Κριθέντα και ανοικτά ζητήματα στην κρατική χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων. Υπό το φως των πρόσφατων νομολογιακών εξελίξεων.

Θανάσης Γ. Ξηρός, Δικηγόρος-ΔΝ Προδημοσίευση από τον τιμητικό τόμο στη μνήμη Γ. Παπαδημητρίου II Καταχώρηση: 02/01/2013

Κριθέντα και ανοικτά ζητήματα στην κρατική χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων. Υπό το φως των πρόσφατων νομολογιακών εξελίξεων.

Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Η συνταγματικότητα των προϋποθέσεων για τον καθορισμό των δικαιούχων της τακτικής κρατικής χρηματοδότησης έχει κριθεί, κατ’ επανάληψη, στο παρελθόν τόσο από το Δ΄ Τμήμα και την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας όσο και από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο[1]. Η ετυμηγορία τους ήταν συνήθως ομόφωνη και απέρριπτε τις προβαλλόμενες αιτιάσεις. Στην πάγια νομολογία γίνεται δεκτό ότι ο κοινός νομοθέτης, όταν εξειδικεύει τους ορισμούς της παρ. 2 του άρθρου 29 Συντ., ενεργεί μεν στο πλαίσιο διακριτικής ευχέρειας, διαθέτοντας ευρεία περιθώρια επιλογών, οι αποφάσεις του πρέπει όμως να διαμορφώνονται με αντικειμενικά και πρόσφορα κριτήρια.

Στις τρεις γενιές δικαίου των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων, όπως θεσπίστηκαν με τους ν. 1443/1984[2], 2429/1996[3] και 3023/2002[4], οι σχετικές επιλογές παρέμειναν, σε γενικές γραμμές, αδιαφοροποίητες. Ωστόσο, στην αναθεώρηση του 2001 η κρατική χρηματοδότηση αναγορεύτηκε σε δικαίωμα των κομμάτων[5]. Έτσι, μεταβλήθηκαν στο επίπεδο του Συντάγματος όσα είχε υπόψη του ο δικαστής, όταν έταμε τέτοιες διαφορές. Γι’ αυτό, το Δ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν έκρινε αίτηση ακυρώσεως, με την οποία ετίθετο μια ακόμη φορά, αλλά πρώτη υπό τη νέα συνταγματική τάξη, σε αμφισβήτηση ο καθορισμός των δικαιούχων της τακτικής κρατικής χρηματοδότησης. Την παρέπεμψε[6] στην Ολομέλεια και με την ετυμηγορία της φαίνεται να κλείνει οριστικά, υπό τα ισχύοντα πάντως συνταγματικά και νομοθετικά δεδομένα, κάθε συζήτηση για τις επίδικες επιλογές του κοινού νομοθέτη.
ΙΙ. Ο καθορισμός των δικαιούχων της τακτικής χρηματοδότησης
1. Η Ολομέλεια κλήθηκε να δικάσει την αίτηση του πολιτικού κόμματος «ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΒΕΡΓΗΣ-ΕΛΛΗΝΕΣ ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ», με την οποία ζητήθηκε η ακύρωση της απόφασης καθορισμού των δικαιούχων της τακτικής χρηματοδότησης για το έτος 2005, κατά το μέρος της που παρέλειψε να το συμπεριλάβει. Το αιτούν δεν συμμετείχε στις γενικές βουλευτικές εκλογές της 7ης Μαρτίου 2004, ενώ σε εκείνες της 13ης Ιουνίου 2004 για την ανάδειξη των Ελλήνων αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απέτυχε να εκλέξει βουλευτή. Το Δικαστήριο, όπως ίσως αναμένονταν, στην απόφασή του 3869/2011[7] έκρινε, ορθά, τον αποκλεισμό νόμιμο και απέρριψε, ομόφωνα, την αίτηση.
Η συνταγματικότητα των προϋποθέσεων για τον καθορισμό των δικαιούχων της τακτικής χρηματοδότησης άγονταν πρώτη φορά ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας μετά την αναθεώρηση του 2001. Ωστόσο, οι βασικές παραδοχές της νομολογίας του, όπως είχε πριν παγίως διαπλαστεί, δεν θα μπορούσαν ασφαλώς να αγνοηθούν. Τουναντίον, πρόσφεραν στέρεη και, δίχως υπερβολή, δοκιμασμένη βάση για τη διαμόρφωση της δικαστικής κρίσης. Δεν πρέπει, γι’ αυτό, να προκαλεί απορία το γεγονός ότι η μείζονα σκέψη της απόφασης έχει έντονες αναφορές στο νομολογιακό κεκτημένο. Στην αφετηρία της βρίσκονται οι γνωστές νομοθετικές επιλογές, οι οποίες εξετάζονται με αναγωγή στις κρίσιμες συνταγματικές διατάξεις, δηλαδή στους συνταγματικούς καθορισμούς των δικαιούχων της τακτικής χρηματοδότησης.
Η γενική αρχή της ισότητας[8] και, ιδίως, η αρχή της ίσης μεταχείρισης και της παροχής ίσων ευκαιριών, οι δύο τελευταίες ως συνιστώσες της αρχής του πολυκομματισμού[9] και θεμέλιο κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος, καθιστούν, καταρχήν, δικαιούχους όλα τα κόμματα. Υπό το φως των κανονιστικών τους επιταγών, η συνταγματική πρόβλεψη για την, εν γένει, κρατική χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων[10] επιτρέπει, λοιπόν, σε όλους να τη λάβουν. Εξαιρέσεις, με τη μορφή προϋποθέσεων, μπορεί πάντως να προβλεφθούν νομοθετικά. Για να είναι όμως συνταγματικά θεμιτές, όπως και ο αποκλεισμός όσων δεν τις πληρούν, πρέπει να εδράζονται σε αντικειμενικά και πρόσφορα κριτήρια. Μόνον έτσι υπηρετείται ο επιδιωκόμενος σκοπός, δηλαδή η τακτική χρηματοδότηση καταβάλλεται αποκλειστικά σε σχηματισμούς που εκπροσωπούν εν ενεργεία πολιτικές δυνάμεις με έκδηλη παρουσία στην πολιτική ζωή. Τέτοια κριτήρια θεωρούνται, εναλλακτικά, η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση ή η συμμετοχή στις εκλογές, με την κατάρτιση πλήρων συνδυασμών σε ικανό αριθμό βασικών εκλογικών περιφερειών, και η υπολογίσιμη εκλογική δύναμη,με τη συγκέντρωση ελάχιστου ποσοστού εγκύρων ψηφοδελτίων στην επικράτεια[11]. Οι επίδικες επιλογές του κοινού νομοθέτη, επειδή ακριβώς θέτουν προϋποθέσεις που πληρούν τις παραπάνω προδιαγραφές, κρίθηκε, ορθά, ότι δεν προσκρούουν στο Σύνταγμα.
2. Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας για να καταλήξει στην ετυμηγορία της, έπρεπε, επιπλέον, να εξετάσει, εάν η αναθεώρηση της παρ. 2 του άρθρου 29 Συντ. επηρεάζει και με ποιον τρόπο όσα είχαν έως τότε νομολογηθεί σχετικά με τις, ουσιαστικά αδιαφοροποίητες, προϋποθέσεις για τον καθορισμό των δικαιούχων της τακτικής χρηματοδότησης. Με άλλα λόγια, να αποφανθεί κατά πόσον η αναγόρευσή της σε δικαίωμα των πολιτικών κομμάτων καθιστούσε τα κριτήρια, όπου εδράζονται, μη αντικειμενικά και απρόσφορα για την εκπλήρωση του επιδιωκόμενου σκοπού και, εντέλει, τις προϋποθέσεις συνταγματικά μη θεμιτές. Μόνο σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν επιτρεπτό να λάβουν χρήματα από τον κρατικό προϋπολογισμό όλοι οι κομματικοί σχηματισμοί[12].
Η νέα συνταγματική διάταξη μετέβαλλε μεν στη διατύπωσή της την αρχική ρύθμιση του Συντάγματος, περιορίστηκε όμως να διευκρινίσει, για την ακρίβεια να επιβεβαιώσει, το περιεχόμενό της, όπως είχε καθοριστεί στην επιστήμη[13]. Πράγματι, η κρατική χρηματοδότηση αποτελούσε, κατά την επικρατούσα ερμηνευτικά θεώρηση της παρ. 2 του άρθρου 29 Συντ. ήδη από τη θέσπισή της το 1975, δικαίωμα των πολιτικών κομμάτων[14]. Συνεπώς, η πρωτοβουλία του συντακτικού νομοθέτη στερούνταν οποιασδήποτε ουσιαστικής κανονιστικής επενέργειας, καθώς δεν εισέφερε νέα συνταγματικά δεδομένα, τέτοια τουλάχιστον που θα ήταν σε θέση να ανατρέψουν τα κεκτημένα της πάγιας νομολογίας.
Την άποψη αυτή δέχεται και η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας. Για να αναδείξει τη ratio της νέας διάταξης προσέφυγε στα πρακτικά των εργασιών της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, αξιοποιώντας τα κλασικά εργαλεία της γραμματικής, της συστηματικής και της ιστορικής ερμηνείας του δικαίου. Έκρινε, ορθά, ότι ο συντακτικός νομοθέτης δεν επιδίωξε τη γενικευμένη διεύρυνση των δικαιούχων της κρατικής χρηματοδότησης και δεν αναγνώρισε ως τέτοιους όλα ανεξαιρέτως τα πολιτικά κόμματα. Αντιθέτως, εξουσιοδότησε τον κοινό νομοθέτη να θεσπίσει τις προϋποθέσεις για τον καθορισμό τους, οι οποίες πάντως πρέπει αφενός να εδράζονται σε κριτήρια αντικειμενικά και πρόσφορα, αφετέρου δε να υπηρετούν τον επιδιωκόμενο σκοπό[15].
3. Δικαιούχοι της τακτικής χρηματοδότησης είναι, κατά σειρά, όσα πολιτικά κόμματα και οι συνασπισμοί τους:
α) εκπροσωπούνται στη Βουλή με βουλευτές, εκλεγμένους στις γενικές βουλευτικές εκλογές από τους συνδυασμούς τους,
β) έχουν εκλέξει αντιπροσώπους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, και
γ) στις τελευταίες γενικές βουλευτικές εκλογές κατήρτισαν πλήρεις συνδυασμούς, τουλάχιστον στο εβδομήντα τοις εκατό (70%) των βασικών εκλογικών περιφερειών, συγκεντρώνοντας αριθμό ψήφων ίσο τουλάχιστον με το ένα κόμμα πέντε τοις εκατό (1,5%) των εγκύρων ψηφοδελτίων της επικράτειας [16], [17].
Από τη στιγμή που η Ολομέλεια δέχθηκε ότι η αναθεώρηση δεν επέφερε καμία μεταβολή στα συνταγματικά δεδομένα της επίδικης διαφοράς, η ετυμηγορία της ήταν αναμενόμενη. Η εκπροσώπηση, στη Βουλή ή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθώς επίσης η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία με ικανό αριθμό συνδυασμών και η εξασφάλιση ελάχιστης αλλά υπολογίσιμης εκλογικής δύναμης εξακολουθούν να αποτελούν προϋποθέσεις που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του Συντάγματος και της νομολογίας. Δηλαδή, εδράζονται σε κριτήρια αντικειμενικά και πρόσφορα, τέτοια που καθιστούν όσα κόμματα και συνασπισμούς δεν τις πληρούν σχηματισμούς δίχως πολιτική υπόσταση ή χωρίς ενεργή παρουσία στο πολιτικό γίγνεσθαι. Συνεπώς, ο αποκλεισμός τους από την τακτική χρηματοδότηση εναρμονίζεται πλήρως προς τους συνταγματικούς καθορισμούς των δικαιούχων της, δηλαδή τη γενική αρχή της ισότητας και τη θεμελιώδη αρχή του πολυκομματισμού, στις επιμέρους συνιστώσες του, της ίσης μεταχείρισης και της παροχής ίσων ευκαιριών.
4. Το αιτούν πολιτικό κόμμα συμμετείχε μόνον στις εκλογές για την ανάδειξη των Ελλήνων αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Προκειμένου να λάβει τακτική χρηματοδότηση, θα έπρεπε, λοιπόν, να εκλέξει βουλευτή. Δεν τα κατάφερε και μοιραία δεν συμπεριλήφθηκε, γι’ αυτό το λόγο, στους δικαιούχους της. Στην αίτησή του πρόβαλλε την αντισυνταγματικότητα του συνόλου των νομοθετημένων προϋποθέσεων, ζητώντας να διατίθεται σε όλα τα πολιτικά κόμματα που λειτουργούν νόμιμα.
Φαίνεται μάλιστα να προχωρεί και ένα ακόμη βήμα πέραν των συνηθισμένων αιτιάσεων, υποστηρίζοντας ότι κρατική χρηματοδότηση πρέπει να λαμβάνουν όλα ανάλογα με την εκλογική τους δύναμη, δηλαδή τον αριθμό των εγκύρων ψηφοδελτίων τους στην επικράτεια. Έτσι, έθεσε, εμμέσως, και ζήτημα αμφισβήτησης των νομοθετημένων ρυθμίσεων για την κατανομή της μεταξύ των δικαιούχων. Την αιτίαση αυτή όμως το Δικαστήριο δεν την εξέτασε, αφού ο καθορισμός τους προηγείται, χρονικά και συστηματικά, της κατανομής. Συνεπώς, από τη στιγμή που κρίνεται, ορθά, ότι το αιτούν αποκλείστηκε κατά τρόπο συνταγματικά θεμιτό, παρέλκει κάθε περαιτέρω συζήτηση.
ΙΙΙ. Δύο ανοικτά ακόμη ζητήματα
Για όσο χρόνο τα συνταγματικά και νομοθετικά δεδομένα καθορισμού των δικαιούχων της τακτικής (κρατικής) χρηματοδότησης παραμένουν ουσιωδώς αμετάβλητα, δεν θεωρείται πιθανόν να απασχολήσουν σοβαρά το Συμβούλιο της Επικρατείας διαφορές με αυτό το αντικείμενο. Βέβαια, δεν αποκλείεται εντελώς να εγερθούν και στο μέλλον ενώπιον Τμήματος ή, σπανιότερα, της Ολομέλειας νέες αμφισβητήσεις ως προς τη συνταγματική συμβατότητα των νομοθετημένων προϋποθέσεων. Ωστόσο, η διαπλασθείσα, και με την απόφαση 3869/2011, πάγια νομολογία δεν καταλείπει κανένα ουσιαστικά περιθώριο σοβαρής συζήτησης. Υπό τις παραδοχές που μόλις εκτέθηκαν, το ζήτημα φαίνεται, λοιπόν, να κλείνει οριστικά.
Ο καθορισμός των δικαιούχων της τακτικής χρηματοδότησης αποτελεί συνιστώσα μιας ευρύτερης θεματικής, ενταγμένης συστηματικά στο πρώτο κεφάλαιο της ισχύουσας νομοθεσίας υπό το γενικό τίτλο: «Κρατική χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων». Τη συνθέτουν οι ρυθμίσεις για τις διακρίσεις και το ύψος[18], τους δικαιούχους[19] και την κατανομή της[20] καθώς επίσης την οικονομική ενίσχυση για ερευνητικούς και επιμορφωτικούς σκοπούς[21]. Η επίδικη υπήρξε πράγματι η «δημοφιλέστερη» δικαστικά, δεν αναμένεται όμως, για τους λόγους που μόλις εκτέθηκαν, ότι θα συνεχίσει να απασχολεί την επικαιρότητα και τα δικαστήρια στο άμεσο μέλλον, τουλάχιστον με την ίδια ένταση.
Στην ίδια θεματική ανήκουν, επίσης, δύο ακόμη εξίσου ενδιαφέρουσες συνιστώσες που θα μπορούσαν να δώσουν λαβή σε αμφισβητήσεις ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Πρόκειται, εν πρώτοις, για τον καθορισμό των δικαιούχων της εκλογικής, της δεύτερης, μικρότερης σε ύψος αλλά εξαιρετικά κρίσιμης κατά τη διεξαγωγή του εκλογικού αγώνα, κατηγορίας κρατικής, χρηματοδότησης. Οι νομοθετημένες προς τούτο προϋποθέσεις διαφοροποιούνται ελάχιστα και πάντως όχι ουσιωδώς από τις αντίστοιχες για την τακτική. Γι’ αυτό, φαίνεται, καταρχήν, ότι η συνταγματικότητά τους δύσκολα θα ετίθετο σε αμφισβήτηση. Ωστόσο, ο σκοπός για τον οποίο διατίθεται και, ιδίως, πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν επιτρέπουν να υποστηριχθεί ότι και αυτό το ζήτημα έχει, επίσης, κλείσει δικαστικά.
Εξάλλου, η χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων και υπό τις δύο μορφές της, την κρατική και την ιδιωτική, αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την ανάπτυξη και την ανανέωση, με δύο λόγια για την εξέλιξη, του κομματικού και, σε απώτερη αναγωγή, του πολιτικού συστήματος. Η κρατική, λόγω του ύψους της και σε συνάρτηση με τις επιλογές για τον καθορισμό των δικαιούχων της, μπορεί να οδηγήσει στην «τσιμεντοποίηση» του κομματικού φαινομένου ή να αποδειχθεί καταλύτης για την αναζωογόνηση της πολιτικής ζωής. Τη συγκεκριμένη κατεύθυνση διαμορφώνει κυρίαρχα και προνομιακά η κατανομή στους δικαιούχους της. Οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις δεν έχουν επί τριάντα σχεδόν έτη, παρά την προφανή σημασία τους, απασχολήσει ουσιαστικά τη νομολογία. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα ζήτημα που δεν είναι απλώς ανοικτό, αλλά κυριολεκτικά δεν έχει ακόμη ανοίξει.
IV. Οι δικαιούχοι της εκλογικής χρηματοδότησης
1. Η κρατική χρηματοδότηση διατίθεται στα πολιτικά κόμματα, προκειμένου να αντιμετωπίζουν τις λειτουργικές και τις εκλογικές του δαπάνες. Προβλέποντας ο συντακτικός και, κατ’ εξουσιοδότησή του, ο κοινός νομοθέτης το σκοπό που εκπληρώνεται με την καταβολή της, οροθετεί και τις γενικές κατηγορίες στις οποίες διακρίνεται, την ετήσια τακτική και την εκλογική. Η δεύτερη, όπως δηλώνεται στον τίτλο της, χορηγείται ενόψει γενικών βουλευτικών εκλογών ή εκλογών για την ανάδειξη των Ελλήνων αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και ανέρχεται σε ποσοστό έως μηδέν κόμμα είκοσι δύο τοις χιλίοις (0,22‰) των τακτικών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού, μπορεί δε να φθάσει έως το μηδέν κόμμα τριάντα πέντε τοις χιλίοις (0,35‰), εάν στη διάρκεια του ίδιου ημερολογιακού έτους διεξαχθούν περισσότερες εκλογικές αναμετρήσεις[22].
Δικαιούχοι της εκλογικής είναι ουσιαστικά όσοι λαμβάνουν την κρατική χρηματοδότηση[23]. Οι προϋποθέσεις για τον καθορισμό τους διατηρούνται, κατά βάση, οι ίδιες, αφού η σχετική ρύθμιση επαναλαμβάνεται σχεδόν αυτολεξεί[24]. Οι σημειακές διαφοροποιήσεις επιβάλλονται και δικαιολογούνται από το σκοπό της διάθεσης της εκλογικής χρηματοδότησης, δηλαδή την αντιμετώπιση δαπανών του εκλογικού αγώνα. Εντοπίζονται, εν πρώτοις, στην απαίτηση η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση να συντρέχει κατά την περίοδο, βουλευτική ή την αντίστοιχη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Εξάλλου, η ποσοστιαία ελάχιστη συμμετοχή με πλήρεις συνδυασμούς και η απήχηση στο εκλογικό σώμα, στο ίδιο πάντοτε ύψος, αφορά μόνον τις γενικές βουλευτικές εκλογές, ενώ στις ευρωπαϊκές ζητούμενο, ευλόγως, είναι αποκλειστικά η προτίμηση στο ίδιο ποσοστό των ψήφων.
2. Από τις δύο μορφές της κρατικής χρηματοδότησης, η τακτική παραμένει ποσοτικά η μεγαλύτερη και η καταβολή της αρχίζει το επόμενο έτος εκείνου των εκλογών, ολοκληρώνεται δε τη χρονιά διενέργειας της νέας εκλογικής αναμέτρησης[25]. Αντίθετα, η εκλογική, σημαντικά μικρότερη, κατανέμεται στο μεγαλύτερο μέρος της κατά τη διάρκεια του εκλογικού αγώνα και πριν από την ψηφοφορία σε όσους εκπροσωπούνταν στη διαλυθείσα Βουλή[26]. Δηλαδή, σε σχηματισμούς με σημαντική απήχηση στο εκλογικό σώμα, οι οποίοι λαμβάνουν, κατά κανόνα, τακτική χρηματοδότηση και είναι, επιπλέον, δικαιούχοι στο υπόλοιπο της εκλογικής χρηματοδότησης[27].
Το ενδιαφέρον για την αμφισβήτηση των προϋποθέσεων καθορισμού των δικαιούχων, εν γένει, της κρατικής χρηματοδότησης περιορίζεται, λοιπόν, σε πολιτικά κόμματα με μικρή[28] εκλογική δύναμη που αποκλείονται από την καταβολή της. Έχοντας τη δυνατότητα να στραφούν κατά των πράξεων διάθεσή της, προκρίνουν όλα αυτά τα χρόνια να εγείρουν δικαστικά αμφισβητήσεις μόνο για την τακτική χρηματοδότηση. Έτσι, εξηγείται, γιατί η εκλογική δεν έχει ως σήμερα απασχολήσει, αυτοτελώς, τη νομολογία. Πράγματι, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ουδέποτε έχει ζητηθεί, ευθέως και αποκλειστικά, η ακύρωση απόφασης καθορισμού των δικαιούχων της[29]. Αλλά και ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου αμφισβητήθηκε αφενός η συνταγματικότητα του αποκλεισμού μεμονωμένων υποψηφίων ή ο υπολογισμός και η στιγμή καταβολής της, αφετέρου δε η συμμετοχή και η εκλογική απήχηση στο νομοθετημένο ύψος ως προϋποθέσεων για τον καθορισμό των δικαιούχων της, εν γένει, της κρατικής χρηματοδότησης. Οι ενστάσεις απορρίφθηκαν όμως με την υιοθέτηση των σκέψεων της πάγιας νομολογίας[30].
Η ουσιαστική ταύτιση των προϋποθέσεων για τον καθορισμό των δικαιούχων της κρατικής χρηματοδότησης και στις δύο μορφές της, σε συνδυασμό με την πάγια νομολογία σε διαφορές σχετικά με την τακτική θα αρκούσαν για να δικαιολογηθεί, καταρχήν, η παντελής απουσία αυτοτελούς δικαστικής αμφισβήτησης στην περίπτωση της εκλογικής (χρηματοδότησης). Αν και ο σκοπός που υπηρετεί η διάθεση καθεμιάς είναι διακριτός και οι ανάγκες που αντιμετωπίζονται σαφώς διαφορετικές, δύσκολα θα αναμένονταν οποιαδήποτε νομολογιακή διαφοροποίηση. Έτσι, ακόμη και στην περίπτωση που ζητούνταν η ακύρωση απόφασης καθορισμού των δικαιούχων της εκλογικής χρηματοδότησης, ασφαλώς με μόνη την προβολή της αντισυνταγματικότητας των νομοθετημένων προϋποθέσεων, η απόρριψη της σχετικής αίτησης θα θεωρούνταν εύλογη, με την επίκληση των αντικειμενικών και πρόσφορων κριτηρίων στα οποία εδράζονται και υπηρετούν τον επιδιωκόμενο σκοπό, συναπτόμενο προς την εκπροσώπηση εν ενεργεία πολιτικών δυνάμεων με έκδηλη παρουσία στην πολιτική ζωή[31].
3. Πρόκειται για εκτίμηση, η οποία εξασφαλίζει την επιβεβαίωσή της αποκλειστικά σε συνθήκες «νομολογιακής σταθερότητας». Και μπορεί μεν να μην θεωρείται δυνατή η ευθεία ανατροπή για όσο χρόνο τα κριθέντα συνταγματικά και νομοθετικά δεδομένα της τακτικής χρηματοδότησης παραμένουν αμετάβλητα, δεν αποκλείεται όμως με νεώτερη δικαστική κρίση σε σχετικό ή συναφές ζήτημα να προκληθούν ρωγμές, τέτοιας ποιότητας και έντασης, που θα έθεταν, εμμέσως αλλά αποφασιστικά, σε αμφισβήτηση το κεκτημένο της πάγιας νομολογίας. Τέτοια ρωγμή φαίνεται να επιφέρει η απόφαση 3427/2010 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας[32].
Μετά την παραπεμπτική απόφαση 1784/2009 του Δ΄ Τμήματος[33], κλήθηκε να δικάσει δύο αιτήσεις του πολιτικού κόμματος «ΔΡΑΣΗ». Με αυτές ζητούσε την ακύρωση ισάριθμων αποφάσεων του, τότε, Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, στις οποίες καθορίζονταν οι όροι, οι προϋποθέσεις και ο χρόνος προβολής των πολιτικών κομμάτων και των συνασπισμών τους στις εκλογές της 7ης Ιουνίου 2009 για την ανάδειξη των Ελλήνων αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από τους δημόσιους και τους ιδιωτικούς ενημερωτικούς ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς, καθώς επίσης από φορείς παροχής συνδρομητικών ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών. Η ετυμηγορία της Ολομέλειας, παρά τις όποιες και μάλιστα διόλου ευκαταφρόνητες «τεχνικές» δυσκολίες για τη συμμόρφωση στο περιεχόμενό της[34] ή τις εύλογες παρατηρήσεις και επιφυλάξεις σε επιμέρους σκέψεις της[35], θέτει σε νέα βάση τη διεξαγωγή του εκλογικού αγώνα. Η σημειούμενη μεταβολή δεν περιορίζεται μάλιστα στις ευρωπαϊκές αλλά καταλαμβάνει και τις γενικές βουλευτικές εκλογές[36].
Για να τάμει τη διαφορά αναζήτησε τους συνταγματικούς καθορισμούς της δημόσιας προβολής των προγραμμάτων και των θέσεων των πολιτικών κομμάτων και των συνασπισμών τους κατά τη διάρκεια του εκλογικού αγώνα. Στους παραδοσιακούς των άρθρων 4 παρ. 1, 5 παρ. 1, 14 και 29 παρ. 2 Συντ., που διαμόρφωσαν, προνομιακά, την κρίση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου πριν από τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001[37], προσθέτει, ορθά, τα άρθρα 5 παρ. 1, 5Α, 15 παρ. 2 και 52 Συντ. Από τη συνδυασμένη ερμηνεία τους δέχεται[38] ότι η εξασφάλιση της ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης, ως έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας, απαιτεί, μεταξύ άλλων, την, κατά το δυνατόν, πληρέστερη, έγκαιρη και πολύπλευρη ενημέρωση του εκλογικού σώματος[39]. Ο διατιθέμενος προς τούτο δωρεάν χρόνος μπορεί να διαφοροποιείται με την προσφυγή σε πρόσφορα και αντικειμενικά κριτήρια, όπως είναι η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, η συμμετοχή στις εκλογές ή η εκλογική απήχηση[40], σε κάθε περίπτωση όμως πρέπει να εξασφαλίζεται, καταρχήν, σε όλους ένας ελάχιστος, πλην όμως ικανός, χρόνος για να προβάλουν δημόσια το πρόγραμμα και τις θέσεις τους.
Στην κρίση της Ολομέλειας ο διατιθέμενος χρόνος επιμερίζεται αφενός σε εκείνον που κατανέμεται με βάση τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις, προφανώς αντιστοιχεί στον περισσότερο, αφετέρου δε σε ότι απομένει που μοιράζεται, δίχως εξαιρέσεις, σε όλους εκείνους που συμμετέχουν στην εκλογική αναμέτρηση. Δικαιούχοι του τελευταίου είναι, λοιπόν, όλα τα πολιτικά κόμματα, ανεξάρτητα από τη στιγμή ίδρυσής τους, περιλαμβανομένων και των νεοπαγών[41]. Στην κρίση του Δικαστηρίου η δωρεάν διάθεση ελάχιστου ραδιοτηλεοπτικού χρόνου σε όλους αποτελεί εγγύηση της ίσης μεταχείρισης, παρέχει, κατά το δυνατόν, ίσες ευκαιρίες στη διεκδίκηση της προτίμησης του εκλογικού σώματος και διευκολύνει τη συμμετοχή στην πολιτική ζωή. Με την αξιοποίησή του γίνονται ευρύτερα γνωστές οι θέσεις, παρουσιάζεται το πρόγραμμα και, μέσω αυτών, κάθε πολίτης μπορεί να διαμορφώσει ελεύθερα τη βούλησή του, επιλέγοντας μεταξύ των προσφερόμενων προτάσεων. Η προκρινόμενη τελικά είναι ή πρέπει να είναι το αποτέλεσμα της γνώσης που στις συνθήκες αυτές διασφαλίζει τη γνήσια έκφραση της λαϊκής θέλησης.
4. Η γνώση του προγράμματος και των θέσεων κατά τη διεκδίκηση της προτίμησης του εκλογικού σώματος δεν εξαντλείται πάντως στη δωρεάν δημόσια προβολή. Για την ενημέρωση των εκλογέων τα πολιτικά κόμματα και οι συνασπισμοί τους είναι, επίσης, υποχρεωμένα να πραγματοποιούν, ανά την επικράτεια, εκδηλώσεις, να εκτυπώνουν ενημερωτικό ή άλλο εκλογικό υλικό και να το διακινούν. Αλλά και η, εν γένει, συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία έχει οικονομικό κόστος. Αθροιζόμενα τα ποσά που διατίθενται για τις ποικίλες ανάγκες του εκλογικού αγώνα, συγκεκριμενοποιούν τις εκλογικές δαπάνες[42].
Μέρος τους αντιμετωπίζεται με την εκλογική χρηματοδότηση[43]. Δικαιούχοι της όμως δεν είναι, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, το σύνολο των πολιτικών σχηματισμών, κόμματα και συνασπισμοί τους, που συμμετέχουν στην εκλογική αναμέτρηση, αλλά μόνον όσοι πληρούν τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις[44]. Εξαιρούνται, λοιπόν, εκείνοι που ιδρύονται στη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου[45] ή με αφορμή και ενόψει της προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία είτε πριν από την προκήρυξή της είτε, σπανιότερα, μετά και κατά τη διάρκεια του εκλογικού αγώνα[46]. Ο αποκλεισμός τους από την εκλογική χρηματοδότηση τους στερεί πόρους που θα συνέβαλαν στην, κατά το δυνατόν, πλήρη και πάντως πιο έγκαιρη ενημέρωση του εκλογικού σώματος.
Έτσι, υποχρεούνται να διεκδικήσουν την προτίμηση των ψηφοφόρων υπό σαφώς δυσμενέστερους, σε σύγκριση μάλιστα με τους κρατικά χρηματοδοτούμενους ανταγωνιστές τους επαχθείς, όρους. Δωρεάν, αλλά πολύ περιορισμένος, χρόνος διατίθεται σε ελάχιστους από τους αποκλειόμενους της εκλογικής χρηματοδότησης, δυνατότητα αγοράς δεν υπάρχει[47] και η έντυπη παρουσίαση του προγράμματος και των θέσεων δεν αρκεί για να υποκαταστήσει στοιχειωδώς το έλλειμμα της ηλεκτρονικής προβολής. Συνεπώς, συμμετέχουν στην πολιτική ζωή και ανταγωνίζονται σε συνθήκες που δεν διασφαλίζουν την ελεύθερη και τη γνήσια εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας.
Δημόσια προβολή και εκλογική χρηματοδότηση συνιστούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Από τη στιγμή που η πάγια νομολογία για την πρώτη ανατράπηκε, επ’ ωφελεία των μικρών, πιθανολογείται βάσιμα ότι, αργά ή γρήγορα, την ίδια τύχη θα έχει μάλλον η δεύτερη, κατά το μέρος της που αφορά τις προϋποθέσεις για τον καθορισμό των δικαιούχων. Οι συνταγματικοί καθορισμοί τους, δηλαδή η γενική αρχή της ισότητας, το δικαίωμα συμμετοχής στην πολιτική ζωή, η αρχή του πολυκομματισμού, στις επιμέρους συνιστώσες της ίσης μεταχείρισης και της παροχής ίσων ευκαιριών στα πολιτικά κόμματα και τους συνασπισμούς τους, και, βέβαια, η θεμελιώδης εκλογική αρχή της ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης[48], ερμηνευόμενοι υπό την ίδια οπτική σε μια ακυρωτική δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, δύσκολα θα οδηγούσαν σε διαφορετική, κατά το μάλλον ή ήττον, ετυμηγορία[49].
V. Η κατανομή της κρατικής χρηματοδότησης
1. Το σύστημα κατανομής της κρατικής χρηματοδότησης παραμένει σχεδόν αδιαφοροποίητο στις δύο τελευταίες γενιές του δικαίου των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων. Η μερίδα του λέοντος, σε ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%)[50] του συνόλου, της τακτικής διατίθεται ετησίως[51] σε όσους σχηματισμούς έχουν εκλέξει βουλευτές από τους συνδυασμούς τους με βάση την εκλογική δύναμη. Από το υπόλοιπο είκοσι τοις εκατό (20%) το μισό διανέμεται, ισόποσα, μεταξύ αφενός όσων έχουν εκλέξει αντιπροσώπους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο[52] και αφετέρου εκείνων που εξασφάλισαν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, δηλαδή των δικαιούχων της προηγούμενης κατανομής. Το απομένον, το λοιπό δέκα τοις εκατό (10%)[53], λαμβάνουν, επίσης ισόποσα, εκείνοι που συμμετείχαν στις γενικές βουλευτικές εκλογές, καταρτίζοντας πλήρεις συνδυασμούς στον καθορισμένο αριθμό βασικών εκλογικών περιφερειών και συγκεντρώνοντας την προβλεπόμενη εκλογική δύναμη[54], καθώς επίσης στους δικαιούχους των δύο προηγούμενων κατανομών[55].
Η εκλογική χρηματοδότηση δεν καταβάλλεται εφάπαξ αλλά σε δύο διακριτές χρονικές στιγμές, πριν και μετά τις εθνικές ή τις ευρωπαϊκές εκλογές[56]. Ποσοστό εξήντα τοις εκατό (60%) του συνόλου της διανέμεται στη διάρκεια του εκλογικού αγώνα σε όσους σχηματισμούς εκπροσωπήθηκαν στη διαλυθείσα Βουλή ή, αντίστοιχα, την Ευρωβουλή[57]. Το υπόλοιπο σαράντα τοις εκατό (40%) διατίθεται μετεκλογικά στα πολιτικά κόμματα και τους συνασπισμούς τους, που κατήρτισαν πλήρεις συνδυασμούς στον καθορισμένο αριθμό βασικών εκλογικών περιφερειών και συγκέντρωσαν την προβλεπόμενη εκλογική δύναμη, με βάση τον αριθμό των εγκύρων ψηφοδελτίων τους[58]. Δικαιούχοι, είναι επίσης, όσοι χρηματοδοτήθηκαν πριν από τις εκλογές[59].
2. Στις επιλογές του για την κατανομή της κρατικής χρηματοδότησης και στις τρεις γενιές του δικαίου των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων ο κοινός νομοθέτης επιδεικνύει δυσεξήγητη εύνοια στους σχηματισμούς με ευρεία απήχηση στις τάξεις του εκλογικού σώματος και αδικαιολόγητη εμμονή στην υπερεκτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος της προηγούμενης αναμέτρησης. Εν πρώτοις, στην κατανομή της τακτικής χρηματοδότησης οι σχηματισμοί που εκπροσωπούνται στη Βουλή λαμβάνουν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της, με βάση την εκλογική τους δύναμη, και μοιράζονται ισόποσα με τους άλλους δικαιούχους το υπόλοιπο. Έτσι, τα πολιτικά κόμματα με μικρή αλλά πάντως υπολογίσιμη απήχηση στις τάξεις του εκλογικού σώματος [60]περιορίζονται καθόλο το διάστημα μεταξύ δύο εκλογικών αναμετρήσεων σε ισχνή χρηματοδότηση, με όλες τις παρεπόμενες δυσμενείς συνέπειες στην προετοιμασία τους για τη διεκδίκηση της προτίμησης του εκλογικού σώματος.
Εξάλλου, η εκλογική χρηματοδότηση κατευθύνεται στο μεγαλύτερο μέρος της προεκλογικά σε όσους είχαν πετύχει να αναδείξουν αντιπροσώπους στη διαλυθείσα Βουλή. Έτσι, αποκλείονται και πάλι τόσο οι σχηματισμοί με υπολογίσιμη εκλογική απήχηση όσο και οι νεοπαγείς. Αλλά και το διόλου ευκαταφρόνητο υπόλοιπο ποσοστό της κατανέμεται μετεκλογικά κατά τρόπο που, αν δεν επιτείνει, διαιωνίζει τις ανισότητες. Βέβαια, δικαιούχοι παραμένουν και τα πολιτικά κόμματα ή οι συνασπισμοί τους που πληρούν τους όρους της συμμετοχής και της εκλογικής δύναμης. Ωστόσο, στην κατανομή συμμετέχουν και όσοι έλαβαν την πρώτη δόση της εκλογικής χρηματοδότησης. Δεν αποκλείεται, λοιπόν, οι περισσότεροι από αυτούς να χρηματοδοτηθούν από δύο ροές, αφού το κομματικό μας σύστημα διακρίνεται για τη στατικότητά του και τα περιθώρια ανανέωσης από αναμέτρηση σε αναμέτρηση διαγράφονται, κατά κανόνα, ασφυκτικά.
3. Οι ρυθμίσεις για την κατανομή της κρατικής, τακτικής και εκλογικής, χρηματοδότησης δεν έχουν ουσιαστικά τεθεί ακόμη στη βάσανο της δικαστικής κρίσης. Το γεγονός προκαλεί, ίσως, απορίες, βρίσκει όμως πειστική εξήγηση στις δικονομικές επιλογές της ακυρωτικής δίκης και στις ιδιαιτερότητες του πολιτικού μας συστήματος. Για να λάβει κανείς κρατική χρηματοδότηση πρέπει πρώτα να αναγνωριστεί ως δικαιούχος της. Τα δύο ζητήματα βρίσκονται σε χρονική ακολουθία και ρυθμίζονται ενιαία από τον Υπουργό Εσωτερικών. Η νομιμότητα της απόφασής του αμφισβητείται με αίτηση ακυρώσεως, η οποία θα μπορούσε να βάλει και κατά μέρους της, δηλαδή είτε κατά των προϋποθέσεων για τον καθορισμό των δικαιούχων είτε κατά της συγκεκριμένης κατανομής[61]. Αιτούντες μπορεί είναι πολιτικά κόμματα ή οι συνασπισμοί τους, αρκεί να πλήττονται, με οποιονδήποτε τρόπο, από το περιεχόμενό της[62].
Στην πρώτη περίπτωση[63], ο αιτών για να διαθέτει έννομο συμφέρον πρέπει να έχει αποκλειστεί από τους δικαιούχους της χρηματοδότησης, επειδή δεν πληροί τις νομοθετημένες προϋποθέσεις. Τυχόν αποδοχή της αίτησης επιφέρει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης στο συγκεκριμένο σημείο της, χωρίς όμως να επιτρέπει οποιαδήποτε κρίση, ακόμη και εάν έχει ζητηθεί, για την κατανομή της χρηματοδότησης[64]. Η τελευταία μπορεί πάντως να αμφισβητηθεί αυτοτελώς από όσους λαμβάνουν ήδη χρηματοδότηση, επιδιώκοντας τη μεταβολή της ποσοστιαίας αναλογίας σε καθεμία από τις τρεις διακριτές κατηγορίες δικαιούχων.
Τα τριάντα σχεδόν έτη ισχύος του δικαίου των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων, η συντριπτική πλειονότητα των αιτήσεων για την ακύρωση επιλογών του αφορούσε τις προϋποθέσεις καθορισμού των δικαιούχων της τακτικής κρατικής χρηματοδότησης. Η απόρριψή τους δεν επέτρεψε, ακόμη και στη σπάνια περίπτωση που θα αμφισβητούνταν η κατανομή της, στη δικαστική κρίση να προχωρήσει. Εξάλλου, οι σχηματισμοί που λάμβαναν κρατική χρηματοδότηση ουδέποτε έως σήμερα φαίνεται να έθεσαν ζήτημα συνταγματικότητας των νομοθετικών ορισμών για τη διάθεσή της. Οι λόγοι πρέπει να αναζητηθούν, προεχόντως, στο γεγονός ότι οι περισσότεροι συμμετείχαν στις τρεις κατανομές και οι διαφοροποιήσεις που θα προκαλούσε ενδεχόμενη ακυρωτική απόφαση δεν θα μετέβαλλε ουσιωδώς το συνολικό ποσό που τους αναλογεί. Γι’ αυτό, προκρίνουν να μην θέσουν σε δοκιμασία τα κεκτημένα τους. Απομένουν, λοιπόν, οι σχηματισμοί που καθίστανται δικαιούχοι λόγω της συμμετοχής και της εκλογικής τους δύναμης. Αν και θα μπορούσαν να προσδοκούν βάσιμα ανατροπές, παραμένουν μάλλον αδιάφοροι, για λόγους που δεν είναι προφανείς και δύσκολα μπορεί να αναζητηθούν.
4. Οι συνταγματικοί καθορισμοί του συστήματος για την κατανομή της κρατικής χρηματοδότησης είναι οι ίδιοι με εκείνους διέπουν τους δικαιούχους της. Πρόκειται για τη γενική αρχή της ισότητας, το δικαίωμα συμμετοχής στην πολιτική ζωή, την αρχή του πολυκομματισμού, στις επιμέρους συνιστώσες της ίσης μεταχείρισης και της παροχής ίσων ευκαιριών στα πολιτικά κόμματα και τους συνασπισμούς τους, και βέβαια, τη θεμελιώδη εκλογική αρχή της ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης. Η υπαγωγή των επιμέρους ρυθμίσεων του συστήματος στο κανονιστικό τους πεδίο, με τις επιβαλλόμενες πάντως διαφοροποιήσεις μεταξύ της τακτικής και της εκλογικής χρηματοδότησης, αναδεικνύει ασυμβατότητες, ικανές να στοιχειοθετήσουν λόγους ακυρώσεως των πράξεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή τους.
Η πληθωρική συμμετοχή όσων σχηματισμών ανέδειξαν από τους συνδυασμούς του βουλευτή στην τακτική χρηματοδότηση τους επιτρέπει να δρουν με μεγαλύτερη άνεση στη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου. Αλλά και η εκλογική χρηματοδότηση κατευθύνεται προνομιακά σε αυτούς τόσο πριν όσο και μετά την εκλογική αναμέτρηση. Αντιθέτως, οι μικροί περιορίζονται στην ισόποση διανομή μικρού μόνο μέρους της τακτικής χρηματοδότησης και αποκλείονται από το μεγαλύτερο μέρος της εκλογικής[65]. Τέλος, δεν είναι δικαιούχοι και των δύο μορφών της κρατικής χρηματοδότησης σχηματισμοί που συστάθηκαν κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου, ακόμη και αν διαθέτουν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση[66].
Ο τρόπος με τον οποίο κατανέμεται η κρατική χρηματοδότηση στοιχειοθετεί άνιση μεταχείριση σε βάρος των πολιτικών κομμάτων και των συνασπισμών τους με υπολογίσιμη απήχηση στις τάξεις του εκλογικού σώματος. Δεν τους εξασφαλίζει ίσες ευκαιρίες για να διεκδικήσουν την προτίμησή του, αφού οι μεγάλοι διαθέτουν οικονομική ευχέρεια και περισσότερα μέσα. Έτσι, αλλοιώνεται, εν γένει, η γνήσια διαμόρφωση στη διάρκεια του εκλογικού αγώνα και, ιδίως, η αυθεντική εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας, προσβάλλεται το δικαίωμα των άλλων, ως συνταγματικό όριο για τη συμμετοχή στην πολιτική ζωή, και διευκολύνεται η «τσιμεντοποίησή» της, καθώς οι μεγάλοι μεγαλώνουν περισσότερο και οι μικροί μικραίνουν και άλλο.
Αν και το ζήτημα της συνταγματικότητας του συστήματος κατανομής της κρατικής χρηματοδότησης παραμένει ανοικτό, δεν φαίνεται να καταλείπονται πολλά περιθώρια δικαστικής ανατροπής του, τουλάχιστον για όσο χρόνο διατηρείται αναλλοίωτη η νομική, δικονομική, και η πολιτική πραγματικότητα, όπως σκιαγραφήθηκαν προηγουμένως. Ο κοινός νομοθέτης μπορεί και οφείλει να αναλάβει πάντως πρωτοβουλία που θα εκσυγχρονίσει, θα εναρμονίσει προς το Σύνταγμα και, εντέλει, θα καταστήσει το σύστημα δικαιότερο και πιο φιλικό στους μικρούς. Η εκδήλωσή της πρέπει να εξελιχθεί στοχευμένα και να επιχειρήσει συνδυασμένα την τροποποίηση των επίμαχων ρυθμίσεων και για τις δύο μορφές της κρατικής χρηματοδότησης.
Το ποσοστό της τακτικής που κατανέμεται με βάση την εκλογική δύναμη θεωρείται εύλογο να μειωθεί, να αυξηθεί, αντίστοιχα, εκείνο που διανέμεται ισόποσα και, σε κάθε περίπτωση, οι μεγάλοι σχηματισμοί να αποκλείονται από τη συμμετοχή σε όλες τις κατανομές[67]. Εξάλλου, η εκλογική χρηματοδότηση, στο μέρος της που καταβάλλεται μετά την προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία, δεν είναι συνταγματικά επιτρεπτό να διατίθεται και σε σχηματισμούς με εκπροσώπηση στη διαλυθείσα Βουλή. Τέλος, φαίνεται σκόπιμο να εξεταστεί η κατάργηση του αποκλεισμού από την κατανομή της κρατικής χρηματοδότησης των σχηματισμών που συστάθηκαν κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου. Αν και θα μπορούσε να εκληφθεί, κακόπιστα, ως οικονομικό αντικίνητρο για την αποτροπή πολιτικών ανακατατάξεων, η εμπειρία του παρελθόντος καταδεικνύει ότι σπανίως λειτούργησε στην πράξη ως τέτοιο. Άλλωστε, η λελογισμένη και πολιτικά τεκμηριωμένη κινητικότητα των βουλευτών συνιστά εκδήλωση της ελεύθερης εντολής και, συχνά, επιτρέπει την προσαρμογή στα νέα πολιτικά δεδομένα.
VΙ. Συμπεράσματα
Τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων διατηρούνται στην επικαιρότητα από την πρώτη ουσιαστικά στιγμή της θέσπισης των ρυθμίσεων που τα κατέστησε διακριτό κλάδο του δικαίου μας. Η πολιτική και η επιστημονική συζήτηση επικεντρώθηκε στον έλεγχο της οικονομικής διαχείρισης και την, εν γένει, επικράτηση της διαφάνειας στα πεπραγμένα της. Οι πρωτοβουλίες που, κατά καιρούς, αναλήφθηκαν, αν και οι προθέσεις θεωρούνται πάντοτε αγαθές, δεν έχουν ακόμη δώσει πειστικές απαντήσεις. Αντιθέτως, τα δικαστήρια απασχόλησε έντονα και επίμονα ο καθορισμός των δικαιούχων της τακτικής κρατικής χρηματοδότησης. Η συνταγματικότητα των νομοθετημένων προϋποθέσεων αμφισβητήθηκε, αλλά η πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπως διαπλάστηκε πριν και μετά την αναθεώρηση του 2001, με τελευταία χρονικά την απόφαση 3869/2011 της Ολομέλειας, δεν αφήνει, υπό τα επικρατούντα νομικά δεδομένα, κανένα ουσιαστικά περιθώριο για νέες, σοβαρές, αμφισβητήσεις.
Η ταυτότητα του νομικού λόγου και παρά το γεγονός ότι η συνταγματικότητα των προϋποθέσεων για τον καθορισμό των δικαιούχων της δεν έχει ακόμη αυτοτελώς αμφισβητηθεί δικαστικά, θα επέτρεπε να ισχύσει το ίδιο και στην περίπτωση της εκλογικής χρηματοδότησης. Άλλωστε, δεν διαφοροποιούνται ουσιωδώς από εκείνες της τακτικής που κρίθηκαν από την πάγια νομολογία συνταγματικά θεμιτές. Ωστόσο, τα πραγματικά δεδομένα, μεταξύ των οποίων πρέπει να αναφερθεί ιδιαίτερα ο σκοπός και οι ανάγκες που αντιμετωπίζονται με τη διάθεση της εκλογικής χρηματοδότησης, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διαφοροποιήσεις τη δικαστική κρίση. Την εκτίμηση ενισχύουν οι σκέψεις που επικράτησαν στην απόφαση 3427/2010 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με τη δωρεάν ραδιοτηλεοπτική προβολή των προγραμμάτων και των θέσεων στη διάρκεια του εκλογικού αγώνα. Έτσι, το ζήτημα των δικαιούχων της εκλογικής χρηματοδότησης πρέπει να θεωρείται ακόμη ανοικτό.
Τέλος, δεν έχει καν ανοίξει δικαστικά η συμβατότητα των νομοθετικών ρυθμίσεων που οργανώνουν το σύστημα κατανομής της κρατικής, τακτικής και εκλογικής, χρηματοδότησης. Η συγκεκριμενοποίησή της, κάθε έτος και, αντίστοιχα, ενόψει και μετά την εκλογική αναμέτρηση, στην απόφαση που καθορίζει και τους δικαιούχους της, δύσκολα θα επέτρεπε, υπό την ισχύουσα δικονομική τάξη, να φθάσει τελικά στη δικαστική κρίση. Αλλά και όταν ακόμη τούτο θα ήταν δυνατό, όσοι νομιμοποιούνται να την αμφισβητήσουν δεν το πράττουν. Το ισχύον σύστημα κατανομής, ιδίως της τακτικής χρηματοδότησης, επιτρέποντας την άνιση μεταχείριση σχηματισμών με υπολογίσιμη εκλογική απήχηση, δεν τους εξασφαλίζει ίσες ευκαιρίες για να διεκδικήσουν την προτίμηση του εκλογικού σώματος, αλλοιώνει, εν γένει, την ελεύθερη διαμόρφωση και, ιδίως, τη γνήσια εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας, και, εντέλει, διευκολύνει την «τσιμεντοποίηση» του κομματικού συστήματος. Η αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης είναι ευθύνη του κοινού νομοθέτη και η πρωτοβουλία του πρέπει να εκδηλωθεί, χωρίς να αναμένει την, έτσι και αλλιώς αβέβαιη χρονικά, δικαστική κρίση.


[1] Βλ. Θ. Ξηρού,Οι προϋποθέσεις για τον καθορισμό των δικαιούχων της τακτικής κρατικής χρηματοδότησης στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας με αφορμή την απόφαση 3157/2009 (Δ΄ Τμ.), ΘΠΔΔ 8-9/2010, σ. 910-911.
[2] Α΄ 73.
[3] Α΄ 155.
[4] Α΄ 146.
[5] Βλ. Ευάγ. Βενιζέλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Αναθεωρημένη Έκδοση, Αθήνα-Κομοτηνή 2008, σ. 455· Χρυσόγονου Κ., Συνταγματικό Δίκαιο, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2003, σ. 280 και Θ. Ξηρού, Τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων και των υποψηφίων βουλευτών στο αναθεωρημένο Σύνταγμα, στον τόμο: του ιδίου, Το δίκαιο των πολιτικών κομμάτων, Δεύτερη Έκδοση, Αθήνα-Κομοτηνή 2010, σ. 289 επ.
[6] Με την (αδημοσίευτη) απόφασή του 3159/2009. Όμοιες είναι και οι αποφάσεις του ίδιου Τμήματος 3157 [σε ΘΠΔΔ 8-9 (2010), σ. 907 επ.] και η (αδημοσίευτη) 3158/2009.
[7] Για το κείμενο της απόφασης βλ. ΝοΒ 5 (2012), σ. 725 επ. Όμοιες είναι και οι αδημοσίευτες αποφάσεις 3770 και 3771/2011.
[8] Άρθρο 4 παρ. 1 Συντ. Βλ., αντί πολλών, Αθ. Ράϊκου Αθ., Συνταγματικό Δίκαιο. Θεμελιώδη Δικαιώματα, 2ος Τόμος, 2η Έκδοση, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σ. 413 επ.· Κ. Χρυσόγονου, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, Τρίτη αναθεωρημένη έκδοση, Αθήνα 2006, σ. 119 επ. και Πρ. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα, Τρίτη αναθεωρημένη έκδοση, Αθήνα-Κομοτηνή 2010, σ. 1231 επ.·
[9] Άρθρο 29 παρ. 1 Συντ. Βλ., αντί πολλών, Δ. Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Β΄, Οργάνωση και λειτουργία της Πολιτείας, Αθήνα-Κομοτηνή 1992, σ. 112 επ· Γ. Παπαδημητρίου, Δίκαιο των πολιτικών κομμάτων, Αθήνα-Κομοτηνή 1994, σ. 48 επ.· Κ.Χρυσόγονου, όπ.π. (σημ. 5), σ. 271 επ.· Ευάγ. Βενιζέλου, όπ.π. (σημ. 5), σ. 458 επ. και Αθ. Ράϊκου, Συνταγματικό Δίκαιο, 4η Έκδοση, Αθήνα 2012, σ. 504 επ.
[10] Άρθρο 29 παρ. 2 πρότ. 1 Συντ. Βλ, αντί άλλων, Κ.Χρυσόγονου, όπ.π., σ. 280 επ.· Ευάγ. Βενιζέλου, όπ.π., σ. 455 επ. και Αθ. Ράϊκου, όπ.π., σ. 508 επ.
[11] Όχι όμως και η χρηματοδότηση κατά το προηγούμενο έτος, που αποτελούσε προϋπόθεση για τον καθορισμό των δικαιούχων της στα άρθρο 51 του ν. 1731/1987 και 8 του ν. 1775/1988. Πρόκειται για προϋπόθεση που εδράζεται σε κριτήριο συμπτωματικό και απρόσφορο, όπως δέχθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας στις αποφάσεις του 993/1989 (Ολ.) [Αρμενόπουλος 2 (1989), σ. 393 επ. και ΝοΒ 9 (1989), σ. 1283 επ.] και 1116/ 1990 [ΤοΣ 2 (1990), σ. 289 επ.]. Βλ., επίσης, Κ. Χρυσόγονου, όπ.π., σ. 283.
[12] Δηλαδή, ακόμη και εκείνοι που δεν αντιπροσωπεύουν εν ενεργεία πολιτικές δυνάμεις ή δεν έχουν έκδηλη παρουσία στην πολιτική ζωή
[13] Βλ. Γ. Παπαδημητρίου, όπ.π. (σημ. 5), σ. 59 επ. και Θ. Ξηρού, Τα οικονομικά, όπ.π. (σημ. 5), σ. 289 επ.
[14] Που αντιστοιχούσε, εάν το προσεγγίσει κανείς υπό την οπτική του αποδέκτη, σε υποχρέωση της πολιτείας. Την προσθήκη τέτοιας διατύπωσης για την αντικατάσταση της αναφοράς σε δικαίωμα πρότεινε η κοινοβουλευτική πλειοψηφία στην τέταρτη αναθεώρηση του Συντάγματος το 2008, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Βλ. Θ. Ξηρού, Το πολιτικό χρήμα στην τέταρτη αναθεώρηση του Συντάγματος, στον τόμο: του ιδίου, όπ.π. (σημ. 5), σ. 380-382.
[15] Εν προκειμένω, η Ολομέλεια υιοθέτησε και επανέλαβε τις σκέψεις της πάγιας νομολογίας.
[16] Υπενθυμίζεται ότι για την εξασφάλιση κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης το ισχύει εκλογικό σύστημα προβλέπει «κατώφλι» σε διπλάσιο ύψος, δηλαδή σε ποσοστό τρία τοις εκατό (3%) των εγκύρων ψηφοδελτίων της επικράτειας [άρθρο 99 παρ. 1 του π.δ. π.δ. 26/2012 «Κωδικοποίηση σ’ ενιαίο κείμενο των διατάξεων της νομοθεσίας για την εκλογή βουλευτών» (Α΄ 57)]. Βλ., αντί άλλων, Αθ. Ράϊκου, όπ.π. (σημ. 9), σ. 596 επ.
[17] Άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3023/2002. Όμοια ρύθμιση περιέχονταν και στο άρθρο 2 του ν. 2429/1996 [βλ. Θ. Ξηρού, Τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων και των υποψηφίων βουλευτών στο ν. 2429/1996, στο τόμο: του ιδίου, όπ.π. (σημ. 5), σ. 213-214] και με διαφοροποιήσεις στο ν. 1443/1984 [βλ. Γ. Παπαδημητρίου, όπ.π. (σημ. 5), σ. 64-65].
[18] Άρθρο 1 του ν. 3023/2002, όπως διαμορφώθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 3242/2004 (Α΄ 102).
[19] Άρθρο 2 του ν. 3023/2002.
[20] Άρθρο 3 του ν. 3023/2002.
[21] Άρθρο 4 του ν. 3023/2002.
[22] Άρθρο 1 παρ. 4 του ν. 3023/2002, όπως διαμορφώθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 3242/2004. Εκλογική χρηματοδότηση διατέθηκε στις αναμετρήσεις του Νοεμβρίου 1989, του Απριλίου 1990 και του Οκτωβρίου 1993, με την ψήφιση ad hoc («φωτογραφικών») τροπολογιών. Για πρώτη φορά εισάγεται με πάγια ρύθμιση στο σώμα το δικαίου των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων στη δεύτερη γενιά του με το άρθρο 1 του ν. 2429/1996 [βλ. Θ. Ξηρού, όπ.π. (σημ. 17), σ. 211 επ.].
[23] Βλ. αμέσως παραπάνω ΙΙ, 3.
[24] Άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3023/2002. Βλ. Θ. Ξηρού, όπ.π., σ. 214.
[25] Άρθρο 2 παρ. 1 εδ. α του ν. 3023/2002.
[26] Οι δικαιούχοι του εξήντα τοις εκατό (60%) του συνόλου της εκλογικής χρηματοδότησης καθορίζονται το αργότερο δέκα ημέρες μετά την προκήρυξη των εκλογών με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών (άρθρο 3 παρ. 2 εδ. α΄ του ν. 3023/2002). Η χρηματοδότηση φθάνει σε αυτούς, συνήθως, την τελευταία εβδομάδα του εκλογικού αγώνα.
[27] Δηλαδή, στο σαράντα τοις εκατό (40%) που διατίθεται μετεκλογικά, αλλά όχι αποκλειστικά με βάση τη νωπή λαϊκή ετυμηγορία.
[28] Λιγότερη του ένα κόμμα πέντε τοις εκατό (1,5%) των εγκύρων ψηφοδελτίων της επικράτειας, δηλαδή με μη υπολογίσιμη, κατά την πάγια νομολογία, εκλογική δύναμη.
[29] Και, δι’ αυτής, των προϋποθέσεων καθορισμού τους.
[30] Με τις αποφάσεις του 74/1997 (βλ. Αθ. Ράϊκου, Ο έλεγχος του κύρους των βουλευτικών εκλογών της 22ας Σεπτεμβρίου 1996, Στ΄ Συμπλήρωμα του Δικονομικού Εκλογικού Δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή 1999, σ. 267 επ.) και, αντίστοιχα, 34 και 35/1999 (βλ. του ιδίου, Ο έλεγχος του κύρους των βουλευτικών εκλογών της 9ης Απριλίου 2000, Ζ΄ Συμπλήρωμα του Δικονομικού Εκλογικού Δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή 2003, σ. 171 επ.)
[31] Δηλαδή, με την επίκληση των ίδιων λόγων που οδηγούν, παγίως, στην απόρριψη κάθε αίτησης για την ακύρωση της απόφασης καθορισμού των δικαιούχων της τακτικής χρηματοδότησης, επειδή οι νομοθετημένες προϋποθέσεις εδράζονται σε αντικειμενικά και πρόσφορα κριτήρια. Βλ. παραπάνω ΙΙ.
[32] Για το κείμενό της βλ. ΕφημΔΔ 6 (2010), σ. 848 επ.
[33] Για το κείμενό της βλ. ΕφημΔΔ 3 (2009), σ. 291 επ. Πρβλ, επίσης, την ενδιαφέρουσα προσέγγιση του Κ. Γιαννακόπουλου [Μήπως οι ευρωεκλογές πρέπει να γίνουν πιο ανταγωνιστικές; Σκέψεις με αφορμή την απόφαση ΣτΕ 1784/2009, όπ.π., σ. 274 επ.].
[34] Αφού θα υποχρεωθεί να διαθέσει δωρεάν ραδιοτηλεοπτικό χρόνο σε εκλογικούς σχηματισμούς που δεν έχουν ακόμη υποβάλλει την εκλογική του δήλωση και, πολύ περισσότερο, δεν έχουν ανακηρυχθεί οι συνδυασμοί τους.
[35] Που συνέχονται με την προηγούμενη επισήμανση και εντοπίζονται, υπό το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, στις εξομοίωση πολιτικών κομμάτων που έχουν ιδρυθεί και συμμετέχουν στην πολιτική ζωή και σχηματισμών που, ενδεχομένως, μόλις ιδρύθηκαν, δηλώνοντας πρόθεση να διεκδικήσουν την προτίμηση του εκλογικού σώματος, χωρίς όμως να έχουν αποκτήσει ακόμη, τουλάχιστον στις περισσότερες περιπτώσεις, νόμιμη υπόσταση.
[36] Όπως κρίθηκε πρόσφατα στην προσωρινή διαταγή του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας της 20ής Απριλίου 2012, με την οποία δέχθηκε κοινό αίτημα των πολιτικών κομμάτων «ΔΡΑΣΗ» και «Φιλελεύθερη Συμμαχία», επικαλούμενος την απόφαση 3427/2010 της Ολομέλειας. Κάλεσε τη διοίκηση να εκδώσει νέα απόφαση για τη δημόσια προβολή, τάσσοντας ρητή προθεσμία, ενόψει της εκλογικής αναμέτρησης της 6ης Μαΐου 2012.
[37] Βλ., αντί πολλών, τις αποφάσεις 52/1989 (βλ. Αθ. Ράϊκου, Ο έλεγχος του κύρους των βουλευτικών και των ευρωβουλευτικών εκλογών, Δ΄ Συμπλήρωμα του Δικονομικού Εκλογικού Δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή 1993, σ. 160 επ.), καθώς επίσης 34 και 35/1999 [του ιδίου, Ζ΄ Συμπλήρωμα,όπ.π. (σημ. 30)].
[38] Στην 8η σκέψη της απόφασης.
[39] Για το ζήτημα βλ., αντί πολλών, Ευάγ. Βενιζέλου, όπ.π. (σημ. 5), σ. 459 επ.· Αθ. Ράϊκου, όπ.π. (σημ. 9), σ. 504 επ.
[40] Δηλαδή, επαναλαμβάνει τις προϋποθέσεις της πάγιας νομολογίας για τον καθορισμό των δικαιούχων της τακτικής χρηματοδότησης.
[41] Πρόκειται για τους πολιτικούς σχηματισμούς που ιδρύονται με αφορμή και ενόψει της προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία είτε πριν από την προκήρυξή της είτε, σπανιότερα, μετά και κατά τη διάρκεια του εκλογικού αγώνα.
[42] Η έννοια διαθέτει συνταγματική αναφορά ήδη από το 1975 και εξειδικεύεται στην ισχύουσα νομοθεσία (άρθρο 5 παρ. 3 εδ. γ του ν. 3023/2002), προκειμένου να εφαρμοστούν οι ρυθμίσεις της για τη δημοσιότητα και τον έλεγχο των οικονομικών του εκλογικού αγώνα των πολιτικών κομμάτων και των συνασπισμών τους.
[43] Άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3023/2002.
[44] Άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3023/2002.
[45] Η σχετική πρόβλεψη τέθηκε για να αποτρέψει μετακινήσεις και τη δημιουργία νέων κομματικών σχηματισμών στο διάστημα μεταξύ δύο εκλογικών αναμετρήσεων. Βέβαια, στο παρελθόν δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις που η σχετική πρωτοβουλία στόχευε απλώς στην εξασφάλιση κρατικής χρηματοδότησης, ωστόσο ο αποκλεισμός από τους δικαιούχους νέων πολιτικών κομμάτων, στα οποία εντάχθηκαν βουλευτές που αναδείχθηκαν με τη σημαία άλλου, ανεξαρτήτως του αριθμού τους, δεν είναι άμοιρος κριτικός.
[46] Οι τελευταίοι καλούνται νεοπαγείς σχηματισμοί, όπως αναφέρεται στη 8η σκέψη της απόφαση 3427/2010.
[47] Όχι ελλείψει χρημάτων, αλλά επειδή απαγορεύεται ρητά στο άρθρο 46 παρ. 1β του π.δ. 26/2012.
[48] Η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 52 Συντ. και με το κανονιστικό της περιεχόμενο καταλαμβάνει τόσο τη βουλευτική περίοδο όσο και τον εκλογικό αγώνα, επιβάλλοντος σε όλους τους λειτουργούς της Πολιτείας να διαμορφώνουν συνθήκες που θα τη διασφαλίζουν και θα την εγγυώνται. Βλ., αντί άλλων, Μ. Πικραμένου, Η αρχή της ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης, Αθήνα-Κομοτηνή 1993 και Κ. Χρυσόγονου, όπ.π. (σημ. 5), σ. 427 επ.
[49] Ετυμηγορία, η οποία εκτιμάται, βάσιμα, ότι θα επέβαλε τη διάθεση ελάχιστου ποσού σε όλους, καταρχήν, όσοι συμμετέχουν στον εκλογικό αγώνα, το οποίο θα διανέμεται ισόποσα, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες τους και να καλύψουν μέρος των εκλογικών τους δαπανών. Δεν πρέπει πάντως να αποκλειστεί εντελώς το ενδεχόμενο ο κοινός νομοθέτης να σπεύσει, αυτοβούλως, να αναθεωρήσει τις επιλογές του, σε μία εκδήλωση ρεαλισμού, προκειμένου να μην τον προλάβουν οι αναμενόμενες, εύλογα, εξελίξεις και, έτσι, να μην εξαναγκαστεί να συμμορφωθεί σε δικαστική κρίση με αυτό το περιεχόμενο.
[50] Στην προϊσχύσασα νομοθεσία (άρθρο 3 παρ. 1 α του ν. 2429/1996) ανέρχονταν στο ογδόντα πέντε τοις εκατό (85%) [βλ. Θ. Ξηρού, όπ.π. (σημ. 17), σ. 215] και στο ίδιο άρθρο του ν. 1443/1984 στο ενενήντα τοις εκατό (90%) [βλ. Γ. Παπαδημητρίου, όπ.π. (σημ. 5), σ. 65].
[51] Αν και η τακτική χρηματοδότηση καταβάλλεται εφάπαξ, δηλαδή στο σύνολό της μία φορά κάθε έτος και εντός του πρώτου τριμήνου του (άρθρο 3 παρ. 1 εδ. γ΄), ο τότε, Υπουργός Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, εντελώς αυθαίρετα και προβάλλοντος τη συζητούμενη τροποποίηση του νόμου, τη διέθεσε το 2011 σε τέσσερις τριμηνιαίες δόσεις. Η πρωτοβουλία του παραβιάζει ευθέως την ισχύουσα νομοθεσία, αλλά η νομιμότητά της δεν αμφισβητήθηκε ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, ίσως γιατί οι δικαιούχοι έκριναν ότι δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία την «επικοινωνιακή» επίθεση σε βάρος τους, σε μία εποχή που τα οικονομικά της χώρας κατακρημνίζονταν. Η πρακτική συνεχίστηκε και το 2012, τούτη τη φορά για λόγους αντικειμενικούς, αφού οι εγγεγραμμένες πιστώσεις στον κρατικό προϋπολογισμό δεν επαρκούσαν για την καταβολή του συνόλου της τακτικής χρηματοδότησης, όπως καθορίστηκε με βάση τα εκτιμώμενα τακτικά έσοδά του. Γι’ αυτό το λόγο, η απόφαση για τη δ΄ δόση του έτους, δηλαδή τα ποσά που αντιστοιχούν στους μήνες Οκτώβριος-Δεκέμβριος, δεν έχει ακόμη εκδοθεί.
[52] Από τους συνδυασμούς τους. Στην προϊσχύσασα νομοθεσία (άρθρο 3 παρ. 1 α του ν. 2429/1996), που καθιέρωσε αυτήν την κατανομή, ανέρχονταν στο πέντε τοις εκατό (5%) [βλ. Θ. Ξηρού, όπ.π. (σημ. 17), σ. 215].
[53] Το ίδιο ποσοστό διατίθετο υπό την ισχύ του ν. 1443/1984 [βλ. Γ. Παπαδημητρίου, όπ.π. (σημ. 5), σ. 65 και του ν. 2429/1996 [βλ. Θ. Ξηρού, όπ.π. (σημ. 17)].
[54] Βλ. παραπάνω ΙΙ, 3.
[55] Με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή σε τρεις κατανομές και την ίδια ποσοστιαία συμμετοχή, και στους ίδιους δικαιούχους διατίθεται η οικονομική ενίσχυση για ερευνητικούς και επιμορφωτικούς σκοπούς, η οποία ανέρχεται συνολικά σε ποσό ίσο με το μηδέν κόμμα ένα τοις χιλίοις (0,1‰) των τακτικών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού (άρθρο 4 του ν. 3023/2002).
[56] Άρθρο 3 παρ. 2, σε συνδυασμό με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, του ν. 3023/2002. Όμοια ρύθμιση προβλέφθηκε και στο ν. 2429/1996 [βλ. Θ. Ξηρού, όπ.π. (σημ. 17), σ. 216 επ.].
[57] Με βουλευτές εκλεγμένους από τους συνδυασμούς τους και με βάση την εκλογική τους δύναμη.
[58] Η απόφαση καθορισμού των δικαιούχων και κατανομής της χρηματοδότησης εκδίδεται το αργότερο δύο μήνες μετά τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας (άρθρο 3 παρ. 2 εδ. β΄ πρότ. 1 του ν. 3023/2002).
[59] Ελλείψει ειδικής ρύθμισης πρέπει να γίνει δεκτό ότι είναι δικαιούχοι, ανεξαρτήτως του ποσοστού που συγκέντρωσαν στη νωπή λαϊκή ετυμηγορία και χωρίς να απαιτείται η εκλογή αντιπροσώπου τους στη Βουλή ή στην Ευρωβουλή.
[60] Σύμφωνα με την πάγια νομολογία. Πρόκειται για τους σχηματισμούς που συγκέντρωσαν ποσοστό εγκύρων ψηφοδελτίων που υπερβαίνει το ελάχιστα απαιτούμενο για τη λήψη κρατικής χρηματοδότησης, δηλαδή τουλάχιστον ένα κόμμα πέντε τοις εκατό (1,5%), έχοντας καταρτίσει πλήρεις συνδυασμούς τουλάχιστον στο εβδομήντα τοις εκατό (70%) των βασικών εκλογικών περιφερειών της χώρας.
[61] Βέβαια, στην πράξη με την αίτηση ζητείται, συνήθως, η ακύρωση της απόφαση χωρίς διακρίσεις και αφήνεται στο Δικαστήριο να κρίνει σχετικά στο πλαίσιο της δικονομικά ισχύουσας τάξης.
[62] Δεν αποκλείονται πάντως αίτηση ακυρώσεως να υποβληθεί από ένωση προσώπων ή ιδιώτη. Και στις δύο περιπτώσεις, πρέπει να διαθέτουν έννομο συμφέρον. Εάν δεν το αποδείξουν, η πρωτοβουλία τους θα απορριφθεί ως απαράδεκτη, όπως συνέβη αφενός με την «Ένωση προσώπων για την εύρυθμη λειτουργία των θεσμών» στην (αδημοσίευτη) απόφαση 2284/1994 (Δ΄ Τμ.) και αφετέρου με ιδιώτη δικηγόρο, που επικαλέστηκε την ιδιότητα του φορολογούμενου για να θεμελιώσει προσωπικό δεσμό με την απόφαση κατανομής του 1998, στην (αδημοσίευτη) απόφαση 582/2001 (Δ΄ Τμ.).
[63] Δηλαδή, για την αμφισβήτηση των προϋποθέσεων καθορισμού των δικαιούχων.
[64] Την ίδια τύχη θα έχει η αμφισβήτηση της κατανομής σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης ακυρώσεως, όταν κριθούν σύμφωνες με το Σύνταγμα οι προϋποθέσεις καθορισμού των δικαιούχων. Εν προκειμένω, παρέλκει η εξέταση των προβαλλόμενων στο ίδιο δικόγραφο λόγων. Τούτο έχει συμβεί κατ’ επανάληψη στο παρελθόν.
[65] Εκείνο που διατίθεται στη διάρκεια του εκλογικού αγώνα.
[66] Την οποία προφανώς έχουν πετύχει με προσχωρήσεις βουλευτών που εκλέχθηκαν υπό τη σημαία άλλου κόμματος.
[67] Εναλλακτικά, αν και πρόκειται για «προωθημένη» προσέγγιση, θα μπορούσε να εξεταστεί η κατάργηση της ισόποσης κατανομής και το σύνολο της τακτικής χρηματοδότησης να διατίθεται σε συνάρτηση προς τον αριθμό των εγκύρων ψηφοδελτίων όλων των δικαιούχων της.