Author Archives: admin

Παρουσίαση βιβλίου Νίκου Παπασπύρου

Πρόσκληση

Οι Εκδόσεις Αλεξάνδρεια και τα Public Συντάγματος
σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου τού

Νίκου Ι. Παπασπύρου

Τα μονοπάτια του ευρωπαϊκού συνταγματισμού
Διαδρομές και συναντήσεις της αγγλικής, γαλλικής
και γερμανικής παράδοσης πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο

Θα μιλήσουν οι:
Νίκος Αλιβιζάτος, Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
Χρήστος Ράμμος, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας
Φίλιππος Σπυρόπουλος, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
και ο συγγραφέας

Συντονίζει ο
Αναστάσιος-Ιωάννης Μεταξάς, Επίτιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου
Αθηνών

την Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017
στις 7:00 μ.μ., στα Public Συντάγματος,
Αίθουσα εκδηλώσεων
Καραγεώργη Σερβίας 1, Αθήνα

Πληροφορίες: Public Συντάγματος: 210 8181333

To BREXIT or not to BREXIT?

Ευάγγελος Νικολάου, σπουδαστής στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, υποψήφιος Δ.Ν.

Το 2011, με την ευρωζώνη να δοκιμάζεται από την κρίση χρέους στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, η πλειοψηφία των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεδίωξαν να εμβαθύνουν στον τομέα της οικονομικής και νομισματικής πολιτικής ώστε να ελαχιστοποιήσουν τις επιπτώσεις από ανάλογους κινδύνους στο μέλλον. Η κίνηση αυτή συνάντησε τη σθεναρή αντίσταση του Ηνωμένου Βασιλείου, αυτού του διαχρονικά «παράξενου εταίρου», που αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό κάθε προσπάθεια ομοσπονδιοποίησης, επιδεικνύοντας μία εμμονή στην περιφρούρηση της κρατικής του κυριαρχίας σε όσο το δυνατόν περισσότερους τομείς δράσης. Έτσι, αφού απέτυχε να εξασφαλίσει τις εγγυήσεις από τις οποίες εξήρτησε την αναγκαία συναίνεσή του, ο Βρετανός πρωθυπουργός David Cameron μπλόκαρε τη διαδικασία στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου του 2011.

Ωστόσο, η αρνησικυρία του Ηνωμένου Βασιλείου δεν κατέστη ικανή να ματαιώσει το εγχείρημα των υπολοίπων εταίρων του. Μπροστά στη βρετανική αδιαλλαξία όλοι τους, πλην αρχικά της Τσεχίας, επέλεξαν να παρακάμψουν το ενωσιακό πλαίσιο αναφoράς και να υλοποιήσουν τις επιδιώξεις τους με τη σύναψη μίας διακυβερνητικής συνθήκης για τη σταθερότητα, το συντονισμό και τη διακυβέρνηση στην ΟΝΕ. Έκτοτε, το δημοσιονομικό σύμφωνο, όπως έχει επικρατήσει να αποκαλείται, κατηγοριοποιήθηκε στο συλλογικό ευρωπαϊκό ασυνείδητο ως η πλέον απτή ένδειξη απομόνωσης του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ αποτέλεσε την αφορμή για την απαρχή μίας διαδικασίας αμφισβήτησης της σχέσης του με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή η διαδικασία επιτάθηκε έπειτα από τον περιώνυμο λόγο του Cameron στα κεντρικά γραφεία του Bloomberg στο Λονδίνο, με τον οποίο ο Βρετανός πρωθυπουργός δεσμεύτηκε πως, σε περίπτωση νίκης των συντηρητικών στις γενικές εκλογές του 2015, θα προκαλέσει δημοψήφισμα για την παραμονή της χώρας του στην ΕΕ, έπειτα από τη διαπραγμάτευση μίας «νέας διευθέτησης» που θα επιδιώξει για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου.

Η εκλογική νίκη της παράταξης του Cameron, σε συνδυασμό με την ενδυνάμωση ευρωσκεπτικιστικών πολιτικών σχηματισμών όπως το UKIP, έθεσε τις υποσχέσεις του σε τροχιά υλοποίησης. Έτσι, έπειτα από μία σειρά διμερών κυρίως επαφών με ευρωπαίους ομολόγους του, ο Βρετανός πρωθυπουργός απέστειλε επιστολή προς τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Donald Tusk, με την οποία ζήτησε μία νέα διευθέτηση για το Ηνωμένο Βασίλειο, δομημένη σε τέσσερις τομείς: την οικονομική διακυβέρνηση, την ανταγωνιστικότητα, την εθνική κυριαρχία και τη μετανάστευση. Έπειτα από εντατικές διαπραγματεύσεις, η σύνοδος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 18 και 19 Φεβρουαρίου 2016 κατέληξε στην ομόφωνη υιοθέτηση αυτής της διευθέτησης, ενώ το ζήτημα της παραμονής του Ηνωμένου Βασίλειου στην Ένωση παραπέμφθηκε να αποφασιστεί με δημοψήφισμα, που ορίστηκε για την 23η Ιουνίου 2016. 

Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, σχεδόν ένα μήνα έπειτα τη διενέργεια αυτού του δημοψηφίσματος, δεν γνωρίζουμε κάτι περισσότερο πέρα από το αποτέλεσμά του υπέρ της αποχώρησης. Tο άρθρο 50 ΣΕΕ δεν έχει ακόμα τυπικά ενεργοποιηθεί από το Ηνωμένο Βασίλειο, παρά την εκπεφρασμένη βούληση των ενωσιακών θεσμών η υλοποίηση της απόφασης του βρετανικού λαού να λάβει χώρα «το συντομότερο δυνατό», χωρίς καθυστέρηση. Όλοι οι εμπλεκόμενοι, στο Λονδίνο, τις Βρυξέλλες και τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, μοιάζουν να κινούνται σε αχαρτογράφητα νερά και να αναζητούν το βηματισμό τους μέσα σε μία διαδικασία πρωτόγνωρη για την Ένωση που, αν ολοκληρωθεί, πρόκειται να καταλήξει στην πρώτη εθελούσια αποχώρηση κράτους μέλους από τους κόλπους της. Μέσα σε ένα τέτοιο, ασταθές και ευμετάβλητο πολιτικό περιβάλλον, σκοπός της παρούσας συμβολής είναι να παρουσιάσει το πλαίσιο εντός του οποίου θα υλοποιηθεί μία πιθανή βρετανική έξοδος, επιχειρώντας παράλληλα να σκιαγραφήσει μερικά από τα αποτελέσματα που πρόκειται αυτή να επιφέρει.

 

Περιοδικό «Δικαιώματα του Ανθρώπου» – Ανακοίνωση – Ενημέρωση

Pages from 2013Aγαπητοί συνεργάτες, αγαπητοί φίλοι,
 
Θα ήθελα να σας ενημερώσω ότι έπειτα από πολλά  έτη συνεργασίας με τον εκδοτικό οίκο Αντ. Ν. Σάκκουλα, το περιοδικό Δικαιώματα του Ανθρώπου θα δημοσιεύεται από το έτος 2013 στις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ. Ήδη κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος Ν°57/2013 (δείτε τα περιεχόμενά του στο συνημμένο).
 
Θα ήθελα λοιπόν να σας πληροφορήσω ότι για όσους φίλους του περιοδικού επιθυμούν να εγγραφούν συνδρομητές για το 2013, στα πλαίσια μιας συνολικής προσπάθειας που καταβάλλουμε όλοι για  να συνεχιστεί η έκδοση του περιοδικού που μετρά ήδη 14 έτη, μπορούν να επικοινωνήσουν απευθείας με τον υπεύθυνο των εκδόσεων ΠΑΤΑΚΗ κ. Πέτρο Λαζαρίδη, τηλ. επικοιν. 210-3650082, 210-5205682email:plasarid@patakis.gr για να δώσουν τα στοιχεία επικοινωνίας τους.
Η ετήσια συνδρομή έχει οριστεί στα 80 ευρώ (4 τεύχη ανά έτος) και τα περιοδικά θα τα λαμβάνετε με κούριερ στη διεύθυνση που θα έχετε δηλώσει, ώστε να αποφεύγονται τυχόν απώλειες.
Σας ευχαριστώ πολύ εκ των προτέρων και είμαστε στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε διευκρίνιση.
 
ΚαθηγΠέτρος Παραράς

ΣτΕ (Ολομ.) 1685/2013 [Δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η έκτακτη εισφορά του Ν. 3758/2009 – μετά από παραπομπή με την ΣτΕ Β΄ τμ. 693/2011]

Συμβούλιο της Επικρατείας, Ολομέλεια, με σχόλιο Δ. Πατσίκα, Δικηγόρου-Μεταπτυχιακού Φοιτητή

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η έκτακτη οικονομική εισφορά του άρθρου 18 του ν. 3758/2009 δεν επιβάλλει απαγορευμένη αναδρομική φορολόγηση κατά την έννοια του άρθρου 78 Συντ., διότι δεν έχει ως αντικείμενο τα εισοδήματα φυσικών προσώπων και σχολαζουσών κληρονομιών του οικονομικού έτους 2008. Ο νομοθέτης απλώς έλαβε υπόψη του τα ενλόγω εισοδήματα ως τα πλέον πρόσφατα και ασφαλή στοιχεία διάγνωσης της (αυξημένης) φοροδοτικής ικανότητας, προκειμένου να εντοπίσει και να επιβαρύνει περισσότερο τους κατά τεκμήριο πλουσιότερους πολίτες, συνυπολογίζοντας περαιτέρω το γεγονός ότι κατά τη δημοσίευση του παραπάνω νόμου δεν είχε ολοκληρωθεί η υποβολή φορολογικών δηλώσεων για το οικονομικό έτος 2009. Με

αυτά τα δεδομένα, το ενλόγω κριτήριο δεν παρίσταται απρόσφορο και δεν αντίκειται στο Σύνταγμα (μειοψ.).

Συνταγματικά επιτρεπτή η επιβολή έκτακτης εισφοράς άνευ σχετικής εγγραφής στον τακτικό προϋπολογισμό. Από τις διατάξεις του άρθρου 79 Συντ. δεν εμποδίζεται ο κοινός νομοθέτης, όταν παρίσταται ανάγκη, να επιβάλλει κατά τη διάρκεια του έτους και νέα δημόσια βάρη, τα οποία δεν είχαν συμπεριληφθεί στον κρατικό προϋπολογισμό, στο μέτρο που δεν παραβιάζεται η παρ. 2 του άρθρου 78 Συντ. (μειοψ.).

Μη προσβολή της συνταγματικής αρχής της φορολογικής ισότητας και καθολικότητας του φόρου από την επιβολή της έκτακτης εισφοράς μόνο σε φυσικά πρόσωπα (και σχολάζουσες κληρονομίες). Η μη υπαγωγή σε αυτήν των νομικών προσώπων, τα οποία πάντως επιβαρύνθηκαν με αντίστοιχες έκτακτες εισφορές στα πλαίσια της ίδιας δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας, δεν υπερβαίνει τα όρια του νομοθέτη να καθορίζει με γενικά και αντικειμενικά κριτήρια τον ενδεδειγμένο τρόπο και χρόνο φορολόγησης των διαφορετικών κατηγοριών φορολογουμένων και επομένως δεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 5 Συντ. (μειοψ.).

 


ΣτΕ (Ολομ.) 1685/2013 [Δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η έκτακτη εισφορά του Ν. 3758/2009 – μετά από παραπομπή με την ΣτΕ Β΄ τμ. 693/2011]

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Απριλίου 2012, με την εξής σύνθεση: Π. Πικραμμένος, Πρόεδρος, Φ. Αρναούτογλου, Αθ. Ράντος, Αικ. Συγγούνα, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Χρ. Ράμμος, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Βηλαράς, Μ.–Ε. Κωνσταντινίδου, Π. Ευστρατίου, Μ. Γκορτζολίδου, Ιω. Γράβαρης, Γ. Τσιμέκας, Α. Ντέμσιας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Μ. Σταματελάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινός, Α. Καλογεροπούλου, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Α. Χλαμπέα, Δ. Μακρής, Μ. Πικραμένος, Β. Αναγνωστοπούλου-Σαρρή, Σύμβουλοι, Β. Κίντζιου, Ιω. Σύμπλης, Χρ. Μπολόφη, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Β. Αραβαντινός και Α. Καλογεροπούλου, καθώς και ο Πάρεδρος Ι. Σύμπλης μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.

Για να δικάσει την από 30 Ιουλίου 2010 αίτηση: του …, ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Γ. Μέντη (Α.Μ. 16463), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τη Χρ. Αυγερινού, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους,
και κατά των παρεμβαινόντων … .
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ’ αριθμ. 693/2011 παραπεμπτικής αποφάσεως του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 1123/2010 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Ο Εισηγητής, Σύμβουλος Ι. Γράβαρης, άρχισε τη συζήτηση της υποθέσεως με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία αποτελεί και την εισήγηση του Τμήματος.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πρώτο παρεμβαίνοντα ως δικηγόρο και τον πληρεξούσιο του δεύτερου παρεμβαίνοντος, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τις απόψεις τους υπέρ της αποδοχής της αίτησης, και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, η υπόθεση έχει παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου με την 693/2011 απόφαση του Β΄ Τμήματος.
2. Επειδή, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Π. Πικραμμένος, ο οποίος είχε προεδρεύσει της συνθέσεως του Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση επ’ ακροατηρίου, αλλ’ απεχώρησε στις 30.6.2011 αναπληρώθηκε κατά τη διάσκεψη της υποθέσεως από τον αρχαιότερο της συνθέσεως Αντιπρόεδρο Φ. Αρναούτογλου, ο δε Σύμβουλος Β. Αραβαντινός, αναπληρωματικό έως τότε μέλος της συνθέσεως, έλαβε μέρος στη διάσκεψη ως τακτικό μέλος. (Άρθρο 26 ν. 3719/2012, Α΄241, βλ. 2/2009 απόφ. Ολομ. εν συμβ. και 208Α/2012 πρακτικό διασκέψεως της Ολομέλειας του Δικαστηρίου.).
3. Επειδή, για την κρινόμενη αίτηση έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο .. .
4. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 1123/2010 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την εν λόγω απόφαση, αφού, κατ’ αποδοχήν εφέσεως του Δημοσίου, εξαφανίσθηκε η 18440/2009 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, απορρίφθηκε προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά του …/2009 εκκαθαριστικού σημειώματος του Προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Ψυχικού, με το οποίο επιβλήθηκε εις βάρος του έκτακτη εισφορά 10.000 ευρώ κατά το άρθρο 18 του ν. 3758/2009. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε γίνει δεκτή η προσφυγή του αναιρεσείοντος, είχε ακυρωθεί το εκκαθαριστικό σημείωμα, και είχε διαταχθεί η επιστροφή της καταβληθείσης ως άνω εισφοράς.
5. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 (Α΄8), όπως ίσχυε κατά την άσκηση της κρινόμενης αίτησης (6.8. 2010) μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 36 παρ. 2 του ν. 2721/1999 (Α΄112) και την τροποποίησή της με το άρθρο 35 παρ. 1 του ν. 3772/2009 (Α΄ 112), και προτού αντικατασταθεί εκ νέου με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄213, ισχύς για καταθέσεις από 1.1.2011), «Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ. […]. Κατ’ εξαίρεση, ασκείται παραδεκτώς αίτηση αναιρέσεως με αντικείμενο κατώτερο [από το ανωτέρω ποσό], όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως ότι: α) […] β) με αυτήν τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων. […]».
6. Επειδή, εν προκειμένω, το αντικείμενο της κρινόμενης αίτησης, ανερχόμενο, κατά τα προεκτεθέντα, στο ποσό των 10.000 ευρώ, υπολείπεται του κατωτάτου ορίου των 40.000 ευρώ που τάσσεται με την ανωτέρω διάταξη για το κατ’ αρχήν παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως. Ενόψει αυτού, ο αιτών προβάλλει με συγκεκριμένους, όπως απαιτεί η εν λόγω διάταξη, ισχυρισμούς που περιέχονται στο αναιρετήριο, ότι, μεταξύ άλλων, συντρέχει, κατά τη διάταξη αυτή, περίπτωση «σπουδαίου νομικού ζητήματος», ως εκ του οποίου δικαιολογείται, κατ’ εξαίρεση, η άσκηση της αιτήσεως. Από την εκτίμηση των ισχυρισμών αυτών και των στοιχείων στα οποία αναφέρονται, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων, με την προσφυγή του κατά του οικείου εκκαθαριστικού σημειώματος (ανωτ. σκέψη 4), αμφισβήτησε τη συνταγματικότητα των διατάξεων του άρθρου 18 του ν. 3758/2009, με βάση τις οποίες επιβλήθηκε η επίδικη έκτακτη εισφορά, από άποψη ιδίως αντικειμένου και αναδρομικότητας της φορολογίας (άρθρο 78 παρ. 1 και 2 Συντ.), φοροδοτικής ικανότητας, καθολικότητας του φόρου και φορολογικής ισότητας (άρθρο 4 παρ. 5 Συντ.), προέβαλε δε επίσης παράβαση του δικαιώματος προηγουμένης ακροάσεως. Ενόσω εκκρεμούσε η εν λόγω προσφυγή στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, η Αντεπίτροπος των Διοικητικών Δικαστηρίων, ενεργώντας κατ’ εντολή του Γενικού Επιτρόπου, ζήτησε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου αυτού, εν όψει του ότι είχαν ήδη κατατεθεί πολλές ανάλογες προσφυγές, τον κατά προτίμηση προσδιορισμό δικασίμου μιας εξ αυτών, ως «πρότυπης δίκης» κατά το εδάφιο θ του άρθρου 29 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988), όπως το εδάφιο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 39 παρ. 2 του ν. 3659/2008 (Α΄77), «ώστε μετά την αμετάκλητο επίλυση του ανακύπτοντος νομικού ζητήματος, να ακολουθήσει ο προσδιορισμός […] για τις λοιπές της αυτής κατηγορίας υποθέσεις […], στις οποίες τίθεται το αυτό νομικό ζήτημα […]». Κατόπιν αυτού, ορίσθηκε για την προσφυγή του αιτούντος σύντομη δικάσιμος και εκδόθηκε η πρωτόδικη απόφαση. Με την απόφαση αυτή η προσφυγή έγινε δεκτή με τη σκέψη ότι οι περί επιβολής της επίδικης έκτακτης εισφοράς ως άνω διατάξεις του ν. 3758/2009, έχοντας ως αντικείμενο το εισόδημα του έτους 2007, επιβάλλουν αναδρομικά φόρο κατά παράβαση του άρθρου 78 παρ. 2 του Συντάγματος. Η πρωτόδικη αυτή απόφαση, κατά τα προεκτεθέντα, εξαφανίσθηκε με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία κρίθηκε ότι οι πιο πάνω διατάξεις του ν. 3758 δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 4 ούτε το άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος. Και, ακόμα, ότι δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης του δικαιώματος προηγουμένης ακροάσεως. Με την κρινόμενη αίτηση ο αναιρεσείων επαναφέρει, ως λόγους αναιρέσεως, τους περί αντισυνταγματικότητας ως άνω ισχυρισμούς του. Εξ άλλου, για την επίδικη εισφορά δεν υπάρχει ακόμα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Υπό τα δεδομένα αυτά, τίθεται πράγματι με την κρινόμενη αίτηση «σπουδαίο νομικό ζήτημα», κατά την έννοια του άρθρου 53 παρ. 3 εδ. β του π. δ. 18/1989, όπως βασίμως, κατά τ’ ανωτέρω, προβάλλει ο αιτών, χωρίς, άλλωστε, να το αμφισβητεί το Δημόσιο, και, επομένως, παραδεκτώς, από την άποψη αυτή, ασκείται η εν λόγω αίτηση παρά το υπολειπόμενο του νομίμου ορίου αντικείμενό της.
7. Επειδή, η αίτηση ασκείται και κατά τα λοιπά παραδεκτώς.
8. Επειδή, στο άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2479/1997 (Α΄67) ορίζονται τα ακόλουθα:
«α. Σε δίκη ενώπιον […] της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας […], στην οποία, εν όψει των ισχυρισμών των διαδίκων ή της τυχόν παραπεμπτικής απόφασης, τίθεται θέμα αν διάταξη τυπικού νόμου είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα ή όχι, έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν παρέμβαση φυσικά ή νομικά πρόσωπα […] τα οποία δικαιολογούν έννομο συμφέρον σε σχέση με την κρίση του ζητήματος αυτού, εφόσον το αυτό ζήτημα εκκρεμεί σε δίκη ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή δικαστικού σχηματισμού του αυτού κλάδου δικαιοσύνης στην οποία είναι διάδικοι […]. Ο παρεμβαίνων με βάση το προηγούμενο εδάφιο νομιμοποιείται να προβάλει απόψεις και επιχειρήματα αναφερόμενα αποκλειστικά σε ζητήματα συνταγματικότητας που έχουν τεθεί. Η εκδιδόμενη απόφαση δεν παράγει έννομα αποτελέσματα για τον παρεμβαίνοντα αυτόν. […].».
Βάσει των διατάξεων αυτών παραδεκτώς, κατ’ αρχήν, παρεμβαίνουν εν προκειμένω ενώπιον της Ολομελείας οι Σ.Μ. και Α.Π., επικαλούμενοι εκκρεμείς προσφυγές τους στα Διοικητικά Πρωτοδικεία Πειραιώς και Αθηνών, αντιστοίχως, κατά εκκαθαριστικών σημειωμάτων με τα οποία τους επιβλήθηκε, όπως και στον αιτούντα, έκτακτη εισφορά κατά το άρθρο 18 του ν. 3758/2009. Από τους ισχυρισμούς τους όμως – περί ανισχύρου της εν λόγω εισφοράς- είναι ακουστοί μόνον όσοι αναφέρονται στα ζητήματα εκείνα συνταγματικότητας που έχουν τεθεί, κατά τ’ ανωτέρω, από τον αναιρεσείοντα – και εν συνεχεία από την παραπεμπτική απόφαση· όχι δε και εκείνοι που επεκτείνονται σε άλλα (πρβλ. και ΣτΕ, Ολομ., 1213/2010 κ.ά.).
9. Επειδή, στο άρθρο 78 του Συντάγματος ορίζεται, στην παρ. 1 ότι
«κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος»·
και στην παρ. 2 ότι
«φόρος ή άλλο οποιοδήποτε οικονομικό βάρος δεν μπορεί να επιβληθεί με νόμο αναδρομικής ισχύος που εκτείνεται πέρα από το οικονομικό έτος το προηγούμενο εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε».
10. Επειδή, στο ανωτέρω άρθρο 18 του ν. 3758/2009 («Εταιρείες Ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις και άλλες διατάξεις», Α΄68/5.5.2009), υπό τον τίτλο «Έκτακτη Οικονομική Εισφορά», ορίζονται τα εξής:
1.α. Επιβάλλεται έκτακτη εφάπαξ εισφορά στο εισόδημα των φυσικών προσώπων που φορολογούνται κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994), καθώς και στο εισόδημα σχολάζουσας κληρονομιάς. Επίσης στο εισόδημα των φυσικών προσώπων τα οποία φορολογούνται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 5 του Ζ΄ Ψηφίσματος του έτους 1975 (ΦΕΚ 23 Α΄). β. Για την επιβολή της εισφοράς λαμβάνεται υπόψη το συνολικό καθαρό εισόδημα, πραγματικό ή τεκμαρτό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο του φυσικού προσώπου ή της σχολάζουσας κληρονομιάς των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους 2008 εφόσον αυτό είναι εξήντα χιλιάδες ευρώ (60.000 €) και άνω. γ. Για την εξεύρεση του συνολικού εισοδήματος δεν προσμετρούνται τα εισοδήματα της παραγράφου 1 του άρθρου 14 και της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε.
2. Η έκτακτη εφάπαξ εισφορά καθορίζεται στο ποσό των χιλίων ευρώ (1.000 €) για ετήσιο συνολικό ατομικό εισόδημα από εξήντα χιλιάδες ένα ευρώ (60.001 €) έως ογδόντα χιλιάδες ευρώ (80.000 €), στο ποσό των δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 €) για εισόδημα από ογδόντα χιλιάδες ένα ευρώ (80.001 €) έως εκατό χιλιάδες ευρώ (100.000 €), στο ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000 €) για εισόδημα από εκατό χιλιάδες ένα ευρώ (100.001 €) έως εκατόν πενήντα χιλιάδες ευρώ (150.000 €), στο ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000 €) για εισόδημα από εκατόν πενήντα χιλιάδες ένα ευρώ (150.001 €) έως τριακόσιες χιλιάδες ευρώ (300.000 €), στο ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 €) για εισόδημα από τριακόσιες χιλιάδες ένα ευρώ (300.001 €) έως πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (500.000 €), στο ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (15.000 €) για εισόδημα από πεντακόσιες χιλιάδες ένα ευρώ (500.001 €) έως εφτακόσιες χιλιάδες ευρώ (700.000 €), στο ποσό των είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000 €) για εισόδημα από εφτακόσιες χιλιάδες ένα (700.001 €) έως εννιακόσιες χιλιάδες ευρώ (900.000 €) και στο ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων ευρώ (25.000 €) για εισόδημα άνω των εννιακοσίων χιλιάδων ένα ευρώ (900.001 €).
3.α. Η εισφορά του παρόντος βεβαιώνεται οίκοθεν από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που είναι αρμόδιος για τη φορολογία του φυσικού προσώπου ή της σχολάζουσας κληρονομιάς με βάση τους τίτλους βεβαίωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 74 του Κ.Φ.Ε. β. Για τον υπολογισμό της εισφοράς εκδίδεται εκκαθαριστικό σημείωμα, αντίγραφο του οποίου αποστέλλεται στον υπόχρεο. γ. Η προθεσμία άσκησης της προσφυγής ή υποβολής αίτησης για διοικητική επίλυση της διαφοράς, καθώς και η άσκηση της προσφυγής ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου, δεν αναστέλλει τη βεβαίωση και την είσπραξη της οφειλής που βεβαιώνεται κατά τις διατάξεις της παραγράφου 1. δ. Οι διατάξεις των άρθρων 66, 67, 68, 69, 70, 71, 74, 75, 84 και 85 του Κ.Φ.Ε., καθώς και του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α΄), όπως ισχύουν, εφαρμόζονται αναλόγως και για την επιβολή αυτής της εισφοράς, επιφυλασσομένων όσων ορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους. Η εισφορά που προκύπτει μετά από έλεγχο που διενεργείται από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μπορεί να επιβάλλεται και με το οικείο φύλλο ελέγχου της φορολογίας εισοδήματος.
4.α. Η εισφορά που επιβάλλεται με αυτόν το νόμο καταβάλλεται σε τρεις (3) ίσες διμηνιαίες δόσεις […] β. Υπόχρεος σε καταβολή της εισφοράς είναι το φυσικό πρόσωπο στο όνομα του οποίου βεβαιώνεται αυτή. […]».
11. Επειδή, η κατά τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 3758/2009 έκτακτη οικονομική εισφορά, επιβλήθηκε, όπως αναφέρεται στη σχετική αιτιολογική έκθεση, ως μέτρο αναγκαίο για την αντιμετώπιση των συνεπειών τής οικονομικής κρίσης, έτσι ώστε «να συνεισφέρουν περισσότερο τα υψηλότερα εισοδήματα», το δε ύψος της καθορίζεται, κατά τα προεκτεθέντα, στον ίδιο το νόμο, σε συγκεκριμένα ποσά που βαίνουν αυξανόμενα σε αντιστοιχία με κλιμάκια -υψηλών πράγματι (άνω των 60.000 ευρώ)- καθαρών εισοδημάτων, όπως αυτά έχουν προκύψει για το οικονομικό έτος 2008 από τους οικείους τίτλους και ανεξάρτητα εάν είναι ή όχι φορολογητέα κατά τη νομοθεσία περί φορολογίας τού εισοδήματος. Υπό τα δεδομένα αυτά, όπως παγίως έχει κριθεί σε ανάλογες περιπτώσεις επιβολής εκτάκτων εισφορών (ΣτΕ 1317, 1318/1979, Ολομ., 3098, 3653/1981, 3202/1982, 116, 2209, 3515/1983, 357/1984, επταμ., 3639/1984, 797, 2729/1986), η εν λόγω εισφορά δεν έχει ως αντικείμενο τα πιο πάνω εισοδήματα του οικονομικού έτους 2008, ώστε να τίθεται ζήτημα αναδρομικής φορολόγησής τους κατά την έννοια του άρθρου 78 του Συντάγματος. Απλώς, τα εισοδήματα αυτά, εν όψει και του ότι, όταν ανέκυψε η έκτακτη, λόγω της κρίσεως, δημοσιονομική ανάγκη, και επιβλήθηκε η επίμαχη εισφορά με τον δημοσιευθέντα στο ΦΕΚ Α΄ 68/5.5.2009 ως άνω νόμο, δεν είχε καν ολοκληρωθεί η υποβολή των σχετικών δηλώσεων, για το οικονομικό έτος 2009, θεωρήθηκαν -ευλόγως- από το νομοθέτη ως τα πλέον πρόσφατα ασφαλή στοιχεία διαγνώσεως της αυξημένης φοροδοτικής ικανότητας στην οποία απέβλεψε, απετέλεσαν, δηλαδή, το κριτήριο και, συνακόλουθα, τη βάση επιβολής της έκτακτης εισφοράς, έτσι ώστε και το ποσό που θα συγκεντρωνόταν να μπορεί να προϋπολογισθεί, και να επιβαρυνθούν με την εισφορά οι κατά τεκμήριο πλουσιότεροι πολίτες. Υπό τα δεδομένα δε αυτά, το εν λόγω κριτήριο δεν παρίσταται απρόσφορο ούτε αντίθετο με την αρχή της φοροδοτικής ικανότητας και δεν αντίκειται, συνεπώς, στο Σύνταγμα.
Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Γ. Παπαγεωργίου, Κ. Ευστρατίου, Ι. Γράβαρης, Γ. Τσιμέκας, Β. Αραβαντινός, Θ Αραβάνης, Δ, Μακρής, Μ. Πικραμένος και Β. Αναγνωστοπούλου–Σαρρή, καθώς και η Πάρεδρος Β. Κίντζιου, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη άποψη: Με τις παρατεθείσες ανωτέρω (σκέψη 10) διατάξεις του άρθρου 78 του Συντάγματος, αφ’ ενός μεν ορίζονται περιοριστικά τα στοιχεία που μπορούν ν’ αποτελέσουν τη βάση φορολογικής επιβάρυνσης (εισόδημα, περιουσία, δαπάνες ή συναλλαγές), αφ’ ετέρου δε απαγορεύεται απολύτως η αναδρομική φορολόγηση πέραν του «οικονομικού έτους» του προηγουμένου της επιβολής του φόρου. Χωρίς, σημειωτέον, από την απαγόρευση αυτή να χωρούν παρεκκλίσεις κατ’ επίκληση εξαιρετικών περιστάσεων. (Βλ. γνώμη πλειοψηφίας στη σκέψη 7 της ανωτέρω 693/2011 παραπεμπτικής απόφασης του Β΄ Τμήματος). Εξ άλλου, κατά την έννοια της αυτής συνταγματικής διατάξεως, ως «οικονομικό έτος» πέραν του οποίου δεν μπορεί να ανατρέξει η φορολογική ρύθμιση, θεωρείται το ημερολογιακό έτος που προηγείται εκείνου κατά το οποίο δημοσιεύεται ο σχετικός νόμος. (Βλ. ΣτΕ, Ολομ., 1865/1985 και έκτοτε παγίως: Μεταξύ άλλων, 209, 2983/1986, 1022, 5387/1987, 299/1988, 3192/1989, 1758/1992, 2818/1994, 650/1995, επταμ., 3205/1996, επταμ, 2860/2003, 1912/2009, Ολομ. Βλ. επίσης την ανωτ. 693/2011). Κατόπιν αυτών, η πιο πάνω διάταξη του άρθρου 18 του ν. 3758/2009, ορίζοντας ευθέως ότι η προβλεπόμενη με αυτήν έκτακτη εισφορά «επιβάλλεται στο εισόδημα των φυσικών προσώπων» (και των σχολαζουσών κληρονομιών) και ότι για τον υπολογισμό της «λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα […] των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους 2008», δηλαδή, όπως σαφώς προκύπτει από την εν λόγω διατύπωση αλλά και το σκοπό του νόμου, το εισόδημα του ημερολογιακού έτους 2007, επιβάλλει αναδρομικώς φόρο επί εισοδημάτων που έχουν προκύψει σε χρόνο προγενέστερο του προηγουμένου της δημοσιεύσεώς της έτους και είναι γι αυτό ανίσχυρη ως παραβιάζουσα το άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος. Τούτο ουδόλως μεταβάλλεται αν το εν λόγω εισόδημα του 2007, αντί να χαρακτηρισθεί αντικείμενο (όπως πράγματι είναι) της επίδικης εισφοράς, θεωρηθεί, κατά τ’ ανωτέρω, ως «κριτήριο» για την επιβάρυνση με αυτήν των οικονομικώς ευρωστοτέρων. Γιατί, το Σύνταγμα, καθορίζοντας, κατά τα προεκτεθέντα, περιοριστικά, στην παράγραφο 1 του άρθρου 78, τα στοιχεία που μπορεί να στηρίξουν την επιβολή φόρου, μεταξύ των οποίων και το εισόδημα, αποβλέπει στα στοιχεία αυτά ακριβώς ως κριτήρια διαγνώσεως φοροδοτικής ικανότητας (κατ’ άρθρ. 4 παρ. 5 Συντ.)· απαγορεύοντας όμως, απολύτως, κατά την παράγραφο 2, την αναδρομική, πέραν του έτους, χρησιμοποίησή τους.
12. Επειδή, στο άρθρο 79 (παρ. 1-4) του Συντάγματος ρυθμίζονται τα της ψηφίσεως του ετήσιου, «για το επόμενο έτος», κρατικού προϋπολογισμού, και ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι πρέπει να αναγράφονται σ’ αυτόν όλα τα έσοδα και τα έξοδα του κράτους και ότι αν για οποιονδήποτε λόγο είναι ανέφικτη η διοίκηση των εσόδων και εξόδων βάσει του προϋπολογισμού, αυτή ενεργείται με βάση ειδικό κάθε φορά νόμο. Από τις διατάξεις αυτές, οι οποίες αποσκοπούν στην καλή δημοσιονομική διαχείριση (ΣτΕ, Ολ. 3668/2006 κ.ά.), δεν εμποδίζεται ο κοινός νομοθέτης, όταν παρίσταται ανάγκη, να επιβάλλει κατά τη διάρκεια του έτους και νέα (μη προϋπολογισθέντα) δημόσια βάρη, στο μέτρο που αυτό επιτρέπεται από την προμνημονευθείσα συνταγματική διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 78. Συνεπώς, οι ως άνω διατάξεις περί επιβολής της επίδικης έκτακτης εισφοράς δεν είναι αντισυνταγματικές εκ μόνου του ότι δεν υπήρχε, κατά την ψήφιση του νόμου, σχετική εγγραφή στον οικείο τακτικό προϋπολογισμό, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Γ. Παπαγεωργίου, ο οποίος, εν όψει της γνώμης την οποία υποστήριξε στο προηγούμενο ζήτημα (ότι, δηλαδή, αντίκειται στο άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος η επιβολή της επίμαχης έκτακτης εισφοράς επί εισοδημάτων του ημερολογιακού έτους 2007), διετύπωσε την άποψη ότι, ακριβώς συνεπεία της αντιθέσεως αυτής προς το άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος, η επιβολή της εν λόγω μη προϋπολογισθείσης έκτακτης εισφοράς, σύμφωνα με την ως άνω δοθείσα ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 79 του Συντάγματος, αντίκειται και στις διατάξεις του άρθρου αυτού. 

 

 

 

13. Επειδή, κατά το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, «οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους.». Από τη διάταξη αυτή, με την οποία θεσπίζεται η αρχή της φορολογικής ισότητας και της καθολικότητας του φόρου, δεν αποκλείεται η διαφορετική φορολογική μεταχείριση κατηγοριών φορολογουμένων, εφ’ όσον η μεταχείριση αυτή δεν είναι αυθαίρετη αλλά στηρίζεται σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια ανταποκρινόμενα στις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε κατηγορίας, ενόψει και των εκάστοτε κοινωνικοοικονομικών συνθηκών. Παρέχεται δε ευρεία σχετική ευχέρεια στον κοινό νομοθέτη να διαμορφώνει το κατάλληλο, κατά την εκτίμησή του, φορολογικό σύστημα. (ΣτΕ 4354/1985, 1135/1991, επταμ., 3423/1991, 444/1995, επταμ., 2974/2001, επταμ. 3485/2007 κ.ά.).
14. Επειδή, η επίδικη έκτακτη εισφορά επεβλήθη, κατά τ’ ανωτέρω (σκέψη 10), με το ν. 3758/2009 (Α΄68/5.5.2009), σε υψηλά ετήσια εισοδήματα (60.000 ευρώ και άνω) φυσικών προσώπων και σχολαζουσών κληρονομιών, όχι δε και σε εισοδήματα νομικών προσώπων. Και τα τελευταία όμως αυτά, στο πλαίσιο της ίδιας οικονομικής συγκυρίας, υπήχθησαν σε αντίστοιχες έκτακτες εισφορές, αφ’ ενός μεν με το άρθρο 2 του ν. 3808/2009 («Έκτακτη οικονομική ενίσχυση κοινωνικής αλληλεγγύης, έκτακτη εισφορά κοινωνικής ευθύνης των μεγάλων επιχειρήσεων και της μεγάλης ακίνητης περιουσίας και άλλες διατάξεις», Α΄227/10.12.2009), αφ’ ετέρου δε με το άρθρο πέμπτο («έκτακτη εισφορά στα κέρδη των νομικών προσώπων») του ν. 3845/2010 («Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη – μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο», Α΄ 65/6.5.2010). Υπό τα δεδομένα αυτά, η μη υπαγωγή στην επίδικη εισφορά των εισοδημάτων των νομικών προσώπων δεν υπερβαίνει, πάντως, τα όρια της κατά την προηγούμενη σκέψη ευχέρειας του νομοθέτη να καθορίζει με γενικά και αντικειμενικά κριτήρια τον ενδεδειγμένο εκάστοτε τρόπο και χρόνο φορολόγησης διαφόρων κατηγοριών φορολογουμένων, και δεν παραβιάζει, ως εκ τούτου, το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση, ανεξάρτητα από τη λυσιτέλειά τους για τον αιτούντα, είναι εν πάση περιπτώσει απορριπτέα ως αβάσιμα.
[μειοψηφία] Αν και κατά τη γνώμη των Συμβούλων Ι. Γράβαρη και Β. Αραβαντινού, και της Παρέδρου Β. Κίντζιου, ο λόγος που υπαγόρευσε την εξαίρεση των νομικών προσώπων από την επιβολή της επίδικης «έκτακτης εφάπαξ» εισφοράς του ν. 3758/2009 ούτε από τη φύση του πράγματος προκύπτει ούτε αναδεικνύεται από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψηφίσεως της σχετικής διατάξεως, η οποία, σημειωτέον, εισήχθη ως τροπολογία-προσθήκη σε σχέδιο νόμου με άλλο αντικείμενο. Κατά τις σχετικές μάλιστα συζητήσεις στο Κοινοβούλιο προβλήθηκαν συγκεκριμένες αντιρρήσεις για την εξαίρεση των νομικών προσώπων, οι οποίες έμειναν αναπάντητες (βλ. Πρακτικά Βουλής, Συνεδρίαση Ολομέλειας ΡΙΒ΄/ 30.3.2009, σε συνδυασμό με την αιτιολογική έκθεση της κρίσιμης διάταξης, η οποία περιορίζεται να αναφέρει ότι «η επιβολή της έκτακτης οικονομικής εισφοράς κρίνεται αναγκαία για την αντιμετώπιση των συνεπειών της οικονομικής κρίσης», και ότι «με τον τρόπο αυτό, όσοι έχουν υψηλότερα εισοδήματα συνεισφέρουν περισσότερο στην αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης»). Αλλ’ ούτε και από τους μεταγενέστερους ως άνω νόμους μπορεί να δικαιολογηθεί η κρίσιμη εξαίρεση. Γιατί, όπως προκύπτει από τις ρυθμίσεις και τις αιτιολογικές εκθέσεις των εν λόγω νόμων, οι επίσης «έκτακτες εφάπαξ» εισφορές που επεβλήθησαν με αυτούς, σε εισοδήματα οικονομικών ετών μεταγενέστερων του ενδίκου (2009 και 2010), άσχετα αν υπαγορεύθηκαν από συνέπειες της ίδιας, συνεχιζόμενης, οικονομικής κρίσης, είχαν σκοπό να καλύψουν ανάγκες που ανέκυψαν ή που, εν πάση περιπτώσει, διαγνώσθηκαν και εκτιμήθηκαν το πρώτον μετά το ν. 3758. Ως εκ τούτου δε, οι νεότεροι αυτοί νόμοι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν σύστημα ρυθμίσεων με το ν. 3758, ώστε η φορολόγηση με αυτούς των νομικών προσώπων να «εξηγεί» την αρχική τους εξαίρεση. (Εξ άλλου, «έκτακτη εφάπαξ εισφορά» επεβλήθη εκ νέου και στα φυσικά πρόσωπα με το άρθρο 5 του ν. 3833/2010, Α΄40/15.3.2010). Κατόπιν αυτών, σύμφωνα με τη μειοψηφήσασα αυτή γνώμη, η επιβολή της επίδικης εισφοράς σε μόνα τα φυσικά πρόσωπα (και τις σχολάζουσες κληρονομιές), κατά παράλειψη των νομικών προσώπων, αντίκειται στην αρχή της φορολογικής ισότητας και της καθολικότητας του φόρου και καθιστά και εκ του λόγου τούτου ανίσχυρη τη σχετική ρύθμιση, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση. Χωρίς, άλλωστε, η προβολή του σχετικού λόγου να είναι αλυσιτελής για τον αιτούντα, αφού συνέπεια της ανωτέρω αντισυνταγματικότητας θα ήταν η επανεξέταση από το νομοθέτη του ζητήματος των υποκειμένων της επίδικης εισφοράς με ενδεχόμενη επιβολή της (και) σε νομικά πρόσωπα και συνακόλουθη ελάφρυνση των φυσικών προσώπων.
15. Επειδή, στο πλαίσιο της ως άνω, κατ’ άρθρ. 4 παρ. 5 του Συντάγματος, ευρείας ευχέρειας του νομοθέτη να θεσπίζει φορολογικές ρυθμίσεις σε συνάρτηση με τη φοροδοτική ικανότητα των φορολογουμένων, είναι, κατ’ αρχήν, συνταγματικώς ανεκτό το προβλεπόμενο στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 18 παρ. 2 του ν. 3758/2009 σύστημα καθορισμού του ύψους της επίδικης έκτακτης εισφοράς ανά κλιμάκιο εισοδήματος, με το ποσό της εισφοράς να αυξάνει κατά τη μετάβαση από χαμηλότερο σε υψηλότερο κλιμάκιο. Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης στα όρια των προβλεπόμενων κλιμακίων έχει ως αποτέλεσμα να καταλείπεται μετά τη φορολογία μεγαλύτερου εισοδήματος, διαθέσιμο ποσόν μικρότερο του καταλειπομένου μετά τη φορολόγηση μικρότερου εισοδήματος και ότι, ως εκ τούτου, επέρχεται «ανισότητα της δημοσιονομικής θυσίας». Ο λόγος όμως αυτός είναι, πάντως, απορριπτέος, καθώς δεν προβάλλεται από τον αναιρεσείοντα ότι η φορολόγηση εν προκειμένω του ένδικου εισοδήματός του συνιστά τέτοια περίπτωση (Πρβλ. ΣτΕ 437/1995 

 

 

 

 

, επταμ.). Εξ άλλου, ο ειδικότερος ισχυρισμός περί άνισης φορολόγησης του εισοδήματός του εντός του οικείου κλιμακίου, λόγω φθίνουσας προοδευτικότητας του φόρου, είναι εν πάση περιπτώσει απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον, συνιστάμενος στο μερικότερο τούτο ζήτημα της επίδικης περιπτώσεως, προβάλλεται το πρώτον με το υπόμνημα που αυτός κατέθεσε μετά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του Τμήματος.

16. Επειδή, όπως προελέχθη, (σκέψη 10), σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ. 1 περ. β και γ του ν. 3758/2009, αντικείμενο της επίδικης εισφοράς αποτελεί το «συνολικό καθαρό εισόδημα» των δηλώσεων οικονομικού έτους 2008, «φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο», εξαιρέσει των εισοδημάτων της παραγράφου 1 του άρθρου 14 και της περίπτωσης γ της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος. (Πρόκειται, αντιστοίχως, για την αυτοτελή φορολόγηση αποζημιώσεων στο πλαίσιο μισθωτών υπηρεσιών και την απαλλαγή ορισμένων εφάπαξ ασφαλιστικών παροχών). Όπως συνάγεται από τις διατάξεις αυτές, στην επίδικη εισφορά, πλην των συγκεκριμένων ως άνω εξαιρέσεων, υπόκειται κάθε έσοδο που εμπίπτει, κατ’ αρχήν, στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, άρα και οι «αυτοτελώς φορολογούμενες ειδικές περιπτώσεις» των άρθρων 11 κ.επ. αυτού. Συνεπώς, ισχυρισμός που είχε προβάλει ο αιτών με την προσφυγή του ότι δεν έπρεπε να υπαχθεί στην εισφορά «ποσό 55.720,13 ευρώ που αφορά αυτοτελώς φορολ. ποσά», χωρίς να διευκρινίζει ειδικότερα τη φύση των εν λόγω ποσών, δεν ήταν ουσιώδης και ορθώς κατ’ αποτέλεσμα δεν ελήφθη υπ’ όψη από το διοικητικό εφετείο, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
Ομοίως, παράπονα της κρινόμενης αίτησης σχετικά με τον ενιαίο τρόπο εμφανίσεως στις οικείες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, αφ’ ενός μεν των αυτοτελώς φορολογουμένων εσόδων των υπαγομένων στην εισφορά, αφ’ ετέρου δε των κατά τ’ ανωτέρω εξαιρουμένων από αυτήν, έτσι ώστε τα τελευταία να μη διακρίνονται και να υπόκεινται, ως μη έδει, σε εισφορά, προβάλλονται άνευ εννόμου συμφέροντος, καθώς ο αναιρεσείων δεν ισχυρίζεται ούτε προκύπτει ότι στα ένδικα εισοδήματά του περιλαμβάνονται και τέτοια εξαιρούμενα της εισφοράς έσοδα. Εξ άλλου, το ότι τα υποκείμενα στην εισφορά ως άνω αυτοτελώς φορολογούμενα έσοδα δηλώνονταν, όπως ισχυρίζεται ο αιτών, προαιρετικώς στις αντίστοιχες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, δεν άγει, από πλευράς επιβολής της επίδικης εισφοράς, σε άνιση ευνοϊκή μεταχείριση όσων δεν προέβησαν σε σχετική δήλωση, αφού και στους τελευταίους, πάντως, «βεβαιώνεται οίκοθεν» η εισφορά κατόπιν ελέγχου (παρ. 3 περ. α, β και δ ανωτ. άρθρου 18 ν. 3758). Συνεπώς, και ο περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
17. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999), δεν επιβάλλεται η κατά τις διατάξεις αυτές προηγούμενη ακρόαση του ενδιαφερομένου, όταν το σε βάρος του διοικητικό μέτρο δεν συνδέεται κατά νόμον με υποκειμενική του συμπεριφορά αλλά λαμβάνεται βάσει αντικειμενικών δεδομένων. (Παγία η νομολογία, βλ., μεταξύ άλλων, ΣτΕ 1505/2010, 4254/2009, 2968/2007). Τέτοια είναι, κατ’ αρχήν, και η περίπτωση της επίδικης εισφοράς, η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, επιβάλλεται βάσει των δεδομένων των οικείων δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος. Ορθώς, επομένως, απερρίφθη εν προκειμένω από το διοικητικό εφετείο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος κατά τον οποίο πριν από την έκδοση του επίδικου εκκαθαριστικού σημειώματος έπρεπε σε κάθε περίπτωση να κληθεί σε ακρόαση κατά τις ανωτέρω διατάξεις, αντιστοίχως δε απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο προβαλλόμενος ήδη περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως. Κατά το μέρος, άλλωστε, που με το λόγο αυτό προβάλλεται ότι η υποχρέωση προηγουμένης ακροάσεως επιβαλλόταν ειδικότερα από την, κατά τον αιτούντα, ανάγκη να διευκρινισθεί ποιά από τα δηλωθέντα ως αυτοτελώς φορολογούμενα εισοδήματα ήσαν από εκείνα που απαλλάσσονται από την επίδικη εισφορά (βλ. προηγούμενη σκέψη), ο λόγος είναι, πάντως, απορριπτέος ελλείψει εννόμου συμφέροντος, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, ούτε προβάλλεται ούτε προκύπτει ότι ο αναιρεσείων είχε δηλώσει εν προκειμένω τέτοια απαλλασσόμενα της εισφοράς εισοδήματα.
18. Επειδή, κατόπιν αυτών, και δεδομένου ότι δεν προβάλλονται άλλοι λόγοι αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση, όπως και οι πιο πάνω παρεμβάσεις, πρέπει ν’ απορριφθούν στο σύνολό τους.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Απορρίπτει τις παρεμβάσεις των Σ.Μ. και Α.Π.
Επιβάλλει συμμέτρως στον αιτούντα και τους παρεμβαίνοντες τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Δεκεμβρίου 2012 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 25ης Απριλίου 2013.
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Φ. Αρναούτογλου Μ. Παπασαράντη
===========================

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Δημήτρη Πατσίκα,

Δικηγόρου, ΜΠΣ Δημοσίου Δικαίου, Νομική Σοχλή ΑΠΘ

[Αναδημοσίευση από περιοδικό «Αρμενόπουλος», 2013, σ. 1332 επ.]

 

Συνταγματική η έκτακτη εισφορά του ν. 3758/2009:

Δημοσιονομική εξυγίανση με «παρωχημένη» νομολογία;

 

Με τη σχολιαζόμενη απόφαση της Ολομέλειας κρίθηκε ότι δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η θεσπισθείσα με το ν. 3758/2009 έκτακτη εισφορά στο εισόδημα φυσικών προσώπων και σχολαζουσών κληρονομιών. Η Ολομέλεια διαφοροποιείται σε σχέση με την παραπεμπτική του Β΄ Τμήματος σε επταμελή σύνθεση, η οποία είχε αποφανθεί περί της αντισυνταγματικότητας της ενλόγω έκτακτης εισφοράς (ΣτΕ 693/2011, Αρμ 2011.820, με παρατηρήσεις Γ. Τσούγκου).

Στο επίμαχο ζήτημα της αναδρομικής φορολόγησης, το Δικαστήριο παρακάμπτει τον σκόπελο που υψώνει το άρθρο 78 Συντ., επικαλούμενο την πάγια πλην «παρωχημένη» -σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό της πλειοψηφίας στη ΣτΕ 693/2011- νομολογία (βλ. ιδίως ΟλΣτΕ 1317/1979, ΝοΒ 1979.1389 και ΟλΣτΕ 1318/1979, ΝοΒ 1979.1198). Εν προκειμένω, θεωρεί ότι τα εισοδήματα του οικονομικού έτους 2008 – ημερολογιακού έτους 2007 δεν αποτέλεσαν το αντικείμενο της επιβολής της σχετικής έκτακτης εισφοράς, ώστε να τίθεται θέμα απαγορευμένης αναδρομικότητας, αλλά το κριτήριο για τον εντοπισμό των πλουσιότερων πολιτών. Προς επίρρωση αυτού του ισχυρισμού, η πλειοψηφία χρησιμοποιεί ένα πραγματικό επιχείρημα: κατά το χρόνο δημοσίευσης του νόμου, με τον οποίο επιβλήθηκε η επίδικη δημοσιονομική επιβάρυνση (στις 5.5.2009), δεν είχε ολοκληρωθεί καν η υποβολή των φορολογικών δηλώσεων για το οικονομικό έτος 2009, που αφορούν εισοδήματα του 2008. Συνεπώς, ορθά ο νομοθέτης έλαβε υπόψη τα εισοδήματα του ημερολογιακού έτους 2007 ως «τα πλέον πρόσφατα ασφαλή στοιχεία διαγνώσεως της αυξημένης φοροδοτικής ικανότητας».

Δογματικά συνεπέστερη παρουσιάζεται η γνώμη της μειοψηφίας δέκα μελών του Δικαστηρίου, οι οποίοι ακολουθώντας τη γραμματική και ιστορική ερμηνεία του Συντάγματος υποστηρίζουν ότι αντικείμενα επιβολής φόρου, και επομένως κριτήρια φοροδοτικής ικανότητας, είναι αυτά που περιοριστικά καθορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 78 Συντ. Σημειώνουν δε ότι, κατά την ερμηνεία της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή έχει επανειλημμένως υιοθετηθεί από το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο (βλ. ενδεικτικώς ΟλΣτΕ 1912/2009, ΕΔΚΑ 2009.807), ως «οικονομικό έτος» πέραν του οποίου απαγορεύεται απολύτως η αναδρομική φορολόγηση, θεωρείται το ημερολογιακό έτος που προηγείται εκείνου κατά το οποίο δημοσιεύθηκε ο σχετικός νόμος. Συνακόλουθα, η μειοψηφία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση αντίκειται στις παραπάνω διατάξεις, εφόσον τη στιγμή της δημοσίευσής της θα ήταν συνταγματικά επιτρεπτό να επιβληθεί φόρος ή άλλο οικονομικό βάρος μόνο στα εισοδήματα του 2008, χωρίς μάλιστα να διαδραματίζει κανένα ρόλο ο χαρακτηρισμός τους –αν θεωρηθούν αντικείμενο της εισφοράς ή απλώς κριτήριο για την ανεύρεση των πιο εύρωστων φορολογούμενων.

Πάντως, η υπό εξέταση απόφαση της Ολομέλειας, παρότι οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα με τη μειοψηφία της παραπεμπτικής, θα πρέπει ενμέρει να επιδοκιμαστεί διότι αποφεύγει τη ρητή επίκληση των εξαιρετικών συνθηκών και του «πλήρους δημοσιονομικού εκτροχιασμού» ως λόγου ελαστικοποίησης της κανονιστικής ισχύος του άρθρου 78 παρ. 2 Συντ. Άλλωστε, η ισχυρή εκείνη μειοψηφία, που υπήρξε μια από τις πιο πολυσυζητημένες των τελευταίων ετών, δέχτηκε την αυστηρή κριτική της θεωρίας (βλ. μεταξύ άλλων Κ. Γιαννακόπουλου, Το δημόσιο συμφέρον υπό το πρίσμα της οικονομικής κρίσης, ΕφημΔΔ 2011.100 και Ι. Μαθιουδάκη, Μετασχηματισμοί του ταμειακού συμφέροντος του Δημοσίου σε περίοδο έντονης οικονομικής κρίσης, ΕφημΔΔ 2011.478).

Τώρα, το Δικαστήριο αρκείται μόνο στην (επ)αναφορά της παλαιότερης νομολογίας του γύρω από το ζήτημα της αναδρομικής φορολογίας, προκειμένου με αυτόν τον εύσχημο τρόπο να αποφανθεί υπέρ της συνταγματικότητας του ενλόγω μέτρου. Βεβαίως, είναι σαφές και αναπόφευκτο ότι -έστω ανομολόγητα- συνυπολογίζει το δημοσιονομικό κόστος και τις πιθανές επιπτώσεις της απόφασής του: εφόσον κρινόταν αντισυνταγματική η επίδικη εισφορά, τότε το Δημόσιο θα υποχρεωνόταν να επιστρέψει περί τα 300 εκατ. ευρώ που εισέπραξε (βλ. Αντ. Σκλία, Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα και η επίδρασή της στη δικανική σκέψη, ΕφημΔΔ 2012.81 επ.). Σε κάθε περίπτωση, η τρέχουσα συγκυρία φαίνεται ότι συνεχίζει να επηρεάζει σοβαρά τη νομολογία της αποκαλούμενης «εποχής των μνημονίων». Ο κίνδυνος που ελλοχεύει, όμως, από τις πρόσφατες σχετικές με τα δημοσιονομικά αποφάσεις είναι η παγίωση της πρακτικής του κοινού νομοθέτη να τηρεί και να ερμηνεύει το Σύνταγμα κατά το δοκούν, θέτοντας ως (μοναδικό;) υπέρτατο σκοπό τη δημοσιονομική εξυγίανση της χώρας.

Έγκλημα μίσους: Μια κριτική φεμινιστική προσέγγιση

Μαριάνθη – Ελένη Διαμαντοπούλου, Φοιτήτρια Νομικής ΑΠΘ

Η παρούσα εργασία αποτελεί μια απόπειρα να σκιαγραφηθεί η έννοια του εγκλήματος μίσους, η οποία παίζει νευραλγικό ρόλο στην άσκηση πολιτικής στα σύγχρονα καπιταλιστικά κράτη, καθώς και μια κριτική προσέγγιση του θεσμού, τόσο μέσα από μια  συγκριτική ανάλυση της εφαρμογής του στο εξωτερικό, όσο και μέσα από την επιλεκτική παράθεση απόψεων της θεωρίας διεθνώς, που εκφράζουν έναν αξιόλογο αντίλογο. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται, μέσα από τη χρήση παραδειγμάτων και παραπομπών, στις κατηγορίες των εγκλημάτων μίσους λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού, καθώς και σε ζητήματα φύλου που ανακύπτουν.

Η έννοια του εγκλήματος μίσους εγείρει σοβαρές και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες προβληματικές γύρω από ποινικού δικαίου ζητήματα  – κυρίως στις έννομες τάξεις εκτός του αγγλοσαξονικού τόξου, σαν την ελληνική – , όπως αυτά της επιμέτρησης της ποινής, της «χρωματισμένης» έννοιας του κινήτρου και των ορίων του, καθώς και του προστατευόμενου έννομου αγαθού. Πολλές είναι ακόμη οι αντιρρήσεις ως προς την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας όταν επιβάλλονται βαρύτερες ποινές λόγω τέλεσης ενός εγκλήματος μίσους, αλλά και ως προς την αξίωση για δίκαιη ανταπόδοση (just dessert) – η οποία υποστηρίζεται από ορισμένους θεωρητικούς. Ωστόσο, δεν είναι στους σκοπούς της γράφουσας να καταπιαστεί με αυτά τα θέματα με την απαιτούμενη συνέπεια, παρά μόνον ακροθιγώς και για τις ανάγκες της εργασίας.

Στην Ελλάδα εισήχθη για πρώτη φορά το 2008 στον ποινικό κώδικα το άρθρο 79§3, τελευταίο εδάφιο, που τυποποιούσε το «έγκλημα μίσους» και όριζε ότι: «Η τέλεση της πράξης από μίσος εθνικό, φυλετικό, θρησκευτικό ή μίσος λόγω διαφορετικού γενετήσιου προσανατολισμού κατά του παθόντος συνιστά επιβαρυντική περίσταση». Το 2013, με το άρθρο 66 του ν.4139/2013, η διάταξη αυτή τροποποιήθηκε ως εξής: «Η τέλεση της πράξης από μίσος προκαλούμενο λόγω της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας,  των γενεαλογικών καταβολών, της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής ή του σεξουαλικού  προσανατολισμού ή της ταυτότητας φύλου του παθόντος συνιστά επιβαρυντική περίσταση και η  ποινή δεν αναστέλλεται». Αποτελεί λυπηρό γεγονός πως η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμοστεί ποτέ από τα ελληνικά δικαστήρια, ούτε έχει αναλυθεί -παρά μόνο κατ’ εξαίρεση και ανεπαρκέστατα- από τη νομική θεωρία.

Η σε ανύποπτους χρόνους εναλλαγή στα γένη των αφηρημένων προσώπων που ακολουθείται στο κείμενο είναι ηθελημένη.

Η πρόκληση της αναθεώρησης του Συντάγματος

Ινστιτούτο Στρατηγικών και Αναπτυξιακών Μελετών – ΙΣΤΑΜΕ «Ανδρέας Παπανδρέου», Χριστίνα Μ. Ακριβοπούλου & Νίκος Κ. Παπαχρήστος (επιμ), Συνέδριο 25-26.02.2013, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: εκδ. Σάκκουλα 2013

2013.ΙΣΤΑΜΕ.anatheorisiH παρούσα πολιτική και κοινωνική κρίση θέτει στο προσκήνιο με ιδιαίτερη ένταση το ζήτημα του εκσυγχρονισμού των θεσμών, της καλύτερης λειτουργίας του πολιτεύματος και της δημόσιας διοίκησης. Πέντε χρόνια μετά την αναθεώρηση του 2008 η δυνατότητα μιας νέας αναθεώρησης του συνταγματικού κειμένου παρέχει το έδαφος για μια συζήτηση επί του συνόλου της συνταγματικής ύλης.  Το συλλογικό έργο ‘Η πρόκληση της αναθεώρησης του Συντάγματος’ θέτει τις βάσεις για ένα διάλογο επί κρίσιμων θεσμικών και πολιτειακών ζητημάτων. Μέσα από τις δεκαέξι συμβολές που εμπεριέχονται στον τόμο αυτό αναλύονται όλα τα κρίσιμα ζητήματα που απασχολούν σήμερα την πολιτική και συνταγματική επικαιρότητα. Ειδικότερα, αναλύονται διεξοδικά μεταξύ άλλων η ανάγκη εισαγωγής ενός αποτελεσματικότερου συστήματος ελέγχου της ποινικής και κοινοβουλευτικής ευθύνης των μελών της κυβέρνησης, οι προοπτικές και η δυνατότητα μεταβολής του ισχύοντος εκλογικού πλαισίου, ο εκσυγχρονισμός της παιδείας, οι μεταρρυθμίσεις στο πεδίο της δημόσιας διοίκησης, η ενίσχυση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, καθώς και η δυνατότητα εισαγωγής στοιχείων άμεσης ή και προεδρικής δημοκρατίας στο ελληνικό πολιτικό σύστημα.

Καταχώρηση: 22-07-2013     Κατηγορία: ΒΙΒΛΙΑ    

Η φαντασίωση της δύναμης Η πράξη νομοθετικού περιεχομένου για την ΕΡΤ και η υποτίμηση της Βουλής

Γιάννης Ζ. Δρόσος, αναδημοσίευση από το ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ http://www.metarithmisi.gr/el/readAuthors.asp?authorID=319&page=1&textID=20017&sw=1280

DROSOS_2013_4_15_17_8_33_sΔεν ήταν τόσο για την ΕΡΤ. Ήταν η περίφημη Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, με την οποία εξουσιοδοτήθηκαν Υπουργοί να καταργήσουν την ΕΡΤ –μια αξιοθρήνητη μίμηση του Ermächtigungsgesetz, του διαβόητου εξουσιοδοτικού νόμου με τον οποίο η ελεγχόμενη από τους Ναζί βουλή, με την σύμπραξη και άλλων «υπευθύνων» κομμάτων, όχι όμως των σοσιαλδημοκρατών, εξουσιοδότησε στις 24 Μαρτίου 1933 τον Χίτλερ να αποφασίζει ό,τι θέλει. Ελεγχόμενη, μπροστά σε δεινότατα διλήμματα και σε μέγα κοινωνικό χάος, χωρίς τους ήδη απαγορευμένους κομμουνιστές, αλλά η βουλή: όχι ένα τμήμα της κυβέρνησης που ως προς την έκδοση της εξουσιοδοτικής Πράξης δεν απηχούσε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Η Πράξη ήταν περιττή: Ο ν. 4002/2011 επιτρέπει ρητά την κατάργηση της ΕΡΤ, με απόφαση των ίδιων Υπουργών που τελικώς την κατάργησαν, με παράλληλη αντικατάστασή της όμως από νέο δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα και διατήρηση μόνον του αληθινά αναγκαίου προσωπικού. Χωρίς την υποστολή της εθνικής ραδιοτηλεοπτικής μας σημαίας όμως, δηλαδή χωρίς το –και παράνομο κατά το Συμβούλιο της Επικρατείας- σκοτεινό πέπλο. Ο νόμος προβλέπει πάνω-κάτω αυτό που τελικά πάει να γίνει. Τότε γιατί η Πράξη;


Ο Προκόπης Παυλόπουλος παρατήρησε ότι «αυτοί που εισηγήθηκαν στον Πρωθυπουργό να κλείσει την ΕΡΤ και να την ανοίξει τον Σεπτέμβριο έπρεπε πρώτα να έχουν διαβάσει το Σύνταγμα». Μάλλον είχαν διαβάσει το Σύνταγμα, και το αγνόησαν. Αντ΄ αυτού επιχείρησαν ένα αφελές, εξαιρετικά επικίνδυνο όμως, θεσμικό πραξικόπημα της πυτζάμας. Με colpo redicolo που σε φαντασίωση ισχύος το πέρασαν για colpo grosso παγίδευσαν τον Πρωθυπουργό στην μέση μιας δύσκολης, αλλά ανοδικής πορείας της χώρας, παγίδευσαν την Νέα Δημοκρατία σε μία πρακτική που δεν της αξίζει, παγίδευσαν την κυβέρνηση σε μία κατάσταση που δεν προκάλεσε αυτή και λίγο έφθασε να παγιδεύσουν την χώρα στην ηλιθιωδέστερη εκλογική μάχη της ιστορίας της, παρ΄ ολίγο δε και την Ευρώπη με ένα θεσμικό Σεράγιεβο. Ευτυχώς σκόνταψανε. Όλοι οι άλλοι έδειξαν την ωριμότητα που τους αναλογεί: η ίδια η Νέα Δημοκρατία, αμήχανα και επώδυνα, απέρριψε πρακτικό το αποτέλεσμα του θεσμικού pronunciamento (αυτό σημαίνουν οι δραματικές διαδεχόμενες μεταβολές των προτάσεών της για την ΕΡΤ), το ΠΑΣΟΚ συνέπραξε στον σχηματισμό κυβέρνησης, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υπέβαλε πρόταση μομφής ούτε –και ιδίως- κατά την κορύφωση της κρίσης, η ΔΗΜΑΡ συνόδευσε την αποχώρησή της από την κυβέρνηση με την ρητή δήλωση του αρχηγού της ότι η ίδια δεν θα οδηγήσει την χώρα σε εκλογές. Επίσης, το Συμβούλιο της Επικρατείας απέκρουσε το τυχοδιωκτικό εγχείρημα.

***
Νομίζω –ελπίζω- η ΔΗΜΑΡ να αποχώρησε επειδή δεν έγινε δεκτή μία λύση που θα ήρε, και συμβολικά, τα αποτελέσματα του pronunciamento και θα έφερνε την αναδιάρθρωση της ΕΡΤ, περιλαμβανομένων μείωσης προσωπικού και ενδεχόμενης μετονομασίας της, με συμφωνημένη πρόταση λύσης, στον φυσικό της χώρο, δηλαδή την βουλή και την κυβέρνηση. Ο Πρωθυπουργός δεν δέχθηκε την πολιτικά και δημοκρατικά επιβαλλόμενη αναδίπλωση των ανθρώπων που τον παρέσυραν «να την πατήσει». Είχε ο Πρωθυπουργός διεξόδους, ευπρεπέστατες: την σοφότερη την έδωσε το ΣτΕ, μια άλλη μπορούσε να δώσει η βουλή. Ο Κουβέλης δεν δέχθηκε να μείνει κάτι, ο,τιδήποτε, όρθιο από το θεσμικό πραξικόπημα: μετά τα pronunciamenta έρχονται πραξικοπήματα (όχι αναγκαστικά στρατιωτικά), και μετά τα πραξικοπήματα συμφορές –πάντα. Η άρνηση του Πρωθυπουργού και του Αρχηγού του ΠΑΣΟΚ δεν άφηνε περιθώρια: Κάποιος έπρεπε να πει όχι –και το είπε.
***
Από την ΔΗΜΑΡ περιμένω όχι «δημιουργική» κ.λπ. αντιπολίτευση αλλά καθαρή κοινοβουλευτική στήριξη στην ευρωπαϊκή κατεύθυνση ανασύνταξη της ελληνικής κοινωνίας, πολιτείας και οικονομίας που ανέδειξε το εκλογικό αποτέλεσμα του Ιουνίου 2012 –προσοχή: σε αυτήν την κατεύθυνση, όχι στον ενορχηστρωμένο από όποια κυβερνητικά πρόσωπα και πρακτικές εκφυλισμό της. Και ανοικτό διάλογο με όλους όσοι συζητούν σοβαρά σε μια ευρωπαϊκή προοπτική.

Κάτι ακόμη: σήμερα η πραγματικά αποτελεσματική αντιπολίτευση δεν βρίσκεται, στα αντιπολιτευόμενα βουλευτικά έδρανα, αλλά σε εχθρούς ντυμένους φίλους, χωμένους στο βαθύ ελληνικό κράτος υπό υπουργική σκέπη ή ανοχή. Προσωπικά λοιπόν, οι Αντώνης Μανιτάκης, Αντώνης Ρουπακιώτης, Φωτεινή Σκοπούλη και Θόδωρος Παπαθεοδώρου και συλλογικά η κοινοβουλευτική ΔΗΜΑΡ έχουν πολιτική ευθύνη απέναντι στον ελληνικό λαό να καταδείξουν, με συγκεκριμένα στοιχεία, ότι δεν ήταν αυτοί τα εμπόδια στην αναγεννητική ορμή της κυβέρνησης, αλλά ότι εμποδίστηκαν, και να πουν από ποιούς, από τι, πότε, πως, γιατί. Αν δεν το πράξουν δεν δικαιώνουν την θητεία τους, δικαιώνουν τον ενορχηστρωμένο θόρυβο ιδιοτελών δημοσιογραφικών και άλλων υπαλλήλων συμφερόντων, και –κυρίως- την απογοήτευση και οργή αληθινών φίλων, που είδαν στη κυβερνητική ΔΗΜΑΡ προοπτικές προόδου και όχι έρμα οπισθοδρόμησης.

The construction of gender identity and the reproduction of gender roles by the Greek mass media – The case of HIV-infected prostitutes in Athens

Gamba Dimitra, Aristotle University of Thessaloniki, School of law Paper presented at the International student congress "Gender", Faculty of Arts and Sciences, Maltepe University, İstanbul, Turkey 2013

In conditions of severe economic crisis such as the one greek society is experiencing during the last 3 years, social tension and antagonism tend to sharpen, quite obviously revealing, how all forms of violence are being created and reproduced. Under these conditions, intensified gender-based violence, that permeates social relations of gendered subjects, would inevitably occur.

This essay deals with the role of the greek media in maintaining and intensifying this kind of violence through the constitution of gender identity and the reproduction of gender roles. I use as example the media coverage of the existence of HIV-positive prostitutes in Athens, on May 2012.

At first, a description is given of the historical and social context in which the news aired and the sequence of events as presented by the Greek media are analysed. Furthermore, a text analysis is being used as a tool, as it is being understood in the context of post-structuralist thought.

Mass media headings of this period of time are presented and analyzed: Public health was used as a tool to demonize certainbehaviors and characteristics and the mass media represented identities as woman/ mother, woman/ wife, woman/ sex worker, woman/immigrant on one side, and man/straight /white/middleclass/sex client/family man, on the other.

Gender identities and the experession of gendered self in the context of european law: the case of trans people

Dimitra Gamba, Graduate of Law School, Aristotle University of Thessaloniki, Greece

Prompted by the movie “boys don’t cry”, which was screened for the course “law and cinema” (Instructor: Lina Papadopoulou) and which deals with the true story of Bradon Teena, a female-to-male trans, this paper deals with the institutionalization of equal treatment and human rights in the european law and, in particular, the treatment of trans people by 
the case law and the laws against discrimination.

Μορφές ‘άμεσης νομοθεσίας’: Δημοψήφισμα και λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία

Λίνα Παπαδοπούλου, Επ. Καθ. Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ,
(Αναδημοσίευση από το συλλογικό τόμο ΙΣΤΑΜΕ «Ανδρέας Παπανδρέου», «Η πρόκληση της Αναθεώρησης του Συντάγματος», εκδ. Σάκκουλα 2013)

H αναθεώρηση της συνταγματικής κατάστρωσης του δημοψηφίσματος και η εισαγωγή της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας μπορούν να συμβάλουν στην αναζωογόνηση της αντιπροσώπευσης, όχι όμως και στην αντικατάστασή της και δεν θα μπορούσαν να άρουν τα εγγενή αλλά και επίκτητα μειονεκτήματά της που πρέπει να αντιμετωπιστούν αυτόνομα. Επιπλέον, πρέπει να σχεδιαστούν με ασφαλιστικές δικλείδες έναντι πιθανών καταχρήσεων που θα οδηγούσαν σε συμπίεση των δικαιοκρατικών εγγυήσεων. 

Ι.       Ενόψει της αναθεώρησης του Συντάγματος

Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία (ά. 1 παρ. 1 Σ). Ο αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας του ελληνικού συστήματος διακυβέρνησης συνάγεται εξάλλου και από το χαρακτήρα του ως «κοινοβουλευτικού», καθώς και από τις συνταγματικές πρόνοιες σχετικά με τη λειτουργία του Κοινοβουλίου, τα μέλη του οποίου «αντιπροσωπεύουν το Έθνος» (ά. 51 παρ. 2 Σ). Ωστόσο, ο αντιπροσωπευτικός αυτός χαρακτήρας δεν είναι απόλυτος και αδιάρρηκτος, καθώς σχετικοποιείται και συμπληρώνεται, χωρίς να ανατρέπεται, από τη συνταγματικά προβλεπόμενη δυνατότητα προκήρυξης δημοψηφίσματος (ά. 44 παρ. 2 Σ). Η καινοτομική σε σχέση με προγενέστερα Συντάγματα συμπερίληψη της διάταξης αυτής (σε αντίθεση μάλιστα με συνταγματικά κείμενα, όπως π.χ. το γερμανικό, που δεν εμπεριέχουν συνταγματική πρόβλεψη των δημοψηφισμάτων) αποδεικνύει ότι ο συντακτικός νομοθέτης δεν έκανε την επιλογή μιας «καθαρά» και αυστηρά αντιπροσωπευτικής μορφής του πολιτεύματος, αλλά αναγνώρισε, εμμέσως πλην σαφώς, ότι επιτρέπεται ο εμπλουτισμός της αντιπροσωπευτικής με στοιχεία συμμετοχικής δημοκρατίας.

Ωστόσο, ο θεσμός παρέμεινε μέχρι σήμερα ανενεργός, γεγονός που οφείλεται και, αν όχι κυρίως, στη νομοτεχνική του κατάστρωση, ιδίως μετά την αναθεώρηση του 1986 που το αφαίρεσε από τις προεδρικές εξουσίες[1] και το κατέστησε κυβερνητική (δημοψήφισμα για ‘κρίσιμο εθνικό θέμα’) ή συμπολιτευτική (για ‘ψηφισμένο νομοσχέδιο’) προνομία. Υπό αυτή την έννοια, Κυβέρνηση και Βουλή δεν αναμένονταν -όπως και αποδείχτηκε- να μοιραστούν την εξουσία με τους με το εκλογικό σώμα, εκτός από εκείνες τις περιπτώσεις στις οποίες η επικύρωση των δικών τους αποφάσεων θα ήταν σίγουρη και γι αυτό και μόνο πολιτικά ευκταία. Ενόψει της πιθανώς επερχόμενης συνταγματικής αναθεώρησης και δεδομένης της μη πρόβλεψης του θεσμού της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας αφενός και της ‘πλειοψηφικής’ κατάστρωσης του δημοψηφίσματος αφετέρου, το ερώτημα που εγείρεται είναι αν θα ήταν δικαιοπολιτικά και πολιτειολογικά κρίσιμη και χρήσιμη η αναθεώρηση του ά. 44 παρ 2 Σ με σκοπό την εισαγωγή του πρώτου θεσμού ή/και την αναθεώρηση του δεύτερου, με τρόπο ώστε να απεξαρτηθεί από τη βούληση της κυβερνητικής πλειοψηφίας, με σκοπό την ενίσχυση του ελέγχου της τελευταίας αλλά και της αμεσοδημοκρατικής συνιστώσας του αντιπροσωπευτικού μας πολιτεύματος.[2]

Στα προαναφερθέντα εργαλεία συμμετοχικής δημοκρατίας μπορεί να προστεθεί και η εισαγωγή συνταγματικού δημοψηφίσματος, δηλαδή η αναθεώρηση της αναθεωρητικής διαδικασίας του ά. 110 Σ, προκειμένου η τελευταία να ολοκληρώνεται όχι μόνον με την υπερψήφιση από τη Βουλή των αναθεωρημένων άρθρων αλλά και με την έγκρισή τους από το λαό (εν στενή εννοία, δηλ. το εκλογικό σώμα) δια δημοψηφίσματος. Το θέμα αυτό είναι βέβαια ξεχωριστό, καθώς αφορά στην αναθεώρηση του άρθρου 110 Σ, για το επιτρεπτό της οποίας έχουν διατυπωθεί έντονες αντιρρήσεις.

 

ΙΙ. Ο  αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας του πολιτεύματος και ο εμβολιασμός του με διαδικασίες λαϊκής νομοθέτησης

1.             Η ελλειμματική αντιπροσώπευση

Η δημοκρατία, πολίτευμα στο οποίο η εξουσία μορφοποιείται, θεμελιώνεται, νομιμοποιείται και ασκείται με βάση την αρχή της πλειοψηφίας με διασφάλιση της ελευθερίας και ισότητας των πολιτών, συνιστά μια μορφή συλλογικής αυτοδιάθεσης, και ως τέτοια επιτρέπει -κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο- σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους να ζήσουν σε συμφωνία με την προσωπική τους βούληση.[3] Αυτό επιτυγχάνεται δια μέσω μιας τυποποιημένης διαδικασίας που επιτρέπει τη δεσμευτική έκφραση αυτής της βούλησης.[4] Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διαδικασία αυτή στα σύγχρονα πολυπληθή και εκτεταμένα κράτη, και λόγω της πολυπλοκότητας των κρατικών υποθέσεων, δεν είναι νοητή χωρίς αντιπροσωπευτική διαμεσολάβηση,[5] δηλ. την εκλογή σε περιοδικά διαστήματα αντιπροσώπων του λαού, οι οποίοι στο όνομά του και αντανακλώντας τη βούλησή του λαμβάνουν τις ουσιαστικές αποφάσεις, ιδίως με τη μορφή νόμων. Ο λαός παραμένει, ωστόσο, πηγή και φορέας της κρατικής εξουσίας. Υπό αυτή την έννοια, δεν υφίσταται αντίθεση μεταξύ της λαϊκής κυριαρχίας και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αλλά σύνθεση και παραπληρωματικότητά τους.[6]

Στο αντιπροσωπευτικό σύστημα, οι εκλογές αφορούν καταρχήν στην ανάδειξη προσώπων. Τα πρόσωπα, ωστόσο, είναι εκφραστές συμφερόντων, ιδεών και ιδεολογιών, καθώς και διαφορετικών, εναλλακτικών προτάσεων. Οι ιδέες και τα συμφέροντα είναι συλλογικά και έτσι συλλογική καθίσταται και η έκφρασή τους, ιδίως μέσω του θεσμού των πολιτικών κομμάτων, τα οποία θέτουν ένα -γενικό έστω και ευέλικτο- πλαίσιο ουσίας εντός του οποίου οι βουλευτές τους αναμένεται να κινηθούν. Ωστόσο, αφενός οι ολιγαρχικές τάσεις εντός των κομμάτων και η μετατόπισή τους, αριστερών και δεξιών, προς το κέντρο, και αφετέρου η χαλαρή σύνδεση μεταξύ αντιπροσώπων και αντιπροσωπευόμενων μεταξύ των εκλογών ενδυνάμωσαν την πεποίθηση ότι η ουσιαστικοποίηση της πολιτικής επιλογής δια των κομμάτων αποτυγχάνει. Η αντίληψη αυτή οδηγεί στη διαμόρφωση και ενδυνάμωση του αιτήματος εμπλουτισμού του αντιπροσωπευτικών στοιχείων με μορφές άμεσης συμμετοχής των πολιτών στην άσκηση της κρατικής εξουσίας. Η συζήτηση αυτή αναζωογονείται ιδίως σε περιόδους κρίσης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας,[7] όπως η σημερινή, και λόγω της αποδυνάμωσης της λειτουργικής (εκ του αποτελέσματος) αντιπροσώπευσης ως αποτέλεσμα της οικονομικής ύφεσης και της δημοσιονομικής κρίσης.

Η άμεση αυτή συμμετοχή αφορά κυρίως τη νομοθετική και αναθεωρητική λειτουργία, καθώς αυτές μπορούν να ασκούνται κατά διακριτά διαστήματα, και συνίσταται στην λήψη αποφάσεων άμεσα από όλους τους πολίτες, επί ζητημάτων ουσίας και όχι προσώπων. Αν και δεν αποκλείονται αποφάσεις που να αφορούν την άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής, η συμμετοχή αυτή δεν αφορά καταρχήν την εκτελεστική εξουσία, η οποία, καθώς απαιτεί τη διαρκή παρουσία των οργάνων, δεν μπορεί να ασκείται συστηματικά από το λαό.[8]

Οι μορφές άμεσης νομοθέτησης προτείνονται ως μηχανισμός διορθωτικός των ατελειών και ανισορροπιών της αντιπροσώπευσης «προκειμένου να τονωθούν τα κουρασμένα αντανακλαστικά της πολιτικοποίησης και της συμμετοχής στα κοινά».[9] Επιτρέπουν την έκφραση της λαϊκής βούλησης επί ουσιαστικών ζητημάτων και όχι μόνο για πρόσωπα, και με τον τρόπο αυτό ενισχύουν ουσιαστικά και τον το δημόσιο διάλογο[10] ενώ επικεντρώνουν τα επιχειρήματα στην ουσία και όχι στα πρόσωπα. Περαιτέρω, οι πολίτες αποκτούν τη δυνατότητα να ‘διορθώσουν’ τις επιλογές της Βουλής με τις οποίες δεν συμφωνούν (καταργητικό δημοψήφισμα) ή να εμπλουτίσουν τη νομοθετική πράξη με προτάσεις και μάλιστα όχι μόνο στο πλαίσιο μιας μη δεσμευτικής διαβούλευσης αλλά και με τρόπο που δεσμευτικό για α κρατικά όργανα.[11] Εξάλλου, και μόνο η θεσμική τους πρόβλεψη με τρόπο που να επιτρέπει τη χρήση τους και από μειοψηφίες -με εγγυήσεις αποτροπής κατάχρησης- μπορεί να αναγκάσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία να είναι περισσότερο ανοικτή και ευαίσθητη σε κοινωνικά αιτήματα που μπορεί να συγκεντρώνουν ευρεία αποδοχή υπερβαίνοντα τις κομματικές αγκυλώσεις.

2. Οι μορφές άμεσης συμμετοχής ως μηχανισμός συμπληρωματικός του αντιπροσωπευτικού συστήματος

Οι μορφές άμεσης συμμετοχής των πολιτών στη λήψη πολιτικών αποφάσεων και άσκησης της νομοθετικής λειτουργίας δεν προτείνονται ως εναλλακτικό προς την αντιπροσωπευτική δημοκρατία πολίτευμα, στη βάση της ταύτισης κυβερνώντων και κυβερνώμενων, αλλά συμπληρωματικά προς αυτό,[12] ως εργαλεία με σκοπό την ενίσχυση της διαδικαστικής νομιμοποίησης της εξουσίας και την άμβλυνση των δομικών ελλειμμάτων του αντιπροσωπευτικού συστήματος. Συνεπώς, η εισαγωγή ή/και ενδυνάμωσή τους απαντά μεν μερικώς στο έλλειμμα αντιπροσώπευσης, δεν καθιστά ωστόσο περιττές τις μεταρρυθμίσεις στις ίδιες τις αντιπροσωπευτικές δομές, ιδίως στα κόμματα και το εκλογικό σύστημα. Αναμενόμενο δε πολιτειακό παραγόμενο δεν είναι η ριζοσπαστική αλλαγή του περιεχομένου των ασκούμενων πολιτικών, αλλά μία, μέσω της διάρρηξης του μονοπωλίου των πολιτικών κομμάτων, νέα πολιτική κουλτούρα και δομές διαμόρφωσης προτάσεων και ανάδειξης της δυναμικής της κοινωνίας των πολιτών και των νέων κινημάτων ανάδυσης συλλογικών ταυτοτήτων δομημένων στη βάση μιας έντονης αλλά καλλιεργημένης ατομικότητας.

Εκλογή προσώπων (αντιπροσώπευση) και λήψη ουσιαστικών πολιτικών αποφάσεων (άμεση νομοθέτηση) μοιράζονται εξάλλου τα ίδια θεμελιώδη χαρακτηριστικά, με βασικότερο και αδιαπραγμάτευτο την αρχή της πλειοψηφίας,[13] όπως αυτή καταγράφεται μέσω ψηφοφοριών. Η αρχή αυτή συνιστά μεν ένα τυπικό κανόνα, συνοδεύεται όμως και από τις ουσιαστικές αρχές της ισότητας και της ελεύθερης διαμόρφωσης και έκφρασης της πολιτικής βούλησης. Προϋποθέτει δηλαδή και μια σειρά δικαιωμάτων, πάσης φύσης, προκειμένου να μην καταλήξει σε μια δικτατορία της πλειοψηφίας. Περαιτέρω, και στις δύο εκφάνσεις της δημοκρατικής λήψης αποφάσεων, αντιπροσωπευτική και άμεση, προϋποτίθενται η ενεργοποίηση των πολιτών, μια ανοικτή πολιτική κουλτούρα που προσφέρει πολλαπλές και ποικίλες δυνατότητες παρέμβασης και τουλάχιστον δύο δυνατότητες επιλογής. Η συμμετοχή των πολιτών πραγματοποιείται δια της άσκησης επικοινωνιακών και συμμετοχικών δικαιωμάτων, όπως η ελευθερία της έκφρασης και η ελευθερία του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι, και απολήγει στην ελεύθερη και ανόθευτη άσκηση του δικαιώματος της ψήφου. Στο πλαίσιο αυτό, νομική ισχύ διαθέτουν μόνο νόμοι παραγώμενοι μέσω μιας διαλογικής διαδικασίας νομοθέτησης, η οποία να γίνεται αποδεκτή από όλους τους κοινωνούς του δικαίου[14] και αυτή η υπαρξιακή προϋπόθεση συνοδεύει τόσο την κοινοβουλευτική όσο και την άμεση (λαϊκή) νομοθέτηση.

Εξάλλου, από την μια πλευρά στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας υπάρχουν μηχανισμοί που μπορούν -ιδεοτυπικά τουλάχιστον- να υποστηρίξουν τη συμμετοχή των πολιτών στη διαμόρφωση ουσιαστικών πολιτικών αποφάσεων, και μιλούμε για τα κόμματα, ενώ από την άλλη στο πλαίσιο των αμεσοδημοκρατικών θεσμών δεν μπορούν να αποτραπούν ημι-αντιπροσωπευτικές στιγμές,[15] καθώς «η αμεσότητα της δημοκρατίας δεν μπορεί να οργανωθεί, χωρίς να παύσει να είναι άμεση»[16], δεδομένου ότι οργανώσεις της πολιτικής κοινωνίας και της κοινωνίας των πολιτών επιδρούν στη διαμόρφωση της λαϊκής βούλησης.

 

3.             Σχέση άμεσης και έμμεσης νομοθεσίας

Στη θεωρητική αλλά και την πολιτική συζήτηση τίθεται συχνά το ζήτημα της σχέσης μεταξύ των νόμων που έχουν παραχθεί αμεσοδημοκρατικά έναντι όσων είναι προϊόν της βουλής και στο πλαίσιο αυτό υποστηρίζεται ότι ο πρώτος υπέρκειται του δεύτερου, εφόσον ο λαός αποτελεί την έσχατη πηγή νομιμοποίησης και άρα υπερέχει του αντιπροσωπευτικού οργάνου. Το σκεπτικό αυτό παραγνωρίζει την αμφισημία ή πολυσημία της έννοιας ‘λαός’ και ιδίως τη συνταγματικά ορισμένη θέση του στο πολίτευμα της συνταγματικής δημοκρατίας. Στο κανονιστικά οριοθετημένο αυτό πολίτευμα, ο λαός εν ευρεία εννοία αποτελεί ιδεοτυπικά πηγή κάθε εξουσίας (βλ. ά. 1 παρ. 1 Σ). Από την άλλη, όμως, με τη στενή έννοιά του συνιστά και ένα από τα όργανα του κράτους με συγκεκριμένες και οριοθετημένες αρμοδιότητες. Όπως εύλογα προβλέπεται στο ά. 1 παρ. 3 Σ: «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό … και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα». Συνεπώς, είναι οι αρμοδιότητές του, όπως αυτές καθορίζονται στο Σύνταγμα, που καθορίζουν τη νόμιμη έκταση και ένταση των πράξεών του και όχι το υποκείμενο αυτό καθεαυτό, σε μια ρομαντική και μυστικιστική πρόσληψή του, εκτός συνταγματικής αρχιτεκτονικής. Έτσι, για παράδειγμα, η αρμοδιότητα του λαού (υπό τη στενή έννοιά του ως εκλογικού σώματος) να εκλέγει τη Βουλή, δεν συνεπάγεται και την εκτός συντάγματος εξουσία του να τη διαλύει ή να την ανακαλεί, ακριβώς επειδή και αυτός, όπως και κάθε όργανο, συνιστά μία δέσμη αρμοδιοτήτων.

Κατά συνέπεια, όταν ο λαός καλείται να αποφασίσει μέσω δημοψηφίσματος, συγκροτείται ως όργανο μέσω και μέσα στη διαδικασία αυτή με μόνη αρμοδιότητα την επιψήφιση του νόμου, ο οποίος έπειτα παίρνει την θέση που του αρμόζει στην πυραμίδα των κανόνων δικαίου. Με άλλα λόγια, όταν ο λαός ενεργεί ως όργανο, περιορίζεται αναγκαστικά από το Σύνταγμα[17] και από το περιεχόμενο της λειτουργίας που επιτελεί, αντικειμενικοποιείται και εξειδικεύεται μέσα από τις αρχές που οριοθετούν το εκλογικό δικαίωμα. Συνεπώς, η άμεση νομοθεσία έχει μια δημοκρατική, όχι όμως και μια νομική υπεραξία.[18] Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, αν και στο βαθμό που το Σύνταγμα προσθέσει στη δέσμη αυτή των αρμοδιοτήτων και εκείνη της πλήρους λαϊκής νομοθεσίας (συνδυασμό λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας και δημοψηφίσματος), το προϊόν της θα έχει τη νομική ισχύ που το ίδιο του Σύνταγμα θα της αποδώσει. Μπορεί έτσι να προβλεφθεί είτε ότι ο νόμος αυτός δεν μπορεί είτε ότι μπορεί να τροποποιηθεί ή και να καταργηθεί εντός της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου από τη Βουλή. Δικαιοπολιτικά, ωστόσο, μιλώντας –και όχι στενά νομικά, και προκειμένου να μην θεωρηθεί ότι ο συντακτικός νομοθέτης από τη μια ενσωματώνει θεσμούς άμεσης νομοθεσίας και από την άλλη τους παροπλίζει είναι θεμιτό να περιοριστεί η Βουλή στο πλαίσιο της τρέχουσας θητείας της ως προς το δικαίωμά της να καταργεί νόμο ψηφισμένο δημοψηφισματικά.

Εφόσον σύμφωνα με τα παραπάνω, ο λαός δεν ενεργεί ως ένα ανώτερο ον, αλλά ως συνταγματικό όργανο,[19] η έκφραση της βούλησής του σε ένα δημοψήφισμα για παράδειγμα δεν αποτελεί μια απλή δημοσκόπηση ή την εκδήλωση του κοινωνικο-πολιτικού στοιχείου,[20] αλλά την οργανωμένη έκφραση ενός κρατικού συντεταγμένου οργάνου και άρα διαμόρφωση και έκφραση κρατικής βούλησης. Διαφορετικά από ό,τι η εκλογή Κοινοβουλίου, στην περίπτωση αυτή η λαϊκή βούληση, ως έκφανση της κρατικής βούλησης, ως απαύγασμα μια αρμοδιότητας του κρατικού οργάνου ‘λαός’, εκδηλώνεται όχι ως προς πρόσωπα, αλλά άμεσα ως προς ένα συγκεκριμένο θέμα.

Ενδιάμεσο συμπέρασμα

Τα ελλείμματα και οι ανεπάρκειες του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος και ειδικότερα της νομοθετικής λειτουργίας της Βουλής μπορούν να αμβλυνθούν δια των θεσμών άμεσης νομοθέτησης. Όχι επειδή η συζήτηση και οι διεργασίες στο πλαίσιο των τελευταίων είναι περισσότερο ορθολογικές ή δημόσιες ή αναμένεται να διεξάγονται με τρόπο πιο ανεξάρτητο, αλλά επειδή προσθέτουν μια δεύτερη εναλλακτική διαδικασία δίπλα στην κλασική κοινοβουλευτική νομοθέτηση. Ιδίως δε αν προβλέπεται η δυνατότητα ή και η υποχρέωση να ασχολείται το Κοινοβούλιο με το περιεχόμενο της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας είτε για πολιτικούς λόγους (πιθανόν να την προκαταλάβει), είτε για νομικούς (να αποφανθεί για τη συνταγματικότητά της, αν και αυτό θα έπρεπε να ανατίθεται κατά προτίμηση σε κάποιο ‘αριστοκρατικό’ όργανο, π.χ. δικαστήριο ή δικαστικό συμβούλιο), είτε υποχρεωτικά για να ψηφίσει επί της πρότασης που έχει συγκεντρώσει επαρκή αριθμό υπογραφών, τίθενται στην πραγματικότητα σε κίνηση δύο διαδικασίες και άρα δύο δημόσιες συζητήσεις[21] σε διαφορετικά fora, διασταυρούμενες αλλά και αλληλοτροφοδοτούμενες.

 

 

ΙΙΙ.    Τυπολογία Κυριότερων Μορφών Άμεσης Νομοθέτησης

1.             Λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία

Το πιο ήπιο μέσο είναι η πρωτοβουλία πολιτών, δια της οποίας ένας ικανός αριθμός πολιτών υποβάλλει πρόταση για θέση σε ισχύ ή τροποποίηση ή κατάργηση νόμου.[22] Η πρόταση μπορεί να απευθύνεται είτε στο Κοινοβούλιο είτε στο λαό. Στην πρώτη περίπτωση, η θεσμική επίπτωση μπορεί να είναι είτε πιο αυστηρή (το Κοινοβούλιο να υποχρεούται να ψηφίσει επί της πρότασης) είτε πιο ήπια (να απαιτείται απλώς συζήτησή της). Μπορεί επίσης να προβλέπεται ότι σε περίπτωση που το Κοινοβούλιο δεν υιοθετήσει την πρόταση, αυτή θα τεθεί σε δημοψήφισμα. Σ’ αυτή την περίπτωση, η λαϊκή πρωτοβουλία συνιστά ένα πρώτο βήμα μιας σύνθετης διαδικασίας λαϊκής νομοθέτησης.

 

2.             Δημοψήφισμα

Δημοψήφισμα είναι η διατύπωση της βούλησης του εκλογικού σώματος για συγκεκριμένο ζήτημα κατά τρόπο άμεσο και ευθύ και με τη μορφή της άμεσης, καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας.[23] Τα βασικά χαρακτηριστικά του δημοψηφίσματος είναι τρία: α) Υποκείμενο, είναι ο ίδιος ο λαός, και ειδικότερα το εκλογικό σώμα ως ανώτατο όργανο του κράτους, κατ’ επιταγή της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, β) αντικείμενο είναι συγκεκριμένα βαρύνουσας σημασίας ζητήματα ουσίας και όχι η ανάδειξη προσώπων και γ) η διαδικασία λήψης απόφασης διέπεται από τις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές της ψήφου και της ψηφοφορίας που διέπουν και την εκλογή αντιπροσώπων.[24]

Ανάλογα με το αντικείμενο, τις συνέπειες και τη διαδικασία προκήρυξής τους τα δημοψηφίσματα διακρίνονται σε:

α.       Νομοθετικό ή αναθεωρητικό δημοψήφισμα

Κλασσικό ή γνήσιο δημοψήφισμα ονομάζεται αυτό που εμπεριέχει ουσιαστικές πολιτικές αποφάσεις και έχει ως αντικείμενο την αλλαγή κανόνων δικαίου. Αντίθετα το προσωπικό δημοψήφισμα,[25] δια του οποίου ο λαός αποφαίνεται για την κτήση αξιώματος από ορισμένο πρόσωπο (παράδειγμα το δημοψήφισμα της 22.11.1920 σχετικά με το βασιλιά Κωνσταντίνο) δεν εντάσσεται στους θεσμούς της άμεσης νομοθέτησης[26], εφόσον μέσω αυτού δεν ασκείται από το λαό νομοθετική λειτουργία. Εφόσον επιτρέπει την αδιαμεσολάβητη απόφαση των πολιτών το δημοψήφισμα αποτελεί θεσμό άμεσης αλλά και συμμετοχικής δημοκρατίας, «αποκαλύπτοντας με τον πλέον ανάγλυφο τρόπο τα δυσδιάκριτα στην πράξη όρια»[27] μεταξύ των δύο αυτών μορφών διαδικαστικής νομιμοποίησης.

 

i.               Νομοθετικό δημοψήφισμα

Σε αντίθεση με το θεσμό της ολοκληρωμένης «λαϊκής νομοθέτησης», στο πλαίσιο του οποίου το δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας και σύνταξης του σχεδίου νόμου διαθέτουν οι πολίτες, το νομοθετικό δημοψήφισμα (εν στενή εννοία) (plebiszit) προκαλείται από «τα πάνω», δηλ. από το Κοινοβούλιο ή και με τη σύμπραξη της Κυβέρνησης (βλ. ά 44 παρ. 2 Σ).

Κρίσιμο στοιχείο της θεσμικής αρχιτεκτονικής συνιστά το απαιτούμενο για την προκήρυξη του δημοψηφίσματος ποσοστό των βουλευτών. Έτσι μια απόλυτη πλειοψηφία καθιστά το δημοψήφισμα εργαλείο του πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού, ενώ αν αρκεί μικρότερο ποσοστό το δημοψήφισμα καθίσταται θεσμός άσκησης αντιπολίτευσης. Αυτή είναι η περίπτωση του δημοψηφίσματος στο ελληνικό Σύνταγμα, εφόσον για να πληρούνται οι διαδικαστικές προϋποθέσεις του ά. 44 παρ 2 Σ προϋποτίθεται είτε πρόταση της Κυβέρνησης (για δημοψήφισμα με αντικείμενο εθνικό θέμα) είτε πρότασης μιας αυξημένης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, η οποία άρα αναγκαστικά περιλαμβάνει μέρος τουλάχιστον της συμπολίτευσης (για νομοθετικά δημοψηφίσματα). Τα κρατικά αυτά όργανα έχουν το δικαίωμα με ή χωρίς ουσιαστικές προϋποθέσεις, π.χ. αποτυχία ψήφισης μιας πρότασης νόμου στο Κοινοβούλιο, να καλέσουν το λαό να αποφασίσει με τρόπο δεσμευτικό.[28] Στην περίπτωση αυτή ο λαός δεν μπορεί να διαμορφώσει την πρόταση νόμου με τρόπο ενεργητικό, αλλά απλώς να επιβεβαιώσει την απόφαση -μια απόφαση που έχει ληφθεί από το αντιπροσωπευτικό όργανο- με τρόπο plebiszitär-akklamatorischαυξάνοντας τη νομιμοποίησή της ή να αποφασίσει ως πολιτικός διαιτητής μεταξύ κρατικών οργάνων, π.χ. της Κυβέρνησης που πρότεινε το νόμο και του Κοινοβουλίου που δεν τον ψήφισε.[29] Η φιλοσοφία του θεσμού αυτού είναι η αποδοχή ότι η νομιμοποίηση που παρέχει ο λαός με άμεση ψηφοφορία είναι υπέρτερη εκείνης που παρέχει το Κοινοβούλιο, εξού και η απόφαση του τελευταίου υποβάλλεται στη λαϊκή έγκριση.

 

ii.             Συνταγματικό δημοψήφισμα

Ιδιαίτερη κατηγορία νομοθετικού δημοψηφίσματος αποτελεί το συνταγματικό δημοψήφισμα, που μπορεί να προβλέπεται είτε ως προαιρετικό είτε ως υποχρεωτικό.[30] Εδώ ο λαός ασκεί κομμάτι της αναθεωρητικής λειτουργίας, και η αρμοδιότητά του αυτή που αφορά την τυπική τροποποίηση του συνταγματικού θεμελίου της πολιτειακής του συγκρότησης βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με τη θέσμιση του θεμελίου αυτού, δηλαδή την άσκηση συντακτικής εξουσίας. Το ελληνικό Σύνταγμα προβλέπει τη συμμετοχή του λαού στην αναθεωρητική λειτουργία έμμεσα, στη δεύτερη φάση της αναθεωρητικής διαδικασίας, δια των εθνικών εκλογών. Η συμμετοχή αυτή είναι όμως μάλλον καθαρά ιδεοτυπική χωρίς εμφανή πρακτική σημασία, καθώς περιθωριακά μόνο μπορεί η ψηφισθείσα αναθεωρητική πρόταση να επηρεάσει την ψήφο των πολιτών. Θα μπορούσε συνεπώς να συζητηθεί και στο πλαίσιο αυτό η εισαγωγή δια της αναθεώρησης της αναθεωρητικής διαδικασίας της υποχρεωτικής ή δυνητικής έγκρισης της αναθεώρησης δια δημοψηφίσματος ή/και η θεσμοποίηση της συμμετοχής των πολιτών κατά το πρώτο στάδιο της υποβολής προτάσεων για τη συνταγματική αναθεώρηση. Μία πρακτική κατάστρωση της σχετικής διαδικασίας εδώ θα ήταν χρήσιμο να περνάει μέσα από την ηλεκτρονική διαβούλευση, ίσως και κατά το πρότυπο της αντίστοιχης διαβούλευσης που έλαβε χώρα σε εντυπωσιακή έκταση αλλά και αποτελεσματικότητα κατά την κατάρτιση της Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης ή και του ισλανδικού Συντάγματος.

 

β.         Αποφασιστικό ή συμβουλευτικό

Αποφασιστικό είναι το δημοψήφισμα που προϋποτίθεται προκειμένου να τεθεί σε ισχύ ο νόμος. Η ψήφισή του από τη Βουλή δεν αρκεί προς τούτο, απαιτείται και η αποδοχή του από το λαό με δημοψήφισμα. Το αποφασιστικό μπορεί να είναι και καταργητικό (όπως στο ά. 44 παρ 2 Σ). Αντίθετα, συμβουλευτικό είναι το δημοψήφισμα ότι δεν έχει κάποια νομική συνέπεια, αλλά αποτελεί απλώς την έκφραση της γνώμης του λαού που δίδεται προς τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας, τα οποία μόνον ηθικοπολιτικά μπορεί να δεσμεύσει.

Σύμφωνα βέβαια με μια άλλη άποψη, το στοιχείο της διάκρισης μεταξύ αποφασιστικού και συμβουλευτικού δεν είναι η υποχρεωτικότητα ή μη του αποτελέσματος, αφού η υποχρεωτικότητα είναι δεδομένη, αλλά αν οι συνέπειες είναι άμεσες (αποφασιστικό) ή έμμεσες (συμβουλευτικό), καθώς και στη δεύτερη περίπτωση τα κρατικά όργανα οφείλουν να ενεργήσουν σύμφωνα με τη βούληση του λαού.[31]

γ. Υποχρεωτικό ή προαιρετικό

Υποχρεωτικό είναι το δημοψήφισμα που προκηρύσσεται σε κάθε περίπτωση κατ’ επιταγή του Συντάγματος. Προαιρετικό όταν η υποβολή ερωτήματος προς το λαό επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του νομοθετικού Σώματος (ή των νομοθετικών Σωμάτων) ή στην πρωτοβουλία του Ανώτατου Άρχοντα (referendum royal ή présidential) ή του ίδιου του λαού.

δ. Προγενέστερο ή μεταγενέστερο του νόμου

Το δημοψήφισμα μπορεί να έπεται της ψήφισης του νόμου από τη Βουλή ή γενικότερα της κατάρτισής του από τα αρμόδια όργανα (referendum post-legem) ή να προηγείται αυτής (ante legem), οπότε ο λαός αποφαίνεται επί της αρχής σχετικά με πρόταση νόμου που υποβλήθηκε στο νομοθετικό σώμα. Στη δεύτερη περίπτωση μιλούμε για λαϊκή αρνησικυρία (veto populaire). Στην περίπτωση αυτή ο λαός έχει δικαίωμα να προκαλέσει εντός ανατρεπτικής προθεσμίας ψηφοφορία σχετικά με ψηφισμένο από το νομοθετικό σώμα νομοσχέδιο ή και εξολοκλήρου καταρτισθέντος νόμου, προκειμένου να το καταργήσει. Ενόσω διαρκεί η προθεσμία αρνησικυρίας η ουσιαστική ισχύς του νόμου μπορεί να αναστέλλεται. Ο νόμος καταργείται αν και εφόσον ο λαός αποφανθεί κατά της ισχύος του. Η λαϊκή αρνησικυρία επομένως αποτελεί διαλυτική αίρεση της τυπικής ισχύος νόμου.[32]

 

3.             Ολοκληρωμένη λαϊκή νομοθέτηση

Με τον όρο αυτό εννοούμε τον ολοκληρωμένο θεσμικό μηχανισμό που επιτρέπει στους πολίτες, χωρίς την αναγκαστική συμμετοχή του αντιπροσωπευτικού σώματος, να θεσπίζουν, να τροποποιούν ή να καταργούν ένα νόμο. Περιλαμβάνει τόσο την πρωτοβουλία ενός ορισμένου αριθμού πολιτών για θέσπιση ενός νόμου, όσο και τη δημοψηφισματική του αποδοχή (ή απόρριψη).

Ως ενδιάμεσο στάδιο μπορεί να προβλεφθεί η συζήτηση εντός αποκλειστικής προθεσμίας της πρότασης των πολιτών από το Κοινοβούλιο. Σε περίπτωση μη αποδοχής της, η πρόταση υποβάλλεται, είτε αυτόματα είτε μετά από αίτημα των πολιτών, σε δημοψήφισμα. Για την υπερψήφιση προβλέπονται ειδικές πλειοψηφίες θετικής ψήφου στους ψηφίσαντες ή και στους εγγεγραμμένους ή/και ένα ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής στο δημοψήφισμα.

Εξάλλου, μπορεί να προβλεφθεί ότι η έναρξη διαδικασίας λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας συνυπάρχει με και δεν αναστέλλει την αρμοδιότητα του Κοινοβουλίου στο ίδιο πεδίο· το τελευταίο μπορεί να υπερψηφίσει νομοσχέδιο παρεμφερές με το προτεινόμενο από τους πολίτες, έτσι ώστε να καταστήσει λιγότερο ελκυστική τη δική τους πρόταση, εφόσον τεθεί τελικά σε δημοψήφισμα ή ακόμη και να θέσει το ψηφισμένο αυτό νομοσχέδιο ως εναλλακτική επιλογή στο δημοψήφισμα.

Αντικείμενο της διαδικασίας της λαϊκής νομοθέτησης μπορεί να είναι κοινοί νόμοι, η αρμοδιότητα για την ψήφιση των οποίων ανήκει στο αντιπροσωπευτικό σώμα στο ίδιο επίπεδο διακυβέρνησης (δήμου, περιφέρειας στα ενιαία ή κρατιδίου στα ομόσπονδα κράτη, κράτους ή ευρωπαϊκής ένωσης) στο οποίο λαμβάνει χώρα και το δημοψήφισμα. Η προϋπόθεση αυτή εγγυάται τη μη υπέρβαση των αρμοδιοτήτων κάθε συνταγματικού επιπέδου σε βάρος των υπολοίπων μέσω της δημοψηφισματικής διαδικασίας. Έτσι, δεν μπορούν για παράδειγμα να αποφασιστούν θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της ΕΕ σε εθνικό/κρατικό επίπεδο, πέραν βέβαια αυτής καθεαυτής της συμμετοχής στην Ένωση ή την υπερψήφιση περαιτέρω βημάτων ενοποίησης ή αναστολής τους, η οποία ανήκει έτσι κι αλλιώς στην αρμοδιότητα των κρατών. Μπορούν, ωστόσο, να προβλεφθούν θεματικές που εξαιρούνται από τη συγκεκριμένη διαδικασία.[33]

 

ΙV.    Δικαιοπολιτικά επιχειρήματα κατά της άμεσης νομοθέτησης

 

1.             Ο λόγος του θυμικού

Συχνά το αντιπροσωπευτικό σύστημα συνδυάζεται με χαρακτηριστικά όπως η λογική, η αντικειμενικότητα, ο προσανατολισμός στο γενικό συμφέρον και η πολιτική ευθύνη που επιτρέπουν την πεποίθηση ότι καταλήγει σε σωστότερες αποφάσεις, ενώ η άμεση δημοκρατία επισύρει συνειρμούς ανορθολογισμού, επικυριαρχίας του θυμικού και έλλειψης υπευθυνότητας. Περαιτέρω, υποστηρίζεται ότι η λαϊκή νομοθέτηση επιτρέπει την επικράτηση των συμφερόντων κάποιων μειοψηφιών που είναι πιο δυναμικές και άρα συντεχνιακών συμφερόντων επί του γενικού καλού.

Η θέση αυτή -όπως εξάλλου και η αντίθετή της, ότι δηλαδή οι αμεσοδημοκρατικά ληφθείσες αποφάσεις είναι ορθότερες από τις λαμβανόμενες από το αντιπροσωπευτικό σώμα- δεν είναι ούτε θεωρητικά πειστική ούτε εμπειρικά διαπιστωμένη.

Για τους επικριτές τους, οι θεσμοί άμεσης νομοθέτησης είναι πολύ πιθανό να λειτουργήσουν σαν «δούρειος ίππος» στο εσωτερικό της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, με αποτέλεσμα η τελευταία, δηλαδή το πολίτευμα της οριοθετημένης εξουσίας της πλειοψηφίας με σεβασμό των δικαιωμάτων των μειοψηφιών, των μειονοτήτων αλλά και καθενός εκάστου ανθρώπου και πολίτη, να μετατραπεί σε λαϊκή (populist) δημοκρατία, στο πλαίσιο της οποίας η πλειοψηφία χωρίς περιορισμούς θα άρχει σε βάρος των διαφωνούντων και των μειονοτήτων.

Περαιτέρω επισημαίνεται ο κίνδυνος με ευρεία χρήση μορφών άμεσης νομοθέτησης να υποσκαφθεί η δυνατότητα της κυβέρνησης να υλοποιήσει το πρόγραμμά της λόγω της αντίθεσης της πλειοψηφίας, με άλλα λόγια να αναδυθεί μια αντίθεση μεταξύ αντιπροσωπευτικής και άμεσης δημοκρατίας, ενόψει της λογικής υπόθεσης ότι θα είναι ιδίως οι πολιτικές μειοψηφίες[34] που θα κάνουν χρήση των θεσμών άμεσης συμμετοχής, δεδομένου ότι δεν μπορούν να προωθήσουν τις πολιτικές τους προτιμήσεις μέσω του Κοινοβουλίου. Η πρόληψη και αντιμετώπιση αυτών των «αμεσοδημοκρατικών ρίσκων» μπορεί ωστόσο να αντιμετωπιστεί μέσω της συγκεκριμένης συνταγματικής διαρρύθμισης και νομοτεχνικής κατάστρωσης τέτοιων θεσμών στο θετό δίκαιο.

 

2.             Η ακαταλληλότητα της άμεσης νομοθέτησης για αντιμετώπιση του αντιπροσωπευτικού ελλείμματος

Υποστηρίζεται ότι τα υπαρκτά όντως μειονεκτήματα του αντιπροσωπευτικού συστήματος δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με την εισαγωγή ή/και ενδυνάμωση των μορφών άμεσης νομοθέτησης. Κάποιες εκφάνσεις του επιχειρήματος αυτού είναι σωστές: έτσι, για παράδειγμα, διαπιστώνεται εμπειρικά ότι η συσχέτιση της συμμετοχής στις εκλογές με το μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο του πολίτη αναπαράγεται και στις νέες μορφές δημοκρατικής συμμετοχής, καθώς και αυτές κυριαρχούνται κατά κύριο λόγο από τα μορφωμένα μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα.

Ένα περαιτέρω επιχείρημα είναι ότι η συχνή προσφυγή στη βούλησή του πιθανώς να κουράσει το εκλογικό σώμα, με αποτέλεσμα την πρόκληση ακόμη μεγαλύτερης από τη σημερινή αδιαφορίας του και αποχής του από τη διαχείριση των κοινών υποθέσεων. Το επιχείρημα αυτό ισχύει ωστόσο μόνο για την περίπτωση υποχρεωτικών δημοψηφισμάτων, καθώς οι υπόλοιπες διαδικασίες, όπως θα αναλυθεί παρακάτω, ενεργοποιούνται μόνο εφόσον υπάρχει επαρκής αριθμός ενδιαφερομένων πολιτών.

Το σημαντικότερο ίσως μειονέκτημα της λαϊκής νομοθέτησης που την καθιστά ακατάλληλη να καλύψει τα ελλείμματα της αντίστοιχης κοινοβουλευτικής σχετίζεται με τη δυσκολία και τη διάρκεια της διαδικασίας.[35] Η δυσκολία αυτή που είναι όντως υπαρκτή δεν συνεπάγεται από μόνη της την παραίτηση από τη λαϊκή νομοθέτηση, αλλά επιβάλλει την επιλογή έξυπνων εργαλείων, που να επιτρέπουν το συντονισμό της κοινοβουλευτικής και άμεσης νομοθέτησης αλλά και την αντίδραση της κάθε πλευράς στις προτάσεις της άλλης.

Τέλος, αν ένα δομικό πρόβλημα της αντιπροσώπευσης είναι η απαξίωση των πολιτικών κομμάτων ή η μη ένταξη σε αυτά μεγάλου αριθμού πολιτών που οφείλεται και στην ανάδυση μιας αναπτυγμένης πολιτικής ατομικότητας και την άρνηση ολικών λύσεων και άρα την κατακερμάτιση του πολιτικού σώματος μεταξύ πολλαπλών τομών (και όχι της κλασικής δεξιάςαριστεράς διάκρισης, τότε και η οργάνωση των μορφών άμεσης νομοθέτησης θα πρέπει να επιτρέπει την αντιπροσώπευση (στο δημόσιο χώρο, σε φόρα, τηλεοπτική κάλυψη κλπ) των αντιτιθέμενων πλευρών ως τέτοιων και όχι δια μέσω και πάλι των κομμάτων. Συμμαχίες a la carte μεταξύ αλλά και στο εσωτερικό των κομμάτων θα ήταν έτσι δυνατές, ακόμη και διασπώντας κυβερνητικές συμμαχίες.

 

3.             Δημαγωγίας πεδίο λαμπρό

Το επιχείρημα ενισχύεται από την παράλληλη επισήμανση ότι ο λαός εύκολα αποπλανάται.[36] Στο σημείο αυτό γίνεται επίκληση της γνωστής φράσης ότι το δημοψήφισμα είναι το “προνομιακό πεδίο για κάθε δημαγωγό”.[37] Παρότι ακούγεται καταρχήν πειστικό πως ο κίνδυνος χειραγώγησης του λαού είναι αυξημένος, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο σύγχρονος εκλογέας είναι πολύ πιο μορφωμένος και πληροφορημένος από ό,τι στο παρελθόν. Η δε έξαψη των παθών που συχνά αποδίδεται ως αιτίαση σε μορφές λαϊκής συμμετοχής σχετίζεται μάλλον με την πολιτική κουλτούρα και μπορεί να εντείνεται και στο πλαίσιο εκλογών αντιπροσώπων ή αντίθετα να παραμένει εν υπνώσει, όπως η «συναινετική δημοκρατία» της Ελβετίας, που αποτελεί την κατεξοχήν κοιτίδα των δημοψηφισμάτων,[38] αποδεικνύει.

Ο κίνδυνος της δημαγωγίας συνδέεται συχνά και με την απόφανση του Καντ ότι η άμεση δημοκρατία είναι κατ’ ανάγκη «δεσποτισμός».[39] Σε αυταρχικό δεσποτισμό θα κατέληγε όντως η ρουσωικής ή σμιτιανής έμπνευσης ταύτιση κυβερνώντων-κυβερνωμένων και η άρση της σχετικής διάκρισης κράτους – κοινωνίας, που αποτελεί εγγύηση ελευθερίας, όχι όμως και η χρήση θεσμών άμεσης νομοθέτησης συμπληρωματικά προς τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς. Και πάντως και αυτός ο κίνδυνος μπορεί να αντιμετωπιστεί κατά την κατάστρωση των σχετικών θεσμών.

Έκφανση της πεποίθησης ότι ο λαός ταυτίζει το γενικό συμφέρον με το ίδιο ατομικό συμφέρον και δεν μπορεί να αποστασιοποιηθεί από αυτό[40] είναι η συνηθισμένη εξαίρεση των δημοσιονομικών θεμάτων από το πεδίο των επιτρεπόμενων δημοψηφισμάτων (βλ. και ά 44 παρ 2 εδ β Σ). Η εξαίρεση συνδέεται και με την υπενθύμιση ότι η ψήφιση του προϋπολογισμού αποτελεί μια κλασική αρμοδιότητα του Κοινοβουλίου. Ωστόσο, η αρμοδιότητα αυτή, που αντανακλά την οριοθέτηση και ισορροπία του κοινοβουλευτικού συστήματος το 19ο αιώνα,[41] προβλέφθηκε ιδίως για περιφρούρηση της εξουσίας της νομοθετικής έναντι της εκτελεστικής εξουσίας και όχι έναντι του εκλογικού σώματος.

Παρά αυτή τη, σε μια πρώτη ματιά πειστική, αιτίαση, υποστηρίζεται, βάσει των εμπειριών στην Ελβετία και στις Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΕΠΑ), και η αντίθετη άποψη.[42] Ειδικότερα, η έρευνα δείχνει[43] ότι τα καντόνια της Ελβετίας που έχουν θεσπίσει αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες για τα δημοσιονομικά τους βρίσκονται σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από τα υπόλοιπα. Από την άλλη πλευρά, η σημερινή κατάσταση του δημοσίου χρέους βασισμένη σε δημοσιονομικές αποφάσεις που ελήφθησαν από μέλη αντιπροσωπευτικών σωμάτων αποδεικνύει περίτρανα ότι ούτε οι κοινοβουλευτικές αποφάσεις διασφαλίζουν υγιή οικονομικά.[44] Συνεπώς, το επιχείρημα ότι τα μέλη του Κοινοβουλίου διαθέτουν την απαραίτητη απόσταση εκκινεί μάλλον από μια ιδεαλιστική και ιδεοτυπική πρόσληψη, η οποία ελάχιστα επιβεβαιώνεται στην πράξη.

 

4.             Ο συντηρητικός χαρακτήρας

Ένα επόμενο επιχείρημα που προβάλλεται συχνά κατά των θεσμών λαϊκής νομοθέτησης είναι ότι παράγουν συχνά συντηρητικά αποτελέσματα. Το πραγματολογικό αυτό επιχείρημα, ωστόσο, δεν αρκεί για απόρριψη των συμμετοχικών δομών, καθώς το τυπικό διαδικαστικό νόημα αυτών δεν επιτρέπει η συζήτηση να γίνεται με επιχειρήματα που αφορούν στο εξαγόμενο αποτέλεσμα. Με το ίδιο κριτήριο θα μπορούσε, μάλιστα, κανείς να απορρίψει και την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, υπέρ μιας φωτισμένης, φιλελεύθερης δεσποτείας ή μιας προοδευτικής τεχνοκρατίας. Τόσο όμως αυτή όσο και οι θεσμοί άμεσης νομοθέτησης ερείδονται στην πεποίθηση ότι η νομιμοποίηση της εξουσίας πρέπει να είναι (και) διαδικαστική και όχι μόνο λειτουργική (εκ του αποτελέσματος) ακριβώς επειδή η πρώτη αναδεικνύει την ίση ηθική αξία κάθε πολίτη. Εξάλλου, παρότι η μέχρι σήμερα εμπειρία δείχνει να επιβεβαιώνει εμπειρικά το επιχείρημα περί συντηρητικών εξαγομένων δεν πρέπει να παραγνωρίζει κανείς τη δυναμική που οι θεσμοί αυτοί μπορούν να αναπτύξουν, εφόσον χρησιμοποιηθούν ευρέως, δυναμική που θα μπορούσε να ανατρέψει κάθε πρόγνωση ως προς το αποτέλεσμα. Όπως παρατηρούσε ήδη πριν από 80 χρόνια ο Σβώλος,[45] «εάν καλλιεργηθή η συνείδησις των εκλογέων ούτως ώστε να ωριμάσουν εις αυτήν ωρισμέναι ιδέαι, είναι δυνατόν ριζοσπαστικαί μεταβολαί να επιτευχθούν και δια της λαϊκής νομοθεσίας».

Από την άλλη πλευρά, αν οι αμεσοδημοκρατικοί θεσμοί παρότι δεν ευνοούν μεν ριζοσπαστικά προοδευτικές μεταρρυθμίσεις, δύνανται να περιφρουρούν την αποτελεσματικότητα των όποιων νομοθετικών ρυθμίσεων, αυτό πρέπει να προσμετρηθεί στα θετικά. Συντηρητικές αλλά αποτελεσματικές πολιτικές αποφασισμένες δημοκρατικά -θα συνέχιζε το επιχείρημα- είναι μάλλον προτιμότερες από επιβαλλόμενες από τις ελίτ προοδευτικές μεταρρυθμίσεις που μένουν εν τέλει νεκρό νομικό γράμμα.

Εξάλλου, η εισαγωγή ή και ενίσχυση τέτοιων θεσμών δεν θα σήμαινε, όπως προειπώθηκε, την μετατροπής της συνταγματικής, αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ως μικτού πολιτεύματος που συνενώνει το θεσμό της πλειοψηφικής κατίσχυσης με την εγγύηση των δικαιωμάτων μειονοτήτων και μονάδων, σε άμεση δημοκρατία με αυταρχική επιβολή της πλειοψηφίας επί μειοψηφιών και μειονοτήτων και κατάργηση των ‘αριστοκρατικών’ στοιχείων του πολιτεύματος, όπως τα δικαστήρια και οι ανεξάρτητες αρχές, που περιφρουρούν τον συνταγματισμό έναντι των πλειοψηφικών παρεκτροπών. Απλώς θα ενίσχυαν τη συνιστώσα της διαδικαστικής νομιμοποίησης, χωρίς, κατά το δυνατό, να αποδυναμώνουν και τις άλλες μορφές νομιμοποίησης της εξουσίας ή τις θεμελιακές εγγυήσεις του συνταγματισμού.

 

5.             Ο κίνδυνος για τα θεμελιώδη δικαιώματα

Ιδιαίτερης σημασίας είναι η φροντίδα για επαρκή προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ‘δομικών μειονοτήτων’ (δηλαδή μειονοτήτων που συνίστανται βάσει φυσικών ή πιο μόνιμων κοινωνικών χαρακτηριστικών) από την κατάχρηση της πλειοψηφικής αρχής στο πλαίσιο διαδικασιών άμεσης νομοθέτησης. Η έγνοια αυτή απορρέει από εμπειρικά ευρήματα (ιδίως από την Ελβετία και τις ΕΠΑ), σύμφωνα με τα οποία πιο πιθανή σε δημοψηφισματικές διαδικασίες είναι η επικράτηση των δομικών πλειοψηφιών οι οποίες εμφανίζουν την τάση να υποσκάπτουν τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των δομικών, δηλαδή όχι ευμετάβλητων, ιδίως εθνοτικών, θρησκευτικών ή άλλων, μειονοτήτων.[46] Ακόμη και αν το συμπέρασμα δεν μπορεί να μεταφερθεί αυτούσιο στα δεδομένα της Ευρώπης και δη της Ελλάδας όπου δεν υπάρχει τόσο έντονος ο διαχωρισμός βάσει εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, χωρίς ωστόσο να εκλείπει (αρκεί να σκεφτούμε τη μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη και την εθνοτική μειονότητα των Ρομά), το ερώτημα που τίθεται σε συνταγματικό επίπεδο είναι αν η τάση αυτή θα πρέπει να οδηγήσει στη συνταγματική απόρριψη των μορφών άμεσης νομοθέτησης ή αν αντίθετα θα έπρεπε να μας προβληματίσει δικαιοπολιτικά, έτσι ώστε να σχεδιάσουμε τους θεσμούς αυτούς με προστατευτικές για τα μειονοτικά δικαιώματα ασπίδες. Υπό αυτή την έννοια, η συνταγματική και νομική κατάστρωση δημοψηφισμάτων και νομοθετικών πρωτοβουλιών πρέπει να παρέχει τα εχέγγυα προστασίας των θεμελιωδών συνταγματικών δικαιωμάτων, στον ίδιο τουλάχιστον βαθμό που το κάνει και έναντι της κοινοβουλευτικής νομοθεσίας.

Η θεωρητική θεμελίωση της αξίωσης αυτής ανάγεται στη διαπίστωση ότι η λαϊκή νομοθέτηση, εφόσον ασκείται ως συντεταγμένη λειτουργία ενός οργάνου, του λαού (υπό στενή έννοια), δεν μπορεί παρά να υπόκειται και να είναι υποχρεωμένη να σεβαστεί τη δημοκρατική αρχή, την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου και άρα τα συνταγματικά θεμελιώδη δικαιώματα και όλους γενικά τους τυπικά υπερέχοντες κανόνες δικαίου, άρα όχι μόνο τους συνταγματικούς αλλά και τους κανόνες του ευρωπαϊκού και διεθνούς δικαίου. Σε περίπτωση παραβίασης των αρχών αυτών, η λαϊκή νομοθεσία μπορεί –και αυτή, όπως και η κοινοβουλευτικά υιοθετημένη- να κηρυχθεί αντισυνταγματική. Ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων σημαίνει ότι υπάρχουν θέματα που εξαιρούνται της κοινής νομοθέτησης βάσει της αρχής της πλειοψηφίας, καθώς ‘κλειδώνουν’ συνταγματικά. Τα θέματα αυτά πρέπει να εξαιρούνται και των αμεσοδημοκρατικών μορφών απόφασης, καθώς και οι μορφές αυτές, υπόκεινται στους περιορισμούς του συντάγματος και ο ‘λαός’, ως εκλογικό σώμα δεν βρίσκεται υπεράνω του Συντάγματος αλλά οριοθετείται από αυτό, όπως ήδη επισημάνθηκε. Σε συμφωνία με τα παραπάνω, η υπερψήφιση ενός νόμου μέσω αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών δεν επιτρέπεται να καταλήγει σε αποψίλωση του συνταγματικού κράτους και περιορισμό της αρμοδιότητας της δικαστικής εξουσίας να μην εφαρμόζει αντισυνταγματικό νόμο –όπως και αν αυτός έχει υπερψηφιστεί.[47]

Έτσι, το ειδικότερο ερώτημα που εγείρεται είναι αν ένας νόμος που προκύπτει μέσα από μια διαδικασία λαϊκής νομοθέτησης υπόκειται -μπορεί και πρέπει να υπόκειται- με τον ίδιο τρόπο (και μόνο), όπως και ένας νόμος ψηφισμένος (μόνο) από τη Βουλή, σε δικαστικό έλεγχο (αντι)συνταγματικότητας.[48] Στο σημείο αυτό εγείρεται η ανησυχία ότι οι αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες μπορεί είναι πιο ευαίσθητες και οι πλειοψηφίες τους ίσως πιο ‘ευέξαπτες’ από ότι οι κοινοβουλευτικές απέναντι σε τυχόν εκφρασμένη από αρμόδιο «αριστοκρατικής υφής» όργανο ότι το νομοθέτημα που επιψηφίστηκε μέσα από διαδικασίες λαϊκής νομοθέτησης αντισυνταγματικό. Με αυτό το σκεπτικό θα ήταν ίσως σκοπιμότερος ένας εκ των προτέρων έλεγχος της νομοθετικής πρότασης, τουλάχιστον αντίστοιχος με αυτόν στον οποίο υποβάλλει η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής κάθε νομοσχέδιο ή ακόμη και με δεσμευτική ισχύ από ένα δικαστικό όργανο (ίσως με διαδικασία αντίστοιχη της πρότυπης δίκης για να εξασφαλίζεται η ταχύτητα), η κρίση του οποίου τυπικά μεν δεν θα δεσμεύει, επί της ουσίας όμως σίγουρα θα περιορίζει τον εκ των υστέρων δικαστικό έλεγχο.

Οι μέχρι σήμερα μορφές του κατασταλτικού ελέγχου συνεπώς πρέπει να συμπληρωθούν με αρμοδιότητες προληπτικού συνταγματικού ελέγχου. Έτσι μπορεί να αναμένεται, η άσκηση ενός τέτοιου ελέγχου, σε περίπτωση αμφίβολης συνταγματικότητας της πρότασης νόμου, μπορεί να μετριάσει την αντίδραση σε αμεσοδημοκρατικές πρωτοβουλίες, και την ανασφάλεια που αυτές προκαλούν και να αποτρέψει μια οπορτουνιστική χρήση του Συντάγματος στο δημόσιο διάλογο. Είναι πολύ περισσότερο προτιμότερος δε από έναν κατασταλτικό έλεγχο που μπορεί να επισύρει την υποψία χειραγώγησης και να προκαλέσει απονομιμοποιητικά συναισθήματα απογοήτευσης.[49] Ο έλεγχος αυτός πρέπει να είναι τουλάχιστον αντίστοιχος με αυτόν στον οποίο υποβάλλει η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής κάθε νομοσχέδιο ή ακόμη και έλεγχος με δεσμευτική ισχύ από ένα δικαστικό όργανο (ίσως με διαδικασία αντίστοιχη της πρότυπης δίκης για να εξασφαλίζεται η ταχύτητα), η κρίση του οποίου τυπικά μεν δεν θα δεσμεύει, επί της ουσίας όμως σίγουρα θα περιορίζει τον εκ των υστέρων δικαστικό έλεγχο.

Σε κάθε περίπτωση πάντως και παρά την αναγκαιότητα διαφύλαξης των θεμελιωδών δικαιωμάτων έναντι της πλειοψηφίας, τα θέματα ‘ταμπού’, όπως και τα διαδικαστικά εμπόδια, δεν πρέπει να ξεπερνούν το πράγματι αναγκαίο μέτρο, καθώς σε αντίθετη περίπτωση οι θεσμοί άμεσης δημοκρατίας θα θεωρούνταν απλώς μια φενάκη και θα παρήγαγαν πολύ περισσότερη απογοήτευση και απονομιμοποίηση.

 

6.             Το επιχείρημα της Βαϊμάρης

Στη σχετική γερμανική συζήτηση, και όχι μόνο, εναντίον της εισαγωγής αμεσοδημοκρατικών στοιχείων στο αντιπροσωπευτικό πολίτευμα εγείρεται συχνά η ένσταση ότι η εμπειρία από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, η δυνατότητα δηλαδή προκήρυξης δημοψηφισμάτων σε επίπεδο κράτους και κρατιδίων στο μεσοπόλεμο συνετέλεσε στην αποσταθεροποίηση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και άνοιξε το δρόμο προς το αυταρχικό ναζιστικό καθεστώς.[50] Υποστηρίζεται βέβαια και η αντίθετη άποψη,[51] ιδίως βάσει του αντεπιχειρήματος ότι η Δημοκρατία της Βαϊμάρης αυτοϋπονομεύθηκε και στο αποτέλεσμα αυτό συνετέλεσαν κυρίως η πλειοψηφία της Βουλής και ο Πρόεδρος του Reich.[52] Προς την κατεύθυνση αυτή, πολλοί θεωρητικοί επιμένουν ότι οι αμεσοδημοκρατικοί θεσμοί της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης έπαιξαν μάλλον έναν δευτερεύοντα και επιβοηθητικό ίσως ρόλο δίπλα σε άλλους πολύ πιο σημαντικούς παράγοντες της πτώσης της.[53]Ιδιαίτερα προβλήματα δημιουργούσε εξάλλου η σχέση έντασης μεταξύ του άμεσα εκλεγμένου Προέδρου του Ράιχ με την κοινοβουλευτικά υπεύθυνη Κυβέρνηση.[54] Το πιο καθοριστικό στοιχείο, ωστόσο, κρίνεται πως ήταν η έναρξη του ψυχρού πολέμου[55] και βέβαια η οικονομική ύφεση. Εξάλλου, τα ιστορικά επιχειρήματα έχουν σχετική αξία, καθώς στη σημερινή Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, είναι διαφορετικός ο βαθμός πληροφόρησης των πολιτών, ο πλουραλισμός των μέσων ενημέρωσης και η δημοκρατική συνείδηση είναι πιο ενισχυμένη.

 

V.      Αντί συμπεράσματος

Η κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας μπορεί να αναγνωστεί και ως κρίση του Κοινοβουλίου. Στη σημερινή συγκυρία της οικονομικής κρίσης που αναμένεται να παγιωθεί στην Ευρώπη του 21ου αιώνα η κρίση του κοινοβουλίου συνεπάγεται και την ανεπάρκεια του τυπικού νόμου ως ρυθμιστικού εργαλείου. Το φαινόμενο αυτό, αποτύπωση του οποίου είναι ήδη η ευρείας έκτασης νομοθετική εξουσιοδότηση, βρίσκει τα όριά του στη διακυβέρνηση για Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου, δηλαδή άσκηση αυτόνομης κανονιστικής αρμοδιότητας της εκτελεστικής εξουσίας και στην αναζήτηση τρόπων άμεσης λαϊκής νομοθέτησης. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο αυτές μορφές νομικής αποτύπωση εμπεριέχονται στις δύο παραγράφους του άρθρου 44 του ελληνικού Συντάγματος εν είδει εξαιρέσεων από τον κανόνα της άσκησης της νομοθετικής εξουσίας από τη Βουλή.

Σε συμφωνία με τα παραπάνω, η επίρρωση της δημοκρατίας αλλά και του κράτους δικαίου που είναι το ζητούμενο περνάει μέσα από την ενδυνάμωση καταρχήν και κατά κύριο λόγο του Κοινοβουλίου και την ανάκτηση της χαμένης του αξιοπιστίας. Η εμφύτευση στην αντιπροσωπευτική στοιχείων άμεσης δημοκρατίας είναι ευπρόσδεκτη, αρκεί να μην υποσκάψει το κράτος δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα οδηγώντας σε έναν λαϊκιστικό συνταγματισμό χωρίς ελέγχους και εξισορροπητικά στοιχεία και εν τέλει σε μια δικτατορία της πλειοψηφίας. Η συνταγματική δημοκρατία είναι κατ’ ανάγκη –ακόμη και σήμερα- αντιπροσωπευτική· και πάντως δεν είναι μόνο διαδικαστική, αλλά και ουσιαστική, εφόσον προϋποθέτει και συνεπάγεται την υπερίσχυση της πλειοψηφίας με ρητές και αυστηρές εγγυήσεις προστασίας των μειοψηφιών και των μειονοτήτων.

Κατά συνέπεια, η αναθεώρηση της συνταγματικής κατάστρωσης του δημοψηφίσματος και η εισαγωγή της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας μπορούν να συμβάλουν στην αναζωογόνηση της αντιπροσώπευσης, όχι όμως και στην αντικατάστασή της και δεν θα μπορούσαν να άρουν τα εγγενή αλλά και επίκτητα μειονεκτήματά της που πρέπει να αντιμετωπιστούν αυτόνομα. Επιπλέον, πρέπει να σχεδιαστούν με ασφαλιστικές δικλείδες έναντι πιθανών καταχρήσεων που θα οδηγούσαν σε συμπίεση των δικαιοκρατικών εγγυήσεων. Και βεβαίως, δεν μπορεί να αναμένει κανείς από τους θεσμούς μόνο να λύσουν το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας.[56] Αυτοί μπορούν ίσως να βοηθήσουν στη νομιμοποίηση των ακολουθούμενων πολιτικών. Θα είναι όμως οι πολιτικές που μπορούν –όσο μπορούν- να αντιμετωπίσουν την οικονομική κρίση και να κάνουν πιο ήπιες της συνέπειές της. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις εν γνώσει των ορίων και των δυνατοτήτων τους, οι θεσμοί λαϊκής νομοθέτησης θα πρέπει να συζητηθούν σε μια πιθανή μελλοντική συνταγματική αναθεώρηση με σκοπό να αποτελέσουν –εφόσον πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις[57]– θεσμικό αντίβαρο στην πλειοψηφικό κοινοβουλευτισμό.[58]

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


[1]     Β. Βολουδάκη, Ο θεσμός του δημοψηφίσματος μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος: διεύρυνση της λαϊκής κυριαρχίας ή δημοκρατική πρόσοψη; Δίκαιο και Πολιτική 13-14, σ. 225επ (255)· Κ. Χρυσόγονου, Συνταγματικό Δίκαιο, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλα 2003, σ. 415.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[2]     Ενδιαφέρον θα είχε να εξεταστεί η εισαγωγή καταργητικού δημοψηφίσματος το οποίο θα μπορούσε να προκληθεί είτε από μια κοινοβουλευτική μειοψηφία είτε από έναν ικανό αριθμό πολιτών. Ενδιαφέρουσες στο σημείο αυτό είναι οι ρυθμίσεις του δανέζικου (παρ. 42) και του ιταλικού (ά. 75) Συντάγματος. Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Δανίας ψηφισμένο νομοσχέδιο τίθεται σε δημοψήφισμα εφόσον αυτό ζητηθεί από το ένα τρίτο τουλάχιστον των βουλευτών εντός τριών ημερών από την ψήφισή του και καταπίπτει εφόσον απορριφθεί από την πλειοψηφία των ψηφισάντων υπό την προϋπόθεση της συμμετοχής του 30% τουλάχιστον των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων. Στο ιταλικό Σύνταγμα η προκήρυξη καταργητικού νομοθετικού δημοψηφίσματος επιτυγχάνεται μετά από συλλογή 500.000 υπογραφών πολιτών. Το ‘κατώφλι’ της συμμετοχής τίθεται αρκετά υψηλά (πάνω από 50%) και το ίδιο ποσοστό των ψηφισάντων απαιτείται για να καταργηθεί το νομοσχέδιο. Και στις δύο περιπτώσεις κάποια νομοσχέδια (ιδίως δημοσιονομικού περιεχομένου) εκφεύγουν της δυνατότητας δημοψηφισματικής κατάργησης.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[3]     Η. Kelsen, Vom Wesen und Wert der Demokratie, 2η έκδ., Tubingen: J. C. B. Mohr 1929, σ. 9επ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[4]     H. Dreier / F. Wittreck, Repräsentative und direkte Demokratie im Grundgesetz, σε: Feld L./ Huber P. / Jung Ο. / Welzel Chr. / Wittreck F. (επιμ.), Jahrbuch für direkte Demokratie 2009, Baden-Baden: Nomos, 2010, σ. 12.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[5]     E. W. Böckenförde, Demokratische Willensbildung und Repräsentation, σε: Isensee / Kirchhof, Handbuch des Staatsrechts III, 3η έκδ., Heidelberg κ.α.: C.F. Müller, 2005 §34, αρ. περ. 53.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[6]     Ε. Βενιζέλου, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, αναθεωρημένη έκδοση, Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Σάκκουλα 2008, σ. 356

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[7]     Δ. Μαντζουλίνου, Οι θεσμοί της λαϊκής νομοθεσίας εν τη δημοκρατία, 1934, σ. 180επ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[8]     Αλ. Σβώλου , Συνταγματικόν Δίκαιο, Αθήνα: Πυρσός 1934, σ. 265.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[9]     Γ. Σωτηρέλη, Σύνταγμα και πολιτική υπό το φως των νέων δεδομένων: Τα διακυβεύματα, οι δυνατότητες, τα όρια, Εισαγωγική Ομιλία στο ΙΓ΄ Συμπόσιο του Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης» στο Βόλο (25-26.3.2011), διαθέσιμο σε: http://www.constitutionalism.gr/html/ent/058/ent.2058.asp(πρόσβαση: 01.06.2013).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[10]    U. Berlit, Soll das Volk abstimmen? Zur Debatte über direktdemokratische Elemente im Grundgesetz, Kritische Vierteljahresschrift 1993, σ. 318 επ. (338). Οζενί Αθανασιάδου, Οι αμεσοδημοκρατικοί θεσμοί στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία: σύζευξη ή σύγκρουση;, σε: Α. Μανιτάκη (επιμ.),Η Δημοκρατία μεταξύ ουτοπίας και πραγματικότητας, Μελέτες Χαριστήριες στον Ζήση Παπαδημητρίου, Αθήνα: Σαββάλας , σ. 198-217 (206).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[11]    C. Pestalozza, Der Popularvorbehalt. Direkte Demokratie in Deutschland,: Vortrag gehalten vor der Berliner Juristischen Gesellschaft am 21. Januar 1981, Walter de Gruyter, 1981, σ. 10.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[12]    Δ. Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο, τόμος Β΄, Οργάνωση και λειτουργία της Πολιτείας, Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Σάκκουλα 1992, σ. 95.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[13]    Σβώλου, όπ.π., 1934, σ. 283.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[14]    J. Habermas, Faktizität und Geltung, 2η έκδ., Frankfurt/Main, Suhrkamp 1992, σ. 141

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[15]    Berlit, όπ.π., σ. 336.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[16]    C. Schmitt, Volkentscheid und Volksbegehren, Ein Beitrag zur Auslegung der Weimarer Verfassung und zur Lehre von der unmittelbaren Demokratie, Berlin / Leipzig: de Gruyter 1927, σ. 49

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[17] Έτσι και o Χρυσόγονος, όπ.π., σ. 418 αναφερόμενος στο δικαστικό έλεγχο του επιψηφισμένου με δημοψήφισμα νομοσχεδίου κατά το ά, 44 παρ. 2 περ. β΄ Σ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[18]    Μ. Jacobsen, Zur Verbindlichkeit der Volksgesetzgebung, DöV 2007, σ. 949επ (954).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[19]    Dreier / Wittreck, όπ.π., σ. 26· Jacobsen, όπ.π., σ. 954· ΒVerfGE 60, 175 (202, 207); 96, 231 (239επ).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[20]    Πρβλ. και BVerfGE8, 104 (114).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[21]    Jacobsen, όπ.π., σ. 957.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[22]    Για παράδειγμα λαϊκή πρωτοβουλία προς ψήφιση νόμου απευθυνόμενη προς το κοινοβούλιο προβλέπεται στο Σύνταγμα της Αυστρίας (ά 41), κατόπιν συλλογής 100.000 υπογραφών, της Ισπανίας (500.000 υπογραφές) και της Ιταλίας (50.000 υπογραφές).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[23]    Βενιζέλος, όπ.π., σ. 356

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[24]    Α. Δημητρόπουλου, Το δημοψήφισμα. Ο ρόλος και η σημασία του θεσμού στη σύγχρονη δημοκρατία, Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Σάκκουλα 1997, σ. 33

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[25]    Για το προσωπικό δημοψήφισμα ως αντιδιαστελλόμενο προς το γνήσιο, βλ. Τσάτσου, όπ.π., σ. 178· Α. Δημητρόπουλου, όπ.π., σ. 41επ.· Κ. Μαυριά, Συνταγματικό Δίκαιο, Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ, Ν. Σάκκουλα, σ. 391. Βλ. και Δ. Αλικανιώτη, Το συντακτικό έργο των Γ΄ και Δ΄ Συντακτικών Συνελεύσεων και της Βουλής του 1926, Συγκριτική Έρευνα, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης, 2000, σε: http://phdtheses.ekt.gr/eadd/handle/10442/12879 (πρόσβαση 08.08.2012), σ. 60.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[26]    Σβώλου, όπ.π., σ. 277.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[27]    Α. Ξηρού, Εμβάθυνση της Δημοκρατίας και αναζωογόνηση του πολιτικού συστήματος, Εισήγηση στην ετήσια συνάντηση του Σεμιναρίου Συνταγματικών Θεσμών που πραγματοποιήθηκε την 24η Φεβρουαρίου 2011, διαθέσιμο σε: http://www.constitutionalism.gr/html/ent/974/ent.1974.asp(πρόσβαση: 10.06.2013). Πρβλ, ωστόσο και Ν. Κανελλοπούλου, Οι «μεταμορφώσεις» του Συντάγματος και το status mixtus, σε: Ξ. Κοντιάδη / Φ. Σπυρόπουλου / Κ. Τσουκαλά, Δημοκρατία, Σύνταγμα, Ευρώπη στην εποχή της κρίσης – Μελέτες στη μνήμη του Δημήτρη Τσάτσου, Αθήνα: Σαββάλας 2012, σ. 110επ (121-2), σύμφωνα με την οποία το δημοψήφισμα υπακούει στην «πολιτειολογική λογική της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, που στηρίζεται στην αριθμητικά προσδιορισμένη σχέση πλειοψηφίας και μειοψηφίας και όχι στην έννοια της συμμετοχικής δημοκρατίας, η οποία αντίθετα «υπακούει σε μια διαφορετική πολιτειολογική λογική, και παραπέμπει στην διαβουλευτική ή συναινετική δημοκρατία».

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[28]    Αυτό προβλέπεται στα Συντάγματα των γερμανικών κρατιδίων Βρέμης (70 εδ. α΄ στοιχ. β), Βάδης-Βυτεμβέργης (ά. 60 παρ. 2), Έσσης (ά. 123), Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας (ά. 68 παρ. 3).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[29]    Πρβλ. π.χ. το ά. 68 παρ. 3 του Συντάγματος της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας (κρατιδίου της Γερμανίας), με βάση το οποίο η Κυβέρνηση αποκτά δικαίωμα διάλυσης της Βουλής, αν η τελευταία δεν έχει ψηφίσει νομοσχέδιο που υπερψηφίστηκε δια δημοψηφίσματος.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[30]    Υποχρεωτικό δημοψήφισμα σε περίπτωση αναθεώρησης του Συντάγματος προβλέπεται από το Σύνταγμα της Δανίας (ά 88), της Γαλλίας (ά 89), της Πολωνίας (ά 235), του Λουξεμβούργου (ά 114) και της Αυστρίας για την περίπτωση της ολικής αναθεώρησης (ά 44). Από τα γερμανικά κρατίδια, βλ. ά. 75 παρ. 2, εδ. β΄ Σ. Βαυαρίας, 125, εδ. γ΄στοιχ. β, 5 Σ. Βρέμης, 123, εδ. β΄ Σ. Έσσης.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[31]    Ε. Σπηλιωτόπουλου, Η νομική φύση του δημοψηφίσματος του άρθρου 44 παρ. 2 του Συντάγματος, σε: Σύμμεικτα προς τιμήν Φ. Βεγλερή, Τόμος Α΄, Αθήνα-Κομοτηνή 1988, σ. 320επ (327)· βλ. και Αλικανιώτη, όπ.π., σ. 197.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[32]    Σβώλου, όπ.π., σ. 278.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[33]    Έτσι, σε πολλές περιπτώσεις συνταγμάτων γερμανικών κρατιδίων (βλ. ά. 73, Σ. Βαυαρίας, 76 παρ. 2 Σ. Βρανδεμβούργου, 70 εδ. γ΄ Βρέμης, 124 εδ. γ’ Έσης, 48 παρ. 1, εδ. γ’ Κάτω Σαξονίας, 68, παρ. 1, εδ. δ΄ Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας, 109, εδ. ε΄ Ρηνανίας-Παλατινάτου, 99, παρ. 1 εδ. γ΄ Σ. Ζάαρ) εξαιρούνται του δημοψηφίσματος ο νόμος περί προϋπολογισμού, νόμοι σχετικά με την μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων ή άλλοι νόμοι που επιδρούν στα οικονομικά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[34]    V. Slupik, Plebiszitäre Demokratie und Minderheitenschutz in der Bundesrepublik Deutschland, KritV 1987, 287επ (288επ).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[35]    P. Krause, Verfassungsrechtliche Möglichkeiten unmittelbarer Demokratie, σε: J. Isensee/  P. Kirchhof (επιμ.), Handbuch des Staatsrechts der BRD, 3η έκδ. 2005, τόμος ΙΙΙ, § 35, σ. 61επ, αρ.περ. 47.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[36]    Jacobsen, όπ.π., σ. 952.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[37]    Η φράση αυτή ανήκει στον πρώτο Πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, T. Heuss, Plenum des Parlamentarischen Rates, Sitzung v. 09.09.1948, W. Werner (Bearb.), Der Parlamentarische Rat 1948-1949. Akten und Protokolle, Bd. IX, 1996, σ. 111. Έτσι και Ν. Αλιβιζάτου, Ποια Δημοκρατία για την Ελλάδα μετά την Κρίση; Για την αποκατάσταση των λέξεων και του νοήματός τους, Αθήνα: Πόλις, σ. 106.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[38]    Στην Ελβετία διενεργούνται κατά μέσο όρο περίπου 2-3 δημοψηφίσματα κάθε έτος σε κεντρικό επίπεδο και ακόμη περισσότερα σε τοπικό. Το ελβετικό Σύνταγμα προβλέπει δημοψήφισμα κατόπιν λαϊκής πρωτοβουλίας, είτε για την κατάργηση νόμου, εάν ζητηθεί από 50.000 πολίτες (ά 89 ελβΣ), είτε για την αναθεώρηση ή τη θέσπιση νέου Συντάγματος εάν ζητηθεί από 100.000 πολίτες (ά 121 ελβΣ).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[39]  Ι. Kant (1795), Vom Ewigen Frieden, σε: Kants Werke. Akademie-Textausgabe, Bd. 8: Abhandlungen nach 1781, 1968, Berlin : Walter de Gruyter and Co., σ. 341επ (352).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[40]    Krause, όπ.π., αρ.περ. 48; S. Muhle / C. Lontzek, Die Zulässigkeit finanzwirksamer Volksbegehren in Niedersachsen – am Beispiel des Volksbegehrens zum Landesblindengeld, NordÖR 2007, σ. 227επ (230).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[41]    Κριτικά J. Isensee, Budgetrecht des Parlaments zwischen Schein und Sein, σε: JZ 2005, σ. 971επ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[42]    G. Kirchgässner / L.P. Feld / M.R. Savioz, Die direkte Demokratie: Modern, erfolgreich, entwicklungs- und exportfähig, 1999, σ. 71επ (Schweiz), σ. 111επ (USA)· R. Eichenberger, Mit direkter Demokratie zu besserer Wirtschafts- und Finanzpolitik: Theorie und Empirie, σε: H. H. V. Arnim (επιμ.), Adäquate Institutionen: Voraussetzungen für “gute” und bürgernahe Politik?, Berlin: Duncker & Humblot 1999, σ. 259επ· C.A. Schaltegger / L.P. Feld, Behindert die direkte Demokratie eine erfolgreiche Konsolidierungspolitik?, σε: M. Freitag / U. Wagschal (επιμ.), Direkte Demokratie. Bestandsaufnahmen und Wirkungen im internationalen Vergleich, 2007, σ. 363επ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[43]    R. Eichenberger, Mit direkter Demokratie zu besserer Wirtschafts- und Finanzpolitik: Theorie und Empirie, σε: H. H. V. Arnim (επιμ.), Adäquate Institutionen, 1999, σ. 259επ (276επ).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[44]    Έτσι και F. Wittreck, Direkte Demokratie und Verfassungsgerichtsbarkeit, JöR 51 (2005), σ. 111επ (176).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[45]    Σβώλου, όπ.π, σ. 284.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[46]    Βλ. Κ. R. Johnson, A Handicapped, Not “Sleeping” Giant. The Devastating Impact of the Initiative Process on Latina/o and Immigrant Communities, California Law Review 96 (2008), σ. 1259επ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[47]    T. v. Danwitz, Plebiszitäre Elemente in der staatlichen Willensbildung, Die Öffentliche Verwaltung 1992, S. 601επ (607επ)· Berlit, όπ.π., σ. 346.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[48]    Έτσι οι Dreier / Wittreck, όπ.π., σ. 32. Την κανονιστική ισοκυρία της κοινοβουλευτικής και της λαϊκής νομοθεσίας υπογραμμίζει επίσης ο J. Rux, Direkte Demokratie in Deutschland, Baden-Baden: Nomos 2008, σ. 87επ. Για την ουσιαστικά διαφορετική νομική κατάσταση στη Γαλλία βλ. F. Lange, σε: L. P. Feld / P. M. Huber/ O. Jung / Chr. Welzel / F. Wittreck (επιμ.), Jahrbuch für direkte Demokratie 2009, Baden-Baden 2010, σ. 259επ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[49]    Berlit, όπ.π., σ. 346.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[50]    Έτσι ο ιστορικός S. Meineke, Die antiplebiszitäre Grundentscheidung des Parlamentarischen Rates – eine Fehlverarbeitung der Geschichte?, σε: Jahrbuch für Politik 2 (1992), σ. 203επ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[51]    O. Jung, Das demokratische Defizit: Deutschland ohne Volksentscheid, σε: Blätter für deutsche und internationale Politik 54 (2009), σ. 97επ. Όπως, εξάλλου, επισημαίνει η Αθανασιάδου, όπ.π., σ. 208, υποσημ. 58, καμιά από τις δημοψηφισματικές πρωτοβουλίες της εποχής που έφτασαν μέχρι τις κάλπες (δύο από τις οκτώ συνολικά, η μια εκ των οποίων υποκινήθηκε από το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, ενώ η άλλη από το κομμουνιστικό και το σοσιαλιστικό) δεν επέφερε αποτέλεσμα, αφού δεν συμπληρώθηκε το απαραίτητο ποσοστό συμμετοχής.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[52]    Horst Wittreck, όπ.π., σ. 22.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[53]    Ο. Jung, Direkte Demokratie in der Weimarer Republik, Frankfurt / New York: Beck 1989· K. Bugiel, Volkswille und repräsentative Entscheidung. Zulässigkeit und Zweckmäßigkeit von Volksabstimmungen nach dem Grundgesetz, Baden-Baden: Nomos 1991, σ. 443επ· W. Frotscher, Direkte Demokratie in der Weimarer Verfassung, DVBl. 1989, σ. 541επ (544). Α.ά. ο Κ. Κruis, Mehr Demokratie durch mehr Volksentscheid?, Politische Studien SH 2/1991, σ. 40 (44επ)· Meineke, όπ.π., σ. 224επ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[54]    Το στοιχείο αυτό πρέπει ίσως να προσεχτεί στο πλαίσιο της συζήτησης σχετικά με την (επαν)ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[55]    Berlit, όπ.π., σ. 340.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[56]    Πρβλ και Αλιβιζάτου, όπ.π., σ. 103.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[57]    Πρβλ. Γ. Σωτηρέλη, Σύνταγμα και δημοκρατία στην εποχή της «παγκοσμιοποίησης», Αθήνα – Κομοτηνή: Αντ. Σάκκουλα 2000, σ. 165επ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[58]    Προς την κατεύθυνση αυτή ο Κ. Χρυσόγονος, Σχεδίασμα εκδημοκρατισμού. Δώδεκα σκέψεις για μια άλλη αναθεώρηση, σε: Ξ. Κοντιάδη / Φ. Σπυρόπουλου / Κ. Τσουκαλά, Δημοκρατία, Σύνταγμα, Ευρώπη στην εποχή της κρίσης – Μελέτες στη μνήμη του Δημήτρη Τσάτσου, Αθήνα: Σαββάλας 2012, σ. 74επ (86). Βλ. και Γ. Τασόπουλου, Τα θεσμικά αντίβαρα της εξουσίας και η αναθεώρηση του Συντάγματος, Αθήνα-Θεσ/νίκη 2007, σ. 77 επ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δημόσια ραδιοτηλεοπτική υπηρεσία και νομιμότητα. Η απόφαση της Επιτροπής Αναστολών για την ΕΡΤ

του Ακρίτα Καϊδατζή, Λέκτορα Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Α.Π.Θ. (δημοσιεύεται στο ΔιΜΕΕ 2/2013)

KAIDATZHSΗ αιφνίδια κατάργηση της ΕΡΤ και διακοπή των προγραμμάτων της θέτει μείζονα πολιτικά και συνταγματικά ζητήματα. Θέτει όμως και σοβαρά ζητήματα νομιμότητας ή και συνταγματικότητας. Αυτά θα εξεταστούν από το Συμβούλιο της Επικρατείας, όταν κριθεί η αίτηση ακυρώσεως που ασκήθηκε κατά της κ.υ.α. της 11.6.2013 με την οποία έκλεισε η ΕΡΤ. Ο Πρόεδρος του ΣτΕ, με την προσωρινή διαταγή που εξέδωσε στις 17.6.2013, και η πενταμελής Επιτροπή Αναστολών της Ολομέλειας, με την απόφασή της ελάχιστες μέρες αργότερα, στις 20.6.2013, δεν πήραν θέση επί της ουσίας, δηλαδή δεν εξέφεραν κρίση για τη νομιμότητα της κοινής υπουργικής απόφασης. Περιορίστηκαν να εξετάσουν εάν από την άμεση εκτέλεσή της προκαλείται ανεπανόρθωτη βλάβη. Και διέταξαν να ανασταλεί προσωρινά, όχι στο σύνολό της, αλλά κατά το μέρος με το οποίο διακόπτεται το πρόγραμμα της ΕΡΤ. Η συγκεκριμένη κρίση της Επιτροπής Αναστολών (όπως και της προσωρινής διαταγής που προηγήθηκε) θέτει ένα πρόσθετο ζήτημα νομιμότητας. Αυτό δεν αφορά την ίδια την απόφαση ή την αιτιολόγησή της, αλλά τον τρόπο συμμόρφωσης σε αυτήν. Το αυτοτελές νομικό ζήτημα που τίθεται είναι: Σε ποιες ενέργειες οφείλει να προβεί η διοίκηση, προκειμένου να συμμορφωθεί, όπως εκ του Συντάγματος υποχρεούται, με το διατακτικό της απόφασης αναστολής;

Η αιφνίδια –κυριολεκτικά «εν μιά νυκτί», χωρίς καμία προηγούμενη διαβούλευση και, όπως αποδεικνύεται, χωρίς καμία προετοιμασία– κατάργηση της ΕΡΤ και διακοπή των προγραμμάτων της θέτει βεβαίως μείζονα πολιτικά και συνταγματικά ζητήματα. Θέτει όμως και σοβαρά ζητήματα νομιμότητας ή και συνταγματικότητας1. Αυτά θα εξεταστούν από το Συμβούλιο της Επικρατείας, όταν κριθεί η αίτηση ακυρώσεως που ασκήθηκε κατά της κ.υ.α. της 11.6.2013 με την οποία έκλεισε η ΕΡΤ. Ο Πρόεδρος του ΣτΕ, με την προσωρινή διαταγή που εξέδωσε στις 17.6.2013, και η πενταμελής Επιτροπή Αναστολών της Ολομέλειας, με την απόφασή της ελάχιστες μέρες αργότερα, στις 20.6.2013, δεν πήραν θέση επί της ουσίας, δηλαδή δεν εξέφεραν κρίση για τη νομιμότητα της κοινής υπουργικής απόφασης. Περιορίστηκαν να εξετάσουν εάν από την άμεση εκτέλεσή της προκαλείται ανεπανόρθωτη βλάβη. Και διέταξαν να ανασταλεί προσωρινά, όχι στο σύνολό της, αλλά κατά το μέρος με το οποίο διακόπτεται το πρόγραμμα της ΕΡΤ. Βεβαίως, οποιαδήποτε κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας σε μιαν υπόθεση μείζονος πολιτικής σημασίας, που προκάλεσε σοβαρούς τριγμούς στην κυβέρνηση και την αποχώρηση ενός εκ των εταίρων της, θα είχε αυταπόδεικτη πολιτική σημασία. Η νομική διάσταση μάλλον δεν είναι η σημαντικότερη στην υπόθεση αυτή. Η συγκεκριμένη όμως κρίση της Επιτροπής Αναστολών (όπως και της προσωρινής διαταγής που προηγήθηκε) θέτει ένα πρόσθετο ζήτημα νομιμότητας. Αυτό δεν αφορά την ίδια την απόφαση ή την αιτιολόγησή της, αλλά τον τρόπο συμμόρφωσης σε αυτήν. Το αυτοτελές νομικό ζήτημα που τίθεται είναι: Σε ποιες ενέργειες οφείλει να προβεί η διοίκηση, προκειμένου να συμμορφωθεί, όπως εκ του Συντάγματος υποχρεούται, με το διατακτικό της απόφασης αναστολής;

 

Το χρονικό ενός μη προαναγγελθέντος θανάτου

Το πολιτικό και θεσμικό ζήτημα από την κατάργηση της ΕΡΤ παραμένει ανοικτό. Οι νομικές εξελίξεις, πάντως, φαίνεται ότι συμπυκνώθηκαν σε ένα δεκαήμερο, από τις 11 έως τις 20 Ιουνίου, χωρίς να έχει υπάρξει έκτοτε κάτι νεότερο.

Όλα ξεκίνησαν στις 11 Ιουνίου. Τότε δημοσιεύθηκε η π.ν.π. της 10.6.2013, με την οποία τροποποιήθηκε το άρθρο 14Β του ν. 3429/2005 περί ΔΕΚΟ2. Το άρθρο αυτό είχε προστεθεί στο νόμο δύο χρόνια πριν, με το ν. 4002/20113. Ήδη από τότε προβλεπόταν ότι με κοινή υπουργική απόφαση μπορούν να καταργούνται, συγχωνεύονται κλπ. μια σειρά δημόσιων επιχειρήσεων ή νομικών προσώπων, μεταξύ των οποίων και η ΕΡΤ Α.Ε. Η πράξη νομοθετικού περιεχομένου απλώς πρόσθεσε κάποιες, μάλλον τεχνικού χαρακτήρα, αλλά ωστόσο κρίσιμες προβλέψεις, όπως ιδίως ότι με την κοινή αυτή απόφαση θα μπορεί να καθορίζεται η διακοπή λειτουργίας του φορέα και να λύονται οι εργασιακές σχέσεις. Την ίδια μέρα, στις 11 Ιουνίου, εκδόθηκε η πρώτη κοινή υπουργική απόφαση κατ’ εξουσιοδότηση του τροποποιηθέντος άρθρου, με την οποία καταργείται η ΕΡΤ4. Για την ακρίβεια, καταργείται το νομικό πρόσωπο της ΕΡΤ Α.Ε. όπως και οι θυγατρικές της· διακόπτεται η μετάδοση ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών, η λειτουργία διαδικτυακών ιστοτόπων και κάθε άλλη δραστηριότητα της ΕΡΤ· μεταβιβάζεται αυτοδικαίως στο Δημόσιο η περιουσία της, ενεργητικό και παθητικό· ορίζεται ότι παραμένουν ανενεργές, έως τη σύσταση νέου φορέα, οι συχνότητές της· λύονται όλες οι συμβάσεις εργασίας του απασχολούμενου προσωπικού και λήγει η θητεία των οργάνων διοίκησής της. Το ίδιο κιόλας βράδυ διακόπηκε η εκπομπή σήματος και η μετάδοση προγράμματος και η ΕΡΤ σίγησε. (Αλλά μόνο προσωρινά: η μετάδοση προγράμματος συνεχίστηκε από τους, πρώην πλέον, εργαζομένους της και από άλλες συχνότητες).

Την επομένη, στις 12 Ιουνίου, εκδόθηκε από τους συναρμόδιους υπουργούς τροποποιητική απόφαση, που ορίζει ότι το μεταβιβαζόμενο ενεργητικό και παθητικό της ΕΡΤ υπάγεται, μέχρι τη σύσταση νέου φορέα, σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης υπό την ευθύνη ειδικού διαχειριστή που θα διοριστεί προς το σκοπό αυτό5. Την αμέσως επόμενη μέρα, 13 Ιουνίου, διορίστηκε ως ειδικός διαχειριστής «για τη διαχείριση του συνόλου των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού της ΕΡΤ Α.Ε. και των θυγατρικών της που μεταβιβάστηκαν στο Δημόσιο» ο μέχρι τότε διευθύνων σύμβουλός της6. Ήδη όλα αυτά είχαν προκαλέσει μια μείζονα κυβερνητική κρίση, σημαντικές κοινωνικές αλλά και διεθνείς αντιδράσεις και κινητοποιήσεις των απολυμένων της ΕΡΤ. Μεταξύ των άλλων (ιδίως ότι παρέμειναν στις εγκαταστάσεις της και συνέχισαν να μεταδίδουν πρόγραμμα), οι τελευταίοι άσκησαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας αίτηση ακυρώσεως κατά της κ.υ.α της 11.6.2013 και μαζί μ’ αυτή αίτηση αναστολής εκτελέσεως με αίτημα για προσωρινή διαταγή.

Το Συμβούλιο της Επικρατείας επέδειξε ταχύτατα αντανακλαστικά. Στις 17 Ιουνίου ο Πρόεδρός του εξέδωσε προσωρινή διαταγή με την οποία ανέστειλε εν μέρει την προσβληθείσα απόφαση και διέτασσε τους συναρμόδιους υπουργούς να λάβουν τα αναγκαία οργανωτικά μέτρα «για τη συνέχιση της μετάδοσης ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και τη λειτουργία διαδικτυακών ιστοτόπων από δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα για το χρονικό διάστημα έως τη σύσταση και λειτουργία νέου φορέα». Στο, κατ’ ανάγκη συνοπτικό, σκεπτικό της προσωρινής διαταγής γίνεται επίκληση διατάξεων του ιδρυτικού της καταργηθείσας ΕΡΤ νόμου 1730/1987 και επισημαίνεται ότι η διακοπή του προγράμματός της έχει ως «αποτέλεσμα να μην επιτελείται η … συμβολή δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα στην ενημέρωση, στη μόρφωση και στην ψυχαγωγία του ελληνικού λαού και της ομογένειας»7. Η προσωρινή διαταγή ουδέποτε εκτελέστηκε. Στις 19 Ιουνίου εκδόθηκε από τους συναρμόδιους υπουργούς –σε συμμόρφωση, υποτίθεται, προς την προσωρινή διαταγή– νέα τροποποιητική απόφαση, με την οποία ανατίθεται στον ειδικό διαχειριστή της περιουσίας της πρώην ΕΡΤ η αρμοδιότητα για τη μετάδοση εκπομπών μέχρι τη σύσταση νέου φορέα8. Παρόλα αυτά, και πέραν της νομιμότητας της απόφασης καθαυτήν, οι εκπομπές της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης συνέχισαν να μη μεταδίδονται.

Τέλος, στις 20 Ιουνίου εκδόθηκε η απόφαση της Επιτροπής Αναστολών της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αυτή επαναλαμβάνει την προσωρινή διαταγή, δηλαδή την εν μέρει αναστολή εκτελέσεως της κ.υ.α. της 11.6.2013, με εκτενέστερη αυτή τη φορά αιτιολογία. Από την αιτιολογία αξίζει να σταθούμε όχι μόνο στην κύρια, αλλά και σε μία σημαντική δευτερεύουσα σκέψη. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι διοικητικές πράξεις με τις οποίες καταργούνται νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ασκούν δημόσια λειτουργία έχουν κανονιστικό χαρακτήρα, προκειμένου να καταλήξει ότι τέτοιο χαρακτήρα έχει και η απόφαση διακοπής της μετάδοσης εκπομπών της ΕΡΤ9. Η επισήμανση του κανονιστικού χαρακτήρα των αποφάσεων που εκδίδουν οι συναρμόδιοι υπουργοί για την ΕΡΤ έχει τη σημασία της, καταρχάς διότι γνωρίζουμε με πόση φειδώ το Συμβούλιο της Επικρατείας κάνει δεκτά αιτήματα αναστολής εκτελέσεως κανονιστικών πράξεων. Επίσης, διότι μας θυμίζει ότι οι αποφάσεις για την ΕΡΤ εκδίδονται κατ’ ενάσκηση κανονιστικής εξουσίας κατόπιν εξουσιοδότησης του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005 και, επομένως, οφείλουν να παραμένουν εντός των ορίων της εξουσιοδότησης αυτής. Από την άλλη, ιδιαίτερη σημασία έχει και η αναγνώριση ότι η ΕΡΤ ασκούσε «δημόσια λειτουργία». Σ’ αυτό επικεντρώνεται η κύρια σκέψη της απόφασης. Η Επιτροπή έκρινε ότι με τη διακοπή της μετάδοσης εκπομπών από τη δημόσια ραδιοτηλεόραση προκαλείται ανεπανόρθωτη βλάβη, διότι παύει να παρέχεται η σχετική, υπό λειτουργική έννοια, δημόσια υπηρεσία, παρά το ότι διέπεται από την αρχή της συνεχούς λειτουργίας και οφείλει να διασφαλίζεται η συνεχής παροχή των σχετικών υπηρεσιών10. Σ’ αυτή τη σκέψη συμπυκνώνεται όλη η ουσία της απόφασης. Όχι η ΕΡΤ ως φορέας, αλλά η δημόσια ραδιοτηλεόραση ως δραστηριότητα συνιστά δημόσια υπηρεσία με τη λειτουργική του όρου έννοια. Και, ενόψει της σημασίας που ο νομοθέτης τής αποδίδει και της συμβολής της στην επίτευξη των σκοπών του άρθρου 15 παρ. 2 Συντ., η δημόσια αυτή υπηρεσία υπόκειται στην αρχή της συνεχούς λειτουργίας. Επομένως, μπορεί βεβαίως να αναδιοργανωθεί, μπορεί να αλλάξει φορέα, αλλά ουδέποτε μπορεί να διακοπεί η λειτουργία της, δηλαδή η παροχή ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών. Ενόψει αυτού, η Επιτροπή ανέστειλε εν μέρει την προσβληθείσα απόφαση και διέταξε τους συναρμόδιους υπουργούς να λάβουν τα αναγκαία μέτρα, ώστε μέχρι τη σύσταση νέου φορέα να μεταδίδεται πρόγραμμα από μεταβατικό δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα11. Ένα μέλος της Επιτροπής διατύπωσε διαφορετική γνώμη12, σύμφωνα με την οποία από την κατάργηση της ΕΡΤ χωρίς την ταυτόχρονη ίδρυση νέου φορέα διαχείρισης της δημόσιας υπηρεσίας προκαλείται ανεπανόρθωτη βλάβη, για την αποτροπή της οποίας απαιτείται η ανάκληση της απόφασης στο σύνολό της13.

Παρά ταύτα, όσο γράφονται αυτές οι γραμμές (3.7.2013), η απόφαση της Επιτροπής Αναστολών δεν έχει ακόμα εκτελεστεί, δεκατρείς μέρες μετά την έκδοσή της και δεκαέξι μετά την προσωρινή διαταγή. Το ερώτημα, βεβαίως, πότε πρέπει να εκτελεστεί μία απόφαση αναστολής είναι ρητορικό. Πρέπει να εκτελεστεί άμεσα και αμελλητί –αλλιώς δεν θα ήταν προσωρινή δικαστική προστασία. Ορίζοντας η Επιτροπή Αναστολών ότι τα αναγκαία μέτρα πρέπει να ληφθούν «στο συντομότερο δυνατό χρόνο», δεν εννοεί βεβαίως βδομάδες ή μήνες, αλλά μόνο τον απολύτως αναγκαίο χρόνο (της τάξης των ελάχιστων ημερών) που απαιτείται, προκειμένου να σχεδιαστούν τα μέτρα αυτά και να υλοποιηθούν νομικά, με την έκδοση των αναγκαίων πράξεων κλπ. Το κρίσιμο, επομένως, ερώτημα δεν είναι το πότε, αλλά το πώς πρέπει να εκτελεστεί η απόφαση αναστολής. Και το πώς πρέπει να εκτελεστεί η απόφαση εξαρτάται από το πώς μπορεί να εκτελεστεί. Με άλλα λόγια, τα αναγκαία μέτρα θα πρέπει να επιλεγούν ανάλογα με τις διαθέσιμες, νομικά και πραγματικά, δυνατότητες. Για να δούμε ποιες είναι οι –νομικές– δυνατότητες, θα πρέπει να κατανοήσουμε, πρώτον, τί ακριβώς συνεπάγεται νομικά η κατάργηση της ΕΡΤ, κάτι που έχει να κάνει ιδίως με το λόγο της κατάργησής της, και, δεύτερον, τί ακριβώς συνεπάγεται η απόφαση της Επιτροπής Αναστολών.

 

Για ποιο –νομικό– λόγο καταργήθηκε η ΕΡΤ;

Για ποιο λόγο έκλεισε η ΕΡΤ; Υπήρξε κάποιος σχεδιασμός για την τύχη της και ευρύτερα για τη δημόσια ραδιοτηλεόραση; Τα δεδομένα, τόσο πριν όσο και μετά τη «μοιραία» 11η Ιουνίου 2013, υποδεικνύουν πως μάλλον όχι. Ούτε δύο βδομάδες πριν, στις 28 Μαΐου, οι ίδιοι συναρμόδιοι υπουργοί διόριζαν πενταμελή Διοικούσα Επιτροπή στην ΕΡΤ-3, με θητεία μέχρι τον Ιούνιο του …201714. Λίγες μέρες νωρίτερα, ο, επίσης νεοδιορισθείς τότε, διευθύνων σύμβουλος της ΕΡΤ –και σήμερα ειδικός διαχειριστής της περιουσίας της– φέρεται να δήλωνε: «Δεν ήρθα για να συρρικνώσω, ούτε για να κλείσω την ΕΡΤ»15. Ενώ, ήδη τρεις βδομάδες μετά, δημόσια ραδιοτηλεόραση εξακολουθεί να μην εκπέμπει –και είναι άδηλο πότε θα εκπέμψει. Πολλοί μπορεί να είναι πραγματικοί λόγοι για τους οποίους έκλεισε η ΕΡΤ. Και όχι απαραιτήτως οι ίδιοι με τους διακηρυχθέντες. Νομικά, ωστόσο, μπορούν να αξιολογηθούν μόνον όσοι προκύπτουν από την ίδια την πράξη, την κ.υ.α της 11.6.2013.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτή είναι μία κανονιστική πράξη που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005. Το άρθρο αυτό παρέχει στους συναρμόδιους υπουργούς την εξουσία να καταργούν, συγχωνεύουν κλπ. ανώνυμες εταιρείες ή νομικά πρόσωπα για έναν από τους εξής τρεις λόγους16: είτε αν επιβαρύνουν, άμεσα ή έμμεσα, τον κρατικό προϋπολογισμό είτε αν επιδιώκουν παρεμφερή σκοπό είτε για τον εξορθολογισμό του κόστους λειτουργίας τους. Αν παραβλέψουμε το δεύτερο λόγο, που μάλλον αφορά συγχωνεύσεις φορέων, οι μόνοι επιτρεπτοί κατά τον εξουσιοδοτικό νόμο σκοποί είναι δημοσιονομικοί. Ένας φορέας μπορεί να καταργηθεί, επειδή επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό, και μπορεί να αναδιαρθρωθεί με άλλο τρόπο, προκειμένου να εξορθολογιστεί το κόστος λειτουργίας του. Προσοχή: σκοπός του νόμου είναι αποκλειστικά ο εξορθολογισμός του κόστους λειτουργίας του φορέα και όχι ο εξορθολογισμός της ίδιας τη λειτουργίας του ή των παρεχόμενων απ’ αυτόν υπηρεσιών. Με άλλα λόγια, η απόφαση την οποία εξουσιοδοτείται να λάβει ο Υπουργός Οικονομικών από κοινού με τον εκάστοτε εποπτεύοντα υπουργό είναι μια απόφαση που λαμβάνεται με αμιγώς οικονομικά κριτήρια και μάλιστα το εξής ένα: το κριτήριο του κόστους λειτουργίας. Η μόνη δημόσια πολιτική που επιδιώκεται με το άρθρο 14Β του ν. 3429/2005 είναι η πολιτική μείωσης των δημόσιων δαπανών. Καμία άλλη πολιτική, π.χ. η βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών, δεν νομιμοποιεί τη χρήση της εξουσιοδότησης. Και ευλόγως, δεδομένου ότι οποιαδήποτε άλλη δημόσια πολιτική θα απαιτούσε τη λήψη μιας σύνθετης απόφασης μετά από συνεκτίμηση περισσότερων κριτηρίων17, για τα οποία τίποτε δεν ορίζει η εξουσιοδοτική διάταξη.

Ενόψει αυτών, παρουσιάζει ενδιαφέρον η αιτιολογία την οποίαν επικαλούνται οι συναρμόδιοι υπουργοί στο προοίμιο της κ.υ.α. της 11.6.2013. Επί λέξει, αναφέρεται ότι οι συναρμόδιοι υπουργοί έλαβαν υπόψη το γεγονός, πρώτον, ότι «[η ΕΡΤ Α.Ε.] επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό» και, δεύτερον, ότι «επιβάλλεται ο εξορθολογισμός της παροχής, της λειτουργίας και του κόστους οργάνωσης της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας μέσω της ίδρυσης και διαμόρφωσης ενός νέου οργανισμού-προτύπου, που να υπηρετεί τις επιταγές του Συντάγματος, τις δημοκρατικές, κοινωνικές και πολιτιστικές ανάγκες της κοινωνίας, καθώς και την ανάγκη να διασφαλίζεται η πολυφωνία στα μέσα ενημέρωσης»18. Προβάλλεται, με άλλα λόγια, ότι η απόφαση για το κλείσιμο της ΕΡΤ δεν ελήφθη με αμιγώς δημοσιονομικά κριτήρια, δηλαδή για λόγους κόστους, αλλά και για την εξυπηρέτηση ευρύτερων δημόσιων πολιτικών, δηλαδή με σκοπό τον εξορθολογισμό της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας, που υποτίθεται ότι θα επέλθει με την αντικατάσταση της ΕΡΤ από έναν καλύτερο («πρότυπο»!), δημοκρατικό, πολυφωνικό κλπ. ραδιοτηλεοπτικό φορέα.

Βεβαίως, κανείς δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει με έναν τέτοιον υψηλό και ευγενή σκοπό. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα: για την εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού επελέγη η έκδοση κανονιστικής πράξης κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005. Αλλά αυτό δεν εξουσιοδοτεί υπουργούς να καταργούν με απλές αποφάσεις τους φορείς, προκειμένου να τους αντικαταστήσουν με άλλους «καλύτερους». Η μόνη εξουσία που τους δίνεται είναι να καταργούν, συγχωνεύουν κλπ. φορείς για λόγους κόστους. Αν η κυβέρνηση επιδιώκει την, καθ’ όλα θεμιτή, δημόσια πολιτική του εξορθολογισμού ορισμένης δημόσιας υπηρεσίας και θεωρεί ότι πρέπει να καταργηθεί ο υφιστάμενος φορέας της, ο οποίος έχει ιδρυθεί με νόμο, και να αντικαταστάσει από άλλον, μπορεί βεβαίως να το πράξει. Όμως γι’ αυτό απαιτείται να ακολουθηθεί η ίδια διαδικασία με την οποίαν ιδρύθηκε ο φορέας, δηλαδή να εκδοθεί ένας νέος νόμος. Τέτοιαν εξουσία, πάντως, οι υπουργοί από μόνοι τους δεν την έχουν και ούτε τους τη δίνει ο ν. 3429/2005 –ακόμη κι αν είναι «για καλό σκοπό»…

Τα περί εξορθολογισμού της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας, επομένως, δεν αποτελούν παρά κενό βερμπαλισμό χωρίς οποιαδήποτε νομική σημασία. Από νομική άποψη, η μόνη νόμιμη αιτιολογία για την κατάργηση της ΕΡΤ είναι ότι, κατά τους συναρμόδιους υπουργούς, επιβάρυνε τον κρατικό προϋπολογισμό. Αυτό όμως σημαίνει επίσης –κάτι που έχει κρίσιμη σημασία– ότι η κατάργηση της ΕΡΤ δυνάμει και κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005 ούτε συνδέεται με οποιονδήποτε τρόπο ούτε προϋποθέτει την ίδρυση νέου δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα. Νομικά, από πουθενά δεν προκύπτει η υποχρέωση, η καταργημένη ΕΡΤ να υποκατασταθεί από άλλο φορέα –ούτε, άλλωστε, αυτό αποτελεί με οποιονδήποτε τρόπο «όρο» ή «προϋπόθεση» για την εφαρμογή της κοινής υπουργικής απόφασης. Όσα αναφέρονται σχετικά στο προοίμιο της απόφασης δεν είναι παρά απλές πολιτικές διακηρύξεις. Πολιτικά, η κυβέρνηση μπορεί πράγματι να έχει αυτή την πρόθεση. Όσο όμως δεν εκδίδεται σχετικός νόμος, η όποια πρόθεση είναι, νομικά, ανύπαρκτη και, πάντως, άνευ σημασίας.

 

Τί σημαίνει –νομικά– η απόφαση της Επιτροπής Αναστολών;

Αν «διαβάσουμε» υπό το φως αυτό την απόφαση της Επιτροπής Αναστολών, τότε δύσκολα θα καταλήξουμε σε συμπέρασμα άλλο από τη γνώμη της Συμβούλου Καραμανώφ19. Από τη μια, η δημόσια ραδιοτηλεόραση αποτελεί λειτουργική δημόσια υπηρεσία που, λόγω της σημασίας της, διέπεται από την αρχή της συνεχούς λειτουργίας και, επομένως, δεν μπορεί να καταργηθεί ο φορέας της χωρίς να αντικατασταθεί από άλλον. Από την άλλη, η κ.υ.α. της 11.6.2013 καταργεί τον μόνο φορέα της δημόσιας αυτής υπηρεσίας, βάσει αμιγώς οικονομικών εκτιμήσεων και χωρίς να διασφαλίζεται με οποιονδήποτε τρόπο η αντικατάστασή του. Περίπου αυτονόητο συμπέρασμα: η συνεχής λειτουργία διασφαλίζεται προσωρινά με αναστολή της κατάργησης του φορέα (δηλαδή αναστολή εκτελέσεως της κ.υ.α. στο σύνολό της), αφού δεν είναι νοητή η παροχή υπηρεσίας χωρίς φορέα. Και, ενόψει της αρχής της νομιμότητας, δεν είναι νοητή η λειτουργία δημόσιας υπηρεσίας χωρίς φορέα που να έχει ιδρυθεί με νόμο ή βάσει νόμου20.

Βεβαίως, είναι κατανοητό –όπως και θεμιτό21– ότι, στην υπόθεση αυτή, το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν επιθυμούσε να «χρεωθεί» κάτι που θα μπορούσε να εκληφθεί ως ανάμειξη σε μια μείζονα πολιτική αντιπαράθεση. Με άλλα λόγια, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου και οι δικαστές της Επιτροπής Αναστολών είχαν κάθε λόγο να εκφέρουν μία κρίση που να μη δικαιολογεί «πανηγυρισμούς» από κανένα από τα μέρη της αντιπαράθεσης, ούτε από την κυβέρνηση ούτε από τους απολυμένους της ΕΡΤ και την αντιπολίτευση, και που να μην επιτρέπει σε κανένα να χρησιμοποιήσει τη δικαστική κρίση ως πολιτικό «όπλο» στην αντιπαράθεση αυτή. Έστω κι έτσι, με την –ας την πούμε– «συμβιβαστική» ή «σολομώντεια» λύση της μερικής αναστολής, η Επιτροπή Αναστολών επέφερε μια σημαντική τομή στην υπόθεση, η οποία μοιραία θα επικαθορίσει την εξέλιξή της.

Η τομή έγκειται βεβαίως στο χαρακτηρισμό της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης ως δημόσιας υπηρεσίας με λειτουργική έννοια. Η απόφαση της Επιτροπής Αναστολών φέρνει αμέσως στο νου, παρόλο που δεν παραπέμπει ρητά σ’ αυτά, κάποια παλαιότερα, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, πρακτικά επεξεργασίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, τα οποία διαμόρφωσαν τη στάση της νομολογίας του απέναντι στις πολιτικές ιδιωτικοποίησης και απελευθέρωσης των τομέων κοινής ωφέλειας στα χρόνια που ακολούθησαν22. Η κεντρική ιδέα τους είναι ότι οι φορείς παροχής αγαθών ζωτικής σημασίας για το κοινωνικό σύνολο ασκούν δημόσια υπηρεσία και, επομένως, σε αυτούς ισχύει η αρχή της συνεχούς λειτουργίας που διέπει τη δημόσια διοίκηση. Ο νομοθέτης έχει ευρεία εξουσία όσον αφορά την οργάνωση, επομένως και αναδιοργάνωση, των φορέων αυτών, ενόψει ωστόσο του δημόσιου σκοπού που εξυπηρετούν, ο φορείς αυτοί «θα πρέπει να λειτουργούν πάντοτε υπό τη νομική εγγύηση και εποπτεία του κράτους, ούτως ώστε να παρέχουν συνεχώς προς το κοινωνικό σύνολο καλής ποιότητας αγαθά και υπηρεσίες»23. Διαρκής λειτουργία του (όποιου) φορέα και συνεχής παροχή των υπηρεσιών του είναι τα κρίσιμα στοιχεία της έννοιας της λειτουργικής δημόσιας υπηρεσίας, η κατοχύρωση των οποίων συνάγεται από τη συνδυαστική ερμηνεία των άρθρων 23 παρ. 2, 29 παρ. 3 και 106 παρ. 3 Συντ.

Η ραδιοτηλεοπτική δημόσια υπηρεσία διαφοροποιείται από τις λοιπές της κατηγορίας αυτής (ενέργεια, ύδρευση, επικοινωνίες κλπ.) λόγω της ιδιαίτερης πολιτικής και πολιτισμικής σημασίας που έχει, στην οποία άλλωστε οφείλεται ότι μόνη αυτή διαθέτει ρητό συνταγματικό έρεισμα, το άρθρο 15 παρ. 2 Συντ. με τους κοινωνικούς σκοπούς που επιτάσσει24. Ο ειδικός ρόλος της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης είναι διττός: αφενός να καλύπτει τα κενά (π.χ. στα πολιτιστικά προγράμματα) που αφήνει η εμπορική τηλεόραση· αφετέρου να λειτουργεί ως μέτρο σύγκρισης και ως ποιοτικός ανταγωνιστής της τελευταίας –κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία για τα ειδησεογραφικά προγράμματα25. Στην ευρύτερη συγκυρία, η δημόσια ραδιοτηλεόραση είναι αναντικατάστατη και για έναν ακόμη λόγο: Πάνω από δύο δεκαετίες μετά την υποτιθέμενη «απελευθέρωση» του τομέα, δεν έχει ακόμη επέλθει η ρύθμιση της ραδιοτηλεοπτικής αγοράς26. Με αλλεπάλληλες νομοθετικές «παρατάσεις» που, όπως έχει κρίνει το Συμβούλιο της Επικρατείας, δεν συμβιβάζονται με την αρχή του κράτους δικαίου27, οι ιδιωτικοί ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί συνεχίζουν να λειτουργούν χωρίς άδειες, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται ένα καθεστώς «νομιμοποιημένης» παρανομίας. Για να το πούμε πιο απλά: με την κ.υ.α. της 11.6.2013 καταργήθηκε ο μόνος νόμιμος ραδιοτηλεοπτικός φορέας (με την εξαίρεση των ραδιοφωνικών σταθμών της Αττικής που έχουν λάβει άδεια) στην Ελλάδα.

 

Πώς μπορεί να εκτελεστεί η απόφαση της Επιτροπής Αναστολών;

Πώς, λοιπόν, πρέπει να εκτελεστεί η απόφαση της Επιτροπής Αναστολών; Μόνο με κάποιον από τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να εκτελεστεί, δηλαδή μόνο με όρους νομιμότητας. Και στο περιεχόμενο αυτής της νομιμότητας, μάς λέει η απόφαση, ανήκει και ο χαρακτήρας της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης ως λειτουργικής δημόσιας υπηρεσίας. Εκείνος, επομένως, που θα επαναλειτουργήσει προσωρινά τη δημόσια ραδιοτηλεόραση θα πρέπει να είναι φορέας δημόσιας υπηρεσίας. Και τέτοιος μπορεί να είναι μόνον όποιος ορίζεται από το νόμο ως φορέας δημόσιας υπηρεσίας. Τί σημαίνει αυτό;

Σημαίνει καταρχάς ότι προσωρινός ή μεταβατικός φορέας της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης δεν μπορεί να είναι το πρόσωπο που ορίστηκε ως ειδικός διαχειριστής της περιουσίας της πρώην ΕΡΤ. Ο ειδικός διαχειριστής αντλεί την εξουσία του από το νόμο, συγκεκριμένα από το άρθρο 14Β του ν. 3429/2005, όπως τροποποιήθηκε με την π.ν.π. της 10.6.2013. Η εξουσία που ο νόμος τού δίνει περιορίζεται σε ό,τι αφορά την «τύχη της περιουσίας του καταργούμενου νομικού προσώπου, όπως και των τυχόν θυγατρικών του». Από πουθενά στο νόμο και από κανένα νόμο δεν προκύπτει ότι ο ίδιος θα μπορούσε να καταστεί φορέας μιας δημόσιας υπηρεσίας, ώστε να λειτουργήσει τη δημόσια ραδιοτηλεόραση. Για το λόγο αυτόν, άλλωστε, είναι παράνομη, καθότι εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση της εξουσιοδότησης του άρθρου 14Β, η κ.υ.α. της 19.6.2013, με την οποία ανατέθηκε στον ειδικό διαχειριστή η αρμοδιότητα για τη μετάδοση εκπομπών μέχρι τη σύσταση νέου φορέα28.

Δύο, επομένως, δυνατότητες νόμιμης συμμόρφωσης στην απόφαση της Επιτροπής Αναστολών φαίνεται πως υπάρχουν. Η μία είναι να ιδρυθεί με νόμο ένας μεταβατικός φορέας της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης μέχρι τη σύσταση του (οριστικού) νέου φορέα ή να ανατεθεί, με νόμο πάντως, η δημόσια αυτή υπηρεσία σε άλλον υφιστάμενο φορέα. Με τον τρόπο αυτόν όμως δεν διασφαλίζεται η επίκαιρη εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής Αναστολών, όχι τόσο διότι πρέπει να διέλθει από την κοινοβουλευτική διαδικασία (αν και εδώ ενδεχομένως θα δικαιολογούνταν η έκδοση πράξης νομοθετικού περιεχόμενου!), όσο μάλλον διότι η αποτελεσματική εφαρμογή οποιασδήποτε νομοθετικής ρύθμισης εκ των πραγμάτων προϋποθέτει χρονοβόρες διαδικασίες (επιλογή προσωπικού, σύναψη συμβάσεων, κατάρτιση προγράμματος κλπ.). Πρακτικά, επομένως, η μόνη διαθέσιμη νόμιμη λύση είναι και η νομικά απλούστερη. Αρκεί οι συναρμόδιοι υπουργοί να εκδώσουν μιαν απόφαση που θα ανακαλεί προσωρινά, μέχρι δηλαδή τη σύσταση νέου φορέα, αλλά στο σύνολό της την κ.υ.α. της 11.6.2013. Αυτός είναι, νομικά, ο μόνος τρόπος να συμμορφωθεί άμεσα η κυβέρνηση στην απόφαση της Επιτροπής Αναστολών, αφού ήδη με την έκδοση μιας τέτοιας απόφασης επανερχόμαστε, αν και προσωρινά, στο status quo ante, δηλαδή στην κατάσταση που υπήρχε στις 11 Ιουνίου, και η δημόσια ραδιοτηλεόραση θα μπορεί άμεσα να επανεκπέμψει, χωρίς να απαιτηθεί οποιαδήποτε άλλη ενέργεια. Βεβαίως, αυτή η νομικά τόσο απλή λύση φαίνεται ότι, για την κυβέρνηση, αποκλείεται πολιτικά. Για όσο διάστημα όμως δεν εκπέμπει δημόσια ραδιοτηλεόραση, η νομιμότητα θα εξακολουθεί να παραβιάζεται. Και διότι, κατά παράβαση της αρχής της συνεχούς λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών, δεν παρέχεται η δημόσια ραδιοτηλεοπτική υπηρεσία. Και διότι, κατά παράβαση της υποχρέωσης συμμόρφωσης στις δικαστικές αποφάσεις, εξακολουθεί να μην εκτελείται η, άμεσα εκτελεστή, απόφαση της Επιτροπής Αναστολών.

***

Το πραγματικό ζήτημα στην ιστορία αυτή δεν είναι η ΕΡΤ. Αν ήταν «καλή» ή «κακή» και αν έπρεπε να κλείσει ή όχι. Τα, υπαρκτά, προβλήματα από τη λειτουργία της ΕΡΤ –όπως, άλλωστε, και από τη λειτουργία πλείστων φορέων και οργανισμών, αλλά ακόμη και από τη λειτουργία των οργάνων του πολιτεύματος και της ίδιας της δημοκρατίας– πρέπει βεβαίως να αντιμετωπίζονται και να επιλύονται. Το ερώτημα είναι αν θέλουμε, ως κοινωνία, να τα επιλύουμε δημοκρατικά, δηλαδή βασικά μέσα από τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, ή αν προτιμάμε να επιλύονται «αποτελεσματικά» –ό,τι κι αν σημαίνει αυτό– με κόστος όμως για τη δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος. Το πραγματικό και μείζον πρόβλημα, όχι μόνο στην υπόθεση της ΕΡΤ, αλλά ευρύτερα στην πορεία της χώρας μας την τελευταία τριετία δεν είναι η ουσία των αποφάσεων που λαμβάνονται, αλλά ο τρόπος και οι διαδικασίες με τις οποίες λαμβάνονται. Η κυβερνητική νομοθέτηση (με ευρύτατες εξουσιοδοτήσεις ή και καθ’ υπέρβασή τους, με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου κλπ.) έχει απαξιώσει πλήρως τη Βουλή και τις κοινοβουλευτικές –δηλαδή αντιπροσωπευτικές– διαδικασίες29 και όσο περνάει ο καιρός τόσο περισσότερο παραπέμπει σε άτυπη, δηλαδή ακήρυχτη, κατάσταση ανάγκης30. Προφανώς, το πρόβλημα δεν είναι πρωτίστως νομικό. Είναι όμως ευθύνη των νομικών, έστω στο μικρό κομμάτι που τους αναλογεί, να επισημαίνουν, και να προσπαθούν να αντιμετωπίζουν, τα όποια νομικά και συνταγματικά ζητήματα τίθενται. Και, στην υπόθεση της ΕΡΤ, αυτά τα ζητήματα κάθε άλλο παρά αμελητέα είναι.

1 Για τη διάκριση μεταξύ της, ευρύτερης, έννοιας των συνταγματικών ζητημάτων και των ζητημάτων (αντι)συνταγματικότητας, που είναι τα συνταγματικά ζητήματα τα οποία υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο, βλ. Ακρ. Καϊδατζή, ‘Μεγάλη πολιτική’ και ασθενής δικαστικός έλεγχος. Συνταγματικά ζητήματα και ζητήματα συνταγματικότητας στο ‘Μνημόνιο’, ΤοΣ 2012, σ. 259 επ. (262 επ.).

2 Π.ν.π. της 10.6.2013 «Τροποποίηση των διατάξεων του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005» (ΦΕΚ Α΄ 139/11.6.2013).

3 Άρθρο 66 του ν. 4002/2011 (ΦΕΚ Α΄ 180/22.8.2011), με το οποίο προστίθεται στο ν. 3429/2005 άρθρο 14Β με τίτλο «Κατάργηση, συγχώνευση και αναδιάρθρωση Ν.Π.Ι.Δ. και δημοσίων επιχειρήσεων».

4 Υπ’ αριθμ. οικ.02/11.6.2013 απόφαση του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό και του Υπουργού Οικονομικών «Κατάργηση της δημόσιας επιχείρησης ‘Ελληνική Ραδιοφωνία – Τηλεόραση, Ανώνυμη Εταιρεία (ΕΡΤ – A.E.)’» (ΦΕΚ Β΄ 1414/11.6.2013). Ας σημειωθεί, για τη σημειολογία του πράγματος, ότι στην απόφαση ως εκδότης αναγράφεται πρώτος ο Υφυπουργός στον Πρωθυπουργό και ακολουθεί ο Υπουργός Οικονομικών, παρά το ότι ο εξουσιοδοτικός νόμος προβλέπει «κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του κατά περίπτωση εποπτεύοντος Υπουργού…».

5 Υπ’ αριθμ. οικ.03/12.6.2013 απόφαση του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό και του Υπουργού Οικονομικών «Τροποποίηση της υπ’ αριθμ. ΟΙΚ. 02/11.06.2013 κοινής απόφασης του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό και του Υπουργού Οικονομικών (Β΄ 1414) σχετικά με την κατάργηση της δημόσιας επιχείρησης ‘Ελληνική Ραδιοφωνία – Τηλεόραση, Ανώνυμη Εταιρεία (ΕΡΤ- Α.Ε.)’» (ΦΕΚ Β΄ 1423/12.6.2013).

6 Υπ’ αριθμ. οικ.04/12.6.2013 απόφαση του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό και του Υπουργού Οικονομικών «Πρόσληψη ειδικού διαχειριστή, με σύμβαση έμμισθης εντολής, για τη διαχείριση του συνόλου των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού της ΕΡΤ Α.Ε. και των θυγατρικών της που μεταβιβάστηκαν στο Δημόσιο» (ΦΕΚ Β΄ 1427/12.6.2013).

7 Προσωρινή διαταγή του Προέδρου του ΣτΕ της 17.6.2013.

8 Υπ’ αριθμ. οικ.5/19.6.2013 απόφαση του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό και του Υπουργού Οικονομικών «Τροποποίηση της υπ’ αριθμ. ΟΙΚ. 02/11.6.2013 κοινής απόφασης του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό και του Υπουργού Οικονομικών (Β΄ 1414) σχετικά με την κατάργηση της δημόσιας επιχείρησης ‘Ελληνική Ραδιοφωνία – Τηλεόραση, Ανώνυμη Εταιρεία (ΕΡΤ – Α.Ε.)’, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την υπ’ αριθμ. ΟΙΚ. 03/12.6.2013 κοινή απόφαση του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό και του Υπουργού Οικονομικών (Β΄ 1423) σε εκτέλεση της από 17.6.2013 προσωρινής διαταγής του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας» (ΦΕΚ Β΄ 1483/19.6.2013). Για τη νομιμότητα της απόφασης αυτής βλ. παρακάτω, στο κείμενο πάνω από την υποσημ. 28.

9 ΣτΕ (Ε.Α.) 236/2013, σκέψη 7: «Επειδή, η κατάργηση από την Διοίκηση νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, που ασκούν δημόσια λειτουργία, αποτελεί άσκηση κανονιστικής αρμοδιότητας (ΕΑ ΣτΕ 229/2012 σκέψη 6, ΠΕ ΣτΕ 439/1998). Κανονιστικό χαρακτήρα έχει και η συνακόλουθη διακοπή μετάδοσης ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών, κυκλοφορίας εκδόσεων, λειτουργίας διαδικτυακών ιστότοπων, κάθε άλλης δραστηριότητας της ΕΡΤ Α.Ε. και των θυγατρικών της καθώς και η παύση χρήσης των συχνοτήτων. (…)».

10 ΣτΕ (Ε.Α.) 236/2013, σκέψη 11: «(…). Περαιτέρω, με το μέρος της προσβαλλόμενης, με το οποίο επιβάλλεται διακοπή της μετάδοσης ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και της λειτουργία διαδικτυακών ιστότοπων της ΕΡΤ Α.Ε., καθώς και ορίζεται ότι καθίστανται ανενεργές οι συχνότητες που ανήκαν στην ΕΡΤ Α.Ε., προκαλείται ανεπανόρθωτη βλάβη, διότι παύει, έστω και προσωρινά, να παρέχεται η, υπό λειτουργική έννοια, δημόσια υπηρεσία της μετάδοσης ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και σχετικών διαδικτυακών υπηρεσιών. Ενόψει του ιδιαίτερου ρόλου που επιφυλάσσει ο νομοθέτης στην δημόσια ραδιοφωνία και τηλεόραση και των σκοπών δημοσίου συμφέροντος που θάλπονται από το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος, επιβάλλεται, για το αντικείμενο αυτό, η τήρηση της αρχής της συνεχούς λειτουργίας που διέπει και τη Δημόσια Διοίκηση, ώστε να διασφαλίζεται η συνεχής παροχή των ανωτέρω υπηρεσιών (…)».

11 ΣτΕ (Ε.Α.) 236/2013, σκέψη 12. Συγκεκριμένα, καλούνται οι συναρμόδιοι να λάβουν «τα αναγκαία οργανωτικά μέτρα, περιλαμβανομένης και της πρόσληψης του αναγκαιούντος προσωπικού, για την εκ μέρους μεταβατικού δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα μετάδοση, στο συντομότερο δυνατό χρόνο, του αναγκαίου προγράμματος ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και τη λειτουργία διαδικτυακών ιστοτόπων…».

12 Σημειωτέον, δεν πρόκειται για μειοψηφία, εφόσον η γνώμη αυτή δεν διαφωνεί με την αναστολή εκτελέσεως κατά το μέρος που διατάχθηκε με την απόφαση, απλώς θεωρεί η αναστολή θα έπρεπε να επεκταθεί στο σύνολο της προσβαλλόμενης πράξης.

13 ΣτΕ (Ε.Α.) 236/2013, σκέψη 12 (γνώμη της Συμβούλου Μ. Καραμανώφ), σύμφωνα με την οποία «…η κατάργηση του νομικού προσώπου της ΕΡΤ Α.Ε. χωρίς την ταυτόχρονη ίδρυση νέου αντίστοιχου φορέα, δυναμένου, ως εκ της νομικής του φύσεως, να τη διαδεχθεί στα δικαιώματα και υποχρεώσεις της ως διαχειριστή δημόσιας υπηρεσίας, η οποία αποτελεί συγχρόνως αγαθό μεγάλου οικονομικού ενδιαφέροντος κατά το ενωσιακό δίκαιο, έχει ως σφόδρα πιθανολογούμενη συνέπεια να αποστερηθεί η ΕΡΤ Α.Ε., μόνος μέχρι σήμερα φορέας ασκήσεως της δημόσιας υπηρεσίας ραδιοτηλεόρασης υπό τη λειτουργική της έννοια, μεταξύ άλλων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, τα οποία θα ηδύνατο να ασκήσει κατά το μεσολαβούν μέχρι την ίδρυση του νέου φορέα χρονικό διάστημα. (…)».

14 Υπ’ αριθμ. 10528/2013 «Διορισμός του Προέδρου και των μελών της Διοικούσας Επιτροπής της Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης Τρία (ΕΡΤ-3)» (ΦΕΚ Υ.Ο.Δ.Δ. 238/28.5.2013).

15 Βλ. τις δηλώσεις στη διαδικτυακή έκδοση της εφημ. Το Βήμα, 14.5.2013, http://www.tovima.gr/media/article/?aid=512550.

16 Σύμφωνα με το άρθρο 14Β του ν. 3429/2005, όπως ισχύει, «[οι αναφερόμενες ανώνυμες εταιρείες ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου] μπορεί, αν επιβαρύνουν τον Κρατικό Προϋπολογισμό άμεσα ή έμμεσα ή αν επιδιώκουν παρεμφερή σκοπό ή για τον εξορθολογισμό του κόστους λειτουργίας τους [να καταργούνται, συγχωνεύονται, διασπώνται κλπ..

17 Για τη συνθετότητα των αποφάσεων που λαμβάνονται για την εφαρμογή δημόσιων πολιτικών βλ., αντί άλλων, Μ. Καραμανώφ, Βιώσιμο κράτος και δημόσια κτήση. Τα όρια των ιδιωτικοποιήσεων, Εκδ. Αντ. Σάκκουλα 2010, σ. 59 επ., 75 επ.

18 Κ.υ.α. οικ.02/11.6.2013, αριθμ. 5 του προοιμίου (η έμφαση προστέθηκε).

19 Βλ. παραπάνω, υποσημ. 13.

20 Το συμπέρασμα αυτό θα ήταν διαφορετικό, εάν υπήρχε άλλος φορέας στον οποίο να μπορεί να ανατεθεί η δημόσια ραδιοτηλεοπτική υπηρεσία. Ενόψει βεβαίως της αρχής της νομιμότητας, τέτοιος θα μπορούσε να είναι μόνον ένας φορέας που από τις ιδρυτικές του ή άλλες διατάξεις, αλλά πάντως εκ του νόμου, έχει την αρμοδιότητα να ασκεί ραδιοτηλεοπτική δραστηριότητα. Ο μόνος όμως φορέας που είχε, σύμφωνα με τις ιδρυτικές του διατάξεις του ν. 1730/1987, τέτοιαν αρμοδιότητα ήταν η ΕΡΤ.

21 Αν και όχι αναγκαίο, όπως άλλωστε δείχνει και η γνώμη της Συμβούλου Καραμανώφ.

22 Τα δύο πρώτα και βασικά –ακολούθησαν και άλλα– είναι τα ΣτΕ (Π.Ε.) 158/1992, ΤοΣ 1992, σ. 157, και ΣτΕ (Π.Ε.) 159/1992, ΑρχΝομ 1993, σ. 156, βλ. επίσης ΣτΕ (Π.Ε.) 385/1995, ΤοΣ 196, σ. 285, κ.ά. Βλ. σχετικά Ακρ. Καϊδατζή, Συνταγματικοί περιορισμοί των ιδιωτικοποιήσεων, Εκδ. Σάκκουλα 2006, σ. 168 επ., 192 επ., και, για τη σύγχρονη σημασία της νομολογίας αυτής, Καραμανώφ, Βιώσιμο κράτος και δημόσια κτήση, ό.π., σ. 104 επ.

23 ΣτΕ (Π.Ε.) 158-159/1992, ό.π., σκέψεις 3-4 (η έμφαση προστέθηκε). Βλ. ιδίως Μ. Βροντάκη, Τα συνταγματικά όρια της εξουσίας του νομοθέτη στον καθορισμό του τρόπου και την επιλογή της μορφής οργανώσεως για την εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού, σε: Τιμ. Τόμο Συμβουλίου της Επικρατείας -75 χρόνια, Εκδ. Σάκκουλα 2004, σ. 181 επ.

24 Για τη ραδιοτηλεόραση ως αντικείμενο δημόσιας υπηρεσίας με λειτουργική έννοια βλ., αντί άλλων, Ιφ. Καμτσίδου, Η ένταξη και λειτουργία των μέσων μαζικής ενημέρωσης στη σύγχρονη δημοκρατία, σε: Κ. Γώγου (επιμ.), Η πορεία προς το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και η πρόσφατη αναθεώρηση του ελληνικού Συντάγματος, Εκδ. Αντ. Σάκκουλα 2002, σ. 223 επ. (231), Κ. Στρατηλάτη, Συντάσσοντας το δικαίωμα στη δημόσια ηλεκτρονική επικοινωνία, Εκδ. Σάκκουλα 2006, σ. 93 επ., επίσης Καϊδατζή, Συνταγματικοί περιορισμοί των ιδιωτικοποιήσεων, ό.π., σ. 218 επ.

25 Για τη σημασία των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων βλ. ιδίως το υπ’ αριθμόν 32 Πρωτόκολλο σχετικά με το σύστημα δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στα κράτη μέλη, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη του Άμστερνταμ, καθώς επίσης το από 25.1.1999 Ψήφισμα του Συμβουλίου και των εκπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών σχετικά με τις δημόσιες ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες (ΕΕ C 030/1, 5.2.1999). Ειδικά για τη «ραδιοτηλεόραση δημόσιας υπηρεσίας» (public service broadcasting) και την πολιτισμική της αποστολή (broadcasting as culture) σε αντιδιαστολή προς την εμπορική ραδιοτηλεόραση (broadcasting as commerce) πρβλ. χαρακτηριστικά G. Bond/T. Prosser, Culture and consumerism: Citizenship, public service broadcasting and the BBCs fair trading obligations, Modern Law Review 2001, σ. 657 επ.

26 Παραμένει, δυστυχώς, ακόμα ακέραιη, μιάμιση δεκαετία μετά, η επικαιρότητα της ρήσης του Αντ. Μανιτάκη, Η ανάγκη ρύθμισης της ραδιοτηλεοπτικής αρρυθμίας ενόψει και της αναθεώρησης του Συντάγματος, ΤοΣ 1999, σ. 401 επ. (402), ότι το ραδιοτηλεοπτικό καθεστώς «κινείται μεταξύ νομιμότητας, παρανομίας και πειρατείας».

27 «Η επ’ αόριστον ανοχή της λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών που ιδρύθηκαν και λειτούργησαν παρανόμως αντίκειται προς το Σύνταγμα»: ΣτΕ (Ολ.) 3578/2010, ΔιΜΕΕ 2010, σ. 414, με παρατηρήσεις Κ. Στρατηλάτη, ΔιΜΕΕ 2011, σ. 166 επ., ΣτΕ 1206/2012, ΔιΜΕΕ 2012, σ. 232, με παρατηρήσεις Αλ. Οικονόμου, ΣτΕ 996/2013 κ.ά. Βλ. ήδη Αλ. Οικονόμου, Νόμιμη και παράνομη λειτουργία ραδιοφωνικών σταθμών υπό το πρίσμα του άρθρου 15 παρ. 2 του Συντάγματος, ΔιΜΕΕ 2004, σ. 208 επ.

28 Βλ. παραπάνω, υποσημ. 8.

29 Για ένα μόνο, αλλά χαρακτηριστικό, παράδειγμα, τη διαδικασία ψήφισης και τροποποίησης του ν. 4093/2012, βλ. Κ. Χρυσόγονου/Ακρ. Καϊδατζή, Η μάταιη θυσία της Ιφιγένειας. Οριοθέτηση εισαγωγικών σκέψεων για την αντισυνταγματικότητα του ν. 4093/2012 για το Μεσοπρόθεσμο και τα μέτρα εφαρμογής του, ΝοΒ 2012, σ. 2682 επ., 2705 επ.

30 Προσφάτως, ο Σπ. Βλαχόπουλος, Η κρίση του κοινοβουλευτισμού στον μεσοπόλεμο και το τέλος της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας το 1935. Οι θεσμικές όψεις μιας οικονομικής κρίσης;, Εκδ. Ευρασία 2012, μας θύμισε τις …ανατριχιαστικές αναλογίες που παρουσιάζει, τουλάχιστον όσον αφορά την κατάχρηση της κυβερνητικής νομοθέτησης, η παρούσα συγκυρία με την περίοδο που προηγήθηκε της κατάλυσης της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας το 1935.

Η αδυναμία πρόσβασης στο διαδίκτυο με υπαιτιότητα του παρόχου της σύνδεσης συνιστά λόγο αποζημίωσης για το συνδρομητή για το χρόνο που διεκόπη η παροχή της υπηρεσίας

RGH III ZR 98/12, Ομοσπονδιακό Ακυρωτικό Δικαστήριο της Γερμανίας
Παρουσίαση και σημείωμα: Ξενοφών Κονταργύρης, Δικηγόρος, Υπ.Διδ.

Σύντομο ιστορικό: ο αιτών ζητούσε από την καθ’ ης η έφεση εταιρία τηλεπικοινωνιών, αποζημίωση επειδή δεν είχε τη δυνατότητα επί μακρόν να χρησιμοποιήσει κανονικά και απρόσκοπτα τη σύνδεσή του στο internet την οποία είχε προμηθευτεί συνάπτοντας σύμβαση με την εν λόγω εταιρία. Συγκεκριμένα, ο αιτών είχε συνάψει με νόμιμη εκπρόσωπο της καθ’ ης η έφεση (δηλαδή με μεταπωλήτρια των υπηρεσιών της καθ’ ης) σύμβαση για την παροχή σύνδεσης DSL (μόνιμη/always on σύνδεση στοinternet υψηλής ταχύτητας) μέσα από την οποία θα δρομολογούσε επίσης και την τηλεφωνία αλλά και τα fax του (τεχνολογία voice and fax over IP). Στις 15 Δεκεμβρίου 2008, τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν αλλαγή στο παρεχόμενο πακέτο σύνδεσης (αλλαγή του ύψους της χρέωσης). Από εκείνη την ημερομηνία η σύνδεση του αιτούντος στο διαδίκτυο διεκόπη. Παρά τις επανειλλημένες οχλήσεις μάλιστα του αιτούντος προς τον πάροχο για αποκατάσταση της σύνδεσης, κάτι τέτοιο δε συνέβη ποτέ. Έτσι ο αιτών κατήγγειλε το συμβόλαιό του με τον εν λόγω πάροχο και μετέφερε τη σύνδεσή του σε άλλη εταιρία παροχής υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο. Αυτή άρχισε να παρέχει τελικά πρόσβαση στον αιτούντα μέσω του δικού της δικτύου στις 16 Φεβρουαρίου 2009.

Η δικαστική διαμάχη μέχρι την έκδοση της επίμαχης απόφασης του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου: Ο αιτών ζητούσε από την καθ’ ης αποζημίωση για το κόστος για τη σύναψη νέου συμβολαίου με άλλο πάροχο συνεπεία της διακοπής της παρεχόμενης υπηρεσίας από την τελευταία (συνολικού ύψους 427,50 €) καθώς και το κόστος χρήσης ενός κινητού τηλεφώνου (30€) για το διάστημα κατά το οποίο δεν είχε πρόσβαση στο διαδίκτυο (και συνεπώς ούτε τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει τηλεφωνικές κλήσεις βάσει του τύπου της σύνδεσής του). Επιπρόσθετα, ζήτησε αποζημίωση για την ολοκληρωτική αποστέρηση της δυνατότητας να χρησιμοποιεί τη σύνδεσή του στο internet τόσο για τηλεφωνικές όσο και για κλήσεις fax αλλά και για πλοήγηση στο διαδίκτυο. Το ποσό της αποζημίωσης αυτής προσδιόρισε στην αίτησή του σε 50€ ημερησίως για το επίμαχο χρονιό διάστημα (15/12/2008-16/02/2009), συνολικά δηλαδή 3.150€.

Το Περιφερειακό Δικαστήριο (Bundesgerichtshof)  επιδίκασε στον αιτούντα αποζημίωση 457€ για τα έξοδα μεταφοράς της σύνδεσης και το κόστος χρήσης κινητού τηλεφώνου. Κατά τα λοιπά, απέρριψε την αίτηση. Απορριπτέες κρίθηκαν επίσης, τόσο η έφεση που άσκησε ο αιτών όσο και η αντέφεση της καθ’ ης. Με την εδώ σχολιασθείσα αίτηση αναίρεσής του ο αιτών επεδίωξε αναθεώρηση της δικαστικής κρίσης για το αίτημά του προς καταβολή αποζημίωσης αναφορικά με την πλήρη αποστέρησή του από το δικαίωμά του να χρησιμοποιεί ανεμπόδιστα και αδιάλειπτα τη σύνδεσή του για πρόσβαση στο διαδίκτυο. Η αίτηση αναίρεσης κρίθηκε βάσιμη. Με την απόφασή του το Ανώτατο Δικαστήριο (Bundesgerichtshof) ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, κατά το μέρος για το οποίο ασκήθηκε αναίρεση κατ’ αυτής από τον αιτούντα, και παρέπεμψε την υπόθεση για εκ νέου κρίση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

Η ακυρωτική απόφαση περιλαμβάνει μια σειρά από ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις που διατυπώνουν για πρώτη φορά εντελώς νέες προσεγγίσεις για το ειδικό αξιακό βάρος άυλων αγαθών όπως η πρόσβαση στο διαδίκτυο. Αναλυτικά:

1. Μια συσκευή fax και η δυνατότητα διαρκούς και απρόσκοπτης χρησιμοποίησής της, τουλάχιστον για την ιδιωτική ζωή ενός ατόμου, δεν αποτελούν αυθύπαρκτο οικονομικό αγαθό τέτοιας σημασίας που η ενδεχόμενη παρέμποδιση στη χρήση του για τεχνικούς λόγους να καθιστά προβληματική την καθημερινότητα του χρήστη.

2. Αντιθέτως, η σύνδεση στο internet είναι αυθύπαρκτο οικονομικό αγαθό με αυτοτελή και καίρια σημασία για την καθημερινότητα του ατόμου κατά την προηγούμενη έννοια, ώστε η παρεμπόδιση της χρήσης του να δικαιολογεί την καταβολή αποζημίωσης σε αυτόν που υφίσταται τις συνέπειές της.

3. Το διαδίκτυο έχει αναχθεί πλέον σήμερα σε αγαθό κομβικής σημασίας για μεγάλη μερίδα πολιτών που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην καθημερινή τους ζωή. Μάλιστα η σημασία του είναι τέτοια που, σε περίπτωση που διακοπεί η πρόσβαση σε αυτό, οι συνέπειες/ επιπτώσεις σε διάφορες δραστηριότητες των πολιτών να κρίνονται καταλυτικές.

4. Η υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης για αποστέρηση της δυνατότητας χρήσης ενός αγαθού δεν ισχύει όταν αντί για το αποστερούμενο αγαθό υπάρχει άλλο υποκατάστατο που μπορεί, έστω προσωρινά, να χρησιμοποιηθεί (καθώς η απόφαση δέχτηκε ότι, αν και ο αιτών δεν είχε τη δυνατότητα να δρομολογήσει τηλεφωνικές κλήσεις και κλήσεις fax μέσω διαδικτύου, μπορούσε ωστόσο να πραγματοποιήσει τις κλήσεις αυτές μέσω συμβατικής τηλεφωνικής γραμμής).

5. Κατά συνέπεια, σε ό,τι αφορά την πραγματοποίηση τηλεφωνικών κλήσεων εκτός από την τεχνολογία phone over IP (τηλεφωνία μέσω διαδικτύου) – που χρησιμοποιούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση ο αιτών – υποκατάστες αλλά εξίσου αποτελεσματικές λύσεις είναι τόσο η δρομολόγηση τηλεφωνικών κλήσεων μέσω συμβατικής τηλεφωνικής σύνδεσης όσο και η πραγματοποίησή τους μέσω κινητού τηλεφώνου, ακόμα κι αν για να καταστεί εφικτό κάτι τέτοιο χρειάζεται προηγουμένως ο χρήστης να προμηθευτεί κάρτα SIM και σύνδεση στο δίκτυο κινητής τηλεφωνίας νέου παρόχου.

6. Αναφορικά με την υποκατάσταση της πλοήγησης στο διαδίκτυο, κάτι τέτοιο θα μπορούσε καταρχήν να επιτευχθεί μέσω ενός έξυπνου κινητού τηλεφώνου (smartphone). Ωστόσο, αυτού του είδους η υποκατάσταση θα ήταν αρκετή (με επιφυλάξεις) μόνο αναφορικά με την κάλυψη των αναγκών πλόηγησης στο διαδίκτυο ενός ατόμου στο πλαίσιο της ιδιωτικής του ζωής. Οι ανάγκες που μπορεί να προκύπτουν από την πρόσβαση στο διαδίκτυο και σχετίζονται/πηγάζουν από την επαγγελματική δραστηριότητα του ατόμου δεν μπορούν να καλυφθούν αποτελεσματικά από μια τέτοια υποκατάστατη λύση (smartphone). Εναπόκειται λοιπόν κάθε φορά στη δικαστική κρίση και ερμηνεία να αποφασίσει αν οι ανάγκες πλοήγησης ενός ατόμου στοinternet ανήκουν στη μία ή στην άλλη περίπτωση για να αποφανθεί αναλόγως και για την ανάγκη καταβολής αποζημίωσης.

7. Ως νομιμοποιητικός λόγος για την καταγγελία μιας σύμβασης παροχής υπηρεσιών διαδικτύου μπορεί να θεωρηθεί η διαφοροποίηση του μηνιαίου κόστους της σύνδεσης αυτής σε βαθμό τέτοιο ώστε να ξεπερνά το μέσο μηνιαίο και διαθέσιμο στην αγορά κόστος για μια απλή σύνδεση πρόσβασης στο διαδίκτυο (χωρίς επιπλέον δυνατότητα δρομολόγησης τηλεφωνικών και κλήσεων fax.

8. Το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο επεκτείνει με αυτή την απόφασή του τον κανόνα τηςαναλογικής αποζημίωσης (ανάλογα με το χρόνο τον οποίο διήρκεσε η αποστέρηση χρήσης) και σε περιπτώσεις αποστέρησης της δυνατότητας να χρησιμοποιεί ανεμπόδιστα ένας καταναλωτής μια υπηρεσία. Μέχρι σήμερα, και με απαρχή την απόφασή του GZS 1/86, το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο περιόριζε τη δυνατότητα εφαρμογής του κανόνα κλιμακωτής αποζημίωσης μόνο σε περιπτώσεις αποστέρησης χρήσης υλικών αγαθών και όχι υπηρεσιών.

Μερικές σκέψεις για την απόφαση:

Η απόφαση αυτή του Ομοσπονδιακού Ακυρωτικού Δικαστηρίου της Γερμανίας αποτελεί μια από τις πρώτες, ξεκάθαρες δικαστικές κρίσεις από ανώτατο δικαστήριο ευρωπαϊκής χώρας που καταφάσκει απερίφραστα τη σημασία που έχει αποκτήσει πλέον το διαδίκτυο και η πρόσβαση σε αυτό για το μέσο πολίτη και επαγγελματία. Φυσικά, προκειμένου να καταγνωστεί ως λόγος που δικαιολογεί την καταβολή  αποζημίωσης, η αδυναμία χρήσης του διαδικτύου θα πρέπει να συνεπάγεται όχι απλώς αδυναμία πλοήγησης για λόγους προσωπικής ψυχαγωγίας ή απλώς κοινωνικής δικτύωσης και ενημέρωσης, αλλά να επηρεάζει καταλυτικά την επαγγελματική ή την εν γένει κύρια δραστηριότητα του ατόμου που την υφίσταται. Λόγου χάρη, θεωρείται ασφαλές να συμπεράνουμε ότι και στην περίπτωση ενός φοιτητή που χρησιμοποιεί το διαδίκτυο για λόγους μελέτης, αν κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα που εμποδίζεται να έχει πρόσβαση σε αυτό παρακωλύεται ουσιωδώς από την ομαλή διεξαγωγή των σπουδών του για τον παραπάνω λόγο, θα μπορούσε ενδεχομένως να προβάλει και να διεκδικήσει νόμιμη αποζημίωση για αυτή την αποστέρηση χρήσης.

Θεωρείται λοιπόν, ότι εκτός από υλικά αγαθά, ο σύγχρονος άνθρωπος/καταναλωτής χρειάζεται και μια σειρά από υπηρεσίες, στις οποίες δικαιούται να έχει πρόσβαση απρόσκοπτα, προκειμένου να αναπτύσσει κανονικά τη δραστηριότητά του (επαγγελματικής ή αλλης φύσης με κομβική ωστόσο σημασία για τη ζωή του) με τις συνθήκες που πλέον έχουν διαμορφωθεί. Η απόφαση είναι επηρεασμένη άμεσα από τον έντονα ‘τεχνολογικό’ τρόπο με τον οποίο διεξάγονται πλέον στη γερμανική κοινωνία και οικονομία ένα μεγάλο εύρος δραστηριοτήτων της καθημερινότητας, αποτελεί δε –κατά την εκτίμησή μας– την απαρχή ενός νέου τρόπου σκέψης των εθνικών δικαστών στην ευρωπαϊκή ήπειρο σχετικά με τα ελάχιστα κεκτημένα δικαιώματα που θα πρέπει να απολαμβάνει ο μέσος πολίτης ώστε να είναι σε θέση να αναπτύσσει κανονικά την επαγγελματική και κάθε άλλη κομβική δραστηριότητά του στην ‘ψηφιακή καθημερινότητα’ του 21ου αιώνα. Θα μπορούσε βάσιμα να υποστηριχθεί, τέλος, ότι είναι απλώς θέμα χρόνου η λογική αυτή να επεκταθεί και στο ζωτικό χώρο που προς το παρόν εξαίρεσε το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο με την παρούσα απόφασή του, δηλαδή σε χρήσεις του διαδικτύου που δεν έχουν κατ’ ανάγκην οικονομικό και πάντως κομβικό χαρακτήρα για την καθημερινότητα ενός ατόμου, αλλά αφορούν οποιαδήποτε πτυχή της καθημερινότητάς του (π.χ. κοινωνική δικτύωση, διασκέδαση και ενημέρωση).

Η ψήφος εμπιστοσύνης και η νομιμοποίηση της νέας Κυβέρνησης

της Νέδας Αθ. Κανελλοπούλου – Μαλούχου, Αν. Καθηγήτριας Συνταγματικού Δικαίου
αναδημοσίευση από το ΤΟ ΒΗΜΑ http://www.tovima.gr/opinions/article/?cid=767&aid=520350

KANELLOPOULOU-MALOUXOUΤο κοινοβουλευτικό πολίτευμα, όπως είναι το ελληνικό υπό το ισχύον Σύνταγμα, θεμελιώνεται  στη διάκριση εκτελεστικής και νομοθετικής λειτουργίας κατά τρόπο τέτοιο ώστε να διασφαλίζονται τόσο η συνεργασία, όσο και ο αμοιβαίος έλεγχος μεταξύ των δύο αυτών λειτουργιών.

Στο πλαίσιο αυτό, θεμελιώδης αρχή του πολιτεύματος είναι η κοινοβουλευτική αρχή, σύμφωνα με την οποία η Κυβέρνηση οφείλει εκ του Συντάγματος να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, τόσο για την ανάδειξη της νέας Κυβέρνησης, όσο και για τη νόμιμη λειτουργία της Κυβέρνησης.

Η κοινοβουλευτική αρχή επιτάσσει αφ΄ενός να διορίζεται Πρωθυπουργός πρόσωπο που έχει τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της Βουλής (άρθρο 37 παρ.2 του Συντάγματος), και αφ΄ετέρου η νέα Κυβέρνηση να ζητά την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής για να αρχίσει τη λειτουργία της (άρθρο 84 παρ.1). Την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής μπορεί να ζητά η Κυβέρνηση και οποτεδήποτε άλλοτε κατά τη διάρκεια της θητείας της (άρθρο 84 παρ.1), ενώ η Βουλή μπορεί να αποσύρει την εμπιστοσύνη της προς την Κυβέρνηση με την ψήφιση πρότασης δυσπιστίας (άρθρο 84 παρ.2).  

Το Σύνταγμα επομένως προβλέπει πως η «νέα» Κυβέρνηση οφείλει υποχρεωτικά να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Είναι προφανές ότι «νέα» Κυβέρνηση, που κατά το Σύνταγμα υποχρεούται να ζητήσει την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής είναι η Κυβέρνηση που προκύπτει αμέσως μετά από εκλογές, καθώς και  η Κυβέρνηση που σχηματίζεται μέσα από την επιτυχή έκβαση των διερευνητικών εντολών μετά από παραίτηση  (σε ορισμένες περιπτώσεις)  ή καταψήφιση της προηγούμενης Κυβέρνησης από τη Βουλή. Στις περιπτώσεις αυτές το κριτήριο της νέας Κυβέρνησης προκύπτει με σαφήνεια από την ορκωμοσία νέου πρωθυπουργού ή νέα ορκωμοσία του ίδιου Πρωθυπουργού.  

Τι ισχύει όμως στις περιπτώσεις των κυβερνήσεων συνεργασίας, όπου έχουμε διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού με την αποχώρηση ενός από τους κυβερνητικούς εταίρους από την Κυβέρνηση, χωρίς να έχουμε ορκωμοσία νέου πρωθυπουργού ή νέα ορκωμοσία του ίδιου Πρωθυπουργού;  Η νέα Κυβέρνηση που προέκυψε μετά την απόσυρση από τη ΔΗΜ.ΑΡ των υπουργών που συμμετείχαν στον κυβερνητικό συνασπισμό και τον σχηματισμό δικομματικής Κυβέρνησης μόνο από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ δεν αποτελεί , κατά τη γνώμη μου, απλώς «ανασχηματισμό» της Κυβέρνησης αλλά σχηματισμό  «νέας» Κυβέρνησης, η οποία θα όφειλε κατά συνέπεια, σύμφωνα με το Σύνταγμα, να ζητήσει την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής.

Και μπορεί στις μονοκομματικές κυβερνήσεις το πολιτικά και συνταγματικά κρίσιμο στοιχείο για τη δεδηλωμένη και την εμπιστοσύνη της Βουλής να είναι το πρόσωπο του Πρωθυπουργού,  στις κυβερνήσεις συνεργασίας όμως, όπου κανένα κόμμα δεν έχει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στη Βουλή το κριτήριο για το αν η νέα Κυβέρνηση διαθέτει ή όχι την εμπιστοσύνη της δεν μπορεί να είναι το ίδιο. Οι κυβερνήσεις συνεργασίας επιτάσσουν και την ανάλογη ερμηνεία των συνταγματικών διατάξεων : αυτό επιβεβαιώνεται άλλωστε τόσο από την κατά το άρθρο 37 παρ.2 και 3 του Συντάγματος διαδικασία των διερευνητικών εντολών όσο και από την κατά το άρθρο 85 αρχή της συλλογικής ευθύνης των μελών της Κυβέρνησης  

Σπεύδω να διευκρινίσω πως το ζήτημα δεν είναι ζήτημα αριθμού ψήφων, ούτε απλώς ζήτημα τυπικό. Κατά πάσα βεβαιότητα η σημερινή Κυβέρνηση θα ελάμβανε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Άλλωστε, κατά μία άποψη, ακόμη και η αρχική ψήφος εμπιστοσύνης μπορεί να δοθεί και από την απλή πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών (άρθρο 84 παρ. 6 του Συντάγματος).

Το ζήτημα είναι βαθύτερο και ουσιαστικότερο: Αφορά τον σεβασμό του πολιτεύματος, δηλαδή την ουσία της κοινοβουλευτικής αρχής και άρα την ουσία της ίδιας της  δημοκρατικής αρχής. Η κοινοβουλευτική αρχή πραγματώνει την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας αξιώνοντας τη νομιμοποίηση της νέας Κυβέρνησης. Και η νομιμοποίηση αυτή δεν μπορεί να προκύπτει απλά κατά τεκμήριο όταν το ένα από τα τρία κόμματα που συναποτελούσαν την Κυβέρνηση αποσύρεται από αυτήν.

Εξηγούμαι: Η προηγούμενη  Κυβέρνηση που είχε προκύψει από τις περσυνές διπλές εκλογές είχε λάβει ψήφο εμπιστοσύνης ως τριμερής Κυβέρνηση συνεργασίας τριών κομμάτων, στη βάση μιας τριμερούς ιδεολογικής, πολιτικής και προγραμματικής συμφωνίας. Η ψήφος εμπιστοσύνης που δόθηκε τότε στην Κυβέρνηση δόθηκε στη βάση αυτής ακριβώς της τριμερούς συνεργασίας, η οποία και καθόρισε τριμερώς το κυβερνητικό πρόγραμμα που εκτέθηκε, συζητήθηκε και ψηφίστηκε από τη Βουλή.

Αυτό το κυβερνητικό πρόγραμμα για το οποίο είχε αποφανθεί η Βουλή, σήμερα αλλάζει: Ο ίδιος ο κ. Βενιζέλος μίλησε για επικαιροποίηση του προγράμματος, ενώ και οι δύο εταίροι χαράσσουν εκ νέου τις προτεραιότητες της Κυβέρνησης  και επανορίζουν τον τρόπο συνεργασίας μεταξύ τους. Είναι επομένως ρητά δηλωμένο από την ίδια την κυβέρνηση και απόλυτα σαφές ότι  έχουμε να κάνουμε με «νέα»  Κυβέρνηση με ανανεωμένο πρόγραμμα και πολιτική, καθώς και με νέα σύνθεση κομμάτων που τη στηρίζουν στη Βουλή. Κάτι, που οφείλουν τα ίδια να σεβαστούν.

Η ουσία της κοινοβουλευτικής αρχής θα ήθελε λοιπόν στην περίπτωση αυτή να διεξαχθεί στη Βουλή – δηλαδή στο κατ΄εξοχήν αντιπροσωπευτικό όργανο – η συζήτηση για το ανανεωμένο αυτό πρόγραμμα και σχήμα της νέας Κυβέρνησης.  Η συζήτηση στη Βουλή θα διασφάλιζε το διάλογο, τη διατύπωση των επιχειρημάτων πλειοψηφιών  και  μειοψηφιών, τη δημοσιότητα και κυρίως την εξωτερίκευση της συμμόρφωσης προς την ουσία της αρχής της δεδηλωμένης.

Η μονομερής ή διμερής ανακοίνωση των πολιτικών που θα ακολουθήσει η νέα Κυβέρνηση εκ μέρους του Πρωθυπουργού ή του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ δεν αρκεί για να καλύψει τη νομιμοποιητική λειτουργία των ενδοκοινοβουλιακών διαδικασιών για τη διασφάλιση της δημοκρατικής αρχής. Αντίθετα, η συζήτηση στη Βουλή και η «ανανέωση» της εμπιστοσύνης της προς τη «νέα» Κυβέρνηση θα ενδυνάμωνε τη δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος, ειδικά σε τούτη την περίοδο κρίσης, ενώ θα έδινε και νέα νομιμοποίηση στην προσδοκία της Κυβέρνησης να εξαντλήσει την τετραετία.

Georges Karavokyris, L’autonomie de la personne en droit public français, Bruylant 2013, 715 σελ.

9782802738039Η διατριβή εστιάζει στην θεμελιώδη, για τη νεωτερική αλλά και τη σύγχρονη φιλοσοφική-νομική σκέψη, έννοια της αυτονομίας, από τη σκοπιά της σύνθετης σχέσης ανάμεσα στη βούληση και τον ορθό λόγο. Η σήμανση της αυτονομίας αποδεικνύεται καθοριστική για το δημόσιο δίκαιο, τόσο στο χώρο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσο και σε ό,τι αφορά τον πολιτειακό αυτοπροσδιορισμό.

Στο πρώτο μέρος της διατριβής προκρίνεται μια συγκεκριμένη ερμηνεία της νεωτερικότητας, όπου η αυτονομία ορίζεται ως η εθελούσια υποταγή στο νόμο και όχι ως μια απρόσκοπτη ελευθερία, εγωιστική και αφελώς ατομιστική. Με βάση αυτή την ερμηνεία, η μελέτη επισημαίνει μια επίκαιρη αλλαγή παραδείγματος. Αυτήν φέρει η σύγχρονη σήμανση της αυτονομίας, η οποία εγγράφει υποχρεωτικά το υποκείμενο στη σύμβαση του Κοινωνικού Συμβολαίου. Η αυτονομία δεν αποτελεί πλέον επιλογή του ατόμου, με άξονα την εκούσια συμμόρφωσή του στο Νόμο, αλλά μια δεσμευτική νόρμα που με πρόφαση τον ορθό λόγο αστυνομεύει τη βούλησή του. Ενώ στους νεωτερικούς στοχαστές η ένταξη στην Πολιτεία και η ελευθερία του ατόμου καταξιώνεται από το κυριαρχικό δικαίωμά του να την αρνηθεί, στους σύγχρονους η συμμετοχή στην κοινότητα είναι μια αναντίρρητη νομική και ηθική υποχρέωση.

Η μετάβαση από τη βουλησιαρχία των μοντέρνων στην ορθολογικότητα των σύγχρονων δεν έχει, όμως, μόνο φιλοσοφικό ενδιαφέρον. Αντιθέτως, μπορεί πειστικά να εξηγήσει τις μεταμορφώσεις στη σκέψη και την πρακτική του ίδιου του δημοσίου δικαίου, του οποίου οι νεωτερικές κατηγορίες (κυριαρχία, δημοκρατία, ελευθερία) αναπροσδιορίζονται. Έτσι, στο δεύτερο μέρος της διατριβής εξετάζονται οι νομικές συνέπειες της υπεροχής του Λόγου έναντι της Βούλησης στην 5η Γαλλική Δημοκρατία, τόσο στις θεσμικές εκφάνσεις του Κράτους Δικαίου (Κρίση του νόμου, Συνταγματική Δημοκρατία, Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Διοικητική δράση) όσο και στο κάθε άλλο παρά ξεκάθαρο πεδίο των Δικαιωμάτων (ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ατομική ελευθερία).

Σε ό,τι αφορά του θεσμούς της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας, η μελέτη αναδεικνύει τη μετάβαση στο Κράτος Δικαίου και την αναπόφευκτη, ίσως, απώλεια σε δημοκρατική νομιμοποίηση. Η επιμονή στον ορθό λόγο και η καχυποψία απέναντι στην πολιτική βούληση μεταφράζονται θεσμικά στην ισχυρή προσωποποίηση του πολιτεύματος (με κυρίαρχη εν προκειμένω τη «φρόνιμη» φιγούρα του Προέδρου της Δημοκρατίας), τη θεραπεία της «γενικής βούλησης» του νόμου από τη «σοφή» συνταγματική δικαιοσύνη, τον ραγδαίο «εξορθολογισμό» της κοινοβουλευτικής παραγωγής του νόμου και την κανονιστικά γόνιμη αναγνώριση της τεχνικής αρμοδιότητας της διοίκησης.

Από την άλλη, στο πεδίο των δικαιωμάτων εξετάζεται η θολή, λόγω της σύγκρουσης ανάμεσα σε πατερναλιστές και ελευθεριακούς, νομολογιακά και νομοθετικά αντίληψη περί προσωπικής αυτονομίας, με έμφαση αφενός στη

αμφιλεγόμενη ελευθερία –σωματικής- αυτοδιάθεσης του υποκειμένου και αφετέρου στην ελευθερία του να υλοποιεί το σχέδιο ζωής του και να εκφράζει τις πεποιθήσεις του (ελευθερία της έκφρασης, θρησκευτική ελευθερία). Πιο συγκεκριμένα, η προσωπική αυτονομία δοκιμάζεται από τη σύγχρονη εμβέλεια της ασαφούς αρχής της αξίας του ανθρώπου.

Καταχώρηση: 01-07-2013     Κατηγορία: ΒΙΒΛΙΑ