Ασκούμενοι δικηγόροι και ελευθερία εγκατάστασης: Σχόλιο με αφορμή τις ΣτΕ Ολ. 2770-2771/2011

της Βασιλικής Κόκοτα

Ασκούμενοι δικηγόροι και ελευθερία εγκατάστασης: Σχόλιο με αφορμή τις ΣτΕ Ολ. 2770-2771/2011

Στις σχολιαζόμενες αποφάσεις της Ολομέλειας η υποχρέωση πραγματοποίησης δεκαοκτάμηνης πρακτικής άσκησης, την οποία επιβάλλει η ελληνική νομοθεσία (Κώδικας περί Δικηγόρων) ως προϋπόθεση για τη μετέπειτα άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος[1], συμπλέκεται με το ζήτημα της αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων που επιτάσσουν οι κανόνες του ενωσιακού δικαίου. Η Ολομέλεια επιχειρεί με τις δύο σχολιαζόμενες αποφάσεις να αποσαφηνίσει το καθεστώς στο οποίο υπάγεται η πρακτική άσκηση των δικηγόρων αναφορικά με τις εφαρμοστέες ρυθμίσεις του ενωσιακού δικαίου, ενώ, παράλληλα, επαναφέρει το ζήτημα της διάκρισης μεταξύ ακαδημαϊκής και επαγγελματικής αναγνώρισης των τίτλων σπουδών[2], αποφαινόμενη ότι η τελευταία και μόνο αρκεί για την εγγραφή του ενδιαφερομένου στα μητρώα ασκουμένων του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου.

Αμφότερες οι υποθέσεις που απασχόλησαν την Ολομέλεια παρουσίαζαν σύνδεσμο με το ενωσιακό δίκαιο, καθώς οι αιτούντες την ακύρωση της πράξης, μολονότι ημεδαποί, κατείχαν τίτλους σπουδών που αποκτήθηκαν σε άλλο κράτος μέλος[3]. Τους ενωσιακούς τίτλους σπουδών επικαλέσθηκαν οι ενδιαφερόμενοι προκειμένου να επιτύχουν στη μία περίπτωση την εγγραφή στα μητρώα ασκουμένων (ΣτΕ Ολ. 2770/2011), στην άλλη τη λήψη πιστοποιητικού πραγματοποίησης της άσκησης, δεδομένου ότι στην τελευταία αυτή περίπτωση ο ενδιαφερόμενος είχε ήδη επιτύχει την εγγραφή του στα μητρώα ασκουμένων, κάνοντας χρήση του ενωσιακού τίτλου σπουδών και είχε στο μεταξύ ολοκληρώσει την προβλεπόμενη δεκαοκτάμηνη πρακτική άσκηση (ΣτΕ Ολ. 2771/2011). Ελέγχοντας τη νομιμότητα των πράξεων της οικείας επαγγελματικής ένωσης (Δικηγορικού Συλλόγου), η Ολομέλεια αποφάνθηκε με τις σχολιαζόμενες αποφάσεις ότι η υποχρεωτική δεκαοκτάμηνη πρακτική άσκηση, που προηγείται της συμμετοχής στις εξετάσεις για τη λήψη άδειας άσκησης επαγγέλματος, δεν εμπίπτει στην έννοια του «νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος», την οποία καθιερώνει το παράγωγο ενωσιακό δίκαιο που αφορά στην αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, με αποτέλεσμα η συγκεκριμένη δραστηριότητα να μην υπόκειται ratione materiae στις ρυθμίσεις των σχετικών «Οδηγιών αναγνώρισης»[4]. Περαιτέρω, η πρακτική αυτή άσκηση συνιστά μεν απαραίτητη προϋπόθεση για τη μετέπειτα άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, δεν ισοδυναμεί, ωστόσο, με «άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος», ώστε να καταλαμβάνεται από τις ρυθμίσεις του παράγωγου ενωσιακού δικαίου για την «διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των δικηγόρων»[5]. Εντούτοις, η υποχρεωτική πρακτική άσκηση που επιβάλλει ο Κώδικας περί Δικηγόρων ενδιαφέρει το ενωσιακό δίκαιο, στο μέτρο που η συγκεκριμένη δραστηριότητα προσλαμβάνεται ως προπαρασκευαστικό στάδιο για την πρόσβαση σε ένα «νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα», υπαγόμενη στις ρυθμίσεις του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου για την ελεύθερη κυκλοφορία, οι οποίες τυγχάνουν άμεσης εφαρμογής, χωρίς να απαιτείται και η έκδοση ειδικής Οδηγίας[6]. Μέχρις αυτού του σημείου οι σχολιαζόμενες αποφάσεις της Ολομέλειας δεν παρουσιάζουν κάποια «πρωτοτυπία», καθώς επί του συγκεκριμένου ζητήματος είχε την ευκαιρία να αποφανθεί το Δικαστήριο της Ένωσης πολλάκις στο παρελθόν, σε υποθέσεις που αφορούσαν στην ελεύθερη κυκλοφορία των ασκούμενων δικηγόρων[7].

Αντίθετα, το σημείο που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και δικαιολογούσε, κατά τη γνώμη μας, την παραπομπή των υποθέσεων στην Ολομέλεια[8], ανάγεται στην ερμηνεία της επίμαχης διάταξης του Κώδικα περί Δικηγόρων που απαιτεί «πτυχίο αλλοδαπού αναγνωρισμένου ομοταγούς Πανεπιστημίου». Στο πλαίσιο αυτό, η Ολομέλεια, επαναφέροντας για μία ακόμη φορά την, αλυσιτελή κατά τη γνώμη μας, διάκριση μεταξύ ακαδημαϊκής και επαγγελματικής αναγνώρισης[9], αποφαίνεται ότι οι επίδικες περιπτώσεις εμπίπτουν στο πεδίο της επαγγελματικής αναγνώρισης και καταλαμβάνονται από τις ρυθμίσεις του ενωσιακού δικαίου, στο μέτρο που η πρακτική άσκηση των δικηγόρων συνιστά προπαρασκευαστικό στάδιο για τη μετέπειτα άσκηση «νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος». Δεδομένου δε ότι η δραστηριότητα του ασκούμενου δικηγόρου δεν συνιστά αντικείμενο ρύθμισης κάποιας ειδικότερης Οδηγίας (για την ελεύθερη κυκλοφορία ή την αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων), εφαρμοστέες τυγχάνουν οι ρυθμίσεις του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου για την ελεύθερη κυκλοφορία[10], όπως αυτές συμπληρώνονται από την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των τίτλων σπουδών[11]. Η τελευταία επιτάσσει τη συγκριτική αξιολόγηση του συνόλου των επαγγελματικών προσόντων που κατόρθωσε να συγκεντρώσει ο ενδιαφερόμενος σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, τα οποία μάλιστα προσόντα εκτείνονται πέραν του τίτλου σπουδών και σε άλλες «γνώσεις», καθώς και στην «επαγγελματική πείρα» την οποία απέκτησε ο ενδιαφερόμενος[12]. Αντίθετα, η διακριτική ευχέρεια των αρμοδίων για την επαγγελματική αναγνώριση διοικητικών αρχών του κράτους μέλους περιορίζεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες από τη συγκριτική εξέταση των επαγγελματικών προσόντων προκύπτει μερική μονάχα αντιστοιχία, οπότε το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να απαιτήσει από τον ενδιαφερόμενο να αποδείξει ότι απέκτησε τις γνώσεις και τα προσόντα που του έλειπαν[13].
Κατ΄ εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των τίτλων σπουδών που επιτάσσει το ενωσιακό δίκαιο, η κρατούσα ερμηνεία της επίμαχης ρύθμισης του Κώδικα περί Δικηγόρων που ταυτίζει την έννοια του «ομοταγούς» με ένα από τα περισσότερα στάδια ελέγχου της ακαδημαϊκής αναγνώρισης του τίτλου σπουδών (του «ομοταγούς», του «ισότιμου» και του «αντίστοιχου»[14]), ερμηνεία την οποία το ίδιο το Συμβούλιο της Επικρατείας υιοθέτησε σε άλλες περιπτώσεις[15], πρέπει στο εξής, κατά την ερμηνεία που προκρίνεται από το δικαστήριο με τις δύο σχολιαζόμενες αποφάσεις της Ολομέλειας, να εγκαταλειφθεί. Και τούτο διότι, εφόσον τα προσόντα που επικαλούνται οι αιτούντες την εγγραφή στα μητρώα ασκουμένων έχουν αποκτηθεί σε κράτος μέλος της Ένωσης, παρέχοντας στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να αποκτήσει πρόσβαση στο στάδιο της πρακτικής άσκησης σε εκείνο το κράτος μέλος, η οικεία επαγγελματική ένωση (Δικηγορικός Σύλλογος) του κράτους μέλους υποδοχής δεν δύναται, κατά την κρίση της Ολομέλειας στην πρώτη απόφαση (ΣτΕ Ολ. 2770/2011), να εξαρτήσει το ζήτημα της εγγραφής του ενδιαφερομένου στα μητρώα ασκουμένων από την ακαδημαϊκή αναγνώριση του τίτλου[16]. Πολλώ δε μάλλον, δεν δύναται η οικεία επαγγελματική ένωση να αρνηθεί τη χορήγηση του πιστοποιητικού πραγματοποίησης της πρακτικής άσκησης σε ενδιαφερόμενο ο οποίος έχει ήδη εγγραφεί στα μητρώα ασκουμένων, κάνοντας χρήση του ενωσιακού τίτλου σπουδών του και έχοντας ολοκληρώσει το προβλεπόμενο στάδιο της άσκησης, με μόνη «αιτιολογία» την έλλειψη της ακαδημαϊκής αναγνώρισης του τίτλου, εκτός εάν χωρεί ανάκληση της εγγραφής για λόγους αναγόμενους στη νομιμότητα του τίτλου (ΣτΕ Ολ. 2771/2011). Εξάλλου, όπως υπενθυμίζει η Ολομέλεια στις δύο σχολιαζόμενες αποφάσεις, σε αντίθεση με την ακαδημαϊκή αναγνώριση η οποία παραμένει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους μέλους, η επαγγελματική αναγνώριση ενδιαφέρει το ενωσιακό δίκαιο και καταλαμβάνεται από τις ρυθμίσεις του[17].
Συμπερασματικά, από τις δύο σχολιαζόμενες αποφάσεις της Ολομέλειας προκύπτει με σαφήνεια ότι ο έλληνας δικαστής, συγκλίνοντας στο συγκεκριμένο ζήτημα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ένωσης, προσλαμβάνει την υποχρεωτική πρακτική άσκηση, την οποία θέτει ως προϋπόθεση η ελληνική νομοθεσία για τη μετέπειτα σύννομη άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στην Ελλάδα, ως προπαρασκευαστικό στάδιο για την πρόσβαση σε ένα «νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα», υπάγοντάς τη στις ρυθμίσεις του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου περί ελεύθερης κυκλοφορίας και αμοιβαίας αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων. Από την άποψη αυτή, κάθε εθνικό μέτρο που τείνει να περιορίσει τη δυνατότητα του ενδιαφερομένου να συμμετάσχει στο στάδιο της πρακτικής αυτής άσκησης, κατεξοχήν η άρνηση των οικείων επαγγελματικών ενώσεων να εγγράψουν ως μέλη τους κατόχους ενωσιακών τίτλων σπουδών[18], υποβάλλεται σε ενδελεχή έλεγχο (και) από τον εθνικό δικαστή, καθώς τέτοιου είδους εθνικά μέτρα δεν εκφεύγουν, άνευ ετέρου, του ελέγχου συμβατότητας αναφορικά με τις ρυθμίσεις του ενωσιακού δικαίου για ελεύθερη κυκλοφορία.
Η θέση αυτή της Ολομέλειας δεν είναι αποκομμένη από τις εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα σε ενωσιακό επίπεδο∙ αντίθετα, μπορεί να γίνει πληρέστερα αντιληπτή εάν ερμηνευθεί υπό το φως των πρόσφατης νομολογίας του Δικαστηρίου της Ένωσης: με αφορμή τον έλεγχο ρυθμίσεων της γερμανικής και αυστριακής νομοθεσίας που επιβάλλουν στάδιο υποχρεωτικής πρακτικής άσκησης που προηγείται της συμμετοχής στις εξετάσεις για τη λήψη άδειας άσκησης επαγγέλματος δικηγόρου, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, μολονότι οι ρυθμίσεις του ενωσιακού δικαίου δεν επιβάλλουν μειωμένο επίπεδο προσόντων σε σχέση με εκείνο που διαθέτει ο αιτών την εγγραφή στα μητρώα ασκουμένων, παρέχουν, ωστόσο, στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να αμβλύνουν τις σχετικές με τα εν λόγω προσόντα απαιτήσεις[19]. Περαιτέρω, και εφόσον ο αιτών την αναγνώριση τίτλου σπουδών υποβάλλεται στο κράτος μέλος υποδοχής σε εξετάσεις (για τη λήψη άδειας άσκησης επαγγέλματος), οι οποίες σκοπούν ακριβώς στην εκτίμηση της ικανότητάς του να ασκήσει το αντίστοιχο «νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα» σε αυτό το κράτος μέλος, δεν επιτρέπεται στις αρμόδιες αρχές του τελευταίου να αρνηθούν τη δυνατότητα συμμετοχής του ενδιαφερομένου στις εξετάσεις, με μόνη αιτιολογία ότι ο ενδιαφερόμενος δεν πραγματοποίησε την επιβαλλόμενη από τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους πρακτική άσκηση[20].
Η ανωτέρω νομολογία του Δικαστηρίου της Ένωσης φαίνεται να πυροδοτεί εξελίξεις αναφορικά με τη συμβατότητα προς το ενωσιακό δίκαιο των συστημάτων υποχρεωτικής πρακτικής άσκησης που διατηρούν πολλά κράτη μέλη, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, κατεξοχήν για το επάγγελμα του δικηγόρου. Από την ερμηνεία την οποία προέκρινε το Δικαστήριο της Ένωσης στις επίδικες περιπτώσεις συνάγεται ότι εθνικές ρυθμίσεις που αφορούν στο στάδιο της πρακτικής άσκησης δεν μπορούν να ερμηνεύονται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές κατά τρόπο που να δημιουργεί προσκόμματα στην ελεύθερη κυκλοφορία, υπό την έννοια της άρνησης των αρμοδίων εθνικών αρχών να αναγνωρίσουν τα επαγγελματικά προσόντα των ενδιαφερομένων. Κρίνοντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο, το Δικαστήριο της Ένωσης φαίνεται να επιβάλλει στα κράτη μέλη να «ανεχθούν» τελικά ένα μειωμένο επίπεδο επαγγελματικών προσόντων εκείνων των ενωσιακών υπηκόων, οι οποίοι, επιθυμώντας να παρακάμψουν δυσμενείς εθνικές ρυθμίσεις, όπως είναι η υποχρέωση της προηγούμενης πρακτικής άσκησης, επιλέγουν να «αξιοποιήσουν» τον τίτλο σπουδών τους σε άλλο κράτος μέλος -που είτε δεν απαιτεί καθόλου είτε απαιτεί μειωμένη χρονικά πρακτική άσκηση- χωρίς, ωστόσο, οι κάτοχοι των τίτλων αυτών να ενδιαφέρονται να ασκήσουν στην πράξη το επάγγελμα στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος.
Εντός του νομολογιακού αυτού κλίματος εκτιμούμε ότι εντάσσονται οι δύο σχολιαζόμενες αποφάσεις της Ολομέλειας, με τις οποίες το εθνικό δικαστήριο επιχειρεί να «περισώσει» το κύρος των εθνικών ρυθμίσεων, προβαίνοντας σε μια σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία της επίμαχης διάταξης του Κώδικα περί Δικηγόρων.


[1]Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν.Δ. 3026/1954, ΦΕΚ Α΄ 235), όπως οι διατάξεις αυτού τροποποιήθηκαν με τις ρυθμίσεις του Ν. 723/1977 (ΦΕΚ Α΄ 100) « […] 2. Δικηγόρος διορίζεται ο επιτυγχάνων εις εξέτασιν επί πρακτικών θεμάτων […] 3. Δικαίωμα συμμετοχής εις την εξέτασιν έχει όστις κέκτηται πτυχίον του νομικού τμήματος της Νομικής Σχολής Ελληνικού ή αλλοδαπού ανεγνωρισμένου ομοταγούς Πανεπιστημίου, έχει συμπληρώσει πρακτικήν άσκησιν δέκα οκτώ μηνών παρά δικηγόρω…» [η έμφαση δική μας].
[2] Η διάκριση αυτή είναι οικεία στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ένωσης, βλ. χαρακτηριστικά την περίφημη ελληνικού ενδιαφέροντος απόφαση για τα «κολλέγια»: ΔΕΚ 23.10.2008, υπόθ. 274/05, Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, ΣυλλΝομολ 2008, σ. Ι-7969 = ΕφημΔΔ 2008, σ. 714 = ΕΕΕυρΔ 2008, σ. 695 με παρατηρήσεις Α. Τσαδήρα = ΘΠΔΔ 2009, σ. 1286 με παρατηρήσεις Ν. Μηλιώνη = Αρμ 2009, σ. 1954 με παρατηρήσεις Α. Άνθιμου. Εκτεταμένος σχολιασμός της απόφασης σε Ε. ΤΡΟΒΑ, ‘Η απόφαση ΔΕΚ C-274/05 Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας (Αναγνώριση πτυχίων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης)’, ΔτΑ 2008, σ. 1257. Η ίδια διάκριση εντοπίζεται και στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, με χαρακτηριστικότερη τη ΣτΕ Ολ. 3457/1998, Αρμ 1999, σ. 125 = ΔΕΕ 1999, σ. 664 με σημείωση Λ.Ν.Γ. = ΕΔΚΑ 1999, σ. 111 = ΝοΒ 1999, σ. 1019 με παρατηρήσεις Ν. Φραγκάκη και Χ. Συνοδινού = ΤοΣ 1998, σ. 62 με παρατηρήσεις Α. Παπακωνσταντίνου = ΔτΑ 1999, σ. 450. Για εκτεταμένο σχολιασμό της απόφασης βλ. επίσης ΣΤ.ΚΤΙΣΤΑΚΗ, ‘Η ισοτιμία των αλλοδαπών τίτλων σπουδών και ο ρόλος του ΔΙΚΑΤΣΑ (Πρόσθετες σκέψεις στην ΟλΣτΕ 3457/98)’, ΔτΑ 2000, σ. 1019 καιΣT. ΜΑΤΘΙΑ, ‘Η αναγνώριση τίτλων σπουδών από Πανεπιστήμια χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης’, ΤοΣ 2003, σ. 1. Με την απόφαση αυτή κορυφώθηκε μια μακρά πορεία στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά την οποία το εθνικό δικαστήριο, επικαλούμενο τη διάκριση μεταξύ ακαδημαϊκής και επαγγελματικής αναγνώρισης, απέφευγε συστηματικά την αποστολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο της Ένωσης σε περιπτώσεις οι οποίες ενέπιπταν, ωστόσο, στο πεδίο εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου. Για το τελευταίο ζήτημα βλ. Κ. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟ, ‘Το άρθρο 16 Σ., το κοινοτικό δίκαιο και το Συμβούλιο της Επικρατείας…δέκα χρόνια μετά [Σχόλιο στην απόφαση ΣτΕ 778/2007 Τμ. Δ΄ (επταμ.)]’, ΕφημΔΔ 2007, σ. 140.
[3] Η προσβαλλόμενη πράξη συνίστατο στην πρώτη περίπτωση στη σιωπηρή απόρριψη από τον Δικηγορικό Σύλλογο του αιτήματος της ενδιαφερομένης να εγγραφεί στα μητρώα ασκουμένων, η οποία άρνηση τεκμαίρεται με την παρέλευση άπρακτου τριμήνου από την υποβολή της αίτησης (ΣτΕ Ολ. 2770/2011). Στη δεύτερη περίπτωση η προσβαλλόμενη πράξη έγκειται στη σιωπηρή εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου άρνησή του να αποφανθεί επί του αιτήματος χορήγησης πιστοποιητικού πραγματοποίησης της άσκησης, η οποία στοιχειοθετεί παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας (ΣτΕ Ολ. 2771/2011).
[4] Η έννοια του «νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος» ανάγεται στις ρυθμίσεις της Οδηγίας 89/48/ΕΟΚ με την οποία καθιερώθηκε ένα «πρώτο σύστημα αναγνώρισης», που αφορούσε στην αναγνώριση τίτλων σπουδών «τριτοβάθμιας εκπαίδευσης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών», όπως η Οδηγία αυτή τροποποιήθηκε από τις ρυθμίσεις της Οδηγίας 2001/19/ΕΚ. Η Οδηγία 89/48 αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με την Οδηγία 2005/36/ΕΚ που διατήρησε την έννοια του «νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος».
[5] Οδηγία 98/5/ΕΟΚ «για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος». Οι ρυθμίσεις της Οδηγίας 98/5/ΕΟΚ εξακολουθούν να εφαρμόζονται στους δικηγόρους και μετά τη θέσπιση της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ, βλ. σχετικά την πρόσφατη ΔΕΕ 3.2.2011, υπόθ. 359/09, Ebert, αδημοσίευτη στη Συλλογή = περίληψη σε ΕΕΕυρΔ 2011, σ. 53 (σκ. 27-35).
[6] Για το ζήτημα της άμεσης εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης που επιτάσσουν ελεύθερη κυκλοφορία, χωρίς να είναι απαραίτητη η έκδοση πράξεων του παράγωγου ενωσιακού δικαίου βλ. ειδικά τις αποφάσεις ΔΕΚ 21.6.1974, υπόθ. 2/74,Reyners, ΣυλλΝομολ 1974, σ. 631 και ΔΕΚ 3.12.1974, υπόθ. 33/74, van Binsbergen, ΣυλλΝομολ 1974, σ. 1299, εκ των οποίων η πρώτη αφορούσε στην ελευθερία εγκατάστασης δικηγόρων και η δεύτερη στην ελεύθερη παροχή δικηγορικών υπηρεσιών.
[7] Βλ. ιδίως τις αποφάσεις ΔΕΚ 13.11.2003, υπόθ. 313/01, Morgenbesser, ΣυλλΝομολ 2003, σ. Ι-13467 = Αρμ 2004, σ. 1216 με παρατηρήσεις Γ. Τσερκέζη (σκ. 45-54) και ΔΕΕ 10.12.2009, υπόθ. 345/08, Peśla, ΣυλλΝομολ 2009, σ. Ι-11677 = Αρμ 2010, σ. 1743 = ΝοΒ 2009, σ. 2437 (σκ. 52-59).
[8] Με πράξη του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 14 παρ. 2 εδ. α΄ του ΠΔ/τος 18/1989.
[9] Πρβλ. τη μειοψηφία που σχηματίστηκε στη ΣτΕ Ολ. 3457/1998, όπ.π.
[10] Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εφόσον πρόκειται για «μισθωτό εργαζόμενο» (αρ. 45 επ. ΣΛΕΕ) και ελευθερία εγκατάστασης εφόσον πρόκειται, κατά κανόνα, για «μη μισθωτό εργαζόμενο» (αρ. 49 επ. ΣΛΕΕ).
[11] Βλ. την κλασική πλέον απόφαση ΔΕΚ 7.5.1991, υπόθ. 340/89, Βλασσοπούλου, ΣυλλΝομολ 1991, σ. Ι-2357 = Αρμ 1991, σ. 192 = ELRev 1991, σ. 507 με παρατηρήσεις J. Lonbay = CMLRev 1992, σ. 625 με παρατηρήσεις T. Stein.
[12] ΔΕΕ 2.12.2010, συνεκδ. υποθ. 422/09, 425/09 και 426/09, Βανδώρου κλπ. κατά Υπ. Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, αδημοσίευτη στη Συλλογή = ΘΠΔΔ 2011, σ. 229 με παρατηρήσεις Χ. Συνοδινού (σ. 664) = περιλήψεις σε ΕΕΕυρΔ 2011, σ. 76 με παρατηρήσεις Ι. Τσούκα, καθώς και ΔΕΕ 5.4.2011, υπόθ. 424/09, Τόκη κατά Υπ. Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, αδημοσίευτη στη Συλλογή = ΕφημΔΔ 2011, σ. 246 με παρατηρήσεις Π. Α. Σαρτζετάκη = ΘΠΔΔ 2011, σ. 876 με παρατηρήσεις Α. Μαλλάκη = ΘΠΔΔ 2011, σ. 660 με παρατηρήσεις Χ. Συνοδινού = περίληψη σε ΕΕΕυρΔ 2011, σ. 199.
[13] Κατ΄ εφαρμογή της οποίας το Δικαστήριο της Ένωσης έχει αποφανθεί επανειλημμένα ότι η διαδικασία εξακρίβωσης της επαγγελματικής ισοτιμίας των τίτλων σπουδών, η οποία επαφίεται στα κράτη μέλη, πρέπει να επιτρέπει στις αρμόδιες διοικητικές αρχές να ελέγχουν, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, κατά πόσο ο σχετικός τίτλος βεβαιώνει γνώσεις και προσόντα, εάν όχι όμοια, τουλάχιστον ισοδύναμα. Και εάν από τη συγκριτική αυτή εξέταση προκύπτει ότι οι γνώσεις και τα προσόντα που πιστοποιούνται με τον αλλοδαπό τίτλο αντιστοιχούν στα απαιτούμενα από τις εθνικές ρυθμίσεις, το κράτος μέλος υποχρεούται να δεχθεί ότι ο τίτλος αυτός πληροί τις προϋποθέσεις που θέτουν οι εθνικές διατάξεις. Βλ. μεταξύ άλλων ΔΕΚ 7.5.1991, υπόθ. 340/89, Βλασσοπούλου, όπ.π. (σκ. 19), ΔΕΚ 7.5.1992, υπόθ. 104/91, Borell, ΣυλλΝομολ 1991, σ. Ι-3003 (σκ. 14), ΔΕΚ 8.7.1999, υπόθ. 234/97, FernándezdeBobadilla,ΣυλλΝομολ 1999, σ. I-4773 = Αρμ 1999, σ. 1626 με παρατηρήσεις Γ. Τσερκέζη (σκ. 32).
[14] Η έννοια του ομοταγούς ανάγεται στην ιδιότητα του ιδρύματος που χορήγησε τον τίτλο σπουδών (εάν αυτό ανήκει στην ανώτατη βαθμίδα εκπαίδευσης του ιδίου ή ομοειδούς κύκλου) και εξειδικεύεται βάσει κριτηρίων που θέτουν οι ρυθμίσεις του άρθρου 3 περιπτ. η΄ του Ν. 3328/2005 για τον Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. (ΦΕΚ Α΄ 80). Η έννοια της ισοτιμίας του τίτλου σπουδών αφορά στην επιστημονική του αξία, ανεξάρτητα από την ονομασία που φέρει ο τίτλος, ενώ ηέννοια της αντιστοιχίας στο περιεχόμενο των σπουδών που πιστοποιεί σε σχέση με τον αντίστοιχο ημεδαπό τίτλο (άρθρο 11 του Ν. 3328/2005). Βλ. ενδεικτικά: ΣτΕ 1318/2009 (Γ΄ τμ.), ΣτΕ 3170/2006 (Γ΄ τμ., 7μελής), ΣτΕ 2045/2004 (Γ΄ τμ.), ΣτΕ 3156/2001 (Στ΄ τμ.), ΣτΕ 376/2001 (Στ΄ τμ.), στις οποίες αναλύονται τα τρία αυτά στάδια ελέγχου που ενεργούν οι αρμόδιες εθνικές αρχές προκειμένου να διαπιστωθεί η ακαδημαϊκή αναγνώριση του τίτλου σπουδών.
[15] Με χαρακτηριστικότερη τη ΣτΕ Ολ. 3457/1998, όπ.π.
[16] Ο κανόνας αυτός τέθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας με μια σειρά αποφάσεων που αφορούσαν στην εγγραφή στα μητρώα του Τ.Ε.Ε. μηχανικών και αρχιτεκτόνων που κατείχαν ενωσιακούς τίτλους σπουδών: βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 369/2008, ΣτΕ 339/2007, ΣτΕ 340-346/2007, ΣτΕ 468-471/2007, ΣτΕ 1234/2007, ΣτΕ 3065/2007, ΣτΕ 3281-3283/2006, ΣτΕ 3557/2005, ΣτΕ 1605/2004,ΕΔΚΑ 2005, σ. 676, ΣτΕ 1332-1333/2003, ΣτΕ 1329/2003, όλες του Δ΄ Τμήματος.
[17] Κατά την κατανομή αρμοδιοτήτων στην οποία προβαίνει η ίδια η Συνθήκη. Μετά και τη Συνθήκη της Λισαβόνας, τα άρθρα 149 και 150 της ΣΕΚ αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 165 για τη «γενική παιδεία» και 166 για την «επαγγελματική εκπαίδευση», αντίστοιχα, της νέας ΣΛΕΕ. Το νομοθετικό πλαίσιο του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου συμπληρώνεται από το άρθρο 6 περίπτ. ε΄ της ΣΛΕΕ, κατά το οποίο η παιδεία και η επαγγελματική εκπαίδευση ανήκουν στις αρμοδιότητες εκείνες για τις οποίες η Ένωση μπορεί να αναλαμβάνει δράση «για να υποστηρίζει, να συντονίζει ή να συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών».
[18] Ως αρμόδιο όργανο για την ακαδημαϊκή αναγνώριση τίτλου σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης (Α.Ε.Ι.) ορίζεταιο Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. (πρώην ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α.).Αντίστοιχα, για την επαγγελματική αναγνώριση τίτλων σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης έχει συσταθεί, δυνάμει των διατάξεων του ΠΔ/τος 165/2000 (άρθρο 12) που μετέφερε την Οδηγία 89/48/ΕΟΚ, το Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικής Ισοτιμίας Τίτλων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (Σ.Α.Ε.Ι.Τ.Τ.Ε.). Το νομοθετικό καθεστώς για την επαγγελματική αναγνώριση τίτλων σπουδών μεταβλήθηκε με τις ρυθμίσεις του νεότερου ΠΔ/τος 38/2010 που μετέφερε την Οδηγία 2005/36/ΕΚ.
[19] Όπως έκρινε το Δικαστήριο της Ένωσης, κατά τη συγκριτική εξέταση της ισοτιμίας των επαγγελματικών προσόντων που επιβάλλει το ενωσιακό δίκαιο και δεδομένης της διαφορετικότητας των προσόντων αυτών, η οποία στην περίπτωση του δικηγορικού επαγγέλματος τεκμαίρεται, το κράτος μέλος υποδοχής είναι αυτό που θα αξιολογήσει την ισοτιμία της συνολικής κατάρτισης και πείρας, ακαδημαϊκής και επαγγελματικής, του ενδιαφερομένου, προκειμένου ο τελευταίος να μετάσχει σε εξετάσεις επαγγελματικής επάρκειας για τη μετέπειτα άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος. Στο πλαίσιο αυτό, οι ρυθμίσεις του ενωσιακού δικαίου δεν επιβάλλουν μειωμένο επίπεδο προσόντων σε σχέση με εκείνο που διαθέτει ο ενδιαφερόμενος, παρέχουν, ωστόσο, στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να αμβλύνουν τις σχετικές με τα εν λόγω προσόντα απαιτήσεις, βλ. ΔΕΕ 10.12.2009, υπόθ. 345/08, Peśla, ΣυλλΝομολ 2009, σ. Ι-11677 = Αρμ 2010, σ. 1743 = ΝοΒ 2009, σ. 2437 (σκ. 52-59).
[20] ΔΕΕ 22.12.2010, υπόθ. 118/09, Koller, αδημοσίευτη στη Συλλογή = περίληψη σε ΕΕΕυρΔ 2011, σ. 73 με παρατηρήσεις Ι. Τσούκα: «…εφόσον ο αιτών υποβάλλεται στο κράτος μέλος υποδοχής σε δοκιμασία επάρκειας η οποία αποσκοπεί ακριβώς στην εκτίμηση της ικανότητάς του να ασκήσει το αντίστοιχο νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα σε αυτό το κράτος μέλος, το κράτος αυτό δεν επιτρέπεται … να αρνηθεί σε πρόσωπο ευρισκόμενο σε κατάσταση όπως αυτή του προσφεύγοντος στην κύρια δίκη τη δυνατότητα συμμετοχής του στη δοκιμασία επάρκειας με την αιτιολογία ότι δεν πραγματοποίησε την επιβαλλόμενη από τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους πρακτική άσκηση» (σκ. 39-40) [η έμφαση δική μας].