- Η μεγαλύτερη συνταγματική αποτυχία του ελληνικού πολιτικού συστήματος στη Μεταπολίτευση ήταν ότι επέτρεψε την είσοδο στη Βουλή ενός νεοναζιστικού κόμματος και μάλιστα του πιο ακραίου και βίαιου από όλα τα ομόδοξα του κόμματα στον ευρωπαϊκό χώρο. Αυτό ήταν μια ύβρις προς τη δημοκρατία, προς την ιστορική μνήμη, και προς το Σύνταγμα του 1975, το οποίο ήταν πολύ πιο προνοητικό από τους ερμηνευτές και τους εφαρμοστές του. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς συνταγματολόγος για να αντιληφθεί το νόημα του άρθρου 29 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος. Εδώ το νόημα συμπίπτει με το γράμμα και παρέλκει η αναζήτησή του σε πηγές έξω από αυτό. Άξια συνταγματικού σεβασμού –αυτό μας λέει το άρθρο 29 παρ. 1– είναι τα πολιτικά κόμματα των οποίων η οργάνωση και δράση υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος . Τα κόμματα που παραβιάζουν τον συνταγματικό αυτόν κανόνα βρίσκονται εκτός συνταγματικού πλαισίου και μπορούν να κηρυχθούν «εκτός νόμου», δηλαδή να απαγορευθούν, εάν και όταν ο κοινός νομοθέτης θελήσει να θεσπίσει έναν νόμο περί κομμάτων που θα προβλέπει τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία της διάλυσης τους , αναθέτοντας σε ένα Ανώτατο Δικαστήριο, κατά προτίμηση στον Άρειο Πάγο, αφού δεν έχουμε στην Ελλάδα Συνταγματικό Δικαστήριο, την αρμοδιότητα για τη συνταγματική αυτή κρίση, οριοθετώντας αυστηρά τις περιπτώσεις που τη δικαιολογούν. Θα αρκούσε ως προϋπόθεση η μη προσφυγή ή μη προτροπή στη χρήση βίας, ώστε η δικαστική απαγόρευση να είναι η ultima ratio. Αλλά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προχωρά ακόμα πιο πέρα και θεωρεί ότι μπορούν να τεθούν «εκτός νόμου» όχι μόνο τα βίαια κόμματα αλλά και εκείνα που προωθούν πολιτικές κοινωνικές και συνταγματικές μεταβολές αντίθετες προς τις θεμελιώδεις δημοκρατικές αρχές.
- Η προωθούμενη ρύθμιση δεν εισάγει απαγόρευση κομμάτων, αλλά disqualification, δηλαδή αποκλεισμό εκλογικών συνδυασμών, που είναι πιο ήπιο μέτρο (βλ. Χ. Ανθόπουλου 1ο Πρόσθετο Πρωτόκολλο–άρθρο 3, σε: Ι. Σαρμά-Ξ. Κοντιάδη-Χ. Ανθόπουλου, ΕΣΔΑ. Κατ΄ άρθρο ερμηνεία, 2021, σ. 1133-1135). Ο δικαιολογητικός της λόγος είναι ότι στο εσωτερικό της συνταγματικής οργάνωσης του Κράτους, εκεί δηλαδή που ασκούνται οι θεσμικές –διαδικαστικές λειτουργίες των πολιτικών κομμάτων, μέσω της συμμετοχής τους στις εκλογές και της επιρροής τους στην ανάδειξη των συνταγματικών οργάνων, υπάρχει ένα υπέρτερο δημόσιο συμφέρον για τον έλεγχο της δημοκρατικότητας τους. Οι εναλλακτικές προτάσεις της Κυβέρνησης, του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και του ΣΥΡΙΖΑ δεν διαφέρουν ουσιωδώς μεταξύ τους . Και τα τρία αυτά κόμματα συμφωνούν επιτέλους ότι το άρθρο 29 παρ. 1 Συντ. δεν θεσπίστηκε επί ματαίω. Η προσθήκη στα κωλύματα εκλογιμότητας των κομμάτων, μετά από πρόταση του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, της μη καταδίκης σε οποιονδήποτε βαθμό των προσώπων που αποτελούν την πραγματική ηγεσία τους, για τα ειδικώς απαριθμούμενα εγκλήματα στη νομοθετική ρύθμιση, καθώς και η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για τον εκλογικό αποκλεισμό των ρατσιστικών κομμάτων καθώς και των κομμάτων που έχουν υποψηφίους βουλευτές ή μέλη που έχουν καταδικασθεί ακόμη και πρωτοδίκως για συμμετοχή σε εγκληματικές ή τρομοκρατικές οργανώσεις, αποτρέπουν την καταστρατήγηση της εκλογικής απαγόρευσης και καλύπτουν και άλλες περιπτώσεις που υπηρετούν τον σκοπό για τον οποίο αυτή θεσπίζεται. Νομίζω, λοιπόν ότι η τελική ρύθμιση μπορεί να είναι «σωρευτική», δηλαδή να συνδυάζει τις προτάσεις και των τριών κομμάτων.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 6.2.2023