Η Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης του 2010 και οι υποτιθέμενοι κίνδυνοι για τη δημόσια περιουσία και την εθνική κυριαρχία (ενόψει και της επικείμενης, παρόμοιας
Ενημερωτικό Σημείωμα :
Ενόψει της ψήφισης ήδη από τη Βουλή του νέου Μνημονίου όσο και της επικείμενης ψήφισης της νέας δανειακής σύμβασης, καθώς και ενόψει της κοινής δήλωσης καθηγητών Πανεπιστημίου ότι ψήφιση τους «συνιστούσε εκτροπή από τη συνταγματική, την ευρωπαϊκή και τη διεθνή νομιμότητα», είναι αναγκαίο να επισημανθεί εδώ ότι οι βασικές ρυθμίσεις ως προς επίμαχα νομικά και συνταγματικά ζητήματα (περιουσιακές ασυλίες και περιορισμοί στην εθνική κυριαρχία δεν αλλάζουν) και άρα ισχύουν όσα υποστηρίζονται στην δημοσιευόμενη πιο κάτω μελέτη.
Για λόγους ιστορικούς και για την πλήρη ενημέρωση του αναγνώστη παραθέτουμε στο τέλος της παρούσας μελέτης, ως συνημμένη, ολόκληρη τη δήλωση των συνταγματολόγων, καθηγητών Πανεπιστημίου, Γιώργου Κασιμάτη, Ομότιμου Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών, Ανδρέα Δημητρόπουλου, Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιώργου Κατρούγκαλου, Καθηγητή Πανεπιστημίου Θράκης, Ηλία Νικολόπουλου, Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου και Κώστα Χρυσόγονου, Καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Προεισαγωγικό σημείωμα του συγγραφέα: Όσα εκτίθενται στην παρούσα μελέτη ισχύουν απολύτως και για τη νέα δανειακή σύμβαση, καθόσον και η σύμβαση αυτή, όπως φαίνεται από το σχέδιό της που ψηφίστηκε από τη Βουλή στις 19-2-2012, ως προς τα επίμαχα ζητήματα των “ασυλιών” του Δημοσίου, το εφαρμοστέο δίκαιο, τη δικαιοδοσία και τη διατύπωση της νομικής γνωμοδότησης, δεν παρουσιάζει καμιά διαφορά από την Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης του 2010, με εξαίρεση τη δικαιοδοσία, προφανώς λόγω του ότι συμβαλλόμενα πλέον δεν είναι τα κράτη της ευρωζώνης, αλλά το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας-ΕΤΧΣ (EFSF), ήτοι ανώνυμη εταιρεία που εδρεύει στο Λουξεμβούργο. Έτσι στη νέα δανειακή σύμβαση, αρμόδια δικαστήρια για την επίλυση των διαφορών που τυχόν θα ανακύψουν ορίζονται, αντί του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ) της σύμβασης του 2010, τα δικαστήρια του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, και επιπρόσθετα, ως προς το ΕΤΧΣ μόνο, και τα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ελλάδας. Άλλο βεβαίως το ζήτημα ότι με το νέο μνημόνιο επιβάλλονται στην Ελλάδα μέτρα για τη διασφάλιση της αποπληρωμής του χρέους της (π.χ. “Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημασίου”, ειδικός λογαριασμός στην Τράπεζα της Ελλάδος κ.α.), που όμως και πάλι σε καμιά περίπτωση δεν θίγουν τη δημόσια περιουσία.
Εισαγωγή
Επικρατεί η άποψη, που έχουν υποστηρίξει κυρίως οι συνταγματολόγοι Γ.Κασιμάτης, Κ.Χρυσόγονος και Γ. Κατρούγκαλος και ο αναπληρωτής καθηγητής Ευρωπαϊκών Θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης του Πανεπιστημίου Κρήτης Ε. Μαριάς [1] (στο εξής από κοινού «οι καθηγητές»), ότι με τη Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης του 2010 (στο εξής και η «Σύμβαση») η Ελλάδα για πρώτη φορά παραχώρησε στους δανειστές της (τα λοιπά δηλ. κράτη της ευρωζώνης) το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης (κατάσχεσης, πλειστηριασμού) και κατά περιουσιακών του στοιχείων που περιλαμβάνονται στη λεγόμενη δημόσια περιουσία, αυτή δηλ. που εξυπηρετεί άμεσα δημόσιους σκοπούς (δημόσια κτήρια, κοινόχρηστα πράγματα, μνημεία και λοιπά πολιτιστικά αγαθά, όπλα, κλπ.) και κατ’ακολουθίαν ότι απεμπόλησε την εθνική της κυριαρχία[2]. Η αγοραία έκφραση των πιο πάνω ισχυρισμών, που σε κάθε ευκαιρία επαναλαμβάνονται και αναπαράγονται – καλόπιστα ή κακόπιστα – από οικονομολόγους, δημοσιογράφους, πολιτικούς κλπ., είναι ότι το Δημόσιο «υποθήκευσε την περιουσία του», «την έδωσε ενέχυρο», «ως εγγύηση», «ξεπούλησε την εθνική κυριαρχία του», « δόσαμε το δικαίωμα να μας κατασχέσουν τα υποβρύχια, πολεμικά αεροπλάνα» κλπ. [3]
Η άποψη αυτή έχει αποκρουσθεί από τον Α. Μανιτάκη, καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου του ΑΠΘ, σε περιεκτικό άρθρο του στην Καθημερινή της 12-6-2011, και σε μελέτη του με ευρύτερο περιεχόμενο[4] εντελώς αυθαίρετη κατασκευή, η οποία, θίγοντας ευαίσθητες χορδές του ελληνικού λαού στην τραγική κατάσταση που βρίσκεται η χώρα μας, απολήγει εξ αντικειμένου, στον αποπροσανατολισμό του από τα υπαρκτά και πελώρια προβλήματα, κοινωνικοοικονομικά και εθνικής κυριαρχίας, που πράγματι δημιουργούν τα μνημόνια και τα μέτρα που λαμβάνονται για την υλοποίησή τους. , καθώς και από τον Π. Γκλαβίνη, Αν. Καθηγητή Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ.[5] ωστόσο προβάλλεται πλέον ως αδιαμφισβήτητη αλήθεια, λόγω ασφαλώς του κλίματος της εποχής, κυρίως όμως λόγω της έντονης δραστηριότητας στα ΜΜΕ των προαναφερθέντων υποστηρικτών της, αλλά και της μη εξαντλητικής ανασκευής της από το νομικό κόσμο. Ωστόσο, όπως θα αποδειχθεί στη συνέχεια, δεν πρόκειται για άποψη έστω ασθενώς υποστηρίξιμη, με κάποια περιορισμένη βασιμότητα, αλλά για ,
2. Οι Ρυθμίσεις του άρθρου 14 της Σύμβασης
Όλη η επιχειρηματολογία των καθηγητών που υποστηρίζουν τις πιο πάνω θέσεις, θεμελιώνεται στο άρθρο 14 της Σύμβασης και ιδίως στην παράγραφο 5 αυτού το οποίο αποτελεί κατ’ αυτούς την πέτρα του πρωτοφανούς σκανδάλου[6]. Ειδικότερα:
Με την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου συμφωνείται ότι «Η παρούσα Σύμβαση και κάθε εξωσυμβατική αξίωση που γεννάται σε σχέση με αυτή θα διέπονται και θα ερμηνεύονται σύμφωνα με το Αγγλικό δίκαιο». Για την υπαγωγή της Σύμβασης στο αγγλικό δίκαιο αρχικά μόνο ο Γ. Κατρούγκαλος είχε εγείρει ρητά αντιρρήσεις στο με το επιχείρημα ότι η υπαγωγή στο αγγλικό δίκαιο «αποσκοπεί στο να θωρακίσει τους δανειστές μας απέναντι στο μοναδικό νομικό όπλο που έχει απομείνει στη χώρα μας… να επαναδιαπραγματευθεί (να επανακαθορίσει, όπως ο ίδιος το διόρθωσε σε άρθρο του στην Ελευθεροτυπία της 21/6/2011) τους όρους αποπληρωμής του (που αποτελεί τη μόνη ρεαλιστική έξοδο από την κρίση) … με μονομερή, κυριαρχική της πράξη». Με καθαρές δηλ. κουβέντες το επιχείρημα του Γ. Κατρούγκαλου συνίσταται στο ότι οι δανειστές της (ουσιαστικά χρεοκοπημένης) Ελλάδας έπρεπε και ήταν δυνατόν να αποδεχθούν την εφαρμογή του ελληνικού δικαίου στη σύμβαση δανειοδότησης της χώρα μας, ώστε στη συνέχεια εκείνη με μονομερή πράξη της (π.χ. νόμο) να επιβάλει στους δανειστές της την αθέτηση των υποχρεώσεών που ανέλαβε με την εν λόγω σύμβαση!!! Για κάθε λογικό άνθρωπο είναι περιττή η αντίκρουση του επιχειρήματος αυτού. Μεταγενέστερα και ο Γ. Κασιμάτης διατείνεται[7] ότι «η υπαγωγή στο αγγλικό δίκαιο είναι δόλια, γιατί το δίκαιο αυτό επιτρέπει παράνομες επιβαρύνσεις του οφειλέτη, γι’ αυτό και απαραδέκτως το δέχτηκε η Ελλάδα». Δεν αναφέρει όμως, πέρα από κάποια ακατανόητα για παραμεθώριες περιοχές, ποιές είναι αυτές οι «παράνομες επιβαρύνσεις». Πάντως θα πρέπει να τονισθεί, κυρίως για μη νομικούς, ότι η Σύμβαση θα κριθεί δικαστικά καταρχάς και κατά κύριο λόγο από τους ίδιους τους όρους αυτής, οι οποίοι καθορίζουν τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των συμβαλλομένων μερών και τις συνέπειες από την παραβίασή τους. Προσφυγή στο αγγλικό δίκαιο (που κατ’ αποτέλεσμα, μέσω διαφορετικών θεσμών και δρόμων, δεν διαφέρει ουσιωδώς από το ελληνικό) θα γίνει συμπληρωματικά και μόνο στο βαθμό που ανακύψει ερμηνευτικό πρόβλημα ή κενό. Οσον αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο για το ενδεχόμενο αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του Δημοσίου γίνεται εκτενής ανάπτυξη στη συνέχεια.
Με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) ως αποκλειστικά αρμόδιο για την επίλυση κάθε διαφοράς από τη Σύμβαση. Κανείς από τους προαναφερθέντες καθηγητές δεν προβάλλει ρητή αντίρρηση για τον όρο αυτό, αντιλαμβανόμενοι ασφαλώς ότι θα ήταν εξωφρενικό να απαιτήσουμε από τις δανείστριες χώρες να αποδεχθούν την υπαγωγή τους στα δικαστήρια του δανειζομένου Ελληνικού Δημοσίου, όταν, αν μη τι άλλο, η πανθομολογούμενη καθυστέρηση απονομής δικαιοσύνης από τα ελληνικά δικαστήρια αγγίζει τα όρια της αρνησιδικίας. Σε κάθε περίπτωση απότελεί πάγια διεθνή πρακτική στις διεθνείς δανειακές συμβάσεις (και όχι στην έκδοση ομολόγων κατά το εθνικό δίκαιο) να μη ορίζονται ως αρμόδια δικαστήρια τα δικαστήρια του κράτους του δανειολήπτη.
Τέλος με την επίμαχη παράγραφο 5του άρθρου 14 το Δημόσιο «αμετάκλητα και άνευ όρων παραιτείται από κάθε ασυλία που έχει ή πρόκειται να αποκτήσει, όσον αφορά τον ίδιο ή τα περιουσιακά του στοιχεία, από νομικές διαδικασίες σε σχέση με την παρούσα Σύμβαση,… και όσον αφορά την εκτέλεση και επιβολή κατά των περιουσιακών στοιχείων του στο βαθμό που δεν το απαγορεύει αναγκαστικός νόμος»[8].
3. Η Εννοια του όρου «mandatory law»
Στο αγγλικό κείμενο της Σύμβασης, που είναι και το πρωτότυπο, στην πιο πάνω παράγραφο 5 του άρθρου14 αυτής χρησιμοποιείται ο όρος «mandatory law»που έχει προφανώς εσφαλμένα αποδοθεί στα ελληνικά με τον όρο «αναγκαστικός νόμος»[9]. Είναι γνωστό ότι αναγκαστικοί νόμοι ονομάζονται στην ελληνική έννομη τάξη δεσμευτικοί κανόνες δικαίου, τυπικά ισοδύναμοι με νόμους, που εκδόθηκαν κατά κανόνα σε ανώμαλες περιόδους (δικτατορίες κλπ). Με αυτό το περιεχόμενο του εν λόγω όρου δεν υπάρχει αμφιβολία, και κανείς δεν υποστηρίζει το αντίθετο, ότι η σύμβαση δεν μπορεί να αναφέρεται σε τέτοιους νόμους. Η λέξη mandatory στα κοινά αγγλοελληνικά λεξικά αποδίδεται με τις λέξεις «υποχρεωτικός», «αναγκαστικός», «επιτακτικός», στα δε αγγλικά λεξικά (Oxford, Webster’s) δίδονται ως συνώνυμα οι λέξεις «compulsory», «obligatory», «peremptory». Στα νομικά τώρα αγγλοελληνικά λεξικά[10] mandatory rules» και «mandatory statutes» οι οποίοι αποδίδονται ως κανόνες αναγκαστικού δικαίου. Επίσης στην εγκυκλοπαίδεια Max Planck Encyclopedia of European Private Law (των Jurgen Basedow, Klaus J. Hopt and Reinhard Zimmermann, eds., Oxford University Press)[11] o όρος «mandatory law» ταυτίζεται με τον όρο «iuscogens»ο οποίος χρησιμοποιείται ευρέως και στην ελληνική νομική επιστήμη ως ο όρος του Ρωμαϊκού Δικαίου που αντιστοιχεί στους «κανόνες αναγκαστικού δικαίου». Κατά γλωσσική λοιπόν και λογική ερμηνεία μοναδική ορθή μετάφραση του όρου mandatory law στην ελληνική είναι κανόνες αναγκαστικού δικαίου (iuscogens), δηλ. κανόνες που δεν μπορεί να αποκλεισθεί η εφαρμογή τους με αντίθετη συμφωνία των μερών, σε αντιδιαστολή με τους κανόνες ενδοτικού δικαίου (ius dispositivum) οι οποίοι εφαρμόζονται εφόσον τα μέρη δεν έχουν συμφωνήσει διαφορετικά, δηλ. κανόνες που επιτρέπουν τη διαφορετική συμφωνία των μερών. Από τους προαναφερθέντες καθηγητές ο Γ. Κασιμάτης δεν αποκλείει την πιο πάνω έννοια, δηλ. κανόνων αναγκαστικού δικαίου (ius cogens), στη συνέχεια όμως εντοπίζοντας ασάφεια[12] εγκαταλείπει κάθε σχετική σκέψη, ο Κ. Χρυσόγονος υποστηρίζει ότι «σε τι συνίσταται το δίκαιο αυτό είναι προς το παρόν άδηλο», οι δε Ε. Μαυριάς και Γ. Κατρούγκαλος, αν και παραθέτουν αυτούσια την παρ. 14(5) της Σύμβασης, δεν ασχολούνται καθόλου με την προαναφερθείσα εξαίρεση (δηλ. «στο βαθμό που δεν το απαγορεύει αναγκαστικός νόμος»), επικαλούμενοι, όπως και οι λοιποί καθηγητές, το γεγονός ότι στη γνωμοδότηση των δύο νομικών συμβούλων του ΝΣΚ, που αποτελεί παράρτημα της Σύμβασης, δεν γίνεται αναφορά στην εν λόγω εξαίρεση[13]., περιλαμβάνονται οι όροι «
4. Η Γνωμοδότηση (legalopinion) των μελών του ΝΣΚ
Στο σημείο αυτό, και επειδή η πάνω γνωμοδότηση δίδονται δαιμονολογικές διαστάσεις εμφανίζεται δε να τροποποιεί σαφή όρο της Σύμβασης, καθίσταται αναγκαίο ναεξηγηθεί σε τι συνίστανται, πώς λειτουργούν και ποιους σκοπούς εξυπηρετούν τέτοιου είδους νομικές γνωμοδοτήσεις. Κατά πάγια λοιπόν αγγλοσαξωνική πρακτική, που έχει επικρατήσει διεθνώς και εφαρμόζεται σε όλες τις διεθνείς χρηματοοικονομικές συναλλαγές,απαραίτητη προαπαιτούμενο («condition precedent») για την υπογραφή της οριστικής σύμβασης («closing») είναι η χορήγηση «γνωμοδοτήσεων» («legal opinions») των νομικών συμβούλων των συμβαλλομένων μερών[14] με τις οποίες βεβαιώνεται ότι η σύμβαση είναι έγκυρη και νόμιμη, απολύτως δεσμευτική για τα συμβαλλόμενα μέρη, υπεγράφη από αρμόδια όργανα των συμβαλλομένων, δεν παρελείφθη καμιά τυπική διαδικασία και ότι επιμέρους κύριοι νομικοί όροι της σύμβασης είναι νόμιμοι και έγκυροι, όπως π.χ. η υπαγωγή σε αλλοδαπή δικαιοδοσία, η εφαρμογή αλλοδαπού δικαίου, η παραίτηση από τυχόν ασυλίες κλπ. Ειδικά οι γνωμοδοτήσεις αυτές υπογράφονται βάσει σχεδίου- υποδείγματος (που αν κρίνεται αναγκαίο, μπορεί να τροποποιηθεί από τους υπογράφοντες) και επισυνάπτονται στη σύμβαση ως παράρτημα. Η αγγλοσαξωνική αυτή πρακτική αποσκοπεί στο να διασφαλίσει κατά το δυνατόν τους συμβαλλόμενους ως προς τη νομιμότητα και το κύρος της σύμβασης και να αποκλείσει το ενδεχόμενο υπαιτιότητάς τους για ακυρότητες που τυχόν εκ των υστέρων προκύψουν, αφού με τις χορηγηθείσες γνωμοδοτήσεις θεωρείται ότι εξάντλησαν όλα τα δυνατά μέσα πρόνοιας για τη σύναψη έγκυρης και νόμιμης σύμβασης.
Η διατύπωση λοιπόν της γνωμοδότησης (legal opinion) των μελών του ΝΣΚ για το επίμαχο ζήτημα, όπως κι αν ερμηνευτεί, δεν ασκεί καμιά επιρροή στο περιεχόμενο και την έννοια του άρθρου 14(5) της Σύμβασης, διότι θα ήταν αδιανόητο να ανατρέπεται ρητός όρος αυτής, πολύ περισσότερο να διευρύνεται η δηλωθείσα παραίτηση συμβαλλομένου από δικαιώματά του, με μια νομική γνωμοδότησηlegal opinions- στη γνωμοδότηση των μελών του ΝΣΚ όλες οι προτάσες αυτής , περιλαμβανομένης και της επίμαχης για την την ασυλία του Δημοσίου, εισάγονται με τη φράση «έχουμε τη γνώμη ότι: ……. » , η οποία, όπως τονίσθηκε, κατά πάγια διεθνή πρακτική συνοδεύει τη σύμβαση όχι για να λυθεί κάποιο νομικό ζήτημα, αλλά απλά και μόνο για να επιβεβαιωθεί από νομικούς η νομιμότητα και δεσμευτικότητα της σύμβασης και των επιμέρους όρων της. Σημειωτέον ότι –και φαίνεται έτσι και ο πιο πάνω χαρακτήρας των
Κατά συνέπεια εντελώς αβάσιμα οι καθηγητές εμπλέκουν την ως άνω γνωμοδότηση στην ερμηνεία του σαφούς όρου 14(5) της Σύμβασης ώστε να εξουδετερωθεί τελείως η ρητή επιφύλαξη που διατυπώνει το Δημόσιο ως προς τους κανόνες αναγκαστικού δικαίου.
5. Περιεχόμενο και έννομες συνέπειες της παρ. 5 του άρθρου 14 της Σύμβασης
Μετά τις παραπάνω διευκρινίσεις ως προς την έννοια του όρου «mandatory law» και τη λειτουργία των νομικών γνωμοδοτήσεων, ας επανέλθουμε για να διερευνήσουμε το πραγματικό περιεχόμενο και τις έννομες συνέπειες της κατά την πιο πάνω διάταξη παραίτησης του Δημοσίου από την ασυλία εκτέλεσης.
Η ασυλία λόγω εθνικής κυριαρχίας διακρίνεται σε ασυλία δικαιοδοσίας, δηλ. δικαιοδοσία να εναχθεί ένα κράτος σε δικαστήρια άλλου κράτους και σε ασυλία εκτέλεσης, δηλ. δυνατότητα να γίνει συντηρητική ή αναγκαστική εκτέλεση (κατάσχεση, πλειστηριασμός κλπ.) περιουσιακών του στοιχείων.
α) Ως προς την ασυλία δικαιοδοσίας το Δημόσιο με τον όρο 14.2 αποδέχθηκε κάθε διαφορά από τη δανειακή σύμβαση να επιλύεται αποκλειστικά από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε). όπως δε αναφέρθηκε για την υπαγωγή αυτή στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Δ.Ε.Ε. δεν διατυπώνεται καμία αντίρρηση.
β) Ως προς την ασυλία αναγκαστικής εκτέλεσης που κυρίως ενδιαφέρει εν προκειμένω θα πρέπει να λεχθούν τα εξής:
Η αναγκαστική εκτέλεση αποτελεί εκδήλωση κρατικής κυριαρχίας την οποία κάθε κράτος διαφυλάσσει για τον εαυτό του. Ως επακόλουθο της φύσης αυτής της αναγκαστικής εκτέλεσης γίνεται παγίως δεκτό ότι η αναγκαστική εκτέλεση στην Ελλάδα διέπεται υποχρεωτικά και σε κάθε περίπτωση από το ελληνικό δίκαιο (δηλ. κατά βάση τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, και τις ειδικές διατάξεις). Τούτο ισχύει ακόμη κι αν η αξίωση προς ικανοποίηση της οποίας γίνεται η εκτέλεση απορρέει από έννομη σχέση (π.χ. δάνειο) που διέπεται από αλλοδαπό δίκαιο[15], όπως στην προκειμένη περίπτωση που η Σύμβαση ρυθμίζεται από το αγγλικό δίκαιο. Εξάλλου είναι σαφές ότι στο (δικονομικό) δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, εν προκειμένω το ελληνικό, περιλαμβάνονται και οι διατάξεις που ορίζουν τα πράγματα που δεν υπόκεινται σε κατάσχεση και πλειστηριασμό.
Με αυτό το δεδομένο σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης που θα επισπεύσουν οι δανειστές της Σύμβασης, δυνάμει απόφασης του Δ.Ε.Ε. στην Ελλάδα, δηλ. κατά περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου που βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια, θα εφαρμοσθεί το ελληνικό δίκαιο, χωρίς να ασκεί καμιά επιρροή ο όρος 14.1 της Σύμβασης με τον οποίο συμφωνήθηκε ότι η Σύμβαση διέπεται και ερμηνεύεται σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο[16].
Τι προβλέπει όμως το ελληνικό δίκαιο;
Μέχρι το 2001 στη χώρα μας απαγορευόταν γενικά, δυνάμει του άρθρου 8 του Ν. 2097/52, η αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου για την είσπραξη χρηματικών αξιώσεων, τόσο κατά της δημόσιας, όσο και κατά της ιδιωτικής περιουσίας του, δηλ δεν υπήρχε τρόπος να εξαναγκασθεί το Δημόσιο να εκληρώσει μια χρηματική οφειλή του που είχε επιδικασθεί με δικαστική απόφαση. Περί τα τέλη όμως της δεκαετίας του 1990 η απαγόρευση αυτή είχε κριθεί από ορισμένα δικαστήρια (με σύμφωνη σύσσωμη τη θεωρία) ότι αντέκειτο, όσον αφορά την ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τη Διεθνή Σύμβαση για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του ΟΗΕ. Ενόψει αυτής της διαμορφωθείσας κατάστασης με την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001 στο άρθρο 94 παρ. 4 εδ. γ΄ αυτού ορίσθηκε ότι οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου όπως νόμος ορίζει. Σε εκτέλεση της συνταγματικής αυτής επιταγής με το άρθρο 4 του ν.3068/2002 προβλέπεται ότι οποιοσδήποτε έχει μια αξίωση κατά του Δημοσίου (και διαθέτει “τίτλο εκτελεστό”), μπορεί να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση κατά της (ακίνητης ή κινητής)ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου, με κατάσχεση, πλειστηριασμό, κλπ., απαγορευομένης σε κάθε περίπτωση της κατάσχεσης της δημόσιας περιουσίας, ήτοι της περιουσίας που εξυπηρετεί άμεσα δημόσιους σκοπούς (π.χ. δημόσια κτήρια, κοινόχρηστα, όπλα κλπ)[17]. Οι πιο πάνω διατάξεις του άρθρου 4 του ν.3068/2002 είναι αναμφισβήτητα αναγκαστικού δικαίου.
Συνοψίζοντας λοιπόν όσα έχουν εκτεθεί μέχρι αυτό το σημείο: α)Το Δημόσιο δεν παραιτήθηκε, σύμφωνα με την επιφύλαξη της παρ. 14(5) της Σύμβασης, από τις «ασυλίες» εκείνες που απορρέουν από κανόνες αναγκαστικού δικαίου, και β) οι διατάξεις του άρθρου 4 του ν.3068/2002 συνιστούν τέτοιους κανόνες αναγκαστικού δικαίου. Από τις παραδοχές αυτές προκύπτει αναγκαίως το συμπέρασμα ότι η επίμαχη παραίτηση του Δημοσίου δεν επεκτείνεται στην «ασυλία» του ως προς τη δημόσια περιουσία αυτού[18]και κατά συνέπεια οι αντισυμβαλλόμενοι (δανειστές) του Δημοσίου μπορούν να προβούν σε αναγκαστική εκτέλεση μόνο κατά περιουσιακών του στοιχείων που ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του (π.χ.δημόσιες εκτάσεις,μη συμπεριλαμβανομένων όμως αιγιαλών και λοιπών κοινοχρήστων, μετοχές δημοσίων επιχειρήσεων, μερίσματα από αυτές κλπ), όπως επιτρέπει το ελληνικό δίκαιο σε οποιονδήποτε έχει μια (εκτελεστή) αξίωση κατά του Δημοσίου[19]. Τα λεγόμενα δε (όχι από τους καθηγητές) ότι το Δημόσιο δήθεν υποχρεώθηκε να υποθηκεύσει, ενεχυριάσει, δόσει εγγύηση κλπ την περιουσία του, είναι εντελώς αβάσιμα και προϊόν άγνοιας όσων τα υποστηρίζουν, καθόσον στη Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης ή στα μνημόνια δεν υφίσταται το παραμικρό έρεισμα που να δικαιολογεί και κατά τον ασθενέστερο τρόπο ένα τέτοιο ισχυρισμό.Αλλωστε είναι αυτονόητο ότι η ασυλία του Δημοσίου ως προς την αναγκαστική εκτέλεση κατά της δημόσιας περιουσίας του επεκτείνεται και στην υποθήκη ή το ενέχυρο επ’αυτής.
6. Σχετικά με την StateImmunityAct
Oι Κ. Χρυσόγονος, E. Μαριάς, και Γ. Κατρούγκλος αναφέρονται στο νόμο StateImmunityAct του 1978 του αγγλικού δικαίου, το οποίο, όπως αναφέρθηκε, διέπει τη Σύμβαση. Το πρώτο που πρέπει να υπογραμμιστεί συναφώς είναι ότι το πεδίο εφαρμογής του νομοθετήματος αυτού περιορίζεται μόνο σε αναγκαστική εκτέλεση περιουσιακών στοιχείων του Ελληνικού Κράτους που βρίσκονται στο Ηνωμένο Βασίλειο, αφού όπως αναφέρθηκε η αναγκαστική εκτέλεση σε περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου που βρίσκονται στην Ελλάδα διέπεται από το ελληνικό δίκαιο.Περαιτέρω το αγγλικό αυτό νομοθέτημα (που ρυθμίζει τόσο την ασυλία δικαιοδοσίας, όσο και την ασυλία εκτέλεσης) φαίνεται (άρθρο 13 παρ. 2 και 4) ότι στις περιπτώσεις που επιτρέπει την αναγκαστική εκτέλεση κατά του αλλοδαπού Δημοσίου, αυτή περιορίζεται μόνο κατά περιουσιακών στοιχείων αυτού που «χρησιμοποιούνται ή σκοπείται η χρησιμοποίησή τους για ιδιωτικούς-εμπορικούς σκοπούς» (iure gestionis), δηλ. για κάθε δραστηριότητα που δεν συνιστά άσκηση δημόσιας εξουσίας (iure imperii), όπως ορίζεται ο ιδιωτικός σκοπός στο άρθρο 3 παρ. 3(c) αυτού. Με άλλα λόγια και κατά το αγγλικό δίκαιο όταν επιτρέπεται αναγκαστική εκτέλεση κατά του αλλοδαπού δημοσίου αυτή περιορίζεται μόνο κατά περιουσιακών στοιχείων αυτού που εμπίπτουν κατά βάση στην αποκαλούμενη κατά το ελληνικό δίκαιο ιδιωτική περιουσίας του. Οι πιο πάνω διατάξεις της State Immunity Actσυνιστούν ασφαλώς «mandatory law» με επακόλουθο κατ’ εφαρμογή της επιφύλαξης της παρ 14(5) να μη θίγεται η ασυλία που απολαμβάνει και κατά το αγγλικό δίκαιο η δημόσια περιουσία της Ελλάδας που βρίσκεται στο Ηνωμένο Βασίλειο. Θα πρέπει να προστεθεί ότι, όπως αποδέχονται και οι Κ. Χρυσόγονος και Κ. Μαυριάς, έχει διαμορφωθεί διεθνές έθιμο που απαγορεύει την αναγκαστική εκτέλεση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου που εξυπηρετούν ή προορίζονται να εξυπηρετήσουν δημόσιους σκοπούς. Το διεθνές αυτό έθιμο έχει ήδη αποτυπωθεί και στη Διεθνή Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 2004 για τη δικαστική ασυλία των κρατών και των περιουσιακών τους στοιχείων (άρθρα 19 c και 21). Το σημαντικότερο όμως είναι ότι, ανεξάρτητα από τα παραπάνω, και υπό τη δυσμενέστερη-απίθανη– ερμηνευτική εκδοχή της State Immunity Act σε σχέση με την παραίτηση του Δημοσίου, ότι δηλ. είναι επιτρεπτή η αναγκαστική εκτέλεση και κατά της δημόσιας περιουσίας αυτού, η πρακτική σημασία μιας τέτοιας δυνατότητας είναι αμελητέα, αφού περιορίζεται μόνο σε περιουσιακά στοιχεία της δημόσιας περιουσίας της Ελλάδας που βρίσκονται στο Ηνωμένο Βασίλειο (αν υπάρχουν).
7. Η Παραίτηση του Δημοσίου από περιουσιακές ασυλίες πάγια και απαρέγκλιτη διεθνής πρακτική
Προκειμένου να διαλυθούν οι εντυπώσεις που προκαλούν οι ισχυρισμοί των καθηγητών ότι η επίμαχη κατά άρθρο 14(5) παραίτηση του Δημοσίου αποτελεί πρωτοφανή ενέργεια[20], θα πρέπει να αναφερθούν και τα εξής:
Ο όρος ότι το Δημόσιο «παραιτείται από κάθε ασυλία που έχει ή πρόκειται να αποκτήσει….» αποτελεί πάγιο και τυποποιημένο όρο («standardwording») σε διεθνείς χρηματοοικονομικές συμβάσεις αυτού του είδους. Γι’ αυτό και ο ίδιος όρος, με την ίδια κατά βάση διατύπωση περιλαμβάνεται σε όλες τις ανάλογες συμβάσεις που έχει συνάψει το Δημόσιο πριν το Μνημόνιο, όπως δάνεια σε αλλοδαπό νόμισμα (πριν την εισαγωγή του ευρώ), αποκρατικοποιήσεις (ΟΤΕ, ΕΤΕ, ΔΕΗ, ΟΠΑΠ, ΕΛΠΕ, κλπ), προμέτοχα, ανταλλάξιμες ομολογίες (exchangeables), τιτλοποιήσεις (securitizations), κλπ. Σε όλες ανεξαιρέτως αυτές τις συμβάσεις, που μπορούν να βρεθούν στα αρχεία του Υπουργείου Οικονομικών, εκτός από την παραίτηση από την ασυλία, έχουν περιληφθεί αντίστοιχοι όροι εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου (συνήθως αγγλικού ή αμερικανικού-Ν.Υ.) και δικαιοδοσία αλλοδαπού δικαστηρίου (συνήθως δικαστήρια Λονδίνου, ή Ν.Υόρκης), επισυνάπτονται δε ως παράρτημα οι γνωμοδοτήσεις των νομικών συμβούλων των συμβαλλομένων μερών, υπογραφόμενες ειδικά όσον αφορά το Δημόσιο, κατά περίπτωση, είτε από μέλος του ΝΣΚ, είτε από δικηγορικό γραφείο που προσλήφθηκε ειδικά για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Η μόνη διαφορά με τις προαναφερθείσες συμβάσεις είναι ότι σε εκείνες οι δανειστες του Δημοσίου είναι ιδιώτες (νομικά κατά κανόνα πρόσωπα), ενώ στη Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης είναι κράτη. Aναγκαίο επακόλουθο του εν λόγω χαρακτηριστικού της Σύμβασης είναι κατά τον Γ. Κασιμάτη να υπάγεται αυτή στο δημόσιο διεθνές δίκαιο και όχι σε ιδιωτικό δίκαιο, το γεγονός δε αυτό (σε συνδυασμό με το ότι δεν κυρώθηκε η Σύμβαση με νόμο, οπως κατά την άποψή του επιβαλλόταν από το Σύνταγμα) θεωρεί καταλυτικό για να υποστηρίξει ότι και οι όροι της παραγράφου 14(5) είναι άκυροι και ανυπόστατοι όπως και ολόκληρη η Σύμβαση. Εκφεύγει από το πλαίσιο του παρόντος σημειώματος η συζήτηση για τον νομικό χαρακτήρα της Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης, εάν δηλ. είναι δημόσια διεθνής σύμβαση ή όχι και συνακόλουθα άν θα έπρεπε να κυρωθεί με νόμο. Τα ζητήματα αυτά, άκρως αμφισβητούμενα, έχουν εξαντλητικά αναλυθεί από τον Α. Μανιτάκη στη μελέτη του που αναφέρθηκε στην αρχή, στην οποία και παραπέμπουμε. Αυτό που ενδιαφέρει εν προκειμένω είναι ότι η μη κύρωση της Σύμβασης με νόμο -και αν θεωρηθεί ότι απαιτέιτο- δεν ασκεί καμιά επιρροή στο κύρος και τη δεσμευτικότητα αυτής[21]. Οπως όμως και να έχει το πράγμα, ο πυρήνας της Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης είναι ότι τα χορηγηθέντα ποσά δόθηκαν στην Ελλάδα όχι ως δωρεάν επιχορήγηση ή ενίσχυση, αλλά ως δάνειο ενόψει της αδυναμίας της να δανεισθεί αυτή από τις αγορές. Δεν γεννάται λοιπόν καμιά αμφιβολία ότι η επίμαχη σύμβαση κατά περιεχόμενο συνιστά αδιαμφισβήτητα σύμβαση δανείου, στην οποία, όπως σε κάθε δάνειο, ο δανειολήπτης υποχρεούται να αποδόσει στο δανειστή τα ποσά που δανείστηκε με τον τυχόν συμφωνηθέντα τόκο, ο δε δανειστής δικαιούται σε περίπτωση άρνησης ή αδυναμίας επιστροφής των δανεισθέντων ποσών να καταφύγει κατά τους όρους του νόμου σε αναγκαστική εκτέλεση κατά του δανειολήπτη, ακριβώς δε το ενδεχόμενο αυτό ρυθμίζεται ειδικά, λόγω της ιδιότητας του δανειολήπτη ως κράτους, στο άρθρο 14(5) της Σύμβασης. Γι’αυτόν ακριβώς τον λόγο και η δομή και οι όροι της είναι πανομοιότυποι με αυτούς μιας διεθνούς δανειακής σύμβασης που διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο.
8.Συμπέρασμα
Συμπερασματικά λοιπόν στους δανειστές μας στη Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης (ήτοι τα κράτη της Ευρωζώνης) αναγνωρίσθηκαν τα ίδια ακριβώς δικαιώματα που η έννομη τάξη της Ελλάδας απονέμει σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει μια χρηματική αξίωση κατά του Δημοσίου[22]. Απολύτως τίποτα περισσότερο. Τα περί κινδύνου κατασχέσεων και πλειστηριασμών σχολείων, όπλων, υποθηκεύσεων περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου, και πολύ περισσότερο κατάλυσης της εθνικής κυριαρχίας κλπ., απλώς δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Θα ήταν δε ακατανόητο να απαιτούμε από τα κράτη-δανειστές μας, στα οποία προσφύγαμε για βοήθεια και τα οποία μας δανείζουν τα χρήματα των λαών τους, να βρίσκονται ως προς την εξασφάλησή τους σε δυσμενέστερη σχέση από τους ιδιώτες δανειστές του Δημοσίου (τράπεζες, επιχειρήσεις, φυσικά πρόσωπα κλπ).
Όσα αναπτύχθηκαν παραπάνω περιορίζονται αυστηρά στην ανάλυση από καθαρά νομική σκοπιά του όρου της παραγράφου 4 του άρθρου 14 της Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης και την περιγραφή των πραγματικών εννόμων συνεπειών που συνεπάγεται για την Ελλάδα, προκειμένου να δειχθεί ότι από την παραίτηση του Δημοσίου δυνάμει του ως άνω όρου δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο η δημόσια περιουσία του, ούτε η εθνική κυριαρχία της χώρας. Από τη σχετική ανάλυση όμως δεν πρέπει να συναχθεί οποιαδήποτε αξιολογική κρίση ως προς την αναγκαιότητα σύναψης της Σύμβασης, τους επιμέρους ουσιαστικούς όρους αυτής (επιτόκιο, διάρκεια κ.α.), την εξάρτηση της εκτέλεσής της από το Μνημόνιο, πολύ περισσότερο το ίδιο το Μνημόνιο και το περιεχόμενό του. Οι απόψεις επίσης που υποστηρίχθηκαν δεν σημαίνουν ότι το Μνημόνιο και οι επιμέρους όροι του, όπως και διατάξεις εφαρμοστικών αυτού νόμων, δεν παρουσιάζουν προβλήματα συνταγματικότητας, ούτε ότι τα μέσα αντιμετώπισης της δεινής κρίσης στην οποία έχει περιπέσει η Ελλάδα δεν συνεπάγονται τουλάχιστον de facto σοβαρούς και ενδεχομένως βάναυσους περιορισμούς της εθνικής της κυριαρχίας. Τα υπαρκτά όμως αυτά ζητήματα δεν μπορούν να επηρεάζουν την επιστημονική ερμηνεία και συνακόλουθη πολιτική αξιολόγηση του άρθρου 14 της Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης.
Παραρτήματα:
ιι ψήφιση του νέου «Μνημονίου»συνιστά εκτροπή από τη συνταγματική, την ευρωπαϊκή και τη διεθνή νομιμότητα
Η κοινή δήλωση από τους καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου, Γιώργο Κασιμάτη, Ομότιμου Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών, Ανδρέα Δημητρόπουλου, Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιώργο Κατρούγκαλου, Καθηγητή Πανεπιστημίου Θράκης, Ηλία Νικολόπουλου, Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου και Κώστα Χρυσόγονου, Καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
——————————————————————————–
«Αισθανόμαστε την υποχρέωση να επισημάνουμε προς τη Βουλή και τον ελληνικό λαό ότι το κείμενο, το οποίο καλείται σήμερα να ψηφίσει η λαϊκή αντιπροσωπεία, παραβιάζει κατάφωρα θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος και του ευρωπαϊκού και διεθνούς δικαίου για τους λόγους που ακολουθούν:
Η παρούσα Βουλή εκλέχθηκε τον Οκτώβριο του 2009 κάτω από εντελώς διαφορετικές πολιτικές προϋποθέσεις και η λαϊκή εντολή προς αυτή, κατά την έννοια του άρθρου 41 του Συντάγματος, ήταν διαμετρικά αντίθετη από όσα προβλέπει τώρα το κατατεθειμένο κείμενο. Λείπει, συνεπώς, η δημοκρατική νομιμοποίηση για την ψήφισή του.
Το περιεχόμενο του κειμένου, που καλείται να ψηφίσει η Βουλή είναι προϊόν οικονομικού και πολιτικού εκβιασμού, εκ μέρους των εκπροσώπων των δανειστών, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου (άρθρο 52 της Διεθνούς Σύμβασης της Βιέννης του 1969).
Το κείμενο που κατατέθηκε για ψήφιση δεν αποτελεί κατά το Σύνταγμα ούτε σχέδιο νόμου, δεδομένου ότι δεν περιλαμβάνει διατάξεις νομοθετικού περιεχομένου ούτε σχέδιο νόμου κυρωτικού διεθνούς σύμβασης, δεδομένου ότι δεν περιέχει το υπογεγραμμένο κείμενο της διεθνούς σύμβασης. Πρόκειται για κείμενο προγράμματος, που επιχειρείται να δεσμεύσει ανεπίτρεπτα επί δεκαετίες το μέλλον της χώρας. Παρουσιαζόμενο, συνεπώς, ως δεσμευτικό κείμενο νόμου, παραβιάζει την αντιπροσωπευτική αρχή και την κατά το Σύνταγμα άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας (άρθρο 26 Σ).
Το κείμενο επιχειρείται να υπερψηφιστεί κατά παράβαση του άρθρου 29 του Συντάγματος, στο βαθμό που επιβάλλεται κομματική πειθαρχία χωρίς προηγούμενη εσωτερική ψηφοφορία και απόφαση συλλογικών κομματικών οργάνων.
Η πρόβλεψη ότι οι νέες δανειακές συμβάσεις θα ισχύουν από την υπογραφή τους, χωρίς κύρωση από την Βουλή, παραβιάζει τα άρθρα 28 παρ. 2 και 36 παρ. 2 του Συντάγματος, καθώς και το διεθνές δίκαιο.
Οι συνταγματικές και οι διεθνούς δικαίου εγγυήσεις σεβασμού και προστασίας της εθνικής κυριαρχίας προσβάλλονται επιπλέον: (α) Με την επανάληψη –όπως και στη Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης της 10.5.2010- της ρήτρας παραίτησης από τις ασυλίες της εθνικής κυριαρχίας, (β) με τον υπερδανεισμό της χώρας και την άμεση στέρηση της δυνατότητας ικανοποίησης των βασικών αναγκών του ελληνικού λαού και της αξιοπρεπούς διαβίωσης των Ελλήνων πολιτών, (γ) με τη σώρευση «επαχθούς» δανεισμού και (δ) με την εφαρμογή του αγγλικού δικαίου και όχι του δημοσίου διεθνούς δικαίου που διέπει τις διεθνείς συμβάσεις των κρατών. Συνεπώς, το κείμενο που καλείται η Βουλή να ψηφίσει παραβιάζει στον πυρήνα τους τις συνταγματικές εγγυήσεις της εθνικής κυριαρχίας, της λαϊκής κυριαρχίας και της δημοκρατικής αρχής (άρθρο 1 του Συντάγματος).
Τα μέτρα που προβλέπει το προς ψήφιση κείμενο ότι θα επιβληθούν στον ελληνικό λαό παραβιάζουν τις αρχές της ισότητας των βαρών, του κοινωνικού κράτους δικαίου (άρθρα 4 παρ. 5 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος) και τις εγγυήσεις των κοινωνικών δικαιωμάτων των Ελλήνων (άρθρα 22 και 23 του Συντάγματος). Παραβιάζουν επίσης θεμελιώδεις εγγυήσεις της Συνθήκης της Λισαβόνας (του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων) και του διεθνούς δικαίου, καθώς και εγγυήσεις του διεθνούς εργατικού δικαίου.
Η ψήφιση του νομοσχεδίου συνιστά, συνεπώς, εκτροπή από τη συνταγματική, την ευρωπαϊκή και τη διεθνή νομιμότητα».
ΙΙ ΣΥΜΒΑΣΗ 2010
14. ΕΦΑΡΜΟΣΊΕΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣ1Α
(Ι) Η παρούσα Σύμβαση καθώς και κάθε εξωσυμβατική υποχρέωση που τυχόν προκύψει από την παρούσα ή σε σχέση με
την παρούσα Σύμβαση, διέπεται και ερμηνεύεται σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο.
(2) Οι συμβαλλόμενοι αναλαμβάνουν την υποχρέωση να υποβάλουν οποιαδήποτε διένεξη προκύψει σχετικά με τη
νομιμότητα, την ισχύ, την ερμηνεία ή την εκτέλεση της παρούσας Σύμβασης στην αποκλειστική δικαιοδοσία του
Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
νομιμότητα, την ισχύ, την ερμηνεία ή την εκτέλεση της παρούσας Σύμβασης στην αποκλειστική δικαιοδοσία του
Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
(3) Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πλήρως δεσμευτικές και εκτελεστές από τα
συμβαλλόμενα μέρη.
συμβαλλόμενα μέρη.
(4) Οι Δανειστές μπορεί να εκτελέσουν ή να επιδιώξουν να εκτελέσουν οποιαδήποτε απόφαση του Δικαστηρίου της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ορίζεται στην παρούσα ή άλλα δικαιώματα κατά του Δανειολήπτη στα δικαστήρια της
χώρας τον Δανειολήπτη.
Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ορίζεται στην παρούσα ή άλλα δικαιώματα κατά του Δανειολήπτη στα δικαστήρια της
χώρας τον Δανειολήπτη.
(5) Με την παρούσα ο Δανειολήπτης αμετάκλητα και άνευ όρων παραιτείται από κάθε ασυλία που έχει ή πρόκειται να
αποκτήσει, όσον αφορά τον ίδιο ή τα περιουσιακά του στοιχεία, από νομικές διαδικασίες σε σχέση με την παρούσα
Σύμβαση, περιλαμβανομένων, χ(ορίς περιορισμούς, της ασυλίας όσον αφορά την άσκηση αγωγής, δικαστική απόφαση
ή άλλη διαταγή, κατάσχεση, αναστολή εκτέλεσης δικαστικής απόφασης ή προσωρινή διαταγή, και όσον αφορά την
εκτέλεση και επιβολή κατά των περιουσιακών στοιχείων του στο βαθμό που δεν το απαγορεύει αναγκαστικός νόμος.
αποκτήσει, όσον αφορά τον ίδιο ή τα περιουσιακά του στοιχεία, από νομικές διαδικασίες σε σχέση με την παρούσα
Σύμβαση, περιλαμβανομένων, χ(ορίς περιορισμούς, της ασυλίας όσον αφορά την άσκηση αγωγής, δικαστική απόφαση
ή άλλη διαταγή, κατάσχεση, αναστολή εκτέλεσης δικαστικής απόφασης ή προσωρινή διαταγή, και όσον αφορά την
εκτέλεση και επιβολή κατά των περιουσιακών στοιχείων του στο βαθμό που δεν το απαγορεύει αναγκαστικός νόμος.
13 Εφαρμοστεο Δικαιο Και Αρμοδια Δικαστηρια
Η παρούσα Σύμβαση και κάθε εξωσυμβατική αξίωση που γεννάται σε σχέση με αυτή θα διέπονται και θα ερμηνεύονται σύμφωνα με το Αγγλικό δίκαιο.
(1) Τα Μέρη υποχρεούνται να υπαγάγουν κάθε διαφορά που ενδέχεται να προκύψει σε σχέση με τη νομιμότητα, εγκυρότητα, ερμηνεία ή εκτέλεση της παρούσας Σύμβασης στην αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαστηρίων του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου.
(2) Ο Όρος 13(2) εφαρμόζεται προς όφελος του ΕΤΧΣ. Κατά συνέπεια, τίποτε από όσα αναφέρονται στον όρο 13(2) δεν εμποδίζει το ΕΤΧΣ από το να εκκινήσει διαδικασίες αντιδικίας (οι “Διαδικασίες“) στα δικαστήρια του Επωφελούμενου Κράτους Μέλους ή του εφαρμοστέου δικαίου της παρούσας Σύμβασης και το Επωφελούμενο Κράτος Μέλος αποδέχεται αμετάκλητα την υπαγωγή στην αρμοδιότητα των ανωτέρω δικαστηρίων. Στο μέτρο που το επιτρέπει ο νόμος, το ΕΤΧΣ θα μπορεί να εκκινήσει παράλληλες Διαδικασίες σε περισσότερες από μια από τις ανωτέρω δικαιοδοσίες.
(3) Το Επωφελούμενο Κράτος Μέλος και η Τράπεζα της Ελλάδος παραιτούνται με την παρούσα αμετάκλητα και ανεπιφύλακτα από κάθε δικαίωμα ασυλίας που ήδη έχουν ή μπορεί να δικαιούνται σε σχέση με τους ίδιους και τα περιουσιακά τους στοιχεία έναντι δικαστικών ενεργειών σχετικά με την παρούσα Σύμβαση, συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά από κάθε δικαίωμα ασυλίας έναντι άσκησης αγωγής, έκδοσης δικαστικής απόφασης ή άλλης διάταξης, κατάσχεσης, εκτέλεσης ή ασφαλιστικού μέτρου και έναντι κάθε εκτέλεσης ή αναγκαστικού μέτρου σε βάρος των περιουσιακών τους στοιχείων στο μέτρο που αυτό δεν απαγορεύεται από αναγκαστικό νόμο.
[1]Βλ. Γ. Κασιμάτης «Οι Συμφωνίες Δανεισμού της Ελλάδας με την ΕΕ και το ΔΝΤ», εκδ. ΔΣΑ Σεπτ. 2011, σελ. 21-30, Κ. Χρυσόγονος ΝοΒ 58, σελ.1353-1359, Ε. Μαριάς ΝοΒ 58 σελ. σελ.2220-2221 και Γ. Κατρούγκαλος ΝοΒ 59 σελ. 225.
[2] Κατά τον Γ. Κασιμάτη ο όρος είναι «παραβιάζει τη θεμελιώδη αρχή σεβασμού της κυριαρχίας του κράτους, απειλεί, θέτει σε κίνδυνο και προσβάλλει στον πυρήνα τους τα κυριαρχικά δικαιώματα, την ίδια την κυριαρχία και την υπόσταση της χώρας», κατά τον Κ. Χρυσόγονο «θα μπορούσε να διατυπωθεί το συμπέρασμα πως η δανειακή αυτή σύμβαση θέτει μεσοπρόθεσμα σε διακινδύνευση ακόμη και τα αναγκαία μέσα άσκησης της εθνικής μας κυριαρχίας, δηλ. στην πραγματικότητα την ίδια την κυρίαρχη κρατική υπόσταση της Ελληνικής Δημοκρατίαςde facto εκχώρηση της εξωτερικής οικονομικής κυριαρχίας κατά κατάφωρη παραβίαση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας δεν έχει προηγούμενο στη συνταγματική μας ιστορία» . » και κατά τον Γ. Κατρούγκαλο «Η σύμβαση αυτή συνιστά
[3]Ρητά ο Κ. Χρυσόγονος γράφει ότι με βάση τη Σύμβαση θα υπόκειται σε κατάσχεση « ο οπλισμός και οι εγκαταστάσεις των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, τα κτίρια όπου στεγάζονται και λειτουργούν τα άμεσα όργανα του κράτους κ.ο.κ.», ο δε Γ. Κασιμάτης στην εφημερίδα «Παρόν» της 19-6-2011 κάνει λόγο περί «μνημείων φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος κ.λπ»
[4] «Τα Συνταγματικά ζητήματα του Μνημονίου ενόψει της μοιρασμένης κρατικής κυριαρχίας και της επιτηρούμενης δημοσιονομικής πολιτικής» στον ιστότοπο www.constitutionalism.gr
[5] « Οταν οι συνταγματολόγοι πλέουν σε διεθνή ύδατα» στον πιο πάνω ιστότοπο
[6] «Του πιο απαράδεκτου και επονείδιστου όρου της δανειοδότησης» κατά τον Γ. Κασιμάτη
[7] Βλ.άρθρο του στην εφημερίδα «Παρόν» της 19-6-2010
[8] Το πλήρες κείμενο του όρου της Σύμβασης έχει ως εξής: «Με την παρούσα ο Δανειολήπτης αμετάκλητα και άνευ όρων παραιτείται από κάθε ασυλία που έχει ή πρόκειται να αποκτήσει, όσον αφορά τον ίδιο ή τα περιουσιακά του στοιχεία, από νομικές διαδικασίες σε σχέση με την παρούσα Σύμβαση, περιλαμβανομένων, χωρίς περιορισμούς, της ασυλίας όσον αφορά την άσκηση αγωγής, δικαστική απόφαση ή άλλη διαταγή, κατάσχεση, αναστολή εκτέλεσης δικαστικής απόφασης ή προσωρινή διαταγή, και όσον αφορά την εκτέλεση και επιβολή κατά των περιουσιακών στοιχείων του στο βαθμό που δεν το απαγορεύει αναγκαστικός νόμος» και κατά το αγγλικό πρωτότυπο: « TheBorrowerherebyirrevocablyandunconditionallywaivesallimmunitytowhichitisormaybecomeentitled, inrespectofitselforitsassets, fromlegalproceedingsinrelationtothisAgreement, including, withoutlimitation, immunityfromsuit, judgementorotherorder, fromattachment, arrestorinjunctionpriortojudgement, andfromexecutionandenforcementagainstitsassetstotheextentnotprohibitedbymandatorylaw».
[9] Οπως άλλωστε και η αγγλική λέξη «enforcement» (=αναγκαστικό μέτρο) έχει αποδοθεί με την άσχετη λέξη «επιβολή»
[10] Βλ. Λεξικά Νομικών Όρων Σταφυλίδη και Χ. Σταμέλου και Δ Χατζημανώλη εκδ. Νομικής Βιβλιοθήκης
[11]http://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=1950670
[12] Με επιχείρημα ότι στο Διεθνές Δίκαιο χρησιμοποιείται ο όρος «peremptory» για να αποδοθεί η έννοια των κανόνων αναγκαστικού δικαίου, o οποίος όμως, όπως αναφέρθηκε, δίδεται από τα αγγλικά λεξικά ως συνώνυμος του όρου «mandatory».
[13]Η σχετική παράγραφος της γνωμοδότησης των δύο νομικών συμβούλων του ΝΣΚ αναφέρει τα εξής: «Ούτε ο Δανειολήπτης ούτε τα περιουσιακά του στοιχεία έχουν ασυλία λόγω εθνικής κυριαρχίας ή διαφορετικά λόγω δικαιοδοσίας, κατάσχεσης –συντηρητικής ή αναγκαστικής– εκτέλεσης σε σχέση με οποιαδήποτε ενέργεια ή διαδικασία σχετικά με τη Σύμβαση».
[14]Ειδικά για τις δανειακές συμβάσεις αρκεί γνωμοδότηση μόνο του νομικού συμβούλου του δανειολήπτη
[15] Βλ. Μπρίνια “Αναγκαστική Εκτέλεση” σελ. 41-44, και Γεσίου-Φαλτσή “Αναγκαστική Εκτέλεση” σελ. 259 και 262 και πρόσφατα Ροζάκης στο Βήμα 22-1-2012 «Γιατί η Ελλάδα δεν πρέπει να φοβάται το Αγγλικό Δίκαιο»
[16] Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και ο Π. Γκλαβίνης (ό.π. σελ.5-6 ) επικαλούμενος ορθά τα άρθρα 280 και 299 εδ.β της Σύμβασης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΣΛΕΕ) από τα οποία προκύπτει σαφώς ότι η αναγκαστική εκτέλεση απόφασης του ΔΕΕ «διέπεται από τις διατάξεις της Πολιτικής Δικονομίας που ισχύει στο κράτος, στην επικράτεια του οποίου γίνεται».
[17] Η παρ.1 του άρθρου 4 του ν.3068/2002 έχει ως εξής: «Η αναγκαστική εκτέλεση για να ικανοποιηθεί χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ. γίνεται με κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας αυτών Αποκλείεται η κατάσχεση απαιτήσεων που πηγάζουν από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου ή απαιτήσεων χρηματικού ή μη αντικειμένου το οποίο έχει ταχθεί για την άμεση εξυπηρέτηση ειδικού δημόσιου σκοπού».
[18] Από αυτή την άποψη δεν θα άλλαζε τίποτα ως προς την αναγκαστική εκτέλεση στην Ελλάδα και αν είχε παραλειφθεί η επίμαχη επιφύλαξη του «mandatory law» στο άρθρο 14(5) της Σύμβασης, καθόσον κατά το ελληνικό τουλάχιστον δίκαιο ο παραμερισμός κανόνων αναγκαστικού δικαίου με αντίθετη συμφωνία δεν είναι επιτρεπτός και συνεπάγεται ακυρότητα αυτής.
[19] Ο Γ.Κασιμάτης στο πιο πάνω άρθρο του στο «Παρόν» προβάλλει, με βάση την άποψή του ότι η Σύμβαση υπάγεται στο διεθνές δημόσιο δίκαιο, ότι «η ευθύνη της Ελλάδας από μια διεθνή σύμβαση περιορίζεται μόνο από τις ασυλίες που αναγνωρίζει το «αναγκαστικό δίκαιο» (juscogens) του δημοσίου διεθνούς δικαίου και όχι από τα προνόμια και τις ασυλίες που προβλέπει το ελληνικό «αναγκαστικό δίκαιο», που εφαρμόζεται στις ιδιωτικές συμβάσεις». Δεν διευκρινίζει όμως ποιοί είναι αυτοί οι κανόνες αναγκαστικού δικαίου του δημοσίου διεθνούς δικαίου, και ποιές βάσει αυτών των κανόνων οι έννομες συνέπειες του άρθρου 14(5). Και εν πάση περιπτώσει ερωτάται υπάρχει περίπτωση το δημόσιο διεθνές δίκαιο να επιτρέπει αναγκαστική εκτέλεση της δημόσιας περιουσίας, πράγμα που απαγορεύει το ελληνικό δίκαιο;Η σαφής όμως διατύπωση του άρθρου 14(5) δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι τούτο αναφέρεται στις ασυλίες του Δημοσίου κατά το εκάστοτε εφαρμοστέο δίκαιο, αφού ρητά ορίζει ότι το Δημόσιο παραιτείται των ασυλιών του με εξαίρεση τους κανόνες αναγκαστικού δικαίου «όσον αφορά την εκτέλεση και επιβολή (executionandenforcement) κατά των περιουσιακών στοιχείων του».Εφαρμοστέο δε δίκαιο στην αναγκαστική εκτέλεση είναι παντού το εθνικό (δικονομικό) δίκαιο της χώρας στην οποία επισπεύδεται η εκτέλεση και στην Ελλάδα ο Κ.Πολ.Δ., ως προς δε το Δημόσιο και το άρθρο 4 του ν.3068/2002.
[20] Κατά τον Γ. Κασιμάτη ο όρος είναι «πρωτοφανής στις διεθνείς οικονομικές συνθήκες των σύγχρονων δημοκρατιών» κατά τον Γ. Κατρούγκαλο « δεν έχει προηγούμενο στη συνταγματική μας ιστορία»
[21] Εάν τώρα οι όροι της Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης είναι άκυροι , όπως διατείνεται ο Γ. Κασιμάτης και όσοι τον ακολουθούν, τότε, όπως παρατηρεί αφοπλιστικά ο Α. Μανιτάκης, «τόσο το χειρότερο για τους δανειστές, δεν θα εφαρμοστούν από τα ελληνικά δικαστήρια αλλά ούτε και το ΔΕΚ, που είναι το Δικαστήριο από τις διαφορές της Σύμβασης. Αυτοί πρέπει να ανησυχούν για μη εκτέλεση της σύμβασης και όχι το ελληνικό δημόσιο που είναι οφειλέτης, αφού άλλωστε δικαστής της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι δυνάμει της δανειακής σύμβασης τα ελληνικά δικαστήρια».
[22]Και ο Γ. Κασιμάτης θεωρεί απολύτως δικαιολογημένη και λογική μια δανειακή σύμβαση που να απολήγει σε αυτό το αποτέλεσμα πράγμα όμως που κατά τη γνώμη του δεν συντρέχει με τη Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης. Γράφει συγκεκριμένα «Οι Δανειστές της Ελλάδας θα ήταν λογικό και σύμφωνο με το δίκαιο να έχουν τα δικαιώματα διασφάλισης και ικανοποίησης των απαιτήσεών τους που έχει κάθε ιδιώτης δανειστής του κράτους: δηλαδή τα δικαιώματα ασφαλιστικών μέτρων και αναγκαστικής εκτέλεσης κατά περιουσιακών στοιχείων του κράτους που δεν έχουν σχέση με την εθνική κυριαρχία και με απαγορεύσεις δημόσιας τάξης –όπως ισχύει σε όλες τις ευνομούμενες χώρες».