Την προβλεπόμενη από το Σύνταγμα διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας όλοι λιγότερο ή περισσότερο την γνωρίζουμε. Σε αυτήν την διαδικασία δεσπόζει η πρόβλεψη περί διάλυσης της Βουλής και προκήρυξης εκλογών αν δεν επιτευχθεί πλειοψηφία τουλάχιστον 3/5 υπέρ κάποιου υποψηφίου. Η σημερινή συγκυρία, κατά την οποία η αντιπολίτευση προεξοφλεί ότι θα καταψηφίσει οποιαδήποτε υποψηφιότητα προκειμένου να προκηρυχθούν εκλογές, αναδεικνύει το αδιέξοδο στο οποίο οδηγεί η κυρίαρχη ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του 32 Σ. Πράγματι, πρόκειται για μια αδιέξοδη ερμηνεία, αφού μέσω αυτής αναιρείται η συνταγματικά κατοχυρωμένη (53 παρ. 1 Σ) 4ετής κοινοβουλευτική θητεία αφενός, αφετέρου η διαδικασία εκλογής ΠτΔ μετατρέπεται σε ιδιότυπη πρόταση δυσπιστίας με κατώτατο όριο ευδοκίμησής της τη μειοψηφία των 2/5 και άμεση συνέπειά της την διάλυση της Βουλής. Με το παρόν άρθρο επιχειρείται μια ερμηνευτική συμπλήρωση του 32 Σ, η οποία θα το καταστήσει συμβατό με την αναζήτηση υπερκομματικού ΠτΔ αφενός, αφετέρου με τον χαρακτήρα του πολιτεύματος ως προεδρευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Μια πρώτη αμφισβήτηση της κυρίαρχης θέσης εκκινεί από την διαπίστωση ότι αν η Βουλή μπορεί να διαλύεται ανά πέντε έτη, καμία κοινοβουλευτική θητεία δε μπορεί να διαρκέσει –όπως προβλέπεται από το 53 Σ- για τέσσερα συνεχή έτη. Επομένως, δεδομένης της κανονιστικής ισοδυναμίας των διατάξεων του Σ, με ποιο κριτήριο επιλέγουμε το 32 Σ ως «υπέρτερο» του 53 Σ;
Εξάλλου, μελετώντας κανείς τα πρακτικά της Ολομέλειας της Επιτροπής για το Σύνταγμα του 1975, έρχεται αντιμέτωπος με δύο τάσεις: η πρώτη –κυβερνητική τότε προελεύσεως- πρότεινε εκλογές αν δε μπορεί να αναδειχθεί ΠτΔ με ενισχυμένη πλειοψηφία από την βουλή, ενώ η δεύτερη –υποστηριζόμενη από την τότε αντιπολίτευση- αντιτέθηκε σθεναρά στην διάλυση της Βουλής για την εκλογή ΠτΔ. Στόχος αμφοτέρων ήταν η ενίσχυση του κύρους του θεσμού του πτΔ μέσω της εκλογής μιας υπερκομματικής υποψηφιότητας. Ενδεικτικά η μειοψηφία σημείωνε ως αντεπιχειρήματα στην πρόταση της πλειοψηφίας τα εξής: α) δεδομένου ότι το πολίτευμα είναι η προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία και η Βουλή δεν διαλύεται όταν δε μπορεί να αναδείξει Πρωθυπουργό, γιατί να διαλύεται προκειμένου να εκλεγεί ΠτΔ; (Θ. μανάβης), β) η διάλυση της Βουλής δίνει την ευκαιρία στη μειοψηφία να προκαλέσει εκλογές πέρα από το σκοπό εύρεσης ενός υπερκομματικού ΠτΔ (Ν. Γαζής). Ο Πρόεδρος της Επιτροπής, Κ. Τσάτσος απάντησε ότι η εισαγωγή των εκλογών στην διαδικασία αποτελεί «ευκαιρία της μειοψηφίας να εξαναγκάσει την πλειοψηφία να υποταγεί στην εκλογή ΠτΔ κοινής εμπιστοσύνης». Από κανένα μέλος της Επιτροπής δεν φαίνεται να υπήρχε η πρόθεση απονομής στην αντιπολίτευση της «έμμεσης εξουσίας» επιβολής πρόωρων εκλογών. Άρα, η παρελκυστική χρήση του 32 Σ για άλλους σκοπούς πλην του διακηρυγμένου στο Σύνταγμα είναι αντίθετη στην ιστορική βούληση του συντακτικού νομοθέτη.
Η σημερινή περίσταση, όπου υποψήφιος ΠτΔ είναι μόνο ένας, τον οποίο δεν εγκρίνει μεν η αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά δεν αντιπροτείνει και κάποιον άλλο υποψήφιο, επαναλαμβάνεται στο μεταπολιτευτικό μας βίο για δεύτερη φορά. Η πρώτη ήταν το 1985 στην εκλογή Σαρτζετάκη, τον οποίο υπερψήφισαν από κοινού ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ με πλειοψηφία 3/5. Αν διαβάσει κανείς το 32 § 4δ’ Σ, παρατηρεί ότι γίνεται λόγος για πλείονες υποψηφίους ΠτΔ. Έτσι, οδηγούμαστε σε ένα επόμενο ερώτημα: είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα η παράλειψη στήριξης υποψηφίου ΠτΔ είτε από την κυβερνώσα πλειοψηφία είτε από την αξιωματική αντιπολίτευση; Το 1990 ο Κ. Μητσοτάκης με αφορμή την προεδρική εκλογή διέλυσε την οικουμενική κυβέρνηση στην οποία συμμετείχε η Νέα Δημοκρατία με την ελπίδα ότι έτσι θα εξασφάλιζε αυτοδυναμία, πολιτική σταθερότητα για μια 4ετία (αφού η εκλογή ΠτΔ θα γινόταν ξανά σε 5 χρόνια) και θα επέβαλλε ως ΠτΔ τον κομματικό του υποψήφιο με την απλή ή σχετική –απαιτούμενη μετεκλογικά- πλειοψηφία. Έτσι, αφού η ΝΔ κέρδισε τις εκλογές, κατάφερε να εκλέξει τον κομματικό υποψήφιο Κ. Καραμανλή με πλειοψηφία 153 ψήφων. Άρα, από τη στιγμή που το 32 Σ μπορεί παρελκυστικά να χρησιμοποιηθεί αμφίπλευρα για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, η κυρίαρχη ερμηνεία στερεί από το Σύνταγμα την κανονιστική του ισχύ καθιστώντας τον –συναγόμενο από τον Καταστατικό Χάρτη- υπερκομματικό ρόλο του ΠτΔ σε «συνταγματικό ευχολόγιο».
Άλλωστε, αν κινηθούμε αυστηρά βάσει γραμματικής ερμηνείας του 32 Σ, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι είναι στην διακριτική ευχέρεια τόσο της πλειοψηφίας όσο και της μειοψηφίας να μην προτείνει ΠτΔ. Άραγε, θα μπορούσε να ξεκινήσει ψηφοφορία χωρίς υποψήφιο; Κι ακόμα πιο πέρα, μήπως μέσω αυτής της ερμηνείας του 32 Σ δίνεται η δυνατότητα στην βουλή να καταργήσει de facto το αξίωμα του ΠτΔ παραλείποντας την πρόταση υποψηφίου τόσο πριν όσο και μετά τις εκλογές (που ίσως προκηρύσσονταν ελλείψει πλειοψηφίας 3/5 υπέρ κάποιου προσώπου). Το γεγονός, επομένως, ότι δεν ορίζεται στο Σύνταγμα ποιος οφείλει να προτείνει υποψήφιο ΠτΔ δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει τέτοια υποχρέωση.
Τουναντίον, η ασφαλέστερη -για την διασφάλιση του κύρους του συνταγματικού κειμένου όσο και του θεσμού του ΠτΔ- ερμηνεία του 32 Σ –σύμφωνα και με τις δηλώσεις του συντακτικού νομοθέτη, Κ. Τσάτσου- είναι η παραδοχή ότι τόσο η κυβερνώσα πλειοψηφία όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση οφείλουν να προτείνουν υποψηφίους ΠτΔ. Με αυτήν την ερμηνεία, αν η κυβέρνηση θέλει να αποφύγει τις εκλογές, η αντιπολίτευση θα έχει την ευκαιρία να «επιβάλλει» ΠτΔ.
Η προτεινόμενη ερμηνεία –καίτοι δεν είναι κυρίαρχη- επιτυγχάνει να συγκεράσει όσα η ακολουθούμενη πρακτική παρουσιάζει σαν ασυμβίβαστα: α) εκλέγεται ΠτΔ ευρύτατης αποδοχής (ενώ ο ΠτΔ μετά μετά τις εκλογές μπορεί να εκλεγεί και υποψήφιος με λιγότερες από 151 ψήφους), β) δεν υπάρχει αντίθεση με το 53 Σ και δεν αφήνονται περιθώρια μετάλλαξης της προεδρικής εκλογής σε ψήφο δυσπιστίας ή ακόμη και σε de facto αλλαγή του πολιτεύματος.
Pingback: Μια αιρετική ερμηνεία του άρθρου 32 Σ | Λίνα Παπαδοπούλου