Διατυπώθηκε η γνώμη ότι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100 του Συντάγματος, το οποίο όταν εκδικάζει εκλογικές ενστάσεις έχει καθιερωθεί να αποκαλείται εκλογοδικείο, μπορεί να ακυρώσει την ανακήρυξη των βουλευτών του κόμματος «Σπαρτιάτες». Η γνώμη αυτή είναι νομικά αβάσιμη και πολιτικά επικίνδυνη. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω στη συνέχεια για ποιους λόγους, οι οποίοι είναι, αφενός, τεχνικοί νομικοί και, αφετέρου, νομικοπολιτικοί *.
Νομικά αβάσιμη η προσφυγή στο εκλογοδικείο
Οι λόγοι για τους οποίους το εκλογοδικείο μπορεί να ακυρώσει την εκλογή βουλευτή ορίζονται εξαντλητικά στο άρθρο 58 του Συντάγματος και είναι οι εξής δύο: είτε αν η εκλογή βουλευτή οφείλεται σε «εκλογικές παραβάσεις σχετικές με την ενέργεια των εκλογών» είτε αν διαπιστωθεί «έλλειψη των νόμιμων προσόντων» εκλεγέντος βουλευτή.
Η πιο συνηθισμένη εκλογική παράβαση είναι η προσμέτρηση άκυρων ψηφοδελτίων ή σταυρών προτίμησης. Το αν στην εμφανή ή υποκρυπτόμενη ηγεσία κόμματος συμμετέχει πρόσωπο καταδικασμένο για τα εγκλήματα του άρθρου 32 του εκλογικού νόμου (π.δ. 26/2012) ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο πριν από τις εκλογές. Δεν προβλέπεται (επαν)έλεγχός του μετά τις εκλογές. Το εκλογοδικείο δεν νοείται να «διορθώνει» την κρίση του Αρείου Πάγου. Ακόμα κι αν υπάρχει εκλογική παράβαση, επομένως, αυτή δεν αφορά τη διενέργεια των εκλογών αλλά ένα προηγούμενο στάδιο, την ανακήρυξη των συνδυασμών, το οποίο δεν υπόκειται στον έλεγχο του εκλογοδικείου.
Από την άλλη, τα νόμιμα προσόντα που πρέπει να έχει ένας βουλευτής είναι τα εξής: να είναι Έλληνας πολίτης, τουλάχιστον 25 ετών και να μην έχει στερηθεί το εκλογικό δικαίωμα. Και επίσης να μη συντρέχει στο πρόσωπό του κάποιο από τα κωλύματα εκλογιμότητας ή τα βουλευτικά ασυμβίβαστα των άρθρων 56 και 57 του Συντάγματος. Σ’ αυτά όμως δεν συγκαταλέγεται και το άρθρο 32 του εκλογικού νόμου, το οποίο δεν είναι κώλυμα εκλογιμότητας υποψηφίων, αλλά κώλυμα συμμετοχής συνδυασμών κομμάτων στις εκλογές, το οποίο επίσης δεν ελέγχεται από το εκλογοδικείο.
Συμπερασματικά, το εκλογοδικείο δεν έχει αρμοδιότητα να ελέγξει εκ των υστέρων αν νομίμως συμμετείχε στις εκλογές το κόμμα «Σπαρτιάτες». Μια τέτοια ένσταση ούτε εκλογική παράβαση σχετική με τη διενέργεια των εκλογών προβάλλει ούτε έλλειψη των νόμιμων προσόντων των εκλεγέντων βουλευτών –τα μόνα που θα μπορούσε αρμοδίως να ελέγξει το εκλογοδικείο.
Νομικοπολιτική απρονοησία η προσφυγή
Η συζήτηση σχετικά με ενδεχόμενη προσφυγή στο εκλογοδικείο κατά της ανακήρυξης των βουλευτών του κόμματος «Σπαρτιάτες» εκκινεί από την απρόσφορη –και αποδεδειγμένα ανεπιτυχή– αντίληψη ότι τα νεοναζιστικής ιδεολογίας κόμματα της εξτρεμιστικής άκρας δεξιάς αντιμετωπίζονται προεχόντως με νομικά μέσα και δικαστικές απαγορεύσεις. Το ακριβώς αντίθετο ισχύει. Ο νομικισμός και δικαστικός βολονταρισμός ενισχύει, δεν αποδυναμώνει την εξτρεμιστική άκρα δεξιά. Διότι επιτρέπει στους πολιτικούς εκφραστές της να εμφανίζονται ως διωκόμενοι από τη δημοκρατία, ως αντισυστημικοί αγωνιστές, και έτσι να «ηρωοποιούνται» στα μάτια των οπαδών τους, οι οποίοι συσπειρώνονται και πεισμώνουν ακόμα περισσότερο. Καταλήγει έτσι σε αποτέλεσμα αντίθετο προς το επιδιωκόμενο. Πρόκειται για αυτό που οι Αμερικανοί αποκαλούν backlash.
Αυτό ακριβώς εξηγεί και την αναπάντεχη εκλογική επιτυχία του κόμματος «Σπαρτιάτες». Οι ανεπίτρεπτοι ερασιτεχνισμοί με το σήριαλ των κυβερνητικών τροπολογιών για τον αποκλεισμό του κόμματος Κασιδιάρη λίγο πριν τις προηγούμενες εκλογές πείσμωσαν και συσπείρωσαν τους οπαδούς του. Οι οποίοι και τον επιβράβευσαν μαζικά, όταν πέτυχε να γελοιοποιήσει την απρόσφορη νομοθετική ρύθμιση, παρακάμπτοντάς την μέσω του κόμματος-ρεζέρβα που είχε έτοιμο για να κατευθύνει τις ψήφους των οπαδών του. Το ίδιο θα συμβεί και με μια προσφυγή στο εκλογοδικείο. Θα ενισχυθεί πολιτικά η εξτρεμιστική άκρα δεξιά.
Τέτοια προσφυγή είναι πολύ πιθανό να υπάρξει. Ακριβώς επειδή είναι πολύ εύκολο να γίνει. Δικαίωμα προσφυγής στο εκλογοδικείο έχει οποιασδήποτε ψηφοφόρος σε οποιαδήποτε από τις 12 εκλογικές περιφέρειες στις οποίες εκλέχθηκε βουλευτής του κόμματος «Σπαρτιάτες». Η περίπου βέβαιη απόρριψη της προσφυγής από το εκλογοδικείο θα τους επιτρέψει να μιλούν και για δικαστική δικαίωση μετά την επιτυχία στις κάλπες. Δηλαδή –αν είναι δυνατόν!– για διπλή «νομιμοποίησή» τους. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο είναι ασυγχώρητο σφάλμα να επενδύει κανείς πολιτικά και επικοινωνιακά σε μια τέτοια, νομικά αβάσιμη και πολιτικά επικίνδυνη, προοπτική.
* Δημοσιεύθηκε στη Εστία της Κυριακής 2.7.2023