

Οι Συνθήκες προσωρινής κράτησης και η απονομή δικαιοσύνης στην Ελλάδα στο επίκεντρο (ξανά) του ΕΔΔΑ (Υπόθεση Δημόπουλος κατά Ελλάδας)
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η εξέταση των συνθηκών προσωρινής κράτησης στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης (και Αθήνας) έχει βρεθεί πολλάκις στο επίκεντρο των υποθέσεων που έχουν έρθει ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Για ακόμη μια φορά λοιπόν, στην υπόθεση Δημόπουλος κατά Ελλάδας, η απόφαση της οποίας δημοσιεύθηκε πρόσφατα (στις 09.10.2012), το ΕΔΔΑ εξέτασε τόσο τις συνθήκες προσωρινής κράτησης όσο και τη χρονοβόρο διαδικασία της απόδοσης δικαιοσύνης στην Ελλάδα.
Συγκεκριμένα, ο προσφεύγων είναι Έλληνας υπήκοος, ο οποίος γεννήθηκε το 1969 και ζει στη Θεσσαλονίκη (Ελλάδα). Η υπόθεση αφορούσε την καταγγελία του για τις άθλιες συνθήκες της κράτησής του από 16 Ιανουαρίου έως 22 Απριλίου 2009 στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης όπου είχε κρατηθεί καθώς κατηγορούνταν για διακίνηση ναρκωτικών. Επικαλέστηκε το άρθρο 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης). Περαιτέρω στηριζόμενος στο άρθρο 5 § 4 (δικαίωμα υποβολής προσφυγής ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, προκειμένου αυτό να αποφασίσει εντός βραχείας προθεσμίας επί του νομίμου της κρατήσεως και να διατάξει την απόλυση σε περίπτωση παρανόμου κρατήσεως), κατήγγειλε επίσης ότι είχε λάβει περισσότερες από 100 ημέρες για τις αρχές να αποφασίσουν σχετικά με την προσφυγή του που κατέθεσε τον Ιανουάριο του 2009 για άρση της προσωρινής κράτησης του και ότι ο ίδιος δεν είχε την ευκαιρία για αυτοπρόσωπη εμφάνιση τον Μάη του 2009 όπου αποφασίσθηκε σχετικά με το αν η κράτησή του θα πρέπει να συνεχιστεί.
Ειδικά για την πτυχή της χρονοβόρου διαδικασίας, το ΕΔΔΑ σημείωσε χαρακτηριστικά ότι είναι σχεδόν αδύνατο να μην καταδικάσει την Ελλάδα για καθυστέρηση της απονομής δικαιοσύνης (το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών αποφάσισε ύστερα από 100 (!) ημέρες από την κατάθεση της προσφυγής για άρση της προσωρινής κράτησης), όταν έχει καταδικάσει χώρες, όπου οι αρμόδιες αρχές αποφάσισαν μέσα 26-29 ημέρες.
Σε αυτούς τους δύο άξονες (της εξέτασης των συνθηκών της προσωρινής κράτησης και της χρονοβόρου απονομής δικαιοσύνης) θα κινηθεί και το παρόν άρθρο αναλύοντας παράλληλα και την αντίστοιχη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Β. Η ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΗΣ ΑΠΑΝΘΡΩΠΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΛΟΓΩ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΚΡΑΤΗΣΗΣ
Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στην υπόθεση οι συνθήκες προσωρινής κράτησης του προσφεύγοντος στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης ήταν ελεεινές. Ειδικότερα, σημειώνει την έλλειψη των υγειονομικών προϊόντων και εγκαταστάσεις ύπνου. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι ο χώρος κράτησης ήταν υπερπλήρεις, με κακό εξαερισμό και ανεπαρκή φυσικό φωτισμό. Ειδικότερα, ο προσφεύγων επεσήμανε ότι υπήρχαν δέκα κρατούμενοι ανά κελί, που ήταν πάνω από δύο φορές της ικανότητας του σχεδιασμού του. Μερικοί κρατούμενοι ήταν αναγκασμένοι να κοιμούνται στο πάτωμα. Δεν υπήρχε χώρος για να περπατήσουν γύρω. Τα κελιά και οι εγκαταστάσεις υγιεινής ήταν βρώμικα. Η κακή ποιότητα των τροφίμων που προσφέρονται ανάγκαζαν τους τροφίμους να παραγγείλουν φαγητό από έξω. Οι κρατούμενοι δεν είχαν την ευκαιρία να δουν γιατρούς, ακόμα κι αν μερικοί μολύνθηκαν από λοιμώδη νοσήματα και άλλοι ήταν χρήστες ναρκωτικών που έπασχαν από στέρηση ναρκωτικών ουσιών (παράγραφος 13 της απόφασης).
Βάσει των συνθηκών προσωρινής κράτησής του, ο προσφεύγων επικαλέστηκε παραβίαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σύμφωνα με το οποίο: «Κανείς δεν πρέπει να υποβάλλεται σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία».
Για την εκτίμηση επί του παραδεκτού αυτού του ισχυρισμού, το Δικαστήριο αναφέρθηκε τόσο στο ισχύον ελληνικό δίκαιο (άρθρο 572 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας) σε παραλληλισμό με το συναφές άρθρο 35 § 3 (α) της Σύμβασης περί εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων.
Βάσει του άρθρου 572 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, «1. Ο εισαγγελέας των πλημμελειοδικών του τόπου όπου εκτίεται η ποινή ασκεί τις προβλεπόμενες στον Σωφρονιστικό Κώδικα αρμοδιότητές του και μεριμνά για την έκτιση της ποινής και την εφαρμογή των μέτρων ασφάλειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα αυτού, του Ποινικού Κώδικα και των ειδικών νόμων για την εκτέλεση ποινών. 2. Για την άσκηση των κατά την παράγραφο 1 αρμοδιοτήτων του ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών επισκέπτεται τη φυλακή τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα. Κατά τις επισκέψεις αυτές δέχεται κρατουμένους που έχουν ζητήσει ακρόαση. 3. Στις φυλακές Πειραιώς (Κορυδαλλού), Θεσσαλονίκης (Διαβατών), Πατρών (Αγίου Στεφάνου) και Λάρισας, τις κατά τις παραγράφους 1 και 2 αρμοδιότητες ασκεί αντεισαγγελέας εφετών, επικουρούμενος από έναν εισαγγελέα πλημμελειοδικών, ο οποίος τον αναπληρώνει όταν δεν υπάρχει ή σε περίπτωση κωλύματος ή απουσίας του. Οι εισαγγελείς αυτοί ορίζονται για ένα έτος από εκείνους που υπηρετούν στις οικείες εισαγγελίες με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, στην οποία προβλέπεται ολική ή μερική απαλλαγή από τα λοιπά καθήκοντά τους και εγκαθίστανται στο σωφρονιστικό κατάστημα. Η θητεία τους μπορεί να παραταθεί για ένα ακόμη έτος».
Συνοπτικά, θα μπορούσαμε να πούμε τα κεντρικά σημεία του ανωτέρω άρθρου είναι[1]: α) Η πρόβλεψη ότι στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου κρατήσεως ανήκει όχι μόνον η μέριμνα για την έκτιση της ποινής και την εφαρμογή των μέτρων ασφαλείας αλλά και η άσκηση των προβλεπόμενων στο Σωφρονιστικό Κώδικα αρμοδιοτήτων, β) η υποχρέωση του εισαγγελέα να δέχεται κατά τις επισκέψεις του στις φυλακές τους κρατουμένους που έχουν ζητήσει ακρόαση (που δεν μπορεί να είναι λιγότερες από μια εβδομάδα) και γ) η ανάθεση για ορισμένες φυλακές της μέριμνας αυτής σε αντεισαγγελέα εφετών (που επικουρείται από εισαγγελέα πλημμελειοδικών).
Σύμφωνα με την πλευρά της Ελληνικής Κυβέρνησης, ο προσφεύγων μπορούσε να καταγγείλει τις συνθήκες κράτησης βάσει του ανωτέρω άρθρου στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών που επισκεπτόταν τη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης, όπου κρατούνταν. Παρόλα αυτά, τα κύρια επιχειρήματα του προσφεύγοντος δεν σχετίζονται με τις ειδικές συνθήκες κράτησης που ο ίδιος δέχθηκε προσωπικά, αλλά ως επί το πλείστον αναφέρονται στις γενικές συνθήκες κράτησης στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης, στο μέτρο και στο βαθμό που τον επηρέασαν. Εν όψει των ανωτέρω, κανένα μέτρο δεν θα μπορούσε να έχει ληφθεί από τον Εισαγγελέα[2] (παράγραφος 29 της απόφασης).
Παράλληλα, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι η καταγγελία ενώπιον του αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας έχει αποδειχθεί πολλάκις άνευ ουσίας[3] (παράγραφος 30 της απόφασης), καθώς δεν υπάρχει σαφήνεια ως προς τον τρόπο και το είδος της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθηθεί, ενώ υπάρχουν και υπόνοιες μεροληψίας του αρχηγού της αστυνομίας, γεγονός που θα μπορούσε να έχει ουσιαστικές επιπτώσεις στο συγκεκριμένο ένδικο μέσο. Για τους λόγους αυτούς δεν έγινε δεκτή και η συγκεκριμένη ένσταση της Ελληνικής Κυβέρνησης.
Ερχόμενοι στο επί της ουσίας τμήμα της επικαλούμενης παραβίασης του άρθρου 3 της Σύμβασης, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι καταγγελίες ήταν ασαφείς, ενώ από την πλευρά του ο προσφεύγων υποστήριξε ότι οι άθλιες συνθήκες κράτησης είχαν αποδειχθεί από τη σχετική έκθεση και την επιστολή του Έλληνα Συνηγόρου του Πολίτη[4] και τα ευρήματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας[5]. Αναφέρθηκε ιδιαίτερα στην έλλειψη ιατρικής φροντίδας.
Βάσει του άρθρου 3 της Σύμβασης, στο οποίο στηρίζεται ο εν λόγω ισχυρισμός του προσφεύγοντος, κανένα άτομο δεν επιτρέπεται να υποβάλλεται σε βασανιστήρια ή σε βάναυση, απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή ποινή. Προκειμένου να γίνει κατανοητό τι είδους συμπεριφορά απαγορεύεται και πως αυτή η συμπεριφορά κατηγοριοποιείται, είναι απαραίτητο να καταλάβουμε τις νομικές επιπτώσεις του κάθε όρου που περιλαμβάνεται στο άρθρο 3, γι’ αυτό και θα χωρίσουμε το άρθρο αυτό σε 5 στοιχεία[6]: α) το βασανιστήριο, β) απάνθρωπη, γ) ταπεινωτική, δ) μεταχείριση και ε) ποινή.
Σχετικά με τον όρο «βασανιστήριο», το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν έχει ακόμη ξεκαθαρίσει τι ακριβώς περιλαμβάνει. Παρόλα αυτά, έχει κάνει αποδεκτό ένα τμήμα από τον ορισμό που δίνεται από τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά των Βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, που τέθηκε σε ισχύ στις 26 Ιουνίου 1987. Συγκεκριμένα, το άρθρο 1 αυτής της Σύμβασης ορίζει τα ακόλουθα: «…ο όρος “βασανιστήρια” σημαίνει κάθε πράξη με την οποία, σωματικός ή ψυχικός πόνος ή έντονη οδύνη επιβάλλονται με πρόθεση σ’ ένα πρόσωπο, με σκοπό ιδίως να αποκτηθούν απ’ αυτό ή από τρίτο πρόσωπο πληροφορίες ή ομολογίες, να τιμωρηθεί για μια πράξη που αυτό ή τρίτο πρόσωπο έχει διαπράξει ή είναι ύποπτο ότι την έχει διαπράξει, να εκφοβηθεί ή εξαναγκασθεί αυτός ή τρίτο πρόσωπο, ή για κάθε άλλο λόγο που βασίζεται σε διάκριση οποιασδήποτε μορφής, εφ’ όσον ένας τέτοιας πόνος ή οδύνη επιβάλλονται από δημόσιο λειτουργό ή κάθε πρόσωπο που ενεργεί με επίσημη ιδιότητα ή με την υποκίνηση ή τη συναίνεση ή την ανοχή του. Δεν περιλαμβάνονται ο πόνος ή η οδύνη που προέρχονται μόνον από πράξεις συμφυείς ή παρεμπίπτουσες προς νόμιμες κυρώσεις.»
Αναφορικά με τους όρους «απάνθρωπη» και «ταπεινωτική», η κακομεταχείριση που δεν είναι βασανιστήριο, υπό την έννοια ότι δεν έχει επαρκή ένταση ή το σκοπό, θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως απάνθρωπη ή ταπεινωτική. Όπως συμβαίνει με όλες τις εκτιμήσεις του άρθρου 3, η εκτίμηση αυτού είναι σχετική. Η μεταχείριση έχει κριθεί από το Δικαστήριο ως «απάνθρωπη» διότι, μεταξύ άλλων, ήταν προμελετημένη, εφαρμόστηκε για ώρες, και προκάλεσε είτε πραγματική σωματική βλάβη ή έντονη σωματική και ψυχική ταλαιπωρία. Πολλές περιπτώσεις απάνθρωπης μεταχείρισης προκύπτουν στο πλαίσιο της κράτησης, όπου τα θύματα έχουν υποστεί κακομεταχείριση που ήταν σοβαρή, αλλά όχι από την ένταση που απαιτείται για να πληροί τις προϋποθέσεις της μεταχείρισης ως βασανιστήριο[7].
Ταπεινωτική μεταχείριση είναι αυτή που «ξυπνά» στα θύματα τα συναισθήματα του φόβου, της αγωνίας και της κατωτερότητας, ικανά να τα ταπεινώσουν και νιώσουν υποτίμηση. Αυτό έχει επίσης περιγραφεί ως «εμπλεκόμενη μεταχείριση», που θα οδηγούσε σε διάσπαση της φυσικής ή ηθικής αντίστασης του θύματος, ή στο να ενεργήσει χωρίς της βούληση ή τη συνείδηση του.
Κατά την εξέταση του κατά πόσο μια τιμωρία ή μεταχείριση είναι «ταπεινωτική», κατά την έννοια του άρθρου 3, πρέπει να ληφθούν υπόψη ως προς το κατά πόσον ο σκοπός του είναι να ταπεινώσει και να υποτιμήσει το εν λόγω πρόσωπο και αν, σε ό, τι αφορά τις συνέπειες, επηρέασε αρνητικά την προσωπικότητά του κατά τρόπο ασυμβίβαστο με το άρθρο 3. Ωστόσο, η απουσία ενός τέτοιου σκοπού δεν μπορεί να αποκλείσει τη διαπίστωση της παραβίασης του άρθρου 3.
Τέλος, οι περισσότερες από τις συμπεριφορές και τις πράξεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «μεταχείριση». Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι σαφώς μια μορφή «ποινής» που έχει επιβληθεί στο θύμα, και πρέπει να εξεταστεί αν η ποινή είναι απάνθρωπη ή ταπεινωτική.
Αν και μπορεί να υποστηριχθεί ότι υπάρχει μια εγγενής φυσική ταπείνωση στην οποία τιμωρούνται per se, αναγνωρίζεται ότι θα ήταν παράλογο να κριθεί ότι η δικαστική ποινή γενικά, λόγω του συνήθους και ίσως σχεδόν αναπόφευκτου στοιχείου της ταπείνωσης, είναι “ταπεινωτική” κατά την έννοια του άρθρου 3. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου απαιτεί δικαίως ότι κάποια επιπλέον κριτήρια πρέπει να ενταχθούν στο κείμενο. Πράγματι, το άρθρο 3, με ρητή απαγόρευση “απάνθρωπη” και “ταπεινωτική” ποινή, σημαίνει ότι υπάρχει μια διάκριση μεταξύ της εν λόγω ποινής και της ποινής σε γενικές γραμμές.
Συνεπώς, η απαγόρευση εξευτελιστικής μεταχείρισης δεν έχει κατ ‘ανάγκη σχέση με την κανονική δικαστική ποινή, ακόμη και αν η επιβληθείσα ποινή μπορεί να είναι σοβαρή. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ανέφερε ότι αυτό θα γίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις που μια βαριά ποινή θα εγείρει το θέμα σύμφωνα με το άρθρο 3[8].
Οι συνήθεις παραβιάσεις του άρθρου 3 της Σύμβασης γίνονται στο πλαίσιο της κράτησης, μόλις δηλαδή το άτομο έχει συλληφθεί από την αστυνομία[9]. Για το λόγο αυτό, οι σωφρονιστικές αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνουν υπόψη τόσο τις κινήσεις των κρατουμένων όσο και τις συνθήκες υπό τις οποίες διαβιούν. Μάλιστα, σε περίπτωση που οι κρατούμενοι καταγγέλλουν κακομεταχείριση θα πρέπει οι δικαστικές αρχές να ζητούν από τις αντίστοιχες σωφρονιστικές τις κατάλληλες γνωματεύσεις (ιατρικές και μη), στις οποίες να αναφέρονται αναλυτικά τόσο τα περιστατικά όσο και τα πορίσματα.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα έχει καταδικαστεί ξανά για τις συνθήκες προσωρινής κράτησης, όπως σημείωσε το Δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση[10]. Για τους ανωτέρω λόγους και εφόσον οι απάνθρωπες συνθήκες κράτησης επιβεβαιώθηκαν και από τις αντίστοιχες εκθέσεις του Συνηγόρου του Πολίτη, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι συνθήκες κράτησης του προσφεύγοντος στις εγκαταστάσεις της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Θεσσαλονίκης, σε συνδυασμό με την υπέρμετρη διάρκεια της κράτησής του σε αυτές τις συνθήκες, ανήλθαν σε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση κατά παράβαση του άρθρου 3. Συνεπώς υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης, όπως ήδη αναλύθηκε (παράγραφος 42 της απόφασης).
Γ. ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΑΡΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΥΠΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 5 § 4 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Σύμφωνα με το άρθρο 5 § 4 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: «Ο καθένας που στερείται της ελευθερίας του λόγω σύλληψης ή κράτησης έχει δικαίωμα να κινήσει διαδικασία με την οποία η νομιμότητα της κράτησής του θα αποφασιστεί σύντομα από το δικαστήριο και διατάσσεται η αποφυλάκισή του εάν η κράτηση δεν είναι νόμιμη».
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει ήδη κρίνει ότι θεμέλιος λίθος του παρόντος άρθρου είναι η αρχή της ισότητας των όπλων, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι εμπλέκονται άτομα που ήδη κρατούνται και στερούνται της ελευθερίας τους[11].
Συνεχίζοντας τις ανωτέρω εκτιμήσεις του, το Δικαστήριο αναφέρει ότι εφόσον υπάρχει ήδη νομολογία από το ίδιο σε παρόμοιες περιπτώσεις κατά της Ελλάδας, θα πρέπει το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών (και κατ’ επέκταση τα ποινικά δικαστήρια της χώρας) να την ακολουθούν (παράγραφος 49 της απόφασης).
Σύμφωνα, όμως, με τους ισχυρισμούς από πλευράς Ελληνικής Κυβέρνησης, το άρθρο 285 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δεν πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα του άρθρου 5 § 4 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς το τελευταίο άρθρο δεν αφορά το ένδικο μέσο της προσφυγής για άρση της προσωρινής κράτησης.
Βάσει του άρθρου 285 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, «1. Κατά του εντάλματος για την προσωρινή κράτηση και της διάταξης του ανακριτή που επέβαλε περιοριστικούς όρους επιτρέπεται στον κατηγορούμενο να προσφύγει στο συμβούλιο των πλημμελειοδικών. Η προσφυγή γίνεται μέσα σε πέντε ημέρες από την προσωρινή κράτηση, και συντάσσεται έκθεση από το γραμματέα των πλημμελειοδικών ή από εκείνον που διευθύνει τις φυλακές, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο άρθρο 474 παρ. l’ η προσφυγή διαβιβάζεται στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και εισάγεται από αυτόν χωρίς χρονοτριβή μαζί με την πρότασή του στο συμβούλιο, το οποίο και αποφασίζει αμετάκλητα. 2. Η προσφυγή δεν έχει ανασταλτική δύναμη. 3. Αν το ένταλμα προσωρινής κράτησης εκδόθηκε ύστερα από βούλευμα δικαστικού συμβουλίου που έκρινε σε σχετική διαφωνία του ανακριτή και του εισαγγελέα, δεν επιτρέπεται προσφυγή. 4. Το συμβούλιο των πλημμελειοδικών όταν ασχολείται με την προσφυγή μπορεί να άρει την προσωρινή κράτηση ή να την αντικαταστήσει με τους περιοριστικούς όρους που επιβάλλονται κατά την κρίση του ή να αντικαταστήσει με άλλους τους όρους που έχουν τεθεί. 5. Και μετά την άσκηση της προσφυγής ο ανακριτής εξακολουθεί την ανάκριση χωρίς διακοπή».
Σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο, παρέχεται στον κατηγορούμενο μία από τις δύο δικονομικές δυνατότητες να αντιδράσει, προκειμένου να ανακτήσει την ελευθερία του. Η δυνατότητα αυτή είναι η προσφυγή κατά του εντάλματος προσωρινής κράτησης[12].
Η εν λόγω προσφυγή αποτελεί «οιονεί» ένδικο μέσο και επομένως εφαρμόζονται οι γενικοί ορισμοί των ένδικων μέσων[13]. Μπορεί να ασκηθεί μέσα σε πέντε ημέρες από την εκτέλεση του εντάλματος προσωρινής κράτησης, είτε αυτοπροσώπως, είτε με αντιπρόσωπο που είναι εφοδιασμένος με ειδική εντολή ενώ μπορεί να ασκηθεί και από το συνήγορο που παρέστη κατά την απολογία του κατηγορουμένου κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρ. 465 § 2 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Η προσφυγή διαβιβάζεται στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, ο οποίος την εισάγει χωρίς χρονοτριβή μαζί με την πρότασή του στο συμβούλιο πλημμελειοδικών, το οποίο και αποφασίζει αμετακλήτως (άρ. 285 § 1 β΄ σε συνδ. με το άρθ. 307 περ. ε΄ Κώδικα Ποινικής Δικονομίας).
Αναφορικά με το άρθρο 5 §4 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η απαίτηση του άρθρου είναι ότι υπάρχει κάτι συγκρίσιμο με το habeas corpus, έτσι ώστε η νομιμότητα της κράτησης ενός ατόμου να μπορεί να ελεγχθεί. Τα κρίσιμα στοιχεία της υποχρέωσης αυτής της διάταξης είναι ότι η εποπτεία πρέπει να είναι από το δικαστήριο, πρέπει να συνεπάγεται μια ακρόαση με δικαστική συνδρομή σε κατ ‘αντιμωλία διαδικασία, πρέπει να αντιμετωπίσει τη νομιμότητα της κράτησης με την ευρύτερη έννοια, και πρέπει να γίνει γρήγορα[14]. Είναι χαρακτηριστικό ότι η υποχρέωση αυτή καλύπτει όλες τις αρχές που διατάσσουν προσωρινή κράτηση.
Είναι σημαντικό ότι η διαδικασία είναι ενώπιον δικαστή και πληροί όλες τις απαιτήσεις εύλογης δίκη του άρθρου 6, αλλά ιδιαίτερα εκείνες που σχετίζονται με την ανεξαρτησία και την αμεροληψία. Η απαίτηση ανεξαρτησίας προφανώς θα ικανοποιείται εάν η επανεξέταση διενεργείται από φορέα που κατά κάποιο τρόπο είναι υπόλογος στην εκτελεστική εξουσία. Η απαίτηση αμεροληψίας θα είναι αμφίβολη αν ο δικαστής κατά κάποιο τρόπο είχε μια προηγούμενη εμπλοκή με την περίπτωση.
Ένα από τα πλεονεκτήματα του δικαστικού ελέγχου είναι ότι οι κακοποιήσεις, εκτός από παράνομη κράτηση μπορεί να διαπιστωθεί, ιδίως υπό την προϋπόθεση ότι ο κρατούμενος θα πρέπει κανονικά να εμφανισθεί ενώπιον του δικαστηρίου προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η κράτηση είναι νόμιμη. Έτσι, μια παραβίαση του άρθρου 5 (4) βρέθηκε στην υπόθεση Kampanis κατά Ελλάδας, όπου ένα άτομο το οποίο κρατείται για μια υποτιθέμενη απάτη δεν είχε τη δυνατότητα να εμφανιστεί ενώπιον του δικαστηρίου, όταν αυτό ήταν εφικτό βάσει του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Το Δικαστήριο υπογράμμισε τη σημασία του κρατουμένου να είναι σε θέση να αντισταθεί στις παρατηρήσεις του εισαγγελέα σχετικά με την κράτησή του, επειδή ο κρατούμενος ισχυριζόταν ότι η κράτηση ήταν ασυμβίβαστη με το νόμο και επειδή η προσωπική εμφάνιση ενώπιον δικαστηρίου μειώνει το ενδεχόμενο της κακοποίησης υπό κράτηση.
Συνεπώς για να κριθεί εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 5 (4), η έννοια της νομιμότητας είναι πάντα ένας από τους κανόνες της Σύμβασης. Ο κρατούμενος πρέπει να έχει την ευκαιρία να τεθεί το ερώτημα εάν η κράτησή του είναι σύμφωνη με το εθνικό δίκαιο και τη Σύμβαση και δεν είναι αυθαίρετη.
Επιπρόσθετα, τίθεται το θέμα της ταχύτητας λήψεως των δικαστικών αποφάσεων. Αυτό αναμφίβολα δεν είναι τόσο κατηγορηματικό όπως η άμεση απαίτηση στο άρθρο 5 (3), και αυτό δεν αποτελεί έκπληξη δεδομένου ότι τα νομικά ζητήματα μπορεί να είναι πιο περίπλοκα στην περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 5 (4). Έτσι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένα διάστημα από μια εβδομάδα έως δύο εβδομάδες από την υποβολή της αίτησης ως τη λήψη της απόφασης θα μπορούσε να θεωρηθεί αποδεκτό σε πολλές περιπτώσεις[15].
Για τους σκοπούς του άρθρου 5 (4) ο χρόνος αρχίζει να τρέχει όταν κινηθεί η διαδικασία προσβάλλοντας τη νομιμότητα της κράτησης, και τελειώνει όταν ληφθεί η τελική απόφαση για την κράτηση. Ωστόσο, μπορεί να υπάρχει παραβίαση του άρθρου 5 (4), όταν ένας κρατούμενος πρέπει να περιμένει για ένα χρονικό διάστημα πριν το ένδικο μέσο είναι διαθέσιμο.
Στην προκείμενη υπόθεση, το Δικαστήριο σημείωσε, αρχικά, ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του, το άρθρο 5 § 4 έχει εφαρμογή και στη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών κατά την οποία προσβάλλεται η νομιμότητα της προφυλάκισης του κατηγορουμένου, όπως στην προκειμένη περίπτωση (παράγραφος 54 της απόφασης) και ότι η απαίτηση ότι μια απόφαση πρέπει να ληφθεί «γρήγορα» παραβιάστηκε σε περιπτώσεις όπου οι αρμόδιες αρχές αποφάσισαν σε 23 και 26 ημέρες. Συνεπώς είναι πιο έντονη η παραβίαση του εν λόγω άρθρου στην κριθείσα υπόθεση, όπου το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών αποφάσισε σε διάστημα περισσότερο από 100 ημέρες (παράγραφοι 62 και 63 της απόφασης).
Αξίζει να σημειωθεί ότι για όλες τις ανωτέρω παραβιάσεις, η Ελληνική Κυβέρνηση καταδικάστηκε να πληρώσει το ποσό των 10.000 ευρώ στον προσφεύγοντα για ηθική βλάβη.
Δ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Είναι τελικά «απλή» η εφαρμογή των άρθρων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου; Το πρόβλημα στην Ελλάδα φαίνεται να έχει βαθιές ρίζες. Παρά την υπογραφή της εν λόγω αλλά και παρεμφερών Συμβάσεων από την Ελλάδα, ωστόσο η πρακτική εφαρμογή δεν έχει επέλθει.
Το γεγονός αυτό διαπιστώθηκε για ακόμη μια φορά και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στην συγκεκριμένη απόφαση, έχει ήδη μια συγκεκριμένη νομολογία κατά της Ελλάδας τόσο για την παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης, λόγω των συνθηκών προσωρινής κράτησης, όσο και για την παραβίαση του άρθρου 5 παρ. 4 της Σύμβασης, για την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του προσωρινώς κρατούμενου και για το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο αποφαίνονται τα Συμβούλια Πλημμελειοδικών.
Αρχικά, όπως έχει διαπιστωθεί επανειλημμένως, οι συνθήκες προσωρινής κράτησης μάλλον επιδεινώνονται παρά βελτιώνονται. Σίγουρα, κανείς που συλλαμβάνεται δεν περιμένει να διαμείνει σε πολυτελές διαμέρισμα, όμως η τωρινή κατάσταση απέχει παρασάγγας από την απαίτηση για ανθρώπινη διαβίωση. Ας μην ξεχνάμε, ότι οι κρατούμενοι δεν παύουν να έχουν την ανθρώπινη ιδιότητά τους, επειδή συνελήφθησαν επειδή κατηγορούνται για βαρύνοντα ή μη εγκλήματα.
Περαιτέρω, όπως το Δικαστήριο τονίζει υπάρχει παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων, λόγω της μη αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Έχει καθιερωθεί στη χώρα μας, η συνεδρίαση των Δικαστικών εν γένει Συμβουλίων να είναι μυστική. Το γεγονός όμως αυτό αντίκειται ουσιωδώς στην προαναφερόμενη αρχή, καθώς δεν δίνεται στον κατηγορούμενο η δυνατότητα να αντικρούσει τα επιχειρήματα του εισαγγελέα και κυρίως να υποστηρίξει το ένδικο μέσο που ο ίδιος κατέθεσε. Ειδικά για το χρονικό διάστημα που απαιτείται προκειμένου να ληφθεί μια δικαστική απόφαση, είναι χαρακτηριστικό ότι στα ποινικά και πολιτικά δικαστήρια της χώρας εκκρεμούν τη δεδομένη περίοδο υποθέσεις που ξεκίνησαν πριν από 2-3 ή και περισσότερα χρόνια.
Σαφώς η «πολυδαίδαλη» γραφειοκρατία της χώρας παίζει τον δικό της κεντρικό ρόλο και στον χώρο της δικαιοσύνης, αλλά το πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί απλά με τη διαπίστωση των αιτιών που οδήγησαν στην παρούσα κατάσταση. Πολύ δε περισσότερο, όταν υπάρχουν παραβιάσεις βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα οποία η Ελλάδα έχει βεβαιώσει ότι θα εγγυάται.
Συνακόλουθα, η άμεση δράση εκ μέρους της Ελλάδας αποτελεί επιτακτική ανάγκη, προκειμένου να υλοποιηθούν οι βαθύτεροι στόχοι των άρθρων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που αποβλέπουν κυρίως στο σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
[1] Βλ. Μαργαρίτης Λ., «Εμβάθυνση στην Ποινική Δικονομία (Θεωρία – Νομολογία)», σελ. 146, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2006.
[2] Βλ. Nisiotis v. Greece, no. 34704/08, § 29, 10 Φεβρουαρίου 2011; Samaras and Others v. Greece, no. 11463/09, § 48, 28 Φεβρουαρίου 2012
[3] Βλ. A.A. v. Greece, no. 12186/08, §§ 45-46, 22 Ιουλίου 2010; Rahimi Greece, no. 8687/08, § 77, 5 Απριλίου 2011; R.U. v. Greece, no. 2237/08, § 59, 7 Ιουνίου 2011; και Efraimidi v. Greece, no. 33225/08, § 28, 21 Ιουνίου 2011
[4] Βλ. Έκθεση του Έλληνα Συνηγόρου του Πολίτη στις 11 Μαΐου 2007, με τίτλο “Η προσωρινή κράτηση στις εγκαταστάσεις της αστυνομίας των κρατουμένων που έχουν καταδικαστεί για ποινικά αδικήματα”, όπου επισημαίνεται η έλλειψη επαρκούς χώρου στα αστυνομικά τμήματα, παντελής έλλειψη χώρου για να περπατούν τριγύρω, προβλήματα υγιεινής, ελλείψεις όσον αφορά την ιατρική περίθαλψη, καθώς και προβλήματα ασφάλειας
[5] Βλ. Πορίσματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας («CPT»), μετά τις επισκέψεις της σε αστυνομικά τμήματα και κέντρα κράτησης αλλοδαπών το 2008 (23-29 Σεπτεμβρίου 2008), όπου σημείωσαν την έλλειψη κλινών στα κελιά και ότι οι κρατούμενοι κοιμούνται σε βρώμικα στρώματα στο πάτωμα. Επιπλέον, στην έκθεση παρατηρήθηκε η απουσία του χώρου για να περπατήσουν και να κάνουν σωματική άσκηση, και τονίσθηκε ότι κάθε κρατούμενος έχει δικαίωμα να λαμβάνει EUR 5,87 ανά ημέρα για να παραγγείλει γεύματα από τους εκτός της φυλακής.
[6] Βλ. Aisling Reidy, “The prohibition of torture – A guide to the implementation of Article 3 of the European Convention on Human Rights”, p. 11, Human rights handbooks, No. 6, Strasbourg, 2002.
[7] Βλ. Aisling Reidy, “The prohibition of torture – A guide to the implementation of Article 3 of the European Convention on Human Rights”, p. 16, Human rights handbooks, No. 6, Strasbourg, 2002.
[8] Βλ. Aisling Reidy, “The prohibition of torture – A guide to the implementation of Article 3 of the European Convention on Human Rights”, p. 18, Human rights handbooks, No. 6, Strasbourg, 2002.
[9] Βλ. Ilhan v. Turkey (appl. No. 22277/93) και Assenov v. Bulgaria (90/1997/874/1086).
[10] Βλ. Dougoz v. Greece, no. 40907/98, § 48, ECHR 2001-II, Kaja v. Greece, no. 32927/03, § 49-50, 27 July 2006, Vafiadis v. Greece, no. 24981/07, §§ 30-39, 2 July 2009, και Shuvaev v. Greece, no. 8249/07, §§ 28-41, 29 October 2009.
[11] Βλ. A. and Others v. the United Kingdom [GC], no. 3455/05, § 204, ECHR-2009, Giosakis v. Greece (no. 2), no. 36205/06, § 61, 12 Φεβρουαρίου 2009 και Nikolova v. Bulgaria [GC], no. 31195/96, § 58, ECHR 1999-II.
[12] Η άλλη δυνατότητα είναι η αίτηση αντικαταστάσεως ή άρσεως της προσωρινής κράτησης.
[13] Βλ. Παπαδαμάκης, Α., «Ποινική Δικονομία», σελ. 314, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2006.
[14] Βλ. Macovei, M. “The right to liberty and security of the person – A guide to the implementation of Article 5 of the European Convention on Human Rights”, p. 60, Human Rights Handbooks, No. 5, Strasbourg, 2002.
[15] Βλ. Macovei, M. “The right to liberty and security of the person – A guide to the implementation of Article 5 of the European Convention on Human Rights”, p. 64, Human Rights Handbooks, No. 5, Strasbourg, 2002.