Laudatio Χρήστου Ροζάκη

Νίκος Κ. Αλιβιζάτος

Laudatio Χρήστου Ροζάκη

Γεννημένος στην Αθήνα, το 1941, ο Χρήστος Ροζάκης σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου μας στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1960. Ανήκει, δηλαδή exofficio στη γενιά που έμεινε γνωστή στη χώρα μας με δύο αριθμούς: ένα ποσοστό, το 15% για την παιδεία, και ένα άρθρο του Συντάγματος, το 1-1-4. Δεν είναι, συνεπώς τυχαίο ότι, όπως ακριβώς συνέβη και με την πλειοψηφία των άλλων «εκδρομέων του ‘60» -για να θυμηθούμε το γνωστό τραγούδι του Διον. Σαββόπουλου- η πολιτική τον σημάδεψε από πολύ νωρίς. Θα τολμούσα μάλιστα να πω ότι, επί πλέον, τον γοήτευσε. Όχι βέβαια με την έννοια της εμμονής σε ιδεοληψίες ή μιας παραταξιακής στράτευσης, όσο με εκείνην της σταθερής ένταξης του αντικειμένου της δουλειάς του, δηλαδή του κανόνα δικαίου, στο φυσικό πλαίσιό του: τον συγκεκριμένο άνθρωπο με τις δεξιότητες και τις αδυναμίες του, και την ιστορικά προσδιορισμένη κοινωνία με τις διαιρέσεις, τις προσδοκίες και τα πάθη και τις εξάρσεις της.

Μετά το πτυχίο Νομικής και τη στρατιωτική του θητεία, ο τιμώμενος συνέχισε τις σπουδές του στο University College του Λονδίνου και το University of Illinois του Σικάγου, όπου πήρε τα δύο Master’s του. Εκεί στράφηκε οριστικά προς το διεθνές δίκαιο. Έτσι, η διδακτορική διατριβή που ολοκλήρωσε το 1973 στην Αμερική και εκδόθηκε το 1976 στο Άμστερνταμ, είχε τίτλο την Έννοια του jus cogensστο δίκαιο των συνθηκών.
Στην Ελλάδα επέστρεψε, μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, έχοντας περάσει για λίγο και από το Institut des Hautes Etudes Internationales της Γενεύης. Το κλίμα των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων δεν τον άφησε βέβαια ανεπηρέαστο. Το νέο δίκαιο της θάλασσας και η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, με φόντο πλέον τις τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο, βρέθηκαν στο επίκεντρο του δεύτερου βιβλίου του με τίτλο Το δίκαιο της θάλασσας και η διαμόρφωσή του από τις διεκδικήσεις των παράκτιων κρατών, που εκδόθηκε το 1976 και βάσει του οποίου αναγορεύθηκε υφηγητής στην Πάντειο, με πρόταση ενός σπουδαίου διεθνολόγου, του τότε πρύτανη Γιώργου Τενεκίδη.
Ο Χρήστος Ροζάκης ξεκίνησε την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία στην Πάντειο. Εντεταλμένος επιμελητής το 1975, υφηγητής το 1977, διεδέχθη τον Τενεκίδη ως τακτικός καθηγητής το 1980. Μεταπήδησε στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του δικού μας Πανεπιστημίου το 1986. Κοσμήτορας της Σχολής μας το 1991-94, ήταν πρόεδρος του Τμήματός του το 1995-96. Μέχρι την αφυπηρέτησή του, επισκέφθηκε ως διδάσκων και ερευνητής πολλά πανεπιστήμια σε Ευρώπη και Αμερική και, το 2004, δίδαξε στην Ακαδημία Διεθνούς Δικαίου της Χάγης. Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου μας από το 2008, είναι επίτιμος διδάκτωρ του Νομικού Τμήματος του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και, από το 2001, μέλος του Ινστιτούτου Διεθνούς Δικαίου.
Παράλληλα, ο τιμώμενος υπηρέτησε επί 24 χρόνια συνολικά στα δικαιοδοτικά όργανα του Στρασβούργου, διάρκεια που, εξ όσων γνωρίζω, συνιστά ρεκόρ στα χρονικά της Ευρωπαϊκής Σύμβασης: πρώτα ως μέλος της Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Συμβουλίου της Ευρώπης, από το 1987 ως το 1998 και, ακολούθως, ως Δικαστής, Β’ και, εν συνεχεία, Α’ Αντιπρόεδρος του λεγόμενου «νέου» Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, από το 1998 έως σήμερα. Επρόκειτο για μια δεύτερη σταδιοδρομία, παράλληλη σε μεγάλο βαθμό με την ακαδημαϊκή, αφού ο τιμώμενος δεν διέκοψε ποτέ την επιστημονική παρουσία του με μονογραφίες, δεκάδες επιστημονικά άρθρα, σχόλια και παρεμβάσεις.
Ο μοναδικός αυτός συνδυασμός της ακαδημαϊκής με την δικαστική ιδιότητα είναι βέβαια η χαρά όποιου –καλή ώρα- αναλαμβάνει να παρουσιάσει ένα τόσο πολυσχιδές έργο. Είναι, ταυτόχρονα και πηγή ανησυχίας, μια και δεν περιορίζεται στην κλασική αντιπαράθεση νομικής θεωρίας και πράξης, αλλά αφορά τη στενή διαπλοκή διεθνούς, αφ’ ενός, και εσωτερικού δικαίου αφ’ ετέρου (αστικού, ποινικού, διοικητικού και, προπάντων συνταγματικού), με ό,τι η διαπλοκή αυτή μπορεί να συνεπάγεται για τις παραδοσιακές διακρίσεις του δικαίου σε μείζονες και ελάσσονες κλάδους.
Για τον Χρήστο Ροζάκη ως πανεπιστημιακό θα αρκεσθώ σε λίγα: ειδικός στο δίκαιο των συνθηκών και συγγραφέας του μεγαλύτερου τμήματος του σχετικού κεφαλαίου στο εγχειρίδιο που εξέδωσε με τους Ιωάννου, Οικονομίδη και Φατούρο, το 1983 (β’ έκδοση 1988 & 1990), μελέτησε περισσότερο το δίκαιο της θάλασσας, την εξέλιξη του οποίου, μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, παρουσίασε στο ομώνυμο βιβλίο του και σε σειρά άρθρων: μετά από 4 αιώνες επικράτησης, η αρχή της ελευθερίας των θαλασσών συρρικνώνεται, καθώς τα κυριαρχικά δικαιώματα των παράκτιων χωρών δεν περιορίζονται πια στην αιγιαλίτιδα ζώνη, αλλά επεκτείνονται στην υφαλοκριπίδα και τις αποκλειστικές οικονομικές ζώνες (τις γνωστές ΑΟΖ). Ανάμεσα στις δύο αυτές διαμετρικά αντίθετες τάσεις, οι οποίες εκφράζουν και τις αντίστοιχες διεκδικήσεις των μεγάλων ναυτικών και αλιευτικών δυνάμεων από τη μια, και των πτωχών χωρών από την άλλη, πού βρίσκεται το σημείο ισορροπίας; Η σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1982 για το νέο δίκαιο της θάλασσας επέλυσε πολλά ζητήματα, αλλά αρκετές εκκρεμότητες περιμένουν την εφαρμογή της στην πράξη. Πολύ περισσότερο που η Τουρκία, αρνείται ως γνωστόν, να την κυρώσει. Στον κορμό του διεθνούς δικαίου εντάσσεται και η τρίτη μεγάλη μονογραφία του τιμωμένου, που πραγματεύεται Το διεθνές νομικό καθεστώς των ελληνικών ποταμών και λιμνών, την οποία εξέδωσε το 1980.
Η άλλη μεγάλη «αδυναμία» του Χρήστου Ροζάκη ως πανεπιστημιακού δασκάλου και ερευνητή είναι οι διεθνείς σχέσεις. Aπό το βιβλίο του για την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Κων. Καραμανλή από το 1974 ως το 1978, ως τον πρόλογό του στο βιβλίο του Στάνλεϋ Χόφμαν, Χάος και βία, που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε ελληνική μετάφραση (2011), οι διεθνείς σχέσεις ως ξεχωριστό επιστημονικό πεδίο κάπου μεταξύ διεθνούς δικαίου, συγκριτικής ιστορίας και πολιτικής επιστήμης, βρίσκονται στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων του. Ξεχωρίζω τη συμβολή του στον συλλογικό τόπο των εκδόσεων «Γνώση» και του ΕΛΙΑΜΕΠ για τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, το 1988, και το κεφάλαιο για την «Γιουγκοσλαβική κρίση» σε άλλον συλλογικό τόμο, που επιμελήθηκε και εξέδωσε το 1994 ο Θάνος Βερέμης για τα Βαλκάνια. Εκεί ο τιμώμενος διερωτάτο μήπως η στάση των ελληνικών κυβερνήσεων έναντι του «νέου μακεδονικού» «επιβεβαιώνει τους φόβους για μια δομική απόσταση της Ελλάδας από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους εταίρους της, ανάλογη με αυτήν που χωρίζει (για διαφορετικούς λόγους) τη Μεγάλη Βρετανία ή τη Δανία από τη λογική της Ενωμένης Ευρώπης».
Δικαίωση του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος του Χρήστου Ροζάκη για τις διεθνείς σχέσεις ήταν ο διορισμός του ως εξωκοινοβουλευτικού υφυπουργού Εξωτερικών στη δεύτερη κυβέρνηση Σημίτη, το 1996. Αν και η θητεία του διεκόπη πρόωρα, το βραχύ πέρασμά του από την ενεργό πολιτική άφησε σημαντικά ίχνη. Κυριότερο από αυτά ήταν δίχως άλλο η νέα ελληνική εξωτερική πολιτική έναντι της Τουρκίας, όπως αποτυπώθηκε στα συμπεράσματα της συνδιάσκεψης κορυφής του Ελσίνκι, το 1999˙ μια πολιτική την οποία έκτοτε ακολουθούν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις. Παράπλευρη συνέπεια της στροφής αυτής ήταν, θα τολμούσα να πω, η τρίτη μετά την ένταξη μας στην τότε ΕΟΚ, το 1981, και την Ευρωζώνη, το 2000, μείζων επιτυχία του ελληνισμού τις τελευταίες δεκαετίες, που είναι βέβαια η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το 2003.
Έρχομαι τώρα στο έργο του Χρήστου Ροζάκη ως δικαστή στο Στρασβούργο, το οποίο βρίσκεται πιο κοντά στα δικά μου ενδιαφέροντα ως συνταγματολόγου.
Ως μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και Πρόεδρος για λίγο του Πρώτου Τμήματός της, ο τιμώμενος βρέθηκε άμεσα ή έμμεσα εμπλεκόμενος στον χειρισμό όλων των ελληνικών ατομικών προσφυγών στο Στρασβούργο, μετά την αναγνώριση του καινοτόμου αυτού διεθνούς ενδίκου βοηθήματος από την Ελλάδα, το 1985. Έτσι, συνετέλεσε αποφασιστικά στη διαμόρφωση της νομολογίας της Επιτροπής και, κατ’ επέκταση, του Δικαστηρίου σε θέματα θρησκευτικής ελευθερίας, ένα πεδίο με το οποίο τα δικαιοδοτικά όργανα της ΕΣΔΑ είχαν παρεμπιπτόντως ως τότε ασχοληθεί. Αναφέρομαι ιδίως στις αποφάσεις που εκδόθηκαν τη δεκαετία του 1990 στις πολύκροτες υποθέσεις Κοκκινάκη κατά Ελλάδος, Μανουσάκη κατά Ελλάδος, Βαλσάμη και Ευστρατίου κατά Ελλάδος, και Καθολικής Εκκλησίας Κρήτης κατά Ελλάδος.
Εξ ίσου σημαντική ήταν η συμβολή του Χρήστου Ροζάκη στον χειρισμό των ελληνικών υποθέσεων παραβίασης περιουσιακών δικαιωμάτων. Πέρα από τις υποθέσεις Στραν και Παπαμιχαλόπουλου κατά Ελλάδος και την συντρέχουσα γνώμη του στην υπόθεση του Τέως βασιλιά, επιτρέψτε μου να επιμείνω στην μερική μειοψηφία του στην απόφαση που εξέδωσε η Επιτροπή στην υπόθεση Λοϊζίδου κατά Τουρκίας, το 1993. Επρόκειτο, υπενθυμίζω για προσφυγή Ελληνοκυπρίας από την Κυρήνεια, που είχε εγκαταλείψει την πατρική κατοικία της, το καλοκαίρι του 1974, μετά την τουρκική εισβολή, και η οποία διεκδικούσε να επιστρέψει σε αυτήν στα Κατεχόμενα. Το μείζον νομικό ζήτημα ήταν αν η Τουρκία, κράτος-μέλος της ΕΣΔΑ, μπορούσε από τη σκοπιά του Στρασβούργου να θεωρηθεί υπεύθυνη για παραβιάσεις που είχαν συντελεσθεί εκτός της επικρατείας της, κάτι για το οποίο η Επιτροπή αποφάνθηκε ομοφώνως θετικά. Το άλλο μείζον θέμα ήταν αν η απαγόρευση της πρόσβασης της Τιτίνας Λοϊζίδου στην ιδιοκτησία της συνιστούσε παραβίαση μόνο του δικαιώματος της για ελεύθερη διακίνηση, όπως είχε κρίνει η πλειοψηφία της Επιτροπής, ή μήπως και των περιουσιακών δικαιωμάτων της, όπως τα κατοχύρωνε το άρθρο 1 του Α’ Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Σε αυτό το σημείο διαφώνησε ο τιμώμενος με τους συναδέλφους του, δίνοντας έναν ορισμό της ιδιοκτησίας που θα ζήλευε κάθε συνταγματολόγος:
«Κατά τη γνώμη μου, υποστήριζε, η έννοια της ‘πρόσβασης’ , όταν αναφέρεται στην απόλαυση της ιδιοκτησίας […] είναι ευρύτερη από την απλή ελευθερία διακίνησης, η οποία καθισυτά απλώς δυνατή τη σωματική επαφή. Στην πραγματικότητα, [η πρόσβαση] περιλαμβάνει όλα τα συστατικά στοιχεία της έννοιας της απόλαυσης της ιδιοκτησίας, όπως για παράδειγμα, τη δυνατότητα επισκευής ενός ακινήτου, τη δυνατότητα εκμετάλλευσής του, τη δυνατότητα ανταλλαγής του κ.ο.κ. Υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, η κατοχή από την Τουρκία της βόρειας Κύπρου εμποδίζει –και μάλιστα κατά τρόπο διαρκή- την ελεύθερη απόλαυση της ιδιοκτησίας της [από την προσφεύγουσα]».
Η δικαίωση για τον Χρήστο Ροζάκη ήρθε τρισήμισυ χρόνια αργότερα: κρίνοντας επί του βασίμου στην ίδια υπόθεση, το Δικαστήριο πλέον του Στρασβούργου -σε μείζονα σύνθεση- καταδίκασε το 1996 την Τουρκία με ψήφους 11 κατά 6 για παραβίαση του άρθρου 1 του Α’ Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και όχι του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, όπως του πρότεινε η Επιτροπή. Είναι νομίζω περιττό να τονισθεί η σημασία αυτής της διαφοροποίησης.
Ως μέλος πλέον του «νέου» Δικαστηρίου από το 1998 και εφεξής, και μάλιστα ως Αντιπρόεδρός του, ο τιμώμενος συνέβαλε ακόμη αποφασιστικότερα στην επιτυχία της ΕΣΔΑ και την εμπέδωση μιας ευρωπαϊκής δημόσιας τάξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Η βαθμιαία διείσδυση της Σύμβασης στη Ρωσία και τις άλλες πρώην «Λαϊκές Δημοκρατίες» της Ανατολικής Ευρώπης -χώρες δηλαδή με μηδαμινή παράδοση στον σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου και με νομικούς εκπαιδευμένους ως επί το πλείστον επί «υπαρκτού σοσιαλισμού»- ήταν ένα μεγάλο επίτευγμα, το οποίο, αν κρίνει κανείς από την πρόοδο που έχουν κάνει δημοκρατία και του κράτος δικαίου στις χώρες αυτές τα 20 τελευταία χρόνια, φαίνεται να αποδίδει ήδη καρπούς.
Από την άλλη, πρέπει να εξαρθεί η προσωπική συμβολή του Χρήστου Ροζάκη στη διαμόρφωση της νομολογίας του ΕΔΔΑ σε ζητήματα είτε κλασικά του διεθνούς δικαίου, όπως η εκλογίκευση της αρχής της επικουρικότητας, οι ασυλίες και τα εγκλήματα πολέμου και η κυριαρχία, ιδιαίτερα ή εξω-εδαφική, είτε πιο «μοντέρνα», με την έννοια των σύγχρονων αντιλήψεων για τα δικαιώματα του ανθρώπου: σεξουαλική ελευθερία, ελευθερία της έκφρασης, καταδίκη της δικονομικής τυπολατρείας (στο κεφάλαιο αυτό εντάσσονται και οι επανειλημμένες καταδίκες της Ελλάδος λόγω του υπέρμετρου φορμαλισμού που παλαιότερα τουλάχιστον επεδείκνυε ο Άρειος Πάγος).
Ιδιαίτερος λόγος πρέπει να γίνει εδώ και για τη νέα ερμηνεία του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ, που προστατεύει το δικαίωμα στη ζωή. Από τη μια, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατέστησε σαφές ότι, κατ’ αντιδιαστολή προς το νεογέννητο, το έμβρυο δεν είναι φορέας του δικαιώματος αυτού˙ έτσι, σε αντίθεση προς τα συμβαίνοντα στην άλλη όχθη του Ατλαντικού -με την διαρκώς ανακυκλούμενη διαμάχη για την περίφημη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Ουάσιγκτον στην υπόθεση Roev. Wade(1973)- επιβεβαιώθηκε ότι τα κράτη μέλη έχουν ευρεία ευχέρεια να ρυθμίζουν την άμβλωση, λαμβάνοντας υπ’ όψη τα ήθη και τις ανοχές των κοινωνιών τους.
Από την άλλη, το Δικαστήριο του Στρασβούργου δέχθηκε για πρώτη φορά ότι το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ εφαρμόζεται και σε περιπτώσεις μη θανατηφόρου τραυματισμού, αρκεί να κινδύνευσε σοβαρά η ζωή του θύματος. Επί πλέον, όπως έκρινε εν ολομελεία στην υπόθεση Μακαρατζή κατά Ελλάδος, το 2004, το δικαίωμα στη ζωή επιβάλλει στα κράτη μέλη να παίρνουν και θετικά μέτρα για την προστασία της ζωής των πολιτών, μεταξύ των οποίων, να ρυθμίζουν λεπτομερώς τη χρήση των όπλων από την αστυνομία και να μεριμνούν για την εκπαίδευση και την περιοδική επανεκπαίδευση των αστυνομικών. Αν η χώρα μας είχε συμμορφωθεί προς τη νομολογία αυτή, που έκτοτε –σημειωτέον- καθιερώθηκε, είναι πιθανόν να μην είχε σημειωθεί το ακραίο περιστατικό αστυνομικής βίας, που ήταν η δολοφονία του Αλ. Γρηγορόπουλου, τον Δεκέμβριο του 2008.
Αν έπρεπε να συνοψίσει κανείς τα βασικά χαρακτηριστικά των περί δικαίου αντιλήψεων του τιμωμένου, θα ξεχώριζε τα εξής τρία:
Πρώτον, μιαν αταλάντευτη προσήλωση στις αρχές του πολιτικού φιλελευθερισμού, με ταυτόχρονη αναγνώριση σημαντικών περιθωρίων παρέμβασης του κράτους στην οικονομία για την άμβλυνση των κοινωνικών αντιθέσεων. Στη χώρα μας όπου, ως γνωστόν, είναι διάχυτη –για να μην πω κρατούσα- μια νάλλον πατερναλιστική ερμηνευτική προσέγγιση των δικαιωμάτων, είναι περιττό να τονισθεί πόσο η αντίληψη αυτή συνέβαλε στην προστασία των μειονοτήτων και –γενικότερα- των «διαφορετικών».
Δεύτερο χαρακτηριστικό: με αφετηρία το γράμμα της ΕΣΔΑ, ο Χρήστος Ροζάκης προβαίνει για την ερμηνεία της σε μια συστηματική αναγωγή στις θεμελιώδεις ηθικοπολιτικές αρχές του ευρωπαϊκού συνταγματικού πολιτισμού. Υπερβαίνει έτσι τον καθαρό θετικισμό, που επηρεάζει «γενετικά» τους περισσότερους νομικούς της γενιάς του, και εκτίθεται στα μεγάλα ρεύματα της ηθικής φιλοσοφίας. Οι αρχές στις οποίες προσβλέπει δεν είναι υπερβατικές –δεν μας έρχονται ως θέσφατα από το 1950 ούτε ακόμη λιγότερο από το 1789 – αλλά είναι ιστορικά προσδιορισμένες. Χάρη στην αναγωγή αυτή, η ΕΣΔΑ –μια συντηρητική κατ’ αρχήν διακήρυξη, όπως μεταξύ άλλων τη χαρακτήριζε και ο Αλ. Σβώλος, το 1954- κατέστη ένα από τα «ζωντανότερα» δεσμευτικά κείμενα της σύγχρονης Ευρώπης, ανοιχτό στα μηνύματα και τις προσδοκίες των καιρών.

Τέλος, μια νέα αντίληψη της εθνικής κυριαρχίας, όχι ως οχυρού για την διατήρηση παρωχημένων στερεοτύπων, νεκρών παραδόσεων και αδικαιολόγητων προνομίων, τα οποία μας οφείλονται τάχα λόγω της «ένδοξης» ιστορικής διαδρομής μας, αλλά ως μέσου για τον σεβασμό της αξιοπρέπειάς μας, της ιδιαιτερότητάς μας ως λαού, και της πραγματικής συμβολής μας στη διαμόρφωση μιας ελεύθερης Ευρώπης των λαών, αντάξιας της ιστορίας και του πολιτισμού της.