Σε απόκλιση από την ελληνική συνταγματική παράδοση, το άρθρο 60 παρ.3 του σχεδίου Συντάγματος που κατέθεσε στην Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή τον Ιανουάριο του 1975 η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, προέβλεπε μία συνταγματική ρήτρα κατά της «αποστασίας» βουλευτών από το κόμμα υπό τη σημαία του οποίου εκλέχθηκαν. Σύμφωνα με την προταθείσα ρύθμιση, οι βουλευτές που θα αποχωρούσαν από την κοινοβουλευτική ομάδα ενός κόμματος, δεν θα μπορούσαν να ενταχθούν σε κοινοβουλευτική ομάδα άλλου κόμματος, ούτε θα μπορούσαν να συγκροτήσουν νέες κοινοβουλευτικές ομάδες κατά τη διάρκεια της ίδιας κοινοβουλευτικής περιόδου, αλλιώς θα εθεωρούντο ως αυτοδικαίως παραιτηθέντες από το βουλευτικό αξίωμα, εκτός εάν δήλωναν ότι παραμένουν ανεξάρτητοι. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ιδίως η ΕΚ-ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ που γνώριζαν καλύτερα τι σημαίνει αποστασία, δεν ήθελαν να αναπαράγουν στο νέο Σύνταγμα το θέμα του 1965, και αντέδρασαν έντονα στην πρόταση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, η οποία καθιστούσε τους βουλευτές αιχμάλωτους του κόμματος με το οποίο εκλέχθηκαν και ομήρους του αρχηγού τους (βλ. τις τοποθετήσεις του Γεωργίου Μαύρου και του Ανδρέα Παπανδρέου). Παραδόξως, η ρύθμιση που πρότεινε η Νέα Δημοκρατία μπορούσε να βρει «προηγούμενα» μόνο στα Συντάγματα των χωρών της τότε κομμουνιστικής Ευρώπης, παρά σε Συντάγματα των δυτικών δημοκρατιών. Τελικά, η αντικοινοβουλευτική και αντιδημοκρατική αυτή ρύθμιση δεν μπήκε στο Σύνταγμα του 1975 ενώ ο Γεώργιος Μαύρος ζήτησε να απαλειφθεί και από το ίδιο το κυβερνητικό σχέδιο Συντάγματος ως αδιανόητη σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα. Έτσι, το Σύνταγμα του 1975 δεν απομακρύνθηκε από τη συνταγματική νεωτερικότητα, θεμελιώδες στοιχείο της οποίας είναι η αρχή της εθνικής αντιπροσώπευσης (άρθρο 51 παρ.2 Συντ.: Οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το Έθνος), η οποία σημαίνει ότι οι βουλευτές ασκούν την εντολή τους ελεύθερα και ανεξάρτητα, έχοντας απεριόριστο δικαίωμα της γνώμης και της ψήφου κατά συνείδηση (άρθρο 60 παρ. 1 Συντ.), χωρίς να δεσμεύονται νομικά από εντολές και υποδείξεις του κόμματός τους και του αρχηγού του, της κοινοβουλευτικής ομάδας στην οποία ανήκουν ή των εκλογέων τους. Συναφώς, πάσχουν από ακυρότητα, ως αντίθετες προς το άρθρο 51 παρ.2 Συντ. και δεν παράγουν κανένα νομικό αποτέλεσμα, ρυθμίσεις των καταστατικών των κομμάτων ή εσωτερικοί κανονισμοί δεοντολογίας τους που απαιτούν από τους υποψήφιους βουλευτές την παραίτηση τους από το βουλευτικό αξίωμα σε περίπτωση αποχώρησης τους από το κόμμα ή συμβατικές προσωπικές υποχρεώσεις των υποψήφιων βουλευτών με τη μορφή ενυπόγραφης επιστολής άνευ ημερομηνίας για εν λευκώ παραίτησή τους ή με υπόσχεση παραίτησης τους και παραχώρησης της έδρας τους, όταν το κόμμα τους το ζητήσει. Διότι όλα αυτά ισοδυναμούν με ανάκληση του βουλευτή από το κόμμα του, την οποία απαγορεύει το άρθρο 51 παρ.2 Συντ. Το γεγονός ότι το άρθρο 29 Συντ. κατοχυρώνει το σύστημα των κομμάτων ως συνταγματικό θεσμό δεν αφαιρεί τίποτα από την εγγύηση του άρθρου 51 παρ.2 Συντ. το οποίο εμποδίζει την «τσιμεντοποίηση» του πολιτικού συστήματος, αφήνοντας ανοιχτή τη δυναμική της πολιτικής. Και δεν είναι ασφαλώς καθόλου τυχαίο ότι η συνταγματική κατάργηση της ελεύθερης εντολής βρίσκεται στο ρεπερτόριο όλων των σύγχρονων νεολαϊκιστικών κομμάτων που δεν θέλουν να υπάρχει τίποτα ανάμεσα στον αρχηγό τους και το εκλογικό σώμα (χαρακτηριστικό παράδειγμα η προγραμματική συμφωνία μεταξύ του Κινήματος των 5 Αστέρων και της Λέγκας του Βορρά, το 2018).