ΣτΕ (Ολ) 3838/2012: Αποχώρηση των στρατιωτικών δικαστών από την υπηρεσία (με σχόλιο Χριστίνας Φατούρου)


ΣτΕ (Ολ) 3838/2012: Αποχώρηση των στρατιωτικών δικαστών από την υπηρεσία (με σχόλιο Χριστίνας Φατούρου)
ΣτΕ (Ολ) 3838/2012.Αποχώρηση των στρατιωτικών δικαστών από την υπηρεσία.
Λέξεις-Κλειδιά: στρατιωτικοί δικαστές – αποχώρηση από την υπηρεσία – εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας – δικαίωμα στο νόμιμο δικαστή – μεταβατικές διατάξεις

Υποχρεωτική αποχώρηση από την υπηρεσία των δικαστών του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων. Η διάταξη του άρθρ.77§5 του Ν.3421/2001 αντίκειται στις αρχές της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών, κατά το μέρος που καταλαμβάνει, χωρίς πρόβλεψη μεταβατικής διάταξης, τους υπηρετούντες Αναθεωρητές Β΄ και Γ΄ που είχαν ήδη συμπληρώσει κατά τη δημοσίευση του νόμου τον απαιτούμενο για την αποχώρησή τους χρόνο υπηρεσίας τους.

 

ΣτΕ (Ολ) 3838/2012
Π. Πικραμμένος, Πρόεδρος, Εισηγητής Γ. Τσιμέκας
….
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση του από 31.12.2005 προεδρικού διατάγματος (Γ΄ 1/4.1.2006), με το οποίο ο αιτών, δικαστής του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων με βαθμό Αναθεωρητή Β΄, γεννηθείς το έτος 1951, απεχώρησε υποχρεωτικά από την υπηρεσία, ως ευδοκίμως τερματίσας την σταδιοδρομία του, πριν καταληφθεί από το προβλεπόμενο όριο ηλικίας των 62 ετών, λόγω συμπληρώσεως οκτώ (8) συνολικά ετών από την προαγωγή του στον βαθμό του Αναθεωρητή Γ΄.
3. Επειδή, η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την υπ’ αριθ. 4330/2009 απόφαση του Γ΄ Τμήματος προς επίλυση του ζητήματος της συνταγματικότητας της διατάξεως της παραγράφου 5 του άρθρου 77 του Ν. 3421/2005 (Α΄ 302), κατ’ εφαρμογή της οποίας εκδόθηκε το προσβαλλόμενο προεδρικό διάταγμα.
4. Επειδή, στο άρθρο 63 παρ. 1 του κυρωθέντος με τον Ν. 2304/1995 (Α΄ 83) Κώδικα του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων (Κ.Δ.Σ.Ε.Δ.) ορίσθηκε ότι: «1. Οι δικαστικοί λειτουργοί μέχρι και το βαθμό του Στρατιωτικού Δικαστή Α΄ αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το 60ο έτος της ηλικίας τους. Οι Αναθεωρητές αποχωρούν μόλις συμπληρώσουν το 62ο έτος της ηλικίας τους. Για την εφαρμογή αυτής της διατάξεως θεωρείται ως ημέρα συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας η 30η Ιουνίου του έτους αποχωρήσεως κατά την οποία λύνεται η υπηρεσιακή σχέση». Περαιτέρω, στο άρθρο 145 του ίδιου Κώδικα ορίσθηκε ότι: «Οι δικαστικοί λειτουργοί του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων, οι οποίοι κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος φέρουν το βαθμό του Αναθεωρητή, αποχωρούν από την υπηρεσία ανεξάρτητα από το όριο ηλικίας, εφόσον συμπληρώνουν, ο Αναθεωρητής Α΄ Τάξεως δύο ( 2 ) χρόνια στο βαθμό αυτόν και οι Αναθεωρητές Β΄ και Γ΄ Τάξεως έξι (6) χρόνια συνολικά στους δύο αυτούς βαθμούς από την προαγωγή τους στο βαθμό του Αναθεωρητή Γ΄ Τάξεως, εφαρμοζομένου αναλόγως του εδαφίου γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 63 του παρόντος». Ακολούθως, με το άρθρο 5 παρ. 12 του Ν. 2408/1996 (Α΄ 104) καταργήθηκε αναδρομικώς, από τον χρόνο της ενάρξεως της ισχύος του, το άρθρο 145 του Κ.Δ.Σ.Ε.Δ. και αντικαταστάθηκε το άρθρο 63 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα ως εξής: «1. Οι δικαστικοί λειτουργοί μέχρι και το βαθμό του Στρατιωτικού Δικαστή Α΄ αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το 60ο έτος της ηλικίας τους. Οι Αναθεωρητές αποχωρούν μόλις συμπληρώσουν το 62ο έτος της ηλικίας τους. Κατ’ εξαίρεση οι Αναθεωρητές Α΄ αποχωρούν και πριν από τη συμπλήρωση του παραπάνω ορίου ηλικίας, εφόσον συμπληρώσουν τρία (3) χρόνια στη θέση του Προέδρου του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής θεωρείται ως ημέρα συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας ή του χρόνου υπηρεσίας του Αναθεωρητή Α΄ η 30η Ιουνίου του έτους αποχωρήσεως κατά την οποία λύνεται η υπηρεσιακή σχέση». Στη συνέχεια, το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 63 του Κ.Δ.Σ.Ε.Δ. αντικαταστάθηκε και πάλι, με το άρθρο 23 παρ. 3 του Ν. 3036/2002 (Α΄ 171), που όρισε ότι: «Κατ’ εξαίρεση ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου αποχωρούν πριν από τη συμπλήρωση του παραπάνω ορίου ηλικίας, εφόσον συμπληρώσουν τέσσερα (4) έτη στις θέσεις αυτές». Τέλος, με τις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 77 του Ν. 3421/2005 (Α΄ 302) επήλθαν στο άρθρο 63 παρ. 1 του Κ.Δ.Σ.Ε.Δ., όπως είχε κατά τα ανωτέρω αντικατασταθεί, οι εξής τροποποιήσεις: Το τρίτο εδάφιο αντικαταστάθηκε και πάλι και ορίσθηκε ότι: «Κατ’ εξαίρεση ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου αποχωρούν πριν από τη συμπλήρωση του παραπάνω ορίου ηλικίας, εφόσον συμπληρώνουν δύο (2) έτη στις θέσεις αυτές. Για τους ήδη υπηρετούντες στις ανωτέρω θέσεις η διετία υπολογίζεται από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου» (παρ. 4). Μετά δε το ως άνω τρίτο εδάφιο, όπως κατά τα ανωτέρω αντικαταστάθηκε, προστέθηκε τέταρτο εδάφιο ως εξής: «Οι δικαστικοί λειτουργοί του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων, οι οποίοι φέρουν τους βαθμούς του Αναθεωρητή Β΄ και Γ΄, αποχωρούν της υπηρεσίας ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους ανεξάρτητα από το όριο ηλικίας, εφόσον συμπληρώσουν οκτώ (8) χρόνια στον ένα ή συνολικά και στους δύο βαθμούς από την προαγωγή τους στο βαθμό του Αναθεωρητή Γ΄» (παρ. 5).
5. Επειδή, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 63 παρ. 1 του Κ.Δ.Σ.Ε.Δ., όπως διαμορφώθηκαν με τις τελευταίες ρυθμίσεις του άρθρου 77 παρ. 4 και 5 του Ν. 3421/2005, οι δικαστές του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία: α) Με την συμπλήρωση του 60ου έτους της ηλικίας τους, εφ’ όσον φέρουν βαθμό Στρατιωτικού Δικαστή Α΄ ή κατώτερο. β) Με τη συμπλήρωση του 62ου έτους της ηλικίας τους, εφ’ όσον φέρουν βαθμό Αναθεωρητή. Ειδικώς όμως ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, οι οποίοι φέρουν βαθμό Αναθεωρητή Α΄ (βλ. άρθρο 42 παρ. 3 του Κ.Δ.Σ.Ε.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 3036/2002), αποχωρούν πριν από την συμπλήρωση του 62ου έτους της ηλικίας τους, εφ’ όσον συμπληρώνουν στις ως άνω θέσεις δύο (2) έτη υπηρεσίας. Οι δε λοιποί Αναθεωρητές, ήτοι οι Αναθεωρητές Β΄ που είναι Αντιπρόεδροι του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου (βλ. άρθρο 42 παρ. 3 του Κ.Δ.Σ.Ε.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 3036/2002) και οι Αναθεωρητές Γ΄, αποχωρούν και αυτοί πριν από την συμπλήρωση του 62ου έτους της ηλικίας τους, εφ’ όσον από την προαγωγή τους στον βαθμό του Αναθεωρητή Γ΄ συμπληρώνουν οκτώ (8) έτη στον βαθμό αυτό ή οκτώ (8) έτη συνολικά στους βαθμούς του Αναθεωρητή Β΄ και του Αναθεωρητή Γ΄. Για τους ήδη υπηρετούντες, κατά την έναρξη ισχύος του Ν. 3421/2005, Πρόεδρο και Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου προβλέφθηκε με μεταβατική διάταξη ότι η διετία στις θέσεις τους, (η οποία μετά την συμπλήρωσή της συνεπάγεται την αποχώρησή τους από την υπηρεσία κατά τα εκτεθέντα), υπολογίζεται από την δημοσίευση του ως άνω νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (13.12.2005). Αντιθέτως, δεν θεσπίσθηκε, μεταβατική διάταξη και για τους ήδη υπηρετούντες Αναθεωρητές Β΄ και Γ΄, ως εκ τούτου δε όσοι από τους εν λόγω στρατιωτικούς δικαστές είχαν ήδη συμπληρώσει, κατά την δημοσίευση του Ν. 3421/2005 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οκταετή υπηρεσία από την προαγωγή τους στον βαθμό του Αναθεωρητή Γ΄, έπρεπε να αποχωρήσουν άμεσα από την υπηρεσία ως ευδοκίμως τερματίσαντες την σταδιοδρομία τους (βλ. και το άρθρο 90 του Ν. 3421/2005, το οποίο προβλέπει περί της ενάρξεως ισχύος των διατάξεων του εν λόγω νόμου). Για τον λόγο αυτό εκδόθηκε κατ’ επίκληση του άρθρου 63 παρ. 1 του Κ.Δ.Σ.Ε.Α., όπως τροποποιήθηκε, το προσβαλλόμενο από 31.12.2005 προεδρικό διάταγμα (Γ΄ 1/4.1.2006) περί αποχωρήσεως από την υπηρεσία, ως ευδοκίμως τερματίσαντος την σταδιοδρομία του, του αιτούντος Αναθεωρητή Β΄, γεννηθέντος το έτος 1951, ο οποίος, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του προσωπικού μητρώου του, είχε προαχθεί αναδρομικώς από 16.9.1995 στον βαθμό του Αναθεωρητή Γ΄ με το από 14.12.1995 προεδρικό διάταγμα (Γ΄ 270).
6. Επειδή, στο άρθρο 26 παρ. 3 του Συντάγματος ορίζεται ότι «3. Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια∙ οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού». Περαιτέρω, στο μεν άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «1. Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία», στο δε άρθρο 8 ότι «Κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος…». Τέλος, το Σύνταγμα στο μεν άρθρο 93 παρ. 1 ορίζει ότι «1. Τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά και οργανώνονται με ειδικούς νόμους», στο δε άρθρο 96 παρ. 4 και 5 ότι «4. Ειδικοί νόμοι ορίζουν: α) Τα σχετικά με τα στρατοδικεία, ναυτοδικεία και αεροδικεία, στην αρμοδιότητα των οποίων δεν μπορεί να υπαχθούν ιδιώτες. β) Τα σχετικά με το δικαστήριο λειών. 5. Τα δικαστήρια του στοιχείου α΄ της προηγούμενης παραγράφου συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από μέλη του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων, που περιβάλλονται με τις εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας του άρθρου 87 παρ. 1 του Συντάγματος. Για τις συνεδριάσεις και αποφάσεις των δικαστηρίων αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 2 έως 4 του άρθρου 93. Τα σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής, καθώς και ο χρόνος που θα αρχίσει η ισχύς τους, ορίζονται με νόμο».
7. Επειδή, ο Ν. 2304/1999 περί κυρώσεως του Κώδικα του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων (Κ.Δ.Σ.Ε.Δ.) εκδόθηκε σε εκτέλεση της επιταγής του άρθρου 96 παρ. 5 του Συντάγματος περί εναρμονίσεως του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των στρατιωτικών δικαστηρίων προς το λοιπό συνταγματικό σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης. Ο εν λόγω Κώδικας όρισε ότι «οι δικαστικοί λειτουργοί του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων απολαύουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας» (άρθρο 2) και περιέλαβε ρυθμίσεις που αφορούν, μεταξύ άλλων, τον διορισμό αυτών δια διαγωνισμού, τα θεμελιώδη καθήκοντά τους, τα ασυμβίβαστα, τα κωλύματα και τα δικαιώματά τους, την υπηρεσιακή κατάστασή τους, την αρχαιότητα, τις προαγωγές και το πειθαρχικό δίκαιο που τους διέπει. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, τα στρατοδικεία, ναυτοδικεία, αεροδικεία και το δευτεροβάθμιο Αναθεωρητικό Δικαστήριο, η ποινική αρμοδιότητα των οποίων εξειδικεύεται στα άρθρα 193 επομ. του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα που κυρώθηκε με το Ν. 2287/1995 (Α΄ 20), αποτελούν ειδικά ποινικά δικαστήρια συγκροτούμενα κατά πλειοψηφία από δικαστές που ανήκουν οργανικά, ως αξιωματικοί, στο Δικαστικό Σώμα των Ενόπλων Δυνάμεων και δεν υπόκεινται ευθέως στις ρυθμίσεις του Πρώτου Κεφαλαίου του Τμήματος Ε΄ του Συντάγματος. Εξάλλου ο νομοθέτης δύναται να ρυθμίσει το καθεστώς της υπηρεσιακής καταστάσεώς τους κατ’ εκτίμηση της ιδιομορφίας της διττής ιδιότητας, του δικαστή και του αξιωματικού, υπό την προϋπόθεση ότι θα εξασφαλίζεται η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία κατά την άσκηση των δικαστικών τους καθηκόντων (Σ.τ.Ε. 2857/2003 Ολομ.). Ειδικότερα, όσον αφορά την υποχρεωτική αποχώρηση από την Δικαιοσύνη λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας ή ανώτατου επιτρεπόμενου χρόνου υπηρεσίας στους καταληκτικούς βαθμούς, οι δικαστές του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων δεν εξομοιώνονται με τους δικαστές της Διοικητικής, Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης, διότι το άρθρο 96 παρ. 5 του Συντάγματος δεν παραπέμπει στα άρθρα 88 παρ. 5 και 90 παρ. 5, όπως το άρθρο 90 αναθεωρήθηκε με το από 6.4.2001 ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής. Συνεπώς, το θέμα αυτό ρυθμίζεται κατ΄ αρχήν κατά την ελεύθερη κρίση του νομοθέτη, κατά την θέσπιση, όμως, των σχετικών διατάξεων ο νομοθέτης πρέπει να ενεργεί σύμφωνα με τις συνταγματικές αρχές της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων.
8. Επειδή, οι παρατιθέμενες στην τέταρτη σκέψη διατάξεις του άρθρου 63 παρ. 1 του Κ.Δ.Σ.Ε.Δ. θεσπίζουν για τους Αναθεωρητές, οι οποίοι κατέχουν τους ανώτερους βαθμούς της στρατιωτικής ποινικής Δικαιοσύνης, ως όριο ηλικίας, συνεπαγόμενο την υποχρεωτική αποχώρησή τους, το 62ο έτος. Πριν από την θέσπιση των διατάξεων του άρθρου 77 παρ. 4 και 5 του Ν. 3421/2001, οι οποίες επέφεραν τις τελευταίες τροποποιήσεις στο άρθρο 63 παρ. 1 του Κ.Δ.Σ.Ε.Δ., ορίζετο ειδικώς για τον Πρόεδρο και τον Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου (Αναθεωρητές Α΄) ότι αποχωρούν, ανεξάρτητα από το όριο ηλικίας, σε περίπτωση συμπληρώσεως τετραετούς υπηρεσίας στις εν λόγω θέσεις. Αντιθέτως, οι λοιποί δικαστές του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου (Αντιπρόεδροι-Αναθεωρητές Β΄ και Αναθεωρητές Γ΄) εδικαιούντο να παραμείνουν στην υπηρεσία μέχρι να καταληφθούν από το όριο ηλικίας των 62 ετών. Ακολούθως, με την παράγραφο 4 του άρθρου 77 του Ν. 3421/2001 περιορίσθηκε ο ανώτατος επιτρεπόμενος χρόνος υπηρεσίας στις θέσεις του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου από τέσσερα (4) έτη σε δύο (2) έτη, αλλά ο νομοθέτης προνόησε παράλληλα, με την σχετική μεταβατική διάταξη, να μην αποχωρήσουν άμεσα από την υπηρεσία οι ήδη υπηρετούντες Πρόεδρος και Εισαγγελέας, ως έχοντες ήδη συμπληρώσει διετή υπηρεσία στις θέσεις τους, σεβόμενος τις αρχές της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων (άρθρα 87 παρ. 1, 96 παρ. 4 και 5 του Συντάγματος). Όμως, οι ως άνω συνταγματικές αρχές παραβιάσθηκαν από την διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 77 του Ν. 3421/2001 καθ’ ό μέρος αυτή κατέλαβε, ελλείψει οιασδήποτε σχετικής μεταβατικής ρυθμίσεως, τους υπηρετούντες (ως μη καταληφθέντες εισέτι από το όριο ηλικίας των 62 ετών) Αναθεωρητές Β΄ και Γ΄ που είχαν ήδη συμπληρώσει οκταετή υπηρεσία από την προαγωγή τους στον βαθμό του Αναθεωρητή Γ΄, όπως ο αιτών, οι οποίοι υποχρεώθηκαν να αποχωρήσουν άμεσα από την υπηρεσία ως ευδοκίμως τερματίσαντες την σταδιοδρομία τους. Και τούτο διότι οι ανωτέρω αρχές επέβαλαν την μη αποχώρηση του αιτούντος από την υπηρεσία πριν από την 30ή Ιουνίου του έτους κατά το οποίο ήταν, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, υποχρεωτική η αποχώρησή του, ήτοι πριν από τις 30.6.2006 (βλ. και το πέμπτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 63 του Κ.Σ.Δ.Ε.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 15 του Ν. 2408/1996, Α΄104). Επομένως, το προσβαλλόμενο από 31.12.2005 προεδρικό διάταγμα (Γ΄ 1/4.1.2006), με το οποίο ο αιτών Αναθεωρητής Β΄, που έχει γεννηθεί το έτος 1951, απεχώρησε υποχρεωτικά από την υπηρεσία, ως ευδοκίμως τερματίσας την σταδιοδρομία του, πριν από την ως άνω ημερομηνία (30.6.2006), επειδή κατά την θέση σε ισχύ του Ν. 3421/2005 (13.12.2005) είχαν ήδη συμπληρωθεί, σύμφωνα με τα εκτεθέντα, οκτώ (8) έτη από τον χρόνο της προαγωγής του στον βαθμό του Αναθεωρητή Γ΄, πρέπει να ακυρωθεί, ως μη δυνάμενο να εύρει νόμιμο έρεισμα στην αντισυνταγματική και ανίσχυρη, κατά τούτο, τροποποίηση του άρθρου 63 παρ. 1 του Κ.Δ.Σ.Ε.Δ., η οποία έγινε με την παράγραφο 5 του άρθρου 77 του Ν. 3421/2005. Κατά την γνώμη, δε, των Συμβούλων Χ. Ράμμου, Δ. Μαρινάκη, K. Ευστρατίου, Γ. Ποταμιά, Μ. Γκορτζολίδου, Μ. Σταματελάτου, Κ. Κουσούλη, Θ. Αραβάνη, Δ. Μακρή και της Παρέδρου Α.-Μ. Παπαδημητρίου, συμπλήρωμα και αυτονόητη προϋπόθεση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των στρατιωτικών δικαστών είναι και η θέσπιση αυστηρού πλαισίου για τους όρους λήξης της δικαστικής ιδιότητας, η οποία, κατά την έννοια του άρθρου 87 παρ. 1 του Συντάγματος στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 96 παρ. 5 αυτού, πρέπει να λήγει με τη συμπλήρωση σταθερά προσδιοριζομένου εκ των προτέρων ορίου ηλικίας, μετά την πάροδο και μόνον του οποίου ο στρατιωτικός δικαστής αποχωρεί υποχρεωτικά από την υπηρεσία. Συνεπώς, η επίμαχη ρύθμιση του άρθρου 77 παρ. 5 του Ν. 3421/2005 είναι αντισυνταγματική στο σύνολό της γιατί δεν συνδυάζει την υποχρεωτική αποχώρηση των αναφερομένων σε αυτήν δικαστών με θέσπιση ορίου ηλικίας.
Υποχρέωση θέσπισης μεταβατικών διατάξεων επί τροποποίησης του καθεστώτος αποχώρησης των στρατιωτικών δικαστών.
Σχόλιο στη ΟλΣτΕ 3838/2012.
[Αναδημοσίευση από ΘΠΔΔ 1/2013, σελ.38 επ.]
Χριστίνα Δ. Φατούρου, Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου Παν/μίου Αθηνών, Δικηγόρος
Ι. Το αντικείμενο εξέτασης.
Η ΟλΣτΕ 3838/2012 εξετάζει τη συνταγματικότητα του άρθρ.77 Ν.3421/2005, με το οποίο τροποποιήθηκε το άρθρ.63§1 ΚΔΣΕΔ σχετικά με την υποχρεωτική αποχώρηση από την υπηρεσία των δικαστών του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων πριν από τη συμπλήρωση του προβλεπόμενου ανώτατου ορίου ηλικίας τους, αλλά συναρτήσει των ετών υπηρεσίας τους ανά βαθμό. Η εξεταζόμενη διάταξη διαφοροποιούσε δύο κατηγορίες στρατιωτικών δικαστών, θεσπίζοντας μόνο για την πρώτη σχετική μεταβατική διάταξη. Συγκεκριμένα, ενώ για τους Αναθεωρητές Α’ ο οριζόμενος χρόνος υπηρεσίας, μετά την παρέλευση του οποίου αποχωρούσαν υποχρεωτικά από την υπηρεσία, υπολογιζόταν από τη δημοσίευση του τροποποιητικού Ν.3421/2005 στην ΕτΚ, για τους Αναθεωρητές Β’ και Γ’ ίσχυε ότι όσοι απ’ αυτούς είχαν ήδη συμπληρώσει κατά το ίδιο αυτό χρονικό σημείο τα οριζόμενα έτη υπηρεσίας, αποχωρούσαν άμεσα ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους.
ΙΙ. Στρατιωτικοί δικαστές & εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας.
α.) Η πάγια νομολογία: Οι εγγυήσεις ανεξαρτησίας ως συνταγματικό όριο του νομοθέτη.
Το Δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει το ως άνω ζήτημα, βασίστηκε στην πάγια νομολογία του ΣτΕ σχετικά με το συνταγματικό καθεστώς των στρατιωτικών δικαστηρίων. Τη νομολογία αυτή εγκαινίασε η ΟλΣτΕ 2857/2003[1], με την οποία κρίθηκε ότι «το ειδικό μισθολόγιο των τακτικών δικαστικών λειτουργών του άρθρ.88§2 Συντ. δεν εφαρμόζεται ευθέως στους ποινικούς δικαστές της στρατιωτικής δικαιοσύνης διότι το άρθρ.96§5 δεν παραπέμπει στο άρθρ.88§2 Συντ.». Κατά το σκεπτικό της τελευταίας, από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρ.26§3, 87§1, 88§2, 93§1, 96§§4,5 και 96§5 Συντ. συνάγεται ότι «οι στρατιωτικοί δικαστικοί λειτουργοί […] δεν υπόκεινται ευθέως στις ρυθμίσεις του πρώτου κεφαλαίου του τμήματος Ε΄ του Συντάγματος», αλλά το καθεστώς της υπηρεσιακής τους κατάστασης μπορεί να ρυθμισθεί με τον εκδιδόμενο κατ’ εφαρμογή του άρθρ.96§5 Συντ. εκτελεστικό νόμο, «υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα εξασφαλίζεται η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία τους κατά την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων».
Πράγματι, το άρθρ.96§5 Συντ., που αφορά στα στρατοδικεία, τα ναυτοδικεία και τα αεροδικεία, παραπέμπει μόνο σε δύο διατάξεις του συναφούς κεφαλαίου του Συντάγματος, στο άρθρ.87§1, σχετικά με τις εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, και στο άρθρ.93§§2-4, για τη δημοσιότητα των συνεδριάσεων και το αιτιολογητέο των αποφάσεων. Απ’ αυτό, εξ αντιδιαστολής, πλην σαφώς, συνάγεται ότι οι υπόλοιπες διατάξεις του ιδίου κεφαλαίου δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση των στρατοδικείων.
Για ποιο λόγο, όμως, να μην εφαρμόζεται επί των στρατιωτικών δικαστηρίων το σύνολο των συνταγματικών διατάξεων που αφορούν τους λοιπούς δικαστές; Η νομολογία ακολουθεί το οργανικό κριτήριο[2], τονίζοντας ότι «τα στρατοδικεία, ναυτοδικεία και αεροδικεία αποτελούν ειδικά ποινικά δικαστήρια συγκροτούμενα κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς που ανήκουν οργανικά στο δικαστικό σώμα των ενόπλων δυνάμεων». Μία επιπλέον οργανική αιτία συνιστά η «διττή ιδιότητα του δικαστή και του στελέχους των ενόπλων δυνάμεων». Ισχυρό αντίλογο εισφέρει η μειοψηφία στην ίδια απόφαση, όπως επίσης και η παραπεμπτική στην Ολομέλεια ΣτΕ 368/2002. Σύμφωνα με την τελευταία, από τις συναφείς συνταγματικές διατάξεις «προκύπτει ότι τα μέλη του δικαστικού σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων απολαύουν πασών των εγγυήσεων προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και έχουν, ως εκ τούτου, σαφώς την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού, όπως την εγγυάται το άρθρ.26 Συντ. και προσήκει εις Κράτος Δικαίου, εις τα πλαίσια του οποίου δεν είναι νοητή η υπαγωγή κατηγορίας πολιτών εις την δικαιοδοσίαν δικαστηρίων με μειωμένας εγγυήσεις ανεξαρτησίας. Κατά ταύτα, η παραπομπή του άρθρ.96§5 μόνον εις το άρθρ.87§1 Συντ. αρκεί για να διασφαλίσει εις αυτούς την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού, μή απαιτουμένης και της παραπομπής εις τα άρθρ.88 επ., τα οποία αποτελούν οργανωτικάς εξειδικεύσεις της θεμελιώδους γενικής ρήτρας του άρθρ.87§1. Η τοιαύτη δομή των συνταγματικών διατάξεων αποσκοπεί προδήλως εις το να καταστήσει δυνατήν εις τον κοινό νομοθέτη την κατάλληλον προσαρμογήν των ως άνω εξειδικεύσεων εις τας οργανωτικάς ιδιαιτερότητας του δικαστικού σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων. Οίκοθεν νοείται ότι αι νομοθετικαί αυταί προσαρμογαί ελέγχονται ως προς την συνταγματικότητά των, ώστε να μην εξέρχονται του θεμελιώδους ορίου, συμφώνως προς το οποίον οι στρατιωτικοί δικασταί είναι και εκείνοι ισότιμα μέλη του σώματος των τακτικών δικαστών». Μέχρι αυτό το σημείο[3], η ως άνω κρίση δεν άγει σε διαφορετικά πρακτικά συμπεράσματα σε σχέση με εκείνα που κράτησαν μεταγενέστερα. Διότι κι η ΟλΣτΕ 2857/2003 καταλήγει στο ότι «ο εκδιδόμενος, κατ’ εφαρμογή του άρθρ.96§5 Συντ., εκτελεστικός νόμος μπορεί να ρυθμίσει το καθεστώς υπηρεσιακής καταστάσεως, κατ’ εκτίμηση των ιδιαιτεροτήτων που επιβάλλονται από τη διπλή ιδιότητα του δικαστή και του αξιωματικού, υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα εξασφαλίζεται η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία τους κατά την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων».
Επομένως, το κρίσιμο εδώ δεν είναι η ποιότητα της δικαστικής φύσης των στρατιωτικών δικαστηρίων, αν, δηλαδή, εξομοιώνονται ή όχι οι στρατιωτικοί δικαστές με τους δικαστές της Διοικητικής, Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης. Τα στρατοδικεία είναι οπωσδήποτε δικαστήρια, ακόμη κι αν νοηθούν ως ειδικά. Άρα, ως εκ της δικαστικής φύσης και λειτουργίας τους, περιβάλλονται των συνταγματικών εγγυήσεων ανεξαρτησίας, με τη μόνη διαφορά ότι τα ειδικότερα ζητήματα του καθεστώτος τους αφήνονται στη ρυθμιστική εξουσία του κοινού νομοθέτη, διότι επιδέχονται διαφοροποιήσεων από αυτά των υπόλοιπων δικαστών. Κι αυτό, χάρη στις ιδιαιτερότητες των δικαστηρίων, στα οποία αφορούν, ως σ τ ρ α τ ι ω τ ι κ ώ ν δικαστηρίων.
Συνεπώς, η σημασία της ΟλΣτΕ 2857/2003 έγκειται ακριβώς στο ότι αναγνωρίζει ως συνταγματικό όριο στη σχετική νομοθετική εξουσία το σεβασμό της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των στρατιωτικών δικαστών. Έτσι και η ΟλΣτΕ 3838/2012, ακολουθώντας την έκτοτε πάγια νομολογία, κρίνει ότι και η «υποχρεωτική αποχώρηση από την Δικαιοσύνη λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας ή ανώτατου επιτρεπόμενου χρόνου υπηρεσίας στους καταληκτικούς βαθμούς […] ρυθμίζεται κατ’ αρχήν κατά την ελεύθερη κρίση του νομοθέτη, κατά την θέσπιση, όμως, των σχετικών διατάξεων ο νομοθέτης πρέπει να ενεργεί σύμφωνα με τις συνταγματικές αρχές της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων».
β.) Η ΟλΣτΕ 3838/2012: Το περιεχόμενο των εγγυήσεων ανεξαρτησίας ως προς την αποχώρηση των στρατιωτικών δικαστών από την υπηρεσία.
Η σχολιαζόμενη απόφαση, όμως, προχωρά ένα βήμα παραπέρα σε σχέση με την υιοθετούμενη απ’ αυτήν πάγια νομολογία. Δεν αρκείται να τονίσει τη λειτουργία των εγγυήσεων ανεξαρτησίας ως περιορισμού του νομοθέτη, αλλά προσδιορίζει επιπλέον το περιεχόμενο και τη μορφή των εγγυήσεων αυτών ως προς την αποχώρηση των στρατιωτικών δικαστών από την υπηρεσία.
Το ζήτημα της αποχώρησης από την υπηρεσία συναρτάται αμεσότερα με την ανεξαρτησία των δικαστών, συγκριτικά με το ζήτημα του μισθολογίου τους. Ως προς το τελευταίο είχε γίνει δεκτό ότι «καθόσον αφορά το μισθολογικό καθεστώς, ο νομοθέτης έχει την ευχέρεια είτε να εξομοιώσει τους στρατιωτικούς δικαστές προς τους δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών διοικητικών, πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, είτε να καθορίσει μισθολογική αντιστοιχία προς τα λοιπά στελέχη των ενόπλων δυνάμεων». Κατά τούτο, η υποχρέωση του νομοθέτη προς σεβασμό των εγγυήσεων ανεξαρτησίας των στρατιωτικών δικαστηρίων αμβλυνόταν, διότι αναγνωριζόταν μία ευρεία ευχέρεια του νομοθέτη σχετικά με το θέμα αυτό. Αντιθέτως, η υποχρεωτική αποχώρηση των δικαστών από την υπηρεσία συνδέεται αμεσότερα με τις εγγυήσεις δικαστικής ανεξαρτησίας, δεδομένου ότι αυτή δύναται εκάστοτε να ισοδυναμεί με παύση δικαστή. Επομένως, ως προς το ζήτημα αυτό η σχετική νομοθετική ευχέρεια στενεύει, υπό την έννοια ότι ο νομοθέτης οφείλει να μην θεσπίζει ρυθμίσεις με δεδομένο περιεχόμενο, που παραβιάζουν τις εγγυήσεις ανεξαρτησίας.
Στο πνεύμα αυτό, η συγκλίνουσα γνώμη δέκα μελών του Δικαστηρίου υποστήριξε ότι, από τη στιγμή που «συμπλήρωμα και αυτονόητη προϋπόθεση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των στρατιωτικών δικαστών είναι και η θέσπιση αυστηρού πλαισίου για τους όρους λήξης της δικαστικής ιδιότητας», αυτή «πρέπει να λήγει με τη συμπλήρωση σταθερά προσδιοριζομένου εκ των προτέρων ορίου ηλικίας, μετά την πάροδο και μόνον του οποίου ο στρατιωτικός δικαστής αποχωρεί υποχρεωτικά από την υπηρεσία». Η έντονα προστατευτική αυτή γνώμη λαμβάνει ως πρότυπο την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρ.88§5 Συντ., για να υποστηρίξει ότι, ναι μεν δεν εφαρμόζεται το σ’ αυτήν οριζόμενο ηλικιακό όριο αποχώρησης στον τομέα της στρατιωτικής δικαιοσύνης, ωστόσο ο νομοθέτης, κατά τη θέσπιση αντίστοιχης ρύθμισης για τους στρατιωτικούς δικαστές, δεσμεύεται από τον τρόπο που εκφράστηκε ο συντακτικός νομοθέτης στην ως άνω διάταξη και, άρα, το μόνο που δικαιούται να μεταβάλει είναι το ηλικιακό όριο κι όχι και τον ίδιο τον τρόπο προσδιορισμού της υποχρεωτικής αποχώρησης από την υπηρεσία, με την αντικατάσταση του ηλικιακού ορίου ή την προσθήκη σ’ αυτό κι άλλων κριτηρίων.
Η γνώμη που κράτησε, λιγότερο αυστηρή, διαπιστώνει την παραβίαση των συναφών συνταγματικών αρχών εκ του ότι η επίμαχη διάταξη «κατέλαβε, ελλείψει οιασδήποτε σχετικής μεταβατικής ρυθμίσεως, τους υπηρετούντες Αναθεωρητές Β΄ και Γ΄ που είχαν ήδη συμπληρώσει οκταετή υπηρεσία από την προαγωγή τους στον βαθμό του Αναθεωρητή Γ΄, […], οι οποίοι υποχρεώθηκαν να αποχωρήσουν άμεσα από την υπηρεσία ως ευδοκίμως τερματίσαντες την σταδιοδρομία τους». Αντίθετα, «οι ανωτέρω αρχές επέβαλαν την μη αποχώρηση του αιτούντος από την υπηρεσία πριν από την 30ή Ιουνίου του έτους κατά το οποίο ήταν, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη», δηλαδή σύμφωνα με το προϊσχύσαν καθεστώς, «υποχρεωτική η αποχώρησή του, ήτοι πριν από τις 30.6.2006». Άρα, η υιοθέτηση σχετικής μεταβατικής διάταξης ήταν εν προκειμένω επιβεβλημένη.
Η σημασία, επομένως, της ΟλΣτΕ 3838/2012 έγκειται στο ότι με αυτήν ορίζεται καταρχήν αρνητικά το περιεχόμενο των εγγυήσεων προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των στρατιωτικών δικαστών, μέσα από τον προσδιορισμό του περιεχομένου των ρυθμίσεων που τις παραβιάζουν. Παράλληλα, ο αρνητικός αυτός ορισμός τρέπεται θετικά στην αναγνώριση της συνταγματικής υποχρέωσης του νομοθέτη να σέβεται το ισχύον δίκαιο ως προς την αποχώρηση των στρατιωτικών δικαστών από την υπηρεσία, προβλέποντας μεταβατικές διατάξεις.
ΙΙΙ. Το δικαίωμα στο νόμιμο δικαστή.
Το δικαίωμα στο νόμιμο δικαστή[4] αναφέρεται στην ΟλΣτΕ 3838/2012 μόνο στη σκέψη 6, όπου παρατίθενται οι εφαρμοστέες διατάξεις, απουσιάζει όμως από τη μείζονα πρόταση και, άρα, δε φαίνεται να επηρεάζει τη συλλογιστική του Δικαστηρίου. Άραγε, διαδραματίζει εν προκειμένω το δικαίωμα στο νόμιμο δικαστή κάποιον αφανή ρόλο;
Ρητή αναφορά σ’ αυτό συναντάται στην παραπεμπτική στην Ολομέλεια ΣτΕ 4330/2009, που προκάλεσε την έκδοση της ΟλΣτΕ 3838/2012. Εκεί το Δικαστήριο προσέθεσε ως επιπλέον όριο στη σχετική ρυθμιστική εξουσία του νομοθέτη, εκτός από τις εγγυήσεις ανεξαρτησίας, και το δικαίωμα στο νόμιμο δικαστή. Άρα εκεί το άρθρ.8 Συντ. έχει έναν ισότιμο ρόλο με αυτόν του άρθρ.87§1 Συντ., στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας του Δικαστηρίου.
Ο αντίλογος στην εφαρμογή του άρθρ.8 Συντ. στην προκείμενη περίπτωση θα μπορούσε βάσιμα να είναι ότι το δικαίωμα στο νόμιμο δικαστή προϋποθέτει, πάντως, νόμιμο δικαστή, προϋπόθεση που δεν πληρούται στην περίπτωση που ο δικαστής έχει αποχωρήσει από την υπηρεσία βάσει νόμου και δη νόμου που περιέχει ρύθμιση γενική, αφηρημένη και αντικειμενική. Υπό το πρίσμα, ωστόσο, της τελεολογικής θεώρησης του άρθρ.8 Συντ., είναι κρίσιμο ότι η λήξη της θητείας των δικαστών συνδέεται άμεσα με τη σύνθεση των δικαστηρίων που κρίνουν εκκρεμείς κατά τη θέσπιση του νέου νόμου υποθέσεις. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αποκλεισθεί εξ ορισμού η δυνατότητα νομοθετικής επιρροής του περιεχομένου των δικαστικών αποφάσεων σε συγκεκριμένες υποθέσεις. Μια τέτοια παραδοχή θα συνεπαγόταν πρακτικά την υποχρέωση του νομοθέτη να θέσει μεταβατική διάταξη, κατά την οποία θα αποκλειόταν η αποχώρηση ενός δικαστή ενόσω εκκρεμεί η εκδίκαση υποθέσεων όπου συμμετέχει, τουλάχιστον μέχρι τον χρόνο αποχώρησής του από την υπηρεσία βάσει του ισχύοντος πριν τη νομοθετική τροποποίηση νομοθετικού καθεστώτος.
Η ΟλΣτΕ 3838/2012 ορθώς δεν υιοθέτησε αυτή την εκδοχή, παρά αρκέστηκε να καθορίσει το περιεχόμενο της μεταβατικής διάταξης που είναι σύμφωνο με τις εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Επομένως, όσο αφορά το εάν η κρινόμενη περίπτωση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρ.8 Συντ., κρίσιμη είναι η προϋπόθεση του “νομίμου” του δικαστή, υπό την έννοια ότι δικαστής που αποχώρησε από την υπηρεσία με νόμο που δεν προσκρούει στο άρθρ.87§1 Συντ., νομίμως δεν μετέχει στη σύνθεση των δικών που εκκρεμούν κατά την αποχώρησή του.
ΙV. Η αρχή της ισότητας.
Πέρα από τα παραπάνω, από το σκεπτικό της κρατούσας γνώμης στην ΟλΣτΕ 3838/2012 προκύπτει ότι η κρίση του Δικαστηρίου για την αντίθεση της επίμαχης ρύθμισης στις εγγυήσεις ανεξαρτησίας των στρατιωτικών δικαστών βασίζεται σε μία προγενέστερη κρίση που συγκρίνει τις διατάξεις του ιδίου νόμου που αφορούν αφενός τους Αναθεωρητές Α’, αφετέρου τους Αναθεωρητές Β’ και Γ’. Τονίζεται, λοιπόν, ότι από τη μία πλευρά «ο νομοθέτης προνόησε παράλληλα, με την σχετική μεταβατική διάταξη, να μην αποχωρήσουν άμεσα από την υπηρεσία οι ήδη υπηρετούντες» Αναθεωρητές Α, «ως έχοντες ήδη συμπληρώσει διετή υπηρεσία στις θέσεις τους, σεβόμενος τις αρχές της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων», από την άλλη πλευρά, όμως, η ίδια επίμαχη διάταξη παραβιάζει τις «ως άνω συνταγματικές αρχές […], καθ’ ό μέρος αυτή κατέλαβε, ελλείψει οιασδήποτε σχετικής μεταβατικής ρυθμίσεως, τους υπηρετούντες […] Αναθεωρητές Β΄ και Γ΄ που είχαν ήδη συμπληρώσει» τον οριζόμενο χρόνο υπηρεσίας από την προαγωγή τους.
Ο εν λόγω συλλογισμός παρουσιάζει μία διαφοροποίηση ως προς το καθεστώς αποχώρησης από την υπηρεσία που ισχύει μεταξύ των βαθμών των Αναθεωρητών. Αυτή η διαφοροποίηση θέτει ένα ζήτημα παραβίασης της αρχής της ισότητας, το οποίο δεν θίγεται καθόλου στην απόφαση. Τυχόν κατάφαση από μέρους του Δικαστηρίου της εν προκειμένω παραβίασης της ισότητας θα συνεπαγόταν ουσιαστικά την υποχρέωση του νομοθέτη να θέσει και ως προς τους Αναθεωρητές Β’ και Γ’ σχετική μεταβατική διάταξη εκ μόνου του λόγου ότι προέβλεψε ανάλογη μεταβατική διάταξη για τους Αναθεωρητές Α’. Αυτό περαιτέρω θα σήμαινε ότι ο νομοθέτης δεν θα είχε αυτή την υποχρέωση σε περίπτωση που δεν θα είχε θέσει υπέρ κανενός μεταβατική ρύθμιση, οπότε και δεν θα ετίθετο καν θέμα παραβίασης της ισότητας. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η ΟλΣτΕ 3838/2012 δεν πραγματεύθηκε το ζήτημα της ισότητας, για να τονίσει την αυτοτέλεια των υποχρεώσεων του νομοθέτη προς τήρηση των εγγυήσεων προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των στρατιωτικών δικαστών, υπό την έννοια ότι εν προκειμένω, είτε παραβίαζεται η ισότητα, είτε όχι, η αντισυνταγματικότητα ερείδεται σε κάθε περίπτωση στο άρθρ.87§1 Συντ.

 


[1] Βλ. και την προγενέστερη ΣτΕ 3668/1996, όπως και την εφεξής πάγια νομολογία: ΣτΕ (Τμ.Στ’) 2987, 3213/2004, 1375/2004, 3521/2005, 3166/2005, 3059/2005, 1875/2005, 1096/2005, 3119/2006, 1556/2006, 1303-04/2007 και 3688/2008.
[2] Ομοίως και η ΑΕΔ 31/1997, με την οποία κρίθηκε ότι δεν εγείρεται αγωγή κακοδικίας κατά μελών των στρατιωτικών δικαστηρίων.
[3] Η κρίση της παραπεμπτικής ΣτΕ 368/2002, που υιοθετήθηκε από τη μειοψηφία των μελών της Ολομελείας, αποκλίνει από τα τελικώς κριθέντα, κατά το μέρος που συνεχίζει ως εξής: «Περαιτέρω, συμπλήρωμα και αυτονόητος προϋπόθεσις της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών είναι το ειδικόν μισθολόγιον αυτών, το οποίον προβλέπει αναλόγους προς το λειτούργημά των αποδοχάς (ΣΕ 130/1992 Ολομ.) και εις το οποίον υπάγονται όλοι οι έχοντες την ιδιότητα του τακτικού δικαστού. Κατά συνέπειαν, η διάταξις του άρθρου 7 παρ. 1 του Ν. 2521/1997, αναφερομένη, μεταξύ άλλων, εις τους δικαστικούς λειτουργούς των ποινικών δικαστηρίων, προδήλως περιλαμβάνει, κατά την σύμφωνον προς το Σύνταγμα ερμηνείαν αυτής, και τα μέλη του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων, τα οποία, κατά τα προεκτεθέντα, έχουν την ιδιότητα του τακτικού δικαστικού λειτουργού». Κατά τούτο το σκέλος της, η κρίση αυτή περιπίπτει σε αντίφαση με όσα έχει προηγουμένως δεχθεί. Έτσι, αν και συμφωνεί ότι οι μη ρητά αναφερόμενες στο άρθρ.96§5 Συντ. συνταγματικές ρυθμίσεις δεν εφαρμόζονται ως προς τα στρατοδικεία, παρά ταύτα συμπεραίνει ότι θα έπρεπε να ισχύει και ως προς τους στρατιωτικούς δικαστές των μισθολόγιο των λοιπών δικαστών, σαν να ίσχυε και ως προς του πρώτους το άρθρ.88§2 Συντ.
[4] Για την κατάφαση της εφαρμογής των άρθρ.8 και 20§1 Συντ. και επί των στρατιωτικών δικαστηρίων, βλ. ΣτΕ 1678/1983.