Το νομικό καθεστώς των ανιθαγενών

Ζωή Παπασιώπη-Πασιά Καθηγήτρια Νομικής ΑΠΘ

Το νομικό καθεστώς των ανιθαγενών

Προοίμιο

΄Εναυσμα για το παρόν άρθρο έδωσε, καταρχήν, η απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου της Θεσσαλονίκης (Τμ ΙΑ΄) 782/2009 (αδημ.)**, όπως και κάποιες υποθέσεις που απασχολούν την ελληνική Διοίκηση αναφορικά με την πιστοποίηση και τακτοποίηση ορισμένων ατόμων, που δεν έχουν ιθαγένεια ή έστω που δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί η ιθαγένειά τους. Μία έλλειψη που θα σκεφτόταν κάποιος πως είναι εξαιρετικά απίθανο να συμβαίνει στην εποχή μας, κάτι που όμως δεν είναι καθόλου σπάνιο να επισυμβεί ακόμη και σήμερα, ενώ στο πρόσφατο παρελθόν και η ίδια η χώρα μας δημιούργησε απάτριδες με το να αφαιρέσει μονομερώς[1] (ακούσια απώλεια) [2] την ελληνική ιθαγένεια από ορισμένα άτομα.
Τα προβλήματα που δημιουργούνται για τα άτομα ‘χωρίς πατρίδα’, δηλαδή τους ανιθαγενείς ή απάτριδες[3] είναι πολλά και κυρίως, είναι προβλήματα που αγγίζουν αφενός το νομικό τους καθεστώς και, αφετέρου το καθεστώς της προσωπικής τους κατάστασης ως προς το δίκαιο που πρέπει να εφαρμόζεται σε αυτούς, αφού στερούνται ιθαγένειας.
Σύμφωνα με την απόφαση του ΤρΔΠρΘεσ 782/2009 το Δικαστήριο δέχτηκε να ακυρωθεί η πρωτόδικη απόφαση που διέτασσε την αναχώρηση του αλλοδαπού (σοβιετικού υπηκόου) από την Ελλάδα, ενόψει του ότι αυτός στερούμενος διαβατηρίου δεν ήταν δυνατόν να αποκτήσει άδεια διαμονής με βάση τη διάταξη του άρθρου 91§11 του ν. 3386/2005[4], διατάσσοντας έτσι την αναπομπή της πρωτόδικης απόφασης στη Διοίκηση προς νέα κρίση. Ο υπό κρίση αλλοδαπός –ο οποίος σημειωτέον ήταν κάτοχος επτά διαδοχικών αδειών εργασίας της Επιθεώρησης Εργασίας της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης- δεν μπόρεσε να εφοδιαστεί με άδεια διαμονής που χορηγείτο από τον Γεν.Γραμματέα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, καθώς κρίθηκε ότι μη προσκομίζοντας ισχυρό διαβατήριο δεν ήταν δυνατόν να υποπέσει στη ρυθμιστική ενέργεια της διάταξης του άρθρου 91§11 του ως άνω νόμου. Η μη χορήγηση σε αυτόν διαβατηρίου από τη Δημοκρατία του Καζακστάν, τα εδάφη της οποίας είχε εγκαταλείψει και, η δημοσίευση στο μεταξύ ειδικού νόμου περί ιθαγένειας από τη νέα αυτή Δημοκρατία που προέκυψε μετά τη διάλυση της πρώην ΕΣΣΔ, είχαν ως αποτέλεσμα να καταστεί ο ενλόγω αλλοδαπός άτομο χωρίς χαρτιά, ήτοι άτομο που καμία Πολιτεία δεν αναγνώριζε πλέον ως πολίτη της, δηλαδή ανιθαγενής.
Από τα παραπάνω, αφενός διαφαίνεται πόσο εύκολο είναι δυνατόν κάποιος, που ενώ είχε ιθαγένεια κατά τη γέννησή του να την απωλέσει στη συνέχεια με αποτέλεσμα να μην αναγνωρίζεται πλέον πολίτης καμίας Πολιτείας (!) και, αφετέρου αναδεικνύεται η ελλιπής ρύθμιση της νομοθεσίας μας περί αλλοδαπών ως προς τη νομιμότητα της παραμονής των ανιθαγενών προσώπων στη χώρα μας, παρόλη την ύπαρξη διεθνών συμβατικών κειμένων που μας δεσμεύουν. Η ανάγκη πραγματικής και αποτελεσματικής νομικής ρύθμισης των ατόμων που είτε είναι de jure ανιθαγενείς είτε λόγω αντικειμενικής αδυναμίας αδυνατούν να αποκτήσουν ή ανανεώσουν το διαβατήριό τους ή το ό,ποιο έγγραφο πιστοποίησης της ταυτότητάς τους κατέχουν πρέπει να είναι δεδομένη, γιατί -όπως πολύ χαρακτηριστικά η υπό κρίση απόφαση αναφέρει- «η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί ενόψει του ότι, κατά τον κοινό νομικό τόπο, γνωστό από την αρχαιότητα, ‘ουδείς υποχρεούται τα αδύνατα’». Και από τη στιγμή που η χώρα του συγκεκριμένου αλλοδαπού, το Καζακστάν, δεν τον θεωρεί πλέον υπήκοό του, η απαίτηση προσκόμισης από αυτόν ισχυρού διαβατηρίου είναι αδύνατη. Πώς λοιπόν να προσκομίσει ισχυρό διαβατήριο ο ενλόγω αλλοδαπός όταν η χώρα του δεν τον αναγνωρίζει ως υπήκοό της; Εύλογη, συνεπώς, η θέση του δικαστηρίου παραθέτοντας το αξίωμα ‘ουδείς υποχρεούται τα αδύνατα’.
Η Διοίκηση επίσης, συμβαίνει ορισμένες φορές -στην περίπτωση εισόδου παράνομων αλλοδαπών στην Ελλάδα- να έρχεται αντιμέτωπη με άτομα των οποίων η ιθαγένεια είναι άγνωστη ή απροσδιόριστη, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να τους επαναπροωθήσει/απελάσει στη χώρα καταγωγής τους ή αλλού, όπως επίσης και στην περίπτωση που πρέπει να χορηγήσει/ανανεώσει την άδεια διαμονής σε κάποια άτομα να μη μπορεί να το κάνει, κάτι που υπό άλλες συνθήκες, αυτό θα ήταν εφικτό[5].
Από την αρχή θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα ζητήματα της προσωπικής κατάστασης ενός ανιθαγενούς που διαμένει στην Ελλάδα διέπονται από τους κανόνες του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου[6], ενώ τα ζητήματα της νομικής του κατάστασης διέπονται από τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου αλλοδαπών και αυτό γιατί σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 29 του Κώδικα της Ελληνικής Ιθαγένειας (ΚΕΙ)[7] «όπου στη νομοθεσία γίνεται χρήση του όρου ‘αλλοδαπός’, ως αλλοδαπός θεωρείται εφόσον δεν προκύπτει το αντίθετο και ο ανιθαγενής»[8].
 
Ι. Λόγοι δημιουργίας ανιθαγενών
Η ανιθαγένεια αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο που αγγίζει γύρω στα 12 εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως, ενώ ολοένα και νέες περιπτώσεις προστίθενται σχεδόν καθημερινά, σύμφωνα με τις εκθέσεις της ΄Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες[9]. Τα άτομα που υποπίπτουν στο καθεστώς έλλειψης ιθαγένειας αντιμετωπίζουν ανυπέρβλητα εμπόδια στο να μπορούν να απολαύσουν δικαιώματα που κανονικά θα είχαν εφόσον ήσαν πολίτες μιας χώρας ή εάν κάποια χώρα τους αναγνώριζε ως δικούς της πολίτες. Αποτέλεσμα της έλλειψης αυτής είναι η δημιουργία κοινωνικών εντάσεων, εξαναγκαστικών μετακινήσεων, όπως και κάθε άλλου είδους συγκρούσεων (πραγματικών και νομικών, μεταξύ των οποίων και συγκρούσεων νόμων[10], όπως και αρνητικών συγκρούσεων ιθαγενειών[11]).
Πολλοί είναι οι λόγοι που προκαλούν το φαινόμενο της ανιθαγένειας είτε με τη γέννηση, αν γεννηθεί κάποιος από ανιθαγενείς γονείς[12] de jure ανιθαγενείς). Ενώ, de facto ανιθαγενείς θεωρούνται όσοι εγκατέλειψαν το έδαφος της πολιτείας της οποίας ήταν υπήκοοι και δεν απολαμβάνουν πλέον της προστασίας αυτής. , είτε μεταγενέστερα αν απωλέσει την ιθαγένεια την οποία είχε χωρίς να αποκτήσει στη συνέχεια άλλη ιθαγένεια (
Οι λόγοι απώλειας της ιθαγένειας είναι αρκετοί και εξαρτώνται από την κάθε εθνική νομοθεσία περί ιθαγένειας (μεταξύ άλλων, λόγω έκπτωσης, λόγω γάμου[13], λόγω αναγνώρισης, λόγω υιοθεσίας, λόγω αρνητικής σύγκρουσης των εμπλεκόμενων ιθαγενειών[14], λόγω κακής διοικητικής μεταχείρισης, λόγω περιθωριοποίησης κάποιων κοινωνικών ομάδων, ακόμη και λόγω εγκατάλειψης της χώρας τους[15]). Ανιθαγενείς, πάντως, μπορεί να υπάρχουν και μεταξύ κάποιων ομάδων ατόμων, όπως νομάδες, ρομά[16] ή ακόμη και ακαθόριστης ιθαγένειας άτομα λόγω της μη καταχώρησης πολλές φορές των σχετικών γεννήσεων των παιδιών τους στα αρμόδια ληξιαρχικά βιβλία[17].
Επίσης, κάποια άτομα μπορεί να καταστούν ανιθαγενείς στο πλαίσιο του φαινομένου της «διαδοχής κρατών»[18], δηλαδή της υποκατάστασης μιας πολιτείας από μία άλλη πολιτεία στις διεθνείς της υποχρεώσεις[19]. Και αυτό μπορεί να συμβεί είτε μετά από προσάρτηση εδαφών, είτε μετά από διαμελισμό κρατών είτε μετά από απόσχιση, ολική ή μερική, εδαφών[20]. Η μετακίνηση πληθυσμών λόγω μεταφοράς ή απώλειας κυριαρχίας, όπως δείχνει η ιστορία, οδηγεί αρκετές φορές σε μεταβολή ή απώλεια της ιθαγένειας των φυσικών προσώπων που κατοικούν στα συγκεκριμένα εδάφη[21]. Αλλά και το αντίθετο μπορεί να συμβεί, δηλαδή η ανιθαγένεια ενδέχεται να προκαλέσει αναγκαστική μετακίνηση πληθυσμών[22].
Η παγκόσμια διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου που ψηφίστηκε στις 10 Δεκεμβρίου 1948 από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στο άρθρο 15§1 αυτής περιέλαβε την αρχή ότι κάθε άτομο έχει δικαίωμα να έχει μία ιθαγένεια, αναγνωρίζοντας κατά συνέπεια και την αρχή ότι κάθε άτομο θα πρέπει να αποκτά ιθαγένεια από και με τη γέννησή του[23]. Το δικαίωμα, όμως, αυτό δεν αναγνωρίζεται πλήρως από τα δίκαια όλων των κρατών, ενώ αποτελεί θεμελιώδη αρχή που θα πρέπει να ακολουθείται από τη νομοθεσία κάθε χώρας κατά τη θέσπιση των σχετικών περί ιθαγένειας διατάξεων[24].
Κατά την Κρίσπη-Νικολετοπούλου[25] ius soli), είτε με την υιοθέτηση της αρχής του αίματος (ius sanguinis) και επικουρικά την αρχή του εδάφους, τότε κανένας δεν θα γεννιέται στις πολιτείες αυτές χωρίς να έχει ιθαγένεια, ή τουλάχιστον, το φαινόμενο της ανιθαγένειας θα περιορίζεται μόνο σε μία γενιά. Αυτή η αρχή υιοθετείται στο δικό μας δίκαιοστηδιάταξη του άρθρου 1§1 περιπτώσεις β΄ και γ΄ του Κώδικα της Ελληνικής Ιθαγένειας, όπως ισχύει[26]. Την αυτήν σχεδόν ρύθμιση υιοθετούσε και η διάταξη του άρθρου 1§2 του προϊσχύσαντος ΚΕΙ (ν.δ. 3370/ 1955). με τη αποδοχή της ενλόγω αρχής επιτυγχάνεται η καταπολέμηση του φαινομένου της ανιθαγένειας, της ύπαρξης δηλαδή ανθρώπων που στερούνται ιθαγένειας. Όταν οι νομοθεσίες των πολιτειών δέχονται την παραπάνω αρχή, είτε με την υιοθέτηση της αρχής του εδάφους (
Η ύπαρξη προσώπων ανιθαγενών προκαλεί ανωμαλίες και προβλήματα τόσο σε αυτά τα ίδια τα άτομα όσο και στο κράτος στο οποίο κατοικούν ή διαμένουν προσωρινά. Η ανιθαγένεια δεν είναι μόνον ένα καθαρά νομικό ζήτημα, είναι και ένα πρόβλημα που αγγίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα[27]. Η έλλειψη ιθαγένειας έχει αρνητικές επιπτώσεις στη ζωή του ανιθαγενούς, στην περιουσία του, στο δικαίωμά του να εκλέγει και να εκλέγεται, στην πρόσβασή του στα συστήματα υγείας και κοινωνικών ασφαλίσεων, στην απόκτηση ιδιοκτησίας, στην εργασία του, στο να ανοίξει έναν τραπεζικό λογαριασμό, στο να παντρευτεί νόμιμα ή να δηλώσει στο ληξιαρχείο τη γέννηση του παιδιού του, στο δικαίωμά του να εγκαταλείπει τη χώρα του, όπως και να επιστρέφει σε αυτήν[28]. Αρκετά άτομα, μάλιστα, επειδή ακριβώς δεν μπορούν να αποδείξουν από πού είναι, αντιμετωπίζουν μεγάλες περιόδους κράτησης στην περίπτωση που κρατούνται ενόψει της απέλασής τους.
Το φαινόμενο της ανιθαγένειας είναι δυνατόν να περιοριστεί και πράγματι περιορίστηκε τόσο με τη σύναψη Διεθνών Συμβάσεων όσο και με την υιοθέτηση από τα διάφορα κράτη ειδικών διατάξεων βάσει των οποίων είτε προσδίδεται η ιθαγένεια του υπό κρίση κράτους σε όποιον γεννιέται στο έδαφός του που θα έμενε διαφορετικά χωρίς ιθαγένεια, είτε προβλέπεται οι υπήκοοί του που θέλουν να αποβάλουν την ιθαγένειά τους για να αποκτήσουν κάποια άλλη να μη μπορούν να την αποβάλουν προτού αποκτήσουν τη νέα τους ιθαγένεια. Παρόλα αυτά, ακόμη και σήμερα εξακολουθούν να δημιουργούνται ανιθαγενείς, ιδίως μετά από εμπόλεμες συρράξεις και τοπικές αναταραχές που επισυμβαίνουν κατά καιρούς σε ορισμένες χώρες του κόσμου ανάμεσα σε διαφορετικές φυλετικές ή θρησκευτικές ομάδες, με αποτέλεσμα η διοίκηση ή ο δικάζων δικαστής της χώρας υποδοχής να μη μπορούν να προσδιορίσουν την ιθαγένεια του υπό κρίση αλλοδαπού, μια και οι αρμόδιες προξενικές αρχές της χώρας καταγωγής του δεν τον αναγνωρίζουν πλέον ως δικό τους πολίτη[29].
Πολύ σημαντική Διεθνής Σύμβαση που προστατεύει τους ανιθαγενείς είναι και η Δ.Σ. του ΟΗΕ του 1961 για τη Μείωση της Ανιθαγένειας, που όμως δεν κυρώθηκε από τη χώρα μας[30], σε αντίθεση με τη Δ.Σ. του ίδιου Οργανισμού του 1954 για το νομικό καθεστώς των ανιθαγενών και του συνοδεύοντος αυτήν Παραρτήματος που η Ελλάδα την κύρωσε (ν. 139/1975) και η οποία προσπαθεί να υποκαταστήσει, τρόπον τινά, την έλλειψη προστασίας που ένα κράτος παρέχει στους υπηκόους του, προσπαθώντας να ρυθμίσει κυρίως το ζήτημα της νομικής τους κατάστασης, και παράλληλα και αυτό της προσωπικής τους κατάστασης, ορίζοντας για το τελευταίο ζήτημα ότι η προσωπική κατάσταση των ανιθαγενών θα διέπεται από το δίκαιο της χώρας της κατοικίας τους ή εν ελλείψει κατοικίας από το δίκαιο της χώρας της διαμονής τους (άρθρο 12§1)[31].
 
ΙΙ. Ο καθορισμός ενός προσώπου ως ανιθαγενούς
Για να αναγνωριστεί κάποιος ως ανιθαγενής πρέπει να αποδείξει ότι δεν υφίσταται κανένας νομικός δεσμός αυτού με κάποιο κράτος.
Η αναγνώριση ενός προσώπου ως ανιθαγενούς πραγματοποιείται κανονικά από το κράτος προέλευσής του. Η Ελλάδα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1§1 της Διεθνούς Σύμβασης του 1954 για το καθεστώς των ανιθαγενών και τη διάταξη του άρθρου 26 του νυν ισχύοντος ΚΕΙ (ν. 3284/2004) που αναφέρεται στη δικαιοδοσία επί αμφισβητήσεως ιθαγένειας[32], έχει τη δικαιοδοσία να καθορίζει ως ανιθαγενή εκείνα μόνο τα άτομα που είτε είχαν γεννηθεί στη χώρας μας είτε στο εξωτερικό από έλληνες στην καταγωγή γονείς. Αποκλειστικά αρμόδιος για τη σχετική απόφαση είναι ο Υπουργός Εσωτερικών, ο οποίος αποφαίνεται μετά από αιτιολογημένη σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Ιθαγένειας[33]. ΄Ετσι, στη δικαιοδοσία της ελληνικής πολιτείας εμπίπτουν τα άτομα εκείνα, που είτε οι ίδιοι είτε οι γονείς τους είχαν στο παρελθόν την ελληνική ιθαγένεια και την απώλεσαν αργότερα, κυρίως μέσω του θεσμού της έκπτωσης (ακούσια αποβολή)[34] ή λόγω εγκατάλειψης του ελληνικού εδάφους χωρίς πρόθεση παλιννόστησης σύμφωνα με τη διάταξη του ισχύσαντος μέχρι το 1998 άρθρου 19 του ΚΕΙ του 1955[35], που τελικά και αυτός καταργήθηκε το 2004 με τη θέση σε ισχύ του νέου ΚΕΙ (ν. 3284/2004).
Αντίστοιχα, ο χαρακτηρισμός ενός προσώπου ως ανιθαγενούς, ο οποίος προηγουμένως κατείχε αλλοδαπή ιθαγένεια ή που γεννήθηκε από ανιθαγενείς γονείς οι οποίοι διέμεναν σε μία συγκεκριμένη ξένη χώρα, πρέπει να γίνεται από την ξένη αυτή χώρα. ΄Όμως, δεν είναι πάντα εύκολη η κτήση εγγράφων από την αρμόδια αλλοδαπή αρχή που να βεβαιώνει ότι το συγκεκριμένο άτομο δεν είναι πολίτης της ξένης αυτής χώρας. Αρκετές φορές μάλιστα, οι αρχές της χώρας καταγωγής ή της προηγούμενης διαμονής του υπό κρίση ατόμου αρνούνται να χορηγήσουν παρόμοιο έγγραφο ή ακόμα αρνούνται και να απαντήσουν σε σχετικό αίτημα επειδή ορισμένες από τις ξένες αρχές εκτιμούν ότι δεν έχουν υποχρέωση να δηλώνουν ποια πρόσωπα δεν διατηρούν δεσμό με τη χώρα τους[36].
Στην περίπτωση της προμνημονευθείσας απόφασης του ΤρΔΠρΘεσ 782/2009, εκτός από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές, που ούτως ή άλλως θα εμπλακούν -όπως είναι το Υπουργείο των Εξωτερικών[37], de facto ανιθαγενής επιβάλλεται να επιζητείται, ενώ η χώρα μας -ως εκ των πραγμάτων κράτος-υποδοχής του ανιθαγενούς αυτού προσώπου- πρέπει να του χορηγήσει τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρου 25 της Δ.Σ. του 1954 πιστοποιητικά[39] de facto) ανιθαγενούς στα εδάφη της, όπως ακριβώς συνέβη στην περίπτωση του κούρδου που αναφέραμε ήδη στην αρχή[41]., όπως και τα αναγκαία ταξιδιωτικά έγγραφα στην περίπτωση που αυτός θα πρέπει να ταξιδέψει[40]. Είναι μάλιστα συχνή η πρακτική, η χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής του ανιθαγενούς, ο οποίος στερείται εγγράφων ταυτότητας ή διαβατηρίου που να αποδεικνύουν την ταυτότητά του, να μη δέχεται άμεσα την επανεισδοχή του υπό κρίση (- η εμπλοκή επίσης της ΄Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ[38] μέσω των γραφείων της στην Ελλάδα και στην ξένη χώρα από όπου κατάγεται ο
Το ζήτημα της ανιθαγένειας συχνά ανακύπτει κατά την εξέταση αιτημάτων ασύλου μια και δεν υπάρχει κάποια εξειδικευμένη υπηρεσία που να κρίνει ειδικά τη διαδικασία αναγνώρισης της ανιθαγένειας σε ένα πρόσωπο[42]. Μάλιστα, η ΄Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην ΄Εκθεσή της το 2005 σχετικά με την εφαρμογή της Σύμβασης του 1954 στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης[43], αναφέρει ότι τα περισσότερα κράτη της Ε.Ε. δεν διαθέτουν ειδικό μηχανισμό για τον εντοπισμό και την αναγνώριση των ανιθαγενών και ότι τα κράτη εφαρμόζουν τη διαδικασία ασύλου προκειμένου να εντοπίσουν τους απάτριδες[44]. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, από τη στιγμή που υποβληθεί αίτημα από κάποιον για να αναγνωριστεί ως ανιθαγενής, θα πρέπει, κατά το χρονικό διάστημα που οι αρχές προσπαθούν να εξακριβώσουν την ανιθαγένειά του, να φροντίσουν να του χορηγηθεί άδεια διαμονής έως ότου το γεγονός της ανιθαγένειάς του επιβεβαιωθεί.
Σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων γ΄ και δ΄ του άρθρου 84 του ν. 3386/2005 περί αλλοδαπών όπως ισχύει, αρμόδιος να χορηγήσει στην Ελλάδα άδεια διαμονής σε υπηκόους τρίτων χωρών που αδυνατούν να προσκομίσουν ισχύον διαβατήριο ή άλλο ταξιδιωτικό έγγραφο είναι ο Γεν.Γραμματέας της Περιφέρειας μετά από γνώμη της Ειδικής Τριμελούς Επιτροπής που έχει συσταθεί στο Υπουργείο Εσωτερικών και η οποία γνωμοδοτεί σχετικά[45].
 
ΙΙΙ. Ελευθερία κυκλοφορίας των ανιθαγενών
Ειδικά για το ζήτημα της δυνατότητας κυκλοφορίας των ανιθαγενών ανά τον κόσμο, παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό κείμενο που είχε συνταχθεί από το γραφείο της ΄Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ της Αθήνας για τους Πρόσφυγες, ενόψει ειδικών σεμιναρίων που πραγματοποιήθηκαν από το Ινστιτούτο Επιμόρφωσης του ΕΚΔΔΑ για την επιμόρφωση δημοσίων υπαλλήλων[46], προσθέτοντας εμείς απλά τις υποσημειώσεις. Στο κεφάλαιο ‘Ελευθερία κυκλοφορίας των Ανιθαγενών ανά τον κόσμο’ αναφέρονται τα εξής:
«Τα κράτη στη δικαιοδοσία των οποίων ζουν πληθυσμοί ανιθαγενών και διαχειρίζονται το πρόβλημα που συνεπάγεται αυτή η εξαιρετική προσωπική κατάσταση συνήθως εκδίδουν στους ενδιαφερόμενους ταξιδιωτικά έγγραφα, τα οποία αναγνωρίζονται ως επίσημα ταξιδιωτικά έγγραφα και άρα επέχουν θέση ταυτότητας όταν οι ενδιαφερόμενοι βρίσκονται στο εξωτερικό, όπως ακριβώς και τα εθνικά διαβατήρια. Αυτά όμως τα ταξιδιωτικά έγγραφα βεβαιώνουν την ανιθαγένεια των κατόχων τους.
Η Σύμβαση του 1954 για το καθεστώς των ανιθαγενών προβλέπει, όπως και η Σύμβαση της Γενεύης του 1951 για το καθεστώς των προσφύγων, τη δυνατότητα που έχουν οι ενδιαφερόμενοι να ζητήσουν από τη χώρα στην οποία εγκαθίστανται νόμιμα να τους ανανεώσει το σχετικό ταξιδιωτικό τους έγγραφο[47]. Σημειώνεται ότι τόσο στην περίπτωση των ανιθαγενών όσο και στην περίπτωση των προσφύγων η ανανέωση αυτού του ταξιδιωτικού εγγράφου από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές δεν συνεπάγεται την αναγνώριση του καθεστώτος του ανιθαγενούς ή του πρόσφυγα στο πρόσωπο του ενδιαφερομένου: αποτελεί απλά μέθοδο που συμφώνησαν να υιοθετήσουν οι συντάκτες των Συμβάσεων αυτών για την εξυπηρέτηση όσων δεν μπορούν να απολαμβάνουν εθνική προστασία (ανιθαγενείς) ή αποτελεσματική εθνική προστασία (πρόσφυγες).
Για παράδειγμα, η είσοδος στην Ελλάδα παλαιστίνιου ή άλλου ανιθαγενούς από την περιοχή της Μέσης Ανατολής με ταξιδιωτικό έγγραφο από το οποίο προκύπτει το καθεστώς της ανιθαγένειας μπορεί να οδηγήσει, ανάλογα με την περίπτωση, στην κτήση άδειας διαμονής στη χώρα για κάποιον από τους λόγους που προβλέπει η μεταναστευτική νομοθεσία[48]. Αφού χορηγηθεί η σχετική άδεια διαμονής ο ενδιαφερόμενος νομιμοποιείται να αιτηθεί να ανανεώσει το ταξιδιωτικό έγγραφο του ανιθαγενούς που έχει εκδώσει κάποια άλλη χώρα[49]. Η έκδοση αυτού του εγγράφου δεν σημαίνει ότι το ελληνικό κράτος καθορίζει το καθεστώς του κατόχου ως ανιθαγενούς[50].
Είναι σημαντικός ο αριθμός των ελλήνων που παλιννόστησαν στην Ελλάδα από τα κράτη της τέως ΕΣΣΔ. Σε αρκετές περιπτώσεις οι έλληνες αυτοί είχαν δημιουργήσει οικογένειες με σοβιετικούς πολίτες οι οποίοι ξαφνικά βρέθηκαν χωρίς ιθαγένεια μετά τη διάλυση της πρώην Σοβιετικής ΄Ενωσης και της υιοθέτησης νέων νομοθεσιών ιθαγένειας από τα κράτη τα οποία ανακηρύχτηκαν. Τα μέλη της οικογένειας που δεν είχαν αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια, κυρίως οι σύζυγοι, άρχισαν να αντιμετωπίζουν προβλήματα –τυπικής αλλά και ουσιαστικής φύσης- όσον αφορά στην ανανέωση των αδειών παραμονής τους στην Ελλάδα αφού αδυνατούσαν να προσκομίσουν στις αρμόδιες αρχές διαβατήριο, όντας de jure ανιθαγενείς[51]. (Συνήθως οι περί ιθαγένειας διατάξεις που υιοθέτησαν τα κράτη που προέκυψαν μετά τη διάλυση της τέως ΕΣΣΔ έθεταν ως αναγκαία προϋπόθεση για την κτήση της ιθαγένειας την παρουσία των πολιτών τους στην επικράτειά τους σε δεδομένη χρονική στιγμή). Στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να βεβαιώσει το καθεστώς της ανιθαγένειας το κράτος από το οποίο προέρχονται. Στη συνέχεια, επικαλούμενοι τη νομιμότητα της παραμονής τους στην Ελλάδα (για παράδειγμα οικογένεια) μπορούν να αιτηθούν τη χορήγηση ταξιδιωτικού εγγράφου κατά τα προβλεπόμενα στη Σύμβαση του 1954 για το καθεστώς των ανιθαγενών».
Από το παραπάνω κείμενο, που σχεδόν αυτούσιο παρατέθηκε, όπως προκύπτει και από τη διάταξη του άρθρου 28 εδ. γ΄ της Δ.Σ. του 1954 (ν.139/1975) για το καθεστώς των ανιθαγενών[52], γίνεται φανερό πως στην περίπτωση που η χώρα της αρχικής ιθαγένειας ενός ‘ανιθαγενούς’ ο οποίος βρίσκεται στην Ελλάδα δεν τον αναγνωρίζει πλέον ως πολίτη της, η χώρα μας είναι αυτή που θα πρέπει να του χορηγήσει το απαραίτητο για αυτόν ταξιδιωτικό ή άλλο έγγραφο στην περίπτωση που η δική του χώρα δεν θα του το παράσχει[53]. Εξυπακούεται ότι αναφορά γίνεται για συμβαλλόμενα στη Σύμβαση αυτή κράτη. Το πρόβλημα επόμενο είναι να επιτείνεται όταν η χώρα της αρχικής ιθαγένειας του ανιθαγενούς δεν είναι συμβαλλόμενο στη διεθνή Σύμβαση του 1954 κράτος, όπως συμβαίνει π.χ. με το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές ή και κάποιες Δημοκρατίες της πρώην Σ.Ε, χώρες από τις οποίες προέρχονται πολλοί αλλοδαποί που διαβιούν στη χώρα μας.
 
ΙV. Ο ανιθαγενής-πρόσφυγας
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 Α§2 εδ.1 της Σύμβασης της Γενεύης[54], όπως η Σύμβαση αυτή συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο της Ν. Υόρκης του 1967[55], πρόσφυγας[56] θεωρείται κάθε πρόσωπο το οποίο συνεπεία δικαιολογημένου φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξης ή πολιτικών πεποιθήσεων βρίσκεται έξω από τη χώρα της οποίας είναι υπήκοος και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να απολαύσει την προστασία της χώρας αυτής, ή εάν δεν έχει υπηκοότητα[57] και βρίσκεται έξω από τη χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής του δεν δύναται ή, λόγω του φόβου αυτού δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτήν.
Από την αρχή ήδη θα πρέπει να λεχθεί ότι συχνά γίνεται λόγος για «de jure πρόσφυγες»[58] sur place»[59] de facto» πρόσφυγες[60] in orbit»[61]. Μόνον η πρώτη, όμως, κατηγορία εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 1 Α§2 εδ.1 της Σύμβασης της Γενεύης. και για πρόσφυγες «, για «, για «πρόσφυγες
Πάντως, τα τελευταία χρόνια στο πλαίσιο της κοινοτικής νομοθεσίας έχουν εκδοθεί ορισμένες Οδηγίες, οι οποίες έχουν ήδη ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία και οι οποίες κάνουν λόγο και για μια νέα κατηγορία ατόμων, αυτή των δικαιούχων επικουρικής προστασίας ή ατόμων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους[62]. ΄Ετσι, «πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία», σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 περίπτ. η΄ του π.δ. 114/2010, «είναι με την επιφύλαξη του άρθρου 17 του π.δ. 96/2008, ο αλλοδαπός ή ο ανιθαγενής που δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, αλλά στο πρόσωπό του συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα της καταγωγής του ή, στην περίπτωση ανιθαγενούς, στη χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής του, κινδυνεύει να υποστεί σοβαρή βλάβη κατά την έννοια του άρθρου 15 του π.δ. 96/2008 και που δεν μπορεί ή λόγω του κινδύνου αυτού δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας»[63].
Με βάση τα παραπάνω, διαφαίνεται ότι δικαιούχος επικουρικής προστασίας μπορεί να είναι και ένας ανιθαγενής, ο οποίος διέμενε ως τέτοιος σε μία χώρα, την οποία όμως αναγκάστηκε να εγκαταλείψει αναζητώντας ειδική προστασία σε μία άλλη χώρα, επειδή εάν έμενε στη χώρα της διαμονής του, κινδύνευε να υποστεί σοβαρή βλάβη στη ζωή του[64].
Κατά τη γνώμη μας[65], από το συνδυασμό: (α) της διάταξης του άρθρου 3§3 του π.δ. 114/2010 που ορίζει ότι «η ερμηνεία και εφαρμογή του παρόντος διατάγματος διενεργούνται πάντα σε συμφωνία με τις επιταγές της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για τη νομική κατάσταση των προσφύγων, όπως τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο της Ν. Υόρκης του 1967, καθώς και των διεθνών και ευρωπαϊκών συμβάσεων προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου που έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα», καθώς επίσης και από τις διατάξεις (β) του άρθρου 18 του π.δ. 96/2008 που ορίζει ότι «καθεστώς επικουρικής προστασίας χορηγείται από τις αρμόδιες αρχές απόφασης σε υπηκόους τρίτων χωρών ή σε ανιθαγενείς που πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα Κεφάλαια Β΄ και Ε΄»[66] και (γ) του άρθρου 20§1 του ίδιου π.δ. 96/2008 που ορίζει ότι « το παρόν Κεφάλαιο δεν θίγει τα δικαιώματα που προβλέπει η Σύμβαση της Γενεύης», συνάγεται το συμπέρασμα ότι και η νέα αυτή κατηγορία δικαιούχων επικουρικής προστασίας εμπίπτει στη ρυθμιστική ενέργεια των διατάξεων της Σύμβασης της Γενεύης του 1951[67].
Στην περίπτωση, πάντως, που ένα άτομο εκτός από πρόσφυγας είναι και ανιθαγενής τα ζητήματα της νομικής του κατάστασης θα διέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951[68] για το καθεστώς των προσφύγων στο σύνολό της[69]. Προέχει, συνεπώς, η ιδιότητα του υπό κρίση ατόμου ως πρόσφυγα ή συνακόλουθα η ιδιότητά του ως δικαιούχου διεθνούς επικουρικής προστασίας εκείνης του ανιθαγενούς. Υπάρχει, μάλιστα και η περίπτωση ένα άτομο να ζητά άσυλο ή άλλου είδους επικουρική προστασία ή ακόμα άδεια παραμονής με ανθρωπιστικό καθεστώς, επειδή το κράτος καταγωγής του, κατά τον χρόνο που αυτός είχε εγκαταλείψει τα εδάφη του, αφαίρεσε μονομερώς την ιθαγένεια που είχε, με αποτέλεσμα να ζητά διεθνή προστασία λόγω ακριβώς του φόβου που αισθάνεται για τη ζωή του στην περίπτωση που αναγκαστεί να επιστρέψει σε αυτήν[70].
Στα ζητήματα της προσωπικής κατάστασης του ανιθαγενούς-πρόσφυγα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12§1 επίσης της Δ.Σ. της Γενεύης για τους πρόσφυγες[71], εφαρμοστέο ορίζεται το δίκαιο της κατοικίας αυτού και εν ελλείψει κατοικίας το δίκαιο της διαμονής του[72].
 
V. Το εφαρμοστέο δίκαιο στη νομική κατάσταση των ανιθαγενών που βρίσκονται στην Ελλάδα
1. Εισαγωγικά
Αναφορικά με τα ζητήματα που αφορούν στη νομική κατάσταση του ανιθαγενούς, δηλαδή όσον αφορά σε θέματα που σχετίζονται με αυτήν την ίδια την παρουσία του ανιθαγενούς προσώπου στην Ελλάδα και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από την παραμονή του στην ελληνική επικράτεια , επειδή ο ανιθαγενής -κατ’ εφαρμογή του άρθρου 29 ΚΕΙ- αντιμετωπίζεται ως αλλοδαπός μια και δεν έχει την ελληνική ιθαγένεια, εφαρμοστέο είναι, σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση του 1954 για τους ανιθαγενείς, το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο και, μάλιστα, οι διατάξεις του ελληνικού δικαίου καταστάσεως αλλοδαπών (ΔΚατΑλλ). Εντούτοις, πρέπει να τονιστεί ότι το νομικό καθεστώς του ανιθαγενούς είναι κατά πολύ ευνοϊκότερο από εκείνο του εν γένει αλλοδαπού (και ως τέτοιον εννοούμε τον αλλοδαπό που είναι υπήκοος τρίτης χώρας[73] και δεν είναι ομογενής), ιδίως στα θέματα της απέλασής του από τη χώρα, της εργασίας του, της εκπαίδευσής του, της απαλλαγής του από τον όρο της αμοιβαιότητας[74] και της δυνατότητας που έχει για τη χορήγηση προς αυτόν ταξιδιωτικών εγγράφων[75].
Ειδικά όσον αφορά στην απέλαση ενός ανιθαγενούς προσώπου θα πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 31§1 του ν. 139/1975 «τα συμβαλλόμενα μέρη δεν θα απελαύνουν ανιθαγενή, ευρισκόμενον κανονικώς επί του εδάφους των, ειμή μόνον δια λόγους εθνικής ασφάλειας ή δημοσίας τάξεως». Αυτό σημαίνει σύμφωνα και με την επόμενη παράγραφο του ίδιου άρθρου ότι πολύ σοβαροί και μόνον λόγοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μία απόφαση απέλασης του υπό κρίση ανιθαγενούς από τη χώρα στην οποία βρίσκεται και, εν προκειμένω από την Ελλάδα. Παρόλα αυτά όμως -όπως σωστά ελέχθη[76]– στην πράξη κανένα μέτρο απομάκρυνσης δεν μπορεί να εκτελεστεί σε βάρος των ανιθαγενών εάν κάποιο κράτος δεν δεχτεί την είσοδό του στο έδαφός του. Στην περίπτωση δε που ο υπό κρίση ανιθαγενής έχει και την ιδιότητα του πρόσφυγα ή του δικαιούχου επικουρικής προστασίας, τότε –όπως αναφέρθηκε προηγουμένως- εμπίπτει στην ειδική προστασία της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και τυχόν απόφαση για απέλασή του ή απομάκρυνσή του από τη χώρα θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την αρχή της μη επαναπροώθησης[77] και των εξαιρετικών και μόνο λόγων για τους οποίους αυτή είναι δυνατόν παρόλα αυτά να διαταχθεί[78].
Σύμφυτο με την απέλαση είναι και το θέμα της κράτησης ενός ανιθαγενούς που στερείται άδειας διαμονής ή που εισήλθε παράνομα στο ελληνικό έδαφος[79]. Μπορεί να λέγεται ότι οι ‘απάτριδες δεν πρέπει να συλλαμβάνονται’, εντούτοις, ο νόμος περί αλλοδαπών (3386/2005 όπως ισχύει) ισχύει και για αυτούς. Απλά εκείνο που πρέπει να προσεχθεί είναι ότι από τη στιγμή που διαπιστωθεί η ανιθαγένεια του υπό κρίση προσώπου, η κράτησή του θα πρέπει να αποφεύγεται και να διατάσσεται μόνον εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζει η εθνική νομοθεσία και είναι σύμφωνες με τους διεθνείς κανόνες προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ενώ η δυνατότητα για εφαρμογή εναλλακτικών μέτρων κράτησης θα πρέπει επίσης να εξετάζεται[80].
 
2. Γενικές ρυθμίσεις
Ως αλλοδαπός, ο ανιθαγενής υποπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίου του ν. 3386/2005 για την είσοδο, διαμονή και κοινωνική ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών στην ελληνική επικράτεια, όπως ειδικότερα προβλέπει η διάταξη του άρθρου 95 αυτού[81] και όπως ο νόμος αυτός ισχύει, ενώ στο άρθρο 1 περίπτ. γ΄ του ίδιου νόμου ορίζεται ότι «ανιθαγενής είναι το φυσικό πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις της Σύμβασης της Ν. Υόρκης του 1954 περί του καθεστώτος των ανιθαγενών, η οποία έχει κυρωθεί με το ν. 139/1975 (ΦΕΚ Α’ 176)». Από τα παραπάνω συνάγεται ότι στο πρόσωπο του ανιθαγενούς θα τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του νόμου περί αλλοδαπών όσον αφορά στα θέματα της νομικής του κατάστασης, συγχρόνως όμως οι διατάξεις της Δ.Σ. του 1954 θα τον επικουρούν και θα τον προστατεύουν, μια και με βάση τη διάταξη του άρθρου 28§1 εδ.1 του Συντάγματος οι Διεθνείς Συμβάσεις που δεσμεύουν την Ελλάδα υπερισχύουν των κοινών νόμων και, συνεπώς, η Δ.Σ. του 1954 υπερισχύει των διατάξεων του νόμου περί αλλοδαπών. Η έκφραση, εξάλλου, της διάταξης του άρθρου 95 του ν. 3386/2005 ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται ‘αναλόγως’ και στους ανιθαγενείς αυτό υποδηλώνει. Ότι δηλαδή οι ό,ποιες ευεργετικές διατάξεις νόμων υπάρχουν για αυτούς, αυτές πρέπει να εφαρμόζονται και να τηρούνται.
Στην περίπτωση όμως, ανιθαγενούς προσώπου που χαρακτηρίστηκε ως πρόσφυγας, ο ως άνω νόμος 3386/2005 περί αλλοδαπών τον εξαιρεί ρητά από το πεδίο εφαρμογής του, όταν στη διάταξη του άρθρου 2§1 αυτού αναφέρει ότι οι διατάξεις του υπό κρίση νόμου δεν έχουν εφαρμογή, μεταξύ των άλλων και: 2§1 περίπτ. γ΄ «στους πρόσφυγες και στα πρόσωπα που έχουν υποβάλει αίτηση για την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα, κατά την έννοια της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, η οποία έχει κυρωθεί με το Ν.Δ. 3989/1959 (ΦΕΚ Α΄ 201), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει». Μάλιστα, εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του νόμου περί αλλοδαπών, σύμφωνα με τις επόμενες περιπτώσεις δ΄ και ε΄ της ίδιας διάταξης του άρθρου 2§1 και τα πρόσωπα που έχουν την άδεια να παραμείνουν στην Ελλάδα με βάση επικουρικές μορφές προστασίας ή αναμένουν τη σχετική απόφαση, για τα οποία πρόσωπα πάντως, όπως ελέχθη παραπάνω[82], οι σχετικές κοινοτικές πράξεις που έχουν εκδοθεί και έχουν ήδη ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία τα προστατεύουν, όπως ακριβώς και τους πρόσφυγες. Κοινοτικές πράξεις που αναφέρονται ρητά τόσο σε ανιθαγενείς-πρόσφυγες[83], όσο και απλά σε ανιθαγενείς.
Αυτό σημαίνει ότι και ο ανιθαγενής που δεν είναι αναγνωρισμένος πρόσφυγας μπορεί μεν να εμπίπτει στο νόμο περί αλλοδαπών, πλην όμως στην περίπτωση που ζήτησε άσυλο ή άλλου είδους μορφή επικουρικής προστασίας είτε πήρε τη σχετική άδεια διαμονής είτε αναμένει τη σχετική απόφαση, ειδικότεροι νόμοι ρυθμίζουν τη νομική του κατάσταση[84].
 
3. Ειδικές ρυθμίσεις
Ενόψει των παραπάνω, ένα άτομο από τη στιγμή που στη χώρα μας θεωρείται ανιθαγενής -de jure ή de facto- εκτός από το ευνοϊκό καθεστώς που θα του αναγνωριστεί με βάση τα διεθνή συμβατικά κείμενα που δεσμεύουν την Ελλάδα, ιδίως δε και μέσω της ρήτρας που προβλέπεται σε αυτά για μεταχείριση ‘τουλάχιστον εξ ίσου ευνοϊκήν προς την παρεχομένην εις τους ημεδαπούς’, υπάρχει και μία σειρά ειδικότερων ρυθμίσεων και, κυρίως, ειδικότερων εσωτερικών νομοθετικών διατάξεων που προσδίδουν στον ανιθαγενή μεταχείριση κατά πολύ ευνοϊκότερη των υπόλοιπων αλλοδαπών που διαμένουν στην Ελλάδα.
΄Ετσι, εκτός από τα δικαιώματα που ο ν. 139/1975 προβλέπει για τους ανιθαγενείς αναφορικά με την εκπαίδευσή τους (άρθρο 22)[85], την εργασία τους (άρθρα 17-19)[86], την κρατική αρωγή και περίθαλψη (άρθρο 23), την κοινωνική ασφάλιση (άρθρο 24) –δικαιώματα που άλλωστε τους αναγνωρίζονται και από το ν. 3386/2005[87]– όπως επίσης και τη δυνατότητα για απόκτηση κινητής και ακίνητης περιουσίας (άρθρο 13 του ν. 139/1975), καθώς επίσης και την ειδικότερη νομοθεσία με την οποία κοινοτικές Οδηγίες ενσωματώθηκαν στο δίκαιό μας, επιγραμματικά και μόνον αναφέρουμε, μεταξύ άλλων: (α) τη διάταξη του άρθρου 1§2 εδ. β΄ του νόμου 3226/2004 για την παροχή νομικής βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος, όπου μεταξύ των δικαιούχων περιλαμβάνονται και οι ανιθαγενείς, εφόσον νομίμως έχουν την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή τους σε κράτος της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, (β) τη διάταξη του άρθρου 195§2 ΚΠολΔ για το ευεργέτημα πενίας που δύνανται να έχουν, (γ) το νόμο 3454/2006 για την ενίσχυση της οικογένειας, σύμφωνα με τον οποίον οι παροχές που προβλέπονται στο νόμο αυτόν χορηγούνται και στους ανιθαγενείς (όπως και στους ανιθαγενείς-πρόσφυγες), (δ) την Υπ. 139491/2006 για τον καθορισμό των προϋποθέσεων, των κριτηρίων και των διαδικασιών πρόσβασης στο σύστημα νοσηλευτικής και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης ανασφαλίστων και οικονομικά αδυνάτων πολιτών, ενώ (ε) ευνοϊκή ρύθμιση για τους ανιθαγενείς υιοθετεί και ο Κώδικας της Ελληνικής Ιθαγένειας ειδικά ως προς το ζήτημα της πολιτογράφησής τους[88]. Ρύθμιση που παρόλο που προβλεπόταν στη διάταξη του άρθρου 32 του ν.139/197, εντούτοις, μόλις το 2001 με το νόμο 2910/2001 περί αλλοδαπών[89] το πρώτον θεσμοθετήθηκε.
 
Αντί επιλόγου
Από τα όσα προελέχθησαν, το να βρεθεί ένα άτομο σε κατάσταση ανιθαγένειας φαίνεται ότι τελικά δεν είναι και τόσο εξωπραγματικό. Και αυτό επιβεβαιώνεται στην πράξη από τις όχι σπάνιες περιπτώσεις όπου η Διοίκηση και οι εμπλεκόμενες με τα ζητήματα αλλοδαπών αρχές έρχονται αντιμέτωπες με άτομα που είτε εισήλθαν στο ελληνικό έδαφος παράνομα, χωρίς όμως να μπορούν να αποδείξουν την ιθαγένειά τους -ακόμα και να το θέλουν- είτε μετέπεσαν αργότερα στην κατάσταση της ανιθαγένειας, όταν η χώρα καταγωγής τους δεν τους ανανέωσε το διαβατήριο που αυτοί αρχικά κατείχαν, θεωρώντας τους έτσι ότι πλέον δεν ανήκουν στους υπηκόους της.
Παρόλο που γενική αρχή του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου (ΔΔΔ) είναι η μη περιέλευση ενός ατόμου σε κατάσταση ανιθαγένειας[90] Nottebohm του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης[93], υποχώρησε έως ένα βαθμό από τη στιγμή που το Διεθνές αυτό Δικαστήριο έκρινε πως κατά την πολιτογράφηση θα πρέπει να υφίσταται γνήσιος δεσμός μεταξύ κράτους ιθαγένειας και πολίτη για την αναγνώριση απονομής της ιθαγένειας ως διεθνώς παραδεκτής. , εντούτοις η αρχή αυτή έρχεται αντιμέτωπη με την άλλη, επίσης του ΔΔΔ αρχή που ορίζει ότι τα ζητήματα κτήσης και απώλειας από ένα πρόσωπο της ιθαγένειας μιας πολιτείας ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας αυτής[91]. Ότι δηλαδή, κάθε πολιτεία είναι αποκλειστικά αυτή και μόνον αρμόδια να θέτει τους κανόνες που θα διέπουν τον τρόπο και τις προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες αλλοδαποί θα μπορούν να γίνουν πολίτες της, αλλά και τον τρόπο που πολίτες της θα μπορούν να απωλέσουν την ιδιότητά τους αυτή[92]. Μια αρχή, που μετά την υπόθεση
Μετά όμως και την απόφαση του ΔΕΚ (νυν ΔΕΕ) C-135/08 Janko Rottman v. Freistaat Bayern[94], παρατηρούμε πως η τελευταία αυτή αρχή φαίνεται και πάλι να υποχωρεί -τουλάχιστον σε ενωσιακό επίπεδο- ενδυναμώνοντας κατά κάποιο τρόπο την πρώτη αρχή, δηλαδή την αρχή της μη δημιουργίας ανιθαγενών προσώπων. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγουμε, κυρίως, γιατί το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση έκρινε πως τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. μπορεί να είναι αποκλειστικά αρμόδια να καθορίζουν τις προϋποθέσεις κτήσης και απώλειας της ιθαγένειας, όμως κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς τους αυτής θα πρέπει να τηρούν και το δίκαιο της ΄Ενωσης. Σύμφωνα με τις σκέψεις της απόφασης, θα πρέπει οι συνέπειες που θα έχει η απώλεια της ‘ευρωπαϊκής ιθαγένειας’ να σταθμίζονται και με τα έννομα αγαθά που προστατεύονται με την πράξη της αφαίρεσης της ιθαγένειας κράτους-μέλους τόσο από άποψη κοινοτικού δικαίου όσο και από άποψη εθνικού δικαίου[95].
H απόφαση Rottman, μας οδηγεί και στο συμπέρασμα ότι -τουλάχιστον στο πλαίσιο των εθνικών εννόμων τάξεων των 27 κρατών-μελών που απαρτίζουν την Ε.Ε- κανένας ‘ευρωπαίος πολίτης’ δεν είναι δυνατόν να καταστεί άπολις κατ’ εφαρμογή της αρχής της αποκλειστικής αρμοδιότητας που τα κράτη έχουν να ορίζουν -ως κυρίαρχα κράτη που είναι- μεταξύ των άλλων, και το ζήτημα των λόγων απώλειας της ιθαγένειας της πολιτείας τους, όταν αποτέλεσμα της απώλειας αυτής (ιδίως μέσω του θεσμού της έκπτωσης) θα είναι και η (αναγκαστική) απώλεια από το υπό κρίση άτομο της ιδιότητας του πολίτη της ΄Ενωσης. Κάτι, που μας οδηγεί επίσης στο συμπέρασμα ότι, αφενός η αρχή του ΔΔΔ της μη δημιουργίας ανιθαγενών ατόμων πράγματι κατοχυρώνεται απόλυτα σε ενωσιακό επίπεδο και, αφετέρου μας κάνει να σκεφτούμε πως οι περιπτώσεις αφαίρεσης της ελληνικής ιθαγένειας που ο ΚΕΙ προβλέπει, ακόμη και το Σύνταγμά μας στη διάταξη του άρθρου 4§3 εδ. β΄ αυτού, σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούν να οδηγήσουν στο να καταστεί ένας έλληνας πολίτης ανιθαγενής. Αρχή που, εδώ και χρόνια εξάλλου, υφίσταται και γίνεται πράγματι σεβαστή από την ελληνική πολιτεία και τον ΚΕΙ, αλλά που όμως η χώρα μας διατηρεί και σήμερα ακόμη ορισμένα (έστω και λίγα) ανιθαγενή άτομα στο έδαφός της, από τα οποία παλαιότερα τους την είχε αφαιρέσει[96].

Επειδή το ζήτημα αυτό απαιτεί άλλου είδους ανάλυση που ξεφεύγει της παρούσας μελέτης, η οποία επικεντρώνεται αποκλειστικά και μόνο στο να εξετάσει το νομικό καθεστώς των ανιθαγενών, όπως και το εφαρμοστέο δίκαιο στη νομική τους κατάσταση, δεν εμβαθύνουμε περισσότερο. Αντίθετα, χαιρετίζουμε τη θέση της απόφασης του ΤρΔΠρΘεσ 782/2009 -εξαιτίας της οποίας, άλλωστε, γράφηκε το παρόν άρθρο- που παρά τη διφορούμενη απάντηση του ΥΠΕΞ σε σχετικό ερώτημα της αρμόδιας Περιφέρειας αποφάσισε να πει με τόλμη το αυτονόητο ότι «εν προκειμένω, καθόσον ο αιτών βεβαιωμένα έχει απωλέσει την ιθαγένεια του Καζακστάν και δεν προκύπτει ότι έχει την ιθαγένεια άλλης χώρας, αυτός δεν είναι, πλέον, σε θέση να καταστεί κάτοχος διαβατηρίου για λόγους αντικειμενικούς, ανεξάρτητους από τη θέλησή του», αναπέμποντας έτσι την υπόθεση στον αρμόδιο Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας για νέα κρίση.

 


* Προορίζεται για το Αφιέρωμα στη Μνήμη του Γιώργου Παπαδημητρίου. Συμφοιτητής, εξαίρετος φίλος και αγαπητός συνάδελφος ο Γιώργος Παπαδημητρίου, με φυσική ευγένεια, καθαρότητα ψυχής, λεβεντιά, και αμέτρητα χαρίσματα πέρασε από τη ζωή μας εκπέμποντας ευγένεια, καλοσύνη και γενναιοψυχία. Οι εικόνες που περνούν από μπροστά μου στη σκέψη του Γιώργου, πάλλονται από συγκίνηση και από ένα συναίσθημα ευγνωμοσύνης να με πλημμυρίζει που τον γνώρισα και που με είχε ανάμεσα στους φίλους του. Εξάλλου, τι μένει από το πέρασμά μας στη ζωή αυτή αν όχι τα βαθειά αισθήματα της φιλίας και οι αξέχαστες στιγμές κοινών στόχων και οραμάτων σε αυτούς που μένουν ;
Απλός και ευθύς στον χαρακτήρα, έντιμος και δίκαιος, ανέδειξε τα ηγετικά του προσόντα ήδη από το πρώτο έτος των φοιτητικών μας χρόνων. Στην εποχή του 1-1-4, του Κυπριακού και της δικτατορίας, στις έντονες πολιτικές καταστάσεις που τότε ζούσαμε παράλληλα με την παρακολούθηση των μαθημάτων μας στη Νομική Θεσσαλονίκης, οι μαζώξεις στο σπίτι του Γιώργου ήταν μια όαση στα όσα συνέβαιναν γύρω μας, ενώ η κα Ρούλα, η μητέρα του, που μας υποδεχόταν απίθανες ώρες και μέρες, μας ετοίμαζε πάντα κάτι συνεχίζοντας όμως παράλληλα τη συγγραφή του ό,ποιου λογοτεχνικού κειμένου την απασχολούσε εκείνη τη στιγμή, ενόσω εμείς συζητούσαμε.
Η παρακολούθηση των θερινών μαθημάτων Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου στη Χάγη και η επίσκεψή μας στη συνέχεια στο Βερολίνο, προσκεκλημένοι από τη γερμανική κυβέρνηση μαζί με καθηγητές μας -ως εν δυνάμει μελλοντικοί επιστήμονες στα ανθρώπινα δικαιώματα- όπου μεταξύ των άλλων παρακολουθήσαμε και συνεντεύξεις ανατολικογερμανών που είχαν κατορθώσει να δραπετεύσουν από την Ανατολική Γερμανία στη Δυτική, χαράχτηκαν βαθειά μέσα μας και επηρέασαν τον καθένα μας ανάλογα με το χαρακτήρα και τα πιστεύω του. Στον Γιώργο υπήρξε καταλυτική η επαφή αυτή. Επαφή που συνεχίστηκε δίπλα στον καθηγητή και μέντορά του Αριστόβουλο Μάνεση για να καταλήξει στην προσωπικότητα ‘Παπαδημητρίου’ που όλοι γνωρίσαμε. Τον συνταγματολόγο, τον δημοκράτη, τον πατριώτη, τον υπερασπιστή του δικαίου και της δικαιοσύνης. Έναν άνθρωπο αφοσιωμένο στην επιστήμη του, σεμνό στις δράσεις του, αξιαγάπητο στις σχέσεις του, που αγαπούσε τους φίλους του όπως και την οικογένειά του. Έναν καταξιωμένο ερευνητή και επιστήμονα με καταλυτική παρουσία στο νομικό γίγνεσθαι της χώρας μας, την οποία και επάξια εκπροσώπησε όταν και όποτε του ζητήθηκε.
** Ευχαριστώ την Πρόεδρο Διοικητικών Δικαστών κα Όλγα Ζήκου που έθεσε υπόψη μου την ενλόγω απόφαση και για την εποικοδομητική συζήτηση που είχαμε, όπως επίσης ευχαριστώ τη δικηγόρο κα ΄Ερικα Καλαντζή, Εθνική συντονίστρια του Ευρωπαϊκού Νομικού Δικτύου για το ΄Ασυλο (ELENA) για τις πολύ χρήσιμες πληροφορίες που μου παρείχε κατά τη συγγραφή του παρόντος άρθρου.
[1] Πρόκειται για το θεσμό της ‘έκπτωσης’, ήτοι της αφαίρεσης μονομερώς από την ελληνική πολιτεία της ελληνικής ιθαγένειας από συγκεκριμένο άτομο και για συγκεκριμένους λόγους. Η περίπτωση αυτή απώλειας (ακούσιας απώλειας) της ελληνικής ιθαγένειας, υπό το καθεστώς του νυν ισχύοντος Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (ν.3284/2004 όπως ισχύει), προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 17 ΚΕΙ, ενώ υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος ΚΕΙ (ν.δ. 3370/1955) προβλεπόταν εκτός από τη διάταξη του άρθρου 20 -που αντιστοιχούσε στη σημερινή διάταξη του άρθρου 17 ΚΕΙ- και στη διάταξη του άρθρου 19 αυτού, διάταξη που είχε στο μεταξύ καταργηθεί με το άρθρο 9§14 του ν. 2623/1998.
Η καταργηθείσα διάταξη του άρθρου 19 του προϊσχύσαντος ΚΕΙ ρύθμιζε την περίπτωση μονομερούς αφαίρεσης της ελληνικής ιθαγένειας με απόφαση του Υπουργού των Εσωτερικών, μετά από σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Ιθαγένειας, από έναν αλλογενή έλληνα ο οποίος εγκατέλειπε το ελληνικό έδαφος χωρίς να έχει πρόθεση να επιστρέψει σε αυτό. Διάταξη που είχε κριθεί αντισυνταγματική με βάση το Σύνταγμα του 1975 που, ωστόσο όμως, διατηρήθηκε σε ισχύ με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 111§6 Σ. «μέχρι της δια νόμου καταργήσεώς της». Μία κατάργηση που επισυνέβη τελικά είκοσι τρία χρόνια αργότερα. [Σχετικά με τη διάταξη αυτή και τα προβλήματα που δημιούργησε εφαρμοζόμενη ιδίως σε έλληνες της μειονότητας της Θράκης βλ. αντί άλλων Χ. Παμπούκη, Το άρθρο 19 του Ελληνικού Κώδικα Ιθαγένειας, Requiem σε μια αναχρονιστική διάταξη, σε Σύγχρονα Θέματα 1997 σ. 36 επ., N. Sitaropoulos, Freedom of Movement and the Rights to a Nationality v. Ethnic Minorities: The Case of ex Article 19 of the Greek Nationality Code, EJML 2004. 205 επ., τονίδιο, Discriminatory Denationalizations Based on Ethnic Origin: The Dark Legacy of Ex-art. 19 of the Greek Nationality Code, in, P. Shah/W. Mekin (επιμ.), Migration, Diasporas and Legal Systems in Europe, 2006. 107επ., δημοσιευμένο στα ελληνικά «Αφαίρεση της ιθαγένειας με κριτήριο την εθνοτική καταγωγή. Η βαριά σκιά του άρθρου 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας του 1955» σε Επετηρίδα Δικαίου Προσφύγων και Αλλοδαπών (ΕΔΠΑ) 2007 σ.683 επ.]. Για άλλες επίσης περιπτώσεις μονομερούς αφαίρεσης της ελληνικής ιθαγένειας εκ μέρους της ελληνικής πολιτείας με βάση τη διάταξη του τότε ισχύοντος άρθρου 20 ΚΕΙ, όπως και με βάση ειδικότερους νόμους όπως π.χ. για αντεθνική δράση βλ. αντί άλλων Τ. Κωστόπουλο, «Αφαίρεση ιθαγένειας». Η σκοτεινή πλευρά της νεοελληνικής ιστορίας (1926-2003), σε Σύγχρονα Θέματα (τεύχος 83) 2003 σ. 33 επ.
Σχετική νομολογία για τις διατάξεις των άρθρων 19 και 20 του καταργηθέντος ΚΕΙ του 1955 βλ. σε ΕΔΠΑ, που κατ΄έτος εκδίδει η ΄Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (γραφείο Αθηνών) με επιμέλεια Ε. Καλαντζή. Η έκδοση του 2007 της ως άνω Επετηρίδας είναι στο μεγαλύτερό της μέρος αφιερωμένη σε σχετικές με ιθαγένεια αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ).

[2] ‘Ακούσια απώλεια’ σε αντίθεση με την ‘εκούσια’ απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας για την τελευταία από τις οποίες το άρθρο του Γιώργου Παπαδημητρίου παραμένει πάντα κλασικό (Γ. Παπαδημητρίου, Το Σύνταγμα και η εκούσια αποβολή της ιθαγένειας, ΤοΣ 1979. 418 επ.).

[3] Για τους ανιθαγενείς βλ. ενδεικτικά Ε. Κρίσπη-Νικολετοπούλου, Η Ιθαγένεια (Γενική θεωρία-Συγκριτικόν Δίκαιον), 1965, Α. Μπεντερμάχερ-Γερούση, Ιθαγένεια. Πολυϊθαγένεια. Ανιθαγένεια, σε Τιμητικό Τόμο για τον Ηλία Κρίσπη, 1995 σ. 277 επ., Κ. Χορτάτο, Δίκαιον Ανιθαγένειας 1961, C. Batchelor, Statelessness and the Problem of Resolving Nationality Status, IJRL 1988.156 επ., τηνίδια, Statelessness Persons: Some Gaps in International Protection, IJPL 1995. 232 επ., P.A. Mutharika, The Regulation of Statelessness under the International and National Law, 1980, S. Saroléa, L’ apatridie. Du point de vue interétatique au droit de la personne, RDE 1998. 185, M. Verwilghen, Conflits de nationalités. Plurinationalité et apatridie, in Recueil de Cours (277), 1999, L.Van Waas, Nationality matters, Statelessness and International Law, Intersentia 2008, P. Weis, Le statut international de réfugiés et apatrides, Clunet 1956. 5επ, , τονίδιο, Nationality and Statelessness in International Law, 19792, D.S. Weissbrodt/C. Collins, The Human Rights of Stateless Persons, HRQ 2006. 245 επ., B. Blitz, Statelessness, Protection and Equality, 2009 Refugee Studies Centre, University of Oxford. Βλ. και το πολύ χρήσιμο εγχειρίδιο προς τους βουλευτές της ΄Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες και της Τρίτης Διαρκούς Επιτροπής της Διακοινοβουλευτικής ΄Ενωσης για τη Δημοκρατία και τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που δημοσιεύτηκε το 2005 με τίτλο ‘Nationality and Statelessness. A Handbook for Parliamentarians’ (βλέπε, σε διάφορες γλώσσες, στη διεύθυνση: http://www.unhcr.org/refworld/docid/436608b24.html).

[4] Πρόκειται για το νόμο περί αλλοδαπών, που αναφέρεται στην ‘Είσοδο, διαμονή και κοινωνική ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών στην ελληνική επικράτεια’ με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 91§11 του οποίου είχε δοθεί, σε ορισμένες κατηγορίες υπηκόων τρίτων χωρών που διέμεναν ήδη για κάποια χρόνια στην Ελλάδα, η δυνατότητα να μπορέσουν να νομιμοποιηθούν υποβάλλοντας τα οριζόμενα δικαιολογητικά μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα από τη δημοσίευση του υπό κρίση νόμου.

[5] Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση παράνομου αλλοδαπού, κουρδικής καταγωγής γεννημένου στην Τουρκία, να μη μπορεί να επαναπροωθηθεί/απελαθεί στη γείτονα χώρα μια και η Τουρκία δεν του είχε ποτέ χορηγήσει χαρτιά, επειδή η μητέρα του δεν είχε δηλώσει τη γέννησή του -πιθανότατα εξαιτίας του ότι ήταν εξώγαμο τέκνο- έχοντας στα χέρια του μόνο μία βεβαίωση για το ότι μπορούσε να παραμένει στην Τουρκία ‘υπό καθεστώς ανοχής’. Από τη στιγμή όμως, που ο ίδιος εγκατέλειψε το τουρκικό έδαφος, το νομικό του καθεστώς -θα λέγαμε- είναι ‘στον αέρα’ αφού μη κατέχοντας τουρκική ιθαγένεια η γείτονα χώρα δεν τον δέχεται πίσω στα εδάφη της.
Χαρακτηριστική περίπτωση είναι, επίσης, να έχει εγκαταλειφθεί στην Ελλάδα ανήλικο παιδί από τον αλλοδαπό του γονέα με τον οποίον είχαν εισέλθει μαζί παράνομα στην ελληνική επικράτεια. [Συμβαίνει, μάλιστα, το παιδί αυτό να έχει παρακολουθήσει και ορισμένες τάξεις στο ελληνικό σχολείο. Και αυτό γιατί, ως γνωστόν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 72§3 περίπτ. δ΄ του ν. 3386/2005, είναι δυνατή η εγγραφή αλλοδαπών τρίτων χωρών στην υποχρεωτική εκπαίδευση ακόμα και αν δεν έχει ρυθμιστεί η νόμιμη διαμονή τους στη χώρα]. Το άτομο αυτό ως ενήλικας πλέον, μη διαθέτοντας χαρτιά (διαβατήριο κ.ά.) – για λόγους που ανά περίπτωση μπορεί να ποικίλλουν – και μη μπορώντας να αποδείξει την ιθαγένειά του (προφανώς γιατί η χώρα καταγωγής του δεν τον αναγνωρίζει ως δικό της υπήκοο είτε εξαιτίας της μακράς παραμονής του εκτός των εδαφών της, είτε εξαιτίας του ότι ανήκε σε μειονοτική ομάδα στη χώρα αυτή, είτε για άλλους λόγους) παραμένει στη χώρα μας ως ένα άτομο χωρίς πατρίδα, ένα άτομο που καμία χώρα δεν το αναγνωρίζει ως πολίτη της. Και, κυρίως, ως ένα άτομο που δεν διαθέτει καθόλου χαρτιά!

[6] Με βάση τόσο τη διάταξη του άρθρου 12§1 της Δ.Σ. του 1954 για το καθεστώς των ανιθαγενών (ν.139/1975) όσο και τη διάταξη του άρθρου 30 Α.Κ για το εφαρμοστέο δίκαιο στην περίπτωση που λείπει η ιθαγένεια από ένα πρόσωπο. (Σχετικά με την τελευταία διάταξη βλ. Β. Βαθρακοκοίλη ΄Αρθρο 30 ΑΚ σε ΕΡΝΟΜΑΚ τ. Α΄ Γενικές Αρχές – άρθρα 1-286, 2001, Σ. Βρέλλη, ΄Αρθρο 30 ΑΚ σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας. Ερμηνεία κατ’ άρθρο. Ι Γενικές Αρχές 1978, Ι. Καράκωστα, ΄Αρθρο 30 ΑΚ σε Αστικός Κώδικας. Γενικές Αρχές, ΄Αρθρα 1-126. Τόμος πρώτος 2005, Ε. ΚρίσπηΝικολετοπούλου, Η ιθαγένεια σ. 108επ., Η. Κρίσπη, Ιδιωτικόν Διεθνές Δίκαιον, Γενικόν Μέρος 1970 σ. 279 επ, Γ. Μαριδάκη, Ιδιωτικόν Διεθνές Δίκαιο, τ. Ι 19672 σ. 256 επ., Α. Μεταλληνό, ΄Αρθρο 30 ΑΚ σε Απ. Γεωργιάδη (επιμ.), ΣΕΑΚ (Ι) ΄Αρθρα 1-94, 2010), Ζ. Παπασιώπη-Πασιά, ΄Αρθρο 30 ΑΚ σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας. Ερμηνεία κατ’ άρθρο. Ι Γενικές Αρχές 20122 (υπό έκδοση).

[7] Ν. 3284/2004, όπως ισχύει.

[8] Με το αυτό περιεχόμενο και η διάταξη του άρθρου 26δις του προϊσχύσαντος ΚΕΙ του 1955.

[9] Βλ. την ιστοσελίδα της ΄Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ του γραφείου Αθηνών http://www.unhcr.gr/prostasia/anithageneis.html ανιθαγενείς, όπου πολλές πληροφορίες.

[10] Ως σύγκρουση νόμων εννοούμε τα προβλήματα εφαρμοστέου δικαίου, ήτοι τα προβλήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που δημιουργούνται στις περιπτώσεις όπου ενυπάρχει κάποιο στοιχείο αλλοδαπότητας.

[11] Ως αρνητική σύγκρουση ιθαγενειών νοείται η περίπτωση όπου σε μία υπόθεση με στοιχείο αλλοδαπότητας καμίας πολιτείας το δίκαιο δεν τυγχάνει εφαρμοστέο σε έναν ανιθαγενή, αφού καμία πολιτεία δεν τον θεωρεί πολίτη της, σε αντίθεση με τη θετική σύγκρουση των ιθαγενειών που έχει να κάνει με τα πολυϊθαγενή άτομα. [Σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στην προσωπική κατάσταση των πολυϊθαγενών βλ ενδεικτικά Β. Κούρτη, Διπλή ιθαγένεια. Ευρωπαϊκές εξελίξεις και προβληματισμοί, Αρμ. 1999. 1368 επ., Α. Μπεντερμάχερ-Γερούση, Ζητήματα διπλής ιθαγένειας, Αρμ. 1980. 9 επ., Ζ. Παπασιώπη-Πασιά, Η διπλή ιθαγένεια (πολυϊθαγένεια) κατά το ελληνικό δίκαιο, σε Τιμητικό Τόμο για τον Ιωάννη Μανωλεδάκη, 2007 ΙΙΙ σ. 437 επ., G. Kojanec, Multiple Nationality, in Trends and Developments in National and International Law on Nationality, Council of Europe 1999.

[12]Συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης να είναι ανιθαγενής ένας εκ των γονέων του οποίου την ιθαγένεια αποκτά το τέκνο κατά το εφαρμοστέο δίκαιο ιθαγένειας, για παράδειγμα τέκνο Παλαιστίνιου και Λιβανέζας, στο μέτρο που κατά το ισχύον δίκαιο ιθαγένειας τουΛιβάνουτο τέκνο αποκτά την ιθαγένεια του πατέρα. Σε παρόμοια περίπτωση, κατά τον ισχύοντα Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας απονέμεται η ελληνική ιθαγένεια για τα παιδιά που γεννιούνται στην Ελλάδα με τη διαδικασία καθορισμού ιθαγένειας.

[13] Με βάση έρευνα της ΄Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, οι γυναίκες είναι από τις πιο ευάλωτες στην ανιθαγένεια πληθυσμιακές ομάδες και αυτό γιατί περίπου 30 χώρες διατηρούν ακόμη και σήμερα νόμους περί ιθαγένειας που είναι μεροληπτικοί σε βάρος των γυναικών, ιδίως όταν αυτές παντρεύονται αλλοδαπούς που είναι ανιθαγενείς. Και αυτό επειδή η μητέρα δεν μπορεί να προσδώσει στο παιδί της την ιθαγένεια που η ίδια κατέχει, ακόμα και όταν το παιδί της γεννιέται στο έδαφος της χώρας της. Βλ. Σχετικές πληροφορίες στο εγχειρίδιο προς τους βουλευτές ‘Nationality and Statelessness. A Handbook for Parliamentarians’(ό.π. σ. 44).

[14] Όταν π.χ. το κράτος Χ στο οποίο γεννήθηκε ο ενδιαφερόμενος απονέμει την ιθαγένεια με αποκλειστικό κριτήριο την καταγωγή (ius sanguinis), ενώ το κράτος Ψ, την ιθαγένεια του οποίου έχουν οι γονείς του την απονέμει με αποκλειστικό κριτήριο τον τόπο γέννησης (ius soli). Στην περίπτωση που ο ως άνω ενδιαφερόμενος έχει γεννηθεί στο κράτος Χ είναι ανιθαγενής ήδη από τη γέννησή του.

[15] Ιδίως όταν τα άτομα αυτά είναι διαφορετικής φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής και λείπουν για καιρό στο εξωτερικό ή διαμένουν στην αλλοδαπή, στερώντας τους έτσι -σύμφωνα με την υπάρχουσα εθνική νομοθεσία- η Πολιτεία τους την ιθαγένεια που αυτοί προηγουμένως είχαν, με αποτέλεσμα να καθίστανται ανιθαγενείς.

[16] Π.χ. στη χώρα μας οι περισσότεροι τσιγγάνοι τακτοποιήθηκαν μόλις το 1978 και το 1979 μετά τις Γενικές Διαταγές (υπ’ αριθμ.212/1978 και 81/1979) που εξέδωσε το Υπουργείο Εσωτερικών για την ιθαγενειακή και δημοτολογική τους τακτοποίηση με βάση τις διατάξεις του τότε ισχύοντος ΚΕΙ του 1955 σχετικά με τους ανιθαγενείς (για περισσότερες πληροφορίες βλ. την Ειδική έκθεση του Συνήγορου του Πολίτη (ΣτΠ) για τη Δημοτολογική τακτοποίηση των ελλήνων τσιγγάνων. Κύκλος Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Αύγουστος 2009), χωρίς να ξεχνάμε και την περίπτωση των «αδηλώτων».

[17] Βλ. σχετικά και τις Συστάσεις του Συμβουλίου Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης προς τα κράτη-μέλη Recommandation No R(83)1 relative aux nomades apatrides ou de nationalité indéterminée και Recommandation No R(99)18 sur la prévention et la réduction des cas d’apatridie. Η πρώτη από τις ως άνω Συστάσεις εννοεί ως ακαθόριστης ιθαγένειας άτομα, κάθε άτομο το οποίο βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με έναν άπατρι για το λόγο, κυρίως, ότι είναι αδύνατος ο προσδιορισμός ποίου κράτους υπήκοος είναι το συγκεκριμένο άτομο.

[18] Αντί άλλων βλ. C. Economidès, Les effets de la succession d’Etats sur la nationalité des personnes physiques, RGDP 1999. 577, Z. Galicki, State Succession and Nationality, 1st European Conference on Nationality, Strasbourg 1999, CONF/NAT (99)

[19] Π.χ. μετά τη διάλυση κρατών, όπως η ΕΣΣΔ ή η Γιουγκοσλαβία, αλλά και κρατών της Αφρικής και της Ασίας, εμφανίστηκαν φαινόμενα ατόμων που έχασαν την ιθαγένειά τους είτε λόγω της προσάρτησης ή της ανεξαρτησίας τμημάτων επικράτειας μιας χώρας συνεπεία εμπόλεμης κατάστασης ή λύσης μιας ομοσπονδίας κρατών. (΄Ετσι προέκυψαν ανιθαγενείς στα υψώματα του Γκολάν μετά την κατάληψη της γης αυτής από το Ισραήλ, οι Μπιχάρις μετά τη δημιουργία του Μπαγκλαντές, οι Κούρδοι στη Συρία, οι Τάταροι της Κριμαίας, οι Μπιτούν στα κράτη του Περσικού Κόλπου, αλλά και ανιθαγενείς στην Αιθιοπία μετά το 1998 όταν ξέσπασε ο πόλεμος με την Ερυθραία και αλλού).

[20] Σχετική είναι η περίπτωση διαγραφής από τον «κατάλογο των μόνιμων κατοίκων» της Σλοβενίας, προσώπων, που μετά τη διάλυση του τότε κράτους της Γιουγκοσλαβίας παρέμειναν στο έδαφός της και που η Σλοβενία παρέλειψε να ρυθμίσει το καθεστώς της νόμιμης διαμονής τους στην επικράτειά της (Βλ. την απόφαση του ΕΔΔΑ της 13ης Ιουλίου 2010 Kuric and others v. Slovenia, σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο του Στρασβούργου αποφάσισε, στο πλαίσιο του προστατευτικού πεδίου του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, ότι υποχρέωση του κράτους είναι εκτός των άλλων να λαμβάνει και τα απαραίτητα μέτρα για τον καθορισμό του νομικού καθεστώτος των ανιθαγενών που βρίσκονται στα εδάφη του. Να σημειωθεί, πάντως, ότι η Σλοβενία άσκησε προσφυγή κατά της ενλόγω απόφασης, η οποία αναμένεται να εκδικαστεί από το Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως του Δικαστηρίου). Σχετικά με τις σημαντικότερες αποφάσεις για ανιθαγένεια βλ. http://www.unhcr.org/45179cbd4.html.

[21] Για το λόγο αυτό η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ με την απόφασή της Νο 55/153 ψήφισε στις 12.12.2000 ένα Annexe με θέμα «διαδοχή κρατών και ιθαγένεια», ενώ το Συμβούλιο της Ευρώπης περιέλαβε ειδικό κεφάλαιο με το ίδιο θέμα στο κείμενο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης του 1997 για την ιθαγένεια και το 2006 εξέδωσε τη Σύμβαση για την Αποτροπή της Ανιθαγένειας στις περιπτώσεις Διαδοχής Κρατών.

[22] Βλ. το Πόρισμα για την πρόληψη και τη Μείωση της Ανιθαγένειας και την Προστασία των Ανιθαγενών του ΄Υπατου Αρμοστή των Η.Ε. που επικυρώθηκε από τη Γεν. Συνέλευση του ΟΗΕ (έγγραφο Α/RES/50/1529.2. 1996).

[23] Αντί άλλων βλ. Παπασιώπη-Πασιά, Το άρθρο 15 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Ελληνικό Δίκαιο Ιθαγένειας, ΕΕΕυρΔ 1999. 479 επ., G. Schram, Article 15 στο γενικό έργο των A. Eide/G Alfredson and others, The Universal Declaration of Human Rights, A Commentary, 1992 σ. 229 επ.

[24] Βλ. και τη διάταξη του άρθρου 7§1 της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού (ν. 2101/1992), καθώς επίσης τις διατάξεις του άρθρου 24§3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ν. 2462/1997) και του άρθρου 9§1 της Διεθνούς Σύμβασης των Η.Ε. για την εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των γυναικών (ν. 1342/1983).

[25] Ε. Κρίσπη-Νικολετοπούλου, Η ιθαγένεια, σ. 57επ.

[26] «Την ελληνική ιθαγένεια αποκτά από τη γέννησή του και όποιος γεννιέται σε ελληνικό έδαφος, εφόσον: α)….β) δεν αποκτά αλλοδαπή ιθαγένεια με τη γέννησή του ούτε μπορεί να αποκτήσει τέτοια με σχετική δήλωση των γονέων του στις οικείες αλλοδαπές αρχές, αν το δίκαιο της ιθαγένειας των γονέων του απαιτεί την υποβολή παρόμοιας δήλωσης, ή γ) είναι άγνωστης ιθαγένειας, εφόσον η αδυναμία διαπίστωσης της τυχόν αποκτώμενης με τη γέννηση αλλοδαπής ιθαγένειας δεν οφείλεται σε άρνηση συνεργασίας γονέα». Βλ. σχετική ανάλυση σε Παπασιώπη-Πασιά, Δίκαιο Ιθαγένειας, 20118 σ. 91επ.

[27] Μεταξύ πολλών βλ. J.Chan, The Right to a Nationality as a Human Right, HRLJ 1991. 1 επ., Z. Papassiopi-Passia, Le droit à la nationalité, in Essays in honor of Georgios I. Kassimatis, Ant. Sakkoulas/Bruyant, 2004 σ. 507 επ., F. Rezek, Le droit international de la nationalité, in Recueil des Cours (198) 1986-III σ. 333 επ., D.S. Weissbrodt/C.Collins, The Human Rights of Stateless Persons, HRQ 2006. 245 επ.

[28] Βλ. π.χ. την υπόθεση Danyal Shafiq υπηκόου Μπαγκλαντές κατά Αυστραλίας της 31.10.226 σε ΕΔΠΑ 2008. 337 επ. με απόδοση στα ελληνικά Ε. Καλαντζή, όπου η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ με την υπ΄αρίθμ.1324/2004 ανακοίνωσή της έκρινε ότι ελλείψει πιστοποιητικού γέννησης ή ιθαγένειας είναι αδύνατη η απομάκρυνση από τη χώρα υποδοχής του προσφεύγοντος/κρατουμένου λόγω της άρνησης της διπλωματικής αποστολής του κράτους καταγωγής του να τον αναγνωρίσει ως πολίτη του.

[29] Βλ. π.χ. το από 19.4.2005 έγγραφο του Συνήγορου του Πολίτη (20143/2004/5.10.2007) προς τη Διεύθυνση Αλλοδαπών και Μετανάστευσης του Υπ. Εσωτερικών, με το οποίο ζητούσε να ληφθεί πρόνοια για νομιμοποίηση ενήλικων αλλοδαπών που είχαν φοιτήσει σε ελληνικά δημόσια εκπαιδευτικά Ιδρύματα και οι οποίοι στερούντο ταξιδιωτικών εγγράφων. Ο λόγος ήταν ότι αρκετά παιδιά που από μικρή ηλικία ζούσαν στην Ελλάδα, προερχόμενα κυρίως από χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, κατέστησαν στην ουσία ανιθαγενή με το να μη μπορούν να προμηθευτούν από τις προξενικές αρχές της χώρας από την οποία είχαν φύγει νέο διαβατήριο. Αντιδρώντας θετικά η Διοίκηση, έδωσε τη δυνατότητα με την ΚΥΑ 11702/2006 να υπαχθούν οι συγκεκριμένοι ενήλικοι στις ρυθμίσεις του νόμου περί αλλοδαπών (δηλαδή στις διατάξεις του ν. 3386/2005 όπως ίσχυε ) εφοδιαζόμενοι πλέον με άδεια διαμονής. Μάλιστα, η Διοίκηση στη συνέχεια, με τη διάταξη του άρθρου 18§10 του ν. 3536/2007 όρισε να υπαχθούν στην ως άνω ΚΥΑ και όσοι αλλοδαποί στερούντο διαβατηρίου λόγω αντικειμενικής αδυναμίας, πλην όμως αμφότερες οι παραπάνω νομοθετικές επεμβάσεις είχαν μεταβατικό χαρακτήρα και συγκεκριμένη χρονική εφαρμογή.

[30] Η Σύμβαση αυτή κυρώθηκε μόνον από 38 κράτη επί συνόλου 193 κρατών-μελών του ΟΗΕ.

[31] Με το αυτό ακριβώς περιεχόμενο και η διάταξη του άρθρου 30 ΑΚ, πριν αυτή αντικατασταθεί από το άρθρο 1 του ν. 1329/1983. Η σημερινή διάταξη του άρθρου 30 ΑΚ ορίζει ότι «Εφόσον ο νόμος δεν καθιερώνει άλλη ρύθμιση, αν το πρόσωπο δεν έχει ιθαγένεια, εφαρμόζεται στη θέση του δικαίου της ιθαγένειας το δίκαιο της συνήθους διαμονής και, αν δεν έχει συνήθη διαμονή, το δίκαιο της απλής διαμονής». Αντικαθιστώντας η νέα διάταξη απλά τους συνδέσμους ‘κατοικία / διαμονή’ της παλαιότερης διάταξης με αυτούς της ‘συνήθους διαμονής / απλής διαμονής’ δεν προέβη σε ουσιαστική αλλαγή του περιεχομένου τους, αλλά στην επικαιροποίηση και μόνον των συνδέσμων που υπήρχαν με περισσότερο σύγχρονους συνδέσμους. Στην πραγματικότητα η ρύθμιση εξακολουθεί να είναι η αυτή όπως και πριν. [Για το σύγχρονο άρθρο 30 ΑΚ βλ. Ζ. Παπασιώπη-Πασιά, ΄Αρθρο 30 ΑΚ σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας. Ερμηνεία κατ’ άρθρο. Ι Γενικές Αρχές 20122 (υπό έκδοση)].

[32] Με το ίδιο σχεδόν περιεχόμενο και η διάταξη του άρθρου 26§1 του προϊισχύσαντος ΚΕΙ του 1955.

[33] Σχετικά με τα ζητήματα αμφισβήτησης της ελληνικής ιθαγένειας υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος ΚΕΙ βλ. Α. Μπεντερμάχερ-Γερούση, Δικαιοδοσία επί αμφισβητήσεως ιθαγενείας, ΝοΒ 1966.913 επ.,Σ. Γραμμένο, Το δίκαιον της Ελληνικής Ιθαγένειας 20055 σ. 184 επ. και υπό το καθεστώς του νυν ισχύοντος ΚΕΙ βλ.Ζ. Παπασιώπη-Πασιά, Δίκαιο Ιθαγένειας 20118 σ. 224 επ.

[34] Αναφορικά με την ακούσια αποβολή της ελληνικής ιθαγένειας βλ. Α. Εγκολφόπουλο, Η Ιθαγένεια και η στέρησις αυτής, ΝοΒ 1963. 604 επ., Σ. Γραμμένο, ό.π. άρθρο 17 ΚΕΙ, Α. Μπεντερμάχερ-Γερούση, Απώλεια της ελληνικής Ιθαγενείας και ιδία συνεπεία εκπτώσεως, ΕΕΑΝ 1948.87 επ., Ζ. Παπασιώπη-Πασιά, ό.π. άρθρο 17 ΚΕΙ., καθώς επίσης και τους συγγραφείς της σημείωσης 1.
΄Οσον αφορά στη νομολογία βλ. τις σχετικές με αμφισβήτηση της ελληνικής ιθαγένειας αποφάσεις του ΣτΕ που περιλαμβάνονται στην έκδοση ΕΔΠΑ 2007, καθώς επίσης και Μ. Βροντάκη, Απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας και νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, Αρμ. 1999.1382 επ.

[35] Βλ. σχετικές αναφορές παραπάνω στη σημείωση 1.
Να σημειωθεί ότι η καταργηθείσα με το άρθρο 9§14 του ν. 2623/1998 διάταξη του άρθρου 19 του προϊσχύσαντος ΚΕΙ του 1955 δημιούργησε αρκετούς ανιθαγενείς, ενώ εξαιτίας του ότι ο νόμος του 1998 που την κατήργησε δεν έδωσε αναδρομική ισχύ σε αυτήν, είχε ως αποτέλεσμα να διαβιούν και στη χώρα μας ως ανιθαγενείς αρκετά άτομα, ιδίως της μειονότητας της Θράκης. Σήμερα, ελάχιστα από τα ενλόγω άτομα διαμένουν ως ανιθαγενείς – αναγνωρισμένοι από την ελληνική πολιτεία, στα περισσότερα από τα οποία είτε αποδόθηκε εκ νέου η ελληνική ιθαγένεια είτε ακυρώθηκε η απόφαση για την αφαίρεσή της.

[36] Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο εγχειρίδιο προς τους βουλευτές της ΄Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες και της Τρίτης Διαρκούς Επιτροπής της Διακοινοβουλευτικής ΄Ενωσης για τη Δημοκρατία και τα Δικαιώματα του Ανθρώπου ‘Nationality and Statelessness. A Handbook for Parliamentarians’(ό.π. σ. 23), μια τέτοια άρνηση μπορεί να συνιστά μια μορφή απόδειξης ότι ο ενδιαφερόμενος ήταν πολίτης του υπό κρίση κράτους, αφού κατά κανόνα τα κράτη παρέχουν διπλωματική προστασία στους πολίτες τους.

[37] Στην υπό κρίση υπόθεση από την αρμόδια Περιφέρεια ζητήθηκε να πιστοποιηθεί από το ΥΠΕΞ η αδυναμία έκδοσης διαβατηρίου κατ’ εφαρμογή του άρθρου 31§2 του ν. 3202/2003, προκειμένου η Περιφέρεια να προχωρήσει σε ενέργειες σχετικά με το αίτημα του ενδιαφερομένου (για ανανέωση της άδειας διαμονής του), αφού αυτός ήταν προηγουμένως κάτοχος διαβατηρίου της τέως ΕΣΣΔ, εντούτοις το ΥΠΕΞ απάντησε ότι δεν προκύπτει αντικειμενική αδυναμία εφοδιασμού διαβατηρίου από τον αιτούντα, καθόσον σύμφωνα με τηλεαντιγράφημα της ελληνικής Πρεσβείας στο Αλμάτο, προκύπτει δυνητική, υπό προϋποθέσεις αντικατάσταση διαβατηρίων των πολιτών του Καζακστάν από τις αρμόδιες αρχές της χώρας τους για τους πολίτες του. Ακριβώς όμως, οι προϋποθέσεις αυτές μη υφιστάμενες στο πρόσωπο του ενδιαφερομένου τον έκαναν να μη θεωρείται πλέον από το Καζακστάν υπήκοός του.

[38] Η ΄Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, σύμφωνα με τη Δ.Σ. της Γενεύης του 1951 για το νομικό καθεστώς των προσφύγων, εκτός από τη διεθνή προστασία των προσφύγων έχει και την αρμοδιότητα για τη διεθνή προστασία των ανιθαγενών- προσφύγων. Παράλληλα, η Γεν. Συνέλευση των Η.Ε. είχε αναθέσει προσωρινά στην ΄Υπατη Αρμοστεία την εκπλήρωση του έργου που προβλέπει το άρθρο 11 της Δ.Σ. του 1961 για τη Μείωση της Ανιθαγένειας, με αποτέλεσμα η ΄Υπατη Αρμοστεία να συνεχίζει να ενεργεί ως ενδιάμεσος φορέας μεταξύ των κρατών και των ανιθαγενών που πιστεύουν ότι υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης του 1961. Παρόλο που η ενλόγω Σύμβαση δεν έχει κυρωθεί από πολλά κράτη, μεταξύ των οποίων και από τη χώρα μας, εντούτοις οι γενικές αρχές που εμπεριέχονται σε αυτήν έχουν ενσωματωθεί σε αρκετές διατάξεις της εσωτερικής νομοθεσίας πολλών κρατών, όπως και στην πρακτική. Μεταξύ των γενικών αυτών αρχών είναι η πρόληψη της ανιθαγένειας και η απονομή της ιθαγένειας σε όσους έχουν πραγματικό σύνδεσμο με το κράτος στο οποίο επί χρόνια διαμένουν.

[39] ΄Αρθρο 25: Διοικητική Αρωγή «1. Οσάκις δια την ενάσκησιν δικαιώματος τινός υπό ανιθαγενούς είναι αναγκαία κανονικώς η βοήθεια αλλοδαπών αρχών εις άς ούτος δεν δύναται να προσφύγη, τα συμβαλλόμενα Κράτη, επί του εδάφους των οποίων ούτος διαμένει, θα μεριμνήσουν ώστε η βοήθεια αύτη να του παρασχεθή υπό των ιδίων αυτών υπηρεσιών. 2. Η εν παραγράφω 1 σκοπουμένη αρχή ή αρχαί, θα χορηγούν ή θα μεριμνούν δια την χορήγησιν υπό την επίβλεψίν των, εις τους ανιθαγενείς των εγγράφων ή πιστοποιητικών άτινα, κανονικώς, θα εχορηγούντο εις αλλοδαπόν υπό των εθνικών του αρχών ή τη μεσολαβήσει αυτών. 3. Τα ούτω εκδιδόμενα έγγραφα ή πιστοποιητικά θα αντικαθιστούν τας επισήμους πράξεις τας χορηγουμένας εις τους αλλοδαπούς υπό των εθνικών των αρχών ή τη μεσολαβήσει αυτών και θα έχουν αποδεικτικήν ισχύν μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου. 4. Επιφυλασσομένων των εξαιρέσεων αίτινες θα ηδύναντο να γίνουν δεκταί υπέρ των πενήτων, αι εν τω παρόντι άρθρω αναφερόμεναι υπηρεσίαι δύναναται να παρέχωνται επ’ αμοιβή. Αλλ’ αι αμοιβαί αύται θα είναι εύλογοι και ανάλογοι προς τας εισπραττομένας παρά των ημεδαπών επ’ευκαιρία παρεμφερών υπηρεσιών. 5. Αι διατάξεις του άρθρου τούτου ουδόλως θίγουν τα άρθρα 27 και 28». Τέτοια πιστοποιητικά που η χώρα μας μπορεί να χορηγήσει είναι δυνατόν να είναι π.χ. πιστοποιητικό γέννησης ή πιστοποιητικό γάμου ή άλλου είδους πιστοποιητικό με το οποίο πιστοποιείται συγκεκριμένο συνήθως ληξιαρχικό γεγονός που έλαβε χώρα στην ημεδαπή και αφορά το πρόσωπο του ενδιαφερόμενου ανιθαγενούς, μια και ο ίδιος δεν μπορεί να εφοδιαστεί με παρόμοιο πιστοποιητικό από τη χώρα καταγωγής του.

[40] Με βάση τη διάταξη του άρθρου 28 της ενλόγω Σύμβασης.

[41] Βλ. τα πραγματικά περιστατικά που μνημονεύονται στη σημείωση 5.

[42] K. Darling, Protection of Stateless Persons in International Asylum and Refugee Law, in IJRL (Vol.21) 2009.742 επ.

[43] Σχετική αναφορά γίνεται στο εγχειρίδιο προς τους βουλευτές ‘Nationality and Statelessness. A Handbook for Parliamentarians’ (ό.π. σ. 26).

[44] Στη Γαλλία –όπως αναφέρει η ενλόγω ΄Εκθεση- η διαδικασία αναγνώρισης του καθεστώτος του ανιθαγενούς εφαρμόζεται από το Γραφείο για την Προστασία των Προσφύγων και των Απάτριδων, που είναι επιφορτισμένο να παρέχει νομική και διοικητική συνδρομή και προστασία στους ανιθαγενείς, ενώ στην Ισπανία, η μεταναστευτική νομοθεσία ορίζει το Υπουργείο Εσωτερικών ως αρμόδιο να αναγνωρίζει το καθεστώς του ανιθαγενούς με διαδικασία που προβλέπεται με βασιλικό διάταγμα.

[45] Η ενλόγω διάταξη πρέπει να εξετάζεται σε συνδυασμό και με αυτήν του άρθρου 28 εδ. γ΄ του ν. 139/1975 για το καθεστώς των ανιθαγενών.

[46] Το Ινστιτούτο Επιμόρφωσης του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης πραγματοποίησε ειδικά σεμινάρια επιμόρφωσης το 2008 σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας με γενικό τίτλο: «Ιθαγένεια – Πολιτογράφηση». Το σχετικό κείμενο που παραθέτουμε καταρτίστηκε από το γραφείο της ΄Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ στην Αθήνα με επιμέλεια ΄Ερικα Καλαντζή.

[47] Με βάση τη διάταξη του άρθρου 28 της Σύμβασης για τους ανιθαγενείς, σε συνδυασμό και με τις παραγράφους 11 και 12 του συνοδεύοντος αυτήν Παραρτήματος.

[48] Πχ για το ελληνικό δίκαιο είτε με βάση τις διατάξεις του ν.3386/2005 περί αλλοδαπών όπως ισχύει, αφού ο ανιθαγενής -όπως προελέχθη- υποπίπτει στις ρυθμίσεις του ΔΚατΑλλ, είτε εφόσον χρήζει διεθνούς προστασίας με βάση τις διατάξεις του π.δ. 96/2008 για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 για τη θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους, είτε ακόμα με βάση τις διατάξεις που αφορούν στους πρόσφυγες, εφόσον –όπως αναπτύσσεται αμέσως πιο κάτω- θεωρηθεί ανιθαγενής πρόσφυγας.

[49] Σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 11 του Παραρτήματος που συνοδεύει τη Δ.Σ. του 1954 για το καθεστώς των ανιθαγενών.

[50] ΄Όπως ρητά ορίζεται στην παράγραφο 15 του Παραρτήματος που συνοδεύει τη Δ.Σ. του 1954 για το καθεστώς των ανιθαγενών.

[51] Σχετική είναι η απόφαση 782/2009 του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσ/νίκης, από την οποία δόθηκε και το έναυσμα για τη σύνταξη του παρόντος άρθρου. Ακριβώς το ίδιο και οι περιπτώσεις στις οποίες αναφέρεται το σχετικό πόρισμά του ΣτΠ (βλ. παραπάνω σημ. 29).

[52] ΄Αρθρο 28 ν.139/1975 «Τα Συμβαλλόμενα κράτη θα χορηγούν εις τους κανονικώς διαμένοντας επί του εδάφους των ανιθαγενείς, ταξιδιωτικά έγγραφα προοριζόμενα όπως επιτρέπουν εις αυτούς να ταξιδεύουν εκτός του εδάφους τούτου, εκτός εάν αντιτίθενται εις τούτο επιτακτικοί λόγοι εθνικής ασφάλειας ή δημοσίας τάξεως. Αι διατάξεις του παρατήματος της παρούσης Συμβάσεως θα έχουν εφαρμογήν επί των εγγράφων τούτων. Τα Συμβαλλόμενα κράτη θα δύνανται να χορηγούν τοιούτον ταξιδιωτικόν έγγραφον και εις πάντα έτερον επί του εδάφους των ευρισκόμενον ανιθαγενή, θα δίδουν δε ιδιαιτέραν προσοχήν εις τας περιπτώσεις ανιθαγενών ευρισκομένων επί του εδάφους των, οίτινες δεν δύνανται να λάβουν ταξιδιωτικόν έγγραφον της χώρας της κανονικής των διαμονής».

[53] Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί η απόφαση του Δικαστηρίου του Στρασβούργου της 13ης Ιουλίου 2010 Kuric κ.ά. κατά Σλοβενίας, όπου σε υπόθεση του καθεστώτος των ανιθαγενών προσώπων και της προστασίας της οικογένειας, το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε πως η παράλειψη των κρατικών αρχών να ρυθμίσουν το καθεστώς διαμονής των ανιθαγενών προσώπων εντός της κρατικής επικράτειας συνιστά προσβολή του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής τους (άρθρο 8 ΕΣΔΑ).

[54] Κυρωτικός νόμος ν.δ. 3989/1959.

[55] Κυρωτικός νόμος α.ν. 389/1968.

[56] Για την έννοια του πρόσφυγα βλ ενδεικτικά μεταξύ πολλών Νάσκου-Περράκη, Το νομικό καθεστώς των προσφύγων στη διεθνή και ελληνική έννομη τάξη. Η Σύμβαση της Γενεύης του 1951 περί του καθεστώτος των προσφύγων, 1991, A. Grahl-Madsen, The Status of Refugees in International Law, Vol. I. 1966, Vol. II. 1972, A.Zimmerman (ed), The 1951 Convention relating to the Status of Refugees and its Protocol: A Commentary, Oxford 2011.

[57] Υπονοείται «ιθαγένεια». Οι όροι ‘υπηκοότητα’ και ‘ιθαγένεια’, ως γνωστόν, συμπίπτουν. Βλ. σχετικά Ζ. Παπασιώπη-Πασιά, Ιθαγένεια-Υπηκοότητα. Δύο όροι με μονοσήμαντο περιεχόμενο. Η ελληνική ιθαγένεια. Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια, ΕπΕπΔΣΘ 1992. 35 επ.
Στην έννοια συνεπώς του πρόσφυγα, όπως εμφαίνεται από την ενλόγω διάταξη της Σύμβασης της Γενεύης, περιλαμβάνεται και ο ανιθαγενής.

[58] Και ως τέτοιοι θεωρούνται όσοι, από τη στιγμή που εισήλθαν νόμιμα ή παράνομα σε μία χώρα ζητώντας πολιτικό άσυλο, αναγνωρίστηκαν στη συνέχεια ως πρόσφυγες σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης της Γενεύης και, επομένως, απολαμβάνουν των δικαιωμάτων που η ενλόγω Σύμβαση παρέχει σε αυτούς.

[59] Πρόκειται για ‘επί τόπου πρόσφυγες’ δηλαδή, για άτομα τα οποία μία δεδομένη στιγμή βρέθηκαν σε κάποια χώρα, αλλά λόγω γεγονότων που επήλθαν στο μεταξύ στη χώρα της καταγωγής τους ή στη χώρα όπου προηγουμένως διέμεναν μόνιμα, δεν μπορούν να επιστρέψουν σε αυτήν γιατί εάν επιστρέψουν υπάρχει φόβος να διωχθούν είτε για τις πολιτικές τους πεποιθήσεις είτε για έναν από τους υπόλοιπους λόγους που αναφέρονται στη Σύμβαση της Γενεύης.

[60] Πρόκειται για άτομα που δεν έχουν αναγνωρισθεί ως πρόσφυγες -σύμφωνα με την έννοια της Σύμβασης της Γενεύης- αλλά είτε έχει απορριφθεί από τις αρμόδιες αρχές το αίτημά τους για αναγνώριση της προσφυγικής τους ιδιότητας -συνεχίζει όμως να υπάρχει φόβος για τη ζωή τους εάν επιστρέψουν σε αυτήν- είτε εγκατέλειψαν τη χώρα τους για λόγους όχι φόβου δίωξης αλλά λόγω εμπόλεμων καταστάσεων, είτε τέλος, δεν υπέβαλαν αίτημα για να αναγνωριστούν ως πρόσφυγες επειδή ακριβώς φοβούνται μήπως διωχθούν οι στενοί συγγενείς τους που βρίσκονται στη χώρα την οποία εγκατέλειψαν.

[61] Δηλαδή ‘πρόσφυγες σε τροχιά’. Πρόκειται για άτομα τα οποία δεν καταφέρνουν σε καμία χώρα να γίνουν δεκτοί, με άμεση συνέπεια να περιφέρονται συνεχώς από τη μία χώρα στην άλλη έως ότου κάποια χώρα τους χορηγήσει πολιτικό άσυλο ή κάποια οργάνωση τους βοηθήσει να μεταναστεύσουν αλλού. Πρόκειται για κατηγορία, που έχει μάλλον εκλείψει, τουλάχιστον στις χώρες της Ε.Ε. οι οποίες ανήκουν στις Συμφωνίες Σένγκεν, λόγω αρχικά της υπογραφής από τα τότε κράτη-μέλη της Σύμβασης του Δουβλίνου του 1991 και σήμερα πλέον του Κανονισμού 343/2003 (γνωστού ως Δουβλίνο ΙΙ).

[62] Βλ. (α) το π.δ. 96/2008 για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 για τη θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους και (β) το π.δ. 114/2010 για την καθιέρωση ενιαίας διαδικασίας αναγνώρισης σε αλλοδαπούς και ανιθαγενείς του καθεστώτος του πρόσφυγα ή δικαιούχου επικουρικής προστασίας σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου «σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα».

[63] Με την αυτό περιεχόμενο για την έννοια του δικαιούχου επικουρικής προστασίας και η διάταξη του άρθρου 2 περίπτ. ε΄ του π.δ. 96/2008.

[64] Μία βλάβη που, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 15 του π.δ. 96/2008, ‘συνίσταται σε: α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος στη χώρα καταγωγής του ή γ) σοβαρή προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης’.

[65] Βλ. σχετικές σκέψεις Ζ. Παπασιώπη-Πασιά, ΄Αρθρο 30 ΑΚ σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας. Ερμηνεία κατ’ άρθρο. Ι Γενικές Αρχές 20122 (υπό έκδοση).

[66] ΄Οπου το μεν Κεφάλαιο Β΄(άρθρα 4-8) αναφέρεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες χορηγείται στον αιτούντα το καθεστώς επικουρικής προστασίας, το δε Κεφάλαιο Ε΄(άρθρα 15-17) αναφέρεται στην αναγνώριση ενός προσώπου ως δικαιούχου αυτού του είδους της διεθνούς προστασίας, με κυρίαρχη διάταξη αυτήν του άρθρου 15, στην οποία και παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 2 περίπτ. η΄ του π.δ. 114/2010.

[67] Μάλιστα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 28 του Π.Δ. 114/2010, που αναφέρεται ειδικότερα στη χορήγηση αδειών διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, τα άτομα στα οποία έχει χορηγηθεί αυτό το καθεστώς εξομοιώνονται με αυτά των δικαιούχων επικουρικής προστασίας. Αφορά άτομα των οποίων οι αρμόδιες αρχές απέρριψαν το αίτημά τους για διεθνή προστασία, πλην όμως σοβαροί λόγοι οδηγούν τις αρχές να τους χορηγήσουν άδεια διαμονής αυτού του είδους.

[68] Κάτι που εμφαίνεται και από το Προοίμιο της ίδιας της Σύμβασης του 1954 για το καθεστώς των ανιθαγενών.

[69] Με μία επισήμανση σχετικά με τους παλαιστίνιους, όταν φυσικά αυτοί δεν έχουν την ιθαγένεια του Ισραήλ και παραμένουν χωρίς ιθαγένεια στη χώρα όπου διαμένουν. Οι παλαιστίνιοι πρόσφυγες αποτελούν ειδική κατηγορία προσφύγων, επειδή εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης της Γενεύης για τους πρόσφυγες μόνο στην περίπτωση που ζουν εκτός των περιοχών δράσης του Γραφείου Αρωγής και ΄Εργων των Ηνωμένων Εθνών για τους Παλαιστίνιους Πρόσφυγες στην Εγγύς Ανατολή (UNRWA).
Το γραφείο της UNRWA ιδρύθηκε το 1948 με σκοπό την ανακούφιση όσων παλαιστινίων είχαν αναγκαστεί να μετακινηθούν όταν είχε ιδρυθεί το κράτος του Ισραήλ και η εντολή του ανανεώνεται ανά τριετία, ενώ στη ζώνη των επιχειρήσεών του περιλαμβάνονται ο Λίβανος, η Συρία, η Ιορδανία, η Δυτική ΄Οχθη (συμπεριλαμβανομένης της ανατολικής Ιερουσαλήμ) και η Λωρίδα της Γάζας.
Ενόψει του ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1Δ της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 η Σύμβαση αυτή δεν εφαρμόζεται «επί προσώπων που απολαύουν προστασίας ή συνδρομής παρεχομένης ουχί υπό του Υπάτου Αρμοστού των Ηνωμένων Εθνών δια τους πρόσφυγας αλλά εκ μέρους ετέρου οργάνου ή Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών» όσοι παλαιστίνιοι, συνακόλουθα, απολαμβάνουν της προστασίας της UNRWA αυτοί δεν εμπίπτουν στη ρυθμιστική ενέργεια της Σύμβασης της Γενεύης για το νομικό καθεστώς των προσφύγων μια και προστατεύονται απευθείας από την UNRWA.

[70] Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ 3328/2011 (Τμ. Δ΄), η οποία με πολύ σωστές σκέψεις και σωστή αιτιολογία ακυρώνει την πράξη του Γεν.Γραμματέα του τότε Υπουργείου Δημόσιας Τάξης για απόρριψη του αιτήματος του αιτούντος για την εξ’ υπαρχής εξέταση της αίτησης ασύλου του και επικουρικώς τη χορήγηση σε αυτόν άδειας παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους καθώς και κάθε άλλη πράξη της Διοίκησης με την οποία διατάσσετο η απέλασή του από τη χώρα. Το ΣτΕ δέχτηκε πως η αφαίρεση από το τουρκικό κράτος της ιθαγένειας του αιτούντος ενόσω ο τελευταίος έλειπε από τη χώρα του τον κατέστησε ανιθαγενή και για το λόγο αυτό, εξαιτίας του φόβου που υπάρχει για τη ζωή του εφόσον επιστρέψει στην Τουρκία, καθώς και για το ανέφικτο της απέλασής του, θα πρέπει η υπόθεσή του να αναπεμφθεί στη Διοίκηση προκειμένου να εξεταστεί εξ’ υπαρχής το αίτημά του. Μάλιστα, το Δικαστήριο προχωρά ακόμη πιο πέρα ορίζοντας πως η Διοίκηση, αφού πρώτα εξετάσει το αίτημα ασύλου του αιτούντος -κατά τις διατάξεις του π.δ. 114/2010- όπως και το εάν συντρέχουν στο πρόσωπό του λόγοι αποκλεισμού από το καθεστώς του πρόσφυγα, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1ΣΤ της Σύμβασης της Γενεύης ενόψει της φύσεως των αδικημάτων που φέρεται ο αιτών να έχει διαπράξει, η Διοίκηση οφείλει, στην περίπτωση που η ίδια κρίνει -κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 14§4 του π.δ. 96/2008- να εξετάσει τη δυνατότητα χορήγησης σε αυτόν άδειας παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. Η ενλόγω απόφαση του ΣτΕ καθίσταται, μάλιστα, ακόμη πιο ενδιαφέρουσα από το γεγονός του ότι, προς επίρρωση των συλλογισμών της, παραπέμπει και σε αντίστοιχες αποφάσεις ξένων δικαστηρίων (όπως στην απόφαση της 26.2.2009 του Ομοσπονδιακού διοικητικού δικαστηρίου της Γερμανίας, ή στις αποφάσεις της 2.4.2009 και της 31.7.2007 του Εφετείου της Αγγλίας και Ουαλίας) που αποφαίνονται ότι η έκπτωση/αφαίρεση της ιθαγένειας από ένα πρόσωπο μπορεί να συνιστά δίωξη κατά την έννοια της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.

[71] Η συγκεκριμένη ρύθμιση συμπίπτει με αυτήν που υιοθετεί και η όμοιας αρίθμησης διάταξη του άρθρου 12§1 της Δ.Σ. του 1954 για τους ανιθαγενείς, ενώ αμφότερες συμπίπτουν με τη διάταξη του άρθρου 30 ΑΚ, που αναφέρεται στο εφαρμοστέο δίκαιο στην περίπτωση που ελλείπει ιθαγένεια από ένα άτομο, δηλαδή στους ανιθαγενείς. (Σχετικά με το περιεχόμενο αφενός των όρων ‘κατοικία’ και ‘διαμονή’ που υιοθετούνται από τα δύο ως άνω διεθνή συμβατικά κείμενα και αφετέρου των όρων ‘συνήθης διαμονή’ και ‘απλή διαμονή’ που υιοθετούνται από τη διάταξη του άρθρου 30 ΑΚ και της μη ουσιαστικής διαφοράς μεταξύ τους βλ. Ζ. Παπασιώπη-Πασιά, ΄Αρθρο 30 ΑΚ (ό.π.).

[72] Βλ. την ΜονΠρΣάμου (εκούσ.) 178/2008 δημοσιευμένη σε ΕΔΠΑ 2008.83 επ. και σε ΕΜΔ τεύχος 4ο σ. 66επ., σχετικά με το διορισμό επιτρόπου για ανήλικο ασυνόδευτο αιτούντα άσυλο, που στερείτο ταξιδιωτικών εγγράφων. Το δικαστήριο σωστά εφάρμοσε το ελληνικό δίκαιο, κατ΄επιταγή της διάταξης του άρθρου 12§1 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για τους πρόσφυγες, ως το δίκαιο της κατοικίας του ασυνόδευτου ανηλίκου μια και έλλειπε η δυνατότητα προσδιορισμού της ιθαγένειάς του. Στην περίπτωση αυτή η ιδιότητα του πρόσφυγα προέχει της ανιθαγένειας, όπως και η ιδιότητα του ανήλικου (ασυνόδευτου).

[73] Δεν είναι δηλαδή υπήκοος-κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης και δεν έχει επομένως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 20 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 17 της ΣΕΚ), την «ευρωπαϊκή ιθαγένεια».

[74] Πρόκειται για πολύ σημαντική ρήτρα που συνήθως εφαρμόζεται στους αλλοδαπούς υπηκόους τρίτων χωρών στην περίπτωση που, ενώ αυτοί διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα, κάποια επαγγέλματα είναι απαγορευτικά να ασκηθούν από αυτούς, εκτός εάν υπάρχει η ρήτρα της αμοιβαιότητας είτε στον ίδιο τον ελληνικό νόμο που ρυθμίζει το υπό κρίση επάγγελμα είτε σε Διμερή Σύμβαση μεταξύ της Ελλάδας και της χώρας της ιθαγένειάς τους. Συνήθως η ρήτρα της αμοιβαιότητας έχει την έννοια ότι για να αναγνωρίσει η ημεδαπή πολιτεία ένα δικαίωμα στους αλλοδαπούς θα πρέπει η πολιτεία του συγκεκριμένου αλλοδαπού να αναγνωρίζει αντίστοιχο δικαίωμα και στους ημεδαπούς που ζουν στο έδαφός της (Περισσότερα για τη ρήτρα αυτή βλ. Δ. Ευρυγένη, Περί «διπλωματικής» και «νομοθετικής» αμοιβαιότητος, Αρμ. 1959.757 επ., Κ. Μπακογιάννη, Ζητήματα ελέγχου της αμοιβαιότητας ως όρου εφαρμογής των διμερών διεθνών συμβάσεων με αφετηρία την ΣτΕ 2280/1990, ΕΔΔΔ 1993.41 επ., Ε. Τροβά, Ο δικαστικός έλεγχος της αμοιβαιότητας, της εφαρμογής των γενικών παραδεδεγμένων κανόνων του διεθνούς δικαίου και των Διεθνών Συμβάσεων κατά το άρθρο 28§1 και 3 του Συντάγματος 1975, ΕΔΔΔ 1991. 348επ.). Οι ανιθαγενείς, όπως και οι πρόσφυγες, απαλλάσσονται από τη ρήτρα αυτή. (Παπασιώπη-Πασιά, Δίκαιο Καταστάσεως Αλλοδαπών, 20073 σ. 40 επ.).

[75] Ταξιδιωτικά έγραφα χορηγούνται στους ανιθαγενείς από τις αρχές της χώρας όπου αυτοί διαμένουν, προκειμένου να επιτραπεί σε αυτούς να ταξιδεύουν εκτός του εδάφους της χώρας υποδοχής, μια και δεν μπορούν από οποιαδήποτε άλλη χώρα να εφοδιαστούν με παρόμοια έγγραφα ενόψει του ότι καμία χώρα δεν τους αναγνωρίζει ως πολίτες της (άρθρο 28 ν.139/1975). Το αυτό συμβαίνει και με τη δυνατότητα που η Διεθνής αυτή Σύμβαση τους δίνει για τον εφοδιασμό τους με έγγραφα ταυτότητας από τη χώρα όπου διαμένουν (άρθρο 27 ν.139/1975).

[76] Βλ. την 14η από τις 20 κατευθυντήριες αρχές της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης για την απέλαση των αλλοδαπών, που υιοθετήθηκαν με βάση τη Σύσταση 1547 (2002) της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης της Ευρώπης για τις διαδικασίες απέλασης με σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου και για την εκτέλεσή τους σε συνθήκες ασφάλειας και αξιοπρέπειας. Η 14η αρχή αφορά την Ανιθαγένεια. [Τις 20 κατευθυντήριες αυτές αρχές βλ. σε ελληνική απόδοση Ε. Καλαντζή, σε ΕΔΠΑ 2005 σ. 154 επ. (14η αρχή: Ανιθαγένεια σ. 193 επ.) ].

[77] Βλ. άρθρο 33 Σύμβασης της Γενεύης για το νομικό καθεστώς των προσφύγων.

[78] Βλ. τη ρήτρα της διάταξης του άρθρου 32 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.

[79] Όπως ο κούρδος του παραδείγματος που αναφέρεται παραπάνω στη σημείωση 5.

[80] Βλ. σχετικές προτάσεις στο εγχειρίδιο για τους βουλευτές: ‘Nationality and Statelessness. A Handbook for Parliamentarians’(ό.π. σ. 28 επ.).

[81] «Οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται αναλόγως και στους ανιθαγενείς».

[82] Βλ. παραπάνω το κείμενο και τις υποσημειώσεις που παρατίθενται υπό το ΙV.

[83] Βλ. την απόφαση του ΔΕΚ (τμήμα μείζονος συνθέσεως της 17ης Ιουνίου 2010, Ν.Β. κατά Bevándorlási és Allampolgársági Hivatal (Ν.Β. κατά της Ουγγρικής Υπηρεσίας Μετανάστευσης) σχετικά με το αίτημα αναγνώρισης του καθεστώτος πρόσφυγα βάσει του άρθρου 1 Δ της Σύμβασης της Γενεύης σε παλαιστίνια ανιθαγενή, η οποία αν και δυνάμενη να εγγραφεί στο UNRWA, διαμένει εντούτοις εκτός της ζώνης επιχειρήσεων του Οργανισμού αυτού. Το ΔΕΚ αποφάσισε ότι «κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 12§1 της Οδηγίας 2004/83/ΕΚ για τη θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους, ένα πρόσωπο απολαύει της προστασίας ή συνδρομής οργάνου των Ηνωμένων Εθνών εκτός της ΄Υπατης Αρμοστείας των Η.Ε. για τους Πρόσφυγες, όταν το πρόσωπο αυτό τυγχάνει όντως της ενλόγω προστασίας ή συνδρομής».

[84] ΄Όπως (α) το π.δ. 96/2008 για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 για τη θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους και (β) το π.δ. 114/2010 για την καθιέρωση ενιαίας διαδικασίας αναγνώρισης σε αλλοδαπούς και ανιθαγενείς του καθεστώτος του πρόσφυγα ή δικαιούχου επικουρικής προστασίας σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα.

[85] «Τα συμβαλλόμενα μέρη θα παρέχουν εις τους ανιθαγενείς την αυτήν ως και εις τους ημεδαπούς μεταχείρισιν, εις ότι αφορά την στοιχειώδη εκπαίδευσιν», όπως ορίζει η διάταξη του άρθρου 22§1 του ν. 139/1975.

[86] Στα θέματα εργασίας, όπως και σε εκείνα της κοινωνικής ασφάλισης η διάταξη του άρθρου 24 του ως άνω κυρωτικού νόμου προβλέπει για τους διαμένοντες στη χώρα ανιθαγενείς ίδια μεταχείριση με αυτήν των ημεδαπών. Στους ανιθαγενείς προβλέπεται επίσης και η δυνατότητα άσκησης από αυτούς άμισθων και ελεύθερων επαγγελμάτων (βλ. άρθρα 18 και 19 ν.139/175) με την σημείωση ότι αυτοί «τυγχάνουν μεταχείρισιν όσον το δυνατόν ευνοϊκή, εν πάσει περιπτώσει, μεταχείρισιν ουχί ολιγώτερον ευνοϊκήν της παρεχομένης, υπό τας αυτάς συνθήκας, εις τους αλλοδαπούς εν γένει».

[87] Βλ. τη διάταξη των άρθρων 71-72 ν. 3386/2005, όπως ισχύει.

[88] Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5§1 δ΄ ΚΕΙ (ν. 3284/2005, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με το ν. 3838/2010), για τον ανιθαγενή –όπως άλλωστε και για τον αναγνωρισμένο πρόσφυγα- η απαιτούμενη χρονική προϋπόθεση της επταετούς νόμιμης διαμονής αυτού στην Ελλάδα περιορίζεται σε τρία χρόνια προτού αυτός μπορέσει να υποβάλει αίτηση για την πολιτογράφησή του.

[89] Με τη διάταξη του άρθρου 58§2 α΄ εδ. β΄ αυτού.

[90] ΄Αρθρο 15 ΟΔΔΑ «1. Παν άτομο δικαιούται μιας ιθαγένειας. 2. Ουδείς δύναται να στερηθεί αυθαιρέτως της ιθαγένειάς του ούτε του δικαιώματος της μεταβολής της ιθαγένειας».

[91] Η αρχή αυτή στο ελληνικό δίκαιο αποτυπώνεται στη διάταξη του άρθρου 29 ΑΚ «η απόκτηση και η απώλεια από ένα πρόσωπο της ιθαγένειας μιας πολιτείας ρυθμίζεται από το δίκαιο της πολιτείας αυτής».

[92] Βλ. Χ. Παπαστυλιανού, Η απονομή και αφαίρεση ιθαγένειας ως κυριαρχικό «δικαίωμα» του κράτους στον ευρωπαϊκό συνταγματικό χώρο: Οι πρόσφατες νομολογιακές εξελίξεις, www.constitutionalism.gr / άρθρα, ΄Ομιλος Αριστόβουλου Μάνεση.

[93] Απόφαση της 6ης Απριλίου 1955, όπου κρίθηκε η ανάγκη ύπαρξης γνήσιου δεσμού μεταξύ κράτους ιθαγένειας και πολίτη. Για την απόφαση αυτή βλ. αντί άλλων Δ. Ευρυγένη, Διεθνές Δίκαιον και Ιθαγένεια, Αρμ. 1958.441 επ., S. Bastid, L’affaire Nottebohm devant la Cour Internationale de Justice, RevCrit.1956.607επ.

[94] Για την απόφαση αυτή βλ. μεταξύ άλλων D. Kochenovεπ, H.van Eijken, European Citizenship and the Competence of Member States to Grant and Withdraw the Nationality of their Nationals, in MERKOURIOS 2011 (Vol.27). 65επ., Case C-135/08, Janko Rottman v. Freistaat Bayern, Judgment of March 2010 (Grand Chamber), in CMLR 2010 (Vol. 47), N. Cambien, Case C-135/08, Janko Rottman v. Freistaat Bayern, in ColJEur.L 2011 (Vol.17).375

[95] «Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει κατά πόσον η απόφαση ανάκλησης (της πολιτογράφησης) τηρεί την αρχή της αναλογικότητας, όσον αφορά τις συνέπειές της για τον ενδιαφερόμενο από την άποψη του δικαίου της ΄Ενωσης, πέρα από την ενδεχομένως αναγκαία εξέταση της αναλογικότητας της απόφασης αυτής από την άποψη του εθνικού δικαίου. Κατά συνέπεια, με δεδομένη τη σημασία που προσδίδει το πρωτογενές δίκαιο στην ιδιότητα του πολίτη της ΄Ενωσης, πρέπει, κατά την εξέταση των αποφάσεων ανάκλησης της πολιτογράφησης, να λαμβάνονται υπόψη οι συνέπειες που έχει ενδεχομένως η οικεία απόφαση για τον ενδιαφερόμενο και γα τα μέλη της οικογένειάς του, όσον αφορά την απώλεια των δικαιωμάτων που απονέμονται σε κάθε πολίτη της ΄Ενωσης, και να εξακριβώνεται, μεταξύ των άλλων αν η απώλεια αυτή είναι δικαιολογημένη σε σχέση με τη βαρύτητα της παράβασης που έχει τελέσει ο ενδιαφερόμενος, με τον χρόνο που έχει παρέλθει μεταξύ της απόφασης πολιτογράφησης και της απόφασης ανάκλησής της και με τη δυνατότητά του να ανακτήσει την αρχική του ιθαγένεια».

[96] Αν και, από τις πληροφορίες που έχουμε, οι περισσότεροι την έχουν πλέον ανακτήσει.