Το ελληνικό χρέος δεν είναι «απεχθές»

Πέτρος Στάγκος

Ο τρόπος με τον οποίο η ελληνική κοινωνία στοιχιζόταν κατά τα τελευταία 60 χρόνια μέσα στο διεθνές πολιτικό και οικονομικό σύστημα, ακολουθούσε, σε γενικές γραμμές, τις μεθόδους και τις προτεραιότητες που τηρούν όλες οι κοινωνίες του ανεπτυγμένου κόσμου (μ’ εξαίρεση, φυσικά, εκείνες που διαμορφώνουν ηγεμονικά το διεθνές σύστημα και κυριαρχούν πάνω σ’ αυτό). Αν την πρώιμη περίοδο του ελληνικού κράτους η εξωτερική πολιτική ενσυνείδητα περιχαράκωνε τη χώρα μέσα σε καθεστώτα εξάρτησης, ή και ωμής υποτέλειας, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος τής μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο περιόδου η «πεπατημένη» από τον δυτικό κόσμο οδός την οποία ακολούθησε η ελληνική εξωτερική πολιτική τα πρώτα περίπου 20 χρόνια της μεταπολιτευτικής περιόδου, με αποχρώσεις ή και με διακυμάνσεις, στόχευε στην κατάκτηση μιας διαρκώς υψηλότερης θέσης μέσα στην ιεραρχημένη δομή του διεθνούς συστήματος. Παρ’ όλο που την ευθύνη των αποφάσεων δεν την είχαν ηγέτες οι οποίοι να κινούνταν με άνεση λόγου και γνώσης στους μαιάνδρους της διεθνούς πολιτικής, η κατά κανόνα αυταρχική επιβολή τους στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό και οι ως επί το πλείστον τακτικιστικού χαρακτήρα διεθνείς πολιτικές επιλογές τους ήταν οι μοναδικές εγγυήσεις αίσιας έκβασης του στόχου.

Η δίνη της κρίσης του εξωτερικού δημόσιου χρέους και της καταναγκαστικής εσωτερικής της διάστασης, στην οποία έχουν περιπέσει η ελληνική κοινωνία και η πολιτεία, είναι αποτέλεσμα της αρχικά απερίσκεπτης και στη συνέχεια ενσυνείδητης επιλογής του πολιτικού συστήματος να εκπονήσει και να ακολουθήσει, κατά το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων 15 χρόνων, μια πολιτική καταβίβασης της χώρας μέσα στην ιεραρχία των εθνών.

Κορυφαία στιγμή των συνεπειών αυτής της πολιτικής μέχρι σήμερα θα πρέπει να θεωρείται η 1η Ιουλίου 2010, όταν η χώρα μας αποβλήθηκε από όλους τους τραπεζικούς και χρηματοπιστωτικούς δείκτες των αγορών κρατικών ομολόγων, ως συνέπεια διαδοχικών υποβαθμίσεων της διεθνούς πιστοληπτικής της ικανότητας από δύο διεθνείς οίκους αξιολόγησης (τη Standard & Poors και τη Moody’s). Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, με την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ και μέχρι την παραπάνω ημερομηνία, η Ελλάδα υπαγόταν στην κατηγορία των ανεπτυγμένων χωρών που καθιερώνουν αυτοί οι δείκτες (σήμερα, στον κατάλογο αυτό περιλαμβάνονται 19 χώρες), όσον αφορά την πρόσβασή της σε φτηνά κεφάλαια που επενδύονται, στη διεθνή κεφαλαιαγορά, σε κρατικά ομόλογα. Σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, όταν η πιστοληπτική ικανότητα μιας χώρας υποβαθμισθεί από δύο τουλάχιστον (από τους τρεις) οίκους αξιολόγησης σε επίπεδο «μη επένδυσης» (junk), τότε όλοι οι δείκτες αφαιρούν τη χώρα αυτή από τα ταμπλώ τους, με άμεση συνέπεια πλέον όσοι σοβαροί επενδυτές έχουν στο χαρτοφυλάκιό τους ομόλογά της να τα «ξεφορτώνουν» για να το «καθαρίσουν» από «κακά χαρτιά»· και βέβαια, να μην ξαναγοράζουν ομόλογα από την ίδια χώρα, με τους ίδιους τουλάχιστον όπως πριν όρους. Όταν η κοινή γνώμη ακούει από την κυβέρνηση ότι «θα βγει στις αγορές για διεθνή δανεισμό», δυστυχώς δεν ακούει την ομολογία από την κυβέρνηση ότι τυπική προϋπόθεση για την επιτυχία της «εξόδου» αυτής είναι η επανένταξη της χώρας στον κατάλογο των καπιταλιστικά ανεπτυγμένων χωρών, πράγμα που δεν θα μπορέσει να συμβεί παρά μόνο αν, ως συνέπεια μιας εσωτερικής μεταρρυθμιστικής πολιτικής, ανατραπούν εκείνες οι πτυχές της παραγωγικής δομής της χώρας οι οποίες, ανήκοντας σε χαρακτηριστικά μιας κοινωνίας και οικονομίας της περιφέρειας του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, την οδήγησαν βαθμιαία στην αποανάπτυξη και τη διεθνή απαξίωση.

H ελληνική κοινωνία έχει άγνοια του ποιες ακριβώς είναι εκείνες οι αποφάσεις της εγχώριας οικονομικής διακυβέρνησης που ελήφθησαν κατά την τελευταία δεκαπενταετία, οι οποίες ευθύνονται για την κατάπτωση της χώρας μέσα στο διεθνές σύστημα. Ωστόσο, στο βαθμό που κάποιες από τις αποφάσεις αυτές συνδέονται με τον εξωτερικό δανεισμό της χώρας, προς την κατεύθυνση της ταυτοποίησής τους κινείται η πρωτοβουλία που πήρε ένας σοβαρός αριθμός ελλήνων κυρίως, αλλά και ξένων διανοούμενων, το Φεβρουάριο 2011, να ζητήσει τη δημιουργία Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου (ΕΛΕ) του ελληνικού δημόσιου χρέους.

Σκοπός της ΕΛΕ θα είναι η «εξακρίβωση των αιτίων του δημόσιου χρέους, των όρων με τους οποίους έχει συναφθεί, καθώς και της χρήσης των [διεθνών] δανείων» που συνομολογήθηκαν. Ανάμεσα στις «επιδιώξεις» της ΕΛΕ, συγκαταλέγεται, σύμφωνα με τη διακήρυξη της πρωτοβουλίας, «η συνδρομή στην Ελλάδα ώστε να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να αντιμετωπίσει το βάρος του χρέους». Ως εξ αυτής της επιδίωξής της, η ΕΛΕ, εφ’ όσον ιδρυθεί, αναπόφευκτα θα συνδεθεί με αποφάσεις της κυβέρνησης σχετικές με τη διαπραγμάτευση με τους διεθνείς πιστωτές για τη μια ή την άλλη μορφή αναδιάρθρωσης του ελληνικού δημόσιου χρέους. Εξάλλου, η στενή σύνδεση της ΕΛΕ με την άσκηση κυβερνητικής πολιτικής διαχείρισης του χρέους προκύπτει και από τις εξουσίες με τις οποίες προτείνεται, από τη διακήρυξη, να περιβληθεί η Επιτροπή: αυτές, ως εκ του αντικειμένου τους (διαχρονική πρόσβαση σε κάθε είδους έγγραφο, σύμβαση και έκδοση ομολόγων που δημιουργεί δημόσιο χρέος, κλήση σε εξέταση δημόσιων λειτουργών, άνοιγμα κατόπιν δικαστικής συνδρομής τραπεζικών λογαριασμών) επιβάλλουν να ιδρυθεί η ΕΛΕ με νόμο, ακόμη και να χαρακτηριστεί σαν μια κατά το σύνταγμα ανεξάρτητη αρχή (άρθρο 101Α§2 συντ.).

Στη διακήρυξη για την ΕΛΕ, δεσπόζει η πρόθεση των συντακτών της να εργαστεί, η Επιτροπή, για την απόδειξη, μεταξύ άλλων μορφών χρέους που ωστόσο δεν κατονομάζονται, του «παράνομου, μη νομιμοποιημένου» ή «απεχθούς χρέους», περαιτέρω για «τη διαπίστωση ευθυνών για τις προβληματικές συμβάσεις χρέους» και την έγκληση του «υπόλογου όλων των εμπλεκόμενων» στις συμβάσεις αυτές.

Οι περίπου 25.000 υπογραφές που συγκέντρωσε μέσα σε λίγους μήνες η διακήρυξη της πρωτοβουλίας για την ΕΛΕ, δείχνει την απήχηση που είχε στην κοινή γνώμη. Πρόσφατα, μια ημερήσια οικονομική εφημερίδα, δίχως να αναφερθεί στην πρόταση για την ΕΛΕ, κατέταξε την «αποκήρυξη του επαχθούς [sic] χρέους» ανάμεσα στις «εναλλακτικές επιλογές» που έχει στη διάθεσή της η πολιτεία, ώστε, μπροστά στην αδυναμία να εξυπηρετήσει το σύνολο του χρέους, να επιδιώξει την αναδιάρθρωσή του (οι λοιπές «επιλογές» είναι η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής, το «κούρεμα» του χρέους και η στάση πληρωμών). Ακόμη, άμεσα συνδεδεμένη με την πρόταση για την ΕΛΕ είναι και το φιλμ Debtocracy (Χρεοκρατία), που γυρίστηκε από έλληνες κινηματογραφιστές και δημοσιογράφους, γνώρισε μεγάλη διάδοση στο Internet και προβλήθηκε πρόσφατα δημόσια στη Θεσσαλονίκη, στο πανεπιστήμιο, υπό την αιγίδα των πρυτανικών αρχών του.

Καθώς η πρωτοβουλία προσβλέπει, όπως ήδη σημειώθηκε, στον δημοσίου δικαίου χαρακτήρα και προορισμό της ΕΛΕ, πριν να την αξιολογήσουμε πολιτικά, προέχει να διερευνηθεί αν το «απεχθές» εξωτερικό χρέος και (αυτονόητα) η ενδεχόμενη ακύρωσή του, ως θεσμικό και αξιακό πρόταγμα που τίθεται από την πρωτοβουλία για την ΕΛΕ, διαθέτει νομικο-πολιτικά ερείσματα στη διεθνή πρακτική, ώστε να μπορεί κανείς βάσιμα να προσδοκά ότι, αν τελικά αυτή η μορφή χρέους διακριβωθεί στην Ελλάδα, η πολιτική του αξιοποίηση (η διαγραφή του) θα μπορεί να αποτελέσει πρόσφορο εργαλείο διαχείρισης του συνολικού εξωτερικού χρέους της χώρας.

Σε αναζήτηση ερεισμάτων της ακύρωσης “απεχθούς” χρέους στο διεθνές δίκαιο

Αν για τις ανάγκες αυτής της παρουσίασης εξομοιώσουμε το εξωτερικό χρέος που γεννιέται από διακρατική σύμβαση δανεισμού με το χρέος που δημιουργεί μια δανειακή σύμβαση μεταξύ κράτους και ξένων τραπεζών ή αλλοδαπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ένας άλλος λόγος που ευνοεί τέτοια εξομοίωση είναι ότι, στην περίπτωση του ελληνικού εξωτερικού χρέους, ήδη ομόλογα που εξέδωσε και παρέδωσε το ελληνικό Δημόσιο σε χέρια ιδιωτών δανειστών βρίσκονται στα χέρια ιδρύματος δημοσίου δικαίου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κι έχουν de jure μετατραπεί σε χρέη διακρατικής δανειακής σχέσης), το ισχύον Διεθνές Δίκαιο (γραπτό ή εθιμικό) είναι ουσιώδες εργαλείο της στοχοθέτησης και της επιχειρηματολογίας το οποίο τα κράτη επιστρατεύουν κάθε φορά που αποφασίζουν να διαχειριστούν το εξωτερικό τους χρέος αναθεωρώντας τις δεσμεύσεις που τα βαρύνουν.

Εφ’ όσον υποτεθεί ότι ξεκινά και ολοκληρώνεται μια εθνική διαδικασία λογιστικής αποτίμησης του ελληνικού εξωτερικού χρέους και εξακριβωθεί ότι ένα μέρος του είναι «απεχθές», το αδιέξοδο που θα αντιμετωπίσουν οι δημόσιες αρχές αν αποφασίσουν να προβάλουν στη διεθνή κλίμακα (στους δανειστές) την καθολική μη εκπλήρωση των αντίστοιχων υποχρεώσεών τους, θα έγκειται στο ότι δεν θα βρουν ένα διεθνές κανονιστικό πλαίσιο που να προσδίδει εγκυρότητα τους ισχυρισμούς και τους στόχους τους. Αυτό που θα βρουν θα είναι ένα «δόγμα» (του «απεχθούς» χρέους), επεξεργασμένο από νομομαθείς, και όχι κανόνες θετικού δικαίου ή έστω μια opinio juris της διακρατικής κοινότητας σαν βάση διακρίβωσης κανόνα εθιμικού Δικαίου.

Η πατρότητα του δόγματος του απεχθούς χρέους (doctrine of the odious debt, doctrine de la dette odieuse) αποδίδεται δικαιολογημένα στον υπουργό Εξωτερικών του Τσάρου Νικολάου ΙΙ, Αλεξάντερ Ναχούμ Σακ, που έγινε αργότερα καθηγητής Νομικής στο Παρίσι, ο οποίος το 1927 αποφάνθηκε ότι

όταν μια δεσποτική κυβέρνηση συνάπτει δάνεια όχι για τις ανάγκες και τα συμφέροντα του κράτους, αλλά για να ενισχύσει τον εαυτό της, να καταστείλει λαϊκές εξεγέρσεις, αυτό το χρέος είναι απεχθές για το λαό ολόκληρου του κράτους. Αυτό το χρέος δεν είναι δεσμευτικό για το έθνος. Είναι χρέος του καθεστώτος, προσωπικό χρέος που συμφώνησε ο ηγεμόνας, το οποίο συνεπώς καταπίπτει με το τέλος του καθεστώτος».

Περίπου 60 χρόνια αργότερα, μια πολυμερής σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών νομοθετούσε προς μια κατεύθυνση διαμετρικά αντίθετη από εκείνη που είχε χαράξει ο Σακ. Πρόκειται για τη Σύμβαση για τη διαδοχή κρατών σε αγαθά, αρχεία και κρατικά χρέη του 1983, η οποία νομοθέτησε, ειδικά για τη διαδοχή κρατών όπως προκύπτει και από τον τίτλο της (άρα, όχι για τη διαδοχή πολιτικών καθεστώτων), ότι η κατάσταση αυτή δεν θίγει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των δανειστών (άρθρο 36), συγκατατιθέμενη έτσι σε μια άλλη, προγενέστερη πολυμερή σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών, τη σύμβαση της Βιέννης του 1969 για το Δίκαιο των Συνθηκών, η οποία είναι το καταστατικό νομικό εργαλείο της διεθνούς συμβατικής πρακτικής των κρατών και, με το άρθρο 26 («οι ισχύουσες διεθνείς συμφωνίες δεσμεύουν τα μέρη και οφείλουν να εκτελούνται από αυτά με καλή πίστη»), δίνει οικουμενική νομική ισχύ στο κλασικό αξίωμα του Διεθνούς Δικαίου «τα συμπεφωνημένα δέον να τηρούνται» (pacta sunt servanta). Βέβαια, ο Σακ ενέπνευσε με τα γραπτά του την προσπάθεια που είχε γίνει, στη φάση της επεξεργασίας της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών του 1983, ώστε το δόγμα του απεχθούς χρέους να βρει μια θέση στο συμβατικό κείμενο: το 1927 έγραφε ότι όταν οι δανειστές γνωρίζουν τα σχέδια της δεσποτικής κυβέρνησης την οποία δανείζουν, διαπράττουν «εχθρική ενέργεια εναντίον του λαού» και εκτίθενται έτσι στον κίνδυνο να μην τους εξοφληθούν τα χρέη αν η δεσποτική κυβέρνηση ανατραπεί. Το 1983, η Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου των Ηνωμένων Εθνών συνέταξε έναν ορισμό του απεχθούς χρέους, εισηγούμενη την υιοθέτησή του από τη σύμβαση για τη διαδοχή κρατών· σύμφωνα με την Επιτροπή, απεχθές είναι το χρέος που συνάφθηκε από το προκάτοχο κράτος με σκοπό να εξυπηρετηθούν στόχοι αντίθετοι με τα μείζονα συμφέροντα του διάδοχου κράτους· όμως ο ορισμός αυτός δεν έγινε δεκτός από τη διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών που είχε συγκληθεί για την υιοθέτηση της σύμβασης.

Η προσέγγιση του Σακ δεν ήταν πολύ δημοφιλής ανάμεσα στους νομικούς του Διεθνούς Δικαίου. Επικρίθηκε σαν δέσμια μιας φυσιοκρατικής αντίληψης για το δίκαιο. Ο Τζεφ Κινγκ (Jeff King), στο συλλογικό έργο που εξέδωσε το 2002 με τίτλο Advancing the Odious Debt Doctrine για λογαριασμό του Centre for International Sustainable Development Law, καταγράφει τις μετά τον Σακ συμβολές των νομομαθών στην επεξεργασία της έννοιας του απεχθούς χρέους (συμβολές των Ε. Φάλσενφελντ, Ντ.Π. Ο’Κόνελ, Τζ. Φόορμαν, Μ. Τζελ, Τζ. Φράνσκεμπεργκ, Ρ. Νήπερ)1. Ο Τζ. Κινγκ καταλήγει ότι, βάσει της θεωρίας, τρεις είναι οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν ώστε ένα εξωτερικό χρέος να μπορεί να χαρακτηριστεί απεχθές: το πολιτικό καθεστώς της χώρας να συνήψε το δάνειο χωρίς τη συγκατάθεση των πολιτών της· το δάνειο να ξοδεύτηκε σε δραστηριότητες που δεν ωφέλησαν τους πολίτες· ο πιστωτής να ήταν σε γνώση αυτών των προθέσεων του δανειολήπτη.

Αναμφισβήτητα, οι προϋποθέσεις αυτές είναι πιο λειτουργικές από εκείνες που είχε θέσει ο Σακ, κυρίως από την άποψη ότι η έμφαση δεν δίνεται πλέον στη φύση του πολιτικού καθεστώτος που συνάπτει το δάνειο, αλλά στη διανομή και την κατανομή των πιστώσεων. Και πάλι όμως το χάσμα ανάμεσα στη θεωρία και στη διεθνή νομική πραγματικότητα παραμένει. Μικρή χρησιμότητα για την επιχειρηματολογία μιας κυβέρνησης που επιθυμεί να αντιτάξει τον απεχθή χαρακτήρα του εξωτερικού χρέους στους πιστωτές της έχει το άρθρο 50 της σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών, επειδή αναφέρεται ειδικά και αποκλειστικά στη δωροδοκία κρατικού λειτουργού (που ενεργούσε σαν αντιπρόσωπος του κράτους κατά τη σύναψη μιας διεθνούς σύμβασης) ως νόμιμο λόγο που μπορεί να επικαλεστεί το ενδιαφερόμενο κράτος για να πετύχει την ακύρωση της συναίνεσης που έδωσε για να δεσμευθεί από τη σύμβαση. Ίσως πιο χρήσιμο για τον ισχυρισμό μιας κυβέρνησης περί τον απεχθή χαρακτήρα ενός εξωτερικού χρέους της να είναι το άρθρο 46 της Σύμβασης της Βιέννης, που προβλέπει ότι ένα κράτος δεν μπορεί να επικαλεστεί το ότι η συναίνεση που έδωσε για να δεσμευθεί από διεθνή συμφωνία παραβιάζει το εσωτερικό του Δίκαιο και ως εκ τούτου είναι άκυρη, παρά μόνο αν η παραβίαση αφορά κανόνα Συνταγματικού Δικαίου. Πόσες όμως χώρες, σήμερα, έχουν σε ισχύ συνταγματικό νόμο σαν αυτόν που υιοθέτησε το Περού το 1960, που ορίζει, με σκοπό να προφυλάξει την πολιτεία και την κοινωνία από μελλοντικές καταστάσεις οι οποίες ενδέχεται να οδηγήσουν σε μορφές απεχθούς χρέους, ότι κάθε πράξη που εκδίδεται από κυβέρνηση η οποία σφετερίζεται την εξουσία είναι άκυρη; Σίγουρα η ελληνική συνταγματική τάξη ουδέν προνοεί περί αυτού.

Από τη μεριά τους, η διεθνής και εθνική νομολογία, όπως και η διακρατική πρακτική αφ’ ενός με το… σταγονόμετρο έχουν να επιδείξουν προσοχή στο δόγμα του απεχθούς χρέους, αφ’ ετέρου σε όσες περιπτώσεις το έκαναν ο σκεπτικισμός τους ήταν προφανής.

Τα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ Ταφτ (Τuft) διαιτήτευσε τη διαφορά μεταξύ της κυβέρνησης της Κόστα Ρίκα από τη μια πλευρά και της βρετανικής κυβέρνησης και της Βασιλικής Τράπεζας του Καναδά από την άλλη. Στην υπόθεση αυτή, γνωστή και ως υπόθεση Τινόκο, το κοσταρικανό Κοινοβούλιο ακύρωσε δανειακές συμβάσεις με τη βρετανική τράπεζα, καθώς ένα μεγάλο μέρος των σχετικών πιστώσεων που διαχειριζόταν η εγχώρια Τράπεζα Banco Internacional, ο πραξικοπηματίας στρατηγός Τινόκο, πρόεδρος της χώρας από το 1917 έως το 1919, το μετέφερε στην προσωπική περιουσία του λίγες ημέρες πριν να ανατραπεί. Ο δικαστής Ταφτ έκρινε ότι ναι μεν η κυβέρνηση της Κόστα Ρίκα δεσμευόταν να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της που απέρρεαν από τις συμβάσεις, όμως οι τελευταίες όφειλαν να θεωρηθούν ανεφάρμοστες, επειδή η βρετανική τράπεζα ενήργησε κακόπιστα αφού έθεσε στη διάθεση της Banco Internacional πιστώσεις γνωρίζοντας ότι η αντιπολίτευση στον πρόεδρο Τινόκο ήταν έτοιμη να τον ανατρέψει και να αναλάβει την εξουσία.

Μια άλλη γνωστή δικαστική απόφαση που προσέγγισε, τελείως ατελέσφορα τη φορά αυτή, το ζήτημα του απεχθούς χρέους μιας χώρας, ήταν η απόφαση στην υπόθεση Όλμας, που εξέδωσε το 2000 ο ανακριτής του Μπουένος Άιρες Μπαλλεστέρο. O αργεντινός πολίτης Αλεχάνδρο Όλμας (Alejandro Olmas), το 1982, ενεκάλεσε κυβερνητικούς παράγοντες της δικτατορικής διακυβέρνησης της χώρας για σωρεία παρατυπιών που διέπρατταν όταν συνήπταν δανειακές συμβάσεις με τράπεζες του εξωτερικού. Μετά από έρευνες και ανακρίσεις που διήρκεσαν 8 χρόνια, ο δικαστής Μπαλλεστέρο δεν καταλόγισε μεν ποινικές ευθύνες λόγω παραγραφής των αδικημάτων, αλλά στην απόφαση των 196 σελίδων που εξέδωσε κατέγραψε με λεπτομερή και επακριβή τρόπο την επιτηδειότητα με την οποία το δικτατορικό καθεστώς, επιβαρύνοντας δημόσιες τράπεζες και επιχειρήσεις με την εξόφληση δανείων από τα οποία είχαν ωφεληθεί μόνον ιδιωτικές τράπεζες και επιχειρήσεις, φόρτωσε τη χώρα με ένα απεχθές κατά το μεγαλύτερο μέρος του, αλλά και δυσβάστακτο, εξωτερικό χρέος.

Διασκορπισμένη, τέλος, σε λίγες και μη συγκρίσιμες μεταξύ τους περιπτώσεις είναι η διακρατική πρακτική που αφορά το απεχθές χρέος.

Στοιχεία μοναδικότητας έχει μέχρι σήμερα η απόφαση της κυβέρνησης της Νορβηγίας, το 2006, να ακυρώσει χρέος 65 εκατομμυρίων € που της όφειλαν η Αίγυπτος, ο Ισημερινός, η Ιαμαϊκή, το Περού και η Σιέρρα Λεόνε, εξαιτίας δανείων που είχε χορηγήσει στις χώρες αυτές κατά την περίοδο 1976-80 στο πλαίσιο ενός προγράμματος ενίσχυσης της νορβηγικής ναυπηγικής βιομηχανίας, ώστε να αγοράσουν πλοία από νορβηγικά ναυπηγεία. Η νορβηγική κυβέρνηση αιτιολόγησε την απόφασή της με το σκεπτικό ότι τα δάνεια δόθηκαν χωρίς να ληφθούν υπόψη οι πραγματικές ανάγκες των πολιτών των χωρών αυτών. Δέχθηκε, έτσι, έναν επιμερισμό της ευθύνης για τη δημιουργία αυτού του απεχθούς χρέους. Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, ο υπουργός Εξωτερικών της Νορβηγίας κάλεσε από το βήμα της γενικής συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών τον ΟΗΕ και την Παγκόσμια Τράπεζα να μελετήσουν με σοβαρότητα τη δογματική του απεχθούς χρέους, χωρίς ωστόσο να δοθεί καμία συνέχεια στην έκκλησή του αυτή.

Λίγα χρόνια νωρίτερα, η επιτροπή για τη διεθνή ανάπτυξη της βρετανικής Βουλής των Κοινοτήτων ρητά επικαλέστηκε τον απεχθή χαρακτήρα του εξωτερικού χρέους της κατεστραμμένης από τον εμφύλιο πόλεμο και τη γενοκτονία Ρουάντα και προέτρεψε την κυβέρνηση σε πρωτοβουλία για την ακύρωσή του, δίχως πάντως να εισακουστεί:

Το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού χρέους της Ρουάντα συνομολογήθηκε από ένα γενοκτόνο καθεστώς. […] Πολλοί υποστηρίζουν ότι επειδή τα χρήματα των δανείων χρησιμοποιήθηκαν για την αγορά όπλων, η σημερινή κυβέρνηση και σε τελική ανάλυση ο λαός της Ρουάντα δεν πρέπει να εξοφλήσουν αυτά τα «απεχθή» χρέη. Συνιστούμε στην κυβέρνηση να ασκήσει πίεση σε όλους τους πιστωτές που ενεργούσαν σε διμερή βάση, ιδιαίτερα σε όσους προέρχονται από τη Γαλλία [sic],να ακυρώσουν τα χρέη που δημιουργήθηκαν από το προηγούμενο πολιτικό καθεστώς [της Ρουάντα]».

Οι ΗΠΑ, τέλος, όταν με τη στρατιωτική επικράτησή τους στο Ιράκ, το 2003, πιέστηκαν εκ των πραγμάτων να αποδείξουν ότι το πολιτικό καθεστώς που εγκατέστησαν θα ήταν αξιόχρεο ώστε να αναλάβει την ανοικοδόμηση της χώρας, κράδαιναν το δόγμα του απεχθούς χρέους όταν ζητούσαν την ακύρωση του συνόλου των δανειακών υποχρεώσεων του Ιράκ. Ο υπουργός Οικονομικών Τζον Σνόου (John Snow) διακήρυττε ότι «ο ιρακινός λαός δεν θα πρέπει να επιβαρυνθεί με χρέη που συνομολόγησε ο ανατραπείς δικτάτορας» [Σαντάμ Χουσεΐν]. Ωστόσο, όταν το ζήτημα της διαγραφής του ιρακινού χρέους τέθηκε το 2004 στη Λέσχη του Παρισιού (σε αυτό τον άτυπο, πλην όμως κεντρικής σημασίας διεθνή θεσμό, στο πλαίσιο του οποίου «μετωπικά» οι πιστώτριες χώρες, που είναι και τα μέλη της Λέσχης, αντιμετωπίζουν κάθε αίτημα χρεωμένης χώρας να επαναδιαπραγματευθεί την εξόφληση των διακρατικών δανείων που έχει πάρει), οι ΗΠΑ δεν ζήτησαν, από φόβο μήπως δημιουργηθεί προηγούμενο, η ακύρωση του 80% του ιρακινού χρέους που τελικά αποφασίστηκε να αιτιολογηθεί με επίκληση του απεχθούς χαρακτήρα του. Το ίδιο συνέβη ένα χρόνο αργότερα στην απόφαση της Λέσχης του Παρισιού για την ακύρωση του εξωτερικού χρέους της Νιγηρίας, η οποία κάλυψε το 60% του, παρ’ όλο που η Νιγηρία ήταν χώρα φτωχότερη από το Ιράκ και, όπως και το τελευταίο, βαρύνονταν με χρέη που δημιουργήθηκαν από προγενέστερο δικτατορικό καθεστώς.

Από το «α-νομικό» δόγμα του απεχθούς χρέους στην ιδεολογία και τη ρητορεία της κοινωνίας των πολιτών για την ακύρωσή του

Το δόγμα του απεχθούς χρέους, όποιοι προτείνουν να περάσει από τη «δικαιοδοσία» των θεωρητικών του Διεθνούς Δικαίου (στους οποίους οφείλει την ίδια του την υπόσταση) σ’ εκείνη των φορέων μιας διακυβέρνησης, εκόντες-άκοντες αυτόματα το περιβάλλουν με την αίγλη μιας πηγής δικαίου, προορισμένης να ρυθμίσει τις υποκείμενες σχέσεις, ή έστω να συμβάλει στη ρύθμισή τους.

Είναι βέβαια αλήθεια ότι το άρθρο 38 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, που περιγράφει τις πηγές του Διεθνούς Δικαίου (βάσει των οποίων δικάζει τις διαφορές που του υποβάλλονται), προσθέτει στις κλασικές πηγές του Διεθνούς Δικαίου (διεθνείς συνθήκες, διεθνές έθιμο, γενικές αρχές του δικαίου) τις «διδασκαλίες […] των πιο διακεκριμένων δημοσιολόγων των διαφόρων Εθνών σαν βοηθητικό μέσο καθορισμού των κανόνων του Δικαίου». Μπορεί στο παρελθόν η θεωρία που αναπτύχθηκε από διακεκριμένους νομικούς να χρησίμευσε σε κράτη και σε διεθνή δικαιοδοτικά όργανα στο να διαμορφώσουν κανονιστικό πλαίσιο σε ορισμένους τομείς (π.χ. στο Δίκαιο του Διαστήματος, ή στο Δίκαιο της Θάλασσας), όμως στις μέρες μας, με την πυκνότητα που οι διεθνείς συνθήκες απλώνονται σε όλο το φάσμα της διεθνούς ζωής, δεν υπάρχει περιθώριο για τις «διδασκαλίες» του Διεθνούς Δικαίου να καθοδηγήσουν τα κράτη και τους άλλους δρώντες του διεθνούς συστήματος (διεθνείς οργανισμούς, διεθνικές επιχειρήσεις) σε συμφωνημένες δικαιοπαραγωγικές πρακτικές, οπωσδήποτε δε δεν υπάρχει τέτοιο περιθώριο στο χώρο των διεθνών πρακτικών διαπραγμάτευσης και αναδιοργάνωσης του εξωτερικού χρέους.

Πράγματι, ποτέ και πουθενά μέχρι σήμερα καμία κυβέρνηση, που προσήλθε σε διεθνή διαπραγμάτευση με ξένους πιστωτές για την αναδιάρθρωση του εξωτερικού χρέους της χώρας, δεν ξεσήκωσε από τα ράφια των πανεπιστημιακών βιβλιοθηκών επιχειρήματα για να υποστηρίξει και να διεκδικήσει την ακύρωση του εξωτερικού χρέους (ή έστω ενός μέρους του) ως απεχθούς. Υπήρξαν περιπτώσεις, στο πρόσφατο παρελθόν, που συνομολογήθηκαν συμφωνίες ακύρωσης του εξωτερικού χρέους χωρών, δίχως όμως αυτό να είχε χαρακτηριστεί από κανέναν σαν απεχθές. Ήδη αναφερθήκαμε στην ακύρωση του 80% του εξωτερικού χρέους του Ιράκ. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ΗΠΑ, στη Λέσχη του Παρισιού, ζητούσαν να διαγραφεί το 95% του χρέους του Ιράκ προς τα μέλη της Λέσχης, ενώ η Γαλλία, η Ρωσία και η Γερμανία δεν ήθελαν η διαγραφή να ξεπεράσει το 50%. Τα μέλη της Λέσχης συμφώνησαν τελικά στη διαγραφή του 80%, σε τρεις δόσεις. Η ακύρωση ενός εξωτερικού χρέους, ακόμη και του συνόλου του, είναι δυνατή μόνον όταν διακυβεύονται ισχυρά γεωπολιτικά συμφέροντα (Ιράκ), ή όταν αποτελεί αντικείμενο ενός «δούναι και λαβείν» (bargain): αυτό ακριβώς συνέβη με την Αίγυπτο τον Απρίλιο 1991 όταν υποστήριξε ασμένως τις ΗΠΑ στον πρώτο Πόλεμο του Κόλπου, την Πολωνία τον Απρίλιο 1991 όταν έδωσε καίριο χτύπημα στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας αποχωρώντας από αυτό, το Πακιστάν το Δεκέμβριο 2001 όταν δέχτηκε να βοηθήσει τις ΗΠΑ στην επέμβασή τους στο Αφγανιστάν.

Κατόπιν όλων αυτών, το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί επέδειξαν τόση άγνοια της διεθνούς νομικής και πολιτικής πραγματικότητας οι διανοούμενοι που πήραν την πρωτοβουλία να ζητήσουν τη δημιουργία της ΕΛΕ για το ελληνικό εξωτερικό χρέος και, μέσω αυτής, για να εργαστούν για τη διακρίβωση του «παράνομου, μη νομιμοποιημένου ή απεχθούς» ελληνικού χρέους με σκοπό να «συνδράμουν» την πολιτεία σε περίπτωση που αυτή χρειαστεί να επαναδιαπραγματευτεί την εξόφληση των δανείων που έχει πάρει;

Σε μια απάντηση στο ερώτημα είναι επιτρεπτό να μας κατευθύνει η ταυτοποίηση της πηγής έμπνευσης της πρωτοβουλίας για την ΕΛΕ, το ιδεολογικό στίγμα που αυτή αποπνέει. Το δόγμα του απεχθούς χρέους των χωρών, ιδίως δε η απαίτηση για τη διαγραφή αυτού του είδους χρέους οψέποτε τούτο διακριβώνεται, βρίσκεται εδώ και αρκετά χρόνια στις πρώτες προτεραιότητες των διεκδικήσεων και των μαζικών κινητοποιήσεων της «διεθνούς κοινωνίας πολιτών» (global civil society). Η «Επιτροπή για την Ακύρωση του Χρέους του Τρίτου Κόσμου» (η CΑDTΜ, σύμφωνα με το αγγλικό και το γαλλικό αρκτικόλεξο της οργάνωσης) είναι η οργάνωση εκείνη της διεθνούς κοινωνίας πολιτών που έχει αποκλειστικό σκοπό τη διεθνή πολιτική διαχείριση του ζητήματος της υπερχρέωσης, αυτονόητα από τη σκοπιά της αντικομφορμιστικής και κριτικής πολιτικής στάσης και δράσης. Απότοκος του κινήματος της «αντι-παγκοσμιοποίησης» ή της «εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης» (altermondialisation) που ενσαρκώθηκε με τις κινητοποιήσεις «τύπου» Σιάτλ και Πόρτο Αλέγκρε, και στενά συνδεδεμένη με τη γαλλικής «ιθαγένειας» μη κυβερνητική οργάνωση ATTAC, η CADTM εμπνέει και καθοδηγεί επιτροπές πρωτοβουλίας της κοινωνίας πολιτών στις χώρες που αντιμετωπίζουν προβλήματα υπερχρέωσης (οι επιτροπές αυτές συνδέονται με την CADTM σε «network»-δίκτυο), προάγοντας με ποικίλους τρόπους δημοσιότητας τη σκοπιμότητα αναζήτησης και διακρίβωσης του απεχθούς χρέους των χωρών. Η Βραζιλία, ο Ισημερινός, η Βολιβία, η Αίγυπτος, η Τυνησία, η Μπουρκίνα Φάσο είναι μερικές μόνον από τις χώρες με τις οποίες η CADTM «συνδέεται» σε επίπεδο οργανώσεων κοινωνίας πολιτών, κατά κανόνα στη βάση του δόγματος της ακύρωσης του απεχθούς χρέους τους.

Η Ελλάδα, με την ίδρυση της επιτροπής για την ΕΛΕ και την πρόταξη της επιδίωξης για ανακάλυψη του ελληνικού απεχθούς χρέους, είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που έχει την «τιμητική» να παρακάθεται στο πεδίο δράσης της CADTM, αλλά και στην ιστοσελίδα της οργάνωσης, μαζί με χώρες που αφού εξανδραπόδισαν πολιτικά τους λαούς τους τους άφησαν… και καταχρεωμένους, εγείροντας έτσι κι ένα ακόμη ερώτημα: πόσο, με τις υπερχρεώσεις πολιτικά καταδυναστευόμενων χωρών όπως π.χ. της Αιγύπτου ή της Τυνησίας, ταιριάζει η ελληνική υπερχρέωση, που αν μη τι άλλο χάρη σ’ αυτή (και με δεδομένο τον εκφυλισμό του παραγωγικού μηχανισμού της χώρας) διαχύθηκε για μερικά χρόνια μια σχετική ευημερία σ’ ένα μη ευκαταφρόνητο μερίδιο του πληθυσμού της χώρας; Πάντως, η ελληνική γλώσσα είναι η μία από τις 6 γλώσσες στις οποίες φιγουράρει, στο menu της ιστοσελίδας www.cadtm.org, ο τίτλος της οργάνωσης. Τουλάχιστον δυο φορές ο εκπρόσωπος της πρωτοβουλίας για την ΕΛΕ έχει φιλοξενηθεί, με αρθρογραφία του, στην κεντρική ιστοσελίδα της CADTM.

Η CADTM σίγουρα δεν ανήκει στην τυπολογία των διεθνών οργανώσεων κοινωνίας πολιτών όπως είναι η Greenpeace ή η Διεθνής Αμνηστία, που με τη συγκεντρωτική οργανωτική δομή τους καταφέρνουν η ενεργητικότητά τους να αποδομεί πολλές από τις ψευδεπίγραφες βεβαιότητες κι αυτής ακόμη της καθημερινότητας στις καπιταλιστικές κοινωνίες. Ούτε είναι ΜΚΟ σαν κι αυτές που την όποια εμπειρογνωμοσύνη των μελών τους επιστρατεύουν, τη θέτουν στη διάθεση (κατά κανόνα με το αζημίωτο) κυβερνήσεων ή (κυρίως) διεθνών και ευρωπαϊκών οργανισμών. Συνεκτικό στοιχείο της CADTM είναι η ιδεολογία της (στην ουσία η ιδεολογία των μελών των πιο ισχυρών από τις εθνικές οργανώσεις του δικτύου, όπως της γαλλικής και της βελγικής), που αναλύεται (επιγραμματικά) στην καλλιέργεια μιας παγκόσμιας πολιτικής συνείδησης, κατά βάση με ανθρωπιστικό και όχι οικονομίστικο περιεχόμενο, στο υλικό πεδίο δράσης της οργάνωσης (την υπερχρέωση των χωρών και την ακύρωση του απεχθούς χρέους). Η ακτινοβολία της ιδεολογίας της CADTM στα μέλη της είναι τόσο ισχυρή, ώστε αυτά (σε κεντρικό επίπεδο, τουλάχιστον) δεν πτοούνται από το γεγονός ότι ενώ ποτέ καμία από τις κινητοποιήσεις που ενθαρρύνουν σε υπερχρεωμένες χώρες δεν έχει ευδοκιμήσει, παρά ταύτα πάντα σπεύδουν να πλαισιώνουν όποια νέα κίνηση πολιτών ανακύψει στο πεδίο δράσης της οργάνωσης.

Το ιδεολογικό στίγμα της CADTM αντηχείται, στη διακήρυξη για την ίδρυση της ΕΛΕ του ελληνικού χρέους, αδόκιμα, σε μια φτηνή ρητορεία του κειμένου αυτού για το «δημοκρατικό δικαίωμα» του ελληνικού λαού «στην πλήρη πληροφόρηση» σχετικά με τη σύνθεση και τους όρους του υπερτροφικού ελληνικού δημόσιου χρέους: στην πραγμάτωση αυτού του «συλλογικού» (;) δικαιώματος, ή και στην «αναπλήρωση αυτού του δημοκρατικού ελλείμματος [πληροφόρησης]» που καταγράφεται, προσδοκάται ότι η ΕΛΕ θα συμβάλει.

Αν ο ελληνικός λαός έχει ένα «δικαίωμα», αυτό δεν είναι να «πληροφορηθεί» περί το απεχθές ελληνικό εξωτερικό χρέος, κι ακόμη λιγότερο να στηθεί κάποιο βράδυ στις τηλεοράσεις για να παρακολουθήσει συνεδριάσεις και αποφάσεις ποιος ξέρει ποιου είδους εξεταστικής ή προανακριτικής επιτροπής της Βουλής των Ελλήνων η οποία, αφού η ΕΛΕ θα έχει ολοκληρώσει την αποστολή της, θα ασχολείται με τις ποινικές ευθύνες του πολιτικού προσωπικού στη δημιουργία του απεχθούς ελληνικού χρέους. Εξάλλου, ας μην υπάρξει καμία αμφιβολία ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η Βουλή, με το esprit de corps που πάγια τη χαρακτηρίζει, τις όποιες ποινικές ευθύνες που αντικειμενικά θα υπάρχουν θα τις καθαγιάσει (επί το λαϊκώτερον: θα τις ξεπλύνει).

Το ζωτικό και θεμελιώδες δικαίωμά του ελληνικού λαού, σήμερα, είναι να βρει τη θέση που του αρμόζει μέσα στο πολιτικά παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον που βιώνουμε. Η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία, με την απεχθή της διάσταση του πελατειακού πολιτικού συστήματος και του εκμαυλισμού και της κοπαδοποίησης που το τελευταίο διέχυσε μέσα στο κοινωνικό σώμα, υποκατέστησε τους οικονομικούς μηχανισμούς δημιουργίας και αναδιανομής του πλούτου με την καλλιέργεια των «αρετών της αρπαχτής, της ανευθυνότητας, της διαφέντευσης των μεν από τους δε, του… χαβαλέ! Την κατάκτηση μιας έγκυρης θέσης από τη χώρα και τον κόσμο της μέσα στο παγκόσμιο στερέωμα δεν θα τη δώσει η… αύξηση των εξαγωγών ούτε ο τουρισμός ούτε η εκμετάλλευση των (υποθετικών) πετρελαϊκών κοιτασμάτων στο Ιόνιο και το Αιγαίο! Θα τη δώσει το ανθρώπινο δυναμικό της και η ικανοποίηση, από τις κυβερνήσεις και την ίδια την κοινωνική δυναμική, της απαίτησης για την τοποθέτησή του στην πρώτη γραμμή κάθε οικονομικής πολιτικής, αναπτυξιακής και δημοσιονομικής. Ο παππούς του σημερινού πρωθυπουργού, εξάλλου, δεν είναι εκείνος που πέρασε στην ιστορία και για τη ρήση του, το 1965, ότι «το ευγενέστερον προϊόν που παρήγαγεν αυτή η χώρα υπήρξεν ανέκαθεν ο άνθρωπος»;

————————————————————————————————————————————

1 E. Feilchenfeld, D.P. O’Connell, J. Foorman, M. Jehle, G. Franskenberg, R. Kneiper.