Διοικητικές κυρώσεις – Αντίθεση του αρ. 4 παρ. 1 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύεται από το ΕΔΔΑ, στο Σύνταγμα

ΣτΕ 2067/2011 Τμ. B΄ επτ.

Διοικητικές κυρώσεις – Αντίθεση του αρ. 4 παρ. 1 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύεται από το ΕΔΔΑ, στο Σύνταγμα

[…]

2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 2117/2003 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά το μέρος που με αυτήν απορρίφθηκε έφεση των ήδη αναιρεσειόντων κατά της υπ’ αριθμ. 1206/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Με την εν λόγω πρωτόδικη απόφαση απορρίφθηκε προσφυγή των αναιρεσειόντων κατά της υπ’ αριθμ. 10/19.8.1997 πράξεως του ΣΤ΄ Τελωνείου Ε.Τ.Σ. Θεσσαλονίκης, με την οποία (α) αποδόθηκε στον πρώτον των αναιρεσειόντων, …. ……… , συμμετοχή σε τέσσερεις παραβάσεις λαθρεμπορίας υγρών καυσίμων με το τέχνασμα της εικονικής εξαγωγής, του καταλογίστηκαν διαφυγόντες φόροι συνολικού ύψους 17.968.436 δραχμών, για την καταβολή των οποίων κηρύχθηκε αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνος με τον …………. , και επιβλήθηκε στους συμμετέχοντες στις παραβάσεις αυτές, ως αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υποχρέους, πολλαπλούν τέλος συνολικού ύψους 143.747.488 δραχμών και κατ’ επιμερισμό στον πρώτο αναιρεσείοντα πολλαπλό τέλος ποσού 64.686.370 δραχμών, και (β) κηρύχθηκε η δεύτερη των αναιρεσειόντων, εταιρία ……….. , αστικώς συνυπεύθυνη για την πληρωμή του συνόλου των καταλογισθέντων ποσών διαφυγόντων φόρων και πολλαπλού τέλους, ύψους 161.715.924 δραχμών. Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση περιορίστηκε στο ποσό των 158.196 ευρώ (53.905.308 δραχμών) το συνολικό ύψος του πολλαπλού τέλους για την καταβολή του οποίου κηρύχθηκε αλληλεγγύως υπεύθυνος ο πρώτος αναιρεσείων και αστικώς συνυπεύθυνη η δεύτερη αναιρεσείουσα, ήτοι στο τριπλάσιο των διαφυγόντων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, μειώθηκε στο ποσό των 71.188 ευρώ (24.257.389 δραχμών) το συνολικό ποσό του πολλαπλού τέλους που επιβλήθηκε ατομικώς σε βάρος του πρώτου των αναιρεσειόντων, ενώ απορρίφθηκε κατά τα λοιπά η έφεσή τους.

3. Επειδή, η υπό κρίση αίτηση εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Τμήματος, κατόπιν της υπ’ αριθμ. 3182/2010 παραπεμπτικής αποφάσεως του Τμήματος υπό πενταμελή σύνθεση, λόγω μείζονος σπουδαιότητος, νομίμως δε συζητείται, κατ’ άρθρο 21 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 (ΦΕΚ Α’ 8), παρά την απουσία των αναιρεσειόντων, δοθέντος ότι, όπως προκύπτει από το αποδεικτικό επιδόσεως της επιμελητού του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης Ευστρατίας Μπαρμπέρη με ημερομηνία 2.11.2010, αντίγραφο της ως άνω παραπεμπτικής αποφάσεως, με την οποία είχε ορισθεί και δικάσιμος ενώπιον της παρούσης επταμελούς συνθέσεως, κοινοποιήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στον δικηγόρο που υπογράφει το δικόγραφο, σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 4 του π.δ. 18/1989, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του ν. 2944/2001 (ΦΕΚ Α΄ 222).

4. Επειδή, στην παρούσα αναιρετική δίκη παρεμβαίνουν με το από 15.3.2011 κοινό δικόγραφο οι ομόρρυθμες εταιρίες «………….» και «………………………………..», επικαλούμενες την υπ’ αυτών άσκηση εννέα (9) αιτήσεων αναιρέσεως που αφορούν τα αυτά ζητήματα που τίθενται στην παρούσα υπόθεση και εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου. Όμως, κατά την συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο οι ως άνω εταιρίες δεν παρέστησαν με πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε εμφανίσθηκαν οι νόμιμοι εκπρόσωποί τους για να δηλώσουν ότι εγκρίνουν την άσκηση της εν λόγω παρεμβάσεως, ενώ, εξ άλλου, δεν προσκομίσθηκε, μέσω της Γραμματείας του Δικαστηρίου, συμβολαιογραφική πράξη παροχής πληρεξουσιότητας προς τον δικηγόρο που υπογράφει το δικόγραφο. Συνεπώς, η ως άνω παρέμβαση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη προεχόντως ελλείψει νομιμοποιήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 27 του π. δ/τος 18/1989 (ΦΕΚ Α΄ 8), όπως ισχύει.

5. Επειδή, με το ν. 2127/1993 «Εναρμόνιση προς το κοινοτικό δίκαιο του φορολογικού καθεστώτος των πετρελαιοειδών προϊόντων, αλκοόλης και αλκοολούχων ποτών και βιομηχανοποιημένων καπνών και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 48), ορίσθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: στο άρθρο 1 αυτού ότι «Επιβάλλεται ειδικός φόρος κατανάλωσης στα πετρελαιοειδή προϊόντα, στο οινόπνευμα και στα αλκοολούχα ποτά και στα βιομηχανοποιημένα καπνά» και ότι «καθορίζονται τα περί παραγωγής, μεταποίησης, κατοχής, κυκλοφορίας και ελέγχου των προϊόντων αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου», στο άρθρο 2 ότι «1. Στον ειδικό φόρο κατανάλωσης υπάγονται τα προϊόντα του άρθρου 1, τα οποία παράγονται στο εσωτερικό της χώρας, προέρχονται από άλλα κράτη μέλη ή εισάγονται στο εσωτερικό της χώρας. 2. Ως εισαγωγή νοείται η είσοδος των προϊόντων αυτών από τρίτες χώρες στο εσωτερικό της χώρας. Εάν όμως τα προϊόντα έχουν τεθεί υπό τελωνειακό καθεστώς κατά την είσοδό τους στο εσωτερικό της χώρας, η εισαγωγή τους λογίζεται ότι γίνεται τη στιγμή που εξέρχονται από αυτό το καθεστώς. Με την επιφύλαξη των εθνικών και κοινοτικών διατάξεων, όσον αφορά τα τελωνειακά καθεστώτα, όταν τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης και προέρχονται ή προορίζονται για τρίτη χώρα… βρίσκονται α) υπό κοινοτικό τελωνειακό καθεστώς διαφορετικό από τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία ή β) έχουν τοποθετηθεί σε ελεύθερη ζώνη ή σε ελεύθερη αποθήκη… θεωρείται ότι βρίσκονται υπό καθεστώς αναστολής της επιβολής των ειδικών φόρων κατανάλωσης… Επί των εισαγομένων και εξαγομένων προϊόντων του άρθρου 1 εφαρμόζονται οι διατάξεις της τελωνειακής και συναφούς νομοθεσίας», στο άρθρο 3 ότι «Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) … γ) εγκεκριμένος αποθηκευτής: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει λάβει άδεια από τις αρμόδιες αρχές να παράγει, να μεταποιεί, να κατέχει, να παραλαμβάνει και να αποστέλλει κατά την άσκηση του επιτηδεύματός του προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης και βρίσκονται σε φορολογική αποθήκη υπό καθεστώς αναστολής», στο άρθρο 4 παρ.1 ότι «Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός κατά τη θέση των προϊόντων σε ανάλωση… Θεωρείται ως θέση σε ανάλωση των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης: α) κάθε έξοδος, ακόμα και αντικανονική, από καθεστώς αναστολής…», στο άρθρο 11 παρ. 3 ότι «Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος ο εγκεκριμένος αποθηκευτής α) ….. β) επέχει ευθύνη έναντι του Δημοσίου για τους φόρους που αναλογούν στα προϊόντα», στο άρθρο 61 παρ. 3 ότι «Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 67, η ευθύνη του εγκεκριμένου αποθηκευτή, ο οποίος πραγματοποίησε την αποστολή και ενδεχομένως του μεταφορέα, λήγει μόνο με την απόδειξη της παραλαβής των προϊόντων από τον παραλήπτη, που γίνεται με την προσκόμιση του θεωρημένου αντιτύπου του συνοδευτικού εγγράφου που προβλέπεται από τα άρθρα 64 και επόμενα», στο άρθρο 65 ότι «1. Το καθεστώς αναστολής του εδαφίου α΄ του άρθρου 3 λήγει με τη θέση των προϊόντων που υπάγονται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης σε τελωνειακό καθεστώς της παραγράφου 2 του άρθρου 2 … 2. Επίσης, το καθεστώς αναστολής λήγει όταν τα προϊόντα εξάγονται. Για την απόδειξη της πραγματοποίησης της εξαγωγής προσκομίζεται πιστοποιητικό που χορηγεί το τελωνείο εξόδου των προϊόντων από το κοινοτικό έδαφος. Το τελωνείο αυτό αποστέλλει στον αποστολέα επικυρωμένο το επιστρεπτέο αντίτυπο του συνοδευτικού εγγράφου που προορίζεται γι΄ αυτόν. 3. Σε περίπτωση μη τακτοποίησης του καθεστώτος αναστολής ο αποστολέας υποχρεούται εντός προθεσμίας ενός μηνός από την ημερομηνία αποστολής των προϊόντων να ενημερώσει σχετικά τις αρμόδιες αρχές του εσωτερικού της χώρας. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί επί δίμηνο, εφόσον υπάρχει δικαιολογητικός λόγος». Και, τέλος, στο άρθρο 67 ότι «4. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της επόμενης παραγράφου, η μη τήρηση των διατυπώσεων του παρόντος νόμου χαρακτηρίζεται ως απλή τελωνειακή παράβαση κατά τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 89 και επόμενα του Τελωνειακού Κώδικα και επισύρει πρόστιμο μέχρι πέντε εκατομμύρια (5.000.000) δρχ. για κάθε παράβαση, δυνάμενο να αναπροσαρμόζεται με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Οικονομικών. 5. Η με οποιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής των οφειλομένων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, καθώς και η μη τήρηση των διατυπώσεων που προβλέπονται από το νόμο με σκοπό τη μη καταβολή των ως άνω φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, χαρακτηρίζονται ως λαθρεμπορία κατά τις διατάξεις των άρθρων 89 και επόμενα του ν. 1165/1918 περί Τελωνειακού Κώδικα και επισύρουν το υπό αυτών προβλεπόμενο πολλαπλούν τέλος και αν ακόμη κριθεί αρμοδίως ότι δεν συντρέχουν τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας».

6. Επειδή η ελληνική έννομη τάξη αντιμετώπιζε ανέκαθεν ιδιαίτερα αυστηρά την λαθρεμπορία, προκειμένου να την καταστήσει αποτρεπτική για τους ενδιαφερόμενους παρά τα τεράστια κέρδη που συνεπάγεται. Έτσι, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 100 του Τελωνειακού Κώδικα (ν. 1165/1918, ΦΕΚ Α΄ 73), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του α.ν. 2081/1939 (ΦΕΚ Α΄ 495), «Λαθρεμπορία είναι α) η εντός των συνόρων του Κράτους εισαγωγή ή εξ αυτών εξαγωγή εμπορευμάτων, υποκειμένων είτε εις εισαγωγικόν δασμόν, είτε εις εισπραττόμενον εν τοις Τελωνείοις τέλος, φόρον ή δικαίωμα, άνευ γραπτής αδείας της αρμοδίας τελωνειακής αρχής ή εν άλλω παρά τον ωρισμένον παρ΄ αυτής τόπω ή χρόνω και β) πάσα οιαδήποτε ενέργεια, σκοπούσα να στερήση το Δημόσιον των υπ΄ αυτού εισπρακτέων δασμών, τελών, φόρων και δικαιωμάτων επί των εισαγομένων εκ της αλλοδαπής ή εξαγομένων εμπορευμάτων, και αν έτι ταύτα εισεπράχθησαν κατά χρόνον και τρόπον έτερον ή τον υπό του νόμου οριζόμενον», σύμφωνα δε με την περίπτωση θ΄ της επόμενης παρ. 2, που προστέθηκε με το άρθρο 8 του ν. 2096/1952 (ΦΕΚ Α΄ 113), ως λαθρεμπορία θεωρείται και «η αγορά, πώλησις και κατοχή εμπορευμάτων εισαχθέντων ή τεθέντων εις την κατανάλωσιν κατά τρόπον συνιστώντα το αδίκημα της λαθρεμπορίας». Εξ άλλου, με το άρθρο 3 του α.ν. 1514/1950 (ΦΕΚ Α΄ 240) ο οποίος κυρώθηκε με τον ν. 1591/1950 (ΦΕΚ Α΄ 295), προστέθηκε παράγραφος 2 στο άρθρο 89 του Τελωνειακού Κώδικα, βάσει της οποίας το κατά το άρθρο 100 του Τελωνειακού Κώδικα περιγραφόμενο (περιπτωσιολογικώς και εννοιολογικώς) αδίκημα της λαθρεμπορίας χαρακτηρίζεται νόμω και ως τελωνειακή παράβαση, ασχέτως του αν τούτο ήθελε κριθεί ή μη υπό των ποινικών δικαστηρίων αξιόποινο. Ούτω, σύμφωνα με την διάταξη αυτή της παρ. 2 του άρθρου 89 «Ως τελωνειακαί παραβάσεις χαρακτηρίζονται … η καθ΄ οιονδήποτε των εν άρθρω 100 του παρόντος μνημονευομένων τρόπων διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της πληρωμής των ανηκόντων τω Δημοσίω τελών και δικαιωμάτων, ως και η μη τήρησις των εν τω αυτώ άρθρω 100 καθοριζομένων λοιπών διατυπώσεων, επισύρουσι δε κατά των υπευθύνων πολλαπλούν τέλος, συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος νόμου, και αν έτι ήθελε κριθή αρμοδίως ότι δεν συντρέχουσι τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας». Περαιτέρω, με το άρθρο 4 του α.ν. 1514/1950 προστέθηκαν παρ. 3 και 8 του άρθρου 97 του Τελωνειακού Κώδικα, στις οποίες, όπως η παρ. 3 τροποποιήθηκε με το άρθρο 23 του ν. 495/1976 (ΦΕΚ Α΄ 337), ορίζεται αντίστοιχα ότι «Κατά των οπωσδήποτε συμμετασχόντων της κατά την παρ. 2 του άρθρου 89 του παρόντος τελωνειακής παραβάσεως και αναλόγως του βαθμού της συμμετοχής εκάστου ασχέτως της ποινικής διώξεως αυτών επιβάλλεται κατά τας διατάξεις των άρθρων 100 και επομ. του παρόντος ιδιαιτέρως εις έκαστον και αλληλεγγύως πολλαπλούν τέλος από του διπλού μέχρι του δεκαπλού των βαρυνόντων το αντικείμενο ταύτης δασμών, φόρων, τελών και δικαιωμάτων εν συνόλω, δια πάντας τους συνυπαιτίους» και ότι «Ουδεμίαν επιρροήν εξασκεί επί των αποφάσεων των Δικαστηρίων η αθωωτική ή καταλογιστική απόφασις των Διοικητικών Δικαστηρίων και Επιτροπών ουδέ τανάπαλιν». Εν όψει του νομοθετικού αυτού καθεστώτος, καθώς το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 94 παρ. 1 ότι «στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει….» και στο άρθρο 96 παρ.1 ότι «στα τακτικά ποινικά δκαστήρια ανήκει η τιμωρία των εγκλημάτων και η λήψη όλων των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι», γίνεται παγίως και ανεξαιρέτως δεκτό ότι επί λαθρεμπορίας, το Σύνταγμα ανέθεσε λόγω εξειδικεύσεως την επίλυση των μεν διαφορών από πράξεις της τελωνειακής αρχής στα διοικητικά δικαστήρια, των δε ποινικών στα ποινικά. Ελλείψει, μάλιστα, διατάξεως αντίστοιχης του άρθρου 94 παρ. 3, που κατ’ εξαίρεση επιτρέπει, σε ειδικές περιπτώσεις να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή διοικητικών στα πολιτικά, η εν λόγω υπαγωγή των επιμάχων διαφορών στα διοικητικά και ποινικά δικαστήρια αντίστοιχα είναι αποκλειστική. Εξ άλλου, το άρθρο 5 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., ν. 2717/1999, ΦΕΚ Α΄ 97), υπό τον τίτλο «Δέσμευση από αποφάσεις άλλων δικαστηρίων», ορίζει ότι τα διοικητικά δικαστήρια δεσμεύονται «από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, ως προς την ενοχή του δράστη».

7. Επειδή, όπως γίνεται παγίως δεκτό (βλ. ΣτΕ 990/2004 Ολομ. κλπ), οι μνημονευθείσες διατάξεις του Τελωνειακού Κώδικα και του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σε συνδυασμό ερμηνευόμενες, έχουν την έννοια ότι η διοικητική διαδικασία επιβολής πολλαπλού τέλους λόγω της τελωνειακής παραβάσεως της λαθρεμπορίας είναι αυτοτελής σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική διαδικασία και το διοικητικό δικαστήριο, όταν κρίνει επί υποθέσεως επιβολής πολλαπλού τέλους λόγω λαθρεμπορίας, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, εκτός εάν πρόκειται για αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, αλλά υποχρεούται απλώς να την συνεκτιμήσει κατά την διαμόρφωση της κρίσεώς του. Αν και κατά την γνώμη του Προέδρου, του Συμβούλου Εμμ. Κουσιουρή και του Παρέδρου Ι. Σύμπλη, η ρητή διάταξη του άρθρου 97 παρ. 8 του Τελωνειακού Κώδικα, ως έχει μετά την μερική τροποποίησή της με το άρθρο 5 παρ. 2 του ΚΔΔ, ενόσω δεν κρίνεται αντίθετη στο Σύνταγμα, απαγορεύει, πλην της περιπτώσεως της αμετάκλητης καταδικαστικής αποφάσεως, τόσο στο διοικητικό, όσο και στο ποινικό δικαστήριο να λάβει υπ’ όψη ως νόμιμο στοιχείο κρίσεως απόφαση δικαστηρίου του άλλου κλάδου. Δεν τίθεται, συνεπώς, κατά την άποψη αυτή, θέμα συνεκτιμήσεως μιας τέτοιας αποφάσεως.

8. Επειδή, αφ’ ετέρου, η Ελλάδα, η οποία είχε κυρώσει με το ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α΄ 256) την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), κύρωσε με τον ν. 1705/1987 (ΦΕΚ Α΄89) και το 7ο Πρόσθετο Πρωτόκολλό της, που, με διάταξη ανάλογη του άρθρου 57 παρ. 1 του Κώδικα της Ποινικής Δικονομίας (π.δ. 258/1986, ΦΕΚ Α΄121), κατά το οποίο «Αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ` αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός», στο άρθρο 4 παρ. 1 ορίζει ότι «Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού».

9. Επειδή το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), το οποίο, κατά το άρθρο 19 της ΕΣΔΑ, έχει συσταθεί προκειμένου να διασφαλισθεί ο σεβασμός των συμβαλλομένων Κρατών προς τις υποχρεώσεις τους και το οποίο έχει, κατά το άρθρο 32 της ΕΣΔΑ, δικαιοδοσία σε όλα τα θέματα που αφορούν την ερμηνεία και την εφαρμογή της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων της, ερμηνεύει την διάταξη αυτή με τρόπο ανάλογο εκείνου του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, που αναφέρεται σε «κατηγορία ποινικής φύσεως». Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να μην διαφεύγει κάθε Κράτος των υποχρεώσεών του μεταμφιέζοντας καταδίκες και διώξεις που, ως εκ της φύσεώς τους, είναι πράγματι ποινικές σε άλλης μορφής κυρώσεις, όπως π.χ. σε διοικητικές, έκρινε ότι η ένταξη μιας κύρωσης στην ύλη του διοικητικού δικαίου κατά την εσωτερική έννομη τάξη, δεν αρκεί για να αποκλείσει την υπαγωγή της στις “κατηγορίες ποινικής φύσεως” κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Προς τούτο χρησιμοποίησε τρία κριτήρια, τα γνωστά και ως «κριτήρια Engel» (από την απόφαση αρχής του ΕΔΔΑ της 8 Ιουνίου 1976, Engel και λοιποί κατά Ολλανδίας, σκ. 85, Series A no. 22), το αν η σχετική νομοθετική διάταξη ανήκει στην ύλη του εθνικού ποινικού δικαίου, την φύση της παραβάσεως και, τέλος, την φύση και τον βαθμό σοβαρότητας της κυρώσεως που κινδυνεύει να υποστεί ο ενδιαφερόμενος. Με βάση αυτά, ενέταξε στις ποινικής φύσεως τις κυρώσεις που προβλέπονται στο ελληνικό δίκαιο για τελωνειακές παραβάσεις (βλ. απόφαση ΕΔΔΑ της 24.9.1997, Γαρυφάλλου ΑΕΒΕ κατά Ελλάδος, 93/1996/712/909), κάτι που αποδέχθηκε και η νομολογία του Δικαστηρίου τούτου (ΣτΕ 689/2009 επταμ.), έστω και αν τα πολλαπλά τέλη, ως απλές οικονομικές κυρώσεις, δεν έχουν, ανεξαρτήτως του ύψους τους, τον ατιμωτικό χαρακτήρα των στερητικών της ελευθερίας κυρώσεων που, πράγματι, δικαιολογεί μια τέτοια κρίση. Στην συνέχεια, το ΕΔΔΑ διευκρίνισε ότι η έννοια της ποινικής διώξεως ή καταδίκης στο άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου είναι αντίστοιχη της εννοίας της κατηγορίας ποινικής φύσεως του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ και, συνεπώς, ισχύουν και στην περίπτωση αυτή τα κριτήρια Engel, διευρυμένα ώστε να περιλαμβάνουν και το κατά πόσο ένα μέτρο επιβάλλεται ως επακόλουθο ποινικής καταδίκης και των διαδικασιών λήψεως και επιβολής του μέτρου (βλ. απόφαση ΕΔΔΑ επί του παραδεκτού της 11.12.2007, Haarvig κατά Νορβηγίας, 11187/05, υπό κεφ. Β’). Ένας ειδικότερος προβληματισμός που αναπτύχθηκε στους κόλπους του ΕΔΔΑ σε σχέση με το πότε συντρέχει η «ίδια παράβαση», κατέληξε με την απόφασή του σε μείζονα σύνθεση της 10.2.2009, Zolotukhin κατά Ρωσίας, 14939/03, σκ.82-84, καθώς και την απόφαση της 16.6.2009, Ruotsalainen κατά Φινλανδίας, 13079/03,σκ. 49 επομ., ότι υφίσταται ταυτότητα αδικημάτων, όταν πρόκειται για ταυτόσημα ή ουσιωδώς όμοια πραγματικά περιστατικά, στα οποία εμπλέκεται ο ίδιος δράστης και τα οποία έχουν ενότητα τόπου και χρόνου, ανεξάρτητα από το νομικό τους χαρακτηρισμό.

10. Επειδή, η εφαρμογή της νομολογίας αυτής του ΕΔΔΑ στην ελληνική έννομη τάξη οδηγεί σε απροσδόκητα αποτελέσματα. Έτσι, όταν οι δυο διαδικασίες, διοικητική και ποινική, κινούνται η μια κατά νομικού προσώπου, και η άλλη κατά του νομίμου εκπροσώπου του, έστω και αν πρόκειται για την ίδια ουσιαστικά επιχείρηση, δεν υπάρχει για το ΕΔΔΑ κανένα απολύτως πρόβλημα, αφού τυπικά πρόκειται για δυο διακεκριμένα πρόσωπα (βλ. ΕΔΔΑ της 6.12.2007, Γιαννετάκη Ε. & Σ. Μεταφορική ΕΠΕ κλπ. κατά Ελλάδος, 29829/2005). Όταν, όμως, οι δυο διαδικασίες κινούνται κατά του αυτού φυσικού προσώπου, όπως εν προκειμένω, τότε, κατά το ΕΔΔΑ, τίθεται θέμα προσβολής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τούτου. Γιατί οι δυο διαδικασίες δεν εμποδίζονται μεν να κινηθούν παράλληλα, όμως, η πρώτη που οριστικοποιείται, οποιαδήποτε, καθιστά επιβεβλημένη την ακύρωση της άλλης λόγω παραβάσεως της αρχής non bis in idem. Όταν, λοιπόν, το διοικητικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι η οικεία διαδικασία στα ποινικά δικαστήρια έχει ολοκληρωθεί με αμετάκλητη απόφαση, είτε καταδικαστική είτε αθωωτική, υποχρεούται όχι να δεσμευθεί εν μέρει από αυτήν, είτε, έστω την συνεκτιμήσει, αλλά, εκ τούτου και μόνο, να ακυρώσει το πολλαπλό τέλος που επιβλήθηκε από τις τελωνειακές αρχές. Αντίστοιχα, όταν το ποινικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι η διαδικασία στα διοικητικά δικαστήρια έχει ολοκληρωθεί με αμετάκλητη απόφαση, οφείλει, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, εκ τούτου και μόνο, να παύσει την ποινική δίωξη. Είναι προφανές ότι, για το ΕΔΔΑ, το σύστημα που έχει κατά νουν ο έλληνας νομοθέτης, συντακτικός και κοινός, δεν μπορεί να λειτουργήσει. Θα πρέπει, κατά την βούλησή του, να υπάρξει ένα εξ αρχής νέο, στο οποίο όλες οι κυρώσεις, διοικητικές και ποινικές, να επιβάλλονται από ένα μόνο δικαστήριο. Αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι επιτρεπτό αφού, μάλιστα, όπως ήδη αναφέρθηκε, κατά το Σύνταγμα, ελλείψει διατάξεως αντίστοιχης εκείνης του 94 παρ. 3, στο μεν διοικητικό δικαστήριο ανήκει κατ’ αποκλειστικότητα η επίλυση των διοικητικών διαφορών, στο δε ποινικό η των ποινικών υπό την έννοια που τους δίνει όχι το ΕΔΔΑ, αλλά η ελληνική έννομη τάξη.

11. Επειδή, είναι μεν αναμφισβήτητο ότι η αρχή του non bis in idem έχει πεδίο εφαρμογής όταν ο πολίτης, που εύλογα πιστεύει ότι κατόπιν μιας αμετάκλητης δικαστικής αποφάσεως έληξε οριστικά η δικαστική του εμπλοκή, βρίσκεται ξαφνικά και πάλι αντιμέτωπος με νέα, αυτό, όμως, δεν φαίνεται να συμβαίνει, ώστε να τίθεται ζήτημα καταπατήσεως των ανθρώπινων δικαιωμάτων του, και όταν αυτός εξ αρχής γνωρίζει ότι, λόγω του θεσπισμένου δικονομικού συστήματος, ένα μέρος της ευθύνης του θα κριθεί από ένα κλάδο δικαστηρίων, και ένα άλλο από άλλο, όπως επί τόσες δεκαετίες συμβαίνει στην Ελλάδα. Περαιτέρω, εφ’ όσον το ρητό γράμμα του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ αναφέρεται σε «ποινική» καταδίκη και δίωξη και σε «ποινική δικονομία» των Κρατών, η Ελλάδα, προσχωρώντας σε αυτό και αποβλέποντας στο γράμμα της σχετικής διατάξεως, ανάλογης, όπως αναφέρθηκε, της ρυθμίσεως του άρθρου 57 παρ. 1 της Ποινικής της Δικονομίας, δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι μέσω μιας συνεχώς σε βάθος χρόνου εξελισσομένης νομολογίας του ΕΔΔΑ, αναλάμβανε διεθνείς δεσμεύσεις αντίθετες σε πάγια ριζωμένες νομικές της παραδόσεις και στο ίδιο της το Σύνταγμα, όταν, μάλιστα, η διάταξη αυτή δεν έχει διατύπωση και σκοπό που συμπίπτουν κατ’ ανάγκη με το αναφερόμενο στο δικαίωμα για χρηστή απονομή της δικαιοσύνης άρθρο 6 της ΕΣΔΑ η οποία θεσπίσθηκε σε άλλο χρονικό σημείο. Έστω, λοιπόν, και αν η ΕΣΔΑ έχει αναθέσει στο ΕΔΔΑ την ερμηνεία της, δεν είναι προφανές ότι η, εξ αγαθής, ασφαλώς, προαιρέσεως τούτου, διορθωτική ερμηνεία της επίμαχης διατάξεως συνάδει με το γράμμα και τον σκοπό της, την στιγμή, μάλιστα, που η Ελλάδα, η οποία έχει θεσπίσει από το 1950 την νομοθεσία που αναφέρθηκε, ασφαλώς δεν την θέσπισε για να αποφύγει τις προς το 7ο πρόσθετο Πρωτόκολλο διεθνείς υποχρεώσεις της, το οποίο υπέγραψε 35 χρόνια μετά, όπως αυτό ερμηνεύθηκε από το ΕΔΔΑ ύστερα από 20 ακόμη χρόνια. Άλλωστε, η διατύπωση αποφάσεων του ίδιου του ΕΔΔΑ, όταν αυτό έχει ασχοληθεί με την ελληνική νομοθεσία και, ειδικότερα, η αποφυγή κάθε σχετικής επισημάνσεως αφήνουν να εννοηθεί ότι δεν υπάρχει σχετική αντίθεσή της προς την επίμαχη διάταξη (αποφάσεις της 11.1.1997, Μαμιδάκης κατά Ελλάδας, 35533/04, σκ. 30 και της 6.12.2007, Γιαννετάκη Ε. και Σ. Μεταφορική ΕΠΕ κλπ. κατά Ελλάδος, σκ. 36). Εν πάση περιπτώσει, και αν, ακόμη, είναι εφαρμοστέα η νομολογία του ΕΔΔΑ όπως διευκρινίσθηκε τελικά με την απόφαση Zolotukhin, πρέπει, κατ’ αναλογία με τα ισχύοντα στην εσωτερική έννομη τάξη βάσει της αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, να θεωρηθεί ότι καταλαμβάνει τις υποθέσεις που δημιουργούνται μετά την διαμόρφωσή της, και όχι πριν από αυτήν. Και αυτό, αφ’ ενός για να δίνεται στα Κράτη η δυνατότητα προσαρμογής της νομοθεσίας, ενδεχομένως δε και του Συντάγματός τους προς την εκάστοτε εξελισσομένη νομολογία του ΕΔΔΑ που, στην προκειμένη περίπτωση, καταλύοντας το ερειδόμενο σε διαφορετικές αντιλήψεις σύστημα του έλληνα νομοθέτη, καταστρέφει εντελώς τον αποτρεπτικό για την λαθρεμπορία στόχο του με ό,τι αυτό συνεπάγεται, αφ’ ετέρου δε για να αποφευχθούν εντελώς συμπτωματικές, άνισες, λύσεις και να μην δίνεται σε ενδεχόμενους δράστες λαθρεμπορίας, η δυνατότητα, κατ’ επίκλησή της, να διαφεύγουν τις κυρώσεις που τους επιφυλάσσει μια νομοθεσία, την οποία από μακρού γνωρίζουν. Άλλωστε, σε κάθε περίπτωση, το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ όπως έχει ερμηνευθεί από το ΕΔΔΑ δεν θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής εν προκειμένω γιατί θα αντέβαινε προς τα άρθρα 94 παρ. 1 και 96 παρ.1 του Συντάγματος. Πράγματι, εφ’ όσον, κατά τα αναφερθέντα στην προηγούμενη σκέψη, το διοικητικό δικαστήριο που διαπιστώνει ότι έχει υπάρξει αμετάκλητη καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου υποχρεούται εκ τούτου και μόνο να ακυρώσει το πολλαπλό τέλος που επιβλήθηκε από τις τελωνειακές αρχές, το δε ποινικό δικαστήριο, σε ανάλογη περίπτωση, να παύσει εκ τούτου και μόνο την ποινική δίωξη, η διάταξη αυτή του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, έτσι εφαρμοζομένη, καταλήγει κατ’ ουσίαν να στερεί το δικαστήριο, διοικητικό ή ποινικό, της υποχρεώσεώς του να κρίνει την διαφορά, διοικητική ή ποινική, που του έχει αναθέσει το Σύνταγμα, το οποίο δεν αντιλαμβάνεται τους σχετικούς όρους με τον τρόπο που τους αντιλαμβάνεται το ΕΔΔΑ κατά την ερμηνεία του εν λόγω Πρωτοκόλλου. Και ναι μεν η ΕΣΔΑ και τα Πρωτόκολλά της έχουν στο ελληνικό δίκαιο, όπως κάθε διεθνής σύμβαση, την υπερνομοθετική ισχύ του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυτό όμως ούτε ορίζει, ούτε αφήνει να νοηθεί ότι έχουν και υπερσυνταγματική ισχύ. Έτσι, μπορεί μεν εύλογα τα Κράτη που υπογράφουν μια διεθνή σύμβαση να περιμένουν την τήρησή της εκ μέρους των λοιπών συμβαλλομένων Κρατών υπό την έννοια ότι αυτά δεν θα μπορούν να αντιτάξουν τα συντάγματά τους, όμως, από καμία διάταξη του Συντάγματος δεν συνάγεται ότι ο έλληνας δικαστής μπορεί να το παραμερίσει χωρίς να εξέρχεται του πλαισίου των υποχρεώσεων που του διαγράφουν τα άρθρα 87 παρ. 2 («Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους, και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος») και 93 παρ. 4 («Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα»), τούτο δε έστω και αν η στάση του έχει ως συνέπεια να τεθεί ζήτημα διεθνούς ευθύνης της Ελλάδας. Συνεπώς, εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο δεν μπορεί να εφαρμόσει την ως άνω διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ εν προκειμένω. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει και η συγκλίνουσα γνώμη της Παρέδρου Κ. Λαζαράκη, μόνον, όμως, για τον λόγο της αντισυνταγματικότητας. Κατά την περαιτέρω γνώμη του Παρέδρου Ι. Σύμπλη, δεν τίθεται ζήτημα αντίθεσης των άρθρων 89 παρ. 3 και 100 του ΤΚ προς την αρχή non bis in idem, προεχόντως διότι δεν αντίκειται στην αρχή αυτή η σωρευτική επιβολή πλειόνων ποινών (πρβλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ της 2.7.2002, Goktan κατά Γαλλίας, 33402/96, σκ. 44-50, της 14.9.1999, επί του παραδεκτού, Ponsetti και Chesnel κατά Γαλλίας, 36855/97 και 41731/98), ούτε η ανάθεση σε διαφορετικά όργανα της αρμοδιότητας για την επιβολή της κάθε μιάς από τις ποινές αυτές (αποφάσεις ΕΔΔΑ της 21.9.2006, Maszni κατά Ρουμανίας, 59892/00 σκ. 66-70, της 13.12.2005, επί του παραδεκτού, Christoffer Nilsson κατά Σουηδίας, 73661/01). Εξ άλλου, στον εθνικό νομοθέτη απόκειται να επιλέξει αν η μία ποινή θα είναι απλώς παρεπόμενη (αν δηλαδή η καταδικαστική απόφαση της μιάς αρχής θα είναι δεσμευτική για την άλλη – πρβλ. Maszni κατά Ρουμανίας), ή αν οι δύο παράλληλες διαδικασίες θα είναι (όπως προβλέπουν τα άρθρα 89 και 100 του ΤΚ) ανεξάρτητες και αυτοτελείς, εφ’ όσον μάλιστα τούτο αποτελεί συνέπεια της συνταγματικά καθιερωμένης διάκρισης μεταξύ ποινικής και διοικητικής δικαιοδοσίας (αποφάσεις ΕΔΔΑ επί του παραδεκτού της 11.1.2000, Andr? Le Meignen κατά Γαλλίας, 41544/98, Ponsetti και Chesnel κατά Γαλλίας, της 24.6.2003, Bernard Gauthier κατά Γαλλίας, 61178/00, της 11.5.2010, Antoine Versini κατά Γαλλίας, 11898/00, σκ. 39- 40, 49, 52, 57, 71-72). Άλλωστε, τα πολλαπλά τέλη δεν αποσκοπούν αυτοτελώς στον ποινικό κολασμό του δράστη, αλλά είναι παρακολούθημα της καταλογιστικής πράξης και έχουν άλλη βαρύτητα (πρβλ. απόφαση ΕΔΔΑ επί του παραδεκτού της 4.3.2008, Garretta κατά Γαλλίας, 2529/04, σκ. 79-92), προϋποθέσεις επιβολής (δεν προσαπαιτείται σκοπός περιουσιακής βλάβης του Δημοσίου – ΣτΕ 594/2011, 522/2005 κ.ά.), και σκοπό (και αντίστοιχους κανόνες επιμέτρησης), που είναι να διασφαλίσουν τα δημοσιονομικά δικαιώματα του δημοσίου, και την τήρηση και ομαλή εφαρμογή των κανόνων της τελωνειακής διαδικασίας (πρβλ. απόφαση ΕΔΔΑ της 14.9.2004, επί του παραδεκτού, Rosenquist κατά Σουηδίας, 60619/00, βλ. και αποφάσεις ΕΔΔΑ της 8.6.1995, Jamil κατά Γαλλίας, 11/1994/458/539, σκ. 14, Goktan κατά Γαλλίας, σκ. 48, της 24.10.1986, Agosi κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 9118/80, σκ. 63-67), καθιστώντας την παράβαση οικονομικά ασύμφορη. Τον ίδιο σκοπό (τον εξαναγκασμό σε επιμέλεια κατά τις συναλλαγές) υπηρετεί και ο θεσμός της αστικής συνυπευθυνότητας. Μειοψήφησε η Σύμβουλος Ευ. Νίκα, η οποία διετύπωσε την ακόλουθη γνώμη: εφ’ όσον επί λαθρεμπορίας προβλέπεται από το νομοθέτη η επιβολή κυρώσεων, αφ’ ενός μεν, από τα ποινικά δικαστήρια, αφ’ ετέρου δε, από την Διοίκηση, η δε διαδικασία ενώπιον της Διοικήσεως και περαιτέρω ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, απολήγουσα ή δυναμένη να απολήξει στην επιβολή πολλαπλού τέλους, έχει και αυτή, κατ’ εφαρμογή των κριτηρίων Engel, ποινικό χαρακτήρα, η όλη ρύθμιση, συνισταμένη σε δύο αυτοτελείς και ανεξάρτητες αλλήλων ποινικές διαδικασίες, εμπίπτει, σύμφωνα με την απόφαση Zolotukhin, που αναθεώρησε όλη την προγενέστερη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, στο πεδίο εφαρμογής της αρχής nοn bis in idem του άρθρου 4 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου αριθμ. 7 της ΕΣΔΑ, το οποίο έχει υπερνομοθετική ισχύ, και, συνεπώς, κατά τα προαναφερθέντα, εφ’ όσον η μια διαδικασία καταλήξει σε κρίση καταδικαστική ή αθωωτική, η άλλη διαδικασία (δίωξη) πρέπει να παύσει. Υπογραμμίζεται ότι αυτή ακριβώς η διπλή διαδικασία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αρχής nοn bis in idem και όχι η δυνατότητα του κράτους να επιβάλει πλείονες κυρώσεις για την ίδια παράβαση, εφ’ όσον αυτές αποτελούν αντικείμενο αποφάσεως στο πλαίσιο μιας ενιαίας διαδικασίας (una via). Εξ άλλου, η δέσμευση των δικαστηρίων μιας δικαιοδοσίας από το δεδικασμένο των αποφάσεων των δικαστηρίων άλλης δικαιοδοσίας δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1 και 96 παρ. 1 του Συντάγματος (βλ. άρθρ. 5 παρ. 2 ΚΔΔ, άρθρο 2 ΚΠολΔ), εφ’ όσον πρόκειται για απολύτως ταυτόσημη παράβαση, αντιθέτως εναρμονίζεται πλήρως προς το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Σημειωτέον δε, ότι στη περίπτωση της λαθρεμπορίας, η οποία, λόγω της σοβαρότητάς της έχει αναχθεί σε ποινική παράβαση, ήτοι αποτελεί «έγκλημα», κατά την διατύπωση του άρθρου 96 παρ. 1 του Συντάγματος, ο εν λόγω ποινικός χαρακτήρας της είναι παρών και στις δύο διαδικασίες και, συνεπώς, η πρόβλεψη επιβολής κυρώσεων για το εν λόγω ποινικό αδίκημα στα πλαίσια διοικητικής διαδικασίας, που δεν θα πληρούσε τους όρους της “δίκαιης”, κατά την ΕΣΔΑ, ποινικής διαδικασίας, ως μη δεσμευομένη, μεταξύ άλλων, από την αρχή ne bis in idem, θα αντέκειτο, αυτή πλέον, στο άρθρο 96 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Επιπροσθέτως, η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem στο σύστημα των κυρώσεων της λαθρεμπορίας δεν οδηγεί σε διαφορετικά αποτελέσματα, αναλόγως εάν οι δυο διαδικασίες κινηθούν κατά του ιδίου προσώπου ή η μια κατά νομικού προσώπου και η άλλη κατά του νομίμου εκπροσώπου του διότι, κατά την πάγια νομολογία, δεν μπορεί να καταλογισθεί λαθρεμπορία σε νομικό πρόσωπο και, αποκλείεται, κατά νόμο, η επιβολή πολλαπλού τέλους για λαθρεμπορία σε νομικό πρόσωπο, το οποίο, σε περίπτωση που ο εκπρόσωπός του διέπραξε λαθρεμπορία, μόνον αλληλέγγυο αστική ευθύνη κατά τους όρους των άρθρων 108-110 Τ.Κ. μπορεί να έχει (Σ.τ.Ε. 671/2010, 2803/2003 , 2242/1997 , 230/1931 ). Περαιτέρω, η επίκληση της αρχής της ασφαλείας του δικαίου δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για την μη εφαρμογή της αρχής non bis in idem, ήτοι να δικαιολογήσει την στέρηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος προστατευομένου από την ΕΣΔΑ, δοθέντος μάλιστα ότι κατά το ΕΔΔΑ, η ελευθερία επιλογής ως προς τα μέσα συμμορφώσεως προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από την Σύμβαση δεν μπορεί να διευρυνθεί ώστε να περιλάβει και την αναστολή εφαρμογής της Συμβάσεως και των Προσθέτων Πρωτοκόλλων της μέχρι την αναμόρφωση του εσωτερικού δικαίου (απόφαση EΔΔΑ της 29 Νοεμβρίου 1991, Vermeire κατά Βελγίου, 12849/87, σκ. 26, απόφαση Cour de cassation, assembl….. , της 15 Απριλίου 2011, P 10- 17.049, F 10-30.313, J 10-30.316 και D 10- 30.242). Τέλος, εν όψει του εφαρμοστέου στην προκειμένη υπόθεση ν. 2127/1993 που συνιστά εναρμόνιση του εθνικού δικαίου προς το κοινοτικό δίκαιο του φορολογικού καθεστώτος, μεταξύ άλλων, των πετρελαιοειδών προϊόντων και δεδομένου ότι η αρχή ne bis in idem αποτελεί αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου (βλ.απόφαση της 29ης Ιουνίου 2006, C-308/04 P, SGL Carbon AG κατά Επιτροπής), και περιεχόμενο του άρθρου 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ισχύει μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λισσαβώνας, ο εθνικός δικαστής οφείλει να εξασφαλίζει την τήρησή της και, επομένως, στον βαθμό που οι εθνικές δικονομικές διατάξεις εμποδίζουν την αποτελεσματική διασφάλιση της ως άνω αρχής ο εθνικός δικαστής δεν πρέπει να τις εφαρμόσει (βλ. αίτηση του Haparanda Tingsratten, Σουηδία, προς έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, C-617/10, Hans Akerberg Fransson).

12. Επειδή, περαιτέρω, η ΕΣΔΑ ορίζει στο άρθρο 6 παρ. 2 ότι «Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του». Το ΕΔΔΑ, ερμηνεύοντας την διάταξη αυτή, δέχεται παγίως ότι δικαστικές αποφάσεις που έπονται της τελεσίδικης αθωώσεως κατηγορουμένου δεν πρέπει να την παραβλέπουν ηθελημένα, έστω και αν εχώρησε λόγω αμφιβολιών (απόφαση της 27.9.2007, Σταυρόπουλος κατά Ελλάδος, 35522/04). Και ναι μεν, κατά το ΕΔΔΑ, σκοπός τούτου δεν είναι να εξετάσει τον βαθμό δεσμεύσεως των διοικητικών δικαστηρίων από την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, καθώς, κατ’ αυτό, η ερμηνεία της εγχώριας νομοθεσίας είναι έργο των εθνικών δικαστηρίων (σκέψη 37 της ως άνω αποφάσεως), καταλήγοντας, πάντως, στην κρίση ότι υπάρχει παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας όποτε το διοικητικό δικαστήριο δεν ακολουθεί προηγούμενη αθωωτική απόφαση του ποινικού, κατ’ ουσίαν δεν του αφήνει κανένα περιθώριο. Θα πρέπει, συνεπώς, να ακυρώσει την σχετική διοικητική πράξη. Προφανώς, με την ίδια λογική, αφού, όπως αναφέρθηκε, και διοικητικές κυρώσεις εντάσσονται με βάση τα «κριτήρια Engel» στις ποινικής φύσεως, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι και η τελεσίδικη απαλλαγή από αυτές με ακυρωτική απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου έχει ανάλογες συνέπειες, συνιστώντας αθωωτική απόφαση και κωλύοντας, συνεπώς, το ποινικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται εκ των υστέρων να ασχοληθεί με την ουσία της ενώπιόν του ποινικής υποθέσεως. Όμως, η νομολογία αυτή του ΕΔΔΑ, που έχει διαμορφωθεί σε περιπτώσεις που καταλογίζεται στον ενδιαφερόμενο μια συμπεριφορά η οποία είτε συνιστά διακεκριμένη διοικητική και ποινική παράβαση που, καταστρωμένη στην νομοθεσία υπό διάφορες προϋποθέσεις, κολάζεται αυτοτελώς, και διοικητικά και ποινικά, όπως σε ένα πειθαρχικό και ποινικό αδίκημα ή σε μια παράβαση του ΚΟΚ και του Ποινικού Κώδικα, είτε, αν δεν αποτελεί διοικητική παράβαση, πάντως, εντάσσεται σε σχετική διοικητική διαδικασία, όπως επί υποβολής ψευδούς δηλώσεως για χορήγηση εργατικής κατοικίας στην υπόθεση Σταυρόπουλος κατά Ελλάδος, δεν έχει πεδίο εφαρμογής στην περίπτωση που καταλογίζεται στον ενδιαφερόμενο μια μόνο παράβαση η οποία, υπό τις αυτές προϋποθέσεις, αποτελεί συγχρόνως και ποινικό αδίκημα ελεγχόμενο από τον ποινικό δικαστή, και διοικητική παράβαση, ελεγχόμενη από τον διοικητικό, όπως η λαθρεμπορία κατά τις ως άνω διατάξεις του ελληνικού δικαίου, γιατί τότε απορροφάται από το ζήτημα που κατ’ εξοχήν προτάσσεται, το κατά πόσο έχει ή όχι πεδίο εφαρμογής η αρχή non bis in idem (πρβλ. Carlberg κατά Σουηδίας αιτ. 9631/04, 3ο Τμήμα, επί του παραδεκτού, σκ. 63-70, Ponsetti & Chesnel σκ. 6, Versini σκ. 76-78, Ruotsalainen σκ. 59). Άλλωστε, και αν ακόμη έχει εφαρμογή στην περίπτωση αυτή η ως άνω νομολογία, δεν αποκλείει, κατά την έννοιά της, να στηρίξει την κρίση του το εκ των υστέρων επιλαμβανόμενο διοικητικό δικαστήριο σε στοιχεία διαφορετικά εκείνων στα οποία είχε στηρίξει την κρίση του το ποινικό, όπως συμβαίνει εν προκειμένω. Πάντως, αν, σε αντίθεση με τα παραπάνω, θεωρηθεί ότι το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ όπως έχει ερμηνευθεί από το ΕΔΔΑ καταλαμβάνει την παρούσα υπόθεση υπό την έννοια ότι αποκλείει στο διοικητικό δικαστήριο να την λύσει διαφορετικά από ό,τι το ποινικό, θα αντέβαινε και αυτό προς τα άρθρα 94 παρ. 1 και 96 παρ. 1 του Συντάγματος για τους λόγους που αναφέρθηκαν αναλυτικά στις προηγούμενες σκέψεις. Aν και κατά την γνώμη της Συμβούλου Ε. Νίκα, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, το διατακτικό μιας αθωωτικής αποφάσεως επί ποινικής υποθέσεως πρέπει να γίνεται σεβαστό από κάθε άλλη αρχή, δικαστική ή διοικητική, η οποία, στο πλαίσιο διαδικασίας (μη ποινικής) που έπεται της (ποινικής) αθωώσεως, αποφαίνεται άμεσα ή έμμεσα περί της διαπράξεως της αυτής ποινικής παραβάσεως (πρβλ. ΣτΕ 116/2010, 1670/2009, 2690, 2072/2008), τούτο δε ισχύει ιδίως στην περίπτωση που η Διοίκηση και περαιτέρω τα διοικητικά δικαστήρια αποφαίνονται για την έκδοση πράξεων και την επιβολή προσθέτων κυρώσεων εν όψει αυτής ταύτης της παραβάσεως για την οποία έχει προηγηθεί αθώωση με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Δεν αποκλείεται, όμως, η Διοίκηση και τα διοικητικά δικαστήρια να στηριχθούν σε στοιχεία διαφορετικά εκείνων στα οποία στήριξε την κρίση του το ποινικό δικαστήριο, εφ’ όσον τα εν λόγω διαφορετικά στοιχεία παρίστανται ικανά να παράσχουν αυτοτελώς έρεισμα στην έκδοση πράξεως ή την επιβολή κυρώσεως από την Διοίκηση και τα διοικητικά δικαστήρια, περίπτωση που πάντως δεν μπορεί να συντρέχει επί επιβολής κυρώσεων για την ίδια παράβαση. Συνεπώς, επί αθωώσεως από την κατηγορία της λαθρεμπορίας με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, η τελωνειακή αρχή και περαιτέρω τα διοικητικά δικαστήρια, επιλαμβανόμενα του καταλογισμού των διαφυγόντων φόρων και της επιβολής πολλαπλού τέλους (υπό την ανωτέρω γενομένη δεκτή εκδοχή ότι η διαδικασία επιβολής πολλαπλού τέλους δεν έχει χαρακτήρα ποινικό, αλλά είναι αμιγώς διοικητική), δεσμεύονται από την προηγηθείσα αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, δοθέντος ότι αποφαίνονται περί της διαπράξεως (ή μη) απολύτως ταυτόσημης παραβάσεως (πρβλ. προαναφερθείσα απόφαση Σταυρόπουλος σκ. 31, απόφαση της 14.1.2020, υπόθεση Νο 29889/04, Vanjak σκ. 71 in fine).

13. Επειδή, εξ άλλου, ναι μεν η προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ορίζοντας ότι τα διοικητικά δικαστήρια δεσμεύονται «από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη», χωρίς ανάλογη πρόβλεψη και για τις αθωωτικές, ρυθμίζει διαφορετικά το ζήτημα της δέσμευσης του διοικητικού δικαστηρίου από αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ανάλογα με το εάν πρόκειται για καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση. Όμως, το ποινικό δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει σε καταδικαστική απόφαση, πρέπει να είναι απολύτως σίγουρο για την ενοχή του δράστη, ενώ, προκειμένου να καταλήξει σε αθωωτική απόφαση, δεν απαιτείται κατ’ ανάγκη να έχει τον αυτό βαθμό βεβαιότητας, εφ’ όσον μπορεί μεν να αθωώσει κάποιον γιατί πείσθηκε ότι είναι αθώος, μπορεί, όμως, και να τον αθωώσει, όπως εν προκειμένω, ελλείψει σχετικών αποδείξεων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η διαφοροποίηση αυτή δικαιολογεί την ρύθμιση του άρθρου 5 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. υπό την έννοια ότι, κατά το μέρος που η σχετική διάταξη δεν αναφέρεται και σε αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις λόγω ελλείψεως αποδεικτικών στοιχείων, αυτή δεν αντίκειται στην απορρέουσα από το Σύνταγμα (άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1) αρχή της ισότητας των διαδίκων. Κατά την ειδικότερη γνώμη του Παρέδρου Ι. Σύμπλη, η διαφοροποίηση μεταξύ καταδικαστικών και αθωωτικών αποφάσεων δεν προσκρούει στα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 του Συντάγματος και, κατ’ επέκταση ούτε και στο άρθρο 6 παρ. 1 και 2 της ΕΣΔΑ, προεχόντως διότι η ποινική και η διοικητική δίκη διέπονται από διαφορετικούς κανόνες απόδειξης, εν όψει των οποίων το απαιτούμενο επίπεδο, δηλαδή οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι νόμω επιτρεπτός ο σχηματισμός πλήρους δικανικής πεποίθησης, είναι ουσιωδώς υψηλότερο στην ποινική δίκη απ’ ότι στην διοικητική. Ειδικότερα, στα αποδεικτικά μέσα που προβλέπονται από την διοικητική δικονομία, περιλαμβάνονται τα τεκμήρια, ενώ εξ άλλου η αποδεικτική ισχύς των εγγράφων διέπεται από ειδικούς κανόνες, ενώ, αντιθέτως, τα τεκμήρια δεν περιλαμβάνονται στα αποδεικτικά μέσα που προβλέπονται από την ποινική δικονομία, τα δε έγγραφα εκτιμώνται πάντοτε ελευθέρως από τον ποινικό δικαστή. Έτσι, κατά την διοικητική δικονομία (όχι όμως κατά την ποινική δικονομία – πρβλ. ΑΠ 135/2010, 1418/2008, 1827/2008 κ.ά.) η διάπραξη (ή μη) της τελωνειακής παράβασης της λαθρεμπορίας είναι δυνατόν να αποδειχθεί και διά δικαστικού τεκμηρίου, αν, κατά συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, προκύπτουν ισχυρές και συγκλίνουσες ενδείξεις (ΣτΕ 1371/2010, 1469/2009, κ.ά., πρβλ. και 3750-1/2010). Κατά τούτο μάλιστα, το περιεχόμενο του τεκμηρίου αθωότητος, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί στο Ελληνικό ποινικό δίκαιο, υπερακοντίζει τις απαιτήσεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, το οποίο, όπως έχει ερμηνευθεί από το ΕΔΔΑ, δεν αποκλείει, κατ’ αρχήν, ούτε την προσφυγή σε δικαστικά τεκμήρια, ούτε την μερική αντιστροφή του βάρους αποδείξεως σε ποινικής φύσεως κατηγορίες, εκτός αν αυτό καταλύει την ουσία του δικαιώματος υπεράσπισης. Η διαφοροποίηση εξ άλλου αυτή μεταξύ του επιπέδου απόδειξης που ισχύει στην ποινική δίκη και αυτού που ισχύει στην διοικητική (ή την αστική) δίκη δεν προσκρούει στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (Αποφάσεις της Επιτροπής επί του παραδεκτού, της 6.10.1992, X κατά Αυστρίας, 9295/81, D.R. 30, σελ. 227, της 7.10.1987, M.C. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 11882/85, D.R. 54, σελ. 162, αποφάσεις ΕΔΔΑ της 11.2.2003 Y κατά Νορβηγίας, 56568/00, σκ. 41, της 14.1.2010, Vanjak κατά Κροατίας, σκ. 68, της 15.7.2010, ikic κατά Κροατίας, 9143/08, σκ. 53), ούτε επιβάλλεται από την ΕΣΔΑ η επέκταση των κανόνων απόδειξης της ποινικής δικονομίας και η εφαρμογή του ποινικού επίπεδου απόδειξης στις διοικητικές κυρώσεις (Napp v Director General of Fair Trading [2002] CAT 1 (“Napp”) σκ. 98 – 109, Argos Ltd & Littlewoods Ltd v. OFT [2004], CAT, σκ. 157-166, JJB and Allsports v. OFT [2004], CAT, σκ. 175- 186, κ.ά.). Μειοψήφησε η Σύμβουλος Ε. Νίκα, η οποία διετύπωσε την ακόλουθη γνώμη: η διάκριση που εισάγει η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας μεταξύ αμετακλήτων αθωωτικών και καταδικαστικών αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων, ήτοι μεταξύ αμετακλήτων αποφάσεων της αυτής δικαιοδοσίας με μόνο κριτήριο το διατακτικό τους (αθώωση ή καταδίκη), είναι διάκριση που είναι δυσμενής για τον ιδιώτη διάδικο και δεν δικαιολογείται αντικειμενικά. Και ναι μεν πράγματι ο ποινικός δικαστής, επί αμφιβολιών ως προς την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, οδηγείται σε αθωωτική απόφαση, όμως, πράττει τούτο κατ’ εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας και της αρχής in dubio pro reo, η οποία αποτελεί ειδικότερη έκφανση του τεκμηρίου αθωότητας, και δεν μπορεί αυτή ταύτη η εφαρμογή από τα ποινικά δικαστήρια των αρχών αυτών, τις οποίες κατοχυρώνει το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, να αποτελέσει έρεισμα δυσμενούς ποιοτικής διακρίσεως σε βάρος των αθωωτικών ποινικών αποφάσεων. Συνεπώς, κατά την γνώμη αυτή, η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του Κ. Διοικ. Δικονομίας, πέραν της αντιθέσεώς της προς το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, αντίκειται πάντως και στην απορρέουσα από το Σύνταγμα (άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1) αρχή της ισότητας των διαδίκων (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2807/2002 , 1663/2009 ). Περαιτέρω, προς αποκατάσταση της ίσης μεταχείρισης, πρέπει να επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής της ρυθμίσεως αυτής, ώστε να δεσμεύεται το διοικητικό δικαστήριο που κρίνει υπόθεση επιβολής σε ορισμένο πρόσωπο δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων λόγω συμμετοχής του σε λαθρεμπορία από αμετάκλητη απαλλακτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, που αφορά σε κατηγορία περί λαθρεμπορίας κατά του ιδίου προσώπου, βάσει των ιδίων κατ’ ουσίαν πραγματικών περιστατικών, και αθώωσε τον κατηγορούμενο, διότι δεν αποδείχθηκε ότι διέπραξε το αποδιδόμενο σε αυτόν ποινικό αδίκημα.

14. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από την προσβαλλομένη απόφαση, σε συνδυασμό με την πρωτόδικη, καθ΄ ό μέρος αυτή επικυρώθηκε από το δικάσαν διοικητικό εφετείο, προκύπτουν τα ακόλουθα: ο αναιρεσείων …………. είχε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος, την διαχειριστική και εκπροσωπευτική εξουσία της επίσης αναιρεσείουσας εταιρίας «………», η οποία διατηρούσε επιχείρηση εμπορίας πετρελαιοειδών στην Αλεξανδρούπολη με εγκαταστάσεις και στο Καλοχώρι Θεσσαλονίκης. Η ως άνω εταιρία, κάτοχος σχετικής αδείας εξαγωγής και εγκεκριμένη αποθηκευτής, κατέθεσε στο ΣΤ΄ Τελωνείο Θεσσαλονίκης την υπ’ αριθμ. 18987/24.8.1994 διασάφηση εξαγωγής στην Βουλγαρία υγρών καυσίμων που αγόρασε από τα διϋλιστήρια της Ε.Κ.Ο. και που τελούσαν υπό τελωνειακό καθεστώς αναστολής καταβολής του ειδικού φόρου καταναλώσεως. Ως παραλήπτρια των καυσίμων εφέρετο στη διασάφηση η βουλγαρική εταιρία «……………» με έδρα το Σαντάσκι Βουλγαρίας. […] Δοθέντος ότι τα καύσιμα τελούσαν υπό καθεστώς αναστολής επιβολής του ειδικού φόρου καταναλώσεως και των λοιπών επιβαρύνσεων, τα βυτιοφόρα αυτοκίνητα μολυβδοσφραγίσθηκαν αρμοδίως μετά την φόρτωσή τους και αφού εφοδιάσθηκαν με τα απαραίτητα συνοδευτικά τελωνειακά παραστατικά (άδεια φόρτωσης Ε, Carnet TIR, αντίτυπο Νο3 της διασαφήσεως εξαγωγής και Σ.Δ.Ε.) παραδόθηκαν στους εντεταλμένους από τον ……… οδηγούς προκειμένου να τα οδηγήσουν στο Τελωνείο εξόδου (Προμαχώνα) και στη συνέχεια στον τελικό προορισμό τους. Όμως, όπως διαπιστώθηκε μεταγενέστερα, μετά από έρευνα από αρμόδια όργανα του ΣΤ΄ Τελωνείου και της Ε.Υ.Τ.Ε. Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, τα εν λόγω βυτιοφόρα ουδέποτε εξήλθαν από το ελληνικό έδαφος, αλλά τα φορτία τους διατέθηκαν στην εσωτερική κατανάλωση μέσω (κατά τα γενόμενα δεκτά από τον έλεγχο) του δικτύου διακινήσεως υγρών καυσίμων της αναιρεσείουσας εταιρίας ………» με διαφυγή του ειδικού φόρου καταναλώσεως. […] Η αναιρεσείουσα εταιρία, παρότι κλήθηκε σχετικώς, δεν επέδειξε σε σχέση με τις επίδικες τέσσερεις (τμηματικές) εξαγωγές, κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει η σύναψη σχετικής συμφωνίας με την εταιρία “………………” (δηλωτικό εισαγωγής συναλλάγματος έναντι της αξίας των επιδίκων ποσοτήτων καυσίμων, δελτίο παραγγελίας ή συμβόλαιο) ούτε κατείχε το αντίτυπο με αριθμό 3 της επίμαχης διασαφήσεως. Ούτε για τις 65 διασαφήσεις, τις οποίες αφορούσε η γενικότερη έρευνα της τελωνειακής αρχής, επέδειξε η ως άνω εταιρία στοιχεία που να αποδεινύουν την κανονικότητα των πωλήσεων προς τις βουλγαρικές εταιρίες ούτε κατείχε τα αντίτυπα με αριθμό 3 των εν λόγω διασαφήσεων εξαγωγής. Πέραν των ανωτέρω, η τελωνειακή αρχή προέβη και σε λήψεις διοικητικών απολογιών καθώς και μαρτυρικών καταθέσεων εμπλεκομένων και μη στην υπόθεση προσώπων […] Εν όψει των ανωτέρω εκδόθηκε η επίδικη υπ’ αριθμ. 10/19.8.1997 καταλογιστική πράξη του Διευθυντού του ΣΤ΄ Τελωνείου Ε.Τ.Σ. Θεσσαλονίκης, με την οποία ο αναιρεσείων …………… κρίθηκε υπαίτιος λαθρεμπορίας με το τέχνασμα της εικονικής εξαγωγής για καθεμία από τις ως άνω τέσσερεις (4) περιπτώσεις τμηματικών φορτώσεων, συνυπαίτιοι δε κρίθηκαν ο …….. και οι εκάστοτε οδηγοί των βυτιοφόρων (Χ.Π., Χ.Ζ. και Σ.Π.), εις βάρος των οποίων επιβλήθηκαν πολλαπλά τέλη συνολικού ύψους 143.747.488 δραχμών, ανερχόμενα στο οκταπλάσιο των αναλογούντων και διαφυγόντων σε κάθε περίπτωση φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, τα οποία, ακολούθως, επιμερίσθηκαν ανάλογα με την συμμετοχή του καθενός στην λαθρεμπορία. Ειδικότερα, εις βάρος του αναιρεσείοντος επιβλήθηκαν πολλαπλά τέλη σε ποσοστό 45%, συνολικού ύψους 64.686.370 δραχμών, για την καταβολή δε του ποσού αυτού καθώς και των επιβληθέντων σε βάρος των λοιπών συμμετόχων πολλαπλών τελών κηρύχθηκαν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπόχρεοι όλοι οι συμμετέχοντες. Επίσης εις βάρος του αναιρεσείοντος και του ……….. καταλογίσθηκαν οι διαφυγόντες φόροι συνολικού ύψους 17.968.436 δραχμών, για την καταβολή των οποίων κηρύχθηκαν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνα τα δύο αυτά πρόσωπα. Τέλος, με την επίδικη πράξη κηρύχθηκε η αναιρεσείουσα εταιρία «……..» αστικώς συνυπεύθυνη για την καταβολή του συνόλου των πολλαπλών τελών και διαφυγόντων φόρων. Κατά της ανωτέρω πράξεως οι αναιρεσείοντες άσκησαν την από 4.9.1997 προσφυγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1206/2001 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία κρίθηκε ότι στοιχειοθετείται στις επίμαχες τέσσερεις (4) περιπτώσεις η αντικειμενική υπόσταση της λαθρεμπορίας και ότι αποδεικνύεται πλήρως ο δόλος του πρώτου των αναιρεσειόντων που συνίσταται στην υπό την ιδιότητα του διαχειριστή και εκπροσώπου της εταιρίας «…… » εν γνώσει συμμετοχή του στην χρησιμοποίηση του τεχνάσματος της εικονικής εξαγωγής και στην παράνομη διάθεση των επιδίκων ποσοτήτων καυσίμων στο εσωτερικό της χώρας και διαφυγή, προς ίδιο όφελος, του αναλογούντος ειδικού φόρου καταναλώσεως.

15. Επειδή, με την από 31.8.2001 έφεσή τους οι αναιρεσείοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα της κρίσεως του διοικητικού πρωτοδικείου σχετικά με την συνδρομή του υποκειμενικού στοιχείου του δόλου στο πρόσωπο του πρώτου εξ αυτών προσκομίζοντας παραδεκτώς τα ακόλουθα στοιχεία της κινηθείσης ποινικής διαδικασίας, τα οποία ανέκυψαν μετά την συζήτηση της προσφυγής (7.3.2000): 1) την υπ’ αριθμ. 3145/14.11.2000 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, που κατέστη αμετάκλητη λόγω μη ασκήσεως ενδίκου μέσου κατ’ αυτής, με την οποία, κατ’ επικύρωση της υπ’ αριθμ. 5825/2000 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, κηρύχθηκε ο πρώτος των αναιρεσειόντων αθώος της εναντίον του ποινικής κατηγορίας για λαθρεμπορία και πλαστογραφία με χρήση στις επίμαχες τέσσερεις (4) περιπτώσεις τμηματικών εξαγωγών, ενώ ένοχος για τα αντίστοιχα ποινικά αδικήματα κηρύχθηκε ο ………. , γενομένου δεκτού ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο αναιρεσείων είχε οποιαδήποτε μορφή συμμετοχής στη λαθραία διακίνηση μέσα στην Ελλάδα των καυσίμων ούτε στην κατάρτιση και χρήση των πλαστών εγγράφων 2) το υπ’ αριθμ. 242/21.2.2001 βούλευμα (σε απόσπασμα) του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, με το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων, παύθηκε, λόγω παραγραφής, η σε βάρος του πρώτου αναιρεσείοντος ποινική δίωξη για άμεση συνέργεια σε λαθρεμπορία στις λοιπές 180 περιπτώσεις εμφανιζομένων τμηματικών εξαγωγών και δεν απαγγέλθηκε κατηγορία σε βάρος του για πλαστογραφία ή χρήση πλαστών εγγράφων. Στο προσκομισθέν αυτό απόσπασμα περιέχονται οι νεότερες από 9.11.1998 και 8.10.1998 ένορκες καταθέσεις του …….. . . …… , αντιστοίχως, ενώπιον του ανακριτή Σερρών, τις οποίες επίσης επικαλέσθηκαν οι αναιρεσείοντες, ως ερχόμενες σε πλήρη αντίθεση με τις καταθέσεις των ιδίων προσώπων που ελήφθησαν υπ’ όψη για την έκδοση της πρωτόδικης αποφάσεως. Ειδικότερα, ο …. …. ….. , που αρχικώς είχε κατονομάσει τον αναιρεσείοντα ως υπαίτιο της λαθρεμπορίας, κατά την ως άνω από 9.11.1998 νεώτερη κατάθεσή του, όπως το περιεχόμενό της έχει καταχωρισθεί στο βούλευμα, κατέθεσε ότι κύριος εμπνευστής του τεχνάσματος των εικονικών εξαγωγών, της υλοποίησης αυτών και της δωροδοκίας των τελωνειακών υπαλλήλων του Τελωνείου Προμαχώνα για την ψευδή βεβαίωση της εξόδου των βυτιοφόρων ήταν ο …………. , γιατρός στη Θεσσαλονίκη, από τον οποίο έπαιρνε οδηγίες ο ίδιος (ο ………… ) και οι Βούλγαροι οδηγοί, που προέβαιναν στην μετάγγιση των καυσίμων, τα οποία ακολούθως διοχετεύονταν σε διάφορα πρατήρια (δύο της «…» στην Πυλαία και το Πανόραμα Θεσσαλονίκης), ενώ μεγάλες ποσότητες διοχετεύονταν στις εγκαταστάσεις του «….» στην Άνω Ηλιούπολη Θεσσαλονίκης. Στην ίδια κατάθεση πάντως ο ανωτέρω επιβεβαίωσε τις αρχικές καταθέσεις του καθ’ ό μέρος αυτές ανεφέροντο στην πρωτοβουλία του αναιρεσείοντος ……… για την σύναψη συμβάσεως μισθώσεως των βυτιοφόρων της «…….» στην εταιρία «………….» και την πραγματοποίηση της συμφωνίας αυτής με τον φερόμενο ως εκπρόσωπο της τελευταίας εταιρίας ………… , τον οποίο, όμως, κατονόμασε πλέον ως συνεργάτη του ……. . Επίσης κατέθεσε ότι οι Έλληνες οδηγοί, τους οποίους χρησιμοποιούσε ο ίδιος (ο ………..) για την διεκπεραίωση της φορτώσεως στο ΣΤ΄ Τελωνείο στις περιπτώσεις που οι Βούλγαροι οδηγοί της «……….» δεν γνώριζαν την ελληνική γλώσσα και δεν μπορούσαν μόνοι τους να διεκπεραιώσουν την φόρτωση, «πληρώνονταν από αυτόν το ποσό των 5.000 δραχμών κάθε φορά γι’ αυτή τους την εργασία, χρήματα που ο ίδιος στη συνέχεια έπαιρνε από τον λογαριασμό που η εταιρία «…………» διατηρούσε στην εξαγωγική εταιρία πετρελαιοειδών «………» καθώς και ότι «απ’ ό,τι ξέρει ο τότε υπάλληλος του Τελωνείου …… ………. ,που στο μεταξύ έχει πεθάνει, έφερνε σ’ επαφή τον ……… με τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρίας …………. ………… , για τον οποίο πιστεύει ότι γνώριζε ότι γινόταν λαθρεμπορία καυσίμων με την μέθοδο των εικονικών εξαγωγών και το κέρδος του ήταν ότι αυτός πραγματοποιούσε στον …….. μεγάλες πωλήσεις καυσίμων και είχε μεγάλο τζίρο». Εξ άλλου, σύμφωνα με την νεώτερη από 8.10.1998 κατάθεση του ….. , απόσπασμα της οποίας επίσης περιέχεται στο βούλευμα, αυτός κατέθεσε, επικαλούμενος την προσωπική του αντίληψη, ότι πίσω από το όλο τέχνασμα των εικονικών εξαγωγών και των πλαστογραφιών βρισκόταν ο ιατρός …….. , ενώ επανέλαβε όσα είχε καταθέσει αρχικώς περί συνάψεως συμβάσεως μισθώσεως των βυτιοφόρων της «…………..» στην εταιρία «………….» με πρωτοβουλία του ……………. , με την διαφορά ότι ως παρόντα στην συνάντηση που είχε γίνει για τον σκοπό αυτό με τον φερόμενο ως εκπρόσωπο της τελευταίας αυτής εταιρίας ………. στις 11.11.1993 στα γραφεία της ………. στην Αλεξανδρούπολη ανέφερε τον ………. , αναιρώντας τα περί παρουσίας του αναιρεσείοντος. Γ) την υπ’ αριθμ. 13255/2002 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία, κατόπιν της από 12.2.1997 εγκλήσεως των αναιρεσειόντων καταδικάσθηκε ερήμην ο …. σε φυλάκιση 15 μηνών, διότι κρίθηκε ένοχος της τελέσεως εις βάρος τους, μεταξύ άλλων, του αδικήματος της ψευδούς ανωμοτί καταθέσεως κατ’ εξακολούθηση, αδικήματα που αφορούν το περιεχόμενο των από 30.4.1996 και από 27.5.1996 ανωμοτί καταθέσεών του, στις οποίες είχε κατονομάσει ως υπαίτιο της λαθρεμπορίας τον πρώτο των αναιρεσειόντων και οι οποίες καταθέσεις ελήφθησαν υπ’ όψη από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Δ) την υπ’ αριθμ. 332/2002 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία κατέστη αμετάκλητη λόγω μη ασκήσεως κατ’ αυτής ενδίκου μέσου, με την οποία, κατόπιν της από 1.9.1997 εγκλήσεως των αναιρεσειόντων και κατ’ επικύρωση της υπ’ αριθμ. 6014/20.3.2001 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, καταδικάσθηκε ο ………….. σε φυλάκιση 10 μηνών διότι κρίθηκε ένοχος του αδικήματος, μεταξύ άλλων, της ψευδορκίας μάρτυρα για την από 18.3.1997 ένορκη κατάθεσή του. Στην κατάθεση αυτή, η οποία λήφθηκε υπ’ όψη από το Διοικητικό Πρωτοδικείο, ο ανωτέρω είχε δηλώσει ότι είχε παρακολουθήσει στο πρατήριο του ……… , δυο ή τρείς φορές κατά το διάστημα από το 1993 έως και τον Απρίλιο του 1994, μετάγγιση καυσίμων από έμφορτα βουλγαρικά βυτιοφόρα οχήματα σε βυτιοφόρα με ευδιάκριτο το σήμα της «…….», ενώ στην απολογία του στην οποία στηρίχθηκε μεταξύ άλλων η ανωτέρω καταδικαστική απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, αυτός ανέφερε ότι «Για την εσωτερική διάθεση των καυσίμων δεν ξέρω και ζητώ συγγνώμη. Είναι ψέμα, όπως διαπιστώθηκε αργότερα για τις μεταγγίσεις. Τα είπα χωρίς να θέλω … Δεν είδα να ξεφορτώνουν τα βουλγαρικα αυτοκίνητα καύσιμα στα βυτία της «…..». Χωρίς να θέλω τα είπα…» Ε) την από 11.4.2000 (με ημερομηνία καταθέσεως 13.4.2000) έγκληση του πρώτου των αναιρεσειόντων …………….ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης κατά του…………. για ψευδορκία και κατά του …………… για ηθική αυτουργία στην τέλεση της πράξεως αυτής, η οποία αφορά την από 8.10.1998 ένορκη κατάθεση ως μάρτυρα του …………. ενώπιον του Ανακριτή Σερρών, το περιεχόμενο της οποίας περιέχεται στην έγκληση και είναι, κατά την έγκληση, ψευδές κατά το μέρος που ο ………. καταθέτει τα περί πρωτοβουλίας του αναιρεσείοντος …………. για την μίσθωση των βυτιοφόρων της «………………….» και περί των συνθηκών συνάψεως της συμφωνίας (συνάντηση …………… αρχικά στις εγκαταστάσεις του αναιρεσείοντος στην Αλεξανδρούπολη και ακολούθως στις εγκαταστάσεις του στο Καλοχώρι) καθώς και κατά τα σημεία που αυτός, αναφερόμενος στον τελωνειακό υπάλληλο……… , που κατονομάσθηκε ως συνεργός στις πλαστογραφίες, καταθέτει ότι «Γνωρίζω επίσης καλά ότι ο …….. βρισκόταν σχεδόν συνέχεια στο γραφείο της «…….», δηλαδή στα γραφεία του Εξακουστού, στο Καλοχώρι Θεσσαλονίκης», ότι «ο ………… … γνώριζε ότι τα καύσιμα που πουλούσε δεν εξάγονταν ποτέ από την Ελλάδα. Δηλαδή αυτό που επεδίωκε ο ……… ήταν να κάνει μεγάλο τζίρο, πουλώντας μεγάλες ποσότητες καυσίμων, μολονότι γνώριζε ότι τα καύσιμα αυτά κατέληγαν λαθραία στην εσωτερική αγορά» και ότι «Απ’ ό,τι ξέρω ο …………. έχουν πολύ καλές σχέσεις». Επίσης οι αναιρεσείοντες επικαλέσθηκαν τις υπ’ αριθμ. 3972/1998 και 4054/1999 αποφάσεις του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, που είχαν προσκομίσει πρωτοδίκως, οι οποίες αφορούν το ζήτημα της λαθρεμπορίας των καυσίμων της προαναφερθείσης υπ’ αριθμ. 22679/1994 διασαφήσεως εξαγωγής της αναιρεσείουσας εταιρίας. Με την πρώτη από τις αποφάσεις αυτές (3972/1998) καταδικάσθηκε ο …………. ερήμην, κατόπιν της από 17.6.1996 εγκλήσεως των αναιρεσειόντων σε φυλάκιση 12 μηνών για το αδίκημα της εις βάρος τους απάτης, διότι ψευδώς παρέστησε ότι αγόρασε τα καύσιμα της ανωτέρω διασαφήσεως προς εξαγωγή, ενώ με την δεύτερη απόφαση (4054/1999) κηρύχθηκε ο………… ένοχος λαθρεμπορίας των εν λόγω καυσίμων μετά την επ’ αυτοφώρω κατάληψη της μεταγγίσεως αυτών στις 29.9.1994 στο πρατήριό του, αδίκημα, για το οποίο δεν κατηγορήθηκε ο πρώτος των αναιρεσειόντων. Τέλος, οι αναιρεσείοντες προέβαλαν με την έφεσή τους ότι στα έγγραφα της δικογραφίας που τέθηκαν υπ’ όψη του Διοικητικού Πρωτοδικείου υπήρχε και φάκελλος του Τελωνείου που περιείχε δύο πρωτότυπες καρτέλες της ……….. , στις οποίες εμφανίζεται η έκδοση από την αναιρεσείουσα εταιρία των υπ’ αριθμ. 3081, 3085, 3086 και 3149/1994 τιμολογίων, τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς τους, αφορούν τις επίμαχες τέσσερεις (4) τμηματικές φορτώσεις.

16. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, το δικάσαν διοικητικό εφετείο έκρινε ότι προς διαμόρφωση της κρίσεώς του σχετικά με το ζήτημα της συνδρομής δόλου στο πρόσωπο του πρώτου αναιρεσείοντος δεν λαμβάνει υπ’ όψη του την αρχική από 18.3.1997 κατάθεση του …… δεσμευόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, από την αμετάκλητη υπ’ αριθμ. 332/2002 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης περί καταδίκης του ανωτέρω για ψευδορκία αναφορικά με την κατάθεση αυτή. Επίσης, παρά το ότι δεν εδεσμεύετο από την υπ’ αριθμ. 13255/2002 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης περί καταδίκης του ……….. για ψευδείς ανωμοτί καταθέσεις (30.4.1996 και 27.5.1996) ούτε από την υπ’ αριθμ. 3972/1998 απόφαση του ιδίου ποινικού δικαστηρίου περί καταδίκης του για απάτη, εφ’ όσον δεν προέκυπτε ότι οι αποφάσεις αυτές είχαν καταστεί αμετάκλητες, και, επιπλέον, όσον αφορά την έγκληση κατά του …….. , δεν προσκομίσθηκε σχετική καταδικαστική απόφαση, έκρινε ότι οι καταθέσεις των δύο αυτών μαρτύρων και η απολογία του πρώτου ενώπιον της τελωνειακής αρχής κατά την διοικητική προανάκριση, όπως και οι καταθέσεις τους ενώπιον του Ανακριτή Σερρών (που ελήφθησαν υπ’ όψη για την έκδοση του υπ’ αριθμ. 242/21.2.2001 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης), είναι επικουρικώς ληπτέες υπ’ όψη, ιδίως κατά το μέρος που δεν αμφισβητήθηκαν από τους αναιρεσείοντες και δεν περιέχουν ουσιώδεις αντιφάσεις. Περαιτέρω, το δικάσαν διοικητικό εφετείο έλαβε υπ’ όψη του και συνεκτίμησε την υπ’ αριθμ. 3145/2000 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης και τα στοιχεία στα οποία αυτή στηρίχθηκε καθώς και τα λοιπά νόμιμα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν οι αναιρεσείοντες και τα εν γένει στοιχεία του φακέλλου.

17. Επειδή, ειδικότερα το δικάσαν διοικητικό εφετείο έλαβε υπ’ όψη του και συνεκτίμησε τα εξής: Α) ότι η συνομολόγηση της ρήτρας Free on Tracks (FOT) και η αναγραφή της στην επίμαχη διασάφηση ουδεμία έννομη συνέπεια έχει στην δημοσίου δικαίου ευθύνη της ……… ως εξαγωγέως των επιδίκων καυσίμων μέχρι την έξοδό τους από την χώρα, γεγονός που εγνώριζε ο πρώτος αναιρεσείων λόγω της μακρόχρονης εμπειρίας του (από το 1959) στον κλάδο Β) ότι ο αναιρεσείων όχι μόνον δεν απέδειξε την φυσική έξοδο των επιδίκων ποσοτήτων καυσίμων, δοθέντος ότι δεν κατείχε το μοναδικό αποδεικτικό, δηλαδή το αντίτυπο με αριθμό 3 της σχετικής διασαφήσεως εξαγωγής, αλλ’ ούτε ενδιαφέρθηκε να το αναζητήσει μέχρι που εκλήθη προς τούτο με το υπ’ αριθμ. 5888/9.7.1997 έγγραφο του ΣΤ΄ Τελωνείου Θεσσαλονίκης, την δε αδυναμία προσκομίσεως απέδωσε σε παραλείψεις του Τελωνείου Προμαχώνα, ισχυρισμός, όμως, που απερρίφθη ως αβάσιμος από το διοικητικό πρωτοδικείο με την μη αμφισβητηθείσα με την έφεση αιτιολογία -που στηρίζεται άλλωστε και στην από 8.10.1994 κατάθεση του αρμοδίου υπαλλήλου του Τελωνείου…………… κατά την διοικητική προανάκριση (βλ. και την όμοια ένορκη κατάθεση του ιδίου μάρτυρα στο 11ο φύλλο της υπ’ αριθμ. 3145/2000 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης)- ότι το Τελωνείο αυτό εξαγωγής τηρούσε την επιβαλλομένη από το νόμο και την πρακτική διαδικασία παραδόσεως του αντιτύπου αυτού, με σχετική πράξη βεβαιώσεως εξόδου, στον οδηγό του βυτιοφόρου προς επιστροφή στον εξαγωγέα, όταν ολοκληρωνόταν η εξαγωγή. Επιπλέον ο αναιρεσείων δεν ενημέρωσε το ΣΤ΄ Τελωνείο Θεσσαλονίκης για την μη επιστροφή του ως άνω αντιτύπου ούτε εντός της προβλεπομένης από το άρθρο 65 παρ. 3 του ν. 2127/1993 προθεσμίας ούτε και μεταγενέστερα Γ) ότι η αναιρεσείουσα εταιρία δεν διέθετε έγγραφα στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει η ύπαρξη μιας κατ’ αρχήν νόμιμης συναλλαγής με την εταιρία «……………..» για την επίδικη ποσότητα καυσίμων, όπως συμφωνητικό ή δελτίο παραγγελίας, δηλωτικό εισαγωγής συναλλάγματος έναντι της αξίας αυτών, πληρεξούσιο έγγραφο προς τον …………. κλπ., ενώ η εμφανιζομένη στις προαναφερθείσες καρτέλλες έκδοση τιμολογίων για την επίδικη συναλλαγή δεν αποδεικνύει από μόνη της την κανονικότητα της πωλήσεως των επιδίκων ποσοτήτων καυσίμων, εφ’ όσον δεν αποδείχθηκε η εξόφληση των τιμολογίων αυτών με εισαγωγή και καταβολή συναλλάγματος υπέρ της ……… ή έστω με την προσκόμιση εξοφλητικών αποδείξεων για την, κατά τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων, είσπραξη σε μετρητά του τιμήματος από την βουλγαρική εταιρία μέσω του ……. , τούτο μάλιστα δοθέντος ότι, όπως εδέχθη και το Εφετείο Θεσσαλονίκης με την υπ’ αριθμ. 3145/2000 απόφασή του στηριζόμενο σε καταθέσεις υπαλλήλων των εγκαταστάσεων της …… στην Θεσσαλονίκη, το τίμημα της πωλήσεως ήταν προκαταβλητέο, ήτοι προηγείτο της εκδόσεως των τιμολογίων Δ) ότι η συνεργασία της διοικήσεως της αναιρεσείουσας εταιρίας με τον ……. υπό τις ομολογούμενες από αυτήν συνθήκες, που είναι ταυτόσημες με εκείνες των λοιπών 180 τμηματικών φορτώσεων (ήτοι, παράδοση του εμπορεύματος, άνευ ετέρου, στον έμπορο υγρών καυσίμων ………… , που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα και αναλαμβάνει ο ίδιος την μεταφορά του εμπορεύματος με οχήματα και οδηγούς που ορίζει, ελέγχει και πληρώνει αυτός, χωρίς την λήψη εκ μέρους της διοικήσεως της αναιρεσείουσας οποιουδήποτε μέτρου που να διασφαλίζει την πραγματοποίηση των εξαγωγών, χωρίς συμφωνητικό με την αλλοδαπή εταιρία, χωρίς να ζητηθεί πληρεξούσιο έγγραφο από τον εν λόγω έμπορο και χωρίς να επιβεβαιώνεται με οποιονδήποτε τρόπο -τηλεφωνικώς, με telex, fax- η άφιξη και παραλαβή των εμπορευμάτων στην Βουλγαρία, δεδομένης και της μη επιστροφής του αντιτύπου με αριθμό 3 των οικείων διασαφήσεων εξαγωγής, δηλαδή και των διασαφήσεων που προηγήθηκαν της επίμαχης στην προκειμένη υπόθεση), σε συνδυασμό με την μη ενημέρωση της τελωνειακής αρχής και στις λοιπές 180 περιπτώσεις για την μη επιστροφή του αντιτύπου με αριθμό 3 των διασαφήσεων και, συνεπώς, την μη τακτοποίηση του καθεστώτος αναστολής, καταδεικνύει συμπεριφορά όχι απλώς αμελή, αλλά εντελώς αδικαιολόγητη για μια εταιρία, όπως η αναιρεσείουσα, η οποία, ως αναγνωρισμένη από το Κράτος εξαγωγική εταιρία και εγκεκριμένη αποθηκευτής πετρελαιοειδών με μακροχρόνια εμπειρία, εγνώριζε τους κινδύνους και τις ευθύνες της για την καταβολή, σε περίπτωση διαφυγής, του ειδικού φόρου καταναλώσεως Ε) ότι, όπως, ορθά κατά το διοικητικό εφετείο, έγινε δεκτό με την πρωτόδικη απόφαση, ο πρώτος αναιρεσείων, λόγω της μακρόχρονης (30 ετών) γνωριμίας του με τον …………….. και της από τον Μάϊο του έτους 1993 προμηθείας του πρατηρίου του τελευταίου με καύσιμα της ……. , γνώριζε κατά τον χρόνο καταθέσεως της επίδικης διασαφήσεως εξαγωγής την προηγουμένη λαθρεμπορική δραστηριότητα του ………… κατά τον Απρίλιο του έτους 1993, αφού κατά κοινή πείρα τα γεγονότα αυτά (κατηγορίες λαθρεμπορίας υγρών καυσίμων) διαδίδονται τάχιστα στους άμεσα ενδιαφερομένους στους κύκλους της εμπορίας πετρελαιοειδών, κρίση η οποία και δεν αμφισβητήθηκε με την έφεση. Πέραν των στοιχείων τούτων, τα οποία το δικάσαν διοικητικό εφετείο έκρινε ότι αρκούν και μόνα τους για να θεμελιώσουν την δόλια προαίρεση του αναιρεσείοντος για την τέλεση των επιδίκων τεσσάρων παραβάσεων λαθρεμπορίας, το δικαστήριο αυτό έλαβε υπ’ όψη του και συνεκτίμησε ότι ο αναιρεσείων ως μέλος της διοικήσεως της εταιρίας, η οποία μάλιστα διατηρούσε γραφείο στην Σόφια, όφειλε να επιβεβαιώσει την ύπαρξη της εταιρίας «……………..», όμως, αυτός, μέχρι την κλήση του σε απολογία από την τελωνειακή αρχή δεν είχε επίσημα στοιχεία που να βεβαιώνουν την ύπαρξη αυτής, τα δε στοιχεία που προσεκόμισε στη συνέχεια αυτός, στην διοικητική απολογία του και ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου, καταδεικνύουν, κατά το διοικητικό εφετείο, την γνώση του για την ανυπαρξία της αλλοδαπής αυτής εταιρίας και καθιστούν αναληθή τον ισχυρισμό του ότι δεν εζήτησε πληρεξούσιο από τον ……… γιατί είχε ελέγξει και εξακριβώσει την ύπαρξη της ανωτέρω αλλοδαπής εταιρίας. Τούτο δε διότι από τα στοιχεία αυτά, που αφορούν την μονοπρόσωπη εταιρία …………….. , προκύπτει ότι μεταξύ των ποικίλων δραστηριοτήτων της εν λόγω εταιρίας δεν περιλαμβάνεται πάντως η εισαγωγή και εμπορία πετρελαιοειδών, όπως τούτο έγινε δεκτό και με την υπ’ αριθμ. 3145/2000 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, το οποίο εκτιμώντας τα αντίστοιχα στοιχεία που είχε προσκομίσει ενώπιόν του ο . …….. για την απόδειξη της υπάρξεως της εταιρίας «………….. εδέχθη ότι «εταιρία στην πόλη Σαντάσκι της Βουλγαρίας με αντικείμενο την εμπορία καυσίμων δεν υπάρχει. Τα προσκομιζόμενα … πιστοποιητικά με παρόμοια εταιρική επωνυμία (……………….) αφορούν εταιρία που αντικείμενο έχει την εμπορία ειδών διατροφής και ποτών όχι καυσίμων». Τέλος, το διοικητικό εφετείο έλαβε υπ’ όψη του και συνεκτίμησε την δήλωση του ….. που περιέχεται στην από 8.10.1998 κατάθεση αυτού και το περιεχόμενο της οποίας δεν αμφισβητήθηκε με την από 11.4.2000 έγκληση του αναιρεσείοντος, ότι κατά τα έτη 1992-1993 ήταν ασύμφορη για τις εταιρίες πετρελαιοειδών της Βουλγαρίας η εισαγωγή καυσίμων από την Ελλάδα λόγω της επιβολής στις εισαγωγές αυτές πολύ μεγάλων δασμών από την Βουλγαρία. Το περιεχόμενο της δηλώσεως αυτής, που θεωρήθηκε από το διοικητικό δικαστήριο ότι, αν και μνημονεύει ρητώς την περίοδο των ετών 1992-1993, αναφέρεται προφανώς και στην περίοδο του έτους 1994, δηλαδή σε όλη την χρονική περίοδο των επαναλαμβανομένων εικονικών εξαγωγών της εταιρίας «….» προς την Βουλγαρία (από τον Νοέμβριο του έτους 1993 έως τον Σεπτέμβριο του έτους 1994), σε συνδυασμό με την έλλειψη οποιασδήποτε εξηγήσεως εκ μέρους του πρώτου αναιρεσείοντος που να αντικρούει τα ανωτέρω και να καθιστά ευλογοφανείς τις επαναλαμβανόμενες πωλήσεις μεγάλων ποσοτήτων καυσίμων στην Βουλγαρία μέσα στο ανωτέρω χρονικό διάστημα, καθ’ όν χρόνον, μέσω του γραφείου της εταιρίας στη Σόφια, εγνώριζε επακριβώς το καθεστώς αναφορικά με τις εισαγωγές πετρελαιοειδών στην Βουλγαρία, οδήγησε το διοικητικό εφετείο στην κρίση ότι ο αναιρεσείων εγνώριζε την εικονικότητα των πωλήσεων αυτών και ότι η υποβολή υπό της εταιρίας του των 66 συνολικώς σχετικών διασαφήσεων, μεταξύ των οποίων και η επίμαχη, είχε ως πραγματικό σκοπό την λαθραία διάθεση των καυσίμων στο εσωτερικό της χώρας εν όψει της εξασφαλισμένης καλύψεως που προσέφεραν οι συμμετέχοντες στο τέχνασμα τελωνειακοί υπάλληλοι του Τελωνείου Προμαχώνα για τη νομιμοφάνεια των εξαγωγών και την τακτοποίηση με παράνομες ενέργειες των διασαφήσεων εξαγωγής στο ΣΤ΄ Τελωνείο Θεσσαλονίκης. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι αποδεικνύεται πλήρως ο δόλος του αναιρεσείοντος για την τέλεση των επιδίκων τεσσάρων λαθρεμπορικών παραβάσεων, ο οποίος συνίσταται στην υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή και εκπροσώπου της δεύτερης των αναιρεσειόντων γνώση της ανυπαρξίας της εταιρίας «…….» και εν πάση περιπτώσει της μη υπάρξεως αντισυμβαλλομένης εταιρίας με κλάδο εμπορίας πετρελαιοειδών, στην γνώση της εικονικότητας της πωλήσεως προς αυτήν και στην εν γνώσει συμμετοχή του στην χρησιμοποίηση του τεχνάσματος των εικονικών εξαγωγών και στην παράνομη διάθεση των επιδίκων καυσίμων στο εσωτερικό της χώρας και διαφυγή του αναλογούντος ειδικού φόρου καταναλώσεως, με συμμετοχή, μεταξύ άλλων, στο λαθρεμπορικό όφελος και με γνώση των παρανόμων ενεργειών της πλαστογραφίας των συνοδευτικών των καυσίμων φορτωτικών εγγράφων. Εξ άλλου, το δικάσαν διοικητικό εφετείο αιτιολόγησε την ανωτέρω αντίθετη κρίση του σε σχέση με την υπ’ αριθμ. 3145/2000 αθωωτική απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης (που δέχθηκε πάντως την αμέλεια της διοικήσεως της αναιρεσείουσας εταιρίας), επικαλούμενο τα μη υποβληθέντα υπ’ όψη του Εφετείου επιβαρυντικά για τον αναιρεσείοντα στοιχεία της διατηρήσεως γραφείου στην Σόφια, της γνώσεως του ασυμφόρου των εισαγωγών καυσίμων από την Ελλάδα στην Βουλγαρία και κυρίως της προσπαθείας του να αποδείξει την ύπαρξη της εταιρίας «……………» με στοιχεία όμοια με αυτά που προσκόμισε ο ………. ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, από την συνεκτίμηση των οποίων το εν λόγω ποινικό δικαστήριο κατέληξε στην καταδίκη του τελευταίου.

18. Επειδή, η ανωτέρω περί τον δόλο του πρώτου αναιρεσείοντος κρίση του δικάσαντος διοικητικού εφετείου, στην οποία ήχθη μετά από συνεκτίμηση όλων των προεκτεθέντων στοιχείων, είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη. Ειδικότερα, εν όψει όσων εξετέθησαν στις σκέψεις 11 έως 13, νομίμως το δικάσαν διοικητικό εφετείο δεν θεώρησε ότι δεσμεύεται από την αμετάκλητη υπ’ αριθμ. 3145/2000 αθωωτική για τον πρώτο των αναιρεσειόντων απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, αλλά την έλαβε υπ’ όψη του και την συνεκτίμησε προς μόρφωση της κρίσεώς του, οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των αναιρεσειόντων είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Κατά την γνώμη, όμως, της Συμβούλου Ε. Νίκα, όπως αυτή εξετέθη στις προαναφερθείσες σκέψεις της παρούσας, το διοικητικό εφετείο υπεχρεούτο κατ’ εφαρμογή της αρχής ne bis in idem να τερματίσει την ενώπιόν του διαδικασία με απόφαση που θα ακύρωνε το επιβληθέν πολλαπλό τέλος ή, πάντως, υπό την εκδοχή ότι η διαδικασία επιβολής πολλαπλού τέλους δεν είναι ποινική, αλλ’ αμιγώς διοικητική, έπρεπε το διοικητικό εφετείο να θεωρήσει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και, εν πάση περιπτώσει, κατ’ επέκταση της εφαρμογής της ρυθμίσεως του άρθρου 5 παρ. 2 του ΚΔΔ για τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων, ότι εδεσμεύετο από την ανωτέρω αμετάκλητη αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, μη δυνάμενο πλέον να καταλήξει σε κρίση αντίθετη προς τα κριθέντα από το ποινικό δικαστήριο.

19. Επειδή, περαιτέρω, ο λόγος αναιρέσεως ότι μη νομίμως η κρίση του διοικητικού εφετείου περί της συνδρομής του στοιχείου του δόλου στο πρόσωπο του πρώτου αναιρεσείοντος ως διαχειριστού και εκπροσώπου της αναιρεσείουσας εταιρίας στηρίχθηκε σε στοιχεία αντίθετα με αυτά που έγιναν δεκτά ως πραγματικά περιστατικά με την υπ’ αριθμ. 3145/2000 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης και με όσα στοιχεία υπάρχουν στον φάκελλο, όπως αυτά εξειδικεύονται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι, κατά τα προεκτεθέντα, το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης δεν εδεσμεύετο από τις κρίσεις που διατυπώνονται στην ανωτέρω ποινική απόφαση, την οποία υπεχρεούτο μόνον να συνεκτιμήσει προς διαμόρφωση της κρίσεώς του, όπως και έπραξε. Εξ άλλου, δεν υποστηρίζεται ότι είχαν προβληθεί ενώπιον του διοικητικού εφετείου ειδικότεροι ισχυρισμοί αναφερόμενοι σε συγκεκριμένο περιεχόμενο της ποινικής αυτής αποφάσεως ή και του προσκομισθέντος υπ’ αριθμ. 242/2001 βουλεύματος, που έμειναν αναπάντητοι ή έχρηζαν ειδικότερης αντιμετωπίσεως. Ως εκ τούτου, απαραδέκτως περαιτέρω με τον ως άνω λόγο οι αναιρεσείοντες αμφισβητούν ευθέως την ορθότητα της ουσιαστικής κρίσεως του διοικητικού εφετείου αναφορικά με την μη κατοχή και επιστροφή του αντιτύπου με αριθμ. 3 της επίδικης διασαφήσεως, την μη κατοχή στοιχείων για την συναλλαγή με την εταιρία «…………» και την ύπαρξη και δραστηριότητα της εταιρίας αυτής, την μη λήψη μέτρων για την ολοκλήρωση της επίδικης εξαγωγής, την λαθρεμπορική δραστηριότητα του ……….. και το ασύμφορο των εξαγωγών πετρελαιοειδών στην Βουλγαρία.

20. Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι μη νομίμως με την επίδικη καταλογιστική πράξη του Προϊσταμένου του ΣΤ΄ Τελωνείου Θεσσαλονίκης καταλογίσθηκαν εις βάρος του πρώτου των αναιρεσειόντων οι διαφυγόντες φόροι εξ ολοκλήρου και όχι κατ’ επιμερισμό, ανάλογα με την ευθύνη του, και το Διοικητικό Εφετείο εσφαλμένως με την προσβαλλομένη απόφασή του παρέλειψε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την πλημμέλεια αυτή. Ο λόγος, όμως, αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως διότι με την προσφυγή δεν αμφισβητήθηκε το ύψος των διαφυγόντων φόρων που καταλογίσθηκαν στον πρώτο των αναιρεσειόντων και, συνεπώς, δεν συνέτρεχε περίπτωση αυτεπάγγελτης εξετάσεως από το Διοικητικό Πρωτοδικείο κατ’ άρθρο 79 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ούτε περαιτέρω, από το Διοικητικό Εφετείο, κατ’ άρθρο 97 παρ. 1 του αυτού Κώδικα, της ως άνω προβαλλομένης πλημμελείας του οικείου κεφαλαίου της καταλογιστικής πράξεως.

21. Επειδή, μετά ταύτα, η κρινομένη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

[…]