελλείμματα που παρουσίαζε η παροχή δικαστικής προστασίας σε πολίτες από στρατιωτικά δικαστήρια. Αντίστοιχα ζητήματα γεννήθηκαν με την απαγόρευση της μαντίλας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (άρθρα 10 και 42) που τέθηκε στο επίκεντρο της αναθεώρησης του 2008[26] αλλά και οι αυστηρότατοι νομοθετικοί περιορισμοί της ελευθερίας της έκφρασης (με βάση το άρθρο 301 του τουρκικού Ποινικού Κώδικα)[27]. Προβλήματα στην ανάπτυξη ελεύθερης ατομικής και συλλογικής δράσης γεννά επίσης η δυνατότητα απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων και πολιτικών, καθώς και η θεσμική αναγνώριση, αν και με γνωμοδοτικό πια ρόλο, του ‘Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας’ (θεσμού της δικτατορίας του 1980)[28]. Τέλος, στο κέντρο της προστασίας των δικαιωμάτων φωλιάζουν ιδιαίτερα επικίνδυνες για την προστασία τους διατάξεις, όπως η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, η προστασία της ‘αδιάσπαστης ενότητας’ του κράτους, καθώς και του κοσμικού του χαρακτήρα[29].
Η σύντομη αυτή περιοδολόγηση καθιστά εμφανές ότι το τουρκικό πολιτικό σύστημα αγωνίζεται για έναν εκδημοκρατισμό στο πεδίο των δικαιωμάτων, χωρίς ωστόσο να έχει φτάσει ακόμη στο στόχο του[30]Karl Lowenstein to 1937. Δηλαδή ένα πολίτευμα στο οποίο η πολιτική και προσωπική ελευθερία περιορίζονται προκειμένου να ‘προστατευθούν’[32]. . Ωστόσο, όπως τονίστηκε από την αρχή, η δημοκρατία δεν είναι απλώς ένα σύστημα το οποίο βασίζεται στην διεξαγωγή εκλογικής διαδικασίας, είναι ένα σύστημα που θεμελιώνεται στα δικαιώματα, τα οποία εξοπλίζουν τους πολίτες με την εξουσία της πολιτικής τους αντιπροσώπευσης. Η Τουρκία στο βαθμό αυτό συνιστά σήμερα μια ρεπουμπλικανική πολιτεία αλλά όχι ακόμη μια δημοκρατία όπου οι πολίτες απολαμβάνουν πλήρη δικαιώματα πολιτικής έκφρασης[31] και προσωπικής ζωής. Από αυτή την τελευταία σκοπιά θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε ‘στρατευμένη’ δημοκρατία, κατά τον όρο που εισήγαγε ο
Β. Η πορεία από ένα κοινοβουλευτικό σε ένα προεδρικό σύστημα και οι vetoplayers του πολιτικού συστήματος στην Τουρκία
Στο επίκεντρο της πολιτικής διαμάχης ήδη από το 2007 στην Τουρκία βρίσκεται το θέμα της μορφής του πολιτεύματος. Με πλαίσιο τη διαρκή ρητή και υπόρρητη σύγκρουση μεταξύ ισλαμιστών και υποστηρικτών του κοσμικού κράτους, η διαδικασία εκλογής του Προέδρου το 2007, έδωσε την αφορμή για την αναθεώρηση του τουρκικού Συντάγματος, προς την κατεύθυνση της άμεσης εκλογής του από το λαό. Η επιλογή αυτή, πέρα από την οπτική της ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας στο δεδομένο συσχετισμό δυνάμεων εντός του οποίου εκφράστηκε (ενίσχυση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της φιλο-ισλαμιστικής κυβέρνησης), συνιστά μια δομική μεταβολή του τουρκικού πολιτεύματος, το οποίο βαίνει με τον τρόπο αυτό σταδιακά από τον ημι-προεδρισμό προς έναν ενδεχόμενο προεδρισμό. Η τάση ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας και του πρωθυπουργοκεντρισμού στα κοινοβουλευτικά συστήματα συνιστά σήμερα τον κανόνα. Αυτό που διακρίνει την περίπτωση της Τουρκίας είναι ο τρόπος με τον οποίο η αναθεωρητική λειτουργία μετασχηματίστηκε σε ‘οιονεί’ συντακτική, προκειμένου να ενσωματωθεί η τάση αυτή ως μεταβολή στην ίδια τη μορφή του πολιτεύματος ενδεχομένως, όπως θα σχολιαστεί παρακάτω, χωρίς τη δυνατότητα να αποδώσει τα θετικότερα αποτελέσματα για τον εκδημοκρατισμό των θεσμών στην Τουρκία.
Ο κοινοβουλευτισμός συνιστά διαχρονικά κεντρικό χαρακτηριστικό των τουρκικών πολιτευμάτων, πρόκειται όμως για έναν εξασθενημένο κοινοβουλευτισμό, έναν κοινοβουλευτισμό attenué. Στην προ του Συντάγματος του 1982, η ιδιαιτερότητα αυτή προέκυπτε στην πρακτική εμπειρία του πολιτεύματος, αφού κατά τα άλλα τόσο το Σύνταγμα του 1924 όσο και το Σύνταγμα του 1961 αναγνώριζαν συμβολικές αρμοδιότητες στον Πρόεδρο. Ωστόσο, το Σύνταγμα του 1982 εμπεριείχε ήδη μια ροπή στον ημι-προεδρισμό ή καλύτερα στη δημιουργία θεσμικών αντιβάρων προς τη νομοθετική εξουσία, όπως θα εξηγήσουμε στη συνέχεια, ένα από τα οποία ήταν και ο Πρόεδρος. Έτσι, στο τρίτο μέρος του Συντάγματος του 1982 ανατίθενται στον Πρόεδρο εκτελεστικές, νομοθετικές, δικαστικές και ουσιαστικές αρμοδιότητες αρχηγού του κράτους, οι οποίες ξεπερνούν τον ανεύθυνο και συμβολικό ρόλο που κατά παράδοση διαθέτει στα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα (άρθρα 101-108 του τουρκικού Συντάγματος). Έτσι, διαθέτει σήμερα θητεία πέντε ετών (αντί για επταετή, μη ανανεώσιμη όπως στο παρελθόν), ανανεώσιμη μια φορά και εκλέγεται άμεσα από το λαό, μετά την αναθεώρηση του 2007, η οποία αντικατέστησε την έμμεση με την άμεση εκλογή του. Διαθέτει ουδετερότητα και ανεύθυνο (προσυπογραφή, άρθρο 105), οι πράξεις του δεν ελέγχονται από το τουρκικό Συνταγματικό Δικαστήριο και είναι δυνατόν να παραπεμφθεί μόνον για εσχάτη προδοσία, με ειδική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, στο αρμόδιο ειδικό δικαστήριο.
Οι αρμοδιότητές του παραπέμπουν σε έναν ιδιαίτερα ισχυρό Πρόεδρο, ο οποίος μπορεί να θέσει veto σε νόμους, να οδηγήσει αναθεωρήσεις σε δημοψήφισμα, να προσφύγει στο τουρκικό Συνταγματικό Δικαστήριο για έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Διαθέτει αρμοδιότητα σύγκλησης του υπουργικού συμβουλίου, κύρωσης των διεθνών συνθηκών, εκπροσωπεί τις Ένοπλες Δυνάμεις στο κοινοβούλιο και διορίζει τον Αρχηγό τους, διορίζει μέλη του τουρκικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, των Ανωτάτων Δικαστηρίων, του Ανωτάτου Στρατιωτικού Δικαστηρίου και Γενικούς Εισαγγελείς. Στις αρμοδιότητες αυτές μπορούσαν με αναθεώρηση ή νόμο του κοινοβουλίου να προστεθούν νέες. Πρόκειται για συνταγματική διάταξη η οποία δυνάμει καθιστούσε με μια ευνοϊκή κοινοβουλευτική πλειοψηφία τον Πρόεδρο, εξαιρετικά ισχυρό (άρθρο 104). Το πολίτευμα αυτό ήδη αποτελούσε μια νόθα μορφή ημι-προεδρισμού, η οποία τώρα συνιστά και την επίσημη, συνταγματικά κατοχυρωμένη μορφή του, στο βαθμό που πλέον ο Πρόεδρος εκλέγεται άμεσα από το λαό. Πρόκειται για μια μεταβολή, η οποία επήλθε με το δημοψήφισμα του 2007 και δεν έγινε ιδιαίτερα αντιληπτή από τη λαϊκή βάση, η οποία είχε εστιάσει στη σύγκρουση γύρω από την άρση της απαγόρευσης της μαντίλας στα πανεπιστήμια. Επρόκειτο για δημοψήφισμα ‘πακέτο’ αποπροσανατολιστικό και χειραγωγικό για την κοινή γνώμη, σύμφωνα και με τις συστάσεις του ‘Κώδικα Βέλτιστης Πρακτικής για τα Δημοψηφίσματα’[33] της Επιτροπής της Βενετίας[34]. Η μετάβαση αυτή εξυπηρετούσε συγκυριακούς πολιτικά στόχους, την εξασφάλιση της πλειοψηφίας του φιλο-ισλαμιστικού κόμματος του Ταγίπ Ερντογάν, καθώς και τη συγκατοίκηση με έναν πρόεδρο όπως ο Αμπντουλάχ Γκιουλ ο οποίος θα εξασφάλιζε τη δυνατότητα διακυβέρνησης, χωρίς την αναγκαιότητα αναζήτησης συναινέσεων. Πρόκειται για μια βραχύβια μορφή πολιτεύματος η οποία αναλύεται στην τουρκική θεωρία ως μετάβαση προς τον Προεδρισμό. Όπως θα εξετάσουμε εδώ, η μετάβαση αυτή αναδιατάσσει τη μορφή του τουρκικού πολιτεύματος, όχι κατ’ ανάγκη με στόχο την εξασφάλιση της ουσιαστικής δημοκρατίας στην Τουρκία.
Η βαθιά αντίφαση αλλά και μέχρι τώρα ισορροπία του τουρκικού πολιτεύματος κρύβεται στα αντικρουόμενα πλειοψηφικά και αντιπλειοψηφικά ταυτόχρονα χαρακτηριστικά του[35]. Το πολίτευμα βασίζεται έτσι στη λειτουργία τεσσάρων vetoplayers, με αρμοδιότητες ελέγχου προς την κυβέρνηση, την εκτελεστική λειτουργία. Αυτοί είναι το Συνταγματικό Δικαστήριο[36]emergencybreaks, να δημιουργήσουν δηλαδή αναχώματα ακόμη και σε μια κυβέρνηση με ισχυρή πλειοψηφία στο κοινοβούλιο[37]statusquo, ενώ στη μετεξέλιξή τους, ο κύριος ρόλος τους επικεντρώθηκε στη διαφύλαξη του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους. Τον ίδιο ρόλο, αυτόν του vetoplayer έναντι της Κυβέρνησης έπαιζε προ της αναθεώρησης του 2007 και ο Πρόεδρος. Με καίριες εξουσίες, μεγάλη θητεία η οποία του έδινε τη δυνατότητα μακροπρόθεσμης παρέμβασης στο σύστημα, μπορούσε να παρέχει μια φιλελεύθερη ανάσα στο σύστημα[38], αν συνδυάζονταν με μια προσωπικότητα όπως αυτή του προηγούμενου Προέδρου Αχμέντ Σεζέρ[39]. . Οι υπερεξουσίες που διαθέτουν οι θεσμοί αυτοί (μπορούμε άνετα να μιλήσουμε για ‘στρατιωτικό κράτος’, ‘κράτος δικαστών’ στην Τουρκία) στόχευαν στο αντιδημοκρατικό πλαίσιο της θέσπισής τους, υπό το φως του Συντάγματος του 1982 στη διατήρηση του , ο ίδιος ο Πρόεδρος δυνάμει στην προγενέστερη όμως μορφή του αξιώματος, το Ανώτατο Εκπαιδευτικό Συμβούλιο και το ‘Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας’. Το κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών (μεταξύ τους και αντιδημοκρατικών θεσμών, όπως το ‘Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας’) ήταν η δυνατότητά τους στη βάση των αρμοδιοτήτων ελέγχου της εκτελεστικής λειτουργίας που διέθεταν, να ασκήσουν
Οι μεταβολές που επήλθαν με τις αναθεωρήσεις του 2007, 2008 και 2010 που αναλύονται παρακάτω στο κείμενο της Melike Akkaraca Köse είχαν με την έννοια αυτή έναν διπλό στόχο. Όχι να απομακρύνουν το πολίτευμα από τη λειτουργία του ως συστήματος vetoplayers ώστε να το οδηγήσουν προς ένα πολίτευμα δομημένο στη βάση συναινέσεων, consensus, που συνιστούν και το σημαντικότερο χαρακτηριστικό μιας ουσιαστικής δημοκρατίας[40]vetoplayers. Στα υπέρ της θα πρέπει να επισημανθεί η υποχώρηση θεσμών με μη πολιτικό χαρακτήρα, κατάλοιπα της δικτατορίας του ’80, όπως το ‘Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας’ και η υπαγωγή των πολιτών σε στρατιωτικά δικαστήρια[42]. Το κόστος, ωστόσο, έγκειται στην ενίσχυση του πλειοψηφικού χαρακτήρα του πολιτεύματος μέσα από την υπερσυγκέντρωση εξουσίας στο ρόλο του Προέδρου και στη σταδιακή μετάβαση προς ένα προεδρικού τύπου πολίτευμα. Στα κατά, θα πρέπει να επίσης να σημειωθεί η διατήρηση της δυνατότητας απαγόρευσης της λειτουργίας των κομμάτων και ο έλεγχος της δικαστικής από την εκτελεστική λειτουργία με τα συνακόλουθα προβλήματα που δημιουργεί στη δημοκρατική λειτουργία των θεσμούς και στην αρχή του κράτους δικαίου και της διάκρισης των λειτουργιών[43]. . Αντίθετα, στόχος ήταν η συγκέντρωση της εξουσίας στην εκτελεστική λειτουργία και η ενίσχυση των πλειοψηφικών χαρακτηριστικών του συστήματος[41]. Η πρώτη αναθεώρηση του 2007 έτσι, ενίσχυσε την εκτελεστική λειτουργία μέσα από την ενίσχυση του ρόλου του προέδρου, ενώ η τελευταία (2010) οδήγησε σε υποχώρηση τις εξουσίες και το ρόλο των
Το ερώτημα είναι ποιά είναι τα ειδικότερα μειονεκτήματα που τα πολιτεύματα αυτά εμφανίζουν συγκεκριμένα για την Τουρκία, όπου ο ρόλος του Προέδρου και στο παρελθόν θεωρούνταν ιδιαίτερα ισχυρός. Το ημι-προεδρικό σύστημα, εξ αιτίας της άμεσης εκλογής του Προέδρου, έχει την τάση να ‘προσωποποιεί’ ιδιαίτερα την πολιτική διαδικασία[44]. Η άμεση εκλογή Προέδρου στο σύστημα αυτό, αν συνδυαστεί με ενισχυμένες αρμοδιότητες, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Τουρκίας, καθώς και με μια ‘φιλική’ κοινοβουλευτική πλειοψηφία και κυβέρνηση, είναι δυνατόν να οδηγήσει σε μια ενίσχυση της εκτελεστικής λειτουργίας, καθιστώντας την ακόμη πιο ισχυρή και από τα κλασικά προεδρικά συστήματα[45]. Και στην περίπτωση της ‘συγκατοίκησης’ όμως του Προέδρου με μια μη ‘φιλική’ κοινοβουλευτική πλειοψηφία και κυβέρνηση, οι κίνδυνοι πολιτικού αδιεξόδου είναι ιδιαίτερα έντονοι, για μια πολιτεία η οποία δεν διαθέτει πολιτικό πολιτισμό συναίνεσης και συνεργασίας[46]. Μια τέτοια εκδοχή μπορεί να οδηγήσει ένα πολιτικό σύστημα σε πολιτικά αδιέξοδα, ιδίως αν η αντίθετη προς τον Πρόεδρο κοινοβουλευτική πλειοψηφία είναι εύθραυστη. Είναι έτσι δυνατόν για παράδειγμα, να επιτρέψει παρεμβάσεις του Προέδρου, κυβερνητική αστάθεια και τελικά να οδηγήσει το σύστημα σε έλλειμμα ουσιαστικής δημοκρατίας.
Τα επιχειρήματα κατά του ημι-προεδρισμού θα μπορούσαν κάλλιστα να αναπτυχθούν και για την περίπτωση του προεδρικού πολιτεύματος[47]. Το προεδρικό πολίτευμα έχει συγκεντρωτικά χαρακτηριστικά, ενώ η ανεξαρτησία μεταξύ εκτελεστικής και νομοθετικής λειτουργίας, η αδυναμία κοινοβουλευτικού ελέγχου του Προέδρου (με εξαίρεση το impeachment) αλλά και η αντίληψη ότι ουσιαστικά αυτός ως συμβολικός αρχηγός του κράτους εκπροσωπεί το σύνολο του λαού, είναι δυνατόν να τον ενισχύσουν ιδιαίτερα έναντι ακόμη και μιας κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης[48]. Αυτή η αδυναμία ελέγχου είναι δυνατόν να δημιουργήσει μια στασιμότητα στο πολιτικό σύστημα, να μην του επιτρέπει να προσαρμοστεί στις μεταβαλλόμενες πολιτικές συνθήκες, για παράδειγμα στην απώλεια εμπιστοσύνης του Προέδρου από το κόμμα του ή από την λαϊκή βούληση κλπ. στο ενδιάμεσο ή πριν τη λήξη της θητείας του. Προβληματισμό, τέλος, είναι δυνατόν να προκαλέσει η αντίθεση του συστήματος αυτού με τη λαϊκή βούληση εξ αιτίας του έντονα πλειοψηφικού του χαρακτήρα. Πράγματι, όπως το αμερικάνικό παράδειγμα έχει αποδείξει είναι δυνατόν να εκλεγεί τελικά Πρόεδρος κάποιος ο οποίος δεν έχει την λαϊκή αποδοχή σε ψήφους, εξ αιτίας του πλειοψηφικού και συγκεντρωτικού χαρακτήρα της εκλογής του Προέδρου στα συστήματα αυτά[49].
Στο πλαίσιο αυτό, στη θεωρία παρατηρείται ιδίως ότι τα πολιτεύματα αυτά δεν εμφανίζονται ιδανικά για πολιτείες με εθνική διαφορετικότητα, όπως η Τουρκία, όπου ο Πρόεδρος ουσιαστικά εκπροσωπεί την εθνικά πλειοψηφούσα ομάδα[50]. Μια τέτοια εκδοχή είναι δυνατόν να εγκυμονεί προβληματισμό για τη διακινδύνευση των δικαιωμάτων των επιμέρους εθνικών ομάδων. Επίσης, ότι δεν είναι εύκολο να προσαρμοστούν σε πολιτικά συστήματα με χαμηλό επίπεδο consensus και δομών διαλόγου και συνεργασίας[51]. Ούτε όμως και η πολιτική ιστορία της Τουρκίας βοηθά για ένα πιο ευοίωνο συμπέρασμα. Από την απόλυτη και ανέλεγκτη εξουσία του Σουλτάνου, σε Προέδρους πολύ πέρα από το συμβολικό ρόλο που τα κλασικά κοινοβουλευτικά συστήματα εναποθέτουν, η τουρκική πολιτική ιστορία ανέδειξε τα συγκεντρωτικά πρωτίστως και πολύ λιγότερο τα διαμεσολαβητικά, ρυθμιστικά χαρακτηριστικά του θεσμού του αρχηγού του κράτους. Ενστάσεις είναι δυνατόν να προβληθούν και στη βάση της λειτουργικότητας ενός τέτοιου συστήματος. Πράγματι, η Τουρκία δεν είναι μια τόσο μεγάλη σε γεωγραφική έκταση χώρα ώστε να χρειάζεται να ισορροπήσει περιφερειακά με εθνικά συμφέροντα, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στην περίπτωση των ΗΠΑ.
Κλείνοντας και αφήνοντας χώρο στην ειδικότερη ενδιαφέρουσα ανάλυση της Melike Akkaraca Köse που ακολουθεί θα πρέπει να υπογραμμίσουμε τις ακόλουθες σκέψεις. Τα προεδρικά συστήματα υποδηλώνουν μια ροπή προς τον συγκεντρωτισμό της εξουσίας, όχι όμως γιατί αυτή συγκεντρώνεται στα χέρια ενός ανθρώπου, του Προέδρου αλλά διότι πρόκειται για κοινωνίες και πολιτείες που δομικά, κοινωνικά, πολιτικά και θεσμικά ρέπουν προς το συγκεντρωτισμό. Στη βάση αυτής της παρατήρησης είναι δυνατόν κάποιος να υποστηρίξει βάσιμα ότι αν μια πολιτεία είναι ουσιαστικά δημοκρατική, ο προεδρισμός δεν θα είναι εκείνος που θα οδηγήσει στο τέλος της δημοκρατίας. Πράγματι, όποιο κι αν συμφωνούμε σήμερα ότι είναι το επίπεδο της δημοκρατίας της Τουρκίας, με άξονα τη σκέψη αυτή, μπορούμε εύλογα να συμπεράνουμε ότι ο προεδρισμός δεν θα την ενδυναμώσει.
ΙΙ. Μέρος Δεύτερο. Μια κριτική ανάλυση της συνταγματικής αναθεώρησης του 2010 στην Τουρκία από τη σκοπιά του δικαίου και της πολιτικής
Α. Οι πολιτικές εξελίξεις που οδήγησαν στην αναθεώρηση του τουρκικού Συντάγματος 1982
Η συνταγματική αναθεώρηση του 2010 αποτελεί μέχρι σήμερα το πλέον αμφιλεγόμενο πολιτικό γεγονός στην τουρκική συνταγματική ιστορία αφού ο διάλογος γύρω από αυτήν συνεχίζεται αμείωτος, ακόμη και μετά την επικύρωσή της με το δημοψήφισμα της 12ης Σεπτεμβρίου 2010. Στο δεύτερο μέρος αυτής της μελέτης θα επιχειρηθεί μια συνοπτική ανάλυση των πολιτικών γεγονότων που περιέβαλαν τη διαδικασία της αναθεώρησης, παράλληλα με μια κριτική αποτίμηση του περιεχομένου και της μορφής που αυτή τελικά έλαβε.
Ίσως ο πιο βλαπτικός παράγοντας για τη δημιουργία ενός consensus γύρω από τη συνταγματική αναθεώρηση ήταν το χρονικό σημείο που επιλέχθηκε για τη διενέργειά της. Το ΑΚP[52] εισήγαγε την πρόταση αναθεώρησης στο κρισιμότερο σημείο μιας ανοιχτής διαμάχης μεταξύ της δικαστικής και της εκτελεστικής λειτουργίας, γεγονός που δημιούργησε ένα κλίμα καχυποψίας όσον αφορά τον περιορισμό δικαστικών αρμοδιοτήτων, ‘ενοχλητικών’ για την παρούσα κυβέρνηση. Πράγματι, μολονότι το Σύνταγμα του 1982 είχε αναθεωρηθεί αρκετές φορές, ήδη από το 2002 υπό την ηγεσία του AKP (στο πλαίσιο της ‘εναρμόνισης προς το δίκαιο της ΕΕ’[53]), ήταν η συνταγματική αναθεώρηση του 2010 και οι προτάσεις αναθεώρησης που υποβλήθηκαν από το 2007 που οδήγησαν στη σημερινή συνταγματο-πολιτική κρίση και ένταση.
Η πρώτη κρίση εμφανίστηκε στη διάρκεια των προεδρικών εκλογών του 2007. Η κυβέρνηση επέμεινε στην πρόταση ενός υποψηφίου, του Υπουργού Εξωτερικών Αμπντουλάχ Γκιουλ, χωρίς να αναζητήσει τη διαμόρφωση ενός διακομματικού consensus. Μετά την ανεπιτυχή προσπάθεια της αντιπολίτευσης (CHP)[54] να εμποδίσει την εκλογή του, το θέμα της προεδρικής εκλογής οδηγήθηκε στο τουρκικό Συνταγματικό Δικαστήριο (ΣΔΤ), με το επιχείρημα ότι η πρώτη ψηφοφορία στο κοινοβούλιο[55]AKP προετοίμασε ένα νέο ‘πακέτο’ προτάσεων συνταγματικής αναθεώρησης «το οποίο θα την ενίσχυε για επικείμενες αλλαγές στις βουλευτικές και προεδρικές εκλογές»[56]. Παρά το veto του Προέδρου Σεζέρ, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία του AKP μπορούσε με τη βοήθεια των μικρότερων κομμάτων να περάσει μια σειρά από αναθεωρητικές προτάσεις: μείωση της κοινοβουλευτικής περιόδου από πέντε σε τέσσερα χρόνια, άμεση εκλογή από το λαό του Προέδρου και δυνατότητα επανεκλογής του για δεύτερη θητεία. Η εικόνα μιας κοινωνίας χωρισμένης βάση της κοσμικής-ισλαμικής διαχωριστικής γραμμής ήταν εμφανής όλο και περισσότερο, από τη μια πλευρά από το 69% θετικών ψήφων για το δημοψήφισμα στο πακέτο των μεταρρυθμίσεων –παρά το ότι το ποσοστό συμμετοχής ήταν χαμηλό στο 67%- και από την άλλη από τις ομάδες των υποστηρικτών του κοσμικού κράτους που κινητοποιούσαν την κοσμικά προσανατολισμένη μεσαία τάξη σε πολλές από τις πόλεις της Τουρκίας[57]. έπασχε από ακυρότητα για λόγους σχετικούς με τη διαδικασία. Στο πλαίσιο αυτό, το ΣΔΤ ανέστειλε προσωρινά την εκλογική διαδικασία. Την παραμονή των βουλευτικών εκλογών και ενόψει του αδιεξόδου της προεδρικής εκλογής, η κυβέρνηση του
Αμέσως μετά την εκλογική νίκη του AKP τον Ιούλιο του 2007 (46,7 % και 341 από τις 550 κοινοβουλευτικές έδρες), ο Αμπντουλάχ Γκιουλ τελικά εξελέγει Πρόεδρος με την υποστήριξη του MHP[58] και την υποστήριξη κάποιων Κούρδων εθνικιστών, στον πρώτο γύρο. Επιπλέον, η κυβέρνηση παρουσίασε το νέο ‘εθνικό’ συνταγματικό σχέδιο αναθεώρησης του Συντάγματος του 1982. Το σχέδιο, το οποίο προετοιμάστηκε από εξέχοντες ειδικούς συνάντησε έντονες διαφωνίες από τους υποστηρικτές του κοσμικού κράτους πριν εισαχθεί στο κοινό για τη διεξαγωγή ενός ουσιαστικότερου διαλόγου. Ωστόσο, η κυβέρνηση αντί να επιχειρήσει μια προσπάθεια συμβιβασμού σε μια πιο μετριοπαθή εκδοχή της πρότασης για αναθεώρηση του Συντάγματος, επέλεξε το αντίθετο προκειμένου να ευνοήσει την άρση της απαγόρευσης που σήμερα δεν επιτρέπει στις γυναίκες να φορούν μαντίλα κατά την παρακολούθηση των πανεπιστημιακών σπουδών τους, μέσω της αναθεώρησης των άρθρων 10 και 42 του τουρκικού Συντάγματος. Στις 9 Φεβρουαρίου 2008, ακολουθώντας το έναυσμα του Ερντογάν, μια πλειοψηφία τετρακοσίων έντεκα (411) σε σύνολο πεντακοσίων πενήντα (550) κοινοβουλευτικών εδρών ενέκρινε δύο νέες συνταγματικές ρυθμίσεις[59] η μια, για την άρση της απαγόρευσης της μαντίλας στα πανεπιστήμια, παρά τις αντιρρήσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης και των οργανισμών της κοινωνίας των πολιτών, η οποία επικυρώθηκε από τον Πρόεδρο Γκιουλ, στις 22 Φεβρουαρίου. Στις 27 Φεβρουαρίου, η αντιπολίτευση του CHP και το DSP[60] αμφισβήτησε τη συνταγματική αναθεώρηση ενώπιον του ΣΔΤ στη βάση ότι προσέκρουε προς τα μη αναθεωρήσιμα άρθρα του τουρκικού Συντάγματος, τα οποία προστατεύουν τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους. Όταν το ΣΔΤ ακύρωσε την αναθεώρηση (5 Ιουνίου 2008), ο Ερντογάν κατηγόρησε τους δικαστές ότι έλεγξαν την ουσιαστική συνταγματικότητα της αναθεώρησης (δηλαδή ότι υπερέβησαν τη συνταγματική τους αρμοδιότητα να ελέγχουν την τυπική συνταγματικότητα, τη διαδικασία δηλαδή της αναθεώρησης[61][62] ), δηλώνοντας ότι η αναθεωρητική λειτουργία στα δημοκρατικά συστήματα ανήκει μόνο στα αιρετά όργανα του κράτους.
Από την άλλη πλευρά, στις 14 Μαρτίου 2008, ο Γενικός Εισαγγελέας του Ανωτάτου Εφετείου[63]AKP μαζί με περίπου εβδομήντα (70) αξιωματούχους του, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου Γκιουλ και του Πρωθυπουργού Ερντογάν, εξ αιτίας παραβίασης της αρχής του κοσμικού κράτους στο άρθρο 2 του τουρκικού Συντάγματος[65]AKP παρουσίασε την υπεράσπισή του, υποστηρίζοντας ότι η παραπομπή του από τον ανώτερο Γενικό Εισαγγελέα «προήλθε κυρίως από ιδεολογικά και πολιτικά κίνητρα παρά από νόμιμες δικαιϊκές ανησυχίες» ισχυριζόμενο ότι η άρση της απαγόρευσης της μαντίλας στόχευε στην επέκταση των ελευθεριών της χώρας του. Στις 30 Ιουλίου, έξι δικαστές του ΣΔΤ[66]AKP μια μικρή έξοδο διαφυγής. Τέσσερις άλλοι συμφώνησαν ότι το κόμμα είχε τεθεί στο επίκεντρο αντι-κοσμικών δραστηριοτήτων, οι οποίες όμως δεν ήταν άξιες λόγου. Έτσι, δέκα δικαστές θεώρησαν το AKP ‘ένοχο’. Ωστόσο και επειδή για την επιβολή της απαγόρευσης δεν συγκεντρώθηκε η απαιτούμενη απόλυτη πλειοψηφία, το ΣΔΤ αποφάσισε την επιβολή ποινής, η οποία απαγόρευε την καταβολή στο AKP του 50% της κρατικής του χρηματοδότησης, ενώ δεν υπήρξε επιβολή απαγόρευσης ούτε για τους αξιωματούχους του κόμματος[67]. , ένας λιγότερος από την απόλυτη πλειοψηφία, ψήφισαν την απαγόρευση του κόμματος, παρέχοντας στο . Τον Απρίλιο, το ΣΔΤ όρισε δικάσιμο για την υπόθεση την 16η Ιουνίου, οπότε και το άσκησε προσφυγή στο ΣΔΤ[64], ζητώντας να τεθεί σε απαγόρευση για πέντε χρόνια το κυβερνών κόμμα
Άλλη μια διαφωνία μεταξύ εκτελεστικής-δικαστικής λειτουργίας την οποία ακολούθησε η συνταγματική αναθεώρηση του 2010, ήταν αυτή που πυροδοτήθηκε από τη διαμάχη ανάμεσα σε δυο επαρχιακούς εισαγγελείς αναφορικά με υποτιθέμενες έρευνες που έλαβαν χώρα σε μια Ισλαμική κοινότητα της περιφέρειας. Ο Ιλχάν Τσιχανέρ, εισαγγελέας του Ερζινκάν ξεκίνησε μια έρευνα για τις δραστηριότητες των ισλαμικών δικτύων στην επαρχία, ισχυριζόμενος ότι έχει ανακαλύψει στοιχεία ότι τα μέλη των δικτύων, συμπεριλαμβανομένων προσώπων συνδεδεμένων με το AKP, συνδέονταν με μια σειρά από εγκληματικές δραστηριότητες, όπως η διεξαγωγή παράνομων μαθημάτων Κορανίου και απάτες σχετικά με ακίνητα του δημοσίου. Μολονότι δεν διαθέτει τη νόμιμη αρμοδιότητα, ο Υπουργός Δικαιοσύνης επιχείρησε να πείσει τον Τσιχανέρ να διακόψει τις έρευνές του. Όταν αυτός αρνήθηκε, απεκδύθηκε των αρμοδιοτήτων του και η υπόθεση μεταφέρθηκε στον Οσμάν Σανά, Εισαγγελέα του Ερζερούμ. Τον Φεβρουάριο του 2010, ο Τσιχανέρ κατηγορήθηκε για συμμετοχή στην επονομαζόμενη «τρομοκρατική οργάνωση Ergenekon»[68]HSYK[69] άμεσα απάλλαξε από τα καθήκοντά τους τέσσερις εισαγγελείς συμπαθούντες του AKP – μεταξύ των οποίων και ο Σανάλ. Tο AKP παρενέβη, καταδικάζοντας την παρέμβαση του HSYK, κατηγορώντας πέντε από τα μέλη του για τα πολιτικά τους κίνητρα. Στο πλαίσιο αυτό, ο Υπουργός Δικαιοσύνης διακήρυξε τον επείγοντα χαρακτήρα μιας μεταρρύθμισης στο σύστημα λειτουργίας της δικαιοσύνης. «Αυτό που ακολούθησε ήταν ένας λεκτικός πόλεμος ανάμεσα στην κυβέρνηση και στον γενικά υπερ του κοσμικού κράτους δικαστικό κλάδο, με αλληλοκατηγορίες εκμετάλλευσης των θεσμών για την εξυπηρέτηση ίδιων πολιτικών στόχων»[70]. και συνελήφθη με διαταγές του Εισαγγελέα Σανάλ, ενώ αυτή τη στιγμή έχει προφυλακιστεί και αναμένει την εκδίκασή της υπόθεσής του. Σε απάντηση, το Συμβούλιο Δικαστών και Εισαγγελέων,
Ωστόσο, η διένεξη αυτή συνδέθηκε με τη συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση του 2010 καταρχήν από την ίδια την κυβέρνηση. Ο Αναπληρωτής Πρωθυπουργός Αρίντς περιέγραψε την αντίδραση της δικαστικής λειτουργίας ως ένα «δικαστικό πραξικόπημα», δηλώνοντας ότι μια συνταγματική μεταβολή, η οποία θα συμπεριελάμβανε και μια δικαστική μεταρρύθμιση θα μπορούσε να δώσει ένα τέλος στα προβλήματα με το δικαστικό κλάδο. «Η δικαστική γραφειοκρατία έπληξε σοβαρά τη δημοκρατία» τόνισε, συνεχίζοντας «αλλαγές έχουν γίνει και στο παρελθόν στο Σύνταγμα. Μετά από αυτήν την απόφαση [βλ. παραπάνω την απόφαση του HSYK] ακόμη μια συνταγματική αναθεώρηση μπορεί να λάβει χώρα. Ο δρόμος προς το δημοψήφισμα είναι πάντα ανοιχτός. Μια συνταγματική αναθεώρηση είναι μαθηματικά και λογικά δυνατή»[71].
Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση από καιρό εργάζονταν για ένα πακέτο μέτρων δικαστικής μεταρρύθμισης. Η σκοπούμενη από το Υπουργείο Δικαιοσύνης στρατηγική δικαστικής μεταρρύθμισης εκτείνεται από το 2010 έως το 2014, με επίκεντρό της την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκής Ένωση. Στο δεδομένο πλαίσιο, η ανασύνθεση του HSYK είχε αξιολογηθεί ως μείζονα προτεραιότητα στο σχέδιο αυτό και ήταν στα μέσα του Ιανουαρίου του 2010 όταν το AKP ανακοίνωσε την πρόθεσή του για μια συνταγματική αναθεώρηση ακριβώς πριν την κορύφωση της κρίσης ανάμεσα στο HSYK και το AKP. Ωστόσο, η πρόταση συνταγματικής αναθεώρησης του AKP προκάλεσε τις υποψίες της κοινής γνώμης ενόψει της ανοιχτής διαμάχης ανάμεσα στη δικαστική λειτουργία και την κυβέρνηση: ειδικότερα, το κατά πόσον αυτές οι μεταβολές στην πραγματικότητα στόχευαν να αποκλείσουν τους δικαστές από το να ελέγχουν την κυβέρνηση κατά κατάχρηση της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών[72].
Το κυβερνών κόμμα AKP, δημιούργησε πέντε διαφορετικές επιτροπές για την επεξεργασία των προτάσεων συνταγματικής αναθεώρησης. Το αποτέλεσμα των εργασιών των πέντε επιτροπών θα συγχωνεύονταν σε μια ενιαία πρόταση πριν παρουσιαστεί στον Πρωθυπουργό Ερντογάν για μια τελική αποτίμηση. Λαμβάνοντας υπόψη τις πολιτικές εξελίξεις από το 2007, η πρώτη αντίδραση της αντιπολίτευσης ήταν ότι το παρών πρόγραμμα αναθεώρησης του Συντάγματος συνιστά απλώς ένα ακόμη επεισόδιο της ανοιχτής σύγκρουσης του κυβερνώντος κόμματος με τους υφιστάμενους θεσμούς του κράτους. Ο Χασάν Τζερτσεκέρ, πρόεδρος του Ανώτατου Εφετείου δήλωσε ότι η εκτελεστική λειτουργία επιχειρεί να αποκλείσει την δικαστική: «Θα είναι το χειρότερο για το δημοκρατικό σύστημα μιας χώρας να υποχωρήσει ως προς τη δικαστική ανεξαρτησία». Οι παρατηρήσεις αυτές έλαβαν χώρα μερικές μέρες αφού ο Πρόεδρος του ΣΔΤ, Χασίμ Κιλίτς άσκησε πίεση στην κυβέρνηση να φτάσει σε έναν συμβιβασμό με την αντιπολίτευση και τη δικαστική λειτουργία, όσον αφορά τις σκοπούμενες συνταγματικές μεταβολές. Ο Κιλίτς άφησε να εννοηθεί ότι το ΣΔΤ είναι δυνατόν να ακυρώσει τις σκοπούμενες τις αναθεωρήσεις, αν η κυβέρνηση αποτύχει να συμβιβαστεί και να προτείνει στο ΣΔΤ μια συναινετική πρόταση αναθεώρησης[73]. Από την άλλη, η κυβέρνηση δεν απέκρυψε την δυσαρέσκειά της έναντι της δικαστικής λειτουργίας ως «στόχου» της προτεινόμενης αναθεώρησης: «Το πρόβλημα στην Τουρκία είναι ότι η δικαστική λειτουργία διαθέτει έναν ρόλο ανώτερο από το κοινοβούλιο στο να διαπλάθει δίκαιο», δήλωσε ο Υπουργός Δικαιοσύνης Εργκίν. «Δεν προσπαθούμε να αποκλείσουμε την δικαστική λειτουργία, απλώς επιχειρούμε να κατοχυρώσουμε μια πραγματική διάκριση των λειτουργιών, όπου η δικαστική λειτουργία δεν θα παρεμβαίνει στο κοινοβούλιο και τη δημοκρατία».[74]
Β. Η διαδικασία της αναθεώρησης
Στις αρχές του Μαρτίου, η χρονική περίοδος αναμονής για την υποβολή των προτάσεων αναθεώρησης σε ένα λαϊκό δημοψήφισμα μειώθηκε με πρωτοβουλία του AKP σε εξήντα (60) ημέρες από εκατόν είκοσι (120). Η κυβέρνηση ανυπομονούσε από την αρχή για τη σχεδιαζόμενη συνταγματική μεταρρύθμιση. Tο AKP αποκάλυψε το πακέτο των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων στις 22 Μαρτίου και ο πρωθυπουργός επισκέφθηκε την ίδια μέρα τις αντίπαλες πολιτικές δυνάμεις, αναζητώντας την υποστήριξή τους. Οι πρώτες αντιδράσεις της αντιπολίτευσης ήταν να κατηγορήσει το AKP ότι ενεργούσε φοβούμενο ότι το ΣΔΤ θα κινούνταν στο να απαγορεύσει τη λειτουργία του AKP. Σύμφωνα με τις δυνάμεις τις αντιπολίτευσης, η συνταγματική μεταρρύθμιση ήταν ουσιαστικά μια προσπάθεια οικειοποίησης του τουρκικού Συντάγματος από το AKP[75]. Tο MHP ενθάρρυνε την κυβέρνηση να δημιουργήσει μια επιτροπή συναίνεσης αναζήτησης ενός consensus, στην οποία θα συμμετείχαν αντιπρόσωποι από όλα τα κόμματα του κοινοβουλίου. Επίσης, συνέστησε ότι το νέο Σύνταγμα θα έπρεπε να εγκριθεί από το κοινοβούλιο το οποίο θα προέκυπτε μετά από τις γενικές βουλευτικές εκλογές του 2011[76].
Ήταν η βιασύνη του AKP η οποία παρεμπόδισε κυρίως τη δημιουργία ενός υγιούς περιβάλλοντος για έναν ουσιαστικό διάλογο γύρω από την αναθεώρηση του Συντάγματος. Όλες οι προτάσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης αγνοήθηκαν απλώς από το AKP. Ο πρωθυπουργός της Τουρκίας διαμήνυσε στα κόμματα της αντιπολίτευσης ότι είχαν στη διάθεσή τους μόνον πέντε ημέρες για να υποβάλλουν τις συνεισφορές τους στις προτάσεις για την επικείμενη αναθεώρηση. Το motto της κυβέρνησης ήταν ότι η «Τουρκία δεν μπορεί να χάσει χρόνο καθυστερώντας την συνταγματική αναθεώρηση[77]. Στο τέλος, την 30η Μαρτίου, το AKP υπέβαλλε ένα σχέδιο συνταγματικών μεταρρυθμίσεων στο κοινοβούλιο. Ωστόσο, έπρεπε να αποσύρει την πρώτη εκδοχή του διότι ήταν υπογεγραμμένη από τον εκπρόσωπο του AKP και νυν πρόεδρο του κοινοβουλίου – ο οποίος ως εκ της θέσεώς του οφείλει να παραμένει ουδέτερος. Επίσης, υποστηρίχθηκε από τα κόμματα της αντιπολίτευσης ότι κάποιες υπογραφές επί του κειμένου ήταν πλαστές, μεταφερμένες από άλλα έγγραφα. Κατά συνέπεια, το AKP υπέβαλλε και πάλι ένα νέο σχέδιο συνταγματικής αναθεώρησης στις 5 Απριλίου, αφού απέσυρε την προηγούμενη εκδοχή σε μια προσπάθεια να αποτρέψει την αντιπολίτευση από το να προσφύγει στο ΣΔΤ, μπλοκάροντας τις μεταρρυθμίσεις[78].
Οι συζητήσεις στην Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων του κοινοβουλίου ήταν αδιέξοδες, χωρίς να οδηγούν σε κάποια δυνατότητα συμβιβασμού των εκατέρωθεν πολιτικών δυνάμεων. Το κουρδικό κόμμα BDP[79] υπογράμμισε ότι ο λαός δεν θα κινητοποιηθεί να ψηφίσει σε ένα ευρέως αναμενόμενο δημοψήφισμα, αν το πακέτο συνταγματικών μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης δεν συμπεριλαμβάνει συλλογικά και κοινωνικά δικαιώματα –μια πρόβλεψη η οποία αποδείχθηκε ρεαλιστική όσον αφορά τους κούρδους κατά τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος. Το MHP ερμήνευσε το σχέδιο των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων ως ‘Σύνταγμα του AKP’ και ως ‘επιβεβλημένο Σύνταγμα’, από τη στιγμή, που όπως ισχυρίστηκε, δεν λήφθηκε υπόψη η γνώμη της αντιπολίτευσης και οι προτάσεις της αγνοήθηκαν κατά την διαδικασία προετοιμασίας των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων[80].
Η μείζονα αντιπολίτευση, το CHP εναντιώθηκε ειδικότερα για τρία άρθρα τα οποία περιλαμβάνονταν στο πακέτο της συνταγματικής αναθεώρησης και τα οποία σχετίζονταν με τη δομή, σύνθεση και της αρμοδιότητες του ΣΔΤ και του Ανώτατου Συμβουλίου Δικαστών και Εισαγγελέων (HSYK), καθώς και τις προϋποθέσεις απαγόρευσης των πολιτικών κομμάτων. Το CHP επέμενε να οδηγηθούν τα άρθρα αυτά σε ξεχωριστό δημοψήφισμα, συμφωνώντας υπό την προϋπόθεση αυτή να δώσει την υποστήριξή του στο πακέτο συνταγματικών μεταρρυθμίσεων του AKP[81]. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης καταδίκασαν τα τρία αυτά άρθρα ως ασύμβατα προς το άρθρο 2 του τουρκικού Συντάγματος, το οποίο δεν μπορεί να αναθεωρηθεί και το οποίο περιγράφει την Τουρκία ως μια δημοκρατία κοσμική και ως κράτος πρόνοιας, το οποίο υπόκειται στην αρχής της νομιμότητας. Ωστόσο, η κυβέρνηση επέμεινε ότι το πακέτο της συνταγματικής αναθεώρησης θα ετίθετο σε δημοψήφισμα στο σύνολο του, καταπνίγοντας έτσι τις τελευταίες ελπίδες για την εξεύρεση ενός consensus[82].
Στις 20 Απριλίου, η ψήφιση του πακέτου ξεκίνησε στο Κοινοβούλιο και ολοκληρώθηκε στις 6 Μαΐου. Τα άρθρα του πακέτου ψηφίστηκαν ξεχωριστά, δύο φορές, σε δύο ψηφοφορίες.Μολονότι, όλα τα προτεινόμενα άρθρα ψηφίστηκαν εκτός από αυτό που αφορούσε την απαγόρευση των κομμάτων, εντούτοις κανένα από αυτά δεν έλαβε περισσότερες από τριακόσιες σαράντα (340) θετικές ψήφους στο σύνολο των πεντακοσίων πενήντα (550) βουλευτών, μεταξύ των οποίων οι τριακόσιοι εξήντα πέντε (365) βουλευτές του κυβερνώντος AKP. Όταν η πρόταση να καταστεί δυσκολότερη η τοποθέτηση πολιτικών κομμάτων σε απαγόρευση[83]CHP) επανήλθε με μια παρόμοια με την προηγούμενή του πρόταση, δηλώνοντας ότι θα ψηφίσει για τη συνταγματική αναθεώρηση αν δυο ακόμη από τα άρθρα της πρότασης δεν περνούσαν τελικά στο δεύτερο γύρο της ψηφοφορίας στο κοινοβούλιο. Ανίκανο να πείσει το κυβερνών κόμμα για τα παραπάνω αμφιλεγόμενα άρθρα το CHP προσέφυγε κατά του πακέτου της συνταγματικής αναθεώρησης ενώπιον του ΣΔΤ στις 14ης Μαΐου, υποστηρίζοντας ότι μερικά από τα άρθρα του πακέτου παραβίασαν βασικές αρχές του κράτους δικαίου, της διάκρισης των λειτουργιών και της δικαστικής ανεξαρτησίας και ότι κανόνες της διαδικασίας παραβιάστηκαν όταν το πακέτο της αναθεώρησης συζητούνταν στο κοινοβούλιο. Το ΣΔΤ εξέδωσε την απόφασή του στις 7 Ιουλίου, τονίζοντας σε αυτήν ότι η ανασυγκρότηση του ΣΔΤ και του Ανώτατου Συμβουλίου Δικαστών και Εισαγγελέων (HSYK) ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του κοινοβουλίου. Σύμφωνα με την απόφαση η ανασυγκρότηση του ΣΔΤ δεν θα ήταν επιζήμια για την αρχή του κράτους δικαίου και την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών. Όσον αφορά τη σύνθεση του HSYK, το ΣΔΤ υπογράμμισε ότι η αρχή του κράτους δικαίου δεν προϋποθέτει έναν δεδομένο τύπο σύνθεσης του και ότι αυτό μπορεί να ανασυγκροτηθεί και με διαφορετικούς τρόπους επιλογής των μελών του, αρκεί να μην προσβάλλεται η δικαστική ανεξαρτησία. Το ΣΔΤ ακύρωσε μόνο δύο σημεία των σχετικών συνταγματικών αναθεωρήσεων. Το πρώτο αφορούσε τη χορήγηση στον Πρόεδρο μεγαλύτερη ευχέρεια στο διορισμό των μελών του HSYK, ιδίως από πρόσωπα τα οποία δεν διαθέτουν νομικές γνώσεις και το δεύτερο τη διαδικασία ανάδειξης των μελών του ΣΔΤ και του HSYK από τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας. δεν μπόρεσε να περάσει με τη δεύτερη ψηφοφορία, πέφτοντας κάτω από το κατώτερο όριο των 330 ψήφων, το κύριο κόμμα της αντιπολίτευσης (
Το συνταγματικό δημοψήφισμα της Τουρκίας, στις 12 Σεπτεμβρίου κατέληξε σε θρίαμβο για το AKP; το 58% των ψηφοφόρων υποστήριξε την προτεινόμενη συνταγματική αναθεώρηση έναντι 42% ψήφων κατά και με ποσοστό συμμετοχής 77%. Τα τουρκικά παράλια τέθηκαν κατά του δημοψηφίσματος, ενώ το μποϋκοτάζ της ψηφοφορίας το οποίο εξήγγειλε το κουρδικό BDP επηρέασε τις νοτιοανατολικές περιοχές της Τουρκίας. Μια εικόνα την οποία πολύ σχολιαστές ερμήνευσαν ως πολιτικό θρυμματισμό της χώρας.
Γ. Το περιεχόμενο του αναθεωρητικού πακέτου
Οι προτεινόμενες αναθεωρήσεις σύμφωνα με τα μέρη του παρόντος Συντάγματος είναι οι ακόλουθες: “Δικαστική λειτουργία” (9 αναθεωρητικές προτάσεις)· “Θεμελιώδη Δικαιώματα και Υποχρεώσεις” (7 αναθεωρητικές προτάσεις)· “Εκτελεστική λειτουργία” (3 αναθεωρητικές προτάσεις· “Νομοθετική λειτουργία” (2 αναθεωρητικές προτάσεις)· “Γενικές προβλέψεις” (1 αναθεωρητική πρόταση)· “Οικονομικές προβλέψεις” (1 αναθεωρητική πρόταση). Οι αναθεωρητικές προτάσεις βελτιώνουν τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες, εισάγοντας νέα δικαιώματα στο Σύνταγμα, ενδυναμώνοντας τη συνταγματική προστασία με την εισαγωγή νέων δικαιωμάτων στο Σύνταγμα, ενδυναμώνοντας τη συνταγματική προστασία των υπαρχόντων δικαιωμάτων μέσα από τη διεύρυνση του προστατευτικού τους περιεχομένου. Στις αναθεωρήσεις αυτές περιλαμβάνεται η καθιέρωση θετικής ισότητας υπερ των γυναικών, των ατόμων με ειδικές ικανότητες και των ηλικιωμένων, η προστασία των προσωπικών δεδομένων και η κατοχύρωση των δικαιωμάτων των παιδιών, η διεύρυνση του δικαιώματος συλλογικής διαπραγμάτευσης και συνδικαλισμού στους δημοσίους υπαλλήλους και σε δημόσιους λειτουργούς (χωρίς ωστόσο να αποκτούν το δικαίωμα στην απεργία), η ενδυνάμωση της ελευθερίας εγκατάστασης και κυκλοφορίας[84]. Η πρόταση επίσης εμπεριέχει αναθεωρήσεις οι οποίες κατευθύνονταν προς την ενίσχυση του κράτους δικαίου. ΟιμεταβολέςαυτέςπεριελάμβαναντηνδυνατότηταδικαστικούελέγχουεπίτωναποφάσεωνμετιςοποίεςτοΑνώτατοΣτρατιωτικόΣυμβούλιοαπέτασσεταμέλητωντουρκικώνΕνόπλωνΔυνάμεων (πρακτικήηοποίασυχνάαφορούσεαξιωματικούςύποπτουςγιαισλαμιστικόακτιβισμό), καιεπίτωναποφάσεωνμετιςοποίεςτοΑνώτατοΣυμβούλιοΔικαστώνκαιΕισαγγελέωνέπαυεαπότιςαρμοδιότητέςτουςήεπέβαλεπειθαρχικέςποινέςσεδικαστικούςλειτουργούς. Επίσης, βάση της πρότασης μεταφέρονταν η δωσιδικία των στρατιωτικών από τα στρατιωτικά στα πολιτικά δικαστήρια για όλα τα αδικήματα εκτός από εκείνα τα οποία σχετίζονταν με στρατιωτικά καθήκοντα και ευθύνες, επιτρέποντας τη μεταφορά της δωσιδικίας του Αρχηγού του Στρατού, των Αρχηγών των Ενόπλων Δυνάμεων και του Προέδρου του Κοινοβουλίου ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου[85] (ωστόσο, το καθεστώς της παραγραφής και η προχωρημένη ηλικία των εναπομεινάντων μελών της χούντας, καθιστά πολύ δύσκολη την πιθανότητα υποβολής τους σε δίκη). Επιπλέον, με την αναθεωρητική πρόταση καθιερώθηκε Συνήγορος του Πολίτη, ενώ εισήχθηκε ο θεσμός της “συνταγματικής προσφυγής”, ο οποίος επιτρέπει την άμεση πρόσβαση των πολιτών στο Συνταγματικό Δικαστήριο, στη βάση ότι κάποιο από τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες τους παραβιάζεται από τις δημόσιες αρχές. Η πρόταση επίσης περιέχει διατάξεις για την ανασυγκρότηση του Ανώτατου Συμβουλίου Δικαστών και Εισαγγελέων και του Συνταγματικού Δικαστηρίου[86].
Η μεγαλύτερη προσοχή επικεντρώθηκε στα σχέδια του AKP για ανασυγκρότηση του Συνταγματικού Δικαστηρίου και το HSYK. Σύμφωνα με την αναθεώρηση ο αριθμός των μελών του Συνταγματικού Δικαστηρίου αυξάνεται από έντεκα (11) στα δεκαεπτά (17)[87]YOK)[88][89]., η σύνθεση του οποίου ήδη προσδιορίζεται από τον Πρόεδρο, ενώ τέσσερις (4) θα διορίζονται άμεσα από μια δεξαμενή αποτελούμενη από δικηγόρους, ανώτατους δημόσιους ανώτατους δημόσιους αξιωματούχους, ανώτατους δικαστικούς και εισαγγελείς, καθώς και από τους εισηγητές του ΣΔΤ). Η κυριότερη καινοτομία είναι το δικαίωμα του κοινοβουλίου να διορίζει τρία μέλη με απλή πλειοψηφία των μελών του, με μείωση της θητείας τους από τα είκοσι πέντε (25) στα δώδεκα (12) έτη. Σύμφωνα με την προηγούμενη συνταγματική ρύθμιση, όλα τα μέλη αυτά επιλέγονται και διορίζονται από τον Πρόεδρο. Με τη νέα αναθεώρηση διατηρείται το δικαίωμα του Προέδρου να επιλέγει τα δεκατέσσερα (14) από αυτά τα μέλη (δέκα (10) από αυτά διορίζονται έμμεσα από υποψηφίους που προτείνονται από τα Ανώτατα Δικαστήρια αλλά και από το Ανώτατο Εκπαιδευτικό Συμβούλιο (
Το Ανώτατο Συμβούλιο Δικαστών και Εισαγγελέων (YSHK) διευρύνεται από επτά (7) στα είκοσι ένα (21) μέλη, και τα μέλη του θα επιλέγονται κυρίως από την ίδια τη δικαστική λειτουργία και από αντιπροσώπους των Ανωτάτων Δικαστηρίων, από ακαδημαϊκούς νομικούς, δικηγόρους και εκπροσώπους των κατώτερων δικαστηρίων. Ο ρόλος του υπουργού της δικαιοσύνης στον προσδιορισμό της σύνθεσης του Συμβουλίου (HSYK) θα μειωθεί. Οι δικαστές και οι εισαγγελείς επίσης θα αξιολογούνται από επιθεωρητές οι οποίοι θα διορίζονται από το Συμβούλιο (HSYK) και όχι από το Υπουργείο Δικαιοσύνης όπως πριν. Η μεταβολή αυτή συμβαδίζει με τις συστάσεις της Έκθεσης της ΕΕ του Απριλίου 2009[90]HSYK), αρμοδιότητα η οποία περιγράφεται από την ΕΕ ως ασύμβατη με την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών[91].. Ωστόσο, η αναθεώρηση διατηρεί τον Υπουργό Δικαιοσύνης ως πρόεδρο του Συμβουλίου (
Δ. Μια κριτική στη συνταγματική αναθεώρηση του 2010 στην Τουρκία
Έχει ασκηθεί ευρύτατη κριτική τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τη μορφή της συνταγματικής αναθεώρησης που έλαβε χώρα το 2010 στην Τουρκία. Μια μερίδα της κριτικής υποστηρίζει ότι το AKP υπήρξε ιδιαίτερα εκλεκτικό όσον αφορά την προσέγγιση των απαιτήσεων της ΕΕ, παρόλο που πράγματι οι περισσότερες από τις αναθεωρημένες διατάξεις ενισχύουν την εμβάθυνση της δημοκρατίας στην Τουρκία και απολαμβάνουν την υποστήριξη μιας ευρείας πλειοψηφίας του πληθυσμού συμπεριλαμβανομένης της αντιπολίτευσης του CHP.[92] Όπως υποστηρίζεται το AKP, είτε έχει υποστηρίξει μεταβολές είτε έχει διατηρήσει διατάξεις που περιορίζουν το ζωτικό χώρο των πολιτικών του αντιπάλων, επαυξάνοντας τη δική του επιρροή, ενώ αρνήθηκε να συναινέσει σε μεταβολές που θα απομείωναν την εξουσία του.[93] Για παράδειγμα, το πακέτο δεν εμπεριέχει διατάξεις για την μείωση του εθνικού ποσοστού εισόδου των κομμάτων στο κοινοβούλιο που σήμερα βρίσκεται στο 10%. Ούτε υπήρξαν προτάσεις οριοθέτησης της βουλευτικής ασυλίας ή για την αντιμετώπιση των διακρίσεων που αντιμετωπίζουν οι εθνικές και οι μη-Σουνιτικές Μουσουλμανικές θρησκευτικές μειονότητες.[94] Ενώ η κυβέρνηση παρουσίασε το δημοψήφισμα ως μια δημοκρατική επίθεση στη στρατιωτικά επιβεβλημένη αυθαιρεσία, διατήρησε άθικτα συγκεκριμένα εξουσιαστικά απομεινάρια του Συντάγματος του 1982, όπως το Ανώτατο Εκπαιδευτικό Συμβούλιο, επιτρέποντας στην εκτελεστική λειτουργία να διορίζει τους πρυτάνεις των πανεπιστημίων καθώς και τα μέλη του ελεγκτικού των ΜΜΕ ενημέρωσης οργάνου (RETUK)[95].
Ένα άλλο επιχείρημα προέρχονταν από τη σύγκριση των μεταρρυθμίσεων στη δικαιοσύνη με αντίστοιχες σε καθιερωμένες φιλελεύθερες δημοκρατίες.Ωστόσο, στην περίπτωση ειδικά της Τουρκίας όπου υφίσταται ένα αδύναμο κοινοβουλευτικό σύστημα και η εξουσία παραμένει έντονα συγκεντρωμένη στο κόμμα της πλειοψηφίας, οι προτεινόμενες μεταβολές θα έχουν ως αποτέλεσμα μια συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια ενός κόμματος σε έναν υπέρμετρο βαθμό. Κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε έναν σοβαρό κίνδυνο προσβολής της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών στην Τουρκία[96]. Το επιχείρημα αυτό διαιρείται και σε επιμέρους ειδικότερες απόψεις. Για παράδειγμα, υπάρχει μια έντονη αμφιβολία κατά πόσον ο θεσμός του Συνηγόρου[97] ο οποίος εκλέγεται με απλή πλειοψηφία στο κοινοβούλιο μπορεί να αναλάβει τις αρμοδιότητές του με έναν δίκαιο υπερ-κομματικό τρόπο. Όσον αφορά τη σύνθεση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, ο νέος διακανονισμός είναι δυνατόν να επιτρέψει την επιπλέον πολιτικοποίηση του ΣΔΤ σε ένα σύστημα όπου η εκλογή του Προέδρου από το λαό (ένα μέτρο το οποίο είχε προταθεί πριν από το AKP) σε μια πολωμένη κοινωνία, όπως η Τουρκική μπορεί τελικά να οδηγήσει σε μια επικίνδυνη κυριαρχία της εκτελεστικής εξουσίας επί του ΣΔΤ. Ο φόβος αυτός είναι έντονος, ειδικότερα στις περιπτώσεις εκείνες όπου ο Πρόεδρος προέρχεται από την ίδια πολιτική οικογένεια με την κυβέρνηση και διαθέτει μονοκομματική στήριξη (όπως συμβαίνει σήμερα)[98].
Αναφορικά με τη σύνθεση του Ανώτατου Συμβουλίου Δικαστών και Εισαγγελέων (HSKY), (το οποίο καθορίζει την επαγγελματική κατάσταση των δικαστών και των εισαγγελέων μέσα από διορισμούς, μεταθέσεις, προαγωγές, συστάσεις κ.α.) ο Υπουργός της Δικαιοσύνης διατηρεί τη θέση του στο Συμβούλιο. Μολονότι η νέα αναθεώρηση δεν επιτρέπει στον Υπουργό να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου, εντούτοις παραμένει επιφορτισμένος με την αρμοδιότητα ‘εκπροσώπησης’ και ‘διοίκησης’ του Συμβουλίου, έχει ακόμη τη δυνατότητα να επιλέξει τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου, ενώ επίσης δεν έχασε την αρμοδιότητα τελικής έγκρισης των επιθεωρήσεων των δικαστών και των εισαγγελέων, ενώ ο Γενικός του Γραμματέας θα παρίσταται σε όλες τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου[99].
Πάνω από όλα, η διαδικασία, περισσότερο από ένα αποτέλεσμα μιας συνταγματικής μεταρρύθμισης είναι ανοιχτή σε κριτική από τη σκοπιά των αρχών της συμμετοχικής και πλουραλιστικής δημοκρατίας. Καταρχάς, το χρονικό σημείο το οποίο επιλέχθηκε για την υποβολή της αναθεωρητικής πρότασης γέννησε σοβαρές αμφιβολίες για τα κίνητρα τα οποία ενδεχομένως υπέκρυπτε. Η απόφαση του AKP το Μάρτιο του 2010 να υποβάλει το πακέτο των μεταρρυθμίσεων σε διαβούλευση ωθήθηκε από μια ιδιαίτερα έντονη διαμάχη μεταξύ του κυβερνώντος κόμματος και της δικαστικής λειτουργίας, όπως αυτή αναλύθηκε παραπάνω. Στο πλαίσιο αυτό, η πρόταση αναθεώρησης ερμηνεύθηκε από πολλούς ως μια απόπειρα εξασφάλισης του κυβερνητικού ελέγχου επί των δικαστών[100].
Μολονότι η αντιπολίτευση από την αρχή ακριβώς της διαδικασίας κατηγόρησε το AKP για την καθιέρωση ενός εξουσιαστικού πλειοψηφισμού, το AKP δεν αναζήτησε τη δημιουργία ενός consensus γύρω από τις αναθεωρητικές προτάσεις, αντίθετα της προώθησε αυτόνομα[101]. Το πακέτο της αναθεώρησης προετοιμάστηκε από μια επιτροπή του AKP στη βάση ενός σχεδίου το οποίο εκπονήθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, ενώ καμία επιτροπή αναζήτησης συναίνεσης δεν δημιουργήθηκε, όπως συνέβαινε αντίθετα πριν από το 2007. Τελικά, οι μεταρρυθμίσεις στιγματίστηκαν ως επιβεβλημένες από το AKP και υποστηρίχθηκαν στο κοινοβούλιο αποκλειστικά σχεδόν από τα μέλη του κυβερνώντος κόμματος.
Αυτή η ήδη ελλειμματική από την άποψη της δημοκρατίας κατάσταση επιδεινώθηκε από το γεγονός ότι το AKP αναπτύσσεται με άξονα την προσωπικότητα του Πρωθυπουργού Ερντογάν, ο οποίος και λαμβάνει τις τελικές αποφάσεις σε μια ευρεία σειρά από θέματα. Ο απόλυτος έλεγχος του επί ενός κόμματος το οποίο δύσκολα αντέχει τη διαφωνία του επιτρέπει να κυβερνά το κοινοβούλιο[102]. Η ισχυρή εσωκομματική πειθαρχία εντός του AKP εξασθένησε ακόμη περισσότερο τη νομιμοποίηση της ψηφοφορίας για την αναθεώρηση στο κοινοβούλιο και προκάλεσε του ισχυρισμούς για μια πολιτική δικτατορία.
Η πιο θεμελιακή κριτική η οποία ασκήθηκε στην αναθεωρητική διαδικασία αφορούσε την αντιπροσωπευτική ικανότητα του παρόντος κοινοβουλίου. Το κατώφλι του 10% στις γενικές βουλευτικές εκλογές αποτρέπει πολλά κόμματα να εκπροσωπηθούν στο κοινοβούλιο, ένα σύστημα το οποίο ενισχύει τους μεγάλους κομματικούς σχηματισμούς, οι οποίοι αποκτούν μεγάλη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο σε αντιστοιχία με τις ψήφους που λαμβάνουν (για παράδειγμα ένα ποσοστό 34% και 47% οδήγησε το AKP, στις εκλογές του 2002 και του 2007 να καταλάβει τα τρία πέμπτα και τα δύο τρίτα του κοινοβουλίου αντίστοιχα). Τα δεδομένα αυτά θα πρέπει άλλωστε να εκτιμηθούν στο πλαίσιο του αντιδημοκρατικού νομικού, πολιτικού και δικαστικού περιβάλλοντος, ήδη από το coupd’etatτου 1980, το οποίο απέτρεψε σε πολλές εναλλακτικές, ριζοσπαστικές απόψεις από διάφορους πολιτικούς χώρους να ενταχθούν στον πολιτικό ανταγωνισμό -(χωρίς να αναφέρομαι εδώ αποκλειστικά σε ομάδες υποστηρικτών των Κούρδων ή των Iσλαμιστών). Ο AndrewAratoεξηγεί τη σημασία ενός πλουραλιστικού consensusμε τέτοια ακρίβεια ώστε θα παραπέμψω απευθείας στα λόγια του: «η πολιτική νομιμοποίηση μιας καθαρά κοινοβουλευτικής συντακτικής διαδικασίας … δημιουργούμενη από συναινεσιακές διαδικασίες, πολιτικά οριοθετημένη αλλά όχι επιβεβλημένη από το δίκαιο»[103]. Για όλους αυτούς τους λόγους, ήταν σημαντική η υιοθέτηση μιας συναινεσιακής προσέγγισης με την βοήθεια μια Επιτροπής διακομματικής συμφωνίας στην οποία θα συμμετείχαν και εκπρόσωποι των κομμάτων που δεν μετέχουν στο τουρκικό κοινοβούλιο.
Ωστόσο, τοκυβερνώνκόμμαδενδίστασεναδιαχειριστείμόνοτουστοσύνολότηςαναθεωρητικήςδιαδικασίας, μετηναπόλυτηπεποίθηση ότι είναι αυτό που εκπροσωπεί τη βούληση του λαού, διαθέτοντας ποσοστό 47% των ψήφων, καθώς και ότι στο τέλος ένα δημοψήφισμα θα νομιμοποιούσε το τελικό προϊόν αυτής της μοναχικής διαδρομής. Η συνέπεια ήταν ότι η αναθεώρηση διενεργήθηκε από ένα αυστηρά πειθαρχημένο κόμμα σε ένα υπο-αντιπροσωπευτικό κοινοβούλιο και χωρίς την υποστήριξη των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι αυτό το εξαιρετικά θετικό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην πραγματικότητα νομιμοποιεί το σύνολο του εγχειρήματος. Η απάντηση σε αυτό είναι τόσο θετική όσο και αρνητική. Όπως όλοι γνωρίζουμε, τα δημοψηφίσματα είναι δυνατόν αν δημιουργήσουν εξουσιαστικές πλειοψηφίες, ακόμη και δικτατορίες. Φυσικά δεν εννοώ εδώ ότι αυτή είναι η περίπτωση της Τουρκίας. Ωστόσο, το δημοψήφισμα κατέληξε σε ψήφο εμπιστοσύνης για την κυβέρνηση, χάρη, μεταξύ άλλων, στην πολιτική στρατηγική των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Οι περισσότεροι από τους ψηφοφόρους δεν σκέφτηκαν ή δεν επιχείρησαν καν να κατανοήσουν το νομικό περιεχόμενο του δημοψηφίσματος κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας. Αντίθετα, ολαϊκισμόςεπικράτησετηςπληροφορημένηςεπιλογής.
Μολονότι οι περισσότερες από τις μεταρρυθμίσεις της πρότασης προορίζονταν να αποτελέσουν βήματα προς τον εκδημοκρατισμό και των φιλελευθερισμό των θεσμών, οι ψηφοφόροι δεν είχαν την ευκαιρία να ψηφίσουν ξεχωριστά για επιμέρους άρθρα. Παρά την ισχυρή παρέμβαση της αντιπολίτευσης για τον διαχωρισμό του πακέτου σε επιμέρους άρθρα προκειμένου να τεθεί σε αναθεώρηση, πρόταση συμβατή με τις αποφάσεις της Επιτροπής της Βενετίας[104] (όταν η εσωτερική συνοχή ενός τέτοιου πακέτου αμφισβητείται), η κυβέρνηση δεν υποχώρησε από ένα δημοψήφισμα επί του συνόλου της αναθεώρησης. Η επιμονή αυτή προώθησε περαιτέρω την άποψη ότι η αναθεώρηση ότι αυτό είναι στην πράξη ένα δημοψήφισμα για την ανασυγκρότηση της δικαστικής λειτουργίας και ότι οι περισσότερες από τις υπόλοιπες προτάσεις είχαν καθαρά ‘διακοσμητικό’ χαρακτήρα, προορισμένο να δελεάσει το εκλογικό σώμα.
Συνολικά, πιστεύω ότι υπάρχει μια τεράστια διαφορά μεταξύ των δυο περιπτώσεων: μια πλουραλιστική, συμμετοχική, συναινετικά θεμελιωμένη συνταγματική μεταρρύθμιση και ένα πακέτο συνταγματικής αναθεώρησης επιβεβλημένο από την πλειοψηφία, ακόμη κι αν σε τελική ανάλυση διαθέτουν ακριβώς όμοιο περιεχόμενο. Η πρώτη ανοίγει το δρόμο για μια διαλογική πολιτική κουλτούρα ως τη λύση απέναντι στα πάντα αναμενόμενα συνταγματικά προβλήματα, ενώ η δεύτερη εντείνει την κοινωνική πόλωση και αποτρέπει τον σχηματισμό μιας κοινής συναινετικής πολιτικής γλώσσας.
ΙΙΙ. Σχόλιο αντί συμπεράσματος: Η αναθεώρηση του Συντάγματος ως συντακτική εξουσία και ως δυνάμει μετασχηματισμός σε μια ουσιαστική δημοκρατία
Το βιβλίο του Bruce Ackerman ‘We the people’ εξετάζει μια βασική θέση, το πώς είναι δυνατόν η αναθεωρητική λειτουργία είναι δυνατόν να αποκτήσει συντακτικό χαρακτήρα, μέσα από την ανάδυση συνταγματικών στιγμών[105]New Deal) ικανές να αλλάξουν τη μορφή χωρίς όμως να διασπάσουν τη συνολική ενότητα μιας δημοκρατικής πολιτείας που είναι το άθροισμα των στιγμών αυτών. Συνταγματικές στιγμές που εμπεριέχονται τελικά σε ένα και το ίδιο συνταγματικό κείμενο. Είναι εξ αιτίας αυτού τους του χαρακτήρα που καθίσταται δυνατό να ‘ξεγελάσουν’ την κοινή γνώμη, ακόμη και τη θεωρία ως προς τον αληθινά συντακτικό τους χαρακτήρα. , ουσιαστικά επαναστάσεων (αν και όχι υποχρεωτικά αιματηρών ή ένοπλων) που κατά την άποψή του έχουν τη δυναμική να αλλάξουν τη ροή, την ερμηνεία και λειτουργία του συνταγματικού κειμένου. Οι συνταγματικές αυτές στιγμές, για τον ίδιο εμφανείς στην αμερικανική πολιτική ιστορία, συνδέονται με ρήξεις (όπως ο εμφύλιος στις ΗΠΑ και η πολιτική του
Η περίπτωση της Τουρκίας σε μια πρώτη ανάγνωση φαίνεται να επαληθεύει τη θεώρηση αυτή. Μια κοινωνία σε διαίρεση μεταξύ κοσμικού και ισλαμικού κράτους, διαρκείς αναθεωρητικές προσπάθειες, οι οποίες αποτυπώνουν μια κοινωνία σε αναζήτηση πολιτικού μετασχηματισμού για το πέρασμά της σε μια σύγχρονη εποχή. Τι περισσότερο θα μπορούσε να αποτελέσει μια συνταγματική στιγμή από αυτόν τον μετασχηματισμό στις σχέσεις μεταξύ πολιτικής εξουσίας και στρατού, μεταξύ δικαστικής και εκτελεστικής λειτουργίας, όπως περιγράφηκε αναλυτικά παραπάνω με αφορμή τις πρόσφατες αναθεωρήσεις; Mια τέτοια προκλητική υπόθεση θα παρέβλεπε δυο παραμέτρους ιδιαίτερα σημαντικές για την τουρκική περίπτωση. H διαίρεση (cleavage), στην οποία αναφέρονται τα συνταγματικά περιστατικά που αναλύθηκαν παραπάνω, παραπέμπει σε μια παλιά και διαρκή τομή της τουρκικής κοινωνίας. Κατά συνέπεια είναι ανεπαρκής να παράσχει μια ‘νέα’ συνταγματική στιγμή. Οι πρόσφατες αναθεωρήσεις σηματοδοτούν μια ‘νίκη’ έναντι του τουρκικού στρατού και των δικαστών που παραδοσιακά κυριάρχησαν ως εκπρόσωποι του κοσμικού κράτους στην τουρκική κοινωνία, χωρίς όμως αυτοί να εκτοπίζονται από το πολιτικό σκηνικό. Ταυτόχρονα, η μελέτη της τουρκικής πολιτικής ιστορίας είναι δυνατόν να βεβαιώσει τουλάχιστον αυτό: τα Συντάγματα αποτελούν στην τουρκική πολιτεία κομμάτι μιας ‘κοινωνικής μηχανικής’, στοχεύουν να διαπλάσουν τη μορφή της κοινωνίας και όχι το αντίθετο. Να της ‘επιβάλλουν’ τις αξίες και τις αρχές που θα την διέπουν και θα την οργανώνουν[106]. Η άσκηση όμως Συντακτικής εξουσίας προϋποθέτει την ύπαρξη εξουσίας πρωτογενούς που έχει συναινέσει στις αρχές και τις αξίες που επιθυμεί συνταγματικά να αναγνωρίσει. Εκεί έγκειται και η ύπαρξη δημοκρατικής νομιμοποίησή της.
Στην περίπτωση της Τουρκίας, θα μπορούσε εύκολα ωστόσο να παρατηρηθεί πως αν μια συνταγματική στιγμή δεν επήλθε με τις αναθεωρήσεις του 2007, 2008 και 2010 σύντομα θα έπρεπε να επέλθει. Προς πια κατεύθυνση; Προς την κατεύθυνση της οριστικής ρήξης με το δικτατορικό Σύνταγμα του 1982 σε συμβολικό και σε ουσιαστικό επίπεδο. Μια τέτοια ρήξη σε συμβολικό επίπεδο θα έπρεπε να περιλαμβάνει την αναθεώρηση των απαράγραπτων, «αιώνιων» και μη αναθεωρήσιμων διατάξεων του προοιμίου και να στοχεύσει στην αποϊδεολογικοποίηση του τουρκικού Συντάγματος προς την κατεύθυνση δημιουργίας μιας κοινωνίας ουδέτερης, ανεκτικής και ταγμένης στην προστασία της πολιτικής και προσωπικής ελευθερίας των πολιτών της. Μια τέτοια ρήξη σε ουσιαστικό επίπεδο θα σημαίνει την εγκατάλειψη της πλειοψηφικής και ‘στρατευμένης’ δημοκρατίας, όπως εκφράζεται σήμερα μέσα από τα πλειοψηφικά δημοψηφίσματα προς την κατεύθυνση μιας συναινεσιακής λειτουργίας του πολιτεύματος. Όσο δεσπόζουν στην καρδιά του τουρκικού Συντάγματος οι αντικρουόμενες αρχές της laïcité και του εθνικισμού (προοίμιο και άρθρα 1-3 του τουρκικού Συντάγματος), η πρώτη επιβάλλοντας την ουδετερότητα και η δεύτερη τη διαίρεση μεταξύ πλειοψηφίας και μειοψηφίας, οι κλασικές παλιές τομές της τουρκικής πολιτείας απλά θα διαιωνίζονται και οι επιμέρους αναθεωρητικές προσπάθειες δεν θα μπορούν να αποδώσουν τα δημοκρατικά αποτελέσματα που αναμένονται.
Πράγματι, κανείς δεν θα διαφωνήσει, εξετάζοντας προσεχτικά την ανάλυση που προηγήθηκε, ότι οι αναθεωρήσεις του 2007, 2008, 2010 επέφεραν σε άλλα σημεία φιλελευθεροποίηση και εκδημοκρατισμό στους πολιτικούς θεσμούς της Τουρκίας, σε άλλα πάλι υποχώρηση σε σχέση με τις αρχές του κράτους δικαίου και της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών. Οι μεταβολές αυτές κρίθηκαν επαρκώς παραπάνω αφήνοντας στο σημείο αυτό τόπο για το εξής συμπέρασμα. Η Τουρκία δεν χρειάζεται όσον αφορά το Σύνταγμά της μια αναθεώρηση επιμέρους θεσμών αλλά χρειάζεται την επανασύσταση της στη βάση ενός νέου θεμελιώδους κανόνα, ενός Grundnorm, ενός νέου συμβολαίου δημοκρατίας, ελευθερίας και ουδετερότητας με την τουρκική κοινωνία στο σύνολό της, ικανού να τη συνδέσει με τη διεθνή και ευρωπαϊκή έννομη τάξη. Όσο μια τέτοια ριζική μεταβολή δεν συμβαίνει η επίκληση της δημοκρατικότητας που θα επιφέρει η εισαγωγή νέων, μερικών θεσμών θα είναι και θα παραμένει πολιτική δημαγωγία.
Περίληψη (στα ελληνικά)
Στο κείμενο αυτό αναλύονται οι πρόσφατες αναθεωρήσεις (2007, 2008, 2010) στην Τουρκία. Ειδικότερα αναλύεται η ιστορική διαδρομή και τα βασικά χαρακτηριστικά του τουρκικού πολιτεύματος και του τουρκικού Συντάγματος του 1982. Εξετάζεται το πολιτικό πλαίσιο και ο πολιτικός συσχετισμός δυνάμεων που οδήγησε στο μετασχηματισμό του τουρκικού πολιτεύματος με την καθιέρωση της άμεσης εκλογής Προέδρου και τις μεταβολές στη διάρθρωση της δικαστικής λειτουργίας. Πέρα από τις επιμέρους αναθεωρητικές μεταβολές έμφαση δίνεται στην κριτική αποτίμηση των αναθεωρητικών αυτών εγχειρημάτων προς την κατεύθυνση επίτευξης μιας συναινεσιακής, διαλογικής και όχι πλειοψηφικής λειτουργίας των πολιτικών θεσμών στην Τουρκία.
Χ. Μ. Ακριβοπούλου/ Μ. AkkaracaKöse
Summary (in English)
In this text the recent consttutional revisions (2007, 2008, 2010) in Turkey, are analyzed. More specifically the historical perspectives and the basic characteristics of the Turkish regime and the Turkish Constitution of 1982 are examined. Furthermore, the political framework and the political correlation of the political forces which led to the recent transformation of the Turkish regime with the establishment of popular election for the President and the structural changes to the judicial branch are critically presented. In the end, emphasis is given in the critical assessment of this revisory undertakings to the direction of achieving a consensual, deliberative and non-majoritarian operation of the political institutions in Turkey.
[1] Βλ. την εξαιρετική ανάλυση της πάνω στο θέμα της Π. Φουντεδάκη, Το τουρκικό πολίτευμα –Το χωλό δημοκρατικό πρότυπο και οι θεσπισμένες παρεκκλίσεις του, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, η οποία προσεγγίζει το τουρκικό πολίτευμα ως μικτό, ημι-δημοκρατικό, ως καχεκτική, αυταρχική, περιορισμένη ή χωλή δημοκρατία.
[2] Βλ. από την κλασική εκτενή βιβλιογραφία, C. Pateman, Participation and Democratic Theory, Camdridge University Press, Cambridge, 1970, J. Elster & R. Slagstad, Constitutionalism and Democracy, Cambridge University Press, Cambridge, 1988, P. Hirst, Representative Democracy and its Limits, Polity Press, Cambridge 1990.
[3] Εννοείται εδώ ο τουρκικός Στρατός που διαθέτει θεσμικό ρόλο στο άρθρο 118 του Τουρκικού Συντάγματος (‘Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας’) αλλά και στο άρθρο 120 στην περίπτωση κήρυξης της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
[4] Κατ’ ακριβολογία, ρεπουμπλικανική θεωρείται η πολιτεία η οποία δεν διαθέτει κληρονομικό αρχηγό του κράτους και η οποία στηρίζεται σε εκλογικές διαδικασίες. Βλ. K. Haakonssen, «Republicanism» σε R. E. Goodin & P. Pettitεπιμ.) Blackwell, Cambridge 1995, P. Pettit, Republicanism: A Theory of Freedom and Government, Oxford University Press, New York, 1997, Β. Brugger, Republican Theory in Political Thought: Virtuous or Virtual?, St. Martin’s Press, New York, 1999, M. van Gelderen & Q. Skinner (επιμ.), Republicanism: A shared European Heritage, Vol. 1: Republicanism and Constitutionalism in early modern Europe, Cambridge University Press, Cambridge & New York, 2002, J. W. Maynor, Republicanism in the modern world, Polity Press, Cambridge, 2003, D. Castiglione, «Republicanism and its Legacy», European Journal of Political Theory, 2005, σελ. 453-465. Βλ. το χαρακτηριστικό σχόλιο του Α. Β. Yereli, «Basic principles of having more liberal constitution in Turkey», SosyalBilimlerDergisi, Vol. 22, 2009, σελ. 225- 237 (234), «Μερικοί από τους πολιτικούς επιστήμονες παίρνουν το 1946 όταν έγιναν οι πρώτες εκλογές […] ως την απαρχή της δημοκρατίας στην Τουρκία. Η Δημοκρατία δεν είναι ένα πολίτευμα το οποίο συντίθεται από εκλογές. Ακόμη και εμείς πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ Δημοκρατίας και ρεπουμπλικανισμού […] Ρεπουμπλικανισμός δεν σημαίνει Δημοκρατία. Δημοκρατία είναι το όνομα ενός πολιτεύματος που εξασφαλίζει τα θεμελιώδη προσωπικά δικαιώματα και ελευθερίες των πολιτών […] μπορούμε να θεωρήσουμε την Τουρκία ως ρεπουμπλικανική πολιτεία αλλά όχι ως χώρα όπου η πραγματική Δημοκρατία είναι εφικτή (δική μας μετ.)». (
[5] Βλ. για την ιστορική διαδρομή του σύγχρονου τουρκικού πολιτεύματος, L. Gönenç, «Presidential Elements in Government: Turkey», EuropeanConstitutionalLawReview, Vol. 4, 2008, σελ. 488-523 (489). Επίσης, βλ. R. H. Davison, Reform in the Ottoman Empire, 1856-1876, Princeton University Press, Princeton. H πρώτη μετάφραση του Συντάγματος στην αγγλική γλώσσα σε: «The Ottoman Constitution», American Journal of International Law, Vol. 2, Issue 2, 1908, σελ. 367-387.
[6] Βλ. την ανάλυση του Κ. Lowenstein, Political Power and the Governmental Process, The University of Chicago Press, Chicago, 1962, σελ. 79-81.
[7] Βλ. Gönenç, ό.π. σελ. 491.
[8] Βλ. από τους πρώτους σχολιασμούς του Συντάγματος αυτού, Ε. Μ. Earle, «The new Constitution of Turkey», Political Science Quarterly, Vol. 40, Issue 1, 1925, σελ. 73-100.
[9] Βλ. Gönenç, ό.π. σελ. 492.
[10] (CHP) ‘Cumhuriyet Halk Partisi’ σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, εθνικιστικό με κοσμικό χαρακτήρα με ηγέτη τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ και στη συνέχεια τον Ισμέτ Ινονού. Σφράγισε την μονοκομματική τουρκική πολιτική περίοδο μέχρι και μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Απαγορεύτηκε στη διάρκεια της δικτατορίας του 1980 και επανιδρύθηκε με το ίδιο όνομα το 1992. Βλ. F. Ahmad, Turkey: The Quest for identity, Oneworld Publications, Oxford 2003, σελ. 53.
[11] DemokratParti, συντηρητικό κόμμα της δεξιάς το οποίο εκθρόνισε το ‘Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα’ στις εθνικές εκλογές του 1950. Εισήγαγε τον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό και τις ιδιωτικοποιήσεις στην τουρκική οικονομία. Βλ. ibid.
[12] Βλ. Μ. Heper & S. Sayari (επιμ.), Political Leaders and Democracy in Turkey, Lexington Books, Lanham/ Maryland, 2002, σελ. 45, 49, 63.
[13] Βλ. Μ. Α. Kundi, «The Vicissitudes of Secularism in Turkey», Journal of European Studies, Vols 24 & 25, Nos 1 & 2, Ιούλιος 2008 και Ιανουάριος 2099, σελ. 112-124 (116).
[14] Βλ. Α. Feroz, The making of Modern Turkey, Routledge, London, 1993, σελ. 12.
[15] Βλ. F. Ahmad, The Turkish experiment in Democracy 1950-1975, C. Hurst & Company, London 1977, σελ. 288-295.
[16] Βλ. Gönenç, ό.π. σελ. 495 επ.
[17] Βλ. L. Gönenç, «The 2001 Amendments to the 1982 Constitution of Turkey», Ankara Law Review, Vol. 1, No 1, 2004, σελ. 89-109.
[18] Οι περισσότερες επηρεασμένες από την προσπάθεια ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, βλ. W. Hale, «Human Rights, the European Union and the Turkish Accession», Turkish Studies, Vol. 4, Issue 1, σελ. 107-126.
[19] Οι ‘αιώνιες’ κατά τον Andrew Arato αρχές, βλ. Α. Arato, «The Constitutional Reform Proposal of the Turkish Government: the return of Majority Imposition», Constellations, Vol. 17, No 2, 2010, σελ. 345-350 (347-348).
[20] Η οποία σήμερα είναι αρκετά αναπροσδιορισμένη σε σχέση με την εποχή του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, βλ. H. Yaruz, Islamic political identity in Turkey, Oxford University Press, Oxford, 2003, σελ. 591. Επίσης, βλ. Μ. Humphreys/ A. D. Brown, «The dress and identity: The Turkish case study», Journal of Management, Vol. 32, No 7, 2003, σελ. 927-952. Βλ. για την έννοια, ιστορική προέλευση και εξέλιξη της laïcité, A. T. Kuru, σελ. 568-594. «Passive and Assertive Secularism: Historical Conditions, Ideological Struggles and State Policies toward Religion», World Politics, Vol. 59, No 4,
[21] Συνταγματικό δάνειο από το άρθρο 1 του Γαλλικού Συντάγματος της 4ης Οκτωβρίου 1958, μολονότι η έννοια του αδιαίρετου είναι δυνατόν να δώσει βάση για διαφορετικές ερμηνείες, εξ αιτίας των εθνικών διαφοροποιήσεων εντός του Τουρκικού κράτους.
[22] Βλ. E. Özbudun, «Democratization Reforms in Turkey», 1993, 2004, Turkish Studies, Vol. 8, No 2, σελ. 179-196 (180-181, 186, 188).
[23] Βλ. Gönenç, «The 2001 Amendments to the 1982 Constitution of Turkey», ό.π. σελ. 92 επ.
[24] Βλ. ειδικότερα, E. Fuat Keyman, «Modernization, Globalization and Democratization in Turkey: The AKP Experience and its Limits», Constellations, Vol. 17, No 2, 2010, σελ. 312-327 (318).
[25] Βλ. A. Candas & A. Bugra, «Solidarity among strangers: a problem of co-existence in Turkey», Constellations, Vol. 17, No 2, 2010, σελ. 293-311 (293-294).
[26] Η πολιτική απαγόρευσης της μαντίλας στα πανεπιστήμια εκκινεί ήδη από το 1924 περισσότερο με τη μορφή μερικών απαγορεύσεων. Επιβάλλεται νομοθετικά με το Ν. 8/3349 του 1981 από τη δικτατορία του 1980 ως απαγόρευση της μαντίλας στο δημόσιο τομέα και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Το 1982 με απόφαση του το ‘Ανώτατο Συμβούλιο Εκπαίδευσης’ επιβάλει την απαγόρευση αυτή στα πανεπιστήμια, η οποία όμως δεν λειτουργεί ως απόλυτος κανόνας μέχρι και το 1997. Τότε, με απόφαση του το ‘Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας’ αναγνωρίζει ως πρώτη προτεραιότητα την προσβολή της laïcité, επιβάλλοντας την απόλυτη απαγόρευση της μαντίλας στα πανεπιστήμια. Πρόκειται για μια απαγόρευση που επικυρώνεται με την περίφημη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Şahin κατά Τουρκίας, της 29 Ιουνίου 2004. Επίσης, στο θέμα της θρησκευτικής εκπαίδευσης βλ. την απόφαση Hasan & Eylem Zengin κατά Τουρκίας, της 9 Οκτωβρίου 2007, με την οποία το ΕΔΔΑ υποστήριξε για άλλη μια φορά την αρχή της laïcité. Με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2008, όπως αναλύεται παρακάτω προτάθηκε η αναθεώρηση των άρθρων 10 και 42 του Τουρκικού Συντάγματος προκειμένου να αρθεί η απαγόρευση αυτή. Η αναθεώρηση αυτή προσβλήθηκε όμως και ακυρώθηκε από το Τουρκικό Συνταγματικό Δικαστήριο με την απόφαση Νο 116/2008. Το θέμα επανήλθε το 2010, οπότε και η απαγόρευση άρθηκε. Βλ. C. Evans, «The Islamic scarf in the European Court of Human Rights», Melbourne Journal of International Law, 2006, Vol. 4, Issue 1, σελ. 52-73. Επίσης, Ε. Tatari, «Populism and secularism in Turkey: the headscarf ban policy», The American Journal of Islamic Social Sciences, Vol. 23, Issue 2, 2006, σελ. 20-36 και κυρίως S. Benhabibσελ. 451-471. , «The return of Political Theology: The Scarf Affair in Comparative Constitutional Perspective in France, Germany and Turkey, Philosophy and Social Criticism, Vol. 36, Issue 3-4, 2010,
[27] Πρόκειται για μια εξαιρετικά αμφιλεγόμενη ρύθμιση προορισμένη να παράγει ένα ‘chillingeffect’ στην ελευθερία έκφρασης στην Τουρκία. Το άρθρο στην προ του 2008 μορφή του απαγόρευε την προσβολή της ‘τουρκικής ταυτότητας’ (με νεότερη ρύθμιση το 2008, απαγορεύεται η προσβολή του ‘τουρκικού έθνους’) και των θεσμικών οργάνων του τουρκικού κράτους, Κυβέρνηση, κοινοβούλιο, Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας, με ποινή φυλάκισης έως και τριών ετών (με νεότερη ρύθμιση το 2008, έως δύο), η οποία επαυξάνονταν σε περίπτωση που το αδίκημα διαπράττονταν από Τούρκο πολίτη εκτός της Τουρκίας. Αρκετοί λογοτέχνες, δημοσιογράφοι και στοχαστές έχουν υποστεί διώξεις στη βάση του άρθρου 301 του Τουρκικού Ποινικού Κώδικα με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση του Orhan Pamuk.
[28] Μια από τις θεσπισμένες παρεκκλίσεις του τουρκικού πολιτεύματος, βλ. χαρακτηριστικά, Φουντεδάκη, ό.π.
[29] Βλ. G. H. Jenkins, «Turkey’s Constitutional Amendments: one step forward, two steps back?», The Turkey Analyst, Vol. 3, No 6, σελ. 3-6.
[30] Παρά τα σοβαρά βήματα που έχουν γίνει και ως προς τις διεθνείς δεσμεύσεις για την προστασία των δικαιωμάτων, βλ. I. O. Κaboğlu/ S.-I. G. Koutantzis, «The Reception Process in Greece and Turkey», in H. Keller/ A. Stone Sweet (επιμ.), A Europe of Rights: The Impact of the ECHR on National Legal Systems, Oxford University Press, New York, σελ. 451-529.
[31] Βλ. Yereli, ό.π. σελ. 233.
[32] Δηλαδή, ‘Militant Democracy’ ή ‘wehrafte Demokratie’. Μια Δημοκρατία η οποία προστατεύει την πολιτική και προσωπική ελευθερία, περιορίζοντας την άσκηση της. Βλ. Κ. Lowenstein, Militant Democracy and Fundamental Rights, American Political Science Law Review, 31, 4, 1937, σελ. 638-658. Βλ. αναλυτικά, A. Sajo (επιμ.), Militant Democracy, Boom Eleven International Publishing, The Hague, 2004. Επίσης, βλ. J. Salt, «Turkey’s Military ‘Democracy’», CurrentHistory, Vol. 66, σελ. 72-78.
[33] Που θέτει μεταξύ άλλων ως προϋποθέσεις της ελευθερίας των ψηφοφόρων να διαμορφώσουν ελεύθερα την άποψή τους: την καθαρότητα και σαφήνεια των ερωτημάτων του δημοψηφίσματος, τον μη παραπλανητικό τους χαρακτήρα, την ενημέρωση των ψηφοφόρων για τις συνέπειες των επιλογών τους με απόλυτη αντικειμενικότητα και την τήρηση απόλυτης ουδετερότητας από την πλευρά των δημοσίων αρχών κατά τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος(Βλ. CDL-AD(2007), 16-17 Μαρτίου, § Ι, 3.1.).
[34] Η ‘Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη Δημοκρατία μέσω του Δικαίου’, γνωστότερη όπως αναφέρεται στο κείμενο ως Επιτροπή της Βενετίας αποτελεί συμβουλευτικό όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης σε θέματα συνταγματικότητας. Η επιτροπή αυτή λειτουργεί από το 1990 και έχει βοηθήσει στην επίλυση θεμάτων συνταγματικού ενδιαφέροντος αλλά και στην για την υιοθέτηση Συνταγματικών κειμένων σε χώρες όλου του κόσμου, διαχέοντας διεθνώς τις αξίες και τις αρχές ευρωπαϊκού συνταγματικού πολιτισμού. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα όργανο συνταγματικής ‘μηχανικής’ και για μια διεθνώς αναγνωρισμένη ανεξάρτητη ομάδα κορυφαίων εμπειρογνωμόνων. Μεταξύ άλλων αποφάσεων και μελετών της η Επιτροπή της Βενετίας έχει υιοθετήσει το 2007 τον «κώδικα βέλτιστης πρακτικής για δημοψηφίσματα (CDL-AD(2007), 16-17 Μαρτίου)». Όλα τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης συνιστούν μέλη της Επιτροπής της Βενετίας, καθώς και κράτη από τη Λατινική Αμερική, την Ασία και την Αφρική. Βλ. απότηδιεθνήβιβλιογραφία, Α. Pecorario, «I vent’anni della Commissione di Venezia del’Consiglio d’Europa: storia di uno dei più formidabili successi della diplomazia italiana nelle relazioni jiuridiche internazionali», Rivista di Studi Politici-S.Pio V, Anno XXII, luglio-settembre 2010, σελ. 49-74. Επίσης, Τ. Markert, «Der Beitrag der Venedig Kommission», σε G. Wolfgang/ I. Winkelmann», Bosnien-Herzegowina im Horizont Europas, Tübingen Schriften zum Staats- und Verwaltungsrecht, Band 69/32, σελ. 87-107, J. Jeffrey, «The Venice Commission-Disseminating Democracy through law», Public Law, 2001, σελ. 671-683.
[35] Βλ. χαρακτηριστικά, Φουντεδάκη, ό.π. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι ιδιαίτερα εμφανή στη διαδικαστική αντίληψη του πολιτεύματος, όπως αποτυπώνεται για παράδειγμα στα ‘αναθεωρητικά’ πλειοψηφικά δημοψηφίσματα του 2007, 2008, 2010. Βλ. Yereli, ό.π. σελ. 232.
[36] Ιδίως το τουρκικό Συνταγματικό Δικαστήριο διαθέτει στο πολιτικό σύστημα το ρόλο του θεσμικού αντίβαρου, C. Belge, «Friends of the Court: The Republican Alliance and Selective Activism of the Constitutional Court of Turkey», Law & Society Review, Vol. 40, No 3, 2006, σελ. 653-692. Επίσης βλ. Arato, ό.π. σελ. 346-347 και L. Kökerσελ. 328-344 (329)., «Turkey’s Political-Constitutional Crisis: An Assessment of the Role of the Constitutional Court», Constellations, Vol. 17, No 2, 2010,
[37] Το Σύνταγμα του 1982 κατοχυρώνει την αρχή της μυστικότητας, αμεσότητας, καθολικότητας και ισότητας του ψήφου (άρθρο 67), καθώς και την εποπτεία και έλεγχο των εκλογών από το συνταγματικά προβλεπόμενο Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο (άρθρο 79), συλλογικό όργανο αποτελούμενο από δικαστές των Ανώτατων Δικαστηρίων (YüksekSeçimKurulu). Ο εκλογικός νόμος (2839/1983) ενισχύει την κυβερνητική πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, θέτοντας ποσοστό 10% για την είσοδο ενός κόμματος σε αυτό.
[38] Βλ. R. Elgie, «Models of executive politics: a framework for the study of executive power relations in parliamentary and semi-presidentialism regimes», Political Studies, Vol. 45, No 2, 1997, σελ. 217-231.
[39]Ο Αχμέντ Νετζντέν Σεζέρ, πρώην πρόεδρος του τουρκικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, υποστηρικτής του κοσμικού κράτους, υπήρξε Πρόεδρος της Τουρκίας πριν την εκλογή στο αξίωμα αυτό του Αμπντουλάχ Γκιουλ.
[40] Βλ. A. Diskin/ H. Diskin, «Why democracies collapse: The reasons for democratic failure or success», Political Science Review, July 2005, Vol. 26, σελ. 291-309.
[41] Βλ. Keyman, ό.π. σελ. 313, 318.
[42] Βλ. Ü. Kardaş, «Military Judiciary Problems within the Framework of Judicial Reform», σε S. Yazici (επιμ.), Α Judicial Conundrum: Opinions and recommendations on the constitutional reform in Turkey, TESEV, Istanbul, 2010, σελ. 21-26.
[43] Βλ. E. Özbudun, «Restructuring of the Constitutional Court», σελ. 12-16, S. Yazici, «Judicial Reform Project: High Council of Judged and Prosecutors», σελ. 17-20, σε S. Yazici (επιμ.), Α Judicial Conundrum, ibid.
[44] Βλ. για τα χαρακτηριστικά του R. Elgie/ S. Moestrup επιμ.), Semi-presidentialism outside Europe, Routledge, New York, 2007, R. Elgie, «Semi-presidentialism: concepts, consequences and contesting explanations», Political Studies Review, Vol. 2, No 3, 2004, σελ. 314-330. Επίσης, Μ. Kaase/ K. Newton (επιμ.), Semi-presidentialism in Europe, Oxford University Press, Oxford, 1999 και R. Elgieσελ. 217-231.. , «Models of executive politics: a framework of executive power relations in parliamentary and semi-presidential regimes», Political Studies, Vol. 45, No 2, 1997, (
[45] Βλ. P. Uran, «Turkey’s Hasty Constitutional Amendment Devoid of Rational Basis: From a Political Crisis to a Governmental System Change», Journal of Politics and Law, 2010, σελ. 2-10 (3).
[46] Βλ. R. Elgie, «Cohabitation» σε Τουίδιου (επιμ.), Divided Government in Comparative Perspective, Oxford University Press, Oxford, 2001, σελ. 209-225.
[47] Βλ. μια ανάλυση από Α. Μανιτάκη, Συνταγματική Οργάνωση του Κράτους, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2009, σελ. 178 επ. Επίσης, βλ. L.-K. Metcalf, «Measuring Presidential Power», Comparative Political Studies, Vol. 33, 2000, σελ. 660-685. D. J. Samuels/ M. -S. Shugart, «Presidentialism, Elections and Representation», Journal of Theoretical Politics, Vol. 15, January 2003, σελ. 33-60.
[48] Βλ. J. J. Linz, «The perils of presidentialism», Journal of Democracy, Winter 1990, σελ. 51-69. Επίσης, βλ. S. Mainwaring, Presidentialism. Multi-partism and Democracy: The difficult combination, Comparative Political Studies, 2009, Vol. 42, Issue 2, σελ. 327-359.
[49] Βλ. Uran, ό.π. σελ. 5, ο οποίος αναφέρεται στο χαρακτηριστικό παράδειγμα της εκλογικής αναμέτρησης Μπους-Γκορ στις ΗΠΑ. Βλ. την απόφαση ‘δικαστικό πραξικόπημα’ του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ Bush vsGore, 531 U.S. 98 (2000).
[50] Βλ. Uran, ibid.
[51] Βλ. Α. Pérez-Liňan, «Democratization and Constitutional crises in Presidential Regimes: Towards Congressional Supremacy?», Comparative Political Studies, Vol. 38, 2005, σελ. 51-74.
[52] (Σημ. της επιμελήτριας). Γίνεται αναφορά στο κόμμα της ‘Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης’ (Adalet ve Kalkınma Partisi) συντηρητικό, φιλελεύθερο, ισλαμιστικό κόμμα, με έντονη ευρωπαϊκή προοπτική και με ηγέτη σήμερα τον Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν, Πρωθυπουργό της Τουρκίας. Βλ. αναλυτικά για τα Τουρκικά κόμματα, Β. Rubin/ M. Heper (επιμ.), Political Parties in Turkey, Routledge, London & New York, 2006.
[53] (Σημ. της επιμελήτριας). Γίνεται αναφορά στην έντονη ευρωπαϊκή προοπτική που το AKP προωθεί. Πράγματι, ήδη από το 2007 αποτελεί επίσημο παρατηρητή του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος.
[54] (Σημ. της επιμελήτριας). Γίνεται αναφορά στο Δημοκρατικό Λαϊκό κόμμα (Cumhuriyet Halk Partisi) κεμαλικής προέλευσης, σοσιαλδημοκρατικής και κοσμικής ιδεολογίας.
[55] (Σημ. της επιμελήτριας). Μεγάλη Εθνική Συνέλευση της Τουρκίας (Türkiye Büyük Millet Meclisi), συνήθως αναφερόμενη ως κοινοβούλιο (Meclis). Πρόκειται για σύστημα μονοκαμεραλισμού με κοινοβούλιο πεντακοσίων πενήντα (550) εδρών.
[56]Βλ. ειδικότερα, C.-A. Akman, «Beyond the Ballot Box: Turkish Democracy under Tension between Idealism and Populism», 2010, σελ. 12, προσβάσιμο σε: http://www.cpsa-acsp.ca/papers-2010/Akman.pdf, CPSA Annual Conference 2010, Papers.
[57]Η ιδέα ενός προέδρου από το AKPπυροδότησε την αντίδραση των ομάδων των υποστηρικτών του κοσμικού κράτους στη βάση ότι ένας πρόεδρος από το AKPμπορούσε να αποτελέσει το σύμβολο του εξισλαμισμού των κρατικών θεσμών και ότι θα μπορούσε να ζημιώσει την Τουρκία, εισάγοντας ισλαμικές αξίες στο κοσμικό, κεμαλικό κράτος. Μαζικές συγκεντρώσεις ομάδων των υποστηρικτών του κοσμικού κράτους συγκεντρώθηκαν στις μεγάλες πόλεις, προκειμένου να μεταφέρουν το μήνυμα ότι το AKPθα έπρεπε να αναζητήσει τις αναγκαίες συναινέσεις για την προεδρική εκλογή και όχι να χρησιμοποιήσει την κοινοβουλευτική του κυριαρχία. Βλ. Uran, ό.π. σελ. 3.
[58] (Σημ. της επιμελήτριας). Γίνεται αναφορά στο ‘Εθνικιστικό Κίνημα’ (Milliyetçi Hareket Partisi), κόμμα της άκρας δεξιάς, το οποίο εκπροσωπείται στο σημερινό κοινοβούλιο με εβδομήντα μία (71) κοινοβουλευτικές έδρες.
[59]Στις 6 Φεβρουαρίου 2008 το τουρκικό κοινοβούλιο ενέκρινε δυο συνταγματικές αναθεωρήσεις όσον αφορά το άρθρο 10 (Ισότητα ενώπιον του νόμου) και το άρθρο 42 (Δικαίωμα στην παιδεία). Η παράγραφος που προστίθετο στο άρθρο 10 ήταν η ακόλουθη: «Τα όργανα του κράτους και οι διοικητικές αρχές δεσμεύονται από την αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου σε όλες τις δημόσιες διαδικασίες και υπηρεσίες», ενώ για το άρθρο 42: «Κανένας δεν μπορεί να στερηθεί από το δικαίωμα του στην παροχή ανώτερης παιδείας για λόγους που δεν εξειδικεύονται στο νόμο. Απαγορεύσεις που σχετίζονται με το δικαίωμα αυτό θα πρέπει να προβλέπονται στο νόμο (δική μας μετ.)».
[60](Σημ. της επιμελήτριας). Γίνεται αναφορά στο Δημοκρατικό Αριστερό κόμμα (Demokratik Sol Parti) σοσιαλδημοκρατικό τουρκικό κόμμα.
[61] (Σημ. της επιμελήτριας). Γίνεται αναφορά στο άρθρο 148 Σ, το οποίο επιτρέπει μόνο τον έλεγχο των διαδικασιών που ακολουθεί το τουρκικό κοινοβούλιο.
[62]Για μια πιο ενδελεχή συζήτηση βλ. S. Höjelid, «Headscarves, Judicial Activism, and Democracy: The 2007-8 Constitutional Crisis in Turkey», The European Legacy, Vol. 15, 2010, σελ. 467-482 και G. Jenkins, «Turkey’s Latest Crisis», Survival, Vol. 50, No 5, 2008, σελ. 5-12.
[63] (Σημ. της Επιμελήτριας). Γίνεται αναφορά στο Ανώτατο Εφετείο (Yargıtay), αρμόδιο να εξετάζει τις υποθέσεις της πολιτικής-ποινικής δικαιοσύνης σε τελευταίο βαθμό, εφόσον άλλο δικαστήριο δεν διαθέτει ειδικότερη αρμοδιότητα.
[64] (Σημ. της επιμελήτριας). Εκτός από Συνταγματικό Δικαστήριο, το ΣΔΤ είναι και Ανώτατο Δικαστήριο με ειδική αρμοδιότητα ελέγχου της ποινικής ευθύνης των μελών της κυβέρνησης, του Πρωθυπουργού και του Προέδρου, καθώς και Ανώτατων Δικαστικών.
[65] (Σημ. της επιμελήτριας). Τέτοιες απαγορεύσεις κομμάτων ή/ και πολιτικών προσώπων είναι δυνατές στη βάση προϋποθέσεων, όπως η παραβίαση του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους ή ο χωριστικός χαρακτήρας των θέσεων ενός κόμματος. Βλ. αναλυτικά πάνω στο θέμα αυτό, D. Kogacioglou, «Progress, Unity and Democracy: Dissolving Political Parties in Turkey», Law & Society, Vol. 38, 2004, 433-462. Η laicité συνιστά θεμελιώδη αρχή του πολιτεύματος η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο μαζί με τη δημοκρατική αρχή, την αρχή του κράτους δικαίου και του κοινωνικού κράτους.
[66] (Σημ. της επιμελήτριας). Το Δικαστήριο αποτελούνταν πριν από την αναθεώρηση του 2010 από έντεκα τακτικά και τέσσερα αναπληρωματικά μέλη, η επιλογή των οποίων γίνονταν από τον Πρόεδρο.
[67]Βλ. C. Migdalovitz, «Turkey: Update on Crisis of Identity and Power», σε: CRS Report for the Congress, 2008, σελ. 1-10 (2). Για μια πιο αναλυτική συζήτηση της απόφασης του ΣΔΤ, βλ. Z. Öniş, «Conservative Globalism at the Crossroads: The Justice and Development Party and the Thorny Path to Democratic Consolidation in Turkey», Mediterranean Politics, Vol. 14, No 1, 2009, σελ. 21-40.
[68] (Σημ. της επιμελήτριας). Η περίφημη επιχείρηση-απόπειρα πραξικοπήματος ‘βαριοπούλα’ και ‘κλουβί’.
[69] (Σημ. της επιμελήτριας). Γίνεται αναφορά στο Ανώτατο Συμβούλιο Δικαστών και Εισαγγελέων (Hakimler ve Savcilar Yüksek Kurulu).
[70]Βλ. B. Park, «Turkey: vibrant democracy vs majority rule», 2010, προσβάσιμο σε: http://www.opendemocracy.net. Επίσης βλ. Jenkins (2010), ό.π.σελ. 3 καιC.-A. Akman, «Beyond the Ballot Box: Turkish Democracy Under Tension Between Idealism and Populism», CPSA Annual Conference 2010 Papers, προσβάσιμο σε: http://www.cpsa-acsp.ca/papers-2010/Akman.pdf.
[72](Σημ. της επιμελήτριας). Η αρχή αυτή κατοχυρώνεται στα άρθρα 7, 8, 9 του τουρκικού Συντάγματος, όπου και ρητά καταγράφονται οι αρμοδιότητες της νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας.
[75] http://www.hurriyetdailynews.com/n.php?n=opposition-cool-towards-8220akp-made8221-constitutional-reform-2010-03-22
[76]http://www.todayszaman.com/news-200347-mhp-dragging-its-feet-on-constitutional-amendments.html
[78] http://www.hurriyetdailynews.com/n.php?n=akp8217s-confession-2010-04-05
[79] (Σημ. της επιμελήτριας). Γίνεται αναφορά στο κόμμα της ‘Ειρήνης και της Δημοκρατίας’ (Bariş veDemokrasiPartisi), το οποίο εκπροσωπεί τους κούρδους στο κοινοβούλιο και αντικατέστησε το κόμμα της ‘Δημοκρατικής Κοινωνίας’ (DemokratikToplumPartisi) το οποίο είχε κατηγορηθεί για ανάμειξη με την κουρδική οργάνωση –εργατικό κόμμα PKK (PartiKarkeraniKurdistan).
[83] (Σημ. της επιμελήτριας). Γίνεται αναφορά σε πρόταση που τελικά δεν συμπεριλήφθηκε στο αναθεωρητικό πακέτο και η οποία στόχευε στην κατάργηση της παραγράφου α΄ του άρθρου 69 του τουρκικού Συντάγματος σύμφωνα με την οποία είναι δυνατή η απαγόρευση κόμματος για τους λόγους που προβλέπονται στην παράγραφο δ΄ του άρθρου 68 του τουρκικού Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία το πρόγραμμα και οι στόχοι ενός κόμματος «…δεν θα πρέπει να τελούν σε σύγκρουση με την ανεξαρτησία του κράτους, με την αδιαίρετη ακεραιότητα της επικράτειας και του έθνους, με τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις αρχές της ισότητας και του κράτους δικαίου, με την εθνική κυριαρχία, της αρχές της δημοκρατίας και του κοσμικού κράτους· δεν θα πρέπει να στοχεύουν στην προστασία ή την εγκατάσταση μια τάξης ή μιας δικτατορικής ομάδας, η δικτατορίας οποιουδήποτε είδους, ούτε και θα πρέπει να διεγείρουν τους πολίτες σε εγκληματικές ενέργειες (δική μας μετ.)». Βλ. S. Yazici (επιμ.), Α Judicial Conundrum: Opinions and recommendations on the constitutional reform in Turkey, TESEV, Istanbul, 2010, σελ. 35.
[84] (Σημ. της επιμελήτριας). Γίνεται αναφορά στο δικαίωμα προσωπικής ελευθερίας, αντίστοιχα προς το άρθρο 5 §3 του ελληνικού Συντάγματος.
[85] (Σημ. της επιμελήτριας). Στην περίπτωση αυτή το Συνταγματικό Δικαστήριο μεταβάλει την σύνθεση του και θεωρείται ‘Ανώτατο’ και όχι Συνταγματικό Δικαστήριο, αρμοδιότητα που μέχρι την αναθεώρηση διέθετε για τον έλεγχο της ποινικής ευθύνης των μελών της κυβέρνησης.
[86]Βλ. Gönenç, «2010 Proposed Amendments to the 1982 Constitution of Turkey» ό.π. σελ. 89, S. Yazici, «A Short Review of the Proposed Constitutional Amendments» σε A Judicial Conundrum: Opinions and Recommendations on Constitutional Reform in Turkey, S. Yazici (επιμ.), TESEV Publications, 2010, σελ. 31.
[87] (Σημ. της επιμελήτριας). Ουσιαστικά με την αναθεώρηση καταργείται η ύπαρξη των τεσσάρων μη μόνιμων μελών και επεκτείνονται τα μέλη του ΣΔΤ κατά δυο, ενώ μεταβάλλεται ουσιαστικά ο τρόπος εκλογής τους.
[88] (Σημ. της επιμελήτριας). Το Ανώτατο Συμβούλιο Εκπαίδευσης (YökBaşkanliğindanDuyurular) ιδρύθηκε το 1981 σύμφωνα με τις προβλέψεις τoυ άρθρου 131 του Τουρκικού Συντάγματος, είναι ανεξάρτητο όργανο, χωρίς πολιτικό χαρακτήρα το οποίο έχει ως αρμοδιότητά του τη λειτουργία της ανώτατης εκπαίδευσης στην Τουρκία.
[89]Βλ. S.-A. Düzgit, «Constitutional Referendum in Turkey: What next?», CEPS Commentary, Σεπτέμβριος 2010, σελ. 29-36.
[90] (Σημ. της επιμελήτριας). Πρόκειται για την Έκθεση της Επιτροπής στο πλαίσιο της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ στην επικείμενη διεύρυνση. Η έκθεση εξετάζει την συμβατότητα του τουρκικού οικονομικού, πολιτικού και κοινωνικού συστήματος με τα κριτήρια της Κοπεγχάγης, ειδικότερα τη συμβατότητα προς τα δικαιώματα και τη δημοκρατία, όπου και σημειώνονται ιδίως προβλήματα στην προστασία των μειονοτήτων, στον τομέα της διαφθοράς της διαφάνειας και της αλλά και της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας, όπως υποδεικνύεται στο κείμενο. Βλ. την Έκθεση σε: http://ec.europa.eu/enlargement/
[91] Ιbid.
[92]Βλ.S. E. Cornell,«What is Turkey’s referendum about?», Turkey Analyst, Vol. 14, No. 3, 2010, σε: www.silkroadstudies.org/new/inside/turkey/2011/110207A.html
[93] Βλ. Jenkins (2010), σελ. 4.
[94] G.-M. Tezcur, «Turkey’s referendum: a democratic dynamic», δημοσιευμένοσε: http://www.opendemocracy.net, 2010.
[95] (Σημ. της επιμελήτριας). Γίνεται αναφορά στο Ανώτατο Συμβούλιο Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης.
[96]Βλ. C. Coşkun, «Don’t sweeten the bitter pill of an illiberal democracy», προσβάσιμοσε: http://www.opendemocracy.net, 2010.
[97]Η πλειοψηφία βέβαια, είναι η τελική επιλογή. Αν αποτύχει σε δυο ψηφοφορίες η εκλογή με πλειοψηφία των 2/3 των μελών του κοινοβουλίου, τότε εκλέγεται με απλή πλειοψηφία. Ωστόσο, η πρόβλεψη αυτή μπορεί να οδηγήσει στην επιλογή του με βάση αποκλειστικά την επιλογή του κόμματος που διαθέτει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
[98] Βλ. Düzgit, ό.π.
[99] Το πιο σημαντικό είναι ίσως ότι η διαδικασία λήψης αποφάσεων στο Συμβούλιο δεν έχει ακόμη ρυθμιστεί και θα ρυθμίζεται νομοθετικά από την κυβέρνηση. Προφανώς κάτι τέτοιο θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμο ιδιαίτερα στο βαθμό που θα καθορίσει τις σχέσεις μεταξύ του Υπουργού και των μελών του Συμβουλίου.
[100] Βλ.Park, ό.π. , Jenkins(2010), ό.π., σελ. 3.
[101] Βλ. Cornell, ό.π.
[102] Βλ. Tezcur, ό.π.
[103] Βλ. A. Arato, «Democratic constitution-making and unfreezing the Turkish process», Philosophy and Social Criticism, Vol. 36, 2010, σελ. 473-487 (476), επίσης Aratoό.π. 347., «The constitutional reform … »,
[104] (Σημ. τηςεπιμελήτριας). Βλ. ό.π. υποσ. 32-33, όπου αναλύεται ο ρόλος και η αποστολή της Επιτροπής της Βενετίας.
[105] ‘Constitutional moments’ κατά τον B. Ackerman, We the People: Foundations, The Belknap Press of Harvard University Press, Cambridge/ Massachusetts/ London, 1999.
[106] Βλ. R. Gavison, «What belongs in a Constitution?», Constitutional Political Economy, Vol. 13, 2002, σελ. 89-105.