Αναζητώντας αποτελεσματικότερες εγγυήσεις διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών

Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ

Η προσπάθεια συγκάλυψης των συνθηκών άρσης από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) του τηλεφωνικού απορρήτου ευρωβουλευτή και προέδρου κοινοβουλευτικού κόμματος αποτελεί μείζον θεσμικό ατόπημα που επιφέρει βαρύ πλήγμα στο κράτος δικαίου και στη δημοκρατία, ίσως βαρύτερο και από την ίδια την ενδεχόμενη παρανομία της παραπάνω άρσης. Κι όμως, αυτό το ατόπημα, όπως προκύπτει από δημοσιογραφικές παραδοχές γεγονότων που δεν αμφισβητούνται σοβαρώς, δεν πρέπει να εκπλήσσει.

Τις τελευταίες δεκαετίες, το φιλελεύθερο και κοινωνικό κράτος δικαίου, το οποίο ενέχει την «αισιόδοξη και ευοίωνη ιστορική προοπτική» της συναίρεσης πολιτικής και κοινωνικής δημοκρατίας[1], βρίσκεται σε αποδρομή τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο[2]. Μέσα από τη συνταγματική απορρύθμιση αναδύεται ένας νεοφεουδαρχικός συνταγματισμός[3], στο πλαίσιο του οποίου επικρατεί μια διαρκής κατάσταση ανάγκης που, μεταξύ άλλων, περιορίζει δραστικώς την ελεύθερη επικοινωνία και ενισχύει την ανάπτυξη ενός πολυ-επίπεδου δικτύου ελέγχου και διαχείρισης των πληροφοριών. Στο δίκτυο αυτό, οι υπηρεσίες πληροφοριών των πιο ισχυρών κρατών και οι δομές ορισμένων πανίσχυρων ιδιωτικών συμφερόντων δρουν, κατά τρόπο σχεδόν ανεξέλεγκτο, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της αδυνατούν να διασφαλίσουν την ψηφιακή κυριαρχία τους[4].

Ως προς τα έργα και τις ημέρες της παρούσας κυβερνητικής πλειοψηφίας στη Χώρα μας, οι θρασείες αντιφάσεις στην προσπάθειά της να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα και η αναμφίβολη προσπάθεια εκφοβισμού του Προέδρου της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) δεν είναι παρά η αναμενόμενη κατάληξη της αλλοίωσης του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας των ανεξάρτητων αρχών, στην οποία η πλειοψηφία αυτή προέβη, κατά τρόπο συστηματικό, από τις πρώτες ημέρες της θητείας της και, μάλιστα, με τις ευλογίες της δικαιοσύνης[5]. Πολλοί δε από όσους στηλιτεύουν ορθώς τη σημερινή πολιτική των κυβερνώντων, αλλά είχαν σιωπήσει συνειδητώς όταν θεμελιωνόταν αυτή η πολιτική, θα άρμοζε να κάνουν και την αυτοκριτική τους. Θα ήταν δε παρήγορο, εάν συνειδητοποιούσαν ότι όσο εξακολουθούν να προβάλλουν, κατά τρόπο μονοδιάστατο, διαδικαστικές και αμιγώς φιλελεύθερες αντιλήψεις του κράτους δικαίου, υποτιμώντας την κοινωνική διάστασή του και στηρίζοντας πολιτικές που την απαξιώνουν συστηματικώς, θα υπονομεύουν περαιτέρω και την ίδια τη διαδικαστική και φιλελεύθερη διάστασή του. Η σύγχρονη εποχή δείχνει και πάλι ότι, στις χώρες του υπαρκτού φιλελευθερισμού, αργά ή γρήγορα, η άρνηση του κοινωνικού χαρακτήρα της δημοκρατίας καταδικάζει σε συρρίκνωση και τον φιλελεύθερο χαρακτήρα της, οδηγώντας στον αυταρχισμό.

Καθώς στο νεοφεουδαρχικό σκηνικό τα γκραμσιανά τέρατα πολλαπλασιάζονται, η απαισιοδοξία και η αίσθηση ματαιότητας μοιάζουν να κερδίζουν διαρκώς έδαφος. Σε ένα αδύναμο κράτος μέλος της κλυδωνιζόμενης Ευρωπαϊκής Ένωσης, πόσο αποτελεσματικός μπορεί να είναι ένας εθνικός κανόνας δικαίου που επιδιώκει να διασφαλίσει το απόρρητο των επικοινωνιών, τη στιγμή που, αφενός, η από καιρό έντονη υβριδοποίηση της επίκλησης εξωτερικών και εσωτερικών κινδύνων εντείνεται, τους τελευταίους μήνες, λόγω της συστηματικής αμφισβήτησης κυριαρχικών δικαιωμάτων του εν λόγω κράτους σε τοπική κλίμακα και της εξέλιξης ενός ανεπίσημου παγκόσμιου πολέμου σε ευρύτερη κλίμακα, και, αφετέρου, σχεδόν κανείς δεν μπορεί να τιθασεύσει τη δράση κρατικών υπηρεσιών πληροφοριών, όπως της αμερικανικής Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας (National Security Agency), πανίσχυρων ιδιωτικών ψηφιακών πλατφορμών, όπως των GAFAM[6], και κακόβουλων λογισμικών, όπως το Predator ή το Pegasus[7]; Δύσκολα θα μπορούσε να δοθεί μια θετική απάντηση σε αυτό το θεμελιακό ερώτημα και, πάντως, κάθε αξιόπιστη απάντησή του θα προϋπέθετε έναν συνολικό αναστοχασμό των συνθηκών της σύγχρονης κοινωνικής συμβίωσης σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Εντούτοις, η κριτική αναζήτηση μιας σχετικώς θετικής προοπτικής αντιμετώπισης του παραπάνω ερωτήματος θα μπορούσε να έχει δύο αφετηρίες: απ’ τη μια, την αδήριτη ανάγκη  διαρκούς προάσπισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων απέναντι στη συχνή πρακτική των εκάστοτε εθνικών κυβερνώντων να παίζουν με τις «ζωές των άλλων», επιχειρώντας να κρύψουν τις αυθαιρεσίες τους πίσω από μια ανειλικρινή και ενίοτε άτεχνη επίκληση ενός σπουδαίου εθνικού ή/και ευρωπαϊκού συμφέροντος∙ απ’ την άλλη, την έστω τυπική και συμβολική ανθεκτικότητα που εμφανίζουν ακόμη -ενόσω το παιχνίδι διεκδίκησης της κυριαρχίας μεταξύ συντεταγμένων δημόσιων εξουσιών και ιδιωτικών κέντρων εξουσίας παραμένει σχετικώς ανοικτό- τα κεκτημένα του νεωτερικού συνταγματισμού, ο εγγυητικός ρόλος των οποίων δεν έχει χάσει κάθε λειτουργικότητα απέναντι στις παραπάνω εξουσίες.

Με το πνεύμα αυτό, στο παρόν συνοπτικό άρθρο, θα επιχειρήσω να προτείνω κάποιες βελτιώσεις στο εθνικό νομοθετικό καθεστώς διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών (ΙΙΙ), αφού προηγουμένως επισημάνω αυτές που θεωρώ ως τις πιο σημαντικές από τις υφιστάμενες συνταγματικές και νομοθετικές εγγυήσεις του εν λόγω απορρήτου (Ι) και αυτά που θεωρώ ως τα πιο κρίσιμα δικαιοκρατικά κενά που αναδείχθηκαν, μέχρι στιγμής, με αφορμή την επίκαιρη υπόθεση άρσης από την ΕΥΠ του τηλεφωνικού απορρήτου ευρωβουλευτή και προέδρου κοινοβουλευτικού κόμματος (Ι).

Ι. Οι υφιστάμενες εγγυήσεις

Κάθε επιδίωξη βελτίωσης των εγγυήσεων διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών δεν υποκρύπτει αναγκαστικώς την πρόθεση συγκάλυψης ή περαίωσης των ευθυνών που φαίνεται να ανακύπτουν στην παραπάνω επίκαιρη υπόθεση. Παρά τα όποια κενά και την περιορισμένη αποτελεσματικότητά τους, ορισμένοι από τους κανόνες και τις αρχές που ισχύουν ήδη στη Χώρα μας επαρκούν, προκειμένου να θεμελιώσουν τις κυριότερες από αυτές τις ευθύνες.

Καταρχάς, υπάρχουν τα ουσιαστικά συνταγματικά όρια της δυνατότητας άρσης του απορρήτου μόνο «για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων» (άρθρο 19, παρ. 1, εδάφιο β΄ του Συντάγματος), η ερμηνεία των οποίων πρέπει να είναι στενή, ιδίως ενόψει του γεγονότος ότι αποτελούν ειδικές και συγκεκριμένες εξαιρέσεις στον ρητό χαρακτηρισμό του εν λόγω απορρήτου ως «απόλυτα απαραβίαστου» (άρθρο 19, παρ.1, εδάφιο α΄, του Συντάγματος)[8]. Τα παραπάνω όρια καθιστούν αλυσιτελή υπεκφυγή την όποια επίκληση απλώς του «νομοτύπου» της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών[9].

Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, μια διοικητική αρχή δεν μπορεί να αναιρεί τη δυνατότητα δικαστικού ελέγχου της δράσης της, αρνούμενη να προσκομίσει στοιχεία που χαρακτηρίζει απόρρητα ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστή, ο οποίος δύναται να διαρρυθμίσει καταλλήλως τις δικονομικές διαδικασίες, ώστε να συμβιβάσει την άσκηση των συνταγματικών αρμοδιοτήτων του, την παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και την προστασία του εκάστοτε απορρήτου[10]. Αρμόζει να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω νομολογία, με το πνεύμα της οποίας συντάσσονται επίσης τα ευρωπαϊκά δικαστήρια[11], ενέχει μια γενικότερη αρχή σύμφωνα με την οποία καμία δημόσια αρχή δεν μπορεί να αρνείται να προσκομίσει στοιχεία που χαρακτηρίζει απόρρητα ενώπιον του συνταγματικώς αρμόδιου να την ελέγξει οργάνου, εφόσον η άρνηση αυτή αναιρεί το πρακτικό αποτέλεσμα του προβλεπόμενου ελέγχου[12]. Κατά τούτο, το προσωπικό της ΕΥΠ και κάθε άλλη δημόσια αρχή δεν επιτρέπεται, καταρχήν, να αρνούνται μαρτυρία ή παροχή στοιχείων, ενώπιον των αρμόδιων οργάνων της ΑΔΑΕ ή των αρμόδιων κοινοβουλευτικών επιτροπών, κατ’ επίκληση του άρθρου 14 του N. 3649/2008 που αφορά την ΕΥΠ.

Σε κάθε περίπτωση, στις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 14 του Ν. 3649/2005 το καθήκον εχεμύθειας του προσωπικού της ΕΥΠ τελεί ρητώς υπό «την επιφύλαξη των διατάξεων του Ν. 3115/2003» που ορίζουν τις ελεγκτικές αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ. Η δε διάταξη του άρθρου 6, παρ. 1, περ. στ΄, του Ν. 3115/2003 περιορίζει την έκταση ελέγχου εκ μέρους της ΑΔΑΕ και όχι τη δυνατότητα της τελευταίας να λαμβάνει γνώση κάθε στοιχείου που έχει στη διάθεσή του το προσωπικό της ΕΥΠ, συμπεριλαμβανομένων των ονομάτων των ενδιαφερόμενων φυσικών προσώπων και της γραπτής ειδικής αιτιολογίας άρσης του απορρήτου που πρέπει να υπάρχουν σε κάθε διοικητικό φάκελο, ακόμη και όταν δεν προβλέπεται η αναφορά τους στην οικεία εισαγγελική διάταξη άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας. Άλλωστε, κάθε στοιχείο του διοικητικού φακέλου μπορεί να είναι κρίσιμο για την άσκηση του έστω περιορισμένου ελέγχου όρων και προϋποθέσεων εκ μέρους της ΑΔΑΕ (λ.χ. όταν από ένα τέτοιο στοιχείο προκύπτει ότι δεν υπάρχει καν προσήκουσα αίτηση, διότι η υφιστάμενη αίτηση αφορά άλλο πρόσωπο ή συμπεριφορά προδήλως άσχετη με την εθνική ασφάλεια). Εξάλλου, ο περιορισμός της λήψης στοιχείων και καταθέσεων από την ΑΔΑΕ, ο οποίος προκύπτει από την παραπομπή του άρθρου 6, παρ. 2, του Ν. 3115/2003 στο άρθρο 212 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ουδόλως, επιτρέπει την επίκληση απέναντι στην ΑΔΑΕ ενός γενικού υπηρεσιακού απορρήτου, όπως αυτού που προκύπτει από το άρθρο 14 του Ν. 3649/2008. Ο εν λόγω περιορισμός αφορά ένα στενότερο και πολύ συγκεκριμένο, κατά περίπτωση, «στρατιωτικό ή διπλωματικό μυστικό ή μυστικό που αφορά την ασφάλεια του κράτους», το οποίο καλείται να δηλώσει -και, κατά τούτο, οφείλει να προσδιορίσει ειδικώς, χωρίς να το αποκαλύψει- ο εξεταζόμενος. Εάν, όμως, η απόκρυψη του εν λόγω μυστικού αναιρεί τη δυνατότητα άσκησης του, έστω περιορισμένου, ελέγχου όρων και προϋποθέσεων εκ μέρους της ΑΔΑΕ, η διασφάλιση της συνταγματικής αρμοδιότητας της τελευταίας επιβάλλει να γίνει δεκτό ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τρέπεται σε υποχρέωση η καταρχήν ευχέρεια του αρμόδιου Υπουργού να εξουσιοδοτήσει τελικώς τη γνωστοποίηση του μυστικού στην ΑΔΑΕ, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 212 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Mutatis mutandis, οι διατάξεις των άρθρων 43Α, 145, 146 και 147 του Κανονισμού της Βουλής, οι οποίες περιορίζουν τη δυνατότητα πρόσβασης των αρμόδιων κοινοβουλευτικών επιτροπών σε συγκεκριμένες και απολύτως ειδικές κατηγορίες απόρρητων στοιχείων, ουδόλως επιτρέπουν την επίκληση απέναντι στις επιτροπές αυτές ενός γενικού υπηρεσιακού απορρήτου, όπως αυτού που προκύπτει από το άρθρο 14 του Ν. 3649/2008. Σε κάθε περίπτωση, όσοι από τους παραπάνω περιορισμούς αφορούν το προσωπικό της ΕΥΠ που τελεί υπό τις εντολές του αρμόδιου Υπουργού ή Πρωθυπουργού δεν ισχύουν για τον συνταγματικώς ανεξάρτητο Πρόεδρο της ΑΔΑΕ, όταν αυτός εξετάζεται από τις ίδιες κοινοβουλευτικές επιτροπές. Σε αυτόν εφαρμόζονται μόνον όσα τον αφορούν ειδικώς, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις. Δηλαδή, ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, εφαρμόζονται σε αυτόν οι πολύ ειδικοί και συγκεκριμένοι περιορισμοί που προβλέπει το άρθρο 41Α, παρ. 2, του Κανονισμού της Βουλής για τους Υπουργούς Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών, κατά διαδοχική παραπομπή από τα άρθρα 43Α, παρ. 2, περ. i, και 138A του ίδιου Κανονισμού. Ενώπιον δε μιας εξεταστικής επιτροπής, ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ δεσμεύεται και αυτός απλώς να μην αποκαλύψει ένα πολύ συγκεκριμένο «στρατιωτικό ή διπλωματικό μυστικό ή μυστικό που αφορά την ασφάλεια του κράτους», κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 212, παρ. 1 και 3, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, στο οποίο παραπέμπουν τα άρθρα 145 και 147 του Κανονισμού της Βουλής. Εάν, όμως, η απόκρυψη του εν λόγω μυστικού αναιρεί τη δυνατότητα άσκησης του κοινοβουλευτικού ελέγχου, η διασφάλιση της συνταγματικής αρμοδιότητας της εξεταστικής επιτροπής, η οποία προσδιορίζεται από τον ειδικό σκοπό της συγκρότησής της, επιβάλλει ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ να το αποκαλύψει, όπως επιβάλλεται και στον Υπουργό να επιτρέψει την αποκάλυψή του[13].

Σε συνέχεια των παραπάνω επισημάνσεων, τουλάχιστον για τη διαλεύκανση της επίκαιρης υπόθεσης άρσης τηλεφωνικού απορρήτου δεν φαίνεται να είναι απαραίτητες ορισμένες ενδιαφέρουσες ερμηνείες οι οποίες δεν είναι πάντοτε ιδιαιτέρως πειστικές ή αποτελεσματικές ή στις οποίες υπολανθάνει μια αθέμιτη αναθεωρητική λειτουργία.

Πιο συγκεκριμένα, ο ισχυρισμός ότι το άρθρο 19, παρ. 1, του Συντάγματος καθιστά ανακριτική πράξη την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας[14] δεν προβάλλεται κατά τρόπο ιδιαιτέρως πειστικό. Το γεγονός ότι, όπως και η άρση για διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων, ανατίθεται σε δικαστική αρχή δεν σημαίνει ότι, από λειτουργική άποψη, η άρση για λόγους εθνικής ασφάλειας παύει υποχρεωτικώς να αποτελεί διοικητικό μέτρο (mesure de police administrative) που, αντιθέτως προς όσα ισχύουν για τις ανακριτικές πράξεις (mesures de police juridiciaire), δεν συνδέεται με τη διαλεύκανση τελεσθέντος εγκλήματος[15]. Ορθότερο λοιπόν θα ήταν να γίνει δεκτό ότι πρόκειται απλώς για μία από τις ειδικές ρυθμίσεις στις οποίες, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση των άρθρων 94, παρ. 4, 95, παρ. 1, περ. δ΄, και 98, παρ. 1, περ. β΄, το Σύνταγμα αναθέτει, για λόγους διασφάλισης αυστηρότερων εγγυήσεων, την άσκηση διοικητικού έργου σε δικαστική αρχή, καίτοι αυτό δεν επιτρέπεται καταρχήν, σύμφωνα με το άρθρο 89, παρ. 3, του Συντάγματος.

Ούτε ο ισχυρισμός ότι το ισχύον Σύνταγμα απαγορεύει γενικώς ή θέτει πάντοτε υπό την προϋπόθεση προηγούμενης άδειας της Βουλής την άρση για λόγους εθνικής ασφάλειας του απορρήτου των επικοινωνιών των βουλευτών[16] είναι επαρκώς τεκμηριωμένος. Ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν προκύπτει ευχερώς από τη γραμματική, συστηματική, ιστορική ή τελολογική ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 61 και 62 του Συντάγματος[17]. Και τούτο, μεταξύ άλλων, διότι, ως προς την προστασία της εθνικής ασφάλειας, αφενός, η ρύθμιση του άρθρου 19, παρ. 1, δεν τέμνεται με εκείνες των άρθρων 61 και 62 του Συντάγματος, συμπέρασμα στο οποίο συνηγορεί και το γεγονός ότι η χρονική διαρρύθμιση της άδειας της Βουλής στα τελευταία δύο άρθρα ουδόλως συνάδει με τον επείγοντα χαρακτήρα που συνήθως έχει η λήψη διοικητικών μέτρων προστασίας της εθνικής ασφάλειας, και, αφετέρου, η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών δεν αποτελεί, κατά τα προαναφερθέντα, ανακριτική πράξη δίωξης ή περιορισμού των βουλευτών για τυχόν αδίκημά τους. Εξάλλου, και ως προς τη διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων, τα άρθρα 61 και 62 δεν απαγορεύουν, χωρίς ειδική άδεια, ανακριτικές πράξεις σε βάρος βουλευτή που λαμβάνουν χώρα για τη διερεύνηση αυτόφωρων κακουργημάτων ή μετά τη χορήγηση γενικής άδειας δίωξης. Και τούτο, ανεξαρτήτως του εάν θα μπορούσε να γίνει επίσης δεκτό ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 56, παρ. 1, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, κρίνεται κατά περίπτωση από την αρμόδια δικαστική αρχή εάν η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών πριν χορηγηθεί άδεια δίωξης θίγει το πρόσωπο του βουλευτή, δηλαδή εάν «συνεπάγεται περιορισμό της ελευθερίας του βουλευτή, κωλύοντα την άσκηση των κοινοβουλευτικών του καθηκόντων, [ή] αποτελεί μομφή υπό την έννοια της ιδιαίτερης κοινωνικοηθικής αποδοκιμασίας»[18]. Σε κάθε περίπτωση, εάν από το πνεύμα των διατάξεων των άρθρων 61 και 62 του ελληνικού Συντάγματος συναγόταν μια ιδιαίτερη προστασία των βουλευτών και στον τομέα της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών, η αναμενόμενη υιοθέτηση ανάλογων ερμηνειών, σε άλλους τομείς και για άλλες κατηγορίες προσώπων, θα οδηγούσε μάλλον σε υπέρμετρο πολλαπλασιασμό παρόμοιων απαγορεύσεων ή περιορισμών της άρσης του απορρήτου (λ.χ. για κάθε δικαστή ή μέλος ανεξάρτητης αρχής, κατ’ επίκληση των αντίστοιχων συνταγματικών εγγυήσεων της ανεξαρτησίας τους που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι δεν συνάδει με την παρακολούθησή τους εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας για λόγους εθνικής ασφάλειας). Τυχόν δε απόπειρα συνταγματικής θεμελίωσης μιας ιδιαίτερης προστασίας των βουλευτών ή άλλων προσώπων σε νομοθετικές ρυθμίσεις που προβλέπουν την υποχρέωση ενημέρωσής τους, όπως στη ρύθμιση του άρθρου 5, παρ. 4, του Ν. 2225/1994[19] ή στις διατάξεις του άρθρου 56, παρ. 1, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας[20], μοιάζει να αντιφάσκει προς την ορθή απόρριψη της σύμφωνης με τον νόμο ερμηνείας του Συντάγματος[21]. Ελλείψει λοιπόν ρητής αντίθετης συνταγματικής διάταξης, η εξυπηρέτηση της «εθνικής ασφάλειας», δηλαδή της εξωτερικής ασφάλειας του Κράτους, αποτελεί αναμφιβόλως, κατά το Σύνταγμα, «σπουδαίο εθνικό συμφέρον» που, κατά την ορθότερη ερμηνεία, φαίνεται να μπορεί να περιορίσει την ελευθερία των επικοινωνιών καθενός, ιδιώτη ή δημόσιου λειτουργού. Κατά τούτο, τα ιδιαίτερα ζητήματα που θα μπορούσαν να ανακύψουν στις λιγότερο ή περισσότερο ακραίες περιπτώσεις αίτησης άρσης του απορρήτου (λ.χ. για έναν βουλευτή ή ευρωβουλευτή, έναν αρχηγό κοινοβουλευτικού κόμματος, έναν Υπουργό ή τον Πρωθυπουργό, τον Πρόεδρο της Βουλής, τον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ ή ακόμη και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας) αρμόζει μάλλον να αντιμετωπιστούν μέσω της κατά περίπτωση εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας -και, ιδίως, του ιδιαιτέρως αυστηροποιημένου κριτηρίου της αναγκαιότητας- ως προς την εφαρμογή των ουσιαστικών προϋποθέσεων άρσης του απορρήτου και μέσω ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων που θα δημιουργούν αντίβαρα μείζονος πολιτικής ευθύνης και θα στηρίζονται σε όσα ισχύουν γενικώς για την εξαίρεση και την αναπλήρωση των μελών κάθε οργάνου.

Ας σημειωθεί επιπλέον ότι, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν φαίνεται να υφίσταται μια αδιαφιλονίκητη παράσταση ενός γενικού consensus ότι, ελλείψει ρητής ειδικής συνταγματικής ρύθμισης, απαγορεύεται γενικώς ή εξαρτάται πάντοτε από προηγούμενη άδεια της Βουλής η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών των βουλευτών. Συναφώς, στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, το 2016 εντοπίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι, ακόμη και ως προς τις ανακριτικές πράξεις που αφορούν τη διακρίβωση εγκλημάτων, σημαντικός αριθμός κρατών μελών δεν παρείχε ιδιαίτερη κάλυψη στους βουλευτές απέναντι σε άρση του απορρήτου των επικοινωνιών τους[22]. Στο πλαίσιο αυτό, στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Investigatory Powers Tribunal έκρινε ότι το δόγμα Wilson δεν είναι απόλυτο, υπό την έννοια πως δεν απαγορεύει σε κάθε περίπτωση την υποκλοπή τηλεπικοινωνιών βουλευτών, ούτε δημιούργησε νόμιμη προσδοκία στους βουλευτές πως οι τηλεπικοινωνίες τους δεν μπορούν να υποκλαπούν, ότι το καθεστώς στοχευμένων υποκλοπών του Ηνωμένου Βασιλείου έχει κριθεί συμβατό με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) με την απόφαση Kennedy κ. Ηνωμένου Βασιλείου (26839/05) του ΕΔΔΑ και ότι, κατά τα λοιπά, δεν υπάρχει νομολογία του ΕΔΔΑ που να απαιτεί αυξημένη προστασία για τις τηλεπικοινωνίες των βουλευτών, σε αντίθεση με τις επικοινωνίες δημοσιογράφων και δικηγόρων, ούτε είναι σε θέση το εθνικό δικαστήριο να δημιουργήσει εκ του μηδενός αυξημένες εγγυήσεις προστασίας[23]. Το δε άρθρο 68 του ιταλικού Συντάγματος διαφέρει ουσιωδώς από τις διατάξεις του άρθρου 62 του ελληνικού Συντάγματος, καθώς, μετά την αναθεώρησή του το 1993, στην παράγραφο γ΄ προβλέπεται ρητώς ότι απαιτείται άδεια της Βουλής για να υποβληθούν οι βουλευτές σε κάθε μορφής υποκλοπές συνομιλιών ή επικοινωνιών και σε κατάσχεση αλληλογραφίας[24], γεγονός που συνηγορεί περισσότερο στο συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη προστασία δεν προκύπτει αυτονοήτως από την παράγραφο β΄ που εισάγει διατάξεις παρόμοιες -ως έναν βαθμό- με εκείνες του ελληνικού Συντάγματος[25]. Μέχρι δε σήμερα, από τη νομολογία του ΕΔΔΑ δεν προκύπτει ότι η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών των βουλευτών πρέπει γενικώς να απαγορεύεται ή να εξαρτάται πάντοτε από προηγούμενη άδεια της Βουλής[26].

Περαιτέρω, ούτε η αναφορά γενικώς στην κοινοβουλευτική αρχή μπορεί από μόνη της να θεμελιώσει γενική απαγόρευση άρνησης συνεργασίας με τις κοινοβουλευτικές επιτροπές, κατ’ επίκληση απορρήτου που σχετίζεται με την εθνική ασφάλεια, ιδίως, μάλιστα, εάν, κατά τα προαναφερθέντα, δεν είναι πρόδηλο ότι η επίκληση αυτή αναιρεί το ωφέλιμο αποτέλεσμα του κοινοβουλευτικού ελέγχου και ότι μπορεί να υπάρξει σαφής ειδική διαρρύθμιση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, ώστε να μην προκληθεί βλάβη στην εθνική ασφάλεια μέσω τυχόν ανέλεγκτης γνωστοποίησης των απόρρητων στοιχείων. Εξάλλου, η μελέτη του συγκριτικού δικαίου δείχνει ότι, στο πλαίσιο της στάθμισης με άλλες συνταγματικές αρχές, όπως της διάκρισης των εξουσιών, η ένταση του κοινοβουλευτικού ελέγχου των υπηρεσιών πληροφοριών διαφοροποιήθηκε, ανά χώρα και ανά ιστορική περίοδο, με αποτέλεσμα να υπάρχουν τρεις κατηγορίες τέτοιου ελέγχου: ένας απλώς εποπτικός κατασταλτικός έλεγχος, ένας οριακός και ένας πλήρης[27]. Κατά τούτο, δεν μπορεί ευχερώς να θεωρηθεί αντισυνταγματικός κάθε (αυτό)περιορισμός της έκτασης του κοινοβουλευτικού ελέγχου ο οποίος, αντιθέτως προς τους ετερογενείς νομοθετικούς περιορισμούς του ελέγχου που καλούνται να ασκήσουν τα δικαστήρια και η ΑΔΑΕ, πηγάζει από την ίδια την αυτονομία της Βουλής. Συναφώς, για την περαιτέρω διεύρυνση του κοινοβουλευτικού ελέγχου, θα ήταν ασφαλέστερο, αντί μιας διασταλτικής ερμηνείας των υφιστάμενων διατάξεων του Κανονισμού της Βουλής, να προταθεί σχετική τυπική τροποποίησή τους.

Τέλος, δεν χωρεί αμφιβολία ότι το ευρωπαϊκό δίκαιο προσφέρει σημαντικές πρόσθετες εγγυήσεις διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών. Απ’ τη μια, η νομολογία του ΕΔΔΑ επιβάλλει την επαύξηση της έντασης του ελέγχου αναλογικότητας της εκάστοτε συνδρομής των δύο περιπτώσεων συνταγματικώς δικαιολογημένης άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών[28]. Απ’ την άλλη, εφόσον γίνεται δεκτό ότι η διάταξη του άρθρου 87 του Ν. 4790/2021, με την οποία καταργήθηκε κάθε δυνατότητα της ΑΔΑΕ να γνωστοποιεί εκ των υστέρων στον θιγόμενο την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας αντιβαίνει στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και, συναφώς, στο άρθρο 7 της Χάρτας θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης[29], η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβάλλει σε όλες τις εθνικές, διοικητικές ή δικαστικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται της επίκαιρης υπόθεσης που αφορά ευρωβουλευτή και επομένως διέπεται από το ενωσιακό δίκαιο, να αφήνουν «αυτεπαγγέλτως, ανεφάρμοστη» την παραπάνω διάταξη, «χωρίς να υποχρεούνται να ζητούν ή να αναμένουν την προηγούμενη κατάργησή της διά της νομοθετικής οδού είτε διά οιασδήποτε άλλης συνταγματικώς προβλεπόμενης διαδικασίας»[30]. Ωστόσο, δεν πρέπει να λησμονείται ότι, στο πλαίσιο της προϊούσας συνταγματικής απορρύθμισης, για την εξυπηρέτηση του «σπουδαίου εθνικού συμφέροντος» της «εθνικής ασφάλειας» θα μπορούσε, κατ’ επίκληση και των διατάξεων και της ερμηνευτικής δήλωσης του άρθρου 28 του Συντάγματος, να περιοριστεί από τον εθνικό δικαστή η εφαρμογή του ευρωπαϊκού δικαίου στην εθνική έννομη τάξη, με αποτέλεσμα να τεθεί, ενδεχομένως, εν αμφιβόλω ο πλήρης σεβασμός των εγγυήσεων διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών που πηγάζουν από τη νομολογία του ΕΔΔΑ[31] και από το ενωσιακό δίκαιο[32].

ΙΙ. Τα κρίσιμα κενά

Πέρα από τα γενικά προβλήματα οργάνωσης και λειτουργίας των δικαστικών αρχών, της διοίκησης και των κοινοβουλευτικών επιτροπών, ποικίλα είναι τα ειδικά δικαιοκρατικά κενά και οι ιδιαίτερες παθογένειες που επανήλθαν στο προσκήνιο με αφορμή την επίκαιρη υπόθεση άρσης από την ΕΥΠ του τηλεφωνικού απορρήτου ευρωβουλευτή και προέδρου κοινοβουλευτικού κόμματος. Σε κανονιστικό επίπεδο, θα μπορούσε κανείς να αναφέρει, μεταξύ άλλων, ζητήματα που είχαν ήδη επισημανθεί στη θεωρία[33], όπως τη μη συστηματική πολυνομία, την ασάφεια του όρου «εθνική ασφάλεια» και την υπέρμετρη διεύρυνση των «ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων»[34]. Σε πρακτικό επίπεδο, επίσης, έγινε αντιληπτό ότι ο πολύ μεγάλος αριθμός ανώνυμων και αναιτιολόγητων εισαγγελικών διατάξεων περί άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας καθιστά άνευ ουσιώδους αξίας τη φαινομενικώς σπουδαία -αλλά έχουσα ατονήσει στην πράξη- υποχρέωση ενημέρωσης, μεταξύ άλλων, του Προέδρου της Βουλής, των αρχηγών των κοινοβουλευτικών κομμάτων και του Υπουργού Δικαιοσύνης, δυνάμει της παραγράφου 4 του άρθρου 5 του Ν. 2225/1994. Ο ίδιος τεράστιος αριθμός κλονίζει επίσης την αποτελεσματικότητα και της πλημμελώς καταργηθείσας (και μη επαναφερθείσας με την από 9.8.2022 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου) διάταξης περί της δυνατότητας της ΑΔΑΕ να γνωστοποιεί εκ των υστέρων στον θιγόμενο την άρση του απορρήτου. Ας σημειωθεί ότι, με τη διάταξη αυτή, η ΑΔΑΕ, καίτοι, κατά τα προαναφερθέντα, δεν έχει μέχρι στιγμής αρμοδιότητα να υπεισέρχεται στις ουσιαστικές κρίσεις των αρμόδιων δικαστικών αρχών, καλείτο να εκτιμήσει «εάν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε» η άρση, χωρίς, μάλιστα, να προβλεπόταν η σύμπραξη δικαστικής αρχής, όπως προβλέφθηκε, στη συνέχεια, στις περιπτώσεις άρσης για διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων[35].

Εντούτοις, τρία είναι τα πλέον κρίσιμα κενά που, κατά τη γνώμη μου, ξεχωρίζουν, αφορώντας τη διασφάλιση της δυνατότητας της ΑΔΑΕ να ασκεί αποτελεσματικώς τις συνταγματικές αρμοδιότητές της, τη δικαστική προστασία των θιγόμενων ιδιωτών και την αποτελεσματική εξυπηρέτηση του ίδιου του δημοσίου συμφέροντος της «εθνικής ασφάλειας». Στους τρεις αυτούς τομείς είναι που απουσιάζει μια απτή «ισορροπία μεταξύ της αρχής της αποτελεσματικότητας και της δικαιοκρατικής ακεραιότητας»[36] και εμφανίζεται το έλλειμα «συνοχής και ενότητας» που «κλονίζει την αξιοπιστία της θεωρητικά άρτιας κατασκευής που έχει προοικονομήσει ο Έλληνας νομοθέτης – σύζευξη δηλαδή, προληπτικού δικαστικού ελέγχου και τεχνικών ελέγχων διενεργούμενων από ανεξάρτητη αρχή»[37].

Ειδικότερα, πολλές γενικές επιφυλάξεις μπορεί κανείς να διατυπώσει σχετικά με τον θεσμικό ρόλο και την αποτελεσματική λειτουργία των ανεξάρτητων αρχών[38]. Ως προς δε την ΑΔΑΕ, η συνεπής και σθεναρή στάση του Προέδρου της, Χρήστου Ράμμου, η υπευθυνότητα, η ακεραιότητα, η αίσθηση καθήκοντος και το θάρρος του οποίου, ως ανώτατου δικαστή, είναι γνωστά και αξιοθαύμαστα εδώ και δεκαετίες, δεν είναι προφανές ότι απηχεί -τουλάχιστον προς το παρόν- μια συνολική αφύπνιση της ΑΔΑΕ, η οποία εδώ και είκοσι περίπου χρόνια εμφανίζει μια «λανθάνουσα και διαλειπτική παρουσία»[39] που δεν αποτελεί σταθερά αξιόπιστο και αποτελεσματικό αντίβαρο των δημόσιων και ιδιωτικών εξουσιών που επιβουλεύονται την ελευθερία των επικοινωνιών. Ωστόσο, παρά τις παραπάνω επιφυλάξεις, η δεσμευτική δεύτερη παράγραφος του άρθρου 19 του Συντάγματος, απονέμει στην ΑΔΑΕ το κρίσιμο καθήκον της διασφάλισης των οριζομένων στο σύνολο της πρώτης παραγράφου του ίδιου άρθρου, δηλαδή, μεταξύ άλλων, του ελέγχου της δράσης των εμπλεκόμενων ιδιωτικών και δημόσιων, διοικητικών και δικαστικών φορέων. Ούτε, όμως, το ίδιο το Σύνταγμα ούτε ο κοινός νομοθέτης βοηθούν στην αποτελεσματική επίλυση αυτής της δυσχερέστατης θεσμικής εξίσωσης. Με ποιον τρόπο άραγε μπορεί μια ανεξάρτητη διοικητική αρχή να «συμπράξει»[40], ως ελεγκτικός μηχανισμός, με μια δικαστική αρχή στην αποτελεσματική υλοποίηση ενός κοινού συνταγματικού σκοπού; Με ποιον τρόπο άραγε μπορεί η ΑΔΑΕ να γνωρίσει πλήρως και εγκαίρως και να διασφαλίσει (ώστε να μην καταστραφούν ή αλλοιωθούν) τα στοιχεία που απαιτούνται για την προσήκουσα άσκηση των καθηκόντων της, όταν το προσωπικό της ΕΥΠ αρνείται αυθαιρέτως να της τα προσκομίσει και ίσως συνεχίσει να το κάνει ακόμη κι αν γίνει αποδέκτης κυρώσεων; Ανεξαρτήτως των όποιων πληροφοριών αρμόζει να περιλαμβάνουν οι δικαστικές διατάξεις περί άρσης του απορρήτου, δεν θα έπρεπε η ΑΔΑΕ να έχει διαρκή και ευθεία πρόσβαση στα στοιχεία του φακέλου κάθε σχετικής αίτησης; Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς δεν προσφέρει πάντοτε ούτε σαφείς ούτε επαρκείς απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, γεγονός που υπονομεύει συστημικώς τη συνολική ποιότητα της δικαιοκρατικής πλαισίωσης της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, δεδομένου ότι η αποτελεσματική άσκηση της ελεγκτικής αρμοδιότητας της ΑΔΑΕ καλείται να καλύψει και το κενό που προκαλεί η a priori αδυναμία των ενδιαφερόμενων ιδιωτών να πληροφορηθούν προσηκόντως την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών τους, ώστε να αναζητήσουν την όποια παροχή δικαστικής προστασίας.

Την ίδια στιγμή, κάθε θιγόμενος διαθέτει αποτελεσματικά ένδικα βοηθήματα για την οριστική και προσωρινή δικαστική προστασία του ως προς τη ζημία που υπέστη από ολοκληρωθείσα άρση του απορρήτου των επικοινωνιών του. Όσον αφορά την επίκαιρη υπόθεση άρσης από την ΕΥΠ του τηλεφωνικού απορρήτου ευρωβουλευτή και προέδρου κοινοβουλευτικού κόμματος, ο θιγόμενος έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τυχόν ρητή άρνηση των αρμοδίων αρχών να του παράσχουν προσήκουσα πληροφόρηση και, πάντως, να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης κατά του Ελληνικού Δημοσίου και, σε κάθε περίπτωση, με την επιδίωξη ενεργοποίησης της πιλοτικής δίκης του άρθρου 1 του Ν. 3900/2010, να φέρει την υπόθεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, επιδιώκοντας, μεταξύ άλλων, η ΕΥΠ να υποχρεωθεί να προσκομίσει στο Ανώτατο Δικαστήριο τα απόρρητα στοιχεία που αρνείται να προσκομίσει στην ΑΔΑΕ και στις κοινοβουλευτικές επιτροπές. Πλην όμως, ενόψει του γεγονότος ότι η εισαγγελική διάταξη δεν αποτελεί εκτελεστή πράξη διοικητικής αρχής, εκτός από την όχι ιδιαιτέρως αποτελεσματική αίτηση προσωρινής ρύθμισης κατάστασης του άρθρου 210 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας κατόπιν άσκησης αγωγής αποζημίωσης, δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια άλλη οδός αποτελεσματικής και έγκαιρης δικαστικής προστασίας για κάθε θιγόμενο που, με οποιονδήποτε τρόπο, θα λάμβανε γνώση εν εξελίξει παρακολούθησής του και θα είχε έννομο συμφέρον να επιδιώξει την άμεση διακοπή της.

Επιπλέον, στην περίπτωση της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας, η ίδια η ΕΥΠ και κάθε άλλη αρμόδια διοικητική αρχή δεν φαίνεται να έχουν καμία δυνατότητα να αντιμετωπίσουν ούτε κάποια κατεπείγουσα ανάγκη προστασίας της εθνικής ασφάλειας ούτε μια προδήλως αυθαίρετη απόρριψη μιας αίτησής τους περί άρσης του απορρήτου. Αντιθέτως προς όσα ισχύουν στην περίπτωση της άρσης του απορρήτου με αίτημα δικαστικής αρχής[41], η ΕΥΠ και κάθε άλλη αρμόδια διοικητική αρχή αδυνατούν να προβούν οι ίδιες σε κατεπείγουσα άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας και να ενημερώσουν στη συνέχεια την αρμόδια δικαστική αρχή που θα μπορούσε να διακόψει την εν εξελίξει άρση, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 19, παρ. 1, του Συντάγματος, αποφασιστική αρμοδιότητα άρσης του απορρήτου έχει πάντοτε μόνον δικαστική αρχή. Την ίδια στιγμή, σε περίπτωση απόρριψης μιας αίτησής τους, οι παραπάνω διοικητικές αρχές δεν έχουν ούτε τη δυνατότητα προσφυγής σε μια δευτεροβάθμια δικαστική αρχή[42].

ΙΙΙ. Οι προτεινόμενες βελτιώσεις

Υπό το φως της προηγηθείσας ανάλυσης, παρίσταται ανάγκη, πριν απ’ όλα, να αναμορφωθεί νομοθετικώς η διαδικασία άρσης του απορρήτου, ιδίως, για λόγους εθνικής ασφάλειας. Στη συνέχεια απαριθμούνται οι βασικές ρυθμίσεις που θα μπορούσε να περιλαμβάνει μια τέτοια αναμόρφωση.

  1. Η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας διατάσσεται από ειδικώς εκπαιδευμένο δικαστικό λειτουργό με τον βαθμό του Προέδρου Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων, μετά από ειδικώς αιτιολογημένη και επαρκώς τεκμηριωμένη αίτηση αρμόδιας (δικαστικής ή διοικητικής) αρχής. Επί ποινή απαραδέκτου της, κάθε τέτοια αίτηση κοινοποιείται, με ασφαλή ψηφιακό τρόπο, ταυτοχρόνως με την υποβολή της και μαζί με κάθε έγγραφο που τη συνοδεύει, στον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ.
  2. Ο Πρόεδρος Εφετών αποφασίζει για την άρση ή όχι του απορρήτου μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες με ειδικώς αιτιολογημένη διάταξή του που γνωστοποιεί αμέσως στην αιτούσα αρχή και στον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ.
  3. Σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης, ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ δύναται να ζητήσει τη διακοπή της άρσης του απορρήτου, προσφεύγοντας για κάθε λόγο εξωτερικής ή εσωτερικής νομιμότητας της σχετικής διάταξης του Προέδρου Εφετών σε τριμελή δικαστικό σχηματισμό που θεσπίζεται στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) και αποτελείται από έναν Αντιπρόεδρο και δύο Συμβούλους Επικρατείας. Επί ποινή απαραδέκτου της, η προσφυγή αυτή του Προέδρου της ΑΔΑΕ πρέπει να κοινοποιείται, ταυτοχρόνως με την υποβολή της και μαζί με κάθε έγγραφο που τη συνοδεύει, στην αρχή που ζήτησε την άρση, η οποία έχει τη δυνατότητα να υποβάλει απόψεις ενώπιον του ΣτΕ.
  4. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, η αιτούσα αρχή δύναται να προσφύγει κατά της απορριπτικής διάταξης του Προέδρου Εφετών ενώπιον του παραπάνω σχηματισμού του ΣτΕ. Επί ποινή απαραδέκτου της, η προσφυγή αυτή πρέπει να κοινοποιείται, ταυτοχρόνως με την υποβολή της και μαζί με κάθε έγγραφο που τη συνοδεύει, στον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ, ο οποίος έχει τη δυνατότητα να υποβάλει απόψεις ενώπιον του ΣτΕ.
  5. Σε εξαιρετικώς επείγουσες περιπτώσεις, μόνο δικαστικής φύσης αιτούσες αρχές μπορούν να αποφασίσουν αμέσως την άρση του απορρήτου, κοινοποιώντας αμελλητί την ειδικώς αιτιολογημένη απόφασή τους στον σχηματισμό του ΣτΕ της παραγράφου 3 και στον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ, ο οποίος έχει τη δυνατότητα να υποβάλει απόψεις ενώπιον του ΣτΕ. Το ΣτΕ αποφασίζει ταχύτατα για τη διακοπή ή όχι της άρσης του απορρήτου.
  6. Κάθε ενδιαφερόμενος ιδιώτης μπορεί, βάσει νέου ειδικού ενδίκου βοηθήματος που κατατείνει σε έλεγχο ουσίας (άρθρο 95, παρ. 1, περ. γ΄, του Συντάγματος)[43], να προσφύγει στο ΣτΕ ζητώντας να αναγνωριστεί η παρανομία εν εξελίξει διαδικασίας άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών του και να ληφθεί κάθε κατάλληλο μέτρο για τη διακοπή της. Η προσφυγή του ενδιαφερόμενου ιδιώτη εκδικάζεται πάντοτε από πενταμελή σχηματισμό που αποτελείται από τον Πρόεδρο του ΣτΕ και τέσσερις Συμβούλους Επικρατείας που δεν συμμετείχαν στον τριμελή σχηματισμό της παραγράφου 3, όταν συντρέχει άρση του απορρήτου που έχει διαταχθεί από τον τελευταίο. Επί ποινή απαραδέκτου της, η προσφυγή του ενδιαφερόμενου ιδιώτη πρέπει να συνοδεύεται από αντίγραφο απόφασης του Προέδρου της ΑΔΑΕ, η οποία βεβαιώνει απλώς και μόνον ότι διενεργήθηκε έλεγχος ύπαρξης τυχόν εν εξελίξει άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, χωρίς να επιβεβαιώνει ή να διαψεύδει την ύπαρξή της[44]. Η εν λόγω απόφαση του Προέδρου της ΑΔΑΕ εκδίδεται, χωρίς καθυστέρηση, μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου, για την παραδεκτή υποβολή της οποίας ο τελευταίος πρέπει να αποδεικνύει τη συνδρομή ιδιαιτέρως σοβαρών ενδείξεων άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών του. Η παραπάνω απόφαση του Προέδρου της ΑΔΑΕ γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο ιδιώτη και συνοδεύεται από φάκελο τεκμηρίωσης του διενεργηθέντος ελέγχου που γνωστοποιείται μόνο στο ΣτΕ.
  7. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις το ΣτΕ εκδίδει ταχύτατα το διατακτικό της απόφασής του, με την οποία μπορεί να διατάξει την άρση του απορρήτου (βλ. παραπάνω, την παράγραφο 4), τη διακοπή της άρσης του (βλ. παραπάνω, τις παραγράφους 3 και 6) ή/και κάθε άλλο κατάλληλο προσωρινό ή οριστικό μέτρο (αναστολή ή ακύρωση ή τροποποίηση δικαστικών διατάξεων ή διοικητικών πράξεων, προσωρινή ρύθμιση κατάστασης, προσήκουσα ενημέρωση του ενδιαφερόμενου ώστε αυτός να επιδιώξει περαιτέρω τον καταλογισμό κάθε σχετικής ευθύνης και, ιδίως, τη δικαστική προστασία του μέσω αγωγής αποζημίωσης κ.λπ.). To ΣτΕ ασκεί δικαιοδοτικό έργο μόνο στην περίπτωση προσφυγής ενδιαφερόμενου ιδιώτη (βλ. παραπάνω, την παράγραφο 6). Για την προστασία της εθνικής ασφάλειας, η ταχύτατη σχετική διαδικασία διαρρυθμίζεται καταλλήλως με σημαντικούς περιορισμός της δημοσιότητας, της δυνατότητας πρόσβασης στα στοιχεία του φακέλου και της ακρόασης των διαδίκων, η δε αιτιολογία της απόφασης επίσης περιορίζεται αναλόγως, γεγονός που μπορεί να επιτραπεί από τη συστηματική ερμηνεία των άρθρων 19, 20, 93 και 95 του Συντάγματος[45].
  8. Αν ζητείται η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών του Προέδρου της Δημοκρατίας, Υπουργού, βουλευτή, ευρωβουλευτή ή αρχηγού κοινοβουλευτικού κόμματος, η σχετική αίτηση της παραγράφου 1 υποβάλλεται δια του Πρωθυπουργού απευθείας στον δικαστικό σχηματισμό του ΣτΕ της παραγράφου 3 και κοινοποιείται επιπλέον στον Πρόεδρο της Βουλής, ο οποίος μπορεί να υποβάλει τις απόψεις του ενώπιον του ΣτΕ. Απευθείας στο ΣτΕ υποβάλλεται και κάθε αίτηση της παραγράφου 1 περί άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών του Πρωθυπουργού, δικαστή ή μέλους ανεξάρτητης αρχής, η δε αίτηση που αφορά τις επικοινωνίες του Πρωθυπουργού κοινοποιείται και στον Πρόεδρο της Βουλής. Η αίτηση της παραγράφου 1 περί άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών του τελευταίου κοινοποιείται και στον πρώτο Αντιπρόεδρο της Βουλής. Η αίτηση της παραγράφου 1 περί άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών του Προέδρου της ΑΔΑΕ κοινοποιείται στον αναπληρωτή του, ο οποίος δεν γνωστοποιεί τα στοιχεία της υπόθεσης σε κανένα άλλο μέλος ή στέλεχος της ΑΔΑΕ. Η αίτηση της παραγράφου 1 περί άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών δικαστή του ΣτΕ υποβάλλεται στο τριμελές συμβούλιο του ποινικού τμήματος του Αρείου Πάγου που είναι αρμόδιο για τις αναιρέσεις βουλευμάτων. Στις περιπτώσεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζεται αναλογικώς η διαδικασία της παραγράφου 5 που αφορά εξαιρετικώς επείγουσες περιπτώσεις.
  9. Σε ό,τι αφορά τη διαδικασία άρσης του απορρήτου για διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων, το ισχύον νομικό πλαίσιο μπορεί να συμπληρωθεί αναλόγως με εκείνες από τις προαναφερθείσες ρυθμίσεις που αφορούν την κοινοποίηση των αιτήσεων ή των διατάξεων στον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ και τη δυνατότητά του να αμφισβητήσει, ενώπιον ανώτερου δικαστικού συμβουλίου, διατάξεις που προβαίνουν στην άρση του απορρήτου.
  10. Ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ υποβάλλει προς τον Πρόεδρο Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων (σε περιπτώσεις άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας) ή στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο (σε περιπτώσεις άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων) την ειδικώς αιτιολογημένη απόφασή του να ενημερωθεί ένας ενδιαφερόμενος ιδιώτης μετά τη λήξη της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών του. Ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ δύναται να προσβάλλει τυχόν άρνηση έγκρισης, αντιστοίχως, ενώπιον του σχηματισμού του ΣτΕ της παραγράφου 3 ή του ανώτερου δικαστικού συμβουλίου.

Σε κάθε περίπτωση, μια σειρά από προτάσεις που έχουν ήδη διατυπωθεί στον δημόσιο διάλογο φαίνεται να κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Πρόκειται ιδίως για τον νομοθετικό προσδιορισμό της έννοιας «εθνική ασφάλεια» σύμφωνα με τις νομολογίες του ΔΕΕ και του ΕΔΔΑ, την κατάργηση του άρθρου 87 του Ν. 4790/2021, την ενίσχυση των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων των κοινοβουλευτικών επιτροπών, την εξάρτηση του διορισμού του διοικητή της ΕΥΠ από τη σύμφωνη γνώμη των 3/5 των μελών της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, τον έλεγχο της κυκλοφορίας και των προμηθειών κακόβουλων λογισμικών, καθώς επίσης την κωδικοποίηση της νομοθεσίας περί προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών. Ιδιαιτέρως δε αναγκαία φαίνεται η συγχώνευση της ΑΔΑΕ με την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, δεδομένου ιδίως του γεγονότος ότι οι ποικίλες μέθοδοι παρακολούθησης των επικοινωνιών συνδέονται πλέον, κατά τρόπο άρρηκτο, με τις αρμοδιότητες και των δύο αυτών αρχών.

*      *      *

Στις μέρες μας, η ψηφιακή επανάσταση, η οποία οδηγεί σταδιακώς στην ανθρωπολογική μετάλλαξη του υποκειμένου των θεμελιωδών δικαιωμάτων, σχετικοποιεί την επιτελεστικότητα οποιασδήποτε νομοθετικής -ή ακόμη και συνταγματικής- μεταρρύθμισης ως προς την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών. Οι αντιλήψεις για την ιδιωτικότητα και την προσωπική αυτονομία έχουν γίνει ιδιαιτέρως θολές. Ο σύγχρονος άνθρωπος, καθώς προσπαθεί να ανασυγκροτήσει τη διασπασμένη ενότητα της ύπαρξής του με τη βοήθεια της ψηφιακής του αναπαράστασης στον χωροχρόνο της Κοινωνίας της Πληροφορίας και, συντόμως, ενδεχομένως στον χωροχρόνο του μετασύμπαντος, φαίνεται να παραμένει πρακτικώς αδιάφορος απέναντι στη μυστική παρακολούθηση κάθε ψηφιακής επικοινωνίας του από τους πανίσχυρους αφέντες των παγκόσμιων πλατφορμών. Αρκετές δεκαετίες από τότε που ο W. Biermann έγραψε τη σκωπτική «Μπαλάντα για τους ασφαλίτες», ο σημερινός άνθρωπος, μέσα στη μεγάλη αγωνία του να έχει όσο το δυνατόν περισσότερους ακολούθους και, πάντως, να μην καταστεί ψηφιακώς αόρατος, μοιάζει όχι μόνο να έχει αλλά και να επιδεικνύει κυριολεκτικώς στην πράξη «αισθήματα… αδελφικά» για κάθε είδους ψηφιακά «λαγωνικά», τους «πιστούς» του «συνεργάτες». Σε αυτές τις συνθήκες, μια αποτελεσματική διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών -όπως, γενικότερα, κάθε άλλου θεμελιώδους δικαιώματος- προϋποθέτει κατά βάθος το πέρασμα σε μια καινούργια εποχή συνταγματισμού που δεν μπορεί παρά να προκύψει από έναν νέο, ψηφιακό Διαφωτισμό[46].

[1] Βλ. Α. Μάνεση, Η προβληματική της προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων στον ευρωπαϊκό χώρο, in του ιδίου, Συνταγματική Θεωρία και Πράξη (1980-2000), ΙΙ, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2007, σ. 571 επ., ιδίως σ. 588.

[2] Βλ. C. Yannakopoulos, Les vicissitudes de l’État de droit dans l’Union européenne, www.constitutionalism.gr, καταχώρηση: 12.3.2021.

[3] Βλ. Κ. Γιαννακόπουλου, Ο νεοφεουδαρχικός συνταγματισμός, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2022.

[4]  Βλ. C. Yannakopoulos, Les plateformes en ligne privées et le droit de l’Union européenne : deux constitutionnalismes non étatiques à la recherche de la souveraineté numérique, 18.3.2022, www.cyannakopoulos.gr, καταχώρηση: 18.3.2022.

[5] Βλ. Κ. Γιαννακόπουλου, Δύσκολοι καιροί για τις Ανεξάρτητες Αρχές, www.constitutionalism.gr, καταχώρηση: 23.4.2021, του ιδίου, Το Συμβούλιο της Επικρατείας διαλαλεί, αλλά υπονομεύει το Κράτος Δικαίου. Σκέψεις με αφορμή τις αποφάσεις ΣτΕ Ολ. 911-917/2021, www.constitutionalism.gr, καταχώρηση: 1.7.2021.

[6] Το αρτικόλεξο GAFAM αναφέρεται στις πέντε μεγάλες αμερικανικές τεχνολογικές επιχειρήσεις: Google, Amazon, Facebook, Apple, Microsoft.

[7] Ως προς τους ιδιαίτερους κινδύνους που πηγάζουν από αυτά τα λογισμικά, βλ. Αικ. Παπανικολάου, Επικοινωνιακό απόρρητο: προβληματισμοί για τη διασφάλιση ενός κλασικού δικαιώματος στο πεδίο των σύγχρονων κατασκοπευτικών λογισμικών, www.syntagmawatch.gr, καταχώρηση: 31.8.2022.

[8] Βλ. και Ε. Βενιζέλου, Τα συνταγματικά όρια στην άρση του τηλεφωνικού απορρήτου των πολιτών και των  πολιτικών  προσώπων για λόγους εθνικής ασφάλειας – Η υπόθεση Ανδρουλάκη, www.constitutionalism.gr, καταχώρηση: 4.9.2022.

[9] Βλ. και τις παρατηρήσεις του Γ. Δελλή, Παρακολουθήσεις: Νόμιμο δεν είναι το νομότυπο, www.kathimerini.gr, καταχώρηση: 13.8.2022.

[10] Bλ., αντί άλλων, την απόφαση αρχής ΣτΕ 4600/2005. Βλ., ενδεικτικώς, και ΣτΕ 302/2016, 1047/2019.

[11] Βλ., ενδεικτικώς, τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), 10.7.1998, Tinnelly and Sons Ltd κ.ά. και McElduff κ.ά. κατά Ηνωμένου Βασιλείου (62/1997/846/1052-1053), σκέψεις 72 επ., ιδίως σκέψη 78, και ΕΔΔΑ, 19.9.2017, Regner κaτά Τσεχίας (35289/11), σκέψεις 148-149. Βλ. και την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), 7.9.2021, C-927/19, Klaipėdos regiono atliekų tvarkymo centras.

[12] Βλ. και Ι. Καμτσίδου, Τα απόρρητα, το κράτος δικαίου και η Δημοκρατία, www.constitutionalism.gr, καταχώρηση: 9.9.2022.

[13] Βλ. και Β. Χρήστου, Απόρρητα, εθνική ασφάλεια και Βουλή, www.constitutionalism.gr, καταχώρηση: 20.9.2022.

[14] Βλ. Ε. Βενιζέλου, Τα συνταγματικά όρια στην άρση του τηλεφωνικού απορρήτου των πολιτών και των  πολιτικών  προσώπων για λόγους εθνικής ασφάλειας – Η υπόθεση Ανδρουλάκη, ό.π..

[15] Βλ., αντί άλλων, από το γαλλικό δίκαιο, A. Deprau, L’hybridation des mesures de police administrative : le cas du renseignement, www.blogdroitadministratif.net, καταχώρηση: 27.8.2021.

[16] Βλ. Ε. Βενιζέλου, Τα συνταγματικά όρια στην άρση του τηλεφωνικού απορρήτου των πολιτών και των  πολιτικών  προσώπων για λόγους εθνικής ασφάλειας – Η υπόθεση Ανδρουλάκη, ό.π.. Βλ. και Κ. Χρυσόγονου, Καταφανής παραβίαση του Συντάγματος, www.constitutionalism.gr, καταχώρηση: 13.8.2022, Α. Καϊδατζή, Διπλό σκάνδαλο, www.anatropinews.gr, καταχώρηση: 11.8.2022.

[17] Βλ. και Φ. Σπυρόπουλου, Το απόρρητο της επικοινωνίας του βουλευτή: Μια ερμηνεία των άρθρων 61 παρ. 3 και 62 Σ, www.constitutionalism.gr, καταχώρηση: 5.9.2022, Τζ. Ηλιοπούλου-Στράγγα, Υποκλοπές: Συνταγματικές παράμετροι, www.constitutionalism.gr, καταχώρηση: 11.9.2022.

[18] Βλ. τη Γνωμοδότηση 4/2012 του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Βλ. και Γ. Καραβοκύρη, Άρθρο 62, in Φ. Σπυρόπουλου, Ξ. Κοντιάδη, Χ. Ανθόπουλου, Γ. Γεραπετρίτη (επ.), Σύνταγμα. Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2017, σελ. 1804, παρ. 4.

[19] Βλ. Ε. Βενιζέλου, Τα συνταγματικά όρια στην άρση του τηλεφωνικού απορρήτου των πολιτών και των  πολιτικών  προσώπων για λόγους εθνικής ασφάλειας – Η υπόθεση Ανδρουλάκη, ό.π..

[20] Idem.

[21] Idem.

[22] Βλ. L’immunité parlementaire: remise en cause du périmètre des privilèges et immunités des membres de l’Assemblée parlementaire, Rapport de la Commission du Règlement, des immunités et des affaires institutionnelles, 6.7.2016, <https://pace.coe.int/pdf/0f9ec62d62ed5192412e0912bc34e47a3cecfa2d831f9558b7404934552016e2/doc.%2014076.pdf>, ιδίως σημείο 19.

[23] [2015] UKIPTrib 14_79-CH. Με αφορμή την εν λόγω υπόθεση, το ΕΔΔΑ δεν είχε τελικώς την ευκαιρία να εξετάσει το καθεστώς που ισχύει στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς, στις 5 Μαΐου 2022, διέγραψε την υπόθεση Jenny Jones και Caroline Lucas κατά Ηνωμένου Βασιλείου (43246/16), στην οποία είχε ζητήσει από τα μέρη να τοποθετηθούν στο ερώτημα εάν τα άρθρα 8 ή/και 10 της ΕΣΔΑ επιβάλλουν ιδιαίτερες πρόσθετες εγγυήσεις για την προστασία των επικοινωνιών των βουλευτών.

[24] «Analoga autorizzazione è richiesta per sottoporre i membri del Parlamento ad intercettazioni, in qualsiasi forma, di conversazioni o comunicazioni e a sequestro di corrispondenza».

[25] «Senza autorizzazione della Camera alla quale appartiene, nessun membro del Parlamento può essere sottoposto a perquisizione personale o domiciliare, né può essere arrestato o altrimenti privato della libertà personale, o mantenuto in detenzione, salvo che in esecuzione di una sentenza irrevocabile di condanna, ovvero se sia colto nell’atto di commettere un delitto per il quale è previsto l’arresto obbligatorio in flagranza».

[26] Συναφώς, το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι δεν αντιβαίνουν στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ οι διατάξεις του άρθρου 100-7 του γαλλικού κώδικα ποινικής διαδικασίας (code de procédure pénale), στις οποίες προβλέπεται απλώς ότι «καμία υποκλοπή δεν μπορεί να γίνει στη γραμμή βουλευτή ή γερουσιαστή χωρίς να ενημερωθεί από τον ανακριτή ο πρόεδρος της συνέλευσης στην οποία ανήκει ο καθένας τους» (βλ. ΕΔΔΑ, 24.8.1998, Lambert κατά Γαλλίας [23618/94] και ΕΔΔΑ, 27.5.2008, Marchiani κατά Γαλλίας [30392/03]). Ας σημειωθεί, πάντως, ότι αναμένεται η έκδοση αποφάσεων του ΕΔΔΑ στις υποθέσεις Rozenblat κατά Ουκρανίας (77559/17) και Logvynskyy κ.ά. κατά Ουκρανίας (32671/20), οι οποίες αφορούν την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών μελών του Ουκρανικού Κοινοβουλίου στο πλαίσιο ποινικής έρευνας για τη διακρίβωση εγκλημάτων σχετικών με την υπηρεσία.

[27] Βλ. G. Marois. Le contrôle des services de renseignement en France. Droit. Université de Bordeaux,

2019, NNT: 2019BORD0417, σ. 245 επ. και, ιδίως, σ. 288 επ..

[28] Βλ. Αικ. Παπανικολάου, Περιορισμοί στο δικαίωμα της ελεύθερης, απόρρητης επικοινωνίας: επίκαιρες σκέψεις για ένα διαχρονικό δίλημμα, www.constitutionalism.gr, καταχώρηση: 5.9.2022, σ. 26 επ.. Βλ. και Ε. Βενιζέλου, Τα συνταγματικά όρια στην άρση του τηλεφωνικού απορρήτου των πολιτών και των  πολιτικών  προσώπων για λόγους εθνικής ασφάλειας – Η υπόθεση Ανδρουλάκη, ό.π..

[29] Βλ. Χ. Ράμμου, Στ. Γκρίτζαλη, Αικ. Παπανικολάου, Αντίθεση του άρθρου 87 Ν. 4790/2021 προς τις εγγυήσεις της ΕΣΔΑ για διαφύλαξη του απορρήτου των επικοινωνιών, www.constitutionalism.gr, καταχώρηση: 7.4.2021. Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, σε όλες τις περιπτώσεις απαιτείται να υπάρχει ενημέρωση του θιγομένου αμέσως μόλις αυτή μπορεί να λάβει χώρα, χωρίς να διακυβεύεται ο σκοπός της παρακολούθησης, εκτός εάν υφίσταται ένδικο βοήθημα του οποίου μπορεί να κάνει χρήση ο θιγόμενος, χωρίς να χρειάζεται να έχει προηγουμένως ενημερωθεί για την παρακολούθησή του (βλ., αντί άλλων, ΕΔΔΑ, 11.01.2022, Ekimdzhiev κ.ά. κατά Βουλγαρίας [70078/12] σκέψη 349).

[30] Βλ., αντί άλλων, ΔΕΕ, 14.9.2017, C-628/15, The Trustees of the BT Pension Scheme, σκέψη 54.

[31] Βλ. ΣτΕ 1992/2016, σκέψη 8.

[32] Πρβλ. Conseil d’État, 21.4.2021, French Data Network et autres. Βλ. και Κ. Γιαννακόπουλου, Η εθνική συνταγματική ταυτότητα και ο « κλεφτοπόλεμος » των δικαστών. Σκέψεις με αφορμή την απόφαση του Conseil d’État στην υπόθεση « French Data Network et autres », www.constitutionalism.gr, καταχώρηση: 4.5.2021.  

[33] Βλ., αντί άλλων, Αικ. Παπανικολάου, Περιορισμοί στο δικαίωμα της ελεύθερης, απόρρητης επικοινωνίας: επίκαιρες σκέψεις για ένα διαχρονικό δίλημμα, ό.π..

[34] Βλ. το άρθρο 4 του Ν. 2225/1994.

[35] Βλ. το άρθρο 5, παρ. 9, του Ν. 2225/1994.

[36] Ως προς την ισορροπία αυτή, βλ. αντί άλλων, Αικ. Παπανικολάου, Περιορισμοί στο δικαίωμα της ελεύθερης, απόρρητης επικοινωνίας: επίκαιρες σκέψεις για ένα διαχρονικό δίλημμα, ό.π., σ. 17.

[37] Idem, σσ. 19-25.

[38] Βλ. Κ. Γιαννακόπουλου, Ο νεοφεουδαρχικός συνταγματισμός, ό.π., ιδίως αρ. 42, 53 και 55.

[39] Βλ. Αικ. Παπανικολάου, Περιορισμοί στο δικαίωμα της ελεύθερης, απόρρητης επικοινωνίας: επίκαιρες σκέψεις για ένα διαχρονικό δίλημμα, ό.π., σ. 25.

[40] Πρβλ., ως προς τη σύμπραξη του Εθνικού Συμβουλίου ραδιοτηλεόρασης με άλλες δημόσιες αρχές, ΣτΕ Ολ. 95/2017, σκέψη 19.

[41] Βλ. το άρθρο 22, παρ. 6, του Ν. 4249/2014 (σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του Ν. 2225/1994) και το άρθρο 4, παρ. 6, του Ν. 2225/1994.

[42] Τέτοια προσφυγή δεν προβλέφθηκε ούτε με την από 9.8.2022 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία πρόβλεψε ότι η εισαγγελική διάταξη με την οποία διατάσσεται άρση του απορρήτου, κατόπιν αίτησης της ΕΥΠ, υποβάλλεται προς έγκριση, εντός 24 ωρών, στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών (άρθρο 5, παρ. 1, περ. β΄, του Ν. 3649/2008).

[43] Πρβλ. τη διαρρύθμιση του ειδικού ενδίκου βοηθήματος που θεσπίστηκε, στη Γαλλία, ενώπιον του Conseil d’État, με τα άρθρα  L. 841-1 et L. 841-2 του κώδικα εσωτερικής ασφάλειας (code de la sécurité intérieure). Βλ., αντί άλλων, J.-M. Sauvé, Le renseignement et son contrôle, 6.4.2018, www.conseil-etat.fr.. Στις ιδιαίτερες συνθήκες μιας υπόθεσης που αφορά την εφαρμογή του άρθρου 19 του ελληνικού Συντάγματος,  μια μορφή τέτοιου ειδικού ένδικου βοηθήματος αρμόζει καλύτερα από ένα γενικό ένδικο βοήθημα ταχύτατης προσωρινής ή/και οριστικής δικαστικής προστασίας, κατά το παράδειγμα του référé-liberté, το οποίο προβλέπεται, στη Γαλλία, στο άρθρο L. 521-2 του κώδικα διοικητικής δικαιοσύνης (code de justice administrative) και το οποίο είναι, πάντως, σκόπιμο να θεσπιστεί, στη Χώρα μας, όπως κατέδειξαν και τα ελλείμματα αποτελεσματικής και έγκαιρης δικαστικής προστασίας απέναντι στα μέτρα διαχείρισης της πανδημίας του Covid-19. Βλ., αντί άλλων, Β. Καψάλη, Η υγειονομική κρίση υπό το βλέμμα της γαλλικής διοικητικής δικαιοσύνης: υπάρχει έδαφος για συγκρίσεις;, www.constitutionalism.gr, καταχώρηση: 2.6.2020.

[44] Πρβλ., στη Γαλλία, την ανάλογη αρμοδιότητα της Commission du secret de la défense nationale, δυνάμει του άρθρoυ L. 833-4 του κώδικα εσωτερικής ασφάλειας (code de la sécurité intérieure).

[45] Πρβλ. τη διαρρύθμιση της δικαστικής προστασίας που θεσπίστηκε, στη Γαλλία, ενώπιον του Conseil d’État, με τα άρθρα  L. 841-1 et L. 841-2 του κώδικα εσωτερικής ασφάλειας (code de la sécurité intérieure).

[46] Βλ. Κ. Γιαννακόπουλου, Ο νεοφεουδαρχικός συνταγματισμός, ό.π., αρ. 158 επ..

 

Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

5 × 5 =