Η με ειδική επιφύλαξη νόμου προβλεπόμενη από το β’ εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 19 του ισχύοντος Συντάγματος[1] (που προστέθηκε για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1975) άρση του απόρρητου επικοινωνίας για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων αφορά καταρχήν όλα τα φυσικά πρόσωπα (έλληνες και αλλοδαπούς αλλά και τα νομικά πρόσωπα εκτός των ΝΠΔΔ). Η σύμφωνα με τα παραπάνω άρση του απόρρητου επικοινωνίας μπορεί να γίνει μετά από αίτημα της διοίκησης προς την δικαστική αρχή η οποία και αποφαίνεται. Εν προκειμένω επισημαίνεται ότι η εκδιδόμενη διάταξη από τον εισαγγελέα που έχει αποσπαστεί ειδικά στην ΕΥΠ (άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 3649/08) είναι πρόδηλα αντισυνταγματική στο βαθμό που προσβάλλει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή του νόμιμου φυσικού δικαστή που προβλέπεται στο άρθρο 8 παρ. 1[2] του ισχύοντος Συντάγματος. Αξίζει να αναφερθεί ότι σε περίπτωση άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, δεν απαιτείται αιτιολογία επιβολής της άρσης όπως αυτό απαιτείται για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων (άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 2225/1994[3]).
Όσον αφορά όμως τους βουλευτές που είναι όργανα-μέλη του συλλογικού οργάνου του κράτους, δηλαδή της βουλής, η άρση του απορρήτου επικοινωνίας που προβλέπεται στο προαναφερθέν άρθρο 19 παρ. 1 εδ. β’ του Συντάγματος, δεν μπορεί κατ’ ουδένα τρόπο να εφαρμοστεί στο βαθμό που τα άρθρα 61 και 62 του Συντάγματος κατοχυρώνουν τις βουλευτικές ασυλίες (οι οποίες ισχύουν και για τους ευρωβουλευτές σύμφωνα με το άρθρο 9 του 7ου πρωτοκόλλου της Σύμβασης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης – ΣΛΕΕ) και αποτελούν ειδικές συνταγματικές διατάξεις και ως τέτοιες υπερισχύουν εισάγοντας εξαιρέσεις από την γενική αρχή της ισότητας των πολιτών (άρθρο 4 παρ. 1 Σ), του δικαιώματος στην τιμή (αρ. 5 παρ. 2 Σ) και στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών (αρ. 26 Σ), απαιτουμένης αίτησης του εισαγγελέα στη βουλή για χορήγηση άδειας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα παραπάνω άρθρα 61 και 62 περί βουλευτικών ασυλιών, δεν υπόκεινται σε αναστολή ακόμη και υπό την ισχύ του νόμου περί κατάστασης πολιορκίας σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 48 του Σ ενώ αντίστοιχα το άρθρο αυτό προβλέπει τη δυνατότητα αναστολής του άρθρου 19 περί απορρήτου επικοινωνιών.
Συγκεκριμένα το άρθρο 61 του Σ που καθιερώνει το ανεύθυνο του βουλευτή στην παρ. 3, κατοχυρώνει και το βουλευτικό απόρρητο με την έννοια ότι ο βουλευτής δικαιούται να αρνηθεί να καταθέσει στις δικαστικές αρχές για πρόσωπα και πληροφορίες που τις δίνουν σε αυτόν ή τις παίρνει από αυτά κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Σε περίπτωση εφαρμογής της άρσης του απορρήτου του άρθρου 19 παρ. 1 εδ. β’, η διάταξη περί δικαιώματος άρνησης μαρτυρίας του άρθρου 61 παρ. 3 του Σ παραβιάζεται και δεν ισχύει αν και είναι ειδική συνταγματική διάταξη που αφορά βουλευτική ασυλία.
Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 62 απαγορεύεται οποιαδήποτε ανακριτική πράξη- και η άρση του απορρήτου επικοινωνίας συνιστά τέτοια- για συγκεκριμένο αδίκημα για το οποίο φέρεται να έχει υποπέσει ο βουλευτής στο βαθμό που θίγει το πρόσωπό του χωρίς προηγούμενη άδεια της βουλής. Είναι πρόδηλο ότι η άρση του απορρήτου της επικοινωνίας του βουλευτή από δημόσιους λειτουργούς της εκτελεστικής αλλά και δικαστικής λειτουργίας προσβάλλει κατάφωρα όχι μόνο το πρόσωπό του (του βουλευτή) αλλά νοθεύει και θέτει υπό επιτροπεία την όλη λειτουργία της βουλής και δυναμιτίζει την συνταγματικά κατοχυρωμένη λειτουργία του κοινοβουλευτικού συστήματος.
[1] Άρθρο 19 παρ. 1 εδ. β’ του Σ. «…Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων».
[2] Άρθρο 8 παρ. 1 του Σ. «Κανένας δεν στερείται χωρίς την θέλησή του τον δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος».
[3] Βλ. εκτενέστερα άρθρο Παλαμιώτη-Παπατόλια, «Το Σύνταγμα στη δίνη των υποκλοπών», σελ. 24 επ.
Ηλίας Νικολόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πάντειο