Ο Κωνσταντίνος Δ. Τριανταφυλλόπουλος και η πολιτική. Η μελέτη έχει δημοσιευτεί στον τόμο Κωνσταντίνος Δ. Τριανταφυλλόπουλος. Ο ανακαινιστής της σύγχρονης ελληνικής νομικής επίστήμης, εκδ. Αντ.Σάκκουλα, 2008, σ. 93-144

Παναγιώτης Γ. Μαντζούφας Επίκουρος Καθηγητής στη Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Ο Κωνσταντίνος Δ. Τριανταφυλλόπουλος και η πολιτική. Η μελέτη έχει δημοσιευτεί στον τόμο Κωνσταντίνος Δ. Τριανταφυλλόπουλος. Ο ανακαινιστής της σύγχρονης ελληνικής νομικής επίστήμης, εκδ. Αντ.Σάκκουλα, 2008, σ. 93-144
Ο Κωνσταντίνος Δ. Τριανταφυλλόπουλος δεν ανακαίνισε μόνο το δόγμα του αστικού δικαίου, δεν διακόνησε μόνο την ιστορία του δικαίου στη διαχρονία της εγκαινιάζοντας νέες ερευνητικές μεθόδους, δεν διέπλασε μόνο την νεώτερη ελληνική νομοθεσία «είτε εισάγων νέους (. . . .) είτε ανανεώνων παλαιούς θεσμούς (. . . .)»[1]. Η δράση του Τριανταφυλλόπουλου δεν εξαντλήθηκε στην προς κάθε κατεύθυνση «ριζική ανακαίνιση και αναθεμελίωση» της νομικής επιστήμης και διδασκαλίας[2], αλλά διαχύθηκε στον κοινωνικό και πολιτικό βίο της χώρας.
Ο Τριανταφυλλόπουλος, πνεύμα δυνατό και ανήσυχο, νοοτροπία προοδευτική και ρηξικέλευθη, προσωπικότητα θεληματική και ρωμαλέα, δεν οικονομήθηκε στα όρια των νομικών επιστημών – αυτά που και ο ίδιος διεύρηνε, εκείνα που πρωτοπόρα και δημιουργικά εθεράπευσε. Ο Τριανταφυλλόπουλος, «κομιστής εν Ελλάδι νέων αντιλήψεων, επιδέξιος προσαρμοστής αυτών εις τας διαστάσεις της ελληνικής οικονομίας και εις τας βασικάς αρχάς του παρ’ ημίν ισχύοντος δικαίου»[3], έστρεψε το βλέμμα του στην Ελλάδα της εποχής του : παρατήρησε προσεκτικά την κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου του, ενωτίσθηκε τα αιτήματα της ραγδαία μεταβαλλόμενης ελληνικής κοινωνίας του καιρού του και ένιωσε τις καινοφανείς ανάγκες των συγκαιριανών του. Έτσι και γι’ αυτό, ο Τριανταφυλλόπουλος, χωρίς ποτέ να αποξενωθεί από αυτά, έβγαινε από το νομικό σπουδαστήριο και κατέβαινε από την πανεπιστημιακή καθέδρα για να περάσει το κατώφλι της πολιτικής και να βαδίσει στο γοητευτικά δύσκολο και τερπνά ακανθώδες έδαφος της πολιτικά νοηματοδοτούμενης κοινωνικής δράσης, όχι ως κατ’ επάγγελμα πολιτικός αλλά ως ενεργός πολίτης.
Αν θελήσουμε να αναζητήσουμε την απαρχή του ενδιαφέροντος του Τριανταφυλλόπουλου για την πολιτική – και ως τέτοια πρέπει να εννοήσουμε, για τις ανάγκες του παρόντος, όχι μόνο τη διαπάλη των κομματικών σχηματισμών για την κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας αλλά τη διαπάλη των ιδεών για την οργάνωση και λειτουργία του κράτους και της κοινωνίας – θα πρέπει να αναχθούμε στα χρόνια των σπουδών του στη Γερμανία, δηλ. στα έτη 1904-1906, όταν, αφού αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή, μετέβη αρχικώς στην Γοτίγγη (Göttigen) και κατόπιν στο Βερολίνο προς συμπλήρωση των σπουδών του. Εκεί, στο Βερολίνο, συνήψε ισχυρούς πνευματικούς και ηθικούς δεσμούς με τα ευάριθμα μέλη μίας ομάδας ξεχωριστών, και αργότερα διακεκριμένων στην πατρίδα τους, νεαρών σπουδαστών. Ο Τριανταφυλλόπουλος, πρεσβύτης πλέον, ανατρέχει νοσταλγικά στην εποχή εκείνη[4]:
«Ας θυμηθούμε αυτήν την εποχήν, την πανεπιστημιακήν της Γερμανίας. Τότε εγνώρισα τον Αλέξανδρον Παπαναστασίου. Έτος 1903. Είχα πάει στο Βερολίνον από μικρόν γερμανικόν Πανεπιστήμιον [της Γοτίγγης] δια να συνεορτάσω με τους συμπατριώτας τα Χριστούγεννα εις κοινόν δείπνον. Ήσαν εκεί μερικοί σπουδασταί γνωστοί μου εξ Αθηνών και άλλοι, ιδίως υπάλληλοι, όλοι λαμπροφορεμένοι και μυστακοφόροι, κατά την μόδα που ήτον τότε. Έξαφνα εισήλθεν εις την αίθουσαν ένας νέος άλλου τύπου : απλός, κυματίζουσα κόμη, κόκκινη κραβάτα, εντελώς ξυρισμένο πρόσωπο, δύο φωτερά μάτια, ένα ελαφρό μειδίαμα, μικρή κλίση της κεφαλής. Ένα σύνολον γοητευτικόν. Ήτο ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου».
Οι νεαροί σπουδαστές της βερολινεζικής συντροφιάς φαίνεται ότι δεν μελετούσαν μόνο, με επιμέλεια, τα πανεπιστημιακά εγχειρίδια και δεν παρακολουθούσαν μόνο, ευσυνείδητα, τις πανεπιστημιακές παραδόσεις. Έκαναν κάτι περισσότερο : αναζήτησαν, ενωτίσθηκαν και αφομοίωσαν τις προοδευτικές πνευματικές και πολιτικές κινήσεις που γνώριζε η Ευρώπη στις αρχές του 20ου αιώνα. Έτσι, γνώρισαν την κοινωνιολογική, την οικονομολογική, μα και τη μοντέρνα νομική σκέψη της εποχής τους[5], καθώς επίσης τις κοινωνιστικές – όπως λέγονταν τότε οι σοσιαλιαστικές – πολιτικές αντιλήψεις.
Τις νέες μεθόδους σκέψης και τις καινούργιες πολιτικές αντιλήψεις οι νεαροί σπουδαστές φιλοδόθησαν να μεταλαμπαδεύσουν στην Ελλάδα και με αυτές να ερευνήσουν, να μελετήσουν, να ερμηνεύσουν μα και να αναμορφώσουν ότι την συνέθετε : την κοινωνία, την οικονομία, το δίκαιο, τον πολιτισμό της εν γένει. Τι έκαναν για να πετύχουν τις φιλόδοξες επιδιώξεις τους αυτές, είναι γνωστό : Το 1907, εμπνεόμενοι από την βρεττανική Φαβιανή Εταιρεία[6], ιδρύουν την Κοινωνιολογική Εταιρεία[7]. Ο Τριανταφυλλόπουλος αναθυμάται[8] :
«Από τους συνδαιτυμόνας εκείνης της βραδυάς του Βερολίνου και τινας άλλους, όταν επεστρέψαμεν εις την πατρίδα, προήλθεν η Κοινωνιολογική Εταιρεία, η οποία έπαιξε και επιστημονικόν και πολιτικόν ρόλον εις την πατρίδα μας (. . .). Ήτο αποτέλεσμα των σκέψεων και των συζητήσεών μας στο Βερολίνον. Εβλέπαμε την κακοδαιμονίαν που υπήρχε τότε εις τον τόπον μας, την διαφοράν που είχαμεν από την Γερμανίαν, που ήταν τότε ένα λαμπρά ωργανωμένον κράτος με ένα καλόν Κοινοβούλιον, το οποίον συνεκράτει τον τρελλόν εκείνον Αυτοκράτορα, τον Κάιζερ. Τότε είπαμε ότι κάτι πρέπει να γίνη εις την Ελλάδα. Και όταν επεστρέψαμεν εις την πατρίδα συνεκεντρώθημεν με πρωτοβουλίαν του Παπαναστασίου, που ήτο γεννημένος πολιτικός, και ιδρύσαμε την Κοινωνιολογικήν Εταιρείαν, τω 1908. Ιδρυταί της ήσαν επτά : Αλέξανδρος Παπαναστασίου, Θαλής Κουτούπης, Αλέξανδρος Δελμούζος, Θρασύβουλος Πετιμεζάς, Παναγιώτης Αραβαντινός, Κωνσταντίνος Τριανταφυλλόπουλος και Αλέξανδρος Μυλωνάς».
Η δράση της Κοινωνιολογικής Εταιρείας ξεκίνησε με την έκδοση της περισπούδαστης «Επιθεωρήσεως των Κοινωνικών και Νομικών Επιστημών». Ο Τριανταφυλλόπουλος διηγείται[9] :
«Τέτοια περιοδικά δεν εξεδόθησαν έκτοτε[10] . . . Κυττάξτε τας συνεργασίας. Πρώτη είναι η μελέτη του Αλεξάνδρου Παπαναστασίου “Μεθοδολογικά προβλήματα της οικονομικής”. Ο Κ. Ελευθερουδάκης φέρεται ως εκδότης, όμως εμείς εβάζαμεν από κοινού τα έξοδα της εκδόσεως. Εφέρναμε χαρτί από την Βιέννην. Η εποχή δεν ήτο ακόμη έτοιμη να δεχθεί παρόμοιαν εργασίαν επιστημονικήν. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ενεγράφη εκ των πρώτων συνδρομητής μας. Και ήτο ο μόνος εις ολόκληρον την Κρήτην».
Το 1907 η Κοινωνιολογική Εταιρεία εκδηλώνει δημοσίως τη συμπαράστασή της στον Κωστή Παλαμά, όταν αυτός το 1908, επί κυβερνήσεως Γ. Θεοτόκη, κλήθηκε σε απολογία από τον Υπουργό Παιδείας Ανδρέα Στεφανόπουλο, διότι, αν και Γενικός Γραμματέας του Πανεπιστημίου, έγραφε στη δημοτική γλώσσα[11]. Ο Τριανταφυλλόπουλος αναθυμάται[12] :
«Άλλη δημοσία εμφάνισις [της Κοινωνιολογικής Εταιρείας] υπήρξεν η σύγχρονος προς την δημοσίευσιν του πρώτου τεύχους [της Επιθεωρήσεως των Κοινωνικών και Νομικών Επιστημών] καταχώρησις του υπέρ του Κωστή Παλαμά Μανιφέστου εις την εφημερίδα των Δικηγόρων Δικαιοσύνη (24 Μαΐου 1908), αλλά και εις τούτο υπογραφόμεθα ατομικώς οι ιδρυταί της Εταιρείας, επί πλέον δε ο εν τω μεταξύ επανελθών Μυλωνάς. Ο λόγος δι’ ον δεν υπογραφόμεθα ως Κοιν. Εταιρεία ήτο διότι ηθέλαμεν να μαζεύσωμεν πολλάς υπογραφάς, ως Εταιρεία, δε θα ήτο τούτο αδύνατον, διότι εν τω μεταξύ αύτη ήτο κοινόν μυστικόν και εθεωρείτο ως επαναστατικόν σωματείον. Μόλα ταύτα εις μόνον εκτός της Εταιρείας ιστάμενος το υπέγραψεν, ο δικηγόρος Αντώνιος Γαζής[13], ο προ διετίας αποθανών αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας».
Η ιστορική συγκυρία στάθηκε ευνοϊκή για τους Κοινωνιολόγους. Τον Αύγουστο του 1909, μια ομάδα αξιωματικών, επονομαζόμενη «Στρατιωτικός Σύνδεσμος», με αρχηγό της τον Συνταγματάρχη Νικόλαο Ζορμπά, πραγματοποιεί το κίνημα που έμεινε στην ιστορία ως «επανάσταση του Γουδί». Οι Κοινωνιολόγοι αδράχνουν την ευκαιρία να επηρεάσουν τα ραγδαίως και προς άγνωστη κατεύθυνση εξελισσόμενα πολιτικά πράγματα της χώρας. Και πάλι με τα λόγια του Τριανταφυλλόπουλου[14] :
«Βεβαίως, η Εταιρεία μας ανεμίχθη εις την επανάστασιν εκείνην. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος που είχε κάμει την επανάστασιν, δεν ήτο παρασκευασμένος να αντιμετωπίσει τα προβλήματα. Λοιπόν, η Εταιρεία μας κατήρτισε και υπέβαλε ένα υπόμνημα εις τον συνταγματάρχην Νικόλαον Ζορμπάν, τον αρχηγόν του Συνδέσμου. Ήταν ένα πρόγραμμα του “Τι πρέπει να γίνει”[15]. Είχε καταρτισθεί τη συνεργασία πολλών από ημάς, αλλά την τελικήν μορφήν είχε δώσει ο Παπαναστασίου.
Προκειμένου να συνδράμουν δραστικά στην εδραίωση της επανάστασης του 1909[16], η Κοινωνιολογική Εταιρεία αναλαμβάνει δράση και εκτός των Αθηνών. Έτσι, ο Τριανταφυλλόπουλος και ο Πετιμεζάς μεταβαίνουν στο Βόλο για να διασκεδάσουν την επιφυλακτική στάση που το Εργατικό Κέντρο της πόλης τηρεί απέναντι στο Κίνημα του 1909[17]. Ο Τριανταφυλλόπουλος διηγείται[18] :
«Επειδή ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος εύρισκεν αντίδρασιν εις τον Βόλον, όπου υπήρχεν ωργανωμένη σοσιαλιστική κίνησις, συνεννοήθημεν και επήγα εγώ με τον Πετμεζάν και ωμιλήσαμεν από του εξώστου του Σοσιαλιστικού Κέντρου (9 ή 10 Σεπτ. 1909)[19]. Εκεί εκάμαμεν λόγον περί σοσιαλισμού, εμφανίσαντες την Εταιρείαν, εξ ονόματος της οποίας ωμιλούσαμεν, ως ακολουθούσαν τον αναμορφωτικόν (αντίθεσις : επαναστατικόν) σοσιαλισμόν (. . .). Η επίδρασις υπέρ της αποδοχής του στρατιωτικού κινήματος ως λαϊκής επαναστάσεως ήτο καταφανής εις την υποδοχήν, ης ετύχομεν, διότι εμείναμεν εκεί 4 – 5 ημέρας».
Με τη μετάβαση των μελών της στο Βόλο και την εκεί δράση τους, η Κοινωνιολογική Εταιρεία πραγματώνει στην Ελλάδα το Φαβιανό της πρότυπο : συστήνεται στην κοινωνία, διαδίδει τις αρχές της, αναπτύσσει συνεργασία με επαγγελματικές ενώσεις, όπως τα Εργατικά Κέντρα Βόλου και του Πειραιά και επιζητεί να διασυνδεθεί με οργανωμένες προσπάθειες που σκοπούν στην «αναμόρφωση» των κακώς κειμένων στην κοινωνία και το κράτος πραγμάτων . προσπάθειες όπως αυτή που ανέλαβαν ο Αλέξανδρος Δελμούζος και ο ιατρός Δημήτριος Σαράτσης, όταν, ιδρύοντας το Ανώτερο Παρθεναγωγείο στην πόλη του Βόλου, επιχείρησαν – ούτε άσκοπα, ούτε μάταια – να « .… συνταρά[ξουν] τα λιμνάζοντα νερά του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος με το νέο πνεύμα και τις καινοτομίες που εισήγαγ[αν] στη διδασκαλία και την σχολική μέθοδο …. »[20]. Ο Τριανταφυλλόπουλος, συγκεκριμένα, καθιερώνει συνεργασία με το πρωτοποριακό, μαχητικό όργανο του Εργατικού Κέντρου Βόλου[21], την εφημερίδα «Εργάτης»[22], σε εμφανή θέση της οποίας καταχωρίζεται το όνομά του (όπως και αυτό του Θρασύβουλου Πετιμεζά) ως τακτικού συνεργάτη της. Την εποχή αυτή ο Τριανταφυλλόπουλος δημοσιεύει στην εφημερίδα «Εργάτης» μετάφραση του «E.R. Pease, Ο σοσιαλισμός και αι μεσαίαι τάξεις»[23], στην εφημερίδα «Ο Κοινωνισμός» μετάφραση του «M. TuganBaranowsky, Ο σύγχρονος σοσιαλισμός και η ιστορική αυτού εξέλιξις. Εισαγωγή»[24], άρθρο υπό τον τίτλο «Έκκλησις προς τον Λαόν»[25] και μία συνέντευξη[26], και στην εφημερίδα «Λαός» άρθρο υπό τον τίτλο «Λόγος διά το οκτάωρον των θερμαστών»[27]. Την ίδια εποχή αναπτύσσει στενή φιλία με τον Αλέξανδρο Δελμούζο, με τον οποίο θα συμπορευθούν στους αγώνες για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας και του οποίου λίγα χρόνια αργότερα θα είναι ο νομικός παραστάτης στη «δίκη του Ναυπλίου».
Η Κοινωνιολογική Εταιρεία δεν περιορίζεται στις ακαδημαϊκού τύπου μορφές δράσης που είχε υιοθετήσει μέχρι τότε. Με τον Αλ. Παπαναστασίου επί κεφαλής – αυτόν τον άνδρα «που ήτο γεννημένος πολιτικός»[28] – οι Κοινωνιολόγοι αποφασίζουν να αναλάβουν πολιτική δράση στην πιο στενή έννοια του όρου . να συμμετάσχουν σε βουλευτικές εκλογές. Πράγματι, το 1910 συμμετέχουν στις εκλογικές αναμετρήσεις της 8ης Αυγούστου για την ανάδειξη της Α΄ Αναθεωρητικής Βουλής («εκλογές της Συνελεύσεως του 1910») και της 28ης Νοεμβρίου για την ανάδειξη της Β΄ Αναθεωρητικής Βουλής («εκλογές της Συνελεύσεως του 1911»[29]). Ο Τριανταφυλλόπουλος, αν και ετοιμάσθηκε για το αντίθετο, δεν συμμετέχει στην εκλογική αναμέτρηση του Αυγούστου : «. . . απλώς και μόνον διότι έφθασεν αργά η περί ανακηρύξεώς του αίτησις, δεν συμπεριελήφθη εις τον λαϊκόν συνδυασμόν Λαρίσης», γράφει συντάκτης της εφημερίδας «Ο Κοινωνισμός» στο 26ο φύλλο της 10ης Σεπτεμβρίου 1910[30], προλογίζοντας την εκεί δημοσιευόμενη συνέντευξή του με τον Τριανταφυλλόπουλο. Αυτός, στην ερώτηση «επί του φλέγοντος [τότε] ζητήματος, του εάν η Εθνοσυνέλευσις πρέπει να λάβει το κύρος της Συντακτικής και ουχί της Αναθεωρητικής» απαντά :
«Αφού και αι δύο μερίδες εν τη Βουλή κατ’ ουσίαν συναντώνται, το ζήτημα καταντά απλώς και μόνον ζήτημα πείσματος. Αλλ’ εις την πολιτικήν δράσιν και το πείσμα πολλάκις δεν είνε άνευ σημασίας. Τώρα λ.χ. η νίκη των αναθεωρητικών θα εξελαμβάνετο ως ήττα της λαϊκής ιδέας ευθύς αμέσως εις τας πρώτας στιγμάς που εξηγέρθη ο λαός και ήρχισε να δείχνη τας κρυμμένας δυνάμεις του».
Στην επόμενη ερώτηση : «Σεις, κ. Τριανταφυλλόπουλε, ποιάν γνώμην θα υπεστηρίζατε ως πληρεξούσιος;», ο Τριανταφυλλόπουλος απαντά :
«Θα ήμην ουσιαστικώς συντακτικός και τούτο διά να συζητηθή η θεμελιώδης θεωρουμένη διάταξις περί θρησκείας. Το άρθρον 1 του συντάγματος χαρακτηρίζει επικρατούσαν μεν θρησκείαν την Ορθόδοξον χριστιανικήν, ανεκτήν δε πάσαν άλλην γνωστήν. Αλλά ποίαι είνε αι γνωσταί θρησκείαι; Έχει δε τούτο πολλήν πρακτικήν σημασίαν, διότι ο Έλλην πολίτης, προκειμένου να ενασκήση ανθρώπινά τινα και πολιτειακά αυτού δικαιώματα παραπέμπεται εις την θρησκείαν του. Ούτω λ.χ. εις το ζήτημα του γάμου ή του όρκου, εκ του οποίου εξαρτάται η επίκλησις της δικαστικής εξουσίας. Η Ελληνική πολιτεία εις τον έχοντα άγνωστον θρησκείαν ήθελεν απαρνηθή την σύμπραξίν της εις πράξεις τας οποίας έπρεπε κάθε πολίτης να επιχειρή απλώς και μόνον ως τοιούτος. Βλέπετε λοιπόν ότι παρ’ ημίν δεν υπάρχει ανεξιθρησκεία υπό την έννοιαν ότι αναγνωρίζεται ως και ανυπαρξία πάσης θρησκείας».
Στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση, αυτήν του Νοεμβρίου (1910), ο Τριανταφυλλόπουλος θέτει υποψηφιότητα με τον βενιζελικό συνδυασμό των Στάμου Παπαφράγκου και Παναγιώτη Δαγκλή, για την εκλογική περιφέρεια της Αιτωλίας και Ακαρνανίας, στην οποία τότε υπαγόταν και διοικητικώς η γενέτειρά του, το Καρπενήσι[31]. Η προσπάθεια δεν στέφεται με επιτυχία. Ο Τριανταφυλλόπουλος ιστορεί[32] :
«Ως πολιτικόν κόμμα αυτοτελές [επωνομαζόμενο «Λαϊκόν Κόμμα»] ενεφανίσθη [η Κοινωνιολογική Εταιρεία] εις τας εκλογάς της Συνελεύσεως του 1911. Εις τας εκλογάς της Συνελεύσεως του 1910 μετέσχον ο Παπαναστασίου και ο Αραβαντινός, έκαστος εις τας επαρχίας του, όπου ο πρώτος είχε κόμμα από τον πατέρα του (Λεβίδι Μαντινείας), ο δε δεύτερος από πολλού εκαλλιέργει την υποψηφιότητά του (Κορινθία), και ο Πετμεζάς εν Αττική υποδειχθείς υπό των εμποροϋπαλλήλων. Ο Παπαναστασίου και ο Πετμεζάς επέτυχαν, ο Αραβαντινός απέτυχε. (….) Εις την Συνέλευσιν του 1911 εξετέθημεν υπό ίδιον πρόγραμμα εις τας επαρχίας μας. Το πρόγραμμα περιελαμβάνετο εις πολυσέλιδον φυλλάδιον, το δε κόμμα, υφ’ ου την σημαίαν εξετέθημεν, ήτο σοσιαλιστικόν αναμορφωτικόν. Ενετάχθημεν εις Βενιζελικούς συνδυασμούς (άλλοι δεν υπήρχαν τότε), αλλά διατηρούντες την αυτοτέλειάν μας. Εκ των υποψηφίων του κόμματος ο μεν Αραβαντινός και ο Παπαναστασίου έγιναν προθύμως δεκτοί εις τους επιστήμους Βενιζελικούς συνδυασμούς, ομοίως ο Πετμεζάς εδώ άτε υποδεικνυόμενος υπό των εμποροϋπαλλήλων και επέτυχον πάντες. Εγώ δεν εγενόμην δεκτός εις τον υπό τον Στράτον επίσημον Βενιζελικόν συνδυασμόν Αιτωλοακαρνανίας ως υποψήφιος άλλου κόμματος [του Λαϊκού» των Κοινωνιολόγων] όθεν μετέσχον του ετέρου βενιζελικού επίσης συνδυασμού, του ανεπιστήμου, υπό τον Δαγκλήν [και τον Παπαφράγκο]. Ενθυμούμαι ότι εις το Αγρίνιον, όπου ωμίλησα δις και εμοίρασα το φυλλάδιον, εψηφίσθην όσον περίπου και ο Στράτος. Αλλά δεν είχομεν καμμίαν συνοχήν οι 12 υποψήφιοι, ένεκα δε του σοσιαλιστικού κηρύγματος ήλθα εις ρήξιν εν Μεσολογγίω (όπου εμαυρίσθημεν αγρίως) με τον εκ Βάλτου συνυποψήφιον Βάλβην, μηχανικόν μεταλλείων. Εννοείται κανείς δεν επέτυχεν. Έκτοτε εγώ δεν ανεμείχθην εις την ενεργόν πολιτικήν, αφοσιωθείς εις το Πανεπιστήμιον, όπου ήμην ήδη από του 1908 υφηγητής».
Αν όμως εκλεγόταν θα έμενε στην πολιτική; Όταν αυτή του τέθηκε πολλά χρόνια αργότερα από τον δικηγόρο Γεώργιο Μιχαλογιάννη, απάντησε[33] :
«. . . αν επετύγχανον ίσως έμενα».
Πάντως, αυτή είναι η πρώτη και τελευταία φορά που ο Τριανταφυλλόπουλος θέτει υποψηφιότητα σε βουλευτικές εκλογές. Το ενδιαφέρον του όμως για την πολιτική και τον δημόσιο βίο δεν υποχωρεί, και ο ίδιος δεν ιδιωτεύει. Δεν αποστρέφει το ενδιαφέρον του από τη διαπάλη των πολιτικών κομμάτων στην κεντρική πολιτική σκηνή – άλλωστε, αργότερα, δύο φορές αποδέχθηκε να αναλάβει υπουργικά καθήκοντα – αλλά διατηρεί τον εαυτό του, με όλη τη σωματική αλκή, την πνευματική ρώμη, τον ακέραιο χαρακτήρα και την βαρειά επιστημονική σκευή που τον διακρίνουν, σε διαρκή ετοιμότητα στην υπηρεσία της Πατρίδας και «εις τα ιδανικά των πολλών και των αδυνάτων»[34].
Δύο χρόνια μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1910 για τη Β΄ Αναθεωρητική Βουλή ξεσπούν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Ο Τριανταφυλλόπουλος, τριάντα ενός περίπου ετών και με προ πολλού εκπληρωμένες τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, κατατάσσεται εθελοντικά στο στρατό. Μαζί με τον επιστήθιο φίλο του Αλέξανδρο Παπαναστασίου και τον συμπολίτη του Γεώργιο Καφαντάρη[35], επίσης εθελοντές, ζητούν να υπηρετήσουν στην πρώτη γραμμή. Ο Τριανταφυλλόπουλος κατατάσσεται ως οπλίτης στο 1ο Σύνταγμα Πεζικού. Ο ίδιος, πολλά χρόνια μετά, αναπολεί[36] :
«Επήγαμεν εθελονταί, διότι αι ηλικίαι μας δεν είχαν κληθή. Ο Παπαναστασίου και εγώ. Ήλθε μαζί μας και ο Καφαντάρης, που ήταν τότε σαράντα ετών. Δεν ανήκε εις την Εταιρείαν μας, αλλά είχε στενάς σχέσεις μαζί μας, προπάντων με εμένα που ήμουν συμπολίτης του. Μας εγύμνασαν είκοσι ημέρας και έπειτα μας έστειλαν εις την Θεσσαλονίκην με το πρώτον Σύνταγμα, και έπειτα επήγαμε και κατελάβαμεν την Χίον. 13 Νοεμβρίου του 1912. Ανεβαίναμεν εις το βουνό το Αίπος και επολεμούσαμεν τους Τούρκους και ο Καφαντάρης υπέφερε από φλεβίτιδα, αλλά δεν ήθελε να φύγη. Ήτο βουλευτής, και ο υπουργός ο Στράτος του τηλεγραφούσε να γυρίση στη Βουλή, εκείνος δεν εδέχετο. Ήταν ένας αληθινός άνδρας. Όταν, τέλος, ο Ζιχνή πασάς παρεδόθη, εγνωρίσαμεν και τους λογίους του νησιού, τον Παντελήν Κοντογιάννην, έπειτα καθηγητήν του Πανεπιστημίου, άλλους. Ύστερα μας έβαλαν σε τρία καράβια, επεράσαμεν απέξω από την Σύρον 24 ώρες πριν από την επίθεσιν του «Χαμηδιέ» που εβομβάρδισε την Σύρον, εφθάσαμεν στην Πρέβεζα και έπειτα από μια εβδομάδα ωδεύαμεν προς το Μπιζάνι. Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου ήταν μέσα στους στρατιώτας που πολέμησαν στο Μπιζάνι και εμπήκαν στα Γιάννινα».
Από την Ήπειρο ο Τριανταφυλλόπουλος αποσπάται στη Γενική Διοίκηση των Νήσων του Αιγαίου, της οποίας, του Χαρ. Βοζίκη διοικούντος, διορίστηκε Γενικός Γραμματέας από τα τέλη Ιανουαρίου έως τα τέλη Αυγούστου του 1913, οπότε παραιτείται[37]. Για τις υπηρεσίες του αυτές στην πατρίδα παρασημοφορήθηκε με το «Μετάλλιον του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου με τη διεμβολή «Λέσβος – Χίος». Τα έτη που ακολούθησαν το ευτυχές για την Ελλάδα τέλος των Βαλκανικών Πολέμων υπήρξαν δημιουργικά για τον ήδη από το 1908 υφηγητή του Ρωμαϊκού Δικαίου. Από τον Σεπτέμβριο του 1913 μέχρι τις αρχές του 1915 χρημάτισε μέλος του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, ιδιότητα υπό την οποία εισηγήθηκε το «διεθνώς πρωτοποριακό», προσχέδιο νόμου περί συμβάσεως εργασίας[38], «το πρώτο ολοκληρωμένο νομοθέτημα εργατικού δικαίου στη χώρα μας, σε μια εποχή που δεν υπήρχε εργατικό δίκαιο»[39], το οποίο περιελήφθηκε εν τέλει στο δεύτερο βιβλίο του Αστικού Κώδικα περί Ενοχικού Δικαίου.
Τον Απρίλιο του 1914 διεξάγεται η «δίκη του Ναυπλίου»[40], η τελευταία φάση μιας σφοδρής διαμάχης στην κοινωνία του Βόλου και μιας μακράς προδικασίας που ξεκίνησε με το υπ’ αριθμ. 13/16.1.1912 Βούλευμα Εφετών Λαρίσης, το οποίο ο Τριανταφυλλόπουλος με οξύνοια και στοχαστικότητα στηλίτευσε λίγο καιρό πριν στο κείμενό του «Θεός και Θέμις»[41]. Κατηγορούμενος στη δίκη ο παιδαγωγός Αλέξανδρος Δελμούζος, διευθυντής του Ανωτέρου Παρθεναγωγείου που είχε ιδρύσει ο Δήμος Παγασών (Βόλου), το 1908, και ο ιατρός Δημήτριος Σαράτσης, ο οποίος ως δημοτικός σύμβουλος του Δήμου είχε εισηγηθεί την ίδρυση του πρωτοποριακού αυτού εκπαιδευτηρίου με πρωτοφανείς για την εποχή εκπαιδευτικούς σκοπούς και τις καινοφανείς παιδαγωγικές μεθόδους. Περαιτέρω κατηγορούμενοι είναι ο δικηγόρος και πρωτεργάτης στην ίδρυση και λειτουργία του Εργατικού Κέντρου Βόλου, Κωνσταντίνος Ζάχος, ο επίσης δικηγόρος και δραστήριο στέλεχος του Εργατικού Κέντρου Λαρίσης, Ιωάννης Ασπιώτης, καθώς και οκτώ στελέχη του Εργατικού Κέντρου Βόλου. Στους κατηγορούμενους αποδόθηκαν τα ποινικά αδικήματα της αθεΐας (εξ ου και η υπόθεση έμεινε γνωστή και ως «Αθεϊκά του Βόλου») και προσβολή της δημόσιας ηθικής και της θρησκείας. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, όπως το εξεφώνησε ο Εισαγγελέας Σ. Σωτηριάδης από την εισαγγελική έδρα, οι κατηγορούμενοι «από κοινού συμφέροντος κινούμενοι απεφάσισαν την εκτέλεσιν των επομένων πράξεων και ένεκα ταύτης συνομολογήσαντες προς αλλήλους αμοιβαίαν συνδρομήν. Α) Κατά διαφόρους εποχάς από του Σεπτεμβρίου 1908 μέχρι τέλους Μαρτίου του 1911 εν Βόλω, Λαρίση και ιδίως εν τω Εργατικώ Κέντρω και τω Ανωτέρω Παρθεναγωγείω Βόλου, προσεπάθησαν διά ζώσης, διά διδασκαλίας και δι’ εντύπων φυλλαδίων να ελκύσωσι προσηλύτους εις λεγόμενα θρησκευτικά δόγματα, τουτέστι την αθεΐαν, με τα οποία ενεργούμενα είναι ασυμβίβαστος η διατήρησις της πολιτικής τάξεως, διδάσκοντες ότι δεν υπάρχει Θεός, ότι η θρησκεία αποτελεί την άρνησιν της σκέψεως, ότι προ παντός πρέπει να εκριζωθή η ρίζα του κακού η θρησκεία, ότι ο άνθρωπος εδημιουργήθη υπό πιθήκων, ότι ο Θεός είναι ένα αγγούρι, ότι η πατρίς είνε πόρνη και στρίγγλα μητριά και η θρησκεία μαστρωπός, και τον σκοπόν των εν μέρει κατώρθωσαν προσελκύσαντες εις τας δοξασίας ταύτας πολλούς, ήτοι τον Διονύσιον Σκούταρην, Απόστολον Καρασεΐνην, Α. Πανταζόπουλον, Π. Τζορβάν και πολλούς άλλους. Β) Κατά τους αυτούς τόπους και χρόνους, διά ζώσης και δι’ εντύπων φυλλαδίων και διά διδασκαλιών εν τοις καφενείοις και εις άλλα κέντρα, δι’ ομιλιών δημοσία γενομένων εξεφράσθησαν εις πρόσκομμα άλλων με τρόπον προσβάλλοντα το οφειλόμενον σέβας προς τον Δημιουργόν του Παντός, και εξέφραζον δημοσία τοιαύτας αρχάς, δόξας και φρονήματα, τα οποία αντιβαίνουσι εν γένει εις τας βάσεις της θρησκείας και της ηθικής και είναι επιβλαβή εις την θρησκείαν και τα ήθη, ήτοι ότι δεν υπάρχει Θεός, ότι ο Θεός είναι εφεύρεσις ίνα χρησιμεύση ως σκιάχτρον, δεν είναι Θεός ο επιτρέπων την αδικίαν εις τον κόσμον, ότι η πατρίς είναι πόρνη και στρίγγλα μητριά».
Ο Τριανταφυλλόπουλος – δεδηλωμένος δημοτικιστής[42], εκ των συνιδρυτικών μελών του Εκπαιδευτικού Ομίλου, αρθρογράφος στο «Δελτίον» που ο Όμιλος εξέδιδε, φίλος του Δελμούζου από τα χρόνια των σπουδών τους στη Γερμανία και εξ αρχής συν-εταίρος του στην Κοινωνιολογική Εταιρεία – ήταν ο πλέον ενδεδειγμένος να αναλάβει την υπεράσπισή του. Και πράγματι την αναλαμβάνει και τον κατορθώνει με τρόπο που του χάρισε διαρκή ακτινοβολία και του εξασφάλισε επίζηλη θέση στα ελληνικά δικαστικά χρονικά και στους αγώνες των προοδευτικών κοινωνικών δυνάμεων του μεσοπολέμου για τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Αλλά και στη δική του μνήμη, η δίκη αυτή έμεινε ανεξίτηλα γραμμένη. Με εμφανή νοσταλγία την διηγείται[43]:
«Έπειτα, [ήτοι μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους] πέρασαν πάλι ολίγα χρόνια, εξερράγη ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Και τότε ήλθε ο εθνικός διχασμός. Τότε, εις τα 1914 ήταν και η δίκη του Ναυπλίου, η περιώνυμος. Οι νεώτεροι δε θα την ξέρουν. Και οι παλαιότεροι θα την έχουν ξεχάσει. Ήταν μια συγκλονιστική δίκη περί αθεΐας, που βάσταξε από τις 16 έως τις 28 Απριλίου του 1914, στο Εφετείο Ναυπλίου[44]. Όλη η Ελλάδα είχε αναστατωθή τότε με τη δίκη αυτή. Η απήχησή της είχε φτάσει και στην Ευρώπη. Κατηγορούμενοι : Ο Αλέξανδρος Δελμούζος, ο μεγάλος παιδαγωγός, και ο γιατρός του Βόλου Δημήτριος Σαράτσης. Ο Δελμούζος, ως διευθυντής του Προτύπου Παρθεναγωγείου του Βόλου κατηγορήθηκε ότι δίδασκε την αθεΐα. Κοντά στην αθεΐα βάλανε και άλλα : μαλλιαρισμούς, ακολασίες του διευθυντή με τις μαθήτριες, ή τουλάχιστον χιονοπολέμους ανάρμοστους και χαμόγελα, και ότι εδίδασκαν εις τα κοράσια εκ του φυσικού πώς θα γίνη ένας επίδεσμος χωρίς πλαγγόνα . . . Ήμουν, όπως ξέρετε, θεράπτων δικηγόρος των κατηγορουμένων. Ω, τι εποχή! Ιδέστε τον τόμον των πρακτικών της δίκης! (. . .) Αυτή η δίκη ήτο πράγματι σπουδαία! . . .».
Το 1916 ο Εθνικός Διχασμός περί το ήδη επίμαχο δίλημμα : «ουδετερότητα ή συμμετοχή στον Πόλεμο;» κορυφώνεται. Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος εμμένει στην πολιτική της ουδετερότητας της χώρας έναντι των αντιμαχομένων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Ο Βενιζέλος υποστηρίζει ανένδοτα το αντίθετο : η Ελλάδα οφείλει να συμμετάσχει στον πόλεμο και δη στο πλευρό της Αντάντ, αν θέλει να κερδίσει από την διανομή εδαφών του «μεγάλου ασθενούς» που έπνεε τα λοίσθια, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η σύγκρουση παροξύνεται όταν, στις 12 Σεπτεμβρίου, ο Βενιζέλος συγκροτεί στα Χανιά την «Προσωρινή Κυβέρνηση του Βασιλείου της Ελλάδος», της οποίας την έδρα μεταφέρει λίγες μέρες αργότερα, στις 26 του μήνα, στη Θεσσαλονίκη («Κράτος της Θεσσαλονίκης»). Εκεί αναλαμβάνει και την ηγεσία του κινήματος της «Εθνικής Αμύνης» που είχε εκδηλωθεί ήδη τον προηγούμενο μήνα Αύγουστο, και προχωρεί στη συγκρότηση στρατού, τον οποίο θα έθετε στο πλευρό της Ατάντ. Τον Οκτώβριο ο Τριανταφυλλόπουλος και οι Ν. Γ. Πολίτης, Κων. Χατζόπουλος, Ν. Κιτσίκης, Κυρ. Βαρβαρέσσος και Θρ. Γ. Πετιμεζάς αποφασίζουν να λάβουν υπεύθυνα θέση στο επίμαχο ζήτημα. Υπογράφουν κείμενο – «σχεδιασμένο» από τον Παπαναστασίου, σύμφωνα με μαρτυρία του Τριανταφυλλόπουλου – το οποίο φέρει ως ημερομηνία την 3η Οκτωβρίου 1916, επιγράφεται «Διακήρυξις προς τον Βασιλέα» και σκοπεί να πείσει τον Κωνσταντίνο να εγκαταλείψει την πολιτική τής ουδετερότητας. Η προσπάθεια κατεστάλη εν τη γεννέση της, πριν ακόμα εξέλθει από τον κύκλο των υπογραφόντων. «Η περιφορά της Διακήρυξης προδόθηκε και κατασχέθηκε στα χέρια του Ν. Γ. Πολίτη. Ακολούθησαν διώξεις και ανακρίσεις, που εσταμάτησαν με την επέμβαση του τότε πρωθυπουργού Σπ. Λάμπρου, συναδέλφου του Ν. Γ. Πολίτη στο Πανεπιστήμιο»[45]. Η «Διακήρυξις» αρχίζει ως εξής[46] :
«Βασιλεύ, Αι μεγάλαι συμφοραί, αίτινες επισωρεύονται καθ’ ημέραν εις το Έθνος και το Κράτος και αι μεγαλύτεραι ακόμη αι διακρινόμεναι πλέον καθαρά εις τον ορίζοντα, αναγκάζουν και ημάς, εργάτας της επιστήμης και της τέχνης και υπαλλήλους της Πολιτείας, ευρισκομένους μακράν της πολιτικής διαπάλης, να ας είπωμεν δημοσία την γνώμην μας, η οποία πιέζει το στήθος μας.
Βασιλεύ, Η Ελλάς χάνεται. Και αιτία του χαμού της είναι η πολιτική της ουδετερότητος. Η πολιτική αυτή εντελώς αντίθετος εις την ιστορίαν, τας παραδόσεις, τας νομίμους βλέψεις του Ελληνισμού και τας συνθήκας υπό τας οποίας διαβιοί, απειλεί την υπόστασίν του. Η πολιτική αυτή μας εχώρισεν από τους γενναίους συμμάχους μας και από τας μεγάλας εκείνας Δυνάμεις, των οποίων η ισχυρά συνδρομή εβοήθησε της πατρίδος μας την απελευθέρωσιν, και εις τας οποίας πάντοτε εις τας δυσκόλους ημέρας κατεφεύγομεν και ευρίσκομεν προστασίαν. Ούτως απεμονώθημεν, ενώ οι αδυσώπητοι εχθροί μας κρατύνονται και μας συντρίβουν. ( . . . ).
Βασιλεύ, Εις σε απόκειται να ενώσης πάλιν την Ελλάδα, να οπλίσης τον στρατόν της με θάρρος και ενθουσιασμόν και να του δείξης τον δρόμον του καθήκοντος, τον δρόμον των μεγάλων αγώνων και θυσιών, αλλά συγχρόνως και της νίκης και του λαμπρου και του ασφαλούς μέλλοντος. Η ουδετερότης είναι βεβαίως καλή, διότι είναι γλυκεία η ειρήνη. Αλλ’ η ουδετερότης είναι πλέον αδύνατος αφού όλη η Ευρώπη αγωνίζεται, αφού ο πόλεμος εξετάθη εις την χώραν μας και διεξάγεται δι’ αυτήν. Εκτός τούτου όταν ημείς βλέπομεν με εσταυρωμένας τας χείρας να καταλαμβάνεται παρά τα συμπεφωνημένα η χώρα μας, να αιχμαλωτίζεται ο στρατός μας και να αρπάζεται το πολεμικόν υλικόν μας, μένομεν ουδέτεροι ή τηρούμεν στάσιν εχθρικήν προς τας προστάτιδας Δυνάμεις; ( . . . ). Εις την συνείδησιν του Έθνους θα ανέλθη πολύ υψηλότερα εκείνος όστις θα δειχθή υποχωρητικός και θα το ενώση διά τον μέγαν αγώνα. Συλλογίσου ότι τούτο, αφού δυστυχώς ευρισκόμεθα έξω του κοινοβουλευτικού μας πολιτεύματος, Συ ημπορείς να το κάμης.
Μη θελήσης, Βασιλεύ, με δισταγμούς και αναβολάς να κλείσης την ένδοξον ιστορίαν Σου με μίαν μαύρην και άδοξον σελίδα, μαύρην και άδοξον και διά το Έθνος».
Ο Κωνσταντίνος δεν μεταπείθεται. Οι περί αυτόν (παρα-)πολιτικές και (παρα-)στρατιωτικές δυνάμεις αντιδρούν. Οι τυφλά υπάκουοι «Επίστρατοι»[47] αναδιοργανώνονται σε στρατιωτική δύναμη, εξοπλίζονται και στις 18 Νοεμβρίου, από κοινού με δυνάμεις του τακτικού στρατού, αποκρούουν αιφνιδίως τα συμμαχικά στρατεύματα των Γάλλων, Άγγλων και Ιταλών, όταν αυτά, κατόπιν συμφωνίας με τον Κωνσταντίνο, επιχείρησαν να καταλάβουν στρατηγικές θέσεις στην Αθήνα. Αφιονισμένοι από την ψευδαίσθηση ότι κατήγαγαν μεγάλη νίκη επί των Συμμάχων, οι Επίστρατοι, στις 9 Νοεμβρίου επιδίδονται σε ανελέητο διωγμό των «προδοτών» της χώρας φιλελευθέρων : τριάντα πέντε δολοφονούνται και εκατοντάδες κακοποιούνται, με τη συνεργασία και κρατικών Αρχών, στην Αθήνα και την επαρχία. Ο βενιζελικός Τύπος φιμώνεται. Εν όψει αυτών, τα οποία επονομάσθηκαν «Νοεμβριανά»[48], η μεν προσωρινή κυβέρνηση κηρύσσει έκπτωτο τον Κωνσταντίνο, οι δε Σύμμαχοι προβαίνουν σε ναυτικό αποκλεισμό της Αθήνας στις 25 Νοεμβρίου, και αναγνωρίζουν επισήμως την προσωρινή κυβέρνηση. Σε αυτό το περιβάλλον, το εχθρικό για τους αντικωνσταντινικούς πολίτες, τα μέλη της Κοινωνιολογικής Εταιρείας κινδυνεύουν σοβαρά. Για να σωθούν φυγαδεύονται και κρύβονται όπου μπορούν. Ο Τριανταφυλλόπουλος – πολύ λιτά, μα εκφραστικά – λέει[49] :
«. . . Και έπειτα …. Έπειτα ήλθαν τα Νοεμβριανά, ήρχισαν οι συλλήψεις, εσκορπίσαμεν όλοι της ομάδος μας. Ο Παπαναστασίου, ο Αραβαντινός, ο Πετιμεζάς, έφθασαν άλλος εις την Θεσσαλονίκην, άλλος εις την Κρήτην. Εμένα δεν με έπιασαν διότι δεν με ευρήκαν χάρις εις μίαν προειδοποίησιν του Εισαγγελέως, που ήτο συμπολίτης μου».
Το 1916 ο Τριανταφυλλόπουλος εναντιώνεται στο ανάθεμα κατά του Βενιζέλου με τρία εμβριθή και μαχητικά κείμενα στην έγκριτη «Νεοελληνική Επιθεώρηση» του Ανδρέα Πουρνάρα[50]. Το επόμενο έτος (1917), όταν συγκροτείται Ανώτατο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο για να δικάσει τους μητροπολίτες εκείνους που αναθεμάτισαν τον Βενιζέλο, ο Τριανταφυλλόπουλος ορίζεται πολιτικός Σύμβουλος του Δικαστηρίου. Ο ίδιος διηγείται[51] :
«Τότε έγινε και το Ανάθεμα του Βενιζέλου από την Ιεράν Σύνοδον. Αλλά όταν επεκράτησε το κίνημα της Θεσσαλονίκης και ήλθεν ο Βενιζέλος στας Αθήνας συνεστήθη έκτακτον εκκλησιαστικόν δικαστήριον διά να δικάση την Ιεράν Σύνοδον. Τότε η Κυβέρνησις εσκέφθη να θέση εις επικουρίαν του δικαστηρίου ένα νομικόν. Απετάθησαν εις τον καθηγητήν του Εκκλησιαστικού Δικαίου Κ. Ράλλην, ο οποίος δεν εδέχθη. Τότε ο Ρακτιβάν, υπουργός της Δικαιοσύνης, επρότεινε εμένα. Με εκάλεσε ο υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων και μου το είπε. Αλλά εγώ, με την αληθή δικαιολογίαν ότι δεν ήμουν εντριβής εις το Κανονικόν Δίκαιον, έφερα αντιρρήσεις. Τότε με εκάλεσε – ήτο Αύγουστος του 1917 – ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος εις τον οποίον επανέλαβα τα ίδια. Μου λέει : “Δεν είσθε υφηγητής του Ρωμαϊκού Δικαίου;” “Μάλιστα”. “Από το Ρωμαϊκόν Δίκαιον δεν επήγασε και το Κανονικόν Δίκαιον;”. “Περίπου”.”Ε, τότε θα πάτε, και με βάσιν το Ρωμαϊκόν Δίκαιον είναι μία ευκαιρία να μάθετε και το Κανονικόν Δίκαιον!”. Έτσι επήγα και παρέστην εις την δίκην. Προήδρευε ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος. Οι κατηγορούμενοι αρχιερείς καθηρέθησαν και εστάλησαν ως μοναχοί εις την Αίγιναν[52]. Αλλά, όταν αργότερα άλλαξαν τα πράματα και έπεσε ο Βενιζέλος, επήγε αντιτορπιλλικόν και τους έφερε πίσω . . . ».
Το 1918 ο Τριανταφυλλόπουλος, από κοινού με άλλα μέλη της Κοινωνιολογικής Εταιρείας, σοσιαλιστές και ριζοσπάστες φιλελεύθερους, συμμετέχει στην ίδρυση της «Ελληνικής Ενώσεως προς υπεράσπισιν των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτου», της οποίας πρώτος Πρόεδρος είναι ο Αλέξανδρος Σβώλος και σκοπός της η διαφώτιση και κινητοποίηση των δημοκρατικών πολιτών, καθώς και ο έλεγχος των εξουσιών[53].
Το 1918 ο Τριανταφυλλόπουλος, μαζί με τον Καθηγητή του Εμπορικού Δικαίου Θρ. Πετιμεζά και τον δικηγόρο Γ. Πετρίδη, επιλέγεται, καθ’ υπόδειξη του Υπουργείου Εξωτερικών, από την Γενική Εργατική Συνομοσπονδία Πειραιώς ως μέλος εξαμελούς αντιπροσωπείας, στην σύνοδο του Εθνικού Συμβουλίου του Γαλλικού Τμήματος της Εργατικούς Διεθνούς (SFIO), στο Παρίσι. Την αποστολή της αντιπροσωπείας παρακίνησε ο Βενιζέλος, ο οποίος, αξιοποιώντας κάθε ευκαιρία διεθνούς ενισχύσεως της χώρας εν όψει των βέβαιων συνοριακών ανακατατάξεων στη Βαλκανική μετά το διαφαινόμενο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έκρινε αναγκαίο «κάποιο είδος ελληνικής σοσιαλιστικής εκπροσώπησης στο εξωτερικό», η οποία θα συνέβαλε στη βελτίωση των σχέσεων της κυβερνήσεώς του με τους έντονα δραστήριους στην Δυτική Ευρώπη σοσιαλιστικούς και εργατικούς κύκλους. Η αποστολή της αντιπροσωπείας ματαιώνεται, όταν η κυβέρνηση πληροφορείται ότι η σύνοδος της SFIO στερείται του νομιζόμενου διασυμμαχικού – διεθνούς χαρακτήρα[54].
Το αυτό έτος ο Τριανταφυλλόπουλος, και πάλι με τους Θρ. Πετιμεζά και Γ. Πετρίδη, επιλέγεται, καθ’ υπόδειξη του Υπουργείου Εξωτερικών, ως μέλος της τριμελούς αντιπροσωπείας του Εργατικού Κέντρου Αθηνών και της Γενικής Εργατικής Συνομοσπονδίας Πειραιώς στην Τέταρτη Διασυμμαχική Εργατική και Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη στο Λονδίνο στις 17 και 19 Σεπτεμβρίου. Η εμπόλεμη κατάσταση της χώρας, όμως, εμποδίζει τον Τριανταφυλλόπουλο και τον Πετιμεζά να αναχωρήσουν από την Ελλάδα. Στο Λονδίνο κατορθώνει να μεταβεί μόνο ο Πετρίδης, ο οποίος βρισκόταν ήδη στην Ελβετία[55].
Το 1920 η πολιτική μεταβολή που επέρχεται από την συντριπτική ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου και την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας από τους κωνσταντινικούς, το Λαϊκό Κόμμα προκαλεί την απόλυσή του από το Πανεπιστήμιο, στο οποίο επανέρχεται από την Επαναστατική Κυβέρνηση του 1922[56], η οποία υπό τον Ν. Πλαστήρα αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση της χώρας μετά την μικρασιατική καταστροφή. Κατά το χρονικό διάστημα που βρίσκεται εκτός Πανεπιστημίου, ο Τριανταφυλλόπουλος, ήδη πατέρας δύο τέκνων, αρνείται να προσυπογράψει τη διακήρυξη των «δημοκρατικών φιλελευθέρων» που έμεινε γνωστή ως «Δημοκρατικό Μανιφέστο»[57] και την οποία υπογράφουν οι Αλ. Παπαναστασίου (που είναι και ο συντάκτης της), Γ. Βηλαράς, Σπ. Θεοδωρόπουλος, Περ. Καραπάνος, Κ. Μ. Μελάς, Δ. Πάζης και Θρ. Πετιμεζάς[58]. Η διακήρυξη, πολύ έντονα λογοκριμένη, δημοσιεύεται στις εφημερίδες «Πατρίς» και «Ελεύθερος Τύπος» στις 12/25 Φεβρουαρίου. Συντάκτης και συνυπογράφοντες παραπέμπονται σε δίκη ενώπιον του Κακουργοδικείου Λαμίας με την κατηγορία της εξυβρίσεως του Βασιλέως και της εσχάτης προδοσίας. Ο Τριανταφυλλόπουλος ανήκει στους συνηγόρους υπεράσπισης. Μεταξύ αυτών διαλάμπει για την ευφράδειά του ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο οποίος διά της δίκης αυτής καθιερώνεται στην κοινή συνείδηση ως δεινός ρήτορας. Η δίκη διεξάγεται στις 20 Ιουνίου. Η απόφαση είναι καταδικαστική και οι κατηγορούμενοι φυλακίζονται μέχρι τον Σεπτεμβρίου του 1922, οπότε τους απελευθερώνει η επαναστατική κυβέρνηση των Πλαστήρα – Γονατά.
Η Κυβέρνηση του Γ. Καφαντάρη, η οποία είχε διαδεχθεί την βραχύβια Κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου (11.1 – 4.2.1924) και έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης στις 26 Φεβρουαρίου, παραιτείται στις 8 Μαρτίου υπό την πίεση των στρατιωτικών. Ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος αποποιείται την εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως που του δίδει ο Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης, ως Αντιβασιλεύς μετά την αποδημία του Γεωργίου Β΄ στο εξωτερικό στις 19 Δεκεμβρίου 1923. Την αποδέχεται όμως ο Αλ. Παπαναστασίου, στις 9 Μαρτίου. Την επομένη, ο Ελ. Βενιζέλος, αντιλαμβανόμενος ότι αδυνατεί να αποτρέψει την πραξικοπηματική λύση του εκκρεμούς πολιτειακού ζητήματος, αναχωρεί για το εξωτερικό. Εν τω μεταξύ, ευφυής πολιτικός χειρισμός και έξυπνες διαβουλεύσεις του Αλ. Παπαναστασίου με στελέχη του κόμματος των Φιλελευθέρων τον πείθουν ότι δύναται να υπολογίζει στην κοινοβουλευτική τους υποστήριξη. Έτσι, προχωρεί στο σχηματισμό κυβερνήσεως, η οποία ορκίζεται στις 12 Μαρτίου. Το πρώτο μέλημα του πρωθυπουργού Αλ. Παπαναστασίου είναι να επιτύχει οριστική λύση του πολιτειακού και δυναστικού ζητήματος κατά τρόπο αποδεκτό από τη βασιλόφρονα παράταξη. Για το σκοπό αυτό στρέφεται αφ’ ενός προς την πλέον σημαίνουσα προσωπικότητα της αντιβενιζελικής παράταξης, του Ιωάννη Μεταξά και αφ’ ετέρου προς την «Συνταγματική Επιτροπή», το όργανο δηλαδή του υπό την επωνυμία «Συνταγματική Παράταξη» συνασπισμού αντιβενιζελικών κομμάτων και ομάδων. Με τον Ιω. Μεταξά, ο οποίος ζει στο Παρίσι, όπου είχε καταφύγει μετά την αποτυχημένη στρατιωτική «Αντεπανάσταση» των Λεοναρδόπουλου – Γαργαλίδη – Ζήρα, τον Οκτώβριο του 1923 – επιδιώκει επικοινωνία διά του υπαρχηγού του Κόμματος των Ελευθεροφρόνων και διαλλακτικού βασιλόφρονα Αλέξανδρου Βαμβέτσου, στον οποίο, αφού κατέστησε σαφές ότι είναι αμετάκλητα αποφασισμένος να προέλθει στην ανακήρυξη της Δημοκρατίας, του προτείνει, μεταξύ άλλων, τα μισά υπουργεία της κυβερνήσεώς του. Ο Αλ. Βαμβέτσος ενημερώνει τον Μεταξά, ο οποίος ενθαρρύνει τη συνέχιση των διαβουλεύσεων και δέχεται να μεταβεί στο Μπρίντεζι προς συνάντηση με δύο απεσταλμένους της Κυβέρνησης, τους Τριανταφυλλόπουλο και Ιωάννη Χαλκοκονδύλη. Η συνάντηση πραγματοποιείται στις 16 Μαρτίου, το πρωί με τον Ιω. Χαλκοκονδύλη και το απόγευμα με τον Τριανταφυλλόπουλο, ο οποίος συνομιλεί με τον Ιω. Μεταξά πλέον των τριών ωρών. Ο Τριανταφυλλόπουλος αφηγείται[59] :
«Με εκάλεσε ο πρωθυπουργός Παπαναστασίου και μου ανέθεσε μίαν εμπιστευτικήν αποστολήν. Να πάω εις το Μπρίντεζι, να συναντήσω τον εξόριστον Ιωάννην Μεταξάν και να του κάμω μίαν πρότασιν διά να εισέλθη ο τόπος εις την ομαλότητα. Επήγαμε εις τον Μεταξάν, εις το Μπρίντεζι, μαζί με τον Χαλκοκονδύλην. (. . .).
Είπα εις τον Ιωάννην Μεταξάν ότι η Κυβέρνησις της Δημοκρατίας επιθυμεί να θέση τέρμα εις το ζήτημα το βασιλικόν και σας παρακαλεί, πρώτον, να πάτε στο Βουκουρέστι, όπου είναι ο Βασιλεύς Γεώργιος και να του προτείνετε 60 εκατομμύρια χρυσά φράγκα, υπό τον όρον να παραιτηθή των δικαιωμάτων του επί του θρόνου. Ο Μεταξάς απήντησε σ’ αυτό ότι δεν έχει καμμίαν επαφήν με τον βασιλέα και ότι δεν ημπορεί να ανταποκριθή εις την παράκλησιν της Κυβερνήσεως. Το δεύτερον που του προέτεινα εκ μέρους της Κυβερνήσεως ήτο να αμνηστευθή διά ψηφίσματος της Εθνοσυνελεύσεως και να έλθη εις την Ελλάδα να πολιτευθή υπό το νέον καθεστώς, με πλήρη ελευθερίαν λόγου, χωρίς όμως να βάλλη κατά της Δημοκρατίας. Του είπα ότι δεν θα διακινδυνεύη ούτε αυτός, ούτε οι φίλοι του, και προς τούτο ο Πρωθυπουργός παρέχει πλήρη εγγύησιν.
Μου λέει τότε ο Μεταξάς :
“Πολύ καλά ο Πρωθυπουργός. Μα έχει και μερικούς υπουργούς, και δεν ξέρω αν είναι εις θέσιν να δώση και δι’ αυτούς εγγυήσεις”.
“Εννοείτε τον Κονδύλην;”, είπα.
“Το καταλάβατε”.
“Είναι πατριώτης μου και τον ξέρω καλά. Μπορεί να είναι άγριος, αλλά είναι έντιμος αξιωματικός. Και ενόσω η Κυβέρνησις ομιλεί περί εγγυήσεως δεν ημπορεί παρά να είναι και εκείνος σύμφωνος (. . .)”.
Έλεγα αυτά εις τον Ιωάννην Μεταξάν, αλλά δεν ήμουν βέβαιος διά τον Κονδύλην. Απεχωρίσθημεν με φιλικάς διαθέσεις χωρίς να μου δώση συγκεκριμένην απάντησιν. Ο Μεταξάς πράγματι επέστρεψε εις την Ελλάδα. Και ενθυμούμαι ότι οι φοιτηταί μου με εχειροκρότησαν διότι είχα μεσολαβήσει . . .».
Στις 25 Ιουνίου του 1925 ο Στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος ανατρέπει πραξικοπηματικά την κυβέρνηση του Αν. Μιχαλακόπουλου και σχηματίζει δική του, η οποία στις 30 Ιουνίου λαμβάνει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Συνέλευση[60]. Στις 5 Ιανουαρίου του 1926 αυτοανακηρύσσεται δικτάτωρ και στις τμηματικές εκλογές της 4ης και 11ης Απριλίου – μετά την παραίτηση του Π. Κουντουριώτη στις 15 Μαρτίου – εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Φιλοδοξία του Θ. Πάγκαλου είναι “να μοιάσει” στον Αμερικανό πρόεδρο αποκτώντας αρμοδιότητες σαν τις δικές του. Έχοντας αυτό κατά νου, αρχίζει να διερευνά δυνατότητες να παραμερίσει τα εμπόδια που το Σύνταγμα του 1911 του προβάλλει. Για τον σκοπό αυτό συμβουλεύεται καθηγητές της Νομικής Σχολής. Αρχικώς τον Τριανταφυλλόπουλο, Θρ. Πετιμεζά και Κυριάκο Βαρβαρέσσο, και κατόπιν τους Θεόδωρο Αγγελόπουλο και τον υποψήφιο για την έδρα του Συνταγματικού Δικαίου Αλέξανδρο Σβώλο. Τη συνάντηση που ο Τριανταφυλλόπουλος, από κοινού με τους Πετιμεζά και Βαρβαρέσσο, είχε με τον Πάγκαλο, την αφηγήθηκε στον Γρηγόριο Δαφνή. Στο έργο του «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923 – 1940», ο Γρ. Δαφνής παραθέτει ό,τι του αφηγήθηκε ο Τριανταφυλλόπουλος ως εξής[61] :
«Το πρώτον εκάλεσε τους καθηγητάς της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Κ. Τριανταφυλλόπουλον, Κυρ. Βαρβαρέσσον και Θρας. Πετμεζάν. Τους εδέχθη εις το Πολιτικόν Γραφείον και τους ανεκοίνωσεν ότι θέλει να τροποποιήση το Σύνταγμα, ώστε τούτο να περιλάβη διατάξεις περί των δικαιωμάτων του προέδρου της Δημοκρατίας, αναλόγους προς τας διατάξεις του αμερικανικού Συντάγματος. Τους εζήτησε δε να του συντάξουν σχέδιον νέου Συντάγματος. Οι τρεις καθηγηταί τον ήκουαν χωρίς να ομιλούν. Ο Πάγκαλος, αφού ετελείωσε, τους είπεν : “Ε, τι λέτε;”.
Πρώτος ωμίλησεν ο Πετμεζάς. Ορθά – κοφτά του παρετήρησε : “Δεν μου λες, κυρ Θόδωρε, με ποιο δικαίωμα θα κάμης μεταβολήν του Συντάγματος;”
Ο δικτάτωρ, που συνεδέετο από χρόνια με τον Πετμεζάν, εγέλασε : “Καημένε Θρασύβουλε”, του είπε, “πάντα ο ίδιος θα είσαι. Να σου πω με ποιο δικαίωμα. Την πρώτην ημέραν που θα το διαβάση ο κόσμος, θα εκπλαγή. Την επομένην θα πη : “Για να δούμε. Μπορεί να είναι καλό!” Μετά 5 – 6 ημέρες θα το έχη ξεχάσει. Μ’ αυτό το δικαίωμα θα το τροποποιήσω. Αλλ’ αφού έτσι το θέλεις, ας ακούσουμε τι λέγει και ο Τριανταφυλλόπουλος”.
Τριανταφυλλόπουλος: Πέρυσι, κ. πρόεδρε, ο τότε υπουργός της Δικαιοσύνης με εκάλεσε, μαζί με τους Ρακτιβάν και Μίσιον, διά να συσκεφθούμε επί του θέματος του ενοικιοστασίου. Ο υπουργός μας εξέθεσε τας αντιλήψεις του αι οποίαι ήσαν τελείως διαφορετικαί από τας ιδικάς μας. Ο Ρακτιβάν όμως παρετήρησεν ότι το θέμα ήτο καθαρώς τεχνικόν, η συμβολή μας θα ήτο τεχνικής καθαρώς φύσεως και ότι ημπορούσαμε να συνεργασθώμεν εις την σύνταξιν του ενοικιοστασίου, έστω και αν δεν ήμεθα σύμφωνοι με τας γενικάς γραμμάς που έθετεν ο υπουργός. Και εδέχθημεν. Τώρα το θέμα δεν είναι τεχνικόν, πρόκειται περί τροποποιήσεως θεμελιώδους νόμου.
Πάγκαλος : Σας ευχαριστώ, κ. καθηγητά. Και η ιδική σας γνώμη, κ. Βαρβαρέσσο, ποια είναι;
Ο Βαρβαρέσσος έδωσε μίαν απάντησιν μάλλον νεφελώδη, της οποίας η σημασία ήτο ότι και αυτός δεν ήτο διατεθειμένος να συνεργασθή εις την ζητουμένην τροποποίησιν.
Ο Πάγκαλος δεν δυσηρεστήθη από την άρνησιν των τριών καθηγητών. “Δεν συμφωνείτε μαζί μου”, τους είπεν, “αλλά αυτό δεν έχει σημασίαν. Η ειλικρίνειά σας μου άρεσε”.
Στις 22 Αυγούστου 1926 ο Στρατηγός Γεώργιος Κονδύλης ανατρέπει τον Θ. Πάγκαλο. Η ανατροπή όμως αυτή «δεν [σημαίνει] αυτόματον και άμεσον επάνοδον εις τον συνταγματικόν και κοινοβουλευτικόν βίον»[62]. Το πολιτειακό ζήτημα είναι ακόμη ανοικτό, με το Λαϊκό Κόμμα να διακηρύσσει ότι μετά την επάνοδό του στην εξουσία θα προκηρύξει δημοψήφισμα για την επαναφορά της Βασιλείας. Η μεν Ελληνική Πολιτεία μοιάζει ασύνταχτη, με το Σύνταγμα του 1911 να έχει καταργηθεί και αυτό του Θ. Πάγκαλου να μην αναγνωρίζεται πια, ο δε ανώτατος άρχοντας του Κράτους ελλείπει, αφού ο Π. Κουντουριώτης είχε παραιτηθεί και ο Θ. Πάγκαλος έχει ανατραπεί[63]. Εξ άλλου, οι μεν στρατιωτικοί υπό τον Γ. Πλαστήρα, απειλούν με νέο κίνημα, οι δε πολιτικοί διαφωνούν, ατελεύτητα εφ’ όλων των ζητημάτων : του πολιτειακού, του χρόνου και του συστήματος διεξαγωγής των εκλογών, των οικονομικών, της εξωτερικής πολιτικής . . . Κατόπιν αλλεπαλλήλων διαβουλεύσεων και συσκέψεων για το σχηματισμό οικουμενικής κυβερνήσεως και πλήθους συμβιβαστικών προτάσεων και αντιπροτάσεων, που όλες προσκόπτουν στη σθεναρή επιθυμία του Γ. Κονδύλη να αναλάβει την προεδρία της Κυβερνήσεως και τα πολεμικά υπουργεία των Στρατιωτικών και του Ναυτικού, οι πολιτικοί, αφού συμφωνούν οι εκλογές να διενεργηθούν τον Οκτώβριο, αναθέτουν στον Π. Κουντουριώτη – ο οποίος εν τω μεταξύ εγκαταστάθηκε εκ νέου στην Προεδρία της Δημοκρατίας – να εύρει διέξοδο στο κυβερνητικό αδιέξοδο.
Έτσι, ο Π. Κουντουριώτης δίδει στον Γ. Κονδύλη εντολή σχηματισμού υπηρεσιακής κυβέρνησης. Ο Γ. Κονδύλης σχηματίζει κυβέρνηση, στην οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τον Α. Παπαναστασίου ως υπουργό Παιδείας και προσωρινώς Κοινωνικής Πρόνοιας, τον Τριανταφυλλόπουλο ως υπουργό Δικαιοσύνης, τον Θρ. Πετιμεζά ως υπουργό Εσωτερικών και προσωρινώς Συγκοινωνίας και τον Λ. Νάκο ως υπουργό Γεωργίας και Εμπορίου. Η κυβέρνηση ορκίζεται στις 26 Αυγούστου και ευθύς αμέσως εξαγγέλλει ότι θα διενεργήσει εκλογές στις 24 Οκτωβρίου. Ακολουθούν τα πολύνεκρα επεισόδια της 9ης Σεπτεμβρίου, δηλαδή η βίαιη διάλυση των Δημοκρατικών Ταγμάτων και των κινητοποιήσεων πολλών χιλιάδων Αθηναίων, οι οποίοι, χωρίς κεντρική καθοδήγηση, διαδήλωναν τα αντιμιλιταριστικά τους συναισθήματα στο κέντρο της Αθήνας και απαιτούσαν την διάλυση της Κυβερνήσεως Γ. Κονδύλη και τον άμεσο σχηματισμό άλλης, συνταγματικής. Στις 23 Σεπτεμβρίου, ο Γ. Κονδύλης απευθύνει διάγγελμα προς τον ελληνικό Λαό, στον οποίο, μεταξύ άλλων, αναγγέλλει την πρόθεσή του να αποσυρθεί από την πολιτική. Ακολουθεί, διάβημα των βασιλοφρόνων Παναγιώτη. Τσαλδάρη, Ι. Μεταξά και Κωνσταντίνο. Δεμερτζή προς τον Π. Κουντουριώτη. Του ζητούν να διορίσει καθαρώς υπηρεσιακή κυβέρνηση, χωρίς τον Π. Κονδύλη, τον οποίο θεωρούν φανατικό αντιβασιλικό και γι’ αυτό μεροληπτικό και αφερέγγυο. Νέες διαβουλεύσεις άγουν σε νέο συμβιβασμό : να παραιτηθούν όσοι υπουργοί πρόκειται να πολιτευθούν και οι εκλογές να διενεργηθούν στις 7 Νοεμβρίου.
Μαζί με όσους παραιτούνται για τον λόγο αυτό, παραιτείται και ο Τριανταφυλλόπουλος, αν και δεν σκοπεύει να πολιτευθεί στις επικείμενες εκλογές. Γιατί όμως παραιτείται; Ο αληθινός λόγος δεν φαίνεται να είναι αυτός, τον οποίο επισήμως προέβαλε, δηλαδή η διαφωνία του επί του ζητήματος του ενοικιοστασίου, αλλά, σύμφωνα με μαρτυρία του υιού του Ιωάννη Τριανταφυλλόπουλου, η πρόθεση της Κυβέρνησης, όπως αποδεχθεί την πρόταση του Θρ. Πετιμεζά να απαγορεύσει στους συνεργασθέντες με το δικτατορικό καθεστώς του Θ. Πάγκαλου να πολιτευθούν στις εκλογές, μεταξύ δε αυτών και του Παναγιώτη Αραβαντινού, γυναικάδελφου του Τριανταφυλλόπουλου. Πράγματι, στις 11 Οκτωβρίου δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η από 11 Οκτωβρίου 1926 Συντακτική Πράξη (ΦΕΚ Α, 357), στην οποία ορίζεται ότι[64] :
«Δεν δύνανται να εκλεχθώσι βουλευταί ουδέν να ανακηρυχθώσιν «υποψήφιοι διά τας προσεχείς εκλογές, αίτινες ωρίσθησαν την 7ην «Νοεμβρίου 1926, ο Θεόδωρος Πάγκαλος και οι κάτωθι αναφερόμενοι, «διατελέσαντες Υπουργοί και Υφυπουργοί της 30ής Σεπτεμβρίου 1925 «μέχρι της 22 Αυγούστου 1926, ήτοι 1) . . . 34) Παναγιώτης «Αραβαντινός».
Ιανουάριος 1928. Ο ελληνορουμάνος, γαλλόφωνος συγγραφέας Παναϊτ Ιστράτι(πραγματικό όνομα Παναγής Βαλσάμης) βρίσκεται, για πρώτη και τελευταία φορά, στην Αθήνα προσκεκλημένος της εφημερίδας «Ελεύθερον Βήμα». Ο εκπαιδευτικός όμιλος, υπό την προεδρία του Δημητρίου Γληνού, τον καλεί να εκθέσει σε διάλεξη, τις εντυπώσεις του από την Σοβιετική Ένωση, την οποία ο διακεκριμένος συγγραφέας είχε πολύ πρόσφατα επισκεφτεί και όπου γνωρίστηκε με τον Ν.Καζατζάκη. Η διάλεξη δίνεται στο θέατρο «Αλάμπρα» επί της οδού Χαλκοκονδύλη. Στην αρχή ο Δ.Γληνός, παρουσιάζει τον καλεσμένο του Εκπαιδευτικού Ομίλου στο πολυπληθές κοινό, το οποίο είχε κατακλύσει την πλατεία και τους εξώστες του θεάτρου. Ακολουθεί ο Ν.Καζατζάκης και έπεται ο Π.Ιστράτι, ο οποίος μιλώντας στα γαλλικά, τα οποία μεταφράζει ο Παντελής Πρεβελάκης, εμφυσά στο ακροατήριο του όλον του τον ενθουσιασμό για ότι είδε στην Σοβιετική Ένωση. Μετά το πέρας της διάλεξης, το κοινό ξεσηκωμένο, από την ενθουσιώδη ομιλία, «κινείται σε διαδήλωση υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης προς την πλατεία Κάνιγγος». Αστυνομικές δυνάμεις, όμως, διαλύουν την ειρηνική διαδήλωση βίαια. Συνέπειες: Ο Παναϊτ Ιστράτι απελαύνεται και ο Δ.Γληνός παραπέμπεται σε δίκη ενώπιον του Πλημμελειοδικείου Αθηνών με τις κατηγορίες του υποκινητή αφ’ ενός «μίσους» και «εχθροπάθειας» μεταξύ των πολιτών, και αφ’ ετέρου της φιλοσοβιετικής διαδήλωσης.
Την 1η Ιουνίου γίνεται η δίκη. Δικηγόροι του Δ.Γληνού είναι ο Αλ.Σβώλος και Περ. Ράλλης. Ο Τριανταφυλλόπουλος καταθέτει στο δικαστήριο ως μάρτυρας υπεράσπισης μαζί με τους Αλ.Παπαναστασίου, Περ. Καραπάνο, Στρ.Σωμερίτη. Η ετυμηγορία, αθωωτική για τον Δ.Γληνό «θεωρήθηκε νίκη σημαντική του προοδευτικού πνεύματος ενάντια στο ιδιώνυμο»[65]
Τον Μάιο του 1932 η Κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου ευρίσκεται σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. Η Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία διαμαρτύρονται έντονα και απειλούν αντίποινα για την καθυστέρηση της Ελλάδας να εξυπηρετήσει τις πιστωτικές της υποχρεώσεις εκ των δανείων σε χρυσό, τα οποία είχε λάβει. Από την άλλη, απεργιακές κινητοποιήσεις των υπαλλήλων των ΤΤΤ παραλύουν τις τηλεγραφικές, ταχυδρομικές και τηλεφωνικές επικοινωνίες. Ο Ελ. Βενιζέλος, αν και διαθέτει την πλειοψηφία στη Βουλή και τη Γερουσία, αντιλαμβάνεται, ότι δεν διαθέτει την εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος. Έτσι, στις 21 Μαρτίου 1932, υποβάλλει την παραίτηση της Κυβέρνησής του απευθύνοντας έκκληση στους αρχηγούς των δημοκρατικών κομμάτων να σχηματίσουν κυβέρνηση συνασπισμού προς αντιμετώπιση των επειγόντων προβλημάτων της χώρας και προκήρυξη εκλογών. Προσπάθεια του Προέδρου της Δημοκρατίας Αλέξανδρου Ζαΐμη, όπως σχηματισθεί είτε οικουμενική κυβέρνηση, είτε κυβέρνηση των κομμάτων της αντιπολίτευσης, είτε κυβέρνηση συνασπισμού των μικρών δημοκρατικών κομμάτων (των Παπαναστασίου, Ζαβιτζιάνου, Κονδύλη και Καφαντάρη) αποτυγχάνουν. Εν όψει του αδιεξόδου, ο Αλ. Ζαΐμης αποδέχεται πρόταση του Ελ. Βενιζέλου να δώσει εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως στον Αλ. Παπαναστασίου. Στην κυβέρνηση που ο Αλ. Παπαναστασίου σχηματίζει περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ο Τριανταφυλλόπουλος ως Υπουργός Δικαιοσύνης και Εθνικής Οικονομίας και ο ιατρός Δ. Σαράτσης ως υφυπουργός Υγιεινής. Η Κυβέρνηση ορκίζεται στις 26 Μαΐου. Η σύνθεσή της δυσαρεστεί σχεδόν τους πάντες – τόσο τον Ελ. Βενιζέλο και το κόμμα του των Φιλελευθέρων, όσο και κόμματα της αντιπολίτευσης – τον καθένα για τους λόγους του. Στη Βουλή, όπου, στις 3 Ιουνίου εμφανίζεται για τις προγραμματικές της δηλώσεις η Κυβέρνηση, παρίστανται μόνο το Κόμμα των Φιλελευθέρων και το Αγροτικό και Εργατικό Κόμμα του Αλ. Παπαναστασίου, ο δε Ελ. Βενιζέλος καθιστά εμμέσως σαφές ότι δεν παρέχει ψήφο εμπιστοσύνης, αλλά ψήφο υπό όρους ανοχής. Τούτο γίνεται αντιληπτό από τον Αλ. Παπαναστασίου, ο οποίος ήδη στη δευτερολογία του δεν αφήνει αμφιβολία, ότι δεν επιθυμεί να κυβερνήσει υπό την κηδεμονία του Ελ. Βενιζέλου και του Κόμματός του. Λίγες ώρες μετά η Κυβέρνηση παραιτείται ομοθύμως.
Στις 6 Ιουνίου του 1933 γίνεται η απόπειρα δολοφονίας του Ελ. Βενιζέλου επί της Λεωφόρου Κηφισίας. Το πολιτικό κλίμα βαραίνει ακόμα περισσότερο, η πολιτική σύγκρουση βενιζελικών και αντιβενιζελικών παροξύνεται δραματικά και το μεταξύ τους χάσμα βαθαίνει ακόμα πιο πολύ. Ευθύς μετά την εγκληματική απόπειρα, αστυνομικές και δικαστικές Αρχές αναζητούν τους ηθικούς και φυσικούς αυτουργούς της. Την ανάκριση διενεργεί ο Εφέτης Μ. Τζωρτζάκης και την εποπτεύει ο Εισαγγελέας Εφετών Δ. Ρηγανάκος. Στις 23 Δεκεμβρίου και ενώ το ανακριτικό έργο βρίσκεται εν εξελίξει, η Κυβέρνηση Π. Τσαλδάρη, αν και ήδη σε δεινή θέση, αποφασίζει την αντικατάσταση του Μ. Τζωρτζάκη διά του Πρωτοδίκου Α. Ζάννου και του εποπτεύοντος την ανάκριση Εισαγγελέα Εφετών Δ. Ρηγανάκου διά του Αρεοπαγίτη Η. Παπαηλιού. Ο Υπουργός της Δικαιοσύνης δικαιολογεί τις αντικαταστάσεις αυτές προβάλλοντας την ανάγκη ταχύτερης προόδου του ανακριτικού έργου, αν και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γ. Χοϊδάς τού έχει επισημάνει ότι «δεν νοείται σπουδή επί τοιούτων υποθέσεων». Η αντιπολίτευση υποβάλλει επερώτηση, η οποία συζητείται στις 15.1.1934 στη Βουλή. Την επερώτηση του στελέχους του Κόμματος των Φιλελευθέρων Γ. Μαρή, ο οποίος προς επίρρωση των επιχειρημάτων του επικαλείται τη γνώμη των Καθηγητών Τριανταφυλλόπουλου, Θρ. Πετιμεζά, Αλ. Σβώλου, Πολυχρονιάδη, του Υφηγητή Γ. Ράμμου και του πρώην Εισαγγελέα Εφετών Γ. Μαζούρου. Στον Γ. Μαρή αντέλεξε ο βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος και διακεκριμένος ποινικολόγος της εποχής Κ. Τσουκαλάς, ο οποίος, αφού υποστήριξε τις κυβερνητικές ενέργειες, αμφισβήτησε, ως προερχόμενες από κατά κλάδον αναρμοδίους νομικούς, το κύρος των γνωμών που ο Γ. Μαρής επικαλέσθηκε! Η γνώμη του Τριανταφυλλόπουλου, που είχε διατυπωθεί επί ερωτήσεως της εφημερίδας «Νέος Κόσμος» και είχε δημοσιευθεί στο από 28.12.1933 φύλλο αυτής, ήταν η ακόλουθη[66] :
«Το άρθρον 118 του οργανισμού των δικαστηρίων λέγει ότι ο ανακριτής ορίζεται ή υπό του προέδρου της δημοκρατίας ή υπό του προέδρου του δικαστηρίου. Πρόκειται περί του αρχικού διορισμού, αλλ’ άπαξ διορισθείς δεν δύναται να ανακληθή προ της λήξεως της θητείας του ή, εάν τοιαύτη δεν υφίσταται, προ της περαιώσεως των υποθέσεων, αίτινες εστάλησαν εις αυτόν από τον εισαγγελέα. Η επέμβασις της εκτελεστικής εξουσίας ή και αυτού του προέδρου του δικαστηρίου, αν ο ανακριτής δεν κωλύεται, είναι ασφαλώς παράνομος και ως τοιαύτη συνοδεύεται και με κυρώσεις. Ούτω λύεται το ζήτημα και εις την Γαλλίαν. Αλλά και αν ………. ρητώς άφηνεν ο νόμος την ανάκλησιν του μήπω περατώσαντος πάσας τας εκκρεμείς υποθέσεις ανακριτού εις την διακριτικήν εξουσίαν του υπουργού, ούτος έπρεπε να κάμνη χρήσιν του δικαιώματος αυτού κατά την ορθήν κατεύθυνσιν.
Πας υγιώς σκεπτόμενος βλέπει καθαρά ότι δεν είνε η ανύπαρκτος ολιγωρία του ανακριτού, αλλά η προσπάθεια ωρισμένων Αρχών προς συγκάλυψιν του εγκλήματος, ήτις επέφερε την βραδύτητα. Πώς θα προχωρήση η ανάκρισις, όταν ο μεν κυριώτερος εκ των ενοχοποιουμένων αυτουργών παραμένη ασύλληπτος, ενώ υπό κανονικάς περιπτώσεις θα εξετελείτο το ένταλμα εντός ημερών, ως ηθικών αυτουργών αναστέλλεται η δίωξις, μετά την τελευταίαν παράνομον απόφασιν της κοινοβουλευτικής επιτροπής;…
Και ο ανακριτής και η Εισαγγελία εβάδισαν μετά περισκέψεως και αξιεπαίνου προσοχής. Αρκεί να ενθυμηθή τις τα έγγραφα του εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, που με όσην λεπτότητα, αναξίαν της ωμής αντιδράσεως, επροσπάθησε να φέρη εις την ευθείαν οδόν την εκτελεστικήν αρχήν…».
Η αναζήτηση πολιτικών και ποινικών ευθυνών για την απόπειρα δολοφονίας του Ελ. Βενιζέλου διήρκησε, ατελέσφορα, μέχρι τον Μάρτιο του 1935(!). Πλην όμως επί ματαίω…
Το 1935, ξεσπά το αποτυχημένο κίνημα του Γ. Πλαστήρα. Η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος, υπό τον Π. Τσαλδάρη, δεν χάνει καιρό. Εκκαθαρίζει Εκκλησία, Ο.Τ.Α., Στρατό, Σώματα Ασφαλείας και Δικαιοσύνη από τους βενιζελικούς. Το Πανεπιστήμιο δεν εξαιρείται. Η θέση του Τριανταφυλλόπουλου στη Νομική Σχολή κινδυνεύει και πάλι. Εν αγνοία του, ο Γεώργιος Στρεϊτ τον σώζει από τη βέβαιη απόλυση. Ο Τριανταφυλλόπουλος αναθυμάται[67] :
«Το 1935 είχα περιληφθή εις τον κατάλογον των απολυομένων καθηγητών, αλλά τη επεμβάσει του αειμνήστου Γεωργίου Στρέϊτ, επισκεφθέντος τον ασθενούντα αρχηγόν του Λαϊκού κόμματος εις Γλυφάδα απηλείφθη το όνομά μου εκ του καταλόγου. Το γεγονός τούτο το αναφέρω ειδικώς διά να προσθέσω ότι το πρώτον μετά εν έτος επληροφορήθην την επέμβασιν του Στρέϊτ. Τούτο δε το υπηνίχθην εις τον επικήδειον λόγον, ον εξεφώνησα κατά την κηδείαν του ως πρόεδρος της Ακαδημίας.»
Τον Αύγουστο του 1936 εγκαθιδρύεται η δικτατορία του Ιω. Μεταξά. «Τα φιλελεύθερα και προοδευτικά φρονήματα του Τριανταφυλλόπουλου τον θέτουν πάλιν υπό κυβερνητικήν δυσμένειαν»[68], η οποία δεν αργεί να εκδηλωθεί. Ο Ιω. Μεταξάς θεωρεί ότι η Νομική Σχολή Αθηνών είναι άντρο «δημοκρατικών» και ότι ο Τριανταφυλλόπουλος είναι εκ των αρχηγών τους. Έτσι, το 1937, το δικτατορικό καθεστώς αντιμάχεται την υποψηφιότητά του για την πρυτανεία, την οποία ο Τριανταφυλλόπουλος χάνει «. . . εκλεγέντος αντ’ αυτού του πολύ συντηρητικοτέρου συναδέλφου του Γεωργίου Μπαλή»[69].
Την αυτή περίπου εποχή, πληροφορίες εξ Αθηνών περί των πολιτικών και κοινωνικών φρονημάτων του Τριανταφυλλόπουλου διαβιβάζονται στη Νομική Σχολή της Βόννης και πετυχαίνουν να ματαιωθεί η αναγόρευση του επιφανούς Έλληνα νομοδιδασκάλου σε επίτιμο διδάκτορα[70].
Το επόμενο έτος (1938) οι έλληνες νομικοί καλούνται, διά δημοσιεύματος στον νομικό τύπο, να συνδράμουν στην μελέτη των ευεργετικών συνεπειών της πολιτειακής μεταβολής της «4ης Αυγούστου» επί των κατ’ ιδίαν κλάδων της ελληνικής εννόμου τάξεως. Αρκετοί σπεύδουν, μεταξύ αυτών οι Γεώργιος Μπαλής, Ηλίας Αναστασιάδης, Κωνσταντίνος Γαρδίκας, Ιωάννης Σπυρόπουλος, Πέτρος Βάλληνδας, Ανδρέας Γαζής, Ηλίας Γάφος, Μιχαήλ Στασινόπουλος, Γεώργιος Παπαχατζής, Αλέξανδρος Τσιριντάνης[71]. Ο Τριανταφυλλόπουλος απέχει.
Περί τα τέλη του αυτού έτους (1938) η κυβέρνηση Ιω. Μεταξά, όταν «μετά μακράν έλλειψιν ενδιαφέροντος αποφασίζει [. . .] να κινήσει εκ νέου την υπόθεσιν της συντάξεως του Αστικού Κώδικος και να προωθήσει την τελική εν συνόλω επεξεργασίαν των από καιρού ετοίμων σχεδίων του»[72], παραγκωνίζει τον Τριανταφυλλόπουλο και αναθέτει στον Γ. Μπαλή την επιμέλεια του τελικού κειμένου του Σχεδίου[73].
Την επαύριο της κηρύξεως του ελληνοϊταλικού πολέμου ο Ιω. Μεταξάς καλεί σε συγκέντρωση τους καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών στη Μεγάλη Αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου. Ενόψει των εκτάκτων περιστάσεων ο Τριανταφυλλόπουλος θεωρεί χρέος του να υποσκελίσει τη χαώδη απόσταση που τον χωρίζει από το μεταξικό καθεστώς και τον δικτάτορα προσωπικώς. Έτσι, παρευρίσκεται στη συγκέντρωση[74].
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής ο Τριανταφυλλόπουλος, ήδη εξήντα ετών, διαμένει στην Αθήνα, απ’ όπου κινητοποιείται, από κοινού με τους Γ. Καφαντάρη, Κωνσταντίνο Τσάτσο και άλλους Ευρυτάνες, για τον επισιτισμό της λιμοκτονούσας ιδιαίτερης πατρίδας τους, της Ευρυτανίας[75].
Κατά την ίδια ζοφερή περίοδο, το Πανεπιστήμιο Αθηνών, μα και τον επιστημονικό και εν γένει πνευματικό κόσμο της χώρας απασχολεί η πειθαρχική δίωξη του καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής Ιωάννη Κακριδή, ο οποίος κατηγορείται και εν τέλει τιμωρείται, διότι γράφει σε ορθογραφικό και τονικό σύστημα που παρεκκλίνει της καθιερωμένης γραφής της ελληνικής γλώσσας, και μεταχειρίζεται ανεπίτρεπτο για την πανεπιστημιακή διδασκαλία γλωσσικό ιδίωμα. Ο Τριανταφυλλόπουλος σπεύδει από τους πρώτους να υπερασπίσει την ακαδημαϊκή ελευθερία που πλήττεται στο πρόσωπο του συναδέλφου του. Ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Πανεπιστημίου καταθέτει, μεταξύ άλλων[76] :
«Η πειθαρχική δίωξις του συναδέλφου μου κ. Κακριδή δεν ημπορεί να αφήση ασυγκίνητον κανένα πανεπιστημιακόν, έτι πλέον κανένα πνευματικόν άνθρωπον.
Η ελευθερία της επιστημονικής ερεύνης και η αδέσμευτος εκδήλωσις της σκέψεως αποτελεί όρον πρωταρχικόν της αναζητήσεως της αληθείας. Ούτε καν η πρακτική ωφέλεια δεν ημπορεί να τεθή ως προϋπόθεσις της επιστήμης. Το αναζητούμενον, άτε άγνωστον, δεν δύναται να προσδιορισθή, ως εικός, από το υφιστάμενον. Η γνώσις απαιτεί πλήρη ελευθερίαν, την οποίαν δεν ημπορεί να δεσμεύση το Κράτος, εάν αντιλαμβάνεται την αποστολήν του. Η ομαδική σκέψις και συνεπώς η ομαδική (και αυτό είναι το Πανεπιστήμιον) καλλιέργεια της επιστήμης προϋπήρξε του Κράτους, όπερ μόνον να διευκολύνη αυτήν έχει προορισμόν, όχι να θέτη φραγμούς είτε ως προς το αντικείμενον είτε ως προς την μέθοδον.
Και ως προς το πρωταρχικόν τούτο σημείον εστάθησαν εις το ύψος της αληθινής επιστήμης εκ του αρχαίου κόσμου μόνον οι Έλληνες και αυτό δεν πρέπει να το λησμονώμεν ιδιαιτέρως ημείς, αν θέλωμεν να δικαιώνωμεν την καταγωγήν και να έχωμεν επιστημονικήν κίνησιν αληθινήν και όχι εξ επιταγής τούτου ή εκείνου του καθεστώτος παρωδίαν επιστήμης. ( . . . ). Εις περιόδους μάλιστα ταραχώδεις και αλματικάς, οία είναι και η μεταπολεμική, οφείλει κάθε επιστήμη να δικαιώνη την ύπαρξίν της και να ανανεώνη την πίστιν των ανθρώπων επί την αξίαν αυτής. Κατ’ αυτόν τον τρόπον προσδιορίζεται η μέθοδος, που πρέπει εκάστοτε να ακολουθώμεν διά την πανεπιστημιακήν διδασκαλίαν κάθε επιστήμης, διότι αντικείμενον και μέθοδος είναι εν και το αυτό ( . . . )».
Ο Τριανταφυλλόπουλος είχε μακρόχρονη, στενή σχέση με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος[77]. Προ πολλού νομικός της Σύμβουλος, διορίζεται το 1940 από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Αλέξανδρο Κοριζή μέλος της Τριμελούς Διοικούσης Επιτροπής της και το 1945 εκλέγεται από την έκτακτη Γενική Συνέλευση της Τράπεζες μέλος του Διοικητικού («Γενικού», όπως λεγόταν τότε) Συμβουλίου της. Η σχέση του Τριανταφυλλόπουλου με την Εθνική Τράπεζα κορυφώνεται όταν ο Γ. Παπανδρέου, ως Πρόεδρος της Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητας (26.4.1944 – 3.1.1945), τον διορίζει μεταβατικό Διοικητή της, αποδεχόμενος την πρόταση των Εαμικών υπουργών της Κυβερνήσεώς του Αλ. Σβώλου, Άγγελου Αγγελόπουλου και Ηλία Τσιριμώκου. Η θητεία του Τριανταφυλλόπουλου ως Διοικητή της Τράπεζας, αν και βραχύβια, υπήρξε κρίσιμη για τη νέα αρχή που η Τράπεζα έπρεπε να κάνει στις πολύ αντίξοες, από κάθε άποψη, συνθήκες, στις οποίες βρίσκονταν η χώρα και ειδικότερα η Αθήνα, την επαύριο της απελευθέρωσης. Η Τράπεζα, καθημαγμένη καθώς ήταν από την αυθαίρετη αντιμετώπιση που της επιφύλαξαν οι γερμανικές Αρχές Κατοχής, ήταν αντιμέτωπη με προβλήματα πολλά, οξύτατα και δυσεπίλυτα. Ένας κύκλος ζητημάτων που η Διοίκηση Τριανταφυλλόπουλου έπρεπε να αντιμετωπίσει επειγόντως, ήταν εκείνο της «πολιτικής προσωπικού». Έπρεπε να αποκατασταθούν οι υπάλληλοι που είχαν διωχθεί από την κατοχική Διοίκηση της Τράπεζας και να αντιμετωπισθούν προσηκόντως εκείνοι που είχαν προσληφθεί ή προαχθεί από αυτήν ή είχαν συνεργασθεί με τους κατακτητές.
Η Διοίκηση Τριανταφυλλόπουλου αντιμετωπίζει τα ζητήματα αυτά με μετριοπάθεια και ρεαλισμό. Ειδικώτερα, επαναπροσλαμβάνονται όσοι είχαν εξαναγκασθεί σε παραίτηση από την κατοχική Διοίκηση της Τράπεζας και ακυρώνονται, χωρίς μείωση αποδοχών, όσες προαγωγές υπαλλήλων στο βαθμό του διευθυντή είχαν πραγματοποιηθεί από αυτή. Περαιτέρω, κατ’ εφαρμογήν ειδικών νομοθετικών διατάξεων, απολύονται υπάλληλοι που προσελήφθησαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής, εξαιρεθέντων των «βετεράνων πολεμιστών». Τέλος, υπάλληλοι της Τράπεζας που φέρονταν να έχουν συνεργασθεί με τους κατακτητές, παραπέμπονται στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, ενώπιον του οποίου μπορούν να απολογηθούν και να προσκομίσουν αποδεικτικά μέσα υπερασπίσεώς τους, μέχρι δε περατώσεως της πειθαρχικής ή της τυχόν εκκρεμούσης ποινικής δίκης τίθενται διαθεσιμότητα.
Εκτός από την «πολιτική προσωπικού» που έπρεπε να χαράξει και να εφαρμόσει, η Διοίκηση Τριανταφυλλόπουλου καλείται να θέσει τα θεμέλια «μιας νέας μακροπρόθεσμης πολιτικής ανάκαμψης της Τράπεζας». Για να επιτευχθεί αυτό, επιδίδεται στην καταγραφή των οικονομικών αναγκών όλων των παραγωγικών κλάδων της ελληνικής οικονομίας.
Σήμερα, εξήντα και πλέον χρόνια μετά, η Διοίκηση Τριανταφυλλόπουλου αποτιμάται θετικά : «Παρά τη βραχύβια παραμονή του στη θέση του διοικητή, ο καθηγητής Τριανταφυλλόπουλος λειτούργησε στη βάση ενός μακρόπνοου σχεδιασμού, προσεγγίζοντας τα τεράστια προβλήματα μιας ταραγμένης περιόδου με σύνεση και προγραμματισμό (. . .). Στη βάση του πλαισίου Τριανταφυλλόπουλου κινήθηκε και η διοίκηση Πεσμαζόγλου που τον διαδέχθηκε».
Αρχές του 1948. Εμφύλιος μαίνεται. Ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ) αρχίζει «να μετακινεί προς τις ανατολικές χώρες παιδιά από τις παραμεθόριες περιοχές»[78]. Η Κυβέρνηση κατηγορεί το ΚΚΕ για «παιδομάζωμα». Το ΚΚΕ ανταποδίδει την κατηγορία κάνοντας και αυτό λόγο για «παιδομάζωμα», «γενοκτονία» και «γενιτσαρισμό»[79]. Στις 27 Φεβρουαρίου, η Ελληνική Κυβέρνηση κάνει διάβημα στην Ειδική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Βαλκάνια (UNSCOB) και καταγγέλλει, μεταξύ άλλων, τη βίαιη μετακίνηση ελληνοπαίδων «. . . στην Αλβανία, τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία, καθώς και σε άλλες χώρες της ανατολικής Ευρώπης». Τον ίδιο καιρό, και ο Ελληνικός Τύπος μιλάει για «παιδομάζωμα», για «απόπειρα καταστροφής του Ελληνικού Έθνους», για «εκσλαβισμό» των ελληνοπαίδων, ανεβάζει τον αριθμό των «απαχθέντων παιδιών», σε τέσσερις χιλιάδες (4.000) και δημοσιεύει εκτιμήσεις κυβερνητικών Αρχών, ότι οι απαγωγές θα υπερβούν τις ογδόντα (80.000)[80]. Υπό τις συνθήκες αυτές και σε κλίμα οξύτητας που σήμερα μόνο δύσκολα μπορούμε να διανοηθούμε έστω και λίγο, το έγκυρο περιοδικό «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ», αφιερώνει στο 505ο τεύχος της, τον Ιούνιο του 1948, είκοσι σελίδες σε αυτό που και η ίδια αποκαλεί, στον τίτλο του αφιερώματος, «παιδομάζωμα» και δημοσιεύει είκοσι πολύ μικρής, μικρής ή μετρίας εκτάσεως κείμενα – και τρία ομόθεμα σκίτσα του Ουμβέρτου Αργυρού – με ισάριθμες υπογραφές των : Κ. Τριανταφυλλόπουλου, Γρ. Ξενόπουλου, Δ. Σ. Μπαλάνου, Σ. Β. Κουγέα, Γ. Σ. Μαριδάκη, Π. Κανελλόπουλου, Κ. Τσάτσου, Τ. Αθανασιάδη, Κ. Δ. Γεωργούλη, Γ. Θεοτοκά, Άλκη Θρύλου, Μ. Καραγάτση, Λίνου Πολίτη, Τατιάνας Σταύρου, Γ. Σίδερη και Γ. Χατζίνη. Στο εισαγωγικό, λυρικής πνοής, σημείωμα του επιμελητή του αφιερώματος και διευθυντή του περιοδικού Πέτρου Χάρη απουσιάζει κάθε μνεία των αντιμαχομένων παρατάξεων, αλλά και στα περισσότερα από τα είκοσι δημοσιευόμενα κείμενα λείπουν αναφορές στον «Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας», στο ΚΚΕ, ή / και στελέχη αυτών. Σε μερικά μόνο υπάρχουν κάποιες συγχρονικές αναφορές. Έτσι, ο Σ. Β. Κουγέας μιλά για «το αποτρόπαιον έγκλημα του σλαβοκομμουνισμού, την βιαίαν δηλαδή απαγωγή των μικρών ελληνοπαίδων και την συγκέντρωσιν αυτών εις τα δορυφορούντα κομμουνιστικά κράτη . . .», και για «κομμουνιστικόν παιδομάζωμα» . ο Π. Κανελλόπουλος για «κομμουνισμό», ο Γ. Θεοτοκάς για «συμμοριτικό αγώνα», «κομμουνισμό» και «Ελληνικό Κομμουνισμό», ο Μ. Καραγάτσης για «το βιολογικό φαινόμενο του κομμουνιστή, δηλαδή του ανθρώπου με τη βαθύτατα βλαμένη ψυχονευρικότητα» και για «Έλληνες κομμουνιστές». Το κείμενο του Τριανταφυλλόπουλου προτάσσεται όλων, προφανώς λόγω της ιδιότητας αυτού ως Προέδρου της Ακαδημίας Αθηνών το 1948. Γράφει ο Τριανταφυλλόπουλος :
«Εξ όλων των βαρβαροτήτων του τελευταίου πολέμου τίποτε δεν είναι απανθρωπότερον από την απαγωγήν των ελληνοπαίδων, που έθεσαν εις ενέργειαν οι προαγωγοί και οι εχθροί της ελληνικής πατρίδος.
Αιχμαλωσίαι ολοκλήρων πόλεων και απαγωγή πληθυσμών συν γυναιξί και τέκνοις εις δουλείαν δεν έλειψαν ούτε κατά την αρχαιότητα ούτε κατά τον σκοτεινόν μεσαίωνα, αλλά παιδιών και νηπίων απόσπασις από τας μητρικάς αγκάλας, ως μέτρον πολεμικόν, δεν γνωρίζω να μαρτυρήται που.
Και όμως το ανήκουστον αυτό έγκλημα κατά της ανθρωπότητος δεν επροκάλεσεν ουδέ εις τους συμπολεμήσαντας υπέρ της ελευθερίας λαούς όσην ανέμενέ τις αντίδρασιν, ενώ ημείς, παρά τας καταστροφάς που υπέστημεν και παρά τον πόλεμον ον συνεχίζομεν ουχί μόνον υπέρ ημών αυτών, μετέσχομεν ακόμη και εις αυτόν τον τελευταίον έρανον τον οποίον ο Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών ενήργησεν υπέρ των παιδίων όλου του κόσμου, δηλαδή και αυτών των Μεγάλων Δυνάμεων.
Όταν ο Ιμβραΐμ ηχμαλώτιζε παιδία και τα μετέφερεν εις Αίγυπτον με τον απώτερον σκοπόν να αποικίση την ερημωθείσαν Πελοπόννησον με Άραβας, εξηγέρθη ολόκληρος η Δύσις και εις την εξαγοράν των παιδιών έδωκαν χείρα βοηθείας ακόμη και χώραι πολέμιοι προς την ελληνικήν ελευθερίαν.
Τώρα που δεν υπάρχει καν ουδέ η ελπίς της εξαγοράς δεν είδομεν ακόμη να εξεγερθή σύσσωμος ο πολιτισμένος κόσμος και δεν ηκούσαμεν ούτε τα πνευματικά ιδρύματα της ξένης ούτε τους ποικιλωνύμους οργανισμούς των Ηνωμένων Εθνών ή της Ηνωμένης Ευρώπης να στιγματίσουν το έγκλημα κατά τρόπον αποτελεσματικόν.
Είθε αι εκκλήσεις που συγκεντρώνει η «Νέα Εστία» να συντελέσουν εις παγκόσμιον συναγερμόν, μήπως αι δυστυχείς αυταί υπάρξεις, το έαρ της πατρίδος μας, «τα παιδάκια, οι ασυλλόγιστες χαρές» επανίδουν το φως της Ελλάδος».
Το 1963 ο Τριανταφυλλόπουλος είναι ογδόντα δύο ετών, όταν η Σχολή Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με κοσμήτορα τον Καθηγητή Χαράλαμπο Φραγκίστα, αποφασίζει να τον ανακηρύξει επίτιμο διδάκτορα, τιμώντας έτσι την «παιδεία και αρετή του ανδρός» και την «εξόχως ευδόκιμη θεραπεία της επιστήμης του δικαίου στη δογματική ανάλυση, φιλοσοφική θεμελίωση και ιστορική έρευνα». Κατά την τελετή που πραγματοποιείται στην Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου, ο Τριανταφυλλόπουλος, «εν προφανεί συγκινήσει, με την χαρακτηρίζουσα αυτόν ευφράδεια, σαφήνεια και υποβλητικότητα», όπως έγραψε ο «Αρμενόπουλος»[81], μιλά για «Αρχαία ζητήματα συγχρόνων νόμων». Στην ομιλία του αυτή – συμβολή στη νομοθετική ιστορία της χώρας, αλλά και στη νομοθετική θεωρία καθ’ εαυτή – αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στη δυσμενή κριτική που ασκήθηκε στον Αστικό Κώδικα, και συγκεκριμένα στη μομφή που αποδόθηκε στους συντάκτες του, ότι κατά τη διαμόρφωση του περιεχομένου των ρυθμίσεών του παραγνώρισαν τα ελληνικά δίκαια και τα «πάτρια ημών έθιμα» χάριν του ρωμαϊκού δικαίου, το οποίο, κατά τους επικριτές, εισέβαλε στην Ελλάδα διά της οδού της γερμανικής επιστήμης. Ο Τριανταφυλλόπουλος αντικρούει την κριτική αυτή λέγοντας[82] :
«[. . .] πώς ήτο δυνατόν η Επιτροπή του Αστικού Κώδικος και η Συντακτική και η Αναθεωρητική, ης μετείχον πάντες οι αρχηγοί των εν ενεργεία τότε τελούντων πολιτικών κομμάτων, να αγνοήσουν το από δύο περίπου χιλιετηρίδων αρχικώς μεν γνωστόν εις ελληνικάς χώρας, είτα δε ισχύον, αυτόθι κατά βάσιν ρωμαϊκόν δίκαιον, το οποίον κατά την ανακάθαρσιν του corpusjuriscivilis διά των Βασιλικών μετετράπη απλώς εις ελληνόγλωσσον κείμενον και ως τοιούτον διά της Εκκλησίας έφθασε μέχρι της Εθνεγερσίας; Και πώς ήτο δυνατόν η Επιτροπή να απεμπολήση το εθνικόν μας αυτό δίκαιον, όπερ ήτο και είναι το αρτιώτερον πάντων των ιδιωτικών δικαίων, καταστάν βασικόν υπόδειγμα εις τους αστικούς κώδικας όλων των ευρωπαϊκών χωρών από του δεκάτου ογδόου αιώνος και εφεξής; Είναι κοινός τόπος ότι το ρωμαϊκόν δίκαιον με την μοναδικήν ύλην προς ελαστικάς κατασκευάς, απόρροιαν εν μέρει ζυμώσεως με κανόνας διασκευασμένους εις το ελληνιστικόν περιβάλλον, και ως είναι επί πλέον διαποτισμένον από γενικάς ιδέας ελληνικής φιλοσοφικής προελεύσεως, αποβαίνει η πλέον ολοκληρωμένη κληρονομία του αρχαίου πολιτισμού, χρήσιμον εις πάσαν επιστημονικήν περί δικαίου έρευναν και διά τούτο τυγχάνον πανταχού όχι μόνον ιστορικής επεξεργασίας, αλλά; Με τινας εξαιρέσεις, και απολύτου σεβασμού, στοιχείον απαραίτητον υγιούς συγχρόνου κοινωνικής συγκροτήσεως και νομικής παιδεύσεως, όπως εκ παραλλήλου είναι κατά παλαιάν παρομοίωσιν ο Ευκλείδης εις την γεωμετρίαν, η ελληνική τέχνη της γλυπτικής εις τον αισθητικόν και η ελληνική φιλοσοφία εις τον στοχαστήν. Και όταν όλος ο προωδευμένος κόσμος φέρη την σφραγίδα των νόμων της Ρώμης, είναι ανεδαφική η προσπάθεια όπως ημείς αιφνιδίως, με κίνδυνον απομονώσεως, νοθεύοντες την εθνικήν μας ιστορίαν, απομακρυνθώμεν του κύκλου των κρατών εκείνων, άτινα διά των αστικών των κωδίκων θεραπεύουν κατά βάσιν αρχάς ρωμαϊκού δικαίου».
Με αυτές τις σκέψεις ο Τριανταφυλλόπουλος θα μπορούσε να τερματίσει, για τις ανάγκες της αντιφώνησής του, την υπεράσπιση του βασικού προσανατολισμού του Αστικού Κώδικα. Η υπεράσπιση θα ήταν επαρκής. Ο τιμώμενος νομοδιδάσκαλος, όμως, δεν έχασε την ευκαιρία – ή μήπως τη δημιούργησε; – να λάβει θέση και επ’ αυτού, το οποίο εκείνη την εποχή, δύο χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης Συνδέσεως της Ελλάδος με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες (1961), όχι μόνο δεν ήταν ακόμη κοινός τόπος, αλλά, όπως φάνηκε αργότερα στη μεταπολίτευση, απευκταία προοπτική για περισσότερους από τους μισούς Έλληνες. Ο πρεσβύτης Τριανταφυλλόπουλος αντιλαμβάνεται πλήρως, παραδέχεται χωρίς επιφυλάξεις και διαδηλώνει με ενάργεια αυτό που οι επίγονοί του χρειάστηκαν τριάντα σχεδόν χρόνια να συνειδητοποιήσουν, ότι δηλαδή το μέλλον της Ευρώπης βρίσκεται στην πρωτοφανή – και γι΄ αυτό εντελώς επισφαλή, τότε – προσπάθεια των χωρών της να συνεργασθούν μέσα από τους νεοπαγείς θεσμούς των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και ότι το μέλλον της Ελλάδας είναι αδιαχώριστο από αυτές. Ας τον διαβάσουμε :
«Ο σύνδεσμος αυτός [του «προωδευμένου κόσμου» με το ρωμαϊκό δίκαιο], ήδη από του πρώτου πολέμου εκδηλωθείς και εις την νομοθεσίαν συγκριτικώς και εις την ερμηνευτικήν μέθοδον, κατέστη την σήμερον, μετά τον δεύτερον παγκόσμιον πόλεμον, εντονώτερος, επειδή εξυπηρετεί ευρύτερον την απρόσκοπτον συνεργασίαν μας προς ευόδωσιν ενοποιητικών μορφών επί οικονομικού προ παντός πεδίου και γενικώτερον επί παιδευτικού. Αρκεί να υπομνησθή η αναμενομένη ασφαλώς διά της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Ενώσεως προσπάθεια προς ενοποίησιν νομικών θεσμών, που θα είναι προϊόν καλοπίστου συνεργασίας όλων των μετόχων της Κοινότητος, έτι πλέον, ως ετόνισεν προσφάτως συνάδελφος του Πανεπιστημίου Αθηνών, εκ της επικοινωνίας ταύτης με τους λοιπούς ευρωπαϊκούς λαούς προσδοκώμεν να αντιμετωπίσωμεν νικηφόρους και κάποιαν εγωπάθειάν μας. Ουδ’ υφίσταται ο υπό τινων εκφραζόμενος φόβος, ότι εντός του πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως κίνδυνος είναι να υποστώμεν μείωσιν έναντι πολυπληθεστέρων και οικονομικώς ευρώστων εθνών. Διότι μακρά πείρα ανέκαθεν πιστοποιεί ότι ευκολώτερον και ταχύτερον ενούνται εις κοινούς μεγάλους σκοπούς έθνη, ανεξαρτήτως μεγέθους, βιούντα υπό τον αυτόν ή παρεμφερή κοινωνικόν και οικονομικόν και, συνεπώς, υπό κοινόν ιδεολογικόν ρυθμόν».
Ο Τριανταφυλλόπουλος δεν υπήρξε πολιτικός ούτε της πρώτης ούτε της δεύτερης γραμμής. Υπήρξε, με τα λόγια του Κωνσταντίνου Τσάτσου[83], «. . . ενεργός πολίτης εις την ιδανικήν της λέξεως ταύτης σημασίαν (. . .), γνήσιος δημοκράτης (. . .). Ουχί άπαξ εκινδύνευσεν εν τη προασπίσει των πολιτικών του πεποιθήσεων. Ουδέποτε κατεδέχθη να κρύψη, υπό το προσωπείον μιας δήθεν επιστημονικής θεωρήσεως των πραγμάτων, τας καθαρώς πολιτικάς του ενεργείας. Ότε ωμίλει ως οπαδός μιας πολιτικής μερίδος, το διεκήρυσσε, και εδέχθη υπερηφάνως τας από μέρους των τότε κρατούντων επιβληθείσας κυρώσεις. Απόλυτη συνέπεια χαρακτηρίζει τας πολιτικάς του εκδηλώσεις, είτε ωμίλει εις εποχάς ότε επεκράτει ο ιδικός του πολιτικός κόσμος, είτε επεκράτει ο αντίπαλος, είτε το καθεστώς ήτο ελεύθερον, είτε όχι. Δεν ανέμενε το ατιμώρητον διά να ομιλήσει».
Ο Τριανταφυλλόπουλος υπήρξε εκείνος που κατόρθωσε να ενσαρκώσει με επιτυχία την υψηλή επιστημοσύνη, την επαγγελματική ευσυνειδησία, την πολιτική εγρήγορση και την κοινωνική ευαισθησία, δημιουργώντας έτσι, από κοινού με τους Θρασύβουλο Πετιμεζά και Αλέξανδρο Σβώλο, έναν νέο τύπο πανεπιστημιακού δασκάλου, του οποίου τη συνέχεια γνωρίσαμε στο πρόσωπο των Αριστόβουλου Μάνεση, Φαίδωνος Βεγλερή και Γεωργίου Κουμάντου. Την ισορροπημένη σχέση του Τριανταφυλλόπουλου με την πολιτική και την ευρύτερα πολιτικά προσανατολισμένη κοινωνική και επαγγελματική δράση δεν βρίσκω καλύτερο τρόπο να εκφράσω από αυτόν που βρήκε ο δικηγόρος Σπύρος Μανούσος, όταν το 1951, με αφορμή την αποχώρηση του Τριανταφυλλόπουλου από το Πανεπιστήμιο, έγραψε εκ μέρους της «Θέμιδος» : «Αι πέρα δε της νομικής επιστήμης ικανότητές του, εκτός των άλλων, του εξησφάλιζον εις την πολιτικήν εκλεκτήν θέσιν, ήτις πολλάκις του προσεφέρθη. Και είναι προς έπαινόν του ότι μη δελεασθείς παρέμεινεν πιστός εις την αποστολήν του εν τω Πανεπιστημίω και εις την διακονίαν της νομικής επιστήμης. Αποτελεί η στάσις του αυτή αντίθεσιν προς την τακτικήν μερικών εξ εκείνων, οίτινες διά της προώρου, χάριν της πολιτικής, αποχωρήσεώς των από την πανεπιστημιακήν σταδιοδρομίαν επιτρέπουν και την σκέψιν ότι δεν απέβλεψαν να διαθέσουν εις το Πανεπιστήμιον τας υπηρεσίας των οποίων η επιστημονική ικανότης των καθίστα δυνατήν την εις αυτό παροχήν, αλλά να χρησιμοποιήσουν αυτό ως προβαθμίδα διά την σταδιοδρομίαν των εις την πολιτικήν. Αποτελεί ακόμη αντίθεσιν και προς όσους, πράγματι διαπρέψαντας εις αυτό, το απηρνήθησαν χάριν της πολιτικής. Δεν έχει βεβαίως θέσιν ενταύθα η κρίσις αν εκ της αποδόσεώς των εις την πολιτικήν σταδιοδρομίαν διαπιστούται εκ των υστέρων ότι επεβάλλετο να την ακολουθήσουν, είναι όμως δυνατόν να παρατηρηθή ότι οι περισσότεροι εξ αυτών ίσως να εζημίωσαν το Πανεπιστήμιον εγκαταλείψαντες αυτό».


Η μελέτη έχει δημοσιευτεί στο τόμο «Κωνσταντίνος Τριανταφυλλόπουλος. Ο ανακαινιστής της σύγχρονης ελληνικής νομικής επιστήμης», Αντ.Σάκκουλας, 2008, σ. 93-144 και αποτελεί ανεπτυγμένη μορφή προφορικής εισήγησης που έγινε στην αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών στο πλαίσιο επιστημονικού μνημοσύνου για το Κ.Τριανταφυλλόπουλο
[1] Κ. Δ. Τσάτσος, σε : Νέον Δίκαιον 22(1966), 95.
[2] Π. Ι. Ζέπος, σε : ΝοΒ 14(1966), 408 [=ΕΕΝ 33(1966) 82, Νέα Εστία Μ΄(1966), 401].
[3] Κ. Δ. Τσάτσος, σε : Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, 41(1966), 418 [=Νέον Δίκαιον 23(1967)].
[4] Σε εφ. «Το Βήμα» της 14.4.1964 (συνομιλία με τον Ηλία Βενέζη). Βλ. και Κωνσταντινος Δ.Τριανταφυλλόπουλος, Πρόλογος σε : Αλ.Παπαναστασίου, Μελεται, λόγοι, άρθρα(επιμ. Ξ.Λευκοπαριδης), Αθηναι, 1957, σ. η’ επ.
[5] Την εν γένει πνευματική κίνηση περί το δίκαιο τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα περιγράφουν με απαράμιλλη πυκνότητα και γλαφυρότητα οι Π. Γ. Ζήσης, σε : Νέον Δίκαιον 7(1951), 532 [= Νέον Δίκαιον 22 1966, 95 επ. και σε : Π. Γ. Ζήσης, Μελέται και Άρθρα, τόμος Β΄, Αθήναι 1970, 36 επ.], Ι. Σόντης, σε : ΝοΒ 7(1959), 1213 επ. και Κ. Δ. Τσάτσος, όπ.π. (υποσ. 3), 411 επ.
[6] Ο Δ. Θ. Γεωργιάδης γράφει στη «Σύγχρονη Εγκυκλοπαίδεια» [(Ελευθερουδάκη) έκδοσις τρίτη, (χ.χ.), Εκδόσεις Ν. Νίκας & Σία ΕΕ, τόμος 12ος, σελ. 525] για τη Φαβιανή Εταιρεία (Fabian Society) και τους Φαβιανούς : «Σοσιαλιστική συντηρητική εταιρεία, ιδρυθείσα εν Λονδίνω κατά το έτος 1883, αντίθετος των αρχών του Μαρξισμού και του επαναστατικού σοσιαλισμού. Την ονομασίαν της ταύτην έλαβεν εκ του Ρωμαίου νικητού του Αννίβα Φαβίου Κουνκτάτορος, ιστορικού καταστάντος διά την σωφροσύνην και περίσκεψιν αυτού, ην και οι ιδρυταί της εταιρείας εφιλοδόξουν να ακολουθήσωσι τονίζοντες την ανάγκην της απαραιτήτου μακράς σκέψεως προ της λήψεως πάσης αποφάσεως. Η εταιρεία διά της εκδόσεως των “Φαβιανών Δοκιμίων” (Fabian Tracts), της διαδόσεως των αρχών της και της συνεργασίας μετά των επαγγελματικών ενώσεων, επεκράτησε καθ’ όλην την Αγγλίαν. Αλλά διά της μετέπειτα ιδρύσεως του εργατικού κόμματος, του οποίου πάντα σχεδόν τα πρόσωπα υπήρξαν μέλη της, επεσκιάσθη κατά πολύ η δράσις και η δύναμις αυτής. Μεταξύ των Φαβιανών συγκατελέγοντο οι Βέρναρδ Σω, Σίδνεϋ Όλιβερ, Γράχαμ Ουάλλας, Σίδνεϋ Ουέββ κ.α. Κεκηρυγμένοι κατά των μαρξιστικών θεωριών της πάλης των τάξεων, της αξίας και υπεραξίας και του ιστορικού υλισμού, υπεστήριζον ότι αι σοσιαλιστικαί αρχαί δεν έπρεπε να επικρατήσωσι διά της επαναστάσεως και των βιαίων μέτρων, αλλά διά του χρόνου, της διδασκαλίας και της καταλλήλου τακτικής. Μεταξύ του καθωρισμένου των προγράμματος περιελαμβάνετο η μεγαλυτέρα απόδοσις του φυσικού πλούτου μιας χώρας διά της οργανώσεως της παραγωγής, η κατάπαυσις της σπατάλης εργασίας και αγαθών, ο μετριασμός της μεγάλης ανισότητος μεταξύ των ανθρώπων διά του δικαιοτέρου τρόπου κατανομής του εισοδήματος χάριν αυτού τούτου του αστικού καθεστώτος και τέλος η ανάπτυξις του αισθήματος της αλληλεγγύης και αλληλοβοηθείας μεταξύ των ανθρώπων [Βιβλιογρ. – E. Pease, The History of the Fabian Society (β΄ έκδ. 1925)]».
[7] Περί της Κοινωνιολογικής Εταιρείας βλ., μεταξύ άλλων, Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος, β΄ έκδοση, εκδότης Πέτρος Δ. Καραβάκος, Αθήνα 1956, σελ. 106 επ., Μάρκος Α. Γκιόλιας, Το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα και ο Κώστας Χατζόπουλος, εκδόσεις Π. Μοσχονάς, Αγρίνιο 1996, σελ. 222 επ. Ρένα Σταυρίδη – Πατρικίου, Γλώσσα, Εκπαίδευση και Πολιτικός Ολκός, 1999, 68 επ., Κωνσταντίνος Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Πρόλογος σε : Αλεξάνδρου Παπαναστασίου, Μελέτες. Λόγοι. Άρθρα, (επιμέλεια Ξ. Λευκοπαρίδη), 1957, σελ. ζ΄-κδ΄, όπου εν συνεχεία (σελ. 3 επ.) δημοσιεύεται το Καταστατικό της Κοινωνιολογικής Εταιρείας, το έτος ιδρύσεως της οποίας δεν είναι βέβαιο. Συγκεκριμένα, ο μεν Αλ. Παπαναστασίου δεν τη χρονολογεί, αλλά φαίνεται να την τοποθετεί πριν το 1909 (σε : Αλ. Παπαναστασίου, Μελέτες. Λόγοι. Άρθρα, οπ.π. σελ. 746), ο δε Τριανταφυλλόπουλος σε συνέντευξή του στην εφ. Ελεύθερος της 25.6.1945 τη χρονολογεί στα 1907, ενώ στον προμνησθέντα Πρόλογό του (σελ. η΄), στα 1908.
[8] Σε εφ. «Το Βήμα», όπ.π. υποσ. 4.
[9] Σε εφ. «Το Βήμα», όπ.π. (υποσ. 4).
[10] Η κρίση αυτή του Τριανταφυλλόπουλου αδικεί την ισάξια «Επιθεώρηση Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών», για την οποία με περηφάνεια μίλησε στον Ηλ. Βενέζη, σε : εφ. «Το Βήμα», της 5.5.1965, όπου διαβάζουμε : «(. . .) Τότε [το 1916] εξεδώσαμεν, διά να υπηρετήσωμεν την οργάνωσιν των πνευματικών δυνάμεων του έθνους, νέον περιοδικόν με τον τίτλον : “Επιθεώρησις Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών”. Εκεί είχε γράψει ένα λαμπρόν άρθρον περί τέχνης ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος. Και ο Παπαναστασίου ένα άρθρον που ενέκρινε το κίνημα της Θεσσαλονίκης. Ένα μονάχα τεύχος αυτού του περιοδικού επρολάβαμεν να εκδώσωμεν. Ιδέστε τας συνεργασίας του. Ο κ. καθηγητής μου έδωσε τον ογκώδη τόμο. Περιεχόμενα : Αλ. Παπαναστασίου : “Ο Εθνικισμός”. Γ. Παπανδρέου : “Η Ευρώπη προ του πολέμου”. Σ. Κορώνη : “Μελέται επί της οικονομικής μας πολιτικής”. Σ. Λοβέρδου : “Ο πόλεμος και η οικονομική επέμβασις του Κράτους”. Ν. Κιτσίκη : “Η θετικιστική θεωρία της γνώσεως κατά τον E. Mach”. Κ. Τριανταφυλλόπουλου : “Εκ της τελευταίας νομοθετικής κινήσεως”. Αλ. Δελμούζου : “Δημοτικισμός και ελληνική Παιδεία”. Κ. Χατζοπούλου : “Η γερμανική τέχνη και ο πόλεμος”».
[11] Το κείμενο δημοσίας συμπαραστάσεως στον Παλαμά το είχε συντάξει ο Αλ. Παπαναστασίου και το προσυπέγραφαν οι Κ. Τριανταφυλλόπουλος, Αλ. Μυλωνάς, Αλ. Δελμούζος και Αντ. Γαζής. Το κείμενο αναδημοσιεύθηκε σε : Αλεξάνδρου Παπαναστασίου, Μελέτες, Λόγοι, Άρθρα, Πρόλογος Κωνσταντίνου Τριανταφυλλόπουλου, (επιμέλεια Ξ. Λευκοπαρίδη), 1957, σελ. 1 επ.
[12] Σε συνέντευξη στην εφ. Ελεύθερος της 25.6.1945, η οποία αναδημοσιεύθηκε σε : Γ. Κορδάτος, όπ.π. (υποσ. 7), σελ. 110 επ.
[13] Πατέρας του Καθηγητή Ανδρέα Γαζή. Βλ. βιογραφικά του στοιχεία σε : Το Συμβούλιο της Επικρατείας. Ο θεσμός και τα πρόσωπα, Αθήνα 2005, σελ. 183.
[14] Στην εφ. «Το Βήμα» της 21.4.1964 (συνομιλία με τον Ηλ. Βενέζη).
[15] Το κείμενο του «Τι πρέπει να γίνει» βρίσκεται πλέον σε : Αλ. Παπαναστασίου, όπ.π. (υποσ. 11), σελ. 45 επ. Ο Τριανταφυλλόπουλος διηγείται, περαιτέρω, στον Ηλ. Βενέζη (όπ.π. υποσ. 14), «. . . Τι υπεδείκνυε, κυρίως, εκείνο το υπόμνημα; Να ληφθούν μερικά αντισυνταγματικά μέτρα, να ανατεθή η προεδρία της κυβερνήσεως “εις πρόσωπον εκτός της εν τω ελευθέρω βασιλείω ενεργού πολιτικής”, δηλαδή του Βενιζέλου, να κληθή Εθνική Συνέλευσις, αναθεωρητικής μορφής, διά την μεταρρύθμισιν ωρισμένων διατάξεων μη θεμελιωδών, να πεισθεί ο Βασιλεύς να εγκολπωθεί το επαναστατικόν κίνημα, διότι, αν απεφάσιζε να καταλείπη τον θρόνον, θα έθετε εις κίνδυνον μεγάλα εθνικά ζητήματα. Η δημοκρατική ιδέα δεν είχε ακόμη ωριμάσει εις τον λαόν». Και ο Τριανταφυλλόπουλος συνεχίζει : «Την επανάστασιν του Γουδί την επηρεάζαμε διά τον Κουτούπη, που ήτο στην Επιτροπή της Επαναστάσεως. Επίσης και μέσω του γαμβρού του Παπαναστασίου, του Λοπρέστη. Όταν ήλθε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στας Αθήνας, καλεσμένος από την Επανάστασιν, εζήτησε, μέσω του Ελευθερουδάκη, να μας γνωρίση. Ήταν, καθώς είπαμε, ο μόνος συνδρομητής του περιοδικού μας εις την Κρήτην. Τον εδέχθημεν, λοιπόν, μια βραδιά στο σπίτι του Παπαναστασίου. Ήταν εκείνο το βράδυ εκεί, εκτός από ημάς τους εταίρους της Κοινωνιολογικής Εταιρείας, και μέλη του Στρατιωτικού Συνδέσμου και άλλοι φίλοι της. Ενθυμούμαι τον Βλαδίμηρον Μπένσην, τον Λουκάν Νάκον. [Ο Ελευθέριος Βενιζέλος] μας ανέπτυξε τας σκέψεις του διά την μελλοντικήν πορείαν του Κράτους με μίαν καταπλήσσουσαν σαφήνειαν και ενάργειαν. Clarté που λέει και ο Παλαμάς εις τα περί Ραχήλ . . .».
[16] Σχετικά με το «Κίνημα του 1909» βλ. πλέον Β.Σ.Ε. Τσίχλης, Το Κίνημα του Γουδή και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, Πολύτροπον, 2007.
[17] Σύμφωνα με την έγκριτη εφ. «Θεσσαλία» της 18.9.1909, στο Βόλο φαίνεται να είχε αποφασισθεί να μεταβεί και ο Παναγιώτης Αραβαντινός, ο οποίος μάλλον είτε δεν μετέβη ή δεν μίλησε, αφού το όνομά του δεν μνημονεύεται στην αναλυτική ειδησεογραφία της εφημερίδας, η οποία στις επόμενες ημέρες (20 και 21.9.1909), αναφέρθηκε διεξοδικά στην άφιξη των Τριανταφυλλόπουλου και Θρασύβουλου Πετιμεζά στον Βόλο και την εκεί δημόσια ομιλία τους.
[18] Σε συνέντευξη στην εφ. «Ελεύθερος» της 25.6.1945.
[19] Η ακριβής ημερομηνία είναι η 20ή Σεπτεμβρίου, βλ. εφ. «Θεσσαλία» της 20.9.1909. Στο φύλλο της επόμενης ημέρας η εφημερίδα δημοσιεύει διεξοδικό ρεπορτάζ, στο οποίο η ομιλία του Τριανταφυλλόπουλου περιγράφεται ως εξής : «Ο κ. Μαρδέλλης [καπνεργάτης, εκ μέρους του Εργατικού Κέντρου Βόλου] παρέχει το βήμα εις τον κ. Τριανταφυλλόπουλον, όστις υπό τα χειροκροτήματα του πλήθους, έρχεται ομιλών με φωνήν ήρεμον, διαυγή και καθαράν αν και ουχί πολύ ισχυράν. Κατ’ αρχάς εχαιρέτισεν εκ μέρους της «Κοινωνιολογικής Εταιρίας» σύμπαντα τον εργατικόν πληθυσμόν του Βόλου, ιδιαιτέρως δε ηυχαρίστησε το «Εργατικόν Κέντρον» μεθ’ ου η «Κοινωνιολογική Εταιρία» συνδέεται ως είπεν, διά της κοινής κοινωνιστικής ιδέας. Τοιουτοτρόπως εισήλθεν ο ρήτωρ εις το κύριον θέμα. Εξήτασε πως επολιτεύθησαν αι κοινοβουλευτικαί κυβερνήσεις, και διατί σχετικώς απέτυχε παρ’ ημίν το κοινοβουλευτικόν πολίτευμα το οποίον όμως είναι το κράτιστον ως έχον τας περισσοτέρας αρετάς και τας ολιγωτέρας κακίας. Η συναλλαγή, είπεν, καθ’ ης τόσον επιτιθέμεθα, δεν είναι η αιτία, είναι το αναγκαίον αποτέλεσμα. Το στρατιωτικόν κίνημα ο ρήτωρ εχαρακτήρισεν ευμενώς ειπών ότι ήδη ο Λαός έχει υποχρέωσιν να ίσταται φρουρός παρά το πλευρόν της Μεγάλης Αρρώστου, της δυστυχισμένης μας Μητέρας Ελλάδος μέχρις ότου ημείς τα παιδιά της τελειώσωμεν το θεραπευτικόν έργον. Κατέληξε δε συνιστών την σύμπηξιν καθαρώς εργατικού κόμματος διότι μόνον η πολυπληθεστέρα εργατική τάξις δύναται να δώση την αντίθεσιν γενικών συμφερόντων απέναντι του συμφέροντος της μέχρι σήμερον κυβερνώσης τον τόπον κεφαλοκρατικής τάξεως, αυτή και μόνη διετέλεσεν έως τώρα μακράν της σιτίσεως εκ του προϋπολογισμού, είναι δε επομένως αδιάφθορος και έχει ηθικόν βάθος διά να κρατήση κόμμα εις την αληθινήν αποστολήν του. Δεν είνε ο σοσιαλισμός εκείνος ο οποίος εγέννησε την ουχί αδικαιολόγητον πικρίαν του δυναστευομένου εργατικού πληθυσμού κατά της κρατούσης τάξεως ούτε η προπαγάνδα εκείνη η οποία ωθεί προς τα εμπρός κατά τους νεωτέρους χρόνους τον εργατικόν όγκον, αλλ’ είνε όπως λέγει σύγχρονος οικονομολόγος, παν άλλο ή συμπαθώς διακείμενος προς την σοσιαλιστικήν ιδέαν, η φυσική των πραγμάτων εξέλιξις, την οποίαν ούτε τα ημίμετρα των Κυβερνήσεων ούτε η πανουργία της κεφαλαιοκρατικής τάξεως ειμπορούν ν’ αποτρέψουν. Ο αγών αρχίζει και εδώ, όως έγινε παντού. Συμφέρον λοιπόν έχει η κρατούσα τάξις να υποδεχθή την σύμπηξιν εργατικού κόμματος με όσον το δυνατόν ολιγωτέρας προλήψεις, διά να εμποδίση την σύρραξιν, ήτις αργά ή γρήγωρα θέλει επέλθη μοιραία. Ούτω και μόνον ο αγών των δύο τάξεων δεν συναποφέρει κινδύνους, αλλά θέλει γίνη δημιουργός πολιτισμού και πρόδρομος της κοινωνιστικής ευημερίας. Ο κ. Τριανταφυλλόπουλος χειροκροτούμενος ζωηρότατα καταλείπει το βήμα, εφ’ ο ανέρχεται ο κ. Πετιμεζάς, όστις (. . .)»
[20] Χαράλαμπος Γ. Χαρίτος, Το Παρθεναγωγείο του Βόλου, τόμος Α΄, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας / Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1989, σελ. 77.
[21] Για το Εργατικό Κέντρο Βόλου βλ. Γ. Κορδάτος, όπ.π. (υποσ. 7), σελ. 135 επ., Μ. Α. Γκιόλιας, όπ.π. (υποσ. 7), σελ. 230 επ., Χ. Γ. Χαρίτος, όπ.π. (υποσ. 15), σελ. 52 επ., 56 επ. και Νίτσα Κολιού, Οι ρίζες του εργατικού κινήματος και ο «Εργάτης» του Βόλου, εκδόσεις Οδυσσέας, 1998.
[22] Για την εφημερίδα Εργάτης βλ. τις βιβλιογραφικές παραπομπές όπ.π. (υποσ. 16).
[23] Στο φύλλο της 10 Απριλίου 1908 (βλ. Παναγιώτης Κ. Τσούκας, Εργογραφία Κ. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, σε : Συνήγορος 54(2006), 58 επ. και σε : «Ευρυτανικά Χρονικά» 20(2006), σελ. 28 επ.
[24] Στα φύλλα των 17.9.1910, 24.9.1910, 1.10.1910, 8.10.1910, 15.10.1910, 29.10.1910, 5.11.1910 (βλ. Π. Κ. Τσούκας, όπ.π. υποσ. 23).
[25] Στο φύλλο της 15.10.1910 (βλ. Π. Κ. Τσούκας, όπ.π. υποσ. 23).
[26] Στο φύλλο της 10.9.1910 (βλ. Π. Κ. Τσούκας, όπ.π. υποσ. 23).
[27] Στο φύλλο της 7.6.1914 (βλ. Π. Κ. Τσούκας, όπ.π. υποσ. 23).
[28] Κ. Τριανταφυλλόπουλος, σε : εφ. «Το Βήμα», όπ.π. (υποσ. 4).
[29] Στην εκλογική αναμέτρηση για την Α΄ Αναθεωρητική Βουλή (8.8.1910), οι Κοινωνιολόγοι συμμετέσχον ως κομματικός σχηματισμός, υπό τον τίτλο «Λαϊκόν Κόμμα», την ιδεολογία του οποίου ο Τριανταφυλλόπουλος αποδίδει στην συνέντευξή του στην εφ. «Ελεύθερος» της 25.6.1945 ως εξής : «Το κόμμα ενεφορείτο από ιδεολογίαν σοσιαλιστικήν πέραν του κρατικού σοσιαλισμού, ον επρέσβευε κατ’ αρχήν αυτός ούτος ο Βενιζέλος. Επισήμως δεν ωνομάσθη το κόμμα σοσιαλιστικόν, αλλ’ ουδέποτε απεκρούσαμεν τοιούτον χαρακτηρισμόν εφ’ όσον, ως συνήθως τότε, ο σοσιαλισμός εσυγχέετο εξ αγνοίας ή κακίας με τον αναρχισμόν». Στην αυτή συνέντευξη υπογραμμίζει στην έναντι του Βενιζέλου αυτοτέλεια του κόμματος των Κοινωνιολόγων : «Ως είπα, το κόμμα ήτο αυτοτελές και κοινώς ονομάζετο κόμμα των κοινωνιολόγων. Ούτω τους απεκάλει και ο Βενιζέλος εν τη Βουλή. Εις την ψήφισιν των αναμορφωτικών εν γένει νόμων δεν αντετίθεντο, ήσκουν όμως σφοδράν κριτικήν πλειοδοτούντες και πολλάκις ερχόμενοι εις σύγκρουσιν, ιδία με τα παλαιοκομματικά στοιχεία του Βενιζέλου. Τούτο συνέβη ιδία εις το αγροτικόν ζήτημα (εφ’ ου είχε δημοσιεύσει μακράν μελέτην ο Παπαναστασίου εις την Ν. Ημέραν) και εις το γλωσσικόν. Ακόμα και κατά τον ευρωπαϊκόν πόλεμον, ότε ο Παπαναστασίου εγένετο Γενικός Διοικητής των Ιονίων νήσων και ήτα υπουργός της Συγκοινωνίας, ο δε Αραβαντινός απεστάλη μετά του κ. Καφαντάρη εις Αμερικήν, διετήρησαν την αυτοτέλειάν των, μετέχοντες ως σύμμαχοι και ουχί ως φιλελεύθεροι και διά τούτο πάντοτε υποβλεπόμενοι υπ’ αυτών». Το πολιτικό πρόγραμμα του «Λαϊκού Κόμματος» των Κοινωνιολόγων βλ. σε : Αλ. Παπαναστασίου, όπ.π. (υποσ. 11), σελ. 73 επ., 88 επ., πρβλ. και σελ. 748.
[30] Η εφ. «Ο Κοινωνισμός» φυλάσσεται στη Βιβλιοθήκη της Βουλής και είναι προσιτή σε κάθε ενδιαφερόμενο.
[31] Ο Ευρυτάνας λογοτέχνης Στέφανος Γρανίτσας (1880-1915), προσωπικός φίλος του Ελ. Βενιζέλου και βουλευτής Αιτωλίας και Ακαρνανίας το 1910, αναφερόμενος στην προσπάθεια του Βενιζέλου να ανανεώσει το πολιτικό προσωπικό της χώρας με νέα, και δη νεαρά, πρόσωπα προοδευτικών πεποιθήσεων, γράφει, σε άρθρο του υπό τον τίτλο «Ο Βενιζέλος και ο ελληνικός νεωτερισμός» : «Επήρε τους κ.κ. Μιχαλακόπουλο, Δεμερτζή, Διομήδη, Αραβαντινό, Καφαντάρη, Ιατρίδη, Μαβίλη, Ζαβιτσιάνο, με τα χέρια του τον Τσακανίκα – ανύποπτο για πολιτικά, που εναντίον του επαναστάτησε κόσμος και κόσμος, γιατί ο άμοιρος δεν είχε ούτε ένα ψήφο και ήταν και δημοτικιστής. Προσέφερε ακόμα θέση στον κ. Π. Καραπάνο, θαρρώ και τον Θ. Κουτούπη. Επέμεινε σ’ εμάς τους Αιτωλοακαρνάνες για τον Κωνσταντίνο Τριανταφυλλόπουλο και μόνο τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου δεν ημπόρεσε να βολέψη από αντίσταση του Νικ. Δημητρακοπούλου, με όλη την επιμονή, την οποία έδειξε απέναντι του πρώην Υπουργού της Δικαιοσύνης, που δεν ήθελε κανέναν από τους σοσιαλιστές. Αυτός λοιπόν είναι, που αντιπαθεί το ανεξάρτητο φρόνημα και δεν ανέχεται γνώμη αντίθετη! Ούτε ένας από τους παραπάνω δεν είναι, που να μην είπε στη Βουλή και έξω πολλές φορές γνώμες δικές του, αντίθετες από τις γνώμες του Βενιζέλου. Και όμως όχι, δεν επειράχτηκε, αλλά μας έσπρωξε και μας σπρώχνει στη δημιουργία ομάδων με ιδικές του ιδέες, θεωρώντας την ύπαρξη της Κοινωνιολογικής Ομάδος ως τόσο πολύτιμη, για κινητήριο δύναμη της κοινωνίας και της πολιτείας, για ατμομηχανή, όπως την εχαρακτήρισε πολλάκις, ώστε, άμα τρίτος ωμίλησε, περί συγχωνεύσεώς της στο κόμμα του, είπε : Αυτή χρειάζεται με κάθε τρόπο να είναι αυτούσια, να είναι των άκρων, να κινή το πλήθος και την πολιτεία προς τα εμπρός». (βλ. Άπαντα Στέφανου Γρανίτσα, επιμέλεια Μάρκου Γκιόλια, εκδόσεις Τυμφρηστός, Αθήνα 1970, σελ. 390). Από το παράθεμα αυτό δεν προκύπτει η εκλογική αναμέτρηση, ενόψει της οποίας ο Βενιζέλος «επέμεινε στους Αιτωλοακαρνάνας για τον Κωνσταντίνο Τριανταφυλλόπουλο». Μάλλον θα εννοείται αυτή του Νοεμβρίου 1910. Εξ άλλου, ο Γρανίτσας φαίνεται να υπονοεί ότι ο Βενιζέλος πέτυχε να συμπεριληφθεί ο Τριανταφυλλόπουλος σε βενιζελικό συνδυασμό. Ποιόν όμως; Αν επρόκειτο πράγματι, όπως υποθέτουμε, για τις εκλογές του Νοεμβρίου 1910, στον «επίσημο» του Στράτου ή τον «ανεπίσημο» των Παπαφράγκου – Δαγκλή;
[32] Στην εφ. «Ελεύθερος» της 25.6.1945.
[33] Στην εφ. «Δικηγορική Γνώμη», αρ. φύλλου 62-64, έτος ΣΤ΄(1966).
[34] Βλ. Αλέξανδρος Σβώλος, Τα ατομικά δικαιώματα εις τα Συντάγματα της τελευταίας εικοσαετίας (1919-1939), [ : ΕΕΑΝ 62(1943), 12 – Μελέτη αφιερωμένη στον Τριανταφυλλόπουλο, της οποίας προτάσσονται τα εξής].
[35] Για τον Γ. Καφαντάρη βλ., μεταξύ άλλων, Ο Γεώργιος Καφαντάρης και η εποχή του 1873-1946, Πάντειον Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Αθήνα 1991 (πρακτικά συνεδρίου).
[36] Σε : εφ. «Το Βήμα», όπ.π. (υποσ. 4).
[37] Τον λόγο της παραιτήσεως διαβάζουμε σε : Σπ. Β. Μαρκεζίνης, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, [σειρά Α΄], τόμος Γ΄, Πάπυρος, σελ. 70-71, όπου διασώζεται η σχετική με αυτήν μαρτυρία του υιού Ιω. Τριανταφυλλοπούλου. Ο Σπ. Β. Μαρκεζίνης γράφει : «Τον ηρώτησε κάποτε ο Βοζίκης περί της τύχης μιας αιτήσεως. Εκείνος απήντησεν, ότι είχε διεκπεραιωθή και ότι το ζήτημα είχε λυθή κατ’ ευχήν. Επηκολούθησεν ο εξής διάλογος, χαρακτηριστικός της νοοτροπίας του ευφυεστάτου και διαθέτοντος παλαιοκομματικήν εμπειρίαν Χ. Βοζίκη με τον νέον τότε Κ. Τριανταφυλλόπουλον, τον οποίον ενδιέφερεν η επίδειξις της ταχυτέρας δυνατής διεκπεραιώσεως των υποθέσεων. “Βοζίκης : Μα η αίτησις υπεβλήθη χθες. Τριανταφυλλόπουλος : Και τι μ’ αυτό; Το αίτημα υπήρξε νόμιμον. Βοζίκης : Και το έλυσες χωρίς να έλθουν να σε παρακαλέσουν; Τριανταφυλλόπουλος : Αφού το αίτημα ήτο νόμιμον. Βοζίκης : Ώστε έτσι, θα λύωμεν όλας τας υποθέσεις αμέσως, χωρίς να φαίνεται ότι υπάρχει η παραμικρά δυσκολία! Δεν καταλαβαίνεις ότι πρέπει να φαινώμεθα ότι τους λύομεν άλλως άλυτα προβλήματα και ότι θα τους τα παρουσιάζωμεν ως ρουσφέτια;”. Υπό τοιαύτας συνθήκας η συνεργασία ήτο δυσχερής και διεκόπη, παραιτηθέντος του Τριανταφυλλοπούλου». Εν σχέσει προς την υπηρεσία του Τριανταφυλλόπουλου στη Γενική Διοίκηση των Νήσων του Αιγαίου ο Σπ. Β. Μαρκεζίνης γράφει περαιτέρω : «Την εποχήν εκείνην υπηρέτει εις την Γενικήν Διοίκησιν, ως διευθυντής των Οικονομικών Υπηρεσιών, ο Ανάργυρος Π. Νομικός, βραδύτερον διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών και Σύμβουλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ανεγνωρισμένης ευφυΐας και ακεραιότητος άνθρωπος. Αυτός λοιπόν διηγείτο εις τον συγγραφέα, ότι ο Χ. Βοζίκης, όπως και ο ίδιος, αρχήθεν υπέβλεπαν τον Τριανταφυλλόπουλον, ως και όλους τους επιστρέφοντας εκ της αλλοδαπής, ιδίως εκ της Γερμανίας, ως τάχα σπουδαίους, οι οποίοι θα εδίδασκον τους ευφυεστάτους, αλλά μη τυχόντας περαιτέρω παιδείας Έλληνας, τον ορθόν τρόπον του διοικείν. Αυτού του είδους η αντίδρασις, της οποίας η μνημονευθείσα περίπτωσις δεν ήτο η μόνη, ωδήγει εις χάσμα και αδυναμίαν συνεργασίας. Ακριβώς δε διότι ήτο καθολικωτέρα η αντίδρασις, δι’ αυτό και τονίζεται ενταύθα. (. . .)».
[38] Έκθεση και προσχέδιον νόμου περί συμβάσεως εργασίας, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, Αθήναι 1913 [= ΕΕργΔ Α΄(1942), 870-879, 902-908].
[39] Βλ. Μιχάλης Γ. Σταθόπουλος, Ο Κωνσταντίνος Δ. Τριανταφυλλόπουλος ως δημιουργός και ερμηνευτής του δικαίου. Και μια συμβολή στην ιστορία των δύο Αστικών Κωδίκων (στον ανά χείρας τόμο).
[40] Για όσα ακολουθούν βλ. προπάντων : Χ. Γ. Χαρίτος, όπ.π. (υποσ. 18), σελ. 294 επ.. Επίσης, βλ. Η δίκη του Ναυπλίου (16 – 28 Αυγούστου 1914), εστενογραφημένα πρακτικά, Βιβλιοπωλείον Γ. Βασιλείου, Αθήναι 1915 [= Εκδόσεις Διόνυσος – Γεωργίου Νασιώτη, Αθήναι 1976].
[41] Θεός και Θέμις, έλεγχος του 13(1912) βουλεύματος των Εφετών Λαρίσης, Τυπογραφείον «Εστία», Αθήναι 1912.
[42] Για την σχέση του Τριανταφυλλόπουλου με τον δημοτικισμό, βλ. Π. Κ. Τσούκα, Ο Κ. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, το κίνημα του δημοτικισμού και η δημοτική γλώσσα, στον τιμητικό τόμο για τον καθηγητή Μ.Σταθόπουλο τόμος II, Αντ.Σάκκουλας, 2010, σ. 2929-2984.
[43] Σε εφ. «Το Βήμα» της 28.4.1964 (συνομιλία με τον Ηλ. Βενέζη).
[44] Μέλη του Δικαστηρίου ήταν οι Χαρ. Νικητόπουλος, Πρόεδρος Εφετών, Κυρ. Μωραΐτης, Νικ. Γρηγορογιάννης, Ιω. Δεσποτόπουλος και Λεων. Λουκάκος, Εφέτες. Εισαγγελέας ο Σ. Σωτηριάδης.
[45] Ξενοφών Λευκοπαρίδης, σε : Αλ. Παπαναστασίου, όπ.π. (υποσ. 11), σελ. 259 (υποσημείωση).
[46] Το πλήρες κείμενο της «Διακηρύξεως προς τον Βασιλέα» βλ. σε : Αλ. Παπαναστασίου, όπ.π. (υποσ. 11), σελ. 259 επ.
[47] «Επίστρατοι» : έφεδροι οπλίτες, οι οποίοι αποστρατεύθηκαν κατ’ επιταγήν της Αντάντ προς τον Βασιλέα Κωνσταντίνο και ακολούθως, με τη σύμπραξη του Γενικού Επιτελείου και του Μεταξά προσωπικώς, οργανώθηκαν σε συνδέσμους, καθ’ όλη σχεδόν την ελλαδική επικράτεια, με κορυφαίο τον «Πανελλήνιον Σύλλογον Εφέδρων». Ανερχόταν σε περίπου 200.000, αποτελώντας έτσι την «πρώτη μαζική πολιτική οργάνωση στην Ελλάδα» [βλ. Γεώργιος Μαυρογορδάτος, σε : Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τόμος 6ος (1909-1922), Ελληνικά Γράμματα, 2003, σελ. 21]. Οι Επίστρατοι, εμφορούμενοι από συναισθήματα τυφλής υπακοής και πίστης στον Βασιλέα Κωνσταντίνο, επιδόθηκαν κατ’ επανάληψη σε απηνή διωγμό των φιλελευθέρων και άσκηση κτηνώδους βίας κατ’ αυτών.
[48] Βλ. Γιαννης Μουρέλος, Τα «Νοεμβριανά» του 1916, εκδ. Πατάκη, 2007.
[49] Σε εφ. «Το Βήμα» της 5.5.1964 (συνομιλία με τον Ηλ. Βενέζη).
[50] Το ανάθεμα εν τω νεωτέρω ελληνικώ δικαίω, σε : Νεοελληνική Επιθεώρησις 1(1917), 232-237, Και πάλιν το ανάθεμα, αυτόθι 1(1917), 310-312, Ελευθερία και ανάθεμα, αυτόθι 2(1918) 352-353.
[51] Σε εφ. «Το Βήμα» όπ.π. (υποσ. 49).
[52] Το κείμενο της αποφάσεως του Ανωτάτου Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου βλ. σε : Ανώτατον Εκκλησιαστικόν Δικαστήριον, Απόφασις καταδίκης των μελών της Ιεράς Συνόδου της ΞΑ΄ περιόδου, έκδοσις «Πατριωτικής Ενώσεως», Αθήναι 1917. (Η δυσεύρετη αυτή απόφαση πρόκειται να αναδημοσιευθεί στα «Άπαντα του Κωνσταντίνου Δ. Τριανταφυλλόπουλου» που άρχισε ήδη να εκδίδει η Ακαδημία Αθηνών, με τη συνεργασία του «Ιδρύματος Γαζή – Τριανταφυλλοπούλου», υπό την επιμέλεια του Π. Κ. Τσούκα).
[53] Βλ. εφ. «Ριζοσπάστης» της 11.11.1918 καθώς και Στρατής Σωμερίτης, Η μεγάλη καμπή. Μαρτυρίες- Αναμνήσεις 1924-1974, Μέρος Α’, από τη δημοκρατία στον φασισμό 1924-1941, εκδ. Ολκός, Αθήνα, 1975, σ. 146 επ. και Σπ. Β. Μαρκεζίνης, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, σειρά Β΄ Σύγχρονος Ελλάς, τόμος Γ΄, εκδοτικός οργανισμός Πάπυρος, σελ. 139.
[54] Βλ. Γεώργιος Β. Λεονταρίτης, Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, μτφρ. Σαρ. Αντίοχου, Εξάντας, 1978, σελ. 221.
[55] Βλ. Γ. Β. Λεονταρίτης, όπ.π. (υποσ. 54), σελ. 228.
[56] Βλ. Ιωάννης Κ. Καράκωστας, Κ. Δ. Τριανταφυλλόπουλος. Λίγα λόγια για τον ακαδημαϊκό του βίο και την επιστημονική του δράση (στον ανά χείρας τόμο).
[57] Το κείμενο του «Δημοκρατικού Μανιφέστου» βλ. σε : Αλ. Παπαναστασίου, όπ.π. (υποσ. 11), σελ. 294 επ. Πρβλ. Ιωάννης Γιαννουλόπουλος, σε : Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, όπ.π., σελ. 196 επ., Γ.Αναστασιάδης, Το «δημοκρατικό μανιφέστο» και ο τύπος της εποχής στον τόμο Α.Παπαναστασίου, Θεσμοί, Ιδεολογία και Πολιτική στο Μεσοπόλεμο, (επιμ. Γ.Αναστασιάδης Γ.Κοντογιώργης, Π,Πετρίδης), εκδ. Πολύτυπο, 1987, σ. 407 επ.
[58] Τα ονόματα αυτά μνημονεύονται σε : Αλ. Παπαναστασίου, όπ.π. (υποσ. 7), σελ. 299. Πάντως, ενίοτε, το Δημοκρατικό Μανιφέστο φέρεται [(βλ. εφ. «Ελεύθερο Βήμα» της 20.6.1922, σε: Δημήτριος Θ. Νάτσιος, Δικηγόροι και Δικηγορικός Σύλλογος Λαμίας (1833-2003), έκδοση Δ.Σ.Λ., Λαμία 2004, σελ. 120)] να έχει υπογραφεί από τον διευθυντή τής εφ. «Νεολόγος» (Πατρών) Παπανδρεόπουλο, αντί του Δ. Πάζη, ενίοτε δε (βλ. μαρτυρία Ιωάννη Κ. Τριανταφυλλόπουλου σε : Σπ. Β. Μαρκεζίνης) και από τον Λουκά Νάκο (βλ. Σπ. Β. Μαρκεζίνης, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, σειρά Β΄, τόμος Γ΄, 1924-1935, σελ. 131).
[59] Βλ. εφ «Το Βήμα», οπ.π
[60] Πρόκειται για την Δ΄ Συντακτική Συνέλευση, η οποία είχε αναδειχθεί από τις εκλογές της 16.12.1923 και διαλύθηκε από τον Πάγκαλο στις 29.9.1925. Ταυτόχρονα με τη δημοσίευση του σχεδίου Συντάγματος, την κατάρτιση του οποίου η Συνέλευση είχε αποφασίσει, με Ψήφισμά της, και είχε αναθέσει σε τριακονταμελή επιτροπή υπό τον Αλ. Παπαναστασίου.
[61] Γρηγόριος Δαφνής, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων, 1923-1940, τόμ. Α΄, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1997, σελ. 313 επ. Τις προθέσεις του Θ.Πάγκαλου, να εφαρμοστεί στην Ελλάδα προεδρικό σύστημα αμερικάνικου τύπου αντέκρουσε, με σειρά άρθρων στην εφ. «Ελεύθερον Βήμα» (17 έως 20 Μαρτίου 1926) ο Αλ.Σβώλος. Βλ. Ν.Αλιβιζάτος, Εισαγωγή στην ελληνική συνταγματική ιστορία(1821-1941),Αντ.Σάκκουλας, 1981, σ. 137 επ.
[62] Γρ. Δαφνής, όπ.π, σελ. 334.
[63] Γρ. Δαφνής, όπ.π, σελ. 334.
[64] Η Εισηγητική έκθεση επί της Σ.Π. της 11.10.1926 δημοσιεύθηκε στην ΕτΚ (φ. Α΄ 357) και έχει ως εξής : «Η Κυβέρνησις δεν δύναται ν’ αφήση ανικανοποίητον την επιτακτικήν αξίωσιν της κοινής γνώμης, απαιτούσης τον αποκλεισμόν των υποδίκων Υπουργών από του δικαιώματος του να κατέλθουν ως υποψήφιοι εις τας προσεχείς εκλογάς. Η εξακρίβωσις της ποινικής ευθύνης των Υπουργών τούτων και ιδίως των από της παρανόμου διαλύσεως της Δ΄ των Ελλήνων Εθνικής Συνελεύσεως υπηρετησάντων, έχει ανατεθή εις Ανακριτικόν Συμβούλιον εξ ανωτάτων δικαστικών λειτουργών, θα ήτο δε ανευλαβές αν, διαρκούντος του έργου του Ανακριτικού Συμβουλίου, επετρέπετο εις εκείνους, τους οποίους η Κυβέρνησις παρέπεμψεν ενώπιον αυτού να μετάσχωσι του εκλογικού αγώνος. Ο αποκλεισμός άλλως τε των προσώπων τούτων από τας προσεχείς εκλογάς επιβάλλεται ουχί ολιγώτερον και εκ λόγων στοιχειώδους πολιτικής ηθικής και εκ σεβασμού προς την νομικήν αρχήν ότι ουδείς δύναται να είναι δικαστής της ιδίας αυτού υποθέσεως δεδομένου, ότι το ζήτημα της ποινικής των Υπουργών τούτων ευθύνης θέλει λυθή από την μέλλουσαν να συνέλθη Βουλήν. Εκ των ανωτέρω λόγων η Κυβέρνησις προάγεται εις την κάτωθιν συντακτικήν πράξιν : Περί εκλογιμότητος των διατελεσάντων Υπουργών και Υφυπουργών από της 30 Σεπτεμβρίου 1925 μέχρις της 22 Αυγούστου 1926. ( . . . )».
[65] Βλ. Τ.Βουρνά, Δημήτρης Γληνός, εκδ. Αφων Τολίδη, 1975, σ. 57 επ.
[66] Βλ. και τη δήλωση του Τριανταφυλλόπουλου στην εφ. «Νέος Κόσμος» της 17.1.1934, ως κύριο, πρωτοσέλιδο θέμα της.
[67] Σε εφ. «Δικηγορική Γνώμη», όπ.π. .
[68] Αλ. Γ. Λιτζερόπουλος, σε : ΝοΒ 14(1966), 395. Ο Γ. Μιχαλογιάννης (όπ.π. 33), αναφερόμενος στη διδακτική δεινότητα, με την οποία ο Τριανταφυλλόπουλος ανέπτυσσε στους φοιτητές του τις δυσνόητες έννοιες του ενοχικού δικαίου, ιστορεί το εξής που συνέβη στον Τριανταφυλλόπουλο επί δικτατορίας Μεταξά : «. . . Και, ότε κατελύθη η δημοκρατία, ο λόγος περί “διαζευκτικών ενοχών”. Τι ήθελε ο ευλογημένος να ξεφύγη από τα καθιερωμένα παραδείγματά του; “τον ίππον μου”, “100 κιλά σίτου”, “ο ανεψιός μου”, “το ωρολόγιόν μου” και να τραπή σ’ έντυπα και μάλιστα περασμένης εποχής. Και εν γνώσει του ανεζήτει εφημερίδα, μη υπάρχουσαν τότε . . . – Λέγω εις τον εφημεριδοπώλην : δώσε μου την “Παλιγγενεσία” κι’ αυτός μου δίδει μια άλλη. Δεν πειράζει του λέω το ίδιο κάνει, όλες γράφουν τα ίδια . . . “Όλες γράφουν τα ίδια;”. Αλλ’ οι πράκτορες “του τρίτου πολιτισμού”, δεν ήθελαν περισσότερα . . . Ο γαλήνιος πρεσβύτης δεν πρόφθασε να φθάση σπίτι του, όταν αρμόδια χείλη έσπευσαν να τον πληροφορήσουν για το “ολίσθημά” του και ότι του λοιπού, προς αποφυγήν δυσαρέστων συνεπειών, πρέπει να εκλέγη προσεκτικώτερα τα παραδείγματά του . . .».
[69] Αλ. Γ. Λιτζερόπουλος, όπ.π.
[70] Αλ. Γ. Λιτζερόπουλος, όπ.π.
[71] Βλ. Θέμις ΜΘ΄(1938), 704 και ΕΕΝ Δ΄(1938), 611.
[72] Αλ. Γ. Λιτζερόπουλος, όπ.π. (υποσ. ).
[73] Μερικούς από τους λόγους του παραγκωνισμού βλ. σε Μιχαήλ Σταθόπουλο, όπ.π.
[74] Προσωπική μαρτυρία του Ακαδημαϊκού Γεωργίου Μητσόπουλου στον Π. Κ. Τσούκα, όπως μου το ανέφερε.
[75] Βλ. Δημοσθένης Γ. Γούλας, Γεώργιος Καφαντάρης, Ιστορικές εκδόσεις Στεφ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1982, σελ. 97 επ., 101 επ.
[76] Βλ. Η δίκη των τόνων (Η πειθαρχική δίωξις του καθηγ. Ι. Θ. Κακριδή, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι. Δ. Κολλάρου, (χ.χ.), σελ. 90 επ.
[77] Για όλα όσα ακολουθούν βλ. Γεώργιος Παγουλάτος, Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος 1940-2000, έκδοση : Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος / Πρόγραμμα Ερευνών Ιστορικού Αρχείου, Αθήνα 2006, σελ. 28, 112, 140 – 142, απ’ όπου τα παραθέματα. Πρβλ. και Ζήσιμος Χ. Συνοδινός, Ο Κωνσταντίνος Τριανταφυλλόπουλος στη Διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, σε : Εμείς και Η ΤΡΑΠΕΖΑ, περιοδική έκδοση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, τχ. 11, Ιούνιος 1998, 12 επ.
[78] Βασίλειος Κόντης, σε : Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΣΤ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2000, σελ. 152, όπου (σελ. 153) και αριθμητικά στοιχεία για τον πιθανό αριθμό των «μετακινηθέντων παιδιών», καθώς και η παρατήρηση : «. . . όλες οι περιπτώσεις [μετακινήσεως] δεν ήταν ίδιες. Υπήρξαν περιπτώσεις συναινέσεως, ψυχολογικής άλλης πίεσης καθώς και βίαιες απαγωγές».
[79] Στο πνεύμα αυτό ο Βασίλης Μπαρτζιώτας, εκ των ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ, γράφει στα 1981 ( : Ο Αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, Αθήνα 1981, σελ. 128), «Η σωστή, αξιέπαινη και ανθρωπιστική αυτή πράξη του ΔΣΕ χαρακτηρίστηκε από την κυβέρνηση της Αθήνας σαν . . . “παιδομάζωμα” . . . “γενοκτονία” . . . και “γενιτσαρισμός”. Ενώ πραγματικό παιδομάζωμα και γενιτσαρισμό έκανε το ίδιο το κράτος της Αθήνας, που όσα παιδιά των ανταρτών του ΔΣΕ, με την τρομοκρατία και την απάτη, έπεσαν στα χέρια του τα είχαν κλείσει στα διάφορα αναμορφωτήρια, στις λεγόμενες σχολές Φρειδερίκης της Λέρου, όπου πραγματικά διαπαιδαγωγούσαν γενίτσαρους και μάθαιναν στα παιδιά ότι οι γονείς τους είναι προδότες και πρέπει να τους καταδίδουν στην Αστυνομία!».
[80] Βλ. Lars Boerentzen, Το “παιδομάζωμα” και οι παιδουπόλεις της βασίλισσας, σε : Μελέτες για τον εμφύλιο πόλεμο 1945 – 1949,(επιμ. L. Boerenzen, Ι.Ιατρίδης, O.L.Smith,) Ολκός,σελ. 137 επ.
[81] Αρμενόπουλος 17(1963), 461.
[82] Σε : Αρμενόπουλος 17(1963), 460-484 [=ΕΕΝ 31(1964), 81-90 και σε ανάτυπο].
[83] Κ. Δ. Τσάτσος, σε : Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών 41(1966), 426-427 [=Νέον Δίκαιον 23(1967), 7].