Δυστυχώς, μέσα στην ανείπωτη καταστροφή, παραμένουν οι εκκρεμότητές μας και με τους νεοναζί. Στα χθεσινά ΝΕΑ δημοσιεύθηκαν απόψεις 3 συνταγματολόγων (Παπασπύρου, Ανθόπουλος, Κοντιάδης) για τα μέσα που παρέχει η έννομη τάξη μας προκειμένου να αποκλειστεί το μόρφωμα των «Σπαρτιατών» από την πολιτική ζωή της χώρας. Παπασπύρου και Ανθόπουλος υποστηρίζουν το αυτονόητο: ότι μπορούν να επιβληθούν οι κυρώσεις που έχει προβλέψει ο νομοθέτης (ΠΔ15/2022 και 26/2012, Ν. 4304/2014) σε βάρος των κομμάτων που αντιστρατεύονται το δημοκρατικό πολίτευμα με βάση το Σύνταγμα (άρθρο 29 παρ. 1), έστω και με κάποια «επικαιροποίηση». Οι κυρώσεις αυτές ξεκινούν από την αναστολή ή διακοπή της κρατικής χρηματοδότησης και φθάνουν μέχρι την απαγόρευση συμμετοχής στις εθνικές ή τις αυτοδιοικητικές εκλογές (με θέσπιση πρόσθετου κωλύματος βάσει του 102 παρ.2 Συντ.).
Ο Ξ. Κοντιάδης, αντιθέτως, υποστηρίζει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις ούτε για την αναστολή της κρατικής χρηματοδότησης ούτε για νέο έλεγχο του Εκλογοδικείου. Η άποψη αυτή, που βρίσκει ευήκοα ώτα και στους κόλπους των «δικαιωματιστών», υποτιμά ανοικτά τις προβλέψεις και τις ερμηνείες του ισχύοντος δικαίου, αφού ακόμη και το ίδιο το Συμβούλιο της Επικρατείας (Ολ.518/2015) έχει συνδέσει άμεσα τη δημοκρατική λειτουργία ενός κόμματος με το δικαίωμα της οικονομικής ενίσχυσής του. Το «θετό δίκαιο» αγνοείται κατ’ ουσίαν στο όνομα ενός «ανεκτικού φιλελευθερισμού», εξ ορισμού αλλεργικού σε αποκλεισμούς και απαγορεύσεις. Η άποψη δεν προσκρούει απλώς στη θετική επιστήμη του δικαίου, αλλά είναι και πολιτικά προβληματική. Παραδόξως, απέναντι στο δήθεν ξεπερασμένο πρότυπο της «μαχόμενης δημοκρατίας» αντιπαραβάλλει τον αξιακά υπέρτερο «μαχόμενο φιλελευθερισμό», ακόμη και σε βάρος των επιλογών του δημοκρατικά νομιμοποιημένου νομοθέτη ή των αποφάσεων του δικαιοκρατικά οριοθετημένου δικαστή.
Αναρωτιόμαστε λοιπόν: για ποιο λόγο όλα αυτά; Απλώς, για να καταδειχθεί αναδρομικώς πόσο «άσφαιρη» ήταν η πρόσφατη κυβερνητική νομοθέτηση να ανακόψει τον νεοναζισμό; Δεν θα αρκούσε, άραγε, μια επισήμανση των ατελειών και των ελλείψεων του ισχύοντος πλαισίου, σε συνδυασμό με μια θετική-διορθωτική πρόταση αναμόρφωσής του, ώστε να εφαρμοστούν αποτελεσματικά οι συνταγματικές επιταγές περί δημοκρατικής λειτουργίας των κομμάτων; Μήπως, γενικότερα, η «περίπτωση Κασιδιάρη» προσφέρει μια ευκαιρία να ξανασκεφτούμε τον τρόπο που μπορεί και πρέπει να ασκείται η «αντιπολίτευση» δια του Συντάγματος;