O δικαστής ως κριτής σταθμίσεων, αξιών και επιλογών του νομοθέτη κατά την πρόκριση των προς θέσπιση ρυθμίσεων

Μιχαήλ Βροντάκης, Αντιπρόεδρος επί τιμή του Συμβουλίου της Επικρατείας

O δικαστής ως κριτής σταθμίσεων, αξιών και επιλογών του νομοθέτη κατά την πρόκριση των προς θέσπιση ρυθμίσεων

O δικαστής ως κριτής σταθμίσεων, αξιών και επιλογών του νομοθέτη κατά την πρόκριση των προς θέσπιση ρυθμίσεων

Ομιλία του Αντιπροέδρου επί τιμή του Συμβουλίου Επικρατείας κ. Μιχαήλ Βροντάκη κατά την αναγόρευσή του σε επίτιμο Διδάκτορα Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στις 28 Φεβρουαρίου 2011
Το θέμα που θα αποτελέσει αντικείμενο αναπτύξεως αναφέρεται σε μία πτυχή του ασκουμένου σήμερα από το δικαστή, κατά την εξέταση του κύρους κανόνα δικαίου, ελέγχου επί του περιεχομένου της τιθεμένης με αυτόν ρυθμίσεως, η πρόκριση της οποίας έναντι άλλων δυνατών ρυθμίσεων υπήρξε το αποτέλεσμα σταθμίσεως αξιών εκ μέρους του νομοθέτη και επιλογής της εξ αυτών προτακτέας. Ειδικώτερα, το θέμα τούτο αναφέρεται στις περιπτώσεις που, από τη φύση του πράγματος, δεν είναι αντικειμενικώς εφικτή η παράλληλη επιδίωξη, και πάντως όχι στην πληρότητά της, της πραγματώσεως αξιών τις οποίες από κοινού θάλπει το Σύνταγμα, με την αναγωγή τους σε περιεχόμενο συνταγματικώς κατοχυρουμένων δικαιωμάτων, συνταγματικώς επιβαλλομένων στόχων κρατικής δράσεως και συνταγματικού επιπέδου γενικών αρχών. Ως εκ τούτου δε ο νομοθέτης επιλέγει, μετά από διενέργεια σταθμίσεως, ποία από τις αξίες αυτές θα προτάξει, καθιστώντας την, σε σχέση με τις άλλες, ωσαύτως πάντως ληπτέες υπόψη, τον προεχόντως επιδιωκτέο σκοπό δημοσίου συμφέροντος με την προκρινόμενη προς θέσπιση ρύθμιση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο δικαστικός έλεγχος του κύρους της τιθεμένης ρυθμίσεως εντοπίζεται στη διενεργηθείσα από το νομοθέτη στάθμιση αξιών και τη συνακόλουθη επιλογή της εξ αυτών προτακτέας, αναφορικά με την προς θέσπιση ρύθμιση.
Η ανάπτυξη του θέματος θα γίνει με βάση αποκλειστικά τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και υπό την οπτική με την οποία τούτο προβαίνει σε θεώρηση του ζητήματος τούτου. Μετά από σύντομες προεισαγωγικές παρατηρήσεις για την εκ μέρους του δικαστή διατύπωση κρίσεως σχετικά με τιθέμενες υπό αμφισβήτηση αξιολογήσεις των διαδίκων ή τρίτων στα πλαίσια της διαγνώσεως μιάς διαφοράς, κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής του λειτουργίας, στο πρώτο μέρος της εισηγήσεως θα εκτεθή συντόμως ο εν γένει πραγματοποιούμενος, κατά την εξέταση του κύρους κανόνα δικαίου, δικαστικός έλεγχος αξιολογήσεων του νομοθέτη, σχετιζομένων με το περιεχόμενο της προκρινομένης προς θέσπιση ρυθμίσεως. Στο δεύτερο μέρος της εισηγήσεως, θα εκτεθή εκτενώς, με αναφορά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις που αντιμετώπισε η νομολογία, ο διενεργούμενος, στα πλαίσια της εξετάσεως του κύρους κανόνα δικαίου, δικαστικός έλεγχος της σταθμίσεως αξιών από το νομοθέτη και επιλογής της προτακτέας εξ αυτών, κατά την πρόκριση της θεσπιστέας ρυθμίσεως.
Προεισαγωγικές παρατηρήσεις
Προεισαγωγικά επιβάλλεται να παρατηρηθή ότι ο δικαστής, στο επίπεδο της εφαρμογής του ισχύοντος δικαίου, δεν περιορίζεται σε μόνη τη διαπίστωση της συνδρομής ή μη κρισίμων κατά νόμον πραγμάτων για τη διάγνωση της αγομένης ενώπιόν του διαφοράς, αλλά στα πλαίσια αυτής της διαφοράς είναι ωσαύτως κατά νόμον κριτής αξιολογήσεων στις οποίες έχουν προβή, κατά την ουσιαστική τους εκτίμηση, διάδικα μέρη ή τρίτους. Οι οποίες αξιολογήσεις, εξωτερικευόμενες κατά νόμον με τη μορφή δικαιοπρακτικού χαρακτήρα δηλώσεως βουλήσεως στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου ή εξουσιαστικής δράσεως της διοικήσεως, στο πεδίο του δημοσίου δικαίου, προκαλούν έννομες συνέπειες, ως προσδιοριστικές του περιεχομένου συμβάσεων ή διοικητικών πράξεων. Έτσι λ.χ. ο πολιτικός δικαστής, σύμφωνα με το άρθρο 371 Α.Κ., κρίνει κατά πόσον είναι όντως δίκαιη η κρίση ενός των συμβαλλομένων μερών ή τρίτου, στη δίκαιη κρίση του οποίου έχει ανατεθή, συντελούμενος με μονομερή δήλωση βουλήσεως τούτου, ο προσδιορισμός παροχής.
Εξ άλλου, στις περιπτώσεις που ο νόμος παρέχει στη διοίκηση, σε σχέση με ιδρυόμενη αρμοδιότητα, διακριτική ευχέρεια, εγκείμενη στην εξουσία της διοικητικής αρχής προς διατύπωση, κατά την ουσιαστική της εκτίμηση, κρίσεως περί ικανοποιήσεως ή μη κριτηρίων του νόμου που αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος, ο διοικητικός δικαστής προβαίνει σε έλεγχο νομιμότητος αναφορικά με την άσκηση της διακριτικής ευχερείας. Ελέγχεται δε, κατά τη διενέργεια αυτού του ελέγχου νομιμότητος, ενδεχόμενη υπέρβαση των κατά νόμον ορίων της εξουσίας ουσιαστικής εκτιμήσεως της διοικητικής αρχής και εξ αυτού του λόγου μη σύννομη άσκηση της διακριτικής ευχερείας. Ασφαλώς, ο διοικητικός δικαστής περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητος και δεν επεκτείνεται σε έλεγχο σκοπιμότητος, δηλαδή σε διερεύνηση, καθ’ όσον αφορά την ουσιαστική εκτίμηση που διετύπωσε η διοίκηση, με λήψη υπ’ όψη των κριτηρίων του νόμου, αν με αυτήν επιτυγχάνεται η βέλτιστη εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, υποκαθιστώντας έτσι τη διοίκηση στην άσκηση της διακριτικής ευχερείας και εκφέροντας ιδία ουσιαστική κρίση ως προς τον προσφορότερο για το δημόσιο συμφέρον τρόπο ασκήσεως αυτής. Διότι τούτο –με εξαίρεση την περίπτωση ειδικής περί τούτου προβλέψεως σε διάταξη νόμου, με έρεισμα το άρθρο 94 παρ. 4 εδ. α΄ Συντ., συνιστώσης ανάθεση διοικητικής φύσεως αρμοδιότητος σε διοικητικό δικαστή– αντιβαίνει στην κατοχυρούμενη με το άρθρο 26 Συντ. αρχή της διακρίσεως των εξουσιών.
Ι. Ο εν γένει δικαστικός έλεγχος στα πλαίσια της εξετάσεως του κύρους κανόνα δικαίου αξιολογήσεων του νομοθέτη και της κανονιστικώς δρώσης διοικήσεως σχετιζομένων με το περιεχόμενο της ρυθμίσεως
1. Η έκταση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας τυπικού νόμου δεν είχε πάντοτε το ίδιο εύρος. Αρχικά, μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ο έλεγχος αυτός αναφερόταν αποκλειστικά στο αντικείμενο της ρυθμίσεως, δηλαδή στο τι ρυθμίζει ο νόμος, προς διατύπωση κρίσεως για το αν τούτο είναι ή όχι εξηρημένο της εξουσίας του νομοθέτη προς ρύθμιση. Έτσι, στην περίπτωση των συνταγματικώς κατοχυρωμένων ατομικών δικαιωμάτων, το μόνο που αποτελούσε αντικείμενο έρευνας κατά την εξέταση της συνταγματικότητος νόμου ο οποίος επέβαλλε περιορισμούς σε ατομικό δικαίωμα ήταν η ύπαρξη στο Σύνταγμα επιφυλάξεως υπέρ του νόμου, ώστε ο νομοθέτης να διαθέτει εν γένει εξουσία να προβή σε θέσπιση περιοριστικής ρυθμίσεως. Πέραν δηλαδή αυτής της έρευνας για την ύπαρξη επιφυλάξεως υπέρ του νόμου, ο δικαστικός έλεγχος συνταγματικότητος δεν εκτεινόταν και σε αυτή την ίδια τη ρύθμιση.
Το πρώτο βήμα για τη διεύρυνση του δικαστικού ελέγχου, ώστε, πέραν του αντικειμένου, να συμπεριλάβει και το περιεχόμενο της ρυθμίσεως, το πώς δηλαδή διαμορφώνεται ο τιθέμενος κανόνας δικαίου, απετέλεσε η υποβολή σε δικαστικό έλεγχο του συμβατού της συγκεκριμένης ρυθμίσεως προς τη συνταγματική αρχή της ισότητος. Το επόμενο βήμα στην ίδια κατεύθυνση υπήρξε η υποβολή σε δικαστικό έλεγχο της τηρήσεως της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητος κατά τη θέσπιση περιοριστικής ρυθμίσεως. Αν δηλαδή πέραν της, ωσαύτως πλέον δικαστικώς ελεγχομένης, επιδιώξεως συνταγματικώς θεμιτού σκοπού, οι επιβαλλόμενοι με τη ρύθμιση περιορισμοί αφ’ ενός συνιστούν πρόσφορο και αναγκαίο μέσο για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και αφ’ ετέρου δεν τελούν, εν όψει της εντάσεώς τους, σε προφανή δυσαναλογία προς την σπουδαιότητα του εν λόγω σκοπού.
2. Αντίστοιχα ισχύουν καθ’ όσον αφορά το εύρος του δικαστικού ελέγχου κατά την εξέταση της νομιμότητος κανονιστικής πράξεως. Έτσι, όταν η εξουσιοδοτική διάταξη νόμου δεν περιορίζεται στον καθορισμό κατά τρόπο ειδικό και ορισμένο, όπως επιβάλλεται συνταγματικώς (άρθρο 43 παρ. 2 Συντ.), του αντικειμένου της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, αλλά περαιτέρω προβλέπει κριτήρια που θέλησε ο νομοθέτης κατά την συνταγματικώς αδέσμευτη βούλησή του να θεσπίσει, ώστε να περιορίσει την διοίκηση ως προς τον τρόπο ασκήσεως της ιδρυομένης κανονιστικής αρμοδιότητος, ο δικαστής προβαίνει σε έλεγχο κατά πόσον τα κριτήρια αυτά ελήφθησαν υπόψη από τη διοίκηση κατά τη διαμόρφωση του περιεχομένου της ρυθμίσεως που τίθεται με την κανονιστική πράξη.
3. Η εκτεθείσα διεύρυνση του δικαστικού ελέγχου πολιτειακών πράξεων που θέτουν κανόνα δικαίου δεν έχει ποσοτικό, αλλά προσλαμβάνει διαφορετικό, ποιοτικό χαρακτήρα.
Ειδικώτερα, η –ανέκαθεν διενεργουμένη– έρευνα της συνταγματικότητος τυπικού νόμου που αναφέρεται στο αντικείμενο της ρυθμίσεως αποσκοπεί στη διαπίστωση της υπάρξεως συνταγματικού κανόνα δικαίου, ή επιτακτικού (όπως στην περίπτωση των συνταγματικών διατάξεων που διατυπώνουν εντολές στο νομοθέτη για ορισμένη ρύθμιση) ή επιτρεπτικού (όπως στην περίπτωση της απαιτουμένης συνταγματικής επιφυλάξεως υπέρ του νόμου προς επιβολή περιορισμών σε συνταγματικώς κατοχυρούμενο ατομικό δικαίωμα) ή απαγορευτικού (όπως όταν περί ενός αντικειμένου, λ.χ. για την αναδρομική φορολόγηση πέραν ορισμένου χρόνου στο παρελθόν, υφίσταται συνταγματική απαγόρευση νομοθετήσεως εν γένει) και περαιτέρω στη διερεύνηση προς διάγνωση αν ο τιθέμενος με τυπικό νόμο κανόνας εμπίπτει ή όχι στο πεδίο εφαρμογής του συνταγματικού κανόνα, ώστε ακολούθως να κριθή αντιστοίχως αν ο τιθέμενος κανόνας, εν όψει του αντικειμένου που ρυθμίζει, είναι ή όχι συνταγματικός και έγκυρος.
Εξ άλλου, η έρευνα της νομιμότητος κανονιστικής πράξεως που αναφέρεται στο αντικείμενο της ρυθμίσεως αποσκοπεί, καθ’ όμοιο τρόπο, στη διαπίστωση της, συνταγματικώς αξιουμένης, υπάρξεως επιτρεπτικού κανόνα δικαίου τυπικού νόμου (νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως) –ο οποίος όμως δεν αποκλείεται σε δεδομένη περίπτωση να καθίσταται επιτακτικός, κατά τη βούληση του νομοθέτη, όταν αυτός δεν παρέχει απλώς δυνατότητα αλλά διατυπώνει εντολή για κανονιστική ρύθμιση– και περαιτέρω στη διερεύνηση προς διάγνωση αν ο τιθέμενος με κανονιστική πράξη κανόνας καλύπτεται ή όχι από τη νομοθετική εξουσιοδότηση, ώστε ακολούθως να κριθή αντιστοίχως αν ο τιθέμενος κανόνας, εν όψει του αντικειμένου που ρυθμίζει, είναι σύννομος και έγκυρος.
Από τον δικαστικό έλεγχο του κύρους κανόνα δικαίου που αναφέρεται στο αντικείμενο της τιθεμένης ρυθμίσεως, ο οποίος έχει τον εκτεθέντα χαρακτήρα, σαφώς διακρίνεται ο δικαστικός έλεγχος του κύρους κανόνα δικαίου που αναφέρεται στο περιεχόμενο της ρυθμίσεως, ο οποίος έχει διαφορετικό χαρακτήρα. Ειδικότερα, ο δικαστικός έλεγχος του κύρους κανόνα δικαίου που αναφέρεται στο αντικείμενο της ρυθμίσεως, έγκειται δε στη διάγνωση αν ο υπό έλεγχο υποδεέστερης τυπικής ισχύος κανόνας, με το δεδομένο εύρος του, εμπίπτει ή όχι στο πεδίο εφαρμογής του υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου, είτε επιτακτικού είτε επιτρεπτικού είτε απαγορευτικού, ώστε αντιστοίχως να είναι ή μη συμβατός προς αυτόν, συνιστά άσκηση εκ μέρους του δικαστή –που εκφέρει ιδία κρίση για την προσήκουσα ερμηνεία και τον συνακόλουθο προσδιορισμό του περιεχομένου των παραβαλλομένων κανόνων δικαίου (του υπερκειμένου και του υποκειμένου)– πλήρους ελέγχου της ορθότητος του εκτεθέντος νομικού συλλογισμού, στον οποίο αναγκαίως προέβη ο νομοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση κατά τη θέσπιση ρυθμίσεως, προκειμένου να την θεωρήσει άψογη από απόψεως εγκυρότητος. Απεναντίας, ο δικαστικός έλεγχος του κύρους κανόνα που αναφέρεται στο περιεχόμενο της τιθεμένης ρυθμίσεως έχει διαφορετικό χαρακτήρα, δοθέντος ότι ο δικαστής δεν διαθέτει την εξουσία να υποβάλλει σε πλήρη έλεγχο την ουσιαστική εκτίμηση του νομοθέτη, με διατύπωση ιδίας αξιολογικής κρίσεως περί της ορθότητός της. Προσομοιάζει δε ο έλεγχος αυτός, κατά τον τρόπο που διενεργείται, προς τον δικαστικό έλεγχο του συννόμου της ασκήσεως της διακριτικής ευχερείας, ο οποίος όπως ήδη εξετέθη, είναι έλεγχος της μη υπερβάσεως των ορίων, εντός των οποίων είναι επιτρεπτή κατά νόμον η διαμόρφωση της ουσιαστικής εκτιμήσεως της διοικήσεως, και δεν ενέχει υποκατάσταση από το δικαστή της διοικήσεως στη διατύπωση αυτής της ιδίας της ουσιαστικής εκτιμήσεως. Έτσι, στο επίπεδο του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητος των νόμων, όταν επί παραδείγματι υποβάλλεται σε δικαστικό έλεγχο η τήρηση από το νομοθέτη της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητος κατά τη θέσπιση περιοριστικής ρυθμίσεως, ο δικαστής δεν υποκαθιστά το νομοθέτη στη διατύπωση της ουσιαστικής εκτιμήσεως για το αν ο επιβαλλόμενος περιορισμός συνιστά πρόσφορο και αναγκαίο μέσο για την εξυπηρέτηση επιδιωκομένου σκοπού δημοσίου συμφέροντος και, περαιτέρω, για το αν υφίσταται αναλογία μεταξύ επιλεγομένου περιοριστικού μέσου και επιδιωκομένου σκοπού, εν όψει αφ’ ενός της εντάσεως του επιβαλλομένου περιορισμού και αφ’ ετέρου της σπουδαιότητος του σκοπού δημοσίου συμφέροντος. Αλλά ελέγχοντας την περί τούτων ουσιαστική εκτίμηση του νομοθέτη, με μέτρο κρίσεως και βάσανο εξετάσεως την κοινή λογική, την κοινή αντίληψη και την κοινή πείρα, εκφέρει κρίση κατά πόσον ο νομοθέτης εκινήθη εντός των διαγραφομένων από το Σύνταγμα ορίων της εξουσίας ουσιαστικής εκτιμήσεως αυτού και δεν ενήργησε αυθαιρέτως. Το μέσο που έχει στη διάθεσή του και χρησιμοποιεί ο δικαστής για την άσκηση του εκτεθέντος ελέγχου είναι η αιτιολογία. Δηλαδή η αιτιολογία, κατ’ αρχάς για την ύπαρξη ανάγκης προς θέσπιση περιοριστικής ρυθμίσεως, εν όψει συγκεκριμένων πραγματικών δεδομένων που συγκροτούν κατάσταση ή περίσταση η οποία αξιώνει τη ρυθμιστική παρέμβαση του νομοθέτη, κατά την εύλογη ουσιαστική του εκτίμηση, και περαιτέρω για την πρόκριση συγκεκριμένης ρυθμίσεως, ανταποκρινομένης κατά την εύλογη ουσιαστική εκτίμηση του νομοθέτη, στις εκτεθείσες απαιτήσεις της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητος. Οι αξιώσεις αιτιολογήσεως, ως προς το εύρος και τον αναλυτικό τρόπο παραθέσεως της αιτιολογίας για συγκεκριμένη ρύθμιση, είναι υψηλότερες και ο ασκούμενος στο περιεχόμενο της ρυθμίσεως δικαστικός έλεγχος με μέσο την έκταση της αξιούμενης αιτιολογίας είναι ενδελεχέστερος και διεισδυτικώτερος, όσο εντονώτερη είναι η περιοριστική επέμβαση του νομοθέτη σε σφαίρα ελευθερίας. Η αιτιολογία δε αυτή προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του νόμου καθώς και από τις προηγηθείσες νομοπαρασκευαστικές εργασίες που την συνοδεύουν, όπως επίσης και από τη διαδικασία επιψηφίσεως του νόμου στο Κοινοβούλιο.
ΙΙ. Ο δικαστικός έλεγχος στα πλαίσια της εξετάσεως του κύρους κανόνα δικαίου της σταθμίσεως αξιών από το νομοθέτη και την κανονιστικώς δρώσα διοίκηση και επιλογής της προτακτέας εξ αυτών κατά την πρόκριση της προς θέσπιση ρυθμίσεως.
1. Η πρώτη και συνηθέστερα απαντώμενη περίπτωση που ο νομοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση οφείλει να προβή σε αξιολόγηση παραμέτρων συντρεχουσών περιστάσεων, προκειμένου να επιλέξει τί θα επιδιώξει με την προς θέσπιση ρύθμιση, ώστε να εξυπηρετήσει κατά τον βέλτιστο τρόπο το δημόσιο συμφέρον, είναι εκείνη κατά την οποία ναι μεν δεν υφίσταται κατά κυριολεξία διακύβευμα μεταξύ περισσοτέρων συνταγματικών αξιών, των οποίων δεν καθίσταται εφικτή, και πάντως όχι στην πληρότητά της, η από κοινού πραγμάτωση. Όμως, αν και ο νομοθέτης έχει προ οφθαλμών μία ορισμένη συνταγματική αξία, λ.χ. την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας, εν τούτοις η επιδίωξη της πραγματώσεως αυτής μπορεί να επιδιωχθή κατά διαφόρους μεν, αλλά όχι παράλληλα βαίνοντες τρόπους, καθ’ ότι η επιλογή ενός τρόπου θέτει εκ των πραγμάτων εκποδών τους άλλους. Τούτο συμβαίνει, κατ’ εξοχήν, προκειμένου περί χωροταξιακών και πολεοδομικών ρυθμίσεων, επί καθορισμού χρήσεων γης, σχετιζομένου με την επιλογή ως μόνης δυνατής εκείνης της οικονομικής δραστηριότητος που, υπό τις δεδομένες περιστάσεις, προάγει κατά τον βέλτιστο τρόπο την εθνική οικονομία, χωρίς συνάμα να προκαλεί δυσμενείς παρενέργειες. Στις περιπτώσεις αυτές, η πρόκριση της ασκήσεως μιας οικονομικής δραστηριότητος έναντι των λοιπών, που εκ των πραγμάτων αποκλείονται, επιβάλλεται να είναι προϊόν συνεκτιμήσεως όλων των συντρεχουσών περιστάσεων και αξιολογήσεως των παραμέτρων τους, για να διενεργηθεί εκείνη η επιλογή που εξυπηρετεί καλύτερα το δημόσιο συμφέρον της προαγωγής της εθνικής οικονομίας. Και ναι μεν προς τούτο ο νομοθέτης και η κανονιστικώς δρώσα ή προβαίνουσα σε ρύθμιση με έκδοση γενικής ατομικής πράξεως διοίκηση έχουν ευρύ περιθώριο ουσιαστικής εκτιμήσεως, όμως αυτή επιβάλλεται και αξιώνεται από τον διοικητικό δικαστή, προς αποκλεισμό αυθαίρετων και ξένων προς το δημόσιο συμφέρον επιλογών, να αιτιολογείται προσηκόντως, με αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά δεδομένα που συγκροτούν τις αξιολογηθείσες παραμέτρους και με έκθεση του τρόπου αξιολογήσεως τούτων.
Για να γίνει περιπτωσιολογική αναφορά στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας: Μία περίπτωση (εκείνη της ΣΕ 3258/1981), αφορούσε την επιλογή για μία εδαφική έκταση της χρησιμοποιήσεώς της ως βιομηχανικής περιοχής. Καθ’ ερμηνεία του νόμου έγινε δεκτό ότι η ίδρυση βιομηχανικής περιοχής χωρεί σε δύο επάλληλα στάδια διοικητικής διαδικασίας. Κατά το πρώτο στάδιο κρίνεται, στο πλαίσιο των ισχυόντων σχεδίων και προγραμμάτων χωροταξίας, το από απόψεως συμφέροντος της εθνικής οικονομίας σκόπιμον για την κατ’ αρχήν ίδρυση βιομηχανικής περιοχής εντός μιας ευρύτερης περιφέρειας. Κατά δε το δεύτερο στάδιο, κατά το οποίο προσδιορίζονται ειδικώτερα η θέση, η έκταση και τα όρια της βιομηχανικής περιοχής, ενεργείται για τη δημιουργία αυτής επιλογή μεταξύ προσφερομένων προς τούτο θέσεων εντός αυτής της ευρύτερης περιφέρειας, σταθμιζομένων προς τούτο των πλεονεκτημάτων τους καθώς και των μειονεκτημάτων τους, από απόψεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων και αποκλεισμού άλλων επωφελών για την εθνική οικονομία χρήσεων της γης στις θέσεις αυτές. Στην κριθείσα δε περίπτωση έγινε δεκτό από το Συμβούλιο της Επικρατείας ότι είναι προσηκόντως αιτιολογημένη η γενόμενη επιλογή της θέσεως για τη δημιουργία της βιομηχανικής περιοχής, με την εξής συλλογιστική: Aπό την ευρισκόμενη στο φάκελο «Μελέτη επιλογής θέσεως και καθορισμού ορίων βιομηχανικής περιοχής Λαμίας», που συντάχθηκε από την Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως Α.Ε., προκύπτει ότι ο προσδιορισμός της θέσεως αυτής της βιομηχανικής περιοχής έγινε μετά από σύγκριση των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων τεσσάρων προσφερομένων προς τούτο θέσεων και μετά από συστάθμιση σε σχέση προς την επιλεγείσα θέση, τόσο των δυνατοτήτων της –αποκλειομένης με αυτή την επιλογή– γεωργικής εκμεταλλεύσεως της γης σε αυτή τη θέση (εκτίθεται ότι το μεγαλύτερο μέρος της εκτάσεως σε αυτή τη θέση δεν καλλιεργείται και ότι η αποδοτικότης των εδαφών είναι περιωρισμένη) όσο και των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του καθορισμού στη θέση αυτή βιομηχανικής περιοχής, από απόψεως μεταφοράς δια του ανέμου πτητικών αποβλήτων.
Παρεμφερής είναι η περίπτωση χαρακτηρισμού μιας περιοχής ως οικιστικής, με την ένταξή της σε σχέδιο πόλεως ή την επέκταση τούτου σε αυτήν, που επάγεται πλέον ως κατά προορισμό χρησιμοποίησή της την οικοδόμηση. Στα ληπτέα υπόψη προς συνεκτίμηση κριτήρια συγκαταλέγονται κατά νόμον (άρθρο 1 παρ. 5 ν. 1337/1983) οι γενικώτεροι αναπτυξιακοί στόχοι, στους οποίους περιλαμβάνεται και η διαφύλαξη της γεωργικής γης υψηλής παραγωγικότητας. Σε μία τέτοια περίπτωση, ο ασκούμενος δικαστικός έλεγχος (βλ. ΣΕ 1088/1988) αφορά την επιβαλλόμενη να πραγματοποιηθή κατά τρόπο διεξοδικό στάθμιση, με παράθεση της συνεκτιμήσεως συγκεκριμένων πραγματικών δεδομένων, προς διενέργεια της βέλτιστης για το γενικώτερο δημόσιο συμφέρον επιλογής. Αναφορικά δηλαδή με το αν η μείζων έκταση, περί της οποίας πρόκειται, είτε λόγω ιδιοσυστασίας του εδάφους, είτε λόγω των γενομένων επενδύσεων για τη βελτίωση των όρων γεωργικής εκμεταλλεύσεως, παρουσιάζει αναλογικώς υψηλή απόδοση σε παραγόμενα προϊόντα, ως εκ της οποίας επιβάλλεται, χάριν του συμφέροντος της εθνικής οικονομίας, η διατήρησή της ως γεωργικής γης και ο αποκλεισμός της χρησιμοποιήσεώς της ως περιοχής επεκτάσεως σχεδίου πόλεως. Στην κριθείσα δε περίπτωση, το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε ότι με την παρατιθέμενη αιτιολογία αιτιολογείται επαρκώς η πρόκριση της χρησιμοποιήσεως της εκτάσεως περί της οποίας επρόκειτο ως οικιστικής, με την επέκταση σε αυτήν του σχεδίου πόλεως, δοθέντος ότι η διοίκηση εστάθμισε τον παράγοντα των επιπτώσεων της επεκτάσεως του σχεδίου στην εθνική οικονομία, σε σχέση με τις τυχούσες προτεραιότητος οικιστικές ανάγκες της περιοχής.
Επιβάλλεται πάντως εν προκειμένω να επισημανθή ότι η άσκηση στη σημερινή εποχή δικαστικού ελέγχου αναφορικά με την επιλογή του νομοθέτη ή της κανονιστικώς δρώσης ή προβαινούσης σε ρύθμιση με την έκδοση γενικής ατομικής πράξεως διοικήσεως, ως προς το ποία οικονομική δραστηριότητα επιβάλλεται να προταχθή και να καταστή επιτρεπτή κατ’ αποκλεισμό άλλων, ως εξυπηρετούσα καλύτερα το δημόσιο συμφέρον της προαγωγής της εθνικής οικονομίας, την οποία επιλογή διενεργεί προκειμένου αντιστοίχως να προβή στην πρόκριση της θεσπιστέας ρυθμίσεως, δεν απαντάται το πρώτον, ως τρόπος ασκήσεως δικαστικού ελέγχου, στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Διότι παρουσιάζει έντονη αναλογία προς τον δικαστικό έλεγχο τον ασκούμενο παλαιότερα, όταν, πριν τη θέση σε ισχύ του Συντάγματος του 1975, δεν υπήρχε συνταγματικός κανόνας που να επιβάλλει την κατάρτιση χωροταξίας, ο δε νόμος προαπαιτούσε για την ίδρυση βιομηχανίας την χορήγηση αδείας σκοπιμότητος κατά την ουσιαστική εκτίμηση της διοικήσεως ως προς την εξυπηρέτηση με την ίδρυση της βιομηχανίας του δημοσίου συμφέροντος της προαγωγής της εθνικής οικονομίας. Ο οποίος τότε διενεργούμενος δικαστικός έλεγχος είχε ως αντικείμενο, όχι την άσκηση κανονιστικής αρμοδιότητος προς θέσπιση γενικής ρυθμίσεως, αλλά την άσκηση σε ατομική περίπτωση διακριτικής ευχερείας, αναφορικά με την χορήγηση αδείας σκοπιμότητος. Για να γίνει παραδειγματική αναφορά στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας: Σε περίπτωση που αφορούσε σε χορήγηση αδείας σκοπιμότητος για την ίδρυση ναυπηγικής βιομηχανίας σε περιοχή για την οποία υπήρχαν ενδείξεις ότι ήταν τουριστικώς ενδιαφέρουσα, το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣΕ 1405/1972 και 4147/1973) έκρινε ότι επεβάλλετο στη Διοίκηση να ενεργήσει ως εξής, αιτιολογώντας προσηκόντως την ουσιαστική της εκτίμηση, προκειμένου να παρίσταται σύννομη η άσκηση της διακριτικής της ευχερείας αναφορικά με τη χορήγηση αδείας σκοπιμότητος: Ώφειλε κατ’ αρχάς να διαπιστώσει αν η περιοχή για την οποία χορηγήθηκε άδεια ιδρύσεως ναυπηγείου εμφανίζει πράγματι τουριστικό ενδιαφέρον και, περαιτέρω, να κρίνει αιτιολογημένα αν η ίδρυση του ναυπηγείου θα καταστήσει ανέφικτη, και σε ποία έκταση, την τουριστική αξιοποίηση της όλης περιοχής και, σε καταφατική περίπτωση, αν η ίδρυση ναυπηγικής βιομηχανίας είναι, από απόψεως εθνικής οικονομίας, περισσότερο συμφέρουσα από την τουριστική αξιοποίηση και εκμετάλλευση της περιοχής.
2. Μία δεύτερη περίπτωση κατά την οποία ο νομοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση, προκειμένου να καταστήσει επιτρεπτή και περαιτέρω, να ρυθμίσει την άσκηση της καθισταμένης επιτρεπτής οικονομικής δραστηριότητος, προβαίνει σε αξιολόγηση και στάθμιση παραμέτρων υφισταμένων καταστάσεων ή συντρεχουσών περιστάσεων, προκειμένου να προκρίνει στη βάση ποίας ή ποίων κατά προτεραιότητα συνταγματικών αξιών θα προσδιορίσει το σκοπό και συνακολούθως το περιεχόμενο της ρυθμίσεως, είναι η περίπτωση εκείνη σε σχέση προς την οποία υφίσταται πεδίο εφαρμογής περισσοτέρων συνταγματικών διατάξεων. Αυτές δε οι διατάξεις κατοχυρώνουν διάφορες συνταγματικές αξίες, ως συνταγματικά δικαιώματα ή ως συνταγματικά επιβαλλόμενους στόχους κρατικής δράσεως ή ως συνταγματικού επιπέδου γενικές αρχές του δικαίου, η παράλληλη όμως επιδίωξη της από κοινού πραγματώσεως αυτών των συνταγματικών αξιών είναι, στην πληρότητά της πάντως, από τη φύση των πραγμάτων, ανέφικτη. Το τιθέμενο δηλαδή σε μία τέτοια περίπτωση ερώτημα, στο οποίο καλείται να αποκριθή ο νομοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση, είναι το σε ποία συνταγματική αξία θα προσδώσει προτεραιότητα, είτε επειδή υποχρεούται σε τούτο, είτε επειδή το προκρίνει, ώστε αυτή η συνταγματική αξία να αποτελέσει την ιθύνουσα αρχή για την προς θέσπιση ρύθμιση. Εν πρώτοις επιβάλλεται να παρατηρηθή ότι για τις συνταγματικές διατάξεις –με εξαίρεση τις ανεπίδεκτες συνταγματικής αναθεωρήσεως διατάξεις που έχουν υπερέχουσα τυπική ισχύ έναντι εκείνων που τίθενται κατά συνταγματική αναθεώρηση– ισχύει ο κανόνας της τυπικής ισοδυναμίας, το οποίο σημαίνει ότι καμμία συνταγματική διάταξη δεν προτάσσεται των λοιπών, υπερισχύουσα τούτων. Επομένως, με εξαίρεση συνταγματικές αξίες, όπως η ανθρώπινη ζωή, υγεία και αξιοπρέπεια, που κατοχυρώνουν ανεπίδεκτες αναθεωρήσεως συνταγματικές διατάξεις και προτάσσονται όλων των άλλων συνταγματικών αξιών, ώστε να είναι σε κάθε περίπτωση συνταγματικά ανεπίτρεπτη η συστάθμισή τους με άλλες συνταγματικές αξίες, οι λοιπές συνταγματικές αξίες έχουν έναντι του νομοθέτη και της κανονιστικώς δρώσης διοικήσεως το ίδιο συνταγματικό βάρος. Κατά συνέπειαν, σε μία δεδομένη προς ρύθμιση περίπτωση, αποτελεί έργο του νομοθέτη ή της κανονιστικώς δρώσης διοικήσεως εν πρώτοις, με τη χρήση της ενδεικνυομένης για την ερμηνεία του Συντάγματος ερμηνευτικής μεθόδου της πρακτικής εναρμονίσεως των συνταγματικών διατάξεων, να προβή σε λήψη υπ’ όψιν από κοινού προς συνεφαρμογή όλων των συνταγματικών διατάξεων που ως προς την περίπτωση αυτή έχουν πεδίο εφαρμογής, και να επιδιώξει την παράλληλη πραγμάτωση με την θεσπιζόμενη ρύθμιση, εφ’ όσον τούτο είναι εφικτό, και εις τον μέγιστο δυνατό βαθμό όλων των συνταγματικών αξιών που κατοχυρώνουν οι εν λόγω συνταγματικές διατάξεις. Περαιτέρω όμως, σε μία τέτοια περίπτωση, ο νομοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση, που ασφαλώς δεν μπορεί να αγνοήσει ορισμένη συνταγματική διάταξη για την οποία υφίσταται πεδίο εφαρμογής και την κατοχυρούμενη με αυτήν συνταγματική αξία, διαθέτει ένα περιθώριο ουσιαστικής εκτιμήσεως ως προς τη σημασία για την προκριτέα προς θέσπιση ρύθμιση των παραμέτρων της δεδομένης περιπτώσεως, με λήψη προς τούτο υπόψη υφισταμένων καταστάσεων ή συντρεχουσών περιστάσεων. Με επακόλουθη δυνατότητα αυτού, εν όψει των παραμέτρων τούτων, να προσδώσει κατ’ ιδίαν κρίση, αναφορικά με τον τρόπο και το περιεχόμενο της επιχειρουμένης ρυθμίσεως, μείζονα βαρύτητα σε ορισμένη ή ορισμένες συνταγματικές αξίες, προκρίνοντας μετά από διενεργούμενη στάθμιση των ληπτέων υπ’ όψη αξιών από τη σκοπιά του επιτακτικού στόχου της βέλτιστης εξυπηρετήσεως του δημοσίου συμφέροντος, την κατά προτεραιότητα επιδίωξη της πραγματώσεως των αξιών αυτών.
Για να γίνει παραδειγματική αναφορά στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας: Την απαρχή της διαμορφώσεως της επί του ζητήματος τούτου νομολογίας απετέλεσαν οι αποφάσεις στην ακυρωτική διαφορά με αντικείμενο την δημιουργία ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης στην Πύλο. Επίκεντρο της συνταγματικής προβληματικής υπήρξε η συνερμηνεία και συνεφαρμογή των εξής συνταγματικών διατάξεων, που είχαν στην περίπτωση αυτή πεδίο εφαρμογής. Του άρθρου 24 παρ. 1 και 6 που, με διατύπωση επιταγών προς το νομοθέτη, ανάγει σε αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό το περιβάλλον και σε κρατικό σκοπό την προστασία αυτού, επιβάλλοντας προς τούτο τη λήψη θετικών μέτρων. Του άρθρου 22 παρ. 1, που κατοχυρώνει το κοινωνικό δικαίωμα στην εργασία και ανάγει σε επιδιωκτέο από το κράτος στόχο την επίτευξη πλήρους απασχολήσεως του εργατικού δυναμικού. Και το άρθρο 106 παρ. 1, που ανάγει σε έργο του κράτους τον προγραμματισμό και συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητος και επιβάλλει σε αυτό την άσκηση περιφερειακής πολιτικής. Το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣΕ 810 και 811/1977) δέχθηκε εν πρώτοις ότι, εν όψει των απευθυνομένων με τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 και 6 Συντ. επιταγών στο νομοθέτη, αποτελεί για αυτόν συνταγματική υποχρέωση η θέσπιση προστατευτικής για το περιβάλλον νομοθεσίας. Έκρινε δε περαιτέρω ότι, επί τυχόν ελλείψεως θεσπίσεως τέτοιας νομοθεσίας, γεννάται και για τη διοίκηση ευθεία εκ του Συντάγματος υποχρέωση «όπως, κατά την μόρφωσιν της κρίσεώς της επί ζητήματος σχέσιν έχοντος προς τα περί ων αι συνταγματικαί αύται διατάξεις θέματα, λαμβάνη υπ’ όψιν και τας περί την ως άνω προστασίαν απόψεις, εν συνεκτιμήσει πάντων των συνθετόντων το εθνικόν συμφέρον παραγόντων, προκρινομένης, κατά την εκάστοτε κρίσιν της Διοικήσεως, της καλύτερον εξυπηρετούσης το γενικώτερον εθνικόν συμφέρον λύσεως». Περαιτέρω, το Συμβούλιο της Επικρατείας θεώρησε ότι αποτελεί επίσης υποχρέωση του νομοθέτη να λαμβάνει εκ παραλλήλου υπ’ όψη όσα ορίζουν οι διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 1 και 106 παρ. 1 Συντ., κρίνοντας ωσαύτως ότι «η Διοίκησις οφείλει, εν απουσία νομοθετικής διατάξεως, να σταθμίζει και συνεκτιμά πάντας τους εις τας ως άνω συνταγματικάς διατάξεις αναφερομένους παράγοντας, οίτινες δεν αποκλείεται εις συγκεκριμένην τινα περίπτωσιν να έχουν μάλλον βαρύνουσαν σημασίαν εν σχέσει προς την υπό του άρθρου 24 παρ. 1 και 6 Συντ. διαγορευομένην προστασίαν … περιβάλλοντος». Την εκτεθείσα νομολογιακή προσέγγιση αντικατοπτρίζει κατά βάσιν σταθερά, πλέον της τριακονταετίας, η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, με καινοτομικές προσθήκες στη διαδρομή του χρόνου αφ’ ενός την επίκληση, ήδη πριν από τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, ως συνταγματικής αρχής της αρχής της βιωσίμου αναπτύξεως και τη συνακόλουθη επισήμανση, αναφορικά με τους καθοριζόμενους στις διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 1 και 106 παρ. 1 Συντ. σκοπούς, ότι «η επιδίωξη … των σκοπών αυτών και η στάθμιση των προστατευομένων εννόμων αγαθών πρέπει να συμπορεύεται προς την υποχρέωση της Πολιτείας να μεριμνά για την προστασία του περιβάλλοντος κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται η βιώσιμη ανάπτυξη, στην οποία απέβλεψε ο συντακτικός … νομοθέτης» (ΣΕ 2755/1994, 2537/1996, 3478/2000, 613/2002). Αφ’ ετέρου δε, την εμφατική αναφορά στη χρήση της εκτεθείσης ερμηνευτικής μεθόδου της πρακτικής εναρμονίσεως των συνταγματικών διατάξεων που έχουν στη δεδομένη περίπτωση πεδίο εφαρμογής, με την διατύπωση της θέσεως ότι η ερμηνεία από το νομοθέτη και τη διοίκηση του άρθρου 24 παρ. 1 Συντ. επιβάλλεται να ενεργείται «εν όψει και των άρθρων 106 παρ. 1 και 22 παρ. 1 Συντ. και σε αρμονία με αυτά» (ΣΕ 2636/2009. βλ. και ΣΕ 2755/1994, 2537/1996, 3478/2000, 613/2002). Και, περαιτέρω, με την επισήμανση ότι «ο συντακτικός νομοθέτης, σταθμίζοντας την προστασία του περιβάλλοντος, την εθνική οικονομία και την οικονομική ελευθερία, επιτάσσει τον συγκερασμό τους, κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζει τη βιώσιμη ανάπτυξη» (ΣΕ 705/2006). Αυτονοήτως δε αποτελεί έργο του νομοθέτη η εκάστοτε διενέργεια αυτού του συγκερασμού και η επιλογή του τρόπου πραγματοποιήσεώς του, με την πρόκριση εκείνης από τις συνταγματικές αξίες που αξιώνουν εκ παραλλήλου πραγμάτωση, στην οποία προσδίδει στη δεδομένη περίπτωση μείζονα σημασία, εν όψει των συντρεχουσών περιστάσεων.
Μία δεύτερη επί του θέματος παραδειγματική αναφορά στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας αφορά τον καθορισμό με ειδικό κανονισμό λιμένος, εκδιδόμενο δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου, όρων και προϋποθέσεων για την αγκυροβολία πλοίων σε θαλάσσιο χώρο εκτός του λιμένος και παρακείμενο σε αυτό. Όπως δέχθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣΕ 1081/2007): «Κατά την θέσπιση των σχετικών κανόνων και τη διαμόρφωση του περιεχομένου της ρυθμίσεως, η Διοίκηση οφείλει να λαμβάνει πρόνοια για τα συνταγματικώς προστατευόμενα έννομα αγαθά, ιδίως δε για το περιβάλλον … Ειδικώτερα, εφ’ όσον κατά κοινή πείρα η αγκυροβολία πλοίου μπορεί να παραβλάπτει τα οικοσυστήματα του θαλασσίου χώρου του λιμένα και της γειτονικής παράκτιας χερσαίας ζώνης, ιδίως εάν η τελευταία έχει οικιστικό χαρακτήρα και να παρεμποδίζει άλλες δραστηριότητες (αλιεία, κολύμβηση κ.λπ.), ο ειδικός κανονισμός λιμένος επιβάλλεται να περιλαμβάνει ρύθμιση αποσκοπούσα στην προστασία των οικοσυστημάτων αυτών και των λοιπών εννόμων αγαθών. Η ρύθμιση αυτή μπορεί, ενδεχομένως, να προβλέπει και ζώνες εντός του θαλασσίου χώρου όπου απαγορεύεται απολύτως η αγκυροβολία πλοίων. Ειδικός κανονισμός λιμένος, ο οποίος δεν περιλαμβάνει τέτοια ρύθμιση, είναι κατά τούτο, από της απόψεως αυτής, παράνομος». Την επί του θέματος θέση του το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε την ευκαιρία να διατυπώσει αναλυτικώτερα, εξ αφορμής προσβολής ειδικού κανονισμού λιμένος, που είχε μεν απαγορεύσει την αγκυροβολία κάθε πλοίου σε συγκεκριμένα οριοθετημένη θαλάσσια περιοχή, αλλά με πρόβλεψη ειδικής εξαιρέσεως ως προς τα πλοία που προορίζονται προς φόρτωση ή εκφόρτωση σε εγκαταστάσεις παρακειμένου διϋλιστηρίου. Το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣΕ 3047/1980), ερμηνεύοντας τις εξουσιοδοτικές διατάξεις του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου «εν όψει και της παρ. 1 του άρθρου 24 Συντ.», δέχθηκε κατ’ αρχήν ότι «προκειμένου να επιτραπεί, προς εξυπηρέτησιν λειτουργούντος διϋλιστηρίου, η αγκυροβολία πλοίων εις περιοχήν η οποία έχει κηρυχθή τουριστική και περιλαμβάνει οικισμόν, η Διοίκησις οφείλει να επιλέξει και περιορίσει τον χώρον της αγκυροβολίας, καθώς και να ρυθμίσει ταύτην .. κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να συμβιβάζεται, κατά το δυνατόν, η ανάγκη της εξυπηρετήσεως του διϋλιστηρίου και η ανάγκη της προστασίας του περιβάλλοντος, περιοριζομένων εις το ελάχιστον δυνατόν των εκ της αγκυροβολίας των πλοίων δυσμενών επιδράσεων επί του περιβάλλοντος (εκπομπής θορύβων και καπνών, ρυπάνσεως της θαλάσσης κλπ.)». Είναι εμφανής στην παρατεθείσα νομολογία η χρήση από το Συμβούλιο της Επικρατείας της ερμηνευτικής μεθόδου της πρακτικής εναρμονίσεως των συνταγματικών διατάξεων που έχουν στη δεδομένη περίπτωση πεδίο εφαρμογής. Προβαίνοντας δηλαδή σε σύμφωνη προς το Σύνταγμα ερμηνεία των διατάξεων του νόμου που παρέχουν νομοθετική εξουσιοδότηση, κρίνει ότι η διοίκηση, προκειμένου να προβή σε πρόκριση της προς θέσπιση κανονιστικής ρυθμίσεως δεν είναι επιτρεπτόν να περιορισθή σε μονοσήμαντη θεώρηση του ζητήματος της αγκυροβολίας πλοίων αποκλειστικώς από τη σκοπιά της εξυπηρετήσεως των αναγκών της εμπορικής ναυτιλίας και γενικώτερα της εθνικής οικονομίας, αλλά οφείλει να λάβει συνάμα πρόνοια και για άλλα «συνταγματικά προστατευόμενα έννομα αγαθά», όπως είναι το περιβάλλον, καθώς και άλλου είδους πραγματοποιούμενες στον ίδιο τόπο ανθρώπινες δραστηριότητες, ως εκδήλωση της συνταγματικά κατοχυρουμένης ελευθέρας αναπτύξεως της προσωπικότητος. Επισημαίνει δε την υποχρέωση της κανονιστικώς δρώσης διοικήσεως να προκρίνει προς θέσπιση τέτοια ρύθμιση, ώστε με αυτήν «να συμβιβάζεται κατά το δυνατόν», δηλαδή να επιτυγχάνεται κατά το δυνατόν η εις τον μέγιστο δυνατό βαθμό από κοινού παράλληλη διασφάλιση όλων των «συνταγματικώς προστατευομένων εννόμων αγαθών», που συνυπάρχουν στη δεδομένη περίπτωση και συνιστούν έκφραση ίσης τάξεως συνταγματικών αξιών.
3. Καθ’ όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητος θεσπισθείσης από το νομοθέτη ρυθμίσεως αναφορικά με περίπτωση ως προς την οποία έχουν πεδίο εφαρμογής περισσότερες συνταγματικές διατάξεις ή συνταγματικές αρχές, οι οποίες κατοχυρώνουν διάφορες συνταγματικές αξίες. Στα πλαίσια του ελέγχου τούτου διερευνάται εν πρώτοις κατά πόσον ο νομοθέτης, όπως συνταγματικώς επεβάλλετο σε αυτόν, έλαβε από κοινού υπόψη προς συνεφαρμογή το σύνολο των εχουσών στη δεδομένη περίπτωση πεδίο εφαρμογής συνταγματικών διατάξεων και συνταγματικών αρχών, με επιδίωξη την παράλληλη πραγμάτωση με τη θεσπιζόμενη ρύθμιση, εφ’ όσον τούτο είναι εφικτό και εις το μέγιστο δυνατό βαθμό, όλων των συνταγματικών αξιών που κατοχυρώνουν οι εν λόγω συνταγματικές διατάξεις και συνταγματικές αρχές. Ασφαλώς, διαθέτοντας την ευχέρεια στη δεδομένη προς ρύθμιση περίπτωση, εν όψει των υφισταμένων καταστάσεων ή των συντρεχουσών περιστάσεων και της αξιολογήσεως των παραμέτρων τους, να προσδώσει, κατά την ουσιαστική του εκτίμηση, μετά από έλλογη στάθμιση, μείζονα βαρύτητα σε ορισμένη ή ορισμένες από τις εν λόγω συνταγματικές αξίες και να προκρίνει την πρόταξη τούτων έναντι των λοιπών, καθ’ όσον αφορά την προς θέσπιση ρύθμιση. Για να γίνει παραδειγματική αναφορά στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας: Με ένα δικόγραφο αιτήσεως ακυρώσεως είχαν προσβληθή η αρχικώς εκδοθείσα άδεια εγκαταστάσεως και η ακολούθως εκδοθείσα άδεια λειτουργίας για κατασκευασθέν συγκρότημα κινηματογράφων. Όμως, η άδεια εγκαταστάσεως είχε προσβληθή εκπροθέσμως και τέθηκε το ζήτημα αν, αναφορικά με την προσβολή της αδείας λειτουργίας, ήσαν ακουστοί λόγοι ακυρώσεως που προέβαλλαν ότι η κατασκευή συγκροτήματος κινηματογράφων στην περιοχή της πόλεως περί της οποίας επρόκειτο δεν συνιστούσε επιτρεπτή χρήση γης. Το Δ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, με απόφαση (ΣΕ 2375/2010) που παρέπεμψε το ζήτημα στην Ολομέλεια, διετύπωσε μετά από ερμηνεία των διατάξεων της νομοθεσίας περί θεάτρων και κινηματογράφων την ακόλουθη κρίση: «Το επιτρεπτόν της εγκαταστάσεως κινηματογράφου σε ορισμένη περιοχή, από απόψεως ισχυουσών για την περιοχή αυτή χρήσεων γης, συνιστά νόμιμη προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας εγκαταστάσεως κινηματογράφου σε αυτή και ερευνάται κατά την εξέταση υποβληθείσης αιτήσεως χορηγήσεως τέτοιας αδείας, όχι όμως και για τη χορήγηση αδείας λειτουργίας κινηματογράφου, ώστε να χωρεί εκ νέου εξέταση του ζητήματος τούτου προκειμένου να χορηγηθή τέτοια άδεια. Γενικώτερα, άλλωστε, όταν σύμφωνα με το σύστημα ρυθμίσεως του νόμου απαιτείται για την κατασκευή εγκαταστάσεως, προς άσκηση σε αυτήν επιχειρηματικής δραστηριότητας, η προς τούτο χορήγηση αδείας ιδρύσεως ή εγκαταστάσεως, περαιτέρω δε για την μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής της εγκαταστάσεως έναρξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας σε αυτήν, η χορήγηση αδείας λειτουργίας, το αξιούμενο στο νόμο επιτρεπτόν της εν λόγω εγκαταστάσεως στην περιοχή κατά τις ισχύουσες για αυτήν χρήσεις γης επιβάλλεται να λογισθή ως νόμιμη προϋπόθεση για την χορήγηση ως προς αυτήν αδείας ιδρύσεως ή εγκαταστάσεως, όχι δε και για τη χορήγηση αδείας λειτουργίας αυτής. Και τούτο διότι μόνο αυτή η ερμηνεία ενός τέτοιου συστήματος ρυθμίσεως του νόμου τελεί σε πλήρη αρμονία προς το Σύνταγμα, το οποίο εκ παραλλήλου κατοχυρώνει αφ’ ενός την προστασία του περιβάλλοντος (άρθρο 24) και αφ’ ετέρου την προστασία της εμπιστοσύνης και την σταθερότητα των δυνάμει διοικητικών πράξεων δημιουργουμένων νομικών και πραγματικών καταστάσεων, ως γενικές αρχές του δικαίου. Τούτων δε, η ισχύουσα για την ερμηνεία του Συντάγματος ερμηνευτική αρχή της πρακτικής εναρμονίσεως των διατάξεων τούτου και των γενικών αρχών που αυτό κατοχυρώνει επιβάλλει την εις το μέγιστο δυνατόν παράλληλη διασφάλιση. Καθ’ ότι, με την εν λόγω ερμηνεία του συστήματος ρυθμίσεως του νόμου, η μεν συνταγματικώς επιβαλλόμενη προστασία του περιβάλλοντος διασφαλίζεται, με την ύπαρξη ως νομίμου προϋποθέσεως για τη χορήγηση της αδείας ιδρύσεως ή εγκαταστάσεως, του επιτρεπτού της εγκαταστάσεως στην περιοχή κατά τις ισχύουσες για αυτήν χρήσεις γης. Οι δε εκ παραλλήλου συνταγματικώς επιβαλλόμενες, υπό τη μορφή γενικών αρχών του δικαίου, προστασία της εμπιστοσύνης και σταθερότητα των δυνάμει διοικητικής πράξεως δημιουργουμένων νομικών και πραγματικών καταστάσεων διασφαλίζεται για τον διοικούμενο … με την μη ανακίνηση του ζητήματος του επιτρεπτού της εγκαταστάσεως κατά τις ισχύουσες για την περιοχή χρήσεις γης, ως αύθις εκ δευτέρου εξεταζομένης νομίμου προϋποθέσεως, για την χορήγηση αδείας λειτουργίας της εγκαταστάσεως που κατασκεύασε δυνάμει της προηγουμένως χορηγηθείσης αδείας ιδρύσεως ή εγκαταστάσεως». Επιβάλλεται να επισημανθή ότι με την εν λόγω παραπεμπτική στην Ολομέλεια απόφαση έγινε δεκτό ότι, όταν περισσότερες συνταγματικές αξίες τις οποίες κατοχυρώνουν συνταγματικές διατάξεις ή συνταγματικές αρχές είναι κρίσιμες σε δεδομένη περίπτωση, ερμηνεία του νόμου που τελεί σε «πλήρη αρμονία» προς το Σύνταγμα, είναι εκείνη που εκκινεί από την παραδοχή ότι ο νομοθέτης, κατά τη θέσπιση της ρυθμίσεως, έλαβε υπ’ όψη και συνεστάθμισε όλες τις κρίσιμες για την περίπτωση συνταγματικές αξίες. Και τούτο, καθ’ ότι, όπως έγινε δεκτό, αυτών των συνταγματικών αξιών «η ισχύουσα για την ερμηνεία του Συντάγματος ερμηνευτική αρχή της πρακτικής εναρμονίσεως των διατάξεων τούτου και των γενικών αρχών που αυτό κατοχυρώνει επιβάλλει την εις το μέγιστο δυνατόν παράλληλη διασφάλιση».
Εφ’ όσον δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση ότι η νομοθέτης, κατά τη θέσπιση ρυθμίσεως, έλαβε πράγματι υπ’ όψη όλες τις κρίσιμες για τη δεδομένη περίπτωση συνταγματικές αξίες, τις οποίες συνεστάθμισε, η στάθμιση αυτή υποβάλλεται σε δικαστικό έλεγχο μόνο ως προς το αν είναι εύλογη, το αν δηλαδή ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της κοινής λογικής, της κοινής αντιλήψεως και της κοινής πείρας, που συνιστούν το μέτρο κρίσεως και τη βάσανο εξετάσεως κατά την άσκηση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητος του νόμου που αναφέρεται στο περιεχόμενο της ρυθμίσεως. Εφ’ όσον η εν λόγω στάθμιση είναι όντως εύλογη, τότε αυτή καθ’ εαυτήν η εν λόγω στάθμιση, ως συνιστώσα διατύπωση ουσιαστικής κρίσεως του νομοθέτη, που διαθέτει εν προκειμένω, αποσκοπώντας στη βέλτιστη εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, ευρύ περιθώριο ουσιαστικής εκτιμήσεως, δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.
Για να γίνει παραδειγματική αναφορά στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας: Με αίτηση αναιρέσεως τέθηκε υπό αμφισβήτηση, λόγω προβληθείσης αντιθέσεως προς τη συνταγματική αρχή της προστασίας της εμπιστοσύνης, η συνταγματικότητα του ΑΝ 261/1968, που ορίζει ότι είναι για τη διοίκηση ελευθέρως ανακλητή παράνομη πράξη της εντός πενταετίας από της εκδόσεώς της. Το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣΕ 1501/2008) απέρριψε τον περί αντισυνταγματικότητος λόγο αναιρέσεως, κρίνοντας ως εξής: «Η αρχή της νομιμότητος επιβάλλει στη Διοίκηση την ανάκληση κάθε παράνομης διοικητικής πράξεως, ενώ η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης απαιτεί την διατήρηση της ισχύος της ευμενούς για τον καλόπιστο διοικούμενο πράξεως. Σύνθεση των εν λόγω, συνταγματικής αξίας, αρχών συνιστούν οι γενικές αρχές ανακλήσεως των διοικητικών πράξεων, σύμφωνα με τις οποίες και οι ευμενείς διοικητικές διοικητικές πράξεις ανακαλούνται αν είναι παράνομες, μέσα σε εύλογο χρόνο από την έκδοσή τους, αλλά και το άρθρο μόνον του αν.ν. 261/1968. Με το άρθρο αυτό, κατά το οποίο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν είναι εύλογος χρόνος για την ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξεως χρόνος μικρότερος της πενταετίας από την έκδοσή της, ο νομοθέτης, με γενική ρύθμιση, προέβη ο ίδιος στην στάθμιση των ανωτέρω συνταγματικής αξίας αρχών για την επομένη της εκδόσεως διοικητικής πράξεως πενταετία, προσδίδοντας προέχουσα σημασία στην αρχή της νομιμότητος της Διοικήσεως, για δε τον περαιτέρω χρόνο ανέθεσε στη Διοίκηση την στάθμιση των αρχών αυτών σε κάθε ατομική περίπτωση, υπό τον έλεγχο του διοικητικού δικαστή. Ενόψει δε του ότι το Σύνταγμα δεν ανάγει σε συνταγματική αξία μόνον την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του καλόπιστου διοικουμένου και τον σεβασμό της αρχής της αναλογικότητος, αλλά ωσαύτως και την τήρηση της αρχής της νομιμότητος και την μη διατήρηση εν ισχύϊ παράνομων διοικητικών πράξεων, και δεδομένου ότι αποτελεί, κατά το Σύνταγμα, έργο του νομοθέτη η κατά συνεκτίμηση και στάθμιση μη βαινουσών παραλλήλως αλλά αγουσών σε αντίθετες κατευθύνσεις συνταγματικών αξιών πρόκριση της θεσπιστέας, ως συνθέσεως τούτων, ρυθμίσεως, η θέσπιση από τον ίδιο τον νομοθέτη ως ευλόγου χρόνου για την ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξεως τουλάχιστον της πενταετίας από την έκδοσή της δεν αντίκειται στις προστατευόμενες από το Σύνταγμα αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αρχής της αναλογικότητας, εφόσον, άλλωστε, το χρονικό αυτό διάστημα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι υπερμέτρως μεγάλο».
Επίμετρο
Η υποβολή σε δικαστική κρίση των σταθμίσεων συνταγματικών αξιών εκ μέρους του νομοθέτη και των επιλογών του για τις εξ αυτών προτακτέες, λόγω αποδιδομένης σε αυτές μείζονος βαρύτητος στη δεδομένη περίπτωση, κατά την πρόκριση των προς θέσπιση ρυθμίσεων, αποτελεί την πιο εξελιγμένη μορφή δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητος των νόμων, που αναφέρεται στο περιεχόμενο της ρυθμίσεως.
Σε μία συνταγματική δικαιοταξία, όπου ισχύει η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών και το σύστημα των θεσμικών αντιβάρων, είναι επιβεβλημένη η υποβολή στο δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητος των νόμων του περιεχομένου θεσπισθείσης ρυθμίσεως, προς διάγνωση του αν ο νομοθέτης εκινήθη εντός των διαγραφομένων από το Σύνταγμα πλαισίων και τιθεμένων ορίων κατά τη διατύπωση της ουσιαστικής του εκτιμήσεως ως προς το ποία είναι η προκριτέα προς θέσπιση ρύθμιση, ως εξυπηρετούσα κατά τον βέλτιστο τρόπο το δημόσιο συμφέρον. Και τούτο, χάριν της παροχής στους πολίτες αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας έναντι μη συμβατών προς την κοινή λογική, την κοινή αντίληψη και την κοινή πείρα, και ως εκ τούτου αυθαιρέτων ουσιαστικών εκτιμήσεων και επιλογών του νομοθέτη, για τις οποίες αυτός δεν είναι εκ των πραγμάτων σε θέση να παράσχει εύλογη αιτιολόγηση.
Αναμφίβολα, στην άσκηση αυτού του δικαστικού ελέγχου ενυπάρχει ο κίνδυνος ενός ενδεχόμενου δικαστικού ακτιβισμού, στην περίπτωση που ο δικαστής, κατά παράβαση των καθηκόντων του, δεν περιορίζεται σε άσκηση ελέγχου νομιμότητος, όπως ορίζει το Σύνταγμα, αλλά εκτείνεται ανεπιτρέπτως, κατά παραβίαση της συνταγματικής αρχής της διακρίσεως των εξουσιών, σε διατύπωση αξιολογικής κρίσεως αναφορικά με την ουσιαστική εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τον βέλτιστο τρόπο εξυπηρετήσεως του δημοσίου συμφέροντος. Ασφαλώς ένας τέτοιος κίνδυνος έχει μία ιδιαίτερη θεσμική διάσταση, δεδομένου ότι ο δικαστής είναι ο ίδιος κριτής της εκτάσεως των αρμοδιοτήτων που διαθέτει κατά το Σύνταγμα και το νόμο.
Μόνο όμως το ενδεχόμενο εμφανίσεως περιπτώσεως ασκήσεως από δικαστή κατά τρόπο ανεπίτρεπτο της κατά το Σύνταγμα (άρθρο 93 παρ. 4) αρμοδιότητός του προς παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητος νόμου, πριν προβή στην εφαρμογή του, δεν μπορεί να οδηγήσει σε άρνηση της υπάρξεως αυτού του θεσμικού αντιβάρου έναντι της νομοθετικής εξουσίας.

Προδήλως εναπόκειται στον δικαστή, ως κατ’ εξοχήν εγγυητή της τηρήσεως του Συντάγματος, η χάραξη με σύνεση και νηφαλιότητα των ορίων που συνιστούν κατά το Σύνταγμα το πλαίσιο για την άσκηση ελέγχου νομιμότητος κατά τη διερεύνηση της συνταγματικότητος νόμου, πέραν των οποίων ορίων εκτείνεται το πεδίο της δικαστικώς μη ελεγκτής ουσιαστικής εκτιμήσεως του νομοθέτη. Και ασφαλώς με την επίγνωση του ότι ο δικαστής είναι κατά το Σύνταγμα ο κριτής περί της ιδίας αυτού αρμοδιότητος και ότι η κρίση που εκφέρει, η οποία δεν υπόκειται σε έλεγχο άλλου πολιτειακού οργάνου, επιβάλλεται να είναι απολύτως πειστική.