
Ιφιγένειας Καμτσίδου: Το Κοινοβουλευτικό Σύστημα. Δημοκρατική αρχή και κυβερνητική Ευθύνη. ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Από
Δημ. Κοντόγιωργα – Θεοχαροπούλου
Oμ. Καθηγήτρια Νομικής ΑΠΘ
Ιφιγένειας Καμτσίδου: Το Κοινοβουλευτικό Σύστημα. Δημοκρατική αρχή
και κυβερνητική Ευθύνη
σελ. 1-309, 2011, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα
Πρόκειται για μία νέα Μονογραφία της Ιφιγένειας Καμτσίδου (Δρας Πανεπιστημίου Paris X, Nanterre, αναπληρώτριας Καθηγήτριας του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου υπηρετεί ευδοκίμως και με ιδιαίτερη επιτυχία στο διδακτικό έργο, ως μέλος ΔΕΠ από το 1994.
Η Μονογραφία αυτή είναι αφιερωμένη στο «Κοινοβουλευτικό Σύστημα», με μία νέα οπτική γωνία στα ελληνικά τουλάχιστον δεδομένα, δηλαδή ως κυβερνητικό σύστημα των συγχρόνων συνταγματικών δημοκρατιών, έχοντας δυο άξονες: Την δημοκρατική αρχή και την κυβερνητική ευθύνη.
Εκ προοιμίου θα πρέπει να σημειωθεί ότι η σ., ξεφεύγοντας από την μέχρι τούδε «πεφιλημένη» θεματολογία των συνταγματολόγων περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ΕΔΔΑ, του οποίου η νομολογία παρέχει και τον ασφαλή οδηγό της επεξεργασίας των «χιλιοειπωμένων» (αλλά δοκιμαζόμενων σήμερα) δικαιωμάτων, «ετόλμησε» – «διακινδυνεύοντας» θα έλεγα, την ασφάλεια των συμπερασμάτων της, λόγω της εξ ορισμού ανυπαρξίας σχετικής νομολογίας – να επιλέξει θεματική, ναι μεν κλασική, αλλά εν πολλοίς «εξαντλημένη» ή τουλάχιστον «ξεχασμένη», κατά τον χρόνο που την επέλεξε.
Εν τούτοις, η θεματική αυτή εξελίχθη αιφνιδίως τόσο δραματικά, επίκαιρη και πολύπλοκη ώστε η επιλογή του θέματος που έγινε λογικά, τουλάχιστον, πριν από δυο χρόνια από του έτους έκδοσης της Μελέτης, να είναι σχεδόν «προφητική» και η επεξεργασία του θέματος αναγκαία για πολλούς λόγους. Όπως, π.χ. διότι ευρισκόμεθα σε καιρούς εθνικής δημοσιονομικής κρίσεως, εν μέσω παγκοσμίου οικονομικής κρίσεως, με απαξιωμένη, όμως, την Βουλή, από «αγανακτισμένους», σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπου η διακυβέρνηση στηρίζεται στο Κοινοβουλευτικό σύστημα που πραγματεύεται η σ. και με πρωθυπουργούς διορισμένους, οπότε να αναρωτιέται κανείς, πού είναι σήμερα η δημοκρατική αρχή – και προπαντός στην Χώρα μας πού είναι η πολιτική ευθύνη. Πράγματι, εδώ είναι μια άλλη «πονεμένη ιστορία» , αφού η πολιτική ευθύνη ισούται με το «τίποτε» και η διαφθορά του πολιτικού κόσμου «καλά κρατεί» με το Κοινοβούλιο να φροντίζει για την παραγραφή και την απαλλαγή και όλα να τα περιμένομε από τον δικαστικό έλεγχο και όχι από τον κοινοβουλευτικό, στον οποίο θεμιτά πιστεύει η σ., όπως θα διαπιστώσομε στην ανάλυση της Μελέτης. Ήλθε, λοιπόν, το “timing” για μια επιστημονική αναγέννηση των αξιών του Κοινοβουλευτικού Συστήματος ή μάλλον της Βουλής και των σχέσεών της με την εκτελεστική εξουσία, πέραν του νομοθετικού έργου, στην Χώρα μας;
«Μια φρέσκια ματιά», ενός νέου ακαδημαϊκού επιστήμονα είναι η απάντηση στην παλαιά αυτή και κλασική θεματική. Μια τέτοια ματιά ήταν τελικά παραπάνω από αναγκαία και μάλιστα όχι εντοπισμένη στον ελληνικό χώρο, αλλά με διάχυτη έρευνα, τεκμηριωμένη, με κριτική καταγραφή και ερμηνεία για τα ισχύοντα στο συγκριτικό δίκαιο, που επιχειρείται από την σ. στην παρουσιαζομένη Μελέτη, επαναφέροντας παλαιές συνταγματικές αρχές, όπως: Τι σημαίνει κοινοβουλευτισμός και τι κοινοβουλευτική κυβέρνηση, πώς επισυμβαίνει η εξισορρόπηση των δυο «πόλων» (κεφαλών) της εκτελεστικής εξουσίας και τι σημαίνει τούτο για το αντιπροσωπευτικό σύστημα. Πώς έγινε η εννοιολογική συγκρότηση του κοινοβουλευτικού συστήματος, ποια είναι τα είδη τούτου και πώς διακρίνονται. Πώς πραγματώνεται η δημοκρατική αρχή και τι συνιστά κυβερνητική αλλά και πολιτική ευθύνη;
Αναλυτικότερα:
Η Μελέτη χωρίζεται σε τέσσερα Κεφάλαια.
Στο Πρώτο Κεφάλαιο της Μελέτης παρουσιάζονται συνοπτικά οι ιστορικές συνθήκες γεννήσεως του κοινοβουλευτικού συστήματος υπό το πρίσμα των πρακτικών που το συγκρότησαν ως μηχανισμό κατανομής και περιορισμού της κρατικής εξουσίας, καθώς και η άσκηση της εξουσίας αυτής σύμφωνα με την θέληση των Βουλών και στη συνέχεια του εκλογικού σώματος, μη παραλείποντας το φαινόμενο της επιβολής του φόρου ως γενεσιουργού του Κοινοβουλευτισμού. Το τελευταίο έχει ιδιαίτερη σημασία, λόγω της εθνικής δημοσιονομικής κρίσεως.
Στο Δεύτερο Κεφάλαιο αποτυπώνονται οι εννοιολογικές περιπέτειες του Κοινοβουλευτικού Συστήματος και διερευνάται η θεσμικοπολιτική σημασία του συγχρόνου νοήματός του. Πώς δηλαδή το Κοινοβουλευτικό Σύστημα διακυβέρνησης απεκρυσταλλώθη με την κλασική δυαδική μορφή του, απότοκο των αιτημάτων της εποχής και τι εχαρακτηρίσθη εν συνεχεία ως Κοινοβουλευτική Κυβέρνηση στην μονιστική θεώρηση του Κοινοβουλευτισμού. Ήτοι: Η δυαδική (δικέφαλη) δομή της εκτελεστικής εξουσίας. Η ιδιαίτερη πρωταρχική θέση του Κοινοβουλίου στο εσωτερικό των θεσμών. Η σχέση εξάρτησης της Κυβέρνησης από την Βουλή, αφού εξαρτάται η πρώτη από την εμπιστοσύνη της δεύτερης (Αρχή της δεδηλωμένης).
Η σ. ερευνά το πώς εγεννήθη η μονιστική θεώρηση του Κοινοβουλευτισμού (που ωστόσο «λεκτικά», πρέπει να πούμε, διετήρησε τον δυαδισμό)- την αίγλη που αυτή εγνώρισε, αλλά και τον εκφυλισμό της εν λόγω θεώρησης. Έτσι, με επιστημονική «παρρησία», επισημαίνεται από την σ., ότι η μονιστική θεώρηση συνεδέθη τόσον με την ευχερέστερη πραγμάτωση της δημοκρατικής αρχής, όσον, όμως, και με το κομματικό φαινόμενο, το οποίο την νόθευσε, αφού οδήγησε στην πολιτική ταύτιση (ομογενοποίηση) της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας με την κυβέρνηση. Η τελευταία με την σειρά της επέφερε την ριζική συρρίκνωση του ελεγκτικού ρόλου του Κοινοβουλίου. Στον ρόλο, δε αυτό του Κοινοβουλίου επιμένει και ορθά η σ., ως χαρακτηριστικό και μέγα πλεονέκτημα του Κοινοβουλευτικού Συστήματος διακυβέρνησης που αναπτύσσει και προσπαθεί να επισημάνει τις παθογένειες.
Ακόμη δε και με την «συμμαχική κυβέρνηση», η σ. «προφητικά» για τα τρέχοντα ελληνικά πράγματα, όπου σπανίζουν οι συμμαχικές κυβερνήσεις, διαπιστώνει ότι το σύστημα συναντά δυσχέρειες, με αποτέλεσμα η ευθύνη της Κυβέρνησης να είναι επίσης τυπική.
Εξάλλου, η σ. επισημαίνει τις δοκιμασίες της μονιστικής θεωρήσεως του Κοινοβουλευτισμού, εξαιτίας και της ανάδειξης του Προέδρου της Δημοκρατίας με καθολική ψηφοφορία που του προσέδωσε ευρεία νομιμοποίηση και οδήγησε στην εμφάνιση του ημιπροεδρικού συστήματος. Οπότε, τούτο θυμίζει πρακτικές δυαδικής θεωρήσεως του Κοινοβουλευτισμού.
Τέλος, εξετάζεται ως ιδιαίτερο είδος ο εκλογικευμένος- πειθαρχημένος Κοινοβουλευτισμός και τι αυτός σημαίνει.
Όσον αφορά στην σύγχρονη νοηματοδότηση του Κοινοβουλευτισμού ως συνταγματικής μεθόδου άσκησης της εξουσίας, η προσέγγιση γίνεται πρώτα-πρώτα μέσω του δυαδικού – δικεφάλου για «μας» τους διοικητικολόγους – χαρακτήρος της εκτελεστικής εξουσίας. Στην συνέχεια παρατηρείται ότι μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο έχομε το φαινόμενο της υποχωρήσεως του Αρχηγού του Κράτους και της ενισχύσεως του Πρωθυπουργού. Έχομε, δηλαδή, το λεγόμενο «πρωθυπουργικοκεντρικό» σύστημα – όπως η αναθεώρηση του Ελληνικού Σ. (1975), το 1986 – ως ειδικότερη, μάλιστα, έκφανση της δημοκρατικής αρχής, όπως ορθά υποστηρίζει η σ.
Εν προκειμένω, όμως, σημειώνεται με ειλικρίνεια η αντίφαση, (η διάβρωση), που ενσωματώνει το Κοινοβουλευτικό σύστημα. Εκείνη, δηλαδή, που οφείλεται στην επίδραση και τον ρόλο του κυβερνητικού κόμματος, ως διαχειριστού πλέον τόσον της εκτελεστικής όσον και της νομοθετικής εξουσίας, εξυπηρετώντας τελικά τους στόχους της κομματικής παράταξης και παραγνωρίζοντας το δημόσιο συμφέρον και τις πολιτικές ή κοινωνικές μειοψηφίες, οι οποίες θα πρέπει να παρατηρήσομε ότι αθροιστικά, όμως, μπορεί να συνιστούν την – μη κυβερνώσα – πλειοψηφία.
Μοναδική, αν και ελαχίστη εγγύηση για τον σεβασμό των προταγμάτων της δημοκρατικής αρχής θεωρούνται κατά την σ. οι διαδικασίες που αφορούν αφ’ ενός την ανάδειξη των φορέων των κρατικών οργάνων, που ασκούν την πολιτική εξουσία, αφετέρου την επικοινωνία των τελευταίων μεταξύ τους και με το εκλογικό σώμα. Η τήρηση αυτής της εγγύησης, ανατίθεται στον Αρχηγό του Κράτους, ο οποίος ως ρυθμιστής του πολιτεύματος, αναλαμβάνει την συνταγματική διεύθυνση της Χώρας. Έτσι, κατά την σ., η καθιέρωση του διπολικού εκτελεστικού, με τα χαρακτηριστικά που αυτό σήμερα προσλαμβάνει, αποτελεί ένα βασικό μηχανισμό ασκήσεως της δημοκρατικής εξουσίας στα Κοινοβουλευτικά Συστήματα.
Εν προκειμένω, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, η σ., δεν διακρίνει τον λειτουργικό διχασμό του Αρχηγού του Κράτους και τον ταυτίζει με τον αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, αν και τον ονομάζει «Αρχηγό του Κράτους» και «ρυθμιστή του πολιτεύματος». Δεν φαίνεται, δηλαδή, να ερευνά την εφαρμογή ή όχι της αρχής της τριπλής διακρίσεως των λειτουργιών και κυρίως τις αποκλίσεις της βάσει του λειτουργικού διχασμού των οργάνων*. Ίσως, διότι από άποψη ουσίας και άρα πολιτικής επιστήμης, τούτο στην πράξη να εξισούται με «ενισχυμένη» – έως αυτοδύναμη; – την εκτελεστική εξουσία, σε ένα «σύγχρονο» Κοινοβουλευτικό Σύστημα διακυβέρνησης, ενώ η νομική, τριπλή οργανωτική μορφή του εν λόγω συστήματος, βάσει της αρχής της διακρίσεως των λειτουργιών και των αποκλίσεών της, να έχει σημασία κυρίως για την έννομη προστασία των διοικουμένων.
Στο Τρίτο Κεφάλαιο εξετάζονται οι μέθοδοι αναδείξεως των δυο κεφαλών της εκτελεστικής εξουσίας: Προέδρου της Δημοκρατίας και του Πρωθυπουργού. Διαπιστώνεται ότι ο έμμεσα εκλεγόμενος Πρόεδρος της Δημοκρατίας επιλέγεται με μέθοδο που τον συνδέει μεν με την λαϊκή θέληση, χωρίς όμως να του προσδίδει (ευρεία) δημοκρατική νομιμοποίηση. Πάντως, επισημαίνεται και εδώ από την σ., ότι η ευρεία πλειοψηφία που συνήθως απαιτείται για την εκλογή του, «αναδεικνύει την σημασία της διακομματικής συνεννόησης» και άρα την σημασία και την επίδραση του κομματικού φαινομένου. Παραλλήλως, η σ. παρατηρεί ότι η καθιέρωση αμέσου εκλογής του Προέδρου μπορεί να αποτελέσει ένα διορθωτικό παράγοντα της λειτουργίας των κοινοβουλευτικών θεσμών.
Στην συνέχεια, ερευνάται από την σ. «ο διορισμός του πρωθυπουργού», που θεωρείται «κομβικό σημείο στη λειτουργία του κοινοβουλευτισμού», δεδομένου ότι πρόκειται για «ανάθεση της εντολής για την διακυβέρνηση της Χώρας… με αμιγώς πολιτικά χαρακτηριστικά…». Η έρευνα γίνεται στο συγκριτικό δίκαιο. Έτσι υπάρχει κατάταξη των κοινοβουλευτικών συστημάτων, για τον διορισμό του πρωθυπουργού. Έμφαση δίδεται στο ελληνικό σύστημα, όπου ισχύει μακροχρόνια η εφαρμογή της αρχής της δεδηλωμένης, βάσει της οποίας η ανάδειξη του πρωθυπουργού πρέπει να φανερώνει «την διαμόρφωση ενός κοινοβουλευτικού συνασπισμού που θα στηρίξει αταλάντευτα τις επιλογές της Κυβέρνησης».
Τέλος, η σ. ορθά επιμένει στη σημασία της ιστορίας του κοινοβουλευτισμού δεδομένου ότι «η διαμόρφωσή του» είναι «καρπός μακραίωνης διαδικασίας, μέσα από την οποία διαμορφώθηκαν και εδραιώθηκαν και οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί και κυρίως οι μηχανισμοί απόδοσης της πολιτικής ευθύνης στην κυβέρνηση, σε αντίθεση με τον αρχηγό του κράτους που παραμένει θεσμικοπολιτικά ανεύθυνος».
Στο Τέταρτο Κεφάλαιο ερευνάται ειδικότερα η σημασία της πολιτικής ευθύνης των φορέων της εκτελεστικής εξουσίας, που θα έλεγα ότι είναι «το διακύβευμα» όλης της Μελέτης για την σ.
Εξηγείται και δικαιολογείται το «ανεύθυνο» και ο περιορισμός της ευθύνης του αρχηγού του κράτους, λόγω του αποκλεισμού του από την κυβερνητική εξουσία. Εν τούτοις, η σ. θεωρεί ότι η προσυπογραφή των σχετικών πράξεων, βάσει του Συντ., σημαίνει κατανομή της ευθύνης ανάμεσα σ’ αυτόν και τους υπουργούς. Όσον αφορά στις αυτοτελείς αρμοδιότητές του, υποστηρίζει, ότι η Βουλή θα πρέπει να έχει την εξουσία παρακολούθησης του έργου του ΠτΔ και να εξετάζει τις επιλογές του. Έτσι, προτείνει τα ισχύοντα στο αυστριακό Σύνταγμα να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης για το ελληνικό Σύνταγμα.
Η σ. θεωρεί ως το σταθερότερο στοιχείο του Κοινοβουλευτισμού, την εξουσία της Βουλής να ελέγχει το κυβερνητικό έργο. Επισημαίνει όμως, όπως ήδη το έχει κάνει και στα προηγούμενα Κεφάλαια, την «πολιτική ομογενοποίηση του Κοινοβουλίου και της Κυβέρνησης», γεγονός, που σε πολλές περιπτώσεις στα σύγχρονα πολιτεύματα καθιστά τον έλεγχο αυτό «πλασματικό». Έτσι, κατά την σ., ο Κοινοβουλευτισμός, ως «κυβερνητικό σύστημα» (εν ευρεία εννοία του όρου, αλλιώς έχει αντίφαση) ευρίσκεται σε «ενδημική κρίση». Τούτο έχει την έννοια ότι επιζητείται μάλλον να νομιμοποιεί την πολιτική εξουσία, παρά να θεμελιώνει την άσκηση της εν λόγω εξουσίας, στον έλεγχο των κυβερνώντων.
Η σ. κάνει φιλότιμη προσπάθεια να προσδιορίσει το σύγχρονο νόημα της πολιτικής ευθύνης ως νομικής σχέσης , μέσω της αναγωγής της στην ευθύνη σε άλλους κλάδους του δικαίου και στην συνέχεια σε αντιπαραβολή με την υποχρέωση λογοδοσίας των κυβερνώντων (accountability). Όπως παρατηρεί ειδικότερα και «εύστοχα» η σ., η τελευταία, καρπός εξελίξεων σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, τείνει να περιορίσει την ευθύνη των κυβερνώντων μόνο στην υποχρέωση να παρουσιάζουν το έργο τους και να εξηγούν τη δράση τους με βάση τους υφισταμένους κανόνες δικαίου.
Αντίθετα, η σ. υποστηρίζει, τεκμηριωμένα, ότι η πολιτική ευθύνη συνίσταται και άρα συνιστά συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει στην κυβέρνηση και το έργο της να υποβάλλεται σταθερά στην κοινοβουλευτική αξιολόγηση και γενικά σε δημόσιο έλεγχο. Δηλαδή, η πολιτική ευθύνη είναι ο μηχανισμός που εξασφαλίζει την διατήρηση ή την αποκατάσταση του δεσμού της συνοχής ανάμεσα στην κυβέρνηση και στο αντιπροσωπευτικό σώμα, με σεβασμό στην εντολή που έλαβαν από το εκλογικό σώμα.
Έτσι, η σ. με αλληλουχία σκέψεων καταλήγει ότι η πολιτική ευθύνη δεν αποδίδεται με την απόρριψη πρότασης εμπιστοσύνης ή την υπερψήφιση πρότασης μομφής, αλλά και με την υποβολή του κυβερνητικού έργου σε σταθερό, στον λεγόμενο «ήπιο», κοινοβουλευτικό έλεγχο. Η δε έρευνα της σ. στο συγκριτικό δίκαιο αποδεικνύει ότι ηπολιτική ευθύνηστις διάφορες μορφές κοινοβουλευτικού ελέγχου, που συναντώνται στα κοινοβουλευτικά συστήματα, συνεχίζει να διατηρεί αυξημένη νομικοπολιτική σημασία. Συνεπώς, η δυνατότητα σταθερής αντιπαραβολής της εντολής που έλαβαν οι κυβερνώντες από τον λαό προς τις δεσμεύσεις που αυτοί ανέλαβαν στην πολιτική σφαίρα, αποτελεί το χαρακτηριστικό γνώρισμα του Κοινοβουλευτισμού. Τούτο τον καθιστά, κατά την σ., το πιο πρόσφορο οργανωτικό σχήμα για την διακυβέρνηση των συγχρόνων συνταγματικών δημοκρατιών.
Τέλος, η παρουσιαζόμενη Μονογραφία ολοκληρώνεται με την τελευταία ενότητα που περιέχει τα Συμπεράσματα της Ερευνητικής αυτής δουλειάς.
Κατόπιν της πιο πάνω αναλύσεως και των ειδικότερων σκέψεων που προηγήθησαν, επ’ ευκαιρία των ενοτήτων της παρουσιαζομένης Μονογραφίας, ημπορεί να συνοψίσει κανείς, ως γενικές παρατηρήσεις, τα εξής.
Οι γενικές παρατηρήσεις συμφωνούν απόλυτα με τις ειδικές, που ήδη έχουν διατυπωθεί. Έτσι, πράγματι, αποδεικνύεται ότι το θέμα ήθελε τόλμη και μάλιστα και για προσθέτους λόγους. Όπως το γεγονός ότι η σ. έπρεπε να δαμάσει ένα τεράστιο υλικό ποικίλης φύσεως: ιστορικό, πολιτικό, νομικό, κοινωνιολογικό. Έπρεπε να ανεβεί ένα «όρος» τέτοιας ποικίλης ύλης, ώστε μέχρι να το ανεβεί, απέκτησε τούτο πολλαπλά στοιχεία «ειδικής φόρτισης». Εν τούτοις, η σ. δεν έκαμε «πίσω». Προχώρησε με τόλμη, με ειλικρίνεια και αισιοδοξία, όπως αρμόζει σε μια ακαδημαϊκού επιπέδου ερευνητική προσπάθεια. Έδωσε την συνταγματική και πολιτική διάσταση του θέματος, χωρίς να απομακρυνθεί από τους άξονες του υποτίτλου της Μελέτης. Δεν «φοβήθηκε» , παρόλο που έβλεπε ενίοτε ότι πατούσε «σε κινούμενη άμμο». Δεν παρεσύρθη σε «μύδρους» και «αφορισμούς για την ελληνική πραγματικότητα», αλλά αυτοπεριοριζόμενη και πειθαρχημένη – πέρα και από το προσωπικό της «ταμπεραμέντο» – εμφανίζεται ψύχραιμη και ώριμη για την έρευνα του θέματος. Επεξεργάσθηκε τα ζητήματα με συνετές σκέψεις και μάλιστα σε χρόνο πρωθύστερο, από ό,τι αυτά «έτρεξαν» και «τρέχουν», με ένα διακριτικό επιστημονικό τρόπο, «προφητικό», όπως ήδη επεσήμανα, δεδομένου ότι δεν είχε ξεσπάσει ούτε το σημερινό μέγεθος της δημοσιονομικής και οικονομικής κρίσης, ούτε και πολύ περισσότερο, το κύμα των αγανακτισμένων κατά του κοινοβουλευτισμού ή και κατά του ελληνικού «προεδρικού» συστήματος. (Απλώς υπέφωσκε).
Εξάλλου, έγιναν, αιφνιδίως, τόσα πολλά τα ζητήματα στο επιστημονικό τραπέζι των συγχρόνων ευρωπαϊκών Κοινοβουλευτικών Δημοκρατιών, ώστε, με καταλύτη τις εθνικές δημοσιονομικές κρίσεις στο κέντρο της παγκοσμίου οικονομικής «τοξικής» κρίσεως, είναι να απορεί κανείς πως η σ. διέφυγε την «σκύλα» και την «χάρυβδη», επιλέγοντας μόνον τους χρησίμους και κρισίμους προβληματισμούς. Βέβαια, είναι φανερό ότι είχε ασφαλή οδηγό, που την βοήθησε αποφασιστικά – αν και την επηρέασε, ίσως, ως μη έδει, – «γλωσσικά» – την διεθνή εξαντλητική βιβλιογραφία, με την οποία τεκμηριώνει τις απόψεις της, αξιοποιώντας, βεβαίως, την γνωστή γλωσσομάθεια της που είναι και ένα από τα προσωπικά της δυνατά σημεία.
Έτσι, με τεκμηριωμένες σκέψεις, προχωρεί σε προτάσεις, για την αντιμετώπιση και την βελτίωση της κοινοβουλευτικής πραγματικότητος, χωρίς «κορώνες». Με προσοχή ερευνά την παθολογία, αλλά και την «ευλογία» του εν λόγω συστήματος, όπως εκείνη για την «πολιτική ευθύνη» της κυβέρνησης στο τέταρτο Κεφάλαιο της Μονογραφίας. Θεματική, πολύ καλά επεξεργασμένη, για την οποία θα είχα την γνώμη, ότι μπορεί να αποτελέσει τον πυρήνα για μια αυτοτελή Εργασία, με βάση τα πορίσματα στην παρουσιαζομένη Μελέτη, δεδομένου ότι το ζήτημα είναι κρίσιμο και επίκαιρο, ώστε να μην «χάνεται» στον υπόλοιπο «όγκο» του Βιβλίου. Ένα τέτοιο πόνημα το έχει ανάγκη ο τόπος.
Βέβαια, όσον αφορά στις προϋποθέσεις της ευθύνης αυτής, θα πρέπει να γίνει κατανοητό, τόσον το ότι στο Δημόσιο Δίκαιο, η προϋπόθεση της «παρανομίας» ταυτίζεται με εκείνη της «υπαιτιότητος» στο Ιδιωτικό Δίκαιο, όσον και το ότι στην εν λόγω «παρανομία» θα πρέπει να συγκαταλέγεται, σήμερα, και από πολλού χρόνου και η παραβίαση της ηθικής και της δεοντολογίας (soft law), ως γενικές αρχές που συγκροτούν την έννοια της «νομιμοποιήσεως» (legitimitas)* της οποιασδήποτε συμπεριφοράς και πολλώ μάλλον των πολιτικώς υπευθύνων προσώπων.
Με τις σκέψεις αυτές, εύχομαι «καλοτάξιδο» το βιβλίο της κ.Καμτσίδου.
Δημ.Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου
Ομ. Καθηγητρία Νομικής ΑΠΘ
* Βλ. Δημ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, Το κριτήριο του λειτουργικού διχασμού των οργάνων του Διεθνούς Δικαίου, ως κριτήριο του φαινομένου της δικαστικής ασυλίας των «Κυβερνητικών» Πράξεων στο Εσωτερικό Δημόσιο Δίκαιο, Διοικ. Δίκη, 1990, σ.257επ. και εις Εμβάθυνση Δημοσίου Δικαίου, εκδ. Σάκκουλα 2005, τ.Α’, σελ. 1-240.
* Α. Μάνεση