ΣτΕ 792/2012 Τμ. ΣΤ΄
[Επίδομα 176 ευρώ – Αρχή της ισότητας]
Πρόεδρος: Δ. Πετρούλιας, Αντιπρόεδρος ΣτΕ
Εισηγήτρια: Α. Χλαμπέα, Σύμβουλος
Η εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας δεν μπορεί να οδηγεί στην επέκταση και γενίκευση μιας παράνομης διοικητικής πρακτικής. Δεν νοείται ισότητα στην παρανομία. Δεν μπορεί, με επίκληση της αρχής της ισότητας, να υποχρεωθεί η Διοίκηση να επεκτείνει στις λοιπές κατηγορίες υπαλλήλων ορισμένη μισθολογική παροχή που χορηγήθηκε σε διάφορες κατηγορίες υπαλλήλων κατά παράβαση των εξουσιοδοτικών διατάξεων του νόμου (παραπέμπει στην Ολομέλεια).
[…]
3. Επειδή, με την παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως ίσχυε μετά την αντικατάσταση των τριών πρώτων εδαφίων της παραγράφου αυτής με την παρ. 1 του άρθρου 35 του ν. 3772/2009 (Α΄ 112) – το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 51 του νόμου αυτού, άρχισε να ισχύει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (10.7.2009) –, θεσπίζεται ως πάγια ρύθμιση ο κανόνας του απαραδέκτου της αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφ’ όσον το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιόν του είναι κατώτερο των 40.000 ευρώ. Κατ’ εξαίρεση, ασκείται παραδεκτώς αίτηση αναιρέσεως με αντικείμενο κατώτερο από το ανωτέρω ποσό, όταν προβάλλεται συγκεκριμένα, με το εισαγωγικό δικόγραφο αυτής, ότι η επίλυση της διαφοράς έχει για τον αναιρεσείοντα ευρύτερες οικονομικές ή δημοσιονομικές επιπτώσεις που δικαιολογούν την άσκηση της αιτήσεως ή ότι με αυτήν τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων. Με την κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε στις 3.12.2009, δηλαδή μετά την έναρξη της ισχύος του ν. 3772/2009 και ως εκ τούτου εμπίπτει στις ανωτέρω διατάξεις του, εισάγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας προς εκδίκαση διαφορά, το αντικείμενο της οποίας ως προς έναν έκαστο των αναιρεσιβλήτων, είναι κατώτερο των 40.000 ευρώ. Το Δημόσιο όμως προβάλλει, με την κρινόμενη αίτηση, ότι αυτή ασκείται παραδεκτώς, σύμφωνα με το άρθρο 53 παρ. 3 περ. α του π.δ. 18/1989, διότι η επίλυση της διαφοράς έχει γι’ αυτό ευρύτερες δημοσιονομικές επιπτώσεις. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι σύμφωνα με το, υπογραφόμενο από Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, με εντολή του Προέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.), με αριθ. πρωτ. 4704/9850/20.1.2009, έγγραφο, που έχει ενσωματωθεί στο δικόγραφο της υπό κρίση αιτήσεως, στο Ν.Σ.Κ. έχουν υποβληθεί και στα αρμόδια δικαστήρια έχουν κατατεθεί («σύμφωνα με τις μέχρι σήμερα επιδοθείσες υποθέσεις») περί τις 28.888 ατομικές αιτήσεις αναγνωρίσεως απαιτήσεων και αγωγές με αντικείμενο την παροχή του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 καθώς και 107.312 ομαδικές αιτήσεις / αγωγές με το αυτό αντικείμενο, οι οποίες αφορούν τουλάχιστον 243.512 υπαλλήλους (107.312 Χ 2 + 28.888) που διεκδικούν την εν λόγω παροχή. Σύμφωνα με το έγγραφο αυτό του Ν.Σ.Κ. ο ακριβής αριθμός των υπαλλήλων, που διεκδικούν την παροχή με τις προαναφερόμενες ομαδικές αιτήσεις / αγωγές, δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί, καθώς δεν είναι γνωστό πόσοι σωρεύονται σε κάθε αίτηση ή δικόγραφο αγωγής. Επίσης και το ακριβές ύψος των διεκδικούμενων ποσών δεν μπορεί να καθορισθεί, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθούν τα χρονικά διαστήματα τα οποία αφορούν οι διεκδικούμενες παροχές. Εν πάση όμως περιπτώσει, κατά τα προβαλλόμενα, το ύψος του συνολικώς διεκδικούμενου ποσού ανέρχεται σε τουλάχιστον 1.701.000.000 ευρώ, ποσό το οποίο αποτελεί, κατά το αναιρεσείον Δημόσιο, σοβαρότατη επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, όπως προκύπτει και από το, συνημμένο στην κρινόμενη αίτηση, έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Μισθών και Συντάξεων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών (αριθ. πρ. 2/4563/0022/27.1.2009). Περαιτέρω, στην κρινόμενη αίτηση επισυνάπτεται και απόσπασμα της από 13.10.2008 «ενδεικτικής» κατάστασης (504 σελίδων), (σε συνέχεια, όπως αναφέρεται στο ανωτέρω έγγραφο του Ν.Σ.Κ., προηγούμενης κατάστασης του έτους 2007), στην οποία αναφέρονται ονόματα διεκδικούντων την επίμαχη παροχή των 176 ευρώ καθώς και οι υπηρεσίες στις οποίες ανήκουν. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος Δημοσίου, με τους οποίους γίνεται αναφορά, βάσει των επισυναπτόμενων στην κρινόμενη αίτηση ανωτέρω εγγράφων στοιχείων, σε συγκεκριμένο αριθμό εκκρεμών ενώπιον των δικαστηρίων και των διοικητικών αρχών υποθέσεων υπαλλήλων του δημόσιου τομέα, διεκδικούντων την παροχή του άρθρου 14 του ν. 3016/2002, είναι ειδικοί και συγκεκριμένοι και τεκμηριώνουν πλήρως ενόψει και του διεκδικούμενου ποσού (1.701.000.000 ευρώ) τις ευρύτερες δημοσιονομικές επιπτώσεις που συνεπάγεται η επίλυση της επίδικης διαφοράς για το Δημόσιο. Άλλωστε, οι εκκρεμείς αυτές υποθέσεις αφορούν ευρύτατες κατηγορίες υπαλλήλων του δημόσιου τομέα, (υπάλληλοι των Υπουργείων Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Αγροτικής Ανάπτυξης, Δικαιοσύνης, Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ΥΠΕΧΩΔΕ, Εθνικής Άμυνας, δικαστικοί υπάλληλοι, εκπαιδευτικοί, αστυνομικοί υπάλληλοι, υπάλληλοι της ΕΥΠ, υπάλληλοι νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων κ.άλ.), γεγονός το οποίο είναι γνωστό και στο Δικαστήριο από τον μεγάλο αριθμό εκκρεμών ενώπιόν του σχετικών αιτήσεων αναιρέσεως που αφορούν μεγάλες κατηγορίες υπαλλήλων. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση ασκείται παραδεκτώς (πρβλ. ΣτΕ 3164/2011 επτ., 2068/2009 Ολομ., 2298/2009, 2578/2007 κ.ά.).
4. Επειδή, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, κατ’ αρχήν, δεν υφίσταται, οσάκις ο νόμος παρέχει την εξουσία στην διοικητική αρχή να ρυθμίζει θέματα με την έκδοση κανονιστικής πράξης, διότι η εκτίμηση της σκοπιμότητας για την έκδοση ή μη της κανονιστικής πράξης και για το χρόνο έκδοσης αυτής ανήκει στην ανέλεγκτη από τον δικαστή κρίση της Διοίκησης. Εξαίρεση από την αρχή αυτή υπάρχει είτε όταν η νομοθετική εξουσιοδότηση επιβάλλει την υποχρέωση για την έκδοση της κανονιστικής πράξης, εφ’ όσον συντρέχουν ορισμένες αντικειμενικές προϋποθέσεις ή εντός ορισμένης προθεσμίας, είτε όταν η υποχρέωση της Διοίκησης να προβεί σε κανονιστική ρύθμιση προκύπτει ευθέως από το Σύνταγμα. Στην περίπτωση αυτή η παράλειψη της Διοίκησης να προβεί στην έκδοση της κανονιστικής πράξης είναι μη νόμιμη (βλ. ΣτΕ 1849/2009 Ολομ., 1430/1981 Ολομ. κ.άλ.).
5. Επειδή, με τις διατάξεις του κεφαλαίου Α΄ του ν. 2738/1999 εισήχθη ο θεσμός των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας στη Δημόσια Διοίκηση. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παραγρ. 1 του ανωτέρω νόμου η συλλογική σύμβαση εργασίας ρυθμίζει τους όρους και τις συνθήκες απασχόλησης των υπαλλήλων για τα θέματα που προβλέπονται στην παραγρ. 2 του ίδιου άρθρου, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνονται και θέματα μισθών. Στο άρθρο 13 παραγρ. 1 και 2 του ίδιου νόμου, με τίτλο «Συλλογικές συμφωνίες», προβλέπονται τα ακόλουθα : «1. Συλλογική διαπραγμάτευση για ρύθμιση ζητημάτων των όρων και συνθηκών απασχόλησης των υπαλλήλων, που δεν ρυθμίζονται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 του παρόντος λόγω συνταγματικών περιορισμών (όπως ιδίως είναι ζητήματα μισθών, συντάξεων, σύστασης οργανικών θέσεων, προσόντων, τρόπου διορισμού κ.λπ.), μπορεί να καταλήγει σε συλλογική συμφωνία. 2. Η συμφωνία αυτή δεν αποτελεί συλλογική σύμβαση εργασίας, συνεπάγεται όμως για το Δημόσιο ή ν.π.δ.δ. ή ο.τ.α. … α) είτε την έκδοση κανονιστικών πράξεων, εφόσον τα θέματα της συμφωνίας μπορεί να ρυθμιστούν κανονιστικώς βάσει υπάρχουσας σχετικής εξουσιοδότησης νόμου, β) είτε την προώθηση σχετικής νομοθετικής ρύθμισης των θεμάτων της συμφωνίας. Αντικείμενο του περιεχομένου της συμφωνίας μπορεί να αποτελεί και ο χρόνος υλοποίησης της δέσμευσης για έκδοση κανονιστικών πράξεων ή προώθησης νομοθετικών ρυθμίσεων, κατά περίπτωση». Ακολούθως, με το άρθρο 14, το οποίο έχει ως τίτλο «Υλοποίηση συλλογικών συμφωνιών», του ν. 3016/2002 ορίσθηκαν τα εξής : «1. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού ρυθμίζονται τα θέματα των συλλογικών συμφωνιών που συνάπτονται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999 (ΦΕΚ 180 Α΄) και αφορούν θέματα μισθών και αμοιβών, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που υπεγράφησαν το 2001. 2. Με όμοιες αποφάσεις οι ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου είναι δυνατόν να επεκτείνονται, εν όλω ή εν μέρει, και στο λοιπό προσωπικό του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), που δεν συμμετείχε στη σύναψη των συλλογικών συμφωνιών του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999 και μέχρι του ποσού των εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ. 3. Αν καταβάλλονται οποιουδήποτε είδους πρόσθετες μισθολογικές παροχές, που υπολείπονται του ποσού των εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ, επιτρέπεται να χορηγείται μόνο η διαφορά μέχρι του ποσού αυτού. Οι ρυθμίσεις αυτές όσον αφορά το προσωπικό των Ο.Τ.Α. και το προσωπικό των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ. περιορίζονται στις υφιστάμενες από τον προϋπολογισμό τους δυνατότητες. 4. Με τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού κοινές υπουργικές αποφάσεις καθορίζονται ειδικότερα : α) Οι δικαιούχοι των παροχών και το ύψος τους, λαμβάνοντας υπόψη για τη χορήγηση ή μη των παροχών αυτών το συνολικό ποσό των καταβαλλόμενων μηνιαίων αποδοχών και λοιπών παροχών, επιδομάτων και αποζημιώσεων από οποιαδήποτε πηγή. β) Οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί για τη χορήγηση των ανωτέρω παροχών, η διαδικασία και ο χρόνος καταβολής, καθώς και ο τρόπος αντιμετώπισης της σχετικής δαπάνης. γ) Κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη χορήγησή τους. … 5. … 6. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν από 1.1.2002». Με το άρθρο 28 παρ. 4 του ν. 3205/2003 καταργήθηκε από την έναρξη της ισχύος του, δηλαδή από 1.1.2004, σύμφωνα με το άρθρο 56 αυτού, μεταξύ άλλων, το άρθρο 14 του ν. 3016/2002 και όλες οι κοινές υπουργικές αποφάσεις που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότησή του. Ορίσθηκε δε με το άρθρο 24 παρ. 3 του 3205/2003, ότι τα θέματα που ρυθμίζει δεν αποτελούν αντικείμενο συλλογικών διαπραγματεύσεων και ότι η χορήγηση οποιωνδήποτε άλλων παροχών ή αποζημιώσεων εν γένει, πέραν των προβλεπομένων στο νόμο αυτόν επιτρέπεται μόνο με τροποποίηση των διατάξεών του. Ενώ, με την παραγρ. 2 του ιδίου ως άνω άρθρου 24 ορίσθηκε ότι «Ειδικότερα, ποσά που καταβάλλονται μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, σύμφωνα με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 (ΦΕΚ 110 Α΄) ως ειδική παροχή… διατηρούνται ως προσωπική διαφορά μειούμενη από οποιαδήποτε μελλοντική χορήγηση νέου επιδόματος, παροχής ή αποζημίωσης ή από αύξηση του κινήτρου απόδοσης του άρθρου 12 του παρόντος νόμου. Οι ανωτέρω κοινές υπουργικές αποφάσεις καταργούνται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Μετά την 31.12.2003, δεν καταβάλλεται σωρευτικά η ως άνω προσωπική διαφορά μαζί με οποιαδήποτε πρόσθετη μισθολογική παροχή που συμψηφιζόταν με αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 και τις κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσες κοινές υπουργικές αποφάσεις». Τέλος, στον ν. 3336/2005 (Α΄ 96), Κεφάλαιο Β΄ υπό τον τίτλο «Εισοδηματική πολιτική έτους 2005», ορίζεται ότι «Οι υπάλληλοι του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., οι οποίοι διορίσθηκαν ή μετατάχθηκαν μετά την 1.1.2004 σε Υπηρεσίες, στους υπαλλήλους των οποίων χορηγούνται τα ποσά που διατηρήθηκαν ως προσωπική διαφορά με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του Ν. 3205/2003, δικαιούνται την καταβολή της προσωπικής διαφοράς, με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που τη λαμβάνουν και οι υπόλοιποι υπάλληλοι των Υπηρεσιών αυτών. Η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή από 1.1.2005» (άρθ. 2 παρ. 3) .
6. Επειδή, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του ν. 2738/1999 και του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 προκύπτει ότι τα θέματα των συλλογικών συμφωνιών, που συνάπτονται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 13 του ν. 2738/1999, και αφορούν μισθούς και αμοιβές, ρυθμίζονται με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού. Με τη διάταξη δε της παραγρ. 2 του ίδιου άρθρου 14 του ν. 3016/2002, όπως σαφώς προκύπτει από τη διατύπωσή της, («είναι δυνατόν να επεκτείνονται») παρέχεται απλώς ευχέρεια, και δεν επιβάλλεται η υποχρέωση, στους προαναφερόμενους συναρμόδιους υπουργούς να επεκτείνουν, «εν όλω ή εν μέρει», με την έκδοση κοινών αποφάσεών τους, τις ευνοϊκές μισθολογικές ρυθμίσεις των υπουργικών αποφάσεων της παραγρ. 1 και στο λοιπό προσωπικό του Δημοσίου, των ο.τ.α., και των ν.π.δ.δ., που δεν συμμετείχε στη σύναψη των συλλογικών συμφωνιών. Η επέκταση όμως αυτή των μισθολογικών ρυθμίσεων, η οποία, κατά ρητή πρόβλεψη της παραγρ. 2 μπορεί να είναι είτε ολική είτε μερική, εάν αποφασισθεί, προφανώς ύστερα από συνεκτίμηση και των δυνατοτήτων του κρατικού προϋπολογισμού, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των 176 ευρώ. Ρητώς δε ορίζεται στην παραγρ. 3 του άρθρου 14 ότι, αν στο εν λόγω προσωπικό καταβάλλονται, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, «οποιουδήποτε είδους» πρόσθετες μισθολογικές παροχές κατώτερες των 176 ευρώ, επιτρέπεται να χορηγηθεί μόνον η διαφορά μέχρι του ποσού αυτού. Συνεπώς, από τις διατάξεις των παραγρ. 2 και 3 του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 ρητώς αποκλείεται η χορήγηση της ανωτέρω μισθολογικής παροχής (των 176 ευρώ), αν στο προσωπικό του Δημοσίου, ο.τ.α. και λοιπών ν.π.δ.δ. καταβάλλονται οποιουδήποτε είδους πρόσθετες μισθολογικές παροχές, που υπερβαίνουν το ποσό των 176 ευρώ. Εν όψει των προεκτεθέντων, και δεδομένου ότι η επέκταση των μισθολογικών ρυθμίσεων των αποφάσεων της παραγρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 3016/2002, δεν επιβάλλεται, κατά τη ρητή διάταξη του νόμου, ως υποχρεωτική, αλλά ανήκει στην ευχέρεια των συναρμόδιων υπουργών, οι οποίοι για την άσκηση της ευχέρειας αυτής προφανώς συνεκτιμούν και τις δημοσιονομικές δυνατότητες του κρατικού προϋπολογισμού, μπορεί δε να είναι είτε ολική είτε μερική, η μη έκδοση των προβλεπομένων στην παραγρ. 2 κανονιστικών υπουργικών αποφάσεων για την επέκταση αυτή δεν αποτελεί, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στη σκέψη 4 πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, και συνεπώς δεν υφίσταται για το Δημόσιο υποχρέωση καταβολής της επίμαχης μισθολογικής παροχής. Κατά μείζονα δε λόγο τούτο ισχύει, όταν πρόκειται για υπαλλήλους του Δημοσίου, των ο.τ.α. ή των λοιπών ν.π.δ.δ. στους οποίους καταβάλλονται οποιουδήποτε είδους πρόσθετες μισθολογικές παροχές που υπερβαίνουν το ποσό των 176 ευρώ και εκ του λόγου αυτού αποκλείεται η χορήγηση της εν λόγω παροχής σ’ αυτούς. Εξ άλλου, η τυχόν, κατά παράβαση των εξουσιοδοτικών διατάξεων των παραγρ. 2, 3 και 4 του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 έκδοση κοινών υπουργικών αποφάσεων, για την χορήγηση της μισθολογικής παροχής των 176 ευρώ, σε ορισμένες κατηγορίες υπαλλήλων, παρά τη μη συνδρομή των τασσόμενων από τις εξουσιοδοτικές διατάξεις αυτής προϋποθέσεων, εκδοχή την οποία πάντως αρνείται το αναιρεσείον Δημόσιο με την υπό κρίση αίτηση, δεν μπορεί να υποχρεώσει τη Διοίκηση στην επέκταση της παράνομης αυτής πρακτικής και σε λοιπές κατηγορίες υπαλλήλων, κατ’ επίκληση της συνταγματικής αρχής της ισότητας. Και τούτο διότι, κατά την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν νοείται ισότητα στην παρανομία (βλ. Σ.τ.Ε. 3232/2001, 934, 2331, 3336/2009, 733/2004, 3473/1977 Ολομ., 560, 4154/1973 Ολομ., βλέπε και Διάταξη του Δ.Ε.Ε. της 12.2.2009, Bild digital et ZVS, C-39/08 και C-43/08, σκέψη 18, μη δημοσιευθείσα, Απόφαση Δ.Ε.Κ. (ήδη Δ.Ε.Ε.) της 9.10.1984, Witte/Parlement, 188/83, Συλλ. σ. 3465, σκέψη 15 : «… Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, την οποία επικαλούνται οι αιτούντες πρέπει να εναρμονίζεται με την αρχή της νομιμότητας. Ως εκ τούτου, ουδείς μπορεί να επικαλείται υπέρ αυτού παρανομία που διαπράχθηκε προς όφελος άλλου προσώπου, προκειμένου να επιτύχει την έκδοση μιας ταυτόσημου περιεχομένου αποφάσεως», Απόφαση Π.Ε.Κ. (ήδη Γ.Δ.) της 14.10.2009, Bank Melli Iran/Conseil, Τ-390/08, Συλλ. σελ. ΙΙ-3967, σκέψη 59, Απόφαση Π.Ε.Κ. (ήδη Γ.Δ.) της 14.5.1998, SCA Holding/Επιτροπής Τ-327/94, Συλλ. σελ. ΙΙ-1373, σκέψη 160). Ούτε δε μπορεί να γίνει δεκτό ότι η, έστω και συστηματική, κατά παράβαση διατάξεων τυπικού νόμου και συγκεκριμένα των παραγρ. 2 και 3 του άρθρου 14 του ν. 3016/2002, χορήγηση της μισθολογικής αυτής παροχής σε ορισμένες κατηγορίες υπαλλήλων, μπορεί να προσδώσει στην παροχή αυτή χαρακτήρα γενικής μισθολογικής προσαύξησης των αποδοχών όλων ανεξαιρέτως των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα, καταβαλλόμενης υποχρεωτικώς και ανεξαρτήτως του εάν συντρέχουν οι τασσόμενες στον ν. 3016/2002, ο οποίος προβλέπει την παροχή αυτή, προϋποθέσεις (πρβλ. Ε.Σ. 1723/2010 Ολομ., 489 και 2482/2008, 2139/2007). Προφανώς, δεν είναι, κατά το Σύνταγμα, νοητό η εφαρμογή της αρχής της ισότητας να έχει ως συνέπεια τη γενίκευση μιας παράνομης διοικητικής πρακτικής. Ούτε ασφαλώς μπορεί να γίνει δεκτό ότι το Σύνταγμα παρέχει στην κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση τη δυνατότητα να τροποποιεί τις εξουσιοδοτικές διατάξεις τυπικού νόμου με την συστηματική, κατά παράβαση του νόμου αυτού, έκδοση κανονιστικών πράξεων, αναγνωρίζοντας, κατ’ εφαρμογή της αρχής της ισότητας, με τον τρόπο αυτό μία παράνομη διοικητική πρακτική, ως πηγή κανόνων δικαίου. Ζήτημα παραβίασης της αρχής της ισότητας θα μπορούσε να τεθεί, μόνον εάν η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, ασκώντας την ευχέρεια που παρέχουν σ’ αυτήν οι διατάξεις των παραγρ. 2, 3 και 4 του άρθρου 14 του ν. 3016/2002, χορηγούσε νομίμως, δηλαδή με την συνδρομή των οριζομένων προϋποθέσεων στο μεγαλύτερο μέρος των δημοσίων υπαλλήλων την επίμαχη μισθολογική παροχή, εξαιρώντας, αδικαιολογήτως, από την χορήγηση της παροχής αυτής πολύ περιορισμένες κατηγορίες υπαλλήλων, οι οποίες πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις.
7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, οι ήδη αναιρεσίβλητοι, μόνιμοι δικαστικοί υπάλληλοι, αμειβόμενοι κατά τις διατάξεις των ν. 2470/1997 και 3205/2003, με την από 20.12.2005 αγωγή τους ζήτησαν να υποχρεωθεί το Δημόσιο να τους καταβάλει την μηνιαία πρόσθετη παροχή του άρθρου 14 του ν. 3016/2002, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2003 έως 31.12.2005, ισχυριζόμενοι ότι, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας, δεν τους έχει καταβληθεί, δεδομένου ότι αυτή έχει προσλάβει τον χαρακτήρα γενικής μισθολογικής προσαύξησης των αποδοχών των υπαλλήλων, οι οποίοι αμείβονται με το ενιαίο μισθολόγιο. Με την απόφαση 2796/2007 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή και υποχρεώθηκε το Δημόσιο να καταβάλει σε καθένα από τους ενάγοντες, για το παραπάνω χρονικό διάστημα, το ποσό των 6.336 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, με την αιτιολογία ότι η εξαίρεση των εναγόντων από τη χορήγηση της ένδικης παροχής, η οποία αποτελεί γενική προσαύξηση του μισθού όλων των υπαλλήλων παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της ισότητας. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου το Δημόσιο άσκησε την από 10.1.2008 έφεση, προβάλλοντας ότι η κρίση αυτή του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου είναι εσφαλμένη. Και τούτο διότι από τις διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 συνάγεται ότι η επέκταση της χορήγησης της παροχής αυτής και σε άλλες κατηγορίες υπαλλήλων, που δεν συμμετείχαν στη σύναψη των συλλογικών συμφωνιών του άρθρου 13 του ν. 2738/1999, δεν είναι υποχρεωτική, αλλά δυνητική και απαιτείται προς τούτο η έκδοση κανονιστικής πράξης των συναρμόδιων υπουργών. Εξ άλλου, κατά τους προβληθέντες από το Δημόσιο ισχυρισμούς, ρητώς στην παρ. 3 του άρθρου 14 ορίζεται (εν όψει και του σκοπού της ρύθμισης, δηλαδή της ενίσχυσης των χαμηλόμισθων υπαλλήλων) ότι, αν σε υπαλλήλους καταβάλλονται οποιουδήποτε είδους πρόσθετες μισθολογικές παροχές κατώτερες των 176 ευρώ, επιτρέπεται να χορηγηθεί μόνον η διαφορά μέχρι του ποσού αυτού. Σε όλους δε τους δικαστικούς υπαλλήλους καταβάλλονται μηνιαίως πρόσθετες μισθολογικές παροχές, έναντι της συνήθους απασχόλησης εντός του νομίμου ωραρίου της εργασίας τους. Συγκεκριμένα, καταβάλλεται η κατ’ αποκοπή μηνιαία πάγια αποζημίωση του άρθρου 16 παρ. 9 του ν. 2298/1995, ανερχόμενη σε 184,89 ευρώ, και χρηματικό ποσό προερχόμενο από τον ειδικό λογαριασμό 26281/6, ύψους 234,78 ευρώ μηνιαίως από το έτος 2001 και 316 ευρώ μηνιαίως από 1.5.2005. Οι πρόσθετες αυτές παροχές υπερβαίνουν το ποσό των 176 ευρώ μηνιαίως και συνεπώς αποκλείεται, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 3 του ν. 3016/2002, η χορήγηση της εν λόγω παροχής στους δικαστικούς υπαλλήλους. Εν όψει δε αυτών, δεν υπάρχει παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας. Το Διοικητικό Εφετείο απέρριψε την έφεση του Δημοσίου, κρίνοντας αβάσιμους του ανωτέρω λόγους. Συγκεκριμένα, το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι η προαναφερόμενη παροχή του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002 χορηγήθηκε αρχικά, με σκοπό την εξομάλυνση των μισθολογικών διαφορών υπέρ των χαμηλόμισθων υπαλλήλων του Δημοσίου, των ο.τ.α. και των λοιπών ν.π.δ.δ. Στη συνέχεια, όμως, με σειρά υπουργικών αποφάσεων (60 περίπου), εκδοθεισών σε σύντομο χρονικό διάστημα (κυρίως εντός του έτους 2002), η ως άνω παροχή χορηγήθηκε διαδοχικώς σε διάφορες κατηγορίες και ειδικότητες υπαλλήλων διαφόρων υπουργείων, ο.τ.α. και ν.π.δ.δ., χωρίς να γίνεται διάκριση ως προς τη φύση, το είδος και τις συνθήκες εργασίας τους. Με τη χορήγηση της ανωτέρω παροχής, και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα, σε μεγάλες και ανόμοιες μεταξύ τους κατηγορίες υπαλλήλων διαφόρων υπουργείων, ο.τ.α. και ν.π.δ.δ., αδιακρίτως αν πρόκειται για χαμηλόμισθους ή όχι, εξέλιπε τελικώς, κατά την κρίση του Εφετείου, ο βασικός λόγος (ενίσχυση χαμηλόμισθων υπαλλήλων) που θα δικαιολογούσε τη χορήγησή της σε συγκεκριμένες μόνο κατηγορίες υπαλλήλων και κατέστη αντιθέτως κανόνας η χορήγησή της, σε όλους ανεξαιρέτως τους υπαλλήλους του στενού και ευρύτερου δημοσίου τομέα, αφού η ειδική αυτή παροχή απέκτησε πλέον το χαρακτήρα επιδόματος που προσαυξάνει τους μισθούς όλων των προαναφερόμενων κατηγοριών. Το συμπέρασμα δε αυτό, κατά το Εφετείο, ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο νομοθέτης περιέλαβε, με τα άρθρα 1 παρ. 13 του ν. 3029/2002, 2 παρ. 16 του ν. 3234/2004 και 2 του ν. 3513/2006, την επίδικη παροχή στις συντάξιμες αποδοχές όλων των υπαλλήλων του Δημοσίου, των ο.τ.α. και των λοιπών ν.π.δ.δ., ανεξαρτήτως αν λαμβάνουν ή όχι την εν λόγω παροχή. Εν όψει αυτών, το Εφετείο έκρινε ότι η, κατ’ εξαίρεση μη χορήγησή της σε μερικές μόνο κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων, συνιστά άνιση μεταχείρισή τους έναντι των υπολοίπων κατηγοριών, στις οποίες αυτή εχορηγείτο. Προς αποκατάσταση δε της διαταραχθείσας ισότητας θα πρέπει η εν λόγω παροχή να χορηγηθεί και σε όλους τους υπαλλήλους του δημόσιου τομέα που δεν την έλαβαν. Περαιτέρω, σύμφωνα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η άνιση και αδικαιολόγητη δυσμενής αυτή μεταχείριση διατηρήθηκε και υπό την ισχύ του ν. 3205/2003, διότι ναι μεν με το άρθρο 28 παρ. 1 αυτού καταργήθηκαν από 1.1.2004 και εφεξής όλες οι εκδοθείσες κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 κοινές υπουργικές αποφάσεις, ωστόσο, αφενός η παροχή αυτή διατηρήθηκε, με το άρθρο 24 παρ. 2 του παραπάνω νόμου, ως προσωπική διαφορά, σε όλους τους υπαλλήλους στους οποίους είχε χορηγηθεί με τις κοινές υπουργικές αποφάσεις και συνέχισε να καταβάλλεται σ’ αυτούς προσαυξάνοντας τις αποδοχές τους, αφετέρου με τη νεότερη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 3336/2005, η ίδια παροχή χορηγήθηκε και σε όσους διορίστηκαν ή μετατάχθηκαν σε υπηρεσίες, στους υπαλλήλους των οποίων εχορηγείτο η παροχή. Με τις σκέψεις αυτές, το Διοικητικό Εφετείο κατέληξε στην κρίση ότι η ένδικη παροχή, ενόψει της μη σύνδεσης και συνάρτησής της προς τις πραγματικές μισθολογικές συνθήκες, υπό τις οποίες τελούσαν οι κατηγορίες των υπαλλήλων στις οποίες αυτή καταβλήθηκε και της γενικότητας με την οποία χορηγήθηκε σε πλήθος κατηγοριών υπαλλήλων, χωρίς καμία περαιτέρω εξειδίκευση, αποτελεί προσαύξηση μισθού, την οποία, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας, δεν έλαβαν οι εφεσίβλητοι. Για το λόγο δε αυτό, δεν μπορεί να συμψηφισθεί με τις παραπάνω πρόσθετες μισθολογικές παροχές που, όπως προέβαλε το Δημόσιο, ελάμβαναν αυτοί, οι οποίες, κατά τη κρίση του Εφετείου, «άλλωστε είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με το είδος και τις συνθήκες της παρεχόμενης από αυτούς εργασίας ως δικαστικών υπαλλήλων». Βάσει των ανωτέρω γενομένων δεκτών, το Δημόσιο υποχρεώθηκε, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να καταβάλει σε καθέναν από τους αναιρεσιβλήτους, νομιμοτόκως, το ποσό των 4.294,40 ευρώ, που αντιστοιχεί στην μηνιαία παροχή του άρθρου 14 παρ. 2 του ν. 3016/2002, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2003 έως 31.12.2005.
8. Επειδή, η ανωτέρω κρίση του Διοικητικού Εφετείου δεν είναι ορθή. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στη σκέψη 5, και υπό την εκδοχή, την οποία πάντως το αναιρεσείον Δημόσιο αρνείται με την κρινόμενη αίτηση, όπως αναπτύσσεται με το από 12.6.2001 υπόμνημα, ότι δηλαδή με σειρά υπουργικών αποφάσεων η επίμαχη μισθολογική παροχή χορηγήθηκε σε διάφορες κατηγορίες υπαλλήλων αδιακρίτως του εάν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 14 του ν. 3016/2002, δηλαδή χορηγήθηκε κατά παράβαση των εξουσιοδοτικών διατάξεων του εν λόγω νόμου, και υπό την εκδοχή αυτή δεν μπορεί, πάντως, με την επίκληση της αρχής της ισότητας, να υποχρεωθεί η Διοίκηση να προβεί στην επέκταση της χορήγησης της επίμαχης παροχής και στις λοιπές κατηγορίες υπαλλήλων, ανεξαρτήτως του εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις που τάσσει ο ν. 3016/2002, δηλαδή παρανόμως. Και τούτο διότι, σύμφωνα με την εκτεθείσα πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (αλλά και του Δ.Ε.Κ. ήδη Δ.Ε.Ε.), δεν νοείται ισότητα στην παρανομία, δεδομένου ότι προφανώς η εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας δεν μπορεί να οδηγεί στην επέκταση και γενίκευση μιας παράνομης διοικητικής πρακτικής. Εξ άλλου, και η επικουρικώς διατυπούμενη σκέψη της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ότι οι καταβαλλόμενες στους δικαστικούς υπαλλήλους πρόσθετες μισθολογικές παροχές της πάγιας μηνιαίας αποζημίωσης του άρθρου 16 παρ. 9 του ν. 2298/1995 και το προερχόμενο από τον ειδικό λογαριασμό 26281/6, που υπερέβαιναν το ποσό των 176 ευρώ, δεν είναι ληπτέες υπ’ όψη για την χορήγηση της παροχής του άρθρου 14 του ν. 3016/2002, διότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με το είδος και τις συνθήκες της παρεχόμενης από αυτούς εργασίας ως δικαστικών υπαλλήλων, είναι εσφαλμένη. Και τούτο διότι, όπως σαφώς προκύπτει από τη διάταξη της παρ. 3 του εν λόγω άρθρου 14, αποκλείεται, εν πάση περιπτώσει, η χορήγηση της ανωτέρω μισθολογικής παροχής (των 176 ευρώ) σε υπαλλήλους στους οποίους καταβάλλονται «οποιουδήποτε είδους» πρόσθετες μισθολογικές παροχές που υπερβαίνουν το ποσό των 176 ευρώ, χωρίς καμία διάκριση ως προς το είδος και τις συνθήκες της παρεχόμενης εργασίας των υπαλλήλων. Τέλος, ούτε βεβαίως ευσταθεί και το αναφερόμενο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση επιχείρημα ότι η επίδικη παροχή των 176 ευρώ απέκτησε χαρακτήρα υποχρεωτικής γενικής μισθολογικής προσαύξησης των αποδοχών των υπαλλήλων, ανεξαρτήτως τυχόν καταβαλλομένων σ’ αυτούς πρόσθετων μισθολογικών παροχών, εκ του ότι ο νομοθέτης περιέλαβε την παροχή αυτή, με τη διάταξη της παρ. 13 του άρθρου 1 του ν. 3029/2002 (Α΄ 160), στις συντάξιμες αποδοχές όλων των υπαλλήλων του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ., αδιαφόρως αν την λαμβάνουν ή όχι. Και τούτο διότι, πέραν των προεκτεθέντων, ανεξαρτήτως του ότι η ως άνω διάταξη είναι συνταξιοδοτική και δεν καθορίζει τις ληπτέες αποδοχές των ενεργεία υπαλλήλων, εν πάση δε περιπτώσει, με το άρθρο 1 παρ. 15 του ν. 3234/2004 (Α΄ 52) η εν λόγω διάταξη έπαυσε να ισχύει από 1.1.2004 και, ως εκ τούτου, είχε εφαρμογή μόνο για το έτος 2003 (βλ. σχετικώς και την αιτιολογική έκθεση του ν. 3234/2004, με το άρθρ. 2 παρ. 16 του οποίου ορίσθηκε ότι ειδικά για τους υπαλλήλους του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ., οι οποίοι δεν έλαβαν το επίδομα των 176 ευρώ του άρθρου 14 του ν. 3016/2002, οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις της παρ. 13 του άρθρου 1 του ν. 3029/2002 κρατήσεις διενεργούνται, μόνο για το έτος 2003 και από 1ης Ιανουαρίου του έτους αυτού, επί του πράγματι καταβαλλόμενου επιδόματος του κινήτρου απόδοσης του άρθρου 13 του ν. 2470/1997 και μέχρι του συνολικού ποσού των 176 ευρώ).
9. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω γενομένων δεκτών, η υπό κρίση αίτηση θα έπρεπε, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Λόγω όμως, της μείζονος σπουδαιότητας του ανωτέρω ζητήματος, σχετικά με την, κατ’ εφαρμογή της αρχής της ισότητας, επέκταση της χορήγησης της επίδικης παροχής και σε κατηγορίες υπαλλήλων για τους οποίους δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 καθώς και λόγω της αντίθετης νομολογίας του Αρείου Πάγου (βλ. Α.Π. 946, 754 και 1723/2010 και 574/2009) το ζήτημα αυτό πρέπει να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 περ. β΄ του π.δ. 18/1989. Ορίζεται δε εισηγητής ο Σύμβουλος Κ. Ευστρατίου.
Σημείωμα
Το ουσιαστικό νόημα της απόφασης βρίσκεται στη σκέψη ότι η αρχή της ισότητας μόνο τότε παραβιάζεται, όταν η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση χορηγεί νομίμως στο μεγαλύτερο μέρος των δημοσίων υπαλλήλων ορισμένη μισθολογική παροχή, αλλά αδικαιολόγητα εξαιρεί πολύ περιορισμένες κατηγορίες υπαλλήλων, οι οποίες πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις.
Με αυτήν όπως και με άλλες αποφάσεις, φαίνεται πια πως μεταστρέφεται νομολογία ετών και βλέπουμε το τέλος της κακώς νοούμενης «επεκτατικής ισότητας», δηλαδή κατ’ αποτέλεσμα της άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής με δικαστικές αποφάσεις (από την πλούσια βιβλιογραφία για το θέμα βλ. ενδεικτικά Θ. Αντωνίου, Η ισότητα εντός και δια του νόμου, 1998, σ. 204 επ., Ι. Μαθιουδάκη, Επέκταση ευνοϊκής ρύθμισης για λόγους ισότητας, ΔιΔικ 2003, σ. 852 επ., Δ. Φιλίππου, Επεκτατική εφαρμογή της αρχής της ισότητας και επί εξαιρετικής ευμενούς ρύθμισης, ΔτΑ 17/2003, σ. 187 επ.). Προφανώς η τρέχουσα δημοσιονομική συγκυρία δεν είναι άσχετη με τη μεταστροφή αυτή, καθώς η προηγούμενη νομολογία, με «εμβληματικό» παράδειγμα το περιβόητο επίδομα των 176 ευρώ, έχει κι αυτή κι αυτή μερίδιο ευθύνης, έστω περιορισμένο, για το δημοσιονομικό εκτροχιασμό.
Το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει ήδη μεταστρέψει τη νομολογία του για το επίμαχο επίδομα (ΕλΣυν 1723/2010 Ολ., ΕΔΚΑ 2010, σ. 1033). Μένει να δούμε αν τελικά η απόφαση αυτή του ΣΤ΄ Τμήματος επιβεβαιωθεί από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας. Όπως επίσης και αν ο Άρειος Πάγος θα προσχωρήσει σε αυτή την τάση ή αν, αντιθέτως, το ζήτημα θα αχθεί στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.