Η συχνή επίκληση της διαφθοράς ως μόνιμου στοιχείου του πολιτικού βίου και οι συνεχείς αναφορές στους διεφθαρμένους πολιτικούς αποτελούν τα τελευταία χρόνια σταθερό στοιχείο του πολιτικού λόγου. Ωστόσο, ο λόγος περί διαφθοράς και η κατακραυγή που συνοδεύει τους «διεφθαρμένους» λειτουργεί ως εκτονωτικός μηχανισμός για τους πολίτες, ως ένα ξόρκι που περισσότερο συσκοτίζει παρά διαφωτίζει το θέμα. Στην δίνη αυτού του ισοπεδωτικού λόγου έχει περιπέσει και η ποινική ευθύνη των Υπουργών. Στο κείμενο που ακολουθεί γίνεται προσπάθεια να αποσαφηνιστεί η επιρροή που ασκεί ο κυρίαρχος λόγος περί διαφθοράς στην ερμηνεία του θεσμού της ποινικής ευθύνης των Υπουργών.
Η διαφθορά ως δομικό στοιχείο του συστήματος
Ο όρος διαφθορά[1] έχει καθιερωθεί διεθνώς και αποδίδει ένα φαινόμενο που μας είναι τόσο οικείο, όσο και ανεξερεύνητο.
Κοινά αποδεκτός ορισμός της διαφθοράς δεν υπάρχει διεθνώς. Ο νομικός ορισμός της διαφθοράς καλύπτει ορισμένες μορφές εγκληματικής συμπεριφοράς που τυποποιούνται στο ποινικό δίκαιο. Ως διαφθορά με αυτή την έννοια νοείται κάθε μορφή εγκληματικής συμπεριφοράς κατά την οποία το πρόσωπο που ασκεί δημόσια εξουσία καταχράται ή εκμεταλλεύεται την θέση του χάριν της εξασφάλισης αθέμιτων πλεονεκτημάτων για τον εαυτό του ή τρίτο. Επίσης σύμφωνα με τον ορισμό περί διαφθοράς που δόθηκε στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης «ως διαφθορά νοείται η απαίτηση, προσφορά, παροχή η αποδοχή, αμέσως ή εμμέσως, δώρου ή οποιουδήποτε άλλου μη προσήκοντος ωφελήματος που επηρεάζει την ορθή εκτέλεση καθήκοντος ή την απαιτούμενη συμπεριφορά του λήπτη του δώρου ή του μη προσήκοντος ωφελήματος ή της υπόσχεσης ενός τέτοιου ωφελήματος»[2]. Ο ορισμός αυτός καλύπτει τη δωροδοκία και κάθε μορφή εγκλήματος περί την υπηρεσία και μολονότι είναι σαφής αφήνει εκτός του πεδίου του όλες εκείνες της μορφές κατακριτέας κοινωνικά και ηθικά συμπεριφοράς οι οποίες γίνονται αντιληπτές ως πράξεις διαφθοράς αν και δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ποινικά αδικήματα. Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς, ότι η διαφθορά μπορεί να περιλάβει φαινόμενα για τα οποία δεν προβλέπονται κανόνες (μικρά δώρα, ταξίδια, συναναστροφές) ή φαινόμενα για τα οποία οι κανόνες που προβλέπονται αδυνατούν να τυποποιήσουν την ποικιλία των πιθανών επιρροών μέσω των οποίων το ιδιωτικό συμφέρον προσπαθεί να υποτάξει το δημόσιο. Αποδίδει περισσότερο έναν τύπο κοινωνικής σχέσης, μέσω του οποίου εξασφαλίζονται προσβάσεις σε δυνατότητες και σε ένα πλέγμα εξουσίας, το οποίο αναγνωρίζει μόνο πρόσωπα και όχι απρόσωπες διαδικασίες διεκπεραίωσης αιτημάτων, επομένως δεν μπορεί να εξαντληθεί σε πράξεις όπως ο χρηματισμός. Με αυτή την έννοια, η πολιτική διαφθορά είναι ένα σύγχρονο φαινόμενο και εμφανίζεται ταυτόχρονα με το διαχωρισμό δημόσιου/ιδιωτικού και την έννοια του συμφέροντος, όπου το ιδιωτικό μολύνει, αλλοιώνει και νοθεύει το δημόσιο συμφέρον. Η άρση της διάκρισης δημόσιου/ιδιωτικού νομιμοποιεί τη διαφθορά ως μία εκδοχή της λειτουργίας τόσο του πολιτικού συστήματος όσο και της οικονομίας. Κατά τούτο, η πολιτική διαφθορά δεν αποτελεί τυχαίο ή περιστασιακό φαινόμενο, αλλά εγγενές χαρακτηριστικό του πολιτικού και οικονομικού συστήματος, διότι τόσο οι πολιτικοί όσο και οι δημόσιοι λειτουργοί -σε ένα σύστημα που αποθεώνει την ατομική επιτυχία έναντι πάντων- έχουν κάθε λόγο να χρησιμοποιούν τον κρατικό μηχανισμό ως μέσο για την κατοχύρωση και επέκταση των ατομικών ή συντεχνιακών τους συμφερόντων[3].
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που η πολιτική διαφθορά καθεαυτή δεν είναι δυνατόν να κηρυχθεί ολοκληρωτικά παράνομη, ιδιαίτερα σήμερα, που πολλές από τις ελεγκτικές και προνοιακές λειτουργίες του κράτους υποχωρούν και όπου πολλές δημόσιες λειτουργίες εμφανώς και υπογείως υποκαθίστανται από ιδιωτικές λειτουργίες και συμφέροντα. Στο πλαίσιο αυτό, τα όρια των θεσμικών παρεμβάσεων είναι πεπερασμένα και μοιραία θα προσπαθούν να αντιμετωπίσουν με τεχνοκρατικό τρόπο, ένα ζήτημα που ανάγεται κυρίως στο δημόσιο ήθος. Σύμφωνα με μελέτες που έχουν γίνει στην Αμερική, ούτε οι μηχανισμοί του «πόθεν έσχες», ούτε η οικονομική διαφάνεια μπορούν να επιτύχουν την πρόληψη της διαφθοράς[4]. Η αυταπάτη -που διακινείται από το σύνολο των πολιτικών κομμάτων- ότι αναμορφώνοντας ορισμένες διαδικασίες- όπως την συνταγματική διάταξη περί ευθύνης Υπουργών- θα τιθασεύσουμε ένα φαινόμενο που έχει εμποτίσει το δημόσιο βίο εδώ και τρις τουλάχιστον δεκαετίες, μπορεί εν δυνάμει να μετατραπεί σε οργή -όταν θα διαψευστεί στην πράξη- και τότε πράγματι η διαφθορά μπορεί να εξελιχθεί σε κοινωνικό και πολιτειακό ζήτημα.
Η Διεθνής Τράπεζα δηλώνει ότι η διαφθορά είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο της παγκόσμιας ανάπτυξης. Ενώ λοιπόν, η διαφθορά δεν αποτελεί ελληνική ιδιομορφία, ωστόσο, με βάση τις εκθέσεις της «διεθνούς διαφάνειας» (Transparency International) η χώρα μας τοποθετείται σε μια από τις χειρότερες θέσεις μεταξύ των αναπτυγμένων κρατών[5] Siemens και «υποβρύχιων» μιζών. Ειδικότερα στο δείκτη αντίληψης της Διαφθοράς -προϊόν συνδυασμού ερευνών που καταγράφει τις υποκειμενικές αντιλήψεις της κοινής γνώμης και ειδικού κοινού (επιχειρηματιών)- η Ελλάδα βαθμολογείται κάτω από την βάση (4,6) σε σχέση με τα άλλα κράτη της ΕΕ[6]. . Ιδίως από το 1995 έως το 2007 κατρακυλήσαμε από την 30η στην 56η θέση, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψιν τις «επιδόσεις» μας με τα σκάνδαλα βατοπεδίου,
Οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής διαφθοράς
Τα ιστορικά αίτια της διαφθοράς στην χώρα μας ανάγονται στην δημιουργία του νεοελληνικού κράτους και στο τρόπο με τον οποίο οι τοπικοί προύχοντες της προεπαναστατικής Ελλάδας εκμεταλλεύτηκαν την λειτουργία των θεσμών του αντιπροσωπευτικού συστήματος προκειμένου, μέσω της δημιουργίας εκτεταμένων πελατειακών δικτύων, να καταφέρουν να ελέγξουν την εκλογική διαδικασία. Έτσι δημιουργήθηκε ένας μεγάλος δημόσιος τομέας, με την πρόσληψη στο δημόσιο να λειτουργεί ως ανταμοιβή της πολιτικής υποταγής στο κόμμα, και το πολιτικό σύστημα να αποκτήσει πελατειακά χαρακτηριστικά, τα οποία μετά την μεταπολίτευση μαζικοποιήθηκαν, δημιουργώντας πρόσφορες συνθήκες για καλλιέργεια της διαφθοράς, ανεξαρτήτως της εναλλαγής των κομμάτων στην εξουσία. Ωστόσο, η πολιτική διαφθορά δεν μπορεί να αποδοθεί στο μέγεθος του δημόσιου τομέα, ούτε στην αύξηση των κρατικών παρεμβάσεων στην οικονομία, δεδομένου ότι τα σκανδιναβικά κράτη έχουν έναν πολύ εκτεταμένο δημόσιο τομέα αλλά ελάχιστη διαφθορά.
Εξαιτίας των παραπάνω παραγόντων δεν αναπτύχθηκε μια αυτοτελής διοικητική γραφειοκρατία, η οποία τηρώντας την αρχή της νομιμότητας θα διασφάλιζε την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Η διείσδυση του κόμματος στην λειτουργία του κράτους και η αντίληψη ότι η κομματική ιδιότητα είναι μια μορφή επαγγέλματος[7], δημιούργησε στεγανά εντός της δημόσιας διοίκησης και οδήγησε στην ταύτιση του κομματικού με το δημόσιο συμφέρον και κατ’ επέκταση στην ικανοποίηση ιδιωτικών συμφερόντων συγκεκριμένων οικονομικών παραγόντων. Η αναξιοκρατική κομματοκρατία διαμόρφωσε ομάδες συμφερόντων που απέκτησαν θέσεις επιρροής στον ευρύτερο δημόσιο τομέα κατορθώνοντας παράλληλα, μέσω ασυντόνιστων προνοιακών πολιτικών- βασιζόμενων στα δανεικά- να ουδετεροποιήσουν τις αντιδράσεις των μη προνομιούχων.
Αυτή η πολυσχιδής διαφθορά δεν υπονόμευσε μόνο το κράτος δικαίου και δεν διασπάθισε μόνο τον όποιο παραγόμενο πλούτο, αλλά μετατράπηκε μέσω του κυρίαρχου λαϊκισμού σε δεσπόζον ήθος που νομιμοποιούσε το «δικαίωμα» στην αυθαιρεσία, και στην φοροδιαφυγή, στον αδιαφανή διορισμό στο δημόσιο, στην κοινοτική χρηματοδότηση κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου. Σε αυτό τον εκτεταμένο εκφυλισμό του δημοσίου συμφέροντος δεν υπήρχε ουσιαστικό ανάχωμα. Τόσο συντηρητικά όσο και προοδευτικά ρεύματα και κόμματα πλειοδότησαν αστόχαστα σε κάθε επιμέρους αίτημα ποικίλων κοινωνικών ομάδων, εμφανίζοντάς το ως συμφέρον του λαού γενικώς. Με αυτό τον τρόπο υποτιμήθηκε το γεγονός ότι η διαφθορά κλονίζει ορισμένες από τις βασικές αρχές πάνω στις οποίες στηρίζεται η σύγχρονη δημοκρατία, όπως η ισότητα των πολιτών ενώπιον των θεσμών και η λογοδοσία στην λήψη των αποφάσεων, συμβάλλοντας έτσι στην απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος[8].
Επιπλέον σε όσες περιπτώσεις διαπιστώθηκαν προβλήματα εξατομικευμένης διαφθοράς και έγινε προσπάθεια να καταλογιστούν πολιτικές, πειθαρχικές και ποινικές ευθύνες σε πολιτικά και μη πρόσωπα που φέρονταν ως ενεχόμενοι σε διάπραξη αδικημάτων -αυτά που στην δημοσιογραφική γλώσσα χαρακτηρίζονται ως σκάνδαλα-, αποδείχθηκε ότι υπάρχει τόσο θεσμική αδυναμία απόδοσης και εξατομίκευσης των ευθυνών, όσο και πολιτική απροθυμία, με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε στην ατιμωρησία. Η υπαρκτή αυτή αδυναμία υποκαταστάθηκε από μια υπερχυλίζουσα δημοσιογραφική σκανδαλολογία. Ωστόσο, η σκανδαλολογία δεν περιορίζει, ούτε καταστέλλει την διαφθορά, αλλά αναζητά απλώς εξιλαστήρια θύματα, προκειμένου να ικανοποιηθεί το κοινό.
Η αμφιθυμική στάση των πολιτών απέναντι στην διαφθορά
Από την άλλη, σύμφωνα με στατιστικές και δημοσκοπήσεις που έχουν διενεργηθεί, διαπιστώνεται ότι η κοινωνική απαξία της μικροδιαφθοράς, δηλαδή της μαζικής ή κοινωνικής διαφθοράς που εντοπίζεται στην καθημερινή λειτουργία της δημόσιας διοίκησης γνωρίζει περιορισμένη κοινωνική αποδοκιμασία. Πολλοί συμπολίτες μας έχουν συμβιβαστεί με την ιδέα ότι το σύστημα λειτουργεί ως εγγενώς διεφθαρμένο και η δωροληψία συνιστά μια θεσμοποιημένη κανονικότητα, αφού όχι μόνο στις μικροπαρανομίες των πολιτών αλλά και στα νόμιμά τους αιτήματα προς την δημόσια διοίκηση απαιτείται πρόσθετη δαπάνη προκειμένου, είτε να εισακουστούν, είτε ο υπάλληλος να κάνει τα στραβά μάτια. Η στάση των πολιτών απέναντι στους θεσμούς στη χώρα μας δεν ορίζεται από τις επιταγές και τις κυρώσεις που αυτοί περιέχουν, αλλά από την συναλλαγή με αυτούς, την συμμόρφωση ή την απόκλιση κατά περίπτωση. Ο πολίτης δεν προσαρμόζεται στην καθολικότητα του νόμου, διότι διαπιστώνει ότι οι πιθανότητες να υπαχθούν όλοι είναι λιγοστές, όπως λιγοστές είναι οι πιθανότητες να υποστούν κυρώσεις οι μη συμμορφούμενοι. Οι προσωποποιημένες σχέσεις και οι άτυπες οικονομικές δοσοληψίες με το δημόσιο τομέα, λόγω και των παραπάνω χαρακτηριστικών, τελούν υπό ένα καθεστώς γενικευμένης ανοχής[9]. Η αναξιοκρατία και το ρουσφέτι που ενδημούν στην ελληνική περίπτωση, ενώ είναι η σημαντικότερη εκδήλωση διαφθοράς, στην συνείδηση των πολιτών γίνονται αντιληπτές ως νόμιμες μορφές συναλλαγής με το πολιτικό σύστημα και τους εκπροσώπους του. Συνεπώς υπάρχει τρις τύποι διαφθοράς: μια διαφθορά που γίνεται αποδεκτή ή απλώς έχει την ανοχή μας, μία δεύτερη που κατακρίνεται και απορρίπτεται και πολλές ενδιάμεσες μορφές που επιδέχονται ποικίλες απαντήσεις ανάλογα τα πολιτιστικά περιβάλλοντα, τα επικρατούντα ήθη και τις ομάδες ανθρώπων που εμπλέκονται[10].
Ως προς τις περιπτώσεις μεγάλου οικονομικού αντικειμένου διαφθοράς που προϋποθέτουν πολιτικές αποφάσεις σε υψηλό επίπεδο -δηλαδή το φαινόμενο το οποίο στην δημοσιογραφική γλώσσα καταγράφεται ως διαπλοκή-, εκεί η οργή των πολιτών στρέφεται κατά του πολιτικού συστήματος συλλήβδην, το οποίο απαξιώνουν (βλ. αυξανόμενα ποσοστά αποχής από τις εκλογές) ζητώντας παράλληλα πολιτική κάθαρση και τιμωρία. Ως διαπλοκή νοείται η ύπαρξη εξωθεσμικής σύνδεσης μεταξύ οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, η οποία εξασφαλίζει επιχειρηματικά κέρδη ποικίλων ειδών (μονοπωλιακές θέσεις, προσβάσεις σε αγορές, δημόσιους πόρους) μέσω εκμετάλλευσης των ανεπαρκειών του θεσμικού πλαισίου που οδηγούν τον διαπλεκόμενο να κινείται πάντα στα όρια της νομιμότητας. Έτσι η συνύπαρξη της επιβράβευσης της μικροδιαφθοράς και της δημιουργίας αντίστοιχης νοοτροπίας, με την έντονη αποδοκιμασία της «υψηλής» πολιτικής και διαπλεκόμενης διαφθοράς, δημιουργεί μια αμφιθυμική στάση απέναντι στο νομικό και πολιτικό σύστημα της χώρας με απρόβλεπτες συνέπειες, λόγω των ειδικότερων συνθηκών της κρίσης.
Η αμφιθυμική αυτή στάση αποτυπώνεται και στις στάσεις των κυβερνώντων απέναντι στην διαφθορά[11]. Αυτές εκκινούν από μια μοιρολατρική αποδοχή[12] και από ηθικολογικές παραινέσεις που στερούνται αξιοπιστίας, -διότι δεν συνοδεύονται από πράξεις-, μέχρι λύσεις που αποδίδουν το πρόβλημα στον κομματισμό του αντιπάλου κόμματος που κατέλαβε το κράτος (οι «καλοί» θα αντικαταστήσουν τους «κακούς»), ή προτάσεις που οδηγούν σε ενίσχυση της γραφειοκρατίας προκειμένου να περιοριστεί η εμπλοκή των δημοσίων υπαλλήλων στις συναλλαγές με τον πολίτη. Είναι προφανές ότι στο βαθμό που η διαφθορά έχει καταστεί συστατικό μέρος της δημόσιας κουλτούρας, δεν ανάγεται μόνο στην ηθική ποιότητα των δημόσιων λειτουργών, αλλά σε ένα σύστημα όπου τα μέρη αλληλεπιδρούν, τροφοδοτώντας έναν αέναο φαύλο κύκλο. Μάλιστα θα λέγαμε ότι μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης, η ελληνικού τύπου διαφθορά υπήρξε λειτουργική διότι για μεν τους πολιτικούς εξασφάλιζε την έξωθεν καλή μαρτυρία, με την δημιουργία θεσμών που εξυπηρετούσαν φαινομενικώς το δημόσιο συμφέρον χωρίς να υπάρχει μέριμνα και για την εφαρμογή τους, στους δε πολίτες παρέχονταν η δυνατότητα, μέσω μικροσυναλλαγών, να εφαρμόζουν το νόμο επιλεκτικά, εκμεταλλευόμενοι την ελλειμματική λειτουργία -εξαιτίας συνδυασμού ανοργανωσιάς και αδιαφορίας- των ελεγκτικών μηχανισμών. Το αποτέλεσμα αυτής της λειτουργίας ισορροπούσε βραχυπρόθεσμα τα εκατέρωθεν συμφέροντα, ωστόσο σωρευτικά και μακροπρόθεσμα υπήρξε καταστρεπτικό για το δημόσιο συμφέρον, διότι παρήγαγε οικονομικά ελλείμματα, αλλά και ελλείμματα στην αξιοπιστία. Τα μεν οικονομικά ελλείμματα καλύπτονταν με δανεικά που μας οδήγησαν στην χρεωκοπία, τα δε ελλείμματα αξιοπιστίας καλύπτονταν με κούφιες ρητορείες που οδήγησαν στην κρίση του πολιτικού συστήματος. Είναι προφανές ότι δεν μπορείς να ζείς εσαεί δανειζόμενος, ούτε να πορεύεσαι εσαεί υποκρινόμενος. Η σημερινή εκτεταμένη αποχή από τις δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις είναι η μετρήσιμη πλευρά του πολιτικού κόστους της διαφθοράς, ενώ το αυθόρμητο κίνημα των «αγανακτισμένων» εν δυνάμει, δημιουργεί συνθήκες κοινωνικής έκρηξης.
Η αλλοίωση της πολιτικής ευθύνης των κυβερνώντων
Η έντονη αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος και τα φαινόμενα ανομικής συμπεριφοράς στο συνδυασμό τους, υπό συνθήκες οικονομικής κρίσης όπου ο καθένας αναζητά υπευθύνους, αποτελούν πρόσφορες συνθήκες για πολιτικές θέσεις που στρέφονται κατά του κοινοβουλευτικού συστήματος και της ίδιας της δημοκρατίας, υπονομεύοντας το πολιτειακό και αξιακό κεκτημένο της μεταπολίτευσης.
Το αν θα διαμορφωθούν παρόμοιες πολιτικές θέσεις και αν θα γνωρίσουν αποδοχή δεν είναι εύκολο να απαντηθεί. Πάντως είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ οι μεγάλες ταραχές του Δεκέμβρη του 2008 δεν ταρακούνησαν το πολιτικό σύστημα, σήμερα η υπόκωφη απογοήτευση, ιδίως στα μεσαία στρώματα, μοιάζει να είναι περισσότερο επικίνδυνη.
Αν ο πολιτικός λόγος περί διαφθοράς είναι γενικευτικός, αφηρημένος, αδυνατεί να διακρίνει τις αποχρώσεις των φαινομένων και είναι αφόρητα ηθικολογικός και καταγγελτικός, το ίδιο αγκυλωμένος είναι ο λόγος που προσπαθεί να δώσει λύση στο πρόβλημα. Αυτό αποτυπώνεται εμφατικά στη ρητορία για τις θεσμικές ανεπάρκειες του νόμου περί ευθύνης των πολιτικών προσώπων. Με άλλα λόγια η γενικευμένη συζήτηση περί διαφθοράς, με τα χαρακτηριστικά που περιέγραψα, επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο εντάσσουμε την ποινική ευθύνη των υπουργών στην λειτουργία του πολιτεύματος και κατ’ επέκταση τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύουμε τις διατάξεις του Συντάγματος και του σχετικού νόμου.
Ιστορικά η απόδοση ποινικής ευθύνης στους κυβερνώντες ήταν μια διαδικασία που περιλάμβανε την πολιτική αξιολόγηση του έργου των υπουργών είχε, επομένως, έκδηλα πολιτικά στοιχεία και ως εξαιρετική διαδικασία διαφοροποιούνταν σαφώς από την ποινική ευθύνη των απλών πολιτών. Κατά τούτο, η σύγχρονη έννοια της πολιτικής ευθύνης αποτελεί ως ένα βαθμό μετεξέλιξη της ενιαίας ευθύνης των υπουργών[13] της προδημοκρατικής περιόδου του αγγλικού στέμματος που είχε ταυτόχρονα στοιχεία ποινικής και αστικής ευθύνης.
Όπως έχει επισημανθεί, είναι σαφές «…ότι η θεσμοποιημένη διαδικασία απόδοσης ποινικών ευθυνών στους κυβερνώντες δεν είναι δυνατόν να στεγανοποιηθεί από την πολιτική»[14].
Ήδη εμπειρικές μελέτες έχουν δείξει ότι παρατηρείται από τα τέλη της δεκαετίας του 1980-1990 μια κρίση εμπιστοσύνης στους βασικούς θεσμούς του πολιτικού συστήματος, τάση που συνοδεύεται από μια διάχυτη πολιτική απάθεια και κυνισμό. Η λογοδοσία, ως συστατικό της πολιτικής ευθύνης πάσχει, όχι μόνο γιατί οι κυβερνώντες δεν λογοδοτούν, αλλά και γιατί οι κυβερνώμενοι δεν ενδιαφέρονται να τους ζητήσουν το λόγο[15].
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μιας αναιμικής και απονομιμοποιημένης πολιτικής ευθύνης πρέπει να αντιμετωπίσουμε την ποινική ευθύνη των υπουργών, διότι είναι σαφές ότι μεταξύ των δύο υπάρχει ένα ισοζύγιο, η ισορροπία του οποίου αποτυπώνει και την ποιότητα του κοινοβουλευτικού μας βίου.
Η ποινική ευθύνη ως εκδήλωση της κρίσης εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα
Καταρχήν η συνταγματική πρόβλεψη ειδικού καθεστώτος για την ποινική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης παρατηρείται στις περισσότερες σύγχρονες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες[16] κυρίως ως μορφή θεσμικής εγγύησης που προστατεύει τους κυβερνητικούς φορείς από άστοχες διώξεις που θα τους δυσχέραναν στην επιτέλεση των καθηκόντων τους. Στις περισσότερες χώρες παρεμβάλλεται απόφαση του κοινοβουλίου και προβλέπεται ειδικό δικαστήριο και ειδική διαδικασία. Από συστάσεως ελληνικού κράτους η βουλή έχει κληθεί 16 φορές να αποφασίσει αν πρέπει να παραπεμφθούν σε δίκη μέλη της κυβέρνησης[17]. Μεταπολιτευτικά είχαμε πέντε περιπτώσεις παραπομπής σε δίκες και συνολικά τρις καταδικαστικές αποφάσεις κατά υπουργών[18].
Η σύγχρονη συζήτηση για την ποινική ευθύνη των υπουργών στη χώρα μας καθώς και οι ρυθμίσεις που προτάθηκαν κατά την αναθεώρηση του άρθρου 86 Σ[19] (2001), ήταν σαφώς επηρεασμένες από το φορτισμένο κλίμα της περιόδου 1989-1995 και τις ποινικές διώξεις κατά μελών της κυβέρνησης των δύο μεγάλων κομμάτων της εποχής. Τα πολλά ερμηνευτικά προβλήματα που προέκυψαν κατά την εφαρμογή του ν.δ 802/1971[20] (ανάμεσα σε αυτά πρέπει να αναφέρουμε την πρόβλεψη ιδιώνυμων λευκών ποινικών διατάξεων[21], τα ερμηνευτικά ζητήματα για το αν το δικαίωμα της βουλής να ασκήσει δίωξη μέσα στην πρώτη βουλευτική σύνοδο συνιστά αποσβεστική προθεσμία ή παραγραφή, αν είναι νοητή η αναστολή της παραγραφής ή όχι[22] και τέλος αν ως προς την παραπομπή των συμμετόχων εφαρμόζεται ο ΚτΒ ή το ν.δ), οδήγησαν σε μια πρώτη μεταβολή του με το ν. 2509/1997 και σε νέα ρύθμιση με το ν. 3126/2003 προκειμένου ο τελευταίος[23] να είναι συμβατός με την αναθεωρημένη συνταγματική διάταξη.
Εντελώς πρόσφατα η βουλή ψήφισε τροποποιήσεις του τελευταίου νόμου, με το νόμο 3961/2011, καταργώντας τις σύντομες παραγραφές, επιβάλλοντας περιοριστικούς όρους και κατασχέσεις του οικονομικού οφέλους που απέκτησε ο ποινικώς διωκόμενος υπουργός με απόφαση της επιτροπής της βουλής που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση, ενώ ιδρύεται τριμελές δικαστικό γνωμοδοτικό συμβούλιο που προβαίνει σε νομικό έλεγχο των στοιχείων και αξιολόγηση της ουσιαστικής βασιμότητας των κατηγοριών προκειμένου η βουλή να αποφασίσει, με περισσότερες εγγυήσεις, για την αναγκαιότητα σύστασης προκαταρκτικής επιτροπής.
Η βασική ιδιαιτερότητα του άρθρου 86 -σε σχέση με τους άλλους αντίστοιχους θεσμούς των άλλων ευρωπαϊκών κρατών- είναι ότι συνδυάζει τις προστατευτικές ρήτρες που συναντάμε σε άλλα συντάγματα με την μοναδική πρόβλεψη σύντομης αποκλειστικής προθεσμίας, εντός της οποίας μπορεί να ασκηθεί η δίωξη από την βουλή. Ωστόσο, μετά την αναθεώρηση του 2001, η ρύθμιση έγινε αυστηρότερη της προγενέστερης, καθώς διπλασιάστηκε ο χρόνος μέσα στον οποίο μπορεί να επιληφθεί η βουλή. Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης, ότι η πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 86 Σ γνώρισε ευρύτατη αποδοχή (268 ψήφοι) και ελάχιστοι από τους σημερινούς επικριτές της συνταγματικής διάταξης είχαν επισημάνει τις υποτιθέμενες τρανταχτές αδυναμίες της.
Αν υπάρχει μια δεσπόζουσα κεντρική ιδέα που να διατρέχει την κριτική που ασκήθηκε στο θεσμό, αυτή συνοψίζεται στην φράση «ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής». Με άλλα λόγια η ποινική ευθύνη των υπουργών κατέστη πεδίο της έντονης αντιπαράθεσης μεταξύ της εκάστοτε κυβέρνησης και της εκάστοτε αντιπολίτευσης, όπου η αλλαγή των ρόλων οδηγούσε στην ποινική δίωξη της αντιπολίτευσης για ευθύνες της δικής της κυβερνητικής θητείας[24]. Θεωρήθηκε δηλαδή, ότι ο θεσμός της ποινικής ευθύνης αποτελεί όπλο στα χέρια της κυβερνητικής εξουσίας, με το οποίο μπορεί να επιχειρήσει την πολιτική εξόντωση του αντιπάλου.
Η πρώτη διαπίστωση που μπορούμε να κάνουμε προσεγγίζοντας εγγύτερα το θεσμό είναι ότι η ποινική ευθύνη των υπουργών είναι ένας δικαιοκρατικός θεσμός, ο οποίος συνιστά απόκλιση από την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, καθώς αναθέτει σε ένα πολιτικό όργανο, τη βουλή, την άσκηση αρμοδιοτήτων δικαστικής υφής. Η ιδιαιτερότητα αυτή διατρέχει και την όλη διαδικασία -αν και σε βαθμό μικρότερο από ότι στην προηγούμενη ρύθμιση- καθώς τα κριτήρια π.χ. της αναστολής της δίωξης είναι κοινοβουλευτικά, δηλαδή πολιτικής σκοπιμότητας, ενώ τα δικαιώματα του κατηγορουμένου τηρούνται κατά τις συναφείς δικονομικές εγγυήσεις.
Η δεύτερη ιδιαιτερότητα είναι η καθιέρωση της αρμοδιότητας ενός ειδικού ποινικού δικαστηρίου που επιλαμβάνεται των συναφών υποθέσεων. Οι δικαιοπολιτικοί λόγοι που συνηγορούν υπέρ των ειδικών ρυθμίσεων, συνδέονται με την αποτροπή χρησιμοποίησης της απειλής ποινικής δίωξης ως πολιτικό όπλο στα χέρια των αντιπάλων, με την γρήγορη εκκαθάριση των υποθέσεων προκειμένου να μην επιβαρύνεται ο δημόσιος βίος και με την μη μετατροπή μιας υπουργικής πράξης με διοικητικό συχνά χαρακτήρα σε ποινική υπόθεση με μια απλή μηνυτήρια αναφορά[25].
Δεν θα γίνει ανάλυση των συνταγματικών ρυθμίσεων για την ευθύνη των Υπουργών που άλλωστε είναι γνωστές. Θα περιοριστώ στις κριτικές που έχουν ασκηθεί.
Καταρχήν πρέπει να επισημανθεί ότι οι επικρίσεις κατά της συνταγματικής διάταξης[26] έχουν ως βασικό επιχείρημα ότι τόσο οι πλειοψηφίες στη βουλή όσο και η σύντομη παραγραφή καθιστούν αδύνατη την παραπομπή αν ο εγκαλούμενος υπουργός ανήκει στο κόμμα που διαθέτει την πλειοψηφία της βουλής[27]. Πρακτικά αν ένα κόμμα κερδίσει δύο συνεχόμενες εκλογές, είναι πολύ δύσκολο να παραπέμψει υπουργό του για αδικήματα που έχουν διαπραχθεί εντός της πρώτης κυβερνητικής περιόδου μέχρι τις επόμενες εκλογές. Περιθώρια άσκησης δίωξης υπάρχουν μόνο σε περίπτωση ανατροπής του συσχετισμού δυνάμεων στις βουλευτικές εκλογές και κυβερνητικής αλλαγής. Δικαιοπολιτικής υφής είναι και οι επικρίσεις που διατυπώθηκαν από κορυφαία στελέχη της δικαιοσύνης: τόσο ο πρώην Πρόεδρος του ΑΠ κ. Νικόπουλος, όσο και ο πρώην εισαγγελέας Κ.Σανιδάς, υποστήριξαν ότι με την συνταγματική ρύθμιση περί ευθύνης υπουργών, η περίπλοκη διαδικασία με τις σύντομες προθεσμίες η οποία δύσκολα θα καταλήξει σε παραπομπή σε δίκη, εισάγει ευνοϊκή ρύθμιση υπέρ των πολιτικών προσώπων και εις βάρος των απλών πολιτών που κατηγορούνται για τις ίδιες εγκληματικές πράξεις. Οι παραπάνω επικρίσεις υπονοούν ότι δεν είναι σκόπιμο να υπάρχει ένα ειδικό καθεστώς για τους υπουργούς.
Μια τρίτη κατηγορία επικρίσεων καταφάσκει για ιστορικούς λόγους αλλά και για λόγους που συνδέονται με τα σύγχρονα πολιτικά μας ήθη (δικομανία, συχνή μετατροπή πολιτικών διαφωνιών σε δικαστικές αντιδικίες και σπίλωση πολιτικών αντιπάλων με την σκανδαλολογία) υπέρ του ειδικού καθεστώτος, διαφωνεί όμως ως προς τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις. Συγκεκριμένα προτάθηκε[28] η πλήρης απεμπλοκή της Βουλής από τη σχετική προανακριτική διαδικασία με την ανάθεση άσκησης δίωξης στην Ολομέλεια Εφετών Αθηνών και η κατάργηση της σημερινής αποσβεστικής προθεσμίας καθώς και η χρονική επέκταση της ισχύουσας παραγραφής κατά 5 χρόνια.
Άλλη πρόταση[29] υποστηρίζει ότι πρέπει να δοθεί προηγούμενη άδεια από την βουλή για την ποινική δίωξη των υπουργών, η δίωξη όμως πρέπει να ασκηθεί από τις εισαγγελικές αρχές όπως ισχύει για τους κοινούς πολίτες. Άλλωστε, η ίδια άποψη υποστηρίζει ότι η έναρξη της διαδικασίας με παρέμβαση πολιτικού οργάνου αποτελεί αρχαϊκό στοιχείο του κοινοβουλευτισμού που πλέον είναι ξεπερασμένο στις σύγχρονες ρυθμίσεις για την ποινική ευθύνη στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη[30].
Επίσης κριτική[31] έχει ασκηθεί και στην σύντομη αποσβεστική προθεσμία της αρμοδιότητας της βουλής να ασκεί την δίωξη. Έχει προταθεί ότι η προθεσμία αυτή πρέπει να επεκτείνεται σε δύο βουλευτικές περιόδους δηλαδή να καλύπτει δύο εκλογικές αναμετρήσεις και να λήγει στο τέλος της πρώτης συνόδου της δεύτερης βουλευτικής περιόδου έπειτα από εκείνη εντός της οποίας τελέστηκε η αξιόποινη πράξη του υπουργού. Κατά την άποψη αυτή, δεν εξυπηρετείται καμία σκοπιμότητα με την πρόβλεψη απόκλισης από τις κοινές ποινικές διατάξεις ως προς το θέμα της παραγραφής. Τέλος, πρόταση για συνταγματική αλλαγή του σχετικού άρθρου 86 έχει διατυπωθεί και από τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο του ΠΑΣΟΚ κ. Ευ.Βενιζέλο ο οποίος προτείνει να κρατήσει η βουλή την απόφαση, με αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων (200 βουλευτές), επιλογής ενός πενταμελούς δικαστικού οργάνου υψηλού κύρους το οποίο να αποφασίζει για τις προκαταρκτικές εξετάσεις και τις ποινικές διώξεις[32]. Επιδιωκόμενος στόχος με την συγκεκριμένη πρόταση είναι η ενίσχυση του ρόλου της τακτικής δικαιοσύνης και ο ανάλογος περιορισμός των σχετικών αρμοδιοτήτων του κοινοβουλίου[33].
Το ήδη προβληματικό άρθρο 86 επιβάρυνε τόσο η ΝΔ με την απόφασή της να αποχωρήσει από την βουλή όταν ετέθη προς ψήφιση η πρόταση του ΠΑΣΟΚ για το λεγόμενο σκάνδαλο του βατοπεδίου καθώς και η εγκύκλιος (4/2003) του πρώην εισαγγελέα του ΑΠ κ. Γ.Σανιδά που υποχρεώνει τους αρμόδιους εισαγγελείς που διαπιστώνουν την ύπαρξη στοιχείων που συνδέονται με αξιόποινες πράξεις υπουργών να τα διαβιβάζουν πρώτα στον εισαγγελέα του ΑΠ και, εφόσον τα κρίνει ως επαρκή ο τελευταίος, να τα διαβιβάζει στην βουλή. Οι συγκεκριμένες επιλογές δημιούργησαν την αίσθηση στην κοινή γνώμη ότι τα πολιτικά κόμματα -με την ανοχή της δικαστικής λειτουργίας- προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τις συνταγματικές ρυθμίσεις προκειμένου να συγκαλύψουν παράνομες πράξεις.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η οποιαδήποτε συνταγματική ή νομοθετική αλλαγή δεν συνεπάγεται ότι θα επιφέρει αυτόματα αποκατάσταση του διαταραγμένου κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτών και πολιτικού συστήματος, ούτε βέβαια ότι θα λύσει όλα τα συναφή προβλήματα. Ωστόσο, είναι προφανές ότι η εμπεδωμένη εμπιστοσύνη προς τους θεσμούς, η βαθιά αίσθηση του καθήκοντος και η συνειδητοποίηση της ευρύτητας της πολιτικής ευθύνης αφήνει περιορισμένα περιθώρια ανάδειξης των ποινικών πλευρών ενός θέματος. Η τυποποίηση της πολιτικής ευθύνης ως έκφραση της κοινοβουλευτικής αρχής καθιστά την ποινική ευθύνη οριακό θεσμό. Με άλλα λόγια η πολιτική ευθύνη απορροφά την ποινική.
Αντιθέτως, όπου υπάρχει διάχυτη δυσπιστία, κρίση εμπιστοσύνης, αδυναμία ή αβουλία επιβολής της νομιμότητας, τότε η ποινική ευθύνη λειτουργεί εις βάρος της πολιτικής και την απομυζά. Όπου δεν υπάρχει κλίμα συναίνεσης ακόμα και για τους βασικούς κανόνες του πολιτικού παιγνιδιού, τα πεδία της διαβούλευσης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων συρρικνώνονται και μοιραία οι πολιτικές διαφορές μεταβάλλονται σε νομικές αντιδικίες στις οποίες εμπλέκεται η δικαιοσύνη και της οποίας ο ρόλος και τα όρια της παρέμβασης επίσης αμφισβητούνται. Υπό αυτή την έννοια, συνιστά άλλοθι να αποδίδεται η αδυναμία εξιχνίασης χτυπητών περιπτώσεων παρανομίας στο (δήθεν) ελλιπές συνταγματικό και νομοθετικό πλαίσιο[34].
Σε κάθε περίπτωση η διάπραξη αξιόποινων πράξεων από υπουργό συνιστά μια ακραία περίπτωση κατάχρηση της κυβερνητικής εξουσίας την οποία συνοδεύει πάντα ένα μεγάλο πολιτικό και κοινωνικό στίγμα -συνεργούντων και των ΜΜΕ- με το οποίο θα συμβιώσει ο πολιτικός, ανεξαρτήτως καταδίκης. Το πολιτικά προβληματικό στοιχείο είναι ότι το πολιτικό μας σύστημα και τα κόμματά μας θέτουν τον κομματικό πατριωτισμό υπεράνω του δημοσίου συμφέροντος και δεν έχουν την δύναμη να επιβάλλουν εξυγίανση του δημοσίου βίου και αυτοκάθαρση. Απουσιάζει επομένως η πολιτική θέληση και υπερτερεί η κομματική σκοπιμότητα και η λογική της συγκάλυψης. Ενδεικτική στάση που απορρέει από την παραπάνω αντίληψη είναι το γεγονός ότι ενώ πρόσφατα -αλλά και κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 90- η συνταγματική διάταξη κατακρίνονταν διότι διευκόλυνε τον πολιτικό στιγματισμό των αντιπάλων και τον μηντιακό τους διασυρμό δηλαδή οδηγούσε στην «ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής», σήμερα κατηγορούμε την ίδια διάταξη για το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή ότι αποτελεί την βασική τροχοπέδη στην απόδοση ποινικών ευθυνών στα πολιτικά πρόσωπα. Σήμερα που οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες έχουν αλλάξει δραματικά, αναζητούμε «που πήγαν τα λεφτά» και θέλουμε οπωσδήποτε να δούμε κάποιους στην φυλακή, ενώ ο «απλός» στιγματισμός και η διαπόμπευση δεν μας αρκούν. Οι πολιτικοί μας στην συντριπτική τους πλειοψηφία οχυρώνονται πίσω από το υπαρκτό εμπόδιο της αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 86 και δεν βλέπουν τις δικές τους ευθύνες και την τρανταχτή αδυναμία τους να επιβάλλουν κάθαρση στους δικούς τους κομματικούς χώρους.
Συμπερασματικά θα έλεγα ότι ανεξαρτήτως των βελτιώσεων που επιδέχεται το θεσμικό πλαίσιο της ευθύνης των υπουργών, το κρισιμότερο είναι να συνειδητοποιήσουν οι πολιτικές δυνάμεις ότι η προσφυγή στο θεσμό της ποινικής ευθύνης προϋποθέτει υψηλότερο αίσθημα ευθύνης και λιγότερη πολιτική εκμετάλλευση από ότι στο παρελθόν.
[1] Βλ. Κ.Τσουκαλά/Π.Καφετζή, Περί πολιτικής διαφθοράς, ΕΠΕ (2008), σ. 5 επ.
[2] Δ.Ράϊκου, Δημόσια Διοίκηση και διαφθορά, Σάκκουλας, 2006, σ. 97.
[3] Βλ. Μ.Σεραφετανίδου, Οι κοινωνικές ρίζες της κρατικής διαφθοράς σε: Κουτσούκη/Σκλιά (επιμ.), Διαφθορά και σκάνδαλα στην δημόσια διοίκηση και την πολιτική, Ι.Σιδέρης, 2005, σ. 86 επ.
[4] Βλ Ν.Γεωργόπουλου, Η διαφθορά στην δημόσια διοίκηση σε: Κουτσούκη/Σκλιά, ό.π, σ. 122-123.
[5] Βλ. τον τόμο της ΜΚΟ «Διεθνής Διαφάνεια-Ελλάς, Οργάνωση κατά της διαφθοράς», Κ.Μπακούρης, Η έρευνα της διεθνούς διαφάνειας ανοίγει την συζήτηση σε: Κράτος και διαφθορά, Πως θα κόψουμε τον ομφάλιο λώρο, Ιανός, 2008, σ. 15 επ.
[6] Βλ. σε: Κράτος και διαφθορά, ό.π, σ. 166 επ.
[7] Βλ. Κ.Χρυσόγονου, Η ιδιωτική δημοκρατία, από τις πολιτικές δυναστείες στην κλεπτοκρατία, Επίκεντρο, 2009, σ. 169 επ. (ιδίως σ. 178).
[8] Βλ. P. Heywood, Political Corruption: Problems and Perspectives, Political Studies 1997, σ. 417 επ. (ιδίως σ. 421).
[9] Βλ. Δ.Παπαδόπουλος/Λ.Λουλούδης (ανάτυπο), Η σιωπή των πολιτών, περί της κοινωνικής ανοχής των δικτύων διαπλοκής στην Ελλάδα (1989-2000), Αθήνα, 2002, σε «Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα», Ιδεολογικά ρεύματα και Τάσεις της διανόησης στην σημερινή Ελλάδα, 2002, σ. 138 επ., 146.
[10] Βλ. Heywood, ό.π, σ. 427.
[11] Βλ. Ν.Μουζέλη, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 17/5/2009.
[12] Βλ. τις δηλώσεις που έχουν κάνει δύο πρώην πρωθυπουργοί: K.Σημίτης «αυτή είναι η Ελλάδα…», Κ. Καραμανλής «Έτσι είναι το σύστημα τι θέλετε να κάνω;».
[13] Βλ. Α.Λοβέρδου, Κυβέρνηση, συλλογική λειτουργία και πολιτική ευθύνη, Αντ.Σάκκουλας, 1991, σ. 77 επ., Ι.Αραβαντινού, Πραγματεία περί ευθύνης των ηγεμόνων και των Υπουργών, Αθήνα, 1880, σ. 2 επ., Χ.Σγουρίτσα, Η οργάνωσις της Κυβέρνησεως και η κοινοβουλευτική ευθύνη των Υπουργών, Αθήνα, 1931, σ. 110, Ν.Καλογήρου, Η ποινική και αστική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης και η αστική ευθύνη του δημοσίου στην Ελλάδα, Αντ.Σάκκουλας, 1993, σ. 18.
[14] Α.Λοβέρδου, Η ποινική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης και των υφυπουργών στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα, Αντ. Σάκκουλας, 1995, σ. 124.
[15] Βλ. Δ.Σωτηρόπουλου, Υλικό από νάϋλον που εύκολα ξεχειλώνει, εφ. «ΤΟ ΒΗΜΑ», 28/12/2008.
[16] Βλ. Ε.Μπεσίλα-Βήκα, ό.π, σ. 65 επ., Κ.Χρυσόγονος, Η έκπτωση της υπουργικής ευθύνης, ΕφΔΔ 4/2009, σ. 442 επ.
[17] Βλ. την ιστορική μονογραφία του Ν.Σοϊλεντάκη, Υπουργοί στο Ειδικό Δικαστήριο (1821-2000), Αθήνα (ιδιωτική έκδοση), 2005, όπου εκτίθενται αναλυτικά όλες οι περιπτώσεις ποινικής δίωξης κατά υπουργών από την επανάσταση του 1821 μέχρι σήμερα, διανθισμένες με σημαντικές ιστορικές λεπτομέρειες της εκάστοτε περιόδου όπου εκδηλώθηκαν οι διώξεις.
[18] Βλ. Α.Λοβέρδου, Η ποινική ευθύνη…, ό.π, σ. 42.
[19] Βλ. Ε.Βενιζέλου, Το αναθεωρητική κεκτημένο, Αντ. Σάκκουλας, 2002, σ. 285 επ., Κ.Χρυσόγονου, Η ρύθμιση της ποινικής ευθύνης των υπουργών μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος, Ποιν.Χρ. 2001, σ. 781 επ.
[20] Βλ. Α.Μάνεση-Δ.Τσάτσου, (γνωμοδότηση), εφ. ΤΟ ΕΘΝΟΣ, 30-3-1989, Ι.Σταμούλη, Η ποινική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης, Λιβάνης, 1990, σ. 26 επ., 62 επ., 91 επ., Ε.Βενιζέλου, Η ποινική ευθύνη των στο πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στα αρχαϊκά και στα εξελιγμένα χαρακτηριστικά ενός κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, Υ, 1993, σ. 451 επ., του ίδιου, Σχεδίασμα για την αναθεώρηση του άρθρου 86 του Συντάγματος 1975/1986 και τη ρύθμιση της ποινικής ευθύνης των Υπουργών, Υ 1993, σ. 461 επ., Ι.Μανωλεδάκη, Προβλήματα από τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του νόμου περί ευθύνης υπουργών, Υ 1993, σ. 437 επ., Ι.Μανωλεδάκη-Ε.Βενιζέλου, Η ποινική ευθύνη των υπουργών-μειονεκτήματα της ισχύουσας ρύθμισης-προτάσεις για την τροποποίησή της, Αντ. Σάκκουλας, 1993, Κ.Χρυσόγονου, Συνταγματικές διαστάσεις της ποινικής ευθύνης των μελών της κυβέρνησης και των υφυπουργών, Υ, 1997, σ. 451 επ.
[21] Βλ. Γ.Σανιδά, Ποινική ευθύνη Υπουργών και Υφυπουργών, Ποιν.Χρ. 1985, σ. 195-196, Ι.Μανωλεδάκη, Προβλήματα από τις ουσιαστικές διατάξεις του νόμου περί ευθύνης υπουργών , ό.π, σ. 439 επ., Α.Καρρά, Ασυλία βουλευτών και νόμος περί ευθύνης υπουργών, Ποιν.Χρ. 1994, σ. 580-581.
[22] Βλ. Α.Λοβέρδου, Η ποινική ευθύνη, ό.π, σ. 98 επ., Κ.Μαυριά, Συνταγματικό δίκαιο, ό.π, σ. 547 επ. και τις εκεί παραπομπές στο τύπο της εποχής όπου και δημοσιεύτηκαν οι περισσότερες απόψεις για την ερμηνεία διατάξεων του ν.δ 807/1971.
[23] Ο συγκεκριμένος νόμος ψηφίστηκε τόσο από τους βουλευτές του ΚΚΕ όσο και από αυτούς του ΣΥΡΙΖΑ.
[24] Βλ. Ε.Βενιζέλου, Το αναθεωρητικό κεκτημένο, ό.π, σ. 287.
[25] Βλ. Ε.Βενιζέλου, εφ. «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» 22/6/2008.
[26] Η συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 86 συγκέντρωσε το 2001 την ευρύτατη πλειοψηφία των 268 βουλευτών, ενώ οκτώ βουλευτές αρνήθηκαν την αναθεώρησή του και τέσσερις ψήφισαν λευκό. Επιπλέον στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση του 2008 η πρόταση για τροποποίηση του άρθρου 86 συγκέντρωσε μόνο εννέα υποστηρικτές, αντί των προβλεπόμενων πενήντα (βλ. άρθρο του βουλευτή Κ.Μητσοτάκη, εφ. «ΤΟ ΒΗΜΑ», 10-5-2009). Στην παρούσα συγκυρία όλοι σπεύδουν να καταδικάσουν την συνταγματική ρύθμιση, γνωρίζοντας ότι ακόμα και να υπάρξει διακομματική συναίνεση η αναθεώρηση του άρθρου τοποθετείται το 2013 με πιθανή ολοκλήρωσή της διαδικασίας το 2017 ή ακόμα παραπέρα…
[27] Βλ. Ι.Βαρβιτσιώτη, Η αναγκαία αναθεώρηση, Αντ.Σάκκουλας, 2006, σ. 65-66, καθώς και το άρθρο του στην εφ. «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» 22/6/2008.
[28] Βλ. Γ.Σωτηρέλη, εφ. «ΤΟ ΒΗΜΑ» 19/10/2008.
[29] Βλ. Κ.Χρυσόγονου, Η ρύθμιση της ποινικής ευθύνης των υπουργών…, ό.π, σ. 782.
[30] Βλ. Κ.Χρυσόγονου, Συνταγματικές διαστάσεις της ποινικής ευθύνης των μελών της κυβέρνησης και των υφυπουργών, ό.π, σ. 452 επ. και Γ.Κατρούγκαλου, Η σχέση πολιτικής και ποινικής ευθύνης των και ο νέος εκτελεστικός του Συντάγματος νόμος, Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου, 1996, σ. 54 επ.
[31] Βλ. Ι.Μανωλεδάκη, εφ. «ΤΟ ΒΗΜΑ», 19/10/2008.
[32] Βλ. εφ. «ΤΟ ΒΗΜΑ», 10-5-2009. Την αλλαγή του συνταγματικού πλαισίου ζητά και ο κ. Σ.Μπάγιας, Πρόεδρος της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος σε εφ. «ΤΑ ΝΕΑ», 8-4-2009 όπως και ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ κ. Α.Αλαβάνος, εφ. «ΤΟ ΒΗΜΑ», 10-5-2009. Την πρόταση αυτή επανέφερε ο Ε.Βενιζέλος με άρθρο του στην «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» 30-4-2011.
[33] Βλ. και την άποψη των καθηγητών κ. Ν.Αλιβιζάτου, εφ. «Κυριακάτικη ελευθεροτυπία», 12-4-2009 και Μ.Σταθόπουλου, εφ. «ΤΟ ΒΗΜΑ», 10-5-2009.
[34] Βλ. άρθρο Ι.Μανωλεδάκη, εφ. «ΤΟ ΒΗΜΑ» 10-5-2009.