Τα συνταγματικά της κυβερνητικής σταθερότητας

Κώστας Μποτόπουλος, Συνταγματολόγος, Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς

Τα συνταγματικά της κυβερνητικής σταθερότητας

Το κείμενο θα μπορούσε να ονομάζεται «οι συνταγματικές ιδιοτυπίες μιας μεταβατικής κυβέρνησης συνεργασίας». Όμως, επειδή πιστεύω πως η διακομματική κυβέρνηση που συγκροτήθηκε πρόσφατα στην Ελλάδα έχει ακριβώς ως απώτατη αποστολή την επαναφορά μιας στοιχειώδους σταθερότητας -ώστε να γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες που θα εξασφαλίσουν τον δηλωμένο στόχο, δηλαδή τη διατήρηση της χώρας μας εντός Ευρωζώνης και Ευρωπαϊκής Ένωσης-, μοιράζομαι τις παρακάτω σκέψεις υπό τη διπλή ιδιότητα του συνταγματολόγου και του θεσμικού παράγοντα. Όλα όσα θα πω τα διαπερνά η αγωνία όχι μόνο να πετύχει το σχεδόν πρωτόγνωρο πείραμα (οι διαφορές με την κυβέρνηση Ζολώτα είναι κατά τη γνώμη μου μεγαλύτερες από τις ομοιότητες), αλλά και να αναζωογονηθούν οι θεσμοί της καταπονημένης μας Δημοκρατίας.

α) Μια πρώτη διευκρίνιση –και μια πρώτη ανησυχία- σχετίζονται με το ρόλο της ως χτες μείζονος αντιπολίτευσης. Το κόμμα που βγήκε δεύτερο στις εκλογές του 2009 συμφώνησε, ως γνωστόν, και μάλιστα μέσα από πολλές περιπέτειες, όχι μόνο να «στηρίξει» τη νέα κυβέρνηση, αλλά και να συμμετάσχουν στελέχη του σε αυτήν (κάποια μάλιστα πρώτης, αντικειμενικά, γραμμής, αφού πρόκειται για τους δύο αντιπροέδρους του κόμματος), ετοιμάζεται δε, ως «γραμμή» τουλάχιστον (θα δούμε εάν θα υπάρξουν διαφοροποιήσεις), να παράσχει ψήφο εμπιστοσύνης στη νέα κυβέρνηση. Υπ’ αυτή την έννοια είναι ίσως όχι ακατανόητη (ιδίως υπό το πρίσμα των επερχόμενων εθνικών εκλογών), πάντως θεσμικά μετέωρη, η εμμονή του αρχηγού του συγκεκριμένου κόμματος να το παρουσιάζει και εντός και εκτός κυβέρνησης. Ιδίως παραξενεύει η βούληση το κόμμα αυτό να συνεχίσει τυπικά (ή και ουσιαστικά;) να παίζει το ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μέσα από το στρατήγημα της μη συμμετοχής εν ενεργεία βουλευτών στο νέο κυβερνητικό σχήμα. Όμως το άρθρο 20 του Κανονισμού της Βουλής (γιατί το ίδιο το Σύνταγμα δεν λέει τίποτα επί του θέματος), όταν ορίζει ότι ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι «ο αρχηγός της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που δεν μετέχει στην κυβέρνηση», δεν θέτει και ούτε υπονοεί το τυπικό κριτήριο της συμμετοχής εν ενεργεία βουλευτών, αλλά το ουσιαστικό της στήριξης ή μη της συγκεκριμένης κυβέρνησης και του πολιτικού της προγράμματος. Κρίσιμα συνεπώς κριτήρια για μια κυβέρνηση συνεργασίας είναι η προγραμματική συμφωνία των κυβερνητικών εταίρων, η σύνθεση της κυβέρνησης με πρόσωπα από διαφορετικούς κομματικούς χώρους, τους οποίους τα πρόσωπα αυτά δεν απεμπολούν (ασχέτως αν είναι ή εάν παραμένουν βουλευτές) και, ιδίως, η βαριά θεσμική στιγμή της έκφρασης εμπιστοσύνης, με παροχή σχετικής ψήφου στη Βουλή. Δεν νοείται «αντιπολίτευση», πόσο μάλλον αξιωματική, που να έχει συμφωνήσει στο πρόγραμμα, να βάζει υπουργούς σε μία κυβέρνηση και να της παρέχει ψήφο εμπιστοσύνης. Η επ’ αυτού παρατεινόμενη αμφισημία όχι μόνο δοκιμάζει πέρα από το όριο τους θεσμούς, αλλά και διαχέει στο κοινωνικό σώμα μια εντύπωση εκ των έσω αμφισβήτησης, που δυναμιτίζει την προσπάθεια επανάκτησης της πολιτικής και πολιτειακής σταθερότητας,
β) Ένα δεύτερο ζήτημα αφορά τις επιλογές και κινήσεις μιας κυβέρνησης περιορισμένης ως προς τους στόχους («κυβέρνηση ειδικού σκοπού») και ως προς το χρόνο («μεταβατική», δηλαδή με όριο ζωής κοντινές εκλογές, τις οποίες και οφείλει να προετοιμάσει). Είναι μια τέτοια κυβέρνηση περιορισμένη και ως προς το χώρο και τα περιθώρια δράσης της; Οφείλει, ως προς τη δράση αυτή, να ζητά ad hoc επίνευση των κυβερνητικών εταίρων (δηλαδή των επιτελείων των κομμάτων που μετέχουν σε αυτή), πέραν της καλύπτουσας όλο της το πρόγραμμα παροχής κοινοβουλευτικής εμπιστοσύνης στην αρχή της θητείας της; Και στα δύο ερωτήματα η απάντησή μου είναι αρνητική. «Ειδικός σκοπός» δεν θα πει συγκεκριμένες, περιορισμένες και εκ των προτέρων γνωστές κινήσεις αλλά υπηρέτηση συγκεκριμένων δεσμεύσεων με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Πόσο μάλλον που, στην παρούσα περίπτωση, οι δεσμεύσεις της μεταβατικής κυβέρνησης συνεργασίας προϋποθέτουν όλες, ή πάντως οι σημαντικότερες, σημαντικά περιθώρια κινήσεων: και η εξειδίκευση και συγκεκριμενοποίηση του προϋπολογισμού του 2012 και η συνέχιση (αν είχε αρχίσει) και ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης για το νέο Μνημόνιο που θα στηρίξει τη νέα δανειακή σύμβαση και η συμπλήρωση και διαμόρφωση των ιδιαίτερα γενικών όρων της Συμφωνίας της 26ης Οκτωβρίου για το «κούρεμα» και τη συμμετοχή των ιδιωτών (PSI). Όλες αυτές οι υποχρεώσεις ήταν, τη στιγμή που αναλάμβανε η νέα κυβέρνηση, άδεια κελύφη, που όφειλε αυτή να τα γεμίσει, προκειμένου, μαζί με την εκταμίευση της 6ης δόσης (που δεν προϋποθέτει κάτι πέρα από το γενικό ζητούμενο της κυβερνητικής σταθερότητας), να υλοποιήσει το ένα σκέλος του στόχου διάσωσης της χώρας. Το άλλο σκέλος, δομικότερο και γι’ αυτό υποστηρικτικό όχι μόνο της άμεσης διάσωσης αλλά και της μελλοντικής ανόρθωσης, το σκέλος των μεταρρυθμίσεων, εξυπακούεται ότι και αυτό δεν μπορεί να μείνει ανενεργό: στην πρώτη γραμμή των προτεραιοτήτων που δεν μπορεί παρά να προωθήσει στο πλαίσιο των προς τα έξω και προς τα μέσα δεσμεύσεων της η κυβέρνηση, αλλά και για να δημιουργήσει το νέο εκείνο κλίμα που θα αρχίσει να «ξεκλειδώνει» την ανάπτυξη και τις αγορές, εμφανίζονται η φορολογική μεταρρύθμιση και η μεταχείριση (μισθολογική, εργασιακή, πειθαρχική) των υπαλλήλων του δημοσίου τομέα. Για όλα αυτά, και δεν είναι διόλου λίγα, τίποτα δεν κωλύει την κυβέρνηση να προχωρήσει με τον τρόπο που εκείνη θεωρεί σκόπιμο, σεβόμενη το δικό της πρόγραμμα (όπως θα διαμορφωθεί στη Βουλή κατά τη συζήτηση για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης) και όχι το πρόγραμμα των κομμάτων που μετέχουν σε αυτή, μεταβάλλοντας ενδεχομένως παλαιές πρακτικές που απέβησαν ατελέσφορες, υποσχέσεις που αποδείχθηκε ότι δεν μπορούν, ή μπορούν μόνο με υπερβολικό τίμημα, να τηρηθούν, προσθέτοντας στοιχεία που μπορεί να εισφέρει ο νέος Πρωθυπουργός ή η ακόμα οξύτερη συναίσθηση του επείγοντος. Στην περίπτωση της κυβερνητικής δράσης, η σταθερότητα προϋποθέτει κινητικότητα, ευελιξία και φαντασία,
γ) Γενικότερο, τέλος, αλλά απόλυτα συνδεόμενο με τον ιδιότυπο χαρακτήρα της νέας κυβέρνησης είναι το ζήτημα –και από κάποιους αίτημα- ενός «νέου Συντάγματος». Πληθαίνουν οι φωνές, προερχόμενες συνήθως από μη ειδικούς, που συνδέουν το σχηματισμό της μεταβατικής κυβέρνησης συνεργασίας, και τον τρόπο που επήλθε αυτός, με ένα «νέο πολιτικό κύκλο» για τον οποίο θα χρειαζόταν ένα «νέο θεσμικό πλαίσιο». Συγκυριακό επιχείρημα θα μπορούσε ενδεχομένως κανείς να αντλήσει και από το γεγονός ότι το ισχύον Σύνταγμά μας πράγματι αποδείχθηκε ότι αφήνει στο χώρο του αρρύθμιστου μια σειρά από διαδικασίες που επιστρατεύθηκαν εν τοις πράγμασι για το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, όπως οι αρμοδιότητες (ή μάλλον μη αρμοδιότητες) του Προέδρου της Δημοκρατίας, οι «διερευνητικές εντολές» με πρωτοβουλία του Πρωθυπουργού και των κομμάτων, η δεσμευτικότητα και ο χαρακτήρας των συμβουλίων αρχηγών, ο τρόπος επιλογής των μελών μιας κυβέρνησης συνεργασίας και άλλα. Παρ’ όλα αυτά, η γνώμη μου είναι ότι η συζήτηση για ένα νέο Σύνταγμα όχι μόνο δεν είναι της παρούσης, αλλά και θα δυναμίτιζε τη λειτουργία και το συμβολισμό της νέας κυβέρνησης. Από τυπική, αλλά διόλου τυπολατρική, άποψη, τίποτα δεν δικαιολογεί, εντός του Συντάγματος αλλά και από τη λογική των θεσμών, την ανακοπή της κανονικότητας ως προς τη συνταγματική αναθεώρηση (παρέλευση 5ετίας από την προηγούμενη, δυνατότητα μόνο για ορισμένες διατάξεις, επεξεργασία και ψήφιση από δύο διαδοχικές Βουλές): μια «ειδική κυβέρνηση» δεν είναι μια εκτός συνταγματικών θεσμών κυβέρνηση και η ύπαρξή της, ακόμα και αν προήλθε λόγω οριακών συνθηκών, δεν μπορεί να δικαιολογήσει κάμψη των θεσμών. Αλλά και από ευρύτερα πολιτική άποψη, νομίζω ότι θα δινόταν λάθος σήμα αν, αντί για αποτελέσματα (κυβερνητικό έργο), αρχίζαμε αμέσως να μιλάμε για το πλαίσιο (το Σύνταγμα) –ένα πλαίσιο μάλιστα, το οποίο, δεν θα κουραστώ να το λέω, είναι, παρά τις ατέλειές του, το τελευταίο που ευθύνεται για το βάθος της κρίσης και τις δυσκολίες της νέας κυβέρνησης. Ως προς αυτό το σημείο, επομένως, σταθερότητα ίσον αφοσίωση στη «μικρή» κυβερνητική εικόνα αντί της «μεγάλης» συνταγματικής –με την επιτυχία στην πρώτη να είναι, στην πραγματικότητα, ο μόνος τρόπος για να μπορέσουμε κάποτε να βελτιώσουμε τη δεύτερη.