Η παρούσα συμβολή αποσκοπεί να διερευνήσει τη συνταγματική και νομοθετική προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, διακρίνοντας μεταξύ «πολιτιστικής κληρονομιάς», «πολιτιστικού αγαθού», «πολιτιστικού περιβάλλοντος» και συναφών, πλην μη ταυτόσημων εννοιών. Ακολούθως, υπεισέρχεται στην ανάλυση της συνταγματικής προστασίας του πολιτισμού και τις ιδιαιτερότητες που αυτή φέρει και ολοκληρώνεται με την ανάδειξη του Πολιτιστικού Δικαίου σε αυτοτελή δικαιϊκό κλάδο, όπως επιτάσσει η ανάγκη σεβασμού του παρελθόντος, με το βλέμμα όμως στο μέλλον.
- Εννοιολογικές αποσαφηνίσεις: «πολιτισμός», «πολιτιστικό αγαθό», «πολιτιστική κληρονομιά» κλπ.
Ο «πολιτισμός» (civilization) συνιστά στοιχείο ιστορικής συνέχειας και έκφρασης της εθνικής συνείδησης, εμπεριέχων το σύνολο των ανθρώπινων υλικών και πνευματικών επιτευγμάτων, δηλαδή συνδέεται με οτιδήποτε αναφέρεται στην ανθρώπινη εμπειρία και αντίληψη. Η υλική διάσταση κάθε κινητού και ακίνητου πολιτιστικού αντικειμένου ολοκληρώνεται και συνοδεύεται από μια άυλη ανθρώπινη διάσταση η οποία σχετίζεται με τις συμβολικές, πνευματικές ή ιστορικές αξίες που ενσωματώνονται σε τέτοια αντικείμενα. Τέτοιες αξίες οι οποίες είναι ανεξάρτητες από οποιαδήποτε αισθητική ή χρηματική σημασία αποδίδονται στην πολιτιστική κληρονομιά από τους δημιουργούς της και από εκείνους που ταυτίζονται με αυτά τα αντικείμενα. Με άλλα λόγια, ο πολιτισμός κατανοείται, προστατεύεται και προωθείται όχι μόνο για τις φυσικές του εκδηλώσεις, αλλά και για τη σχέση του πολιτισμού με τους ανθρώπους, ατομικά ή ομαδικά, και την ποικιλομορφία των σχέσεων που προστατεύονται και προωθούνται[1].
Μία κατηγορία έργων πολιτισμού είναι τα πολιτιστικά αγαθά (biens culturels). Τα πολιτιστικά αγαθά είναι αντικείμενα που θεωρούνται σημαντικά για την αρχαιολογία, την προϊστορία, την ιστορία, τη λογοτεχνία, την τέχνη ή την επιστήμη και τα οποία χαρακτηρίζονται και προστατεύονται ως τέτοια από μια χώρα ως μέρος της πολιτιστικής της κληρονομιάς. Η έννοια της κληρονομιάς, εξάλλου, κληροδοτήθηκε από το διεθνές δίκαιο, με αφορμή τους πολέμους του 20ου αι. Εκφράζει την έννοια της ταυτότητας, της επιλογής διατήρησης της κοινής μνήμης[2], τις κοινές αξίες, την κοινή ιστορία κλπ.[3] Η πολιτιστική κληρονομιά εκφράζει την αξία της ευρωπαϊκής (και εν γένει παγκόσμιας) οικουμενικότητας, ενέχει δηλαδή και μία ευρωκεντρική αειφορική θέση[4]. Αποτελεί, όμως, και παγκόσμιου βεληνεκούς έννοια και αφορά τόσο στην αρχική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1948), στη Διακήρυξη της αρχής της διεθνούς πολιτιστικής συνεργασίας[5] όσο και στην Agenda 2030 του ΟΗΕ για τη βιώσιμη ανάπτυξη (ιδίως τους στόχους 11, 4, 8 και 12). Πάντως, εκφράζει τη σχέση με τα πράγματα, κινητά ή ακίνητα ανεξαρτήτως παλαιότητας, αλλά με βάση μία συγκεκριμένη αξία. Πάντως, ενίοτε χρησιμοποιείται η έννοια της «κληρονομιάς», για να αποδοθεί η έννοια του «περιβάλλοντος».
Η πολιτιστική κληρονομιά περιλαμβάνει αντικείμενα, μνημεία, μια ομάδα κτηρίων και τοποθεσιών, μουσεία που έχουν ποικίλες αξίες, όπως συμβολική, ιστορική, καλλιτεχνική, αισθητική, εθνολογική ή ανθρωπολογική, επιστημονική και κοινωνική. Περιλαμβάνει την υλική κληρονομιά (κινητή, ακίνητη και υποβρύχια) και την άυλη πολιτιστική κληρονομιά, ενσωματωμένη σε αντικείμενα, τοποθεσίες ή μνημεία πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς. Ο ορισμός εξαιρεί την άυλη κληρονομιά που σχετίζεται με άλλους πολιτιστικούς τομείς, όπως φεστιβάλ, εορτασμούς κλπ. και καλύπτει τη βιομηχανική κληρονομιά και τις ζωγραφιές των σπηλαίων[6].
Η ρύθμιση των νομικών ζητημάτων που αναφύονται γύρω από τα πολιτιστικά αγαθά ανήκει στον κλάδο του «Πολιτιστικού Δικαίου» (αλλιώς δίκαιο των πολιτιστικών αγαθών, δίκαιο του πολιτισμού κλπ.), που ανήκει συστηματικά στο δημόσιο και δη στο διοικητικό δίκαιο. Ρυθμίσεις του αστικού ή του ποινικού δικαίου αποδεικνύονται, βεβαίως, εξίσου χρήσιμες για τη ρύθμιση επιμέρους θεμάτων, π.χ. την κυριότητα μνημείων ή τον ποινικό κολασμό κλοπής τους κλπ.
Κατόπιν των ως άνω, προβάλλει επιτακτικό το ερώτημα πώς τυποποιούνται τα πολιτιστικά αγαθά, για να τύχουν της αντίστοιχης προστασίας από το δίκαιο. Με βάση το κριτήριο του άυλου ή υλικού τους χαρακτήρα θα μπορούσαν να τυποποιηθούν ως εξής[7]:
Ι. Υλικά πολιτιστικά αγαθά: Φέρουν υλική υπόσταση και διακρίνονται περαιτέρω σε:
Α) Χωρικά: Συνδέονται με τον φυσικό χώρο και συνθέτουν την έννοια του «πολιτιστικού περιβάλλοντος». Στο σημείο τούτο επισημαίνεται εύστοχα ότι ο πολιτισμός δεν αναφέρεται πια αμιγώς στο έθνος, αλλά αποκτά σημαίνουσα χωρική διάσταση και αναφορά. Στα χωρικά πολιτιστικά αγαθά μπορούμε να εντάξουμε δύο κατηγορίες πολιτιστικών αγαθών:
αα) Τα πολιτιστικά αγαθά της πολιτιστικής κληρονομιάς: Αυτά λόγω και της συνταγματικής τους κατοχύρωσης απολαύουν αυξημένης προστασίας, αφού προστατεύεται όχι μόνο ο χώρος που σχετίζεται με ιστορικές χρήσεις ή μνήμες, αλλά και ο περιβάλλων χώρος (χώρος μνημείου), όπως και ο εσωτερικός χώρος, αλλά και η χρήση του χώρου (π.χ. θερινός κινηματογράφος) και αυτά τελούν σε αδιάσπαστη μεταξύ τους ενότητα.
Πρέπει να τονιστεί ότι εδώ εντάσσεται και η αρχιτεκτονική κληρονομιά, που περιλαμβάνει κυρίως παραδοσιακούς οικισμούς ή τμήματά τους και συνθέτουν το πολιτιστικό περιβάλλον εν στενή εννοία (άρθρο 24 παρ. 6 του Συντάγματος: παραδοσιακές περιοχές, παραδοσιακά στοιχεία). Η αρχιτεκτονική κληρονομιά σχετίζεται με την παράδοση και προστατεύεται συνταγματικά και υπερνομοθετικά. Σηματοδοτεί δε την πρόοδο από το μοντέρνο στο μεταμοντέρνο.
ββ) Τα πολιτιστικά αγαθά του οικιστικού τομέα: Εδώ εμπίπτουν τα αγαθά που αποτελούν μεν μαρτυρίες της ανθρώπινης ύπαρξης και δραστηριότητας, αλλά δεν παρουσιάζουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ώστε να τύχουν αυξημένης προστασίας. Πρόκειται για το οικιστικό περιβάλλον όπου ανήκουν οι πόλεις, οι οικισμοί, οι συνοικισμοί, αλλά και τα στοιχεία που συγκροτούν τον ιστό τους (δομημένοι, κοινόχρηστοι, κοινωφελείς χώροι) και δημιουργήθηκαν για την ικανοποίηση βιοτικών ή συναφών αναγκών. Η ρύθμιση αυτών επαφίεται στη χωροταξική και πολεοδομική νομοθεσία.
Β) Μη Χωρικά: Δεν συνδέονται με τον χώρο (έδαφος). Πρόκειται για τα κινητά πολιτιστικά αγαθά τα οποία δεν είναι ακίνητα ή δεν συνδέονται με ακίνητα πολιτιστικά αγαθά ως ενιαίο σύνολο. Μπορεί να βρίσκονται σε μουσεία, σε ιδιωτικές συλλογές κλπ.
ΙΙ. Άυλα πολιτιστικά αγαθά: Δεν φέρουν υλική υπόσταση. Ανήκουν στην πνευματική ιδιοκτησία (π.χ. έργα λόγου, τέχνης, επιστήμης κλπ.), ενώ ως άυλα πολιτιστικά αγαθά θεωρούνται κατ’ άρθρο 2 περ. ε’ του Ν. 4858/2021 εκφράσεις, δραστηριότητες, γνώσεις και πληροφορίες, π.χ. μύθοι, έθιμα, χοροί κλπ. που συνιστούν μαρτυρίες του παραδοσιακού λαϊκού και λόγιου πολιτισμού.
Σε επίπεδο εθνικού δικαίου, η προστασία του περιβάλλοντος κατοχυρώνεται συνταγματικώς στα άρθρα 24, 117 του Συντάγματος και στον εκτελεστικό Ν. 1650/1986 (πρόληψη, διατήρηση, αποκατάσταση περιβάλλοντος, βλ. άρθρο 2 παρ. 5).
Στο Σύνταγμα, δεν ορίζεται το περιβάλλον. Το Σύνταγμα ορίζει στην παρ. 1 πως «η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας…».
Η ερμηνεία του περιβάλλοντος έχει αλλάξει και διακρίνεται σε δύο επιμέρους έννοιες: α) Σε περιβάλλον εν στενή έννοια – stricto sensu, στην οποία ανήκει μόνο το φυσικό περιβάλλον, ό,τι δηλαδή υπάρχει από τη φύση και δεν είναι ανθρώπινο δημιούργημα και β) σε περιβάλλον εν ευρεία έννοια – lato sensu, που περιλαμβάνει επιπλέον και το περιβάλλον που είναι δημιούργημα του ανθρώπου μέσα από τη σχέση του με με το φυσικό περιβάλλον, δηλαδή το οικιστικό – πολιτιστικό περιβάλλον. Στο πεδίο προστασίας του άρθρου 24 ανήκει το περιβάλλον με τη lato sensu ερμηνεία, το οποίο θα πρέπει να προστατεύεται με βάση την αρχή της αειφορίας.
Κατά το άρθρο 2 παρ. 1 Ν. 1650/1986 (Για την προστασία του περιβάλλοντος), «Περιβάλλον» είναι το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία, την ποιότητα της ζωής, την υγεία των κατοίκων, την ιστορική και πολιτιστική παράδοση και τις αισθητικές αξίες. Από τον ορισμό αυτό καταδεικνύεται η αλληλεπίδραση των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και άρα η σύνθεση των οπτικών που κατεδείχθησαν παραπάνω.
Το φυσικό περιβάλλον έχει αναχθεί σε αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό, προκειμένου να εξασφαλισθεί η οικολογική ισορροπία και η διαφύλαξη των φυσικών πόρων προς χάρη και των επομένων γενεών[8]. Εισάγεται έτσι σαφώς η διαγενεακή προοπτική στην περιβαλλοντική προστασία. Αυτή η διατύπωση επαναλαμβάνεται σχεδόν σε κάθε απόφαση που αφορά σε περιβαλλοντική διαφορά[9].
Η διάκριση του περιβάλλοντος σε «φυσικό» και «ανθρωπογενές» αναλύεται ως εξής: Το πολιτιστικό ή ανθρωπογενές (προϋποθέτει παρέμβαση του ανθρώπου στον φυσικό χώρο) περιβάλλον περιλαμβάνει όλα τα πολιτιστικά αγαθά και στοιχεία που αποτελούν μαρτυρίες της ύπαρξης και της ατομικής και συλλογικής δραστηριότητας του ανθρώπου, της παρέμβασης και της σχέσης του με το περιβάλλον και διακρίνεται στην πολιτιστική κληρονομιά (μνημεία, αρχαιολογικοί χώροι, ιστορικοί τόποι[10], παραδοσιακές περιοχές, παραδοσιακά στοιχεία) και τα λοιπά πολιτιστικά αγαθά που συνθέτουν το οικιστικό περιβάλλον (οικισμοί, πόλεις, έργα υποδομής κ.λπ.).
Eκτός από την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, το ίδιο το Σύνταγμα προασπίζει και το πολιτιστικό περιβάλλον. Με το άρθρο 24 παρ. 1 Συντάγματος, κατοχυρώνεται υποχρέωση του κράτους για την προάσπισή του και δικαίωμα του καθενός. Με το άρθρο 24 παρ. 1 το Σύνταγμα αφενός ενώνει (ενιαία προστασία φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος), αφετέρου διακρίνει πολιτιστικό και φυσικό περιβάλλον. Με την παρ. 6 του άρθρου 24, στην οποία γίνεται ειδική μνεία στο πολιτιστικό περιβάλλον και τα στοιχεία του, τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το Kράτος. Nόμος θα ορίσει τα αναγκαία για την πραγματοποίηση της προστασίας αυτής περιοριστικά μέτρα της ιδιοκτησίας, καθώς και τον τρόπο και το είδος της αποζημίωσης των ιδιοκτητών. Πρόκειται δηλ. για πρόβλεψη αυξημένης προστασίας. Τέλος, με το άρθρο 18 παρ. 1 του Συντάγματος ειδικοί νόμοι ρυθμίζουν τα σχετικά με την ιδιοκτησία και τη διάθεση των μεταλλείων, ορυχείων, σπηλαίων, αρχαιολογικών χώρων και θησαυρών, ιαματικών, ρεόντων και υπόγειων υδάτων και γενικά του υπόγειου πλούτου.
Το πολιτιστικό περιβάλλον είναι σαφώς «ανθρωπογενές» (ως τεχνητό ανθρώπινο οικοδόμημα) και τελεί σε διαλεκτική σχέση με το φυσικό περιβάλλον[11]. Δηλ. το όλο νομικό πλαίσιο προασπίζει το μνημείο που προστατεύεται καθ’ εαυτό, αλλά και τον περιβάλλοντα αυτό χώρο, αλλά και τον εσωτερικό χώρο του, όπως και τη χρήση του[12]. Η σύνδεση αυτή είναι βαθύτερη και πληρέστερη, διότι η φυσιογνωμία ενός τοπίου παραπέμπει σε έναν πολιτισμό, σε γνώσεις και παραδόσεις που έχουν συμβάλει να διαμορφωθεί η γη και τα κτίσματα[13], ενώ έχει εύστοχα επισημανθεί ότι η σύνδεση αυτή λαμβάνει χώρα μέσω της οικολογίας, τόσο βιολογικής όσο και κοινωνικής.
Η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας αποτελεί υποχρέωση που αναλύεται στους άξονες της διατήρησης/ανάδειξης/προβολής του ελληνικού πολιτισμού, της διατήρησης άρρηκτων των δεσμών των Ελλήνων με την ιστορία τους και τη μεταβίβαση της ευθύνης προστασίας από κάθε γενιά στην επόμενη.
Ταυτόχρονα, η προσπάθεια ανάδειξης όχι μόνο της εθνικής, αλλά και της κοινής πολιτιστικής κληρονομιάς της Ευρώπης αντανακλάται και στην ισχύουσα νομοθεσία[14]. Η τελευταία προασπίζει τα μνημεία συνολικά (βλ. κάτωθι), όπως και την ιστορικότητά τους, δηλ. με την πάροδο του χρόνου. Ισχύει η αρχή της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Η προστασία των στοιχείων του πολιτιστικού περιβάλλοντος είναι διηνεκής, για χάρη και των μελλοντικών γενεών[15]. Είναι όμως και αυξημένη και στοιχεί με την αρχή της πρόληψης. Υπερισχύει δε έναντι παντός μέτρου που λαμβάνουν ατομικώς οι ιδιώτες, αλλά και από τις αμετάκλητες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων[16]. Με τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος καθιερώνεται αυξημένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή των μνημείων και λοιπών στοιχείων που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική και εν γένει πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας. Τα αρμόδια όργανα του Κράτους οφείλουν να προβαίνουν σε θετικές ενέργειες για την αποτελεσματική διαφύλαξη των αγαθών αυτών και, ειδικότερα, να λαμβάνουν τα απαιτούμενα νομοθετικά και διοικητικά μέτρα, ατομικού ή κανονιστικού χαρακτήρα[17], παρεμβαίνοντας στον αναγκαίο βαθμό στην οικονομική ή άλλη ατομική ή συλλογική δραστηριότητα[18]. Η προστασία αυτή περιλαμβάνει τη διατήρηση στο διηνεκές αναλλοίωτων των εν λόγω πολιτιστικών στοιχείων και του χώρου που είναι αναγκαίος για την ανάδειξή τους σε ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα, συνεπάγεται δε τη δυνατότητα επιβολής των αναγκαίων περιορισμών της ιδιοκτησίας, οι οποίοι ερείδονται αποκλειστικά στο άρθρο 24 του Συντάγματος και μπορούν να έχουν ευρύτερο περιεχόμενο από τους γενικούς περιορισμούς της ιδιοκτησίας, κατά το άρθρο 17 του Συντάγματος[19]. Η εν λόγω προστασία έχει αφενός προληπτικό, αφετέρου κατασταλτικό χαρακτήρα, στην τελευταία δε περίπτωση περιλαμβάνει την υποχρέωση άρσης της προσβολής του πολιτιστικού μνημείου και αποκατάστασης της προστατευόμενης μορφής του[20].
Η προστασία είναι ευθεία και παρέχεται εκ του Συντάγματος απευθείας, ασχέτως της έκδοσης σχετικού νόμου. Είχε κριθεί και ότι μέχρι την έκδοση του νόμου που προβλέπει το Σύνταγμα, βάσει του άρθρου 112 παρ. 1, οι προϋφιστάμενες σχετικές διατάξεις, εφόσον όμως εναρμονίζονται με τη δέουσα προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, εξακολουθούν να ισχύουν[21].
Η προστασία των μνημείων επίσης εμπεριέχεται στον σχεδιασμό οποιουδήποτε βαθμού και είδους[22]. Αφορά στο ρυθμιστικό και στο προγραμματικό Δίκαιο Περιβάλλοντος, το Χωροταξικό και Πολεοδομικό Δίκαιο[23].
Συνέπεια της αυξημένης προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος είναι πως, μέχρις ότου εκδοθεί ο ειδικός νόμος που προβλέπεται στο άρθρο 24 παρ. 6 του Συντάγματος, εξακολουθούν να ισχύουν, δυνάμει του άρθρου 112 παρ. 1 του Συντάγματος, προϋφιστάμενοι νόμοι που προβλέπουν μέτρα προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος, εφόσον εναρμονίζονται κατά περιεχόμενο προς την έννοια και έκταση του έννομου αυτού αγαθού. Ελλείψει επομένως ειδικότερης νομοθετικής πρόνοιας, εξακολουθεί κατ΄ αρχήν να εφαρμόζεται το άρθρο 50 του ΚΝ 5351/1932, που παρέχει στη Διοίκηση την ευχέρεια να επιβάλει περιορισμούς στην ανέγερση κτηρίου, όταν κρίνεται ότι βλάπτεται έτσι με οποιονδήποτε τρόπο -υλικά ή αισθητικά- το αρχαίο μνημείο. Όταν οι περιορισμοί αυτοί είναι ουσιώδεις, όπως στην περίπτωση παντελούς απαγόρευσης ανοικοδόμησης ολοκλήρου ή τμήματος ακινήτου, που βρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως, ανακύπτει ευθέως από το άρθρο 24 παρ. 6 του Συντάγματος υποχρέωση αποζημίωσης του πληττομένου ιδιοκτήτη, η οποία καλύπτει τη βλάβη του και περιλαμβάνει τη θετική ζημία και το διαφυγόν κέρδος του, είναι δε άσχετη προς την κατ΄ άρθρο 51 του ΚΝ 5351/1932 ευχέρεια του ιδιοκτήτη να ζητήσει αναγκαστική απαλλοτρίωση του ακινήτου, δεδομένου άλλωστε ότι η ευχέρεια αυτή καταλήγουσα ενδεχομένως σε αποδέσμευση του ακινήτου, αν παρέλθει άπρακτη διετία, αντίκειται στη συνταγματική υποχρέωση διαρκούς προστασίας του μνημείου. Ελλείψει ειδικής νομοθετικής ρύθμισης, η ανωτέρω αξίωση προς αποζημίωση γεννάται από την πάροδο ευλόγου χρόνου από την επιβολή του επαχθούς μέτρου, εφόσον ο ιδιοκτήτης επιδιώξει με αίτησή του προς τη Διοίκηση ή ευθέως από το αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο την αποκατάσταση της ζημίας που έχει υποστεί[24].
Επίσης, η προστασία μπορεί να είναι παράλληλη. Τούτο σημαίνει ότι μπορεί ένα πολιτιστικό αγαθό να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής περισσότερων διεθνών συμβάσεων και νομοθετημάτων[25].
Το δικαίωμα στο περιβάλλον είναι συγχρόνως ατομικό, κοινωνικό και πολιτικό, φέρει δηλ. προεχόντως μικτό χαρακτήρα. Ως χαρακτηριστικά του συνταγματικού δικαιώματος στο πολιτιστικό περιβάλλον καταγράφονται τα κάτωθι:
- Δικαίωμα δημοσίου δικαίου: Πρόκειται για δικαίωμα του οποίου η άσκηση προκαλεί έννομη σχέση στον χώρο της κρατικής δράσης, που διέπεται από κανόνες δημοσίου δικαίου και ασκείται ασφαλώς δημόσια εξουσία. Απονέμεται στους ιδιώτες μία δυνατότητα/ικανότητα για την ικανοποίηση συμφερόντων τους που έχουν σχέση με την άσκηση κρατικής εξουσίας στα θέματα περιβάλλοντος[26].
- Δικαίωμα με αυτοτελή αξία.
- Διαδικαστικός χαρακτήρας του δικαιώματος: Κατοχυρώνεται το δικαίωμα καθενός στην προστασία του περιβάλλοντος (και δη στην ποιότητα ζωής) και όχι στο ίδιο το περιβάλλον. Πρόκειται δηλ. για δικαίωμα συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων αλλά και στη δικαστική προστασία. Σημειώνεται, βεβαίως, ότι στο δικαίωμα στην περιβαλλοντική προστασία περιλαμβάνεται το δικαίωμα στο περιβάλλον, αλλά όχι και το αντίστροφο.
- Δικαίωμα με υπερθετικό χαρακτήρα: Όντας αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την ανθρώπινη φύση (εν γένει την αξία του ανθρώπου), αποτελεί τρόπον τινά προϋπόθεση άσκησης των λοιπών δικαιωμάτων. Βεβαίως, δεν κείται εκτός θετικού δικαίου, αλλά συνιστά αναντίλεκτα τμήμα του.
- Δικαίωμα ατομικό – κοινωνικό – πολιτικό συγχρόνως, δικαίωμα σύνθετο: Είναι δικαίωμα σύνθετο, διότι είναι καταρχήν προσωπικό, γιατί προστατεύει αγαθά κατεξοχήν προσωπικά, αλλά και συλλογικό, ανήκει σε όλους και αποτελεί κοινό αγαθό.
Φορέας του δικαιώματος στο περιβάλλον είναι το φυσικό/νομικό πρόσωπο χωρίς κανέναν διαχωρισμό, π.χ. φύλου, φυλής, εθνικότητας, αφού όλοι αξιούν να διαβιούν σε περιβάλλον οικολογικά ισόρροπο. Φορείς είναι και οι ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, τα ΝΠΙΔ, αλλά και ΝΠΔΔ (π.χ. ΟΤΑ) κλπ..
Αποδέκτης του δικαιώματος στο περιβάλλον, όπως προκύπτει πάλι από το ίδιο εδάφιο του Συντάγματος, είναι σαφώς το Κράτος («…αποτελεί υποχρέωση του Κράτους…») ή το Δημόσιο εν ευρεία εννοία και τα ΝΠΔΔ[27].
Σε σχέση με την προστασία της ιδιοκτησίας, έχει κριθεί ότι επιτρέπεται η μεταβολή του προορισμού των ακινήτων, αν επιβάλλεται από το Σύνταγμα ή βάσει νομίμων κριτηρίων και εφόσον ικανοποιείται σκοπός δημοσίου συμφέροντος που αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα[28]. Το άρθρο 17 παρ. 1 προβλέπει ότι «η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος». Το ίδιο το Σύνταγμα λοιπόν αναγνωρίζει ότι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας δεν είναι απόλυτο, αλλά μπορεί να περιοριστεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Επομένως, πρέπει εκάστοτε να εξεταστεί αν η δυσμενής περιουσιακή μεταβολή συνιστά προσβολή του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 παρ. 1 ή θεμιτό περιορισμό αυτής που πληροί τα κριτήρια της αρχής της αναλογικότητας[29]. Bάσει του άρθρου 17 παρ.2 εδ. α’, «κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία που είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της απαλλοτρίωσης»[30]. Μάλιστα στην παρ. 4 του ίδιου άρθρου προβλέπεται καταβολή αποζημίωσης μέσα σε ενάμισι έτος από τον προσδιορισμό της από τα πολιτικά δικαστήρια και επιπλέον η απαλλαγή αυτής από οποιανδήποτε φόρο, κράτηση ή τέλος. Βάσει δε της παρ. 5 του άρθρου 17 Συντάγματος, ο εκάστοτε νομοθέτης φέρει την υποχρέωση να ρυθμίσει την υποχρεωτική ικανοποίηση των δικαιούχων αποζημίωσης για αναγκαστική απαλλοτρίωση[31].
Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, ο περιορισμός του δικαιώματος πρέπει να είναι αναγκαίος, κατάλληλος και stricto sensu αναλογικός. Αναγκαίος σημαίνει ότι δεν υπάρχει άλλο μέτρο εξίσου αποτελεσματικό και λιγότερο επαχθές σε ένταση, έκταση ή διάρκεια για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού[32]. Κατάλληλο είναι το μέτρο, όταν είναι πρόσφορο, δηλαδή ικανό να οδηγήσει στην πραγματοποίηση του προβλεπόμενου από τον νόμο σκοπού. Η δε αναλογικότητα stricto sensu προϋποθέτει ότι επιτυγχάνεται εύλογη σχέση μεταξύ μέτρου και επιδιωκόμενου σκοπού, δηλαδή τα μειονεκτήματα της ρύθμισης δεν υπερβαίνουν τα πλεονεκτήματα αυτής[33].
Η νομολογία για το πολιτιστικό περιβάλλον γενικώς τονίζει πως οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί από το άρθρο 24 του Συντάγματος, μπορεί να έχουν ευρύτερο περιεχόμενο από τους γενικούς περιορισμούς της ιδιοκτησίας που επιτρέπει το άρθρο 17 του Συντάγματος στη διαμόρφωση του περιεχομένου της σχετικής εξουσίας του νομοθέτη. Από παλαιότερες αποφάσεις είχε κριθεί πως κατισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 24 από τις αντίστοιχες του άρθρου 17[34]. Οι επιβαλλόμενοι, πάντως, περιορισμοί είναι ουσιώδεις[35]. Εξυπηρετούν το γενικότερο (δημόσιο) συμφέρον. Ωστόσο, δεν μπορούν να θίγουν τον πυρήνα των εξουσιών της ιδιοκτησίας, όπως διαμορφώνεται ενόψει του σκοπού του άρθρου 24 του Συντάγματος και της φύσης του προστατευόμενου αγαθού. Σε αυτή την περίπτωση δημιουργείται, κατά την παράγραφο 6 του άρθρου αυτού, υποχρέωση αποζημίωσης του θιγόμενου ιδιοκτήτη που θα καθορίσουν τα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια. Σε κάθε περίπτωση επέμβασης στην περιουσία ενός προσώπου, πρέπει να εξασφαλίζεται δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου και των απαιτήσεων για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσώπου.
Για τη στάθμιση αυτή λαμβάνεται υπόψη -μεταξύ άλλων κριτηρίων- και η αναγνώριση δικαιώματος αποζημίωσης του θιγομένου. Ανεξαρτήτως αν ο χαρακτηρισμός κτίσματος ως διατηρητέου και ο παράλληλος καθορισμός συγκεκριμένης χρήσης του θα συνιστούσαν, άνευ ετέρου, υπέρμετρο και δυσανάλογο περιορισμό της ιδιοκτησίας, πάντως δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση ουσιώδους περιορισμού του ελάχιστου ανεκτού ορίου των εξουσιών της ιδιοκτησίας των αιτούντων, εφόσον αυτή δύναται να αποτελέσει αντικείμενο εκμετάλλευσης, σύμφωνα με το καθεστώς χρήσεων του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της περιοχής.
Ως προς τα κριτήρια προσδιορισμού του ύψους της αποζημίωσης, αυτή δεν μπορεί καταρχήν να υπερβαίνει την πλήρη αξία του ακινήτου, διότι η δυνατότητα έστω και περιορισμένης χρήσης και κάρπωσης αυτού παραμένει καταρχήν στον θιγόμενο ιδιοκτήτη (κύριο ή άλλο δικαιούχο, όπως επικαρπωτή), πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ιδίως ο προορισμός του ακινήτου, η δυνατότητα εκμετάλλευσης και οι νόμιμοι περιορισμοί δόμησης κατά τον χρόνο κτήσης του και κατά τον χρόνο επιβολής των περιορισμών, η τυχόν προηγουμένως ρητώς εκφρασθείσα ή προκύπτουσα βούληση του ιδιοκτήτη για εκμετάλλευση του ακινήτου με ορισμένο τρόπο, η οποία μπορεί να συναχθεί και από τη χρήση αυτού κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, καθώς και η συμπεριφορά της Διοίκησης, ειδικότερα δε η κατόπιν ενεργειών της δημιουργία εύλογης προσδοκίας στον ιδιοκτήτη ότι μπορεί να εκμεταλλευθεί το ακίνητό του με ορισμένο τρόπο[36].
Σε περίπτωση που δεν υφίσταται σχετική νομοθετική ρύθμιση, γεννάται ευθεία από το Σύνταγμα υποχρέωση της Διοίκησης να εξασφαλίζει διηνεκώς την προστασία του μνημείου και παράλληλα να αποζημιώνει τον θιγόμενο ιδιοκτήτη, η αξίωση του οποίου γεννάται μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου από την επιβολή του επαχθούς μέτρου. Τα εκτός οικιστικών περιοχών ακίνητα, εφόσον δεν προστατεύονται πληρέστερα, όπως τα δάση ή οι αρχαιολογικοί χώροι, προορίζονται για γεωργική ή άλλη σχετική εκμετάλλευση[37], είναι δε δυνατόν να δομηθούν, εφόσον τούτο επιτρέπεται από τον νόμο, υπό αυστηρότερες προϋποθέσεις σε σχέση με τις προϋποθέσεις δόμησης εντός οικιστικών περιοχών. Η θεμιτή επιδίωξη της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος με επιβολή περιορισμών στη χρήση των ακινήτων δεν απαλλάσσει το Κράτος από την υποχρέωσή του να αποζημιώσει τον θιγόμενο ιδιοκτήτη, το ακίνητο του οποίου κατά τον χρόνο κτήσης του δεν υπέκειτο στους περιορισμούς αυτούς, για την ουσιώδη και υπερβαίνουσα το εκάστοτε προσήκον μέτρο στέρηση ορισμένων από τις νόμιμες χρήσεις, που προβλέπονταν για το ακίνητο αυτό πριν την επιβολή περιορισμών. Για τη διεκδίκηση αποζημίωσης απαιτείται υποβολή αιτήματος από τον ενδιαφερόμενο ιδιοκτήτη, επί του οποίου αποφαίνεται ο Υπουργός Πολιτισμού ή άλλο όργανο στο οποίο έχει μεταβιβασθεί η σχετική αρμοδιότητα, με πράξη εκδιδομένη ύστερα από γνώμη της οικείας Επιτροπής. Η απόφαση αυτή του Υπουργού αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη η οποία υπόκειται σε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας[38]. Όταν δεν υφίσταται έγκυρη οριοθέτηση των συνεκτικών παραδοσιακών οικισμών, λαμβάνεται υποχρεωτικώς υπόψη η υφισταμένη το έτος 1923 πραγματική έκταση του οικισμού και όχι οι τυχόν μεταγενέστερες επεκτάσεις και αλλοιώσεις του. Η μη δυνατότητα οικοδόμησης δεν συνιστά ουσιώδη περιορισμό της χρήσης του και αιτιολογημένα δεν εγκρίθηκε η καταβολή αποζημίωσης, λόγω μη συνδρομής των όρων του άρθρου 19[39].
Είναι πιθανό η επιβληθείσα δέσμευση να συνεπάγεται, κατ’ αποτέλεσμα, αδυναμία εξάντλησης του συντελεστή δόμησης. Με τη δέσμευση μπορεί να επέρχεται η υποχρέωση ανακατασκευής των κτισμάτων που έχουν καταρρεύσει, καθώς και διατήρησης αναλλοίωτων των αρχιτεκτονικών, καλλιτεχνικών και λοιπών διακοσμητικών στοιχείων του ακινήτου, χωρίς όμως να αποκλείει τη δυνατότητα προσθηκών και άλλων σημαντικών επεμβάσεων στα κτίσματα κατόπιν χορηγήσεως σχετικών εγκρίσεων.
Η Διοίκηση, προκειμένου για ακίνητο εντός σχεδίου για το οποίο κρίνεται απαραίτητη η επιβολή περιορισμών για την προστασία μνημείου, οφείλει να αναζητήσει τη βέλτιστη λύση που θα συνδυάζει την ανάδειξη – προστασία του μνημείου με τη δυνατότητα ανοικοδόμησης του ακινήτου, ώστε να μη θίγεται ουσιωδώς το δικαίωμα ιδιοκτησίας επ΄ αυτού, σε περίπτωση δε κατά την οποία κριθεί αναγκαία η απαγόρευση δόμησης, που όπως έχει κριθεί (ΣτΕ Ολ 3146/1986), συνιστά ουσιώδη περιορισμό της ιδιοκτησίας κατά τον προορισμό της και εφόσον δεν χωρήσει απευθείας εξαγορά ή αναγκαστική απαλλοτρίωση του ακινήτου, έχει την υποχρέωση να εξετάσει αν συντρέχει δικαίωμα αποζημίωσης του θιγόμενου ιδιοκτήτη και να καθορίσει το ύψος της. Κατά συνέπεια, αν υποβληθεί σχετικό αίτημα από τον ιδιοκτήτη του βαρυνομένου ακινήτου[40], η Διοίκηση οφείλει να διαλάβει ειδική κρίση εάν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής μιας από τις προβλεπόμενες στις ως άνω διατάξεις δυνατότητας, δηλαδή απευθείας εξαγοράς, αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ή καταβολής αποζημίωσης, ενόψει και του ισχύοντος στην περιοχή του ακινήτου πολεοδομικού καθεστώτος.
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου επιβάλλεται η επίτευξη της ασφαλούς λειτουργίας έργου υποδομής, που ικανοποιεί ζωτικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, είναι δυνατό να επιτρέπονται επεμβάσεις στο μέτρο που καθίστανται απολύτως αναγκαίες για τους σκοπούς αυτούς, ύστερα από στάθμιση της αξίας του μνημείου ως στοιχείου της πολιτιστικής κληρονομιάς, της σημασίας του επιδιωκόμενου σκοπού και της αναγκαιότητας εκτέλεσης του έργου, εφόσον διαπιστωθεί ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση αποτροπής βλάβης του μνημείου.
Οι θεσπιζόμενοι πρόσθετοι όροι προστασίας και περιορισμοί δόμησης και χρήσης διατηρητέου κτηρίου δεν έχουν αποζημιωτικό χαρακτήρα, αλλά εξυπηρετούν αποκλειστικά τον σκοπό του θεσμού, ήτοι τη διατήρηση του κρινομένου ως προστατευτέου κτηρίου, προσαρμόζοντας τις επιτρεπόμενες επεμβάσεις επ’ αυτού και του περιβάλλοντος χώρου στον προστατευόμενο χαρακτήρα του κατά τρόπον, ώστε διατηρητέο κτήριο και επεμβάσεις να αποτελούν ένα αρμονικό σύνολο[41]. Οι ειδικοί όροι και περιορισμοί δόμησης διατηρητέου κτηρίου δεν επιτρέπεται να είναι ευνοϊκότεροι για τον ιδιοκτήτη από τους γενικώς ισχύοντες για την περιοχή όρους και περιορισμούς δόμησης άγοντες σε υπέρβαση αυτών, εκτός αν η παρέκκλιση είναι αναγκαία για την πραγματοποίηση του σκοπού της κήρυξης του κτηρίου ως διατηρητέου, όπως σε περίπτωση που επιδιώκεται αποκατάσταση της αρχικής μορφής κτηρίου το οποίο είχε ανεγερθεί υπό διαφορετικό καθεστώς όρων δόμησης. Η αποζημίωση για την αξία επιχείρησης η οποία ασκείται στο ακίνητο που απαλλοτριώνεται δεν συμπεριλαμβάνεται στην έννοια της πλήρους αποζημίωσης, αλλά λαμβάνεται υπόψη η συνδεόμενη με το ακίνητο που απαλλοτριώθηκε πρόσοδος, σε σχέση με την ασκούμενη σε αυτό επιχειρηματική δραστηριότητα, κατά την εκτίμηση της αξίας του απαλλοτριούμενου ακινήτου. Η άυλη οικονομική αξία επιχείρησης δεν αποτελεί αυτοτελές απαλλοτριούμενο περιουσιακό στοιχείο, οι δε σχετικές διατάξεις του άρθρου 13 Ν. 797/1971 δεν είναι αντίθετες προς τα άρθρο 17 παρ. 2 Συντάγματος και 1 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ[42]. Είναι δυνατόν να επιτραπεί αποκατάσταση μνημείου στη μορφή την οποία μπορεί να τεκμηριωθεί ότι είχε κατά την αιτιολογημένη περί τούτου κρίση των αρμοδίων οργάνων, ιδίως βάσει συμβολαίων, αυτοψίας ή άλλων στοιχείων και υπό τους τυχόν πρόσθετους όρους και περιορισμούς, τους οποίους θέτει ο ΥΠΠΟ[43].
Παράλληλα, στο πλαίσιο της συνταγματικής επιταγής για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς[44], ο θεσμός της Μεταφοράς Συντελεστή Δόμησης (ΜΣΔ) κρίθηκε συνταγματικός ως μέθοδος αποζημίωσης κατ’ άρθρο 24 παρ. 6 του Συντάγματος για τους ιδιοκτήτες που στερούνται παντελώς ή περιορίζονται ουσιωδώς στην ιδιοκτησία τους για την προστασία στοιχείων της πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά σε καμία άλλη περίπτωση, διότι θα «θα οδηγούσε σε νόθευση του ορθολογικού πολεοδομικού σχεδιασμού, τον οποίο επιβάλλει η πιο πάνω συνταγματική διάταξη». Είχε κριθεί παλαιότερα – χωρίς να ισχύει και σήμερα – πως η ΜΣΔ δεν ήταν συνταγματική και για την περίπτωση των ρυμοτομούμενων ακινήτων, αφού από το Σύνταγμα δεν προβλέφθηκε και για τον λόγο δε αυτόν αποκλείεται στο νομοθέτη να θεσπίσει σύστημα μεταφοράς συντελεστή στην περίπτωση αυτή και μάλιστα δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεκτή, κατά το Σύνταγμα, η θέσπιση από μέρους του νομοθέτη ειδικού τρόπου αποζημίωσης των παραπάνω ιδιοκτητών, ο οποίος επιφέρει τις προναφερόμενες δυσμενείς συνέπειες που δημιουργούνται με τη ΜΣΔ[45].
Σε άλλη απόφασή του το ΣτΕ (για το Μαραθωνήσι και τον κόλπο Λαγανά και την προστασία της χελώνας caretta-caretta) εξειδίκευσε τα κριτήρια του Ν. 1650/1986 και δη του άρθρου 22 περί υποχρέωσης αποζημίωσης, κατόπιν αίτησης του ενδιαφερομένου, αν τα μέτρα που επιβάλλονται προκαλούν ουσιώδη στέρηση της χρήσης της ιδιοκτησίας, χωρίς να χρειάζεται η έκδοση σχετικού ΠΔ που θα αδρανοποιούσε έτι περαιτέρω την καταβολή της[46].
Επίσης, στο άρθρο 21 παρ. 4 του Συντάγματος επιβάλλεται κρατική υποχρέωση για την απόκτηση κατοικίας από πρόσωπα που δεν έχουν δική τους, αλλά ζουν κάτω από αντίξοες συνθήκες.
Στο άρθρο 18 του Συντάγματος προβλέπεται η αναγκαστική συνένωση με νόμο γειτονικών ακινήτων ιδιοκτησιών, όταν δεν μπορούν να ανοικοδομηθούν χωριστά, σύμφωνα με τους όρους δόμησης της περιοχής.
- Καταληκτικώς: Το Πολιτιστικό Δίκαιο ως κλάδος δικαίου
Το Πολιτιστικό Δίκαιο, όπως προαναλύθηκε, συνιστά κλάδο του Δημοσίου και δη του Διοικητικού Δικαίου, αφού δομείται στη βάση της μονομερούς δράσης της Δημόσιας Διοίκησης (ενίοτε βεβαίως και σε εξειδικευμένες περιπτώσεις το περιεχόμενο διοικητικής/δημόσιας σύμβασης αφορά εμμέσως στο πολιτιστικό περιβάλλον). Πάντως, στην αποτελεσματικότητα και την ταχύτητα εξέλιξής του κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζει το Δημόσιο Δίκαιο: Το Δημόσιο Δίκαιο που αφορά στην οργάνωση και στη δομή του κράτους και στη νομική σχέση κράτους-πολίτη δεν μπορεί παρά να συνιστά το πλέον αποτελεσματικό μέσο για την προστασία του δομημένου και φυσικού περιβάλλοντος. Η εξουσία που απονέμεται στη Δημόσια Διοίκηση (μετατρεπόμενη σε αρμοδιότητα) εγγυάται την αποτελεσματικότητα της παρέμβασης για την αντιμετώπιση των αναφυόμενων προβλημάτων του περιβάλλοντος, αλλά και την πρόληψη αυτών. Το Πολιτιστικό Δίκαιο φέρει δυναμικό και τεχνικό χαρακτήρα, προσαρμοζόμενο σε μία πλειάδα καταστάσεων και συνθηκών, αλλά και μεταβάλλεται με βάση την εξέλιξη της τεχνολογίας, της επιστήμης και της κοινωνίας. Η πολυπλοκότητα που το διέπει καθιστά επιβεβλημένη την πολυεπιστημονική και διεπιστημονική του πραγμάτευση. Πάντως, η αναζήτηση ταυτότητας στο «ένδοξο παρελθόν» προδίνει την τάση απαισιοδοξίας για το παρόν μιας χώρας, συνεπώς η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς βασίζεται και στην αντίληψη του νομοθέτη και διαπλαστή του δικαίου για το παρελθόν της χώρας, άρα είναι βαθύτατα πολιτική, ιστορική και ιδεολογική[47].
Σχετίζεται άρρηκτα με το Χωροταξικό, Πολεοδομικό Δίκαιο και Δίκαιο της Δόμησης. Το σύγχρονο Χωροταξικό και Πολεοδομικό Δίκαιο και Δίκαιο της Δόμησης αυτονοήτως ενσωματώνει τη διάσταση της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος στους σκοπούς του. Ωστόσο, όπως επισημαίνεται, δεν ταυτίζονται οι δύο κλάδοι, γιατί το Δίκαιο Περιβάλλοντος κυρίως περιλαμβάνει κανόνες περιοριστικού χαρακτήρα, ενώ το Πολεοδομικό στηρίζεται σε ποικίλες μορφές σχεδίων και προγραμμάτων. Επίσης, ως στόχους του το Πολεοδομικό Δίκαιο επιπροσθέτως θέτει την τεχνολογική πρόοδο, την κοινωνική ευημερία και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Ο σχεδιασμός οράται ως αντίβαρο στην αλόγιστη (αυθαίρετη) δόμηση, στην επιδείνωση του πολιτιστικού περιβάλλοντος κλπ..
Η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος βρίσκεται σε άρρηκτη σύνδεση με τη βιώσιμη ανάπτυξη: Η αναγκαιότητα για τη νομική προστασία του περιβάλλοντος (αρχαιολογικού και νεότερου) κατέστη εμφανής, όταν εμφανίστηκε η αντίληψη και η πραγματικότητα της βλάβης στην οικονομία λόγω βλάβης στο περιβάλλον. Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, της βιωσιμότητας ή της αειφορίας συνεπάγεται τη διαχείριση και εκμετάλλευση των φυσικών πόρων με τρόπο που να διασφαλίζει τη (μακροπρόθεσμη προφανώς) διατήρησή τους και προς χάριν των μελλουσών γενεών. Στο πεδίο του πολιτιστικού περιβάλλοντος, επιμερίζεται το οικονομικό κόστος μεταξύ θιγόμενου ιδιοκτήτη και Δημοσίου[48]. Συστατικά αυτής της μορφής της αναπτυξιακής διαδικασίας είναι η ανάδειξη των ικανοποιητικών συνθηκών διαβίωσης[49], η ορθολογική και βιώσιμη χρήση και διατήρηση των φυσικών πόρων και η ενσωμάτωση της παραμέτρου της περιβαλλοντικής προστασίας στις πολιτικές και τις αποφάσεις, αλλά και η ενδογενεακή και διαγενεακή ισότητα[50]. Η βιωσιμότητα επιτυγχάνει μια ισόρροπη στάθμιση. Ο συγκερασμός όλων των επιμέρους παραμέτρων αποτελεί τον στόχο της βιώσιμης ανάπτυξης. Συγγενείς με αυτή αρχές είναι η αρχή της βιώσιμης δραστηριότητας ή του έργου, αλλά και της διατήρησης της ικανότητας ανασύστασης/αποκατάστασης του φυσικού κεφαλαίου, όπως και η αρχή του περιβαλλοντικού και πολιτιστικού κεκτημένου. Πρέπει να γίνει η εξής ορολογική επισήμανση: Η έννοια τους βιωσιμότητας αναφέρεται σε γενικούς οικονομικούς δείκτες για την υλική ευημερία των ατόμων, ενώ η αρχή τους βιώσιμης ανάπτυξης παραπέμπει στη διαρκή παραγωγή και εκμετάλλευση των πόρων. Κατ’ άλλη θέση, η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης εξισορροπεί μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων της περιβαλλοντικής προστασίας και της κοινωνικοικονομικής ανάπτυξης. Τους συσχετισμούς των συμφερόντων καλείται εν μέρει να λάβει θέση η περιβαλλοντική αδειοδότηση ως «εξισορροπητική διαδικασία». Τα προστατευτικά μέτρα του πολιτιστικού περιβάλλοντος δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσο για τη γνωριμία του κοινού με την πολιτιστική κληρονομιά, χωρίς να είναι αυτή κατά το δυνατόν παραμορφωμένη.
[1] V.G. Childe, “The Birth of Civilisation.” Past & Present, no. 2, 1952, 1–10. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/650120. Accessed 13 Sept. 2023.
[2] L.V. Prott, O’ Keefe, Cultural Heritage or Cultural Property, International Journal of Cultural Property, 1992, vol. 1, 307-320.
[3] Ήδη οι συνδιασκέψεις της Χάγης του 1899 και 1907 κατέληξαν στην ανάγκη θέσης ελάχιστων κανόνων για την προστασία από τις πολιτιστικές καταστροφές.
[4] Ε. Τροβά, Η πολιτιστική κληρονομιά της Ευρώπης, εκδ. Σάκκουλα, 2018, 22-23.
[5] Declaration of the Principle of International Cultural co-operation, UNESCO, 1966
[6] UNESCO Institute for Statistics, 2009 UNESCO Framework for Cultural Statistics.
[7] Εκτενώς, Π. Γαλάνης, Πολιτιστικό Δίκαιο, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2023.
[8] ΟλΣτΕ 613/2002.
[9] Ενδεικτικώς: ΣτΕ 1492/2013.
[10] ΣτΕ 1854/2019
[11] L.V. Prott, J.P. O’ Keefe, Cultural Heritage or Cultural Property, International Journal of Cultural Property, 1992, vol. 1, issue 2, 307-320.
[12] ΣτΕ 2727/1997, 682/2003, 2801/1991.
[13] ΣτΕ 736/1998: Η καίρια θέση κτίσματος πάνω στη μοναδική οδό προσπέλασης προς τον αρχαιολογικό χώρο στο μέσο της απόστασης Αράχωβας-Δελφών σε συνδυασμό με το αδόμητο και την εν γένει φυσιογνωμία της περιοχής, απαγορεύουν την επέκταση και προσθήκη τμήματος σε αυτό, καθώς βρίσκεται σε περιοχή που εκτιμάται ως ευαίσθητο τμήμα του όλου Δελφικού τοπίου.
[14] Ε. Τροβά, 2018 – Ευρωπαϊκό Έτος Πολιτιστικής Κληρονομιάς, ΠερΔικ 1/2018, 30.
[15] ΣτΕ 1901/2017, 570/2018, 3107/2009, 97/2005, 1413/2013, 3610/1987, 797/1987, 3183/1989 κλπ.
[16] ΣτΕ 868/2001.
[17] ΣτΕ 2261/2014 7μ. σκ. 7, 2924/2011 σκ. 7 κλπ.
[18] ΣτΕ 1025, 3527/2017 7μ. κλπ.
[19] ΣτΕ 2887-88/2014 7μ., 1097/1987 Ολομ., 415/2017, 618/2018, 3382/2015, 2725/2019 (οριακός έλεγχος της εγγύτητας για τη θεμελίωση της αρχαιολογικής αρχής) κλπ.
[20] ΣτΕ 2526/2020, 1029/2020, 3004/2015, 3735/2013, 569/2012 κλπ.
[21] ΣτΕ 2801/1991.
[22] Βλ. και A. Van Lang, Droit de l’ Environnement, ed. Presses Universitaires de France, 2011.
[23] ΣτΕ 3146/1998, 5236/1996, 3818/1995, 3370/1991, 3632/1986, ΠΕ 286/1993, 238/1992, 1870/1994, 3984/1980, 2089/2000, 2376/1988, 1350/1979 κλπ.
[24] ΣτΕ 323/2009 Τμ. Α΄.
[25] Ν. Βουδούρης, Ο νέος νόμος 3028/2002 υπό το φως των διεθνών και ευρωπαϊκών κανόνων για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς σε: Η πολιτιστική κληρονομιά και το δίκαιο, 2004, 25 επ.
[26] ΣτΕ 387/2014.
[27] ΣτΕ 2880/2012 7μ., ΣτΕ 1413/2015 7μ. κλπ.
[28] ΣτΕ 3633/2009, 3111/2008 κλπ.
[29] Κ. Χρυσόγονος, Σ. Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2017, 399 επ., ΣτΕ 2241/2017, 1833/2017, 3717/2010, 508/2003 κλπ.
[30] Βλ. ιδίως για τη ρυμοτομική απαλλοτρίωση, Π.Μ. Ευστρατίου, Πολεοδομικός σχεδιασμός, τοπική αυτοδιοίκηση, αναγκαστική απαλλοτρίωση και δικαστική προστασία, ΠερΔικ 2000, 475, ΣτΕ 2029/1992.
[31] Ι. Δρόσος, Συνταγματικοί περιορισμοί της ιδιοκτησίας και αποζημίωση, Αθήνα, 1997, 132.
[32]ΠΔ Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, εκδ. Σάκκουλα, 177.
[33]ΣτΕ 1149/1988, 2153/1989, 4050/1990, Ε. Κουτούπα – Ρεγκάκου, Ο ρόλος των αόριστων εννοιών στο σύγχρονο κράτος δικαίου, σε Κ. Σταμάτη (επιμ.), Όψεις του κράτους δικαίου, εκδ. Σάκκουλα, 1990, Θεσσαλονίκη, 314 επ.
[34] ΣτΕ 1526-41/1981 κλπ.
[35] Γλ. Σιούτη, Η προστασία του φυσικού και του πολιτιστικού περιβάλλοντος από τη νομολογία: Σύγκρουση αγαθών ή αειφόρος προστασία του χώρου; σε: Η πολιτιστική κληρονομιά και το δίκαιο, 81, 84, 85.
[36] ΣτΕ 2165/2013, 815/2016, 4279/2014, 2128/2014.
[37] ΣτΕ 925/2011, 993/2012, 3991/2012, 784/1999, 1097/1987.
[38] ΣτΕ 2128/2014.
[39] ΣτΕ 2128/2014, 3764/2015, 3419/2011, 3764/2015, 2229/2018, 4627/2013 κλπ.
[40] ΣτΕ 64/2020, 1709/2018, 2408/2017, 2941/2017, 4242/2015, 1558/2015, 815/2016, 2919/2016, 4494/2013.
[41] Με τη ΣτΕ 6478/1995 κρίθηκε ότι η ιδιαίτερη καλλιτεχνική αξία διατηρητέου κτηρίου ελέγχεται πλήρως από τον δικαστή και ότι το έργο δεν αποκτά αξία εκ μόνης της προέλευσης από επιφανή αρχιτέκτονα.
[42] ΤρΔΠρΑθ 17159/2010 (Τμ. 28ο) [Όροι δόμησης και χρήσης διατηρητέου βιομηχανικού συγκροτήματος – Ιδιοκτησία], ΠερΔικ 2/2012, 339.
[43] ΣτΕ 886/2008.
[44] Βλ. και ΟλΣτΕ 6070/1996, ΣτΕ 2929/2016.
[45] ΣτΕ 2367/2007.
[46] ΣτΕ 3135/2002, ΣτΕ 70/2017 κλπ. Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ «μόνο το γεγονός ότι το δεσμευόμενο ακίνητο ευρίσκεται σε περιοχή εκτός σχεδίου πόλεως δεν δημιουργεί, σε σχέση με την αναγνώριση αξιώσεως προς αποζημίωση, αμάχητο τεκμήριο ότι η κατά προορισμό χρήση του περιορίζεται στην αγροτική, κτηνοτροφική ή δασοπονική εκμετάλλευση, δεν αποκλείεται δε και στην περίπτωση αυτή, εφόσον η οικιστική εκμετάλλευση του ακινήτου ήταν επιτρεπτή κατά τους όρους του νομοθετικού καθεστώτος που εγκύρως ίσχυε στην περιοχή πριν την επιβολή απαγορεύσεων δόμησης για λόγους προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος, να ανακύπτει υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις που συντρέχουν σε ορισμένη υπόθεση, υποχρέωση προς αποζημίωση λόγω των απαγορεύσεων αυτών…», Βλ. και ΔΕφΑθ 1115/2009.
[47] Ε. Τροβά, Η έννοια του πολιτιστικού περιβάλλοντος κατά το Σύνταγμα του 1975/1986, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1986, 39.
[48] Βλ. ΣτΕ 1950/1999, 3146/1986, 2182/1994 κλπ.
[49] Βλ. και Γ. Τασόπουλο, Η προστασία του περιβάλλοντος, το πρόβλημα των περιορισμών της ιδιοκτησίας και η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ΝκΦ 1998, 41 επ.
[50] R. von Schomberg, “Controversies and Political Decision Making”, in: R. von Schomberg (ed.), Science, Politics and Morality, Scientific Uncertainty and Decision Making, Dordrecht/Boston/London, Cluwer Academic Publishers, 1993,7-26.