Δέχθηκα με ιδιαίτερη ικανοποίηση την πρόσκληση που μου απεύθυναν ο συνάδελφος Νίκος Αλιβιζάτος και ο εκδοτικός οίκος Πόλις να συντονίσω την σημερινή παρουσίαση του βιβλίου Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία, 1800-2010. Απαλλαγμένος από το καθήκον να προβώ σε βιβλιοκριτική παρουσίαση ενός opus magnum, θα περιοριστώ, ως συντονιστής, σε μερικές σύντομες εισαγωγικές, σκέψεις για τη σημασία και αξία ενός έργου ζωής, που συμπυκνώνει έρευνες, μελέτες και τον στοχασμό ενός πανεπιστημιακού δασκάλου πάνω στη συνταγματική μας ιστορία αξιοποιώντας στο έπακρον τις ευρύτατες γνώσεις του στο Συνταγματικό Δίκαιο και τη συνταγματική θεωρία. Γιατί η πρώτη αρετή και αξία αυτού του βιβλίου έγκειται, κατά τη γνώμη μου, σε αυτό τον μοναδικό συνδυασμό: συναρθρώνει, με τρόπο αρμονικό, την ιστορική αφήγηση των περιπετειών που γνώρισαν το πολίτευμα και η συνταγματική νομιμότητα στην δύο αιώνων πορεία τους, με τη στοχαστική μελέτη τους και την κριτική αξιολόγησή τους. Στις εφτακόσιες σελίδες του βιβλίου βρίσκει κανείς γραμμένη, συνοπτικά και περιεκτικά, ολόκληρη την ελληνική συνταγματική ιστορία και παράλληλα μαθαίνει ή καταλαβαίνει καλύτερα τη σημασία του Συντάγματος, του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, του συνταγματικού κράτους, των δικαιωμάτων του ανθρώπου και άλλων σημαντικών πολιτικών θεσμών, ενόψει πάντα της εφαρμογής και της πραγματικής λειτουργίας τους. Το πώς λειτούργησαν στην πράξη οι θεσμοί είναι το βασικό μέλημα του βιβλίου, και όχι απλώς το πώς σχεδιάστηκαν και ποια γεγονότα μεσολάβησαν για την δυσλειτουργία τους.
Τα «προανακρούσματα» της συνταγματικής μας ιστορίας
Για τον Αλιβιζάτο, τα «προανακρούσματα» της συνταγματικής μας ιστορίας ανιχνεύονται, μετά το Σύνταγμα του Ρήγα, στα τρία πρώτα επτανησιακά συντάγματα, της Επτανήσου Πολιτείας του 1800, που αποκαλείται και βυζαντινό, του 1803 και του 1817. Και η συνταγματική μας ιστορία χωρίζεται σε τρεις περιόδους. Η πρώτη περίοδος, από το 1800-1915 χαρακτηρίζεται από μια ανοδική τάση, αφού την περίοδο αυτή οικοδομείται ένα σύγχρονο συνταγματικό, συγκεντρωτικό, κράτος, εγκαθιδρύεται το αντιπροσωπευτικό σύστημα διακυβέρνησης και δημιουργείται η συνταγματική παράδοση των εκλογών με καθολική ψηφοφορία –θεσμού πρώιμου και για την Ευρώπη–, καθιερώνεται και εδραιώνεται το κοινοβουλευτικό πολίτευμα, κατοχυρώνονται συνταγματικά οι πρώτες δικαιοκρατικές εγγυήσεις. Μια περίοδος δημιουργική, περίοδος διάπλασης και εδραίωσης των αντιπροσωπευτικών και κοινοβουλευτικών θεσμών, η οποία δικαιολογεί την κατάταξη της Ελλάδας στις προηγμένες χώρες της Ευρώπης, αφού, παρά τις αδυναμίες ή σοβαρές δυσλειτουργίες τους, οι συνταγματικοί θεσμοί λειτούργησαν τόσο ώστε κατάφεραν και δημιούργησαν και παράδοση και συνέχεια. Η εθνική μας ολοκλήρωση, η δημιουργία κράτους συνέπεσε με μια πρώιμη και πρωτοποριακή κοινοβουλευτική και συνταγματική ανάπτυξη της χώρας. Όλες οι κοινωνικές τάξεις ήθελαν Σύνταγμα, ακόμη και οι προεστοί, οι κοτζαμπάσηδες, οι κτηματίες. Το Σύνταγμα μπορεί εκείνη την περίοδο να εφαρμοζόταν με εμπόδια και να μην τηρείτο με συνέπεια ή να παραβιαζόταν, αλλά δεν είχε εχθρούς.
Η περίοδος των κρίσεων
Η δεύτερη περίοδος 1915-1974 ονομάζεται από τον συγγραφέα «η περίοδος των κρίσεων», αφού η ελληνική πολιτική ιστορία χαρακτηρίζεται από τη δίνη των διχασμών. Εξήντα χρόνια με εναλλασσόμενες περιόδους συνταγματικής ανωμαλίας και κοινοβουλευτικής ομαλότητας, με τον καταστροφικό εθνικό Διχασμό, με αιματηρούς Βαλκανικούς Πολέμους, με την Μικρασιατική Καταστροφή, με τα δεινά του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, με τις τραγικές συνέπειες ενός εμφύλιου σπαραγμού, με δισυπόστατη μεταπολεμική δημοκρατία υπό το Σύνταγμα του 1952, και τέλος με την ανεκδιήγητη στρατιωτική δικτατορία του 1967. Είναι η περίοδος που ο ελληνικός συνταγματισμός γνωρίζει την οπισθοδρόμηση, το Σύνταγμα βρίσκεται, ανοιχτά, αντιμέτωπο με τους εχθρούς του, τους βιαστές του, παραπαίει, και μαζί του δεινοπαθεί το κοινοβουλευτικό πολίτευμα και η δημοκρατική αρχή. Η πιο επώδυνη θεσμικά και πολιτικά περίοδος της συνταγματικής ιστορίας τελειώνει με την κατάρρευση, και όχι την ανατροπή, της στρατιωτικής δικτατορίας το 1974.
Ο Αλιβιζάτος, γνώστης εμβριθής της περιόδου αυτής, την περιγράφει με άνεση και λιτό γλωσσικό ύφος, την αξιολογεί με προσεγμένες και ζυγισμένες εκφράσεις, δεν χάνεται σε κουραστικές λεπτομέρειες ασήμαντων πολιτικά και θεσμικά γεγονότων, μένει στα ουσιώδη πολιτικά διακυβεύματα της εποχής, τα οποία και αναδεικνύει, αξιολογώντας, κρίνοντας και επικρίνοντας, χωρίς δραματοποιήσεις και χωρίς να παρασύρεται σε εύκολες ή αγοραίες πατριωτικές ή εθνοκεντρικές εξάρσεις, χωρίς να εγκλωβίζεται στις ιδεολογικές προκαταλήψεις που ταλαιπώρησαν και επισκίασαν την πολιτική μας ιστορία, όπως η αιώνια αντιπαράθεση βασιλοφρόνων και δημοκρατικών, κομμουνιστών και αντικομμουνιστών, εθνικιστών και αντιεθνικιστών, προοδευτικών και αντιδραστικών.
Απομακρύνεται –και αυτή είναι η δεύτερη μεγάλη συμβολή του– από την τυπική και άνευ πολιτικής ουσίας περιοδολόγηση της συνταγματικής μας ιστορίας, που γινόταν με βάση τα Συντάγματα και τα πολιτεύματα που αυτά καθιέρωναν, σε πολιτεύματα βασιλευόμενης και αβασίλευτης δημοκρατίας, και παίρνει σαφείς αποστάσεις από μια αυστηρά χρονολογική παράθεση των συνταγματικών εξελίξεων. Έχοντας ως ύπατο γνώμονα αξιολόγησής το αγαθό της ελευθερίας και την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, μένει σταθερά προσηλωμένος στο αντικείμενό του, που είναι το Σύνταγμα ως εγγυητή της ελευθερίας μας, συλλογικής και ατομικής. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι η ουσιαστική συνταγματική νομιμότητα και το κράτος δικαίου, η ομαλή και αποδοτική λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών και ιδίως των κοινοβουλευτικών, μια σύγχρονη, σταθερή και ευημερούσα κοινοβουλευτική δημοκρατία, ανοιχτή στον κόσμο και στις εξελίξεις, σύγχρονη και πρωτοποριακή. Μέσα από αυτή την οπτική γωνία κρίνει και αξιολογεί τη συνταγματική μας ιστορία.
Η όψιμη εξομάλυνση, 1974-2010
Όμως, το μεθοδολογικό πρίσμα μέσα από το οποίο μελετά τα συνταγματικά μας πράγματα αποκαλύπτεται στο τρίτο μέρος του βιβλίου του, που είναι αφιερωμένο στην τρίτη –κατά Αλιβιζάτο πάντα– περίοδο της συνταγματικής ιστορίας, που επιγράφεται: «Όψιμη εξομάλυνση 1974-2010». Αυτή φαίνεται να τον ενδιαφέρει περισσότερο και να προσελκύει την προσοχή του. Εκεί αποκαλύπτει και το συνταγματικό του όραμα: την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, μια Ευρώπη πολιτικά ενωμένη με την Ελλάδα οργανικό μέλος της. Μια Ελλάδα που θα έχει τα γνωρίσματα μιας σύγχρονης πλουραλιστικής δημοκρατίας: κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης με ισχυρά θεσμικά αντίβαρα απέναντι σε μια ισχυρή και συμπαγή κοινοβουλευτική δημοκρατία, που θα σέβεται, όπως το απαιτεί ο ευρωπαϊκός νομικός πολιτισμός, τα δικαιώματα των μειονοτήτων.
Στο μέρος αυτό του βιβλίου του προβαίνει σε συγκρίσεις για να δείξει την προοπτική των συνταγματικών μας θεσμών και για να μας δώσει ένα μέτρο κρίσης. Συγκρίνει τις συνταγματικές εξελίξεις στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης με τις αντίστοιχες τάσεις των συνταγματικών θεσμών στις χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής. Με κεντρικό άξονα τη διαπίστωση ότι ο 20ός αιώνας τελειώνει με τη μετατόπιση του κέντρου βάρος των Συνταγμάτων από τα κοινοβούλια στους δικαστές, από την πολιτική εξουσία στη δικαστική εξουσία, μας δίνει μια συνοπτική εικόνα της συνταγματικής δικαιοσύνης και του αυξημένου ρόλου που παίζουν τα Εθνικά Συνταγματικά Δικαστήρια στην Ευρώπη, καθώς και το Ανώτατο Δικαστήριο στις ΗΠΑ.
Ο Νίκος Αλιβιζάτος αποδίδει μεγάλη σημασία στην εξέλιξη αυτή και προσδοκά πολλά από την εξισορροπητική ή αντισταθμιστική λειτουργία τους απέναντι στις καταχρήσεις ή αυθαιρεσίες της εκάστοτε κυβερνητικής εξουσίας. Θεωρεί ότι το κοινοβουλευτικό μας πολίτευμα πάσχει θεσμικά από την έλλειψη αποτελεσματικών θεσμικών αντιβάρων απέναντι στην παντοδύναμη κυβερνητική πλειοψηφία και βλέπει ως βασικό αντίδοτο σε αυτή την τάση την ενίσχυση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια, και ειδικά από το Συμβούλιο της Επικρατείας, που σε μας λειτουργεί άλλωστε σαν Συνταγματικό Δικαστήριο. Ανάλογο αντισταθμιστικό ρόλο παίζουν και οι Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές, τις οποίες στο έργο του αυτό ο Ν. Αλιβιζάτος δεν τις επικαλείται, όσο θα περίμενε κανείς έχοντας υπόψη του το προγενέστερο έργο του.
Ο ρόλος των υπερεθνικών δικαιοδοτικών θεσμών
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου ο συγγραφέας λειτουργεί περισσότερο ως καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου, ως επιστήμονας που ενδιαφέρεται και έχει άποψη για τα κοινά και για το πώς θα βελτιωθούν, παρά ως ιστορικός. Γι’ αυτό και μας φανερώνει το πολιτικό του όραμα, προσβλέποντας στη μεγαλύτερη εναρμόνιση των συνταγματικών μας θεσμών με τους αντίστοιχους των χωρών της Ευρώπης και της Αμερικής. Κυρίως όμως εξαρτά πολλά από την ενσωμάτωση της Ελλάδος στον ευρωπαϊκό συνταγματικό πολιτισμό. Και επειδή διανύουμε μια συνταγματική περίοδο, κυρίως στην Ευρώπη, που χαρακτηρίζεται από την ιστορική τάση της εγκατάστασης ενός «κράτους των δικαστών» για το χατίρι των δικαιωμάτων του ανθρώπου –η ιδεολογία των οποίων γίνεται ηγεμονική σε όλο τον κόσμο– και επειδή η ίδια περίοδος χαρακτηρίζεται, επιπλέον, από την τάση υποχώρησης της εθνικής και κρατικής κυριαρχίας λόγω της παγκοσμιοποίησης –και στην Ευρώπη λόγω της ευρωπαϊκής ενοποίησης– η υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του κράτους δικαίου εξασφαλίζεται καλύτερα και αποτελεσματικότερα, κατά τον Αλιβιζάτο, από θεσμούς δικαιοδοτικούς υπερεθνικούς, όπως είναι τα δύο υπερεθνικά ευρωπαϊκά δικαστήρια, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και τα δύο κάνουν ό,τι θεωρούν ότι παραλείπουν να κάνουν τα εθνικά ανώτατα δικαστήρια, τα οποία και ελέγχονται για τις παραλείψεις τους ή για τα λάθη τους ενόψει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της Ευρωπαϊκής Χάρτας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Δεν διστάζουν μάλιστα, προκειμένου να εκπληρώσουν την υπερεθνική αποστολή τους, να αγνοήσουν ακόμη και τα εθνικά Συντάγματα στο όνομα της ευρωπαϊκής δημόσιας τάξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Η ελευθερία πάνω από την εθνική δημοκρατία. Την ιστορική αυτή εξέλιξη ο Νίκος Αλιβιζάτος την επικροτεί και στηρίζει πολλές ελπίδες σε αυτήν.
Οφείλω να ομολογήσω ότι δεν συμμερίζομαι την άποψή του αυτή. Όχι διότι αρνούμαι την σημασία και αξία της ευρωπαϊκής δικαιοσύνης ούτε γιατί εμφορούμαι τάχα από μια εθνοκεντρική ή ευρωσκεπτικιστική ιδεολογία ή από κάποιον αθεράπευτο συνταγματικό πατριωτισμό, κάθε άλλο· αλλά διότι βλέπω διαφορετικά τις σχέσεις κοινοτικού δικαίου και Συντάγματος, δημοκρατίας και δικαιωμάτων του ανθρώπου. Δεν πιστεύω ότι και τα δύο αυτά αγαθά, τη δημοκρατία και τα δικαιώματα, είναι σε θέση να τα υπερασπιστεί καλύτερα και αποτελεσματικότερα μια υπερεθνική ευρωπαϊκή έννομη τάξη, ιδίως με τη σημερινή δομή και λειτουργία της, και πολύ λιγότερο ένα ευρωπαϊκό ομοσπονδιακό κράτος. Και πάντως η δημοκρατία, ως αξία, ακόμη μόνον ως εθνική υπάρχει. Η ευρωπαϊκή είναι ζητούμενο. Τέλος, δεν έχω ακόμη πειστεί ότι τα εθνικά συντάγματα και τα εθνικά συνταγματικά δικαστήρια αποτελούν εμπόδιο ή τροχοπέδη στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και ότι έχουν ανάγκη από υπερεθνικούς κηδεμόνες και προστάτες. Η συνταγματική ολοκλήρωση της Ευρώπης δεν θα γίνει σε αντιπαράθεση με τα εθνικά συντάγματα ή πάνω από αυτά ούτε ενάντια σε αυτά, αλλά μαζί με αυτά, και πάντως στη βάση της ισοτιμίας και της διαρκούς θεσμικής συνεργασίας και εναρμόνισης των πρακτικών τους.
Διαφορετικά θα πρέπει να δεχτώ κάτι που το περιεχόμενο του βιβλίου το αποκλείει ρητά, έστω και αν ο τίτλος του δεν το απορρίπτει: ότι το Σύνταγμα έχει αποκτήσει, με τη δική του θέληση, έναν νέο εσωτερικό εχθρό, το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα που εποφθαλμιά τη θέση και τον ρόλο του.
Το έξοχο βιβλίο του Νίκου έχει, τέλος, μια σπάνια –τρίτη κατά σειρά– αρετή: γράφτηκε όχι μόνο για να καταγράψει μια ιστορία, αλλά για να τη σκεφτεί, να μας βάλει σε ιδέες, να διερωτηθεί χωρίς δογματισμούς και ιδεοληψίες και, πάνω από όλα, για να θέσει ζητήματα προς συζήτηση. Ένα βιβλίο συνταγματικής ιστορίας που θίγει ζητήματα συνταγματικού δικαίου και συνταγματικής θεωρίας, καυτά και σημαντικά. Ένα βιβλίο συνταγματικής αυτογνωσίας, γραμμένο από έναν γνήσιο, εκ καταγωγής και πεποιθήσεως ευπατρίδη κοσμοπολίτη, που απευθύνεται σε όσους αγωνιούν και πασχίζουν για τον τόπο μέσα σε ένα κόσμο ελευθερίας και δικαιοσύνης. Ένα βιβλίο αναφοράς για τους συνταγματολόγους, αλλά και για τους πολιτικούς και τους πολίτες, που θέλουν να γνωρίζουν τα βασικά της πολιτείας που ανήκουν σε σύγκριση με αυτά που ισχύουν σε άλλες πολιτείες. Γραμμένο με λόγο ζωντανό και ύφος γλαφυρό, με σκέψη κριτική και διεισδυτική, πλούσιο σε ιδέες και με στοχασμό ελεύθερο, το βιβλίο του Αλιβιζάτου απευθύνεται κυρίως στον φοιτητή, σε αυτόν που, όπως γράφει ο ίδιος στον Πρόλογό του, «πέρα από το να το κατανοήσει, τον απασχολεί και να αλλάξει τον κόσμο. Χωρίς αυτόν τον φοιτητή και το ζωηρό του βλέμμα, το παρόν βιβλίο δεν θα είχε γραφεί».
Τον φοιτητή είχε επομένως στο μυαλό του ο δάσκαλος και άξιος συνεχιστής της παράδοσης που έφτιαξαν στο Συνταγματικό Δίκαιο ο Σβώλος και ο Μάνεσης. Μια και η γενιά μας δεν κατάφερε, όπως ονειρευόταν και αγωνίστηκε, να αλλάξει τον κόσμο, τουλάχιστον ας εναποθέσουμε τις ελπίδες μας στη νέα γενιά. Ευγενέστερη και ρεαλιστικότερη ελπίδα από αυτήν δεν υπάρχει.
Εμείς, που δεν είμαστε μαθητές του ούτε δάσκαλοί του, αλλά απλώς συνάδελφοι και σύντροφοί του, αρκούμαστε στη χαρά που μας προσφέρει η φιλία του καθώς και στην ικανοποίηση που νιώθουμε όταν μοιραζόμαστε μαζί του τις ανησυχίες, τους αγώνες και τις σκέψεις μας για τον τόπο, την Ευρώπη και τον κόσμο.
Ο Αντώνης Μανιτάκης διδάσκει Συνταγματικό Δικαίου στο ΑΠΘ.
Το άρθρο βασίζεται στην ομιλία του κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Νίκου Αλιβιζάτου «Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία, 1800-2010» (εκδ. Πόλις), Αθήνα, 18.5.2011. Στην παρουσίαση μίλησαν επίσης οι Γιάννης Δρόσος Κώστας Κωστής, Κατερίνα Σακελλαροπούλου και Ευάνθης Χατζηβασιλείου.