Οι πρωταγωνιστές της Ιστορίας
Από τον Ιωάννη Καποδίστρια στον Αλέξη Τσίπρα και από τον Ν.Ν. Σαρίπολο στην Άννα Φραγκουδάκη, ο Αλιβιζάτος φιλοτεχνεί μια πρωτότυπη στη σύλληψή της ιμπρεσιονιστική προσωπογραφία των θεσμών του νεοελληνικού κράτους στον καμβά ενός τριγώνου. Στην κορυφή του βρίσκεται η εξουσία και στις δύο γωνίες του οι πολιτικοί και οι διανοούμενοι. Ο συγγραφέας ξαναδιαβάζει την ιστορία μέσα από τα πρόσωπα που ανέπτυξαν μια ιδιαίτερη σχέση με το Σύνταγμα, το δίκαιο και τους θεσμούς.
Για τους περισσότερους νομικούς και, ειδικότερα, για εκείνους που ασχολούνται με τον πιο πολιτικό κλάδο του δικαίου, το συνταγματικό δίκαιο, οι κανόνες και πρωτίστως οι θεσμοί (πρέπει να) είναι κατ’ αρχήν απρόσωποι, καθώς έτσι διασφαλίζεται η καθολικότητά τους και η λειτουργία τους προς όφελος του γενικού συμφέροντος. Η μελέτη λοιπόν του συνταγματολόγου, ιδίως εκείνου που γοητεύεται από την ιστορική, πολιτική και κοινωνική διάσταση των θεσμικών γεγονότων της πολιτικής και συνταγματικής μας ιστορίας –και τούτο ισχύει για τους επιφανέστερους της συνταγματικής μας παράδοσης, όπως ο Αλέξανδρος Σβώλος και ο Αριστόβουλος Μάνεσης– είναι εξ ορισμού προσανατολισμένη στην ερμηνεία των συσχετισμών, των δομών και των αντινομιών των κανόνων και των θεσμών. Mε λίγα λόγια, στην ενατένιση των νόμων της ιστορίας που καθορίζουν, πέρα από τις δυνατότητες και αδυναμίες των υποκειμένων τους, τις τύχες της πολιτείας. Η θέση αυτή, ωστόσο, δεν είναι απλώς επιστημικής τάξης, δεν εξαντλείται δηλαδή στην εμβέλεια του συγκεκριμένου επιστημονικού πεδίου που διασταυρώνεται διαρκώς με την ιστορία και την πολιτική, αλλά προδίδει τη χρόνια ιδεολογική έλξη εν γένει των κοινωνικών επιστημών από μια θεσμολάγνα προσέγγιση της πραγματικότητας, η οποία υποτιμά, ως ερμηνευτικά αδιάφορη ή αταξινόμητη, τη συμβολή των προσώπων. Εξ ου και η εντυπωσιακή πλην διόλου παράδοξη απουσία, με ελάχιστες εξαιρέσεις, στην ελληνική βιβλιογραφία, βιογραφιών των λιγότερο ή περισσότερο προβεβλημένων προσωπικοτήτων.
Στο πλούσιο έργο του Νίκου Αλιβιζάτου, από την κλασική πλέον διδακτορική του διατριβή Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση. Όψεις της ελληνικής εμπειρίας (γ΄ έκδοση, Θεμέλιο, 1996) στις μετέπειτα, εγγύτερες στη νομική δογματική, μονογραφίες του (Κράτος και ραδιοτηλεόραση. Η θεσμική διάσταση, Αντ. Σάκκουλας, 1986, Η συνταγματική θέση των ενόπλων δυνάμεων, Αντ. Σάκκουλας, 1987/1992), έως την πρόσφατη δικαιοπολιτική αποτίμηση της νεότερης και σύγχρονης ελληνικής ιστορίας στο Σύνταγμα και οι εχθροί του (Πόλις, 2011), σε μια διαδρομή περίπου 40 ετών, είναι προφανής η αγωνία του συνταγματολόγου να συλλάβει τις παθογένειες και τις ατέλειες των θεσμών και να τις υποβάλει σε μακρές περιοδολογήσεις και εξηγητικά σχήματα που ανάγονται από τη μια στη δύναμη των ιδεών και των ιστορικών συμβάντων (π.χ. του «συνταγματισμού», των «διχασμών» ή της «μεταπολίτευσης») και, από την άλλη, στην αυτοτελή δυναμική των Συνταγμάτων και των κανόνων του δικαίου που επιδρούν με τη σειρά τους στη διαμόρφωση και στην εξέλιξη των οικονομικών και πολιτικών δομών της νεοελληνικής κοινωνίας (βλ. ενδεικτικά, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του, σελ. 27). Σε αυτή τη διαλεκτική ιδεών, κανόνων και ιστορίας, τα πρόσωπα αναδεικνύονται μάλλον σε δεύτερο πλάνο, ως en passant ερμηνευτές, οι οποίοι επιτυγχάνουν ή αποτυγχάνουν να κατανοήσουν και να επιτελέσουν τις αποστολές που η ιστορική, πολιτική και συνταγματική στιγμή τους αναθέτει. Στο πολυσχιδές έργο του Αλιβιζάτου, ο πρωταγωνιστής είναι η ίδια η πολιτική και συνταγματική ιστορία. Αυτή αποτελεί, άλλωστε, αφ’ ενός το ομολογημένο πάθος του συγγραφέα, αφ’ ετέρου το επιστημονικό του στίγμα, στην πρώτη γραμμή της σύγχρονης γενιάς των ελλήνων συνταγματολόγων.
Ήδη από τον τίτλο του νέου του βιβλίου, καθώς και από τη σειρά των διάσημων ονομάτων που κοσμούν το εξώφυλλό του, γίνεται αντιληπτή η στροφή του συγγραφέα, σε ένα ογκώδες έργο με 48 κείμενα που διατρέχουν την ακαδημαϊκή του πορεία, αναδημοσιεύονται με ελάχιστες αλλαγές και συνοδεύονται, για τις ανάγκες της επικαιροποίησής τους, το καθένα από ένα ευσύνοπτο εισαγωγικό σημείωμα. Από τον Ιωάννη Καποδίστρια στον Αλέξη Τσίπρα και από τον Ν.Ν. Σαρίπολο στην Άννα Φραγκουδάκη, ο Αλιβιζάτος φιλοτεχνεί μια πρωτότυπη στη σύλληψή της ιμπρεσιονιστική προσωπογραφία των θεσμών του νεοελληνικού κράτους στον καμβά ενός τριγώνου. Στην κορυφή του βρίσκεται η εξουσία και στις δύο γωνίες του οι πολιτικοί και οι διανοούμενοι. Ξαναδιαβάζοντας την ιστορία μέσα από τα πρόσωπα που ανέπτυξαν μια ιδιαίτερη σχέση με το Σύνταγμα, το δίκαιο και τους θεσμούς, ο συγγραφέας καταλήγει σε δύο κρίσιμα κριτήρια κατηγοριοποίησής τους που συστηματοποιούν τη μελέτη και συνιστούν τα εργαλεία που προσφέρονται στον αναγνώστη για να κατανοήσει τελικά τις διόλου, όπως αποδεικνύεται, γραμμικές διαδρομές της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής. Το πρώτο, από τη σκοπιά του ίδιου του Αλιβιζάτου, έγκειται στον φιλοσοφικοπολιτικό προσανατολισμό των προσωπογραφούμενων, ο οποίος εγγράφεται σε τρεις μεγάλες ιδεολογικές παραδόσεις της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας: την αστική, τη σοσιαλδημοκρατική και την κομμουνιστική. Ως προς το δεύτερο, τη στάση δηλαδή των προσώπων απέναντι στους θεσμούς, είναι ο αναγνώστης αυτός που καλείται να κλείσει τον κύκλο της αφήγησης και κατατάξει τις μορφές του έργου στις προκλητικές, δίχως άλλο, κατηγορίες του τίτλου, στους πραγματιστές, τους δημαγωγούς και τους ονειροπόλους.
Αφηγηματικά γοητευτική, η μίνι βιογραφία κάθε προσώπου συλλαμβάνει το πνεύμα των χρόνων του και συμπλέκει αρμονικά το δημόσιο και το ιδιωτικό, το ατομικό και το καθολικό, μακριά από χονδροειδείς αφαιρέσεις ή φλύαρες προσωπικές λεπτομέρειες. Παρά τη δεδομένη σχηματοποίηση που η επιλογή των προσώπων και η κατάταξή τους εμπεριέχει, καθώς σε αυτή μοιραία αντανακλώνται οι υποκειμενικές αναφορές του Αλιβιζάτου, η διεισδυτική ανάδειξη των τριών παραδόσεων και των προσώπων τους λειτουργεί τόσο απορητικά, ως αναστοχασμός πάνω στις αιτίες που ταλαιπώρησαν τους θεσμούς μας, όσο και καταφατικά, ως καταγραφή εκείνων των θεσμικών συμπεριφορών που συνετέλεσαν στην εδραίωση του νεοελληνικού Κράτους στο προνομιούχο club των δημοκρατικών και φιλελεύθερων ευρωπαϊκών Κρατών. Κοντολογίς, παρότι ο –κακώς υποτιμημένος– αστικός μας εκσυγχρονισμός παρέμεινε ατελής (1) και το σοσιαλδημοκρατικό μεταρρυθμιστικό εγχείρημα εγκλωβισμένο (2), ενώ εξ ίσου μετέωρο στάθηκε το βήμα της κομμουνιστικής αριστεράς προς τον δημοκρατικό σοσιαλισμό (3), το δημοκρατικό και κοινοβουλευτικό κεκτημένο της νεοελληνικής πολιτικής ταυτότητας και η σταθερή αναφορά της, με τη συμβολή των περισσοτέρων εκ των προσώπων του βιβλίου, στα δυτικά πρότυπα οργάνωσης και λειτουργίας των θεσμών μάς προφύλαξαν από τα –γνωστά σε άλλες γωνιές της Ευρώπης– χειρότερα. Σε αυτή ακριβώς την παράδοξη συνύπαρξη ανάμεσα στην ελληνική παθολογία των θεσμών και την αδιάλειπτη δυτική και ευρωπαϊκή κατεύθυνση της χώρας κρύβεται, όμως, το ερμηνευτικό στοίχημα του βιβλίου και, ίσως, η αμηχανία του συγγραφέα απέναντι στην πολιτική και συνταγματική μας μοίρα. Άλλωστε, είναι προφανές ότι πίσω από τα πολυάριθμα και ετερογενή πορτραίτα προβάλλει τελικά, ολοζώντανη, η προσωπογραφία του ίδιου του Νίκου Αλιβιζάτου, ως διανοούμενου των θεσμών (4).
Η υποτιμημένη αστική παράδοση
Σύμφωνα με μια δημοφιλή ανάγνωση της νεοελληνικής περιπέτειας, η οποία διατρέχει τον επιστημονικό, πολιτικό αλλά ακόμη και τον καθημερινό λόγο, η ελληνική ιδιαιτερότητα και οι θεσμικές της κρίσεις, παρελθόντος και παρόντος, οφείλονται στο ότι η χώρα μας δεν γνώρισε ποτέ αστική επανάσταση, σε αντίθεση με τις προηγμένες δυτικές δημοκρατίες. Υιοθετώντας την, κρατούσα, πλέον, κριτική του Νίκου Σβορώνου[1] στην απαξιωτική αυτή θέση, ο Αλιβιζάτος εντοπίζει στη συγκρότηση, καθώς και στη συνέχεια του ελληνικού κράτους, τα γερά αστικά του θεμέλια, τονίζοντας το έργο κορυφαίων φυσιογνωμιών του.
Σε κοινή έγνοια των «αστών» πολιτικών και αιχμή των ηχηρών τους παρεμβάσεων στους θεσμούς αναδεικνύεται η κατ’ εξοχήν νεωτερική εδραίωση της αποπροσωποποιημένης και συντεταγμένης μορφής τους πολιτεύματος, ο κοινοβουλευτισμός και η αναζήτηση των κατάλληλων αντίβαρων, ώστε, στο κλασικό πρότυπο της διάκρισης των εξουσιών, η κάθε εξουσία να ελέγχει και να αποτρέπει την κατάχρηση της άλλης. Κι αυτό σε ένα νεοπαγές κράτος που οργανώνεται ενιαία και συγκεντρωτικά, ώστε να απορροφήσει τις συγκρούσεις και τις ετερόκλητες παραδόσεις της κοινοτιστικής του ρίζας. Ήδη στην επαναστατική Ελλάδα, ο Ιωάννης Καποδίστριας, εισάγει μια δυτική πυραμιδωτού τύπου συνταγματική οργάνωση του κράτους και οραματίζεται την εφαρμογή ενός νέου Συντάγματος, στο οποίο, ο συγγραφέας, πιθανολογεί ότι αν ο κυβερνήτης βρισκόταν εν ζωή θα επέλεγε, κατά το γαλλικό πρότυπο της Χάρτας του 1815, το πολίτευμα της συνταγματικής μοναρχίας. Και, μάλιστα, το πιθανότερο ήταν να επιφύλασσε στον εαυτό του το αξίωμα του πρωθυπουργού «ορλεανικού» τύπου, δηλαδή ενός πρωθυπουργού υπόλογου εξ ίσου στο βασιλιά και τη Βουλή (σελ. 40).
Ωστόσο, μείζον θεσμικό χαρακτηριστικό της αστικής παράδοσης, η οποία εκκινεί από τον μοντέρνο φιλελευθερισμό και το σχήμα της φωτισμένης πλην αντιπροσωπευτικής δεσποτείας, είναι η σταθερή της προσήλωση στον κοινοβουλευτισμό. Με την καθιέρωση της αρχής της δεδηλωμένης, ως συνθήκης του πολιτεύματος (1875) και την επίμονη αναφορά του Χαρίλαου Τρικούπη στο βρετανικό κοινοβουλευτικό μοντέλο, όπου αναδεικνύεται ο διαχρονικός μας πρωθυπουργοκεντρισμός, καθώς, βέβαια, και ο πλειοψηφικός (δικομματικός) και μη συναινετικός χαρακτήρας του πολιτεύματός μας, αναπτύσσεται μια αξιόλογη δημοκρατική παράδοση που καμιά από τις κρίσεις του 20ού αιώνα δεν κατάφερε να ανακόψει (σελ. 41). Στη στέρεη βάση του βρετανικού κοινοβουλευτισμού στηρίχθηκε και ο συνταγματικός εκσυγχρονισμός του Ελευθερίου Βενιζέλου, με αιχμή τον εξορθολογισμό του και την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας. Εύλογα, ωστόσο, ο Αλιβιζάτος αναδεικνύει σε υψηλή συνταγματική στιγμή του Βενιζέλου τη συμπλήρωση του πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού με το μοντέρνο αντίδοτό του (σελ. 67) για την αποτροπή των καταχρήσεων στις οποίες οδηγεί η αλαζονεία της εξουσίας: τα θεσμικά αντίβαρα, με κορωνίδα την ίδρυση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Στην πρώτη αυτή φάση της «αστικής παράδοσης», είναι εμφανής ο ρεαλισμός των πρωταγωνιστών της και η πραγματιστική αντίληψή τους για τους θεσμούς, δίχως, όμως, αυτή να εκπίπτει σε μια λαϊκίστικη και υπερφίαλη εργαλειοποίησή τους. Τα πολιτικώς δρώντα υποκείμενα αποστασιοποιούνται των καθαρών τους αναφορών και ρόλων και συλλαμβάνουν τις ατέλειες των θεσμών, προσαρμόζοντας δημιουργικά το ελληνικό παράδειγμα στις δυτικές πολιτειακές και συνταγματικές πατέντες. Με λίγα λόγια, για τη δημιουργία του ελληνικού αστικού κεκτημένου ευθύνονται κυρίως τα πρόσωπα και λιγότερο οι θεσμοί. Υπ’ αυτή την έννοια, οι μεγάλες αστικές μορφές της μεταπολεμικής Ελλάδας συνιστούν τους άξιους κληρονόμους τους. Ξεχωρίζει, δίχως άλλο, η προσωπικότητα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, τον πραγματισμό του οποίου, όπως και την καλή αίσθηση των διεθνών συσχετισμών, υπογραμμίζει ο συγγραφέας (σελ. 155). Συνταγματικά ρεαλιστής, ο Καραμανλής απέβλεπε στον «υγιή κοινοβουλευτισμό» και τη λελογισμένη ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας. Η αποτυχημένη «βαθιά τομή» της πρώτης οκταετίας του και το Σύνταγμα του 1975, το οποίο καλούνταν από τη μια να διασφαλίζει την ισχυρή κυβερνησιμότητα από μια μονοκομματική, κατά προτίμηση, πλειοψηφία, και από την άλλη διά του θεσμού του Προέδρου της Δημοκρατίας να τη συγκρατεί, προδίδουν το καινοτόμο στοιχείο του συνταγματικού του λόγου στη συγκεκριμένη, κάθε φορά, ιστορική συγκυρία.
Όμως, γιατί, αλήθεια, ο αστικός εκσυγχρονισμός παρέμεινε ανεκπλήρωτος, παρά τον σταθερό προσανατολισμό των σπουδαίων προσωπικοτήτων της αστικής μας παράδοσης; Κάποιοι ένθερμοι πιστοί της φιλελεύθερης ιδέας, όπως ο Στέφανος Μάνος (σελ. 132), αυτο-παγιδεύτηκαν τελικά στην ακαμψία τους και την αδυναμία τους να διαχειριστούν και, ιδίως, να επικοινωνήσουν πολιτικά τη μεταρρυθμιστική τους πνοή. Διατρέχοντας, ωστόσο, τον φιλελεύθερο λόγο των διανοουμένων της αστικής παράδοσης και τις δυσκολίες που συνάντησε, αντιλαμβανόμαστε ότι η νεωτερική πρόσληψη της εξουσίας στην Ελλάδα υπονομεύθηκε αφ’ ενός από τη διόγκωση του πλειοψηφικού και μη συναινετικού πρωθυπουργοκεντρισμού, εν είδει μιας άτυπης τυραννίας της πλειοψηφίας και παραφθοράς, στο όνομα της λαϊκής εντολής, της λαϊκής κυριαρχίας[2], αφ’ ετέρου από το βάρος ιδεολογικών αναφορών, ξένων προς την καθολικότητα, την οικουμενικότητα και τον εμπειρισμό του δυτικού (γαλλικού και αγγλικού) νομικού πολιτισμού, όπως η εννοιοκρατία, ο (γερμανικός) ιδεαλισμός (Κωνσταντίνος Τσάτσος) και η μοιραία, για την όποια κοσμοπολίτικη (Λέων Καραπαναγιώτης) ή φιλελεύθερη (Γιώργος Θεοτοκάς) πρόσληψη της ιδιότητας του πολίτη, υπεροχή του Έθνους έναντι του Λαού[3]. Στο πεδίο του πολιτικού φιλελευθερισμού (των δικαιωμάτων) που εγγυάται την κρίσιμη διάκριση κράτους και κοινωνίας και συνιστά το κλασικό αντίβαρο στην κατάχρηση της κρατικής εξουσίας, η ισχυρή έλξη της νεοελληνικής από μια εθνική ταυτότητα, εμπλουτισμένη με πολιτική (π.χ. αντικομμουνισμός) ή θρησκευτική ουσία (π.χ. Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών), προδίδει τη θεσμική μας καθυστέρηση, όπως αυτή αποτυπώνεται ακόμη και σήμερα στα εκκρεμή ζητήματα του διαχωρισμού Κράτους-Εκκλησίας και της προστασίας των μειονοτήτων. Και τούτο σε πείσμα της φωτισμένης νομικής μας παράδοσης (Ν.Ν. Σαρίπολος, Αριστόβουλος Μάνεσης, Φαίδων Βεγλερής, Γιώργος Κουμάντος) η οποία υπερασπίστηκε, σε θεωρία και πράξη, τον θετικιστικό σεβασμό των θεσμών, την κρατική ουδετερότητα και την άρρηκτη σύνδεση του κανόνα δικαίου με την κοινωνική πραγματικότητα. Στην προσωπική ματιά του Νίκου Αλιβιζάτου, ωστόσο, η ευθύνη για τα διαχρονικά ελλείμματα του ελληνικού πολιτικού φιλελευθερισμού μοιάζει, δικαίως, να βαρύνει λιγότερο την «αστική» συντηρητική παράταξη και περισσότερο αυτούς από τους οποίους ευλόγως αναμενόταν με μεγαλύτερη προσδοκία η θεραπεία τους, δηλαδή τους μεταρρυθμιστές σοσιαλδημοκράτες.
Η εγκλωβισμένη σοσιαλδημοκρατία
Στην ιστορική πορεία της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας ξεχωρίζουν δύο ευδιάκριτες και εκ διαμέτρου αντίθετες περίοδοι: η περιθωριακή παρουσία της μέχρι το 1974 και η πολιτική της άνοιξη στη μεταπολίτευση. Στην πρώτη, η (όποια) δυναμική της ατόνησε ανάμεσα στον μισαλλόδοξο συντηρητισμό και τον επαναστατικό κομμουνισμό. Ο μετωπικός χαρακτήρας της πολιτικής αντιπαράθεσης των διαδοχικών διχασμών και η έλλειψη συναινετικής πολιτικής κουλτούρας, σε συνδυασμό με ένα μονοφωνικό εκπαιδευτικό σύστημα, ανέκοψαν τη μεταρρυθμιστική της τάση (σελ. 243). H πρώιμη σοσιαλδημοκρατική παράδοση παρέμεινε στους νεότερους χρόνους του ελληνικού κράτους μειοψηφική, δίχως να προσδώσει το δικό της συνταγματικό στίγμα στους θεσμούς. Μια από τις ηγετικές της μορφές, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ατύχησε να συναντηθεί με την εποχή του. Οι πολιτειακές και συνταγματικές του εμπνεύσεις, με έμφαση στην άμβλυνση των ανισοτήτων, τον κρατικό παρεμβατισμό στη γεωργία και την οικονομία και τον (συναινετικό και αποκεντρωτικό) εξορθολογισμό της (εκτελεστικής) εξουσίας (Σύνταγμα του 1927, απλή αναλογική, υποχρεωτική συμμετοχή των κομμάτων στην Κυβέρνηση, ενιαύσια πρωθυπουργική θητεία) δεν έμελλε να σταθούν, ίσως και λόγω του ουτοπικού τους χαρακτήρα, στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, ούτε, όμως, και στη θεσμική μας μνήμη.
Αν, ωστόσο, στην άχαρη αυτή νεότητά της, η σοσιαλδημοκρατία εγκλωβίζεται εξωτερικά, η μεταπολιτευτική της μεταρρυθμιστική ματαίωση οφείλεται εν τέλει στην εκ των έσω υπονόμευσή της. Ήδη την περίοδο του αντιδικτατορικού αγώνα, ο Αλιβιζάτος εντοπίζει τα σπέρματα της εργαλειακής σχέσης του Ανδρέα Παπανδρέου με τους θεσμούς, αποδίδοντάς του, λόγω της εμφανούς απροθυμίας του να συμβάλει στην ενότητα του κινήματος, αντικειμενικές ευθύνες ως προς την καθυστερημένη ανατροπή των συνταγματαρχών. Στη μετέπειτα παντοδυναμία του ΠΑΣΟΚ, η ηγετική φιγούρα του Ανδρέα, ενός πολιτικού που διατηρεί ουσιαστικά επιδερμική σχέση με την ελληνική πραγματικότητα και υποδαυλίζει δημαγωγικά μια αντιδυτική και αντιευρωπαϊκή στάση, καθώς η οικειοποίηση των αριστερών συμβόλων συνιστά, μεταξύ άλλων, το όχημα για την επανένταξη των ηττημένων του εμφυλίου, φέρει και κληροδοτεί το γονίδιο του λαϊκισμού και της ήσσονος προσπάθειας. Για τον Αλιβιζάτο, η παπανδρεϊκή αμφιθυμία απέναντι στους θεσμούς, η οποία αποκρυσταλλώνεται στην πελατειακή έκπτωση της διαχείρισης της εξουσίας και την υποβάθμιση των δημοκρατικών διαδικασιών, δεν εξωραΐζεται στο όνομα των μεγάλων ανατροπών που έφερε το ΠΑΣΟΚ. Το υψηλό θεσμικό κόστος δεν ήταν αναγκαίο, ήταν απλώς η εύκολη λύση, και τούτο όχι απαραίτητα με μοναδική ευθύνη του ιδρυτή του, αλλά και της φοβικής του αυλής (σελ. 268). Συνεπώς, μάλλον προοικονομείται στην περίοδο αυτή η άδοξη κατάληξη του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος του Κώστα Σημίτη, στον οποίο ο συγγραφέας αναγνωρίζει τον πραγματισμό, τη μεθοδικότητα και την επιτυχή υλοποίηση μιας σπουδαίας και μακρόπνοης εθνικής στρατηγικής (ΟΝΕ, Κύπρος). Ωστόσο, η αδυναμία του Σημίτη να ελέγξει ένα εκπαιδευμένο στην αντι-μεταρρυθμιστική νοοτροπία κόμμα στάθηκε μοιραία για την εκπλήρωση του εκσυγχρονιστικού πλάνου, με (ύστερο) αποτέλεσμα την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ, όταν οι οξείες συνθήκες της οικονομικής κρίσης, μετά το 2010, κατέστησαν ανέφικτη την προσαρμογή του σε αυτές και, το κυριότερο, το ανάγκασαν πλέον να προδώσει, πρακτικά και συμβολικά, τις ιδρυτικές του αρχές[4].
Στην άλλη όχθη της σοσιαλιστικής παράδοσης, αυτή των διανοουμένων της, ο λόγος εστιάζει αφ’ ενός στις ανολοκλήρωτες μεταρρυθμίσεις, όπως για παράδειγμα στην παιδεία (Αλέξης Δημαράς) και στο ασφαλιστικό (Τάσος Γιαννίτσης), στις οποίες η μάχη της σοσιαλδημοκρατίας με τον κακό της εαυτό αποδείχθηκε ότι ήταν εκ των προτέρων άνιση, αφ’ ετέρου, σε ό,τι αφορά τους συνταγματικούς και πολιτικούς θεσμούς, στη διαρκή προσπάθεια χαλιναγώγησης της παντοδύναμης εξουσίας της πλειοψηφίας, αυτής της χρόνιας παθογένειας του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Οι συμβολές των επιφανών μας συνταγματολόγων υπήρξαν καίριες και εξόχως πολιτικές, δίχως, ωστόσο να νοθεύσουν ανεπίτρεπτα την αυτοτέλεια του νομικού κανόνα. Ο Αλέξανδρος Σβώλος, ανανέωσε το συνταγματικό δίκαιο προς την κατεύθυνση των κοινωνικών επιστημών, εγκαταλείποντας την αφηρημένη και εννοιοκρατική πρόσληψή του, και εργάστηκε με πείσμα πάνω στην αποτροπή του εμφυλίου και την εθνική συμφιλίωση[5]. Οι ανά δεκαετία ηχηρές παρεμβάσεις του Αριστόβουλου Μάνεση (Ιουλιανά, προεδρικές αρμοδιότητες στο Σύνταγμα του 1975, ψήφος Αλευρά, αναπλήρωση του πρωθυπουργού) αποδίδουν τον αντι-εξουσιαστικό τόνο και προσανατολισμό[6] που εμπνέει τη σοσιαλιστική δογματική, ενώ στο πνεύμα της θεσμικής και κοινοβουλευτικής ισορροπίας εγγράφεται και η έντονη κριτική του Δημήτρη Τσάτσου στην ενισχυμένη προεδρική εξουσία του Συντάγματος του 1975. Πάνω απ’ όλα, όμως, στη σπουδαία παράδοση της ελληνικής συνταγματικής θεωρίας οφείλεται η απόρριψη του αυτοαναφορικού και κλειστού θετικισμού και η υποβολή των θεσμών και των κανόνων στη βάσανο της συμφωνίας τους με τις δημοκρατικές αξίες και την κοινωνική δικαιοσύνη. Η επιστημονική στροφή (ήδη από τον Σβώλο) στην «πολιτική» (Τσάτσος), «κοινωνιολογική» και εν γένει την «υποψιασμένη» ανάγνωση του Συντάγματος, σημαίνει ότι το δίκαιο, δίχως να χάνει τη σχετική του αυτονομία (Μάνεσης), πρέπει να λειτουργεί προς όφελος του δημοκρατικού και σοσιαλιστικού «κοινωνικού μετασχηματισμού» (Τσάτσος) ή της «αέναης συνταγματικής και κοινωνικής προόδου» (Μάνεσης) (σελ. 297-298). Ωστόσο, η κοινωνική ανάγνωση του δικαίου από τον Μάνεση, υπό την επιρροή της μαρξιστικής θεωρίας της δεκαετίας του 1970, δεν εκπίπτει στην ανέξοδη και άσκεφτη συνταγματοποίηση κάθε κοινωνικής διεκδίκησης ή παροχής, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Αλιβιζάτος, με αφορμή την κανονιστικότητα των κοινωνικών δικαιωμάτων, υπενθυμίζοντάς μας τις πρόσφατες εκτροπές του συνταγματικού μας λόγου στην εποχή των μνημονίων (σελ. 303).
Αν η αστική παράδοση, λοιπόν, πιστώνεται την κατάκτηση της πρόσδεσης των θεσμών μας στον ευρύτερο ευρωπαϊκό συνταγματισμό, καθώς οι κορυφαίες της μορφές (Καποδίστριας, Τρικούπης, Βενιζέλος, Καραμανλής) δίνουν τον καθοριστικό προσωπικό τόνο της ιστορίας, οι σύγχρονοι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας εγκλωβίζονται, θέλοντας (Α. Παπανδρέου) και μη (Σημίτης), σε μια παραμορφωτική (δυσ)λειτουργία των θεσμών που μοιάζει να δικαιώνει, τελικά, τους απαισιόδοξους αναγνώστες της νεοελληνικής ιστορίας και ταυτότητας (Νίκος Θέμελης). Προς επίρρωση τούτης της στυφής γεύσης που αφήνει ο πολιτικός απολογισμός των σοσιαλδημοκρατών πολιτικών, σε αντίθεση με τη μάλλον νοσταλγική διάθεση που προκαλεί στον αναγνώστη η περιήγησή του στους εμπνευσμένους στοχαστές της, ο Αλιβιζάτος κλείνει το κεφάλαιο με την παράθεση μια σειράς δικών του νομικών παρεμβάσεων, μιας λίστας «εφαρμοσμένων νομικών», που, ωστόσο, ουδέποτε εφαρμόστηκαν, για την επίλυση ζητημάτων που σχετίζονται με τον εκσυγχρονισμό των θεσμών. Από τις σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους, το σύμφωνο συμβίωσης, το μεταναστευτικό, τις κρατικές προμήθειες και δημόσιες συμβάσεις έως το πολιτικό χρήμα, την εκλογική μεταρρύθμιση, το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, το πανεπιστημιακό άσυλο κ.α. η πλούσια μεταρρυθμιστική συμβολή του συγγραφέα διαβάζεται και ως ένας μακρύς κατάλογος των χαμένων ευκαιριών των πρόσφατων σοσιαλιστικών μας χρόνων[7].
Η αδύνατη ανανέωση του κομμουνισμού
Αναμετρώμενος με τη μακρά κομμουνιστική παράδοση του τόπου, ο συγγραφέας προδίδει εκ των προτέρων τη μεθοδολογική του επιλογή, η οποία δεν υπαγορεύεται μόνο από τη δική του πολιτική προτίμηση εντός του συγκεκριμένου ρεύματος, αλλά και από την κεντρική προβληματική του βιβλίου: σε αυτή δεν χωρούν εκείνοι που δεν αναγνώρισαν στους θεσμούς αυτοτελή αξία, παρά τους υποβίβασαν στην ευτελή θέση του αναλώσιμου μέσου προς ικανοποίηση του (όποιου) ανώτερου σκοπού. Κατά τούτο, είναι προφανής η επιμονή του Αλιβιζάτου στο εσωκομματικό, «αντίπαλο» στους ηγέτες του κομμουνισμού (όπως ο Νίκος Ζαχαριάδης), στρατόπεδο, και, ειδικότερα, στα πρόσωπα που από την περίοδο κιόλας του Μεσοπολέμου έδωσαν ανεπιτυχώς τη μάχη για την κομμουνιστική ανανέωση, για σοσιαλισμό με δημοκρατία (σελ. 425).
Το ελληνικό παράδοξο, δηλαδή η παραμονή της ζωτικότητας της κομμουνιστικής ιδεολογίας στην επικαιρότητα, ακόμη και μετά το 1989, και η πρόσφατη αναζωπύρωσή της με την εκλογική επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, ανάγεται σε πρωτεύοντα χαρακτηριστικά της ελληνικής πολιτικής ταυτότητας: τη ροπή προς την πόλωση, την αδιαλλαξία και τον εξισωτισμό, την ιεράρχηση της ισότητας στην κορυφή της κλίμακας των αξιών του νεότερου ελληνισμού, εις βάρος, συχνά, της ελευθερίας. Αυτά λειτουργούν τελικά ως υπόβαθρο του πολιτικού λόγου της κομμουνιστικής αριστεράς και, υπό το ψυχικό και υλικό τίμημα των ιστορικών γεγονότων που την καθορίζουν, όπως ο Εμφύλιος ή σήμερα η οικονομική κρίση, αφ’ ενός τη διατηρούν ζωντανή, αφ’ ετέρου ευνουχίζουν την εκπλήρωση του δικού της «ιστορικού συμβιβασμού» και τη μετάβασή της στον δημοκρατικό σοσιαλισμό.
Τα πρόσωπα λοιπόν της κομμουνιστικής παράδοσης, παρ’ ότι συλλαμβάνουν την ιστορικότητα της εποχής τους και διαβάζουν αποστασιοποιημένα από την ορθόδοξη κομμουνιστική εγγραφή τους την πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να διαβλέπουν τη δυνατότητα να επιτευχθούν σοσιαλιστικές τομές στην ελληνική κοινωνία, εντός της αστικής και δημοκρατικής νομιμότητας, αδυνατούν εν τέλει να υπερβούν τον υψηλό ιδεολογικό, και όχι μόνο, πήχυ της αντίπαλής τους κομμουνιστικής ηγεσίας. Το αίτημα της δημοκρατικής ή σοσιαλιστικής επανάστασης στην Ελλάδα θα παραμείνει ανεκπλήρωτο, ενώ η ίδια η κομμουνιστική σκέψη μάταια παλεύει να εξελιχθεί. Συνεπώς, η διαπίστωση, με επιστημονικό μάτι, ήδη στο Μεσοπόλεμο, ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είχε επικρατήσει και οι συνθήκες είχαν ωριμάσει για τη σοσιαλιστική επανάσταση, μέσα στα μεγάλα περιθώρια δράσης που άφηνε η αστική νομιμότητα (Παντελής Πουλιόπουλος), αποβαίνει πολιτικά άκαρπη. Το ίδιο ισχύει και για την κορυφαία, σύμφωνα με τον Αλιβιζάτο, φυσιογνωμία (αυτής) της ελληνικής Αριστεράς, τον Ηλία Ηλιού. Η επιστημονική ακρίβεια και το υψηλό πολιτικό και αισθητικό του κριτήριο θα μπορούσαν να τον είχαν αναδείξει σε «Έλληνα Μπερλινγκουέρ», όμως στην Ελλάδα δεν υπήρξαν ούτε Γκράμσι, ούτε Τολιάτι, ενώ, σε αντίθεση με την Ιταλία, υπήρξε ένας καθοριστικός για την πολιτική τύχη του Ηλιού, αλλά και συνολικά της σοσιαλιστικής τάσης εντός της κομμουνιστικής παράδοσης, εμφύλιος πόλεμος (σελ. 445)[8]. Παρ’ ότι ιστορικές προσωπικότητες της Αριστεράς έκαναν υπερβάσεις σε συγκεκριμένες συγκυρίες, επιδιώκοντας τη συναίνεση (όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, κατά τη διάρκεια του αντιδικτατορικού αγώνα), και διέγνωσαν την ανεπάρκεια του δογματικού οικονομικού αναγωγισμού για την κατανόηση της ιστορικής εξέλιξης και τη χάραξη της πολιτικής (Κώστας Φιλίνης), με αποτέλεσμα να διαθέτουν τα μεθοδολογικά εργαλεία για να απελευθερώσουν την κομμουνιστική σκέψη, η πλούσια πολιτική γνώση δεν συνάντησε την πολιτική δράση. Η γόνιμη αντίληψη των θεσμών ως μέσα για την υπέρβαση των υφιστάμενων σχέσεων, εφ’ όσον οι συσχετισμοί το επιτρέπουν (Λεωνίδας Κύρκος), ουδέποτε κατέληξε σε ουσιαστική θέσμιση, ίσως γιατί, γενικεύοντας την εύστοχη φράση του Γιώργου Κατηφόρη για τον Ηλιού, υπάρχουν, όντως, «εποχές που δεν βρίσκουν τους ανθρώπους τους και άνθρωποι που δεν βρίσκουν την εποχή τους».
Αντιθέτως, δυσανάλογα σημαντική, σε σχέση με τον πολιτικό αντίκτυπο της «ρεφορμιστικής» κομμουνιστικής παράδοσης, υπήρξε η συμβολή των σημαντικών διανοητών της στην κατανόηση της νεότερης ελληνικής ιστορίας (Νίκος Σβορώνος) και της λειτουργίας των θεσμών, ιδιαίτερα της τυπολογίας του Κράτους και των παραγωγικών σχέσεων (Νίκος Πουλαντζάς), πέρα από λαϊκιστικές απλουστεύσεις και βολονταριστικές αναγνώσεις, καθώς και στην ανάδειξη των πολιτισμικών στερεοτύπων που φέρει και αναπαράγει ο ελληνικός εθνικισμός (Άννα Φραγκουδάκη), με τις γνωστές ρομαντικές εξάρσεις του, που διατρέχουν, ενίοτε, το σύνολο του πολιτικού φάσματος και αποτυπώνονται όχι μόνον στον πολιτικό, αλλά και τον νομικό λόγο (π.χ. στη δικαστική περιπέτεια της ελληνικής ιθαγένειας[9]). Αν δε, εντάξουμε την ελληνική γενιά των στοχαστών της Αριστεράς (και εν γένει της γενιάς του Πολυτεχνείου) στο ελευθεριακό ρεύμα του Μάη του 1968, θα διαπιστώσουμε ότι η συμβολή της υπήρξε μεν σημαντική, έως και απελευθερωτική, στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών ή των τεχνών, καθώς και στη φιλελευθεροποίηση των ηθών και των συμπεριφορών, όπως και θεσμικά κρίσιμη για την ταχύτατη απώλεια της αίγλης του Στέμματος και την αποδυνάμωση της Εκκλησίας, αλλά από την άλλη συνοδεύτηκε, εκούσα άκουσα, από την έξαρση ενός φιλελεύθερου ατομοκεντρισμού και την αποθέωση της προσωπικής επιθυμίας που ο Αλιβιζάτος εντοπίζει στην καρδιά του γαλλικού Μάη, στοιχεία που μάλλον προετοίμασαν παρά ανέκοψαν, σε ευρωπαϊκό τουλάχιστον επίπεδο, την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού και προδίδουν, στα καθ’ ημάς, ιδιαίτερα τις δεκαετίες του 1980 και 1990, την επέλαση του καταναλωτισμού, απέναντι στον οποίο η αριστερή διανόηση μάλλον απέτυχε να αντιτάξει σοβαρά επιχειρήματα ή να προτείνει πειστικά εναλλακτικά πρότυπα (σελ. 511).
Η αυτοβιογραφική αναφορά του Νίκου Αλιβιζάτου στην κομμουνιστική παράδοση, με την οποία τελειώνει το κεφάλαιο και το βιβλίο («Μήπως το ταξίδι συνεχίζεται;», σελ. 515), υπογραμμίζει ένα κοινό σημείο της αρχικής γοητείας της στους νέους της δεκαετίας του 1970, που ωστόσο εξηγεί και τη μετέπειτα αποστασιοποίησή τους από αυτή: αριστερός γινόσουν, πρωτίστως, ως αντιχουντικός (θα προσθέταμε για τους νέους μετά τον Εμφύλιο, ως αντιδεξιός), υπό το βάρος τελικά μιας μάλλον ηθικοπολιτικής παρά καθαρά ιδεολογικής επιλογής (σελ. 516). Επιλογής, ίσως, και με ευκρινείς πολιτισμικές αιτίες, καθώς στο χώρο της Αριστεράς, ιδίως της ανανεωτικής, υπήρξε υπερ-συγκέντρωση χαρισματικών προσωπικοτήτων της πολιτικής, των γραμμάτων και της τέχνης. Η θητεία του συγγραφέα στην κριτική μεριά της κομμουνιστικής σκέψης, μακριά από την πλήρη εργαλειοποίηση και την υποτίμηση των θεσμών, και η εκπαίδευσή του στο δημοκρατικό και κοινωνικό νόημα του κανόνα δικαίου, καθόρισε τη συνταγματολογική του ταυτότητα. Από την άλλη, παρατηρώντας τη μεγάλη εικόνα της κομμουνιστικής πορείας και το βαρύ τίμημα που πλήρωσαν οι χώρες του ανατολικού μπλοκ, όπως, επίσης, βιώνοντας την αδιαλλαξία της κρατούσας κομμουνιστικής παράδοσης στην Ελλάδα, ο Αλιβιζάτος συνειδητοποιεί ότι ήταν μάλλον αδύνατο εξ αντικειμένου να υπάρξει κομμουνισμός με δημοκρατία και ελευθερία. Κατέστη, ως εκ τούτου, προφανής ανάγκη η υπαρξιακή και οριστική πλέον φυγή του, ως ανήσυχου πνεύματος, προς τη σοσιαλδημοκρατία και τον πολιτικό φιλελευθερισμό.
Η προσωπογραφία του συγγραφέα
Διανοούμενος με αστική καταγωγή και παιδεία, ο οποίος γοητεύτηκε από την κομμουνιστική σκέψη στα νεανικά του χρόνια, για να ενταχθεί τελικά στον ευρύτερο χώρο της (φιλελεύθερης) σοσιαλδημοκρατίας, ο Νίκος Αλιβιζάτος φέρει και τις τρεις παραδόσεις τις οποίες αποτιμά κριτικά μέσα από τα πορτραίτα του βιβλίου του. Αν συνεκτιμήσει δε κανείς και την πληθωρική δημόσια παρουσία του, ως πολιτικοποιημένου συνταγματολόγου που συνεχίζει την παράδοση των σπουδαίων προκατόχων του, ιδίως του Αριστόβουλου Μάνεση, οι οποίοι ανέπτυξαν έντονη σχέση με τους θεσμούς και την άσκηση της εξουσίας, όχι μόνο ως μέρος του θεωρητικού, αλλά και του πρακτικού (συνταγματικού) λόγου, είναι προφανές ότι ο Αλιβιζάτος, ως επιστημονικό και πολιτικό υποκείμενο, προσωπογραφεί τελικά, μέσα από τους άλλους, τη δική του ιδιαίτερη θέση απέναντι στους θεσμούς και την πολιτική. Υπ’ αυτό το πρίσμα των πολλαπλών ιδιοτήτων και αναφορών του συγγραφέα, επιλέγονται και σκιαγραφούνται τα πρόσωπα και οι παραδόσεις. Η αστική και νεωτερική του προσήλωση στους φιλελεύθερους θεσμούς και στα αντίβαρα στην εξουσία, η οποία ομολογείται εμβληματικά στη φράση του Πόππερ με την οποία ανοίγει το βιβλίο[10], αποτυπώνονται στη θετική αποτίμηση και προβολή της αστικής παράδοσης και, αντιστρόφως, στον αμφιλεγόμενο απολογισμό της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας. H διαρκής του ευαισθησία να αναδείξει το κρυφό νόημα των κανόνων, ιστορικά, πολιτικά ή και ηθικά, εξηγεί, σε συνδυασμό με τη συναισθηματική, πολιτισμική και εν τέλει αισθητική εγγύτητα, τη συμπάθειά του προς τους δημοκράτες και σοσιαλιστές της κομμουνιστικής παράδοσης, τους «καλούς» κομμουνιστές που έμελλε να υποκύψουν στο παιχνίδι της ιστορίας. Ο λόγος λοιπόν του Αλιβιζάτου αποκαλύπτει αυτόν που εμείς, οι μαθητές του, αλλά και η δημόσια σφαίρα, γνωρίζουμε ήδη καλά: έναν διακεκριμένο και συνεπή εκπρόσωπο του αστικού και ευρωπαϊκού συνταγματισμού.
Με αυτά τα δεδομένα, η εγκυρότητα της κατηγοριοποίησης των παραδόσεων και της αποτίμησής τους είναι απολύτως συνεπής, δογματικά και πολιτικά, με την πολιτικοφιλοσοφική ταυτότητα του συνταγματολόγου και η όποια κριτική μπορεί μόνον εξωτερική να είναι, να εκκινεί δηλαδή από μια ολότελα διαφορετική από τη δική του, που θα τολμούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως leftliberal, πολιτική ή θεωρητική σκοπιά για το νόημα των βασικών του κατηγοριών. Ενστάσεις θα μπορούσαν να υπάρξουν και για πρόσωπα που αποκλείστηκαν ή για άλλα που παρ’ ότι αναφέρονται επιγραμματικά στα εισαγωγικά σημειώματα των κειμένων, εν είδει επιλαχόντων, θα μπορούσαν εύλογα να προκριθούν στην πρώτη γραμμή, αλλά τούτο θα σήμαινε την υιοθέτηση μιας άλλης αντίληψης για τους θεσμούς ή έστω την ανατροπή της βασικής θέσης του έργου, δηλαδή της έμφασης που αποδίδεται στα πρόσωπα, στη διαλεκτική τους σχέση με τους θεσμούς. Η πιο ισχυρή, ίσως, κριτική που θα μπορούσε να απευθύνει κανείς στον συγγραφέα έγκειται στην πρόσληψη τελικά του ίδιου του πολιτικού, ως παιγνίου και προσώπου, όχι σε σχέση με μια συγκεκριμένη πολιτική ή ιδεολογική τοποθέτηση (αστική, σοσιαλιστική, κομμουνιστική κ.ο.κ), αλλά ως προς τη δυνατότητα της αξιολόγησής του με βάση τη διάκριση που θέτει προγραμματικά ο τίτλος του βιβλίου ανάμεσα στον πραγματισμό, τη δημαγωγία και την ονειροπόληση. Κι αυτό γιατί η χρήση των παραπάνω κατηγοριών, παρ’ ότι ανταποκρίνεται, ακόμη κι αν ο συγγραφέας αποφεύγει επιμελώς να ονοματίσει, λίγο ή πολύ, στην πολιτική σκέψη ή δράση των προσώπων, μοιάζει να συρρικνώνει σε ηθικές και καθαρές κρίσεις το εξ ορισμού σύνθετο πολιτικό παιχνίδι.
Υπάρχει, τέλος, μια νομίζω συνειδητή «ατέλεια» του έργου, με την έννοια του ύστατου ερωτήματος που παραμένει βασανιστικά, πλην, ίσως, ευτυχώς, ερμηνευτικά ανοιχτό: ανάμεσα στην αισιόδοξη και την απαισιόδοξη ανάγνωση της ιστορίας αυτή τη φορά ο Αλιβιζάτος μοιάζει ουσιαστικά μετέωρος και αμήχανα αμφίθυμος. Ίσως τούτο οφείλεται στη σημερινή δεινή κρίση που απαγορεύει τις βεβαιότητες. Ίσως, πάλι, στη μετριοφροσύνη του συγγραφέα απέναντι στα προσωπογραφούμενα πρόσωπα και τις παραδόσεις τους. Σε κάθε περίπτωση, αυτή ακριβώς η γκρίζα ζώνη είναι η λεπτή απόχρωση που μετατρέπει, για τους πρόθυμους αναγνώστες, αίφνης το βιβλίο του Αλιβιζάτου από μια διδακτική και αφηγηματικά συναρπαστική απόλαυση σε μια επίπονη προσωπική διερώτηση και άσκηση πάνω στο πώς και από ποιους πρέπει να ασκείται η πολιτική εξουσία.
[1]Νίκος Σβορώνος, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, Θεμέλιο, 2007. Για το ρόλο των αστικών ελίτ στη συγκρότηση του ελληνικού Κράτους βλ. Κώστα Κωστή, Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας, Πόλις, 2013. Επίσης, για το βάρος της φιλελεύθερης ιστορικής κληρονομιάς στην πορεία του ελληνικού Κράτους βλ. Νικηφόρο Διαμαντούρο, Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα. 1821-1828, ΜΙΕΤ, 2006.
[2]Βλ. για τη λαϊκή κυριαρχία την πρόσφατη συμβολή του Γιάννη Τασόπουλου, Η λαϊκή κυριαρχία και η πρόκληση της αμεροληψίας, Κριτική, 2014 και για τη λαϊκή εντολή Αντώνη Μανιτάκη, «Η λαϊκή κυριαρχία ως λαϊκή εντολή και η διδασκαλία του Μάνεση», www.constitutionalism.gr, ανάρτηση 30/06/2015.
[3]Νίκος Αλιβιζάτος, «Έθνος κατά λαού» σε Δ.Γ. Τσαούση (επιμ.), Ελληνισμός και ελληνικότητα. Ιδεολογικοί και βιωματικοί άξονες της νεοελληνικής κοινωνίας, Εστία, 1983, σελ. 79-90.
[4] Ο συγγραφέας παραπέμπει εδώ στη σχετική με την κυβερνητική μακροημέρευση του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία ανάλυση του Γιάννη Βούλγαρη. Βλ. Γιάννη Βούλγαρη, Η μεταπολιτευτική Ελλάδα, 1974-2009, Πόλις, 2013.
[5]Βλ. επίσης για την κριτική του Σβώλου στον κοινοβουλευτισμό και τον κίνδυνο της έκπτωσής του στην κομματοκρατία, Αλέξανδρος Σβώλος, Προβλήματα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, σε Ιδίου, Προβλήματα του έθνους και της δημοκρατίας, τόμος 2, Στοχαστής, Αθήνα, 1972, σελ. 95 επ. και για την κοινωνιολογική οπτική του Σβώλου την ανάλυση του Αριστόβουλου Μάνεση, «Ο Αλέξανδρος Σβώλος ως συνταγματολόγος», σε Ιδίου, Συνταγματική Θεωρία και Πράξη 1954-1979, Ι, Σάκκουλας, 1980, σελ. 506 επ.
[6]Στη συνταγματική θεωρία, είναι εμβληματική, μεταξύ άλλων, η συμβολή του Αριστόβουλου Μάνεση σε Ιδίου, Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος, ΙΙ, 1965, ανατύπωση Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1991.
[7]Υπ’ αυτή την έννοια μάλλον δικαιώθηκαν οι επιφυλάξεις του Νίκου Αλιβιζάτου σε Ιδίου, Ο αβέβαιος εκσυχρονισμός και η θολή συνταγματική αναθεώρηση, Πόλις, 2001.
[8]Βλ. για τον ευρωκομμουνισμό, Γιάννη Μπαλαμπανίδη, Ευρωκομμουνισμός. Από την κομμουνιστική στη ριζοσπαστική ευρωπαϊκή Αριστερά, Πόλις, 2015.
[9]Με έμφαση στην απόφαση 350/2011 του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Βλ. Γιάννη Κουτσούκο, «Η ιθαγένεια, το Έθνος και το κράτος δικαίου», Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, 1/2011, σελ.77 επ.
[10]«Πώς πρέπει να καταστρώσουμε τους πολιτικούς θεσμούς, έτσι ώστε κακοί ή ανίκανοι ηγέτες να μην μπορούν να προκαλέσουν υπέρμετρη βλάβη;», Karl Popper, The Open Society and its Enemies.
[αναδημοσίευση από το The Books'Journal, 14 Φεβρουαρίου 2016]