
I.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. Η δίκαιη ισορροπία είναι η αρχή με βάση την οποία ρυθμίζονται, κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οι συγκρούσεις μεταξύ συμφερόντων τα οποία υπάγονται στον μηχανισμό προστασίας της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών.
Τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 8 έως 11 της Σύμβασης (ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, ελευθερία ανταποκρίσεων, θρησκευτική ελευθερία, ελευθερία εκφράσεως, ελευθερία συναθροίσεων) αλλά και τα πλείστα των λοιπών δικαιωμάτων (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, ελευθερία του γάμου, σεβασμός της ιδιοκτησίας, ελευθερία εκπαίδευσης και ελευθερία εκλογών για την ανάδειξη εκπροσώπων στο κοινοβούλιο) δεν είναι απόλυτα. Η Σύμβαση, άλλοτε ρητώς, όπως στην περίπτωση των δικαιωμάτων που προστατεύονται από τα άρθρα 8 έως 11 αυτής, και άλλοτε σιωπηρώς, όπως στην περίπτωση των λοιπών ως άνω δικαιωμάτων, επιτρέπει επεμβάσεις στο χώρο που κατ’ αρχήν καλύπτεται από την προστασία τους προκειμένου να εξυπηρετηθούν θεμιτοί κατά τη Σύμβαση σκοποί.
Η αρχή της δίκαιης ισορροπίας αναφέρεται στους περιορισμούς όλων των ως άνω δικαιωμάτων και επιβάλλει όπως οι εν λόγω περιορισμοί χαρακτηρίζονται από το αναγκαίο μέτρο έτσι ώστε να καταδεικνύεται, εκ μέρους της κρατικής αρχής που επιχείρησε την αμφισβητούμενη επέμβαση, ο σεβασμός προς το προστατευόμενο από τη Σύμβαση δικαίωμα.
2. Το Δικαστήριο έχει αναπτύξει μια συγκεκριμένη μέθοδο διαπίστωσης της βασιμότητας των επιχειρημάτων του διαδίκου που ισχυρίζεται ότι παραβιάστηκε, εκ μέρους του αντιδίκου του Κράτους μέλους, διάταξη της Σύμβασης με την οποία κατοχυρώνεται ανθρώπινο δικαίωμα ή θεμελιώδης ελευθερία. Η μέθοδος αυτή χαρακτηρίζεται από τη διαδοχή, κατά λογική τάξη, διαφόρων φάσεων ερεύνης, το επιστέγασμα της οποίας, αποτελεί, η κρίση περί του αν όντως έτυχε σεβασμού, στη δικαζόμενη υπόθεση, η αρχή της δίκαιης ισορροπίας.
Προκαταρκτικώς ερευνάται εάν συντρέχει, δια ενέργειας ή παραλείψεως του αντιδίκου Kράτους μέλους, επέμβαση στο χώρο που κατ’ αρχήν καλύπτεται από την προστασία του δικαιώματος εκείνου ή της ελευθερίας των οποίων προβάλλεται παραβίαση. Τα ζητήματα που τίθενται εν προκειμένω είναι, αφ’ ενός μεν, η νομική ερμηνεία της διατάξεως ώστε να καθορισθεί το εύρος του κανονιστικού της περιεχομένου, λόγου χάριν αν στην έννοια της οικογενειακής ζωής περιλαμβάνεται και η εκτός γάμου συμβίωση και, αφ’ ετέρου, πραγματικά ζητήματα, ήτοι η απόδειξη της αλήθειας ισχυρισμού περί συμπεριφοράς κρατικού οργάνου ενεργήσαντος κατά παραβίαση ρυθμίσεως της Σύμβασης, λόγου χάριν όταν προβάλλεται ότι πυρκαγιά στην κατοικία του προσφεύγοντος προκλήθηκε κατά διαταγή κρατικής αρχής και όχι εκ τυχαίου γεγονότος.
Εφόσον διαπιστωθεί ύπαρξη επέμβασης αναζητείται εν συνεχεία αν αυτή μπορεί να βρει έρεισμα σε νομοθετικό κείμενο του αμυνόμενου Κράτους εντός της δικαιοδοσίας του οποίου διενεργήθηκε η επέμβαση. Η πρόβλεψη στο νόμο θεωρείται κορυφαία εγγύηση του Κράτους δικαίου γι αυτό και ο νόμος δεν αρκεί να φέρει τα τυπικά στοιχεία ενός νομοθετικού κειμένου, απαιτείται ακόμη όπως οι ρυθμίσεις του αποτελούν πράγματι εγγύηση κατά της αυθαιρεσίας. Έτσι, δεν υφίσταται νόμος αν αυτό που προβάλλεται ως νόμος από το αμυνόμενο Κράτος, είναι μια ρύθμιση μη προσβάσιμη ή τόσο ασαφής που υποθάλπει, λόγω της μη προβλεψιμότητας των συνεπειών της, την αυθαιρεσία. Αν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι το νομοθετικό έρεισμα υπό την ανωτέρω έννοια ελλείπει, το Δικαστήριο διαπιστώνει, στη φάση αυτή, παραβίαση της Συμβάσεως και σταματά την περαιτέρω έρευνα.
ΙΙ.
Η ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ
3. Αν διαπιστωθεί η ύπαρξη νομοθετικού ερείσματος, η έρευνα συνεχίζεται με την αναζήτηση της συνδρομής ή μη θεμιτού σκοπού που να δικαιολογεί την επέμβαση. Για τα δικαιώματα που προστατεύονται στα άρθρα 8 έως 11 της Σύμβασης οι θεμιτοί σκοποί που δικαιολογούν την επέμβαση προσδιορίζονται ειδικώς έτσι ώστε, σε αυτές τις περιπτώσεις, η επέμβαση να δικαιολογείται μόνο όταν μπορεί να γίνει αποδεκτό ότι αποβλέπει σε ένα από τους ειδικώς καθοριζόμενους σκοπούς. Για τις λοιπές, πλην των ως άνω άρθρων, περιπτώσεις, επιτρέπεται κάθε σκοπός δημοσίου συμφέροντος, εφόσον πάντως είναι συμβατός με το πλαίσιο της δημοκρατικής κοινωνίας έτσι όπως αυτή γίνεται κατανοητή από τη Σύμβαση.
Αν οι ανωτέρω φάσεις ερεύνης οδήγησαν σε θετικές απαντήσεις, το Δικαστήριο εισέρχεται πλέον στην διερεύνηση αν η επέμβαση ήταν αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία. Η φάση αυτή υποδιαιρείται σε πλείονες περιόδους που εμφανίζονται κι αυτές με ορισμένη λογική αλληλουχία.
4. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η επέμβαση πρέπει να αποβλέπει σε θεμιτό σκοπό. Όμως αυτό δεν αρκεί. Πρέπει ακόμη να αποδεικνύεται ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχε επιτακτική κοινωνική ανάγκη επιδίωξης του εν λόγω θεμιτού σκοπού που επέβαλε στις κρατικές αρχές να διενεργήσουν την αμφισβητούμενη επέμβαση στο χώρο προστασίας ενός από τα προστατευόμενα από τη Σύμβαση δικαιώματα ή θεμελιώδεις ελευθερίες. Η ύπαρξη επιτακτικής κοινωνικής ανάγκης, της οποίας η αντιμετώπιση δικαιολογεί την κρινόμενη επέμβαση, οδηγεί το Δικαστήριο να εξετάσει στη συνέχεια τα τιθέμενα ζητήματα υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας.
5. Η διαδικασία της διερεύνησης διαμορφώνεται πλέον ως ακολούθως:
Το Δικαστήριο διαπιστώνει σε μια πρώτη φάση την ύπαρξη λόγων προσφόρων και επαρκών, δια των οποίων στοιχειοθετείται ότι έχει συντρέξει μια πραγματική κατάσταση τέτοια που να δικαιολογεί εκ μέρους των κρατικών αρχών δράση προς επιδίωξη θεμιτού σκοπού. Η δημοσίευση λόγου χάριν ανακριβών ειδήσεων, με τις οποίες πλήττεται η τιμή ενός ατόμου, στοιχειοθετεί πρόσφορο και επαρκή λόγο ενεργοποίησης του μηχανισμού θεραπείας μιας επιτακτικής κοινωνικής ανάγκης, ήτοι της επιδίωξης του θεμιτού σκοπού της προστασίας δικαιώματος τρίτου, ήτοι της τιμής του, δια της επεμβάσεως στο χώρο της ελευθερίας εκφράσεως του διαπράξαντος τη δυσφήμηση.
Σε μια δεύτερη φάση το Δικαστήριο ασχολείται με τα μέσα τα οποία χρησιμοποίησε το Κράτος μέλος προκειμένου να επιτύχει το σκοπό τον οποίο επεδίωκε. Η θεραπεία της επιτακτικής κοινωνικής ανάγκης αποτελεί τον σκοπό προς επιδίωξη του οποίου επιστρατεύτηκαν, από το αμυνόμενο Κράτος μέλος, ορισμένα μέσα που θεωρήθηκαν ως τα κατάλληλα.
Το Δικαστήριο, με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας, ερευνά, κατά τη φάση αυτή, αν τα επιστρατευθέντα μέσα ήσαν πρόσφορα προς επίτευξη του στόχου κι αν ακόμη ήσαν επαρκή. Αν δεν ήσαν πρόσφορα, η επέμβαση στο δικαίωμα ή την ελευθερία τα οποία προβάλλει ο προσφεύγων ως παραβιασθέντα, ήταν άχρηστη. Αν τα μέσα ήσαν μεν πρόσφορα, αλλά, εν όψει του επιτακτικού της ανάγκης, δεν ήσαν επαρκή, πάλι η επέμβαση αποδεικνύεται άχρηστη και, συνεπώς, και στις δύο ως άνω περιπτώσεις, το Δικαστήριο θα διαπιστώσει, ήδη από αυτή τη φάση, παραβίαση της κρίσιμης διάταξης της Σύμβασης, καθόσον η επέμβαση εμφανίζεται ως αδικαιολόγητη. Αν αντιθέτως διαπιστωθεί ότι τα μέσα ήταν πρόσφορα και επαρκή, τότε το Δικαστήριο υπεισέρχεται σε περαιτέρω περιόδους διερεύνησης της υποθέσεως που αποτελούν αντικείμενο λεπτομερειακότερης ανάλυσης εκ μέρους του.
6. Το Δικαστήριο δεν αρκείται, προκειμένου να δεχθεί την αναγκαιότητα μιας επέμβασης, στην τυπική διαπίστωση ότι τα επιλεγέντα μέτρα ήταν πρόσφορα και αρκετά. Απαιτεί ακόμη όπως τα μέτρα που επιλέχθηκαν είναι συμβατά με μια δημοκρατική κοινωνία. Το Δικαστήριο έχει πολλές φορές αναφερθεί στις αξίες που συνιστούν το ίδιον μιας δημοκρατικής κοινωνίας, όπως ο πλουραλισμός, η ανοχή, η επίλυση των διαφωνιών δια του διαλόγου και της διαδικασίας ψήφου, η αναζήτηση λύσεων που αναδεικνύονται μέσω της ελεύθερης συζήτησης και που δεν υπαγορεύονται από μια αδιαμφισβήτητη αρχή, ιδίως ένα ιερό κείμενο.
Η απαίτηση του Δικαστηρίου όπως τα μέτρα που επιλέγονται για την επιδίωξη του θεμιτού σκοπού είναι συμβατά με μια δημοκρατική κοινωνία, προϋποθέτει έρευνα για την εκτίμηση των συνεπειών που ενδέχεται τα μέτρα αυτά να αναπτύξουν ως προς την τήρηση των αξιών πάνω στις οποίες οικοδομείται το δημοκρατικό πολίτευμα. Ένα μέτρο που είναι μεν πρόσφορο και επαρκές προς επίτευξη του θεμιτού σκοπού, πλην, θεωρούμενο συνολικώς, εκτιμάται ότι θα αναπτύξει συνέπειες, εάν ενδεχομένως γενικευθεί η εφαρμογή του, που θα θέσουν υπό διακινδύνευση τη δημοκρατική κοινωνία, είναι αντίθετο προς τη Σύμβαση. Έτσι, μπορεί μεν να δικαιολογείται, εν όψει των συγκεκριμένων περιστατικών μιας υπόθεσης, μια αυστηρή ποινή εις βάρος δημοσιογράφου που δημοσίευσε ανακριβείς πληροφορίες πλήξασες την τιμή ενός ατόμου, πλην, η επιβολή μιας τέτοιας ποινής μπορεί να λειτουργήσει εν γένει αποτρεπτικώς στο μέλλον για τη δημοσίευση ειδήσεων που ενδιαφέρουν το κοινό, και γι’ αυτόν το λόγο επιβάλλεται όπως μετριασθεί, ώστε η ροή των ειδήσεων, έτσι όπως επιβάλλεται σε μια δημοκρατική κοινωνία, να μη επηρεαστεί υπερμέτρως.
7. Το Δικαστήριο, δικάζοντας υποθέσεις παραβιάσεως των διατάξεων της Συμβάσεως, αναγνωρίζει υπέρ των αμυνομένων Κρατών μελών αυτό που αποκαλείται στη νομολογία του περιθώριο εκτιμήσεως. Το περιθώριο εκτιμήσεως αναφέρεται τόσο στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν μια υπόθεση, ιδίως στην έκταση και ένταση της κοινωνικής ανάγκης που δικαιολογεί μια επέμβαση σε προστατευόμενο από τη Σύμβαση δικαίωμα, όσο και στην επιλογή του κατάλληλου μέτρου προς θεραπεία της ανάγκης αυτής.
Το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά κατά κανόνα την δική του κρίση στις εκτιμήσεις που εκφέρουν οι αρμόδιες κρατικές αρχές, αλλά ελέγχει αν οι εν λόγω εκτιμήσεις και οι επιλογές στις οποίες οδήγησαν, στοιχειοθετούν παραβίαση της Συμβάσεως. Το μέγεθος του περιθωρίου εκτιμήσεως που αναγνωρίζει το Δικαστήριο στα συμβαλλόμενα Κράτη ποικίλλει ανάλογα με τη σοβαρότητα του θέματος και την ύπαρξη ή μη συναίνεσης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ως προς την καταλληλότητα ενός μέτρου. Όσο σοβαρότερο είναι το ζήτημα προστασίας ενός δικαιώματος ή θεμελιώδους ελευθερίας τόσο μικρότερο περιθώριο αναγνωρίζεται στα Κράτη μέλη και όσο διαφοροποιημένες εμφανίζονται οι εθνικές νομοθεσίες επί ενός ζητήματος, μαρτυρούσες έτσι έλλειψη συναινέσεως, τόσο ευρύτερο περιθώριο εκτιμήσεως υπέρ του συμβαλλόμενου Κράτους γίνεται δεκτό.
IΙΙ.
Η ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ
8. Εάν η κρινόμενη επέμβαση σε δικαίωμα προστατευόμενο από τη Σύμβαση διέλθει επιτυχώς και το «τεστ» της συμβατότητας του επιλεγέντος μέτρου με τις απαιτήσεις της δημοκρατικής κοινωνίας, το Δικαστήριο εισέρχεται πλέον στην έσχατη φάση ελέγχου. Σ’ αυτήν εξετάζεται αν η επέμβαση, (που, όπως ελέχθη, έχει ήδη κριθεί ότι προβλέπεται στο νόμο, ότι επιδιώκει θεμιτό σκοπό, ότι συντελείται προς θεραπεία επιτακτικής κοινωνικής ανάγκης και ότι πραγματώνεται με πρόσφορα και επαρκή μέσα συμβατά με μια δημοκρατική κοινωνία), χαρακτηρίζεται από πνεύμα σεβασμού των συγκρουομένων συμφερόντων τα οποία πρέπει να τύχουν σεβασμού κατά τις απαιτήσεις της Σύμβασης.
Όλες οι φάσεις διερεύνησης που παρουσιάστηκαν πριν αποτελούν αποσπαστά τμήματα ενός μηχανισμού διαπίστωσης της τήρησης αυτού που αποκαλείται από το Δικαστήριο δίκαιη ισορροπία. Όμως, όλες οι ανωτέρω φάσεις δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να προετοιμάζουν το έδαφος ώστε, εν τέλει, εφόσον όλα τα «τεστ» έχουν απαντηθεί θετικά, να τεθεί το ερώτημα στην πλέον καθαρή του διατύπωση. Γιατί δεν αρκεί να διαπιστωθούν όσα αναφέρθηκαν. Πρέπει ακόμη ευθέως να απαντηθεί το ερώτημα αν όντως στη συγκεκριμένη υπό κρίση υπόθεση η αμφισβητούμενη επέμβαση συντελέσθηκε με πνεύμα δίκαιης ισορροπίας ώστε απεδόθη, κατά τον αριστοτέλειο ορισμό περί δικαιοσύνης, ό, τι ήταν ίδιον σε κάθε συγκρουόμενο συμφέρον να αποδοθεί.
9. Το Δικαστήριο ό, τι πραγματοποιεί στη συνέχεια αποτελεί, σε τελευταία ανάλυση, άσκηση για την ανεύρεση του δικαίου ή αδίκου στην υπόθεση που κρίνεται. Το Δικαστήριο χαρακτηρίζει την άσκηση αυτή ως ζύγισμα (στάθμιση). Το ζύγισμα συντελείται κι αυτό με μια μέθοδο που διακρίνεται σε πλείονες φάσεις. Θα μπορούσαν να σχηματοποιηθούν σε δύο συνολικώς περιόδους, μια αναλυτική και μια άλλη συνθετική ή, άλλως, μια κατά την οποία διαφοροποιούνται προς αυτοτελή αξιολόγηση τα στοιχεία που συνθέτουν μια υπόθεση και μια άλλη όπου ενσωματώνονται σε μια απόφαση, η οποία συνιστά την αντανάκλασή τους στον κόσμο της δικαιοσύνης.
10. Σε κάθε υπόθεση εμφανίζονται συμφέροντα που συγκρούονται και που ζητούν προστασία, γεγονότα τα οποία αναζητούν ένα χαρακτηρισμό υπό τον εφαρμοζόμενο κανόνα δικαίου, πράξεις και συμπεριφορές που συνδέονται με την επικαλούμενη παραβίαση της Σύμβασης και που μπορεί να είναι αντίθετες στο δίκαιο και πταισματικές ή αντιθέτως ό, τι θα όφειλε να είναι. Στη φάση διαφοροποίησης προς αξιολόγηση των στοιχείων της υποθέσεως, το Δικαστήριο εντοπίζει όλα τα δεδομένα που συνθέτουν την υπόθεση, αναλύει τη σημασία τους και εν τέλει επιχειρεί να αποδώσει το ειδικό βάρος που τους αρμόζει.
Οι διάδικοι ή και το ίδιο το Δικαστήριο αναδεικνύουν τα δεδομένα αυτά. Το Δικαστήριο τα διαφοροποιεί, ήτοι τα ξεχωρίζει ατομικώς με κριτήριο τη δεκτικότητά τους να αποτελέσουν αυτοτελώς αντικείμενο αξιολογήσεως. Μετά τη διαφοροποίηση ακολουθεί η διαδικασία της εκτίμησης της βαρύτητας του καθενός. Στη διαδικασία αυτή το Δικαστήριο χρωματίζει κατ’ αρχάς από ηθικής απόψεως τα στοιχεία που εκτιμά εφαρμόζοντάς τους δύο κατηγορίες κριτηρίων. Αφ’ ενός, κριτήρια αξιολόγησης αντλημένα από το θετικό δίκαιο υπό ευρεία έννοια στο οποίο περιλαμβάνονται και σκέψεις διατυπωμένες εντός του πλαισίου της νομολογίας του, και αφ’ ετέρου, δικαιικά κριτήρια ευρύτερης σημασίας, όπως ιδίως η κοινωνική ωφελιμότητα μιας συμπεριφοράς, η συμβατότητα μιας αποδοχής εντός του συστήματος δικαιωμάτων που κατοχυρώνεται στη Σύμβαση, και η αποδεξιμότητα μιας συμπεριφοράς από απόψεως συναινέσεως εντός των δημοκρατικών κοινωνιών του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Η διαδικασία αυτή αξιολόγησης καταλήγει εκ μέρους του Δικαστηρίου στην απόδοση από αυτό σε κάθε στοιχείο που συνθέτει την υπόθεση, (ήτοι συμφέροντος, γεγονότος, πράξεως ή συμπεριφοράς) ενός ειδικού βάρους που, αντιστοιχούμενο στην εικόνα κάθε διαδίκου, προσλαμβάνει άλλοτε θετική και άλλοτε αρνητική αξία. Δεν αποδίδεται βεβαίως αριθμητικώς το βάρος αυτό. Όμως η ανάγνωση μιας αποφάσεως του Δικαστηρίου στην οποία αποτυπώνεται η διαδικασία αυτή αξιολόγησης προετοιμάζει τον αναγνώστη, κυρίως με την επιλογή της θετικής ή αρνητικής βαρύτητας λέξεων εντός της απόφασης, για την συνολική εκτίμηση που θα επακολουθήσει.
11. Η αξιολόγηση καταλήγει σε μια απόφαση στην οποία ενσωματώνεται ως αιτιολογία της.
Στο σημείο αυτό άξιον υπενθυμίσεως είναι το εξής. Το Δικαστήριο αποφαίνεται επί αποφάσεων που έχουν ήδη ληφθεί στο επίπεδο του συμβαλλομένου Κράτους. Εκεί έπρεπε να είχε συντελεσθεί η ορθή αξιολόγηση που να είχε οδηγήσει στην ορθή απόφαση. Όμως, προκειμένου να κρίνει το Δικαστήριο ότι η απόφαση αυτή είναι ορθή προβαίνει το ίδιο σε επαναξιολόγηση αυτού που ήδη αξιολογήθηκε ή σε το πρώτον αξιολόγηση αυτού που έπρεπε να είχε αξιολογηθεί στο Κράτος μέλος και κατόπιν το ίδιο το Δικαστήριο διαμορφώνει μια κατά προσέγγιση αντίληψη, αναλόγως και του περιθωρίου εκτιμήσεως που αναγνωρίζει, ως προς το ποια θα έπρεπε να είναι η ορθή απόφαση.
Η δίκαιη ισορροπία αντικατοπτρίζεται στην απόφαση που λήφθηκε ενώ, αντιθέτως, η ανυπαρξία δίκαιης ισορροπίας στοιχειοθετείται από τη διαφορά μεταξύ της απόφασης που λήφθηκε και αυτής που κατά το Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε ληφθεί.
12. Το Δικαστήριο, έχοντας ως αρμοδιότητα την εκδίκαση υποθέσεων περί παραβιάσεως διατάξεων της Συμβάσεως, είναι εύλογο να έχει ως γνώμονά του την κρίση περί του αν απεδόθη ή όχι ο οφειλόμενος κατά τη Σύμβαση σεβασμός στο δικαίωμα ή την ελευθερία που προβάλλεται ότι παραβιάσθηκαν. Όμως, για να εκφέρει μια τέτοια κρίση το Δικαστήριο οφείλει, σύμφωνα με τη μέθοδο που ακολουθεί, να ζυγίσει όχι μόνον το βάρος των στοιχείων που αφορούν ειδικώς το εν λόγω δικαίωμα, αλλά και το βάρος των στοιχείων που αναφέρονται στον θεμιτό σκοπό του οποίου το αμυνόμενο Κράτος προβάλλει ότι επεδίωξε την θεραπεία. Η έκταση προστασίας του ενός εξαρτάται από την ένταση της ανάγκης θεραπείας του ετέρου.
Η δίκαιη ισορροπία προσκτάται κατά συνέπεια την έννοια της αποδόσεως εν τέλει σε κάθε ένα από τα δύο βασικά συμφέροντα που συγκρούονται σε κάθε δίκη, ήτοι το από τον προσφεύγοντα προβαλλόμενο ως παραβιασθέν δικαίωμα και τον από το αμυνόμενο Κράτος προβαλλόμενο ως επιδιωχθέντα θεμιτό σκοπό, το βάρος που επιβαλλόταν εν όψει της αξιολογήσεως των στοιχείων της υποθέσεως που προηγήθηκε. Ως ελέχθη, η απόδοση του βάρους αυτού αποτυπώνεται στην απόφαση που ελήφθη, η οποία αποτελεί το μήλον της έριδος στη δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου και ως προς την οποία γεννάται το ερώτημα αν σ’ αυτήν ενσωματώνεται η απαιτούμενη δίκαιη ισορροπία.
13. Οι αποφάσεις αυτές δεν έχουν όλες τον ίδιο χαρακτήρα. Άλλες, όπως οι αποφάσεις περί απελάσεως αλλοδαπού, περί αποδόσεως της επιμέλειας τέκνου σε ένα από τους δύο γονείς, περί καταδίκης για δυσφήμιση, δεν επιδέχονται ποσοτικής διαβαθμίσεως. Ή θα είναι θετικές ή αρνητικές. Άλλες όμως, όπως οι αποφάσεις περί αποζημιώσεως λόγω αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, περί επιβολής ποινής ή περί θεσπίσεως εγγυήσεων επιδέχονται διαβαθμίσεως.
Ακόμη και περιπτώσεις που κατ’ αρχήν εμφανίζονται ως μη επιδεχόμενες διαβαθμίσεως, όπως λόγου χάριν η απαγόρευση των αμβλώσεων, μπορεί εξεταζόμενες συνολικώς να μπορούν να καταταγούν στην κατηγορία των αποφάσεων που επιδέχονται επιμετρήσεως, όπως στην περίπτωση της απαγορεύσεως των αμβλώσεων στην Ιρλανδία, όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν παραβιάσθηκε το άρθρο 8 της Συμβάσεως διότι η απαγόρευση δεν ήταν απόλυτη (όσες επιθυμούν να υποβληθούν σε άμβλωση μπορεί να μεταβούν στο εξωτερικό χωρίς συνέπειες και επιπλέον μπορεί να έχουν εντός της Ιρλανδίας τις πληροφορίες που χρειάζονται ώστε να επιλέξουν με πλήρη ενημέρωση το χώρο όπου θα μεταβούν για να υποβληθούν σε άμβλωση).
14. Στις περιπτώσεις των αποφάσεων που δεν επιδέχονται διαβάθμιση η δίκαιη ισορροπία κρίνεται με βάση την ορθή στάθμιση όλων των στοιχείων που πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν στην υπόθεση. Η λήψη υπ’ όψιν των ισχυρισμών του προσφεύγοντος και η εν γένει συμμετοχή του κατά αποφασιστικό τρόπο στη διαδικασία αποτελεί ένα βαρύνον ιδιαιτέρως στοιχείο.
Στις περιπτώσεις όπου η απόφαση επιδέχεται διαβαθμίσεως το Δικαστήριο ερευνά αν η συγκεκριμένη απόφαση που ελήφθη και που ήταν μια εκ των πλειόνων δυναμένων να ληφθούν, ενσωματώνει κατά τον πλέον ορθό, άλλως δίκαιο τρόπο, τις εκατέρωθεν σταθμίσεις συμφερόντων, ήτοι τα θετικά και τα αρνητικά πρόσημα που συγκέντρωσε, για κάθε κρίσιμο στοιχείο της υποθέσεως το οποίο αξιολογήθηκε, κάθε διάδικο μέρος.
Και στις δύο ως άνω περιπτώσεις η δίκαιη ισορροπία λαμβάνει τη μορφή της σταθεροποίησης του βάρους που μπορεί να αποδοθεί στους ισχυρισμούς και εν γένει στα επιχειρήματα κάθε πλευράς σε ένα σημείο ισορροπίας το οποίο δεν υπάρχει πλέον λόγος να μεταβληθεί. Υπέρ και κατά κάθε πλευράς αναπτύχθηκε ό,τι μπορούσε να αναπτυχθεί, απεδόθη ό,τι έπρεπε να αποδοθεί έτσι ώστε η απόφαση στην οποία αποτυπώνεται αυτή η διαδικασία να εμφανίζεται ως η καλλίτερη δυνατή και να μη υπάρχουν, τουλάχιστον στο μυαλό των δικαστών που τη στηρίζουν, λόγοι να αλλάξουν γνώμη.
ΙV.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
15. Όποιος προσέξει τις μειοψηφίες των αποφάσεων του Δικαστηρίου θα παρατηρήσει ότι οι μειοψηφούντες δικαστές άλλοτε θεωρούν ως κρίσιμα, στοιχεία που η πλειοψηφία δεν θεώρησε ως τέτοια και άλλοτε, πιο συχνά, δίνουν περισσότερο βάρος σε ορισμένα στοιχεία και ολιγότερο σε άλλα, σε αντίθεση με αυτό που έπραξε η πλειοψηφία. Έτσι καταλήγουν οι μειοψηφίες να αποδώσουν συνολικά άλλο βάρος υπέρ των συγκρουόμενων συμφερόντων στην υπόθεση και να κρίνουν ότι το σημείο της δίκαιης ισορροπίας έπρεπε να σταθεροποιηθεί αλλού.
Η ισορροπία στη νομική σκέψη δεν καθορίζεται όπως στη φυσική επιστήμη ή στα μαθηματικά. Η κρίση του δικαστή παίζει ένα καίριο ρόλο. Αυτό που αξίζει πάντως να συγκρατηθεί από ό,τι προηγήθηκε είναι ότι το Δικαστήριο, όσο προσωπικές κι αν είναι οι κρίσεις του περί δίκαιης ισορροπίας, ακολουθεί πάντως μια αυστηρή, διαφανή δομή για την καθοδήγηση της σκέψης του περί του αν, σε κάθε υπόθεση σχετική που κρίνει, η αρχή της δίκαιης ισορροπίας έτυχε του δέοντος σεβασμού.
Θεσσαλονίκη, Μάρτιος 2011