Ο λόγος που εκφώνησε τη Δευτέρα 11 Μαρτίου 2013 ο κ. Antoine Lyon-Caen, Καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου, Paris Ouest, Nanterre La Défense, αμέσως μετά την αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Νομικής ΑΠΘ

Antoine Lyon-Caen

Ο λόγος που εκφώνησε τη Δευτέρα 11 Μαρτίου 2013 ο κ. Antoine Lyon-Caen, Καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου, Paris Ouest, Nanterre La Défense, αμέσως μετά την αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Νομικής ΑΠΘ

Κύριε Πρύτανη,
Κύριε Κοσμήτωρ,
Κύριε Πρόεδρε,
Πολύ αγαπητοί μου συνάδελφοι,

Και, τολμώ να πω, φίλοι μου σε όλους εσάς που βρίσκεστε σήμερα εδώ.
Υπάρχει σε τούτη εδώ την τελετή ένα παράδοξο: απέναντι στην Ελλάδα έχω συνάψει ένα χρέος. Όμως, το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης είναι αυτό που με τιμά. Η πιο κολακευτική εκδοχή θα ήταν για μένα ότι ανάμεσα στο Πανεπιστήμιό σας– ίσως τώρα θα έπρεπε να πω ανάμεσα στο δικό μου Πανεπιστήμιο- και, πέρα από αυτό, ανάμεσα στον Ελληνικό πανεπιστημιακό κόσμο γενικότερα, και σ’ εμένα, υπάρχει μια σύμβαση. Ένα είδος συναλλάγματος. Όχι ωστόσο μια οποιαδήποτε ανταλλακτική σύμβαση, αλλά μια από τις συμβάσεις εκείνες που τις αποκαλούμε «σχεσιακές». Ένα είδος συμβολαίου, με άλλα λόγια, που συνδυάζει την ανταλλαγή με την εμπιστοσύνη. Το περιεχόμενο λοιπόν αυτού του συμβολαίου θα ήθελα να αφουγκραστώ εν συντομία αυτό το βράδυ, εξετάζοντάς το μέσα από ένα τρίπτυχο: την Ελλάδα, την Ευρώπη και την εργασία. Πρόκειται για τρεις χωριστές λέξεις. Στην πραγματικότητα όμως θα ήθελα να σας μιλήσω για τη σχέση που έχουν μεταξύ τους.
Στη διαδρομή, που θα ήθελα να ακολουθήσω, υπάρχει ένας ταξιδιώτης, ένας παρατηρητής. Και αυτός είναι ο άνθρωπος που είναι ευτυχής να βρίσκεται ανάμεσά σας απόψε. Διότι θα πρέπει να ξεκινήσω με κάποιο «θράσος», μιλώντας για αυτήν την ιδιαίτερη σχέση που με συνδέει με την Ελλάδα. Η Ελλάδα ήταν καταρχήν το λίκνο της ευαισθησίας μου. Όχι μόνο η ελληνική γλώσσα, που μελέτησα με την ελπίδα ότι θα μπορούσα μια μέρα να ονειρευτώ στα ελληνικά –διότι όλοι ξέρουμε ότι ονειρευόμαστε καλά σε μια γλώσσα την οποία κατέχουμε. Λίκνο της ευαισθησίας μου επίσης γιατί το πρώτο μου ταξίδι- το έχω ήδη πει στους φίλους- το πραγματοποίησα στην Ελλάδα, μόνος. Και κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού ανακάλυψα ότι η Αλήθεια είναι κόρη του Χρόνου κι όχι της Εξουσίας. Είναι μια αρχή που δεν ξέχασα ποτέ, ως νομικός και ως πανεπιστημιακός.
Η Ελλάδα ήταν επίσης το γόνιμο χώμα για την πνευματική μου ζωή. Δυστυχώς είχα λίγους δασκάλους. Αλλά συνάντησα έναν, τον Φωκίωνα Φραντζεσκάκη. Εκπληκτικό στην τέχνη της μαιευτικής, λεπτό πνεύμα, λίγο μυστικός, αλλά άτομο που αφιέρωνε πολύ προσοχή στους νέους ερευνητές. Ήμουν αποδέκτης της στήριξής του με απαλή ειρωνεία και μεγάλες στιγμές όπου άκουγα. Έμαθα τι σημαίνει «ελληνική καρδιά». Αυτή που ενισχύει αυτά που της απευθύνετε. Και στο τέλος της δεκαετίας του 70, ως νέος καθηγητής, η συνάντησή μου με νέους Έλληνες, φοιτητές με περιέργεια, με θέληση, προορισμένους να ανοίξουν την πύλη της Ευρώπης. Δημιουργείται, ή ξαναδημιουργείται, τότε ένας δεσμός που μου είναι αιώνια πολύτιμος. Η Ελλάδα όμως είναι επίσης για μένα μια γη πειραματισμού της ευρωπαϊκής υπόσχεσης.
Η Ελλάδα μπήκε στην Ευρώπη, όταν το ευρωπαϊκό πρόγραμμα έγινε ο ορίζοντας μιας γενιάς και, ελπίζαμε, ο ορίζοντας των μελλοντικών γεννεών. Η αποστολή, το έργο των νομικών εμπλουτίστηκε σημαντικά με την Ευρώπη. Έπρεπε καταρχήν να γνωρίσουν καλύτερα το Δίκαιο, το δικό τους Δίκαιο. Και αυτό ήταν ένα σημαντικό ερέθισμα για θεωρητική δουλειά. Έπρεπε να συγκρίνουν. Δηλαδή, να φθάσουν σε μια νέα κατανόηση των θεσμών. Έπρεπε να χρησιμοποιήσουν τη σύγκριση για να σκεφτούν βαθύτερα αυτό που είχαν. Έπρεπε να σχεδιάσουν κοινούς στόχους. Πόσος πλούτος αναπτύχθηκε τότε για να μιλήσουμε για την εναρμόνιση, γι’ αυτήν την τόσο όμορφη λέξη που σήμερα έχει ξεχαστεί. Κι έρχονταν από μακριά, την εποχή εκείνη, για να αφουγκραστούν την Ευρώπη και τους θεσμούς της, τη δυναμική της, την απαράμιλλη πρωτοτυπία της. Η Ελλάδα μπήκε σε αυτήν την πολλά υποσχόμενη Ευρώπη και παρέμεινε σε αυτήν την Ευρώπη. Σε μια Ευρώπη που, σήμερα, δεν επιζητεί πλέον να κατανοήσει την ποικιλομορφία της. Που βλέπει να εμφανίζονται πολύ παράξενες πηγές δικαίου, όπως είναι λ.χ. μια επιστολή του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Και η οποία αναγνωρίζει ως έγκυρες πηγές εξουσίας τους δείκτες που συνθλίβουν τις ποικιλομορφίες και οι οποίοι παρουσιάζουν τις χώρες πάνω σε μια και μοναδική κλίμακα μεγεθών. Πρόκειται για την Ευρώπη των επιδόσεων. Μια Ευρώπη που έχει μια πολύ φτωχή αντίληψη περί αλληλεγγύης. Και θυμηθείτε την πρόβλεψη του Edgar Morin, αυτού το παιδιού Θεσσαλονικέων, που έλεγε ότι η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ήταν ίσως το πρώτο βήμα για τη διάλυση της Ευρώπης. Το σημάδι ενός τέλους, του τέλους μιας φιλοδοξίας στην οποία αυτά που ενώνουν υπερισχύουν αυτών που χωρίζουν.
Ωστόσο, εκείνο που ενώνει ή έστω ένα μέρος εκείνου που ενώνει και το οποίο αποτέλεσε την Ευρώπη, είναι η εργασία. Μια κάποια ιδέα της εργασίας. Ένας δεσμός που σκεφθήκαμε ότι ήταν βαθύς, ανάμεσα στο άτομο και την εργασία. Ανάμεσα σε αυτό που πρέπει να κάνει η συλλογικότητα για να διατηρήσει, να εμπλουτίσει αυτή τη σχέση ανάμεσα στο άτομο και την εργασία. Η πολλά υποσχόμενη είναι η Ευρώπη της εργασίας. Δεν είναι η Ευρώπη του χρηματοπιστωτικού τομέα. Σίγουρα η Ευρώπη δεν έγινε ποτέ αντιληπτή ως αναπαραγωγή, σε ανώτερο επίπεδο, το κράτους πρόνοιας. Όμως η Ευρώπη οικειοποιήθηκε μια κάποια αντίληψη των σχέσεων που συνδέουν το άτομο, την εργασία και την αγορά. Το άτομο βρίσκει την ταυτότητά του μέσα από την εργασία. Πρέπει να έχει πρόσβαση σε αυτήν. Πρέπει να μπορεί να κυκλοφορήσει για να έχει πρόσβαση στην εργασία. Και χρωστούμε πολλές εφευρέσεις στην κυκλοφορία των εργαζομένων. Οι σχέσεις αυτές ανάμεσα στο άτομο, την εργασία και την αγορά καθιστούν το Εργατικό Δίκαιο κεντρικό κομμάτι του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Το Εργατικό Δίκαιο, που γίνεται αντιληπτό ως διαμεσολάβηση ανάμεσα στην εργασία, τους εργαζομένους και την αγορά, εμποδίζει την υπαγωγή του εργαζόμενου στην άμεση αξιολόγηση της αγοράς. Δίνει, με άλλα λόγια, ένα καθεστώς στην εργασία που κρατά τον εργαζόμενο σε απόσταση από την αγορά. Και το καθεστώς αυτό, αν θελήσουμε να το σκεφτούμε καλά, δεν είναι ένα συμβατικό καθεστώς. είναι το καθεστώς του ανθρώπινου προσώπου στην εργασία. Αυτές οι σχέσεις ανάμεσα στο πρόσωπο, την εργασία και την αγορά επεκτείνονται στην ασυλία που αναγνωρίζεται στο Εργατικό Δίκαιο, στο Κοινωνικό Δίκαιο εν γένει, απέναντι στους κανόνες της αγοράς. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι το συνδικάτο δεν είναι συνασπισμός επιχειρήσεων, η συλλογική σύμβαση δεν είναι μια συμφωνία περιοριστική του ανταγωνισμού και η κοινωνική ασφάλεια είναι ένας θεσμός που προστατεύεται από την εμπορευματική κριτική.
Αυτή η Ευρώπη λοιπόν, που δομήθηκε γύρω από την εργασία και τις σχέσεις ανάμεσα στο άτομο και την εργασία, αυτή η Ευρώπη γνωρίζει σήμερα βαθύτατες μεταβολές. Βλέπουμε να ξεπροβάλλει στον ορίζοντα ένας εργαζόμενος που υπόκειται στις απαιτήσεις της αγοράς, ένα Κοινωνικό Δίκαιο που υπόκειται στους νόμους του ανταγωνισμού, κι όλα αυτά μέσα από τις διαδικασίες ενός ανταγωνισμού μεταξύ νομικών ρυθμίσεων που οδηγεί στη βίαιη καταστροφή όλου ή μέρους των νομικών θεσμών που έδιναν αξία στην εργασία. Διότι αυτή η βαθειά αλλαγή οδηγεί στην απαξίωση της εργασίας. Της εργασίας που δεν τη βλέπουμε πια ως πηγή δημιουργίας, ως πηγή προσωπικής εξέλιξης, αλλά την αντιμετωπίζουμε τελικά μόνον ως κόστος το οποίο θα πρέπει να μειώσουμε και, ίσως, μια μέρα, το ιδανικό θα ήταν να μην τη χρειαζόμαστε καθόλου. Έτσι, το έργο που μας περιμένει είναι τεράστιο. Είναι όμως πρώτα απ’ όλα ένα κεφάλαιο που πρέπει να το κάνουμε να καρποφορήσει. Είναι το κεφάλαιο της κοινότητας του κόσμου των σπουδών. Εδώ δημιουργούνται δεσμοί, φιλίες, αλλά προπάντων εδώ σφυρηλατούνται λόγοι, αναλύσεις, νέες κατασκευές. Διότι, μέσα στην κρίση, στην από-ένωση που αρχίζει να γνωρίζει η Ευρώπη, το μερίδιο των ιδεών είναι ουσιαστικό. Κι αν θέλουμε να πεισθούμε γι’ αυτό, αρκεί να θυμηθούμε ότι οι αριθμοί μετρούν λιγότερο από αυτό που επέτρεψε να φτιαχτούν και προπάντων από αυτό που επέτρεψε να τους αποδοθεί κάποια ισχύς. Το έργο που μας περιμένει είναι λοιπόν να προσπαθήσουμε να εμποδίσουμε τον ιμπεριαλισμό της αντίληψης που επικεντρώνεται στο στοιχείο της επίδοσης. Είναι ο αγώνας υπέρ της σκέψης που δείχνει καταρχήν ότι η μοίρα της Ευρώπης δεν έχει χαραχθεί, ότι το έργο των νέων θεωρητικών, των νέων ερευνητών, το έργο των νέων πανεπιστημιακών εξακολουθεί να είναι θεμελιώδες. Αλλά ερχόμενος εδώ και ακούγοντας όλα όσα ειπώθηκαν για τις δραστηριότητες αυτού του Πανεπιστημίου, είμαι πεπεισμένος ότι σε τόπους, όπως αυτός εδώ, μπορούν να αναπτυχθούν οι νέες αυτές ανακατασκευές και να νικηθεί έτσι αυτή η απαισιοδοξία που μας γεμίζει σιγά-σιγά και η οποία δεν έχει κανέναν λόγο να υπάρχει.

Ευχαριστώ το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Είμαι σίγουρος ότι είναι μια εστία όπου όλες αυτές οι πλούσιες σκέψεις θα ριζώσουν. Σας ευχαριστώ όλους, αγαπητοί μου συνάδελφοι, για την τιμή που μου κάνετε.