Ένα περιστατικό βαθέως ελληνικό. (Αναδημοσίευση από το περιοδικό The books journal, τευχ. 24, Οκτώβριος 2012, σελ. 22 επ.)

Γιάννης Ζ. Δρόσος

Ένα περιστατικό βαθέως ελληνικό. (Αναδημοσίευση από το περιοδικό The books journal, τευχ. 24, Οκτώβριος 2012, σελ. 22 επ.)

Για μερικά πράγματα το έχει ο Αύγουστος.

Πριν 181 χρόνια, την 1η Αυγούστου 1831 ο Ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης, διοικητής, τότε, του ναυστάθμου του Πόρου εξεμάνη. Σύμφωνα με την έκθεση που υπέβαλε ο μπουρλοτιέρης Κωνσταντίνος Κανάρης στον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, ο Ανδρέας Μιαούλης «παρέδωκεν εις τας φλόγας την [φρεγάτα] Ελλάδα και την κορβέτταν η Ύδρα. […] Τα στρατεύματα κατέλαβον την πόλιν, το φρούριον και τα διασωθέντα ατμοκίνητα. Ευρέθησαν δε εις τ’ ατμοκίνητα αυτά εις τον ναύσταθμον και εις τας αποθήκας φιτύλια εις τα υπονόμους, τα οποία έμελλον να αποκαταστήσουν τον Πόρον σωρόν ερειπίων και φαίνεται ότι ολίγον έλειψεν ώστε να τελειώσουν ο Μιαούλης και οι συναίτιοι του τοιαύτην πράξιν καταστροφής και ερημώσεως.»[1]
Η πράξη αυτή του Μιαούλη ξεσήκωσε την κατακραυγή των σημαινουσών προσωπικοτήτων της εποχής. Όμως όχι μόνον κατακραυγή: φωνές διανοουμένων, Ελλήνων, όπως ο Κοραής, ή και ξένων, όπως οι ιστορικοί Θίερσος και Φίνλευ, δικαιολόγησαν, ως αντίπαλοι του αυταρχισμού και φίλοι της ελευθερίας, την καταβύθιση των πλοίων. Το ίδιο και ορισμένοι ενεργοί πολιτικοί της περιόδου. Ο Μιαούλης πάντως, σύμφωνα με έγκυρες μαρτυρίες και ιστορικούς της εποχής, μεταμελήθηκε τελικά.
Η εις βάρος του δικαστική διαδικασία ξεκίνησε στις 13 Αυγούστου 1831, αλλά δεν έφθασε ποτέ στο τέλος της γιατί στο μεταξύ, στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831 οι γνωστοί από την ιστορία τοπικοί «δυνατοί» οργάνωσαν, στο όνομα της ελευθερίας (τους) την δολοφονία του «τυράννου» Καποδίστρια. Οι πολιτικές εξελίξεις που δρομολόγησε η δολοφονία δεν έφεραν περισσότερη ελευθερία, αλλά την απόλυτη μοναρχία του Όθωνα, παρέσυραν όμως το περιστατικό της ανατίναξης της «Ελλάδας» και της « Ύδρας» στην σκιά της ιστορικής μνήμης και στην πλήρη πολιτική λήθη. Τον Μάϊο του 1832 προτάθηκε στον Μιαούλη να διορισθεί «στόλαρχος» του (απομειωμένου κατά τα δύο ανατιναγμένα σκάφη) ελληνικού στόλου, αλλά δεν δέχθηκε. Δέχθηκε όμως, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, να είναι ένας από τους τρείς Έλληνες προκρίτους που μετέβησαν στην Βαυαρία και προσέφεραν στον Όθωνα το ελληνικό στέμμα. Το 1833, δύο χρόνια μετά την «τοιαύτην πράξιν καταστροφής» διορίσθηκε με οθωνικό διάταγμα αρχηγός του ναυτικού. Ο Μιαούλης τιμήθηκε ζων και μεταθανάτια. Τιμάται από την λαϊκή μνήμη και την ιστορική κρίση, και τιμάται δίκαια, όχι όμως για την (σχεδόν ξεχασμένη) πράξη του αυτή, αλλά για την καθοριστική συμβολή του στον Αγώνα.
Στο υπόβαθρο του περιστατικού βρίσκονταν η προσπάθεια να εισαχθούν δομές και κανόνες ενός σύγχρονου, της εποχής εκείνης, ευρωπαϊκού μετα-οθωμανικού κράτους. Αυτό όμως συνεπάγονταν την ουσιαστική αφαίρεση ισχύος από τις –τηρουμένων των αναλογιών «διακομματικά» και τότε συνασπισμένες προκειμένου να διατηρήσουν την ισχύ τους- ισχυρές αντιδραστικές τοπικές πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες και ηγήτορες. Το πράγμα κατέληξε σε ένοπλη εξέγερση πολλών καπεταναίων, κατάληψη του Πόρου από τον Μιαούλη και 200 Υδραίους, κατάρρευση των διαμεσολαβητικών προσπαθειών των τριών πρέσβεων (Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας) , ενεργοποίηση της ένοπλης ισχύος τους για την καταστολή της εξέγερσης και, τέλος, ενόψει της βίαιης ανακατάληψης του Πόρου από την ενισχυμένη από ναυτικές δυνάμεις τους καποδιστριακή κυβερνητική νομιμότητα, ανατίναξη των δύο αυτών πλοίων από τον Μιαούλη. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, μετέπειτα Πρωθυπουργός, αν και αρνήθηκε την ηθική αυτουργία του γεγονότος υποστήριξε, ότι «αν τα πλοία δεν εκαίοντο τότε, η Ελλάς ήθελε θρηνεί σήμερον το γενικόν των ελευθεριών της ναυάγιον.»[2]
Στις 17 και 18 Αυγούστου 2012, με μία παράπλευρη συνέχεια στις 26 Αυγούστου 2012, διαδραματίσθηκε στην Ύδρα μία σύγχρονη εκδοχή ενός ανάλογου, στην βαθύτερη ουσία του, γεγονότος: η σύλληψη μιας Υδραίας επιχειρηματία της εστίασης, η έκρηξη οργής και βίας των Υδραίων και η επαναφορά της τάξης με επέμβαση ισχυρής αστυνομικής δύναμης.
Το γεγονός στηλίτευσε και περιέγραψε ο κ. Θεόδωρος Δρίτσας, βουλευτής της Αριστεράς, μέλος της κοινοβουλευτικής ομάδας της αξιωματικής αντιπολίτευσης, εκλεγόμενος στην εκλογική περιφέρεια όπου ανήκει η Ύδρα.
Προσωπικά δεν τον γνωρίζω. Μετά την δημόσια συμβολή του στην πολιτική τοποθέτηση του περιστατικού, έτυχε να τον παρακολουθήσω σε μία τηλεοπτική εξήγηση της άποψής του. Άκουσα επίσης και μερικές από τις πολιτικές παρεμβάσεις του που ανάρτησε στο διαδίκτυο. Διαμόρφωσα την εικόνα ότι δεν πρόκειται για έναν «πονηρό πολιτευτή» που «βαλάντωνε εκεί στην εξορία και διάβαζε και Ρίτσο και αρχαία τραγωδία», αλλά για έναν πολιτικό ακτιβιστή που πιστεύει αυτά που εξέφρασε και που εκφράζει αυτά που πιστεύει. Αναγνωρίζω λοιπόν ότι ο κ. Δρίτσας εξέφρασε ανιδιοτελώς μία αποπροσωποποιημένη πολιτική στάση και όχι την μέριμνα «όπως εξασφαλίση την εις το μέλλον επανεκλογήν του δια καλλιεργείας νοσηράς τοπικής δημοτικότητος»[3]. Έτσι αναδεικνύεται εναργέστερα η ιδεολογική και πολιτική σημασία της στάσης του απέναντι στο περιστατικό, το οποίο και καθίσταται εμβληματικό, αποσπώμενο από τον τόπο και τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν σε αυτό (περιλαμβανομένου του κ. Δρίτσα ), τα οποία και καθίστανται τυχαία και, βαθύτερα, αδιάφορα.
Για μια Ελλάδα φορολογικά λεύτερη.
Για λόγους πληρότητας, αλλά και δικαιοσύνης στην άποψη του κ. Δρίτσα, παραθέτω πλήρως τη σχετική του δήλωση, όπως αναρτάται στην ιστοσελίδα του:
«Μια απλή διαδικασία φορολογικών ελέγχων μετατράπηκε από την κυβέρνηση σε ένα σώου επίδειξης αυταρχισμού.
Διμοιρίες των ΜΑΤ μεταφέρθηκαν δύο φορές στο νησί, το ίδιο και πολυμελή συνεργεία της Οικονομικής Αστυνομίας.
Εντελώς αυθαίρετα επιχειρήθηκε να αποκλειστεί η Ύδρα από την ακτοπλοϊκή σύνδεση και μάλιστα με απόφαση ναυτιλιακής εταιρείας και όχι κάποιας κρατικής υπηρεσίας.
Η «πέτρα του σκανδάλου», η ελεγχθείσα ταβερνιάρισσα, οδηγήθηκε με χειροπέδες(!) υπό τα έκπληκτα βλέμματα των Υδραίων και των τουριστών στο Αστυνομικό Τμήμα, αφού το συνεργείο της Οικονομικής Αστυνομίας αντί να βεβαιώσει τη φορολογική παράβαση, που διαπιστώθηκε, ανέχθηκε να υπερβούν αυτές τον αριθμό των 10, ώστε το αδίκημα να είναι Αυτόφωρο.
Και αφού όλα έχουν ελεγχθεί σε μια καρικατούρα φορολογικού ελέγχου που προκάλεσε την αγανάκτηση των Υδραίων, επιχειρήθηκε δεύτερη εισβολή στο νησί, όπου με παρουσία των ΜΑΤ και της Αστυνομίας τα συνεργεία των υπηρεσιών του Οικονομικού Ελέγχου περιόδευσαν απλώς σε διάφορα καταστήματα ασκώντας δήθεν έλεγχο μέχρι τις 11 το βράδυ, οπότε όλος αυτός ο «θίασος» επιβιβάστηκε και πάλι σε πλωτό του Λιμενικού και αποχώρησε από το νησί.
Αυτό δεν είναι επιχείρηση χτυπήματος της φοροδιαφυγής. Είναι μία ανόητη και πολυδάπανη παράσταση επίδειξης κρατικής και κυβερνητικής πυγμής, με εντελώς αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα και με γελοιοποίηση της χώρας μας διεθνώς.
Η κυβέρνηση είναι σε πανικό, αντιμετωπίζει για μια ακόμα φορά τον λαό ως εχθρό και γι αυτό είναι επικίνδυνη.
Για μια ακόμα φορά, τέλος, αποδεικνύεται η υποκρισία της κυβέρνησης αφού ο καθένας γνωρίζει ότι με τέτοια σώου η φοροδιαφυγή όχι μόνο δεν χτυπιέται αλλά αντίθετα διογκώνεται και οι «πονηροί» τρίβουν τα χέρια τους σε βάρος πάντα των «κορόιδων», που πληρώνουν κανονικά τους φόρους τους».
Η δήλωση προκάλεσε έντονες πολιτικές αντιδράσεις και θόρυβο (και εντός του κόμματος του κ. Δρίτσα), πράγμα που τον οδήγησε στο να επανέλθει με μία περιγραφή του περιστατικού, που κατά τη γνώμη του δικαιολογούσε την παραπάνω θέση του. Ξανά για λόγους πληρότητας και δικαιοσύνης, παραθέτω αυτούσια και την αφήγησή του, όπως αναρτάται στην ιστοσελίδα της εφημερίδας «Η Αυγή» της 26ης Αυγούστου 2012:
«Καίριας σημασίας πλευρές των γεγονότων της Ύδρας θολώθηκαν έντεχνα από την κυρίαρχη αφήγηση, με αποσιωπήσεις ή μονόπλευρες περιγραφές. Αυτή ήταν η βάση για να γίνει πειστική η κυβερνητική προπαγάνδα ή για να μην αναδειχθούν πολύ σοβαρές αυθαιρεσίες και υπερβάσεις.
Με τη δήλωσή μου θέλησα να ασκήσω πολιτική κριτική σε μια υποκριτική κυβερνητική μεθόδευση διενέργειας εικονικών -κυριολεκτικά- φορολογικών ελέγχων συνοδεία διμοιρίας ΜΑΤ και να τονίσω ότι έτσι δεν χτυπιέται, αλλά, αντίθετα, καλύπτεται ή και ενθαρρύνεται η φοροδιαφυγή. Πού να φανταστώ -ο αφελής- ότι σε όλα τα δημοσιογραφικά ρεπορτάζ, τηλεοπτικά και έντυπα, που ακολούθησαν, θα λείπει η ακριβής περιγραφή των γεγονότων και ότι εξαιτίας αυτής της παραπλανητικής αποσιώπησης, η καταγγελία μου θα γινόταν εύκολος στόχος σκόπιμης παρερμηνείας και συκοφάντησης. Στα 65 μου χρόνια, εξακολουθώ να εμπλουτίζω τα επώδυνα πάντα βιώματά μου, για τη σκληρότητα και την ανθεκτικότητα που έχουν οι μυλόπετρες των πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Οφείλω λοιπόν να εξηγήσω, κυρίως για να υπερασπιστώ τον ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ, ως βουλευτής του οποίου μίλησα, με βάση την αξιόπιστη διαρκή πληροφόρηση που είχα από συντρόφους στο νησί, αλλά και άλλους παράγοντες του νησιού επί δυο μέρες.
Την Παρασκευή 17 Αυγούστου κλιμάκιο της Οικονομικής Αστυνομίας μετέβη στην Ύδρα για να διενεργήσει ελέγχους σε καταστήματα εστίασης. Σε έναν από αυτούς τους ελέγχους, η ελεγχόμενη ταβερνιάρισσα θεώρησε -δικαίως ή αδίκως δεν μπορώ να το βεβαιώσω- ότι εξαπατήθηκε από τους ελεγκτές, αφού αυτοί, αντί να βεβαιώσουν την παράβαση που διαπίστωσαν, παρέμειναν εκεί για να την επαναλάβει, ώστε με τη σωρευτική βεβαίωση άνω των δέκα φορολογικών παραβάσεων, το αδίκημα να γίνει αυτόφωρο.
Εξαιτίας της αυτόφωρης σύλληψης αρχικά της ταβερνιάρισσας και μετά του γιου της -που τελικά αφέθηκε ελεύθερος ως αναρμόδιος- δημιουργήθηκε ένταση, η οποία εξελίχθηκε σε αποκλεισμό του αστυνομικού τμήματος, διακοπή της ηλεκτροδότησης και υδροδότησής του και ολιγόλεπτη κατάληψη του υδροπτέρυγου σκάφους της γραμμής, που κατά τις φημολογίες θα μετέφερε τον συλληφθέντα στην Εισαγγελία Πειραιά, φημολογία που τελικά δεν επιβεβαιώθηκε.
Καταγγέλθηκε, μάλιστα, ότι οι διαμαρτυρόμενοι βιαιοπραγούσαν εναντίον μελών του πληρώματος του σκάφους. Ο δήμαρχος δήλωσε ότι ένας πολύ μικρός αριθμός ανθρώπων συμμετείχε σε αυτά τα επεισόδια. Οι δικές μου πληροφορίες αναφέρουν 30 έως 40. Η αστυνομία πιθανότατα θα έχει πληρέστερα στοιχεία.
Τα μεσάνυχτα της Παρασκευής προς Σάββατο, κατέπλευσε στο νησί ένα σκάφος του Λιμενικού Σώματος – Ελληνική Ακτοφυλακή, από το οποίο αποβιβάστηκε μια διμοιρία των ΜΑΤ, η οποία αποκατέστησε την τάξη. Το αστυνομικό τμήμα ελευθερώθηκε, το κράτος λειτούργησε, αποδόθηκαν κατηγορίες, υποβλήθηκαν μηνύσεις εναντίον όσων συμμετείχαν στα επεισόδια και ο συλληφθείς -αν και δεν ήταν ο αγορονομικά υπεύθυνος- οδηγήθηκε συνοδεία ΜΑΤ στον εισαγγελέα Πειραιά, με το σκάφος, οπότε και τα ΜΑΤ έφυγαν από το νησί.
Την επομένη το πρωί, Σάββατο 18 Αυγούστου, τίποτα πια δεν θύμιζε την προηγούμενη μέρα. Η Ύδρα ήταν και πάλι ήσυχη, ο νόμος είχε επιβληθεί, οι συζητήσεις βέβαια έδιναν και έπαιρναν, αλλά και τα ιπτάμενα δελφίνια έφερναν και έπαιρναν κόσμο κανονικά.
Όμως στις 7 το απόγευμα του Σαββάτου, κατέπλευσε εκ νέου στην Ύδρα το σκάφος του Λιμενικού και αποβιβάστηκε νέα διμοιρία ΜΑΤ, μαζί με νέο κλιμάκιο της Οικονομικής Αστυνομίας. Τα ΜΑΤ ακροβολίζονται στην παραλία και οι ελεγκτές αρχίζουν να επιδίδονται σε ελέγχους απολύτως εικονικούς!
Στις 11 το βράδυ, σε κλίμα ιλαρότητας, τα ΜΑΤ και οι ελεγκτές απέπλευσαν από το νησί, χωρίς να βεβαιώσουν ούτε μία παράβαση…
Παράσταση κρατικής και κυβερνητικής πυγμής, χωρίς αντίκρισμα και, θα το επαναλάβω, πολυδάπανη. Συμβολική αποκατάσταση του κύρους του κράτους, θα πουν κάποιοι. Η εξουσία αξιολογείται όταν υπάρχει. Είτε ως αυταρχική, είτε ως φιλελεύθερη. Είτε ως ολιγαρχική είτε ως δημοκρατική. Είτε ως φιλολαϊκή είτε ως αντιλαϊκή. Το βράδυ του Σαββάτου στην Ύδρα η εξουσία σκηνοθέτησε την ύπαρξη της.
Αυτά κατήγγειλα με τη δήλωσή μου, λέγοντας κατά λέξη:
”Αυτό δεν είναι επιχείρηση χτυπήματος της φοροδιαφυγής. Είναι μια ανόητη και πολυδάπανη παράσταση επίδειξης κρατικής και κυβερνητικής πυγμής, με εντελώς αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα και με γελοιοποίηση της χώρας μας διεθνώς.
Η κυβέρνηση είναι σε πανικό, αντιμετωπίζει για μια ακόμα φορά το λαό ως εχθρό και γι’ αυτό είναι επικίνδυνη.
Για μια ακόμα φορά τέλος, αποδεικνύεται η υποκρισία της κυβέρνησης, αφού ο καθένας γνωρίζει ότι με τέτοια σώου η φοροδιαφυγή όχι μόνο δεν χτυπιέται αλλά αντίθετα διογκώνεται και οι πονηροί τρίβουν τα χέρια τους σε βάρος πάντα των κορόιδων, που πληρώνουν κανονικά τους φόρους του”.
Έκρινα ότι το κύριο ήταν η κριτική στην κυβέρνηση, γιατί από τη συμπεριφορά της εξουσίας καθορίζονται τα πιο πολλά στις κοινωνικές διεργασίες και συμπεριφορές. Μπορεί αυτή η δήλωσή μου να ερμηνευτεί ως ”συγκάλυψη φοροφυγάδων”;
Η πρωτοφανής επίθεση που εξαπολύθηκε εναντίον μου και δι’ εμού εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ, θύμιζε την καυτή προεκλογική περίοδο.
Μαξίμου και ΜΜΕ προσπαθούν, εν όψει των μέτρων, να τραυματίσουν την αξιοπιστία μας.
Και κυρίως να απαξιώσουν τη δυναμική της εκπροσώπησης κοινωνικών δυνάμεων, που είναι το πλεονέκτημα του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ απέναντι σε μια τρικομματική κυβέρνηση συμβιβασμού και συναλλαγής, εξ ου και οι συκοφαντίες για τοπάρχη, Μαυρογιαλούρο κ.λπ.
Ελπίζω, με τα παραπάνω, να αποσαφήνισα τουλάχιστον στο κοινό της “Αυγής”, το πραγματικό περιεχόμενο της δήλωσης μου και να βοήθησα στη διάλυση της σύγχυσης
Ίδια γνώση των γεγονότων δεν έχω. Υπάρχουν πάντως και άλλης απόχρωσης περιγραφές (ίσως πλησιέστερες προς την τηλεοπτική και φωτογραφική αποτύπωσή τους), οι οποίες μιλούν λιγότερο φειδωλά, π.χ., για τον γενικευμένο τσαμπουκά, από τον οποίο δεν γλίτωσαν ούτε οι εργαζόμενοι στο ιδιωτικής εταιρίας πλοίο της γραμμής που μετέφερε τους αστυνομικούς. Ακούστηκε ότι εδάρησαν αρκετοί, παραμένει όμως ανεξακρίβωτο πόσοι ακριβώς και αν εδάρησαν ανηλεώς ή φάγανε μόνο μερικές ψιλές. Το περιστατικό έγινε την ίδια στιγμή πανελληνίως γνωστό και διεθνώς διαβόητο. Έδωσε λαβή σε ποικίλα σχόλια, ανάμεσά τους και πικρή χλεύη. Ο Δήμαρχος της Ύδρας επιχείρησε να κλείσει το θέμα με έναν τόνο υποβάθμισής του και απόδοσής του σε εκατέρωθεν υπερβολές, τις οποίες και αποδοκίμασε με την πρέπουσα σωφροσύνη.
Το περιστατικό συμπληρώνει μία ακόμη πτυχή, που επισυνέβη λίγες ημέρες μετά. Όπως διαβάζουμε σε ρεπορτάζ του Στέλιου Βραδέλη στην εφημερίδα «Τα Νέα» της 27ας Αυγούστου 2012:
«[…]Με εντολή της Αστυνομικής Διεύθυνσης Πειραιά διατάχθηκε η μετάθεση του διοικητή Γιώργου Ζώτα [Ύδρας] και χρειάστηκε να παρέμβει ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη Νίκος Δένδιας για να μην υλοποιηθεί.
Ο αστυνομικός συγκέντρωσε τα πυρά πολλών Υδραίων επειδή δεν ”προστάτευσε” τη συμπολίτισσά τους, όταν άνδρες της Οικονομικής Αστυνομίας τη συνέλαβαν γιατί είχε ”ξεχάσει” να κόψει σημαντικό αριθμό αποδείξεων στην ταβέρνα της. Η σύλληψη εκείνης και του γιου της άλλωστε αποτέλεσε την αφορμή των επεισοδίων. Παρά το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος αξιωματικός σε δύο μήνες συνταξιοδοτείται καθώς συμπληρώνει 35 χρόνια υπηρεσίας […] το αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ. ζήτησε τη μετακίνησή του στην Αστυνομική Διεύθυνση Πειραιά με επείγον σήμα το πρωί του Σαββάτου.[…] Σύμφωνα με αστυνομικές πηγές, στο αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ. είχαν φτάσει αντιδράσεις από φορείς του νησιού, οι οποίοι πίεζαν για την αντικατάσταση του διοικητή υποστηρίζοντας ότι είχε χάσει και την εμπιστοσύνη του κόσμου. Όταν συνελήφθησαν οι υπεύθυνοι του καταστήματος, κάτοικοι του νησιού είχαν επιτεθεί στο Αστυνομικό Τμήμα και είχαν κόψει το νερό και το ρεύμα, ενώ χρειάστηκε να μεταβεί στο νησί διμοιρία των ΜΑΤ για να αποκατασταθεί η τάξη.
Οι συσχετισμοί με τα πρόσφατα επεισόδια ήταν αδύνατον να αποφευχθούν καθώς ο κ. Ζώτας συνέδραμε στον έλεγχο της Οικονομικής Αστυνομίας στην ταβέρνα. Επίσης στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη είχαν αρχίσει να φτάνουν οι πρώτες αντιδράσεις από διεθνή μέσα που συνδύαζαν τη μετάθεση με τον έλεγχο και τη σύλληψη των ιδιοκτητών της ταβέρνας […].»
Το ίδιο το περιστατικό θα μπορούσε να είναι έως γραφικό, π.χ. μία κωμωδία παρεξηγήσεων του Βυζάντιου ή, σε πιο élaboré μορφή, ακόμη και του Goldoni (αν μάλιστα προστίθετο και κάποιο αίσθημα). Καθώς όμως «από τη συνάντηση ενός ανθρώπινου τύπου γαλουχημένου σε περιβάλλον προκρατικό και προαστικό με τον μηχανισμό της σύγχρονης γραφειοκρατίας, ο οποίος ενσαρκώνει και απαιτεί στάση και συμπεριφορά ορθολογική, προέκυψαν συνδυασμοί άλλοτε σπαρταριστοί και άλλοτε αξιοδάκρυτοι,, συνδυασμοί που ακόμα περιμένουν τον σατιρικό και τον διηγηματογράφο τους»[4], φαντάσθηκα τελικώς το περιστατικό μάλλον ως κινηματογραφική φάρσα της δεκαετίας του ’60. Πρωταγωνιστές θα μπορούσαν να ήταν π.χ. η Ρένα Βλαχοπούλου ως ταβερνιάρισσα, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος ως Αστυνομικός Διευθυντής, ο Αθηνόδωρος Προύσαλης ως Δήμαρχος, ο Ανέστης Βλάχος ως αδελφός της ταβερνιάρισσας, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, (σε φιλική συμμετοχή λόγω του μικρού του ρόλου) ως Υπουργός, ο Σωτήρης Μουστάκας ως Κλάους Μαζούχ (κάπου να φαίνεται κι η τρόικα, αφού όλα γίνονται στην σκιά της). Στον ρόλο του βουλευτή, ελλείψει καλύτερου, αλλά και για λόγους σοσιαλιστικού ρεαλισμού, δεν μπόρεσα να δω παρά μόνο τον ίδιο τον κ. Δρίτσα.
Δεν είναι όμως φάρσα το περιστατικό.
Περιγραφή και δήλωση είναι το ίδιο πράγμα.
Η περιγραφή του περιστατικού από τον κ. Δρίτσα και η επ΄ αυτού δήλωσή του είναι μία ενιαία πολιτική πράξη. Η δήλωσή του διατυπώνει άποψη για τα γεγονότα, ενώ η περιγραφή του αντιπαραθέτει στην «κυρίαρχη αφήγησή» τους (που δεν είναι «ακριβής περιγραφή») την δική του, προφανώς ορθή και επακριβή, η οποία και δικαιώνει την άποψή του. Άποψη και περιγραφή του συγκλίνουν στην καταγγελία εκείνου που θεώρησε είναι «μία ανόητη και πολυδάπανη επίδειξη κρατικής πυγμής» μιας κυβέρνησης που αντιμετωπίζει «το λαό ως εχθρό».
Ενδεικτικά:
Ο βουλευτής καταγγέλλει ότι η κυβέρνηση «αντιμετωπίζει για μια φορά ακόμη το λαό ως εχθρό και γι΄ αυτό είναι επικίνδυνη.» Ποιος όμως είναι ο «λαός» στη δήλωση του κ. Δρίτσα; Η ταβερνιάρισσα που δέκα διαδοχικές φορές δεν έκοψε το νόμιμο παραστατικό; Οι κεκράκτες (συγγενείς, φίλοι κ.λπ. αγανακτισμένοι πολίτες) που βιαιοπράγησαν; Ποια ακριβώς είναι η εχθρική συμπεριφορά της κυβέρνησης; Ότι τα στελέχη της οικονομικής αστυνομίας πίστεψαν τα μάτια τους και έκαναν τη δουλειά τους; Και ποιος κινδύνευσε από το ότι δεν έμεινε χωρίς απάντηση το γενικευμένο νταηλίκι και επιβλήθηκε, έστω για την επόμενη μόνο ημέρα, στους Υδραίους να δέχονται, ως οφείλουν τους ελέγχους της οικονομικής αστυνομίας;
«Η εξουσία σκηνοθέτησε την ύπαρξη της», καταγγέλλει ο βουλευτής. Το όλον δεν ήταν παρά μια «παράσταση», ένα σκηνοθετημένο από την εξουσία καραγκιοζλίκι δηλαδή, μια κρατική προβοκάτσια. Άρα η «εξουσία», η ανύπαρκτη ως πραγματικό μέγεθος μόνον σκηνοθέτις του εαυτού της, υπέδειξε στην ταβερνιάρισσα να μην εκδώσει δέκα παραστατικά, η «εξουσία» οργάνωσε τα επεισόδια, έδειρε τους εργαζόμενους στο σκάφος κ.λπ. και αυτό για να στείλει την άλλη μέρα τα ΜΑΤ στην Ύδρα…
Ο βουλευτής διαπιστώνει ότι έλαβε χώρα μία «υποκριτική κυβερνητική μεθόδευση», μια «καρικατούρα φορολογικού ελέγχου που προκάλεσε την αγανάκτηση των Υδραίων». Γιατί όμως να αγανακτήσουν οι Υδραίοι; Θυμώσαν άραγε επειδή ο φορολογικός έλεγχος ήταν εικονικός και όχι αληθινός, ή μήπως επειδή αποτολμήθηκε φορολογικός έλεγχος, έστω και προσχηματικός; Ο βουλευτής μάλιστα εξίσταται ότι κατά τους «απολύτως εικονικ[ούς]» ελέγχους της επόμενης ημέρας δεν διαπιστώθηκε ούτε μία παράβαση. Όμως οι έλεγχοι αυτοί ήταν ή εικονικοί –οπότε δεν έχει σημασία τι διαπίστωσαν και τι όχι – ή αληθινοί, οπότε δεν ήταν «χωρίς αντίκρισμα», αφού, τουλάχιστον όσο διήρκεσαν, σταμάτησαν οι παραβάσεις.
Πάντως η «αξιόπιστη διαρκής πληροφόρηση», που ο βουλευτής είχε «από συντρόφους στο νησί, αλλά και από άλλους παράγοντες του νησιού» όσον αφορά τις βιαιοπραγίες ήταν ελλειπής. Αορίστως μας πληροφορεί ότι «καταγγέλθηκε» -από ποιους;- ότι «οι διαμαρτυρόμενοι», τους οποίους δικές του πληροφορίες ανεβάζουν σε «30 έως 40», «βιαιοπραγούσαν εναντίον μελών του πληρώματος του σκάφους». Και επαφίεται στην αστυνομία για την αποκατάσταση μιας πληρέστερης εικόνας: «η αστυνομία πιθανότατα θα έχει πληρέστερα στοιχεία». Ο σκηνοθέτης μιας παράστασης μάρτυρας για την αλήθεια των πραγμάτων; Η απορία μου δεν αφορά καθ΄ εαυτή την περιγραφή των επεισοδίων, όπως την έκτασή τους, την πολιορκία του αστυνομικού τμήματος, την σωματική και φραστική βία σε βάρος των αξιωματικών και άλλων εργαζομένων στο πλοίο της γραμμής κ.λπ. Αφορά στην ελλειπτικότητα της επ΄ αυτών περιγραφής που παρέχει ο βουλευτής. Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι δεν γνωρίζει. Μάλλον δίστασε –δείλιασε;- να γίνει ποιο συγκεκριμένος, γι΄ αυτό και η «παραπλανητική αποσιώπηση», εκ μέρους του όμως.
Καταγγέλλει επίσης ότι «[ε]πιχειρήθηκε να αποκλειστεί η Ύδρα από την ακτοπλοϊκή σύνδεση», τούτο δε «με απόφαση ναυτιλιακής εταιρίας και όχι κάποιας κρατικής υπηρεσίας». Πλην του ότι η βαρειά λέξη «αποκλεισθεί» δεν τεκμηριώνεται στην περιγραφή του, τι ακριβώς καταγγέλλει όμως ο βουλευτής; Την ναυτιλιακή εταιρία ότι δεν δέχθηκε να προσεγγίσει ένα λιμάνι όσο δεν εξασφαλιζόταν η ασφάλεια του προσωπικού και του πλοίου της ή το ότι άλλος, και όχι μια κρατική υπηρεσία ήταν εκείνος που επιχείρησε «να αποκλειστεί» η Ύδρα;
Η σύλληψη της ταβερνιάρισσας ήταν πράξη άσκησης κρατικής βίας. Υπάρχουν θεσμοί να κριθεί η νομιμότητά της. Ως πολιτικό γεγονός όμως και ανεξάρτητα από την νομιμότητά του, εκείνη η συγκεκριμένη πράξη δικαιολογεί την δημιουργία τόσης έντασης, που μάλιστα «εξελίχθηκε σε αποκλεισμό του αστυνομικού τμήματος, διακοπή της ηλεκτροδότησης και υδροδότησής του και ολιγόλεπτη κατάληψη του υδροπτέρυγου σκάφους της γραμμής, που κατά τις φημολογίες θα μετέφερε τον συλληφθέντα στην Εισαγγελία Πειραιά, φημολογία που τελικά δεν επιβεβαιώθηκε»; Η δήλωση και η περιγραφή του βουλευτή υπαινίσσονται πως μάλλον ναι.
Η αφήγηση του βουλευτή αντιστρέφει την αιτία της έντασης: δεν την δημιούργησαν οι δέκα φορολογικές παραβάσεις, που και ο ίδιος φαίνεται να δέχεται ότι έγιναν, αλλά η νόμιμη συνέπεια που επέσυραν οι παραβάσεις αυτές. Κατ΄ αυτόν ο αυταρχισμός δεν ασκήθηκε από μία δέκα φορές επαναλαμβανόμενη μέσα σε λίγα λεπτά παράνομη παράλειψη, που οδηγεί μάλιστα σε ευθεία κλοπή των λοιπών φορολογούμενων, αλλά από εκείνους που επιχείρησαν να διασφαλίσουν ότι αυτό θα πάψει. Κακώς περίμενε το κλιμάκιο να διαπιστώσει αν η πρώτη περίπτωση μη έκδοσης του παραστατικού ήταν τυχαία ή όχι; Κακώς βεβαιώθηκε ότι η παράβαση έγινε κατά σύστημα;
Ο κ. Δρίτσας επισημαίνει ακόμη ένα «κλίμα ιλαρότητας» κατά την αποχώρηση των επήλυδων αστυνομικών αρχών. Επιχειρεί έτσι να αποδείξει ότι η κρατική παρέμβαση ήταν ένας περίγελως. Για εμένα όμως, η «ιλαρότητα» αυτή είναι μία πολύ, μα πάρα πολύ σοβαρή υπόθεση. Είναι το γέλιο του μπαγαπόντη απέναντι στο αφελές θύμα του, είναι η κοροϊδία του μαθητή που αντιγράφει πίσω από την πλάτη του επιτηρητή του, το πονηρό μειδίαμα του μεγαλοαγρότη που ζύγισε νοτισμένο το βαμπάκι για να πάρει μεγαλύτερη επιδότηση, το σκοτεινό χαμόγελο του λαδωμένου γραφειοκράτη που «την έφερε» στον αφελή δικαιούχο για να εξυπηρετήσει τον φαύλο μη δικαιούχο πελάτη του. Μπορεί ακόμη, η ιλαρότητα που τόσο ενάβρυνε τον κ. Δρίτσα, να είναι και το χυδαίο χάχανο του τραμπούκου που αφού έδειρε, χλευάζει το ταπεινωμένο από τον ίδιο θύμα του. Σε κάθε περίπτωση η ιλαρότητα αυτή και η επισήμανσή της από τον βουλευτή, στέλνει το σαφές μήνυμα ότι «σας δουλεύουμε, και θα συνεχίσουμε να σας δουλεύουμε!», όχι με την άδεια της αστυνομίας, αλλά με τις φιλοπαίγμονες ευλογίες της πρωτοπορίας του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού στη χώρα μας.
Τελικά πάντως ο κ. Δρίτσας εξανίσταται: «Μπορεί αυτή η δήλωσή μου να ερμηνευτεί ως ”συγκάλυψη φοροφυγάδων”;» Όχι, δεν συγκαλύπτει ειδικώς φοροφυγάδες ο κ. Δρίτσας. Η όλη όμως πολιτική του προσέγγιση στο περιστατικό, η χαρακτηριστική ακροτελεύτια φράση της δήλωσής του, ότι «με τέτοια σώου» η φοροδιαφυγή «διογκώνεται και οι ”πονηροί” τρίβουν τα χέρια τους σε βάρος πάντα των ”κορόιδων”» κάνει την περίπτωση τυπικό, και , δυστυχώς, πολύ ευρύτερο από την φοροδιαφυγή, παράδειγμα προοδευτικόμορφης εκφοράς του πιο οπισθοδρομικού κοινωνικού λόγου, διαχρονικά στην νεοελληνική κοινωνία. Συγκαλύπτει ό,τι το κοινωνικά αντιδραστικότερο ο κ. Δρίτσας με την δήλωσή του αυτή. Φωνασκεί καταγγέλλοντας το κακό, πράττει όμως κατά τρόπο που η φωνή του έχει ως αποτέλεσμα την διαιώνιση του κακού –όχι αναγκαστικά επειδή αυτό επεδίωξε υποκειμενικά, αλλά επειδή αυτό είναι το υπέρ την κεφαλή του αντικειμενικό αποτέλεσμα αυτής του της φωνής.
Με χίλια ονόματα μια χάρη
Όχι, δεν είναι φάρσα το περιστατικό.
Στην ιστορική της διάσταση, η κατασκευή του αναδεικνύει δομικές ομοιότητες με το περιστατικό του Μιαούλη το 1831. Και στις δύο περιπτώσεις εδραία συμφέροντα, κοινωνικές καταστάσεις και τρόποι λειτουργίας και κατανομής πραγματικής ισχύος αντιστάθηκαν στην προσπάθεια για βαθύτερη θεσμική μεταβολή. Και στις δύο περιπτώσεις μια ισχυρή οπισθοδρομική ροπή προσπάθησε να εμποδίσει τα όποια -όσο αδέξια- βήματα προόδου. Και στις δύο περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκε αμοιβαία βία. Και στις δύο περιπτώσεις η οπισθοδρομική ροπή εμφανίσθηκε ως προάσπιση κάποιου ομιχλώδους ιδανικού δικαιοσύνης και ελευθερίας απέναντι σε ό,τι καταγγέλθηκε ως κρατικός αυταρχισμός. Και στις δύο περιπτώσεις βρέθηκαν πολιτικοί απολογητές εκείνων που αντέταξαν το ακλόνητο της δικής τους στασιμότητας στην κίνηση των πραγμάτων προς τα εμπρός.
Και μία ακόμη ομοιότητα, ιδιαίτερα έντονη: η αηδής προσπάθεια να απομακρυνθεί ο αστυνομικός διευθυντής της Ύδρας που συνέδραμε την οικονομική αστυνομία. Από τα πρώτα χρόνια του νέου ελληνικού κράτους, «[ο] ταλαίπωρος υπάλληλος ως τρέμων στρουθός βλέπει τον ικτίνα πτερυσσόμενον περί την φωλεάν του, η δε θέα αύτη κωλύει αυτόν της ετοίμου και αυστηράς διαγνώσεως των υποθέσεων. Φοβείται μη διασφενδονισθή από των Άλπεων εις τας εσχατιάς της Σικελίας.φοβείται μη ίδη το στάδιον αυτού κεκλεισμένον.»[5] Αυτό και τότε, αυτό και τώρα.
Κατά τα λοιπά, οι ομοιότητες των περιστατικών περιορίζονται μόνο στο σχήμα, και μάλιστα σε πολύ γενικές και αφηρημένες γραμμές: οι επιχειρηματίες της εστίασης στην Ύδρα του 2012 δεν είναι οι καραβοκύρηδες και καπεταναίοι του 1831, ούτε η συμβολή τους στην ανάπτυξη της πατρίδας θυμίζει έστω και σκιά της συμβολής των εξεγερμένων κατά του Καποδίστρια στην Ελληνική Επανάσταση. Η αμελής στην ταχεία έκδοση φορολογικών παραστατικών αγορανομική υπεύθυνη της επίμαχης ταβέρνας δεν είναι η Μπουμπουλίνα, ούτε τα ΜΑΤ ο στόλος του Ρώσου Ναύαρχου Ρικόρντ που επέβαλε με τις κανονιοφόρους του την τάξη εκείνον τον Αύγουστο του 1831. Όπως επίσης, η παράλειψη να κοπούν οι νόμιμες αποδείξεις δεν είναι η ανταρσία μεγάλου τμήματος του εθνικού στόλου ούτε οι μπουνιές και οι βρισιές σε ναυτεργάτες και αστυνομικούς ισοδυναμούν με την πυρπόληση δύο μάχιμων και ισχυρών μονάδων του πολεμικού ναυτικού. Και βεβαίως ο συμπαθής Θοδωρής Δρίτσας δεν είναι ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.
Η στάση όμως των καπεταναίων τότε και του κ. Δρίτσα σήμερα είναι κοινή κατά το ότι είναι έκφανση μιας ίδιας και ισχυρότατης παράδοσης πολιτικής αντίδρασης και κοινωνικής οπισθοδρόμησης. Η παράδοση αυτή ανάγεται στις απαρχές του νέου ελληνικού κράτους, συνέχεται με τα μύχια της γενετήριας σύνδεσής του με τις οθωμανικές κοινωνίες από τις οποίες αυτό εξήλθε, και εκφράζει με τον πιο γνήσιο τρόπο τα πλέον οπισθοδρομικά στοιχειακά ρεύματα και μοτίβα πολιτικής και οικονομικής συγκρότησης της ελληνικής κοινωνίας. Η ουσία της βρίσκεται στην εξαιρετική της ικανότητα να παρέχει το κάθε φορά κατάλληλο νέο ένδυμα στις ίδιες εδραίες κοινωνικές και πολιτικές ροπές που συγκρατούσαν, και τότε και τώρα, την νεοελληνική κοινωνία στο τέλμα του βαθύτερου ιστορικού της παρελθόντος. «Είναι χαρακτηριστικό –και εύγλωττο, για όποιον τουλάχιστον έχει ασκηθεί στη συγκριτική μελέτη των ιστορικών φαινομένων πάνω στη βάση ξεκάθαρων εννοιών και εννοιολογικών διακρίσεων- ότι οι πρώτοι και κοινωνικά σημαντικότεροι αντίπαλοι της ”δεσποτείας” και υπέρμαχοι του ”συντάγματος” στη μετεπαναστατική Ελλάδα προήλθαν από τους κύκλους των τοπικών προυχόντων, οι οποίοι με κανέναν τρόπο δεν ήθελαν να εκχωρήσουν τα πατριαρχικά τους δικαιώματα στο σύγχρονο κράτος. Τα ”τζάκια” συμφιλιώθηκαν με το κράτος μόνον τη στιγμή που μπόρεσαν να το ελέγξουν, είτε ασκώντας επιρροή πάνω στη μοναρχία είτε –ακόμη περισσότερο- μέσω του πελατειακού κοινοβουλευτισμού όμως το έλεγξαν για να το αδρανοποιήσουν […].[6]
Η παρατήρηση αυτή του Παναγιώτη Κονδύλη, που έγινε για τις απαρχές του νέου ελληνικού κράτους, περιγράφει επίσης την ουσία και του περιστατικού της Ύδρας τον περασμένο Αύγουστο.
Σε απλούστερα ελληνικά: με χίλια ονόματα μια χάρη -στο όνομα πάντα του ίδιου του λαού και ενός αόριστου και ιδιαίτερα γενικού και μεγάλου αγαθού που προβάλλεται ως δικαιωματικό, παρέχεται πλήρης κάλυψη στην αντίδραση και στην οπισθοδρόμηση, η οποία, επειδή είναι εκτεταμένη υπολαμβάνεται ως λαϊκή, και επειδή υπολαμβάνεται ως λαϊκή προβάλλεται ως δημοκρατικά νομιμοποιούμενη και πολιτικά θεμιτή. Είναι μία παράδοση βαθέως ελληνική.
Με την πολιτική του τοποθέτηση στο περιστατικό της Ύδρας ο κ. Δρίτσας μετέχει σε αυτήν, την εκφράζει και την συνεχίζει. Αντιστρέφει τα πράγματα: ως μέλος της πολιτικής ηγεσίας της, καλείται να την οδηγήσει την κοινωνία για την αλλάξει, άγεται όμως από το πλέον ακίνητο και θρασύ τέλμα της. Μοιράζει, ανύποπτος, λεκτικά φορέματα προοδευτικότητας εική και ως έτυχε. Παίζει με τη φωτιά νομίζοντας ότι παίζει, και μάλιστα με τις λέξεις. Μασκαρεύει την ακινησία ως κίνηση, την αντίδραση ως δράση, την γενικευμένη κοινωνική συντήρηση ως προοδευτική δημοκρατική επιταγή. Έρχεται ντυμένος φίλος της προόδου, προσφέρει όμως τα παμπάλαια «δώρα» της χειρότερης στασιμότητας. Και, επειδή ανήκει σε πολιτικό σχηματισμό που εμφανίζεται με πρόσημο Αριστεράς επιβεβαιώνει ότι, και στην δική του περίπτωση, «[ι]διαίτερα ιλαροτραγική […] παρουσιάζεται η θέση της ‘αριστεράς’, η οποία, όντας οιονεί καταδικασμένη να υπερασπίζεται τα ‘λαϊκά’ αιτήματα, υποχρεώνεται να γίνει σημαιοφόρος κάθε καταναλωτικής απαίτησης, αρκεί όποιος την προβάλλει να αυτοτιτλοφορείται ‘λαός’ -υποχρεώνεται δηλαδή εξ αντικειμένου να προωθεί την εκποίηση της χώρας, αρκεί ο ‘λαός’ να ζητά την εκποίηση αυτήν».[7]
Και το Μνημόνιο;
Έχω δεινότατες αμφιβολίες αν τα μέτρα των Μνημονίων ή όποια αντίστοιχης φιλοσοφίας είναι ικανά να βγάλουν την Ελλάδα (ή αντίστοιχα την Ευρώπη) από την ύφεση και την κρίση. Μια αντιπαράθεση όμως (ή και μία πολιτική σύνθεση) σχετικά με το περιεχόμενο και την ουσία τους, για να έχει νόημα, προϋποθέτει την θεμελιώδη συμφωνία για την συνολική απόρριψη των τρόπων κοινωνικής οργάνωσης, συγκρότησης και λειτουργίας της ελληνικής πολιτείας που οδήγησαν εδώ, και, την πάνω σε αυτήν την ανατρεπτική απόρριψη, συνάντηση προσώπων -όχι προσωπείων. Άλλης ποιότητας είναι η αντίσταση στα μνημονιακά μέτρα επειδή και στον βαθμό που δεν βγάζουν την ελληνική κοινωνία έξω από το τέλμα και άλλης ποιότητας επειδή ταράσσουν το τέλμα. Στην μία περίπτωση πρόκειται, κατά παράφραση γνωστής φράσης, για διαφωνία ανάμεσα στους κόλπους των δυνάμεων της προόδου –στην άλλη για σύγκρουση ανάμεσα στις δυνάμεις της κοινωνικής προόδου και της χειρότερης κοινωνικής αντίδρασης, σύγκρουση η οποία δεν γεφυρώνεται και δεν αίρεται παρά μόνο με την οριστική ήττα της μιας ή της άλλης πλευράς.
Το παραδειγματικό περιστατικό που απασχόλησε το άρθρο αυτό δείχνει ότι η ήττα της χειρότερης κοινωνικής αντίδρασης περνά από την οριστική περιέλευση στην ιστορική λήθη και την πολιτική ανυπαρξία της ίδιας εκείνης αξιοθρήνητα οπισθοδρομικής ροπής που συνδέει τα περιστατικά του Πόρου του 1831 και της Ύδρας του 2012, και την οποία αποτύπωσε με κλασικό τρόπο ο συμπαθής κ. Θοδωρής Δρίτσας.


[1] Αρχεία Λαζάρου και Γεωργίου Κουντουριώτου, 4, σελ. 493-494, όπως αναπαραπέμπεται από το λήμμα ‘Μιαούλης’ της ιστοσελίδας Wikipedia. Για τα ιστορικά περιστατικά σχετικά με την ανατίναξη των δύο αυτών ελληνικών πολεμικών πλοίων αρκέσθηκα στην συνοπτική περιγραφή τους στην ιστοσελίδα Wikipedia υπό το λήμμα ‘Μιαούλης’ με τις εκεί παραπομπές σε βιβλιογραφία και πηγές.
[2]Παύλου Καρολίδου, Συμπλήρωσις Ιστορίας Παπαρρηγοπούλου, τομ. Ζ’, 1903, σελ. 250, όπως παραπέμπεται στο λήμμα ‘Μιαούλης’ στον δικτυακό τόπο Wikipedia.
[3] Η φράση ανήκει στον Ηλία Ζέγγελη, Το εν Ελλάδι κοινοβουλευτικόν δίκαιον, 2η εκδ. 1912, σελ. 390
[4] Παναγιώτη Κονδύλη, Η καχεξία του αστικού στοιχείου στη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία, Εισαγωγή στην ελληνική έκδοση του βιβλίου του Π. Κονδύλη Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού. Από η μεταμοντέρνα εποχή και από το φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία (1991), όπως επανεκδόθηκε ξεχωριστά το 2011 με τίτλο «Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας», σελ. 32-33.
[5] Γ. Μικονίου, Εισαγωγή (στην ελληνική μετάφραση του βιβλίου του M. Minghetti, Τα πολιτικά κόμματα και η τούτων επέμβασις εις τα της δικαιοσύνης και της διοικήσεως, Λειψία, 1885, σελ. κα’. Ήδη από τον 19ο αιώνα, «[τ]ο σύνολο των εκπροσώπων της εξουσίας, συμπεριλαμβανομένων και των δικαστών και χωροφυλάκων, εκβιάζονταν μόνιμα να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των κατά τόπους βουλευτών […]», βλ. Κων. Τσουκαλά, Το πρόβλημα της πολιτικής πελατείας στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, σε Πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις στην Ελλάδα (1977), σελ. 99.
[6] Κονδύλης, όπ. π. σελ.35-36
[7] Κονδύλης, όπ. π. σελ. 63