Ζητήματα συνταγματικής οργάνωσης, δικαστικής προστασίας και δημοκρατίας στην εποχή της σημερινής κρίσης
Πρόλογος
Ακούγεται ότι οι Έλληνες μελετητές του συνταγματικού δικαίου, ήδη ως φοιτητές, γνωρίζουν αρκετά ξένες γλώσσες, κυρίως αγγλικά, και έτσι έχουν πρόσβαση στην βιβλιογραφία αυτή. Η εικασία αυτή είναι πλάνη. Η χώρα μας –μια μακρινή επαρχία της ευρωπαϊκής σκέψης, περισσότερο αποκομμένη από αυτήν από όσο γενικώς νομίζεται- έχει ανάγκη από δόκιμες μεταφράσεις στην ελληνική κλασικών ή πάντως σημαντικής επιρροής έργων. Αυτόν τον ελληνικό πνευματικό επαρχιωτισμό ανέλυσε και σε θεωρητικά του κείμενα ο πιο επίκαιρος παρά ποτέ αξέχαστος Παναγιώτης Κονδύλης. Επιχείρησε να συμβάλει στο ξεπέρασμά του αφιερωνόμενος με χαλύβδινη συστηματικότητα στην έκδοση σειρών δοκίμων μεταφράσεων θεμελιωδών βιβλίων της δυτικής, κυρίως, σκέψης στα ελληνικά. Τα βιβλία των Γιάκομπ Μπούρχαρντ, Ο πολιτισμός της Αναγέννησης στην Ιταλία, Νόρμπερτ Ελίας, Η εξέλιξη του πολιτισμού, Ρίτσαρντ Σένετ, Η τυραννία της οικειότητας, Βέρνερ Ζομπαρτ, Ο αστός και άλλα από τις εκδόσεις Νεφέλη και στη συνέχεια κλασικά έργα όπως Ο Λεβιάθαν του Χόμπς, η Δεύτερη πραγματεία περί κυβερνήσεως του Λόκ, Η διαφορά της δημοκρίτειας και επικούρειας φιλοσοφίας του Μάρξ, Η ιστορική πορεία της φιλελεύθερης σκέψης του Μακ Φέρσον, Η μεταμοντέρνα κατάσταση του Λυοτάρ, Το πνεύμα των νόμων του Μοντεσκιέ, Ο μύθος του κράτους του Κασσίρερ και όχι λίγα ανάλογα από τις εκδόσεις Γνώση ήταν το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας. Υπήρξαν αναγνώστες, ίσως όχι όλων, ίσως όχι πολλοί, όμως μεγάλη σημασία δεν έχει μόνον ο αριθμός και η εμβρίθεια των αναγνωστών, αλλά η εμφάνιση στα ελληνικά βιβλιοπωλεία και βιβλιοθήκες, στην ελληνική γλώσσα, ενός corpus δυτικής κλασικής σκέψης σε έκταση που δεν ήταν αντιληπτή πιο πριν εδώ στην Αθήνα. Με τις σειρές αυτές που επιμελήθηκε ο Κονδύλης, ο δυτικός πνευματικός πολιτισμός απέκτησε, μέσω των μεταφράσεων αυτών, άμεση και ευθεία παρουσία στην Αθήνα, στο πραγματικό του βάθος και βάρος, και όχι μόνον μέσω των μύθων που δημιουργούν οι αντηχήσεις των μεγάλων ονομάτων.
Η σημερινή μας εκδήλωση γίνεται για να τιμήσουμε την σειρά «Σύγχρονοι στοχαστές για τη δημοκρατία και το Σύνταγμα» που εκδίδει, από τις εκδόσεις Παπαζήση, το Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου. Ήδη το δικό σας βιβλίο, καθηγητά Ridola, Τα θεμελιώδη δικαιώματα στην ιστορική εξέλιξη του συνταγματισμού, και επίσης το εισαγωγικό κεφάλαιο του βιβλίου του Ronald Dworkin Το δίκαιο της ελευθερίας: η ηθική ανάγνωση του αμερικανικού Συντάγματος με τίτλο Η ηθική ανάγνωση του αμερικανικού Συντάγματος, το βιβλίο του Carl Schmitt Σχετικά με τα τρία είδη της νομικής σκέψης, οι Συμβολές στη θεωρία για το κράτος και την πολιτική αυτονομία του Ernst-Wolfgang Boeckenfoerde, ο Συνταγματικός πατριωτισμός του Jan Werner Mueller συνθέτουν το θεμέλιο μιας σειράς δοκίμων βιβλίων συνταγματικής θεωρίας, τόσο αναγκαίων για μία χώρα που συνήθως μιλά πολύ αλλά διαβάζει λίγο. Με τις εισαγωγικές μου παρατηρήσεις κατέστησα, νομίζω, σαφή την σημασία που αποδίδω σε μια προσπάθεια όπως αυτή που τιμούμε σήμερα. Καλή δύναμη στον Ξενοφώντα Κοντιάδη και στον Γιάννη Τασόπουλο που διευθύνουν τη σειρά και σε όλους τους συναδέλφους, μεταφραστές και επιμελητές των βιβλίων της, καλή συνέχεια στη σειρά και ίδια τα βιβλία της να είναι καλοτάξιδα!
***
Εισαγωγική παρατήρηση
Η κρίση στην οποία ζει αυτόν τον καιρό η Ευρωζώνη και η Ελλάδα μέσα σε αυτήν εκδηλώθηκε ως κρίση χρηματοπιστωτική αρχικά και οικονομική και γενικευμένη θεσμική, πολιτική κρίση και κρίση ταυτότητας στη συνέχεια. Η κρίση, που αρχικά εκδηλώθηκε ως αδυναμία της Ελλάδας να συνεχίσει να χρηματοδοτείται από τις λεγόμενες «αγορές», ανέδειξε επίσης θεσμικές και συνταγματικές πλευρές τόσο ευρύτερα στην Ευρωζώνη και ειδικότερα στην Ελλάδα.
Θα αρχίσω, αρκετά σχηματικά, με τις θεσμικές και κατά κάποιον τρόπο συνταγματικού τύπου εξελίξεις και τάσεις που επέφερε η κρίση στην Ευρωπαϊκή Ένωση –κυρίως στην Ευρωζώνη. Στη συνέχεια θα αναφερθώ σε πολιτειακές και νομικές συνέπειες της κρίσης στην Ελλάδα, τέλος θα σας προτείνω λίγες λέξεις επικαιρότητας στο θέμα «δημοκρατία», όπως τίθεται στον τίτλο της ημερίδας μας.
***
Ευρωπαϊκή θεσμική οργάνωση και κρίση
Το ευρώ, το κοινό μας νόμισμα, είναι ισχυρό αλλά ανάπηρο. Όσο τα πράγματα πήγαιναν καλά η αναπηρία του –η ανυπαρξία δηλαδή θεσμικών εργαλείων και πολιτικών της ζώνης του ευρώ για την υποστήριξη του κοινού νομίσματος σε περίπτωση κρίσης του- δεν ήταν πρόβλημα. Όταν τα πράγματα πήραν τον δρόμο που πήραν, η αναπηρία θεσμικού και πολιτικού οικοδομήματος στο οποίο στηρίζεται το ευρώ αποδείχθηκε πρόβλημα.
Για τον λόγο αυτό και η αντιμετώπιση της κρίσης δεν βάδισε παράλληλα με μία πορεία ανάπτυξης θεσμών και νομικών βάσεων και λήψης μέτρων για την αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης στην Ευρωζώνη. Για να γίνω σαφέστερος: η Ελλάδα, π.χ., την στιγμή της κρίσης είχε όλους τους αναγκαίους θεσμούς για την αντιμετώπισή της –Σύνταγμα, νόμους, βουλή, κυβέρνηση, εκλογικό σώμα κ.λπ.- όλα τα είχαμε, χρήματα δεν είχαμε. Η Ευρωζώνη είχε χρήματα (ακριβέστερα: μπορούσε να βρει χρήματα), δεν είχε όμως ούτε όργανα ούτε νομικό θεμέλιο ούτε αποκρυσταλλωμένη οικονομική πολιτική για να τα διαθέσει προκειμένου να αντιμετωπισθεί η κρίση. Και τότε η Ευρώπη αυτοσχεδίασε.
Σχηματικά τα σταδιακά θεσμικά βήματα της Ευρώπης για την αντιμετώπιση της κρίσης ήταν τα εξής:
· Αρχικά, στις 9 Μαΐου του 2010, δημιουργήθηκε μία πιστωτική γραμμή για την εξασφάλιση στην Ελλάδα της δανειακής χρηματοδότησης που είχε κριθεί αναγκαία. Τα κεφάλαια θα συγκέντρωναν τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης –τα οποία συμμετέχαν σε αυτά με βάση την κλείδα συμμετοχής τους στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα- και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Τα επιτόκια θα ήταν αρκετές φορές χαμηλότερα από τα προσφερόμενα από τις «αγορές» και πάντως τέτοια που, συνδυαζόμενα με τα μέτρα λιτότητας που θα ελάμβανε (και έλαβε) η Ελλάδα προκειμένου να έχει αυτήν την χρηματοδότηση, θεωρήθηκε ότι επιτρέπουν την σχετικά σύντομη επάνοδο της Ελλάδας στην διεθνή χρηματοπιστωτική τάξη, δηλαδή στις «αγορές». Αυτός ήταν ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, European Financial Stability Mechanism, το EFSM.
· Την ίδια ημέρα ιδρύθηκε μία ανώνυμη εταιρία με έδρα το Λουξεμβούργο, μετόχους τα Κράτη μέλη της Ευρωζώνης, μετοχική σύνθεση και συμμετοχή στο εταιρικό κεφάλαιο πάνω κάτω με βάση την κλείδα συμμετοχής τους στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και σκοπό της την εξασφάλιση βιώσιμης χρηματοδότησης και άλλων πέραν της Ελλάδας μελών της Ευρωζώνης με χρηματοδοτικές πηγές και όρους αντίστοιχα με όσα συμφωνήθηκαν για την Ελλάδα. Αυτό ήταν το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το European Financial Stability Fund, το EFSF. Σε αυτό προσέφυγαν σύντομα η Πορτογαλία και η Ιρλανδία και αργότερα, για περαιτέρω χρηματοδότηση, η Ελλάδα.
· Το καλοκαίρι του 2011 αποφασίστηκε, και έλαβε την τελική της μορφή ως διεθνής συνθήκη στις 9 Φεβρουαρίου 2012, η ίδρυση ενός διεθνούς οικονομικού οργανισμού για την εξασφάλιση βιώσιμης χρηματοδότησης όποιου μέλους της Ευρωζώνης την έχει ανάγκη, με όρους στην φιλοσοφία και κατεύθυνση των EFSM και EFSF. Είναι ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, European Stability Mechanism, το ESM. Το ESM θα αναλάβει από το 2013 τις αρμοδιότητες και οικονομικές λειτουργίες των EFSM και EFSF.
Εδώ μία επισήμανση: οι παραπάνω εξελίξεις –περιορίζομαι στην θεσμική και νομική πλευρά τους- δεν είναι, κατά κυριολεξία, εξελίξεις στο κοινοτικό δίκαιο, όπως το γνωρίζαμε. Την κρίση αντιμετώπισε όχι η Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά η Ευρωζώνη, δηλαδή τα 17 από τα 27 Κράτη μέλη της Ένωσης. Προκειμένου να υλοποιηθούν τα χρηματοδοτικά μέτρα που αποφάσισαν τα μέλη της Ευρωζώνης και να διασφαλισθούν τα αναμενόμενα από αυτά οικονομικά κυρίως αποτελέσματα, χρειάσθηκε να δημιουργηθεί ένα εξαιρετικά πολύπλοκο νομικό έδαφος: διεθνείς συμβάσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωζώνης τα οποία και την κύρωσαν με βάση τις εθνικές συνταγματικές τους διαδικασίες, εμπλοκή κοινοτικών οργάνων, συμφωνία με το ΔΝΤ, άτυπες συμφωνίες με την μορφή Μνημονίων Κοινής Κατανόησης. Αυτό το νομικό έδαφος πιστοποιεί μία μετέωρη στιγμή στην λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης: τα θεσμικά της εργαλεία και δυνατότητες φάνηκε να έχουν εξαντλήσει την προωθητική τους δύναμη, δεν αρκούσαν και δεν άντεχαν, και για αυτό και το πολύπλοκο παραπάνω σχήμα. Το σχήμα αυτό βρίσκεται σε αντίστροφη φορά από την γνωστή ως τώρα εξέλιξη της ΕΕ και των θεσμών της.
Αλλά το πράγμα δεν σταματά εκεί. 25 από τα 27 κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ των οποίων το σύνολο των κρατών της Ευρωζώνης, συνήψαν στις 2 Μαρτίου 2012 τη συνθήκη «Για τη σταθερότητα, τον συντονισμό και την διακυβέρνηση στην οικονομική και νομισματική ένωση». Για μία ακόμη φορά πρόκειται ξανά για διεθνή συνθήκη και όχι για συμπλήρωση ή τροποποίηση του πρωτογενούς ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου. Το ουσιαστικό περιεχόμενό της είναι ότι εισάγει την πολιτική της λιτότητας ως θεσμικό και συνταγματικό σκοπό των Κρατών μελών της Ευρωζώνης. Ως προς το διαδικαστικό της περιεχόμενο, η Συνθήκη εισάγει διαδικαστικούς και δικαιοδοτικούς κανόνες οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωζώνης, με βασική αιχμή την υπαγωγή υπό την δημοσιονομική διαχείριση των κοινοτικών οργάνων όποιων κρατών μελών της Ευρωζώνης δεν θα επετύγχαναν το ουσιαστικό περιεχόμενο της Συνθήκης, δηλαδή τους ποσοτικά προσδιοριζόμενους δημοσιονομικούς στόχους.
Τους παραπάνω χρηματοδοτικούς μηχανισμούς συνδέει βαθύτερα μία θεμελιώδης αντίληψη: οι κατευθυντήριες γραμμές και η φιλοσοφία που διέπουν τα μέτρα και τις διαδικασίες σχεδιασμού και ελέγχου της δημοσιονομικής διαχείρισης που εισήχθησαν στα «προβληματικά» κράτη μέσω των παραπάνω μηχανισμών προκειμένου να αντιμετωπισθεί η «έκτακτη» κατάσταση της κρίσης τους εντάσσεται, εξορθολογισμένα, σε corpus διεθνών υποχρεώσεων και συνταγματικής περιωπής δεσμεύσεων των κρατών τουλάχιστον της Ευρωζώνης. Τα μέτρα προς αντιμετώπιση της «έκτακτης» κατάστασης καθίστανται πάγια.
Η ελληνική διάσταση
Η παρούσα ελληνική κρίση δεν είναι προϊόν καταπάτησης του Συντάγματος του 1975 ή θεμελιώδους πολιτικής σύγκρουσης ως προς την έννοια βασικών του διατάξεων. Το Σύνταγμα του 1975 γενικά λειτούργησε, δεν εμπόδισε όμως την περιέλευση της χώρας στο οικονομικό αδιέξοδο.
Προϊόν της δημοκρατικής έκρηξης που επακολούθησε την κατάρρευση της χούντας, η άπλετη δημοκρατία του 1975 και η ένταξή μας στην κοινοτική Ευρώπη ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής και κοινωνικής δυναμικής που εξαπολύθηκε το χαρούμενο 1974, με την έξοδό μας από την εθνικά και πολιτικά ασφυκτική κατάσταση όπου μας είχε οδηγήσει η μετεμφυλιακή Ελλάδα του παρακράτους της Δεξιάς και η χούντα. Η δημοσιονομική κατάρρευση του 2009 έδειξε ότι η δυναμική αυτή είχε εξανεμισθεί. Αν η πολιτειακή μας εξέλιξη του 1974 προέκυψε ως έξοδός μας από ένα αδιέξοδο, η πολιτειακή μας εξέλιξη του 2009 προέκυψε ως περιέλευσή μας σε ένα άλλο αδιέξοδο.
***
Η βεβαιότητα, αρκετά νωρίς μετά την πτώση της χούντας, ότι εδραιώθηκε το δημοκρατικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα επέτρεψε σε βαθύτερα, στοιχειακά, ρεύματα και χθόνιες δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας, αποχαλινωμένα μέσα στην δημοκρατική μέθη του 1974, να ακολουθήσουν την δική τους αλήθεια. Ανεπαισθήτως, η δημοκρατία έγινε αντιληπτή περισσότερο ως υλική απόλαυση και λιγότερο ως πολιτική ελευθερία και ανεξαρτησία. Η απαίτηση για διαρκώς μεγαλύτερες υλικές παροχές προβλήθηκε ως πρόταγμα για διαρκώς περισσότερη δημοκρατία, ανεξάρτητα από το αν οι παροχές αντιστοιχούσαν σε πραγματική παραγωγική δύναμη ή ήταν παρασιτικές.
Η πλειοδοσία παροχών με δάνειο χωρίς αντίκρισμα απέληξε στην εκποίηση της οικονομικής οργάνωσης και διαχείρισης της χώρας στους δανειστές της. Είναι αυτή ακριβώς η εκποίηση που δίνει σήμερα λαβή σε εκδηλώσεις λαϊκής οργής και εθνικής αγανάκτησης. Και όμως: η ίδια αυτή εκποίηση -ακριβέστερα: οι ορατές, διαπιστώσιμες και διαπιστωμένες βάσεις της- εκδηλωνόταν επί δεκαετίες (για όσο δηλαδή δεν μας ζητούσαν τα ρέστα) ως δυναμικό λαϊκό αίτημα και μεταβαλλόταν σε συνεπή κοινωνική κυβερνητική πολιτική προτεραιότητα. Κατά την διατύπωση του, όπως στην αρχή σημείωσα, και σήμερα πιο επίκαιρου από ποτέ Παναγιώτη Κονδύλη, ”η συγκεκριμένη λειτουργία του ελληνικού πολιτικού συστήματος (…) κατάντησε να αποτελέσει το βασικό εμπόδιο στην εθνική και οικονομική ανάπτυξη –κάτι παραπάνω μάλιστα: έγινε αγωγός εκποίησης της χώρας με αντάλλαγμα την δική της διαιώνιση, δηλαδή τη δυνατότητά της να προβαίνει σε υλικές παροχές παίρνοντας παροχές ψήφου.[1]”
Εκλογικεύσεις και εκλογές
Οι εκλογές της 6ης Μαΐου αρχικά και της 17ης Ιουνίου 2012 στη συνέχεια σημειώνουν την οριστική λήξη της κοινωνικής και πολιτικής ισορροπίας που διαμορφώθηκε και επικράτησε από το 1974. Παρέσυραν και παρασέρνουν πολιτικές δυνάμεις, πρακτικές και πρόσωπα, χωρίς όμως να έχουν προδιαγράψει ακόμη ούτε την έκβαση της εξόδου από την παλαιά κατάσταση, έκβαση η οποία έχει την εθνική, ελληνική πτυχή της, εξαρτάται όμως σε καθοριστικό βαθμό και από την αντιμετώπιση της γενικότερης οικονομικής κρίσης τουλάχιστον στην Ευρώπη, και όχι μόνον.
Η αντιμετώπιση της κρίσης από την ελληνική κοινωνία και πολιτεία είναι μία εξελισσόμενη συνθήκη, η οποία ασφαλώς κάποτε θα μελετηθεί ενδελεχώς. Αυτό δεν με αποτρέπει από μία παρατήρηση σχετικά με μία, τουλάχιστον, πλευρά του δύσκολου και αγχώδους δημόσιου διαλόγου και πολεμικής που εκτυλίσσεται τις μέρες και τις εβδομάδες αυτές. Αναφέρομαι στην ψυχαναλυτική έννοια «εκλογίκευση».
Η εκλογίκευση είναι ένας μηχανισμός άμυνας. Ενεργοποιείται ως προσπάθεια του ατόμου να παράσχει στον εαυτό του, ή και στους άλλους, ερμηνείες που φαίνονται λογικές και ηθικά αποδεκτές για μη αποδεκτές συμπεριφορές ή επιθυμίες του. Αποκρύπτει όμως η εκλογίκευση και απομακρύνει από την αντίληψη του αμυνόμενου την αδυναμία του να αποδεχθεί καταστάσεις στη δημιουργία των οποίων συνέβαλε ή στις οποίες συμμετέχει ή να ομολογήσει τα ανομολόγητα. Κατά κανόνα, η απόκρυψη αυτή παίρνει συχνά την μορφή μιας αληθοφανούς και λογικά αποδεκτής εξήγησης. Όσο περισσότερο περίτεχνη και δημιουργική είναι η εκλογίκευση τόσο καλύτερα αποκρύπτει εκείνα που το άτομο δεν μπορεί ή δεν θέλει να αντιμετωπίσει ευθέως και τόσο αποτελεσματικότερα προσφέρει ευλογοφανείς εξηγήσεις για τα πάντα.
Σε πολλές στιγμές του δημόσιου διαλόγου, και μάλιστα προερχόμενες από ιδιαίτερα δυναμικές και ανερχόμενες πλευρές, είναι εμφανής μία εκλογίκευση. Παίρνει την μορφή μιας διπλής φυγής: φυγής από το «εγώ» και φυγής από το «εδώ».
Η φυγή από το «εγώ» ρίχνει την ευθύνη για τα πάντα σε κάποιους άλλους. Και όταν επιρρίπτει ευθύνη στους επί 35 πολιτικά και κυβερνητικά κυρίαρχους ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία και πάλι εκλογικεύει, διότι αποφεύγει, περιδεώς, να μετρηθεί με το γεγονός ότι τα κόμματα αυτά τα ανέβαζε στην εξουσία και τα στήριζε η πιο βαθεία Ελλάδα και μία ισχυρότατη και εξαιρετικά σταθερή για όλη αυτήν την τριακονταπενταετία κοινωνική βάση και πολιτική και εκλογική υποστήριξη.
Η φυγή από το «εδώ» εκδηλώνεται με την, γενικά πειστική κατά τη δική μου προσέγγιση των πραγμάτων, κριτική του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, του καπιταλισμού ως συστήματος και ως τρόπου εφαρμογής της λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς, γενικώς κριτική του αδιέξοδου –κατά τα μέχρι τώρα αποτελέσματα και κατά την θεωρητική κατεδάφισή του από οικονομολόγους επιπέδου Νόμπελ- του νεοφιλελεύθερου μοντέλου που επικρατεί στην Ευρώπη. Εκδηλώνεται ακόμη με την καλλιέργεια της ψευδούς ελπίδας –όχι συνειδητής απάτης, θέλω να πιστεύω- ότι «λύση» στην ελληνική κρίση μπορεί να είναι μόνο ευρωπαϊκή, ότι δηλαδή, περίπου, ό,τι κάναμε καλώς καμωμένο.
Ασφαλώς, το επαναλαμβάνω, δεν βρίσκεται η πηγή όλων των προβλημάτων στο «εγώ» και στο «εδώ». Όμως στην ελληνική κρίση δεν μπορεί να υπάρξει θετική διέξοδος για την Ελλάδα χωρίς να αντιμετωπίσουμε, ευθέως, και το «εγώ» και το «εδώ» -ο,τιδήποτε λιγότερο θα ήταν χειρότερο από δειλία, θα ήταν λάθος.
Με τις εκλογές της 6ης Μαΐου 2012 το κομματικό σύστημα που είχε διαμορφωθεί ανατράπηκε, χωρίς ακόμη να έχει αντικατασταθεί από ένα άλλο. Μία νέα μορφή του κομματικού συστήματος ίσως αυτό αρχίσει να διαφαίνεται με τις εκλογές της 17ης Ιουνίου 2012, τούτο όμως είναι ένα ανοικτό θέμα. Δεν θα σταθώ σε θέματα συνταγματικής οργάνωσης του πολιτεύματος διότι, τουλάχιστον κατά κυριολεξία, δεν πρόκειται για «Σύνταγμα στην εποχή της κρίσης» -το ισχύον Σύνταγμα παρέχει όλα τα αναγκαία για να αντιμετωπισθεί η κρίση και η ανατροπή του κομματικού συστήματος επήλθε μέσω των συνταγματικών θεσμών, κυρίως με τις εκλογές, και όχι έξω από αυτούς-, αλλά μάλλον για συνταγματικές μεταβολές που προκύπτουν, αν προκύψουν, ως αποτέλεσμα της κρίσης. Σκέψεις γίνονται, όπως η αφελέστατη και ολίγον λαϊκιστική πρόταση για μείωση του αριθμού των βουλευτών σε 250 (αλήθεια αν τους μειώναμε σε 50 μήπως βγαίναμε εντελώς από την κρίση; Αν του καταργούσαμε μήπως;), αλλά για αυτές σε άλλη στιγμή. Η γενική μου πάντως προσέγγιση είναι ότι ακριβώς επειδή η Ελλάδα μετά το 2009 είναι μία εντελώς διαφορετική χώρα από την Ελλάδα ανάμεσα στο 1974 και το 2009, πρέπει η νέα αυτή χώρα να αποτυπωθεί και σε συνταγματικές ρυθμίσεις που αφορούν σημαντικά θέματα οργάνωσης και λειτουργίας του πολιτεύματος. Όμως αυτό δεν είναι αντικείμενο της παρούσας παρέμβασής μου.
Η οικονομική κρίση ως έκτακτη κατάσταση και η εφαρμογή του Συντάγματος
Αντίθετα αντικείμενό της είναι η επίπτωση της κρίσης στην εφαρμογή και την λειτουργία του Συντάγματος ως θεμελίου δικαιωμάτων. Αναφέρομαι ειδικότερα στην οικονομική κρίση ως έκτακτη ανάγκη. Η οικονομική κρίση, ως –κατ΄ ελπίδα- έκτακτη, άρα εξαιρετική, κατάσταση αναδεικνύει ζητήματα συνταγματικών διατάξεων που κατοχυρώνουν δικαιώματα. Δεν ενδιαφέρει εδώ η προβολή της έκτακτης ανάγκης ως λόγος παρέκκλισης από τον συνταγματικό κανόνα –τέτοια παραδείγματα παρέχει πολλά η ελληνική συνταγματική ιστορία- αλλά η επίκλησή της ως λόγος διαφορετικής ερμηνείας και εφαρμογής του ισχύοντος συνταγματικού κανόνα.
Το θέμα πραγματεύεται σε ένα συντομότατο αλλά εξαιρετικά πυκνό άρθρο με θέμα Δημόσιο δίκαιο σε έκτακτες συνθήκες από την οπτική της ακυρωτικής διαδικασίας, το οποίο έγραψε ο τότε Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και σημερινός Πρωθυπουργός κ. Πικραμμένος. Το άρθρο κινείται στην παράδοση της μελέτης της εξαιρετικής νομοθεσίας που κυρίως ο Μάνεσης επεξεργάσθηκε για πρώτη φορά θεωρητικά στην ελληνική συνταγματική επιστήμη[2]CarlSchmitt […].”[3]. Ο κ. Πικραμμένος, επισημαίνει ότι η οικονομική κρίση «νοείται ως μία αιφνίδια επιδείνωση όλων ή των περισσοτέρων οικονομικών δεικτών (…) σε συνδυασμό με την απώλεια της πίστης και συνεπώς της δανειοληπτικής ικανότητας, τη μείωση στην παροχή χρήματος, την ύπαρξη φόβων χρεωκοπίας χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, την μετατροπή υλικών ή άυλων αξιών σε χρήμα κ.λπ. […] Ενόψει λοιπόν των εκτάκτων συνθηκών, η οργανωμένη εξουσία, το Κράτος δηλαδή, καλείται πρώτα να προστατέψει τον ίδιο του τον εαυτό και στη συνέχεια να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση στοχεύοντας στην αποκατάσταση της σταθερότητας του συστήματος χρηματοδότησης της οικονομίας.» «Γνώμονα του διοικητικού δικαστή […] μπορεί να αποτελέσει η θεωρία […] των ‘εξαιρετικών περιστάσεων’ […] Ο δικαστής πρέπει πρώτα να διαπιστώσει αν υπάρχει κάποιος κίνδυνος με τα εξής χαρακτηριστικά: (α) να είναι υφιστάμενος ή επικείμενος (β) οι συνέπειές του να αφορούν το σύνολο της κοινωνίας (γ) η συνέχεια της οργανωμένης ζωής της κοινωνίας να απειλείται (δ) να είναι εξαιρετικός […]. Προϋπόθεση όμως για την λήψη των μέτρων αυτών είναι η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας […] παρόλο που οι έκτακτες συνθήκες […] επιτρέπουν ή μάλλον επιβάλλουν στον δικαστή ν’ αποφασίσει εάν η απόκλιση από την συνήθη νομιμότητα είναι δικαιολογημένη και συνεπώς ανεκτή, εντούτοις δεν τον καθιστούν κυρίαρχο κατά τον ορισμό του
Δεν ενδιαφέρει εδώ μεγαλύτερη πραγμάτευση του θέματος. Αξίζει όμως να δούμε την νομολογιακή εφαρμογή του σε ένα εξαιρετικά χαρακτηριστικό παράδειγμα: το εάν το ταμειακό συμφέρον του κράτους συνιστά ή όχι «δημόσιο συμφέρον» ικανό να οδηγήσει σε ανάλογο περιορισμό της έκτασης ατομικών δικαιωμάτων. Το παράδειγμα είναι εξαιρετικά χαρακτηριστικό διότι η Ελλάδα έχει ήδη καταδικασθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ακριβώς για αυτό το ζήτημα, σε δίκη με ειδικότερο αντικείμενο την διαφοροποίηση προς τα κάτω των νομίμων επιτοκίων που επιβάλλονται εις βάρος του δημοσίου σε σχέση με εκείνα που επιβάλλονται εις βάρος ιδιωτών. Στην σχετικά πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Μεϊδάνης κατά Ελλάδας της 22ας Μαΐου 2008, το ΕΔΔΑ, αφού δέχθηκε ότι «τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου μπορούν να χαίρουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, προνομίων και ασυλιών που τους επιτρέπουν να εκτελούν αποτελεσματικά τις αποστολές τους δημοσίου δικαίου» έκρινε ότι «το απλό ταμειακό συμφέρον [εν προκειμένω ενός νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου] δεν μπορεί να εξομοιωθεί με το δημόσιο ή γενικό συμφέρον και δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παραβίαση του δικαιώματος σε σεβασμό της περιουσίας […] που επιφέρει η [εκεί] επίμαχη ρύθμιση», δεν τίθεται δηλαδή ούτε θέμα αναλογικότητας, καθώς το απλό ταμειακό συμφέρον του δημοσίου δεν επιτρέπει κανέναν περιορισμό ατομικού δικαιώματος –αν τον επέτρεπε θα εξεταζόταν αν ο τυχόν επιβληθείς περιορισμός είναι τυχόν ανάλογος ή όχι. Έτσι, η επίδικη στην περίπτωση και ευνοϊκή για το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου διαφοροποίηση του ύψους των επιτοκίων δεν κρίθηκε σύμφωνη με την ΕΣΔΑ. Η απόφαση 1620/2011 το Στ’ Τμήματος του ΣτΕ, παραπεμπτική πάντως στην Ολομέλεια, αντιμετωπίζοντας την φαινομενικά απόλυτη νομολογία του ΕΔΔΑ, σε μία στιγμή ιδιαίτερα λεπτής εφευρετικότητας, δέχεται ότι ναι μεν το «απλό» ταμειακό συμφέρον του δημοσίου δεν αποτελεί αποχρώντα λόγο δημοσίου συμφέροντος ικανό να δικαιολογήσει περιορισμό, έστω ανάλογο, του δικαιώματος στην περιουσία, όμως η «διασφάλιση της ”δημοσιονομικής ισορροπίας” του Κράτους» αποτελεί. Για να τεκμηριώσει την θέση του αυτή το δικαστήριο δέχθηκε ως πραγματικό γεγονός ότι «η δημοσιονομική ισορροπία του ελληνικού Κράτους […] έχει ήδη σοβαρότατα κλονισθεί. Το δημόσιο έλλειμμα και το δημόσιο χρέος είναι τεράστια, ανερχόμενα σε πρωτοφανή, στην ιστορία των δημοσίων οικονομικών της χώρας επίπεδα […] Η μείωση, συνεπώς, του δημοσίου χρέους δεν συνιστά έναν απλώς δημοσιονομικό στόχο, αλλά αποτελεί εθνικό διακύβευμα. Και τούτο διότι η δημοσιονομική κρίση έχει, εξαιτίας της πρωτοφανούς διάστασής της, χαρακτήρα εθνικής κρίσης.»[4]
Το ταμειακό συμφέρον του δημοσίου σήμερα και λόγω της κρίσης δεν είναι απλώς και μόνο «δημόσιο ή γενικό συμφέρον» -οπότε δεν θα δικαιολογούσε περιορισμό δικαιώματος που προστατεύεται από την ΕΣΔΑ. Είναι «εθνικό διακύβευμα», οπότε και δικαιολογεί περιορισμό δικαιώματος που προστατεύεται από την ΕΣΔΑ. Να λοιπόν ένα κλασικό νομολογιακό παράδειγμα λειτουργίας του Συντάγματος σε εποχή κρίσης.
Η δημοκρατία στην εποχή κρίσης
Δεν θα ήθελα να τελειώσω χωρίς δυο ενδεικτικά σημεία για το θέμα «δημοκρατία στην εποχή της κρίσης». Το ένα αφορά στο δημοκρατικό έλλειμμα στον χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άλλο στο δημοψήφισμα.
Στον χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φαίνεται –από παλιά- να υπάρχει όχι απλώς δημοκρατικό έλλειμμα, αλλά κυριολεκτικά «λαοφοβία». Την επιβεβαιώνει και η Συνθήκη της 2ας Μαρτίου 2012, στην οποία ήδη αναφέρθηκα. Η Συνθήκη δεν δημιουργεί, ούτε προβλέπει, ακόμη και χαραμάδα μηχανισμών δημοκρατικού ελέγχου και νομιμοποίησης των αποφάσεων που λαμβάνουν τα κοινοτικά όργανα και τα κράτη εντός των οργάνων αυτών από έναν ενιαίο ευρωπαϊκό δήμο. Τα προγράμματα λιτότητας εκπονούνται και επιβάλλονται με αρκετά κοινά χαρακτηριστικά πενταετών προγραμμάτων των χωρών του πάλαι ποτέ υπάρξαντος Σοσιαλισμού: σχεδιάζονται κεντρικά, από κατά κανόνα βέβαιους για την ορθότητά τους «ειδικούς» και για την τυχόν αποτυχία τους φταίνε όλοι εκτός από εκείνους που τα σχεδίασαν και τα αποφάσισαν. Δημοκρατικά υπόλογος στο αντίστοιχο με το πεδίο εφαρμογής των αποφάσεων αυτών ευρωπαϊκό επίπεδο δεν υπάρχει κανένας. Μήπως βαθύτερα κατάλοιπα της ανατολικογερμανικής πρώτης παιδείας της κας Μέρκελ; Μήπως γενικότερη τάση;
Σε κάθε περίπτωση, νομίζω ότι η ιστορική πείρα διδάσκει, ότι, σε βάθος χρόνου, η έλλειψη ενιαίου πολιτικού και δημοκρατικού αντικρίσματος της οικονομικής διακυβέρνησης, ειδικά στην Ευρώπη, κινδυνεύει να κλονίσει όχι μόνο τα πολιτικά και κοινωνικά θεμέλια της τόσο επίζηλη δημοσιονομικής σταθερότητας, αλλά και συνολικά ό,τι συνηθίζεται να αποκαλείται ”Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα”. Αποκλείοντας δηλαδή από την αποφασιστική πολιτική συμμετοχή εκείνους υπέρ των οποίων φέρεται να αναπτύσσεται αυτή η ευρωπαϊκού επιπέδου και βεληνεκούς πολιτική δράση, κινδυνεύει να αναιρέσει ό,τι ακριβώς επιχειρεί να αποκαταστήσει. Κάποτε, αργά ή λιγότερο αργά, η Ευρώπη θα συναντήσει καταπρόσωπο τους ευρωπαϊκούς λαούς, τους Ευρωπαίους, ως ενιαίο πολιτικό υποκείμενο και κοινωνικό μέγεθος, και τότε ή θα τους πείσει ή θα διαλυθεί.
Το δημοψήφισμα. Όταν, τον Νοέμβριο του 2011 το πρότεινε –άγαρμπα και ανεπεξέργαστα, ειν’ αλήθεια- ο Γιώργος Παπανδρέου το απέρριψαν όλοι, και εδώ και έξω. Το απέρριψαν με διαφορετικά επιχειρήματα, που όμως, κατά βάση, είχαν την ίδια βαθύτερη θεμελίωση: η κρίση παραείναι σημαντική για να αποφανθεί επ΄ αυτής, τυπικά, επίσημα και δεσμευτικά, ο λαός. Το Νοέμβριο του 2011, με λόγια ουδενός ελάσσονος του Juergen Habermas, η εξαγγελθείσα κατακυνηγηθείσα πρόθεση του πρώην Πρωθυπουργού να οργανώσει δημοψήφισμα ”αποκάλυψε το κυνικό νόημα του ελληνικού δράματος –λιγότερη δημοκρατία είναι καλύτερη για τις αγορές [..] Η ελληνική καταστροφή είναι ωστόσο μία σαφής προειδοποίηση εναντίον του μετα-δημοκρατικού δρόμου που ακολουθούν οι Μέρκελ και Σαρκοζύ. Μία συγκέντρωση της εξουσίας σε μία διακυβερνητική επιτροπή Αρχηγών κυβερνήσεων, που επισείουν τις αποφάσεις τους στα εθνικά κοινοβούλια είναι λάθος δρόμος. Μία δημοκρατική Ευρώπη, η οποία δεν είναι διόλου υποχρεωμένη να λάβει την μορφή ενός ομοσπονδιακού κράτους, πρέπει να είναι διαφορετική.”
Το δημοψήφισμα λοιπόν είναι κακό για τις αγορές. Μόνο για αυτές;
Το θέμα όμως, ως ζήτημα δημοκρατίας, δεν τελειώνει εδώ. Οι εκλογές της 6ης Μαΐου του 2012 ανέδειξαν επτά κοινοβουλευτικές μειοψηφίες: την Νέα Δημοκρατία αποδοκίμασε το 81,15% των ψηφοφόρων, τον αναμφισβήτητο πολιτικό νικητή των εκλογών ΣΥΡΙΖΑ αποδοκίμασε το 83,22%, το ΠΑΣΟΚ το αποδοκίμασε το 86,82%, τους Ανεξάρτητους Έλληνες αποδοκίμασε το 89,4%, το ΚΚΕ το αποδοκίμασε το 91,52% και την Χρυσή Αυγή αποδοκίμασε το 93,03% του εκλογικού σώματος. Επίσης, το σύνολο των λοιπών κομμάτων που κατήλθαν στις εκλογές χωρίς κανένα τους να συγκεντρώσει το απαιτούμενο για κοινοβουλευτική εκπροσώπηση 3% το αποδοκίμασε το 80,97% του εκλογικού σώματος. Ωστόσο όλα ή σχεδόν όλα τα κόμματα θεωρούν ότι το εκλογικό σώμα αποδοκίμασε ή επιδοκίμασε κάτι πολύ γενικότερο και ευρύτερο από το καθ΄ έκαστο κομματικό εκλογικό αποτέλεσμα. Το εκλογικό σώμα όμως δεν ρωτήθηκε ευθέως για αυτό, ενώ τα ίδια αυτά κόμματα (περιλαμβανομένου του ΠΑΣΟΚ υπό την μετά Παπανδρέου ηγεσία του) αρνήθηκαν και αρνούνται σθεναρά να ερωτηθεί ευθέως.
Το θέμα του δημοψηφίσματος επανήλθε όπως επανήλθε με την πρόσφατη εμπλοκή του ονόματος της κας Μέρκελ. Αν υποθέσουμε ότι η πρότασή της έγινε όπως ακούσθηκε ότι έγινε, τότε το μόνο που μπορώ να παρατηρήσω είναι ότι επιχειρήθηκε να χρησιμοποιηθεί ο λαός ως σώμα πολιτών που ασκεί άμεση δημοκρατία –δηλαδή πολιτών που αποφασίζουν ευθέως και αμέσως για ένα μείζον πολιτικό ζήτημα- προκειμένου να ακυρωθεί το ενδεχόμενο πολιτικό αποτέλεσμα της θέλησης του ίδιου λαού ως σώματος εκλογέων -δηλαδή πολιτών που επιλέγουν κόμματα και εκλέγουν βουλευτές.
Τόσο στην περίπτωση της οργίλης απόρριψης της πρότασης για δημοψήφισμα του Νοεμβρίου 2011 όσο και στην περίπτωση της απόπειρας να εισαχθεί δημοψήφισμα ταυτόχρονα με τις εκλογές του Ιουνίου του 2012 το προφανές σκεπτικό ήταν ο,τιδήποτε άλλο εκτός από δημοκρατικό: ήταν να αποφευχθεί να έχει το εκλογικό σώμα, αυτό τελικά, την όποια, βαρύτατη, ευθύνη της πολιτικά κρίσιμης και θεσμικά αποφασιστικής επιλογής σχετικά με την αντιμετώπιση της κρίσης.
Η παρατήρησή μου αυτή δεν αφορά τη γνώμη μου για το αν ήταν ορθό να επιχειρηθεί δημοψήφισμα τον Νοέμβριο του 2011, αλλά την επισήμανση ενός διδακτικού παραδείγματος μίας εξόχως πονηρής χρήσης της δημοκρατίας σε περίοδο κρίσης.
[1] Παναγιώτης Κονδύλης, Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού. Από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή και από τον φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία. Αθήνα, 1991, σελ.43.
[2] Μία εισαγωγή στον ευρύτερο θεωρητικό προβληματισμό σχετικά με το λεγόμενο «δίκαιο της ανάγκης», βλ. σε Αριστόβουλου Μάνεση, Περί αναγκαστικών νόμων. Αι εξαιρετικαί νομοθετικαί αρμοδιότητες της εκτελεστικής εξουσίας, Αθήναι – Θεσσαλονίκη1953, ιδίως τα κεφάλαια Δ’ (Η δικαϊική θεμελίωσις των αναγκαστικών νόμων), σελ. 127 επ. και Ε’(Άσκησις και όρια της εξαιρετικής νομοθετικής εξουσίας), σελ. 159 επ.
[3] Βλ. Παναγιώτη Πικραμμένου, Δημόσιο Δίκαιο σε έκτακτες συνθήκες από την οπτική της ακυρωτικής διοικητικής διαδικασίας, σε ΘΠΔΔ, τευχ. 2/2012, σελ. 97-100.
[4] Η νομολογία αυτή αποτελεί ήδη αντικείμενο κριτικής, βλ. Κωνσταντίνου Γιαννακόπουλου, Το δημόσιο συμφέρον υπό το πρίσμα της οικονομικής κρίσης. Σκέψεις με αφορμή τις αποφάσεις ΣτΕ Β’, 693/2011, ΣτΕ Στ’ 1620/2011 και ΣτΕ Α’, 2094/2011 σε ΕφημΔΔ, τευχ. 1/2012, σελ. 100-112,εκτιμώ δε ότι η κριτική μελέτη της σχετικής νομολογιακής τάσης που τείνει να διαμορφωθεί θα συνεχισθεί και στο μέλλον.