ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η παρούσα αυτοτελής έκδοση της μελέτης του Αριστόβουλου Μάνεση, με τίτλο «Η φιλελεύθερη και δημοκρατική ιδεολογία της Επανάστασης του 1821», αποτελεί μια ιδιαίτερη στιγμή στην διαδρομή του Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης». Αναλάβαμε με μεγάλη χαρά, αλλά και με αίσθημα χρέους προς τον Δάσκαλό μας, την συγκεκριμένη πρωτοβουλία, διότι θεωρούμε ότι το εμβληματικό αυτό κείμενο αποτελεί μια από τις σημαντικότερες και ουσιαστικότερες συμβολές στον δημόσιο διάλογο για τις απαρχές του ελληνικού συνταγματισμού. Θέλω δε να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τον εκδότη Παναγιώτη Σάκκουλα, που ανταποκρίθηκε με τόση θέρμη στην πρότασή μας να συμβάλουμε, με αυτόν τον τρόπο, στον εορτασμό των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821.
Η ανά χείρας μελέτη είναι επεξεργασμένη μορφή του πανηγυρικού λόγου που είχε εκφωνήσει ο Αριστόβουλος Μάνεσης την 25η Μαρτίου 1983, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το κείμενο του λόγου εμπλουτίσθηκε στη συνέχεια, ενώ προστέθηκαν και εξαντλητικές υποσημειώσεις, με τις οποίες τεκμηρίωνε πλήρως, όπως το συνήθιζε, όλα τα επιχειρήματά του. Με την μορφή αυτήν εκδόθηκε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και αργότερα (2007) συμπεριλήφθηκε στον δεύτερο τόμο των μελετών του, με τίτλο «Συνταγματική Θεωρία και Πράξη ΙΙ» (εκδ. Σάκκουλας), τον οποίο ο γράφων είχε την χαρά να επιμεληθεί.
Τόσο ο πανηγυρικός λόγος όσο και η εμπλουτισμένη μελέτη, στην συνέχεια, προκάλεσαν μεγάλη εντύπωση και αρκετές συζητήσεις. Όχι μόνον για την πληρότητα και ενάργεια των επιχειρημάτων, με τα οποία αποσαφηνίσθηκαν πλήρως οι κρίσιμες παράμετροι του ελληνικού συνταγματισμού των επαναστατικών χρόνων, αλλά και για την εξαιρετικά νηφάλια, απροκατάληπτη και υποδειγματικά διαλεκτική πραγμάτευση των σχετικών ζητημάτων, που ανέτρεπε εκ βάθρων προσεκτικά καλλιεργημένους μύθους, σχηματικές προσεγγίσεις και εύκολες απλουστεύσεις.
Όλα αυτά τα στοιχεία της μελέτης διατηρούν και σήμερα ακέραιη την αξία τους, καθώς εξακολουθούν να παρέχουν ένα από τα σημαντικότερα θεωρητικά εναύσματα για ευρύτερο προβληματισμό ως προς την συνταγματική ιδεολογία της Επανάστασης, την οποία ο συγγραφέας προσεγγίζει γλαφυρά «ως συνάρθρωση αντιλήψεων, παραστάσεων, εννοιών, κρίσεων, πεποιθήσεων, προτύπων, αρχών και αξιών» που κυοφορούνται σε έναν κοινωνικό χώρο και αποτελούν το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο «οι φορείς της επανάστασης συνειδητοποιούν την ιστορική της αναγκαιότητα, ενώ παράλληλα εξασφαλίζεται η συμπαράταξη όσο το δυνατόν ευρύτερων λαϊκών μαζών». Πρόκειται για έναν προβληματισμό ο οποίος έχει ήδη αρχίσει να αναπτύσσεται, με αφορμή τους εορτασμούς για την εφετινή επέτειο των διακοσίων ετών από το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821, στο μέτρο βέβαια που αυτοί δεν παρεκτρέπονται είτε σε ανούσιες και γραφικές εθνικιστικές κορώνες είτε σε επιτήδειες ασκήσεις προσωπικής προβολής είτε, με τα λόγια του συγγραφέα, σε «συμβατικά υμνολόγια».
Ας δούμε όμως, ειδικότερα, τα βασικά σημεία που στοιχειοθετούν την προστιθέμενη αξία και εν τέλει την συνεισφορά της ανά χείρας μελέτης στον δημόσιο διάλογο:
Το πρώτο σημείο είναι η εύστοχη και εμπεριστατωμένη αποσαφήνιση του χαρακτήρα της Επανάστασης του 1821 ως προεχόντως «εθνικοαπελευθερωτικής». Αποστασιοποιούμενος από προοδευτικοφανείς πλην ανιστορικές ιδεοληπτικές εμμονές, που βρίσκονταν σε έξαρση την περίοδο της μεταπολίτευσης, ο Μάνεσης τεκμηριώνει εξαντλητικά και υποστηρίζει με πλήθος στέρεων και αλληλένδετων επιχειρημάτων την θέση ότι «πρωταρχικός και κύριος σκοπός της ήταν η ίδρυση ανεξάρτητου ελληνικού κράτους». Η θέση αυτή, η οποία σήμερα φαίνεται αυτονόητη, είχε για την εποχή της βαρύνουσα σημασία για την οριστική αποκοπή της σχετικής συζήτησης από δογματικές απλουστεύσεις και σχηματοποιήσεις του παρελθόντος.
Το δεύτερο σημείο είναι η εμφατική επισήμανση ότι η «εθνικοαπελευθερωτική» αυτή ιδεολογία καθορίζεται κατά βάσιν από τα προτάγματα του διαφωτισμού, η ελληνική εκδοχή του οποίου αναλύεται σε βάθος, τόσο ως προς τις προωθημένες θέσεις και προτάσεις του όσο και ως προς την επιρροή που άσκησε, ιδίως με τα κείμενα του Ρήγα και του Κοραή αλλά και με την Ελληνική Νομαρχία (Ανωνύμου του Έλληνος). Στην τελευταία, μάλιστα, ο συγγραφέας αποδίδει ιδιαίτερη σημασία, θεωρώντας ότι αποδίδει, με τον πλέον εύστοχο, εναργή και διεισδυτικό τρόπο, τις αντιλήψεις και τις αντιθέσεις που συνέθεταν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των αρχών του δέκατου ένατου αιώνα και επέτρεψαν την διαμόρφωση του ιδεολογικοπολιτικού προπλάσματος της Επανάστασης του 1821.
Το τρίτο σημείο είναι ότι η θέση του ότι η επαναστατική ιδεολογία που διαμορφώθηκε υπό την επίδραση του ευρωπαϊκού και του ελληνικού διαφωτισμού συνδεόταν προνομιακά με την κληρονομιά της αρχαίας Ελλάδας και όχι με την ορθόδοξη παράδοση του Βυζαντίου, πολλώ δε μάλλον με ετεροχρονισμένες «ελληνοχριστιανικές» κατασκευές. Ο συγγραφέας, μάλιστα, καταρρίπτει εμπεριστατωμένα και με στέρεα επιχειρήματα τον μύθο της πρωτοκαθεδρίας του ανώτερου κλήρου στην Επανάσταση, επισημαίνοντας με έμφαση ότι η ηγεσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας διαδραμάτισε κατ’αρχήν αρνητικό ρόλο, τόσο ως προς την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας –προτιμώντας «φακιόλιον βασιλεύον τούρκων» από «καλύπτραν λατινικήν»– όσο και ως προς την στήριξη του οθωμανικού καθεστώτος απέναντι σε κάθε ιδέα επαναστατικής ανατροπής του. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, στο σημείο αυτό, είναι η άποψη του συγγραφέα ότι ο συγκεκριμένος ρόλος της ηγεσίας της ορθόδοξης Εκκλησίας οφείλεται όχι μόνον σε μια στάση παθητικής υποταγής στην εξουσία (με την επίκληση αποστολικών περικοπών) αλλά και στην μετά βδελυγμίας απόρριψη νεωτερικών «δυτικών» ιδεών –και ιδίως αυτών της Γαλλικής Επανάστασης– υπό το πρίσμα μιας ιδιόμορφης «φαναριώτικης και καλογερίστικης… αντιευρωπαϊκής ιδεολογίας», που κατέληγε σε έναν «ελληνορθόδοξο λαϊκισμό με έντονες ανατο(λίτ)ικες επιδράσεις, του οποίου παραλλαγές συναντούμε και σήμερα, πριβεβλημένες με δήθεν προοδευτικό μανδύα».
Το τέταρτο σημείο αφορά την διαλεκτική και εξαιρετικά εξισορροπημένη ανάδειξη των ιδιαίτερων στοιχείων της προεπαναστατικής πραγματικότητας, που συνέβαλαν καθοριστικά στην διαμόρφωση της ιδεολογίας της Επανάστασης του 1821. Παραδοσιακά στοιχεία, όπως η ορθόδοξη λαϊκή παράδοση –που συμπαρέσυρε τελικά και μέρος του ανώτερου κλήρου– η κοινοτική και συνεταιριστική οργάνωση των υπόδουλων Ελλήνων και το ελεύθερο πνεύμα των εξεγερμένων κλεφτών και αρματολών ανατέμνονται προσεκτικά, χωρίς ωραιοποιήσεις και υπερβολές, και σταθμίζονται, μέσα από πολλαπλές και επίπονες επιστημονικές διηθήσεις, με τις νεωτερικές ιδέες που κομίζουν τα ανερχόμενα και μορφωμένα κοινωνικά μεσοστρώματα, με εμπροσθοφυλακή την Φιλική Εταιρεία.
Το πέμπτο σημείο είναι η ανάδειξη της ιδιαίτερης σημασίας του ιδεολογικού ριζοσπαστισμού της Επανάστασης του 1821, τόσο σε ελληνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ειδικότερα, ο συγγραφέας επισημαίνει με έμφαση ότι ο προωθημένος χαρακτήρας της δημοκρατικής και φιλελεύθερης ιδεολογίας των εξεγερμένων Ελλήνων, ο οποίος συνδεόταν ευθέως με τις πλέον ρηξικέλευθες γαλλικές και αμερικανικές επαναστατικές αντιλήψεις, αποτέλεσε ρωγμή στο συντηρητικό και μοναρχικό stαtus quo της Ιεράς Συμμαχίας και προσέδωσε έναν ευρύτερο ρόλο στην Επανάσταση του 1821. Ο ρόλος δε αυτός επιβεβαιώθηκε με την ψήφιση των Επαναστατικών Συνταγμάτων (της Επιδαύρου, του Άστρους και της Τροιζήνας), τα οποία, συνδυάζοντας την δημοκρατική αντιπροσώπευση με τον πολιτικό φιλελευθερισμό, έστειλαν ένα ηχηρό μήνυμα αμφισβήτησης των πολιτικών «θέσφατων» της «Ιεράς Συμμαχίας» και ιδίως του καθεστώτος της συνταγματικής μοναρχίας, που κυριαρχούσε καταθλιπτικά εκείνο το διάστημα στην Ευρώπη (με εξαίρεση την Ελβετία). Παρότι δε τα Συντάγματα αυτά δεν εφαρμόσθηκαν εν πολλοίς στην πράξη, άφησαν μια πολύτιμη παρακαταθήκη, την οποία θα αξιοποιήσει αργότερα η Επανάσταση του 1862, επανασυνδέοντας τον ελληνικό συνταγματισμό με τις δημοκρατικές καταβολές του Αγώνα αλλά και με τις πλέον προωθημένες ευρωπαϊκές ιδέες, όπως αυτές επανέκαμψαν ορμητικότερες με την Επανάσταση του 1848.
Θάσος, Σεπτέμβριος 2021
Γιώργος Χ. Σωτηρέλης
πρόεδρος του Ομίλου
«Αριστόβουλος Μάνεσης»