Η μεταρρύθμιση της ανώτατης εκπαίδευσης υπό το πρίσμα των συνταγματικών εγγυήσεων της ακαδημαϊκής ελευθερίας
Είναι γνωστό ότι η μεταρρύθμιση της ανώτατης εκπαίδευσης αποτέλεσε μια από τις πλέον προσφιλείς εξαγγελίες των εκάστοτε κυβερνήσεων της μεταπολιτευτικής περιόδου. Ωστόσο, το μόνο σημαντικό εγχείρημα για τα πανεπιστημιακά μας πράγματα, με τα θετικά και τα αρνητικά του, ήταν αυτό του 1982. Έκτοτε αναλήφθηκαν πολλές σχετικές πρωτοβουλίες, οι οποίες όμως αποδείχθηκαν είτε ατελέσφορες, είτε ατυχείς, είτε κατώτερες των περιστάσεων. Το αποτέλεσμα ήταν να επιβιώσει με μικρές αλλαγές, έως την ψήφιση του ισχύοντος νόμου 4009/2011, ένα θεσμικό πλαίσιο που συν τω χρόνω αποδεικνυόταν όλο και πιο παρωχημένο, όλο και πιο προβληματικό και, ιδίως, όλο και πιο αναντίστοιχο με τις προκλήσεις των καιρών.
Το αίτημα λοιπόν για την μεταρρύθμιση της Ανώτατης Εκπαίδευσης ήταν ώριμο και σε αυτό νομίζω ότι συμφωνούσαν σχεδόν όλοι στον χώρο του Πανεπιστημίου, συμπεριλαμβανομένων, και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, τόσο της Συνόδου των Πρυτάνεων όσο και της ΠΟΣΔΕΠ. Εδώ λοιπόν ανακύπτει το ερώτημα: Ανταποκρίθηκε ο νέος νόμος για τα Πανεπιστήμια στις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί;
Προσωπικά πιστεύω ότι στην αρχική πολιτική προσέγγιση του υπουργείου απέναντι στα Πανεπιστήμια υπήρχαν κάποια θετικά σημεία, τόσο στο επίπεδο της διάγνωσης των προβλημάτων όσο και στο επίπεδο της αγαθότητας των προθέσεων. Ωστόσο, και επειδή όπως είναι γνωστό ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με αγαθές προθέσεις, το νομοθετικό αποτέλεσμα αποδείχθηκε εν πολλοίς απογοητευτικό. Η σημερινή συζήτηση, βέβαια, εστιάζεται, κατ’αρχήν, στα συνταγματικά προβλήματα του συγκεκριμένου νόμου, και σε αυτά, προεχόντως, προτίθεμαι να αναφερθώ. Πριν όμως από μια τέτοια προσέγγιση, επιτρέψτε μου να προτάξω κάποιες γενικότερες κριτικές σκέψεις:
Ποιες είναι, άραγε, οι προϋποθέσεις για την επιτυχία μιας μεταρρύθμισης της ανώτατης εκπαίδευσης;
Πρώτη προϋπόθεση είναι αναμφίβολα ο σεβασμός του συνταγματικού πλαισίου, διότι –πέραν των άλλων– μια τυχόν δικαστική εμπλοκή μπορεί να την εκτροχιάσει συνολικά. Επ’αυτού, όμως θα επανέλθω.
Δεύτερη προϋπόθεση είναι ο σεβασμός της πανεπιστημιακής μας παράδοσης, η οποία δεν είναι, συλλήβδην, ούτε απορριπτέα ούτε αμελητέα, όπως δυστυχώς φαίνεται να υπονοείται από τις έως τώρα κινήσεις του υπουργείου. Καμία μείζων αλλαγή δεν μπορεί να γίνει εν κενώ, σαν συνολική και μηδενιστική άρνηση του παρελθόντος. Η μόνη τομή που μπορεί όντως να αποδειχθεί πρόσφορη και αποτελεσματική είναι μια τομή που θα είναι μεν ριζική αλλά παράλληλα θα κινείται μέσα στην συνέχεια της πανεπιστημιακής μας παράδοσης.
Τρίτη προϋπόθεση είναι ο προοδευτικός χαρακτήρα της μεταρρύθμισης. Αυτό όμως δεν σημαίνει την άκριτη και μηχανιστική προσαρμογή των πανεπιστημιακών μας πραγμάτων στα «σύγχρονα δεδομένα», τα οποία στις θέσεις του Υπουργείου παρουσιάζονται περίπου σαν θέσφατα με ισχύ φυσικού νόμου. Το προοδευτικό, αντίθετα με το απλώς σύγχρονο, σημαίνει πρώτα και πάνω απ’όλα την προσεκτική διήθησή των σημερινών δεδομένων, εθνικών και διεθνών, και την κριτική αντιστοίχηση προς αυτά, με πολλαπλά κριτήρια, τα οποία πρέπει προεχόντως να κινούνται γύρω από το δημόσιο συμφέρον και τον ουμανιστικό χαρακτήρα της ανώτατης παιδείας.
Τέταρτη προϋπόθεση, είναι η προσεκτική και σταδιακή προώθηση των αλλαγών, με προεξάρχουσες αυτές που είναι ώριμες στο επίπεδο συνείδησης της πανεπιστημιακής κοινότητας. Κι αυτό γιατί, σε διαφορετική περίπτωση, απλώς επαναλαμβάνεται αυτό που συνέβη πολλές φορές στο παρελθόν: να συσπειρώνονται εναντίον της μεταρρύθμισης, ταυτόχρονα, όλοι οι φορείς της ανώτατης εκπαίδευσης, ακόμη και αν συμφωνούν με πολλές επιμέρους πτυχές της.
Ας έρθουμε όμως και στο συνταγματικό πλαίσιο, στο οποίο επικεντρώνονται οι μεγαλύτερες επιφυλάξεις μου:
Αρχίζω από μια γενική παρατήρηση. Αρκετοί θεωρούν –άλλοι καλοπροαίρετα και άλλοι υποβολιμαία– ότι το μείζον πρόβλημα για τη δυσπραγία του Πανεπιστημίου είναι το Σύνταγμα, στην αναθεώρηση του οποίου εναποθέτουν πολλές ελπίδες. Προσωπικά δεν συμμερίζομαι αυτήν την άποψη, διότι φοβούμαι ότι –ανεξαρτήτως προθέσεων– η εισβολή του «ιδιωτικού» στο Πανεπιστήμιο θα γίνει, όπως και σε άλλες αντίστοιχες καταστάσεις (πχ Ραδιοτηλεόραση), με όρους Far West, δηλαδή με αποκλειστικό κριτήριο το άμεσο και εύκολο κέρδος, χωρίς κανόνες και χωρίς αρχές. Εξ άλλου πιστεύω ότι και με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο θα μπορούσε να επιτευχθεί πολύ μεγαλύτερη ευελιξία αλλά και να λειτουργήσουν στη χώρα μας εναλλακτικές εκδοχές μιας μη κερδοσκοπικής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, αρκεί βέβαια να πρόκειται για σοβαρές εκδοχές και όχι για αναβαθμισμένα ΙΕΚ…
Εν πάση περιπτώσει, πάντως, πέρα από την άποψη που μπορεί να έχει κανείς για την αναθεώρηση του Συντάγματος –και κάθε άποψη είναι βεβαίως σεβαστή– το συνταγματικό πλαίσιο σήμερα είναι δεδομένο και δεν επιτρέπει ούτε βολονταρισμούς ούτε λεονταρισμούς. Η κομβική δε επιλογή αυτού του πλαισίου, σε σχέση με το ζήτημα που εξετάζουμε, δεν είναι άλλη παρά η ακαδημαϊκή ελευθερία, με την συγκεκριμένη κατοχύρωση και τις συγκεκριμένες εγγυήσεις της. Η άποψή μου, δε, στο σημείο αυτό, και θα την πω χωρίς περιστροφές, είναι ότι ο νομοθέτης διέπραξε βαρύ συνταγματικό ατόπημα με την ψήφιση του νέου νόμου για τα Πανεπιστήμια, διότι παραβίασε ευθέως τις συνταγματικές εγγυήσεις της ακαδημαϊκή ελευθερίας.
Ας δούμε όμως τα πράγματα πιο συγκεκριμένα:
1. Η αφετηρία της συνταγματικής προστασίας του Πανεπιστημίου είναι αναμφίβολα η ακαδημαϊκή ελευθερία. Η ελευθερία αυτή έχει την εξής ιδιαιτερότητα: δεν είναι μια ακόμη ελευθερία αλλά αποτελεί την πλέον προωθημένη εκδοχή άλλων, συνταγματικά κατοχυρωμένων, ελευθεριών. Όπως είναι γνωστό, το Σύνταγμα κατοχυρώνει, στο άρθρο 16, την ελευθερία της επιστήμης, της έρευνας και της διδασκαλίας. Παράλληλα όμως κατοχυρώνει, ως αυτοτελή ελευθερία, την ακαδημαϊκή ελευθερία, που συμπεριλαμβάνει όλες τις προαναφερθείσες, όπως ισχύουν όμως μέσα στον ακαδημαϊκό χώρο. Με άλλα λόγια, το Σύνταγμα παρέχει μια ξεχωριστή και θεσμικά διακριτή προστασία για τις ελευθερίες της επιστήμης, της έρευνας και της διδασκαλίας, όταν αυτές έχουν ως πεδίο αναφοράς το Πανεπιστήμιο.
Η ιδιαιτερότητα αυτής της προστασίας, ειδικότερα, εντοπίζεται σε τρία σημεία:
πρώτον στην ευρύτητα του κύκλου των υποκειμένων αυτών των ελευθεριών,
δεύτερον στην προστατευτική εμβέλειά τους καθευατήν και
τρίτον στις ιδιαίτερες εγγυήσεις με τις οποίες περιβάλλονται.
Ειδικότερα:
Υποκείμενα, ή αλλιώς φορείς, της ακαδημαϊκής ελευθερίας στον χώρο του Πανεπιστημίου δεν είναι μόνον οι εκπαιδευτικοί –είτε ως διδάσκοντες είτε ως ερευνητές– αλλά και οι διδασκόμενοι. Η ακαδημαϊκή ελευθερία είναι η έκφραση του ακαδημαϊκού αυτοκαθορισμού, που αφορά αδιακρίτως όλα τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας. Αφορά δηλαδή πρωτογενώς και εξ ίσου (δηλαδή ούτε κατά παραχώρηση ούτε εξ αντανακλάσεως) και τους φοιτητές, οι οποίοι, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να θεωρηθούν απλώς χρήστες –πολλώ δε μάλλον πελάτες– των σχετικών εκπαιδευτικών υπηρεσιών, όπως τους θέλουν κάποιες γνωστές ιδεολογικοπολιτικά φορτισμένες προσεγγίσεις (στις οποίες δυστυχώς προσχωρούν συχνά, ελαφρά τη καρδία, και κάποιοι καλόπιστοι συνάδελφοι, στην προσπάθειά τους να φανούν «σύγχρονοι»…).
Το περιεχόμενο των ελευθεριών της επιστήμης της έρευνας και της διδασκαλίας είναι σαφώς ευρύτερο όταν αυτά καλύπτονται από την ακαδημαϊκή ελευθερία. Η συνταγματική προστασία των πανεπιστημιακών κινείται σε εντελώς διαφορετικό επίπεδο από εκείνη τόσο των διδασκόντων στην στοιχειώδη και την μέση εκπαίδευση, ως προς την διδασκαλία, όσο και των ερευνητών και επιστημόνων που απασχολούνται σε άλλους χώρους, είτε του δημόσιου είτε του ιδιωτικού τομέα. Πολύ δε μεγαλύτερη είναι η συνταγματική προστασία των φοιτητών, έναντι των μαθητών της στοιχειώδους και της μέσης εκπαίδευσης.
2. Το σημαντικότερο όμως στοιχείο που διαφοροποιεί την ακαδημαϊκή ελευθερία είναι οι εγγυήσεις με τις οποίες την περιβάλλει το Σύνταγμα. Πρόκειται για δύο αλληλένδετες και αλληλοσυμπληρούμενες εγγυήσεις, που αναφέρονται πρώτον στο αυτοδιοίκητο των ΑΕΙ και δεύτερον στο πανεπιστημιακό άσυλο.
α. Σύμφωνα με το Σύνταγμα η διοίκηση των ΑΕΙ ασκείται από νπδδ πλήρως αυτοδιοικούμενα. Η αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ νοείται ως καθ’ύλην αυτοδιοίκηση, η οποία είναι εξ ίσου ευρεία με την κατά τόπον (δηλαδή την τοπική) αυτοδιοίκηση. Βασικό χαρακτηριστικό και των δύο είναι αφ’ενός η διοικητική αυτοτέλεια και η δημοκρατική νομιμοποίηση των οργάνων τους και αφ’ετέρου η μεγάλη διακριτική ευχέρεια που διαθέτουν ως προς την διαχείριση των ιδίων υποθέσεων. Με άλλα λόγια, η αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ είναι η προέκταση, σε διοικητικό επίπεδο, του ακαδημαϊκού αυτοκαθορισμού και συνεπάγεται δημοκρατική οργάνωση και λειτουργία, ως απαρέγκλιτη προϋπόθεση και συνάμα εγγύηση αυτού του αυτοκαθορισμού, που αφορά εξ ίσου, θυμίζουμε, όλα τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας.
Στον δέκατο ένατο αιώνα συναντούμε έναν πολύ ωραίο ορισμό για την τοπική αυτοδιοίκηση: «διοίκησις του τόπου δια του τόπου». Παραφράζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι «πλήρης αυτοδιοίκηση», εν προκειμένω, σημαίνει πολύ απλά, «διοίκησις του Πανεπιστημίου δια του Πανεπιστημίου». Από αυτό δε συνάγεται, πρώτα και πάνω απ’όλα, ότι τόσο οι αναδεικνύοντες τα όργανα του Πανεπιστημίου όσο και οι αναδεικνυόμενοι σε αυτά πρέπει κατ’αρχήν να ανήκουν στον κύκλο της οικείας ακαδημαϊκής κοινότητας. Αυτό σημαίνει, προεχόντως, με βάση την δημοκρατική αρχή, ανάδειξη με εκλογή, κατ’αρχήν άμεση αλλά ενδεχομένως και έμμεση, στην οποία πρέπει να μπορούν να συμμετέχουν, ως εκλέγοντες και εν μέρει ως εκλεγόμενοι, όλα τα μέλη της ακαδημαϊκής του κοινότητας, και μόνον αυτά (έστω και με σταθμισμένη και, σε τελευταία ανάλυση, με άνιση ψήφο, που θα αναγνωρίζει τον βαρύνοντα ρόλο των διδασκόντων, ως των κύριων φορέων της ακαδημαϊκής ελευθερίας). Παράλληλα, όμως, τίποτε δεν εμποδίζει και άλλους παράλληλους τρόπους ανάδειξης. Θα μπορούσε για παράδειγμα, για ορισμένες θέσεις, να προβλεφθεί κλήρωση, που προσιδιάζει σε μορφές τοπικής δημοκρατίας όπως αυτή του Πανεπιστημίου. Επίσης τίποτε δεν εμποδίζει και την διεξαγωγή ενδοπανεπιστημιακών δημοψηφισμάτων, για ζητήματα που θα κριθεί ότι χρειάζονται ευρύτερη και αμεσότερη δημοκρατική νομιμοποίηση.
Τι είναι αυτό που αντιπαρατίθεται απέναντι σε μια τέτοια μορφή δημοκρατικής νομιμοποίησης; Σε επίπεδο αρχής διατυπώνεται μια κριτική, σωστή σε μεγάλο βαθμό, για την στεγανοποίηση πολλών Πανεπιστημίων από το δημοκρατικό έλεγχο και για παρεκτροπές πάσης φύσεως στην άσκηση των αυτοδιοικητικών λειτουργιών, δηλαδή για ένα –εμφανές πράγματι– έλλειμμα δημοκρατικής ευθύνης. Σε επίπεδο λύσεων, όμως, προκρίθηκαν ρυθμίσεις που είναι κατά βάση ατυχείς, καθώς στην πράξη συνεπάγονται αντικατάσταση της αυτοδιοίκησης από την ετεροδιοίκηση. Διότι τι άλλο σημαίνει η προσπάθεια να μετατοπισθούν τα κέντρα λήψης των αποφάσεων σε εισαγόμενα στην πραγματικότητα όργανα; Τι σημαίνει, ειδικότερα, αφ’ενός η δυνατότητα ανάδειξης ενός «εισαγόμενου» Πρύτανη (που θα γινόταν μάλιστα αυτοδικαίως και καθηγητής κατά την αρχική διατύπωση των προτάσεων), και αφ’ετέρου η «εμφύτευση» στο εσωτερικό του Πανεπιστημίου –ανεξαρτήτως του τρόπου εκλογής του– ενός δισυπόστατου και ερμαφρόδιτου σώματος, του Συμβουλίου, που θα ασκεί τόσο «κυβερνητικές» όσο και αυτοδιοικητικές αρμοδιότητες αλλά και θα αναδεικνύει, δίκην εκλεκτορικού σώματος, τον ως άνω Πρύτανη αλλά και τους Κοσμήτορες; Δεν είναι μια οφθαλμοφανής προσπάθεια θεσμικού bypass της συνταγματικής έννοιας της «πλήρους αυτοδιοίκησης» και άρα παράκαμψης της σχετικής διάταξης του άρθρου 16 Σ; Παράλληλα, όμως, δεν είναι και βαθύτατα υποτιμητικό να θεωρούνται τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, δηλαδή κατά τεκμήριο οι πλέον μορφωμένοι Έλληνες, ακατάλληλοι για να αξιωθούν ολοκληρωμένη δημοκρατική συμμετοχή σε ένα «πλήρως αυτοδιοικούμενο» νομικό πρόσωπο;
Ας σκεφθούμε, για μια στιγμή, μεταφορά αυτής της πρότασης στον –σύστοιχο διοικητικά, όπως είπαμε– χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Τι θα σήμαινε και πως θα αντιμετωπιζόταν η εμφύτευση ενός ανάλογου Συμβουλίου, που θα υποκαθιστούσε εν πολλοίς το Δημοτικό ή Περιφερειακό Συμβούλιο και θα αναδείκνυε έναν «εισαγόμενο» Δήμαρχο ή Περιφερειάρχη;
Ωστόσο, το πλέον παράδοξο είναι ότι πολλές από τις –θεμιτές– επιδιώξεις του υπουργείου θα μπορούσαν να πραγματωθούν χωρίς παραβίαση του Συντάγματος. Τίποτε δεν εμποδίζει, για παράδειγμα, την καθιέρωση μιας αποκεντρωμένης περιφερειακής μονάδας του Υπουργείου, υψηλών προδιαγραφών, που θα αντιστοιχείται με κάθε μεγάλο και βιώσιμο Πανεπιστήμιο (συγχωνευομένων των υπολοίπων) και θα ασκεί τόσο τον έλεγχο νομιμότητας (κατά το πρότυπο του «ελεγκτή νομιμότητας» που καθιέρωσε ο «Καλλικράτης») όσο και τις άλλες ελεγκτικές –και μη αυτοδιοικητικές– αρμοδιότητες, που τώρα επιφυλάσσονται για το Συμβούλιο. Τίποτε δεν εμποδίζει, επίσης, να προσληφθούν στα Πανεπιστήμια, μετά από ανοιχτή προκήρυξη, υψηλόβαθμοι και καλά αμειβόμενοι managers, υψηλών προσόντων, που θα προΐστανται των διοικητικών, οικονομικών και τεχνικών υπηρεσιών τους. Θα μπορούσε μάλιστα να προβλεφθεί ότι αυτοί οι managers, υπό έναν γενικό γραμματέα που θα διορίζεται με τον ίδιο τρόπο, θα αποτελούν ένα ξεχωριστό επιτελικό σώμα διοίκησης, με εκτελεστικές αρμοδιότητες αλλά και με ενδεχόμενη δυνατότητα συμμετοχής τους στη σύγκλητο, χωρίς δικαίωμα ψήφου.
Διότι, βεβαίως, είναι άλλο πράγμα η λήψη των εν ευρεία εννοία «πολιτικών» αποφάσεων για τα Πανεπιστήμια, που ανήκει κατά το Σύνταγμα στις αυτοδιοικητικές αρχές τους, και άλλο η εφαρμογή τους, ως προς την οποία, όπως και ως προς την εφαρμογή των νόμων της πολιτείας, πράγματι χρειάζεται δραστική παρέμβαση και δρακόντειες λύσεις, προκειμένου να βελτιωθεί η ποιότητα και η αποτελεσματικότητα του διοικητικού μηχανισμού τους.
β. Δεύτερη εγγύηση, συναφής με την πρώτη, είναι το πανεπιστημιακό άσυλο. Τι είναι όμως αυτό το τόσο συκοφαντημένο άσυλο και γιατί προστατεύεται; Το άσυλο είναι, πρώτα και πάνω απ’όλα, μια δημοκρατική κατάκτηση που συνδέεται στενά με την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του Πανεπιστημίου, δηλαδή τόσο με την ακαδημαϊκή ελευθερία, την οποία θωρακίζει, όσο και με το αυτοδιοίκητο, το οποίο εξειδικεύει. Ακούγεται συχνά ότι το άσυλο δεν ίσχυε πουθενά στον κόσμο και ότι αποτελούσε ελληνική ιδιαιτερότητα. Αυτό δεν είναι αληθές. Το άσυλο ισχύει σε όλες τις προηγμένες δημοκρατικά χώρες, ως συνταγματικό έθιμο ή ως συνταγματική πρακτική, σύμφωνα με την οποία είτε η αστυνομία δεν μπορεί να εισέλθει στον χώρο του Πανεπιστημίου χωρίς την άδεια των πρυτανικών αρχών είτε η διαφύλαξη της τάξης εντός του πανεπιστημιακού χώρου ανήκει σε σώματα που βρίσκονται υπό τις διαταγές των πρυτανικών αρχών.
Στο σημείο αυτό επιτρέψτε μου έναν παραλληλισμό: το πανεπιστημιακό άσυλο είναι απολύτως παρεμφερές με το άσυλο κατοικίας. Το πρώτο είναι θεσμική εγγύηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας ενώ το δεύτερο είναι θεσμική εγγύηση της ιδιωτικότητας. Υπό αυτή την έννοια, το πανεπιστημιακό άσυλο δεν είναι απλώς άσυλο ιδεών, όπως λέγεται συχνά, διότι αυτή είναι μια πολύ περιοριστική και εν τέλει «συντηρητική» προσέγγιση, ενίοτε ενταγμένη σε μια λογική αμφισβήτησης της ευρύτερης σημασίας του. Το πανεπιστημιακό άσυλο είναι προεχόντως, όπως και το άσυλο κατοικίας, συνταγματική εγγύηση ενός συγκεκριμένου χώρου, ο οποίος προστατεύεται επειδή αποτελεί την βιόσφαιρα συνταγματικά κατοχυρωμένων ελευθεριών. Στην περίπτωση, ειδικότερα, του πανεπιστημιακού ασύλου, αυτό πρέπει να καλύπτει, όπως και το άσυλο κατοικίας, τον περίκλειστο χώρο των ΑΕΙ, δηλαδή τα κτίρια και την τυχόν περιφραγμένη περίβολο, διότι μόνο αυτός ο χώρος –και όχι οι πλατείες και οι δρόμοι– είναι απαραίτητος για την απρόσκοπτη άσκηση των συγκεκριμένων δικαιωμάτων που πραγματώνουν, κατά τα ανωτέρω, την ακαδημαϊκή ελευθερία.
Όπως δε είναι αναγκαίο για το άσυλο κατοικίας να προσδιορισθούν από τον νόμο συγκεκριμένοι όροι άσκησής του, προκειμένου να αποσαφηνισθεί πλήρως το πεδίο αναφοράς και η προστατευτική του εμβέλεια, έτσι και για το πανεπιστημιακό άσυλο ήταν και είναι αναγκαία η νομοθετική ρύθμιση, προκειμένου να μην παρατηρούνται παρανοήσεις και παρεκτροπές, είτε από τις εισαγγελικές και αστυνομικές αρχές είτε από τους προστατευομένους από το άσυλο.
Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι στις υπόλοιπες προηγμένες δημοκρατικά χώρες ο κύριος λόγος για την ανυπαρξία νομοθετικής εξειδίκευσης ήταν το ότι η μεταπολεμική συνταγματική τους πραγματικότητα διαμορφώθηκε στο πλαίσιο ευρειών συγκλίσεων, που επέτρεψαν την διαμόρφωση ενός κατά το μάλλον ή ήττον συναινετικού πλαισίου για την λειτουργία του πανεπιστημιακού ασύλου, ως συνταγματικού εθίμου ή ως συνταγματικής πρακτικής. Αντίθετα στη χώρα μας η ταραγμένη τριακονταετία της κηδεμονευόμενης δημοκρατίας και, στη συνέχεια, της δικτατορίας, έθεσε με εντελώς διαφορετικούς όρους το ζήτημα του ασύλου, πολλώ δε μάλλον και λόγω του συμβολικού ρόλου των Πανεπιστημίων ως προς την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Ως εκ τούτου, η νομοθετική εξειδίκευση του ασύλου από τον νόμο πλαίσιο του 1982 ήταν απαραίτητη, προκειμένου να οριοθετηθεί προς κάθε κατεύθυνση η άσκηση των απορρεουσών από αυτό ευθυνών και υποχρεώσεων. Διαφορετικά ήταν δυνατόν να φθάσουμε σε ανοιχτή αμφισβήτηση ή και κατάλυσή του, την οποία για παράδειγμα υποστήριξε ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου το 1977.
Τι έφταιξε όμως και το ζήτημα του ασύλου ανήχθη σε μείζον ζήτημα; Είναι προφανές ότι στη χώρα μας το άσυλο δεν έχει έως τώρα παραβιασθεί. Η όλη συζήτηση, επομένως, δεν αφορά το άσυλο καθεαυτό αλλά το ότι πίσω από αυτό οχυρώνονται διάφοροι, από τον πανεπιστημιακό χώρο αλλά και έξω από αυτόν, προκειμένου αφ’ενός μεν να επιβάλουν ένα καθεστώς ανομίας, βίας και τρομοκρατίας στο εσωτερικό των ΑΕΙ, απέναντι στην μεγάλη πλειονότητα των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας και σε τρίτους προσκεκλημένους από αυτήν, αφ’ετέρου δε να καταστήσουν το χώρο που καλύπτεται από το άσυλο ορμητήριο ενεργειών που δεν σχετίζονται ούτε καν ακροθιγώς με τον ρόλο και την προοπτική των ΑΕΙ. Το πρόβλημα λοιπόν κατ’αρχήν δεν συνδέεται με την παραβίαση του ασύλου αλλά με την προσχηματική επίκλησή του, που παραβιάζει έναν βασικό κανόνα της Δημοκρατίας: ότι η ελευθερία του ενός σταματάει εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου.
Πράγματι, η μεγάλη παθογένεια του μεταπολιτευτικού Πανεπιστημίου, ιδίως την τελευταία δεκαετία, είναι η καταχρηστική αξιοποίηση του ασύλου από φορείς της ακαδημαϊκής ελευθερίας αλλά και από άσχετους τρίτους, οι οποίοι εντελώς εσφαλμένα θεωρούν ότι αρκεί να βρίσκονται στο Πανεπιστήμιο για να μπορούν να καλυφθούν για κάθε ενέργειά τους από το άσυλο. Το άσυλο εκλαμβάνεται εν προκειμένω σαν μια γκρίζα ζώνη, στα όρια ή και εκτός του νόμου, που επιτρέπει, ερήμην των εγγυήσεων του κράτους δικαίου, την άνθιση διάφορων ιδιωτικών εξουσιών, συχνά μάλιστα στο όνομα ή με το πρόσχημα αντιεξουσιαστικών αρχών. Παράλληλα όμως το άσυλο χρησιμοποιείται εντελώς αδικαιολόγητα και παράνομα και από μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, προκειμένου να αποβάλουν βίαια από τον χώρο του Πανεπιστημίου μη αρεστούς πανεπιστημιακούς, ιδίως δε τρίτους, που είναι προσκεκλημένοι από φορείς της ακαδημαϊκής κοινότητας, στο πλαίσιο της άσκησης των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτήν. Υποτιμάται έτσι μια θεμελιώδης συνιστώσα του ακαδημαϊκού αυτοκαθορισμού, τον οποίο εγγυάται το άσυλο: ότι η προστατευτική εμβέλεια της ακαδημαϊκής ελευθερίας –και κατ’επέκταση του ασύλου– καλύπτει όχι μόνον τους διδάσκοντες που ανήκουν στο Διδακτικό και Εκπαιδευτικό Προσωπικό (ΔΕΠ) των ΑΕΙ αλλά και όσους τυχόν προσκληθούν να συμβάλουν στην εκπαιδευτική διαδικασία, είτε από τους διδάσκοντες είτε και από τους φοιτητές, με τυχόν διοργάνωση εναλλακτικών μαθημάτων. Παράλληλα το άσυλο καλύπτει και όλες τις ιδεολογικοπολιτικές δυνάμεις, όλων των αποχρώσεων, εφ’όσον προσκληθούν από φορείς της ακαδημαϊκής κοινότητας ή, έστω, λάβουν άδεια από τις πανεπιστημιακές αρχές, και δεν εισβάλουν αυθαίρετα στον χώρο των ΑΕΙ.
Το μεγάλο λοιπόν ερώτημα είναι το ακόλουθο: Φταίει το άσυλο για όλα αυτά; Ή για να το θέσουμε αλλιώς: Η κατάργηση του ασύλου θα απαλλάξει τα ΑΕΙ από τα προαναφερθέντα προβλήματά τους;
Σπεύδω να υποστηρίξω, ευθύς εξ αρχής, ότι αυτή η θέση, η οποία υποστηρίζεται από πολλές πλευρές με ιδιαίτερη έμφαση, είτε είναι υποβολιμαία είτε στηρίζεται σε μια σχηματική, απλουστευτική και εν τέλει παραπλανητική επιχειρηματολογία. Εν πρώτοις γιατί θυμίζει το γνωστό: «πονάει πόδι, κόβει κεφάλι». Κατά δεύτερον, διότι ανάλογα φαινόμενα με αυτά που συμβαίνουν στο Πανεπιστήμιο παρατηρούνται και σε χώρους που δεν προστατεύονται από το άσυλο. Αρκεί να θυμηθούμε τα επανειλημμένα κρούσματα βανδαλισμών και σε σχολεία της μέσης εκπαίδευσης αλλά και σε πλείστα όσα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια, με αποκορύφωμα αυτό που συνέβη κατά τα «δεκεμβριανά» του 2008, με πλήρη απουσία (ή και έμμεση ενθάρρυνση) της αστυνομίας και τις ουκ ολίγες περιπτώσεις βίαιης αποβολής συναδέλφων από εξωπανεπιστημιακές αίθουσες, και πάλι με πλήρη απουσία της αστυνομίας. Κατά τρίτον δε, και σπουδαιότερον, διότι η κατάργηση του ασύλου είναι μια εύκολη υπεκφυγή για να αποφύγουμε το μείζον: το πώς δηλαδή θα αποκατασταθεί τόσο η δημοκρατική νομιμότητα όσο και η ουσιαστική δημοκρατική νομιμοποίηση στον χώρο των ΑΕΙ.
Είναι προφανές, με βάση τα ανωτέρω, ότι με τον νέο νόμο υπονομεύονται και οι δύο παραπάνω εγγυήσεις της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Το μεν άσυλο δεν αναγνωρίζεται αλλά ούτε και ρυθμίζεται πλέον από τον νόμο, η δε αυτοδιοίκηση μετατρέπεται σε εν μέρει ετεροδιοίκηση, με την υποχρεωτική συμμετοχή «εισαγόμενων» μελών στα Συμβούλια Διοίκησης (στα οποία μάλιστα συγχέεται ανεπίτρεπτα η έννοια της διοίκησης με την έννοια του ελέγχου, που έπρεπε να ανήκει μόνο σε εξωτερικά -εκτός Πανεπιστημίου- όργανα, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης εποπτείας), με την εκλογή του Πρύτανη από αυτά και με την ανάθεση υπέρμετρων εξουσιών σε όργανα χωρίς άμεση δημοκρατική νομιμοποίηση (ιδίως στους κοσμήτορες).
Αν σε αυτά προστεθεί και η προσπάθεια περαιτέρω συρρίκνωσης, τόσο σε προπτυχιακό όσο και, ιδίως, σε μεταπτυχιακό επίπεδο, της προστατευτικής εμβέλειας του κοινωνικού δικαιώματος της δωρεάν παιδείας –που αποτελεί, ως προς τους φοιτητές, μια τρίτη, έμμεση και ουσιαστική, εγγύηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας– έχουμε την ολοκληρωμένη εικόνα μιας νομοθετικής παρέμβασης που επιχειρεί να αναιρέσει ή να συρρικνώσει σημαντικότατες πτυχές θεμελιωδών συνταγματικών δικαιωμάτων στον χώρο του Πανεπιστημίου.
Εν όψει όλων αυτών, οι αντιδράσεις κατά του νέου νόμου είναι σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένες. Ωστόσο, πιστεύω ακράδαντα ότι οι αντιδράσεις αυτές δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να έχουν ως συνέπεια το κλειστό Πανεπιστήμιο, διότι έτσι υπονομεύεται εκ βάθρων ο ρόλος και η αξιοπιστία του δημόσιου Πανεπιστημίου και εκ του αποτελέσματος υποβοηθούνται οι αντιλήψεις που προβάλλουν σαν μόνη δήθεν πειστική εναλλακτική λύση το υποταγμένο σε αγοραίες λογικές Πανεπιστήμιο. Αντίθετα, θεωρώ ότι με ανοιχτό το Πανεπιστήμιο είναι εφικτό να επιβληθεί εκ των έσω και εκ των κάτω η ουσιαστική αποκατάσταση της αυτοδιοίκησης, με την ακύρωση στην πράξη της ετεροδιοίκησης, καθώς και η εφαρμογή του ακαδημαϊκου ασύλου και της δωρεάν παιδείας, δεδομένου ότι το Σύνταγμα παρέχει και ευθέως συνταγματική προστασία στις τρεις αυτές μείζονες εγγυήσεις της ακαδημαϊκής ελευθερίας.
Πίστευα και πιστεύω ότι το ζήτημα της αναβάθμισης του Πανεπιστημίου δεν είναι μόνο ζήτημα ατομικών στάσεων και αντιστάσεων. Είναι προεχόντως ζήτημα πολιτικών απαντήσεων, από τις δυνάμεις που δεν εθελοτυφλούν ούτε περιχαρακώνονται σε θέσεις και αντιλήψεις οι οποίες οδηγούν στην υπονόμευση και την φθορά του δημόσιου Πανεπιστημίου, συχνά στο όνομα της υπεράσπισής του. Απαιτείται μια νέα αντίληψη, μακριά από μικροκομματικές λογικές αλλά και από δήθεν ουδέτερες ή συναινετικές λύσεις που κρύβουν τις διαφορές κάτω από το χαλί και υποβαθμίζουν την πολιτική συμμετοχή σε απλή και άχρωμη διαχείριση. Η δημοκρατία στο Πανεπιστήμιο δεν είναι αυτοσκοπός. Ο δημοκρατικός μετασχηματισμός του, με την αναζωογόνηση των κουρασμένων αντανακλαστικών της υπευθυνότητας και της συμμετοχής, είναι ταυτόσημος με την διοικητική αναβάθμισή του, χωρίς την οποία κάθε συζήτηση για λειτουργική αντιστοίχηση στις προκλήσεις των καιρών θα αποδειχθεί άνευ ουσίας.
Συμπερασματικά, το ανοιχτό Πανεπιστήμιο, το πλουραλιστικό Πανεπιστήμιο, το ποιοτικό Πανεπιστήμιο, το Πανεπιστήμιο των νέων δυνατοτήτων και των νέων οριζόντων, πρέπει να είναι προεχόντως δημοκρατικό Πανεπιστήμιο. Και δημοκρατικό Πανεπιστήμιο σημαίνει, ιδίως, δύο αλληλένδετες και αδιαπραγμάτευτες επιλογές:
Πρώτον, αταλάντευτη εμμονή σε έναν γνήσιο συνταγματικό πατριωτισμό, χωρίς εκπτώσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα που συνδέονται με το Πανεπιστήμιο, και
δεύτερον, γρήγορα πολιτικά αντανακλαστικά, απέναντι στα μηνύματα των καιρών, με υψηλό αίσθημα δημοκρατικής ευθύνης. Από όλους μας.