Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΡΑΓΔΑΙΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ. Προς μια νέα θεώρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων;

Του Γιώργου Σωτηρέλη

26.01.2012
Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΡΑΓΔΑΙΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ. Προς μια νέα θεώρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων;
Στο κλείσιμο της πρώτης δεκαετίας του εικοστού αιώνα η εικόνα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τόσο σε διεθνές και ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, προκαλεί εύλογα έντονους προβληματισμούς, λόγω της προϊούσας και συνεχώς επιταχυνόμενης συρρίκνωσης του ουσιαστικού περιεχομένου και εν τέλει της προστατευτικής εμβέλειάς τους. Αυτό οφείλεται εν πολλοίς στην ιδιάζουσα μετάλλαξη που έχει υποστεί το σύγχρονο εξουσιαστικό φαινόμενο, υπό την πίεση των νέων κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί σταδιακά στο περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης και έχουν παροξυνθεί τα τελευταία χρόνια, λόγω της βαθύτατης κρίσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Πρόκειται για άκρως ανησυχητική εξέλιξη, διότι η σημερινή, ολοένα εντεινόμενη, δοκιμασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων σηματοδοτεί μια ιστορική οπισθοδρόμηση μείζονος σπουδαιότητας. Ας δούμε όμως τα πράγματα πιο συγκεκριμένα:
 
Είναι γνωστό ότι η ιστορία της ανθρωπότητας έχει επηρεασθεί καταλυτικά, έχει σφραγισθεί θα έλεγα, από την διαρκή σύγκρουση μεταξύ ελευθερίας και εξουσίας. Ως εκ τούτου, μια από τις σημαντικότερες στιγμές αυτής της ιστορίας υπήρξε αναμφισβήτητα η συνταγματική κατοχύρωση των πρώτων θεμελιωδών δικαιωμάτων, αρχής γενομένης, για την ηπειρωτική Ευρώπη, με τα Συντάγματα που καθιερώθηκαν μετά τη γαλλική επανάσταση του 1789. Η σημασία δε αυτή δεν αναιρείται από το ότι τα εν λόγω Συντάγματα –ιδίως μετά την λήξη της ριζοσπαστικής φάσης της γαλλικής επανάστασης– συμπεριέλαβαν στις διατάξεις τους, με πολλαπλούς αποκλεισμούς και επιλεκτικές διηθήσεις, ένα μικρό μόνο μέρος των λεγόμενων «φυσικών και απαράγραπτων δικαιωμάτων», που αποτελούσαν την ρομφαία του διαφωτισμού. Και τούτο διότι το κατοχυρωθέν μέρος αυτό των δικαιωμάτων, παρότι ταξικά προσδιορισμένο και προσανατολισμένο, ώστε να διευκολύνει προεχόντως τον άκρατο οικονομικό φιλελευθερισμό και την πολιτική κυριαρχία της αστικής τάξης, αποτέλεσε κρίσιμο συνταγματικό προγεφυρώματα της ελευθερίας, η οποία, για πρώτη φορά, έστω και λειψά, έστω και κολοβωμένα, απέκτησε σάρκα και οστά, έγινε απτή, συγκεκριμένη και διεκδικήσιμη.
 
Από τότε, η πρωτόλεια αυτή ελευθερία διευρύνεται και εμπλουτίζεται, αποχρωματιζόμενη σταδιακά, σε μεγάλο βαθμό, από τις ταξικές και ατομικιστικές-εγωιστικές καταβολές της και αποκτώντας νέες χωρητικότητες και νέες δυνατότητες, που επιτρέπουν, εν τέλει, την ολοκλήρωσή της, μέσω μιας ραγδαίας επέκτασης και στο πεδίο των συλλογικών διεκδικήσεων του πολιτικά και κοινωνικά δρώντος ανθρώπου. Όλα αυτά, βέβαια, δεν έγιναν ούτε ευθύγραμμα, ούτε ανώδυνα ούτε νομοτελειακά. Μεσολάβησε μια νέα μεγάλη επανάσταση, του 1848, και χρειάσθηκαν, γενικότερα, αλλεπάλληλοι σκληροί και αιματηροί διεκδικητικοί αγώνες, χάρη στους οποίους κρατήθηκε ζωντανό το αίτημα της ελευθερίας του ανθρώπου, παρά τις πολλαπλές και πολυποίκιλες υποχωρήσεις και αναιρέσεις των επί μέρους θεμελιωδών δικαιωμάτων, λόγω των αποικιοκρατικών και των παγκόσμιων πολέμων αλλά και της πρόσκαιρης επικράτησης αυταρχικών και ολοκληρωτικών καθεστώτων[1].
 
Με άλλα λόγια, η ιστορία των συνταγματικών δικαιωμάτων συνδέεται άρρηκτα με μια μακρά και δύσβατη πορεία ριζικού μετασχηματισμού και της ίδιας της κρατικής εξουσίας, η οποία, υπό την πίεση των πολιτικών και κοινωνικών διεκδικήσεων, έπαυσε συν τω χρόνω να είναι μια γυμνή και ανέλεγκτη εξουσία, αποβάλλοντας σταδιακά πολλά από τα αυταρχικά χαρακτηριστικά της και μεταπίπτοντας σταδιακά σε αρμοδιότητα, κατανεμόμενη σε επί μέρους και ανεξάρτητα κρατικά όργανα, με άμεση ή έμμεση δημοκρατική νομιμοποίηση. Κάποια από τα όργανα αυτά, μάλιστα, επιφορτίσθηκαν με την υποχρέωση να προστατεύουν, με πολλαπλές ασφαλιστικές δικλείδες, τον χώρο του αυτοκαθορισμού –που είναι η πεμπτουσία των δικαιωμάτων– σηματοδοτώντας την μετεξέλιξη του εθνικού κράτους από πηγή διακινδύνευσης των δικαιωμάτων σε κρίσιμη εγγύησή τους.
 
Μέσα λοιπόν από μια μακρόσυρτη πορεία αδιάκοπων συγκρούσεων και συμβιβασμών, η διαλεκτική της ιστορίας οδήγησε τον χώρο της ελευθερίας σε ασφαλή ύδατα, αποκαθιστώντας, μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, μια στοιχειώδη ισορροπία με τον χώρο της εξουσίας, μέσω της ολοκληρωμένης κατοχύρωσης των ατομικών, των πολιτικών και των κοινωνικών δικαιωμάτων, δηλαδή των δικαιωμάτων που αντιστοιχούν στην τριπλή ιδιότητα του ανθρώπου: ως ατόμου, ως πολίτη και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου.
 
Η ισορροπία αυτή, όμως, δεν κράτησε πολύ, διότι οι προϊούσες ραγδαίες αλλαγές, στις οποίες αναφέρθηκα εισαγωγικά, διέρρηξαν τα κοινωνικοοικονομικά και πολιτικά της θεμέλια. Πράγματι, με δεδομένο ότι η λόγω ισορροπία βρισκόταν σε απόλυτη αντιστοίχηση με την ευρύτερη ισορροπία που επιτεύχθηκε μεταξύ των δυνάμεων της πολιτικής και των δυνάμεων της αγοράς, στο πλαίσιο του λεγόμενου κεϋνσιανού μοντέλου ανάπτυξης, η ριζική αμφισβήτηση αυτού του μοντέλου, με την επικράτηση της παγκοσμιοποίησης, είχε αλυσιδωτές επιπτώσεις στο πεδίο προστασίας των συνταγματικών δικαιωμάτων. Έτσι, δύο ακριβώς αιώνες μετά την πτώση της Βαστίλης, ήρθε η σειρά μιας άλλης πτώσης, αυτής του τείχους του Βερολίνου, για να σηματοδοτήσει την ανατροπή της μεταπολεμικής ισορροπίας, προς όφελος, και πάλι, του οικονομικού φιλελευθερισμού. Η ίδια ανάγκη υπέρβασης των παραγωγικών σχέσεων από τις σύγχρονες, εκρηκτικά αναπτυσσόμενες, παραγωγικές δυνάμεις, οδήγησε στην υπέρβαση των συνόρων των εθνικών κρατών και στην επέκταση της αγοράς –με εμπροσθοφυλακή πλέον τα «νομαδικά κεφάλαια» του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τις νέες τεχνολογίες και τα επικοινωνιακά δίκτυα– σε υπερεθνικό και εν τέλει σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι νέες εξελίξεις είχαν αλυσιδωτές επιπτώσεις στην δομή και την λειτουργία του εθνικού κράτους, το οποίο αφ’ενός μεν βιώνει μια συστηματική και σε βάθος υπονόμευση –τόσο εξωτερική όσο και εκ των ένδον– από τις νέες πολυπλόκαμες ιδιωτικές εξουσίες, αφ’ετέρου δε πιέζεται αφόρητα από την «νέα τάξη πραγμάτων», που δεν είναι τίποτε άλλο από την μακρά χείρα αυτών των εξουσιών, προκειμένου να μετατραπεί σε μια σύγχρονη εκδοχή του «κράτους νυχτοφύλακα», με σκλήρυνση των κατασταλτικών του μηχανισμών. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να διαμορφωθεί μια νέα πραγματικότητα, που τελεί υπό την επικυριαρχία της αγοράς, με την πολιτική να παρακολουθεί αμήχανη και ασθμαίνουσα τις εξελίξεις και με τα δικαιώματα του ανθρώπου να αντιμετωπίζουν νέους και πρωτοφανείς σε έκταση κινδύνους, λόγω της ανάπτυξης νέων κέντρων, θεσμικών και εξωθεσμικών, στα οποία συσσωρεύεται βαθμιαία, με ολοένα και ταχύτερους ρυθμούς, η οικονομική και πολιτική ισχύς. Τα κέντρα αυτά διεκδικούν πλέον ευθέως και απροκάλυπτα την υποκατάστασή τους στην θέση της παραδοσιακής έδρας της κυριαρχίας, προκειμένου ιδίως να επιτύχουν, παρά την έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης, την άσκηση πρωτογενούς και αδιαμεσολάβητης εξουσίας[2].
 
Πράγματι, με την κατάρριψη των φραγμών που έθετε ο μεταπολεμικός διπολισμός, τα εθνικά κράτη βρίσκονται πλέον αντιμέτωπα, στον παγκόσμιο στίβο, με έναν ιδιότυπο «φονταμενταλισμό της αγοράς», και ιδίως με γιγαντιαίες ολιγοπωλιακές επιχειρήσεις. Οι επιχειρήσεις αυτές όχι μόνον έχουν προϋπολογισμούς πολλαπλάσιους από τους προϋπολογισμούς των εθνικών κρατών αλλά, το σημαντικότερο, συγκροτούν τεράστια και πολυπλόκαμα εξουσιαστικά δίκτυα, πλανητικής εμβέλειας, τα οποία περισφίγγουν τα εθνικά κράτη σαν ιστοί αράχνης, όπως έχει λεχθεί χαρακτηριστικά. Στο σημείο αυτό, επιτρέψτε μου να επιμείνω:
 
Δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν. Έχουμε να κάνουμε με πραγματικές εξουσίες, που εκκινούν μεν από την οικονομική ισχύ αλλά δεν αρκούνται πλέον σε αυτήν, αλλά ούτε και στην δύναμη πολιτικής επιρροής που απορρέει από αυτήν. Αναπτύσσουν πολυποίκιλους εξουσιαστικούς μηχανισμούς, που προσιδιάζουν μόνο στην κρατική εξουσία, χωρίς όμως καμία από τις εγγυήσεις που συνοδεύουν, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, την κρατική εξουσία. Διαθέτουν, κατ’αρχάς, ισχυρότατους κατασταλτικούς μηχανισμούς, ιδιωτικούς στρατούς και ιδιωτικά σώματα ασφαλείας, που επιβάλλουν συχνά, ιδίως απέναντι στους πληθυσμούς τριτοκοσμικών κρατών ή σε ενοχλητικά κοινωνικά κινήματα, τον νόμο της γυμνής βίας. Διαθέτουν, επίσης, μηχανισμούς παρακολούθησης, απίστευτης εμβέλειας και ακρίβειας, όπως το διαβόητο πλέον Έσελον, που ξεκίνησε από βιομηχανική κατασκοπεία για να καταστεί, μαζί με τις ιδιωτικές εταιρείες τηλεφωνίας, πραγματική πληγή για την σύγχρονη δημοκρατία. Τέλος, διαθέτουν άκρως αποτελεσματικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς. Πρόκειται για τα διεθνή ιδιωτικά τηλεοπτικά μέσα της κατ’ευφημισμόν ενημέρωσης, τα οποία συχνά εκτελούν διατεταγμένη υπηρεσία για την χειραγώγηση της κοινής γνώμης αλλά και για την ιδεολογική εκκαθάριση του τοπίου από τους πάσης φύσεως διαφωνούντες[3].
 
Χρειάζεται να αναφέρουμε λεπτομερώς πόσα και ποια ατομικά δικαιώματα τίθενται πλέον εν αμφιβόλω από αυτούς τους ιδιωτικούς κατασταλτικούς και ιδεολογικούς μηχανισμούς και από αυτά τα ιδιωτικά μέσα παρακολούθησης; Η προσωπική ελευθερία και ασφάλεια, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η τιμή και η υπόληψη του προσώπου, η προστασία της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων, το απόρρητο των ανταποκρίσεων, τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, η ίδια η ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης είναι ορισμένα μόνον από αυτά, αφού μια λεπτομερής απαρίθμηση θα εξαντλούσε σχεδόν το πεδίο προστασίας του ατομικού αυτοκαθορισμού.
 
Αλλά και στο επίπεδο των κοινωνικών δικαιωμάτων τα πράγματα δεν είναι καλύτερα, αφού απώτερος στόχος του «αχαλίνωτου καπιταλισμού» είναι να αχρηστευθούν σταδιακά οι εγγυήσεις των εθνικών Συνταγμάτων και να επιβληθεί άνωθεν, μέσω διεθνών συμβάσεων και ασφυκτικών πιέσεων, η άνευ όρων «απορρύθμιση» των οικονομικών και εργασιακών σχέσεων καθώς και η ραγδαία εμπορευματοποίηση των κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών. Αυτό δε συνεπάγεται, ιδίως, την συρρίκνωση του περιεχομένου της προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων και τον δραστικό περιορισμό του κύκλου των υποκειμένων τους –αποσυνδεομένων από την ιδιότητα του πολίτη– με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε σε σταδιακή «γκετοποίηση» του χώρου του κοινωνικού αποκλεισμού[4].
 
Τέλος, και στο πεδίο των πολιτικών δικαιωμάτων είναι εμφανής μια σοβαρή υποβάθμιση της ίδιας της πολιτικής συμμετοχής, καθεαυτήν, λόγω της συνεχούς υπονόμευσης των νομιμοποιητικών θεμελίων των δημοκρατικών καθεστώτων, της καθολικής ψηφοφορίας και του δημόσιου συμφέροντος, αλλά και της μετατόπισης της πολιτικής ζωής από το βήμα των αντιπροσωπευτικών σωμάτων στην λαμπερή πλην εξόχως παραπλανητική σκηνή των ιδιωτικών τηλεοπτικών μέσων.
 
Βάσει των ανωτέρω, η πρώτη και μεγαλύτερη πηγή των κινδύνων κατά των δικαιωμάτων είναι αναμφίβολα η ραγδαία μετάλλαξη του εξουσιαστικού φαινομένου, λόγω της ανάδυσης στυγνών και εν πολλοίς ανέλεγκτων ιδιωτικών εξουσιών, οι οποίες κινούνται στην γκρίζα ζώνη της παγκοσμιοποίησης, έξω και πέρα από κάθε γνωστή μορφή πολιτικού και κοινωνικού ελέγχου, θέτοντας εντελώς νέα δεδομένα στην κατοχύρωση αλλά και στην διεκδίκηση της ελευθερίας[5]. Ωστόσο, η συγκεκριμένη αυτή δράση των ιδιωτικών εξουσιών δεν είναι η μόνη πηγή διακινδύνευσης των δικαιωμάτων. Δεύτερη μεγάλη απειλή για την σύγχρονη ελευθερία είναι το κύμα των ποινικών μέτρων, προληπτικών και κατασταλτικών, που επακολούθησε σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, μετά από το δολοφονικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου και ενισχύθηκε μετά την σφαγή της Μαδρίτης και άλλες επί μέρους τρομοκρατικές ενέργειες. Όχι πως το πρόβλημα δεν είναι υπαρκτό και ότι δεν έπρεπε να ληφθούν μέτρα. Από το σημείο όμως αυτό μέχρι το σημείο να μας επιβάλουν την «ασφάλεια» σαν ένα γενικό και απρόσωπο «υπερδικαίωμα», το οποίο υπερισχύει δήθεν, και μάλιστα οιονεί αυτονόητα, έναντι όλων των άλλων δικαιωμάτων, η απόσταση είναι πολύ μεγάλη. Η άκριτη λοιπόν αποδοχή τόσο των έξωθεν επιβαλλόμενων όσο και των εγχώριας έμπνευσης μέτρων, στο όνομα μιας αόριστης «ασφάλειας», μήπως ισοδυναμεί με παραίτηση από ένα σύστημα προστασίας που οικοδομήθηκε με τόσους αγώνες; Μήπως στο βάθος παραμονεύει η κοινωνία της γενικευμένης ποινικοποίησης και του μεγάλου αδελφού[6];
 
Όλα αυτά συνθέτουν την σημερινή, ζοφερή σε μεγάλο βαθμό, εικόνα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, που χαρακτηρίζεται πλέον από μια εμφανή προσπάθεια των κυρίαρχων σε παγκόσμιο επίπεδο ιδιωτικών εξουσιών –και των πολιτικών ενεργουμένων τους– για την σταδιακή συρρίκνωσή τους, με μια ταυτόχρονη μετατόπιση του κέντρου βάρους από τον πολίτη στον επενδυτή και από τον κοινωνικώς δρώντα άνθρωπο στον καταναλωτή. Η εικόνα αυτή, μάλιστα, επιδεινώνεται καθημερινά λόγω της ολοένα επιδεινούμενης οικονομικής κρίσης, που ανέδειξε ανάγλυφα τους κινδύνους της ασυδοσίας των «αγορών» αλλά και άνοιξε τον ασκό του αιόλου, όχι μόνον για μια ακόμη εντονότερη επίθεση στα κοινωνικά δικαιώματα αλλά και για μια περαιτέρω σκλήρυνση των –ιδιωτικών και κρατικών– κατασταλτικών μηχανισμών.
 
Από τα ανωτέρω δεν πρέπει να συναχθεί, βέβαια, ότι πρέπει να αρκεσθούμε σε κασσανδρικές προβλέψεις και να παραιτηθούμε από κάθε διεκδίκηση. Κάθε άλλο μάλιστα. Απαιτείται διαρκής εγρήγορση και επαγρύπνηση όλων μας. Απαιτούνται δε, ειδικότερα, στοχευμένες αντιδράσεις, με ζητούμενο την αναδιάταξη του χώρου της ελευθερίας, προκειμένου να αντιστοιχηθεί με τις νέες μεταλλάξεις της εξουσίας αλλά και με τα νέα οικονομικά δεδομένα. Το βάρος, δε, πέφτει και πάλι στο εθνικό κράτος, στο οποίο στρέφονται ευλόγως όλα τα βλέμματα, μετά την παταγώδη κατάρρευση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος του «αχαλίνωτου καπιταλισμού».
 
Γιατί όμως το εθνικό κράτος είναι σημαντικό; Η απάντηση είναι απλή: διότι, όπως προείπαμε, υπήρξε το πολιτικό θερμοκήπιο μέσα στο οποίο σφυρηλατήθηκε ο κοινωνικός δεσμός και άνθισαν, έστω και μετά από πολλές περιπέτειες, τα δικαιώματα του ανθρώπου. Ως εκ τούτου εξακολουθεί να αποτελεί την πρώτη γραμμή άμυνας, καθώς μια αβασάνιστη και ελαφρά τη καρδία εγκατάλειψή του θα είχε για τα δικαιώματα το ίδιο αποτέλεσμα που θα είχε για τα φυτά ενός πραγματικού θερμοκηπίου η αφαίρεση του προστατευτικού καλύμματος και η ξαφνική έκθεσή τους στις ατμοσφαιρικές συνθήκες.
 
Τα κλειδί, ωστόσο, για μια τέτοια αναδιάταξη, είναι προοπτικά η πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η οποία επιβάλλεται να προχωρήσει ως τάχιστα, χωρίς ηγεμονισμούς ή μικρομεγαλισμούς, τόσο στο πολιτικό όσο και στο οικονομικό επίπεδο, με καταλύτη την οικονομική κρίση. Ειδικότερα η Ευρωπαϊκή Ένωση, έστω και λειτουργώντας σε συνθήκες δραματικής πίεσης, οφείλει ως τάχιστα να μετεξελιχθεί σε ένα πραγματικό δημοκρατικό προγεφύρωμα της ελευθερίας, ώστε να αποτελέσει το εργαστήριο του μέλλοντος για μια νέα θεσμική επεξεργασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου[7].
 
Η μεγάλη πρόκληση, βεβαίως, ως προς αυτά τα δικαιώματα, είναι όχι μόνον να θωρακισθούν αποτελεσματικά, με ενίσχυση των συστημάτων προστασίας τους, αλλά και να αντιστοιχηθούν ευρηματικά, απέναντι στις νέες και εξαιρετικά επίφοβες μεταλλάξεις του εξουσιαστικού φαινομένου, ιδίως δε απέναντι στις πανίσχυρες και αδηφάγες ιδιωτικές εξουσίες και στις πολιτικές θεραπαινίδες τους.
 
Πράγματι, μόνο μια ανανεωμένη εκδοχή των πολιτικών δικαιωμάτων, με πολλαπλή ενίσχυση των συμμετοχικών θεσμών (ιδίως δε με την προσεκτική καθιέρωση μορφών άμεσης δημοκρατίας και την θεσμική ενίσχυση των εναλλακτικών μορφών συμμετοχής, της κοινωνίας των πολιτών), μπορεί να ενεργοποιήσει τα κουρασμένα αντανακλαστικά του αντιπροσωπευτικού μας συστήματος[8] και να συνδέσει σε ένα αδιάσπαστο σύνολο την νέα ευρωπαϊκή κυριαρχία με την λαϊκή κυριαρχία, ως απαρέγκλιτη νομιμοποιητική της βάση τόσο στο επίπεδο των επί μέρους λαών όσο και στο επίπεδο του υπό διαμόρφωση ευρωπαϊκού δήμου[9].
 
Επιπλέον, μόνο ένας σύγχρονος και πλήρης κατάλογος ατομικών δικαιωμάτων, με τον δραστικό αναπροσανατολισμό των εγγυητικών τους μηχανισμών αλλά και με την ενίσχυση του πεδίου και των μέσων προστασίας τους –ιδίως μέσω της πρόσφορης αξιοποίησης Ανεξάρτητων Αρχών, επί τούτω καθιερωμένων, αλλά και της περαιτέρω ενεργοποίησης του θεσμού της τριτενέργειας (δηλαδή της αμυντικής περιχαράκωσής τους και έναντι των ιδιωτικών εξουσιών[10])– μπορεί να δώσει πειστικές απαντήσεις στις πολλαπλές και εν πολλοίς καινοφανείς διακινδυνεύσεις της ατομικής ελευθερίας, σε όλες τις εκδοχές της[11].
 
Τέλος, μόνο η περαιτέρω θωράκιση του χώρου της κοινωνικής ελευθερίας –ιδίως με την συνταγματική κατοχύρωση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου κοινωνικής διαβίωσης που θα προσδώσει κανονιστική εμβέλεια στα κοινωνικά δικαιώματα[12]– σε συνδυασμό με την ανάδειξη της ανεκτίμητης αξίας αλλά και την επιθετική εξαγωγή του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, μπορεί σε πρώτο μεν στάδιο να ανακόψει την πορεία προς την κοινωνική εξαθλίωση σε δεύτερο δε στάδιο να επαναφέρει, σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, το αίτημα της κοινωνικής δημοκρατίας, η οποία βέβαια δεν έρχεται «καταλύσαι αλλά πληρώσαι», την πολιτική δημοκρατία[13].
 
Απαραίτητη προϋπόθεση, πάντως, για όλα τα παραπάνω, είναι η περιχαράκωση του χώρου της ελευθερίας, ως ενιαίου και αδιάσπαστου όλου. Κάθε απόπειρα, με το πρόσχημα των δυσκολιών της συγκυρίας, να κατακερματισθεί αυτός ο χώρος, ώστε κάποιες ζώνες του να θεωρηθούν ήσσονος σημασίας σε σχέση με άλλες, από την άποψη της κατοχύρωσης και διασφάλισής τους, αποτελεί ανεπίτρεπτη ρωγμή στο σύστημα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, διότι μπορεί να αποδειχθεί κερκόπορτα για μια μελλοντική υπονόμευση ή και αναίρεση αυτού του συστήματος. Με άλλα λόγια, το “status mixtus” των δικαιωμάτων, δηλαδή η παραπληρωματικότητα και η ενότητα της προστασίας του ατομικού, πολιτικού και κοινωνικού αυτοκαθορισμού, όπως την ανέδειξε θεωρητικά κατά τρόπο υποδειγματικό ο αείμνηστος Δημήτρης Τσάτσος[14], πρέπει να αποτελεί το πλέον σταθερό και αδιαπραγμάτευτο σημείο αναφοράς για μια ολοκληρωμένη και αποτελεσματική υπεράσπιση της συνταγματικής ελευθερίας. Δηλαδή της ελευθερίας που αποτελεί, σε όλες τις εκφάνσεις της, την πολυτιμότερη κατάκτηση –και συνάμα την σημαντικότερη εγγύηση– όχι μόνον του νομικού αλλά και του πολιτικού μας πολιτισμού.
 

 

 


[1] Βλ. γενικά Δ. Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο, τ. Γ΄, Θεμελιώδη Δικαιώματα, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1988, σ. 49 επ., Του ίδιου, Θεωρητικά και ιστορικά προλεγόμενα στα θεμελιώδη δικαιώματα κατά το Σύνταγμα του 1974, σε: Οι Συνταγματικές Ελευθερίες στην Πράξη, Α΄ Συνέδριο της Ένωσης Ελλήνων Συνταγματολόγων, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1986, σ. 35 επ., Αρ. Μάνεση, Συνταγματικά Δικαιώματα, α΄, Ατομικές Ελευθερίες, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 26 επ., Του ίδιου, Οι κύριες συνιστώσες του συστήματος θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Συντάγματος του 1975, σε: Συνταγματική Θεωρία και Πράξη ΙΙ (ΣΘΠ ΙΙ), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2007, σ. 529 επ., Του ίδιου, Προβλήματα προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ό. π. σ. 547 επ., Κ. Δουζίνα, Το τέλος των θεμελιωδών δικαιωμάτων, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2006, σ. 161 επ. Βλ. επίσης, αναλυτικότερα, Μ. Ιshay, Η ιστορία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2008, σ. 185 επ.

 

 

[2] Για τα ανωτέρω βλ. Δ. Τσάτσου., Πολιτεία, εκδ. Γαβριηλίδη, Αθήνα 2010, Αρ. Μάνεση, Το Σύνταγμα, στο κατώφλι του 21ου αιώνα, σε: Συνταγματική Θεωρία και Πράξη ΙΙ, ό.π., σ. 113 επ., Α. Μανιτάκη, Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, τ. !, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2004, σ. 222 επ. και αναλυτικότερα Γ. Σωτηρέλη, Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2000, σ. 59 επ., με τις εκεί παραπομπές.

 

 

[3] Βλ. Αρ. Μάνεση, Το Συνταγμα,στο κατώφλι του 21ου αιώνα, σε Συνταγματική Θεωρία και Πράξη ΙΙ, ό.π., σ. 131 επ. και αναλυτικότερα Γ. Σωτηρέλη, ό.π., σ. 61 επ., 247 επ., με τις εκεί παραπομπές.

 

 

[4] Βλ. Αρ. Μάνεση, Η προβληματική της προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων στον ευρωπαϊκό χώρο, σε: Συνταγματική Θεωρία και Πράξη ΙΙ, ό.π., σ. 571 επ., Ξ. Κοντιάδη, Μεταμορφώσεις του Κοινωνικού Κράτους στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2001, καθώς και τον συλλογικό τόμο του Ομίλου Αριστόβουλος Μάνεσης (επιμ. και πρόλογος Γ. Σωτηρέλη-Χρ. Τσαϊτουρίδη), Κοινωνικά Δικαιώματα και κρίση του κράτους πρόνοιας, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2007.

 

 

[5] Βλ. Γ. Σωτηρέλη, ό.π., σ. 247 επ., Μ. Ιshay, ό.π., σ. 357 επ. και τις εκεί παραπομπές.

 

 

[6] Βλ. τον συλλογικό τόμο «Ασφάλεια και δικαιώματα στην κοινωνία της διακινδύνευσης» του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου (επιμ. Χ. Ανθόπουλου, Ξ. Κοντιάδη, Θ. Παπαθεοδώρου), Αθήνα-Κομοτηνή 2005, με συνοπτική αλλά εξαιρετικά πυκνή και εύστοχη εναρκτήρια εισήγηση του Δ. Τσάτσου, Ασφάλεια Versus Ελευθερία: Η ευρωπαϊκή διάσταση, σ. 19 επ.). Βλ. επίσης, ιδίως, Γ. Μανωλεδάκη, Δημοκρατία – Ελευθερία – Ασφάλεια. Το τρίπτυχο της ιδανικής πολιτείας, σε: Δημοκρατία – Ελευθερία – Ασφάλεια Ι, Τιμητικός Τόμος για τον Ιωάννη Μανωλεδάκη, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2005, σ. 49 επ., Γ. Πανούση, Ανασφάλεια: Το σκιάχτρο της παγκοσμιοποίησης, στο ίδιο, σ. 93 επ., Γ. Σωτηρέλη, Τρομοκρατία, Πολιτικό Έγκλημα και Δημοσιότητα της Δίκης, στο ίδιο, σ. 223 επ., καθώς και τον συλλογικό τόμο «Τρομοκρατία και Δικαιώματα. Από την ασφάλεια του κράτους στην ανασφάλεια δικαίου» του Ομίλου Αριστόβουλος Μάνεσης (επιμ. Α. Μανιτάκη – Α. Τάκη), εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2004.

 

 

[7] Βλ. γενικά Δ. Τσάτσου, Το αξιακό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2005 και ειδικότερα Γ. Παπαδημητρίου, Η συνάρθρωση της εθνικής, της διεθνούς και της ενωσιακής προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ευρώπη, σε: Συνταγματικές Μελέτες, τ. Ι, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2007, σ. 149 επ.

 

 

[8] Βλ. Γ. Σωτηρέλη, Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, ό.π. σ. 163 επ., με τις εκεί παραπομπές, Του ίδιου, Σύνταγμα και πολιτική υπό το φως των νέων δεδομένων: Τα διακυβεύματα, οι δυνατότητες, τα όρια, σε: Constitutionalism.gr (Δικτυακός Τόπος του Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης»), Μελέτες, 2011 και πρβλ. Γ. Παπαδημητρίου, Συμμετοχική Δημοκρατία και Σύνταγμα, σε: Συνταγματικές Μελέτες, τ. Ι, ό.π. σ. 71 επ.
 

 

 

[9] Βλ. γενικά Δ. Τσάτσου, Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2007, Του ίδιου, Η έννοια της δημοκρατίας στην ευρωπαϊκή συμπολιτεία, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2007 και ειδικότερα, Γ. Παπαδημητρίου, Κοινοτικό και δημοκρατικό έλλειμμα. Ένα νόμισμα με δύο όψεις, σε: Συνταγματικές Μελέτες, τ. ΙΙ, ό.π. σ. 61 επ., Του ίδιου, Συνταγματική Πολιτική και Ευρωπαϊκή Ένωση, ό.π. σ. 123 επ., Γ. Σωτηρέλη, Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, ό.π. σ. 94 επ., με τις εκεί παραπομπές.

 

 

[10] Βλ. Δ. Τσάτσου, Θεμελιώδη Δικαιώματα, ό.π. σ. 181 επ., Γ. Παπαδημητρίου, Η τριτενέργεια των ατομικών δικαιωμάτων, σε: Συνταγματικές Μελέτες, τ. Ι, ό.π. σ. 161 επ.

 

 

[11] Βλ. Γ. Σωτηρέλη, Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, ό.π. σ. 247 επ., με τις εκεί παραπομπές, Του ίδιου, Σύνταγμα και πολιτική υπό το φως των νέων δεδομένων, σε: Constitutionalism.gr, ό.π.

 

 

[12] Βλ. Γ. Σωτηρέλη, Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, ό.π. σ. 333 επ., με τις εκεί παραπομπές, Του ίδιου, Σύνταγμα και πολιτική υπό το φως των νέων δεδομένων, σε: Constitutionalism.gr, ό.π.

 

 

[13] Βλ. Αρ. Μάνεση, Το Συνταγματικόν Δίκαιον ως τεχνική της πολιτικής ελευθερίας, σε: Συνταγματική Θεωρία και Πράξη Ι (ΣΘΠ Ι), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα Θεσσαλονίκη 1980, σ. 57, υποσημ. 109, και πρβλ. Δ. Τσάτσου, Θεμελιώδη Δικαιώματα, ό.π. σ. 307.

 

 

[14] Βλ. Δ. Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο, Θεμελιώδη Δικαιώματα, ό.π., σ. 216 επ. και 306 επ.