[Συλλογή-επιμέλεια: Χαραλαμπος Κουρουνδής, ΔρΝ, Χρυσούλα Τσιάχτα και Θεοδότα Ρήμου]
Ν. Αλιβιζάτος, Π. Βουρλούμης, Γ. Γεραπετρίτης, Κτιστάκις, Σ. Μάνος, Φ. Σπυρόπουλος, «Ένα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα», «Καθημερινή της Κυριακής», 5/6/2016:
Η ρύθμιση που αφορά τα πολιτικά κόμματα εντοπίζεται στο άρθρο 25. Προβλέπει τη δυνατότητα δικαστικής απαγόρευσης συμμετοχής στις εκλογές κομμάτων των οποίων η ηγεσία παροτρύνει συστηματικά ή ανέχεται τη χρήση βίας. Επίσης, αλλάζει τον τρόπο οικονομικής ενίσχυσης των κομμάτων από το κράτος. [βλ. συνημμένο]
Η πρόταση της ΝΔ για την αναθεώρηση του Συντάγματος, Δεκέμβριος 2014
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ επί της πρότασης των Βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας για την αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος, σύμφωνα με τα άρθρα 110 του Συντάγματος και 119 του Κανονισμού της Βουλής
[…]
ΙΙ Γ. Δημοκρατική οργάνωση και λειτουργία των Πολιτικών Κομμάτων κι εφοδιασμός τους με τ’ απαραίτητα εχέγγυα –αλλά κι επιφόρτισή τους με τις ανάλογες υποχρεώσεις- ώστε να συμβάλλουν πραγματικά στην υπεράσπιση του Δημοκρατικού Πολιτεύματος. Με παράλληλη ενίσχυση της διαφάνειας των οικονομικών τους και των οικονομικών των προσώπων που μετέχουν στον δημόσιο βίο, μελών τους ή μη.
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΠΡΟΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Βασιζόμενοι στις κατά τ’ ανωτέρω θεσμικές και πολιτικές θέσεις, οι υπογράφοντες Βουλευτές προτείνουμε να κινηθεί η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις των άρθρων 110 και 119επ. του Κανονισμού της Βουλής και να διαπιστωθεί, συνακόλουθα, η ανάγκη αναθεώρησης των άρθρων 2 (προσθήκη παρ. 3), 14 παρ. 9, 16 παρ. 1, 2, 5, 6, 7, 8 και προσθήκη νέων παρ. 9 και 11, 17 παρ. 1 και προσθήκη νέας παρ. 8, 23 παρ. 1, 24 παρ. 1 και 2 (συμπεριλαμβανομένης της υπ’ αυτήν ερμηνευτικής δήλωσης), 29 παρ. 1 και 2, 30 παρ. 1, εδ. β΄,32 παρ. 1, 3, 4 και 5, 35 παρ. 2 και 3, 37 παρ. 1, 2 και 4, 39, 41 παρ. 2 και 5, 42 παρ. 1, 44 παρ. 2 και 3, 49 παρ. 2 και 3, 51 παρ. 1, 53 παρ. 1 και 2, 54 παρ. 1 και 3, 56 παρ. 1, εδ. α΄, 58, 60 παρ. 2, 62, 63, 68 παρ. 2 και 3, 70 παρ. 6, 73 παρ. 3 και 4, 74 παρ. 1, 2 και 6, 75, 78 (προσθήκη παρ. 6 και 7), 79 (προσθήκη παρ. 9), 81 παρ. 1, 3 και 4, 86, 87 παρ. 3, 88 παρ. 2, εδ. γ΄, δ΄και ε΄, 90 παρ. 5, 95 (προσθήκη παραγράφου), 96 παρ. 5, εδ. α΄, 98 παρ. 1, εδ. β΄, 100, 101 (προσθήκη παρ. 4), 101Α παρ. 2, 102 παρ. 1, 106 παρ. 1, 2 (και προσθήκη νέας παραγράφου), 112 παρ. 1, 113, εδ. α΄, 115 παρ. 1, 117 παρ. 3 και 4, και 118 παρ. 3 και 5, για τους ειδικότερους λόγους που αναφέρονται σε καθεμιά απ’ αυτές τις διατάξεις και προς την κατεύθυνση, η οποία προσδιορίζεται κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα:
ΠΡΟΤΑΣΗ
[…]
6. Άρθρο 29 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος
Η σύγχρονη βαθειά οικονομική και, επέκεινα, κοινωνική κρίση έχει επηρεάσει ευθέως τον θεσμικό και πολιτικό ρόλο των Πολιτικών Κομμάτων. Και μάλιστα τόσον ως προς την δημοκρατική οργάνωση και λειτουργία τους όσον και ως προς τα οικονομικά τους και, ιδίως, τα οικονομικά και το «πόθεν έσχες» των Βουλευτών. Παρίσταται, λοιπόν, ανάγκη αναθεώρησης του άρθρου 29 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, προς την ακόλουθη κατεύθυνση:
α) Οι ισχύουσες διατάξεις του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος, ενώ καθιερώνουν την αρχή ότι η οργάνωση και η δράση των πολιτικών κομμάτων οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, είναι εξαιρετικά αόριστες ως προς τις εγγυήσεις τήρησης της αρχής αυτής στο πεδίο της ίδρυσης και λειτουργίας τους στη συνέχεια. Για τον λόγο αυτόν προτείνουμε την αναθεώρηση της παρ. 1 του άρθρου 29 του Συντάγματος και την ευθεία σύνδεση των νέων διατάξεών του με τις, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, υπό αναθεώρηση διατάξεις του άρθρου 100 του Συντάγματος περί Συνταγματικού Δικαστηρίου, ώστε, πάντοτε βεβαίως χωρίς να θίγεται το θεμελιώδες πολιτικό δικαίωμα ίδρυσης πολιτικού κόμματος:
α1) Πρώτον, η ως άνω δικαστική αρχή, που θα δέχεται τις αιτήσεις ίδρυσης Πολιτικών Κομμάτων, να ελέγχει με ουσιαστικό τρόπο το αν και κατά πόσον το καταστατικό τους και τ’ ανάλογα εχέγγυα οδηγούν στην διαπίστωση ότι το υπό ίδρυση κάθε φορά Κόμμα δεσμεύεται επαρκώς να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Πολύ δε περισσότερο το αν και κατά πόσον το καταστατικό αυτό αντιτίθεται στην ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
α2) Δεύτερον, η ίδια ως άνω δικαστική αρχή να έχει την αρμοδιότητα από τη μια πλευρά ελέγχου της, μετά την ίδρυσή του Πολιτικού Κόμματος, δραστηριότητάς του αναφορικά με την πραγματική εξυπηρέτηση της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Και, από την άλλη πλευρά, επιβολής των κατάλληλων κυρώσεων, αν το in concreto Πολιτικό Κόμμα προδήλως, εμπράκτως και κατ’ εξακολούθηση στρέφεται εναντίον της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος.
β) Το αίτημα για ουσιαστικό έλεγχο των οικονομικών των Πολιτικών Κομμάτων, ώστε να υπάρχει πλήρης διαφάνεια των δραστηριοτήτων τους ειδικώς σ’ ό,τι αφορά τις λειτουργικές και τις εκλογικές τους δαπάνες, εντάσσεται στην γενικότερη προσπάθεια για την ενίσχυση της διαφάνειας στον δημόσιο βίο και για την αποκατάσταση της σχέσης αξιοπιστίας κι εμπιστοσύνης ανάμεσα στην πολιτική κοινωνία και την κοινωνία των πολιτών. Στο ίδιο πλαίσιο ανήκει η επιδίωξη της εμπέδωσης της διαφάνειας και για τις αντίστοιχες δαπάνες των Βουλευτών και των υποψήφιων Βουλευτών, συμπεριλαμβανομένου και του «πόθεν έσχες» αυτών. Για τους λόγους αυτούς είναι αναγκαία η πρόβλεψη ότι βασική πηγή χρηματοδότησης των Πολιτικών Κομμάτων είναι ο κρατικός προϋπολογισμός, μ’ αυστηρότερους περιορισμούς ως προς την χρηματοδότηση από ιδιωτικές πηγές, οι οποίες συνιστούν την εξαίρεση. Η πρόβλεψη αυτή θα πρέπει να συνδυασθεί με την καθιέρωση συστήματος αποτελεσματικού ελέγχου τόσον του τρόπου απόκτησης των περιουσιακών στοιχείων των Βουλευτών μετά την εκλογή τους, όσο και των δαπανών τους. Αφού, κατά γενική παραδοχή, το σημερινό σύστημα ελέγχου, ουσιαστικώς από την ίδια την Βουλή, αφενός δεν απέδωσε τ’ αναμενόμενα αποτελέσματα. Και, αφετέρου, δεν εμπνέει εμπιστοσύνη στους πολίτες, λόγω της σύμπτωσης σ’ αυτήν της ιδιότητας του ελέγχοντος και του ελεγχόμενου. Προτείνεται, συνεπώς, ν’ ανατεθεί η ελεγκτική αυτή αρμοδιότητα σε ειδικό τμήμα του Συνταγματικού Δικαστηρίου που, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, προβλέπεται να συσταθεί κατ’ αναθεώρηση του άρθρου 100 του Συντάγματος. Στο Δικαστήριο αυτή θ’ ανήκει, υπό τις ειδικότερες προϋποθέσεις που θα ορίσει εκτελεστικός νόμος, και:
β1) Ο έλεγχος της διαφάνειας των οικονομικών των Πολιτικών Κομμάτων. Ειδικότερα δε των λειτουργικών κι εκλογικών τους δαπανών, ώστε να περιορίζονται στο πλαίσιο που ορίζει ο νόμος. Εδώ εντάσσεται και η δυνατότητα απαγόρευσης της χρήσης ραδιοτηλεοπτικού χρόνου πέραν από τον προβλεπόμενο από το νόμο.
β2) Ο έλεγχος των προεκλογικών και λειτουργικών δαπανών των Βουλευτών και των υποψήφιων Βουλευτών.
β3) Ο ετήσιος έλεγχος το «πόθεν έσχες» των Βουλευτών και των μελών της Κυβέρνησης, καθώς και η επιβολή των σχετικών κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένης και της έκπτωσης από το βουλευτικό αξίωμα, ανάλογα με την βαρύτητα της παράβασης. Η τελευταία αυτή αρμοδιότητα του Συνταγματικού Δικαστηρίου θα μπορεί να επεκταθεί, με ειδικό νόμο, στον έλεγχο του «πόθεν έσχες» και άλλων κατηγοριών δημόσιων λειτουργών.
Θ. Ξηρός, «Εμβάθυνση της δημοκρατίας και αναζωογόνηση του πολιτικού συστήματος», ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, 8-9/2011, σελ. 886-891
[…]
- 2. Οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών τροφοδότησαν με νέα δεδομένα την ανοικτή συζήτηση για το πολιτικό χρήμα στις δύο βασικές διαστάσεις του, αφενός τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων και των υποψηφίων βουλευτών στη διάρκεια του εκλογικού αγώνα και αφετέρου το «πόθεν έσχες» των πολιτικών. Η αναμόρφωση του ισχύοντος νομικού πλαισίου προϋποθέτει και απαιτεί τη διευκρίνιση ενός καθοριστικής σημασίας ερωτήματος: τα εντοπισμένα προβλήματα προκαλούνται από τους ορισμούς της παρ. 2 του άρθρου 29 Συντ. ή πρέπει να αποδοθούν στις επιλογές των εκτελεστικών Ν 3023/2002 και 3213/2003 που τους εξειδικεύουν. Και αν ακόμη ήταν δυνατό να ξεκινήσει αύριο η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, η διαφάνεια στην οικονομική διαχείριση των πολιτικών αποτελεί προνομιακό αντικείμενο μέριμνας του κοινού νομοθέτη.
Στην περίπτωση των πολιτικών κομμάτων η διαφάνεια δεν διασφαλίζεται, όπως ορισμένοι υποστηρίζουν, με την κατάργηση της ιδιωτικής χρηματοδότησης ή τη θέσπιση απαγορεύσεων και την απειλή αυστηρών κυρώσεων. Χρειάζονται ασφαλώς και αυτά, αλλά από μόνα τους δεν αρκούν. Η προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στην οργάνωση αξιόπιστου, αντικειμενικού και αποτελεσματικού ελέγχου. Η διενέργειά του δεν μπορεί, επίσης, να αφήνεται ουσιαστικά στην ευθύνη ενός κεντρικού οργάνου -το οποίο επιλαμβάνεται σε χρονική απόσταση από την περίοδο που εξετάζει και με την πλειονότητα των μελών του να είναι ταυτόχρονα ελεγκτές και ελεγχόμενοι-, αλλά να είναι επίκαιρη και αποκεντρωμένη. Τούτο απαιτεί την ανασύνθεση της Επιτροπής Ελέγχου και την αναβάθμιση των τοπικών επιτροπών, εξοπλίζοντάς τες, μεταξύ άλλων, με αποφασιστικές αρμοδιότητες και τη δυνατότητα να επιλαμβάνονται αυτεπαγγέλτως.
Γ. Σωτηρέλης, «Αναζητώντας τις άμυνες της δημοκρατίας απέναντι στους εχθρούς της», http://www.constitutionalism.gr/amunes-dimokratias/ (Το κείμενο αυτό είναι επεξεργασμένη μορφή εισήγησης στην εκδήλωση που διοργάνωσε στις 14.10.2013 η ΔΗΜΑΡ, στο Θέατρο «Γκλόρια», με θέμα: «Η Δημοκρατία δεν απειλείται»):
[…]
Επείγει λοιπόν, πέρα από την ποινική, και μια ευρύτερη θεσμική αντιμετώπιση, με επίκεντρο την δυνατότητα να απαγορευθεί η κάθοδός της στις εκλογές, με οποιαδήποτε παραλλαγή. Μια τέτοια απαγόρευση, κατά την άποψή μου, είναι και πολιτικά αναγκαία, για την άμυνα της ίδιας της Δημοκρατίας, αλλά και συνταγματικά εφικτή, με όλες βέβαια τις αναγκαίες εγγυήσεις που μπορούν και επιβάλλεται να αναζητηθούν και να συζητηθούν ειδικότερα ώστε να αποφευχθούν παράπλευρες απώλειες. Η προσέγγιση αυτή μπορούσε βέβαια να επισφραγισθεί και με μια νέα συνταγματική διάταξη, ενόψει της συνταγματικής αναθεώρησης, η οποία πλέον θα ρυθμίσει ενιαία την δυνατότητα μη ανακήρυξης κομμάτων με τα χαρακτηριστικά της Χρυσής Αυγής και ταυτόχρονα την δυνατότητα κατάργησής τους, ακόμη και αν έχουν ανακηρυχθεί και βρίσκονται σε λειτουργία, με παράλληλη ή και αυτοτελή, κατά περίπτωση, έκπτωση και των βουλευτών από το αξίωμά τους. Αυτό θα γίνεται, πάντως, μόνον αν τόσο το κόμμα καθεαυτό όσο και οι βουλευτές του ατομικά παραβιάσουν τα ακραία όρια ανοχής της Δημοκρατίας απέναντι στους εχθρούς της, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Θα προϋποθέτει, δε, σε κάθε περίπτωση, απόφαση Ανώτατου Δικαστηρίου: είτε του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, ως Εκλογοδικείου, είτε, ακόμη καλύτερα, ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο ούτως ή άλλως πιστεύω ότι πρέπει πλέον να καθιερωθεί. Με άλλα λόγια, η Δημοκρατία πρέπει να αποδείξει έμπρακτα, με καλοζυγισμένες κινήσεις και πρόσφορες ρυθμίσεις, σε όλα τα επίπεδα, ότι είναι σε θέση να αντιμετωπίσει όχι αυτούς που αντιμάχονται εν γένει το καθεστώς ή το σύστημα αλλά αυτούς που θέλουν να ανατρέψουν με συγκεκριμένες μορφές οργάνωσης και δράσης τα πολύτιμα κεκτημένα της δημοκρατικής μας παράδοσης. Μιας παράδοσης που με τόσο κόπο οικοδομήσαμε, μετά την μεταπολίτευση, και που πρέπει να διαφυλάξουμε με κάθε θυσία, προτάσσοντας –ελαφρά πλην ουσιωδώς παραλλαγμένο – το γνωστό σύνθημα:
«Όχι ελευθερία στους αποδειγμένα και έμπρακτα εχθρούς της ελευθερίας»…
Κριτική στην πρόταση της ΝΔ το 2006 στο Θ. Ξηρός, «Το πολιτικό χρήμα στην τέταρτη Αναθεώρηση του Συντάγματος», ΕφημΔΔ, 2/2007, σ. 395-408
Θ. Καράγλου, [βουλευτής ΝΔ, πρώην υπουργός], Ορκίζομαι (στο Σύνταγμα και στους Νόμους), χ.ε., Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 100: πρόταση αναθεώρησης για ετήσιο δικαστικό έλεγχο στα οικονομικά των κομμάτων και μείωση του ορίου των εκλογικών δαπανών. [συνημμένο]
Ανθόπουλος Χ., «Πολιτικά κόμματα και Δημοκρατία. Στοιχεία για μια επανερμηνεία του άρθρου 29 παρ. 1 Συντ.», ΕφημΔΔ, 2/2015, σελ. 157-172: στη σελ. 172 συμφωνεί κατά βάση με την πρόταση ΝΔ 2014 για σαφέστερη συνταγματική επιταγή για τη δημοκρατική οργάνωση και δράση των κομμάτων [συνημμένο].
Ν. Μαυρίκας, «H νoμική προσωπικότητα των πολιτικών κομμάτων ως στοιχείο άσκησης της δράσης τους», ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, 6/2011, σελ. 577-587
«Η πρόταση για Αναθεώρηση του Συντάγματος απόπειρα παράκαμψης των προβλημάτων», Αυγή, Ενθέματα, Ιούλιος 2011 Η Ιφιγένεια Καμτσίδου μιλάει στον Νίκο Φίλη
για τη συνταγματικότητα του Μνημονίου, τα δημόσια αγαθά, την κρίση του κοινοβουλευτισμού και της πολιτικής, την άμεση και την αντιπροσωπευτική δημοκρατία
[…]
Σε συνθήκες απαξίωσης των πολιτικών κομμάτων αναπτύσσονται προτάσεις όπως η διακοπή της κρατικής χρηματοδότησής τους ή ο περιορισμός του αριθμού των βουλευτών στους 200. Πιστεύετε ότι τέτοιες αλλαγές ενισχύουν την αυτονομία και την αξιοπιστία των κομμάτων;
Ο μεν περιορισμός της κρατικής χρηματοδότησης οδηγεί, όπως είναι ευνόητο, στην εξάρτηση των πολιτικών κομμάτων από τις ιδιωτικές πηγές οικονομικής ενίσχυσής τους. Αποτελεί, με άλλα λόγια, παράμετρο που βοηθά στη διαπλοκή των ιδιωτικών συμφερόντων με όσους ασκούν ή ελέγχουν την κρατική εξουσία. Επιπλέον, ο περιορισμός των βουλευτών σε 200, ενώ δεν θα προσφέρει κάποια σημαντική ελάφρυνση στις δημόσιες δαπάνες, θα περιορίσει δραστικά την πολιτική εκπροσώπηση των μικρότερων πολιτικών δυνάμεων, θα βοηθήσει τα δύο μεγάλα κόμματα να ξαναβρούν την κυριαρχία τους στο πολιτικό σύστημα.
Κώστας Χ. Χρυσόγονος, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Α.Π.Θ., «Σχεδίασμα εκδημοκρατισμού. Δώδεκα σκέψεις για μια άλλη αναθεώρηση», 22-05-2011, http://www.constitutionalism.gr/2056-shediasma-ekdimokratismoy-dwdeka-skeceis-gia-mia-a/
[…]
Το ελληνικό πρόβλημα ωστόσο δεν εντοπίζεται μόνο στα πρόσωπα, αλλά αφορά και τα κόμματα. Με αρκετή δόση υπεραπλούστευσης μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι στις λεγόμενες «αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες» υφίστανται δύο κύριοι ιδεότυποι πολιτικών, στον άξονα αριστεράς-δεξιάς[13]. Ο ένας, που θα μπορούσε κάπως σχηματικά να ονομασθεί «αριστερή» πολιτική, είναι η επιβολή υψηλών φορολογικών και άλλων βαρών στις πιο εύπορες τάξεις, ώστε να χρηματοδοτηθούν μηχανισμοί κοινωνικής αναδιανομής υπέρ των οικονομικά ασθενέστερων. Το μειονέκτημα είναι ότι έτσι μπορεί να προκληθούν φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό, ύφεση και ανεργία. Ο άλλος είναι η «δεξιά» πολιτική, δηλαδή ο ταυτόχρονος περιορισμός φόρων και κοινωνικών παροχών. Το μειονέκτημα εδώ είναι ότι οι οικονομικά ασθενέστεροι είναι πάντα συντριπτικά περισσότεροι και, αν ξεπερασθούν κάποια όρια, η δυσαρέσκειά τους μπορεί να εκδηλωθεί με ανατρεπτικό τρόπο. Τα κόμματα εξουσίας στην Ελλάδα αποδείχθηκαν ανίκανα να εφαρμόσουν με συνέπεια είτε «αριστερές» είτε «δεξιές» πολιτικές, υπό τον φόβο των μειονεκτημάτων αυτών. Έτσι προτιμούσαν έναν τρίτο δρόμο, τον δρόμο της ανευθυνότητας και της μετάθεσης των δύσκολων επιλογών στο μέλλον, μέσω του υπερδανεισμού, τον οποίο καθιστούσε για αρκετά χρόνια βατό η συμμετοχή μας στην Ευρωζώνη και η μυωπία τότε των κεφαλαιαγορών. Το αποτέλεσμα είναι σήμερα η de facto απώλεια της εθνικής οικονομικής κυριαρχίας και η ουσιαστική υποκατάσταση της ελληνικής κυβέρνησης από την περιβόητη «τρόικα».
Η ανάταξη της εθνικής οικονομίας και η ανάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας είναι εφικτή μόνο εφόσον αφυπνισθεί η ελληνική κοινωνία. Χρειαζόμαστε μια ανανέωση σε βάθος του πολιτικού σκηνικού, ώστε να επιτευχθεί ένας πραγματικός εκδημοκρατισμός της χώρας, πολύ βαθύτερος από την μεταπολίτευση του 1974. Όλα αυτά αποτελούν βέβαια πρώτιστα ζήτημα πολιτικού πολιτισμού. Ωστόσο προς την ίδια κατεύθυνση θα μπορούσε να συμβάλει μια ριζική συνταγματική μεταρρύθμιση, μέσω μιας αναθεώρησης του Συντάγματος εντελώς διαφορετικής από τις προηγούμενες (του 1986, 2001 και 2008), η οποία θα αποσκοπούσε στην αναδόμηση της πολιτικής τάξης, των πολιτικών θεσμών και της δικαιοσύνης. Μια τέτοια αναθεώρηση θα έπρεπε να περιλάβει τουλάχιστον δώδεκα αλλαγές στο ισχύον Σύνταγμα.
ΙΙΙ. Έξι αλλαγές για την αναδόμηση της πολιτικής «τάξης»
[…]
Το πέμπτο σημείο μιας συνταγματικής αναθεώρησης με στόχο τη ριζική μεταβολή του τρόπου λειτουργίας του πολιτικού μας συστήματος θα ήταν η καταπολέμηση του φαινομένου της κατ’ ουσία εξαγοράς βουλευτικών εδρών από υποψήφιους που δαπανούν υπέρογκα χρηματικά ποσά στην προεκλογική τους εκστρατεία. Οι σχετικές διατάξεις των εδ. γ΄ και δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 29 Συντ. έχουν καταστεί ανενεργές στην πράξη, αφού το προβλεπόμενο ειδικό όργανο, δηλ. η μικτή (από βουλευτές και δικαστές) επιτροπή του άρθρου 11 ν. 3023/2002 δεν ανταποκρίνεται στην αποστολή του[23] και δεν μπορεί ν’ ανταποκριθεί σ’ αυτή, για αντικειμενικούς λόγους (πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών μελών, έλλειψη ειδικών γνώσεων και μη αποκλειστική απασχόληση των μελών, ανυπαρξία εξειδικευμένου βοηθητικού – ελεγκτικού προσωπικού). Έστω όμως κι αν η επιτροπή ανασυγκροτηθεί και καταστεί λειτουργικότερη με πρωτοβουλία του κοινού νομοθέτη, δεν αποτελεί επαρκή εγγύηση για τον έλεγχο των εκλογικών δαπανών χιλιάδων υποψηφίων βουλευτών. Θα έπρεπε συνεπώς να προβλεφθεί, με την προσθήκη σχετικής νέας παραγράφου 5 στο άρθρο 57 του Συντάγματος, η δυνατότητα υποβολής ένστασης από όποιον έχει έννομο συμφέρον ενώπιον του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου και έκπτωσης από το βουλευτικό αξίωμα με απόφαση του τελευταίου, εφόσον ο βουλευτής έχει υπερβεί το νομοθετικά καθοριζόμενο όριο εκλογικών δαπανών.
ΙV. Τρεις αλλαγές για τον εκδημοκρατισμό των πολιτικών θεσμών
Οι έξι παρεμβάσεις στον θεμελιώδη νόμο της χώρας, οι οποίες προτάθηκαν παραπάνω, αναφέρονται κυρίως στο πολιτικό προσωπικό. Ριζική μεταρρύθμιση χρειάζεται όμως και στους πολιτικούς θεσμούς και στο ζήτημα αυτό αναφέρονται οι επόμενες τρεις (συν μία) προτάσεις.
Η έβδομη, από τις συνολικά δώδεκα, προτεινόμενη αλλαγή αφορά την καρδιά του πολιτικού συστήματος, τα πολιτικά κόμματα. Όπως επισημάνθηκε παραπάνω, τα περισσότερα από αυτά, και ιδίως τα κόμματα εξουσίας, όχι μόνο διακρίνονται για το έλλειμμα εσωκομματικής δημοκρατίας, αλλά και γενικότερα βρίσκονται σε πορεία αποθέσμισης (αφού τα καταστατικά τους εφαρμόζονται επιλεκτικά και πάντως όχι σε ό,τι αφορά τις κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις και έτσι προσλαμβάνουν προσχηματικό χαρακτήρα[27]). Το κομβικό αυτό ζήτημα δεν μπορεί βέβαια να αντιμετωπισθεί ούτε αποκλειστικά ούτε καν κατά κύριο λόγο με συνταγματικές ή νομοθετικές ρυθμίσεις, αφού η οργάνωση και λειτουργία των κομμάτων αντανακλά προεχόντως τον πολιτικό πολιτισμό μιας χώρας. Εξάλλου η επιβολή «της» εσωκομματικής δημοκρατίας με κανόνες θεσπισμένους από το κράτος προσκρούει στο γεγονός ότι υπάρχουν περισσότερες της μιας θεωρήσεις για την έννοια της δημοκρατίας, ενώ εγγενείς δυσχέρειες υφίστανται και ως προς την αποτελεσματικότητα των κυρώσεων για την ενδεχόμενη «παρεκβατική» αντίληψη ενός κόμματος περί δημοκρατίας. Παρά ταύτα, ακόμη και σήμερα η εσωκομματική δημοκρατία πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη (στο άρθρο 29 παρ. 1 εδ. α΄ Συντ.) αρχή, παραπληρωματικά προς την αρχή της μη επέμβασης του κράτους στα εσωτερικά των κομμάτων[28]. Ενόψει όμως και του μονόπλευρου προσανατολισμού της ελληνικής νομολογίας προς τη μη-επέμβαση[29], η αρχή της εσωκομματικής δημοκρατίας χρειάζεται σαφέστερη και πληρέστερη κατοχύρωση. Ευκταίο μάλιστα θα ήταν τούτο να συνοδευτεί και με ρητή συνταγματική μνεία για τα καταστατικά των κομμάτων, αφού μέσω εκείνων ακριβώς μπορεί και πρέπει να εκφρασθεί η αντίληψη καθενός κόμματος για τη δημοκρατία και τη λειτουργία της στο εσωτερικό του, με την έννοια και της ανάληψης σχετικής αυτοδέσμευσης. Συνεπώς το εδ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 29 Συντ. θα μπορούσε να αναδιατυπωθεί ως εξής: «Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, η εσωτερική οργάνωση και λειτουργία των οποίων οφείλει να ανταποκρίνεται στις θεμελιώδεις αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος, όπως εξειδικεύονται στο καταστατικό καθενός από αυτά».
Εξίσου σοβαρό με την έλλειψη εσωκομματικής δημοκρατίας και την αποθέσμιση των κομμάτων είναι το θέμα της αδιαφάνειας στην οικονομική τους διαχείριση. Από τους δημοσιευμένους ισολογισμούς τους προκύπτει ότι τα κόμματα, και ιδίως τα δύο μεγάλα, συντηρούνται χάρη στην κρατική επιχορήγηση και στα τραπεζικά δάνεια (κυρίως από την υπό κρατικό έλεγχο Αγροτική Τράπεζα) με εγγύηση τις επιχορηγήσεις των επόμενων ετών, ενώ οι φανερές εισφορές των μελών και φίλων τους καλύπτουν ασήμαντο μέρος των δαπανών τους[30]. Πέρα από τα δηλωμένα έσοδα – έξοδα βέβαια είναι κοινό μυστικό ότι υπάρχουν μεγάλου ύψους αφανείς χρηματοδοτήσεις προς τα κόμματα από τον επιχειρηματικό κόσμο και αντίστοιχες αφανείς δαπάνες[31].
Σε μια δημοκρατία κάπως αντάξια του ονόματός της τα κόμματα οφείλουν να είναι οργανισμοί μέσω των οποίων η κοινωνία ελέγχει την εξουσία, πρώτιστα την πολιτική και κατ’ επέκταση και την οικονομική (αφού ο νομοθέτης θεσπίζει το γενικό πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας). Στην πραγματικότητα όμως στην Ελλάδα συμβαίνει το αντίστροφο: Τα κόμματα εξουσίας είναι οι μηχανισμοί μέσω των οποίων η «τάξη» των επαγγελματιών πολιτικών και τα διαπλεκόμενα με αυτήν ιδιωτικά συμφέροντα επιβάλλουν τον έλεγχό τους στην κοινωνία. Γι’ αυτό και η χρηματοδότησή τους προέρχεται κατά μικρό μέρος από την κοινωνία, δηλαδή από τις φανερές συνεισφορές φίλων και μελών, και κατά πολύ μεγαλύτερο μέρος από το κράτος και την ολιγαρχία των «αφανών» χρηματοδοτών. Η προνομιακή πρόσβασή τους στις δύο τελευταίες πηγές χρήματος τους παρέχει τεράστιο οργανωτικό πλεονέκτημα απέναντι σε οποιονδήποτε νέο σχηματισμό θα μπορούσε να εκφράσει με πιο αυθεντικό τρόπο την κοινωνία.
Ο εκδημοκρατισμός της χώρας προϋποθέτει την επιβολή διαφάνειας στα οικονομικά των κομμάτων, με κατάλληλες ρυθμίσεις στο επίπεδο της κοινής νομοθεσίας (π.χ. απαγόρευση κάθε συναλλαγής σε μετρητά και διοχέτευση όλων των χρηματικών ροών καθενός σε αντίστοιχο τραπεζικό λογαριασμό, ονομαστικές μόνο συνεισφορές φίλων και μελών όχι ανώτερες ενός συγκεκριμένου ποσού σε ετήσια βάση κ.ά.). Η κύρωση σε περίπτωση μη συμμόρφωσης κάποιου κόμματος προς τις ανωτέρω ρυθμίσεις δεν θα μπορούσε βέβαια να είναι η διάλυσή του ή η απαγόρευση των συνδυασμών του στις βουλευτικές εκλογές, αφού κάτι τέτοιο θα συνιστούσε αντιδημοκρατικό εξουσιαστικό περιορισμό του πολιτικού πλουραλισμού. Η κύρωση θα μπορούσε όμως να είναι η στέρηση ενός μέρους ή και ολόκληρης της κρατικής χρηματοδότησης του «παραβατικού» κόμματος. Σε συνέχεια συνεπώς της αναθεώρησης της παρ. 1 του άρθρου 29, θα ήταν χρήσιμο[32] να διευκρινισθεί στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου ότι δικαίωμα στην κρατική ενίσχυση δεν έχουν όλα τα κόμματα αδιακρίτως. Ειδικότερα το εδ. α΄ της παραγράφου αυτής θα μπορούσε να αναδιατυπωθεί ως εξής: «Κόμματα που συμμετέχουν στις βουλευτικές εκλογές έχουν δικαίωμα στην οικονομική τους ενίσχυση από το κράτος για τις εκλογικές και λειτουργικές τους δαπάνες, όπως νόμος ορίζει, εφόσον ανταποκρίνονται στις εγγυήσεις διαφάνειας του επόμενου εδαφίου». Παράλληλα χρειάζεται να ενισχυθούν οι εγγυήσεις αυτές από διαδικαστική άποψη με την ανάθεση του ελέγχου στο Ελεγκτικό Συνέδριο, αντί της αποδεδειγμένα αναποτελεσματικής μικτής επιτροπής (βουλευτές – δικαστικοί λειτουργοί) του εδ. δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 29 Συντ. (και του άρθρου 21 ν. 3023/2002). Το εδάφιο αυτό δεν έχει συνεπώς λόγο ύπαρξης και πρέπει να καταργηθεί και αντικατασταθεί με σχετική προσθήκη στο άρθρο 98 Συντ., όπως εκτίθεται παρακάτω (V). Ταυτόχρονα βέβαια πρέπει να απαλειφθούν οι τελευταίες οκτώ λέξεις του προηγούμενου εδαφίου γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 29 («με πρωτοβουλία του ειδικού οργάνου του επόμενου εδαφίου»).
[23] Πρβλ. Θ. ΞΗΡΟΥ, Η αρχή της διαφάνειας στην περίπτωση των πολιτικών κομμάτων και των υποψηφίων βουλευτών, σε Δ. ΤΣΑΤΣΟΥ/ Ε. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ/ Ξ. ΚΟΝΤΙΑΔΗ (επιμ.), Το Νέο Σύνταγμα, Αθήνα-Κομοτηνή 2001, σ. 321 επ (334), Α. ΣΥΡΙΓΟΥ, Νόμοι υπάρχουν αλλά δεν εφαρμόζονται: Δύο έρευνες της Διεθνούς Διαφάνειας – Ελλάδος, σε: Κ. ΚΟΥΤΣΟΥΚΗ / Π. ΣΚΛΙΑ (επιμ.), Διαφθορά και Σκάνδαλα στη Δημόσια Διοίκηση και την Πολιτική, Αθήνα 2005, σ. 335 επ. (341 επ.).
[24] Βλ. Α. ΛΟΒΕΡΔΟΥ, Το Σύνταγμα της Ελλάδας και η αναθεώρησή του, Αθήνα 2006, σ. 53
[25] Βλ. Λ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Το γερμανικό εκλογικό σύστημα και οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, Αθήνα 2007, σ. 15 επ., 34 επ.
[26] Βλ. Θ. ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ, Ο νέος εκλογικός νόμος, Αθήνα 2009.
[27] Βλ. ΤΣΑΤΣΟΥ, Εσωκομματική δημοκρατία, ό.π., σ. 159-160 και υποσ. 118, Γ. ΣΩΤΗΡΕΛΗ, Ποιά εσωκομματική δημοκρατία; «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» 3.2.2008
[28] Βλ. πιο αναλυτικά ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΥ, Η ιδιωτική δημοκρατία, ό.π., σ. 108 επ., με περαιτέρω ενδείξεις.
[29] ΣτΕ 2145/1979, ΤοΣ 1979, σ. 600 επ., ΑΠ 590/2009, Εφημερίδα διοικητικού δικαίου 3/2009, σ. 311 επ.
[30] Σύμφωνα με ρεπορτάζ της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία» της 1.3.2011, από τους ισολογισμούς του έτους 2010 του ΠΑΣΟΚ και της «Νέας Δημοκρατίας» προκύπτει ότι το κυβερνών κόμμα εμφάνισε έλλειμμα 42 εκατομμυρίων ευρώ και η αξιωματική αντιπολίτευση 25 εκατομμυρίων για το ίδιο έτος. Ειδικότερα το ΠΑΣΟΚ είχε συνολικά έσοδα 22,775 εκατ. ευρώ και δαπάνες 65,068 εκατ. ευρώ. Το 87% των εσόδων του προήλθαν από τον κρατικό προϋπολογισμό και ειδικότερα 18,04 εκατ. ευρώ από την κρατική χρηματοδότηση και άλλα 1,768 εκατ. ευρώ από την «επιμορφωτική χρηματοδότηση». Από τις εισφορές βουλευτών και ευρωβουλευτών εισέπραξε μόλις 1,6 εκατ. ευρώ, από τις οικονομικές εξορμήσεις (άγνωστοι χρηματοδότες) περίπου 753 χιλ. ευρώ και από τις εισφορές μελών και φίλων άλλα 873,7 χιλιάδες ευρώ. Για να καλύψει τα έξοδά του δανείστηκε από τις τράπεζες Αγροτική (17,3 εκατ. ευρώ), Eurobank (5,1 εκατ.ευρώ), Πειραιώς (6 εκατ. ευρώ), Marfin (7,15 εκατ. ευρώ), Αττικής (5 εκατ. ευρώ) και Εθνική (25 χιλιάδες). Δαπάνησε 6,1 εκατ. ευρώ σε αμοιβές προσωπικού και επιμόρφωση στελεχών, άλλα 2,6 εκατ. ευρώ σε λογαριασμούς ΔΕΚΟ και ενοίκια, και 10,9 εκατ. ευρώ για μετακινήσεις στελεχών, προβολή θέσεων και αδιευκρίνιστα «γενικά έξοδα». Πλήρωσε σε τόκους 6,49 εκατ. ευρώ, κατέβαλε άλλα 5,6 εκατ. ευρώ σε άγνωστες «ενισχύσεις» και δαπάνησε 33 εκατ. ευρώ για την εξυπηρέτηση (αναχρηματοδότηση) δανείων. Η Νέα Δημοκρατία είχε έσοδα 18,7 εκατ. ευρώ και λειτουργικές δαπάνες 40 εκατ. ευρώ, τις οποίες για να καλύψει δανείστηκε 25 εκατ. ευρώ. Στο τέλος του 2010 χρωστούσε 127,6 εκατ. ευρώ και είχε στο ταμείο της 2,3 εκατ. ευρώ. Ελαβε επιχορήγηση 15,05 εκατ. ευρώ, οι βουλευτές της συνεισέφεραν 1,2 εκατ. ευρώ και οι φίλοι του κόμματος άλλα 1,5 εκατ. ευρώ. Στον τομέα των εξόδων, πλήρωσε 7,29 εκατ. ευρώ σε δαπάνες προσωπικού, 3,378 εκατ. ευρώ σε ΔΕΚΟ και ενοίκια, 8,2 εκατ. ευρώ σε αδιευκρίνιστα «γενικά έξοδα», 4,5 εκατ. ευρώ σε εκδηλώσεις, άλλα 6,4 εκατ. ευρώ σε τόκους και έξοδα δανείων, και πάνω από 7 εκατ. ευρώ σε «ενισχύσεις». Σημειώνεται ακόμη ότι οι ανωτέρω «ισολογισμοί» είναι στην πραγματικότητα απλές καταγραφές εσόδων–εξόδων, αφού δεν υπάρχει διπλογραφικό σύστημα με αναλυτική καταγραφή των επιμέρους οικονομικών στοιχείων, ούτε συνοδεύονται από έκθεση ορκωτού ελεγκτή.
[31] Βλ. ενδεικτικά τις άκρως αποκαλυπτικές παραδοχές του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, ό.π., υποσ. 7.
[32] Πρβλ. τις επιφυλάξεις ΞΗΡΟΥ, Η αρχή της διαφάνειας, ό.π., σ. 328, υποσ. 22, για το αν μπορεί υπό την ισχύουσα συνταγματική ρύθμιση να επιβληθεί στέρηση της κρατικής οικονομικής ενίσχυσης σε κόμμα, λόγω παραβιάσεων της νομοθεσίας για τα οικονομικά των κομμάτων.
Ξηρός Θ., Η ίδρυση, η συμμετοχή στις εκλογές και τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων στο Σύνταγμα, στη νομοθεσία και στη νομολογία, Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2014:
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1ο ΚΕΦ.: ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ
- Προτάσεις de constitutione ferenda στην τρίτη αναθεώρηση του Συντάγματος
Ζητήματα με αναθεωρητικό ενδιαφέρον
Οι προτάσεις Αναθεώρησης και η Απόφαση της Βουλής
Η νομικοπολιτική αποτίμηση του αναθεωρητικού εγχειρήματος
Προτεινόμενη διατύπωση της παρ.2 του άρθρου 29 Συντ.
[…]
- Προτάσεις de constitutione ferenda στην τέταρτη αναθεώρηση του Συντάγματος
Οι εκφάνσεις του πολιτικού χρήματος και η αντιμετώπισή τους στην έννομη τάξη μας
Το πολιτικό χρήμα στην πρόταση αναθεώρησης της Νέας Δημοκρατίας
Από το δικαίωμα στην υποχρέωση κρατικής χρηματοδότησης
Ο κρατικός προϋπολογισμός βασική και πρωτεύουσα πηγή χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων και ο περιορισμός της ιδιωτικής χρηματοδότησής τους
Ο έλεγχος του πολιτικού χρήματος
Η επάνοδος στο σχετικό επαγγελματικό ασυμβίβαστο
[…]
- Πρόσφατες εξελίξεις και προτάσεις νομοθετικής ή συνταγματικής πολιτικής
Χ. Ανθόπουλος, «Πολιτικά κόμματα και άμυνα της δημοκρατίας», Καθημερινή, 3/7/2016:
Το άρθρο 29 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος δεν περιορίζεται απλώς στη συνταγματοποίηση των πολιτικών κομμάτων, δηλαδή στη ρητή συνταγματική αναγνώριση του δικαιώματος ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα, αλλά εισάγει και κριτήρια συνταγματικότητας των πολιτικών κομμάτων, εξαρτώντας τη συνταγματική προστασία τους από τον δημοκρατικό χαρακτήρα της εσωτερικής οργάνωσης και της εξωτερικής δράσης τους. Οι «Ελληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα», υπό τον όρο ότι «η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος».
Δεν βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε ένα κλασικό ατομικό δικαίωμα αρνητικού χαρακτήρα, αλλά σε ένα πολιτικό δικαίωμα λειτουργικού χαρακτήρα, η συνταγματική εγγύηση του οποίου αποβλέπει στο να καταστήσει δυνατή και να διαφυλάξει τη δημοκρατική πολιτική διαδικασία. Τούτο άλλωστε επιβεβαιώνεται και από την ένταξη του άρθρου 29 στο μέρος του Συντάγματος που αφορά την οργάνωση του κράτους και όχι στο μέρος του που αφορά τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα (για τη γένεση του άρθρου 29 βλ. Χ. Ανθόπουλου, Πολιτικά κόμματα και Δημοκρατία, ΕφημΔΔ 2/2015).
Ωστόσο, στο πολιτικό κλίμα της μεταπολίτευσης, ήταν πολύ δύσκολο να βρει το άρθρο 29 παρ. 1 Συντ. πλήρη εφαρμογή, η οποία προϋποθέτει τη θέσπιση ενός «νόμου περί πολιτικών κομμάτων» που θα εξειδικεύει τις προϋποθέσεις της συνταγματικότητας των πολιτικών κομμάτων, δηλαδή της εσωτερικής και της εξωτερικής δημοκρατικότητάς τους. Ετσι, το άρθρο 29 παρ. 1 Συντ. μετασχηματίσθηκε σε εγγύηση ενός κομματικού πλουραλισμού laissez-faire, που αφήνει ανενόχλητα τα πολιτικά κόμματα να οργανώνονται «ελεύθερα» μεν αλλά όχι «δημοκρατικά», αλλά και να χρησιμοποιούν αντιδημοκρατικές ή και βίαιες μεθόδους πολιτικής δράσης χωρίς συνέπειες για τη νόμιμη ύπαρξή τους. Από την άποψη αυτή, δηλαδή με βάση αυτό που «έγινε» το άρθρο 29 παρ. 1 Συντ. στην πράξη, είναι σκόπιμη και ίσως απαραίτητη μια περαιτέρω εξειδίκευσή του σε συνταγματικό επίπεδο, ώστε να καταστεί ένα είδος «συνταγματικού αδικήματος» η παραβίασή του από τα πολιτικά κόμματα, που θα συνεπάγεται και συγκεκριμένες κυρώσεις.
Οσον αφορά στην εσωτερική οργάνωση και λειτουργία των πολιτικών κομμάτων, θα ήταν αρκετή η προσθήκη στο άρθρο 29 παρ. 1 της υποχρέωσης των πολιτικών κομμάτων να διαμορφώνουν το καταστατικό τους σύμφωνα με τις κατευθύνσεις που θα δίνει ο εκδοθησόμενος «νόμος περί πολιτικών κομμάτων» (πρβλ. το άρθρο 6 του γερμανικού Parteiengesetz). Οσον αφορά στην εξωτερική δραστηριότητα των πολιτικών κομμάτων, σκόπιμη θα ήταν η εισαγωγή του νομολογιακού κανόνα του ΕΔΔΑ (βλ. την απόφαση Refah Partisi της 13ης Φεβρουαρίου 2003 καθώς και την απόφαση Herri Batasuna της 30ής Ιουνίου 2009), δηλαδή ότι δεν είναι συνταγματικώς ανεκτά και μπορούν να τεθούν «εκτός νόμου» τα πολιτικά κόμματα που χρησιμοποιούν παράνομα ή αντιδημοκρατικά μέσα για την επιδίωξη των πολιτικών σκοπών τους καθώς και εκείνα που προωθούν πολιτικές, κοινωνικές και συνταγματικές μεταβολές αντίθετες προς τις θεμελιώδεις δημοκρατικές αρχές.Ο έλεγχος της εσωτερικής και της εξωτερικής δημοκρατικότητας των πολιτικών κομμάτων και η επιβολή των «συνταγματικών» κυρώσεων, που θα μπορούσαν να φθάνουν μέχρι και την απαγόρευση των αντιδημοκρατικών κομμάτων, θα πρέπει να ανατεθεί σε Ανώτατο Δικαστήριο, κατά προτίμηση σε ένα Συνταγματικό Δικαστήριο, στο οποίο θα συγκεντρώνεται η εκδίκαση όλων των συνταγματικών διαφορών.
Η προτεινόμενη εδώ ρύθμιση, που προχωράει περισσότερο από τη μάλλον διστακτική πρόταση των «έξι», οι οποίοι εισηγούνται απλώς τη δυνατότητα απαγόρευσης συμμετοχής στις εκλογές των αντιδημοκρατικών κομμάτων, βασίζεται σε μια θεμελιώδη πολιτειολογική παραδοχή: ότι η πορεία των κομμάτων από την κοινωνία προς το κράτος είναι μια διαδικασία μη αντιστρέψιμη. Πράγματι, στη σημερινή εποχή, η δράση των πολιτικών κομμάτων τείνει να μετατοπισθεί οριστικά στο εσωτερικό της συνταγματικής οργάνωσης του κράτους, εκεί όπου ασκούνται οι θεσμικές-διαδικαστικές τους λειτουργίες, με σπουδαιότερη την οργάνωση της κυβέρνησης και του Κοινοβουλίου. Αντιθέτως, οι αντιπροσωπευτικές λειτουργίες των πολιτικών κομμάτων βρίσκονται σε βαθιά κρίση: δεν υπάρχουν πια ούτε μαζικά κόμματα ούτε μαζικά εκλογικά σώματα. Με άλλα λόγια, τα κόμματα εμφανίζονται σήμερα περισσότερο ως οιονεί κρατικοί παράγοντες παρά ως κοινωνικοί παράγοντες. Για τον λόγο αυτόν, θα πρέπει να υπαχθούν σε μια συνταγματική και νομοθετική ρύθμιση που θα προσιδιάζει στη νέα αυτή φύση τους.
Γιώργος Καραβοκύρης, Ειδικός επιστήμονας στη Νομική Σχολή ΔΠΘ, «Από την κομματοκρατία στη δημοκρατία των κομμάτων», Καθημερινή, 3/7/2016
Στη σύγχρονη αντιπροσωπευτική δημοκρατία, η απόσταση που γεννάει ο θεσμός της ελεύθερης εντολής ανάμεσα στους πολίτες και τους αντιπροσώπους τους θεραπεύεται από τη διαμεσολάβηση των κομμάτων που αναλαμβάνουν να δώσουν μορφή στην εξ ορισμού αφηρημένη λαϊκή βούληση. Ωστόσο, είναι σαφές από τη μακρά ιστορία (και) των ελληνικών κομμάτων ότι οι παθογένειες της αντιπροσώπευσης αναπαράγονται, σαν μεταστατική ασθένεια, στο ίδιο τους το σώμα, με αποτέλεσμα, ιδίως στις ανώμαλες περιόδους, αυτά να πληρώνουν το βαρύ –και δίκαιο– τίμημα της πολιτικής ευθύνης. Έτσι, παρότι η οξεία οικονομική κρίση δεν αποσταθεροποίησε την κοινοβουλευτική μας δημοκρατία, το πολιτικό σύστημα και, ιδίως, τα μαζικά κόμματα απαξιώνονται, καθώς τα έντονα συμπτώματα της μεταπολίτευσης, όπως η διαφθορά, η πελατειακή παρακμή του κράτους και, το χειρότερο, η σκληρή ματαίωση των υποσχέσεών του, αποδίδονται στα δικά τους έργα και ημέρες. Η ανάκτηση της πολιτικής αξιοπιστίας των κομμάτων δεν αφορά τόσο τη συνταγματική νομιμότητα, όσο την ουσιαστική τους νομιμοποίηση και τον επαναπροσδιορισμό της αμφίδρομης σχέσης τους με το κράτος και την κοινωνία.Προϋποθέτει ελάχιστες αλλαγές στο κείμενο του Συντάγματος και άμεσες νομοθετικές πρωτοβουλίες, ώστε τα κόμματα να ανταποκρίνονται στον συνταγματικό τους σκοπό (άρθρο 29 Σ.), δηλαδή να εξυπηρετούν «την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Πολύς λόγος και μάλλον δυσανάλογος με τον πρακτικό του αντίκτυπο έχει γίνει για τη δικαστική απαγόρευση των «ανατρεπτικών» κομμάτων, καθώς αυτή δεν συνοδεύεται συνταγματικά από ισχυρές διαδικαστικές προϋποθέσεις (δικαστικό όργανο) και κοινοβουλευτικές κυρώσεις (αυτοδίκαιη έκπτωση των βουλευτών από το αξίωμά τους) που θα μπορούσαν να εγγυηθούν τη λυσιτέλειά της. Άλλωστε, αν ανατρέξουμε στο συγκριτικό παράδειγμα (Γερμανία, Τουρκία), υπό το 12 φως της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (βλ. απόφαση Refah Partisi κατά Τουρκίας), θα διαπιστώσουμε ότι η απαγόρευση έχει τελικά περιορισμένη εμβέλεια σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία, δεδομένου ότι δεν αποτρέπει την ανασύσταση των κομμάτων. Αντιθέτως, συμβολικά και λειτουργικά σημαντική καθίσταται η έμφαση στην εσωκομματική δημοκρατία, η οποία ενισχύει τον δεσμό εμπιστοσύνης των κομμάτων με τους πολίτες και την ίδια τη δημοκρατική αναπαράσταση του πολιτεύματος. Όμως, και εδώ, η δημοκρατική ρήτρα του Συντάγματος δεν μπορεί να εφαρμόζεται μαξιμαλιστικά, να επιτάσσει δηλαδή τον ανελαστικό έλεγχο των κομμάτων εις βάρος της διακριτικής ευχέρειας και του πλουραλισμού στην οργάνωσή τους, εφόσον, βέβαια, τα τελευταία προβλέπουν στο καταστατικό τους αντιπροσωπευτικά όργανα ανάδειξης των ηγετών τους και λήψης των αποφάσεών τους και δεν εκπίπτουν σε καταφανώς αντιδημοκρατικά μοντέλα. Σε αυτή την περίπτωση, θεμιτή θα μπορούσε να είναι η επιβολή οικονομικής κύρωσης. Την απαξίωση των κομμάτων εντείνει η αδιαφάνεια στις οικονομικές σχέσεις τους με το κράτος και τους ιδιώτες. Η συνταγματική πρόβλεψη της υποχρεωτικής «ενίσχυσής» τους, η οποία προδίδει σημειολογικά τον εναγκαλισμό τους με το κράτος, πρέπει να αναθεωρηθεί ή έστω να ερμηνευθεί νομοθετικά στην κατεύθυνση μιας εύλογης ισορροπίας ανάμεσα στην (μειωμένη) κρατική και την (πιο ελεύθερη) ιδιωτική χρηματοδότηση, υπό τον όρο της ανάλογης έκτασης της διαφάνειάς της, όπως τον αυστηρό έλεγχο των ροών από θεσμικά ανεξάρτητη επιτροπή, με την πλειοψηφία δικαστικών λειτουργών. Επίσης, κρίσιμη για τη δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος και τον δυναμικό χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος, ως ζωντανού οργανισμού, είναι η εφαρμογή της αρχής της ισότητας στον κατά κανόνα άνισο, οικονομικά και επικοινωνιακά, πολιτικό ανταγωνισμό. Η συνταγματικά αποδεκτή απόκλιση της αναλογικής ισότητας στη χρηματοδότηση των κομμάτων, σύμφωνα με πρόσφορα και αντικειμενικά κριτήρια (όπως η εκλογική τους απήχηση), δεν πρέπει να υπονομεύει την ισότητα των ευκαιριών. Αντιθέτως, οφείλει να αμβλύνει τις ανισότητες ανάμεσα σε παλαιά και νέα κόμματα, με την τροποποίηση των σχετικών ρυθμίσεων (όπως το 1,5% στις τελευταίες εκλογές για τα εκτός Βουλής), σε ευθυγράμμιση με τη θέση του Συμβουλίου της Επικρατείας που επιβάλλει τη μέριμνα του κράτους για τη διανομή επαρκούς τηλεοπτικού χρόνου (και) στα νεοπαγή κόμματα. Ετσι, προωθείται η ανανέωση και όχι η αδράνεια του πολιτικού συστήματος.
Δημήτρης Χριστόπουλος, Αν. καθηγητής Παντείου, Αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, «Απαγόρευση κομμάτων λόγω βίας ως μέσου και σκοπού», Καθημερινή, 3/7/2016
Η περιπέτεια της Χρυσής Αυγής, οργάνωσης που καταστατικά εχθρεύεται τον δημοκρατικό – φιλελεύθερο χαρακτήρα του πολιτεύματος, μας θέτει ενώπιον της αυστηροποίησης της διάταξης που προβλέπει την ίδρυση και λειτουργία των πολιτικών κομμάτων. Η προβλεπόμενη ρύθμιση έχει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με την υφιστάμενη. Δεν αρκείται στη μνεία ότι τα κόμματα πρέπει να υπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία της δημοκρατίας, αλλά κάνει βήμα και στο «διά ταύτα», στο οποίο το Σύνταγμα της Ελλάδας δεν έχει προχωρήσει: προβλέπει και τη «δικονομία» της απαγόρευσης. Αυτό είναι, αν μη τι άλλο, θαρραλέο. Στη μεταπολίτευση, η Ελλάδα διστάζει να σκεφτεί την απαγόρευση κομμάτων, διότι ο ταραγμένος 20ός αιώνας με την «καχεκτική» δημοκρατία του ή τις δικτατορίες του στοιχειώνει την παράδοση. Η Δ΄ Ελληνική Δημοκρατία δεν αποδέχεται τη πρόταση του Saint Just «καμία ελευθερία για τους εχθρούς της ελευθερίας». Αντιθέτως, ανέχεται τους εχθρούς της, διότι ως το 1974, οι απαγορεύσεις στόχευαν αποκλειστικά τη δύναμη που στρεφόταν εναντίον του «κοινωνικού καθεστώτος», την Αριστερά. Η ιστορικά εύλογη αυτή αδράνεια, ωστόσο, άφησε εκτεθειμένη και ανυπεράσπιστη τη Δημοκρατία μας στη ναζιστική απειλή. Μέχρις ότου να φτάσει στο σημείο του φόνου Έλληνα, η Χρυσή Αυγή αλώνιζε σκανδαλωδώς ανενόχλητη: ένας από τους λόγους (όχι ο μόνος, ούτε ο ισχυρότερος, αλλά υπαρκτός) υπήρξε η νομική αλλεργία ενώπιον της απαγόρευσης οποιουδήποτε κόμματος. Οι υπόλοιπες έννομες τάξεις απορούν με την ελληνική γενναιοδωρία απέναντι στη Χρυσή Αυγή: τέτοιο κόμμα δεν θα υπήρχε με την ίδια ευκολία σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Αυτό είναι σίγουρο. Η παρούσα πρόταση λοιπόν προσπαθεί να καλύψει το κενό, εκθέτοντας τους τρόπους με τους οποίους θα μπορεί δυνητικά να απαγορευθεί ένα κόμμα το οποίο είναι βίαιο. Το βάρος εδώ, λοιπόν, πέφτει στον δικαστή, ο οποίος μπορεί να απαγορεύσει τη συμμετοχή στις εκλογές ολόκληρου του συνδυασμού ή υποψηφίων κόμματος η ηγεσία του οποίου «παροτρύνει συστηματικά η ανέχεται τη χρήση βίας». Σταθμίζοντας τα συν και τα πλην της, η εκτίμηση του γράφοντος είναι ότι, πάρα ταύτα, η διάταξη αυτή μπορεί να δημιουργήσει πλείστα προβλήματα από αυτά που επιδιώκει να επιλύσει, καθώς αφήνει δυσανάλογο ερμηνευτικό εύρος στο δικαστήριο να προχωρήσει σε απαγορεύσεις κομμάτων τα οποία εν γένει θα κριθούν «αντικαθεστωτικά». Αλήθεια, ένα κόμμα του οποίου η ηγεσία ασπάζεται τη μαρξιστική ρήση «η βία είναι η μαμή της ιστορίας» δεν μπορεί μάλλον εύκολα να βρεθεί ότι «ανέχεται» τη βία των οπαδών του σε μια άγρια απεργία και έτσι να απαγορευτεί; Το σενάριο δεν είναι διόλου απίθανο. Εδώ έφτασε ο Ρίχτερ στο δικαστήριο με τον αντιρατσιστικό νόμο… Δεν βλέπω κάποια δικλίδα ασφαλείας που θα μπορούσε να μας εγγυηθεί μακροπρόθεσμα ότι οι δικαστές μας θα αποφύγουν ερμηνευτικές ακρότητες. Μια τέτοια κατάσταση θα γίνει όμως η ταφόπλακα της δημοκρατίας μας καθώς θα οδηγήσει στην απαγόρευση της διαφωνίας. Αυτό που, νομίζω, σε τελευταία ανάλυση καθιστά γόνιμη τη συζήτηση για ένα βήμα παραπάνω στην κατεύθυνση της απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων δεν είναι η εστίαση στο άρθρο 1 παρ. 1 του Συντάγματός μας, που αφορά στη φύση του πολιτεύματος, ούτε γενικά και αφηρημένα στην καταδίκη της βίας. Η απάντηση βρίσκεται στο άρθρο 2 παρ. 1 Σ που αφορά στον σεβασμό της «αξίας του ανθρώπου». Η ελληνική συνταγματική τάξη οφείλει να προφυλαχθεί από τα κόμματα εκείνα που εχθρεύονται την οικουμενικότητα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, τη βάση του νομικού μας πολιτισμού. Αυτά τα κόμματα έχουν τη βία ως μέσο και σκοπό μαζί, όπως κατεξοχήν ο ναζισμός στη διάρκεια του αιώνα που αιματοκύλισε την ανθρωπότητα. Ας μην ξεχνάμε ότι η ιδεολογία αυτή, ο φυλετισμός, ουσιαστικά οδηγεί τους ανθρώπους σε μια διαρκή εγκληματική ετοιμότητα έναντι άλλων όχι γι’ αυτό που αυτοί κάνουν, αλλά γι’ αυτό που είναι. Αυτό είναι που την κάνει υπαρξιακά βίαιη. Η καταστατική αποστροφή ενός κόμματος έναντι της αξιοπρέπειας του ανθρώπου είναι, κατά την εκτίμησή μου, το μόνο ασφαλές κριτήριο για την απαγόρευση κόμματος και τη θωράκιση της δημοκρατίας μας. Άλλως, διατρέχουμε τον κίνδυνο, στην προσπάθειά μας να σώσουμε τη δημοκρατία, να την υπονομεύσουμε οι ίδιοι.
Κώστας Χρυσόγονος, Καθηγητής Νομικής ΑΠΘ, Ευρωβουλευτής ΣΥΡΙΖΑ, «Προτάσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος», http://chrysogonos.blogspot.gr/, 24/7/2016
[…]
Άρθρο 29 παρ. 1 αντικαθίσταται ως εξής : «Έλληνες πολίτες μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η εσωτερική οργάνωσή τους οφείλει να μην αντιβαίνει στις θεμελιώδεις δημοκρατικές αρχές». Τα κόμματα έχουν δικαίωμα στην οικονομική τους ενίσχυση από το Κράτος για τις αποδεδειγμένες εκλογικές και λειτουργικές τους δαπάνες και υπό την προϋπόθεση ότι ανταποκρίνονται στις εγγυήσεις διαφάνειας ως προς την οικονομική τους διαχείριση, όπως νόμος ορίζει. δ. β’: Με νόμο επιβάλλεται ανώτατο όριο εκλογικών δαπανών, μπορεί να απαγορεύονται ορισμένες μορφές προεκλογικής προβολής και καθορίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η παράβαση των σχετικών διατάξεων συνιστά λόγο έκπτωσης από το βουλευτικό αξίωμα ύστερα από ένσταση όποιου έχει έννομο συμφέρον. Το υφιστάμενο εδ. β’ καταργείται, το εδ. γ’ καθίσταται εδάφιο β’ και τροποποιείται ως ανωτέρω. ο υφιστάμενο εδάφιο δ’ καθίσταται εδάφιο γ’ και τροποποιείται ως εξής: «Ο έλεγχος της διαχείρισης των οικονομικών των κομμάτων, των εκλογικών δαπανών και του πόθεν έσχες των βουλευτών διενεργείται από ειδικό όργανο που συγκροτείται κατά πλειοψηφία από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς, όπως νόμος ορίζει». Αντιστοίχως το εδ. ε’ καθίσταται δ’.
Προκόπης Παυλόπουλος, «Αναθεώρηση Συντάγματος: Είναι αναγκαία, υπό ποιους όρους και προς ποια κατεύθυνση;» Επίκαιρα, 4/12/2014 και
http://www.prokopispavlopoulos.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=641:4-12-2014-&catid=36:2010-05-06-13-06-22&Itemid=61
[…]
II. Οι κατά τ’ ανωτέρω διαπιστώσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αναγκαιότητα αναθεώρησης του Συντάγματος συμπυκνώνεται, τουλάχιστον κατ’ αρχήν, στην αντίστοιχη αδήριτη θεσμική και πολιτική ανάγκη θεσμοθέτησης εκείνων των αντιβάρων –κατά το αγγλοσαξωνικό συνταγματικό πρότυπο των checks and balances- τα οποία είναι σε θέση ν’ αποτρέψουν την εμπέδωση της καταλυτικής επιρροής οιασδήποτε των τριών, κατ’ άρθρο 26 του Συντάγματος, εξουσιών σε βάρος των δύο άλλων. Υπό το πρίσμα αυτό καθίσταται επιβεβλημένη η αναθεωρητική παρέμβαση:
[…]
Γ. Και, τρίτον, στο πλαίσιο της Δικαστικής Εξουσίας. Και τούτο κατά πρώτο λόγο προκειμένου να τονωθεί, όπως προεκτέθηκε, η συνταγματικώς κατοχυρωμένη ανεξαρτησία της, μέσω του περιορισμού της διακριτικής ευχέρειας της Κυβέρνησης –ιδίως δια της οδού του σεβασμού της αρχαιότητας- κατά την επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης. Κατά δεύτερο δε λόγο προκειμένου να ιδρυθεί Συνταγματικό Δικαστήριο, με αμιγώς δικαστική σύνθεση και με τις ακόλουθες, τουλάχιστον κατά βάση, αρμοδιότητες, πέραν εκείνων που ασκεί σήμερα το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο:
1. Πρώτον, αρμοδιότητες σχετικές με την δημοκρατική οργάνωση και λειτουργία των Πολιτικών Κομμάτων καθώς και με τα οικονομικά τους αλλά και τα οικονομικά –π.χ. «πόθεν έσχες»- των εν γένει πολιτικών προσώπων. Πάντοτε βεβαίως στο πλαίσιο του άρθρου 29 του Συντάγματος, όπως τούτο θ’ αναθεωρηθεί καταλλήλως. Φυσικά δίχως να θίγεται, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ο πυρήνας του θεμελιώδους πολιτικού δικαιώματος ίδρυσης πολιτικού κόμματος.
Συνέντευξη της Μ. Μοσχοπούλου με τον καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ κ. Κωνσταντίνο Χρυσόγονο https://curia.gr/sinentefksi-me-ton-kathigiti-sintagmatikou-dikaiou-tis-nomikis-sxolis-apth-k-konstantino-xrisogono/
6)Το 2013 είναι έτος που υπάρχει Δυνατότητα Έναρξης διαδικάσιών για την Αναθεώρηση του Συντάγματος. Θεωρείτε ότι υπάρχουν διατάξεις που χρήζουν τροποποίησης ή και κατάργησης;Ποια η γνώμη σας για το νόμο περι ευθύνης Υπουργών;Ανήκει στις διατάξεις που πρέπει να τροποποιηθούν;
[…]
Κατά τη γνώμη μου όμως, μια ριζική συνταγματική μεταρρύθμιση, προς την κατεύθυνση ενός ουσιαστικού εκδημοκρατισμού, θα έπρεπε να περιλάβει την αναθεώρηση ευρύτερων συνταγματικών ρυθμίσεων:
[…]
4) Καθιέρωση δυνατότητας υποβολής ένστασης από όποιον έχει έννομο συμφέρον και έκπτωσης από το βουλευτικό αξίωμα με δικαστική απόφαση, εφόσον αποδεικνύεται ότι ο βουλευτής έχει υπερβεί το νόμιμο των προεκλογικών δαπανών (άρθρο 29 παρ. 2 εδ. γ’).
6) Κατοχύρωση με σαφέστερο τρόπο της εσωκομματικής δημοκρατίας και στέρηση της κρατικής χρηματοδότησης από όσα κόμματα δεν ανταποκρίνονται στις εγγυήσεις διαφάνειας στην οικονομική τους διαχείριση (άρθρο 29 παρ. 1 και 2).
7) Ανάθεση του ελέγχου της διαχείρισης των οικονομικών των κομμάτων και του πόθεν έσχες των πολιτικών στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή πάντως σε ειδικό όργανο με πλειοψηφία μη κομματικών μελών και με την απαραίτητη υποδομή για αποτελεσματική άσκηση ελέγχου (άρθρο 29 παρ. 2, σε συνδυασμό ενδεχομένως προς το άρθρο 98 παρ. 1).
[…]
8)Πολλοί υποστηρίζουν την αναγκαιότητα κήρυξης της Χρυσής Αυγής ως αντισυνταγματικό κόμμα.Χωρίς να υπεισέλθουμε σε πολιτική ανάλυση του επιχειρήματος αυτού και τους λόγους γέννησής του, συνταγματικά είναι βάσιμη μία τέτοια επιδίωξη;
Το ισχύον Σύνταγμα δεν προβλέπει καμία διαδικασία απαγόρευσης «αντιδημοκρατικών» κομμάτων, σε αντίθεση με άλλα ευρωπαϊκά συνταγματικά κείμενα (π.χ. τον γερμανικό Θεμελιώδη Νόμο, άρθρο 21 παρ. 2). Τέτοια απαγόρευση δεν μπορεί να θεσμοθετηθεί ούτε με κοινό νόμο, είτε σε βάρος συγκεκριμένου κόμματος (όπως είχε συμβεί στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου με το ΚΚΕ, α.ν. 509/1947) είτε γενικότερα με την καθιέρωση διαδικασίας για δικαστική απαγόρευση ενός οποιουδήποτε κόμματος, εφόσον διαπιστωθεί πως οι αρχές και/ή η πρακτική του αντιστρατεύονται τις βάσεις του πολιτεύματος. Πρέπει εξάλλου να επισημανθεί ότι η πραγματική ελευθερία είναι η «ελευθερία εκείνου που σκέφτεται διαφορετικά» (Rosa Luxemburg) και εκεί εντοπίζεται διαφορά μεταξύ ενός δημοκρατικού πολιτεύματος και ενός δικτατορικού καθεστώτος, αφού προφανώς και οι δικτατορίες δεν φιμώνουν τους ομοϊδεάτες τους, αλλά όσους διαφωνούν μαζί τους.
Το άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος εξάλλου ορίζει ότι «Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Πολίτες που δεν απέκτησαν ακόμη το δικαίωμα να εκλέγουν μπορούν να συμμετέχουν στα τμήματα νέων των κομμάτων». Όπως επισήμανε σε ανύποπτο χρόνο ο Δημήτρης Τσάτσος (Συνταγματικό Δίκαιο, τόμ. Β’, 1993, σ.83), «ο συνταγματικός νομοθέτης, έχοντας επίγνωση της εγγενούς ρευστότητας των ρητρών περί υποχρέωσης εξυπηρέτησης ή στήριξης της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος μόνο κατ’ εξαίρεση τις συνόδευσε με κυρώσεις». Τέτοια εξαίρεση συνιστά π.χ. το άρθρο 14 παρ. 3 του Συντάγματος, το οποίο επιτρέπει την κατάσχεση εντύπου για δημοσίευμα που έχει σκοπό τη βίαιη ανατροπή του πολιτεύματος, ενώ αντίθετα κυρώσεις δεν προβλέπονται στο άρθρο 29 παρ. 1. Σε εναρμόνιση προς το Σύνταγμα το άρθρο 29 ν. 3023/2002 απαιτεί απλώς το περιεχόμενο της ιδρυτικής δήλωσης κόμματος (που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) να επαναλαμβάνει τη φρασεολογία του άρθρου 29 παρ. 1 Συντ.
Σημειωτέον ότι το άρθρο 29 παρ. 1 κάνει λόγο και για την «οργάνωση» των κομμάτων, δηλ. επιτάσσει τον σεβασμό στην εσωκομματική δημοκρατία. Αν όμως ο μη-σεβασμός της τελευταίας αποτελούσε επαρκή δικαιολογητικό λόγο για την απαγόρευση του «παραβατικού» κόμματος, τότε και πολλά άλλα ελληνικά πολιτικά κόμματα θα έπρεπε να απαγορευθούν, αφού παραβιάζουν κατά συρροή τις δημοκρατικές διαδικασίες που εξαγγέλονται στα καταστατικά τους και στην πράξη όλες οι κρίσιμες αποφάσεις λαμβάνονται προσωπικά από τους αρχηγούς τους.
Το ζητούμενο συνεπώς δεν είναι η απαγόρευση της «Χρυσής Αυγής», η οποία θα ήταν άλλωστε ατελέσφορη, αφού στη θέση της θα αναφύονταν άλλο νεοναζιστικό κόμμα με διαφορετική ονομασία. Το ζητούμενο είναι να αρθούν τα αίτια της ενίσχυσής της στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων. Τα αίτια αυτά ανάγονται κυρίως στο ότι το κράτος σε πολλούς τομείς αρχίζει να παραλύει, ως «παράπλευρη απώλεια» των μνημονιακών πολιτικών που ακολουθούνται καθ’ υπαγόρευση των ξένων δανειστών. Η «Χρυσή Αυγή» λειτουργώντας όχι μόνο ως πολιτικό κόμμα, αλλά και ως παρακρατική οργάνωση, έρχεται να υποκαταστήσει, έστω και για λόγους (αυτο)διαφήμισης, το απόν κράτος. Αν το τελευταίο καταφέρει να (επανα)λειτουργήσει στα πλαίσια της νομιμότητας, μέσα στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται ασφαλώς και ο καταλογισμός των ποινικών ευθυνών σε «χρυσαυγίτες» ή άλλους που διαπράττουν αντιποίηση αρχής (άρθρο 175 του Ποινικού Κώδικα), σωματικές βλάβες (άρθρα 308 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα), παράνομη βία (άρθρο 330 του Ποινικού Κώδικα) κλπ., τότε ο νεοναζισμός θα ξεφουσκώσει με την ίδια ταχύτητα που φουσκώνει σήμερα. Διαφορετικά η ενίσχυσή του θα συνεχισθεί απτόητη από απαγορεύσεις.
Ένα ακόμη βήμα στην κατεύθυνση της Συνταγματικής Αναθεώρησης πραγματοποιείται σήμερα, Τρίτη (07/03/2017), στις 12.30 το μεσημέρι, με τη συνεδρίαση της ομώνυμης επιτροπής στο κτήριο του Κοινοβουλίου.
Την εισήγηση θα κάνει ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, με πρωτοβουλία του οποίου συγκροτήθηκε και η εν λόγω επιτροπή. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή για τη Συνταγματική Αναθεώρηση έχει συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Την περίοδο αυτή, η βασική πρωτοβουλία της έχει να κάνει με τη συμμετοχή του πολίτη στη διαδικασία, καθώς μέσω της ιστοσελίδας της Επιτροπής (http://www.syntagma-dialogos.gov.gr/) δίδεται η δυνατότητα να ψηφίσει μεταξύ διαφορετικών επιλογών σε μεγάλο εύρος θεμάτων, που είναι πιθανό να τεθούν προς αναθεώρηση. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι διασφαλίζεται κάθε «ψήφος» να είναι ατομική (δηλαδή να μην μπορεί ένα άτομο να διπλοψηφίσει) και ταυτόχρονα (διασφαλίζεται) το απόρρητο των στοιχείων του πολίτη που συμμετέχει στη διαδικασία. Η συμμετοχή στην ηλεκτρονική διαβούλευση γίνεται, συγκεκριμένα, μέσω της ιστοσελίδας του TAXISnet, με την Επιτροπή να διατηρεί, για στατιστικούς λόγους, το φύλο, την ηλικία και την περιοχή στην οποία διαμένει ο πολίτης, με διασφαλισμένη την ανωνυμία του. Ο συνολικός εκτιμώμενος χρόνος συμπλήρωσης του ερωτηματολογίου (έξι ενότητες) είναι 20 λεπτά.
Πενήντα τρία ερωτήματα στις έξι θεματικές ενότητες, περιλαμβάνει το ερωτηματολόγιο της δημόσιας διαβούλευσης.
[…]
Στο θέμα της κρατικής χρηματοδότησης των κομμάτων, η ερώτηση είναι ναι ή όχι. Στην περίπτωση καταφατικής απάντησης, ο πολίτης καλείται να διευκρινίσει αν η χρηματοδότηση πρέπει να αφορά στο σύνολο των δαπανών τους ή μόνο στις εκλογικές δαπάνες ή σε συγκεκριμένο πρόγραμμα κοινωνικών, πολιτικών και ερευνητικών δράσεων. Επίσης αν η χρηματοδότηση θα πρέπει να είναι ανάλογη της εκλογικής τους δύναμης ή αντιστρόφως ανάλογη ή ισότιμη. Ακόμη, αν η χρηματοδότηση των κομμάτων επιτρέπεται μόνο από επώνυμες και διαφανείς εισφορές χωρίς οικονομικό όριο ή μόνο από επώνυμες και διαφανείς εισφορές με οικονομικό όριο ή από οποιοδήποτε ιδιώτη ή φορέα ανώνυμα και χωρίς οικονομικό όριο. Τέλος, η διασφάλιση της διαφάνειας και της πολυφωνίας στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα υπόκειται στον αποκλειστικό έλεγχο των Ανεξαρτήτων Αρχών ή αποτελεί μέριμνα όλων των κρατικών οργάνων (Βουλή, Κυβέρνηση, Ανεξάρτητες Αρχές).
Οι έξι προτάσεις που καταθέτει το «Ποτάμι»
ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΕΔΟΣ , Καθημερινή, 11.05.2014
Από τη στιγμή που ο κ. Στ. Θεοδωράκης ανακοίνωσε την ίδρυση του «Ποταμιού», τόσο αυτός, όσο και οι υποψήφιοι του κόμματος έρχονται αντιμέτωποι με μια σχεδόν μόνιμη κριτική περί απουσίας συγκεκριμένων θέσεων επί σειρά θεμάτων. Η εν λόγω κατηγορία εξοργίζει τους επιτελείς του κόμματος, καθώς επισημαίνουν πως –σε αντίθεση με τα παλαιότερα κόμματα– το «Ποτάμι» παρουσιάζει ποικιλοτρόπως συγκεκριμένες προτάσεις. Όπως, για παράδειγμα, αυτές που αφορούν στην Αναθεώρηση του Συντάγματος. Η «Κ» παρουσιάζει σήμερα τις προτάσεις που έχουν επεξεργαστεί και καταθέτουν προς συζήτηση οι επιτελείς του «Ποταμιού», ενόψει της σχετικής συζήτησης. Το «Ποτάμι» θα καταθέσει έξι προτάσεις για τη Συνταγματική Αναθεώρηση, συνοδευόμενες από επτά νομοθετικές αλλαγές, οι οποίες θα συμπληρώνουν ένα ευρύ φάσμα παρεμβάσεων και στο πολιτικό σύστημα. Συγκεκριμένα, προτείνει:
[…]
- Τα κόμματα να επιλέγουν μεταξύ της κρατικής επιχορήγησης ή της διαφανούς χρηματοδότησης από ιδιώτες. Προτείνεται ως πρώτο βήμα η αλλαγή της σύνθεσης του αρμόδιου ελεγκτικού οργάνου (επιτροπή του άρθρου 29 παρ. 2 του Συντάγματος), ώστε να μην κατέχουν την πλειοψηφία οι πολιτικοί. Προτείνεται, επίσης, να περιληφθεί στις αρμοδιότητες της επιτροπής και ο έλεγχος του «πόθεν έσχες» των πολιτικών.
Περικλής Βασιλόπουλος, «Πολιτικά κόμματα αλλιώς, προτάσεις άμεσης εφαρμογής προς ένα ΝΕΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 4/2/2013
http://www.paremvassi.gr/sygrafeis/109-vasilopoulos-periklis/297-vassilopoulos-04022013.html
[…]
Δημιουργία Ανεξάρτητης Αρχής για τον έλεγχο των οικονομικών των κομμάτων και των βουλευτών:
Μεταρρύθμιση της προβλεπόμενης από το Σύνταγμα Επιτροπής Ελέγχου έτσι ώστε να μην αποτελείται από βουλευτές και οι ανώτατοι δικαστικοί να μην αποτελούν την πλειοψηφία. Η επιτροπή θα ελέγχει όλες τις διαδικασίες που σχετίζονται με τα οικονομικά των πολιτικών και των κομμάτων. Αυτό είναι το κύριο και καθοριστικό μέτρο για άμεση, μερική βελτίωση του πολιτικού συστήματος.
Αντίβαρα «εκ των έσω» στα ίδια τα κόμματα. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει:
- Κάθε τρία χρόνια ανοιχτή εκλογή των Αρχηγών των κομμάτων από τα μέλη, φίλους και κάθε πολίτη που εκφράζει ενδιαφέρον και υπογράφει ένα κείμενο γενικών αρχών. Για κάθε κόμμα που ξεπερνά το όριο του 5% στις εκλογές ή για νέο κόμμα το ίδιο όριο σε 5 απανωτές δημοσκοπήσεις επισήμων εταιρειών για ένα εξάμηνο, παροχή ωριαίας εκπομπής στην ΕΡΤ με συντονιστές που θα ορίζουν η Βουλή, η ΕΡΤ και η ΕΣΗΕΑ (και όχι βεβαίως το ίδιο το κόμμα). Για τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας θα προβλέπονται δύο τηλεμαχίες με την συμμετοχή όλων των υποψηφίων αρχηγών (Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα).
- Με την ίδια μέθοδο σε τοπικό επίπεδο εκλογή των υποψηφίων βουλευτών ύστερα από μια εσωτερική αξιολόγηση εν ίδει διαγωνισμού με προαπαιτούμενα την καλή γνώση τουλάχιστον τριών τομέων δημόσιας πολιτικής και ει δυνατόν μια ξένη γλώσσα. Η ευρωπαϊκή νομοθεσία βρίσκεται πλέον παντού γι’ αυτό οπωσδήποτε χρειάζεται και εσωτερική προεπιλογή των υποψηφίων ευρωβουλευτών με διαγωνισμό γνώσεων στις βασικές λειτουργίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δύο ξένες γλώσσες.
- Ετήσια δυνατότητα για το 20% των βουλευτών να καταθέτουν αιτιολογημένη πρόταση μομφής στον αρχηγό του κόμματος στην Κοινοβουλευτική Ομάδα (Μεγάλη Βρετανία) χωρίς να θεωρείται κάτι τέτοιο διασπαστική ενέργεια με ποινή τις γνωστές διαγραφές των αντιπάλων.
Θα πρέπει να υιοθετηθούν από τα ίδια τα κόμματα-αυτοβούλως ή κάτω απ’ την πίεση της κοινής γνώμης και των πολιτών- και σε συνδυασμό μ ένα νέο νόμο για τη χρηματοδότησή τους και τη δημιουργία μιας Ανεξάρτητης Αρχής που προαναφέραμε, μπορούν αν εφαρμοστούν να οδηγήσουν σε ραγδαία μείωση των παθολογικών φαινομένων της κομματικοκρατίας σε σύντομο χρονικό διάστημα.