Author Archives: admin

Ο αμέτοχος Πρόεδρος της Δημοκρατίας

του Δημήτρη Πατσίκα, Δικηγόρου, Φοιτητή ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου ΑΠΘ

Τα τελευταία χρόνια, ιδίως από το 2009 και έπειτα, παρατηρείται η συστηματική προσφυγή της εκάστοτε κυβέρνησης στην έκδοση πράξεων νομοθετικών περιεχομένου (π.ν.π.), προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα ποικίλα αναφυόμενα προβλήματα κατά την ενάσκηση της πολιτικής τους.

Πιο πρόσφατο παράδειγμα αποτέλεσε η από 10.6.2013 π.ν.π., η οποία δίνει τη δυνατότητα σε υπουργούς να προχωρούν σε συγχωνεύσεις φορέων ή να αποφασίζουν το κλείσιμό τους. Με τον τρόπο αυτό μεθοδεύτηκε το «λουκέτο» στην ΕΡΤ, θέμα που έχει ήδη κορεστεί και εδώ μόνο ως αφετηρία διατύπωσης ορισμένων σκέψεων θα λειτουργήσει. Στην πραγματικότητα, η επαφή μας με το θεσμό των π.ν.π. είναι πλέον συχνότερη παρά ποτέ, ενώ πιθανότατα θα συνεχίσει να προτιμάται από την εκτελεστική εξουσία πρωτίστως λόγω της ταχύτερης σε σχέση με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία λήψης των αναγκαίων μέτρων και επίτευξης των επιδιωκόμενων αποτελεσμάτων.

Η δυνατότητα έκδοσης π.ν.π. προβλέπεται στο άρθρο 44 παρ. 1 του Συντάγματος: «Σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί, ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, να εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου(…)». Από μια απλή ανάγνωση της προκείμενης ρύθμισης προκύπτει ότι, πέραν της ουσιαστικής προϋπόθεσης -ήτοι της ύπαρξης έκτακτων περιπτώσεων εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης-, για την έκδοση π.ν.π. απαιτείται η σύμπραξη του Υπουργικού Συμβουλίου και του Προέδρου της Δημοκρατίας (ΠτΔ).

Υποστηρίζεται στη θεωρία του Συνταγματικού Δικαίου ότι η εν λόγω συμμετοχή του ΠτΔ είναι καθαρά τυπική και συνεπώς αυτός υποχρεούται, εφόσον η κυβέρνηση του προτείνει την έκδοση π.ν.π., να την υπογράψει. Ωστόσο, η αντίληψη αυτή δεν στηρίζεται ευθέως στο γράμμα του Συντάγματος: αντιθέτως, η δυνητική διατύπωση («μπορεί…να εκδίδει») οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο ΠτΔ διαθέτει διακριτική ευχέρεια στην έκδοση π.ν.π. και σε καμία περίπτωση δεν έχει δέσμια αρμοδιότητα.

Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει κανείς αν προσεκτικά διαβάσει τι προβλέπεται και ως προς τις άλλες αρμοδιότητες του ΠτΔ, οι οποίες εξάλλου είναι «μόνο όσες του

απονέμουν ρητά το Σύνταγμα και οι νόμοι που είναι σύμφωνοι μ’ αυτό» (άρθρο 50) και όσες του έχουν απομείνει μετά την αναθεώρηση του 1986. Ενδεικτικά, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ΠτΔ δεν έχει δυνατότητα να ενεργήσει ή ακόμη και να απέχει από μία ενέργεια, ο συνταγματικός νομοθέτης είναι σαφής: έτσι, ο ΠτΔ «διορίζει τον Πρωθυπουργό» (άρθρο 37 παρ. 1), «συγκαλεί τη Βουλή» (άρθρο 40 παρ. 1), «εκδίδει τα διατάγματα» (άρθρο 43 παρ. 1). Όμως, όταν ο ΠτΔ έχει ένα -έστω περιορισμένο- περιθώριο κινήσεων, το Σύνταγμα είναι και πάλι ξεκάθαρο: πράγματι, ο ΠτΔ «μπορεί να αναστείλει τις εργασίες της βουλευτικής συνόδου» (άρθρο 40 παρ. 2), «μπορεί να διαλύσει τη Βουλή» (άρθρο 41 παρ. 1), «μπορεί να αναπέμψει στη Βουλή νομοσχέδιο» (άρθρο 42 παρ. 1).

Δυστυχώς, η πολιτική πρακτική τόσο από την πλευρά των κυβερνήσεων όσο και εκ μέρους των προσώπων που διετέλεσαν ΠτΔ, από τη Μεταπολίτευση έως σήμερα, έχουν καταστήσει τον τελευταίο αδρανή και αμέτοχο παρατηρητή της δημόσιας ζωής της χώρας. Δύο πιθανές εξελίξεις διαφαίνονται στον ορίζοντα: είτε ο ΠτΔ θα ασκήσει πραγματικά εκείνες τις συνταγματικές αρμοδιότητες στις οποίες έχει ακόμα ορισμένη διακριτική ευχέρεια, είτε θα πρέπει να του αφαιρεθούν και αυτές στην επόμενη αναθεώρηση. Το έσχατο, τουλάχιστον, θα ήταν ένα δείγμα ειλικρίνειας.

Δημοκρατία και τηλεόραση: ραντεβού τον Σεπτέμβρη

του Ανδρέα Τάκη, Επ. Καθηγητή Νομικής ΑΠΘ

Η ΕΡΤ α.ε. είναι μια ανώνυμη εταιρεία του δημοσίου μεταξύ πολλών άλλων φορέων δημοσίου ή και ιδιωτικού δικαίου στους οποίους έχει ανατεθεί η εκπλήρωση δημόσιας υπηρεσίας. Και όχι όποιας κι όποιας, αλλά μιας υπηρεσίας που έχει κορυφαία επιρροή στη φιλελεύθερη δημοκρατική οργάνωση της ελληνικής πολιτείας. Το ειδικότερο περιεχόμενό της είναι η παροχή σε καθολικά προσιτό κόστος αντικειμενικής και ποιοτικής ενημέρωσης, στον ελάχιστο έστω εκείνο βαθμό που είναι αναγκαίος για να έχει νόημα το να λέμε ότι τελικά συναποφασίζουμε και συνευθυνόμαστε σαν πολίτες μιας δημοκρατίας.

Η ΕΡΤ α.ε., οσοδήποτε διαβρωμένη από τις πρακτικές του κυβερνητισμού και του συνδικαλιστιστικού παραγοντισμού του παρελθόντος, υπήρξε κατά γενική ομολογία κάτι πολύ παραπάνω από απλή παροχή των ελάχιστων αναγκαίων. Η συστηματική συνεισφορά της στον πολιτισμό και την οργάνωση του δημόσιου λόγου καθιστά σαφές ότι η αποστολή της, ως καθολική υπηρεσία και δημόσιο αγαθό, διακρίνεται και οφείλει να διακρίνεται από τον ρόλο που επιτελούν τα ιδιωτικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, στα οποία επιτρέπεται η χρήση του δημοσίου επίσης αγαθού των ελεύθερων συχνοτήτων με επιχειρηματικό κατ’ αρχήν γνώμονα και υπό την επιρροή, αντίστοιχα, οικονομικών και, πάντως, ιδιωτικών κριτηρίων. Γι’ αυτό και νομιμοποιείται η επιβολή μη ανταποδοτικού τέλους όσο τουλάχιστον οι υπηρεσίες παραμένουν σε ένα μινιμιουμ αντικειμενικότητας και ποιότητας αφ’ ενός και το κόστος τους πραγματικά καθολικά προσιτό σε όλους.

Κατά συνέπεια, η βίαιη διακοπή της λειτουργίας της με αόριστο σκοπό την επανέναρξή της σε μερικούς μήνες εξυγειανθεισας, συνιστά αδικαιολόγητη διακοπή μιας ζωτικής, ιδίως εν οψει της συνέχειας της παροχής της, για την πολιτειακή ομαλότητα δημόσιας υπηρεσίας. Αυτό κατ’ εξοχήν πλήττει επιπλέον τον καθένα μας ατομικά ως προς το θεμελιώδες δικαίωμά του να είναι αποδέκτης της έκφρασης πολιτικής και κοινωνικής γνώμης και πληροφορίας που του είναι αναγκαία για να είναι πραγματικά πλήρης πολίτης. Πρόκειται ακριβώς για την “παθητική” όψη της ελεύθερης επικοινωνιακής δράσης στη δημόσια σφαίρα, το δικαίωμα ελεύθερης πρόσβασης και συμμετοχής στην δημόσια επικοινωνία μέσα σε μια δημοκρατική κοινωνία (συνδυασμός 5παρ. 1, 5α παρ. 1, 14 παρ. 1 και 2, 15 και 16 παρ.1). Με το κλείσιμο της ΕΡΤ αε το δικαίωμα αυτό παύει να είναι εγγυημένο ισότιμα στο πρόσωπο του καθενός. Και για να καταλαβαινόμαστε, πρακτικά, αυτό σημαίνει επιπλέον ότι η αξιοπιστία της πολιτειακής βούλησης που σχηματίζεται υπό τέτοιες περιστάσεις και ενδέχεται να εκφραστεί σε προσεχείς εκλογές θα είναι ανεπανόρθωτα αμφιλεγόμενη. Και αυτό γιατί τη πολιτειακή αυτή γνώμη θα σχηματίσουν με τη ψήφο τους πολίτες των οποίων η δυνατότητα πρόσβασης σε ένα ελάχιστο αναγκαίο ποιοτικής και αντικειμενικής ενημέρωσης. Έτσι, οι πολίτες θα εκφράζουν με την ψήφο τους μια θέση η γνωστική αξία της οποίας δεν θα έχει θα την πολιτική και νομική εγγύηση ανεμπόδιστου σχηματισμού της.

Όσοι νομίζουν ότι ο κάθε πολίτης έχει όση ενημέρωση σε γεγονότα και γνώμες χρειάζεται, από τα ανοικτής συχνότητας ιδιωτικά κανάλια και άρα δεν χάθηκε δα κι ο κόσμος που έκλεισε η ΕΡΤ, ξεχνούν ασυγχώρητα ότι τα κανάλια εξ ορισμού αποβλέπουν ως προς τη λειτουργία τους στο ιδιωτικό εν τέλει συμφέρον της ιδιοκτησίας τους ενώ η δημόσια ραδιοτηλεόραση τεκμαίρεται εκ του νόμου ότι αποβλέπει όχι στην αντικειμενική και ποιοτική δημόσια ενημέρωση του λαού, ακόμη και όταν δεν στέκεται στο ύψος των περιστάσεων. Άσε που είναι λίγο πολύ σαν να λες σήμερα στην Ελλάδα ότι ο εγγυητής (φύλακας) του πλουραλισμού και αντικειμενικότητας της ενημέρωσης είναι συλλογικά η αγορά των ιδιωτικών καναλιών, χωρίς μάλιστα να έχουν δώσει δεκάρα από όσα προβλέπει ο νόμος για την κατάληψη/χρήση των ραδιοσυχνοτήτων και τις άδειες λειτουργίας και ενώ είναι υπερχρεωμένα στο τραπεζιτικό κεφάλαιο της χώρας.

Πέραν όμως της διάστασης αστεϊσμού, που θα είχε τέτοιο επιχείρημα στις παρούσες περιστάσεις, αυτό αδυνατεί να αντλήσει την παραμικρή αξιοπιστία από το γεγονός ότι το Σύνταγμα απονέμει τον ρόλο τελικού εγγυητή του πλουραλισμού, της αντικειμενικότητας και της ποιότητας της δημόσιας ενημέρωσης στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Απονομιμοποιημένο ηθικά προ πολλού λόγω ακραίας επιλεκτικότητας και πατερναλιστικού συντηρητισμού του, το ΕΣΡ στη σημερινή του σύνθεση αποτελεί, μετά και τις σχετικές αποφάσεις των διοικητικών δικασητρίων, αντί να αστυνομεύει το χάος των εθνικών μήντια, αποτελεί μάλλον μια δυσλειτουργική και επικίνδυνη παρουσία, μέρος και όχι λύση του προβλήματος.

Κατά συνέπεια, το πρόβλημα του κλεισίματος της ΕΡΤ αε είναι πρωτίστως ζήτημα πολιτικής ελευθερίας και δημοκρατίας, όχι οικονομικό, δημοσιονομικό ή εργασιακό, και αυτά τα δύο επίπεδα δεν θα πρέπει να συγχέονται. Όταν δε συγχέονται αυτό γίνεται συχνά εκ του πονηρού, όπως το πράττει τόσο η κυβέρνηση όσο και τα παλαιοκομματικά επιτελεία του συνδικαλισμού.

Φυσικά και αποτελεί πρώτης τάξης ηθικό, πολιτικό αλλά και νομικό θέμα (και από ενωσιακή μάλιστα σκοπιά) η απόλυση σχεδόν 3.000 ανθρώπων χωρίς γνωστή μελέτη, σχέδιο ή προειδοποίηση. Κανείς όμως δεν μπορεί στα σοβαρά να αρνηθεί την αρμοδιότητα και εξουσία της εκλεγμένης κυβέρνησης να διευθετεί τα του τρόπου άσκησης μιας δημόσιας λειτουργίας και της πρόσβασης του κοινού σε αυτή. Και όλοι ξέρουμε ότι είναι αληθινά πολλά από όσα καταμαρτυρεί η κυβέρνηση στη μέχρι σήμερα λειτουργία της ΕΡΤ αε, την οποία και η ίδια διαχειρίστηκε μέχρι σήμερα με τον ίδιο μικροκομματικό και επιλήψιμο τρόπο, όσο και οι προηγούμενες, αν όχι και παραπάνω. Νομικά όμως παραμένει νόμιμη εξουσία της να την διαμορφώσει όπως νομίζει καλύτερα για το κοινό καλό, ακόμη και δραστικά, όπως το επιθυμεί τώρα.

Πράγματι, η κυβέρνηση παρέλειψε πανηγυρικά να τηρήσει τους αναγκαίους με βάση το κοινοτικό δίκαιο τύπους προηγούμενης δημοσιότητας για μαζικές απολύσεις. Επιπλέον εξακολούθησε μετ’ επιτάσεως την πολιτειακά τραυματική παράκμψη της τακτικής νομοπαραγωγικής διαδικασίας στη δημοκρατία μας με την έκδοση Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου ερήμην του κοινοβουλίου. Μάλιστα αυτή τη φορά την προτείνει και προσυπογράφει όχι το Υπουργικό Συμβούλιο, όπως λέει το γράμμα του 44 παρ. 1, αλλά μόνον μέρος του, ο Πρωθυπουργός και οι παραταξιακοί του υπουργοί, ενώ τα υπόλοιπα μέλη της κυβέρνησης και οι “ασθενείς” εταίροι της συγκυβέρνησης ρητά διαφωνούν. Ωστόσο, το κύριο ζήτημα νομιμότητας που εγείρει η πρωτοβουλία της κυβέρνησης να κλείσει αιφνιδιαστικά την ΕΡΤ αε χωρίς συνεχεια της ροής της δημόσιας ενημέρωσης από πηγή που λειτουργεί με κριτήριο το γενικό συμφέρον και όχι την ιδιωτική επιχειρηματικότητα, είναι ο αυθαίρετος και προσχηματικός (τάχα για αδήριτους λόγους δημοσιονομικού συμφέροντος) χαρακτήρας της διακοπής μιας δημόσιας υπηρεσίας ζωτικής για την απόλαυση θεμελιωδών μας ελευθεριών. Κάθε διακοπή της συνέχειας δημόσιας υπηρεσίας ζωτικής για τα δικαιώματά μας είναι παράνομη και απαγορευμένη.

Σκεφτείτε να μας πουν αύριο: “επειδή στο τάδε ασφαλιστικό ταμείο γίνονταν τόσο καιρό ατασθαλίες, το κλείνουμε πλήρως και διακόπτουμε τις ασφαλιστικές παροχές του, λ.χ. σύνταξη ή περίθαλψη, για να το ξανανοίξουμε εξυγειασθέν σε μερικούς μήνες”, χωρίς αυτές να αναπληρώνονται έστω και κατ’ ελάχιστον από κάποια εναλλακτική πηγή. Πώς θα ζήσουν αυτούς τους μήνες οι συνταξιούχοι ή οι έχοντες δικαίωμα περίθαλψης; Ο φορέας παροχής ορισμένης δημόσιας υπηρεσίας μπορεί να αλλάζει δραστικά και στο σύνολό του. Τα νόμιμα και συνταγματικά μέσα για τον σκοπό αυτό υπάρχουν. Τίποτα στους νόμους και το σύνταγμα εκτός από απόλυτη ανωτέρα βία όμως δεν μπορεί να επιτρέψει στο κράτος να διακόψει την θεραπεία του δημοσίου αγαθού που συνδέεται με τα δικαιώματά μας ως προσώπων και κυρίως ως πολιτών. Στη περίπτωση του κλεισίματος ενός ταμείου η κυβέρνηση θα μας ζήταγε να επιβιώσουμε ως πρόσωπα και πολίτες χωρίς σύνταξη ή περίθαλψη. Μικρή παρηγοριά το να μας απαλλάξει τους μήνες αυτούς κλεισίματος από την εισφορά μας.

Τί μας ζητά ο Πρωθυπουργός και τα μέλη της κυβέρνησης που συνυπέγραψαν την επίμαχη πράξη νομοθετικού περιεχομένου, κλείνοντας την ΕΡΤ αε; Να ζήσουμε άραγε (αορίστως) προσωρινά χωρίς εγγυημένη για τον καθένα δημόσια ενημέρωση; Αν σκεφτεί κανείς κακοπροαίρετα ότι η πρωτοβουλία αυτή, προσφάτως κατ’ επανάλειψη διαψευσθείσα ως ενδεχόμενο από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο αλλά και τον πρωθυπουργό, σχεδιαζόταν καιρό τώρα -εν γνώσει ή μη των συγκυβερνώντων άνγωστο-, καθώς και ότι ο έλεγχος των αξιόπιστων πηγών δημόσιας πληροφορίας φιγουράρει στη πρώτη θέση των ενδεδειγμένων ενεργειών στα εγχειρίδια περί της τέχνης του πραξικοπήματος, είναι να αναρωτιέται κανείς σε τί πραγματικά κρύβει ο Πρωθυπουργός και το Γραφείο του πίσω από τον αμήχανο λαϊκισμό της περί διεφθαρμένων συνδικαλιστών και χρυσοπληρωμένων εγκαθέτων δημοσιογράφων της κάθε κυβέρνησης (δικές του δεν είναι άλλωστε οι τελευταίες φουρνιές;); Λέτε να μας ζητάει να ζήσουμε (έστω και μέχρι τον φθινόπωρο) χωρίς Δημοκρατία;

 

Γιατί η δημόσια τηλεόραση είναι αναντικατάστατη

Ν.Κ. Αλιβιζάτος, καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
αναδημοσίευση από την Εφημερίδα Έθνος, http://www.ethnos.gr/entheta.asp?catid=25862&subid=2&pubid=63843699

Aivizatos_bΔεν είναι μόνο θέμα παράδοσης. Είναι και ζήτημα αρχής: στη σύγχρονη δημοκρατία, η δημόσια τηλεόραση είναι αναντικατάστατη. Διότι μόνον αυτή μπορεί να μεταδίδει προγράμματα χωρίς να αποβλέπει πρωτίστως στον εντυπωσιασμό και το κέρδος, αλλά σε ευγενέστερους σκοπούς: την καλλιέργεια πέρα από την ψυχαγωγία, τη μόρφωση πέρα από την ενημέρωση.

Δεν είναι συνεπώς τυχαίο ότι, στον «αιώνα της ιδιωτικοποίησης» και της ανταγωνιστικότητας, δεν υπάρχει ευρωπαϊκή χώρα χωρίς δημόσια τηλεόραση. Ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου δεν επιτρέπεται στο κράτος να εκπέμπει με δικούς του σταθμούς, ένα εκτεταμένο δίκτυο μη κερδοσκοπικών ραδιοτηλεοπτικών φορέων λειτουργεί ένα «κοινωφελές» κανάλι εθνικής εμβέλειας, το PBS, ως αμερικανική εκδοχή του BBC και των άλλων μεγάλων δημόσιων τηλεοράσεων της Ευρώπης. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, πάντως, διαδόθηκε και στην Ευρώπη η ιδιωτική τηλεόραση.

Απόρροια της τεχνολογικής εξέλιξης και της κατάργησης των συνόρων, η διάδοση αυτή ήταν καθολική, αν και με διαφορές από χώρα σε χώρα. Το φαινόμενο γενικεύτηκε, καθώς, με την πτώση του κομμουνισμού, εξέλιπαν και οι λόγοι εθνικής ασφάλειας που εξηγούσαν ως τότε το κρατικό μονοπώλιο.

Παντού, η διείσδυση της ιδιωτικής τηλεόρασης ήταν μεγάλη. Πουθενά εν τούτοις δεν ήταν τόσο πλατιά όσο στην Ελλάδα. Αρκεί να θυμίσει κανείς ότι υπήρξαν στιγμές που η τηλεθέαση όλων μαζί των ιδιωτικών καναλιών ξεπερνούσε το 90%, με τα 3 εθνικά κανάλια της ΕΡΤ να περιορίζονται σε κάτω από 10%.

Η πρωτοφανής αυτή κατάρρευση δεν οφείλεται, κατά τη γνώμη μου, στις μαγικές ικανότητες των ιδιωτικών καναλιών, αλλά στην απώλεια της αξιοπιστίας της ΕΡΤ. Η τελευταία, στη δεκαετία του 1980, είχε καταντήσει άθυρμα των εκάστοτε κυβερνώντων, με το ΠΑΣΟΚ να σέρνει τον χορό της κομματικής χειραγώγησης.

Τα κυβερνώντα κόμματα, με άλλα λόγια, τη θεωρούσαν ως οιονεί ιδιωτική τους περιουσία και τη διαχειρίζονταν κατά το δοκούν, χωρίς σχέδιο και χωρίς λογοδοσία. Το θέμα, με άλλα λόγια, ήταν πρωτίστως δομικό και ξεπερνούσε τα πρόσωπα. Η αδιαμφισβήτητη εντιμότητα και ο επαγγελματισμός ορισμένων χάνονταν στον ωκεανό των σκανδάλων και της ανυποληψίας.

Δικαιολογούνταν, κατόπιν αυτού, το «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» της περασμένης Τρίτης; Ακόμη και αν η οδός που ακολουθήθηκε ήταν νομικά άψογη -πράγμα μάλλον αμφίβολο- η απάντηση είναι κατά τη γνώμη μου όχι.

Διότι το κλείσιμο, έστω και προσωρινό, της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης είναι μια κίνηση που υπερβαίνει κατά πολύ την κατάργηση του συγκεκριμένου φορέα της. Ισοδυναμεί με επίσημη ομολογία αποτυχίας του ίδιου του κράτους σε ένα πεδίο στο οποίο, πέρα από τους νόμους και το Σύνταγμα, η δημοκρατία του αναθέτει μιαν ιδιαίτερη αποστολή: ένα minimum ενημέρωσης και ψυχαγωγίας, μόρφωσης και καλλιέργειας το οποίο, και να το ήθελε, η ιδιωτική τηλεόραση δεν θα μπορούσε να το προσφέρει, με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια που επιβάλλεται.

Θέλω συνεπώς να πιστεύω ότι, μετά από ωριμότερη σκέψη, οι αρμόδιοι θα αντιληφθούν ότι η διαρκώς αναβαλλόμενη απαλλαγή της ΕΡΤ από τις αγκυλώσεις της ανυποληψίας, του κομματισμού και της αδιαφάνειας δεν περνά υποχρεωτικά από τις μαύρες οθόνες.

Και ότι, αφού εξηγήσουν στους πολίτες ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα και τι πρέπει να γίνει, θα προχωρήσουν με σύνεση και αποφασιστικότητα στην αναγκαία αναδιάρθρωση.

Η διαρκώς αναβαλλόμενη απαλλαγή της ΕΡΤ από τις αγκυλώσεις της ανυποληψίας, του κομματισμού και της αδιαφάνειας δεν περνά από τις μαύρες οθόνες
Καταχώρηση: 26-06-2013     Κατηγορία: ΑΡΧΙΚΗ    

Οικονομική κρίση, Σύνταγμα και δημοκρατία

Ιφιγένεια Καμτσίδου, Αναπληρώτρια καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου του ΑΠΘ

Η οικονομική κρίση και οι δραματικές συνέπειες που επιφέρει στους περισσότερους τομείς της κοινωνικής και πολιτικής ζωής   έχουν θέσει σε δοκιμασία την τήρηση του Συντάγματος, ο σεβασμός του οποίου στη χώρα μας μοιάζει να μην αποτελεί πια προϋπόθεση για την ομαλή λειτουργία των θεσμών. Η διακυβέρνηση του τόπου ασκείται με τη λήψη αποφάσεων που το περιεχόμενό τους προσδιορίζεται προφανώς εκτός των προβλεπόμενων συνταγματικών διαδικασιών· για την ακρίβεια έξω από τη χώρα. Ειδικότερα, οι σημαντικότεροι νόμοι όχι μόνο δεν αποτελούν προϊόν διαβούλευσης και αντιπαράθεσης, αλλά εισάγονται προς ψήφιση στην Βουλή υπό τη δαμόκλειο σπάθη της οικονομικοκοινωνικής κατάρρευσης της χώρας, μετουσιώνοντας σε κανόνες τις συμφωνίες που καταρτίστηκαν μεταξύ της κυβέρνησης και των δανειστών.
———————-

Για να διαβάσετε το άρθρο πατήστε στο εικονίδιο του pdf.

 

Οικονομική κρίση, Σύνταγμα και δημοκρατία

  1. Η οικονομική κρίση και τα όρια του Συντάγματος

Η οικονομική κρίση και οι δραματικές συνέπειες που επιφέρει στους περισσότερους τομείς της κοινωνικής και πολιτικής ζωής έχουν θέσει σε δοκιμασία την τήρηση του Συντάγματος, ο σεβασμός του οποίου στη χώρα μας μοιάζει να μην αποτελεί πια προϋπόθεση για την ομαλή λειτουργία των θεσμών. Η διακυβέρνηση του τόπου ασκείται με τη λήψη αποφάσεων που το περιεχόμενό τους προσδιορίζεται προφανώς εκτός των προβλεπόμενων συνταγματικών διαδικασιών· για την ακρίβεια έξω από τη χώρα. Ειδικότερα, οι σημαντικότεροι νόμοι όχι μόνο δεν αποτελούν προϊόν διαβούλευσης και αντιπαράθεσης, αλλά εισάγονται προς ψήφιση στην Βουλή υπό τη δαμόκλειο σπάθη της οικονομικοκοινωνικής κατάρρευσης της χώρας, μετουσιώνοντας σε κανόνες τις συμφωνίες που καταρτίστηκαν μεταξύ της κυβέρνησης και των δανειστών[1]. Η διοίκηση, απαξιωμένη στο σύνολό της από μια σφοδρή κριτική που ασκείται με επικοινωνιακούς όρους, υποχρεώνεται να ενεργεί στο πλαίσιο ενός ραγδαία και συνεχώς μεταβαλλόμενου νομοθετικού πλαισίου, συχνά με όρους σκοπιμότητας και όχι νομιμότητας[2], ενόσω τα στελέχη της λειτουργούν με το φάσμα της απόλυσής τους, η οποία μάλιστα πραγματοποιείται με διαδικασία που έχει ως πρώτιστο στόχο όχι την αναγκαία ορθολογική αναδιάρθρωση των δημόσιων υπηρεσιών, αλλά την εξοικονόμηση των δημόσιων δαπανών[3]. Η δικαιοσύνη καλείται να αποφανθεί για ζητήματα που διαθέτουν εξόχως πολιτικό χαρακτήρα[4], όντας παράλληλα αντιμέτωπη με την επίκληση του υπέρτατου δημόσιου συμφέροντος της διάσωσης της χώρας, συμφέροντος που προβάλλει ικανό να κάμψει την προστασία όλων των συνταγματικών δικαιωμάτων. Έτσι, η νομολογία των δυο τελευταίων ετών δεν διστάζει να επικυρώσει νομοθετήματα που περιορίζουν ακόμη και τις κλασικές, ατομικές ελευθερίες, υπακούοντας στο δόγμα salus patriae suprema lex esto[5].

Όπως γλαφυρά περιγράφει την κατάσταση ο Γ. Δρόσος, παραπέμποντας στην αξεπέραστη σκέψη του Α. Σβώλου, η κοινωνική ύλη διέβρωσε τη συνταγματική κοίτη[6], τούτο δε έχει ως αποτέλεσμα το συνταγματικό δίκαιο να βρίσκεται, για άλλη μια φορά[7], μπροστά σε ερώτημα υπαρξιακού χαρακτήρα. Πραγματικά, οι ειδικοί αλλά και οι πολίτες εύλογα διερωτώνται εάν οι μεταβολές που συντελούνται οδηγούν σε κατάρρευση της μέχρι σήμερα συνταγματικής κατασκευής και στην ανάγκη αντικατάστασής της με άλλες μεθόδους διακυβέρνησης ή μήπως πρόκειται για μια από τις κρίσεις που εμφανίζονται συχνά στην ιστορία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, οπότε μεταρρυθμίσεις μικρότερης εμβέλειας που μπορεί να συντελεστούν, π.χ. μια συνταγματική αναθεώρηση[8], επαρκούν για να αποκαταστήσουν το κύρος των θεσμών και να εξασφαλίσουν τη συνταγματικά οριοθετημένη άσκηση της εξουσίας.

Η τελευταία αυτή αντίληψη αναζητά τους όρους διαμόρφωσης ενός νέου συνταγματισμού· με άλλα λόγια επιδιώκει τη διαφύλαξη της πολιτικής αυτονομίας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων με την υιοθέτηση ρυθμίσεων που θα ανταποκρίνονται στις παρούσες συνθήκες και θα τυποποιήσουν την αναγκαία «τομή μέσα στη συνέχεια»[9]. Χωρίς να αρνείται το γεγονός ότι η μεταφορά μέρους της κυριαρχίας και των αρμοδιοτήτων που την υποστασιοποιούν σε υπερεθνικό επίπεδο υπονομεύει την αποτελεσματικότητα του εθνικού Συντάγματος, υπογραμμίζει την ανάγκη η μετεξέλιξη αυτή να συνοδευτεί από ισχυρά «συνταγματικά αντίβαρα που θα θωρακίσουν με ισχυρούς εγγυητικούς θεσμούς και με ευρύτατης εμβέλειας προστατευτικούς μηχανισμούς τις θεμελιώδεις αρχές της σύγχρονης δημοκρατίας»[10].

Ωστόσο, από υποστηρικτές της πρώτης άποψης διατυπώθηκε η γνώμη ότι επειδή οι «μετασχηματισμοί υπαγορεύονται … από παράγοντες που δεν ελέγχονται ούτε ορίζονται από το εθνικό κράτος. Συντελούνται και επιβάλλονται εκτός της εθνικής επικράτειας, από παράγοντες διεθνείς, δυσδιάκριτους και εν πολλοίς ανεξέλεγκτους, από δυνάμεις της παγκόσμιας αγοράς»[11], οφείλουμε να «αφουγκραστούμε» το νέο κόσμο που γεννιέται, να κατανοήσουμε τα νέα εργαλεία της διακυβέρνησης που αυτός εισάγει[12] και να προσχωρήσουμε σε αυτόν οργανωμένα. Η προσέγγιση αυτή αντιμετωπίζει, μάλλον, την οικονομική κρίση ως ευκαιρία, στο βαθμό που «η περίπτωση της Ελλάδος αντιπροσωπεύει … ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του νέου αυτού προτύπου “αυτοκρατορικής” διακυβέρνησης, όπως περιγράφεται και αποτυπώνεται στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης της ελληνικής οικονομίας», επομένως αν «εμείς, ως οργανωμένο, εύτακτο και αυτο-προσδιοριζόμενο πολιτικό και κοινωνικό σύνολο» προχωρήσουμε στην αναδιάταξη των θεσμών μας, θα έχουμε την ευκαιρία να λειτουργήσουμε παραδειγματικά στη νέα παγκόσμια πραγματικότητα. Στο ίδιο ρεύμα σκέψης, αλλά σε αντίθετη φορά, αναπτύχθηκε η άποψη ότι η προσφυγή σε νέα οργανωτικά σχήματα, κοντινά στην άμεση δημοκρατία, είναι ικανή να ανατρέψει την αυταρχική διοίκηση των κοινωνιών που επιβάλλει ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός και να ανοίξει το δρόμο για τον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό των πολιτικών σχέσεων, μάλλον έξω ή πέρα από το κράτος[13].

Οι απορίες, λοιπόν, του συνταγματικού δικαίου μπροστά στη διεθνή οικονομική κρίση και την εγχώρια καταστροφική επέλασή της διατυπώνονται με τέτοια ένταση που τείνουν να κλονίσουν την υπόστασή του, δεδομένου ότι το ίδιο το αντικείμενό του, η πολιτεία και η κυριαρχία της, μοιάζει να απέρχεται βιαστικά από το πολιτικό προσκήνιο. Ωστόσο, μια προσεκτική προσέγγιση των εξελίξεων θα διαφοροποιούσε κάπως την ανάγνωση της θεσμικοπολιτικής πραγματικότητας και θα επέτρεπε τον επανακαθορισμό των συνταγματικών διακυβευμάτων: η υπόθεση που διατυπώνεται παρακάτω προσπαθεί να δείξει ότι το μείζον για το συνταγματικό δίκαιο ζήτημα δεν είναι η απώλεια της ισχύος των κρατών, αλλά η τάση αποδυνάμωσης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ως πλαισίου θέσμισης των κοινωνιών και πηγής των θεμελιωδών προταγμάτων για τη λειτουργία της πολιτικής κοινότητας.

  1. Απώλεια της κρατικής κυριαρχίας ή αποδυνάμωση της δημοκρατίας;

Παρότι τις τελευταίες δεκαετίες στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία η ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους στις κοινωνικοοικονομικές σχέσεις γνωρίζει στενά όρια, παρ’ ότι οικονομικές μονάδες έχουν αποκτήσει τέτοια δύναμη ώστε οι αγορές να προσωποποιούνται και να αναγορεύονται πια σημαντικότατη παράμετρος των διεθνών εξελίξεων, παρ’ ότι στην Ευρώπη τα κράτη μέλη της Ε.Ε. έχουν αναθέσει την άσκηση μιας από τις δυο συστατικές αρμοδιότητες της κυριαρχίας τους, την έκδοση του νομίσματος, σε τρίτο, παρ’ ότι την 1/3/2012 τα ίδια κράτη μέλη δεσμεύτηκαν με συνθήκη να συνταγματοποιήσουν τον κανόνα της δημοσιονομικής ισορροπίας, το κράτος δεν έχει απολέσει το ρόλο και την αποστολή του. Τούτο όχι μόνο επειδή η ιστορία των κρατών είναι η ιστορία της αντιπαράθεσής τους με τους ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες[14], ούτε επειδή ιστορικά και συγκριτικά εμφανίζονται περισσότερα μοντέλα διαμόρφωσης των σχέσεων κράτους και οικονομικού περιβάλλοντος, ούτε, τέλος, επειδή η αστάθεια που παρατηρείται στις αγορές εγκαλεί συνεχώς την κρατική παρέμβαση[15]. Η μακροημέρευση των κρατών πιθανολογείται βάσιμα[16] επειδή η δεύτερη αναγκαία για την ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής εξουσία τους, δηλαδή η έννομη οργάνωση της κοινωνίας και η διατήρηση της ευταξίας, δεν θα μπορούσε στο ορατό μέλλον να ανατεθεί σε τρίτο[17], τουλάχιστον όχι σε επίπεδο ευρύτερο από το περιφερειακό, όπου και πάλι τούτο δεν φαίνεται δυνατόν να γίνει έξω από την κρατική μορφή τής λιγότερο ή περισσότερο χαλαρής ομοσπονδίας[18]. Κράτη συγκροτούν και στηρίζουν το ΔΝΤ, κράτη μέλη απαρτίζουν την Ε.Ε., που παρά την ήδη μακρόχρονη συμπόρευσή τους δεν φαίνεται να εγκαταλείπουν τη raison d’État κατά τη λήψη καίριων αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κράτη συμμετέχουν στον ΟΗΕ και εξασφαλίζουν την πραγμάτωση της αποστολής του.

Η επιβίωση του κράτους ως κυρίαρχης πολιτικής μορφής συνοδεύεται, εντούτοις, από μια έντονη αμφισβήτηση της αποτελεσματικότητας των δράσεών του, καθώς και της δυνατότητάς του να παραμείνει πρωταγωνιστής στο διεθνές ανταγωνιστικό παιχνίδι νομής και ανακατανομής του πλούτου και της εξουσίας. Η «αδυναμία» των κρατών να δώσουν λύση στα προβλήματα των κοινωνιών μοιάζει τόσο προφανής (επαληθεύεται δε εμπειρικά και πανηγυρικά στην ελληνική περίπτωση), ώστε η ανάγκη να βρεθούν οι αιτίες της και να αναζητηθούν οι μέθοδοι υπέρβασής τους δεν αμφισβητείται.

Καθώς, όμως, η αναζήτηση αυτή είναι μακρόχρονη και συχνά απαιτεί την τήρηση χρονοβόρων ή/και πολύπλοκων διαδικασιών[19], η «αδυναμία» του κράτους αντιμετωπίζεται με την εν τοις πράγμασι μετάλλαξη της λειτουργίας των αντιπροσωπευτικών θεσμών, η οποία στη χώρα μας διευκολύνεται τόσο από το σοκ που προκαλούν οι οικονομικοκοινωνικές αλλαγές όσο και από τη μεγάλη απαξίωση του πολιτικού προσωπικού και του πολιτικού συστήματος γενικότερα. Βέβαια, η μετάλλαξη αυτή θα μπορούσε να συνδεθεί με τις έκτακτες περιστάσεις που ζει η χώρα και να της αποδοθεί προσωρινός χαρακτήρας. Όμως, συμπορεύεται με το γενικότερο πνεύμα της «δυσπιστίας προς τη δημοκρατία»[20] που επικρατεί στη γηραιά ήπειρο και διεθνώς, με αποτέλεσμα να τείνει να προσλάβει μονιμότερα χαρακτηριστικά. Οι αλλαγές αυτές, μάλιστα, περιβάλλονται με την αίγλη των μεταρρυθμίσεων που εξασφαλίζουν την ισχυροποίηση του κράτους, τη μετατροπή του σε έναν αξιόπιστο παίκτη στο εσωτερικό του συστήματος της διεθνούς οικονομικής διακυβέρνησης, οπότε διεκδικούν μακροβιότητα.

Προκειμένου να δειχθεί η θεσμική μετάλλαξη και να γίνει δυνατή η αποτίμηση των τάσεων που αυτή γεννά, είναι ανάγκη να υπομνησθούν σύντομα τα βασικά χαρακτηριστικά της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, που δεν είναι ένα κακέκτυπο της άμεσης δημοκρατίας, αλλά κάτι διαφορετικό από αυτήν και που μέχρι σήμερα έχει αποδειχθεί το καλύτερο πλαίσιο θέσμισης των πολιτικών κοινοτήτων. Είναι βέβαια αλήθεια ότι οι σύγχρονοι θεσμοί γεννήθηκαν στο πλαίσιο του αντιπροσωπευτικού συστήματος, το οποίο στην αρχή ήταν ολιγαρχικό, σταδιακά, όμως, με την ανάπτυξη κοινωνικών αγώνων και συχνά σφοδρών πολιτικών συγκρούσεων, εκδημοκρατίστηκε.

Έτσι, τα σύγχρονα συντάγματα συγκροτούν μια κοινότητα ίσων και ελεύθερων πολιτών που αποτελεί την έδρα και το φορέα της κυριαρχίας, την οποία όμως ασκεί διά των αντιπροσώπων που εκλέγει σε τακτικά χρονικά διαστήματα. Η ανάδειξη των κυβερνώντων μέσα από εκλογικές διαδικασίες, πάντως, αποτελεί συστατικό στοιχείο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, επειδή συνδέεται στενά με την πρωταρχική συνθήκη ανάδειξης και θεμελίωσης του συγκεκριμένου πολιτεύματος: τη διάκριση του πολιτικού από το ιδιωτικό.

Πραγματικά, η λειτουργία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στηρίζεται στην αρχή ότι οι συμμετέχοντες στην πολιτική πράξη –οφείλουν να– εγκαταλείπουν τα προσωπικά συμφέροντα και στοχεύσεις τους και –να– αναζητούν τις καταλληλότερες κατά περίσταση λύσεις, με όρους γενικού ή έστω γενικεύσιμου συμφέροντος. Μπορεί, λοιπόν, κανείς να υποστηρίξει ότι η εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής επιφέρει μια πολιτικοποίηση του κόσμου, δεδομένου ότι αναδεικνύει τον πολιτικό χαρακτήρα των κοινωνικών σχέσεων και υπενθυμίζει σταθερά το γεγονός ότι αυτές συνδιαμορφώνονται από τους θεσμούς, που μερικές φορές αλλάζουν ή/και καθορίζουν το περιεχόμενό τους[21].

Η συστατική σχέση της αυτονομίας του πολιτικού με το δημοκρατικό χαρακτήρα των νεωτερικών πολιτευμάτων γίνεται αντιληπτή αν αναλογιστεί κανείς ότι χωρίς αυτήν εξουδετερώνεται πλήρως η δυνατότητα ανάπτυξης των συνθηκών που συγκροτούν τα εννοιολογικά στοιχεία της δημοκρατίας: αν οι νόμοι χάσουν τον πολιτικό τους χαρακτήρα, αν παύσουν δηλαδή να αποτυπώνουν την προσπάθεια ρύθμισης του κοινωνικού πεδίου με τρόπο που θα υπερβαίνει τα ιδιωτικά συμφέροντα και θα υποτάσσει την απόλαυσή τους σε γενικότερες θεωρήσεις, τότε η ελευθερία και η ισότητα θα αποτελούν παρελθόν σε ό,τι αφορά τα περισσότερα μέλη του κοινωνικού συνόλου. Σύστημα που επιτρέπει ή έστω ανέχεται οι νόμοι του να διαμορφώνονται με βάση τις σκοπιμότητες ή τις «νομοτέλειες» της αγοράς, της επιστήμης, ακόμη και της φύσης, παύει αυτόχρημα να είναι δημοκρατικό. Τούτο επειδή στο εσωτερικό του οι κοινωνικές σχέσεις θα ρυθμίζονται σύμφωνα με τη θέληση αυτών που διατυπώνουν τις παραπάνω σκοπιμότητες ή θα ερμηνεύουν τις νομοτέλειες, με αποτέλεσμα να εγκαθίσταται μια ουσιοκρατική ιεράρχηση μεταξύ των πολιτών, λίγοι από τους οποίους θα υποτάσσουν στη βούλησή τους τα υπόλοιπα μέλη του κοινωνικού συνόλου. Η –έστω τυπική– ισότητα εξουθενώνεται, συνακόλουθα η ελευθερία εξανεμίζεται και ανοίγει ο δρόμος για την εγκαθίδρυση αυταρχικών, ακόμη και ολοκληρωτικών μορφών διακυβέρνησης.

Περαιτέρω, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν αρκείται στη διενέργεια εκλογών για την ανάδειξη των φορέων της εξουσίας, εκλογές που πάντως πρέπει να διενεργούνται σε τακτικά χρονικά διαστήματα και να πραγματοποιούνται με όρους ελεύθερης και ισότιμης συμμετοχής όλων των μελών του εκλογικού σώματος. Η εκλογή αποτελεί δημοκρατικό τρόπο επιλογής των κυβερνώντων, στο βαθμό που συνιστά μια πολιτική εντολή και θεμέλιο της πολιτικής ευθύνης των φορέων της εξουσίας. Τούτο καταρχήν σημαίνει ότι το σχέδιο της συνύπαρξης των μελών της πολιτικής κοινότητας για την επόμενη θητεία του Κοινοβουλίου αποτελεί αντικείμενο όχι μιας απλής συζήτησης, αλλά μιας ουσιαστικής αντιπαράθεσης μεταξύ διαφορετικών προτάσεων για τη μορφή και τους όρους του[22]. Συνακόλουθα, στα δημοκρατικά πολιτεύματα η εκλογική διαδικασία δεν αποβλέπει στην ανάδειξη εκείνων των υποψηφίων που λόγω των προσωπικών δεξιοτήτων και ιδιοτήτων τους μπορούν να ασκήσουν με αγαθό τρόπο την κρατική εξουσία. Η εκλογή των μελών του αντιπροσωπευτικού οργάνου και η –έμμεση ή άμεση– ανάδειξη αυτών που θα διαχειριστούν την εκτελεστική εξουσία διαθέτει θεσμικά συγκεκριμένο πολιτικό νόημα. Τούτο συνίσταται στην εκπλήρωση των συγκεκριμένων πολιτικών αντιλήψεων του λαού, πράγμα που συνεπάγεται μεν την πολιτική πραγμάτωση της πλειοψηφούσας πρότασης για τα δημόσια πράγματα, επιτάσσει όμως ταυτόχρονα να μην παραγνωρίζονται τα δικαιώματα της μειοψηφίας. Για το λόγο αυτό, συνταγματικές ρυθμίσεις προστατεύουν την προσωπική και συλλογική αυτονομία, έτσι ώστε τα μέλη του κοινωνικού συνόλου να διαμορφώνουν χωρίς καταναγκασμό τις βασικές βιοτικές επιλογές τους, να αναγνωρίζονται από όλους και ιδίως από την κρατική εξουσία ως φορείς ίσης κοινωνικής αξιοπρέπειας και να συμμετέχουν ισότιμα και ουσιαστικά στα δημόσια πράγματα.

Τέλος, υφίσταται και το εξίσου σημαντικό ζήτημα της ευθύνης των κυβερνώντων. Έχοντας λάβει μια εντολή-πλαίσιο από το λαό, αυτοί είναι υποχρεωμένοι να τηρούν τις δεσμεύσεις τους, να δείχνουν πειστικά πως οι αποφάσεις που λαμβάνουν συμμορφώνονται σε αυτές και να λογοδοτούν σταθερά προς τη λαϊκή αντιπροσωπεία, εντέλει δε προς το εκλογικό σώμα. Με άλλα λόγια, η ομαλή λειτουργία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας εξασφαλίζεται εφόσον οι κυβερνώντες σέβονται το προεκλογικό τους πρόγραμμα και προσδιορίζουν την πολιτική τους πράξη σύμφωνα με τις κατευθύνσεις που αυτό περιείχε, ελεγχόμενοι προς τούτο από το Κοινοβούλιο. Μηχανισμό απόδοσης ευθύνης μπορεί υπό όρους να αποτελέσει και το δημοψήφισμα, εφόσον η συνταγματική διαρρύθμισή του αποτρέπει τα εμφανή μειονεκτήματα του θεσμού, εφόσον δηλαδή η πρωτοβουλία για τη διενέργειά του δεν ανατίθεται αποκλειστικά στην εκτελεστική εξουσία και προβλέπονται εγγυήσεις για τη διατύπωση του σχετικού ερωτήματος.

Έτσι και το ισχύον ελληνικό Σύνταγμα δεν εξαγγέλλει απλώς τη δημοκρατική μορφή του πολιτεύματος. Εγγυάται με τις ρυθμίσεις του την αυτονομία του πολιτικού (ενδεικτικά, άρθρα 43 παρ. 5, 56 και 57 και 60, 61, 62, 72 παρ. 1 και επ.), αναγνωρίζει το λαό ως φορέα της κυριαρχίας, επιτάσσοντας όλες οι εξουσίες να πηγάζουν από αυτόν (άρθρο 1 παρ. 2 και 3), και οργανώνει συστηματικά το κοινοβουλευτικό κυβερνητικό σύστημα. Όπως γίνεται ευρύτατα αποδεκτό, το περιεχόμενο της δημοκρατικής αρχής στο ελληνικό πολίτευμα, η άρρηκτη δηλαδή σχέση που πρέπει να υφίσταται ανάμεσα στους φορείς καθεμιάς εξουσίας και στο λαό, δεν εξαντλείται στην ανάδειξη των πρώτων από το εκλογικό σώμα, μάλιστα στην περίπτωση των δικαστών δεν στηρίζεται καν σε αυτή. Εκτείνεται στην υποχρέωση των κυβερνώντων να λαμβάνουν τις αποφάσεις τους σε σταθερή αναγωγή προς τη λαϊκή θέληση, που αποτελεί τον αναγκαίο γνώμονα για την πράξη όλων των κρατικών οργάνων.

Βέβαια, το Σύνταγμα δεν ρυθμίζει με τον ίδιο τρόπο τη σχέση των κρατικών οργάνων με τη λαϊκή βούληση. Αυτή διαφοροποιείται ανάλογα με τη συνταγματική αποστολή καθενός από αυτά, από δε τις οικείες διατάξεις απορρέουν διαφορετικές δεσμεύσεις για τους φορείς τους. Έτσι, οι μεν φορείς της εκτελεστικής εξουσίας, με πρώτο τον πρωθυπουργό, οφείλουν να πραγματώνουν το πολιτικό σχέδιο που υπερψηφίστηκε από το λαό στις εκλογές και αποκρυσταλλώθηκε μέσα από τη διαμόρφωση μιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, οι δε δικαστές εφαρμόζοντας τους νόμους οφείλουν να ελέγχουν εάν αυτοί σέβονται εκείνα τα συνταγματικά προτάγματα που εγγυώνται σε καθένα μέλος του κοινωνικού συνόλου την απόλαυση της προσωπικής και συλλογικής του αυτονομίας, καθώς και τη δυνατότητά του να διαβιώνει με κοινωνική αξιοπρέπεια.

  1. Συνθήκες εγκατάστασης μιας μετανεωτερικής διακυβέρνησης

Οι εξελίξεις των τελευταίων 2 χρόνων, όπως προαναφέρθηκε, θέτουν σε δοκιμασία το παραπάνω συνταγματικό πλαίσιο που οργανώνει και στηρίζει την άσκηση της πολιτικής εξουσίας στη χώρα, δείχνουν δε ότι η δημοσιονομική κρίση και η κρίση χρέους της χώρας έχει εξελιχθεί σε σοβαρή κρίση της δημοκρατίας. Η απόλυτη μεταστροφή της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου σε σχέση με τις προεκλογικές εξαγγελίες και δεσμεύσεις της καθώς και η λήψη αποφάσεων που θα δεσμεύουν τη χώρα για τα επόμενα 20 χρόνια από μια κοινοβουλευτική ομάδα σημαντικά στελέχη της οποίας δήλωναν ότι διαφωνούν με το περιεχόμενό τους αλλά υπερψήφιζαν τα μέτρα για να μη χρεωθούν την κοινωνικοοικονομική κατάρρευση της χώρας, κλόνισαν δραστικά τον αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα της τότε κυβέρνησης και έθεσαν στο προσκήνιο το ζήτημα διεξαγωγής εκλογών.

Αντί, όμως, το επιτακτικό πολιτικό αίτημα –η οικονομική ανάκαμψη της χώρας και η ευρωπαϊκή της πορεία– να αποτελέσουν αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης και να σχεδιαστούν από κυβερνητικό σχήμα με νωπή λαϊκή εντολή, η διακυβέρνηση της χώρας ανατέθηκε στον τεχνοκράτη κ. Παπαδήμο, που εξασφάλισε τη στήριξη των πολιτικών αρχηγών των 2 μεγαλύτερων κομμάτων και του ΛΑΟΣ με βάση τις προσωπικές ικανότητές του ως πρώην κεντρικού τραπεζίτη. Η επιλογή καθαυτή γεννά προβληματισμό. Βέβαια, το άρθρο 37 παρ. 4 Συντ. επιτρέπει την ανάθεση της πρωθυπουργίας σε εξωκοινοβουλευτικό πρόσωπο, υπό τους όρους όμως που αυτό θέτει: δηλαδή με τη μεσολάβηση της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος ή των κομμάτων που πρόκειται να στηρίξουν την κυβέρνηση, η οποία έχει μεν την ευχέρεια να επιλέξει για μελλοντικό αρχηγό της έναν αποτελεσματικό διαχειριστή, θα διατυπώσει πάντως παράλληλα το πλαίσιο εντός του οποίου αυτός θα κινηθεί. Η ανάδειξη του κ. Παπαδήμου στην πρωθυπουργία δεν ακολούθησε τη συνταγματικά προβλεπόμενη διαδικασία, η εκλεκτορική λειτουργία της Βουλής παραγνωρίστηκε και ο πρωθυπουργός ανέλαβε την εξουσία όχι ως εκλεκτός της λαϊκής αντιπροσωπείας, αλλά των τριών αρχηγών που τον υπέδειξαν.

Τούτο επηρέασε τη φύση και την έκταση της πολιτικής του ευθύνης, που ούτως ή άλλως ήταν εξαιρετικά περιορισμένη, δεδομένου ότι αυτός δεν επρόκειτο να εμφανιστεί στον ελληνικό λαό και να λογοδοτήσει διεκδικώντας την εκλογή του. Ο κ. Παπαδήμος αναφερόταν στους πολιτικούς αρχηγούς-εντολείς του, διαπραγματευόταν με αυτούς τα μέτρα που θα υιοθετήσει το υπουργικό συμβούλιο και αυτοί αναλάμβαναν να πειθαρχήσουν τις κοινοβουλευτικές ομάδες των κομμάτων τους, με τον πιο παραδοσιακό τρόπο που γνωρίζει το ελληνικό αρχηγοκεντρικό δικομματικό σύστημα. Έτσι, οι πιο κρίσιμες αποφάσεις για τη χώρα μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο[23] λήφθηκαν από έναν ολιγομελές επιτελείο, που τις διαμόρφωνε υπό το δίλημμα «λιτότητα ή άτακτη χρεοκοπία», «εξουθένωση των μεσαίων και ασθενών κοινωνικών στρωμάτων ή τριγμοί στο τραπεζικό και γενικότερα οικονομικό σύστημα της χώρας»;

Ο πρωθυπουργός και η πολιτική ηγεσία της χώρας εξομοίωναν την απάντηση στο παραπάνω ερώτημα με την αντιμετώπιση ενός φυσικού φαινομένου, ή πάντως με τη διαχείριση συνεπειών που προκύπτουν από τους αναλλοίωτους κανόνες των αγορών, δηλαδή ως επιλογή που δεν θα μπορούσε να μεταβληθεί με την πολιτική δράση των Ελλήνων πολιτών και των αντιπροσώπων τους. Γι’ αυτό και τα μέτρα που λάμβαναν παρουσιάζονταν ως τα μόνα λογικώς αποδεκτά, οι δε κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις διαγκωνίζονταν εν όψει των προγραμματισμένων εκλογών, ιδίως όμως εν όψει της αποδοχής τους από το ευρωπαϊκό διευθυντήριο, να αποδείξουν ότι καθεμιά από αυτές είναι ο πιο κατάλληλος διαχειριστής της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής περιθωριοποίησης του μισού περίπου πληθυσμού της χώρας.

Οι εκλογές που διενεργήθηκαν τον Μάιο και Ιούνιο του 2012 αναπαρήγαγαν και ενίσχυσαν την παραπάνω τάση: το βασικό πολιτικό διακύβευμα –αποδοχή ή απόρριψη των μνημονίων της πρώτης εκλογικής αναμέτρησης– επισκιάστηκε αμέσως μετά την επαναπροκήρυξη εκλογών από το δίλημμα «παραμονή της χώρας στο ευρώ ή όχι». Η καταφατική απάντηση σε αυτό το ερώτημα προσέλαβε, με την εντονότατη υποστήριξη των ΜΜΕ, τη διάσταση της συμμόρφωσης σε «φυσικό» νόμο, που ορίζει ότι η συμμετοχή της χώρας στην ευρωζώνη αποτελεί προϋπόθεση για την επιβίωσή της, με αποτέλεσμα οι επιλογές του εκλογικού σώματος να χάσουν σε μεγάλο βαθμό τον πολιτικό τους χαρακτήρα.

Στη συνέχεια, ο διορισμός της παρούσας κυβέρνησης πραγματοποιήθηκε με βάση τη γνωστή προγραμματική συμφωνία των τριών κομμάτων που την υποστηρίζουν. Πρόκειται για ένα ασαφές κείμενο που δεν περιλάμβανε συγκεκριμένο κυβερνητικό πρόγραμμα, που επομένως δεν επιτρέπει τον έλεγχο του υπουργικού συμβουλίου και τη λογοδοσία των μελών του προς τη Βουλή και το εκλογικό σώμα. Εξάλλου, καθώς θεμέλιο της προγραμματικής συμφωνίας αποτέλεσε η «συναίνεση» σχετικά με την παραμονή της χώρας στο ευρώ, η πολιτική ευθύνη της παρούσας κυβέρνησης μοιάζει ανεύρετη: οποιαδήποτε πολιτική μοιάζει να νομιμοποιείται, φτάνει να εκπληρωθεί η παραπάνω αποστολή που η κυβέρνηση έθεσε στον εαυτό της. Οποιοδήποτε μέτρο δείχνει να εξυπηρετεί τον υπερβατικό πια αυτό στόχο, μπορεί να ληφθεί χωρίς να ενεργοποιείται η ευθύνη της κυβέρνησης.

Επιπλέον, ο διορισμός πολιτικού πρωθυπουργού συνοδεύτηκε από την επιλογή ενός τεχνοκράτη ως υπουργού Οικονομικών και τη διατήρηση του ρόλου τού διοικητή της ΤτΕ ως βασικού παράγοντα στη λήψη των κρίσιμων πολιτικών αποφάσεων. Ο υπουργός Οικονομικών, προσηλωμένος στην ορθοδοξία του οικονομικού δόγματος των δανειστών, λειτουργεί συχνά μάλλον ως εκπρόσωπός τους ενώπιον του πρωθυπουργού και των πολιτικών αρχηγών παρά ως εντολοδόχος του ελληνικού Κοινοβουλίου και του λαού[24]. Χαρακτηριστική ήταν η πρόσφατη δήλωσή του, ύστερα από συνομιλία του με τους Έλληνες πολιτικούς αρχηγούς: «Για το μεν πρώτο [η τρόικα] λέει ότι είναι κάτι που έχει ψηφιστεί, ενώ το δεύτερο δεν ισχύει σε κανένα μέρος του κόσμου. Η τρόικα αρνήθηκε και την κύρωση των ιδιωτικοποιήσεων από τη Βουλή και σωστά, κατά την άποψή μου, αφού δεν θα ερχόταν κανένας επενδυτής εάν έπρεπε η κάθε ιδιωτικοποίηση να περάσει από τη Βουλή». Είναι, λοιπόν, φανερό ότι η δημοκρατική νομιμότητα εξουδετερώνεται για να ικανοποιηθεί η οικονομική σκοπιμότητα και τούτο παρουσιάζεται ως μέθοδος αποκατάστασης της αξιοπιστίας της χώρας και της κρατικής ισχύος.

Η τρικομματική κυβέρνηση, παρ’ ότι αφίσταται από το μοντέλο της μεταπολιτευτικής οργάνωσης της εκτελεστικής εξουσίας, δεν κατόρθωσε να αναβαθμίσει το ρόλο του κοινοβουλίου στη λήψη των αποφάσεων ούτε να συνδέσει τις τελευταίες με αιτήματα που αφορούν τις βασικές κοινωνικές σχέσεις, τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών ή την αξιοπρεπή διαβίωση του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού. Το Κοινοβούλιο επικυρώνει με ταχύτατους ρυθμούς μέτρα που προαποφασίζονται από τους δανειστές με τη σύμπραξη (;) των υπουργών, πρωτόγνωρες δε πρακτικές υιοθετούνται προκειμένου να αποκλειστεί η ελάχιστη διαφοροποίηση των βουλευτών της συμπολίτευσης και να μην επιτραπεί στην αντιπολίτευση να ασκήσει το θεσμικό της ρόλο. Για παράδειγμα, ο ν. 4093/2012 που σε ένα μόνο άρθρο περιλαμβάνει εκτεταμένες και διαφορετικές ρυθμίσεις αποτελεί μια παγκόσμια πρωτοτυπία, ενώ η νομοθέτηση με σειρά ΠΝΠ χωρίς να συντρέχουν οι συνταγματικές προϋποθέσεις έχει μετατρέψει την ελληνική Βουλή σε θέατρο σκιών.

Η υιοθέτηση και εφαρμογή των μέτρων αυτών υπονομεύει και άλλον έναν πυλώνα της συνταγματικής δημοκρατίας της χώρας, τη δικαιοσύνη. Εντελώς συνοπτικά: είτε με τα μνημόνια είτε με νομοθετήματα που υπερψηφίζονται ως επείγοντα, κατεπείγοντα ή απλώς υπαγορευόμενα, καταλύονται θεσμοί που συγκροτήθηκαν μέσα από πολλούς αγώνες και θυσίες στη μεταπολεμική Ελλάδα και περιορίζονται ασφυκτικά θεμελιώδη δικαιώματα: οι κοινωνικές ασφαλίσεις, το σύστημα δημόσιας υγείας και περίθαλψης, η εκπαίδευση (με χαρακτηριστικό παράδειγμα την απορρύθμιση της δημοκρατικής αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ), το φυσικό και αστικό περιβάλλον, η δυνατότητα ασφαλούς διαβίωσης. Στοιχειώδη δημόσια αγαθά που συνιστούν την ελληνική εκδοχή ενός ήδη λειψού και απαξιωμένου κοινωνικού κράτους κατεδαφίζονται. Τα δικαστήρια, όμως, στα οποία προσφεύγουν οι πολίτες για να προστατεύσουν τα συνταγματικά τους αγαθά, καλούνται να αποφασίσουν με όρους έκτακτης ανάγκης: ο στερούμενος δημοκρατικής νομιμοποίησης δικαστής, αν και έμμεσα αναγνωρίζει την αντισυνταγματικότητα πολλών από τους κανόνες που εισάγονται στην έννομή μας τάξη, θα διστάσει να αξιολογήσει εάν οι επικαλούμενοι από το κράτος λόγοι «υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος» είναι πραγματικά τέτοιοι και να ασκήσει την αρμοδιότητά του παραμερίζοντας τις αντισυνταγματικές ρυθμίσεις[25]. Έτσι διαγράφεται ο κίνδυνος να βρεθούμε ενώπιον μιας συνθήκης που προσομοιάζει με αυτήν που οδήγησε στην ανάπτυξη του παραΣυντάγματος τη δεκαετία του 1950: το γραπτό και αυστηρό Σύνταγμα θα κατοχυρώνει έναν πλούσιο κατάλογο δικαιωμάτων, αυτά όμως θα εφαρμόζονται μόνον εφόσον η προστασία τους δεν θα αντιβαίνει στα «προτάγματα» που απορρέουν από τις έκτακτες περιστάσεις που αντιμετωπίζει η χώρα ή, ακόμη πιο σημαντικό, στην ανάγκη σεβασμού του «χρυσού» δημοσιονομικού κανόνα που, όπως προαναφέρθηκε, θα αποκτήσει υπερσυνταγματική ισχύ.

Θα μπορούσε βέβαια κανείς να υποστηρίξει ότι όλες οι παραπάνω πολιτικοθεσμικές θυσίες είναι αναγκαίες για να παραμείνουμε στους κόλπους της ευρωπαϊκής οικογένειας και για να ξαναβρεί το ελληνικό κράτος το βηματισμό του ως ισότιμο μέλος της Ε.Ε. Το ζήτημα, όμως, είναι ότι η πορεία που ακολουθείται δεν επιτρέπει την ανασυγκρότηση της ελληνικής πολιτείας ως μιας δημοκρατικά οργανωμένης πολιτικής κοινότητας. Αντίθετα, διατηρεί την ελληνική δημοκρατία στην Ε.Ε. ως μια κοινότητα που λόγω των φυλετικών χαρακτηριστικών των μελών της (τεμπέληδες, φοροφυγάδες κ.λπ.) απαιτεί σωφρονισμό. Η «τιμωρία» του ελληνικού λαού επιτυγχάνεται με την παράκαμψη των κοινοβουλευτικών θεσμών, με την εξουθένωση της πολιτικής διάστασης ευθύνης της κυβέρνησής του και με την ανάθεση της διαπαιδαγώγησής του σε προσωπικό ικανό να αφομοιώσει τα διδάγματα της τρόικας και να επιβάλει τις «διαρθρωτικές» αλλαγές, που θα αποκαταστήσουν το ήθος των μελών του κοινωνικού συνόλου.

Με τον τρόπο αυτό, η λεγόμενη «κοινοτική μέθοδος λήψης των αποφάσεων»[26], δηλαδή η διακυβέρνηση (governance), επεκτείνεται και στη διαχείριση της κρατικής εξουσίας και εμπλουτίζεται με το στοιχείο της ηθικής αποκατάστασης των αποκλινόντων κρατών ή λαών, σήμερα από τη δημοσιονομική ορθοδοξία, άδηλο από τι στο προσεχές μέλλον.

Η αποκατάσταση, λοιπόν, της ισχύος του ελληνικού κράτους, της ικανότητάς του να εμφανίζεται στο διεθνές προσκήνιο ως κυρίαρχο και ως ισότιμος εταίρος των λοιπών συνομιλητών του, συνδέεται στενά με την εμπέδωση των παραπάνω πρακτικών, με την εγκατάλειψη της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ως μεθόδου οργάνωσης και άσκησης της πολιτικής εξουσίας. Με την έννοια αυτή, όμως, η επιτυχία του ελληνικού πειράματος και προγράμματος θα αποτελέσει ταυτόχρονα μια βαριά ήττα όχι μόνο σε επίπεδο εθνικό, αλλά και στο επίπεδο της Ε.Ε.: τα θεσμικά αντίβαρα στις αυταρχικές μεθόδους άσκησης της κοινοτικής εξουσίας[27], όσα δηλαδή δομούνται μέσα από τα εθνικά κυβερνητικά συστήματα, θα μειωθούν δραστικά και ο αγώνας για τον εκδημοκρατισμό της Ένωσης θα φαντάζει μάταιος. Σε ένα υπερκρατικό μόρφωμα, όπου οι πολιτικές θα καθορίζονται από τους επαΐοντες και η άσκησή τους θα ελέγχεται με ηθικά και όχι πολιτικά κριτήρια, ο λαός και οι εκπρόσωποί του μπορούν να διεκδικήσουν δευτερεύουσα μόνο θέση: αυτήν του υποβολέα ή του εξομολόγου.

Ιφιγένεια Καμτσίδου

Αναπληρώτρια καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου του ΑΠΘ

 

[1] Τα παραδείγματα που μοιάζει να απεικονίζουν με τον πιο γλαφυρό τρόπο τη μετάλλαξη της νομοθετικής λειτουργίας είναι αυτά των ν. 3845/2010 και 4046/2012. Με τον πρώτο εγκρίθηκε το Μνημόνιο Ι «Μέτρα στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ και το ΔΝΤ» και εισήχθησαν στην έννομη τάξη, ως προσαρτημένα παραρτήματά του, το «Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής» και το «Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής», δηλαδή δύο από τα τρία μέρη του Μνημονίου Συνεννόησης («Memorandum of Understanding»), που υπογράφηκε στις 3.5.2010 αφενός από τον υπουργό Οικονομικών και το διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως εκπροσώπους της Ελληνικής Δημοκρατίας, αφετέρου από τον επίτροπο Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων, ως εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία ενεργούσε για λογαριασμό των κρατών-μελών της. Ο δεύτερος ενέκρινε το Μνημόνιο ΙΙ («Memorandum of Understanding») μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδας, το οποίο αποτελείται από τα εξής επιμέρους μνημόνια: α) Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, β) Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής και γ) Τεχνικό Μνημόνιο Συνεννόησης, που επισυνάφθηκαν ως παραρτήματα στο νομοθέτημα. Παρ’ ότι τα μνημόνια περιέχουν κατά κύριο λόγο τους στόχους που οφείλει να εξυπηρετεί η νομοθετική πολιτική της Ελληνικής Δημοκρατίας, σηματοδοτούν με πολύ σαφή τρόπο τη μεταλλαγή που επήλθε στη νομοθετική λειτουργία. Το ελληνικό Κοινοβούλιο αφενός τα υιοθέτησε με συνοπτικές διαδικασίες, που απέκλειαν οποιαδήποτε συμμετοχή των μελών του στη διαμόρφωση του περιεχομένου τους, αφετέρου εισήγαγε με αυτά στην έννομη τάξης τις βασικές αρχές που επικαθορίζουν το περιεχόμενο όλων των νομοθετημάτων που υιοθετούνται έκτοτε και που οφείλουν να συμμορφώνονται προς τις κατευθύνσεις τους.

[2] Ενδεικτικά, την περασμένη άνοιξη δημοσιοποιήθηκαν από την αστυνομία οι φωτογραφίες και τα προσωπικά στοιχεία εκδιδόμενων γυναικών που είχαν συλληφθεί και βρέθηκαν οροθετικές. Η δημοσιοποίηση αυτή έγινε χωρίς την άδεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και κατά προφανή υπέρβαση των ορισμών του ν. 2472/97, που επιτρέπει την άρση του απορρήτου αποκλειστικά και μόνο για την επιβεβαίωση της διάπραξης εγκλημάτων. Η ανάγκη να δειχθεί η αποφασιστικότητα και η αποτελεσματικότητα της διοίκησης έκαμψε τη νομιμότητα, με δραματικές συνέπειες για το πρόσωπο των συλληφθεισών γυναικών.

[3] Έτσι, η «υποπαράγραφος» Ζ 2 του μόνου άρθρου του ν. 4093/12 προβλέπει τη θέση σε διαθεσιμότητα (sic) των μόνιμων υπαλλήλων του Δημοσίου, των ανεξάρτητων αρχών, των ΝΠΔΔ και ΟΤΑ πρώτου και δεύτερου βαθμού οι θέσεις των οποίων καταργούνται, την ετήσια διάρκεια της διαθεσιμότητας με καταβολή στον υπάλληλο των τριών τετάρτων των αποδοχών του και την αυτοδίκαιη λύση της εργασιακής του σχέσης με την πάροδο της παραπάνω προθεσμίας. Οι ρυθμίσεις αυτές εφαρμόζονται αναλόγως στους υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του ευρύτερου δημόσιου τομέα, από τους οποίους όσοι υπηρετούν σε θέσεις Δ.Ε. απομακρύνθηκαν ήδη από την υπηρεσία τους, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο παραπάνω νομοθέτημα και την από 5/12/2012 ΠΝΠ.

[4] Βλ. Α. Καϊδατζή, «“Μεγάλη πολιτική” και ασθενής δικαστικός έλεγχος. Συνταγματικά ζητήματα και ζητήματα συνταγματικότητας στο “Μνημόνιο”», www.constitutionalism.gr, όπου ανακεφαλαιώνεται πολύ αποτελεσματικά και με πλήρη υπομνηματισμό η πλούσια συζήτηση για τα «συνταγματικά» των μνημονίων και αναδεικνύεται η εγγενής δυσκολία που αντιμετωπίζει ο δικαστής όντας αντιμέτωπος με ζητήματα «μεγάλης πολιτικής». Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο παραπάνω διάλογος, που έχει ως αντικείμενο θέματα όπως η νομική φύση των μνημονίων, η τυπική ισχύς τους και βέβαια η αντίθεσή τους ή όχι προς το Σύνταγμα, διαθέτει μεγάλο νομικοπολιτικό ενδιαφέρον, απαιτεί, ωστόσο, αυτοτελή μελέτη για την παρουσίασή του. Στην παρούσα εισήγηση θίγονται μόνο τα προβλήματα που ανακύπτουν κατά τη λειτουργία των αντιπροσωπευτικών θεσμών και τα οποία τείνουν να αλλοιώσουν τη φυσιογνωμία του κυβερνητικού συστήματος.

[5] Η πολύ γνωστή ΣτΕ 668/2012 αναγνωρίζεται ως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών των αποφάσεων, δεδομένου ότι στην υπόθεση αυτή το ανώτατο ακυρωτικό βρέθηκε αντιμέτωπο με τις βασικές πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, οι οποίες είχαν μάλιστα προσλάβει τη μορφή διεθνών δεσμεύσεων της χώρας, βλ. Α. Καϊδατζή, ό.π.

[6] Γ. Δρόσος, «Συνταγματικός λόγος και οικονομική κρίση», ΕφημΔΔ, 2011/6, σ. 764 επ. Θα πρέπει, πάντως, να υπογραμμιστεί ότι δεν πρόκειται κατά κυριολεξία για την κοινωνική ύλη που διαβρώνει το συνταγματικό οικοδόμημα, αλλά για την κυβερνητική δράση, γεγονός που διαφοροποιεί το πρόβλημα: η εμφάνιση έντονων κοινωνικών αιτημάτων που θέτουν σε δοκιμασία τα όρια του Συντάγματος προοιωνίζεται συνήθως συνταγματική μεταβολή με λαϊκή καταγωγή. Αντίθετα, η υπέρβαση των δεσμεύσεων στις οποίες καταστατικά υποβάλλονται οι κυβερνώντες συνιστά κατά κανόνα παραβίαση συνταγματικών κανόνων.

[7] Είναι αλήθεια ότι τόσο στη χώρα μας όσο και στην Ευρώπη η τάση των κυβερνώντων να υπερβαίνουν τα όρια που ο καταστατικός χάρτης θέτει στη δράση τους Σύνταγμα δικαιολογεί τις συχνές και πλούσιες συζητήσεις σχετικά με την κανονιστικότητα του Συντάγματος και την ικανότητά του να επιτελεί την εγγυητική λειτουργία του. Αρκεί η υπενθύμιση του περίφημου ζητήματος της «ψήφου Αλευρά» ή του πιο πρόσφατου, που ανέκυψε από την απόφαση του τότε αρχηγού του ΠΑΣΟΚ να μην υπερψηφίσει το κόμμα του την υποψηφιότητα του απερχόμενου Προέδρου της Δημοκρατίας Κ. Παπούλια, ώστε να διενεργηθούν γενικές εκλογές σε ευμενές για την παράταξή του κλίμα (βλ. Ι. Καμτσίδου κ.ά., «Η διαδικασία εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας και οι ερμηνευτικές της αμφιλογίες», Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Σάκκουλα, 2010), για να δειχθεί ότι ο προβληματισμός σχετικά με την κανονιστικότητα του οργανωτικού μέρους του Συντάγματος διαθέτει μακροβιότητα και σταθερό πολιτικό ενδιαφέρον.

[8] Όπως οι Γ. Σωτηρέλης, «Σύνταγμα και πολιτική υπό το φως των νέων δεδομένων: τα διακυβεύματα, οι δυνατότητες, τα όρια», www.constitutionalism.gr, ο ίδιος, «Το Σύνταγμα στην εποχή της κρίσης. Προς ένα νέο συνταγματισμό;», στον παραπάνω ιστότοπο, Κ. Χρυσόγονος, «Σχεδίασμα εκδημοκρατισμού. Δώδεκα σκέψεις για μια άλλη αναθεώρηση», στον παραπάνω ιστότοπο, ο ίδιος «Γιατί το Σύνταγμα; Ιστορικές προϋποθέσεις του συνταγματισμού», στον παραπάνω ιστότοπο, Γ. Δρόσος, ό.π., σ. 772 επ.Σύνταγμα. Ο Π. Μαντζούφας, «Οικονομική κρίση και Σύνταγμα»,  στον παραπάνω ιστότοπο, αποδίδοντας έμφαση στην ευρωπαϊκή διάσταση μιας τέτοιας διαδικασίας,  εκτιμά ότι οι μεταρρυθμίσεις σε εθνικό επίπεδο είναι ήσσονος σημασίας.

[9] Γ. Σωτηρέλης, «Το Σύνταγμα στην εποχή της κρίσης. Προς ένα νέο συνταγματισμό;», ό.π.

[10] Ό.π.

[11] Α. Μανιτάκης, Το άδοξο τέλος της Μεταπολίτευσης και οι όροι ανάδυσης μιας νέας μεταπολιτευτικής περιόδου, www.constitutionalism.gr.

[12] Ο συγγραφέας αναφέρεται ρητά στη διακυβέρνηση (governance) και στο soft law· η πρώτη αντικαθιστά τη συνταγματικά οργανωμένη άσκηση της πολιτικής εξουσίας με τη λειτουργία δικτύων που αναπτύσσουν τις κατάλληλες «πολιτικές», με αποδέκτη όχι το λαό αλλά τον «πληθυσμό», συγκροτούμενο σε συσσωματώσεις ανάλογα με τα ενδιαφέροντα ή τα προβλήματα που καθεμιά από αυτές αντιμετωπίζει, (βλ. ενδεικτικά Ι. Καμτσίδου, «Το κοινοβουλευτικό σύστημα. Δημοκρατική αρχή και κυβερνητική ευθύνη», Αθήνα, Σαββάλας, 2011, σ. 46 επ. Β. Αρανίτη- Ευθ. Παπαβλασόπουλος- Μ. Σπουρδαλάκης, «Από την πολυεπίπεδη διακυβέρνηση στο…Μνημόνιο. Το ‘χρονικό’ μιας προαναγγελθείσας κρίσης», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 134-135, 2011, σ. 37 επ.) Το soft law συγκροτείται από κανόνες που δεν παράγονται με την προβλεπόμενη από το Σύνταγμα ή τις διεθνείς συνθήκες διαδικασία, δεν εντάσσονται στην ιεραρχία των πηγών του δικαίου, αλλά επιβάλλονται χάρη στην ισχύ των εμπνευστών τους, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τα μνημόνια.

[13] Έτσι, ο Κ. Δουζίνας, «Αντίσταση και φιλοσοφία στην κρίση. Πολιτική, ηθική και Στάση Σύνταγμα», Αθήνα, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2012

[14] Απολύτως ενδεικτικά, F.Braudel, Civilisation matérielle, économie et capitalisme, Paris, A. Collin, 1979, τ.ΙΙΙ, σ.273 επ., J. Le Goff, La Bourse et la Vie. Economie et religion au Moyen Age. Paris, Hachette, 1997.

[15] Η διεθνής οικονομική κρίση του 2008 διευθετήθηκε με την παρέμβαση των ισχυρότερων κρατών, ενώ ακόμη και η εξαθλιωμένη Ελληνική Δημοκρατία ανέλαβε την υποστήριξη των τραπεζών της με την ένταξη του κονδυλίου της ανακεφαλαιοποίησής τους στο δημόσιο χρέος…

[16]  Βλ. P. Birnbaum, «Le type d’État tient toujours», σε D. de Béchillon κ. ά. (επ.), L’architecture du droit. Mélanges en l’honneur du professeur Michel Troper, Paris, Economica, 2006, σ. 185 επ.

[17] Έτσι, η M. Chemillier -Gendreau, «Affaiblissement des Etats, confusion des normes», στο M. Chemillier -Gendreau καιY. Moulier- Boutang, Le droit dans la mondialisation, Paris, PUF Actuel Marx, 2001, σ. 163 επ (171),

[18] Η συζήτηση για την οργάνωση της Ε.Ε. σε ομόσπονδο κράτος είναι τόσο εκτεταμένη, που οποιαδήποτε βιβλιογραφική αναφορά σε αυτήν κινδυνεύει να είναι πλασματική. Δεν μπορεί ωστόσο κανείς να μην υπενθυμίσει ότι η ελληνική συμμετοχή σε αυτό το διάλογο υπήρξε πλούσια, με εξέχουσα τη συνεισφορά του καθηγητή Δ. Τσάτσου. «Αξιολογητής» της Συνθήκης του Άμστερνταμ για λογαριασμό του Ε.Κ., του οποίου ήταν μέλος, επιλέχθηκε από το τελευταίο ως ένας από τους δύο εκπροσώπους του στη διακυβερνητική διάσκεψη του 2000, ενώ το 2003 ορίστηκε εισηγητής (με τον J. M. Gil-Robles) για την αξιολόγηση του πρώτου «Συντάγματος» για την Ευρώπη. Την πολιτική αυτή εμπειρία του έχει ενσωματώσει με ιδιαίτερη διεισδυτικότητα στο επιστημονικό του έργο, από το οποίο βλ. απολύτως ενδεικτικά «Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία. Για μια Ευρωπαϊκή Ένωση των κρατών, των λαών, των πολιτών και του ευρωπαϊκού συνταγματικού πολιτισμού», Αθήνα, εκδ. Λιβάνη, 2007.

[19] Οποιαδήποτε μεταρρύθμιση της διοικητικής δομής, του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, του φορολογικού συστήματος κ.ά. απαιτούν καταρχάς ευρεία συζήτηση και κατά δεύτερο λόγο χρόνο προκειμένου να αναπτυχθούν τα αναμενόμενα από αυτές τις παρεμβάσεις αποτελέσματα.

[20] Απολύτως ενδεικτικά, βλ. Γ. Δρόσου, ό.π., σ. 768, J. P. Fitoussi, «La marge de manœuvre des États. Des démocraties sans souveraineté?», Pouvoirs 142, 2012, σ. 61 επ. ( 63 επ.).

[21] Από την πρόσφατη ιστορία της χώρας μπορεί κανείς να σταχυολογήσει τη συνταγματική κατοχύρωση της συλλογικής αυτονομίας το 1975, που επέδρασε ουσιαστικά στους όρους συνδικαλιστικής δράσης και συλλογικής διαπραγμάτευσης, ή τη νομοθετική κατάργηση της προίκας το 1983, που μετέβαλε ουσιαστικά τις κοινωνικές πρακτικές σύναψης του γάμου.

[22] Την σημασία της ανάπτυξης περισσότερων, ουσιαστικά διαφορετικών πολιτικών προτάσεων για την λειτουργία της σύγχρονης δημοκρατίας αναδεικνύει η Ch. Mouffe, Το Δημοκρατικό παράδοξο, Αθήνα, Πόλις, 2004, ιδίως κεφ. 4, βλ. επίσης την κοινή μελέτη της με τον E. Laclau, Hégémonie et stratégie socialiste : vers une politique démocratique radicale, Besançon, Les Solitaires intempestifs, 2009,  ενώ μια ευσύνοπτη παρουσίαση της σκέψης τους πραγματοποιεί ο Audric Vitiello, «Litinéraire de la démocratie radicale», Raisons politiques, 35, 2009, σ. 207επ.

[23] Η παρούσα κυβέρνηση, ιδίως όμως οι εκπρόσωποι της τρόικας, δεν έπαυαν να υπενθυμίζουν κατά τις δραματικές διαπραγματεύσεις του περασμένου φθινοπώρου ότι τα μέτρα που υιοθετούσαν αποτελούσαν δεσμεύσεις της χώρας που είχαν αναληφθεί με το Μνημόνιο ΙΙ, που, όπως προαναφέρεται, καταρτίστηκε στις αρχές του έτους και εγκρίθηκε με τον ν. 4046/2012.

[24] Πρβλ. Κ. Χρυσόγονου, Τα πρόσωπα του Ιανού: Μορφές πολιτικής αντιπροσώπευσης από την αρχαιότητα ως τη μετανεωτερικότητα, www.constitutionalism.gr

[25] Βλ. Α. Καϊδατζή, ό.π., Γ. Γεραπετρίτη, «Ο έλεγχος των οικονομικών επιλογών από το δικαστή: Προβολές του New Deal», πρβλ. Β. Ανδρουλάκη, «Μνημόνιο και κοινωνικά δικαιώματα», όλα σε www.constitutionalism.gr.

[26] Στην εκδοχή της αυτή, η «διακυβέρνηση» γίνεται αντιληπτή ως μια πολιτική δομή που εξασφαλίζει ευρεία ευχέρεια αυτορρύθμισης στους σημαντικούς τομείς της οικονομίας, ιδρύει ένα ισχυρό νομικό οπλοστάσιο για την πλαισίωση του ανταγωνισμού και την επίλυση των σχετικών διαφορών, ενώ αποβλέπει στη διαμόρφωση των πολιτικών αποφάσεων μέσα από την επιρροή που ασκούν σε αυτές διάφορες οργανωμένες ομάδες, οι οποίες επιδιώκουν την ικανοποίηση των συμφερόντων τους. Η εκλογή παύει να αντιμετωπίζεται ως ο βασικός μηχανισμός ανάδειξης των κυβερνώντων, που αντλούν τη νομιμοποίησή τους κυρίως από τις επαγγελματικές ικανότητές τους και οι ομάδες στήριξης δημιουργούν ένα δεύτερο –παράλληλο με το εκλογικό σώμα– πεδίο αναφοράς των πολιτικών. Η ανάπτυξη αυτού του τύπου άσκησης της εξουσίας στο επίπεδο της Ε.Ε. γέννησε έντονο ενδιαφέρον αλλά και σοβαρές ενστάσεις, δεδομένου ότι η διαπίστωση πως οι μέθοδοί του εντείνουν τα δημοκρατικά ελλείμματα στη λειτουργία των θεσμών της Ένωσης είναι γενικευμένη.

[27] Πρβλ. Κ. Γιαννακόπουλου, «Μεταξύ εθνικής και ενωσιακής έννομης τάξης. Το Μνημόνιο ως αναπαραγωγή της κρίσης του κράτους δικαίου», www.constitutionalism.gr.

 

Τί σημαίνει η απόφαση της Επιτροπής Αναστολών του ΣτΕ; (Μόνη νόμιμη λύση παραμένει η προσωρινή ανάκληση της κατάργησης της ΕΡΤ)

Ακρίτας Καϊδατζής Λέκτορας Συνταγματικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής Α.Π.Θ.

KAIDATZHS1. Στις 11 Ιουνίου εκδόθηκε η κοινή υπουργική απόφαση (κ.υ.α.) που έκλεισε την ΕΡΤ. Για την ακρίβεια, αυτή η κ.υ.α. προβλέπει έξι πράγματα:

(α) Καταργείται η ΕΡΤ Α.Ε. και οι θυγατρικές της,

(β) Διακόπτεται η μετάδοση ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών, η λειτουργία διαδικτυακών ιστοτόπων και κάθε άλλη δραστηριότητά της.

(γ) Μεταβιβάζεται αυτοδικαίως στο Δημόσιο η περιουσία της, ενεργητικό και παθητικό.

(δ) Παραμένουν ανενεργές, έως τη σύσταση νέου φορέα, οι συχνότητές της.

(ε) Λύονται όλες οι συμβάσεις εργασίας του απασχολούμενου προσωπικού.

(στ) Λήγει η θητεία όλων των οργάνων διοίκησής της.

Η απόφαση αυτή εκτελέστηκε με τον τρόπο που είδαμε όλοι. Την αμέσως επόμενη μέρα, στις 12 Ιουνίου, οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητώντας την ακύρωσή της. Μαζί με την αίτηση ακυρώσεως υπέβαλαν, την ίδια μέρα, και αίτηση αναστολής εκτελέσεως της απόφασης. Ζήτησαν δηλαδή να μην εκτελεστεί η κ.υ.α. μέχρις ότου –στην καλύτερη περίπτωση, μετά από κάποιους μήνες– αποφανθεί οριστικά το ΣτΕ για τη νομιμότητά της.

 

2. Την ίδια επίσης μέρα, στις 12 Ιουνίου, εκδόθηκε νέα κ.υ.α., συμπληρωματική της αρχικής, η οποία προέβλεψε δύο ειδικότερα πράγματα όσον αφορά την περιουσία της ΕΡΤ (δηλ. το γ΄ παραπάνω). Αυτά είναι τα εξής:

γ1) Τα ακίνητα που ανήκαν στην ΕΡΤ μεταγράφονται στη μερίδα του Δημοσίου στα οικεία υποθηκοφυλακεία και κτηματολογικά γραφεία.

γ2) Διορίζεται ειδικός διαχειριστής, ο οποίος θα διαχειρίζεται, μέχρι τη σύσταση νέου φορέα, το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού της ΕΡΤ που μεταβιβάστηκαν στο Δημόσιο. Αυτός είναι ο –ας τον πούμε έτσι– διαχειριστής της περιουσίας της πρώην ΕΡΤ. Αν οι λέξεις διατηρούν τη σημασία τους, αυτό που όλοι (θα έπρεπε να) καταλαβαίνουμε είναι ότι αυτός ο προσωρινός ειδικός διαχειριστής απλώς ενεργεί τις αναγκαίες πράξεις διαχείρισης (φύλαξη, συντήρηση κλπ.) των περιουσιακών στοιχείων της πρώην ΕΡΤ (ακίνητα, εξοπλισμός, συχνότητες, δικαιώματα μεταδόσεων κλπ.) για όσο χρόνο αυτά θα παραμένουν, ανενεργά, στην κατοχή του Δημοσίου και μέχρις ότου, σύμφωνα με τις προθέσεις της κυβέρνησης, συσταθεί νέος δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός φορέας που θα τα αναλάβει. Η τελευταία πράξη του διαχειριστή, λογικά, θα είναι να παραδώσει τα περιουσιακά στοιχεία της πρώην ΕΡΤ στο νέο ραδιοτηλεοπτικό φορέα, προκειμένου εκείνος πια να τα αξιοποιήσει για την παραγωγή ραδιοτηλεοπτικού προγράμματος. Αυτός ο νέος φορέας θα είναι ο –ας τον πούμε έτσι– διαχειριστής του προγράμματος της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης.

Μέχρι τότε, πάντως, αυτό που όλοι (θα έπρεπε να) καταλαβαίνουμε είναι ότι ο ειδικός διαχειριστής της περιουσίας δεν πρόκειται βεβαίως να παράγει ραδιοτηλεοπτικό πρόγραμμα, δηλαδή να ενεργεί και ως διαχειριστής του προγράμματος. Η κ.υ.α. της 12ης Ιουνίου προβλέπει βεβαίως ότι ο ειδικός διαχειριστής μπορεί «για τις ανάγκες της διαχείρισης» να συνάπτει συμβάσεις έργου ή συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου «κατά παρέκκλιση των διατάξεων της Π.Υ.Σ. 33/2006» (μην το ψάχνετε, σημαίνει εκτός ΑΣΕΠ…). Αυτές όμως, εννοείται, και ρητά δηλώνεται, είναι «για τις ανάγκες της διαχείρισης» που έχει αναλάβει. Μπορεί δηλαδή ο ειδικός διαχειριστής να προσλάβει, π.χ., έναν ηλεκτρονικό για να επιδιορθώσει μια κάμερα, έναν σοβατζή για να φτιάξει τίποτε πεσμένους σοβάδες, αλλά μέχρις εκεί. Δεν μπορεί, (θα έπρεπε να) εννοείται, να προσλάβει προσωπικό για την παραγωγή ραδιοτηλεοπτικού προγράμματος, για τον απλούστατο λόγο ότι καμία τέτοια αρμοδιότητα δεν έχει.

 

3. Επί της αιτήσεως αναστολής των εργαζομένων της ΕΡΤ εκδόθηκε αρχικά, στις 17 Ιουνίου, προσωρινή διαταγή του Προέδρου του ΣτΕ. Με την προσωρινή διαταγή ανεστάλη εν μέρει η εκτέλεση της κ.υ.α. της 11ης Ιουνίου, μόνο δηλαδή ως προς τη διακοπή των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και τη διατήρηση ανενεργών των συχνοτήτων της πρώην ΕΡΤ (τα σημεία β΄ και δ΄ που αναφέρονται παραπάνω, στο 1). Η διαταγή αυτή δεν είχε φυσικά πλήρη αιτιολογία, παρά μόνον ένα εξαιρετικά συνοπτικό, τηλεγραφικό σχεδόν, σκεπτικό, που όμως ήταν απολύτως σαφές: Η κ.υ.α. ανεστάλη κατά το κρίσιμο μέρος της, διότι είχε ως «αποτέλεσμα να μην επιτελείται η προβλεπόμενη [εκ του νόμου] συμβολή δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα στην ενημέρωση, στη μόρφωση και στην ψυχαγωγία του ελληνικού λαού και της ομογένειας». Με την προσωρινή αυτή διαταγή διατάχθηκε αφενός η αναστολή εκτελέσεως της κ.υ.α. κατά το μέρος που προαναφέρθηκε και αφετέρου η λήψη από τους συναρμόδιους υπουργούς «των αναγκαίων οργανωτικών μέτρων για τη συνέχιση της μετάδοσης ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και τη λειτουργία διαδικτυακών ιστοτόπων από δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα για το χρονικό διάστημα έως τη σύσταση και λειτουργία νέου φορέα». Πρέπει, με άλλα λόγια, να εκπέμψει ξανά πρόγραμμα, και μάλιστα όχι από οποιονδήποτε, αλλά από δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα. Τέτοιος φορέας όμως αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει. Ο μόνος που υπήρχε, η ΕΡΤ, καταργήθηκε με την κ.υ.α. της 11ης Ιουνίου, η οποία κατά το μέρος αυτό, της κατάργησης της ΕΡΤ, δεν ανεστάλη. Και ούτε υπάρχει πουθενά οποιοσδήποτε νόμος που να προβλέπει άλλο δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα.

Πώς, λοιπόν, θα έπρεπε να εφαρμοστεί η προσωρινή διαταγή αναστολής εκτελέσεως; Μα αυτό δεν είναι δουλειά των δικαστών να το καθορίσουν, αλλά της διοίκησης. Ο Πρόεδρος του ΣτΕ διέταξε τους αρμόδιους υπουργούς να λάβουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να συμμορφωθούν με την αναστολή. Είναι αυτονόητο, βεβαίως, ότι εννοεί κάθε αναγκαίο νόμιμο μέτρο, δηλαδή μέτρο που προβλέπεται στο νόμο. (Δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν ένας δικαστής να διατάσσει τη διοίκηση να λάβει παράνομα, μη προβλεπόμενα στο νόμο, μέτρα…). Ποια λοιπόν θα μπορούσαν να είναι τα νόμιμα μέτρα συμμόρφωσης της προσωρινής διαταγής; Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει καμία άλλη δυνατότητα νόμιμης συμμόρφωσης πλην της προσωρινής διοικητικής (δηλαδή με απόφαση των ίδιων των υπουργών) αναστολής της κ.υ.α. της 11ης Ιουνίου στο σύνολό της –δηλαδή ακόμη και κατά το μέρος που καταργεί την ΕΡΤ, απολύει το προσωπικό κλπ. Με τον τρόπο αυτό αναβιώνει –με νόμιμο τρόπο– ο δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός φορέας και μπορεί να εκτελεστεί η προσωρινή διαταγή. Φυσικά, αυτή η διοικητική ανάκληση θα είναι προσωρινή μόνο, μέχρις ότου εκδοθεί ο νόμος για το νέο φορέα δημόσιας ραδιοτηλεόρασης –οπότε πια θα έχουμε νέο, αλλά πάντως νόμιμο φορέα που θα μπορεί εκείνος να εκτελέσει την προσωρινή διαταγή.

 

4. Τί έκαναν οι συναρμόδιοι υπουργοί για να δείξουν ότι συμμορφώνονται στην προσωρινή διαταγή; Εξέδωσαν στις 19 Ιουνίου μια νέα κ.υ.α., συμπληρωματική των δύο προηγούμενων (της 11ης και της 12ης Ιουνίου), όπου προβλέπεται ότι ο ειδικός διαχειριστής της περιουσίας της πρώην ΕΡΤ (που είπαμε παραπάνω, στο 2) θα ασκεί και τις αρμοδιότητες μετάδοσης ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών. Ένας άνθρωπος δηλαδή ο οποίος διορίστηκε για να φροντίζει τα περιουσιακά στοιχεία της ΕΡΤ όσο αυτά είναι ανενεργά, ξαφνικά αναλαμβάνει την ευθύνη παραγωγής ραδιοτηλεοπτικού προγράμματος και, κατ’ αποτέλεσμα, ανάγεται σε «ραδιοτηλεοπτικό φορέα» (!).

Πέρα από το παρωδιακό του πράγματος (η «νέα προσωρινή ΕΡΤ» είναι οικονομολόγος και ονομάζεται Γκίκας Μάναλης…), τίθεται και ένα προφανές ζήτημα νομιμότητας. Είναι νόμιμη, δηλαδή προβλέπεται στο νόμο, η ανάθεση τέτοιων καθηκόντων στον ειδικό διαχειριστή της περιουσίας της πρώην ΕΡΤ; Ο διορισμός του ειδικού διαχειριστή έγινε βάσει της παρ. 2 του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005 περί ΔΕΚΟ, όπως η διάταξη αυτή τροποποιήθηκε διαδοχικά και τελευταία με την π.ν.π. της 11ης Ιουνίου.

Τί προβλέπει αυτή η διάταξη; Ότι, σε περίπτωση κατάργησης ενός φορέα, με τη σχετική κ.υ.α. κατάργησής του καθορίζεται επίσης η τύχη της περιουσίας του, ρυθμίζονται τα θέματα της διαδοχής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, της αυτοδίκαιης λύσης των εργασιακών σχέσεων των συμβάσεων έργου, της αυτοδίκαιης λήξης της θητείας των οργάνων διοίκησης, των διαδικασιών και οργάνων που απαιτούνται για τη διαδοχή καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Πουθενά δεν προβλέπεται ότι μπορεί με την κ.υ.α. να ανατεθεί η, έστω προσωρινή, συνέχιση της δραστηριότητας του καταργούμενου φορέα, ούτε βεβαίως αυτό συνιστά «αναγκαία λεπτομέρεια» των προαναφερθέντων θεμάτων. Κάτι τέτοιο, η για οποιονδήποτε λόγο απόφαση συνέχισης της δραστηριότητας του καταργούμενου φορέα, δεν μπορεί να γίνει όσο δεν παρέχεται με ειδική διάταξη νόμου η σχετική εξουσία στους συναρμόδιους υπουργούς.

Η κ.υ.α. της 19ης Ιουνίου, επομένως, είναι παράνομη διότι εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση της εξουσιοδότησης που δίνει το άρθρο 14Β του ν. 3429/2005. (Για το λόγο αυτό θα πρέπει ίσως να συμπροσβληθεί από τους εργαζόμενους της ΕΡΤ). Επίσης, λόγω της παρανομίας της αυτής, υπήρξε απολύτως απρόσφορη ως μέτρο συμμόρφωσης στην προσωρινή διαταγή του Προέδρου του ΣτΕ.

 

5. Τρεις μέρες αργότερα, στις 20 Ιουνίου, εκδόθηκε η απόφαση της Επιτροπής Αναστολών του ΣτΕ. Η απόφαση 263/2013 της Επιτροπής Αναστολών κατά βάση επαναλαμβάνει και επιβεβαιώνει την προσωρινή διαταγή που είχε εκδώσει ο Πρόεδρος του ΣτΕ. Αναστέλλει εν μέρει την κ.υ.α. της 11ης Ιουνίου και διατάσσει τη λήψη των αναγκαίων οργανωτικών μέτρων «για την εκ μέρους μεταβατικού δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα μετάδοση, στο συντομότερο δυνατό χρόνο, του αναγκαίου προγράμματος ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και τη λειτουργία διαδικτυακών ιστοτόπων, περιλαμβανομένης και της πρόσληψης του αναγκαιούντος προσωπικού».

Σε σχέση με την προσωρινή διαταγή υπάρχουν ορισμένες διαφορές. Καταρχάς, γίνεται πλέον λόγος για «μεταβατικό» ραδιοτηλεοπτικό φορέα. Δεύτερον, η διαταγή απευθύνεται όχι μόνο στους δύο συναρμόδιους υπουργούς, αλλά επιπροσθέτως και στον ειδικό διαχειριστή, καθώς ελήφθη υπόψη και η συμπληρωματική κ.υ.α. της 19ης Ιουνίου (χωρίς να ελεγχθεί η νομιμότητά της, που όμως δεν είχε αμφισβητηθεί από τους αιτούντες). Τρίτον, μεταξύ των αναγκαίων μέτρων κατονομάζεται ρητώς και η «πρόσληψη του αναγκαιούντος προσωπικού». Αρκούν αυτά για να αποκτήσει νόμιμο έρεισμα μια μεθόδευση προσωρινών προσλήψεων από τον ειδικό διαχειριστή; Φοβάμαι πως όχι. Εξακολουθεί να μην υπάρχει έρεισμα σε κανένα νόμο για την πρόσληψη του προσωπικού αυτού. (Πέραν, βεβαίως, του ότι είναι εξαιρετικά αμφίβολης νομιμότητας η πλήρης παράκαμψη του ΑΣΕΠ…). Εξακολουθεί να μην υπάρχει έρεισμα σε κανένα νόμο για την ανάθεση της διαχείρισης δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού προγράμματος σε έναν άνθρωπο που διορίστηκε ως απλός διαχειριστής περιουσίας. Κατά τη γνώμη μου, η απόφαση της Επιτροπής Αναστολών σε τίποτε δεν άλλαξε τα νομικά δεδομένα και η μόνη νόμιμη δυνατότητα συμμόρφωσης παραμένει η διοικητική αναστολή (από τους συναρμόδιους υπουργούς) της κ.υ.α. της 11ης Ιουνίου στο σύνολό της.

Ή μάλλον κάτι άλλαξε, και μάλιστα σημαντικό. Σε ένα μείζονος σημασίας σκεπτικό, η απόφαση της Επιτροπής Αναστολών αντιμετωπίζει τη δημόσια ραδιοτηλεόραση ως δημόσια υπηρεσία με λειτουργική έννοια και επικαλείται την αρχή της συνέχειας των δημοσίων υπηρεσιών. Μα θα ήταν ποτέ δυνατόν μια δημόσια υπηρεσία να μη βασίζεται σε κανένα νόμο πέραν από την –εν πολλοίς, τυχαία, ου μην και αυθαίρετη– νομοθέτηση με κοινές αποφάσεις δύο υπουργών και να τη διαχειρίζεται ένα πρόσωπο που για τελείως διαφορετικό πράγμα διορίστηκε; Αυτό το σκεπτικό νομίζω πως επιβεβαιώνει ότι μόνη εφικτή νομικά είναι η λειτουργία της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας υπό το προηγούμενο καθεστώς (και, επομένως, η ανάκληση της κ.υ.α. της 11ης Ιουνίου στο σύνολό της) μέχρις ότου θεσπιστεί ένα επαρκές καινούργιο νομοθετικό πλαίσιο. Είναι, από την άποψη αυτή, ορθή η γνώμη που διατύπωσε ένα μέλος της Επιτροπής Αναστολών, η Σύμβουλος Μαρία Καραμανώφ, ότι δηλαδή δεν μπορεί να καταργείται ο δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός φορέας χωρίς ταυτόχρονα να αντικαθίσταται από έναν άλλο και, ως εκ τούτου, θα έπρεπε να ανασταλεί η κ.υ.α. στο σύνολό της.

23.6.2013

Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Πρώτο Τμήμα), Ιωάννα ΚΟΥΦΑΚΗ κατά Ελλάδας και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδας, Προσφυγές υπ’ αρ. 57665/12 και 57657/12, 07/05/2013

με σημείωμα Στυλιανής Χριστοφορίδου, φοιτήτριας ΜΠΣ Δημοσίου Δικαίου, ΑΠΘ

ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Προσφυγές υπ’ αρ. 57665/12 και 57657/12

Ιωάννα ΚΟΥΦΑΚΗ κατά Ελλάδας

και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδας

 

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Πρώτο Τμήμα), που συνεδρίασε σε τμήμα στις 7 Μαΐου 2013 με την ακόλουθη σύνθεση:

IsabelleBerroLefèvre, Πρόεδρο,

MirjanaLazarovaTrajkovska,

Julia Laffranque,

Linos-Alexandre Sicilianos,

Erik Møse,

Ksenija Turković,

Dmitry Dedov, Δικαστές,

και André Wampach, αναπληρωτή Γραμματέα Τμήματος,

Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω προσφυγέςενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στις 31 Αυγούστου του 2012,

Αφού διασκέφθηκε σε Συμβούλιο, εκδίδει την παρούσα απόφαση:

 

ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

1. Η πρώτη προσφεύγουσα, η κ. Ιωάννα Κουφάκη, είναι Ελληνίδα υπήκοος, γεννηθείσα το 1967 και κατοικεί στην Αθήνα. Εκπροσωπείται ενώπιον του Δικαστηρίου από τους κ.I. Αδαμόπουλο, Β. Χειρδάρη και Α. Αργυρό, δικηγόρους Αθήνας. Η δεύτερη προσφεύγουσα είναι η Συνδικαλιστική Οργάνωση των Δημοσίων Υπαλλήλων (ΑΔΕΔΥ). Εκπροσωπείται ενώπιον του Δικαστηρίου από τους κ. Μ.-Μ. Τσίπρα και [αρχικό μικρού ονόματος] Μηλιαράκη, δικηγόρους Αθήνας.

A. ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

2. Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, όπωςεκτέθηκαν από τις προσφεύγουσες, μπορούν να συνοψιστούν ως εξής.

3. Η πρώτη προσφεύγουσα είναι δικηγόρος Αθηνών και από τις 2 Μαρτίου 2001, μέλος του επιστημονικού προσωπικού του Γραφείου του Συνηγόρου του Πολίτη της Δημοκρατίας. Από εκείνη την ημερομηνία, προσλήφθηκε με σύμβαση ιδιωτικούδικαίου για πέντε έτη αρχικά και κατόπιν ως αορίστου χρόνου.Ο μισθός της διέπεται από τους Νόμους 2477/1997 και 3205/2003 για τις «μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου».Στις 10 Απριλίου 2012, αποσπάστηκε στις κεντρικές υπηρεσίες του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, νομικούπροσώπου δημοσίου δικαίου.

4. Η δεύτερη προσφεύγουσα είναι μία συνδικαλιστική οργάνωση που εκπροσωπεί περισσότερες συνδικαλιστικέςοργανώσεις υπαλλήλων (μονίμων ή με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου) του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ο κύριος σκοπός της είναι η προστασία των οικονομικών, κοινωνικών και επαγγελματικών συμφερόντων των υπαλλήλων, συμπεριλαμβανομένων των θεμάτων της συνταξιοδότησης.

5. Στις 15 Μαρτίου 2010, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης ο Ν. 3833/2010 με τίτλο «Προστασία της εθνικής οικονομίας – Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης» (σκέψεις 14 και επόμενες κατωτέρω). Ο νόμος αυτόςμείωσε κατά ένα ποσοστό που κυμαίνεται από 12% ως 30% τους μισθούς και τα επιδόματα εκείνων που εργάζονται στον δημόσιο τομέα -ανεξάρτητα από το είδος της σχέσης εργασίας τους-κατισχύοντας κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης ή ρήτρας ή όρου συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητικής απόφασης ή ατομικής σύμβασης εργασίας ή συμφωνίας (άρθρο 1). Επίσης, έθεσε νέο ανώτατο όριο για τους μισθούς και τιςπρόσθετες αμοιβές όλων των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα (άρθρο 2) και καθιέρωσε την εισοδηματική πολιτική της κυβέρνησης για το έτος 2010. Οι προαναφερθείσες μειώσεις έπρεπε να εφαρμοστούν αναδρομικά από την 1η Ιανουαρίου και την 1η Μαρτίου 2010.

6. Στις 3 Μαΐου 2010, ο Υπουργός Οικονομίας και ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, εκπροσωπώντας την Ελληνική Δημοκρατία, από τη μία πλευρά, και ο Επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από την άλλη πλευρά, υπέγραψανκείμενο με τον τίτλο «MemorandumofUnderstanding» (Μνημόνιο Συνεννόησης) («Μνημόνιο»). Αυτό το κείμενο καθόριζε λεπτομερώς τα μέτρατριετούς προγράμματος [που θα λαμβάνονταν] από τις ελληνικές αρχές, μετά από διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Επίσης, όριζε, μεταξύ άλλων, ότι «η εισοδηματική πολιτική και η πολιτική κοινωνικής προστασίας πρέπει να στηρίξουν την προσπάθεια για δημοσιονομική προσαρμογή και την επανάκτηση της ανταγωνιστικότητας. Η προσαρμογήτων εσόδων σε βιώσιμα επίπεδα είναι απαραίτητη για τη στήριξη της δημοσιονομικής αναδιάρθρωσης και τη μείωση του πληθωρισμού σε επίπεδα κάτω του μέσου όρου στηνευρωζώνη, καθώς και για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους και τιμών σε μόνιμη βάση». Τέλος, επεσήμανε περαιτέρω ότι:

«Η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί για μια δίκαιη κατανομή του κόστους προσαρμογής. Η δέσμευση για την προστασία των πιο ευάλωτων από τις συνέπειες της οικονομικής ύφεσης λαμβάνεται υπόψη στο σχεδιασμό των πολιτικών προσαρμογής. Στην εξυγίανση των οικονομικών, μεγαλύτερη θα είναι η συνεισφορά από όσους δεν έχουν κατά παράδοση συμβάλλει με το μερίδιο που τους αναλογεί στη φορολογική επιβάρυνση. Όσον αφορά τη μείωση των μισθών και των συντάξεων στο δημόσιο τομέα, οι χαμηλόμισθοι έχουν προστατευτεί. [Σχετικά με τις] μειώσεις συντάξεων: η κατάργηση της 13ης και 14ης σύνταξης αντισταθμίζεται για όσους λαμβάνουν λιγότερο από 2.500 ευρώ μηνιαίως, με την υιοθέτηση ενός ενιαίου επιδόματος 800 ευρώ ετησίως. Η μείωση αυτή βαραίνει περισσότερο όσους λαμβάνουν υψηλότερες συντάξεις. Μειώσεις στους μισθούς: Η πληρωμή του 13ου και 14ου μισθού θα απαλειφθεί για όλους τους εργαζομένους. Για την προστασία των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων, για όσους λαμβάνουν λιγότερο από 3.000 ευρώ μηνιαίως, θα υιοθετηθεί ένα ενιαίο επίδομα 1.000 ευρώ ετησίως ανά εργαζόμενο, το οποίο θα χρηματοδοτείται μέσω μείωσης επιδομάτων για τους υψηλόμισθους».

7. Στις 6 Μαΐου 2010, δημοσιεύθηκε ο Ν. 3845/2010 με τίτλο «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο», ο οποίος κατ’ ουσίαν επικύρωσε το Μνημόνιο Συνεννόησης ανάμεσα στην Ελλάδα και τακράτη-μέλη της Ευρωζώνης. Το άρθρο 3 του εν λόγω νόμου μείωσε περαιτέρω κατά 8% τους μισθούς των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα. Το άρθρο 4, αύξησε το ποσοστό του ΦΠΑ και των ειδικών φόρων κατανάλωσης.

8. Στις 8 και 10 Μαΐου 2010, ο Υπουργός Οικονομίας υπέγραψε δύο συμφωνίες με τίτλο «Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης μεταξύ αφενός κρατών-μελών της ευρωζώνης και της KfW (ως Δανειστών) και της Ελληνικής Δημοκρατίας (ως Δανειολήπτη) και της Τράπεζας της Ελλάδας (ωςαντιπροσώπου του Δανειολήπτη)» και «Διακανονισμός χρηματοδότησης αμέσου ετοιμότητας από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο».

9. Σύμφωνα με τους νόμους 3833/2010 και 3845/2010, η πρώτη προσφεύγουσα, η οποίαελάμβανε ακαθάριστες μηνιαίες αποδοχές ύψους 3.339 Ευρώ (EUR) (που αντιστοιχεί σε 2.435,83 ευρώ καθαρέςαποδοχές), έλαβετο ειδικό της επίδομα μειωμένο κατά 20 % από την 1η Ιανουαρίου 2010, και το επίδοματου "Πάσχα" μειωμένο κατά 30% – αυτό το τελευταίο έχει στη συνέχεια καταργηθεί εντελώς, μαζί με το επίδομα των «Χριστουγέννων» και το επίδομααδείας. Ειδικότερα, οι ακαθάριστες αποδοχές της αποτελούνταν από ένα βασικό μισθό ύψους 2.311 ευρώ, το οικογενειακό επίδομα στο ποσό των 53 ευρώ, το επίδομα ανώτατης εκπαίδευσηςστο ποσό των 45 ευρώ και ένα ειδικό επίδομα στο ποσό των 752,93 ευρώ. Το τελευταίο αυτό επίδομα ορίστηκε την 1 Ιανουαρίου 2008 σε 930 ευρώ, αλλά μειώθηκε από την 1η Ιανουαρίου 2010 κατά 12%, και έπειτα από την 1η Ιουνίου 2010 κατά 8% επιπλέον. Με την έναρξη ισχύος του ν. 3845/2010, τα επιδόματα για τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και την άδεια καταργήθηκαν, επειδή η συνολική αμοιβή της υπερβαίνει τα 3.000 ευρώ μηνιαίως (βλ. σκέψη 16 κατωτέρω).

10. Ο νόμος 3847/2010 μείωσε το ύψος των εν λόγωεπιδομάτων για τους συνταξιούχους του δημόσιουτομέα, ενώ τα κατάργησε πλήρως για όσους είναι κάτω των 60 ετών.

11. Στις 26 Ιουλίου 2010, μαζί με άλλους, οι προσφεύγουσες προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας: η πρώτη, με αίτηση ακύρωσης της μισθοδοσίας της, η δεύτερημε αίτηση ακύρωσης κατά των συνεπειών των ανωτέρω νόμων σε βάρος της οικονομικής κατάστασης των μελών της. Οι προσφεύγουσες υποστήριξαν ότι οι παραπάνω νόμοι ήταν αντίθετοι προς το Σύνταγμα και διάφορα διεθνήκείμενα, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 1ου του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.

12. Στις 20 Φεβρουαρίου 2012, το Συμβούλιο της Επικρατείας, σε Ολομέλεια, απέρριψε την αίτηση ακύρωσης (απόφαση με αριθμό 668/2012, δημοσιευμένη στις 2 Μαρτίου 2012). Το Δικαστήριο εξέφρασε γνώμη καιόσον αφοράτο σχετικό ισχυρισμό περί παραβίασης του άρθρου 1 ΠΠΠ:

«(…)με τους νόμους 3833 και 3845/2010 ελήφθησαν διάφορα μέτρα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η περικοπή αποδοχών των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα […] και [η περικοπή] συνταξιοδοτικών παροχών αφ’ ενός μεν για την άμεση αντιμετώπιση της διαπιστωθείσης από το νομοθέτη οξείας δημοσιονομικής κρίσεως, η οποία, κατ’ αυτόν, είχε καταστήσει αδύνατη την εξυπηρέτηση των δανειακών αναγκών της χώρας μέσω των διεθνών αγορών και πιθανό το ενδεχόμενο χρεοκοπίας της, και αφ’ ετέρου για την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών με τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος[…]. Ειδικώς δε η λήψη των μέτρων του ν. 3845/2010, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η περαιτέρω περικοπή αποδοχών και συνταξιοδοτικών παροχών, […] κρίθηκε αναγκαία από τον νομοθέτη εν όψει του ότι, κατά την εκτίμησή του, τα προγενεστέρως θεσπισθέντα με τις διατάξεις του ν. 3833/2010 μέτρα απεδείχθησαν ανεπαρκή για την αντιμετώπιση της δυσμενούς οικονομικής καταστάσεως της χώρας, με συνέπεια να καταστεί αναγκαία η προσφυγή στον αποφασισθέντα από τα λοιπά, πλην της Ελλάδας, κράτη μέλη της Ευρωζώνης ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης της ελληνικής οικονομίας […].

Η θεσπισθείσα με τους προαναφερόμενους νόμους περικοπή αποδοχών και επιδομάτων εργαζομένων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και συνταξιοδοτικών παροχών αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προωθήσεως διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο, συνολικώς εφαρμοζόμενο, αποσκοπεί τόσο στην αντιμετώπιση της άμεσης ανάγκης καλύψεως οικονομικών αναγκών της χώρας όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής και οικονομικής της καταστάσεως. Δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών, που συνιστούν κατ’ αρχήν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και αποτελούν, ταυτοχρόνως, και σκοπούς κοινού ενδιαφέροντος των κρατών μελών της Ευρωζώνης, εν όψει της καθιερουμένης από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως υποχρεώσεως δημοσιονομικής πειθαρχίας και διασφαλίσεως της σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της. Τα μέτρα δε αυτά, λόγω της φύσεώς τους, συμβάλλουν αμέσως στην περιστολή των δημοσίων δαπανών.

[…] Τα μέτρα αυτά δεν παρίστανται, κατ’ αρχήν, απρόσφορα, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκομένων με αυτά σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθούν ότι δεν ήταν αναγκαία, λαμβανομένου, άλλωστε, υπόψη ότι η εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τα ληπτέα μέτρα για την αντιμετώπιση της υπ’ αυτού διαπιστωθείσης κρίσιμης δημοσιονομικής καταστάσεως υπόκειται σε οριακό μόνον δικαστικό έλεγχο. Συνεπώς, αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ότι οι λόγοι, κατ’ επίκληση των οποίων επιχειρείται η περικοπή των αποδοχών και των επιδομάτων […] δεν αρκούν για τη δικαιολόγηση […] και ότι με τα μέτρα αυτά επιδιώκεται αποκλειστικώς η εξυπηρέτηση των ταμειακών συμφερόντων του Δημοσίου.

[…] Και τούτο διότι η περικοπή των αποδοχών των ανωτέρω εργαζομένων και των συνταξιοδοτικών παροχών αποβλέπει κυρίως, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, στον περιορισμό των δαπανών της γενικής κυβερνήσεως, ο οποίος θα συμβάλει στη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας. Στις δαπάνες δε της γενικής κυβερνήσεως περιλαμβάνονται και οι δαπάνες των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως, ανεξαρτήτως του ότι οι οργανισμοί αυτοί αποτελούν αυτοτελή, σε σχέση με το νομικό πρόσωπο του κράτους, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με οικονομική αυτοτέλεια. Εν όψει δε του ότι η περικοπή των αποδοχών των εργαζομένων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα αποβλέπει, κατά τα προεκτεθέντα, κυρίως στον ανωτέρω σκοπό, δεν ασκεί καμία επιρροή ως προς την προσφορότητα του μέτρου αυτού ή την ανάγκη λήψεώς του το αν η περικοπή των ανωτέρω αποδοχών μπορεί πράγματι να ασκήσει περαιτέρω επίδραση, όπως εκτιμά ο νομοθέτης, και στη διαμόρφωση των αποδοχών των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, η οποία θα οδηγήσει σε μείωση του κόστους παραγωγής των εγχωρίων προϊόντων και διόρθωση της τιμής των προϊόντων και υπηρεσιών και, κατά συνέπεια, σε χαμηλότερο πληθωρισμό, αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, ενδυνάμωση της απασχόλησης και, τελικώς, σε αύξηση του Ακαθαρίστου Εθνικού Προϊόντος.

Οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί περί παραβάσεως της αρχής της αναλογικότητας είναι απορριπτέοι. Ειδικότερα, αβασίμως προβάλλεται ότι ο νομοθέτης παρέλειψε να εξετάσει προ της λήψεως των συγκεκριμένων μέτρων, το ενδεχόμενο υιοθετήσεως εναλλακτικών λύσεων, ηπιότερων […]. Η αντιμετώπιση της δημοσιονομικής εξυγίανσης της χώρας δεν στηρίζεται μόνον στην μείωση των δαπανών μισθοδοσίας των εργαζομένων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και των δαπανών των κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών, αλλά στη λήψη και άλλων μέτρων, οικονομικών, δημοσιονομικών και διαρθρωτικών, η συνολική και συντονισμένη εφαρμογή των οποίων εκτιμάται από το νομοθέτη ότι θα συμβάλει στην έξοδο της Χώρας από την κρίση και στη βελτίωση των δημοσιονομικών της μεγεθών, κατά τρόπο δυνάμενο να διατηρηθεί και στο μέλλον, δηλαδή μετά την πάροδο της τριετίας, στην οποία, κατ’ αρχήν αποβλέπει το περιλαμβανόμενο στο Μνημόνιο πρόγραμμα.

Ορισμένα από τα μέτρα αυτά θεσπίζονται με διατάξεις των ίδιων νόμων 3833 και 3845/2010 (αύξηση κρατικών εσόδων μέσω της αυξήσεως των συντελεστών του φόρου προστιθέμενης αξίας και ειδικών φόρων κατανάλωσης και της επιβολής εκτάκτων εισφορών), ενώ με άλλους νόμους θεσπίσθηκαν μέτρα για την αποκατάσταση της φορολογικής δικαιοσύνης και την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, για τη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και του συστήματος συνταξιοδοτήσεως των υπαλλήλων του Δημοσίου, για την αναθεώρηση των διαδικασιών παρακολούθησης και ελέγχου της εξελίξεως των δημοσίων οικονομικών, […] για την απελευθέρωση ορισμένων κλειστών επαγγελμάτων και για την εξυγίανση δημοσίων επιχειρήσεων για την αναδιάρθρωση, την εξυγίανση και την ανάπτυξη του Σιδηροδρομικού Οργανισμού της Ελλάδας […].

Εξ άλλου, απορριπτέος τυγχάνει και ο προβαλλόμενος με ισχυρισμός ότι, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, δεν προσδόθηκε προσωρινός χαρακτήρας στα επίμαχα μέτρα. […] Με το σύνολο των μέτρων, που έχει λάβει ο νομοθέτης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα επίμαχα, επιδιώκεται όχι μόνον η αντιμετώπιση της οξείας δημοσιονομικής κρίσεως, αλλά και η εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, κατά τρόπο βιώσιμο.

Με τα επίμαχα μέτρα […] εξασφαλίζεται, κατ’ αρχήν, ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις του συντρέχοντος εν προκειμένω γενικού συμφέροντος και την ανάγκη προστασίας των περιουσιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων και συνταξιούχων, εν όψει και του συγκεκριμένου ύψους των επερχομένων περικοπών, καθώς και του γεγονότος ότι προβλέπεται η καταβολή επιδομάτων εορτών και αδείας, έστω και σε μειωμένα εν σχέσει με το προϊσχύον δίκαιο ποσά, σε εργαζομένους και συνταξιούχους, των οποίων, αντιστοίχως, οι αποδοχές ή η σύνταξη δεν υπερβαίνει το ποσό των 3.000 ή των 2.500 ευρώ […]. Εν όψει των ανωτέρω, οι επίμαχες ρυθμίσεις δεν αντίκεινται στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, ούτε στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας […].Περαιτέρω, δεν συντρέχει περίπτωση παραβιάσεως της αρχής της προστατευομένης εμπιστοσύνης, εφ’ όσον δεν κατοχυρώνεται από καμία συνταγματική ή άλλη διάταξη δικαίωμα ορισμένου ύψους αποδοχών ή συντάξεων και δεν αποκλείεται κατ’ αρχήν η διαφοροποίηση αυτών αναλόγως με τις συντρέχουσες εκάστοτε συνθήκες. Εξ άλλου, το γεγονός ότι ο νομοθέτης θέσπισε ως υποχρεωτική τη μείωση των επιδομάτων για όλους τους εργαζομένους και των συνταξιοδοτικών παροχών για όλους τους συνταξιούχους χωρίς να προβλέψει ευχέρεια της Διοικήσεως να κρίνει […], υπό τον έλεγχο στη συνέχεια των δικαστηρίων, αν θα εφαρμόσει ή όχι την θεσπισθείσα από το νομοθέτη ως γενικό μέτρο μείωση σε κάθε ατομική περίπτωση χωριστά – δεν αντίκειται σε κάποια συνταγματική ή άλλη διάταξη. Τούτο δε προεχόντως εν όψει του σκοπού που επιδιώκεται με τα επίμαχα μέτρα, της αντιμετωπίσεως δηλαδή επείγουσας δημοσιονομικής ανάγκης (πρβλ. απόφαση Ε.Δ.Δ.Α. James και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 21.2.1986, Νο 8793/79, σκέψη 68). Επίσης, εν όψει του σκοπού, που επιδιώκεται με τα επίμαχα μέτρα, και της φύσεως των μέτρων αυτών, συνισταμένων, κατά τα προεκτεθέντα, σε περιορισμό και όχι στέρηση περιουσιακών δικαιωμάτων, δεν απαιτείτο η πρόβλεψη από το νομοθέτη για τον περιορισμό αυτό αποζημιώσεως (πρβλ., άλλωστε, αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α.: τέως Βασιλέας της Ελλάδας και λοιποί κατά Ελλάδας, της 23.11.2000, Νο 25701/94, σκέψη 89, Ιερές Μονές κατά Ελλάδας, της 9.12.1994, σκέψη 71, James και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 21.2.1986, σκέψη 54). […]

Περαιτέρω, ο λόγος ακυρώσεως περί παραβιάσεως του προστατεύοντος την ανθρώπινη αξία άρθρου 2 του Συντάγματος είναι απορριπτέος εν πάση περιπτώσει ως αβάσιμος, διότι η συνταγματική αυτή διάταξη, όπως, κατά τα προεκτεθέντα, και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, δεν κατοχυρώνει δικαίωμα ορισμένου ύψους αποδοχών ή συντάξεως, εκτός αν συντρέχει περίπτωση διακινδυνεύσεως της αξιοπρεπούς διαβιώσεως […]. Οι αιτούντες, όμως, δεν προβάλλουν με συγκεκριμένους ισχυρισμούς ότι οι επίμαχες περικοπές αποδοχών και συνταξιοδοτικών παροχών, εν όψει του ύψους τους, συνεπάγονται τέτοια διακινδύνευση είτε για τα μέλη των αιτούντων νομικών προσώπων είτε για τα συγκεκριμένα αιτούντα φυσικά πρόσωπα (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. Budina κατά Ρωσίας, της 18.6.2009, Νο 45603/2003, Larioshina κατά Ρωσίας, της 23.4.2002, Νο 56869/00, Florin Huc κατά Ρουμανίας και Γερμανίας, της 1.12.2009, Νο 7269/05).

[…]»

13. Στις 28 Φεβρουαρίου 2012, μια νέα διοικητική απόφαση, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή του νόμου 4024/2011 (συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο – βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015), μείωσε το μισθό της προσφεύγουσας κατά το ποσό των 700 ευρώ επιπλέον, έτσι ώστε οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές της να μειωθούν σε 1.885,79 ευρώ.

 

B. Σχετικό εθνικό δίκαιο και πρακτική

14. Το άρθρο 1 του Ν. 3833/2010 με τον τίτλο «Προστασία της εθνικής οικονομίας – Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης» αφορούσε στη μείωση των μισθών στο δημόσιο τομέα. Στην παράγραφο 2 προβλέπεται ότι τα πάσης φύσεως επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά των λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των Ενόπλων Δυνάμεων, της Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και του Λιμενικού Σώματος μειώθηκαν κατά ποσοστό 12%. Τα επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας μειώθηκαν κατά ποσοστό 30%.

15. Το άρθρο 2 του νόμου προέβλεπε ότι τα προαναφερόμενα επιδόματα, οι αποζημιώσεις και οι αμοιβές δεν μπορούν να υπερβαίνουν αυτές των γενικών γραμματέων των υπουργείων.

16. Το άρθρο 3 του νόμου (εισοδηματική πολιτική έτους 2010) προέβλεπε ότι από την έναρξη ισχύος του νόμου και μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2012, απαγορεύεται η συνομολόγηση ή χορήγηση, με οποιοδήποτε πρόσχημα, αυξήσεων στις κάθε είδους αποδοχές των παραπάνω υπαλλήλων. Εξαιρέθηκαν από την απαγόρευση αυτή οι αυξήσεις αποδοχών που συνδέονται με την οικογενειακή κατάσταση ή τη μισθολογική ή υπηρεσιακή εξέλιξη των υπαλλήλων αυτών, που ήδη προβλέπονται από νόμο, οι κανονιστικές πράξεις, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, οι διαιτητικές αποφάσεις ή οι κανονισμοί εργασίας.

17. Η εισαγωγική έκθεση του νόμου αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής:

«Το νομοσχέδιο που κατατίθεται στη Βουλή για να ψηφιστεί με τη διαδικασία του κατεπείγοντος αποτελεί τη συντονισμένη δράση της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση των πρωτόγνωρων δυσμενών οικονομικών συνθηκών και της μεγαλύτερης δημοσιονομικής κρίσης των τελευταίων δεκαετιών, η οποία έχει κλονίσει την αξιοπιστία της χώρας, έχει υπονομεύσει την προσπάθεια για την κάλυψη των δανειακών αναγκών της και απειλεί σοβαρά την εθνική οικονομία.

Η δεινή θέση των δημόσιων οικονομικών, λόγω του δημόσιου ελλείμματος και του δημόσιου χρέους, που έφθασαν στα υψηλότερα επίπεδα στην ιστορία των δημόσιων οικονομικών της χώρας, σε συνδυασμό με τη χρηματοπιστωτική κρίση που έχει περιορίσει τη ρευστότητα στις διεθνείς αγορές, αλλά και το έλλειμμα αξιοπιστίας που εκθέτει τη χώρας μας σε κερδοσκοπικές επιθέσεις, καθιστούν αναγκαία τη λήψη άμεσων δημοσιονομικών μέτρων, με μείωση των δημοσίων δαπανών και αύξηση των φορολογικών εσόδων.

[…]

Είναι ιστορική ευθύνη και εθνικό χρέος η αντιμετώπιση της κρίσης και η έξοδος από αυτή, ώστε η Χώρα να τεθεί σε τροχιά ανάπτυξης και ευημερίας.

Τα μέτρα που προτείνονται επιβάλλεται να ληφθούν από το Σύνταγμα. Το κράτος δικαιούται και, υπό τις παρούσες δυσμενείς συνθήκες, επιβάλλεται να αξιώσει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους τους για κοινωνική και εθνική αλληλεγγύη (άρθρο 25 παρ.4). Υποχρεούται να λάβει μέτρα για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος […]. Η πραγματικότητα της δημοσιονομικής κατάστασης της Χώρας την οποία κλήθηκε να αντιμετωπίσει η Κυβέρνηση μετά τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009 έχει σε αδρές γραμμές ως εξής:

α) το δημοσιονομικό έλλειμμα ανέρχεται σε ύψος 12,7% του ΑΕΠ (30 δισ. ευρώ),

β) το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης υπερβαίνει το 120% του ΑΕΠ (περίπου 300 δισ. ευρώ), ενώ το χρέος της γενικής κυβέρνησης υπερβαίνει το 113% του ΑΕΠ (άνω των 270 δισ. ευρώ),

γ) οι ετήσιες δαπάνες για τόκους από 9 – 9,5 δισ. ευρώ που ήταν από το 2000 μέχρι το 2008 ξεπερνούν πλέον τα 12 δισ. ευρώ,

δ) οι πρωτογενείς δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού αυξήθηκαν κατά τα τρία τελευταία χρόνια της προηγούμενης κυβέρνησης κατά 50% (20 δισ. ευρώ).

Η δεινή αυτή δημοσιονομική κατάσταση πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα, με σημαντικές τομές και πρωτοβουλίες και με τήρηση των αρχών της ισότητας, της αναλογικότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Κάθε πολίτης καλείται να συμμετέχει στην εθνική αυτή προσπάθεια και ανάλογα με την ικανότητά του να συνεισφέρει στα δημόσια βάρη.

Με το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΠΣΑ), το οποίο εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 16ης Φεβρουαρίου 2010, η Χώρα μας δεσμεύτηκε απέναντι στους πολίτες της και τους ευρωπαίους εταίρους της να επιτύχει τη δημοσιονομική εξυγίανση με συγκεκριμένους στόχους και σε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Οι ρυθμίσεις που προτείνονται με το σχέδιο νόμου υλοποιούν μέρος του σχεδιασμού που περιλαμβάνεται στο ΠΣΑ και ενισχύουν τη δυνατότητα πραγματοποίησής του.

[…]

Οι εγχώριοι παράγοντες κινδύνου, η πιθανότητα μιας μεγαλύτερης ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, αλλά και τα συνεχώς υψηλά επιτόκια και οι πρόσθετοι κίνδυνοι δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου, θέτουν σε κίνδυνο την υλοποίηση των στόχων αυτών και καθιστούν επιτακτική την ανάγκη να εκτελεσθεί απαρέγκλιτα το κυβερνητικό πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής και το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση και ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, με τη λήψη πρόσθετων, αναγκαίων μέτρων.

[…]»

18. Το άρθρο 3 του ν. 3845/2010, με τίτλο «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο»ορίζει ότι τα επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά των δημοσίων υπαλλήλων μειώνονται κατά ένα επιπλέον ποσοστό 8%. Τα επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και διακοπών πλέον ανέρχονται σε 500 ευρώ, 250 ευρώ και 250 ευρώ, αντίστοιχα. Επιπλέον, τα επιδόματα αυτά καταβάλλονται καθόσον το σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του εργαζομένου δεν υπερβαίνει τα 3.000 ευρώ.

19. Το άρθρο μόνο του Ν. 3847/2010, με τίτλο «Επανακαθορισμός των επιδομάτων Χριστουγέννων και Πάσχα και επιδόματος αδείας συνταξιούχων Δημοσίου»προέβλεπε ότι τα εν λόγω επιδόματα χορηγούνται εφόσον ο δικαιούχος έχει υπερβεί το 60ο έτος της ηλικίας του και το συνολικό ποσό της μηνιαίας σύνταξής του δεν υπερβαίνει τα 2.500 ευρώ. Εφεξής τα εν λόγω επιδόματα καθορίστηκαν σε 400 ευρώ για το επίδομα Χριστουγέννων, σε 200 ​​ευρώ για το επίδομα Πάσχα και σε 200 ​​ευρώ για το επίδομα αδείας. Εάν το μηνιαίο ποσό της σύνταξης υπερβαίνει τα 2.500 ευρώ, τα επιδόματα μειώνονται, έτσι ώστε το συνολικό ποσό να αθροίζει σε 2.500 ευρώ.

 

ΑΙΤΙΑΣΕΙΣ

20. Στηριζόμενες στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, οι προσφεύγουσες παραπονιούνται για τη μείωση των μισθών και των συντάξεων που επήλθαν με τους Νόμους 3833/2010, 3845/2010 και 3847/2010. Η δεύτερη προσφεύγουσα επικαλείται επιπλέον παραβίαση του άρθρου 6 § 1, 8, 13, 14 και 17 της Σύμβασης.

 

ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ

21. Οι προσφεύγουσες παραπονιούνται για παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, το οποίο έχει ως εξής:

«Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας αυτού παρά μόνο για λόγους δημοσίας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους.

Οι προαναφερόμενες διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση σε ισχύ Νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθμιση της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιο συμφέρον ή προς εξασφάλιση της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων. »

 

22. Οι προσφεύγουσες υπογραμμίζουν ότι το δικαίωμα όλων όσοι εργάζονται στις δημόσιες υπηρεσίες να λαμβάνουν τον μισθό τους αποτελεί μέρος της περιουσίας τους και εμπίπτει στην προστασία του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Υποστηρίζουν ότι η μείωση των μισθών και των συντάξεων, όπως προβλέπεται από τους νόμους 3833/2010, 3845/2010 και 3847/2010, οι οποίοι εισάγουν μέτρα με μόνιμο και σταθερό χαρακτήρα, καταργούν τα επιδόματα των Χριστουγέννων, του Πάσχα και των διακοπών και μειώνουν κατά 20% το ποσό των ειδικών επιδομάτων τους, συνιστά στέρηση της ιδιοκτησίας.

23. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η έννοια της «δημόσιας ωφέλειας», η οποία αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου Πρωτοκόλλου, δεν καλύπτει το απλό ταμειακό συμφέρον του δημοσίου, τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος ή τη σταθερότητα των δημόσιων οικονομικών. Η επίκληση της δημόσιας ωφέλειας προϋποθέτει εμπεριστατωμένη απόδειξη μέσω οικονομικοτεχνικής μελέτης, η οποία εξετάζει προηγουμένως όλες τις εναλλακτικές λύσεις και όλα τα ηπιότερα μέτρα σε επίπεδο συνεπειών. Η προσφυγή στην στέρηση της ιδιοκτησίας θα πρέπει να θεωρείται ως ύστατη λύση.

24. Οι προαναφερόμενοι νόμοι δεν είναι νόμοι υποδοχής κανόνων διεθνούς δικαίου στην εσωτερική έννομη τάξη. Η ρύθμιση που τέθηκε σε ισχύ είναι αντισυνταγματική επειδή είναι αντίθετη προς τις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές (ισότητα στα δημόσια βάρη, αρχή αναλογικότητας) και προς τα κοινωνικά δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα. Η επίκληση της συγκυρίας του δυσμενούς δημοσιονομικού κινδύνου, όπως ακριβώς και η επίκληση του δημοσίου συμφέροντος, υπονομεύουν την εσωτερική έννομη τάξη και κυρίως την αυξημένη τυπική ισχύ του Συντάγματος και της Συνθήκης έναντι των απλών νόμων. Η αντίθεση αυτής της ρύθμισης στο Σύνταγμα και την Συνθήκη δεν υποσκάπτει μόνο συγκεκριμένες πτυχές των προστατευόμενων εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων αλλά το σύνολο της κοινωνικής πολιτικής του ελληνικού κράτους.

25. Όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας, αυτή υποχρεώνει το νομοθέτη να εξετάζει πριν την ψήφιση των επίδικων μέτρων εάν το αποτέλεσμά τους έχει χαρακτήρα μόνιμο ή προσωρινό, εάν η έκταση και η διάρκεια των τιθέμενων περιορισμών συνάδουν με τον επιδιωκόμενο σκοπό και εάν συνοδεύονται από αντισταθμιστικά μέτρα (όπως για παράδειγμα, τη μείωση των έμμεσων και άμεσων φόρων καθώς και των τιμών των ειδών πρώτης ανάγκης).

26. Η πρώτη προσφεύγουσα υποστηρίζει ειδικότερα ότι παρά το γεγονός ότι ο μισθός της μειώθηκε με μόνιμο τρόπο, δεν έλαβε καμία αποζημίωση γι’ αυτή την στέρηση της ιδιοκτησίας ούτε καμία υπόσχεση προς αποζημίωση αλλά ούτε και αποζημίωση υπό άλλη μορφή – όπως για παράδειγμα μείωση του χρόνου εργασίας ή του επιτοκίου του οφειλόμενου δανείου ή του ποσού της αποπληρωμής του. Εξάλλου, δεν ελήφθη κανένα μέτρο που να της επιτρέπει να αντισταθμίσει αυτή τη στέρηση της ιδιοκτησίας – όπως θα ήταν η δυνατότητα να ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου συγχρόνως με τα καθήκοντά της στην υπηρεσία του Συνηγόρου του Πολίτη. Αντιθέτως, η οικονομική της κατάσταση χειροτερεύει με την υιοθέτηση δυσβάσταχτων οικονομικών μέτρων: επαγγελματικός φόρος ύψους 753,43 ευρώ, έκτακτος φόρος ακίνητης περιουσίας, πρόσθετοι φόροι στο ποσό των 1731 ευρώ βάσει του εισοδήματος του 2012. Στα ανωτέρω προστίθεται η αύξηση των τιμών των αναγκών πρώτης ανάγκης, των καυσίμων και του κόστους των δημοσίων υπηρεσιών. Όλα αυτά τα μέτρα εισάγουν μία δραματική πτώση του επιπέδου της ζωής της.

27. Πιο συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα λάμβανε αρχικά μηνιαίο μισθό ύψους 3.339 ευρώ (οι καθαρές αποδοχές της ανέρχονταν στο ύψος των 2.435,83 ευρώ), εκ των οποίων τα 2.311 ευρώ λάμβανε ως βασικό μισθό, 53 ευρώ ως οικογενειακό επίδομα, 45 ευρώ ως επίδομα ανώτατων σπουδών και 930 ευρώ ως ειδικό επίδομα. Σε αυτά προσθέτονταν το επίδομα του Πάσχα, των Χριστουγέννων και των διακοπών για ποσά που δεν αναφέρονται στην προσφυγή. Μετά την θέση σε ισχύ των νόμων 3833/2010 και 3845/2010, η προσφεύγουσα είδε τις ειδικές αποδοχές της να μειώνονται από 930 σε 752,93 ευρώ και τις αποδοχές των Χριστουγέννων, του Πάσχα και των διακοπών αρχικά να μειώνονται και έπειτα να εξαλείφονται. Επιπλέον, μετά την έκδοση των προαναφερόμενων νόμων, στις 28 Φεβρουαρίου του 2012, μία νέα υπουργική απόφαση, η οποία εκδόθηκε κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδότησης του νόμου 4024/2011, μείωσε τον μισθό της προσφεύγουσας επιπλέον 700 ευρώ, έτσι ώστε ο καθαρός μηνιαίος μισθός της να βρεθεί μειωμένος στο ύψος των 1885,79 ευρώ.

28. Η δεύτερη προσφεύγουσα παραπονείται ότι η επίδικη νομοθεσία εισάγει τις ίδιες μειώσεις για όλους τους δημοσίους υπαλλήλους ανεξάρτητα από το επίπεδο των αποδοχών τους. Ειδικότερα, η μείωση των επιδομάτων των δημοσίων υπαλλήλων και η κατάργηση του 13ου και 14ου μισθολογικού μήνα έπληξαν αδιακρίτως υψηλά και χαμηλά εισοδήματα. Παρομοίως, η μείωση του 13ου και 14ου συνταξιοδοτικού μήνα των συνταξιούχων δημοσίων υπαλλήλων έπληξε με τον ίδιο τρόπο τόσο αυτούς που λαμβάνουν χαμηλές συντάξεις όσο και αυτούς που λαμβάνουν 2500 ευρώ το μήνα. Επιπλέον, αυτές οι συντάξεις καταργήθηκαν πλήρως για τους συνταξιούχους κάτω των 60 ετών.

29. Λαμβάνοντας υπόψη την συνάφεια των υποθέσεων σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά και το πρόβλημα του περιεχομένου που θέτουν, το Δικαστήριο κρίνει αναγκαία την συνεκδίκασή τους και αποφασίζει να τις εξετάσει από κοινού σε μία και ενιαία απόφαση.

30. Καταρχάς, το ερώτημα που τίθεται είναι εάν η δεύτερη προσφεύγουσα έχει την ιδιότητα του «θύματος» σύμφωνα με το άρθρο 34 της Συνθήκης. Ωστόσο, το Δικαστήριο εκτιμά ότι δεν είναι αναγκαίο να τοποθετηθεί επί του ζητήματος, διότι, ακόμα και εάν υποτεθεί ότι η δεύτερη προσφεύγουσα είχε την ιδιότητα του «θύματος», οι αντιρρήσεις της είναι σε κάθε περίπτωση απαράδεκτες για τους λόγους που εκτίθενται παρακάτω.

31. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι τα Κράτη μέλη της Συνθήκης χαίρουν ευρείας διακριτικής ευχέρειας σχετικά με τον καθορισμό της κοινωνικής τους πολιτικής. Οι νομοθετικές ρυθμίσεις για την εξισορρόπηση των εσόδων και των δαπανών του Κράτους προϋποθέτουν τακτική επανεξέταση πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι εθνικές αρχές βρίσκονται σε πολύ καλύτερη θέση σε σχέση με ένα διεθνές δικαστήριο ώστε να επιλέξουν τα πιο κατάλληλα μέσα προς την επίτευξη του σκοπού αυτού και σέβεται τις επιλογές τους, εκτός εάν προδήλως στερούνται εύλογης αιτίας (Terrazi S.r.L κατά Ιταλίας υπ’ αρ. 27265/95, 17 Οκτωβρίου 2002, Wieczorek κατά Πολωνίας, υπ αρ. 18176/05, 8 Δεκεμβρίου 2009, Jahn κλπ κατά Γερμανίας υπ΄αρ. 46720/99, 72203/01 και 72552/01,CEDH 2005-VI, Mihaies και Sentes κατά Ρουμανίας υπ’ αρ. 44232/11, 44605/11, 6 Δεκεμβρίου 2011 και Frimu κλπ κατά Ρουμανίας υπ’ αρ. 45312/11, 45581/11, 45583/11, 45587/11, 45588/11, σκ. 40, 7 Φεβρουαρίου 2012, σκ. 42). Αυτή η ευρεία διακριτική ευχέρεια των εθνικών αρχών διευρύνεται περισσότερο στα επίδικα ζητήματα, τα οποία αφορούν τον καθορισμό των προτεραιοτήτων σχετικά με την κατανομή των περιορισμένων πηγών του Κράτους (OReilyκλπ κατά Ιρλανδίας υπ αρ. 54725/2000, 28 Φεβρουαρίου 2002, Pentiacova κλπ κατά Μολδαβίας υπ’ αρ. 14462/03, 4 Ιανουαρίου 2005 και Huc κατά Ρουμανίας και Γερμανίας υπ’ αρ. 7269/05, σκ 64, 1 Δεκεμβρίου 2009).

32. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι αρχές που εφαρμόζονται γενικά σε υποθέσεις που αφορούν το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου εφαρμόζονται και σε ζητήματα σχετικά με μισθούς και κοινωνικές παροχές (βλ. Mutatis mutandis, Stummer κατά Αυστρίας υπ’ αρ. 37452/02, σκ. 82, 7 Ιουλίου 2011). Το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου απαιτεί, πριν και πάνω απ’ όλα, οποιαδήποτε επέμβαση δημόσιας εξουσίας στην απόλαυση του δικαιώματος του σεβασμού της περιουσίας να είναι νόμιμη και να εξυπηρετεί το νόμιμο σκοπό της «δημόσιας ωφέλειας». Μία τέτοια επέμβαση πρέπει να είναι ανάλογη με το νόμιμο σκοπό που εξυπηρετεί, δηλαδή να ιδρύει μία δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις του γενικού δημοσίου συμφέροντος και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου. Τέτοια ισορροπία δεν επιτυγχάνεται εάν το άτομο υποβάλλεται σε υπερβολική επιβάρυνση(Khoniakina κατά Γεωργίας υπ’ αρ. 17767/08, σκ. 70, 19 Ιουνίου 2012).

33. Επιπλέον, το άρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου Πρωτοκόλλου δεν μπορεί να ερμηνευθεί με τρόπο που να αναγνωρίζει δικαίωμα σε ένα συγκεκριμένο ποσό σύνταξης (βλ. κυρίως Skorkiewicz κατά Πολωνίας, υπ’ αρ. 39860/98, 1η Ιουνίου 1999, Jancovic κατά Κροατίας, υπ’ αρ. 43440/98, CEDH 2000-X, Kunaκατά Γερμανίας υπ’ αρ. 52449/99, CEDH-2001. BlancoCallejas κατά Ισπανίας , υπ’ αρ. 64100/00, 18 Ιουνίου 2002, Maggio κλπ κατά Ιταλίας, υπ’ αρ. 46286/09, 52851/08, 53727/08,54486/08 και 56001/08, σκ. 55, 31 Μαίου 2011, Valkov κλπ κατά Βουλγαρίας υπ’ αρ. 2033/04, 25 Οκτωβρίου 2011, Frimu κλπ κατά Ρουμανίας, σκ. 40, όπ.αν.) ή σε ένα συγκεκριμένο ποσό αμοιβής (Panfile κατά Ρουμανίας υπ’ αρ. 13902/11, σκ. 18 , 20 Μαρτίου 2012).

34. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι περιορισμοί που εισάγονται από την επίμαχη νομοθεσία δεν πρέπει να νοηθούν ως «στέρηση της ιδιοκτησίας», όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, αλλά μάλλον ως επέμβαση στην απόλαυση του δικαιώματος του σεβασμού της περιουσίας κατά την έννοια της πρώτης παραγράφου του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (Kjartan Asmmundsson κατά Ισλανδίας, υπ΄αρ. 60669/00, σκ. 40, CEDH 2004-IX, Wieczorek, όπ. π., σκ. 61, Valkov κλπ κατά Βουλγαρίας, υπ’ αρ. 2033/04, 19125/04, 19475/04, 19490/04, 19497/04, 24729/04, 171/05 και 2041/05, σκ. 88, 25 Οκτωβρίου 2011, όπ. επ., mutate smutandis, Mauriceκατά Γαλλίας υπ’ αρ. 11810/03, σκ. 67-71 και 79, CEDH 2005-IX, Draon κατά Γαλλίας υπ’ αρ. 1513/03, σκ. 70-72, 6 Οκτωβρίου 2005 και Hasani κατά Κροατίας υπ΄ αρ. 20844/09, 30 Σεπτεμβρίου 2010).

35. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η επέμβαση προβλεπόταν από τον νόμο, δηλαδή από τους νόμους 3833/2010 και 3845/2010.

36. Προκειμένου να εκτιμήσει τον χαρακτήρα της δημόσιας ωφέλειας των επίδικων μέτρων, το Δικαστήριο αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στην αιτιολογική έκθεση του νόμου 3833/2010 καθώς και στο σκεπτικό της απόφασης με αριθμό 668/2012 του Συμβουλίου της Επικρατείας.

37. Το Δικαστήριο επισημαίνει, πρώτον, ότι η υιοθέτηση των προσβαλλόμενων μέτρων είναι δικαιολογημένη από την ύπαρξη μίας χωρίς προηγούμενο εξαιρετικής κρίσης στην σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας. Όπως αναφέρει η αιτιολογική έκθεση του νόμου 3833/2010, πρόκειται για «την πιο μεγάλη κρίση των δημόσιων οικονομικών της τελευταίας δεκαετίας», κρίση η οποία «έχει υπονομεύσει την αξιοπιστία της χώρας, την προσπάθεια να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των πιστώσεων της και απειλεί σοβαρά την εθνική οικονομία». Η έκθεση αναφέρει ότι η έξοδος από την κρίση ήταν «ιστορική ευθύνη και εθνικό καθήκον» και ότι η Ελλάδα είχε δεσμευθεί στο να «επιτύχει την δημοσιονομική εξυγίανση βάσει στόχων και μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο» (βλ. ανωτ. παρ. 17).

38. Το Συμβούλιο της Επικρατείας αναφέρει επίσης στην απόφασή του με αριθμό 668/2010 ότι η μείωση των αποδοχών, επιδομάτων, δώρων και συντάξεων των εργαζομένων στις δημόσιες υπηρεσίες, που αποφασίσθηκε βάσει των προαναφερομένων νόμων, αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο, στο σύνολό του, σχεδιάστηκε για να αντιμετωπίσει την επείγουσα ανάγκη για χρηματοδότηση της χώρας και να βελτιώσει την οικονομική και χρηματοπιστωτική της κατάσταση για το μέλλον. Οι στόχοι αυτοί είναι γενικού συμφέροντος και συμπίπτουν επίσης με αυτούς των Κρατών Μελών της ζώνης του ευρώ, λαμβάνουν υπόψη την υποχρέωση δημοσιονομικής πειθαρχίας και διατήρησης της σταθερότητας στη ζώνη του ευρώ, όπως καθορίζονται από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από τη φύση τους, τα μέτρα αυτά θα συμβάλλουν στην άμεση μείωση των δημοσίων δαπανών (β. ανωτ. παρ. 12).

39. Σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η έννοια της «δημόσιας ωφέλειας» είναι από τη φύση της ευρεία. Όπως έχει ήδη επισημανθεί, η έκδοση νόμων που αφορούν την εξισορρόπηση μεταξύ των εσόδων και των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού προϋποθέτει τακτική επανεξέταση πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών ζητημάτων και ο νομοθέτης διαθέτει μεγάλα περιθώρια για να ασκήσει οικονομική και κοινωνική πολιτική. Το Δικαστήριο σέβεται ως εκ τούτου τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τις απαιτήσεις της «δημόσιας ωφέλειας», εκτός εάν η απόφασή του στερείται πλήρως λογικής βάσης ( (Jahn κλπ, όπ. π. , σκ. 91, Zvolsky και Zvolska κατά Τσεχίας υπ’ αρ. 46129/99, σκ. 67 τέλος, CEDH 2002-IX και Mihaies και Sentes, βλ. αν., σκ 19). Δεδομένου ότι διακυβεύονται ζητήματα γενικής πολιτικής, πάνω στα οποία είναι λογικό να υπάρχουν έντονες αποκλίσεις μέσα σε ένα δημοκρατικό κράτος, είναι απαραίτητο να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στο ρόλο αυτού που παίρνει τις εθνικές αποφάσεις (Jamesκλπ κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση 21ης Φεβρουαρίου 1986 Α αρ. 98, σελ. 32. Σκ. 46, όπ. και Valkovκλπ, όπ.π., σκ. 92).

40. Το Δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι εκτός από τα μέτρα μισθολογικής φύσης που λήφθηκαν με τους νόμους 3833/2010 και 3845/2010, και άλλα μέτρα εισήχθησαν από άλλους νόμους όπως, μεταξύ άλλων, για την εγκαθίδρυση της φορολογικής δικαιοσύνης και την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, για την αναμόρφωση του συστήματος εθνικής ασφάλισης και της συνταξιοδότησης των δημοσίων υπαλλήλων, την αναθεώρηση των διαδικασιών βεβαίωσης και ελέγχου των δημοσίων οικονομικών, του ανοίγματος κάποιων κλειστών επαγγελμάτων και την εξυγίανση των δημοσίων επιχειρήσεων.

41. Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα προηγούμενα, το Δικαστήριο δεν έχει λόγο να αμφιβάλλει ότι, αποφασίζοντας τη μείωση των αποδοχών και των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων, ο νομοθέτης εξυπηρετούσε λόγους δημοσίας ωφέλειας.

42. Μένει να καθορισθεί εάν διατηρήθηκε δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις του γενικού δημοσίου συμφέροντος και τις επιταγές της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων της πρώτης προσφεύγουσας και των μελών της δεύτερης προσφεύγουσας.

43. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι ο νόμος 3833/2010 μείωσε κατά 12% τις αποδοχές και τις συντάξεις όλων όσοι εργάζονται ή εργάσθηκαν στον δημόσιο τομέα. Ο νόμος 3845/2010, ο οποίος εκδόθηκε δύο μήνες αργότερα, μείωσε επιπλέον τις αποδοχές και τις συντάξεις κατά 8% και έφερε τα επιδόματα των Χριστουγέννων, του Πάσχα και των διακοπών στο ποσό των 500, 250 και 250 ευρώ αντίστοιχα, εισάγοντας την επιπλέον προϋπόθεση να μην υπερβαίνει το συνολικό λαμβανόμενο μηνιαίο εισόδημα το ποσό των 3000 ευρώ. Τα προβλεπόμενα από το νόμο 3845/2010 μέτρα κρίθηκαν αναγκαία από το νομοθέτη, με δεδομένο το γεγονός ότι τα μέτρα που λήφθηκαν με τον προηγούμενο νόμο 3833/2010 κρίθηκαν ανεπαρκή να αντιμετωπίσουν την πληγείσα οικονομική κατάσταση της χώρας.

44. Το Δικαστήριο αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στο σκεπτικό της απόφασης της 20ης Φεβρουαρίου 2012 του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο απέρριψε πολλούς προβαλλόμενους ισχυρισμούς αναφορικά με την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας για τα επίδικα μέτρα. Πιο συγκεκριμένα, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι ο μη προσωρινός χαρακτήρας της μείωσης των μισθών και των συντάξεων ήταν δικαιολογημένος, διότι ο σκοπός του νομοθέτη ήταν όχι μόνο να ανταπεξέλθει στην οξεία δημοσιονομική κρίση προς στιγμή, αλλά επίσης και να εξυγιάνει τα δημόσια οικονομικά του κράτους με τρόπο βιώσιμο. Αναφέρθηκε, επίσης, στη νομολογία του Δικαστηρίου, σχετικά με τη μείωση των μισθών και των συντάξεων, στη μείωση την οποία ακολούθησαν πολλά κράτη μέσα στο ίδιο πλαίσιο της γενικής οικονομικής κρίσης. Τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι οι προσφεύγουσες ενώπιον του δεν επικαλέστηκαν με έναν συγκεκριμένο τρόπο ότι η κατάστασή τους έχει επιδεινωθεί σε τέτοιο σημείο που η ύπαρξή τους να τίθεται σε κίνδυνο.

45. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η πρώτη προσφεύγουσα παράσχει λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα εισοδήματά της πριν την θέση σε ισχύ των νόμων 3833/2010 και 3845/2010, μετά τη θέση σε ισχύ καθώς και έπειτα από την υπουργική απόφαση που εκδόθηκε κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδότησης του νόμου 4024/2011. Αποδείχθηκε με αυτόν τον τρόπο ότι ο καθαρός μισθός της μετατράπηκε από 2435,83 ευρώ σε 1889,79 ευρώ (παράγραφοι 9 και 13 παραπάνω).

46. Το Δικαστήριο κρίνει ότι η μείωση του μισθού της πρώτης προσφεύγουσας δεν είναι σε τέτοιο επίπεδο που να την εκθέτει σε κακουχίες ασυμβίβαστες με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω και το ειδικό πλαίσιο της κρίσης μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα, η επίδικη παρέμβαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επιβαρύνει υπερβολικά την προσφεύγουσα.

47. Όσον αφορά την αναλογικότητα των επίδικων μέτρων σχετικά με τους μισθούς και τις συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων, μελών της δεύτερης προσφεύγουσας, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αναφερθεί παρά μόνο στο ίδιο το κείμενο του μνημονίου. Σύμφωνα με το κείμενο, από τη μία πλευρά, η κατάργηση του 13ου και 14ου συνταξιοδοτικού μήνα αντισταθμίζεται για όσους λαμβάνουν κάτω από 2500 ευρώ το μήνα με τη δημιουργία ενός ενιαίου δώρου των 800 ευρώ το έτος. Από την άλλη πλευρά, αν και η καταβολή του 13ου και 14ου μισθολογικού μήνα καταργήθηκε για όλους τους μισθούς, προβλέφθηκε ένα ετήσιο δώρο των 1000 ευρώ, το οποίο χρηματοδοτείται από τη μείωση των επιδομάτων που υπολογίζονται για τους υψηλούς μισθούς. Αυτό το δώρο δημιουργήθηκε για να προστατεύσει τα στρώματα του πληθυσμού με χαμηλά εισοδήματα (τα άτομα που λαμβάνουν κάτω από 3000 ευρώ το μήνα) ( παράγραφος 6 παραπάνω).

48. Όσον αφορά τις εναλλακτικές λύσεις, η πιθανή ύπαρξή τους δεν μπορεί να χαρακτηρίσει ως αδικαιολόγητη την εν λόγω νομοθεσία. Δεδομένου ότι ο νομοθέτης δεν υπερέβη τα όρια της ευρείας διακριτικής του ευχέρειας, το Δικαστήριο δεν μπορεί να πει εάν επέλεξε να μεταχειριστεί με τον καλύτερο τρόπο το πρόβλημα ή αν θα έπρεπε να διαχειριστεί την εξουσία του διαφορετικά (Jamesκλπ, οπ. π., σκ. 51 και J.A. Pye (Oxford) Ltdκατά Ηνωμένου Βασιλείου υπ’ αρ. 44302/02, σκ. 45, 15 Νοεμβρίου 2005).

49. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο εκτιμά ότι η αιτίαση σχετικά με το άρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου Πρωτοκόλλου είναι προδήλως αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 35 παρ. 3 α) και 4 της Συνθήκης.

50. Όσον αφορά τις αιτιάσεις σχετικά με τα άρθρα 6,8,13,14 και 17 της Συνθήκης που τέθηκαν από την δεύτερη προσφεύγουσα, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που έχει στη διάθεσή της και στο μέτρο που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση των προβαλλόμενων ισχυρισμών, το Δικαστήριο δεν αναγνωρίζει καμία ένδειξη παραβίασης των δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνονται σ’ αυτά τα άρθρα. Το Δικαστήριο καταλήγει επομένως στο ότι αυτό το τμήμα της προσφυγής είναι προδήλως αβάσιμο και πρέπει να απορριφθεί κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 35 παρ. 3 α) και 4 της Συνθήκης.

 

Γι΄ αυτούς τους λόγους το Δικαστήριο ομόφωνα

 

Συνενώνει τις προσφυγές

 

Κηρύσσει τις προσφυγές απαράδεκτες

 

 

AndreWampachIsabelleBerroLefevre

GreffieradjointPresidente

 

 

 

 

Μετάφραση:

Τσουκαλίδου Εύα

Χριστοφορίδου Στυλιανή

 

 

 

 

 

 

 

 

Σημείωμα Χριστοφορίδου Στυλιανή:

Υπόψη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου τέθηκε το ζήτημα της μείωσης των μισθών και συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων, η οποία επήλθε με τους νόμους 3833/2010, 3845/2010 και 3847/2010.

Οι προσφεύγουσες ισχυρίστηκαν ότι οι ως άνω μειώσεις, σε συνδυασμό με την κατάργηση των επιδομάτων των Χριστουγέννων, του Πάσχα και των διακοπών, συνιστούν στέρηση της ιδιοκτησίας, με αποτέλεσμα να παραβιάζουν το δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.

Το Δικαστήριο δεν διέκρινε μεταξύ ειδικών επιδομάτων και κύριου βασικού μισθού ή σύνταξης, αλλά τα αντιμετώπισε ως ενιαίο σύνολο. Ακολούθως, δεν τα ενέταξε στο αυστηρό προστατευτικό πλαίσιο της στέρησης της ιδιοκτησίας, αλλά θεώρησε ότι οι εν λόγω μειώσεις αποτελούν παρέμβαση στην απόλαυση του δικαιώματος του σεβασμού της περιουσίας. Μένοντας πιστό στην πάγια νομολογία του, υπενθύμισε ότι το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου δεν αναγνωρίζει δικαίωμα σε συγκεκριμένο ποσό σύνταξης ή αμοιβής. Κατόπιν, και αφού προηγουμένως αποδέχτηκε ότι οι μειώσεις γίνονται για λόγους δημόσιας ωφέλειας, δεδομένης της υπάρχουσας οικονομικής συγκυρίας, προέβη σε έλεγχο αναλογικότητας και έκρινε ότι τηρήθηκε η δίκαιη ισορροπία μεταξύ της προαναφερομένης και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Προκειμένου να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα, έλαβε υπόψη τόσο τις σχετικές αιτιολογικές εκθέσεις, όσο και την απόφαση ΣτΕ 668/2012.

Είναι γεγονός ότι η απόφαση του ΕΔΔΑ ήταν λίγο ή πολύ αναμενόμενη, λόγω της πάγιας θέσης που έχει αναπτύξει στο υπό κρίση πεδίο. Ωστόσο, στο σκεπτικό του θέτει δύο πολύ σημαντικά θέματα, τα οποία αξίζει να μας απασχολήσουν.

Η εξεταζόμενη υπόθεση, και ιδίως με τον τρόπο που τέθηκε, απέκτησε έντονα πολιτικό χαρακτήρα. Το ΕΔΔΑ, μάλιστα, αντιλαμβανόμενο τις σφοδρές εσωτερικές πολιτικές διαμάχες, οι οποίες αποτυπώθηκαν ευκρινώς στους ισχυρισμούς των προσφευγουσών, αισθάνθηκε την ανάγκη να τονίσει το αυτονόητο, ότι δηλαδή σε ένα δημοκρατικό κράτος είναι λογικό να υπάρχουν έντονες αποκλίσεις σε ζητήματα γενικής πολιτικής.

Πιο αναλυτικά, το πολιτικό στοιχείο της υπόθεσης προκύπτει τόσο από το γεγονός ότι προσέφυγε η ΑΔΕΔΥ, συνδικαλιστική οργάνωση, εκ μέρους όλων των μελών της όσο και από το γεγονός ότι η τελευταία συμπεριέλαβε στους ισχυρισμούς της γενικές τοποθετήσεις, όπως για παράδειγμα ότι οι εν λόγω νομοθετικές ρυθμίσεις υποσκάπτουν «το σύνολο της κοινωνικής πολιτικής του ελληνικού κράτους».

Η αγωνία της δεύτερης προσφεύγουσας για την προστασία των μελών της με χαμηλά εισοδήματα είναι εμφανής από το σύνολο της επιχειρηματολογίας που αναπτύχθηκε και σαφώς εύλογη. Η αφηρημένη τοποθέτησή της, όμως, σε συνδυασμό με τη λογική αντίφαση που περικλείει το γεγονός ότι προσέφυγε εκ μέρους όλων των μελών της, δηλαδή τόσο αυτών που έχουν υψηλά εισοδήματα όσο και αυτών που έχουν χαμηλά, μετατοπίζει το κέντρο ενδιαφέροντος από το νομικό ζητούμενο που είναι η αναζήτηση του προσβαλλόμενου δικαιώματος εξαιτίας μίας νομοθετικής ρύθμισης σε μία συγκεκριμένη υπόθεση, στο γενικότερο πολιτικό διακύβευμα, που είναι η αμφισβήτηση γενικά της νομοθετικής επιλογής αυτή καθαυτή. Το τελευταίο είχε ως περαιτέρω συνέπεια να οδηγήσει το Δικαστήριο σε «αυτοπεριορισμό», διότι διαφορετικά θα έπρεπε να ελέγξει το σύνολο των νομοθετικών ρυθμίσεων και τις επιπτώσεις τους στο σύνολο των προσώπων που απευθύνονται με κίνδυνο να υποκαταστήσει το νομοθέτη στις πολιτικές του επιλογές.

Αυτός είναι, άλλωστε, και ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο δεν παρέλειψε να υπενθυμίσει ότι ο καθορισμός της κοινωνικής πολιτικής και των προτεραιοτήτων σχετικά με την κατανομή των περιορισμένων δημόσιων πόρων ανήκει στην ευρεία διακριτική ευχέρεια του Κράτους Μέλους, χωρίς αυτό βεβαίως να σημαίνει ότι το ίδιο δεν δικαιούται να ελέγξει τις νομοθετικές αυτές επιλογές. Αν και δεν δικαιούται να προχωρήσει σε αφηρημένο έλεγχο των κυβερνητικών επιλογών σε σχέση με τις διατάξεις τις Συνθήκης και των Πρόσθετων Πρωτοκόλλων, είναι πάντως αρμόδιο να ελέγξει εάν οι επιλογές αυτές υποβάλλουν «το άτομο σε υπερβολική επιβάρυνση». Η θέση του Δικαστηρίου για in concreto εξέταση των σχετικών ζητημάτων προκύπτει και από την τελευταία πρόταση της σκέψης με αρ. 44. Αναφερόμενο και στις δύο προσφεύγουσες και αποδεχόμενο την άποψη του ΣτΕ, λέει ότι «δεν επικαλέστηκαν με έναν συγκεκριμένο τρόπο ότι η κατάστασή τους έχει επιδεινωθεί σε τέτοιο σημείο που η ύπαρξή τους να τίθεται σε κίνδυνο». Η επίκληση σαφούς και ορισμένου τρόπου, ο οποίος επιπροσθέτως θέτει υπό διακινδύνευση το θύμα, θα διευκόλυνε τον έλεγχο του Δικαστηρίου και θα τον αποφόρτιζε από την πολιτική του βαρύτητα. Η τελευταία σκέψη αφορά και την πρώτη προσφεύγουσα, η οποία ομολογουμένως τοποθετήθηκε με πιο συγκεκριμένο τρόπο, και μας οδηγεί στο δεύτερο πολύ ενδιαφέρον ζήτημα.

Το δικαίωμα στην αξιοπρεπή διαβίωση για το οποίο έγινε λόγος πρώτη φορά στην απόφαση ΣτΕ 668/2012, και το οποίο εμφανίζεται σε διεθνείς συνθήκες υπό τη μορφή του ελάχιστου ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης, αναφορικά με την κατοχύρωση του ελάχιστου βασικού μισθού, φαίνεται ότι αναγνωρίζεται και σε σχέση με τα περιουσιακά δικαιώματα που προστατεύει το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Τα περιουσιακά δικαιώματα, και ιδίως αυτό της ιδιοκτησίας, προσεγγίζονται κατά κύριο λόγο από τη φιλελεύθερη σκοπιά και έχουν το νόημα της προστασίας της ατομικής ιδιοκτησίας από αυθαίρετες κρατικές επεμβάσεις. Πλέον, και δεδομένου ότι το εν λόγω άρθρο περιλαμβάνει στο αντικείμενο προστασίας του και ενοχικές αξιώσεις, όπως οι μισθοί και οι συντάξεις ως κατεξοχήν μέσα βιοπορισμού, τα ως άνω δικαιώματα προσλαμβάνουν και έντονο κοινωνικό περιεχόμενο.

Αν και το Δικαστήριο τόνισε πολλές φορές ότι η κοινωνική πολιτική είναι υπόθεση των κυβερνώντων, φρόντισε να θέσει ουκ ολίγες φορές την επιταγή της μη εξαθλίωσης, θέτοντας το συγκεκριμένο ζήτημα ως απώτατο όριο της διακριτικής ευχέρειας των Κρατών Μελών. Πιο συγκεκριμένα, στη σκέψη 32 αναφέρεται σε υπερβολική επιβάρυνση, στη σκέψη 44 υιοθετεί τη θέση του ΣτΕ ότι η ύπαρξη των ατόμων δεν πρέπει να τίθεται σε κίνδυνο και τέλος, στη σκέψη 46 κάνει λόγο για «κακουχίες ασυμβίβαστες με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου». Τα συγκεκριμένα obiter dicta μας επιτρέπουν να συναγάγουμε ότι, παρόλο που το δικαστήριο δεν αναγνωρίζει, όπως έχει επανειλημμένα τονίσει, δικαίωμα σε ένα συγκεκριμένο ποσό αποδοχών, εμμέσως υπονοεί ότι ένα μίνιμουμ ποσό ικανό να εξασφαλίσει στο άτομο το δικαίωμα της αξιοπρεπούς διαβίωσης αποτελεί το έσχατο απαραβίαστο όριο των μειώσεων. Η σκέψη αυτή ωστόσο δεν αρθρώνεται ρητά και δεν συνοδεύεται από τα κριτήρια βάσει των οποίων το Δικαστήριο θα κατέφασκε τέτοιου είδους παραβίαση.

Σε κάθε περίπτωση, το σημαντικό είναι ότι από την συνδυασμένη ανάγνωση των σχετικών αποφάσεων του ΣτΕ και του ΕΔΔΑ αναδύεται ένα δικαίωμα το οποίο μέχρι τώρα, τουλάχιστον σε εθνικό επίπεδο, δεν ήταν στην πρώτη γραμμή. Το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης, ή ενός ελάχιστου εισοδήματος, μοιάζει να είναι το ultimum refugium των ατόμων και ταυτόχρονα, το ακραίο όριο των νομοθετικών επιλογών. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι ένα τέτοιο δικαίωμα πηγάζει από το άρθρο 2 του Συντάγματος και άρα, ως ειδική έκφανση της υποχρέωσης του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, έχει ως φορέα τον «καθένα» και ενεργοποιείται ως κανόνας προστασίας για κάθε άτομο που πλησιάζει τα όρια της εξαθλίωσης. Με μια τέτοια ερμηνεία, η θεμελιώδης αρχή της ανθρώπινης αξίας συνδέεται με και δίνει νέα πνοή στην έννοια της κοινωνικής αλληλεγγύης και δικαιοσύνης.

Εν κατακλείδι, το ΕΔΔΑ έθεσε, σιωπηρά αλλά με σαφήνεια, ως προϋπόθεση για μελλοντικές υποθέσεις την επίκληση συγκεκριμένης κατάστασης, η οποία αφενός θα του επιτρέπει να προβεί σε συγκεκριμένο έλεγχο, αφετέρου θα θέτει σε διακινδύνευση την αξιοπρεπή διαβίωση του ατόμου.

Η πρόταση ίδρυσης συνταγματικού δικαστηρίου υπό το πρίσμα της εξέλιξης των σχέσεων μεταξύ εθνικού και ενωσιακού δικαίου

Κωνσταντίνου Θ. Γιαννακόπουλου Επίκουρου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι τυχόν υιοθέτηση της πρότασης, που τίθεται και πάλι, για την ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου στη χώρα μας δεν φαίνεται να συνάδει με την εξέλιξη των σχέσεων μεταξύ του εθνικού και του ενωσιακού δικαίου. Η παραπάνω θέση στηρίζεται στην ανάλυση, αφενός, της επίδρασης που ασκεί το δίκαιο της Ένωσης στην οργάνωση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και, αφετέρου, της κρίσης του θεσμού του συνταγματικού δικαστηρίου που επιτείνεται εξαιτίας της επίδρασης αυτής. Από την παραπάνω ανάλυση προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι τυχόν συγκέντρωση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων σε ένα συνταγματικό δικαστήριο θα βρισκόταν καταρχήν σε αντίρροπη –και, μάλλον, συγκρουσιακή– τροχιά προς την τροχιά ανάπτυξης του διάχυτου ελέγχου της συμβατότητας των νόμων με το ενωσιακό δίκαιο, προς την οποία συντονίζεται σχεδόν απολύτως το ισχύον ελληνικό σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητάς τους. Άλλωστε, σε πολύ μεγάλο βαθμό, η παραπάνω συγκέντρωση του ελέγχου συνταγματικότητας θα ήταν αλυσιτελής, αν ληφθούν υπόψη ιδίως οι περιπτώσεις αποκλεισμού αυτού του ελέγχου και οι δυνατότητες υποκατάστασής του από τον έλεγχο συμβατότητας που παρέχει το δίκαιο της Ένωσης στα τακτικά εθνικά δικαστήρια.

(Προδημοσίευση από τον συλλογικό τόμο «Η πρόκληση της Αναθεώρησης του Συντάγματος», ΙΣΤΑΜΕ «Ανδρέας Παπανδρέου», 2013)

Η πολυδιάστατη κρίση που μαστίζει τη χώρα μας δεν οφείλεται στο ισχύον εθνικό Σύνταγμα. Ενδεχόμενη δε νέα αναθεώρηση του τελευταίου δεν αποτελεί λύση στα υπάρχοντα προβλήματα, τα οποία αφορούν πρωτίστως την πραγματική λειτουργία και όχι τον σχεδιασμό των θεσμών. Εντούτοις, η πολιτική εξουσία, προσπαθώντας να επιβιώσει μέσα στις συμπληγάδες της συγκυρίας, φαίνεται να αναζητεί σε μία νέα συνταγματική αναθεώρηση ένα άλλοθι, μία θεσμική περαίωση των όποιων ευθυνών της και μία νέα πίστωση χρόνου για την προσαρμογή της στους όποιους καινούργιους θεσμούς προκύψουν από την αναθεώρηση αυτή.

Δεν πρόκειται για ένα νέο φαινόμενο. Κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, περιόδου κατά την οποία οι συνταγματικοί θεσμοί εμφάνισαν μία πρωτόγνωρη κανονικότητα, η αδυναμία της πολιτικής εξουσίας να αναπτύξει αξιόλογο και αξιόπιστο έργο εντός των θεμελιωδών κανόνων, συχνά την οδήγησε να μετατρέπει σε πρόταγμα της δράσης της την μεταβολή των κανόνων αυτών. Τούτο μπορεί να εξηγηθεί, εκτός των άλλων, από την εντύπωση που επικρατεί μεταξύ των πολιτικών ότι, στην πράξη, η συνταγματική αναθεώρηση αποτελεί ένα –ίσως το τελευταίο– πεδίο ελεύθερης δράσης της πολιτικής εξουσίας, το οποίο δεν υπάγεται στον δικαστικό έλεγχο που έχει επιβάλει δραστικούς περιορισμούς στην άσκηση της νομοθετικής και της εκτελεστικής λειτουργίας. Έτσι, ιδίως στους πολιτικούς, η συνταγματική αναθεώρηση φαντάζει ως ένα ανέλεγκτο πεδίο δράσης, μέσω του οποίου μπορεί να διαρρυθμίζεται κατά το δοκούν και ο ίδιος ο δικαστικός έλεγχος της δράσης των κρατικών οργάνων. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι, κυρίως μετά το 1986, η πολιτική εξουσία, σπεύδοντας να ενεργοποιήσει τη διαδικασία αναθεώρησης, κάθε φορά που της το επιτρέπει το άρθρο 110 του Συντάγματος, προβάλλει, ως επωδό, την ανάγκη μεταρρυθμίσεων στη δικαιοσύνη και, μεταξύ αυτών, την ειδικότερη ανάγκη ίδρυσης συνταγματικού δικαστηρίου στο οποίο θα συγκεντρωθεί –με τον έναν ή τον άλλο τρόπο[2]– ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων[3].

Ωστόσο, μέσα σε αυτόν τον αναθεωρητικό οίστρο, ο οποίος μάλιστα εμφανίζεται αντιστρόφως ανάλογος προς το εύρος της υφιστάμενης συναίνεσης, η πολιτική εξουσία μάλλον παραγνωρίζει ότι η αναθεωρητική λειτουργία δεν αποτελεί δικαστικώς ανέλεγκτο πεδίο δράσης[4]. Κι αν τα εθνικά δικαστήρια απλώς επισήμαναν χωρίς να υλοποιήσουν, μέχρι στιγμής, τη δυνατότητα δικαστικού ελέγχου της, ως συντεταγμένης λειτουργίας[5], δεν συνέβη το ίδιο με το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Οι πολύ γνωστές υποθέσεις του «βασικού μετόχου»[6] και του «επαγγελματικού ασυμβίβαστου»[7] κατέδειξαν ότι η συνταγματική αναθεώρηση οριοθετείται τόσο από το ενωσιακό δίκαιο όσο και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Η δε πολιτική εξουσία οφείλει να παίρνει στα σοβαρά τις επιταγές, ιδίως, του δικαίου της Ένωσης, διότι, όπως κρίθηκε, στην υπόθεση Αγγελιδάκη που αφορούσε τους συμβασιούχους του Δημοσίου, «όλες οι αρχές των κρατών μελών έχουν την υποχρέωση να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου (…), ακόμη και όταν οι αρχές αυτές προβαίνουν σε αναθεώρηση του Συντάγματος»[8].

Σκοπός της παρούσας εισήγησης είναι να αναδείξει ότι τυχόν υιοθέτηση της πρότασης, που τίθεται και πάλι, για την ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου στη χώρα μας, στο οποίο επιδιώκεται να συγκεντρωθεί –εκτός των άλλων– ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων[9], δεν φαίνεται να συνάδει με την εξέλιξη των σχέσεων μεταξύ του εθνικού και του ενωσιακού δικαίου. Προς τον σκοπό αυτόν, δεν θα επαναλάβω τη γνωστή αντιπαράθεση επιχειρημάτων υπέρ του διάχυτου ή του συγκεντρωμένου ελέγχου, η οποία, κατά τις ουσιώδεις πτυχές της, παραμένει μάλλον αναλλοίωτη από τον μεσοπόλεμο μέχρι σήμερα[10]. Θα εστιάσω την ανάλυσή μου, αφενός, στην επίδραση που ασκεί το ενωσιακό δίκαιο στην οργάνωση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων (Ι) και, αφετέρου, στην κρίση του θεσμού του συνταγματικού δικαστηρίου που επιτείνεται εξαιτίας της επίδρασης αυτής (ΙΙ).     

Ι. Η επίδραση του ενωσιακού δικαίου στην οργάνωση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων

Η διεκδίκηση εκ μέρους της έννομης τάξης της Ένωσης του ελέγχου της θεμελιακότητας κάθε ευρωπαϊκού ή εθνικού κανόνα δικαίου οδήγησε στη διαμόρφωση ενός συστήματος διάχυτου, παρεμπίπτοντος και συγκεκριμένου ελέγχου της συμβατότητας των εθνικών νόμων με το ενωσιακό δίκαιο. Το σύστημα αυτό συνοψίστηκε από το ΔΕΚ στην απόφαση Simmental, στην οποία έγινε δεκτό ότι «κάθε εθνικός δικαστής που επιλαμβάνεται αρμοδίως μίας διαφοράς έχει την υποχρέωση να εφαρμόζει στο ακέραιο το κοινοτικό δίκαιο και να προστατεύει τα δικαιώματα τα οποία αυτό απονέμει στους ιδιώτες, αφήνοντας ανεφάρμοστη κάθε ενδεχομένως αντίθετη διάταξη του εθνικού δικαίου, είτε προγενέστερη είτε μεταγενέστερη του κανόνα του κοινοτικού δικαίου»[11].

Το εν λόγω σύστημα δικαστικού ελέγχου της συμβατότητας των νόμων επηρεάζει τα διάφορα συστήματα περισσότερο ή λιγότερο συγκεντρωμένου δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων που ισχύουν σε διάφορα κράτη μέλη. Βεβαίως, στο πλαίσιο της λεγόμενης «δικονομικής αυτονομίας» των κρατών μελών[12], το δίκαιο της Ένωσης αποδέχεται ότι σε κάθε κράτος μέλος ανήκει να καθορίζει αν θα υπάρχει στην εθνική έννομη τάξη του έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων και, αν ναι, ποια θα είναι τα αρμόδια δικαστήρια και ποιες οι διαδικαστικές λεπτομέρειες για την άσκηση αυτού του ελέγχου[13]. Εντούτοις, αυτή η καταρχήν ουδετερότητα του δικαίου της Ένωσης απέναντι στο σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας που μπορεί να ισχύει σε ένα κράτος μέλος αίρεται, μεταξύ άλλων, όταν η λειτουργία του εν λόγω συστήματος θέτει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα του διάχυτου ελέγχου της συμβατότητας των εθνικών κανόνων με το ενωσιακό δίκαιο ή την αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που πηγάζουν από το ίδιο δίκαιο[14].

Στο πλαίσιο αυτό, το δίκαιο της Ένωσης, προασπίζοντας τη δυνατότητα ευθέος και άμεσου διαλόγου κάθε εθνικού δικαστή με το ΔΕΕ και αποσυνδέοντας την ενεργοποίηση του ελέγχου της συμβατότητας των νόμων από την ολοκλήρωση του ελέγχου της συνταγματικότητάς τους, καταρχήν ευνοεί την αποκέντρωση του ελέγχου συνταγματικότητας και απαγορεύει την υποχρεωτική και απόλυτη προτεραιότητά του απέναντι στον έλεγχο συμβατότητας[15].

Συναφώς, το ενωσιακό δίκαιο μπορεί να φτάσει σε σημείο να καταστήσει αλυσιτελή ή και να απαγορεύσει τον έλεγχο συνταγματικότητας ενός νόμου, όπως συμβαίνει όταν ο νόμος αυτός έχει κριθεί από το ΔΕΕ ως αντίθετος προς το ενωσιακό δίκαιο[16] ή όταν πρόκειται για νόμο που μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο σαφείς και ανεπιφύλακτους κανόνες του παράγωγου δικαίου της Ένωσης[17].

Εξάλλου, όταν κατά ορισμένων νομοθετικών διατάξεων προβάλλονται ταυτοχρόνως αιτιάσεις αντισυνταγματικότητας και ασυμβατότητας προς το ενωσιακό δίκαιο, ο έλεγχος της συμβατότητας των διατάξεων αυτών που πρέπει να ασκείται από κάθε εθνικό δικαστήριο μπορεί να υποκαταστήσει τον έλεγχο συνταγματικότητάς τους[18]. Οι περιπτώσεις δε στις οποίες είναι δυνατή μια τέτοια υποκατάσταση είναι πλέον πολυάριθμες, αν ληφθεί υπόψη, αφενός, ότι ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης, ο οποίος περιλαμβάνει διατάξεις παρόμοιες προς τις συνταγματικές διατάξεις που κατοχυρώνουν θεμελιώδη δικαιώματα, έχει καταστεί τμήμα του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου[19] και, αφετέρου, ότι, στις χώρες που βρίσκονται ή θα βρίσκονται υπό καθεστώς «Μνημονίου», όπως η Ελλάδα, η συντριπτική πλειοψηφία των νομοθετικών μέτρων αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης πλαισιώνεται από αποφάσεις του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που λαμβάνονται δυνάμει των άρθρων 129 και 136 ΣΛΕΕ[20].

Ενόψει των προαναφερθέντων, το ενωσιακό δίκαιο παρακινεί τα κράτη μέλη να εισαγάγουν ή να διατηρήσουν τον παρεμπίπτοντα έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων, καθιστώντας, παραλλήλως, λιγότερο ελκυστική την εφαρμογή εθνικών μηχανισμών συγκέντρωσης του δικαστικού ελέγχου των νόμων[21]. Για παράδειγμα, στη μεν Γαλλία, η ανάπτυξη του ελέγχου της συμβατότητας των νόμων από τα τακτικά δικαστήρια, ο οποίος είχε φτάσει να υποκαταστήσει, στην πράξη, τον ελλείποντα κατασταλτικό έλεγχο συνταγματικότητας, συνηγόρησε στη σχετική αποκέντρωση με τη θέσπιση, για πρώτη φορά, ενός κατασταλτικού και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων το 2008[22]. Στη δε Ελλάδα, ο έλεγχος της συμβατότητας των νόμων προς το ευρωπαϊκό δίκαιο αντιστάθμισε την τάση συγκέντρωσης του ελέγχου συνταγματικότητάς τους στις Ολομέλειες των ανώτατων δικαστηρίων με τη ρύθμιση της παρ. 5 του άρθρου 100 Σ., την οποία εισήγαγε η αναθεώρηση του 2001[23]. Εξάλλου, η όποια ανάγκη διασφάλισης ταχύτερου[24] και ενδεχομένως ευθέος[25] δικαστικού ελέγχου των νόμων, που προκύπτει και υπό την επίδραση του ενωσιακού δικαίου, δεν οδηγεί υποχρεωτικώς στη θέσπιση ενός συνταγματικού δικαστηρίου, καθώς μπορεί να εξυπηρετηθεί, σε ικανοποιητικό βαθμό, ακόμη και στο πλαίσιο του συστήματος διάχυτου ελέγχου που ισχύει στη χώρα μας, ιδίως κατόπιν των προσαρμογών που έχουν γίνει στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας[26], των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων της διοικητικής δικονομίας, κυρίως με τον Ν. 3900/2010[27], και μίας αναγκαίας περαιτέρω οργανωτικής βελτίωσης όλων των τακτικών δικαστηρίων[28]. Περαιτέρω, η πρόβλεψη προληπτικού ελέγχου συνταγματικότητας που θα επέκτεινε, κατά τρόπο ασφαλέστερο, και τον έλεγχο της τυπικής συνταγματικότητας, ο οποίος σε ορισμένες περιπτώσεις επιβάλλεται από το δίκαιο της Ένωσης[29], θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί απλώς με σχετική επέκταση των αρμοδιοτήτων του ΑΕΔ, χωρίς να ανατραπεί ο υφιστάμενος διάχυτος κατασταλτικός έλεγχος[30].

Την ίδια στιγμή, το δίκαιο της Ένωσης ασκεί πιέσεις αποκέντρωσης του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων και στα κράτη μέλη που έχουν παράδοση στη συγκέντρωση αυτού του ελέγχου σε ένα συνταγματικό δικαστήριο. Οι εξωγενείς αυτές πιέσεις, οι οποίες συνδέονται, κατά κύριο λόγο, με τη δυνατότητα υποκατάστασης του ελέγχου συνταγματικότητας από τον έλεγχο συμβατότητας με το δίκαιο της Ένωσης ή την ΕΣΔΑ, συντονίζονται με τις ενδογενείς ροπές αποκέντρωσης του ελέγχου συνταγματικότητας που ασκούνται στα παραπάνω κράτη και κλονίζουν τον ίδιο τον θεσμό του συνταγματικού δικαστηρίου, ο οποίος έχει προβληθεί ως το σημαντικότερο, ίσως, δημιούργημα του συνταγματισμού τον 20ό αιώνα.

ΙΙ. Η κρίση του θεσμού του συνταγματικού δικαστηρίου

Η ιστορική μεταβολή της σύλληψης του εθνικού Συντάγματος προς την κατεύθυνση ενός θεμελιώδους νόμου ο οποίος προστατεύει όχι μόνον αρμοδιότητες κρατικών οργάνων, αλλά και θεμελιώδη δικαιώματα, είχε ως αποτέλεσμα το Σύνταγμα να πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται από κάθε δικαστή[31]. Έτσι, ακόμη και στα συστήματα συγκεντρωτικού ελέγχου συνταγματικότητας, οι τακτικοί δικαστές, οι οποίοι καλούνται να διασφαλίζουν την τήρηση του Συντάγματος και να εντοπίζουν τα ζητήματα αντισυνταγματικότητας που κανονικώς πρέπει να παραπεμφθούν προς επίλυση στο συνταγματικό δικαστήριο, συμμετέχουν στην ερμηνεία και στην εφαρμογή του Συντάγματος με αποτέλεσμα, συχνά, το έργο τους να ανταγωνίζεται ή ακόμη και να υποκαθιστά εκείνο του συνταγματικού δικαστηρίου. Οι τακτικοί δικαστές έχουν τη δυνατότητα υποκατάστασης του ελέγχου συνταγματικότητας από τη σύμφωνη προς το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε ερμηνείες «διορθωτικές» ή «τροποποιητικές» του νόμου[32]. Εξάλλου, πολλές φορές οι τακτικοί δικαστές αποφεύγουν να απευθυνθούν στο οικείο συνταγματικό δικαστήριο, προκειμένου να αποφύγουν είτε την καθυστέρηση της επίλυσης των σχετικών ζητημάτων αντισυνταγματικότητας είτε την αμφισβήτηση νομολογιακών τους παραδοχών ως προς την ερμηνεία των νόμων[33]. Στο πλαίσιο αυτό, τα συνταγματικά δικαστήρια καλούνται πλέον να ελέγχουν, εκτός από τους νόμους, και τον ακτιβισμό των τακτικών δικαστηρίων και, πάντως, να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τις ερμηνευτικές παραδοχές των τελευταίων, όπως καταδεικνύει, με παραδειγματικό τρόπο, η ιταλική θεωρία του «ζωντανού δικαίου» (« diritto vivente »), σύμφωνα με την οποία το ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο ελέγχει τη συνταγματικότητα της νομοθεσίας όπως αυτή ερμηνεύεται από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της χώρας[34].

Ο διάχυτος έλεγχος της συμβατότητας των εθνικών νόμων με το δίκαιο της Ένωσης ενισχύει περαιτέρω τον θεσμικό ρόλο των τακτικών δικαστηρίων ως προς τον έλεγχο των εθνικών νόμων. Όπως επισημαίνει ο V. Ferreres Comella, «[τ]α συνταγματικά δικαστήρια  έχουν χάσει το γενικό μονοπώλιο επί των νόμων. Τα τακτικά δικαστήρια μπορούν πλέον να τους ελέγχουν υπό το κοινοτικό δίκαιο. Η αποδοχή της νομολογίας Simmenthal μοιάζει με έγκλημα εσχάτης προδοσίας απέναντι στην Κελσενιανή τάξη πραγμάτων! Ειρωνικώς, εδώ έχουμε ένα Ευρωπαϊκό υπερεθνικό δικαστήριο που έχει ‘αμερικανοποιήσει’ την πρακτική του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων στα διάφορα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης»[35].

Στο πλαίσιο αυτό, δεν τίθεται καταρχήν ζήτημα παραμερισμού του θεσμού του συνταγματικού δικαστηρίου, εκεί όπου ήδη ισχύει, διότι εξακολουθεί να κυριαρχεί η δυσπιστία απέναντι στους τακτικούς δικαστές και στη χειραφέτηση του δικαστικού από τον πολιτικό έλεγχο των νόμων. Συναφώς, παραμένει κυρίαρχη η αντίληψη ότι τα συνταγματικά δικαστήρια είναι σε θέση να εγγυηθούν την ασφάλεια δικαίου και να αντιμετωπίσουν καλύτερα τα –θεωρούμενα ως μη αμιγώς νομικά– ζητήματα αντισυνταγματικότητας των νόμων, κυρίως λόγω της σύνθεσης και της οργάνωσης των εν λόγω δικαστηρίων, καθώς επίσης λόγω της ικανότητάς τους να εγγυηθούν τις δημοκρατικές αξίες, ιδίως εφόσον μπορούν να αναπτύσσουν έναν άμεσο και συγκροτημένο διάλογο με την κυβερνητική πλειοψηφία που παρίσταται ενώπιόν τους[36]. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, επισημαίνεται με έμφαση ότι η λειτουργία των συγκεντρωτικών συστημάτων ελέγχων και των οικείων συνταγματικών δικαστηρίων πρέπει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, κατά τρόπο ώστε ο έλεγχος συνταγματικότητας να μπορέσει να συντονιστεί με τον έλεγχο συμβατότητας. Προς τον σκοπό αυτόν, προτείνεται, καταρχάς, ένας βαθμός αποκέντρωσης του ελέγχου συνταγματικότητας με την αναγνώριση στα τακτικά δικαστήρια της αρμοδιότητας να εφαρμόζουν άμεσα τα νομολογιακά προηγούμενα του συνταγματικού δικαστηρίου· στη συνέχεια, το δικαστήριο αυτό να τροφοδοτεί με ερμηνευτικές οδηγίες τα τακτικά δικαστήρια· ακολούθως, το ίδιο δικαστήριο να παρεμβαίνει στον έλεγχο συμβατότητας, στις περιπτώσεις στις οποίες το ΔΕΕ, απαντώντας σε προδικαστικά ερωτήματα, αφήνει σχετική διακριτική ευχέρεια στον εθνικό δικαστή· τέλος, το συνταγματικό δικαστήριο να αναλαμβάνει τον συντονισμό του διαλόγου με το ΔΕΕ στις εξαιρετικές περιπτώσεις σύγκρουσης εθνικού συντάγματος και ενωσιακού δικαίου[37].

Όλες, όμως, αυτές οι προσπάθειες συντονισμού μεταξύ ελέγχου συνταγματικότητας και ελέγχου συμβατότητας στα συγκεντρωτικά συστήματα ελέγχου είναι περιορισμένης αποτελεσματικότητας, μολονότι τα συνταγματικά δικαστήρια δεν διστάζουν πλέον να θέσουν προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ[38]. Καθώς κάθε εθνικός δικαστής βαρύνεται με την υποχρέωση σύμφωνης προς το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας του εθνικού δικαίου και ο δικαστής της ουσίας μίας υπόθεσης παραμένει ο πλέον κατάλληλος να υποβάλλει χρήσιμα προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ, αφού προηγουμένως έχει επιλύσει όλα τα τεθέντα ζητήματα εθνικού δικαίου, ο έλεγχος συνταγματικότητας διαπλέκεται με τον έλεγχο συμβατότητας τόσο στενά, ώστε πλέον σκόπιμο είναι, σε κάθε υπόθεση, οι δύο έλεγχοι να ασκούνται από τον ίδιο δικαστή. Αντιθέτως, η συγκέντρωση του ελέγχου συνταγματικότητας σε ένα συνταγματικό δικαστήριο οδηγεί καταρχήν στην ανάθεση καθενός από τους δύο ελέγχους σε διακριτές δικαιοδοσίες, με αποτέλεσμα τη σύγχυσή τους, την αύξηση των πιθανοτήτων έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων και, πάντως, την υπέρμετρη καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης, κυρίως λόγω της σύνθετης γεωμετρίας που εμφανίζουν οι πιθανοί συνδυασμοί της άσκησης προδικαστικών ερωτημάτων προς το συνταγματικό δικαστήριο και προς το ΔΕΕ, όταν τίθενται ταυτοχρόνως ζητήματα αντισυνταγματικότητας και ασυμβατότητας της ίδιας νομοθετικής διάταξης[39].

Σε περίπτωση, λοιπόν, ίδρυσης συνταγματικού δικαστηρίου στη χώρα μας, η αναμενόμενη υποχρεωτική συγκέντρωση του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στο δικαστήριο αυτό θα αναιρούσε την ισχύουσα σύμπτωση στο πρόσωπο του ίδιου δικαστή των δύο μορφών δικαστικού ελέγχου των νόμων, του ελέγχου συνταγματικότητας και του ελέγχου συμβατότητας[40]. Το γεγονός αυτό όχι μόνον δεν θα βελτίωνε τη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ της εθνικής έννομης τάξης και της έννομης τάξης της Ένωσης, όπως υποστηρίζουν όσοι τάσσονται υπέρ της ίδρυσης συνταγματικού δικαστηρίου[41], αλλά θα γεννούσε τους προαναφερθέντες κινδύνους ως προς την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα και των δύο παραπάνω μορφών ελέγχου[42]. Σε κάθε περίπτωση, θα έφερνε σε τροχιά σύγκρουσης με το ενωσιακό δίκαιο το ισχύον σύστημα διάχυτου, παρεμπίπτοντος και συγκεκριμένου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, το οποίο, για εντελώς διαφορετικούς θεσμικούς και ιστορικούς λόγους, εμφανίζει[43] και διατηρεί[44] τα ίδια χαρακτηριστικά με το σύστημα ελέγχου της συμβατότητας των εθνικών νόμων με το δίκαιο της Ένωσης.

Άλλωστε, φαίνεται ότι, στο παρόν στάδιο εξέλιξης των σχέσεων μεταξύ του εθνικού και του ενωσιακού δικαίου, ένα συνταγματικό δικαστήριο πολύ δύσκολα μπορεί να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό του ΔΕΕ και των τακτικών εθνικών δικαστηρίων. Και τούτο, πρωτίστως διότι η δυνατότητα των τακτικών δικαστηρίων ενός κράτους μέλους να βρίσκονται σε ευθεία συνεργασία με το ΔΕΕ δεν θα επέτρεπε εύκολα σε συνταγματικό δικαστήριο του ίδιου κράτους να μονοπωλήσει τον διάλογο μεταξύ εθνικών δικαστηρίων και ΔΕΕ. Συναφώς, η νομολογία του ΔΕΕ δεν διευκολύνει τα συνταγματικά δικαστήρια να παρεμβαίνουν στον διάλογο που αναπτύσσεται μεταξύ τακτικών δικαστηρίων και ΔΕΕ, καθώς εξακολουθεί να γίνεται παγίως δεκτό ότι ο προαιρετικός χαρακτήρας της υποβολής ενός προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ είναι ανεξάρτητος από τους όρους υπό τους οποίους ο εθνικός δικαστής υποχρεούται, βάσει του εθνικού δικαίου, να μην εφαρμόζει εθνική διάταξη την οποία κρίνει αντισυνταγματική[45]. Εξάλλου, το ΔΕΕ κάνει δεκτό ότι η υποχρέωση εφαρμογής του  δικαίου της Ένωσης απελευθερώνει τους τακτικούς δικαστές από την όποια δεσμευτικότητα προσδίδει στις αποφάσεις του συνταγματικού δικαστηρίου το εθνικό δίκαιο. Όπως κρίθηκε ρητώς στην υπόθεση Križan, «το άρθρο 267 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι εθνικό δικαστήριο, όπως το αιτούν δικαστήριο, έχει την υποχρέωση να υποβάλει αυτεπαγγέλτως στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ακόμη και όταν αποφαίνεται κατόπιν αναπομπής μετά την αναίρεση της πρώτης αποφάσεώς του από το συνταγματικό δικαστήριο του οικείου κράτους μέλους και ακόμη και όταν εθνικός κανόνας επιβάλλει σε αυτό να λύσει τη διαφορά ακολουθώντας τη νομική θέση που διατυπώθηκε από το τελευταίο δικαστήριο»[46].

Στο πλαίσιο αυτό, η διάκριση της δικαιοδοσίας ελέγχου συνταγματικότητας από τη δικαιοδοσία ελέγχου συμβατότητας δημιουργεί σημαντικές θεσμικές εντάσεις μεταξύ των εμπλεκόμενων δικαιοδοτικών οργάνων. Τούτο αναδείχτηκε στην έντονη αντιπαράθεση που είχαν, στη Γαλλία, η Cour de cassation με το Conseil constitutionnel στην υπόθεση Melki και Abdeli, με αποτέλεσμα το γαλλικό Συνταγματικό Συμβούλιο να υποχρεωθεί να συνομολογήσει τα όρια των αρμοδιοτήτων του[47]. Ακόμη πιο χαρακτηριστική ήταν, στην Τσεχία, η περίπτωση  της υπόθεσης Landtová, στην οποία τα προδικαστικά ερωτήματα που έθεσε στο ΔΕΕ το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Τσεχίας, υπερασπιζόμενο τη νομολογία του απέναντι στη νομολογία του Συνταγματικού Δικαστηρίου της ίδιας χώρας, δημιούργησαν ένταση στις σχέσεις μεταξύ του εν λόγω Συνταγματικού Δικαστηρίου και του ΔΕΕ. Στο πλαίσιο αυτής της έντασης, το τσέχικο Συνταγματικό Δικαστήριο,με απόφασή του στις 31.1.2012, έγινε το πρώτο τέτοιο δικαστήριο στην Ευρώπη που αρνήθηκε να εφαρμόσει απόφαση του ΔΕΕ, επικαλούμενο τη διασφάλιση της εθνικής συνταγματικής ταυτότητας[48]. Μετά από αυτό, όμως, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Τσεχίας υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ (υπόθεση C-253/12) εάν «[α]παγορεύει το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε εθνικό δικαστήριο, το οποίο είναι το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο του κράτους μέλους και του οποίου οι αποφάσεις είναι αμετάκλητες, να δεσμεύεται, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, από τη νομολογία του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Τσεχικής Δημοκρατίας, σε περίπτωση που η νομολογία δεν είναι συμβατή με τη νομοθεσία της Ένωσης, όπως ερμηνεύεται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης»[49]. Επιπλέον, στην Πορτογαλία, το γεγονός ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο, με την απόφαση 353/2012, επιλήφθηκε του ελέγχου της συνταγματικότητας των μέτρων λιτότητας, κρίνοντας τα μεν αντισυνταγματικά αλλά επιτρέποντας τη συνέχισή της εφαρμογής τους[50], δεν εμπόδισε το Εργατοδικείο του Πόρτο (Tribunal do Trabalho do Porto) να αποστείλει προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ (υποθέσεις C-128/12 και C-264/12) σχετικά με τη συμβατότητα των μέτρων αυτών με τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης[51]. Τέλος, ακόμη και το Συνταγματικό Δικαστήριο της ισχυρής Γερμανίας έχει δεχτεί τα βέλη της νομολογίας του ΔΕΕ, το οποίο, στην απόφαση Winner Wetten έκρινε ότι τα γερμανικά τακτικά δικαστήρια που κρίνουν ότι η νομοθεσία σχετικά με το μονοπώλιο στοιχημάτων επί αθλητικών αναμετρήσεων είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης, δεν δεσμεύονται από την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου να διατηρήσει μεταβατικώς τα αποτελέσματα της νομοθεσίας αυτής[52].

Σε τελική ανάλυση, ως πλέον κρίσιμη ενδεχόμενη συνεισφορά ενός συνταγματικού δικαστηρίου στη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ του εθνικού δικαίου και του δικαίου της Ένωσης θα μπορούσε να θεωρηθεί πρωτίστως η συγκρότηση μίας οργανωμένης συνταγματικής πολιτικής για την προβολή αντιπεριορισμών στη διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στο πλαίσιο του παραδείγματος συνταγματικού πλουραλισμού που φαίνεται να επικρατεί, τα τελευταία χρόνια, στις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών. Αυτή η συνταγματική πολιτική, όμως, η οποία στηρίζεται κυρίως στην επίκληση της προστασίας της εθνικής συνταγματικής ταυτότητας ως αντίβαρου στην εφαρμογή της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης[53], ενέχει και αναπαράγει κατ’ουσίαν μία συγκρουσιακή αντίληψη των σχέσεων μεταξύ της εθνικής και της ενωσιακής έννομης τάξης. Τούτο φάνηκε σαφώς από το γεγονός ότι, ενώ, στη νομολογία του Conseil constitutionnelκαι του Bundesverfassungsgericht, η παραπάνω επίκληση λειτουργεί, μέχρι στιγμής, στην πράξη, ως απλή επιφύλαξη[54], στην προαναφερθείσα υπόθεση Landtová, ενώπιον του τσέχικου Συνταγματικού Δικαστηρίου, έφτασε να μετατραπεί σε βάση ευθείας σύγκρουσης μεταξύ του εθνικού και του ενωσιακού δικαίου. Στην Ελλάδα, η απουσία συγκέντρωσης του δικαστικού ελέγχου των νόμων σε ένα συνταγματικό δικαστήριο εξηγεί, ως έναν βαθμό, την μη επίκληση από τους εθνικούς δικαστές της προστασίας της εθνικής συνταγματικής ταυτότητας απέναντι στην υπεροχή του δικαίου της Ένωσης[55] και τη διαμόρφωση μίας φιλοευρωπαϊκής συνταγματικής πολιτικής, ο πυρήνας της οποίας διατυπώθηκε στην απόφαση 3470/2011 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας ως «υποχρέωση εναρμόνισης των συνταγματικών διατάξεων με τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου»[56].  Συνεπώς, και για τον λόγο αυτόν, τυχόν ίδρυση ενός συνταγματικού δικαστηρίου μάλλον θα διαμόρφωνε θεσμικές συνθήκες ανατροπής αυτής της φιλοευρωπαϊκής πολιτικής και έντασης μεταξύ του εθνικού και του ενωσιακού δικαίου. Η δε αποδοχή της διαμόρφωσης τέτοιων συνθηκών, ιδίως στο πλαίσιο της κρίσης που διέρχεται η χώρα, δεν μπορεί να θεωρηθεί εύκολη στρατηγική επιλογή, ούτε για όσους ευελπιστούν ότι, μέσω ενός συνταγματικού δικαστηρίου, τελικώς θα διευκολύνεται η νομιμοποίηση των αποφάσεων της πολιτικής εξουσίας.

*     *     *

Η προηγηθείσα ανάλυση έδειξε ότι, στην παρούσα συγκυρία, η ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου στη χώρα μας δεν φαίνεται να είναι σκόπιμη. Από τη σκοπιά της εθνικής έννομης τάξης, η προοπτική μίας τέτοιας ίδρυσης ανακαλεί πάντοτε τις επισημάνσεις του Α. Σβώλου, ο οποίος, ήδη από το 1927, είχε τονίσει, ως προς την αρμοδιότητα δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, ότι «το λογικώτερον, απλούστερον και χρησιμώτερον πάντων είναι η προκείμενη αρμοδιότης να ανήκη εις πάντα τα δικαστήρια της χώρας, ιδίως διότι θα εξασφαλίση εις πάντα διάδικον πολίτην την ευχέρειαν να υπεραπισθή εννόμως το Σύνταγμα· ο δε αποκλεισμός της ευχερείας ταύτης ‘ανοίγει μίαν των θυρών δι’ ων εισέρχεται εις τα Κράτη η απολυταρχία’ (Gneist). Επομένως, μία των εγγυήσεων της Δημοκρατίας είναι και αυτή»[57]. Σε κάθε περίπτωση, όμως, από την ιδιαίτερη και πολύ σημαντική σκοπιά των σχέσεων του εθνικού με το ενωσιακό δίκαιο, τυχόν συγκέντρωση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων με την ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου θα βρισκόταν καταρχήν σε αντίρροπη –και, μάλλον, συγκρουσιακή– τροχιά προς την τροχιά ανάπτυξης του διάχυτου ελέγχου της συμβατότητας των ίδιων νόμων με το δίκαιο της Ένωσης, προς την οποία συντονίζεται σχεδόν απολύτως το ισχύον ελληνικό σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητάς τους. Άλλωστε, σε πολύ μεγάλο βαθμό, η παραπάνω συγκέντρωση του ελέγχου συνταγματικότητας θα ήταν αλυσιτελής, ιδίως αν ληφθούν υπόψη οι περιπτώσεις αποκλεισμού αυτού του ελέγχου και οι δυνατότητες υποκατάστασής του από τον έλεγχο συμβατότητας που παρέχει το δίκαιο της Ένωσης στα τακτικά εθνικά δικαστήρια.

 

Θα μπορούσε, λοιπόν, κανείς να υποστηρίξει ότι, υπό το πρίσμα της επίδρασης του ενωσιακού δικαίου στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, η ίδρυση ενός συνταγματικού δικαστηρίου αποτελεί μία –αν όχι ξεπερασμένη, τουλάχιστον– σοβαρώς αμφισβητούμενη επιλογή. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η εμμονή στην πρόταση αυτή είναι μάλλον ένδειξη μίας στρεβλής θεσμικής εξωστρέφειας. Από τη μία, αυτή η εμμονή αναπαράγει μία χαμηλή θεσμική αυτοεκτίμηση, στο πλαίσιο της οποίας αναζητείται, με κάθε τρόπο, η προσαρμογή της ελληνικής έννομης τάξης στα κυρίαρχα αλλοδαπά πρότυπα και αποφεύγεται η υπεράσπιση στοιχείων της εθνικής συνταγματικής παράδοσης, ακόμη και όταν τα στοιχεία αυτά, όπως συμβαίνει με τον διάχυτο έλεγχο συνταγματικότητας, συνάδουν απολύτως με την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Από την άλλη, το μείζον διακύβευμα, σήμερα, δεν είναι η μεταρρύθμιση της συνταγματικής δικαιοσύνης με σκοπό την ανάπτυξη μίας εθνικής συνταγματικής πολιτικής που θα αντιπαρατεθεί με την ενωσιακή έννομη τάξη. Κρίσιμη είναι η εξάντληση των περιθωρίων συγκρότησης μίας νέας συνταγματικής πολιτικής, τόσο σε εθνικό όσο και σε ενωσιακό επίπεδο, προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης μίας κοινής και βιώσιμης συνταγματικής δομής, με πράγματι αυστηρούς θεμελιώδεις κανόνες που διασφαλίζουν ένα αξιόπιστο, φιλελεύθερο και κοινωνικό Κράτος Δικαίου.

 

 

 

 


[1] Το κείμενο αποδίδει την εισήγηση του συγγραφέα στην επιστημονική διημερίδα του Ινστιτούτου Στρατηγικών και Αναπτυξιακών Μελετών (ΙΣΤΑΜΕ) «Ανδρέας Παπανδρέου», που πραγματοποιήθηκε, στις 25-26.2.2013, στην Αθήνα, με θέμα «Η πρόκληση της Αναθεώρησης του Συντάγματος».

 

[2] Πρβλ., ως προς τα διάφορα συστήματα συγκεντρωμένου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Κ. Γιαννακόπουλου, Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2013, ιδίως αρ. 31 επ..

 

[3] Για μία ιστορική αναδρομή στις σχετικές προτάσεις, βλ. Κ. Χρυσόγονου, Παρόν και μέλλον της συνταγματικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα, in Ε. Βενιζέλου – Κ. Χρυσόγονου, Το πρόβλημα της συνταγματικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2006, σ. 49 επ., ιδίως σ. 102 επ., Α. Μανιτάκη, Η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου στις συμπληγάδες της συνταγματικής και της κοινής δικαιοσύνης, in  Α. Μανιτάκη – Α. Φωτιάδου (επιμ.), Το Συνταγματικό Δικαστήριο σε ένα σύστημα παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2008, σ. 67 επ.. Βλ. και Χ. Τσιλιώτη, Η πρόταση για ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Ελλάδα: Τομή στο ελληνικό σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων ή «ώδινεν όρος και έτεκε μυν»;, ΕφημΔΔ 2/2007, σ. 241 επ..

 

[4] Ως προς την αποδοχή της δυνατότητας δικαστικού ελέγχου της συνταγματικής αναθεώρησης, βλ. Α. Σβώλου, Η αναθεώρησις του Συντάγματος, Η Θέμις, Αθήναι 1933, σ. 112 επ., Α. Μάνεση, Η αναθεώρηση του Συντάγματος (συμβολή εις την ερμηνείαν του άρθρου 108), in του ιδίου, Συνταγματική Θεωρία και Πράξη (1954-1979), Ι, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 1980,  σ. 118 επ., ιδίως σ. 174 επ., Α. Μανιτάκη, Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Ι, Θεμελιώδεις Έννοιες, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2004, σ. 330 επ., Π. Παυλόπουλου, Η συνταγματική κατοχύρωση της αιτήσεως ακυρώσεως. Μια σύγχρονη έποψη του κράτους δικαίου, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1982, σ. 39, του ιδίου, Τα όρια της αναθεώρησης του Συντάγματος ως προς τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, in Εταιρία Δικαστικών Μελετών, Συμβολές ΙΙ – Εισηγήσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος: Συνταγματικό Δικαστήριο – Δικαστική Εξουσία, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1998, σ. 67 επ., ιδίως σ. 71, Φ. Σπυρόπουλου, Εισαγωγή στο Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2006, σ. 154 επ., του ιδίου, Δικαστικός έλεγχος των interna corporis (άρθρο 28 παρ. 2 και 3 Σ), ΤοΣ 2012, σ. 143 επ., ιδίως σ. 144-145, Ε. Βενιζέλου, Τα όρια της αναθεώρησης του Συντάγματος 1975, Εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 251 επ., του ιδίου, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, αναθεωρημένη έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2008, σ. 67 επ., Π. Παραρά, Οι περιορισμένες εξουσίες της Αναθεωρητικής Βουλής, ΤοΣ 1993, σ. 311 επ., Αθ. Ράικου, Γενική Πολιτειολογία & Συνταγματικό Δίκαιο, Οργανωτικό Μέρος ΙΙ, 4η έκδοση, Οργανωτικό Μέρος ΙΙ, 4η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σ. 327, Φ. Βασιλόγιαννη – Β. Βουτσάκη, Προκαταρκτικά ζητήµατα της αναθεώρησης του συντάγµατος, in Γ. Παπαδημητρίου (επιμ.), Αναθεώρηση του Συντάγματος και εκσυγχρονισμός των θεσμών, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2000, σ. 3 επ.. Ως προς την αμφισβήτηση της δυνατότητας δικαστικού ελέγχου της συνταγματικής αναθεώρησης, βλ. Κ. Χρυσόγονου, Σκέψεις για τη δικαστική αντιμετώπιση της αναθεώρησης του Συντάγματος, ΤοΣ 1997, σ. 229 επ., Ξ. Κοντιάδη, Η Αναθεώρηση του Συντάγματος, Ι. Μεθοδολογικά θεμέλια. Συμβολή στη συνταγματική θεωρία της πλουραλιστικής δημοκρατίας, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2000, σ. 363 επ., ιδίως σ. 379.

 

[5] Βλ. την απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ) 11/2003, στην οποία έγινε δεκτό ότι η συνταγματική αναθεώρηση θα μπορούσε να ελεγχθεί ως προς τυχόν υπέρβαση του εύρους της εντολής της προηγούμενης Βουλής προς την αναθεωρητική Βουλή (σκέψη 6). Πρβλ. απόψεις που διατυπώθηκαν και στις παραπεμπτικές στην Ολομέλεια αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) 2905-9, 2914/2003 και 2478/2006.

 

[6] Βλ. την απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), 16.12.2008, C-213/07, Μηχανική. Βλ., σχετικώς, Κ. Γιαννακόπουλου, Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, ό.π., ιδίως αρ. 415 επ..

 

[7] Βλ. την απόφαση ΕΔΔΑ, 15.6.2006, Λυκουρέζος κατά Ελλάδας, στην οποία κρίθηκε ότι η εφαρμογή του επαγγελματικού ασυμβίβαστου που θεσπίστηκε με την αναθεώρηση του 2001 στους βουλευτές που είχαν εκλεγεί το 2000 παραβίασε το άρθρο 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Βλ., σχετικώς,  Ν. Κ. Αλιβιζάτου, Το Σύνταγμα και οι Εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία 1800-2010, Εκδόσεις Πόλις, 2011, σ. 649, Θ. Ραπτόπουλου, Η εφαρμοσιμότητα των συνταγματικών διατάξεων που περιέχουν ανενεργές επιφυλάξεις υπέρ του νόμου. Μερικές σκέψεις για την κανονιστική δύναμη του Συντάγματος με αφορμή τις αποφάσεις Λυκουρέζος και Σιταρόπουλος του ΕΔΔΑ, ΕφημΔΔ 1/2011, σ. 138 επ..

 

[8] Βλ. την απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), 2.4.2009, C-378 – 380/07, σκέψη 207.

 

[9] Βλ. τις προτάσεις του κόμματος της Ν. Δημοκρατίας σχετικά με την αναθεώρηση του Συντάγματος, http://www.nd.gr/web/oi_protaseis_mas_gia_ti_suntagmatiki_anatheorisi__gia_na_anoiksei_o_dromos_gia_ti_nea_metapoliteusi. Βλ. και Ι. Βαρβιτσιώτη, Ανάγκη για Συνταγματικό Δικαστήριο, εφημερίδα «Η Καθημερινή», 13.1.2013, Γ. Κασιμάτη, Έχουμε δημοκρατία χωρίς …δήμο, συνέντευξη στην εφημερίδα «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 3.2.2013, Γ. Σωτηρέλη, Χρειάζεται αναθεώρηση του Συντάγματος;, εφημερίδα «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 3.2.2013. Την ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου πρότεινε προσφάτως και ο Β. Σκουρής σε ομιλία του σε εκδήλωση του ΕΛΙΑΜΕΠ (Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής), που διοργανώθηκε, στις 16.5.2013, στην Αθήνα, με θέμα «Γιατί δυσλειτουργεί η Δικαιοσύνη;»(http://www.eliamep.gr/events). Παρόμοια πρόταση είχαν επαναφέρει, πριν από δύο χρόνια, ο Κ. Χρυσόγονος, Σχεδίασμα εκδημοκρατισμού. Δώδεκα σκέψεις για μια άλλη αναθεώρηση, www.constitutionalism.gr, καταχώρηση 22.5.2011, και, πριν από τρία χρόνια, ο X. Ανθόπουλος, Μία συνταγματική δεκαετία. Η συμβολή της αναθεώρησης του 2001 και η προοπτική μίας νέας αναθεώρησης, εφημερίδα «Έθνος», 13.1.2010.

 

[10] Ως προς τη σύγκριση μεταξύ συγκεντρωτικού και διάχυτου συστήματος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, βλ., μεταξύ πολλών, A. I. Σβώλου, Η έρευνα της συνταγματικότητας των νόμων υπό των δικαστηρίων (ανατύπωσις εκ του περιοδικού «Δικαιοσύνη», 1927, σ. 227-236), in του ιδίου, Νομικαί Μελέται, τ. ΙΙ, Εκδοτικός οίκος Ι.Ν. Ζαχαρόπουλου, Εν Αθήναις – 1958, σ. 213 επ., Η. Kelsen, La garantie juridictionnelle de la Constitution (la justice constitutionnelle), RDP 1928, σ. 197 επ., Γ. Κασιμάτη, Συνταγματική Δικαιοσύνη, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1999, , ιδίως σ. 68 επ., Α. Μανιτάκη, Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Ι, Θεμελιώδεις Έννοιες, ό.π., σ. 467 επ.. Βλ., επίσης, Α. Τάκη – Χ. Χατζή, Σκέψεις σχετικά με την πρόταση δημιουργίας Συνταγματικού Δικαστηρίου στη χώρα μας, in Γ. Θεοδόση, Α. Τάκη, Χ. Χατζή, Μ. Πικραμένου, Α. Παπαδαμάκη, Χ. Χρυσανθάκη (επιμ.), H Δικαιοσύνη και το Σύνταγμα. Ορισμένα κρίσιμα προβλήματα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1993, σ. 53 επ..

 

[11] Βλ. την απόφαση ΔΕΚ, 9.3.1978, 106/77, σημείο 21. Βλ., σχετικώς, S. Rodin, Back to the Square One – the Past, the Present and the Future of the Simmenthal Mandate (October 7, 2010), European Constitutional Law Network, 8th Annual Conference, October 2010, SSRN: http://ssrn.com/abstract= 1837237, κεφ. 3, B. Brunessen, La jurisprudence Simmenthal dans la force de l'âge. Vers une complétude des compétences du juge national?, RFDA 2011, σ. 367 επ., Κ. Γιαννακόπουλου, Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, ό.π., ιδίως αρ. 19 επ..

 

[12] Για μία κριτική ανάλυση της έννοιας της «δικονομικής αυτονομίας» των κρατών μελών, βλ. Κ. Γιαννακόπουλου, Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, ό.π., ιδίως αρ. 57 επ..

 

[13] Βλ. την απόφαση ΔΕΚ, 7.7.1981, 158/80, Rewe, στην οποία κρίθηκε ότι η κοινοτική έννομη τάξη «δεν εκφράζει την πρόθεση δημιουργίας, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και με σκοπό τη διασφάλιση της εφαρμογής του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου, άλλων μέσων ένδικης προστασίας πλην αυτών που προβλέπει το εθνικό δίκαιο» (σκέψη 44). Βλ. και Κ. Γιαννακόπουλου, Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, ό.π., αρ. 63 επ..

 

[14] Βλ. Κ. Γιαννακόπουλου, Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, ό.π., αρ. 64 επ..

 

[15] Idem, αρ. 69 επ..

 

[16] Όπως έχει κριθεί, σε περίπτωση κατά την οποία με απόφαση του ΔΕΕ, η οποία εκδόθηκε επί προσφυγής της Επιτροπής, αναγνωρισθεί ότι ορισμένες νομοθετικές διατάξεις κράτους μέλους αντιβαίνουν προς τη Συνθήκη, αυτό συνεπάγεται όχι μόνο την υποχρέωση των αρχών που συμμετέχουν στην άσκηση της νομοθετικής εξουσίας να τροποποιήσουν τις εν λόγω διατάξεις ώστε να είναι σύμφωνες με τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης, αλλά και την υποχρέωση των δικαστηρίων του κράτους τούτου, στο πλαίσιο άσκησης της αποστολής τους, να διασφαλίζουν την τήρηση της απόφασης του ΔΕΕ. Βλ. την απόφαση ΔΕΚ, 14.12.1982, C-314 έως 316/81, 83/82, Alex Waterkeyn και Jean Cayard, σκέψεις 14 και 15. Βλ., επίσης, την απόφαση ΔΕΚ, 19.1.1993, C-101/91, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 24, και την απόφαση ΣτΕ 482/2010, σκέψη 4.

 

[17] Βλ. την απόφαση ΔΕΚ, 22.6.2010, C‑188/10 και C‑189/10, Melki και Abdeli, σκέψη 56. Βλ., σχετικώς, Χ. Παπαδημητρίου, Η μη δυνατότητα ελέγχου της συνταγματικότητας του κοινοτικού δικαίου από τα εθνικά δικαστήρια, Δ 2006, σ. 517 επ., F.-X. Millet, Le contrôle de constitutionnalité des loisde transposition. Etude de droit comparé France-Allemagne, L’Harmattan, 2011, σ. 41 επ., Κ. Γιαννακόπουλου, Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, ό.π., αρ. 272 επ..

 

[18] Βλ., π.χ., την απόφαση ΣτΕ Δ΄ 2144/2009, στην οποία το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ανεφάρμοστη τη διάταξη του άρθρου 2, παρ. 1, του Ν. 3037/2002, ως προς την εγκατάσταση και λειτουργία ηλεκτρονικών παιγνίων, λόγω καταφανούς αντίθεσής της με το κοινοτικό δίκαιο και δεν ασχολήθηκε με την αντισυνταγματικότητά της, η οποία είχε μεν κριθεί πρόδηλη από την Επιτροπή Αναστολών του ίδιου Τμήματος, πλην όμως η οριστική διαπίστωση της οποίας, σε κάθε περίπτωση, θα καθυστερούσε, διότι προϋπέθετε, κατά το άρθρο, 100, παρ. 5, του Συντάγματος, παραπομπή στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου. Βλ., σχετικώς, Κ. Γιαννακόπουλου, Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, ό.π., αρ. 267 επ..

 

[19] Βλ. το άρθρο 6, παρ. 1, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ).

 

[20] Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4046/2012 («Εγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ.), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος, του Σχεδίου του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλες επείγουσες διατάξεις για τη μείωση του δημοσίου χρέους και τη διάσωση της εθνικής οικονομίας»), «Όλα τα εξαιρετικού χαρακτήρα µέτρα που λαµβάνει η χώρα στο πλαίσιο αυτό ενσωµατώνονται σε αποφάσεις του Συµβουλίου της Ε.Ε., οι οποίες εκδίδονται στο πλαίσιο της διαδικασίας  υπερβολικού  ελλείµµατος της Ε.Ε., διαδικασία στην οποία ενταχθήκαµε τον Απρίλιο του 2009. (…) οι αποφάσεις του Συµβουλίου της Ε.Ε., που προσδίδουν ενωσιακή νοµιµότητα στα µέτρα που λαµβάνει η χώρα µας στο πλαίσιο της δηµοσιονοµικής προσαρµογής της, τροποποιούνται και επικαιροποιούνται κατόπιν της αξιολόγησης της πορείας εφαρµογής του προγράµµατός µας από την Τρόικα εν όψει της εκταµίευσης κάθε νέας δόσης από το πρόγραµµα χρηµατοδότησης της οικονοµίας µας. (…) Η χώρα µας πρέπει να συµµορφωθεί προς τις διεθνείς υποχρεώσεις της έναντι της Ε.Ε., της Ζώνης του Ευρώ, αλλά και των εταίρων της που την στηρίζουν για να υλοποιήσει το πρόγραµµα της δηµοσιονοµικής της προσαρµογής. Είµαστε, λοιπόν, υποχρεωµένοι να ενσωµατώσουµε στο δίκαιό µας τις ειδικές δεσµεύσεις που αναλαµβάνουµε στο πλαίσιο των άρθρων 126.9 και 136.1α της ΣΛΕΕ». Πρβλ. Π. Γκλαβίνη, Τα όρια του συνταγματικού πατριωτισμού και η διεθνής ανάγνωση του Μνημονίου, ΝοΒ 2012, σ. 2725 επ., ιδίως σ. 2727 επ..

 

[21] Βλ. Κ. Γιαννακόπουλου, Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, ό.π., αρ. 70 επ..

 

[22] Ως προς την επίδραση των δεδομένων του δικαίου της Ένωσης στην αναθεώρηση του συστήματος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στη Γαλλία, βλ. F.-X. Millet, Pour l’introduction d’un article 234 dans la Constitution française, Les Petites Affiches, 2.4.2009, n° 80, σ. 4 επ., τουιδίου, Le Contrôle de constitutionnalité des lois de transposition. Étude de droit comparé France – Allemagne, ό.π., σ. 37 επ. και 130 επ., O. Quirico, Le contrôle de constitutionnalité français dans le contexte européen et international: Une question de priorités, European Journal of Legal Studies 2010, σ. 77 επ., F. Hamon – C. Wiener, La justice constitutionnelle en France et à l’étranger, LGDJ 2011, σ. 42, Fl. Chaltiel, L’avènement de la QPC en France: du splendide isolement à la spécificité maintenue, Les Petites Affiches, 5.5.2011, n° 89, σ. 39. Πρβλ. Ν. Κανελλοπούλου, Σκέψεις γύρω από το Κράτος Δικαίου και την ιδιομορφία των συστημάτων ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, ΤοΣ 1994, σ. 281 επ., ιδίως σ. 292 επ..

 

[23] Όπως έχει κριθεί, με αφορμή τον έλεγχο συμβατότητας των νόμων με την ΕΣΔΑ,  στην απόφαση ΣτΕ Δ΄ 372/2005, «σε περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, διαπιστώνεται από Τμήμα του Δικαστηρίου σύγκρουση διατάξεως τυπικού νόμου προς διάταξη όχι του Συντάγματος, αλλά διεθνούς συμβάσεως κυρωθείσης με νόμο (όπως εν προκειμένω), η οποία, δυνάμει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος, έχει υπερνομοθετική ισχύ, δεν υφίσταται υποχρέωση παραπομπής του θέματος στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 100 του Συντάγματος, η οποία προσετέθη με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής (Α’ 84)» (σκέψη 15). Βλ. και την απόφαση ΣτΕ Στ΄ 781/2009. Βλ., σχετικώς, F. Arnaoutoglou, Grèce: Le Conseil d'Etat, in J. Iliopoulos-Strangas (επιμ.), Cours suprêmes nationales et cours européennes: concurrence ou collaboration?, Athens-Brussels 2007, σ. 179 επ., ιδίως σ. 184 επ..

 

[24] Ως προς την υποχρέωση του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων να τηρεί τις δεσμεύσεις που πηγάζουν από τα άρθρα 6 της ΕΣΔΑ και 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης, βλ., αναλυτικώς, Κ. Γιαννακόπουλου, Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, ό.π., αρ. 100 επ..

 

[25] Βλ., ως προς την ενδεχόμενη ανάγκη θέσπισης ευθείας συνταγματικής προσφυγής που μπορεί να πηγάζει και από το δίκαιο της Ένωσης, βλ., αναλυτικώς, Κ. Γιαννακόπουλου, Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, ό.π., αρ. 102 επ..

 

[26] Βλ., ειδικότερα, ως προς την εξέλιξη της νομολογίας του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου αναφορικώς προς τον έλεγχο νομοθετικών ρυθμίσεων ατομικού περιεχομένου που δεν προβλέπουν μέτρα εφαρμογής η προσβολή των οποίων θα μπορούσε να επιτρέψει τον κανονικό παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητας των ρυθμίσεων αυτών, Κ. Γιαννακόπουλου, Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, ό.π., αρ. 104 επ..

 

[27] Βλ., ιδίως, ως προς τους μηχανισμούς της πιλοτικής δίκης και του προδικαστικού ερωτήματος που επιφέρουν μία επιτάχυνση του ελέγχου συνταγματικότητας από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, η οποία λειτουργεί απλώς ως αντίρροπη, εξισορροπητική τάση της προϊούσας αποκέντρωσης των αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο της καταρχήν συγκεντρωτικής –κατά το Σύνταγμα– δομής της διοικητικής δικαιοσύνης, Κ. Γιαννακόπουλου, Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, ό.π., αρ. 49 επ.. Βλ. και Γ. Δελλή, Η Διοικητική Δικαιοσύνη σε αναζήτηση ταχύτητας. Ανατρέποντας το μύθο της «ωραίας κοιμωμένης», Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, σ. 166 επ..

 Ας σημειωθεί δε ότι, ενόψει της καθυστέρησης που θα προκαλεί η υποχρέωση παραπομπής των ζητημάτων αντισυνταγματικότητας από τα τακτικά δικαστήρια στο συνταγματικό δικαστήριο, δεν είναι αυτονόητο ότι τυχόν ίδρυση ενός τέτοιου δικαστηρίου θα συμβάλει στην επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης. Βλ., σχετικώς, και Κ. Ρίζου, Συνταγματικό Δικαστήριο. Ανάγκη, ή ακόμη μια ατυχής μίμηση;, Ηλιαία 84/2013, σ. 29 επ., ιδίως σ. 30. 

 

[28] Ως προς την ανάγκη οργανωτικής βελτίωσης του Συμβουλίου της Επικρατείας, βλ. Ν. Κ. Αλιβιζάτου, Το Συμβούλιο της Επικρατείας ως Συνταγματικό Δικαστήριο, Εισήγηση στο Επιμορφωτικό Σεμινάριο Κομοτηνής της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, 6-9 Νοεμβρίου 2012.

 

[29] Ως προς την αναβάθμιση του δικαστικού ελέγχου της νομοθετικής διαδικασίας λόγω της επίδρασης του δικαίου της Ένωσης στο εθνικό δίκαιο, βλ. Κ. Γιαννακόπουλου, Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, ό.π., αρ. 219 επ..

 

[30] Πρβλ., ως προς τη σκοπιμότητα αναβάθμισης του συνταγματικού ρόλου του ΑΕΔ, Χ. Γεραρή, Αναβάθμιση ή μετεξέλιξη του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, in  Α. Μανιτάκη – Α. Φωτιάδου (επιμ.), Το Συνταγματικό Δικαστήριο σε ένα σύστημα παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, ό.π., σ. 121 επ..

 

[31] Βλ. Μ. Aragón Reyes, Estudios de derecho constitucional, Edición nº 2, Estudios de derecho constitucional, 2009, σ. 130 επ..

 

[32] Βλ. V. Ferreres Comella, The european model of constitutional review of legislation: Toward decentralisation?, 2 Int’l J. Const. L.  461 (2004), ιδίως σ. 470-473 και 477-478, του ιδίου, Constitutional Courts and Democratic Values: An European Perspective, Yale University Press, 2009, σ. 111 επ..

 

[33] Βλ. V. Ferreres Comella, Constitutional Courts and Democratic Values: An European Perspective, ό.π., σ. 117.

 

[34] Ως προς τη θεωρία αυτή, βλ. C. Severino, La doctrine du droit vivant, Paris, Aix-en-Provence, Economica – PUAM, 2003, G. Zagrebelsky, La doctrine du droit vivant. AIJC 1986, σ. 55 επ., του ιδίου, La doctrine du droit vivant et la question de constitutionnalité, Constitutions 2010, σ. 9 επ., J.-J.Pardini, Réalisme et contrôle des lois en Italie, Cahier du Conseil constitutionnel n° 22 (Dossier: Le réalisme en droit constitutionnel) – juin 2007, http://www.conseil-constitutionnel.fr/conseil-constitutionnel/francais/nouveaux-cahiers-du-conseil/cahier-n-22/cahier-du-conseil-constitutionnel-n-22-juin-2007.50554.html, S. Lebedel, La prise en compte du droit vivant dans les relations entre le Tribunal constitutionnel et le Tribunal suprême en Espagne, http://www.droitconstitutionnel.org/congresNancy/comN4/lebedelTD4.pdf.

 

[35] Βλ. V. Ferreres Comella, Constitutional Courts and Democratic Values: An European Perspective, ό.π., σ. 126.

 

[36] Βλ., σχετικώς, Ε. Lamarque, The Italian Courts and Interpretation in Conformity with the Constitution, EU Law and the ECHR, Associazione Italiana dei Costituzionalisti, n° 4/2012, δημοσίευση 13.11.2012, παρ. 8.

 

[37] Βλ. V. Ferreres Comella, Constitutional Courts and Democratic Values: An European Perspective, ό.π., ιδίως σ. 118 επ. και 130 επ..

 

[38] Ως προς την υποβολή τέτοιων ερωτημάτων από τα ίδια τα συνταγματικά δικαστήρια, βλ. F. Laffaille, Il y a toujours une première fois. A propos de l'application de l'article 234 TCE par la Cour constitutionnelle italienne, RTDeur 2009, σ. 459 επ., Ε. Saulnier-Cassia, Viva el dialogo judicial!, RTDeur 2012, σ. 271, σχόλιο στην απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ισπανίας (Tribunal Constitucional de España), ord. (auto) n° 86/2011, της 9ης Ιουνίου 2011, don Stefano Melloni. Βλ., επίσης, την απόφαση του Conseil constitutionnel, n° 2013-314P QPC, 4.4.2013, M. Jeremy F., με την οποία το γαλλικό Συνταγματικό Συμβούλιο υπέβαλε, για πρώτη φορά, προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ σε υπόθεση που αφορούσε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.

 

[39] Για μία αναλυτική παρουσίαση αυτής της σύνθετης γεωμετρίας, βλ. Κ. Γιαννακόπουλου, Συνταγματικό Δικαστήριο και Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο: Taking European Law Seriously, ΕφημΔΔ 1/2006, σ. 10 επ., του ιδίου, Κ. Γιαννακόπουλου, Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, ό.π., αρ. 74 επ..

 

[40] Ο Π. Παυλόπουλος υποστηρίζει ότι ο πυρήνας του διάχυτου χαρακτήρα του ελέγχου δεν θα θιγεί, εάν προβλεφθεί ότι κάθε δικαστής, εάν θεωρεί έναν νόμο ως αντισυνταγματικό, πρέπει «να τον παραπέμπει σε ειδικό δικαστήριο –όπως είναι π.χ. το ΑΕΔ – το οποίο και θα κρίνει το θέμα της συνταγματικότητάς του» (Βλ. Π. Παυλόπουλου, Τα όρια της αναθεώρησης του Συντάγματος ως προς τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, ό.π., σ. 73. Πρβλ. του ιδίου, Η αναθεώρηση του Συντάγματος. Υπό το πρίσμα της κοινοβουλευτικής εμπειρίας, Εκδοτικός οίκος Α. Α. Λιβάνη, 2010, σ. 315 και 317 επ.). Ωστόσο, ο πυρήνας του διάχυτου χαρακτήρα του ελέγχου συνδέεται με την πλήρη αρμοδιότητα κάθε δικαστή να κρίνει την (αντι)συνταγματικότητα ενός νόμου και όχι απλώς να εγείρει ζήτημα αντισυνταγματικότητάς του, όπως συμβαίνει στη Γαλλία μετά την αναθεώρηση του 2008. Κατά τούτο, πρέπει μάλλον να γίνει δεκτό ότι, στην περίπτωση στην οποία αναφέρεται ο Π. Παυλόπουλος, ο έλεγχος θα παραμείνει παρεμπίπτων, θα πάψει, όμως, να είναι διάχυτος.

 

[41] Βλ. Χ. Ανθόπουλου, Η προοπτική του Συνταγματικού Δικαστηρίου, ΕφημΔΔ 1/2006, σ. 11 επ., ιδίως σ. 12.

 

[42] Βλ. και Κ. Μενουδάκου, Το Συνταγματικό Δικαστήριο σε ένα σύστημα παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων,  in  Α. Μανιτάκη – Α. Φωτιάδου (επιμ.), Το Συνταγματικό Δικαστήριο σε ένα σύστημα παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, ό.π., σ. 1 επ., ιδίως σ. 9, Α. Ράντου, Η αναθεωρητική πρόταση δημιουργίας Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Ελλάδα, in  Α. Μανιτάκη – Α. Φωτιάδου (επιμ.), Το Συνταγματικό Δικαστήριο σε ένα σύστημα παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, ό.π., σ. 13 επ., ιδίως σ. 19, Χ. Γεραρή, Αναβάθμιση ή μετεξέλιξη του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, ό.π., σ. 129.

 

[43] Πρβλ. Α. Μανιτάκη, Ο αυτεπάγγελτος δικαστικός έλεγχος της συμβατικότητας των νόμων και οι όροι του παραδεκτού ενόψει του παρεμπίπτοντος χαρακτήρα του, www. constitutionalism.gr, καταχώρηση 15.12.2010.

 

[44] Παρά τις αντίθετες απόψεις, τα παραπάνω χαρακτηριστικά του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στη χώρα μας, ακόμη και αν, στο πλαίσιο της πραγματικής λειτουργίας αυτού του ελέγχου, έχουν γνωρίσει κάποια σχετική κάμψη ή αναδεικνύουν ορισμένα μειονεκτήματα, δεν έχουν, πάντως, αλλοιωθεί ούτε από την επίδραση του αυξημένου κύρους της νομολογίας των ανώτατων δικαστηρίων στο εσωτερικό των αντίστοιχων δικαιοδοσιών, ούτε από τις ειδικές αρμοδιότητες του ΑΕΔ, ούτε από τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 100 του Συντάγματος μετά την αναθεώρηση του 2001, ούτε από τις μεταρρυθμίσεις της διοικητικής δικονομίας που εισήγαγε ο Ν. 3900/2010. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά θα αλλοιωθούν μόνον με την εισαγωγή ενός συνταγματικού δικαστηρίου στο οποίο θα συγκεντρωθεί ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων. Βλ., σχετικώς, Κ. Γιαννακόπουλου, Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, ό.π., αρ. 41, 42 και 48 επ..

 

[45] Βλ., για παράδειγμα, την απόφαση της ΔΕΕ, 19.10.2010, C‑555/07, Kücükdeveciσκέψεις 54 και 55: «η ευχέρεια που παρέχει στον εθνικό δικαστή το άρθρο 267, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να ζητήσει από το Δικαστήριο τη μέσω προδικαστικής αποφάσεως ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης πριν αποκλείσει την εφαρμογή εθνικής διατάξεως αντίθετης προς το δίκαιο αυτό δεν μπορεί, εντούτοις, να μετατρέπεται σε υποχρέωση για τον λόγο ότι το εθνικό δίκαιο δεν παρέχει στον εν λόγω δικαστή τη δυνατότητα να μην εφαρμόσει εθνική διάταξη την οποία κρίνει αντίθετη προς το Σύνταγμα παρά μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η διάταξη αυτή έχει κηρυχθεί προηγουμένως αντισυνταγματική από το συνταγματικό δικαστήριο. Συγκεκριμένα, δυνάμει της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, της οποίας απολαύει και η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, αντίθετη εθνική κανονιστική ρύθμιση εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης δεν πρέπει να εφαρμόζεται. (…) Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο εθνικός δικαστής, οσάκις επιλαμβάνεται διαφοράς μεταξύ ιδιωτών, δεν υποχρεούται αλλά έχει απλώς την ευχέρεια να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με την ερμηνεία της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, όπως η αρχή αυτή συγκεκριμενοποιείται με την οδηγία 2000/78, πριν αποκλείσει την εφαρμογή διατάξεως της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως η οποία κρίνεται αντίθετη προς την αρχή αυτή. Ο προαιρετικός χαρακτήρας της υποβολής προδικαστικού ερωτήματος είναι ανεξάρτητος από τους όρους υπό τους οποίους ο εθνικός δικαστής υποχρεούται, βάσει του εθνικού δικαίου, να μην εφαρμόζει εθνική διάταξη την οποία κρίνει αντισυνταγματική».

 

[46] Βλ. την απόφαση ΔΕΕ, 15.1.2013, C-416/10, σκέψη 73. Αξίζει να σημειωθεί ότι, στο ίδιο πνεύμα, η δυνατότητα ελεύθερης και άμεσης πρόσβασης κάθε εθνικού δικαστή στον μηχανισμό προδικαστικής παραπομπής έχει ως αποτέλεσμα να απελευθερώνει, ως ένα σημείο, και τα κατώτερα τακτικά δικαστήρια απέναντι στη δεσμευτικότητα των αποφάσεων των ανώτερων δικαστηρίων στο πλαίσιο της ίδιας δικαιοδοσίας. Συναφώς, το δικαστήριο που δεν αποφαίνεται σε τελευταίο βαθμό πρέπει να είναι ελεύθερο να υποβάλλει στο ΔΕΕ τα ερωτήματα τα οποία το απασχολούν, ιδίως όταν κρίνει ότι η νομική εκτίμηση που διατυπώθηκε από ανώτερο δικαστήριο θα μπορούσε να το οδηγήσει στην έκδοση απόφασης αντίθετης προς το ενωσιακό δίκαιο (βλ. την απόφαση ΔΕΕ, 9.3.2010, C-378/08, ERG κ.λπ., σκέψη 32). Εξάλλου, αντιβαίνει στο ενωσιακό δίκαιο το να δεσμεύεται, κατά το εθνικό δικονομικό δίκαιο, το εθνικό δικαστήριο, στο οποίο έχει αναπεμφθεί η υπόθεση από ανώτερο δικαστήριο που είχε επιληφθεί κατ’ αναίρεση, από τις νομικές εκτιμήσεις του ανώτερου δικαστηρίου, εφόσον το κατώτερο αυτό δικαστήριο, που καλείται να αποφανθεί επί της υπόθεσης, κρίνει, λαμβάνοντας υπόψη την ερμηνεία που έχει δώσει το ΔΕΕ κατόπιν δικής του αίτησης, ότι οι εκτιμήσεις αυτές δεν είναι σύμφωνες με το δίκαιο της Ένωσης (βλ. τις αποφάσεις ΔΕΕ, 5.10.2010, Elchinov, C‑173/09, σκέψη 32, και 15.9.2011, C-138/10, DP grup EOOD, σκέψη 47). Η παραπάνω νομολογία του ΔΕΕ μάλλον καθιστά αλυσιτελή και την πρόταση του Ν. Κ. Αλιβιζάτου να προβλεφθεί στο ελληνικό Σύνταγμα, αντί της ίδρυσης συνταγματικού δικαστηρίου, διάταξη «που να προβλέπει ότι οι αποφάσεις της Ολομέλειας των Ανώτατων Δικαστηρίων ισχύουν erga omnes και ότι, σε κάθε περίπτωση, δεσμεύουν τα κατώτερα δικαστήρια του οικείου κλάδου» (βλ. Ν. Κ. Αλιβιζάτου, Ποια δημοκρατία για την Ελλάδα μετά την κρίση; Για την αποκατάσταση των λέξεων και του νοήματός τους, Εκδόσεις Πόλις, 2013, σ. 135-136).   

 

[47] Βλ., σχετικώς, Κ. Γιαννακόπουλου, Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, ό.π., αρ. 78 επ..

 

[48] Βλ. A. Levade, L' identité constitutionnelle tchèque méconnue: quand la Cour constitutionnelle conteste une décision de la Cour de justice, Constitutions 2012, σ. 292 επ., Μ. Licková, Quand la Cour constitutionnelle tchèque défie la CJUE sur les pensions vieillesse (Décision de l'Ústavní Soud, 31 janvier 2012, «Holubec», Pl. 05/12), Constitutions 2012, σ. 304 επ., Σ. Βρύνα, Aggressive Judges. Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Τσεχίας και ο πρώτος ultra vires έλεγχος του Δικαστηρίου ΕΕ, ΤοΣ 2011, σ. 999 επ., Γ. Αναγνωσταρά, Τσέχικο Συνταγματικό Δικαστήριο: Η κήρυξη ως αντισυνταγματικής προδικαστικής απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, www.constitutionalism.gr, καταχώρηση 2.1.2013.

 

[49] Από αυτό το προδικαστικό ερώτημα υπεβλήθη τελικώς παραίτηση στις 23.1.2013. Βλ. τη σχετική διάταξη ΔΕΕ, 27.3.2013.

 

[50] ΕφημΔΔ 5/2012, σ. 628, σχόλιο Χ. Ακριβοπούλου.

 

[51] Ας σημειωθεί ότι, με τη διάταξη ΔΕΕ, 7.4.2013, κρίθηκαν απαράδεκτα τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν στην υπόθεση C-128/12.

 

[52] Βλ. την απόφαση ΔΕΚ, 8.9.2010, C-409/06, σκέψη 69: «λόγω της υπεροχής του άμεσα εφαρμοστέου δικαίου της Ένωσης, δεν μπορεί να συνεχίσει να εφαρμόζεται για μεταβατική περίοδο εθνική νομοθεσία περί κρατικού μονοπωλίου επί των στοιχημάτων επί των αθλητικών αναμετρήσεων η οποία, κατά τις διαπιστώσεις εθνικού δικαστηρίου, συνεπάγεται περιορισμούς ασύμβατους προς την ελευθερία εγκαταστάσεως και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, εφόσον αυτοί δεν συμβάλλουν στον περιορισμό των σχετικών με τα στοιχήματα δραστηριοτήτων κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό.».

 

[53] Βλ., σχετικώς, Κ. Γιαννακόπουλου, Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, ό.π., αρ. 360 επ..

 

[54] Idem, αρ. 273.

 

[55] Idem, αρ. 367 επ. και, ιδίως, αρ. 370.

 

[56] Βλ. τη σκέψη 9 της εν λόγω απόφασης.

 

[57] Βλ. A. I. Σβώλου, Η έρευνα της συνταγματικότητας των νόμων υπό των δικαστηρίων, ό.π., σ. 232.

 

 

Η λαϊκή κυριαρχία ιδίως κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσεως

Φίλιππος Κ. Σπυρόπουλος, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, ΕΚΠΑ

Στο συνταγματικό κράτος ‘κυρίαρχος’ με τη νομική έννοια δεν υπάρχει. Η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας είναι συνεπώς μια έννοια πολιτική, με συμβολική και ιστορική αξία, που ταυτίζεται με τη δημοκρατική αρχή. Η λαϊκή κυριαρχία εκδηλώνεται στο πλαίσιο της νομιμότητας. Αν ο λαός την υπερβεί, γίνεται επανάσταση και βία. Βία είναι όμως και η νομιμότητα. Την περίοδο της κρίσης το στοιχείο της βίας του νόμου γίνεται εντονότερα ορατό, και διότι κατά την προηγηθείσα περίοδο της ευμάρειας είχε αμβλυνθεί υπέρμετρα.

[Εισήγηση στο επιστημονικό συνέδριο «Η δημοκρατία σήμερα: Μύθος ή πραγματικότητα;» που διοργανώθηκε στη Θεσσαλονίκη (στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο) την 7η και 8η Δεκεμβρίου 2012, από τον Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης και τον Τομέα Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Δημοσιεύτηκε και σε: Νομικό Βήμα, τόμος 60, τεύχος 10 2012, σελ. 2679-2681]

 

1. Κυρίαρχος, υπό καθαρά νομική έννοια, είναι ο έχων όχι μόνο την ικανότητα του άρχειν, αλλά και του ουδέποτε άρχεσθαι. Η ικανότητα αυτή δεν είναι δοτή, αλλά αποκτάται αφ’ εαυτής. Τον ορισμό αυτόν της κυριαρχίας ανευρίσκουμε στα παλαιότερα εγχειρίδια του συνταγματικού δικαίου του υιού Σαριπόλου, του Σβώλου και του Μάνεση, οι οποίοι απέδωσαν (στα εγχειρίδιά τους αυτά) την κλασική γερμανική θεωρία των Jellinek και Meyer που ανάγεται στον Bodin και στον Hobbes.

Η κυριαρχία είναι εξουσία, τέλεια και πλήρης. Ως εξουσία ορίζεται η ικανότητα του άρχειν, δηλαδή της επιβολής ορισμένης θελήσεως επί άλλων θελήσεων, και μάλιστα κατά τρόπο ακαταγώνιστο (unwiderstehlich= άνευ αντιστάσεως). Σε σχέση με την κυριαρχία η εξουσία είναι πάντως έλασσον, διότι η κυριαρχία προϋποθέτει και την επιπρόσθετη ικανότητα του ουδέποτε άρχεσθαι.

Ο κυρίαρχος καθορίζει και ανακαθορίζει την εξουσία των οργάνων του, καθώς και τη δική του. Τα όργανα του κυριάρχου αντλούν την εξουσία τους από αυτόν (ετεροκαθορίζονται), ο κυρίαρχος αντλεί την εξουσία του από τον εαυτό του (αυτοκαθορίζεται, έχοντας τη λεγόμενη «Kompetenz Kompetenz», την «αρμοδιότητα της αρμοδιότητας»).

Ποιός λοιπόν, άραγε, είναι ο κυρίαρχος; Κυρίαρχος είναι αυτός που άρχει απολύτως (απολυταρχικώς), χωρίς περιορισμούς, παρεκτός ενδεχομένως εκείνων, τους οποίους ο ίδιος επιβάλλει στον εαυτό του και μπορεί εκάστοτε να μεταβάλλει κατά το δοκούν.

2. Υπάρχει, ερωτάται, κυρίαρχος; Στο συνταγματικό κράτος η απάντηση είναι απερίφραστα «όχι». «Όχι», διότι το Σύνταγμα οριοθετεί με παγιότητα την εξουσία, απαγορεύοντας τον καθορισμό του περιεχομένου και του εύρους της από τον φορέα της. Την οριοθετεί τέμνοντάς της και δημιουργώντας τριάδα εξουσιών, όχι μεν αδιαίρετη αλλά πάντως ομοούσια, υπό την έννοια ότι καθεμία από τις τρεις εξουσίες (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική) έχει την ικανότητα να επιβάλλει τη θέλησή της ως ενιαία κρατική θέληση. Η κατάτμηση της εξουσίας στα τρία συνοδεύεται από την κατανομή της σε διαφορετικά όργανα, έτσι ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος κάθε εξουσίας και η κατά το δυνατόν αποφυγή παρανομιών και καταχρήσεων.

3. Η οριοθετημένη εξουσία είναι αρμοδιότητα, καθορισμένη στο Σύνταγμα και στον νόμο. Το άρθρο 50 του Συντάγματος ορίζει ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει άλλες αρμοδιότητες παρά μόνον όσες του απονέμουν ρητά το Σύνταγμα και οι νόμοι που είναι σύμφωνοι με αυτό. Η διάταξη αυτή, που θεωρείται εγγύηση της δημοκρατικής αρχής, αφού, όπως διδάσκεται, εισάγει τεκμήριο αρμοδιότητας εις βάρος του Προέδρου της Δημοκρατίας και υπέρ του λαού και του αντιπροσώπου του, της Βουλής, έχει τη ρίζα της στο Σύνταγμα του 1864, ελήφθη δε από το Σύνταγμα του Βελγίου του 1831 με προφανή σκοπό τον περιορισμό της βασιλικής εξουσίας. Ας υπενθυμισθεί ότι η βασική διαφορά του Συντάγματος του 1864 από το προηγούμενο Σύνταγμα του 1844 ήταν ότι το μεν ήταν δημοκρατικό, ενώ το δε περιορισμένης μοναρχίας.

Το άρθρο 50 του Συντάγματος αναφέρεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, καταλαμβάνει όμως ολόκληρη την εκτελεστική εξουσία, η οποία υπόκειται στην αρχή της νομιμότητας. Καταλαμβάνει ακόμη και κάθε άλλο κρατικό όργανο, δηλαδή και τα δικαστήρια και τη Βουλή και τον λαό. Τα δικαστήρια υπόκεινται, κατά ρητή συνταγματική επιταγή, στο Σύνταγμα και στον νόμο, η δε Βουλή στο Σύνταγμα, όπως άλλωστε και ο λαός. Ως προς τη Βουλή λεκτέον είναι ότι οι αρμοδιότητές της είναι μεν ευρείες (ιδίως οι νομοθετικές και οι ελεγκτικές), αλλά είναι «αρμοδιότητες» υπό αυστηρή έννοια, καθορισμένες από το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της, πέραν των οποίων η Βουλή δεν μπορεί να πράξει έτερόν τι. Ο δε λαός ως κρατικό όργανο έχει αρμοδιότητες περιορισμένες και κατ’ έκταση, ήτοι να εκλέγει και να συμμετέχει σε δημοψηφίσματα. Πέραν των συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων του, δεν μπορεί νομίμως να ενεργήσει άλλο τι. Ώστε, ακόμη κι αν θεωρείται ανώτατο κρατικό όργανο, οι ενέργειές του είναι προσδιορισμένες από το Σύνταγμα και τον νόμο με συγκεκριμένο τρόπο. Ενδεχομένως να προβληθεί ο εξής αντίλογος. Μα ο λαός μπορεί να αλλάξει το Σύνταγμά του, ακόμη και κατά τις θεμελιώδεις και μη αναθεωρήσιμες διατάξεις του. Ασφαλώς και μπορεί, αλλά τότε θα πρόκειται για κατάλυση του ισχύοντος Συντάγματος, δηλαδή για επανάσταση υπό νομική έννοια. Η κατάλυση δε του Συντάγματος και η επανάσταση δεν είναι «αρμοδιότητες» του λαού. Γίνονται κατ’ ενάσκηση εξουσίας ή κυριαρχίας.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι και ο όρος ακόμη «τεκμήριο της αρμοδιότητας εις βάρος του Προέδρου και υπέρ του λαού» είναι εσφαλμένος, διότι κρατικό όργανο με αρμοδιότητα μη καθορισθείσα δια του Συντάγματος ή δια του νόμου δεν υπάρχει. Όλα τα κρατικά όργανα, συμπεριλαμβανομένου και του λαού, έχουν αρμοδιότητα, την οποία αρύονται από το Σύνταγμα ή και από τον νόμο, καθ’ υπέρβαση της οποίας δεν μπορούν να εκφράσουν εγκύρως κρατική βούληση. Τεκμήριο της αρμοδιότητας λοιπόν δεν υφίσταται. Η αρμοδιότητα ή υπάρχει ή δεν υπάρχει – αν δεν υπάρχει, δεν γεννάται τεκμαιρόμενη.

4. Συνεπώς, στη συντεταγμένη πολιτεία κυριαρχία δεν υφίσταται. Θεωρητικώς υφίσταται μόνο κατά τη στιγμή της συντάξεως της πολιτείας, κατά την άσκηση δηλαδή της συντακτικής εξουσίας. Ο συντακτικός νομοθέτης, κατά βάση ο λαός δια της συντακτικής Βουλής που έχει αναδείξει, είναι θεωρητικώς αδέσμευτος να νομοθετήσει κατά το δοκούν. Μόλις όμως νομοθετήσει, η κυριαρχία του παύει και μετατρέπεται σε αρμοδιότητα. Και πάντως η κυριαρχία του συντακτικού νομοθέτη είναι θεωρητική. Πρακτικώς είναι περιορισμένη από το διεθνές δίκαιο, από τα ανθρώπινα δικαιώματα και από τις λοιπές θεμελιώδεις αρχές που έχει αναπτύξει ο διεθνής νομικός πολιτισμός.

5. Αν τα πράγματα έχουν έτσι όπως προεξετέθησαν, τότε ποιά είναι η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας στα περισσότερα δημοκρατικά Συντάγματα που την ανάγουν ρητώς σε θεμέλιο του πολιτεύματος; Η έννοια της σίγουρα δεν είναι η προδιαληφθείσα. Είναι μια έννοια πολιτική, ιδεολογικά φορτισμένη, με έντονη συμβολική και ιστορική αξία, που ταυτίζεται με τη δημοκρατική αρχή, όπως αυτή διαμορφώθηκε (στον αντίποδα της απολυταρχικής αντιλήψεως περί κυριαρχίας των Βodin και Hobbes) από τον Leibniz, τον Spinoza, τον Pufendorf, τους μοναρχομάχους και στη συνέχεια από τις δημοκρατικές θεωρίες του κοινωνικού συμβολαίου των Locke και Rousseau.

Η λαϊκή κυριαρχία ταυτίζεται λοιπόν με την έννοια της δημοκρατίας, δηλαδή της περιοδικής αναδείξεως της Βουλής και της Κυβερνήσεως από τον λαό με καθολική ψηφοφορία. Αρκείται όμως, ερωτάται, η δημοκρατία στην περιοδική μεν, αλλά στιγμιαία ανάδειξη Βουλής και Κυβερνήσεως; Όχι, βέβαια. Η δημοκρατία είναι διαδικασία συνεχούς αντιπαραθέσεως και διαλόγου, διαδικασία προβολής και επικρατήσεως θέσεων και αντιθέσεων, δημιουργίας και πραγματώσεως συνθέσεων και συναιρέσεων. Το διαρκές και διαλεκτικό της δημοκρατικής αντιπαραθέσεως είναι θεσμικά κατοχυρωμένο στον κοινοβουλευτικό έλεγχο αλλά και στα ατομικά δικαιώματα της εκφράσεως και κριτικής και ιδίως της συλλογικής εκφράσεως και δράσεως, που ο πατήρ Σαρίπολος αποκαλούσε «έννομες αντιστάσεις κατά της εξουσίας». Τα ατομικά αυτά δικαιώματα είναι κατά βάση διφυή, αφού έχουν και έντονο πολιτικό χαρακτήρα.  Δι’ αυτών μάλιστα ασκείται και πίεση για πραγμάτωση των κοινωνικών δικαιωμάτων.

Αυτή νομίζω είναι η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας, η οποία κατά νομική ακριβολογία δεν είναι κυριαρχία. Είναι αφ’ ενός αρμοδιότητα αναδείξεως των υπάτων κρατικών οργάνων και αφ’ ετέρου ασκήσεως  δικαιωμάτων, ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών. Διακόσια είκοσι χρόνια έχουν παρέλθει από τα εντελεχή αιτήματα της Γαλλικής επαναστάσεως για πολιτική «ισότητα, αδελφότητα, ελευθερία», δηλαδή για δημοκρατία, κοινωνικό κράτος και κράτος δικαίου, και τα αιτήματα αυτά εξακολουθούν να ισχύουν ως αιτήματα, δηλαδή εξακολουθούν να μην έχουν πραγματωθεί. Πώς όχι; Αφού είναι εντελεχή, είναι, φευ, και απροσπέλαστα. Απροσπέλαστα δεν σημαίνει, πάντως, ότι δεν ικανοποιούνται σταδιακώς. Από τη Γαλλική επανάσταση έως σήμερα η δημοκρατία, το κράτος δικαίου και το κοινωνικό κράτος έχουν σημειώσει πρόοδο αξιοθαύμαστη.

6. Η λαϊκή κυριαρχία εκδηλώνεται στο πλαίσιο της νομιμότητας. Αν ο λαός την υπερβεί, γίνεται επανάσταση και βία. Βία είναι όμως και η νομιμότητα: «Νόμος ο πάντων βασιλεύς/Θνατών και αθανάτων/Άγει δικαιών το βιαιότατον (δικαιώνει την ύπατη βία)/Υπερτάτα χειρί». Υπάρχει  και άλλη εκδοχή: «Νόμος ο πάντων βασιλεύς/Θνατών και αθανάτων/Άγει βιαιών το δικαιότατον (ωθεί ακόμη και με βία στην πραγμάτωση της ύπατης δικαιοσύνης)/ Υπερτάτα χειρί». Η ορθή και η επικρατήσασα είναι η πρώτη εκδοχή. Νόμος χωρίς βία δεν νοείται. Και ως βία νοείται η πραγμάτωση του νόμου, όσο αυστηρός κι αν είναι.

Την αυστηρότητα του νόμου τη λησμονήσαμε στον τόπο μας επί σειράν ετών. Την αντικαταστήσαμε με κακώς νοούμενη επιείκεια και με ανοχή της ανομίας και εθισθήκαμε σ’ αυτήν και στη βολή που μας χάριζε. Το κράτος δεν έπαυσε να είναι κομματικό και πελατειακό. Οι θεσμοί της διοικήσεως δεν ρίζωσαν στη συνείδηση της κοινωνίας, διότι δεν δρουν ανεξάρτητα από την πολιτική εξουσία: εφαρμόζουν τον νόμο σε μεγάλο βαθμό σύμφωνα με τις επιταγές της. Ο νομοθέτης νομοθετεί περιπτωσιολογικώς, με διαρκείς εξαιρέσεις για να ικανοποιεί επί μέρους συμφέροντα της κατακερματισμένης κοινωνίας. Τα δικαστήρια χρονοτριβούν ή ακόμη και απεργούν (αλλά χωρίς περικοπή των αποδοχών των δικαστών) και, όταν δικάζουν, επεκτείνουν τις εξαιρέσεις, δηλαδή τις απαλλαγές φόρων και λοιπών βαρών και εξισώνουν μισθούς και συντάξεις προς τα πάνω. Παροχές υπέρμετρες, αλλά κυρίως διαφθορά ατιμώρητη και ένα σχεδόν ανύπαρκτο σύστημα ελέγχων και διασταυρώσεων στοιχείων για την εφαρμογή του νόμου μας έφτασαν στο σημερινό σημείο των απολύσεων, της γενικής ανεργίας στο ιδιωτικό τομέα της οικονομίας σε ποσοστό 25% και της ανεργίας τω νέων σε ποσοστό 50%, της μειώσεως των αποδοχών, της γενικής υφέσεως και της προσωπικής απελπισίας ενός μεγάλου τμήματος του λαού μας.

Την περίοδο της κρίσεως το στοιχείο της βίας του νόμου γίνεται έντονα ορατό, πολύ περισσότερο, μάλιστα, διότι κατά την προηγηθείσα περίοδο της ευμάρειας είχε αμβλυνθεί υπέρμετρα. Η ανοχή της ανομίας ήταν καθημερινή και έκανε τις συνειδήσεις μας να επαναπαύονται και να μη γρηγορούν. Η επανίδρυση του κράτους, δηλαδή η εφαρμογή του νόμου, υπήρξε μεν σύνθημα, αλλά κατέληξε έπος πτερόεν.

7. Τώρα, κατά την περίοδο της κρίσεως, η βία του νόμου φαίνεται ακόμη δεινότερη, διότι πλήττει καίρια τη διαβίωση του λαού. Αλλά η λαϊκή κυριαρχία είναι αδύναμη προ μιας νέας νομιμότητας που εισάγεται με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, δηλαδή χωρίς επίκαιρο κοινοβουλευτικό αντίλογο, χωρίς επαρκή περίσκεψη και καθ’ υπαγόρευση. Αυτά είναι τα αυταρχικά στοιχεία της περιόδου που βιώνουμε, τα στοιχεία δηλαδή όπου υπερτερεί η auctoritas έναντι της πλειοψηφίας. Ποτέ η δημοκρατία δεν υπήρξε χωρίς αυταρχικά στοιχεία, αλλά κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσεως γίνονται υπερχειλή. Στη λαϊκή κυριαρχία δεν απομένει παρά η διαδήλωση, η απεργία, η προσφυγή στη δικαιοσύνη και η ανάδειξη δι’ εκλογών άλλης πολιτικής (οικονομικής) λύσεως. Ερωτάται αν η άλλη πολιτική (οικονομική)  λύση θα είναι και λύση των προβλημάτων ενός χειμαζομένου λαού.

4ο Κοινό Σεμινάριο Συνταγματικού Δικαίου, Π.Μ.Σ. ΕΚΠΑ- Π.Μ.Σ. Α.Π.Θ.

Microsoft Word - ΜΠΣ Γρεβενάfin.2.docΟ τόμος αυτός είναι συνέχεια της προσπάθειας που άρχισε με το πρώτο κοινό σεμινάριο συνταγματικού δικαίου των μεταπτυχιακών προγραμμάτων δημοσίου δικαίου των Νομικών Τμημάτων Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Περιλαμβάνει τις εισηγήσεις φοιτητών των προγραμμάτων αυτών που παρουσιάστηκαν στο τέταρτο κοινό μεταπτυχιακό σεμινάριο που έλαβε χώρα στα Γρεβενά στις 6 Απριλίου 2012. Διαφορετικά από ότι στους προηγούμενους τόμους, στον παρόντα η ύλη δεν κατανέμεται με βάση το Τμήμα από όπου προέρχεται κάθε εισηγητής ή εισηγήτρια, αλλά ενιαία, σε μία προσπάθεια να υπογραμμισθεί τόσο η θεματική συγχώνευση στις εργασίες του σεμιναρίου, όσο και η λειτουργική συγχώνευση αυτού του κοινού

σεμιναρίου των δύο Νομικών Τμημάτων Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Οι εργασίες δημοσιεύονται όπως παραδόθηκαν από τους συγγραφείς τους και με την όποια συμβολή των διδασκόντων τους στην επιμέλειά τους.

Φεβρουάριος 2013

Γ. Ζ. Δρόσος

 

 

Περιεχόμενα

Ευαγγελία Ράπτη

Λειτουργικές επικράτειες και δημοσιονομική ολοκλήρωση…………………. 7

Ιφιγένεια Νικόλα

Κρατικά δημοσιονομικά ελλείμματα και Ευρωπαϊκό Δικαστήριο

(ΔΕΚ C‐27/04)…………………………………………..….……………..….…………………… 29

Στέφανος Κρεμέτης

Δημοσιονομική κυριαρχία στο καθεστώς της ευρωπαϊκής

νομισματικής ενοποίησης: τα υπολείμματα του άρθρου 82 παρ. 1 Σ…. 45

Δημήτρης Ηλιόπουλος

Όταν ο δικαστής επικύρωνε «αυτοσχεδιασμούς του νομοθέτη»:

«προβληματικές» επιχειρήσεις [OλΣτΕ 1094/1987 (Ολ.)]………………….… 67

Βασίλης Τσιγαρίδας

Όταν ο δικαστής αποδέχεται την διαπίστωση του νομοθέτη για

ύπαρξη «οξείας δημοσιονομικής κρίσεως». Οριακός έλεγχος και

δημόσιο συμφέρον [ΣτΕ 668/2012 (Ολ.)]…………………………………….……… 89

Κωνσταντίνα Παπαπούλου

Όταν ο δικαστής «νίπτει τας χείρας του»: Ιδιαιτέρως χαμηλή σύνταξη

ως «απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση»; (ΕΔΔΑ 45603/2005,

Budina κατά Ρωσίας)………….…………………………………………………..………… 115

Ευγενία Ζερβοπούλου

Όταν ο δικαστής αποφαίνεται για τις δυνατότητες και τους

περιορισμούς της οικονομικής δραστηριότητας (ΟλΣτΕ 3037/2008:

υπόθεση ‘Praktiker’)…………………………………………………………….……….….. 129

Ανθούλα Καπελώνη

Η διασύνδεση των εννόμων τάξεων στο παράδειγμα της

προστασίας των προσωπικών δεδομένων………………………………………… 145

Κωνσταντίνα Καλογιαννίδη

Το όνομα του μεγαλο‐οφειλέτη: Name and Shame?

Σκέψεις με αφορμή την Γνωμοδότηση 4/2011 της ΑΠΔΠΧ ……..……….. 175

Δημήτρης Καρούτης

Το όνομα του μεγαλο‐οφειλέτη: Αναζητώντας την χαμένη αθωότητα

της φορολογικής διαφάνειας. Και άλλες σκέψεις με αφορμή την

Γνωμοδότηση 4/2011 της ΑΠΔΠΧ………………………………………..……………. 191

Καταχώρηση: 21-06-2013     Κατηγορία: ΒΙΒΛΙΑ    

ΣτΕ (τμ. Δ΄) 1415/2013

με σχόλιο Ελένης Λάππα, Μεταπτυχιακής Φοιτήτριας, Νομικής ΑΠΘ

Οι πράξεις της ‘Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων’ (ΔΕΑΑ) αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και παραδεκτώς προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως. Νόμιμη η μεταβίβαση του ακινήτου της Κασσιόπης, δεδομένου ότι αποτελεί ιδιωτική περιουσία του δημοσίου.

Αριθμός 1415/2013
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄

Πρόεδρος: Σ. Ρίζος, Αντιπρόεδρος

Εισηγητής: Κ. Πισπιρίγκος, Σύμβουλος

 


Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18 Δεκεμβρίου 2012, με την εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ´ Τμήματος, Σπ. Χρυσικοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Κ. Κουσούλης, Κ. Πισπιρίγκος, Σύμβουλοι, Μ. Σωτηροπούλου, Ι. Παπαγιάννης, Πάρεδροι.Γραμματέας η Μ. Παπαδοπούλου, Γραμματέας του Δ´ Τμήματος.

Για να δικάσει την από 25 Μαΐου 2012 αίτηση…
Με την αίτηση αυτή η αιτούσα Περιφέρεια επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 202/21.2.2012 (ΦΕΚ Β´ 656) απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων (Δ.Ε.Α.Α.).
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Κ. Πισπιρίγκου.

2.  Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται εμπροθέσμως η ακύρωση της αποφάσεως 202/21.2.2012 της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων (Β΄ 656/7.3.2012 – ημερομηνία πραγματικής κυκλοφορίας Φ.Ε.Κ. η 26.3.2012), εκδοθείσης κατ’ επίκληση του άρθρου 2 παρ. 4 και 5 του ν. 3986/2011, κατά το μέρος της εκείνο, με το οποίο μεταβιβάζεται στην ανώνυμη εταιρεία υπό την επωνυμία «Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου Α.Ε.», χωρίς αντάλλαγμα, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, ένα ακίνητο του Ελληνικού Δημοσίου με εμβαδόν 489.560 τετραγωνικών μέτρων, κείμενο στην περιοχή της Κασσιόπης του πρώην Δήμου Κασσωπαίων του Νομού Κερκύρας και αποτελούμενο από δώδεκα (12) τμήματα, τα οποία φέρουν Αριθμούς Βιβλίου Καταγραφής (Α.Β.Κ.) από 506 έως 517.
3.  Επειδή, η αιτούσα Περιφέρεια Ιονίων Νήσων, η οποία συνεστήθη με το άρθρο 3 παρ. 3 περ. στ΄ του ν. 3852/2012 (Α΄ 87) ως Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοικήσεως δευτέρου βαθμού και έχει, εντός της εδαφικής περιφερείας της, τις αναφερόμενες στην ενότητα ΣΤ΄ του άρθρου 186 του ίδιου νόμου αρμοδιότητες επί θεμάτων «Έργων – Χωροταξίας – Περιβάλλοντος», ασκεί με έννομο συμφέρον την κρινόμενη αίτηση προβάλλοντας λόγους ακυρώσεως, με τους οποίους αμφισβητεί το κύρος της προσβαλλομένης αποφάσεως ως εκδοθείσης κατά παράβαση διατάξεων της συνταγματικής (βλ. άρθρο 24 του Συντάγματος) και λοιπής νομοθεσίας περί προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος.
4.  Επειδή, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς παρεμβαίνει στη δίκη και ζητεί την απόρριψη της κρινομένης αιτήσεως η ανώνυμη εταιρεία υπό την επωνυμία «Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου Α.Ε.».
5.  Επειδή, με το άρθρο 9 του ν. 3871/2010 (Α΄ 141) προστέθηκε στον ν. 2362/1995 «Δημόσιο Λογιστικό – Έλεγχος Δαπανών κ.λπ.» (Α΄ 247) το άρθρο 6 Α που φέρει τον τίτλο «Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής», το οποίο ορίζει τα εξής : «Το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής περιέχει, τουλάχιστον : (α) Τους μεσοπρόθεσμους στόχους για τη Γενική Κυβέρνηση και τους επί μέρους φορείς της. Οι στόχοι αυτοί πρέπει να είναι συγκεκριμένοι, χρονικά προσδιορισμένοι, περιεκτικοί και να καταρτίζονται ακολουθώντας την ίδια λογιστική βάση με του ετήσιου Κρατικού Προϋπολογισμού. (β) Την περιγραφή και αξιολόγηση των μακροοικονομικών εξελίξεων και προοπτικών, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων για τα δύο προηγούμενα έτη και των προβλέψεων για το τρέχον έτος, το έτος προϋπολογισμού και τα επόμενα τρία έτη των κύριων μακροοικονομικών δεικτών… (γ) Την περιγραφή και αξιολόγηση των δημοσιονομικών εξελίξεων και προβλέψεων, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων για τα προηγούμενα δύο έτη και των προβλέψεων για το τρέχον έτος, το έτος προϋπολογισμού και τα επόμενα τρία έτη, στις οποίες περιλαμβάνονται : (αα) …, (ββ) πρόβλεψη των εσόδων, των εξόδων, του ελλείμματος και χρέους της Γενικής Κυβέρνησης χωρίς να ληφθούν υπόψη τα κύρια μέτρα πολιτικής που προγραμματίζει η Κυβέρνηση στον ετήσιο προϋπολογισμό, (γγ) …, (δδ) πρόβλεψη των εσόδων, των εξόδων, του ελλείμματος και του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης λαμβανομένων υπόψη των κύριων μέτρων πολιτικής που προγραμματίζει η Κυβέρνηση στον ετήσιο προϋπολογισμό. (δ) Την κατάσταση όλων των υποκείμενων κύριων παραδοχών των οικονομικών και δημοσιονομικών προβλέψεων, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται : (αα) ελαστικότητες και ποσοστά συμμόρφωσης για τις κύριες πηγές των εσόδων της Γενικής Κυβέρνησης, (ββ) …, (γγ) … (ε) Την κατάσταση των κύριων πηγών κινδύνου για τις δημοσιονομικές προβλέψεις … (στ) Το στόχο για το χρηματικό υπόλοιπο της Γενικής Κυβέρνησης … (ζ) Το συνολικό ανώτατο όριο δαπανών για τον Κρατικό Προϋπολογισμό … (η) Το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δαπανών για τον Κρατικό Προϋπολογισμό … (θ) … (ι) … (κ) … (λ) …».
6.  Επειδή, με το άρθρο μόνο του ν. 3985/2011 (Α΄ 151) εγκρίθηκε το καταρτισθέν συμφώνως προς τις διατάξεις του άρθρου 6 Α του ν. 2362/1995 Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής των ετών 2012 – 2015, το οποίο περιέλαβε στο Κεφάλαιο Β΄ II «Πρόγραμμα Αποκρατικοποιήσεων» προς ενίσχυση των δημοσίων εσόδων με την αξιοποίηση, μεταξύ άλλων, των ακινήτων του Ελληνικού Δημοσίου που ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του και, συναφώς, προς εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους. Ειδικότερα, η αιτιολογική έκθεση του ν. 3985/2011 αναφέρει, σε σχέση με το εν λόγω πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων, μεταξύ άλλων, τα εξής : «Η εξέλιξη του χρέους συνδέεται … με το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων. Η Κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να πραγματοποιήσει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων ύψους 50 δισεκατομμυρίων ευρώ για την περίοδο 2011 – 2015. Το σχέδιο αυτό λειτουργεί συμπληρωματικά στην όλη δημοσιονομική προσπάθεια … Μέσω του σχεδιασμού και της υλοποίησης ενός ιδιαίτερα σημαντικού προγράμματος αποκρατικοποιήσεων και αξιοποίησης της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου επιχειρείται για πρώτη φορά η καταγραφή και αξιοποίηση ενός από τα μεγαλύτερα και πλέον ανεκμετάλλευτα στοιχεία του ενεργητικού του Κράτους … Το χαρτοφυλάκιο των περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου αποτελείται από … επιχειρήσεις, υποδομές, μονοπωλιακά δικαιώματα και ακίνητα. Το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων της Κυβέρνησης αφορά την περίοδο 2011 – 2015 με δέσμευση για τη συγκέντρωση εσόδων από αποκρατικοποιήσεις ύψους 5 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2011, καθώς και σωρευτικά 15 δισεκατομμυρίων ευρώ έως το 2012 και 50 δισεκατομμυρίων ευρώ έως το 2015. Τα έσοδα αυτά μπορούν να μειώσουν το χρέος μέχρι 20 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ … Συνοπτικά το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων της περιόδου περιλαμβάνει συναλλαγές σε … τραπεζικό τομέα, ενέργεια, τυχερά παιχνίδια, τηλεπικοινωνίες, λιμάνια, αεροδρόμια, αυτοκινητόδρομους, σιδηροδρομικές μεταφορές, ορυχεία, διαχείριση υδάτων και αποβλήτων, άμυνα και ακίνητη περιουσία … Η Κυβέρνηση θα παρουσιάσει πρωτοβουλίες για την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου … Η Κυβέρνηση προωθεί μια σειρά από νομοθετικές και διοικητικές πρωτοβουλίες για να καθιερώσει και να εξασφαλίσει αποτελεσματικότητα στη διαχείριση της ακίνητης περιουσίας … Η κυριότερη πρωτοβουλία είναι η δημιουργία του Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου, στο οποίο θα περιέλθουν μεταξύ άλλων δικαιωμάτων και όλα τα ιδιωτικά ακίνητα του Δημοσίου που μπορούν να αξιοποιηθούν… Η διαμόρφωση των επενδυτικών χαρτοφυλακίων των προς αξιοποίηση ακινήτων θα είναι μια συνεχής διαδικασία … Η διαδικασία αυτή θα αποδώσει ώριμες συναλλαγές στην αγορά από το 4ο τρίμηνο του 2011 έως το τέλος του 2015. Έχει ήδη επιλεγεί συγκεκριμένος αριθμός σημαντικού μεγέθους ακινήτων από την ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου, τα οποία αναμένεται να προσελκύσουν σημαντικό επενδυτικό ενδιαφέρον …». Στην ίδια αιτιολογική έκθεση γίνεται παραπομπή σε συνημμένο Πίνακα 3.3, όπου καταγράφονται 31 ακίνητα τελούντα υπό τη διαχείριση της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου και σημειώνεται ότι τα ακίνητα αυτά «… αποτελούν το αρχικό χαρτοφυλάκιο ακινήτων, με δυνατότητα αξιοποίησης σε τομείς όπως είναι ο τουρισμός, η αναψυχή, η οικιστική ανάπτυξη, καθώς και άλλες οικονομικές δραστηριότητες». Στον εν λόγω Πίνακα είναι καταγεγραμμένο, ως προοριζόμενο για αξιοποίηση με πιθανή χρήση την τουριστική, ακίνητο 489.000 τετραγωνικών μέτρων, κείμενο εντός της εδαφικής περιφερείας του πρώην Δήμου Κασσωπαίων του Νομού Κερκύρας.
7.  Επειδή, μετά την κατάρτιση και έγκριση του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής των ετών 2012 – 2015 θεσπίσθηκαν οι διατάξεις του ν. 3986/2011 «Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής» (Α΄ 152). Στην αιτιολογική έκθεση του εν λόγω νόμου, υπό τον τίτλο «Α. Γενική Παρουσίαση», αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής : «Η χώρα βρίσκεται σε βαθιά δημοσιονομική κρίση … Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα βρίσκεται εντεταγμένη σε ένα Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης … Η διασφάλιση χρηματοδότησης με το δάνειο ύψους 110 δισεκατομμυρίων ευρώ από τις χώρες της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο … επέτρεψε στη χώρα να αποφύγει τη στάση πληρωμών που θα είχε ολέθριες εθνικές, οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες … Σήμερα, όμως, το κομβικό σημείο είναι η βιωσιμότητα και η διαχειρισιμότητα του δημοσίου χρέους. Έχουν εκταμιευθεί οι τέσσερεις πρώτες δόσεις του δανείου των 110 δισεκατομμυρίων ευρώ και η χώρα μας διαπραγματεύεται την εκταμίευση της πέμπτης δόσης και τον περαιτέρω δανεισμό της. Ωστόσο, υπάρχει εδραιωμένη αρνητική πεποίθηση γύρω από το αξιόχρεο της χώρας, η οποία πρέπει να ανατραπεί. Για να επιτευχθούν οι στόχοι πρέπει πρωτίστως να ανακτήσουμε την αξιοπιστία μας απέναντι στους εταίρους και πιστωτές μας ως προς την εφαρμογή του Προγράμματος … Τους σκοπούς αυτούς εξυπηρετεί το παρόν νομοσχέδιο, σκοπούς υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, που συνίσταται στην επίτευξη των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών στόχων τη χώρας, μέσα σε αρνητικό διεθνή και ευρωπαϊκό συσχετισμό δυνάμεων».
8.  Επειδή, στις διατάξεις του Κεφαλαίου Α΄ του ως άνω ν. 3986/2011, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου», όπως αυτές ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήτοι μετά τη συμπλήρωση ή τροποποίηση τους με τις διατάξεις των μεταγενέστερων νόμων 4038/2012 (Α΄ 14), 4092/2012 (Α΄ 220) και 4093/2012 (Α΄ 222), ορίζονται τα εξής :

«Άρθρο 1. Σύσταση – Σκοπός – Επωνυμία – Έδρα – Διάρκεια.»

1. Συνιστάται ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου Α.Ε.” (Ταμείο). Το Ταμείο έχει αποκλειστικό σκοπό την αξιοποίηση περιουσιακών στοιχείων της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου, καθώς και περιουσιακών στοιχείων Ν.Π.Δ.Δ. ή των δημοσίων επιχειρήσεων των οποίων το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα, στο Δημόσιο ή σε Ν.Π.Δ.Δ., όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 5, σύμφωνα με τις επικρατούσες συνθήκες της αγοράς και με εγγυήσεις πλήρους διαφάνειας, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι των εσόδων. Τα περιουσιακά στοιχεία μεταβιβάζονται στο Ταμείο, σύμφωνα με τις επόμενες διατάξεις. 2. Το προϊόν αξιοποίησης χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την αποπληρωμή του δημοσίου χρέους της χώρας, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 17 του επόμενου άρθρου. 3. Το Ταμείο λειτουργεί για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, δεν υπάγεται στην κατηγορία των οργανισμών και επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και δεν εφαρμόζονται σε αυτό, καθώς και στις εταιρείες των οποίων το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα, στο Ταμείο, οι διατάξεις που διέπουν εταιρείες που ανήκουν άμεσα ή έμμεσα στο Δημόσιο, με εξαίρεση όσων ρητά ορίζονται στις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου. 4. Το Ταμείο διέπεται από τις διατάξεις της νομοθεσίας περί ανωνύμων εταιρειών, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου. 5. Το Ταμείο εδρεύει σε δήμο του Νομού Αττικής, ο οποίος ορίζεται με το Καταστατικό του. 6. Η διάρκεια του Ταμείου είναι έξι (6) έτη από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η διάρκεια αυτή μπορεί να παρατείνεται, εφόσον ο σκοπός του Ταμείου δεν έχει εκπληρωθεί.

«Αρθρο 2. Κεφάλαιο – Περιουσία – Έσοδα – Διάθεση εσόδων.»

1. Το μετοχικό κεφάλαιο του Ταμείου είναι τριάντα εκατομμύρια (30.000.000) ευρώ, διαιρείται σε χίλιες (1.000) ονομαστικές μετοχές, ονομαστικής αξίας τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ η καθεμία, αναλαμβάνεται δε και καλύπτεται ολόκληρο από το Ελληνικό Δημόσιο … 2. Οι μετοχές του Ταμείου είναι αμεταβίβαστες. 3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να αυξάνεται το μετοχικό κεφάλαιο του Ταμείου, με την έκδοση ονομαστικών μετοχών, τις οποίες αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου το Ελληνικό Δημόσιο. 4. Στο Ταμείο μεταβιβάζονται και περιέρχονται, χωρίς αντάλλαγμα : α) Κατά πλήρη κυριότητα, κινητές αξίες εταιρειών από αυτές που περιλαμβάνονται στο Πρόγραμμα Αποκρατικοποιήσεων του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012 – 2015 του άρθρου 6Α του ν. 2362/1995 (Α` 247). β) Περιουσιακής φύσεως δικαιώματα, εμπράγματα δικαιώματα, δικαιώματα διαχείρισης και εκμετάλλευσης, αποκλειστικής ή μη, κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άυλα δικαιώματα και δικαιώματα λειτουργίας, συντήρησης και εκμετάλλευσης υποδομών, που περιλαμβάνονται στο Πρόγραμμα Αποκρατικοποιήσεων του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012 – 2015 του άρθρου 6 Α του ν. 2362/1995 ή ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του Δημόσιου, σε Ν.Π.Δ.Δ. ή σε δημόσιες επιχειρήσεις των οποίων το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα, στο Δημόσιο ή σε Ν.Π.Δ.Δ. γ) Κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, ακίνητα που περιλαμβάνονται στο Πρόγραμμα Αποκρατικοποιήσεων του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012 – 2015 του άρθρου 6 Α του ν. 2362/1995 ή ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του Δημόσιου, σε Ν.Π.Δ.Δ. ή σε δημόσιες επιχειρήσεις των οποίων το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα, στο Δημόσιο ή σε Ν.Π.Δ.Δ. 5. Οι κινητές αξίες, τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα ακίνητα που αναφέρονται στις περιπτώσεις α`, β` και γ` της προηγούμενης παραγράφου μεταβιβάζονται και περιέρχονται στο Ταμείο με απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων (Δ.Ε.Α.Α.) που προβλέπεται στο άρθρο 3 του ν. 3049/2002 (Α` 212). Με απόφαση της ίδιας Επιτροπής μπορεί να μεταβιβάζονται και να περιέρχονται στο Ταμείο χωρίς αντάλλαγμα, για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου, και άλλα περιουσιακά στοιχεία που υπάγονται σε μία από τις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων των περιπτώσεων της προηγούμενης παραγράφου. Τα ανωτέρω περιουσιακά στοιχεία περιέρχονται στο Ταμείο, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή και το Δημόσιο απεκδύεται κάθε δικαιώματός του επ’ αυτών από τη δημοσίευση της απόφασης της Δ.Ε.Α.Α. στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Για την εφαρμογή των προηγούμενων εδαφίων και προκειμένου για τη μεταβίβαση στο Ταμείο της κυριότητας, νομής και κατοχής ακινήτων, στη Δ.Ε.Α.Α. συμμετέχει, αντί του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ο Υπουργός στη διαχειριστική αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται το ακίνητο που μεταβιβάζεται και περιέρχεται στο Ταμείο. Η μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων στο Ταμείο διενεργείται με βάση τις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής του άρθρου 6 Α του ν. 2362/1995 και σε χρόνο που επιτρέπει την αξιοποίησή τους σύμφωνα με το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αξιοποίησης … 6. Μέσα σε έξι (6) μήνες από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης της Δ.Ε.Α.Α. σύμφωνα με την παράγραφο 5 για τη μεταβίβαση και περιέλευση στο Ταμείο της κυριότητας ή άλλου εμπράγματος δικαιώματος επί ακινήτου, εκδίδεται απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, στην οποία περιλαμβάνονται η ταυτότητα του ακινήτου και το δικαίωμα του Ταμείου επ’ αυτού, με μνεία της απόφασης της Δ.Ε.Α.Α. για τη μεταβίβαση του δικαιώματος αυτού στο Ταμείο. Η απόφαση καταχωρίζεται, μέσα στην προθεσμία που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο, στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου της περιφέρειας του ακινήτου ή στο οικείο Κτηματολογικό Γραφείο, όπου αυτό λειτουργεί. Η ανωτέρω προθεσμία μπορεί να παρατείνεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου.

7. Το πράγμα ή το δικαίωμα που μεταβιβάστηκε ή παραχωρήθηκε στο Ταμείο, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, δεν μπορεί να αναμεταβιβασθεί στον προηγούμενο κύριο ή δικαιούχο … 8. … 9. … 10. Τα περιουσιακά στοιχεία του Ταμείου και των εταιρειών των οποίων το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα, στο Ταμείο αξιοποιούνται σύμφωνα με επιχειρησιακό πρόγραμμα (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αξιοποίησης – Ε.Π.Α.) …4. Για την κατάρτιση του Ε.Π.Α. λαμβάνονται υπόψη οι προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής του άρθρου 6Α του ν. 2362/1995. 11. Η μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων στο Ταμείο, σύμφωνα με την παράγραφο 5, καθώς και η μεταγραφή της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου που προβλέπεται στην παράγραφο 6, απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος, εισφορά, αμοιβή ή δικαίωμα υπέρ του Δημοσίου ή οποιουδήποτε τρίτου … 12. Από τη δημοσίευση της απόφασης της Δ.Ε.Α.Α. που προβλέπεται στην παράγραφο 5, το περιουσιακό στοιχείο περιέρχεται στην κυριότητα, νομή και κατοχή του Ταμείου, ελεύθερο από κάθε δικαίωμα τρίτου. Για τυχόν δικαιώματά του επί του περιουσιακού στοιχείου που μεταβιβάζεται στο Ταμείο, ο τρίτος έχει αποκλειστικά δικαίωμα αποζημιώσεως, έναντι μόνον του Δημοσίου … 13. Το Ταμείο και οι εταιρείες των οποίων το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα, στο Ταμείο, απολαμβάνουν όλων των διοικητικών, οικονομικών, φορολογικών, δικαστικών, ουσιαστικού και δικονομικού, δικαίου προνομίων και ατελειών του Δημοσίου και για την προσωρινή ρύθμιση των διαφορών που ανακύπτουν από την αμφισβήτηση της διακατοχής ακινήτων τους έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 18 του ν.δ. της 22.4/16.5/1926 και του άρθρου 22 του α.ν. 1539/1938 (Α` 488). 14. Το τίμημα που εισπράττει το Ταμείο από την αξιοποίηση των περιουσιακών του στοιχείων μεταφέρεται το αργότερο μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την είσπραξή του σε πίστωση … ειδικού λογαριασμού … αφού αφαιρεθούν τα αναλογούντα λειτουργικά έξοδα και οι διοικητικές δαπάνες του Ταμείου για την αξιοποίηση του περιουσιακού στοιχείου, και χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους.

15 … 16. … 17. Έσοδα του Ταμείου είναι: α) Το τίμημα από την αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάζονται και περιέρχονται σε αυτό. β) Οι τόκοι, τα μερίσματα και οι κάθε είδους αποδόσεις των παραπάνω περιουσιακών στοιχείων και των χρηματικών διαθεσίμων του. γ) Επιχορηγήσεις από το Δημόσιο, ανάλογα με το πρόγραμμα αξιοποίησης και τις ανάγκες του. δ) Έσοδα από κάθε άλλη νόμιμη αιτία. 18. Τα έσοδα του Ταμείου διατίθενται για : α) Την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους. β) Την αποπληρωμή τυχόν χρεών του. γ) Την κάλυψη των λειτουργικών του εξόδων. δ) Την πληρωμή των κάθε είδους δαπανών που απαιτούνται για την εκπλήρωση του σκοπού του

«Άρθρο 3. Διοίκηση – Αρμοδιότητες – Διαχείριση – Καταστατικό. … Άρθρο 4. Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων. …Άρθρο 5. Αξιοποίηση περιουσιακών στοιχείων.»

1. Η αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων του Ταμείου διενεργείται με κάθε πρόσφορο τρόπο και, κατά προτίμηση, με : α) Πώληση. β) Σύσταση εμπραγμάτων και ενοχικών δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων δικαιωμάτων οριζόντιας και κάθετης ιδιοκτησίας και επικαρπίας επί δικαιώματος οποιασδήποτε φύσης. γ) Μεταβίβαση εμπραγμάτων και ενοχικών δικαιωμάτων οποιασδήποτε φύσης επί αυτών. δ) Εκμίσθωση. ε) Παραχώρηση της χρήσης ή της εκμετάλλευσης τους. στ) Ανάθεση της διαχείρισης των περιουσιακών στοιχείων. ζ) Εισφορά τους σε ανώνυμες εταιρείες και στη συνέχεια πώληση των μετοχών που προκύπτουν. η) Τιτλοποίηση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από τον επιχειρηματικό ή μη χαρακτήρα τους, σύμφωνα με τα άρθρα 10, 11 και 14 του ν. 3156/2003.

2. Το Ταμείο μπορεί, για τη διευκόλυνση της αξιοποίησης των περιουσιακών του στοιχείων, ακόμη και πριν από την απόκτηση τους, να συνάπτει κάθε μορφής συμβάσεις … Το Ελληνικό Δημόσιο ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με το Ταμείο για τις υποχρεώσεις που το τελευταίο αναλαμβάνει κατά την κατάρτιση, τροποποίηση ή λύση συμβάσεων του παρόντος άρθρου.

3. Το Ταμείο μπορεί να εκδίδει ομολογιακά δάνεια, για τα οποία επιτρέπεται να παρέχεται η εγγύηση του Δημοσίου με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών… 4. … 5. Το Ταμείο δεν επιτρέπεται να συστήνει εμπράγματες ασφάλειες στα περιουσιακά στοιχεία που μεταβιβάζονται σε αυτό, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 2, αν η σύσταση αυτή μπορεί να εμποδίσει ή να καθυστερήσει την αξιοποίηση τους, σύμφωνα με το Πρόγραμμα Αξιοποίησης της παραγράφου 10 του άρθρου 2. 6. … 7. … 8. … 9. …

«Άρθρο 6. Αποτίμηση Περιουσιακών Στοιχείων … Άρθρο 7. Προσωπικό … Άρθρο 8. Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας – Αποδοχές Προσωπικού … Άρθρο 9. Λοιπές και μεταβατικές διατάξεις του Κεφαλαίου Α΄.

1. … 2. … 3. … 4. … 5. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που εκδίδεται το αργότερο μέσα σε ένα (1) μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, διαπιστώνεται η έναρξη λειτουργίας του Ταμείου. Από την ημερομηνία αυτή, τα περιουσιακά στοιχεία της παραγράφου 4 του άρθρου 2 που περιλαμβάνονται στο Πρόγραμμα Αποκρατικοποιήσεων του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015, μεταφέρονται με απόφαση της Δ.Ε.Α.Α. στο Ταμείο, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 2».


9.
 Επειδή, στο γνωστό «Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής» (βλ. ΣτΕ 668/2012 Ολομ., δωδέκατη σκέψη), το οποίο προσαρτήθηκε ως Παράρτημα III στον ν. 3845/2010 «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη – μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» (Α΄ 65), είχε ήδη γίνει αναφορά στην προετοιμασία από την Κυβέρνηση «… ενός προγράμματος αποκρατικοποιήσεων για την πώληση περιουσιακών στοιχείων και επιχειρήσεων που ανήκουν στο Κράτος με στόχο την είσπραξη 1 δισεκατομμυρίου ευρώ ανά έτος την περίοδο 2011 – 2013». Από δε τις αιτιολογικές εκθέσεις των μεταγενέστερων νόμων 3985/2011 και 3986/2011, των οποίων αποσπάσματα παρατίθενται στην έκτη και στην έβδομη σκέψη, συνάγεται ότι το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων απετέλεσε στη συνέχεια αντικείμενο εντόνου ενδιαφέροντος του νομοθέτη, ο οποίος εκτιμά ότι με τη συγκέντρωση δημοσίων εσόδων από την επιτυχημένη εφαρμογή του εν λόγω προγράμματος θα ενισχυθεί αποφασιστικά η προσπάθεια διαχειρίσεως του δημοσίου χρέους και η αποκατάσταση της αξιοπιστίας της Ελληνικής Δημοκρατίας έναντι των εταίρων και δανειστών της. Συνεπώς, οι διατάξεις του ν. 3986/2011 εξυπηρετούν «σκοπούς υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος», όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση αυτού του νόμου.

Από τις διατάξεις αυτές σημαντικότερες είναι, σύμφωνα με την εκτίμηση του νομοθέτη, οι παρατιθέμενες στην προηγούμενη σκέψη, ήτοι οι περιλαμβανόμενες στο Κεφάλαιο Α΄ του ως άνω νόμου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου». Για τον λόγο αυτό χαρακτηρίζεται στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3985/2011 ως «κυριότερη πρωτοβουλία» η δημιουργία του Ταμείου, «στο οποίο θα περιέλθουν μεταξύ άλλων δικαιωμάτων και όλα τα ιδιωτικά ακίνητα του Δημοσίου που μπορούν να αξιοποιηθούν». Στο Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (εφεξής ΤΑΙΠΕΔ ή Ταμείο) ο νομοθέτης εμπιστεύθηκε τη συγκέντρωση δημοσίων εσόδων προοριζομένων αποκλειστικά για την αποπληρωμή του δημοσίου χρέους, του οποίου η συσσώρευση απειλεί την Ελληνική Δημοκρατία με στάση πληρωμών. Σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Α΄ του ν. 3986/2011, το ΤΑΙΠΕΔ συνεστήθη ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου – ήτοι ως ανώνυμη εταιρεία με μετοχικό κεφάλαιο που καλύπτεται ολόκληρο από το Ελληνικό Δημόσιο και διαιρείται σε μετοχές μη μεταβιβάσιμες – για να αποκτήσει άνευ ανταλλάγματος ακίνητα και άλλα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία Ελληνικού Δημοσίου, από την αξιοποίηση των οποίων (δια των συμβάσεων που θα συνάψει το Ταμείο με επενδυτές) η Κυβέρνηση αναμένει σημαντικά έσοδα. Ανεξαρτήτως, όμως, της φύσεώς του ως νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, το ΤΑΙΠΕΔ λειτουργεί προδήλως προς εξυπηρέτηση υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος. Για τον λόγο αυτό θεσπίζεται διοικητική διαδικασία για τη μεταβίβαση στο Ταμείο των εν λόγω ακινήτων και λοιπών στοιχείων της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου, ήτοι η διαδικασία εκδόσεως των σχετικών αποφάσεων της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων (εφεξής ΔΕΑΑ), οι οποίες είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις και υπόκεινται στον κατ’ άρθρο 95 παρ. 1 α΄ του Συντάγματος ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Επομένως, η κρινόμενη αίτηση ασκείται παραδεκτώς κατά εκτελεστής διοικητικής πράξεως, ήτοι κατ’ αποφάσεως της ΔΕΑΑ περί μεταβιβάσεως ακινήτου στο ΤΑΙΠΕΔ σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 4 και 5 του ν. 3986/2011.

 

10. Επειδή, στις διατάξεις του Κεφαλαίου Β΄ του ν. 3986/2011, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πολεοδομική Ωρίμανση και Επενδυτική Ταυτότητα των Ακινήτων και λοιπές Ρυθμίσεις για την Αξιοποίηση της Δημόσιας Περιουσίας», όπως αυτές ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήτοι μετά τη συμπλήρωση ή τροποποίησή τους με τις διατάξεις των μεταγενέστερων νόμων 4062/2012 (Α΄ 70) και 4092/2012, ορίζονται τα εξής :

«Άρθρο 10. Σκοπός – Πεδίο εφαρμογής»

1. Με τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου ρυθμίζεται η διαδικασία πολεοδομικής ωρίμανσης των δημοσίων ακινήτων και η απόδοση σε αυτά βιώσιμης επενδυτικής ταυτότητας, με σκοπό την αξιοποίηση τους που συνιστά λόγο εντόνου δημοσίου συμφέροντος. Ως δημόσια ακίνητα, για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, νοούνται τα ακίνητα που ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α. ή σε εταιρεία της οποίας το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα, στο Δημόσιο ή σε Ν.Π.Δ.Δ. ή σε Ο.Τ.Α. 2. Στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 10 έως 17 υπάγονται τα δημόσια ακίνητα, στα οποία το Ταμείο ή εταιρεία της οποίας το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα, στο Ταμείο, αποκτά κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα ή άλλο δικαίωμα περιουσιακής φύσης ή δικαίωμα διαχείρισης και εκμετάλλευσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 9. 3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής που εκδίδεται ύστερα από αίτηση του κυρίου του ακινήτου, μπορεί να υπάγονται στις ρυθμίσεις του παρόντος Κεφαλαίου και άλλα δημόσια ακίνητα, με σκοπό τη βέλτιστη ανάπτυξη και αξιοποίησή τους.

« Άρθρο 11. Γενικοί κανόνες χωροθέτησης και γενικές χρήσεις γης.»

 Α. Γενικοί κανόνες χωροθέτησης. Για την ανάπτυξη και αξιοποίηση των δημοσίων ακινήτων καθορίζονται γενικοί κανόνες χωροθέτησης ως εξής : 1. Η αξιοποίηση των δημοσίων ακινήτων διενεργείται εντός του πλαισίου που διαγράφει η εθνική δημοσιονομική, αναπτυξιακή και χωροταξική πολιτική και σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται στον παρόντα νόμο. Οι κατευθύνσεις της εθνικής χωροταξικής πολιτικής, όπως αυτές απορρέουν από τα υφιστάμενα χωροταξικά πλαίσια εθνικού επιπέδου, λαμβάνονται υπόψη και συνεκτιμώνται κατά τον καθορισμό του χωρικού προορισμού των δημοσίων ακινήτων σε συνδυασμό με τις ανάγκες της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας της επένδυσης, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η βέλτιστη δυνατή σχέση μεταξύ των χωροταξικών επιλογών και των οικονομικών και δημοσιονομικών στόχων για την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. 2. Δεν επιτρέπεται η αξιοποίηση δημοσίων ακινήτων, τα οποία εμπίπτουν στο σύνολο τους σε οικότοπους προτεραιότητας, σε περιοχές απόλυτης προστασίας της φύσης και προστασίας της φύσης που καθορίζονται κατά τις διατάξεις των άρθρων 19 παράγραφοι 1 και 2 και 21 του ν. 1650/1986 (Α` 160), όπως ισχύει, σε πυρήνες εθνικών δρυμών, σε διατηρητέα μνημεία της φύσης, σε εθνικά πάρκα και σε υγρότοπους διεθνούς σημασίας. 3. Η αξιοποίηση δημοσίων ακινήτων, στα οποία περιλαμβάνονται χώροι που προστατεύονται από την κείμενη περιβαλλοντική και αρχαιολογική νομοθεσία λόγω του ειδικού χαρακτήρα τους, όπως είναι ιδίως ζώνες προστασίας αρχαιολογικών χώρων, ιστορικοί τόποι, φυσικά πάρκα και περιοχές οικοανάπτυξης, πραγματοποιείται σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους και περιορισμούς που θέτουν οι σχετικές διατάξεις των νόμων 998/1979, 1650/1986 και 3028/2002, όπως ισχύουν. 4. Η αξιοποίηση δημοσίων ακινήτων που εμπίπτουν σε Ζώνες Ειδικής Προστασίας (Ζ.Ε.Π.) της ορνιθοπανίδας της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ ενεργείται μόνον εφόσον επιτρέπεται από τα υφιστάμενα ειδικά νομικά καθεστώτα προστασίας τους και υπό τους όρους και προϋποθέσεις που θεσπίζουν τα καθεστώτα αυτά.

Β. Γενικές χρήσεις γης. Τα δημόσια ακίνητα που προβλέπονται στο προηγούμενο άρθρο και τα οποία βρίσκονται σε περιοχές εκτός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων και εκτός ορίων οικισμών προ του 1923 ή κάτω των 2.000 κατοίκων μπορούν να υπάγονται, σύμφωνα με το γενικό προορισμό ανάπτυξης και αξιοποίησης τους, στις ακόλουθες γενικές κατηγορίες χρήσεων γης : 1. Τουρισμός – Αναψυχή. Στα ακίνητα που έχουν ως γενικό προορισμό τον τουρισμό – αναψυχή, επιτρέπονται : α) Τουριστικά καταλύματα (κύρια και μη κύρια, σύνθετα τουριστικά καταλύματα κ.λπ.) β) Ειδικές τουριστικές υποδομές και λοιπές τουριστικές εγκαταστάσεις (συνεδριακά κέντρα, γήπεδα γκολφ, υδροθεραπευτήρια κ.λπ.) γ) Τουριστικοί λιμένες, όπως μαρίνες, αγκυροβόλια, καταφύγια τουριστικών σκαφών. δ) Κατοικία. ε) Εμπορικά καταστήματα, καταστήματα παροχής υπηρεσιών. στ) Καζίνα. ζ) Κοινωνική πρόνοια. η) Αθλητικές εγκαταστάσεις. θ) Πολιτιστικές εγκαταστάσεις. ι) Θρησκευτικοί χώροι. ια) Περίθαλψη. ιβ) Χώροι συνάθροισης κοινού. ιγ) Εστίαση. ιδ) Αναψυκτήρια. ιε) Κέντρα διασκέδασης, αναψυχής. ιστ) Στάθμευση (κτίρια – γήπεδα). ιζ) Εγκαταστάσεις εκθεσιακών χώρων. ιη) Ελικοδρόμιο. ιθ) Κάθε άλλη συναφής χρήση, η οποία δεν μεταβάλλει το γενικό προορισμό του ακινήτου. 2. Επιχειρηματικά Πάρκα. Στα ακίνητα που έχουν ως γενικό προορισμό τα επιχειρηματικά πάρκα, επιτρέπονται … 3. Θεματικά πάρκα – Εμπορικά κέντρα – Αναψυχή. Στα ακίνητα που έχουν ως γενικό προορισμό τα θεματικά πάρκα – εμπορικά κέντρα – αναψυχή, επιτρέπονται … 4. Μεταφορικές, τεχνικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές υποδομές και λειτουργίες. Στα ακίνητα που έχουν ως γενικό προορισμό μεταφορικές, τεχνικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές υποδομές και λειτουργίες, επιτρέπονται … 4 Α. Παραθεριστικό – τουριστικό χωριό. Στα ακίνητα που έχουν ως γενικό προορισμό τη δημιουργία παραθεριστικού τουριστικού χωριού επιτρέπονται οι ακόλουθες χρήσεις : α) παραθεριστική κατοικία, β) τουριστικοί λιμένες (μαρίνες, αγκυροβόλια, καταφύγια τουριστικών σκαφών), γ) περίθαλψη, δ) ξενοδοχεία, ε) εγκαταστάσεις γκολφ, στ) αθλητικές εγκαταστάσεις (γήπεδα, γυμναστήρια κ.λπ.), ζ) κέντρα αναζωογόνησης (spa), η) εγκαταστάσεις εστίασης και αναψυχής, θ) εμπορικά καταστήματα, ι) χώροι συνάθροισης κοινού. 5. Δημόσια ακίνητα μικτών χρήσεων. Στα ακίνητα αυτά επιτρέπεται κατ` εξαίρεση, λόγω του μεγέθους, της θέσης, των υφιστάμενων δημοσίων υποδομών ή της γειτνίασης τους με αυτές ή της ειδικής φύσης του χωρικού προορισμού τους, η ανάμειξη δύο ή περισσότερων κατηγοριών χρήσεων γης από αυτές που προβλέπονται στις προηγούμενες περιπτώσεις του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή, οι επιτρεπόμενες χρήσεις γης αναπτύσσονται με βάση την πολεοδομική τους λειτουργία σε ειδικότερες ζώνες υποδοχής για λόγους ορθολογικής διαχείρισης, προστασίας και οργάνωσης των ακινήτων και πολεοδομείται μόνο εκείνο το τμήμα του δημοσίου ακινήτου, επί του οποίου αναπτύσσονται κατηγορίες χρήσεων γης για τις οποίες κατά τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 12 προβλέπεται πολεοδόμηση. Γ. Γενικοί όροι δόμησης …

«Άρθρο 12. Χωρικός προορισμός – Επενδυτική ταυτότητα δημοσίων ακινήτων.»

 1. Για τον καθορισμό του χωρικού προορισμού των δημοσίων ακινήτων που προβλέπονται στο άρθρο 10 του παρόντος Κεφαλαίου, καταρτίζονται και εγκρίνονται Ειδικά Σχέδια Χωρικής Ανάπτυξης Δημοσίων Ακινήτων (ΕΣΧΑΔΑ) κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Με τα σχέδια αυτά οριοθετούνται σε χάρτη κλίμακας 1: 5.000 με συντεταγμένες κορυφών, βασιζόμενες στο Εθνικό Γεωδαιτικό Σύστημα Αναφοράς ΕΓΣΑ `87, όπως αυτό ισχύει, τα προς αξιοποίηση ακίνητα και καθορίζονται και εγκρίνονται : α) Ο βασικός χωρικός προορισμός (επενδυτική ταυτότητα) του προς αξιοποίηση ακινήτου, δηλαδή η υπαγωγή σε μία εκ των γενικών κατηγοριών χρήσεων γης και όρων δόμησης που ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο. β) Οι ειδικότερες χρήσεις γης που επιτρέπονται στην έκταση του προς ανάπτυξη ακινήτου και οι τυχόν πρόσθετοι περιορισμοί που αποσκοπούν στον έλεγχο της έντασης κάθε χρήσης. γ) Οι ειδικοί όροι και περιορισμοί δόμησης του προς αξιοποίηση ακινήτου. δ) Ειδικές ζώνες προστασίας και ελέγχου στα οριοθετούμενα κατά τα ανωτέρω ακίνητα, εφόσον απαιτείται, στις οποίες μπορεί να επιβάλλονται ειδικοί όροι και περιορισμοί στις χρήσεις γης, στη δόμηση και στην εγκατάσταση και άσκηση δραστηριοτήτων και λειτουργιών. ε) Οι περιβαλλοντικοί όροι του σχεδίου, σύμφωνα με την κατά νόμο προβλεπόμενη στρατηγική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η οποία καταρτίζεται και δημοσιοποιείται κατά τα οριζόμενα στην επόμενη παράγραφο. 2. Για την έγκριση των σχεδίων της προηγούμενης παραγράφου υποβάλλεται στη Γενική Γραμματεία Δημόσιας Περιουσίας του Υπουργείου Οικονομικών αίτηση από τον κύριο του ακινήτου ή τον δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος ή τον κάτοχο δικαιώματος περιουσιακής φύσης ή δικαιώματος διαχείρισης και εκμετάλλευσης ή τον έλκοντα εξ αυτών δικαιώματα ή από το Ταμείο, η οποία συνοδεύεται από τα ακόλουθα δικαιολογητικά : α) Μελέτη στην οποία παρουσιάζεται και αξιολογείται το υφιστάμενο ρυθμιστικό καθεστώς του προς αξιοποίηση ακινήτου (χωροταξικό, πολεοδομικό, αναπτυξιακό κ.λπ.) ιδίως από απόψεως επικαιρότητας, συνέργειας, συμπληρωματικότητας και βιωσιμότητας των σχετικών ρυθμίσεων και τεκμηριώνεται, με βάση κριτήρια χωροταξικά, περιβαλλοντικά, χρηματοοικονομικά και εμπορικά, ο βέλτιστος χωρικός προορισμός του (χρήσεις γης, όροι δόμησης κλπ.), ο οποίος συνιστά και τη βασική επενδυτική του ταυτότητα για κάθε μεταγενέστερη πράξη αξιοποίησης, καθώς και οι γενικές κατευθύνσεις για την ενσωμάτωση της σχεδιαζόμενης επένδυσης στην περιβάλλουσα το δημόσιο ακίνητο περιοχή και τη συμβολή της στην εθνική, περιφερειακή και τοπική ανάπτυξη. Ως περιοχή μελέτης, ευρύτερη του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής του ΕΣΧΑΔΑ, προσδιορίζεται τουλάχιστον η οικεία δημοτική ενότητα ή και οι δημοτικές ενότητες κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 3852/2010 οι οποίες τυχόν βρίσκονται σε λειτουργική εξάρτηση με αυτήν. β) Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ), η οποία συντάσσεται κατά το άρθρο 6 και δημοσιοποιείται κατά το άρθρο 7 της κοινής υπουργικής απόφασης (κ.υ.α.) 107017/2006 (Β` 1225). Ως αρμόδια αρχή για τις ανάγκες εφαρμογής του παρόντος νόμου νοείται η αρμόδια υπηρεσία περιβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (ΕΥΠΕ) που ορίζεται στο άρθρο 4 παρ. 1 της πιο πάνω κ.υ.α. … 3. Η έγκριση των ΕΣΧΑΔΑ γίνεται με προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής ύστερα από εισήγηση του Κεντρικού Συμβουλίου Διοίκησης για την Αξιοποίηση της Δημόσιας Περιουσίας που προβλέπεται στο άρθρο 16 του παρόντος. 4. Με τα προεδρικά διατάγματα της προηγούμενης παραγράφου μπορεί να τροποποιούνται εγκεκριμένα Ρυθμιστικά Σχέδια, ΓΠΣ, ΣΧΟΟΑΠ, ΖΟΕ και άλλα σχέδια χρήσεων γης, εφόσον η τροποποίηση καθίσταται αναγκαία για την ολοκληρωμένη ανάπτυξη και την αποτελεσματική αξιοποίηση των δημοσίων ακινήτων, ιδίως στις περιπτώσεις που οι υφιστάμενες ρυθμίσεις και κατευθύνσεις είναι ασαφείς ή απορρέουν από ανεπίκαιρα χωροταξικά και πολεοδομικά σχέδια. Ως ανεπίκαιρα νοούνται ιδίως τα χωροταξικά και πολεοδομικά σχέδια που δεν έχουν υπαχθεί σε διαδικασία αξιολόγησης ή/και τροποποίησης ή αναθεώρησης μετά την πάροδο πέντε και πλέον ετών από την έγκριση ή την τελευταία αναθεώρηση ή τροποποίηση τους. 5. Με όμοια προεδρικά διατάγματα και ύστερα από ειδικώς αιτιολογημένη εκτίμηση των πολεοδομικών, περιβαλλοντικών, αρχιτεκτονικών και αναπτυξιακών χαρακτηριστικών και επιπτώσεων της επιδιωκόμενης παρέμβασης, μπορεί να τροποποιούνται εγκεκριμένα ρυμοτομικά σχέδια και σχέδια πόλεως ή και πολεοδομικές μελέτες, καθώς και να καθορίζονται ειδικοί όροι χρήσεως και δόμησης για τα εντός σχεδίου πόλεως δημόσια ακίνητα του άρθρου 10 παράγραφος 2, ακόμη και κατά παρέκκλιση από τις τυχόν ισχύουσες στην περιοχή γενικές και ειδικές χρήσεις γης και όρους και περιορισμούς δόμησης, καθώς και από τις διατάξεις του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, εφόσον οι ρυθμίσεις αυτές καθίστανται αναγκαίες για την εκπλήρωση της αποστολής των πιο πάνω ακινήτων και δεν αλλοιώνουν τη γενική φυσιογνωμία της περιοχής και την όλη αισθητική της εικόνα. Στις περιπτώσεις αυτές η δημοσίευση του σχετικού εγκριτικού διατάγματος έχει τις συνέπειες έγκρισης σχεδίου πόλεως κατά τις διατάξεις του ν.δ. 17.7/16.8.1923. 6. … 7.α. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Οικονομικών και Τουρισμού, που εκδίδεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο οικείο ΕΣΧΑΔΑ, εγκρίνεται η πολεοδόμηση δημοσίων ακινήτων που βρίσκονται σε περιοχές εκτός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων και ορίων οικισμών προ του 1923 ή κάτω των 2.000 κατοίκων και τα οποία προορίζονται για τη χρήση του παραθεριστικού – τουριστικού χωριού ύστερα από εισήγηση του Κεντρικού Συμβουλίου Διοίκησης για την Αξιοποίηση της Δημόσιας Περιουσίας. Για την έκδοση της πιο πάνω απόφασης υποβάλλεται από τον κύριο του ακινήτου ή τον δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος ή τον κάτοχο δικαιώματος περιουσιακής φύσης ή δικαιώματος διαχείρισης και εκμετάλλευσης ή τον έλκοντα εξ αυτών δικαιώματα στη Γενική Γραμματεία Δημόσιας Περιουσίας του Υπουργείου Οικονομικών πολεοδομική μελέτη, η οποία περιλαμβάνει το πολεοδομικό σχέδιο που συντάσσεται με βάση οριζοντιογραφικό και υψομετρικό τοπογραφικό διάγραμμα, τον πολεοδομικό κανονισμό και έκθεση που περιγράφει και αιτιολογεί τις προτεινόμενες από τη μελέτη ρυθμίσεις. …

«Άρθρο 13. Χωροθέτηση επενδυτικού σχεδίου»

1. Για τη χωροθέτηση του επενδυτικού σχεδίου αξιοποίησης δημοσίου ακινήτου εκδίδεται κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής ύστερα από αίτηση του κυρίου της επένδυσης. Με την απόφαση αυτή καθορίζονται : α) Οι ειδικότερες κατηγορίες έργων, δραστηριοτήτων και εγκαταστάσεων που πρόκειται να ανεγερθούν στην έκταση του εγκεκριμένου ΕΣΧΑΔΑ του δημοσίου ακινήτου, καθώς και τα αναγκαία συνοδά έργα (έργα εξωτερικής υποδομής), όπως είναι ιδίως τα δίκτυα ηλεκτροδότησης, τηλεπικοινωνιών, φυσικού αερίου και ύδρευσης, καθώς και οι οδοί προσπέλασης και οι κόμβοι σύνδεσης των δημοσίων ακινήτων με το εθνικό, περιφερειακό και επαρχιακό οδικό δίκτυο. β) Η γενική διάταξη των κτιρίων και εγκαταστάσεων με αναφορά σε τοπογραφικό διάγραμμα κλίμακας 1: 5.000. γ) Οι περιβαλλοντικοί όροι του επενδυτικού σχεδίου και των έργων εξωτερικής υποδομής, όπου απαιτείται, ύστερα από τήρηση της διαδικασίας που ορίζεται στις παραγράφους 2 β και 3 του άρθρου 3 του ν. 4014/2011. Οι προθεσμίες που προβλέπονται στην παράγραφο 2 β του ανωτέρω άρθρου και οι οποίες είναι άνω των είκοσι (20) εργασίμων ημερών, μειώνονται κατά δέκα (10) εργάσιμες ημέρες. 2. α. Για την έκδοση της απόφασης της προηγούμενης παραγράφου, γνωμοδοτούν, όπου απαιτείται, οι υπηρεσίες και φορείς που ορίζεται ότι γνωμοδοτούν στις παραγράφους 4, 5 και 11 ταυ άρθρου 2 του ν. 4014/2011, καθώς και το Κεντρικό Συμβούλιο Διοίκησης για την Αξιοποίηση της Δημόσιας Περιουσίας που προβλέπεται στο άρθρο 16 του παρόντος νόμου. β. Με την απόφαση της προηγούμενης παραγράφου εγκρίνονται και οι τυχόν απαιτούμενοι ειδικότεροι όροι και μέτρα για την προστασία και ανάδειξη των μνημείων, αρχαιολογικών χώρων, ιστορικών τόπων και λοιπών πολιτιστικών στοιχείων και συνόλων που ενδέχεται να υπάρχουν στην έκταση του εγκεκριμένου ΕΣΧΑΔΑ, ύστερα από υποβολή των κατά περίπτωση απαιτούμενων μελετών και σύμφωνη γνώμη των αρμόδιων υπηρεσιών και οργάνων του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού. Στην περίπτωση αυτή, η πιο πάνω απόφαση επέχει θέση έγκρισης κατά την έννοια των άρθρων 10 παράγραφοι 3 και 4, 12, 13 και 15 του ν. 3028/2002 για έργα και δραστηριότητες που εκτελούνται πλησίον αρχαίων η εντός κηρυγμένων αρχαιολογικών χώρων και ιστορικών τόπων, εντός Ζωνών Προστασίας Α` και Β`, καθώς και για κάθε εργασία, επέμβαση ή αλλαγή χρήσης σε ακίνητα μνημεία ή στο περιβάλλον τους. γ. Οι διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 4014/2011, όπως ισχύουν, εφαρμόζονται και επί των αποφάσεων της προηγούμενης παραγράφου. Τυχόν απαιτούμενες αποφάσεις, εγκρίσεις και άδειες των άρθρων 45, 51 και 58 του ν. 998/1979 (Α` 298), όπως ισχύουν, εκδίδονται από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής. δ. Η απόφαση έγκρισης της χωροθέτησης για τα επενδυτικά σχέδια της παραγράφου 1 επέχει θέση βεβαίωσης χρήσης γης, βεβαίωσης καταλληλότητας κύριας χρήσης, καθώς και θέση έγκρισης σκοπιμότητας, έγκρισης βιωσιμότητας και έγκρισης καταλληλότητας του οικείου επενδυτικού σχεδίου κατά τις κείμενες διατάξεις. Ειδικώς για τουριστικά καταλύματα και εγκαταστάσεις ειδικής τουριστικής υποδομής, η πιο πάνω απόφαση επέχει θέση έγκρισης καταλληλότητας οικοπέδου ή γηπέδου από τον EOT και αντιστοίχως θέση έγκρισης σκοπιμότητας ή σκοπιμότητας – χωροθέτησης κατά τις κείμενες διατάξεις. …

«Άρθρο 14. Παραχώρηση χρήσης αιγιαλού και παραλίας»

 1. Για την αξιοποίηση των δημοσίων ακινήτων επιτρέπεται η απευθείας παραχώρηση στον κύριο της επένδυσης ή στον έλκοντα εξ αυτού δικαιώματα, της χρήσης αιγιαλού, παραλίας, όχθης και παρόχθιας ζώνης ή και του δικαιώματος εκτέλεσης, χρήσης και εκμετάλλευσης λιμενικών έργων ή επέκτασης, ήδη υφιστάμενων στην περιοχή, λιμενικών εγκαταστάσεων επί αιγιαλού και παραλίας για την εξυπηρέτηση της επένδυσης. Η παραχώρηση γίνεται για χρονικό διάστημα μέχρι πενήντα (50) έτη με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και με καταβολή ανταλλάγματος που προσδιορίζεται στην οικεία σύμβαση παραχώρησης και μπορεί να παραταθεί για περαιτέρω σαράντα εννέα (49) έτη με τους όρους και προϋποθέσεις που ορίζονται σε κοινή απόφαση των ίδιων Υπουργών. Για την εκτέλεση των έργων στον αιγιαλό ή στην παραλία τηρείται η διαδικασία που ορίζεται στις διατάξεις του ν. 2971/2001 (Α΄ 285). 2. Στην περίπτωση που τα λιμενικά έργα της παραγράφου 1 εμπεριέχουν πρόσχωση θαλάσσιου χώρου, μετά την ολοκλήρωσή τους κινείται η διαδικασία επανακαθορισμού των οριογραμμών αιγιαλού – παραλίας και το γήπεδο που δημιουργείται καταγράφεται ως δημόσιο κτήμα. Το εν λόγω δημόσιο κτήμα, εφόσον ο κύριος της επένδυσης ή ο έλκων εξ αυτού δικαιώματα το επιθυμεί, μπορεί να παραχωρείται κατά χρήση ή να εκμισθώνεται απευθείας σε αυτόν. 3. Η αξιοποίηση του αιγιαλού και της παραλίας με την παραχώρηση πρέπει να μην εμποδίζει την ελεύθερη και απρόσκοπτη πρόσβαση των λουομένων στην παραλία και αιγιαλό, εκτός αν τούτο επιβάλλεται για λόγους εθνικής άμυνας, δημόσιας τάξης και ασφάλειας, προστασίας αρχαίων, του περιβάλλοντος ή της δημόσιας υγείας, και εφόσον προβλέπεται στην οικεία σύμβαση παραχώρησης. 4. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, η με οποιονδήποτε τρόπο χρήση από τρίτους της παραχωρούμενης προς τον κύριο της επένδυσης έκτασης αιγιαλού, παραλίας και λιμενικών έργων επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, εφόσον η χρήση αυτή επιβάλλεται για λόγους ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας ή άλλης δημόσιας ωφέλειας και δεν παρεμποδίζεται η ομαλή λειτουργία της επένδυσης. 5. Τυχόν υφιστάμενες συμβάσεις παραχώρησης της χρήσης των ανωτέρω εκτάσεων και εγκαταστάσεων συνεχίζονται μετά την υπογραφή της σύμβασης της παραγράφου 1 μέχρι τη λήξη τους και, σε κάθε περίπτωση, όχι για περισσότερο από έξι (6) μήνες, μετά την πάροδο των οποίων λύονται αυτοδικαίως. 6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων καθορίζονται η διαδικασία, ο τρόπος και τα όργανα προσδιορισμού του ανταλλάγματος για τις συμβάσεις του παρόντος άρθρου, η διαδικασία, ο τρόπος και τα όργανα προσδιορισμού της αποζημίωσης των πρώην παραχωρησιούχων, των οποίων οι συμβάσεις λύονται σύμφωνα με την παράγραφο 5, καθώς και κάθε σχετικό θέμα.

«Άρθρο 14 Α.»

1. Για την αξιοποίηση των δημοσίων ακινήτων ως ξενοδοχειακών μονάδων ή ως περιοχών παραθεριστικού – τουριστικού χωριού επιτρέπεται η απευθείας παραχώρηση στον κύριο της επένδυσης ή στον έλκοντα εξ αυτού δικαιώματα της χρήσης αιγιαλού και παραλίας που βρίσκεται προ των εγκαταστάσεών τους με σκοπό τη δημιουργία τουριστικών λιμενικών εγκαταστάσεων ή τη χρήση των υφισταμένων, για την εξυπηρέτηση της πελατείας τους ή των κατοίκων, εξαιρουμένων των περιοχών που προστατεύονται από τις διατάξεις του ν. 1650/1986, με την προϋπόθεση ότι η δυναμικότητα ελλιμενισμού σκαφών αναψυχής δεν θα υπερβαίνει ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) του αριθμού των δωματίων της ξενοδοχειακής μονάδας ή ποσοστό 50% του αριθμού των παραθεριστικών κατοικιών και έχει συνταχθεί σχετική ακτομηχανική μελέτη. 2. Η δυνατότητα αυτή παρέχεται μόνον εφόσον η ξενοδοχειακή μονάδα ή το παραθεριστικό – τουριστικό χωριό βρίσκεται σε απόσταση πέραν του ενός (1) χιλιομέτρου από υφιστάμενο τουριστικό λιμένα αναψυχής και εφόσον η τουριστική λιμενική εγκατάσταση έχει προβλεφθεί στο οικείο ΕΣΧΑΔΑ. Η παραχώρηση γίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Τουρισμού για χρονικό διάστημα μέχρι πενήντα (50) έτη και με καταβολή ανταλλάγματος που προσδιορίζεται στην οικεία σύμβαση παραχώρησης και μπορεί να παραταθεί για περαιτέρω σαράντα εννέα (49) έτη με τους όρους και προϋποθέσεις που ορίζονται σε κοινή απόφαση των ίδιων Υπουργών. 3. Απαγορεύεται οποιαδήποτε άλλη εκμετάλλευση ή η προς τρίτο παραχώρηση των λιμενικών αυτών εγκαταστάσεων. Παράβαση της υποχρέωσης αυτής διαπιστώνεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μετά από εισήγηση της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Περιουσίας και συνεπάγεται αυτοδικαίως την χωρίς αποζημίωση στέρηση του δικαιώματος χρήσεως της τουριστικής λιμενικής εγκατάστασης από την ξενοδοχειακή μονάδα ή το συγκρότημα. 4. Οι παράγραφοι 3, 4 και 5 του άρθρου 14 εφαρμόζονται και για τις περιπτώσεις του παρόντος άρθρου.

«Άρθρο 15. Έκδοση οικοδομικών αδειών»

1. α. Οι άδειες δόμησης για τις οικοδομικές εργασίες που εκτελούνται στα ακίνητα του άρθρου 10, καθώς και για τις οικοδομικές εργασίες που απαιτούνται για τα συνοδά έργα εξωτερικής υποδομής, εκδίδονται από τη Διεύθυνση Οικοδομικών και Κτιριοδομικών Κανονισμών του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, εντός τριάντα (30) εργάσιμων ημερών από την υποβολή αίτησης από τον κύριο ή τον έχοντα νόμιμο δικαίωμα. … 2. Όλες οι πράξεις που αναφέρονται στα άρθρα 12 έως και 15 του παρόντος νόμου αναρτώνται υποχρεωτικά στο δικτυακό τόπο της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Περιουσίας του Υπουργείου Οικονομικών και, κατά περίπτωση, στο δικτυακό τόπο του Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου ή στο δικτυακό τόπο του δημοσίου οργανισμού ή επιχείρησης που είναι κύριος του ακινήτου. Η προθεσμία της άσκησης αίτησης ακυρώσεως κατ` αυτών αρχίζει, προκειμένου περί πράξεων που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, από την επομένη της κοινοποίησης ή της δημοσίευσης τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και, προκειμένου περί μη δημοσιευτέων πράξεων, από την επομένη της κοινοποίησης ή της ανάρτησης τους στο δικτυακό τόπο της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Περιουσίας.

«Άρθρο 16. Κεντρικό Συμβούλιο Διοίκησης για την Αξιοποίηση της Δημόσιας Περιουσίας»

 1. Συνιστάται, στη Γενική Γραμματεία Δημόσιας Περιουσίας του Υπουργείου Οικονομικών, Κεντρικό Συμβούλιο Διοίκησης για την Αξιοποίηση της Δημόσιας Περιουσίας, το οποίο έχει ως έργο την παρακολούθηση της εφαρμογής της νομοθεσίας για την αξιοποίηση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας και την παροχή εισηγήσεων και γνωμοδοτήσεων κατά την έκδοση των επί μέρους πράξεων που προβλέπονται στις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου. Το Συμβούλιο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και αποτελείται από … 2. Έργο του Κεντρικού Συμβουλίου Διοίκησης για την Αξιοποίηση της Δημόσιας Περιουσίας είναι ιδίως : α) Η παροχή υποστήριξης στη Γενική Γραμματεία Δημόσιας Περιουσίας για θέματα εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου και των κανονιστικών και ατομικών διοικητικών πράξεων που εκδίδονται κατ` εξουσιοδότηση αυτών. β) Η παροχή γνώμης ή εισήγησης προς τον Υπουργό Οικονομικών κατά την έκδοση των πράξεων που προβλέπονται στα άρθρα 12 και 13 του παρόντος νόμου. γ) Ο συντονισμός των ενεργειών των αρμόδιων υπηρεσιών των Υπουργείων που εμπλέκονται στη διαδικασία αξιοποίησης των δημοσίων ακινήτων, με σκοπό την επιτάχυνση των σχετικών διοικητικών διαδικασιών και την έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπιση τυχόν διοικητικών προβλημάτων. δ) Η παρέμβαση, εφόσον απαιτείται, με την έκδοση εγκυκλίων ή οδηγιών ή με πρόταση νομοθετικών παρεμβάσεων προκειμένου να επιτυγχάνεται η συνεχής βελτίωση της διαδικασίας αξιοποίησης των δημοσίων ακινήτων. 3 … 4 … 5 … 6 …

« Άρθρο 17 Α Αναγκαστικές απαλλοτριώσεις»

1. Επιτρέπεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση εμπραγμάτων δικαιωμάτων τρίτων ή ακινήτων ή η σύσταση επ` αυτών εμπραγμάτων δικαιωμάτων, αν κρίνονται αναγκαία για την αξιοποίηση περιουσιακού στοιχείου του Ταμείου ή εταιρείας, της οποίας το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα, στο Ταμείο, ή αν κρίνονται αναγκαία για την πραγματοποίηση επενδυτικού σχεδίου ειδικού διαδόχου του Ταμείου ή εταιρείας της οποίας το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα, στο Ταμείο. Ο σκοπός των παραπάνω αναγκαστικών απαλλοτριώσεων θεωρείται μείζονος και γενικότερης σημασίας για την οικονομία της χώρας και επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος. Οι απαλλοτριώσεις της προηγούμενης παραγράφου κηρύσσονται ή τα εμπράγματα δικαιώματα συστήνονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών υπέρ του Ταμείου ή υπέρ της εταιρείας, της οποίας το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα, στο Ταμείο ή υπέρ του ειδικού διαδόχου αυτών, όπως ειδικότερα ορίζεται στην απόφαση με την οποία κηρύσσεται η απαλλοτρίωση. 3. Αν η απαλλοτρίωση κηρύσσεται σε ακίνητο επί του οποίου αναγνωρίστηκαν δικαστικώς εμπράγματα δικαιώματα τρίτων, μετά τη μεταβίβαση του ακινήτου στο Ταμείο ή μετά την περιέλευση στο Ταμείο εταιρείας της οποίας το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα, στο Ταμείο, η δαπάνη της αποζημίωσης για την αναγκαστική απαλλοτρίωση βαρύνει το Δημόσιο. 4 … 5 … 20».

11. Επειδή, τέλος, στις διατάξεις του Κεφαλαίου Γ΄ του ν. 3986/2012, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα Επιφανείας επί Δημοσίων Κτημάτων», όπως αυτές ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήτοι μετά τη συμπλήρωση ή τροποποίησή τους με τις μεταγενέστερες διατάξεις του ν. 4092/2012, ορίζονται τα εξής :

«Άρθρο 18. Ορισμοί»

Για τους σκοπούς του Κεφαλαίου αυτού : 1. “Επιφάνεια” είναι το εμπράγματο δικαίωμα φυσικού ή νομικού προσώπου να κατασκευάζει κτίσμα σε έδαφος κτήματος που είναι, κατά το χρόνο σύστασης του δικαιώματος, δημόσιο, κατά την έννοια της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου και να ασκεί στο κτίσμα αυτό ή σε κτίσμα ήδη κατασκευασμένο σε τέτοιο κτήμα τις εξουσίες, που παρέχει το δικαίωμα της κυριότητας. 2. “Κύριος” είναι ο κύριος του εδάφους του δημοσίου κτήματος. 3. “Επιφανειούχος” είναι το πρόσωπο που έχει το δικαίωμα της επιφανείας. 4. “Δημόσια κτήματα” είναι τα ακίνητα οποιασδήποτε φύσης που ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο, σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, σε εταιρείες και δημόσιες επιχειρήσεις, των οποίων το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα, στο Δημόσιο ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, σε δημόσιους οργανισμούς με μορφή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου ή και σε εταιρίες που αποκτούν τα ακίνητα των παραπάνω φορέων με σκοπό την εκμετάλλευση του …. 5. “Κτίσμα” είναι κάθε συστατικό του δημοσίου κτήματος και ιδίως το οικοδόμημα … καθώς και κάθε κατασκευή επί του εδάφους. Το κτίσμα μπορεί να είναι και υπόγειο. 6. “Εδαφονόμιο” είναι το περιοδικό αντάλλαγμα που καταβάλλεται από τον επιφανειούχο στον κύριο κατά τη διάρκεια του δικαιώματος της επιφανείας.

«Άρθρο 19. Σύσταση δικαιώματος επιφανείας»

 1. Κατά παρέκκλιση των άρθρων 953 και 954 του Αστικού Κώδικα, επιτρέπεται η σύσταση δικαιώματος επιφανείας επί δημοσίων κτημάτων. Το δικαίωμα επιφανείας περιλαμβάνεται στην ακίνητη περιουσία κατά την έννοια του άρθρου 949 του Αστικού Κώδικα. 2. Η επιφάνεια συνιστάται για ορισμένο χρόνο με σύμβαση. Οι διατάξεις για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτων με συμφωνία εφαρμόζονται αναλόγως και για τη σύσταση επιφανείας. Η επιφάνεια δεν μπορεί να συσταθεί για χρόνο μεγαλύτερο των ενενήντα εννέα (99) ετών και μικρότερο των πέντε (5) ετών.

… «Άρθρο 22. Λήξη και απόσβεση επιφανείας – Αποτελέσματα»

 1. Η επιφάνεια λήγει με την παρέλευση του χρόνου διάρκειάς της. 2. Η επιφάνεια αποσβέννυται άμα ενωθεί με την κυριότητα επί του εδάφους στο ίδιο πρόσωπο. …».
12. Επειδή, από τις διατάξεις του ν. 3986/2011 που παρατίθενται στις δύο προηγούμενες σκέψεις συνάγονται τα εξής : Τα ακίνητα που ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου δεν περιέρχονται στο ιδιαίτερο νομικό καθεστώς δημοσίου δικαίου του Κεφαλαίου Β΄ του ως άνω νόμου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πολεοδομική Ωρίμανση και Επενδυτική Ταυτότητα Δημοσίων Ακινήτων και λοιπές Ρυθμίσεις για την Αξιοποίηση της Δημόσιας Περιουσίας», δια μόνης της μεταβιβάσεώς τους στο ΤΑΙΠΕΔ. Τούτο, διότι για την υπαγωγή των εν λόγω ακινήτων στις ουσιαστικού περιεχομένου διατάξεις του ως άνω Κεφαλαίου απαιτείται και η έκδοση των προβλεπομένων στο ίδιο Κεφάλαιο διοικητικών πράξεων, κατόπιν τηρήσεως ειδικών διοικητικών διαδικασιών [ήτοι των π. δ/των περί εγκρίσεως των Ειδικών Σχεδίων Ανάπτυξης Δημοσίων Ακινήτων (ΕΣΧΑΔΑ), των κ.υ.α. περί εγκρίσεως πολεοδομήσεως, χωροθετήσεως επενδυτικών σχεδίων και περί σκοπιμότητας, βιωσιμότητας και καταλληλότητας, των κ.υ.α περί παραχωρήσεως της χρήσεως αιγιαλού, παραλίας, όχθης και παρόχθιας ζώνης και του δικαιώματος εκτελέσεως λιμενικών έργων, των πράξεων χορηγήσεως οικοδομικών αδειών και κηρύξεως αναγκαστικών απαλλοτριώσεων κ.ο.κ.]. Οι πράξεις αυτές υπόκεινται, βεβαίως, σε δικαστικό έλεγχο. Εξ άλλου, στο Κεφάλαιο Γ΄ του ίδιου νόμου θεσπίζονται διατάξεις που διέπουν συμβάσεις συστάσεως δικαιωμάτων ιδιωτικής φύσεως επί των εν λόγω ακινήτων, περαιτέρω δε ορίζονται τα σχετικά με την υπαγωγή αυτών των συμβάσεων και δικαιωμάτων σε φορολόγηση.
13. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι το ακίνητο με εμβαδόν 489.560 τετραγωνικών μέτρων, το οποίο μεταβιβάσθηκε στο ΤΑΙΠΕΔ με την προσβαλλομένη απόφαση της ΔΕΑΑ, είχε περιέλθει στο Ελληνικό Δημόσιο δυνάμει διατάξεων ιδιωτικού δικαίου. Ειδικότερα, το εν λόγω ακίνητο είχε παραχωρηθεί, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, στο Ελληνικό Δημόσιο, άνευ ανταλλάγματος, για εξόφληση φόρου κληρονομίας, σύμφωνα με το άρθρο 20 του ν.δ. 118/1973, με σχετική δήλωση των κληρονόμων της Ε.Β., περιληφθείσα στο υπ’ αριθμ. 313/4.10.2000 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Κερκύρας Χ.Κ., την οποία (δήλωση) απεδέχθη η παρισταμένη κατά τη σύνταξη του συμβολαίου Προϊσταμένη της ΔΟΥ Α΄ Κερκύρας, ενεργούσα ως εκπρόσωπος του Ελληνικού Δημοσίου δυνάμει ειδικής εντολής του Υπουργού Οικονομικών. Η δε Ε.Β. είχε αποκτήσει το ακίνητο κατά το ήμισυ (εξ αδιαιρέτου) κατόπιν αγοράς από την αδελφή της Φ.Κ. το έτος 1951και κατά το έτερο ήμισυ (εξ αδιαιρέτου) εκ κληρονομίας το έτος 1984. Μετά τη μεταγραφή του ως άνω συμβολαίου στο βιβλίο μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Όρους Κερκύρας (στη μερίδα του Ελληνικού Δημοσίου, στον Τόμο 582, με αριθμό 31361), η Κτηματική Υπηρεσία Κερκύρας κατέγραψε το ακίνητο στο Γενικό Βιβλίο Καταγραφής ως αποτελούμενο από δώδεκα (12) τμήματα, φέροντα Αριθμούς Βιβλίου Καταγραφής (ΑΒΚ) από 506 έως 517. Ακολούθως, το Υποθηκοφυλακείο, κατόπιν αιτήσεως της Κτηματικής Υπηρεσίας Κερκύρας, μετέγραψε στον Τόμο 596 του βιβλίου μεταγραφών (με αριθμούς 32077 – 32088) τα τμήματα του ακινήτου βάσει του ΑΒΚ εκάστου. Η διαίρεση του ακινήτου στα εν λόγω τμήματα είχε ήδη γίνει το έτος 1982 σε «τοπογραφικό διάγραμμα κτήματος» εκπονηθέν από πολιτικό μηχανικό προκειμένου να διακριθούν, ακολούθως, με σχετική πράξη της Διευθύνσεως Δασών Κερκύρας, η δασική έκταση του ακινήτου από τη μη δασική. Σύμφωνα δε με την εκδοθείσα πράξη, η δασική έκταση του ακινήτου, αποτελούμενη από πέντε (5) τμήματά του, τα οποία ακολούθως έλαβαν ΑΒΚ 506, 508, 513, 516 και 517, καλύπτει τα 275.250 τετραγωνικά μέτρα της επιφανείας του. Η υπόλοιπη επιφάνειά του χαρακτηρίζεται ως γεωργική και χορτολιβαδική. Σε ένα από τα τμήματα του ακινήτου υπάρχει λίμνη με επιφάνεια 14.000 τετραγωνικών μέτρων, που ονομάζεται «Βρωμολίμνη». Δύο τμήματά του βρέχονται από τη θάλασσα. Προ της κατά τα ως άνω μεταβιβάσεως του ακινήτου στο Ελληνικό Δημόσιο, η Ε.Β. είχε επιτύχει την υπέρ αυτής αναγνώριση της κυριότητάς του με την απόφαση 135/1991 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κερκύρας. Με την εν λόγω απόφαση, η οποία εκδόθηκε επί αγωγής της Ευφροσύνης Βλάχου ασκηθείσης κατά του Ελληνικού Δημοσίου, κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι στα δάση της Επτανήσου δεν έχει εφαρμογή το τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου που θεσπίσθηκε με το β.δ. του έτους 1836 «περί ιδιωτικών δασών». Τέλος, προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι το εν λόγω ακίνητο των 489.560 τετραγωνικών μέτρων περικλείει έκταση 11.520 τετραγωνικών μέτρων, η οποία περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο εξ άλλης αιτίας. Συγκεκριμένα, η έκταση αυτή ανήκε κατά το παρελθόν στην Ε.Β. και στους δικαιοπαρόχους της (και μαζί με αυτήν το συνολικό εμβαδόν του ακινήτου ανήρχετο σε 489.560 + 11.520 = 501.080 τετραγωνικά μέτρα), αλλά απαλλοτριώθηκε με σκοπό την εντός αυτής εγκατάσταση του Ναυτικού Οχυρού Κερκύρας. Για την απαλλοτρίωση αυτής της εκτάσεως η Ε.Β. και η Φωτεινή Κοσκινά αναγνωρίσθηκαν δικαιούχοι αποζημιώσεως με την απόφαση 148/1963 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κερκύρας. Το Ναυτικό Οχυρό Κερκύρας, στο οποίο υπάρχουν κτίσμα – Παρατηρητήριο και εγκαταστάσεις (ραντάρ και κεραίες) του Πολεμικού Ναυτικού και του Λιμενικού Σώματος, μετονομάσθηκε, ακολούθως, ως Ναυτικό Οχυρό Αγίου Στεφάνου με το π.δ. 398/2001 (Α΄ 279). Με το ίδιο δε π.δ/γμα χαρακτηρίσθηκε η έκταση των 11.520 τετραγωνικών μέτρων ως «απαγορευμένη ζώνη» και, πέριξ αυτής, οριοθετήθηκε μια «επιτηρούμενη ζώνη» που καταλαμβάνει ένα μέρος του ακινήτου των 489.560 τετραγωνικών μέτρων.
14. Επειδή, με την προσβαλλομένη απόφαση της ΔΕΑΑ μεταβιβάσθηκαν στο ΤΑΙΠΕΔ τα ιδιωτικού δικαίου δικαιώματα επί του περιγραφομένου στην προηγούμενη σκέψη ακινήτου των 489.560 τετραγωνικών μέτρων, ήτοι τα δικαιώματα κυριότητας, νομής και κατοχής, τα οποία απέκτησε το Ελληνικό Δημόσιο από τους κληρονόμους της Ευφροσύνης Βλάχου δυνάμει του υπ’ αριθμ. 313/4.10.2000 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Κερκύρας Χριστίνας Καμπούρη. Τα δικαιώματα αυτά περιήλθαν στο ΤΑΙΠΕΔ με όλους τους περιορισμούς και τα βάρη που ενδεχομένως συνεπάγεται για την ιδιοκτησία η εφαρμογή των πάσης φύσεως διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας (ήτοι περιορισμό του εμβαδού του μετά τη χάραξη της οριογραμμής αιγιαλού, περιορισμούς ως προς τη χρήση μέρους του χάριν προστασίας του χαρακτήρα της δασικής εκτάσεώς του, του υγροτόπου της λίμνης, της χλωρίδας, της πανίδας και της ορνιθοπανίδας, καθώς και περαιτέρω περιορισμούς λόγω υποχρεώσεως παροχής οδών προσπελάσεως προς το Ναυτικό Οχυρό, οριοθετήσεως «επιτηρούμενης ζώνης» που καταλαμβάνει μέρος του κ.ο.κ.). Τούτο, διότι οι περιορισμοί αυτοί δεν εμπόδισαν την απόκτηση του ακινήτου από το Ελληνικό Δημόσιο κατά τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου ούτε δύνανται να εμποδίσουν την περαιτέρω μεταβίβασή του στο ΤΑΙΠΕΔ, δυνάμει των διατάξεων του ν. 3986/2011, ως ακινήτου ανήκοντος στην ιδιωτική περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου. Τέλος, η προσβαλλομένη απόφαση της ΔΕΑΑ δεν επάγεται για το ΤΑΙΠΕΔ περιορισμούς ως προς την επιλογή μιας ή περισσοτέρων συμβάσεων, εκ των αναφερομένων στα άρθρα 5 και 19 επ. του ίδιου νόμου, για την αξιοποίηση του ακινήτου και δεν προσδιορίζει τον χωρικό προορισμό και την επενδυτική ταυτότητά του (ως προοριζομένου για τουρισμό – αναψυχή, για δημιουργία παραθεριστικού – τουριστικού χωριού ή για άλλη χρήση, εκ των προβλεπομένων στο άρθρο 11), διότι τα στοιχεία αυτά είναι απλώς ενδεχόμενο να προκύψουν στο μέλλον με την έκδοση σχετικού π.δ/τος περί εγκρίσεως ΕΣΧΑΔΑ, κατόπιν τηρήσεως της διαδικασίας του άρθρου 12 του ν. 3986/2011.
15. Επειδή, με το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως και το από 2.11.2012 δικόγραφο προσθέτων λόγων η αιτούσα επικαλείται το άρθρο 24 του Συντάγματος, τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας (ν. 998/1979), της νομοθεσίας περί προστασίας των υγροτόπων και ειδικότερα των μικρών νησιωτικών υγροτόπων, της χλωρίδας, της πανίδας και της ορνιθοπανίδας, καθώς και τις διατάξεις περί προστασίας των ευαίσθητων οικοσυστημάτων και των περιοχών φυσικού κάλλους. Περαιτέρω, η αιτούσα αναφέρεται στα φυσικά χαρακτηριστικά του ακινήτου (δασική έκταση και υγρότοπο εντός αυτού, χλωρίδα, πανίδα και ορνιθοπανίδα, αιγιαλό και παραλία) και σε διαδικασία που έχει κινηθεί για την υπαγωγή του στις προστατευτικές διατάξεις του ν. 1650/1986. Κατά την αιτούσα, τα χαρακτηριστικά αυτά περιάγουν το ακίνητο, τουλάχιστον εν μέρει, στη δημόσια κτήση του Ελληνικού Δημοσίου και, πάντως, καθιστούν αυτό ακατάλληλο για αξιοποίηση. Ως εκ τούτου, κατά την αιτούσα, η προσβαλλομένη απόφαση της ΔΕΑΑ είναι άκυρη, διότι το εν λόγω ακίνητο, που έχει τα ως άνω χαρακτηριστικά, δεν ήταν κατά νόμον επιτρεπτό να μεταβιβασθεί στο ΤΑΙΠΕΔ. Οι λόγοι, όμως, αυτοί είναι αβάσιμοι. Τούτο, διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, τα ως άνω χαρακτηριστικά του ακινήτου επάγονται απλώς περιορισμούς και βάρη των ιδιωτικής φύσεως (ιδιοκτησιακών) δικαιωμάτων επ’ αυτού και ουδόλως αποκλείουν, το γε νυν έχον, την αξιοποίησή του από το ΤΑΙΠΕΔ με κάποιες από τις συμβάσεις που προβλέπονται στα άρθρα 5 και 19 επ. του ν. 3986/2011.
16. Επειδή, περαιτέρω, η αιτούσα προβάλλει ότι η προσβαλλομένη απόφαση της ΔΕΑΑ είναι άκυρη, διότι η έκδοσή της συνεπάγεται την υπαγωγή του ακινήτου στις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3986/2011(περί ΕΣΧΑΔΑ) που αντιβαίνουν στο άρθρο 24 του Συντάγματος. Ο λόγος, όμως, αυτός είναι αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη δωδέκατη σκέψη, η υπαγωγή του ακινήτου στις ουσιαστικού περιεχομένου διατάξεις του Κεφαλαίου Β΄ του ν. 3986/2011, στις οποίες εντάσσονται και οι διατάξεις του άρθρου 12, είναι ενδεχόμενη μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως της ΔΕΑΑ, ως εξαρτωμένη από την έκδοση του σχετικού π.δ/τος περί εγκρίσεως ΕΣΧΑΔΑ και των λοιπών διοικητικών πράξεων που προβλέπονται στο ως άνω Κεφάλαιο Β΄, οι οποίες υπόκεινται βεβαίως σε δικαστικό έλεγχο.
17. Επειδή, με άλλο λόγο ακυρώσεως η αιτούσα αναφέρεται σε διαδικασία που έχει κινηθεί για την υπαγωγή του ακινήτου στις προστατευτικές διατάξεις του ν. 1650/1986 (Α΄ 160) και προβάλλει ότι η προσβαλλομένη απόφαση της ΔΕΑΑ είναι άκυρη, διότι μετά την έκδοσή της η διαδικασία αυτή ματαιώνεται κατά παράβαση του άρθρου 24 του Συντάγματος. Ο λόγος, όμως, αυτός είναι αβάσιμος, διότι η ως άνω διαδικασία δεν πρόκειται να ματαιωθεί, ακόμη και μετά την ενδεχόμενη υπαγωγή του ακινήτου στις διατάξεις Κεφαλαίου Β΄ του ν. 3986/2011, όπως προκύπτει ιδίως από τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 2 και 3 του ίδιου νόμου.
18. Επειδή, τέλος, με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων η αιτούσα αναφέρεται στο Ναυτικό Οχυρό, για το οποίο έγινε ήδη λόγος στη δέκατη τέταρτη σκέψη, προβάλλει δε ότι είναι άκυρη η προσβαλλομένη απόφαση της ΔΕΑΑ, αφ’ ενός μεν διότι δι’ αυτής μεταβιβάσθηκε στο ΤΑΙΠΕΔ ακίνητο που ανήκει τουλάχιστον εν μέρει, ήτοι ως προς την «απαγορευμένη ζώνη» και την «επιτηρούμενη ζώνη», στη δημόσια κτήση του Ελληνικού Δημοσίου, αφ’ ετέρου δε διότι η ύπαρξη του Ναυτικού Οχυρού καθιστά αδύνατη την αξιοποίηση του μεταβιβασθέντος ακινήτου στο σύνολό του. Και αυτός, όμως, ο λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος, ανεξαρτήτως μάλιστα της υπάρξεως ή μη εννόμου συμφέροντος για την προβολή του. Τούτο, διότι εν πρώτοις, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα, η μεν «απαγορευμένη ζώνη» συμπίπτει με την έκταση των 11.520 τετραγωνικών μέτρων που δεν μεταβιβάσθηκε στο ΤΑΙΠΕΔ, η δε «επιτηρούμενη ζώνη», η οποία καταλαμβάνει μέρος του ακινήτου των 489.560 τετραγωνικών μέτρων, νομίμως μεταβιβάσθηκε στο ΤΑΙΠΕΔ ως μη ανήκουσα στη δημόσια κτήση του Ελληνικού Δημοσίου. Περαιτέρω δε είναι απορριπτέος ο ίδιος λόγος ακυρώσεως, διότι η γειτνίαση του μεταβιβασθέντος στο ΤΑΙΠΕΔ ακινήτου με το Ναυτικό Οχυρό, καθώς επίσης και ο περιορισμός της ιδιοκτησίας, τον οποίο συνεπάγεται η οριοθέτηση της «επιτηρούμενης ζώνης» που καταλαμβάνει μέρος του, απλώς περιορίζουν τη δυνατότητα αξιοποιήσεώς του με κάποιες από τις συμβάσεις που προβλέπονται στα άρθρα 5 και 19 επ. του ν. 3986/2011, χωρίς να την καθιστούν αδύνατη.

19. Επειδή, μη προβαλλομένου άλλου λόγου ακυρώσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να γίνει δεκτή η παρέμβαση.

Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση.
Δέχεται την παρέμβαση.
Επιβάλλει ……
Ο Πρόεδρος του Δ’ Τμήματος           Η Γραμματέας του Δ’ Τμήματος

Σωτ. Αλ. Ρίζος                                   Μ. Παπαδοπούλου

 

Σχόλιο

Η υπ’ αριθμόν 1415/2013 αποτελεί την πρώτη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας που καταπιάνεται με το ιδιαίτερα περίπλοκο νομοθετικό πλαίσιο του ν. 3986/2011 με τίτλο «Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής». Παρ’ όλο που με την επίδικη διαφορά δεν κρίθηκαν τελικά οι διατάξεις του νόμου (συγκεκριμένα το αρ. 12) ως προς την αντισυνταγματικότητά τους, η απόφαση του ΣτΕ επιλύει το εξίσου σημαντικό ζήτημα της δικαιοδοσίας που αφορά στις πράξεις της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων (στο εξής Δ.Ε.Α.Α.).

Συγκεκριμένα, ο ν. 3986/11 (αρ. 2 παρ. 4) προβλέπει τη μεταβίβαση του συνόλου της ιδιωτικής περιουσίας (κινητές αξίες, δικαιώματα και ακίνητα) του Δημοσίου στο Ταμείο Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (στο εξής ΤΑΙΠΕΔ ή Ταμείο), ένα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, αποκλειστικά δημόσιας ιδιοκτησίας. Στόχος του νομοθέτη είναι η θέσπιση μιας οργανωμένης διαδικασίας εκμετάλλευσης των αξιοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου έτσι ώστε να αντληθούν τα απαραίτητα έσοδα για την εξόφληση του δημόσιου χρέους. Σύμφωνα με την παρ. 5 του αρ. 2 του νόμου κάθε μεταβίβαση περιουσιακού στοιχείου πραγματοποιείται με την έκδοση σχετικής απόφασης από τη Δ.Ε.Α.Α. Ποια είναι όμως η φύση των πράξεων της Δ.Ε.Α.Α.;

Εύλογα θα μπορούσε να υποστηριχθεί η άποψη ότι, εν προκειμένω, το δημόσιο δίκαιο περισσεύει, εφόσον πρόκειται για μια συναλλακτική δραστηριότητα της διοίκησης. Με άλλα λόγια, οι πράξεις της Δ.Ε.Α.Α. δεν είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις εφόσον, λόγω του ιδιωτικού χαρακτήρα της περιουσίας που αξιοποιείται, καταλήγουν στη σύναψη ιδιωτικών συμβάσεων.

Σύμφωνα όμως με την άποψη του Συμβουλίου της Επικρατείας, η συγκέντρωση δημοσίων εσόδων από την επιτυχημένη εφαρμογή του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων συνεπάγεται την ενίσχυση της προσπάθειας «διαχείρισης του δημόσιου χρέους και την αποκατάσταση της αξιοπιστίας της Ελληνικής Δημοκρατίας έναντι των εταίρων και των δανειστών της». Κατά συνέπεια, το ΤΑΙΠΕΔ, έχοντας δια του νόμου αναλάβει να φέρει εις πέρας αυτό το πρόγραμμα, λειτουργεί «προδήλως» προς την εξυπηρέτηση «υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος» και επομένως με το ν. 3986/2011 θεσπίζεται «διοικητική διαδικασία μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων». Σύμφωνα λοιπόν με το σκεπτικό της απόφασης, οι πράξεις της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και επομένως παραδεκτά προσβάλλονται ενώπιον του ακυρωτικού δικαστηρίου.

Αυτή η θέση του Δικαστηρίου αποδεικνύεται εξαιρετικά σημαντική για το λόγο ότι θεμελιώνει τη δυνατότητα ακυρωτικού ελέγχου κάθε επιμέρους πράξεως αξιοποίησης, ακόμη κι αν δεν αναγνωριστεί εκτελεστός χαρακτήρας στις αποφάσεις του ΤΑΙΠΕΔ (κάτι το οποίο είναι αρκετά πιθανό λόγω της νομική φύσεώς του τελευταίου ως ν.π.ι.δ., αρ. 1 παρ. 3 ν. 3986/2011). Με άλλα λόγια, κάθε πράξη αξιοποίησης περιουσιακού στοιχείου θα μπορεί να ελέγχεται από το διοικητικό δικαστή, εφόσον προσβληθεί ακυρωτικά η αντίστοιχη απόφαση της ΔΕΑΑ με την οποία μεταβιβάστηκε το συγκεκριμένο στοιχείο στο ΤΑΙΠΕΔ.

Κατά την άποψη που υποστηρίζεται εδώ, ορθώς αναγνωρίζεται από το Δικαστήριο ως δημόσιου ενδιαφέροντος ο σκοπός που εξυπηρετείται με το εν λόγω πρόγραμμα και ο συνακόλουθα διοικητικός χαρακτήρας της διαδικασίας που ακολουθείται. Με αυτόν τον τρόπο αναδεικνύεται η ιδιαίτερα σημαντική, από πολιτική και κοινωνικοοικονομική άποψη, διάσταση των εν λόγω αρμοδιοτήτων, η οποία υπαγορεύει την παραμονή τους στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της νομιμότητας, έτσι ώστε να μην «αποφεύγει η διοίκηση της δημοσίου δικαίου υποχρεώσεις της» (Π. Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, αρ. περ. 759).

Συμπερασματικά, το Συμβούλιο της Επικρατείας με την απόφαση 1415/13 διαφύλαξε τη δικαιοδοσία του σε θέματα που άπτονται της διαδικασίας των αποκρατικοποιήσεων, αποτρέποντας παράλληλα τη δημιουργία ελλείμματος δικαστικής προστασίας που θα μπορούσε να προκύψει από τον ιδιωτικό χαρακτήρα των πράξεων του ΤΑΙΠΕΔ. Αυτό βέβαια που μένει να κριθεί είναι εάν πράγματι οι πράξεις του ΤΑΙΠΕΔ είναι ιδιωτικής φύσεως, ή εάν ο έντονα δημόσιος σκοπός του Ταμείου θα αναγκάσει το δικαστή να παραβλέψει τη νομοθετική διάταξη και να το αντιμετωπίσει ως διοικητικό όργανο που παράγει εκτελεστές διοικητικές πράξεις…

 

Ελένη Λάππα,

Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια, Τμήμα Νομικής Α.Π.Θ.

Πρωτοδικείο Μεσολογγίου – Απόφαση 63/2013 (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων, ΑσΜ 482/2012)

Η ρύθμιση περί διαθεσιμότητας υπαλλήλων του δημοσίου τομέα (βάσει του ν. 4093/2012) κρίνεται αντισυνταγματική λόγω παραβίασης των αρχών της αναλογικότητας, της αξιοκρατίας και της ορθολογικής διάθρωσης των υπηρεσιών του Δημοσίου καθώς και λόγω απουσίας εμπεριστατωμένης μελέτης για τις ανάγκες της υπηρεσίας. Δεκτά τα ασφαλιστικά μέτρα λόγω βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας. 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Όλγα Αρσλάνογλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 14 Φεβρουαρίου 2013 χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αιτουσών: 1]…4] οι 1η, 2η και 4η παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Καποτά, δικηγόρο Πατρών και η 3η εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο.

Της καθ` ης η αίτηση: Αποκεντρωμένης Μονάδας Διοίκησης του Κράτους με την επωνυμία «Αποκεντρωμένη Διοίκηση Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου» που εδρεύει στην Πάτρα και εκπροσωπείται νόμιμα η οποία παραστάθηκε δια της αντιπροσώπου του ΝΣΚ Αλεξάνδρας Γιαννόπουλου.

Οι αιτούσες ζητούν να γίνει δεκτή η από 17-12-2012 αίτηση που απηύθυναν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και κατατέθηκε με αύξοντα αριθ. καταθ. ΑσΜ 482/19-12-2012 για όσους λόγους αναφέρουν σ` αυτήν.

Δικάσιμος ορίσθηκε η 17-1-2013 και μετ` αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης αυτής.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα από τη σειρά του οικείου εκθέματος οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την κρινόμενη αίτηση οι αιτούσες επικαλούμενες τη συνδρομή επικείμενου κινδύνου ζητούν να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα για την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης που ανέκυψε από τη βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας τους. Η αίτηση παραδεκτώς εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου που είναι αρμόδιο καθ` ύλη και κατά τόπο να τη δικάσει (αρθρ. 683 παρ. 1, 664 ΚΠολΔ) κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (αρθρ. 686 επ. ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 7 και 8 του ν. 2112/1920, 648 επ. ΑΚ, 731 και 732 ΚΠολΔ. Δεν αντίκειται δε στη διάταξη του άρθρου 692 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως αβασίμως υποστηρίζει η καθ` ης η αίτηση, καθόσον το ασφαλιστικό μέτρο διατάσσεται για την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης που δημιουργήθηκε εξαιτίας της επικαλούμενης βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας των αιτουσών η οποία επιφέρει επαχθείς συνέπειες γι` αυτές και τυχόν παραδοχή της αίτησης δεν δημιουργεί αμετάκλητη κατάσταση (ΜονΠρΚαβ 9/1997, 314/1997 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΜεσολ 47/89 ΔΕΝ 1989, 647). Πρέπει, επομένως, η αίτηση, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν.

Η διαθεσιμότητα των εργαζομένων αποτελεί έναν αυτοτελή θεσμό προσωρινής αναστολής της σύμβασης εργασίας με καταβολή του μισού των αποδοχών την οποία μπορεί να επιβάλλει μονομερώς ο εργοδότης και ρυθμίζεται στο άρθρο 10 παρ. 1-3 του ν. 3198/1955, σύμφωνα με το οποίο οι επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις μπορούν, σε περίπτωση περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας τους, να θέτουν σε διαθεσιμότητα τους μισθωτούς τους η οποία δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες ετησίως με καταβολή του μισού του μέσου όρου των τακτικών αποδοχών τους των δύο τελευταίων μηνών υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Στο νομοθέτη δεν αποκλείεται να θεσπίσει το θεσμό της διαθεσιμότητας στους εργαζόμενους στο δημόσιο προς το σκοπό της αναδιοργάνωσης των υπηρεσιών του, ώστε κάποιοι υπάλληλοι να μετακινηθούν σε άλλες υπηρεσίες και κάποιοι άλλοι να αποχωρήσουν, ώστε η χώρα να ανταποκριθεί και στη σχετική δέσμευση της για την αποχώρηση 150.000 δημοσίων υπαλλήλων μέχρι το 2015. Σύμφωνα όμως με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), η επιλογή των εργαζομένων που τίθενται σε μια τέτοια κατάσταση δεν θα πρέπει να είναι ούτε αυθαίρετη ούτε επιλεκτική αλλά να γίνει με αντικειμενικά κριτήρια, υπηρεσιακά ή κοινωνικά, βάσει των ικανοτήτων, των προσόντων, της απόδοσης, της αρχαιότητας, της ηλικίας, της οικογενειακής και της οικονομικής κατάστασης των υπαλλήλων. Τούτο υπαγορεύει και η αρχή της αξιοκρατίας (άρθρο 103 παρ. 7 του Συντάγματος) η οποία επιβάλλει η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις αλλά και η διατήρηση των θέσεων αυτών από τους υπαλλήλους που τις έχουν καταλάβει να γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων (ΣτΕ 2099/2000, 5094/1996, 3675/1996 κ.α.). Περαιτέρω, ο νομοθέτης έχει από το Σύνταγμα ευρύτατη εξουσία οργάνωσης των δημοσίων υπηρεσιών, τόσο ως προς τη δομή τους (σύσταση και κατάργηση Υπουργείων, Γενικών ή Ειδικών Γραμματειών, Γενικών Διευθύνσεων, αυτοτελών υπηρεσιών κ.λ.π.), όσο και ως προς τη σύσταση, την κατάργηση θέσεων και τη βαθμολογική κλίμακα των δημοσίων υπαλλήλων που καταλαμβάνουν τις θέσεις αυτές (ΣτΕ 1715, 1722/1983 (Ολομ.), 2934/1993, 3045-46/1997).

Ωστόσο, οι μεταβολές που επιχειρεί ο νομοθέτης στις δομές της δημόσιας διοίκησης πρέπει να είναι προϊόν εμπεριστατωμένης μελέτης βασιζόμενης στις αρχές της διοικητικής επιστήμης, ώστε να τεκμηριώνεται ότι οι νέες ρυθμίσεις είναι ορθολογικές, διαρκείς και αποτελεσματικές και όχι περιστασιακές και αποσπασματικές (Πρ. ΣτΕ 44/2000, 528/1999).

Εξάλλου, με το ν. 4093/2012 (υποπαράγραφοι Ζ.2 και Ζ.4) προβλέφθηκε η αυτοδίκαιη κατάργηση, από την έναρξη ισχύος του, όλων των θέσεων, που κατέχουν υπάλληλοι που υπηρετούν με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου σε υπηρεσίες του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ, των ΟΤΑ καθώς και των ΝΠΙΔ του δημοσίου τομέα και ανήκουν στην κατηγορία ΔΕ ειδικότητας Διοικητικού, Διοικητικού – Λογιστικού, Διοικητικού – Οικονομικού, Διοικητικών Γραμματέων και η ταυτόχρονη θέση των εν λόγω υπαλλήλων σε διαθεσιμότητα. Οι υπάλληλοι που τίθενται σε διαθεσιμότητα προβλέπεται να υποστούν μείωση των αποδοχών τους και να λαμβάνουν το ποσό που αντιστοιχεί στα 3/4 των αποδοχών τους, για διάστημα ενός έτους, μετά το πέρας του οποίου (και εφόσον δεν μεταταχθούν ή μεταφερθούν) η υπαλληλική τους σχέση λύεται.

Οι διατάξεις αυτές αντιστρατεύονται ευθέως τις προαναφερθείσες αρχές της αναλογικότητας, της αξιοκρατίας και της ορθολογικής διάρθρωσης των υπηρεσιών του Δημοσίου. Τούτο δε διότι η επιλογή των εργαζομένων που τίθενται σε μια τέτοια κατάσταση δεν γίνεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, όπως αυτά που προαναφέρθηκαν και επί πλέον η κατάργηση των παραπάνω οργανικών θέσεων δεν πραγματοποιείται στη βάση ολοκληρωμένης και εμπεριστατωμένης μελέτης αναδιάρθρωσης των δημοσίων υπηρεσιών αλλά στηρίζεται αποκλειστικά στο τυχαίο κριτήριο της κατάληψης θέσεων κατηγορίας ΔΕ των προαναφερόμενων ειδικοτήτων χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι συγκεκριμένες ανάγκες της καθεμίας υπηρεσίας ή φορέα. Θεωρείται δηλαδή εκ προοιμίου βέβαιο ότι οι υπηρεσίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής δεν χρειάζονται τις υπηρεσίες των υπαλλήλων αυτών των ειδικοτήτων, μολονότι δεν έχει συνταχθεί σχετικό οργανόγραμμα στη βάση των πραγματικών αναγκών τους. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 7 του Ν. 2112/20, 288, 361, 648, 652 ΑΚ προκύπτει ότι η επιχειρούμενη από τον εργοδότη μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του μισθωτού παρέχει σε αυτόν το δικαίωμα να αξιώσει την επαναφορά της εργασιακής του απασχόλησης στην προηγουμένη κατάσταση (ΑΠ 1743/1991 ΕΕργΔ 51, 982, ΕφΑθ 3618/1990 ΝοΒ 38, 1349).

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ………………………..που εξετάσθηκε στο ακροατήριο με επιμέλεια των αιτουσών (με επιμέλεια της καθ` ης η αίτηση δεν εξετάσθηκε μάρτυρας), τα έγγραφα που προσκομίζονται νόμιμα με επίκληση από τους διαδίκους και όλη γενικά τη διαδικασία πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα: Οι αιτούσες, υπάλληλοι της κατηγορίας ΔΕ ειδικότητας Διοικητικών Γραμματέων, υπηρετούσαν με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στην καθ` ης η αίτηση που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 280 του ν.3852/2010 και λειτουργεί ως αποκεντρωμένη μονάδα διοίκησης του Κράτους. Με τις υπ` αριθ. …, …, … και …/28-11-2012 Διαπιστωτικές Πράξεις του Γενικού Γραμματέα της καθ` ης η αίτηση, διαπιστώθηκε η θέση των αιτουσών σε διαθεσιμότητα από 13-11-2012 σύμφωνα με την υποπαράγραφο 2.4 του ν. 4093/2012. Η ως άνω νομοθετική ρύθμιση αντίκειται, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, στις κατοχυρωμένες από το άρθρο 25 παρ. 1 και 103 παρ. 7 αρχές της αναλογικότητας και της αξιοκρατίας και είναι επομένως ανίσχυρη. Η ενέργεια επομένως της καθ` ης η αίτηση να θέσει τις αιτούσες σε κατάσταση διαθεσιμότητας συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των εργασιακών τους όρων.

Πιθανολογήθηκε επίσης ότι υπάρχει επικείμενος κίνδυνος για τη λήψη του αιτούμενου ασφαλιστικού μέτρου, αφού οι αιτούσες με τη μείωση των αποδοχών τους από την εργασία τους που αποτελεί το μοναδικό πόρο εισοδήματος τους έχουν περιέλθει σε αδυναμία να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες διαβίωσης των ιδίων και των οικογενειών τους. Κατ` ακολουθίαν η αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ` ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί η καθ` ης η αίτηση να απασχολεί τις αιτούσες με τους προ της μεταβολής όρους επ` απειλή σε βάρος της χρηματικής ποινής ύψους εκατό (100) ευρώ για κάθε ημέρα άρνησης της.

Πρέπει όμως να ταχθεί σ` αυτές προθεσμία τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής για την άσκηση της κύριας αγωγής. Τα δικαστικά έξοδα θα συμψηφισθούν στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων κατ` αρθρ. 179 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την αίτηση.

Υποχρεώνει την καθ` ης η αίτηση να απασχολεί προσωρινά τις αιτούσες με τους προ της μεταβολής των εργασιακών συμβάσεων τους όρους μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αγωγής που πρόκειται να ασκήσουν.

Απειλεί σε βάρος της καθ` ης η αίτηση χρηματική ποινή ύψους εκατό (100) ευρώ για κάθε ημέρα άρνησης αυτής να τις απασχολεί.

Ορίζει προθεσμία τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της παρούσας για την άσκηση της κύριας αγωγής.

Συμψηφίζει στο σύνολο τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 4 Μαρτίου 2013 παρουσία και του Γραμματέα Ευάγγελου Λάγιου.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ           Ο   ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ευρεία κατάργηση οργανικών θέσεων δημοσίων υπαλλήλων για λόγους δημοσίου συμφέροντος

Παναγιώτης Σ. Καποτάς, ΜΔΕ Δημοσίου Δικαίου, Δικηγόρος
(αναδημοσίευση από ΘΠΔΔ 10-11/2011, σελ. 38επ)

Οι κατέχοντες οργανική θέση, με σύμβαση δημοσίου δικαίου υπάλληλοι, είναι μόνιμοι στις θέσεις που κατέχουν εφόσον αυτές υφίστανται. Ο θεσμός την μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων είναι κατοχυρωμένος σε διάφορα έννομες τάξεις. Ο κοινός νομοθέτης, δύναται να προβαίνει σε αναδιοργάνωση της Διοικήσεως, να ιδρύει και να καταργεί οργανικές θέσεις ή και να τροποποιεί τις αρμοδιότητες αυτών επικαλούμενος το δημόσιο συμφέρον. Το δημόσιο συμφέρον έτσι όπως το έχει προσδιορίσει η πολιτική εξουσία σήμερα, είναι συνυφασμένο με την δημοσιονομική εξυγίανση. Μια από τις προτεινόμενες ενέργειες για την μείωση των λειτουργικών δαπανών του δημοσίου και την δημοσιονομική εξυγίανση, είναι και η απόλυση ή η θέσει σε εφεδρεία δημοσίων υπαλλήλων μέσω μιας ευρείας κατάργησης των οργανικών τους θέσεων. Όταν ο νομοθέτης προβαίνει σε ενέργειες όπως η ευρεία κατάργηση οργανικών θέσεων δημοσίων υπαλλήλων θα πρέπει έχει υπ’ όψιν του την απρόσκοπτη παροχή υπηρεσιών στο κοινό και την ορθολογική λειτουργία των υπηρεσιών. Η σύνταξη μελέτης προς τον σκοπό αυτό είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ευρεία κατάργηση οργανικών θέσεων. Οι πράξεις κατάργησης οργανικών θέσεων, που έχουν ως αποτέλεσμα την απόλυση των υπαλλήλων ή τη θέσει τους σε εφεδρεία, προσβάλλονται ανάλογα τον τρόπο κατάργησης της θέσης, στο Διοικητικό Εφετείο ή στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Ως αποτέλεσμα της θέσης του Συμβουλίου της Επικρατείας, ότι η κατάργηση οργανικών θέσεων οδηγεί στην απόλυση δημοσίων υπαλλήλων για λόγους που ανάγονται στην λειτουργία της υπηρεσίας και όχι σε υπαιτιότητα του δημοσίου υπαλλήλου, έχει επικρατήσει η άποψη ότι σε περίπτωση απόλυσης υπαλλήλου λόγω κατάργησης της οργανική θέσης που κατείχε και σε περίπτωση ανασύστασης της, η διοίκηση υποχρεούται να τον επαναπροσλάβει.

Οι περικοπές των συντάξεων υπό το πρίσμα του άρθρου 1 του Π.Π.Π. της ΕΣΔΑ

Άγγελος Στεργίου, καθηγητής Νομικής Α.Π.Θ.

SANYO DIGITAL CAMERAΟι περικοπές των συντάξεων ήταν η εύκολη και άδικη λύση. Αν μεταφέρουμε τα πορίσματα της νομολογίας του ΕΔΔΑ, το συμπέρασμα δεν μπορεί παρά να είναι η αποδοχή της παραβίασης του άρθρου 1 του Π.Π.Π. της ΕΣΔΑ. Ο βαθμός νομοθετικής προσβολής των δικαιωμάτων είναι τέτοιας σοβαρότητας που οδηγεί στην ουσιώδη ανατροπή της αναλογικότητας των συντάξεων. Οι περικοπές συνιστούν δυσανάλογο και υπέρμετρο βάρος των μεσαίων και υψηλών συντάξεων. Συγχρόνως, προσβάλλουν την αρχή της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών, αφού μαζί με τις μειώσεις των μισθών έχουν αναλάβει το μεγαλύτερο μέρος της επώδυνης δημοσιονομικής προσαρμογής. Από την άλλη, με τον οριζόντιο χαρακτήρα τους οι περικοπές παραβλέπουν την εισφοροδοτική προσπάθεια των ασφαλισμένων. Εν τέλει, οι αλλεπάλληλες περικοπές των συντάξεων αποτελούν μια συθέμελη αμφισβήτηση της όποιας λογικής του ισχύοντος ασφαλιστικού συστήματος, καθιστώντας αβέβαιο και δυσοίωνο το μέλλον του. Η κατάληξη, μια κοινωνική ασφάλιση χωρίς ιδιότητες.

Οι περικοπές των συντάξεων δεν αποτελούν απλή μείωση του ποσού τους. Οδηγούν κατ’ αποτέλεσμα στην αναπροσαρμογή (ανατροπή) των κανόνων καθορισμού της αναλογίας παροχών προς εισφορές. Δηλαδή, οι διάφορες παρακρατήσεις επί των συντάξεων, που θεσμοθετήθηκαν από το 2010 και εφεξής, αρχής γενομένης με την εισφορά αλληλεγγύης των συνταξιούχων, δεν συνιστούν απλό περιορισμό τους, αλλά ισοδυναμούν με έναν εκ των υστέρων ανακαθορισμό επί τα χείρω του τρόπου βάσει του οποίου υπολογίστηκαν κατά κύριο λόγο οι μεσαίες και υψηλές συντάξεις.

     Αν και η νομολογία δέχεται παγίως και με άκαμπτο τρόπο ότι δεν αποτελεί συνταγματικά κατοχυρωμένο κανόνα η ύπαρξη αναλογίας μεταξύ των ασφαλιστικών εισφορών και των παροχών[1], ο νομοθέτης, συνεπής προς τη βισμαρκιανή λογική του συστήματος, σέβεται, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, την αντιστοιχία τους. Μάλιστα, με τη μεταρρύθμιση του ν.3863/10 αποσπάστηκε η αναλογική σύνταξη από τη βασική, για να τονιστεί έτι περισσότερο ο αναλογικός χαρακτήρας τμήματος των συντάξεων.

     Η ολική άρνηση της αναλογίας μεταξύ ασφαλιστικών εισφορών και παροχών (αφοριστικά διατυπωμένη) από το ΣτΕ είναι αδικαιολόγητη και αντίθετη προς το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντ/τος. Η ίδια η διάταξη, αναφερόμενη στην κοινωνική ασφάλιση[2], υποβάλλει την ασφαλιστική αρχή που με τη σειρά της συνδέεται με την ύπαρξη κάποιας αναλογίας των παροχών προς τις εισφορές και το χρόνο ασφάλισης[3]. Αυτό που δεν κατοχυρώνει το Σύνταγμα είναι το ορισμένο της σχέσης ανάμεσα στην παροχή και την εισφορά, δηλαδή πόσο αναλογική θα πρέπει να είναι η σύνταξη. Η απουσία συγκεκριμένης δοσολογίας δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν μπορεί να υπάρξει έλεγχος ακραίων ορίων, η υπέρβαση των οποίων συνιστά αναίρεση των συστατικών αρχών του θεσμού. Ειδικότερα, ένα βαρύ πλήγμα στην αναλογικότητα των συντάξεων που στηρίζονται στην προηγούμενη καταβολή εισφορών, μια δυσανάλογη μείωση των μεσαίων και υψηλών συντάξεων, θα αναιρούσε εμφανώς τη συνέπεια της ασφαλιστικής νομοθεσίας.

     Η αλήθεια είναι ότι η «ανταπόδοση» στα στατικά διανεμητικά συστήματα προκαθορισμένων παροχών, όπως είναι το ελληνικό, δεν συνίσταται στην απλή επιστροφή των εισφορών στο πλαίσιο μιας αποταμιευτικής λογικής. Η καθιέρωση αναλογίας εισφορών προς παροχές, εκφραζόμενη ως ποσοστό αναπλήρωσης, ανάλογα με τις συντάξιμες αποδοχές[4], στοχεύει στη διατήρηση του επιπέδου που απέκτησε ο συνταξιούχος κατά τον οικονομικά ενεργό του βίο. Τα βισμαρκιανά συστήματα εστιάζονται στην εξασφάλιση της εισοδηματικής ασφάλειας των συνταξιούχων μέσω της διατήρησης του επιπέδου διαβίωσης που απολάμβαναν πριν από τη συνταξιοδότηση[5]. Οι συντάξεις λόγω γήρατος αναπαράγουν την ιεραρχία των μισθών -τις μισθολογικές ανισότητες που ενυπάρχουν στην αγορά εργασίας- με κάποιες διορθώσεις υπέρ των χαμηλοσυνταξιούχων. Γενικά, ο προστατευτικός ρόλος της σύνταξης μειώνει την κοινωνική ανασφάλεια και επιτρέπει σε όλους τους εργαζομένους να συμμετέχουν σε μια «κοινωνία ομοίων»[6].

     Κατ’ ουσία, λοιπόν, οι αναλογικές συντάξεις επιτελούν μια προστατευτική λειτουργία για τους ηλικιωμένους[7], αφού αποβλέπουν στη διατήρηση ενός αξιοπρεπούς και συγχρόνως κεκτημένου, κατά τη διάρκεια του ενεργού τους βίου, επιπέδου ζωής. Οι αναλογικές συντάξεις απονέμονται σε εκείνους τους εργαζομένους που κατά τη μακρά σειρά των ετών της παραγωγικής τους ηλικίας προσέφεραν την εργασία τους στο κοινωνικό σύνολο, καταβάλλοντας νόμιμες εισφορές στους οικείους φορείς, προκειμένου να τους εξασφαλιστεί, μετά τη συμπλήρωση των σχετικών ορίων ηλικίας, η απαιτούμενη «ποιότητα ζωής», ενόψει μάλιστα και των κάθε είδους αυξημένων βιοτικών και λοιπών αναγκών της τρίτης ηλικίας[8]. Με τις αναλογικές συντάξεις διατηρείται το επίπεδο ευημερίας που απέκτησε ο εργαζόμενος στην αγοραία διανομή πλούτου με βάση την παροχή της εργασίας του.

     Πριν προχωρήσουμε, αξίζει να διευκρινίσουμε ότι είναι θεμιτή και επιθυμητική, σ’ ένα κοινωνικό σύστημα, η χαλάρωση της αναλογικότητας των εισφορών προς τις παροχές, μέσω διαφόρων μηχανισμών εξειδίκευσης της αλληλεγγύης, όπως του ανώτατου ορίου συντάξεων, της βάσης και του τρόπου υπολογισμού συντάξεων, κ.α. Όμως, το κανονιστικό αίτημα της αλληλεγγύης δεν μπορεί να παραμερίσει ούτε να αλλοιώσει ουσιωδώς την αναλογική πλευρά των συντάξεων[9]. Μάλιστα, η αντιστοιχία παροχών προς εισφορές υπεισέρχεται στον πυρήνα του θεσμού. Μπορεί η σύνδεση αυτή να μην είναι στενή, αλλά δεν επιτρέπεται να παραβλέπει ουσιωδώς την έννοια της αναλογικότητας.  

     Το νομολογιακό έλλειμμα απέναντι στην αποδοχή της αναλογικότητας των συντάξεων ως συστατικού του άρθρου 22 Συντ/τος, μπορεί να καλύψει -εν μέρει, αφού αφορά μόνο γεννημένες αξιώσεις κι όχι προσδοκίες- το άρθρο 1 του Π.Π.Π. ΕΣΔΑ. Οι νομοθετικές περικοπές στις αναλογικές συντάξεις, όταν ανατρέπουν ουσιωδώς μια δεδομένη σχέση παροχών προς εισφορές, δικαιολογούνται δυσκολότερα από λόγους δημόσιας ωφέλειας ή καλύτερα εμφανίζονται ευκολότερα ως υπέρμετρες και δυσανάλογες.

Ι. Οι περικοπές των συντάξεων

     Μοιραία απέβη η συνάντηση της βιωσιμότητας της κοινωνικής ασφάλισης με τη δημοσιονομική προσαρμογή. Οι δαπάνες για τις συντάξεις ενοχοποιήθηκαν. Σύμφωνα με το Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, οι μεγαλύτερες υπερβάσεις ετησίως στον κρατικό προϋπολογισμό προερχόντουσαν  συστηματικά από τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης. Το κοινωνικό κράτος και οι συντάξεις κατηγορήθηκαν για δημοσιονομικό εκτροχιασμό[10],[11].

     Το Μνημόνιο, ανάγοντας τη δημοσιονομική πολιτική σε ακρογωνιαίο λίθο του προγράμματος σταθερότητας, επιφύλαξε στην κοινωνική ασφάλιση ένα ρόλο στήριξης της προσπάθειας (δημοσιονομικής) προσαρμογής. Η διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών και η βελτίωση της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών μεθοδεύτηκε κυρίως μέσω της μείωσης των δαπανών για πληρωμές συντάξεων. Οι μειώσεις των συντάξεων θεωρήθηκαν αναγκαίες, προκειμένου να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι των Μνημονίων[12].

     Η μνημονιακή αυτή επιλογή απέβη πρωτίστως σε βάρος των μισθών και των συντάξεων, κατανέμοντας άνισα τις θυσίες μεταξύ  κατηγοριών του πληθυσμού. Έτσι, η κρίση του δημόσιου χρέους μετατράπηκε σε «κρίση ανισοτήτων»[13]. Πιο συγκεκριμένα, πέραν από τις δυσμενείς παραμετρικές αλλαγές του συστήματος (όρια ηλικίας, ποσοστά αναπλήρωσης) που αφορούν προσδοκίες δικαιώματος και των οποίων οι δυσμενείς συνέπειες θα φανούν στο μέλλον, ο νομοθέτης προχώρησε άμεσα σε προσβολή γεγενημένων δικαιωμάτων, μειώνοντας ποσοστιαία το ποσό των χορηγούμενων κύριων και επικουρικών συντάξεων.

     Ενώ συνήθως το βάρος της μεταρρύθμισης μεταφερόταν στις μελλοντικές γενεές και οι συνταξιούχοι συμμετείχαν εν μέρει στις θυσίες μέσω μιας μη επαρκούς αναπροσαρμογής των συντάξεών τους, από το 2010 και μετά σημειώθηκε, κατά τρόπο πρωτόγνωρο, ένα είδος «μεταρρύθμισης προς τα πίσω». Προβλέφθηκαν οριζόντιες περικοπές σε μεσαίες και υψηλές συντάξεις με την καθιέρωση της εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων (άρθρο 38 ν. 3863/10 για κύριες συντάξεις, άρθρο 44 παρ. 13 ν. 3986/11, για τις επικουρικές συντάξεις), με τις επάλληλες μειώσεις συντάξεων, σύμφωνα με τα άρθρα 44 παρ. 11 ν. 3986/11, 1 παρ. 10 του ν. 4024/11, καθώς και με τις μειώσεις των ν. 4051/12 και 4093/12)[14]. Ομοίως, σε πρόσθετη συρρίκνωση των συντάξεων –αφού προσαυξάνουν το τελικό ποσό τους- οδήγησε η κατάργηση των δώρων εορτών και του επιδόματος αδείας[15].

     Με τις περικοπές των συντάξεων, οι σημερινοί συνταξιούχοι κλήθηκαν να συμμετάσχουν ενεργά στην κάλυψη των ελλειμμάτων των φορέων, καθώς και στη μείωση του δημόσιου χρέους. Ωστόσο, στο πλαίσιο ενός ενδογενεακού και διαγενεακού επιμερισμού των θυσιών, που θέλει να είναι δίκαιος, το ζήτημα δεν είναι η ίδια η συμμετοχή των συνταξιούχων, αλλά ο τρόπος και η έκτασή της.

     Οι περικοπές των συντάξεων υπερβαίνουν ενίοτε το 40% του συνολικού ποσού τους. Μπορεί η κάθε μια από τις αλλεπάλληλες περικοπές να εμφανίζεται, σε κάποιο βαθμό και υπό προϋποθέσεις, ως «εύλογη», το σύνολο τους όμως εμφανίζεται ως υπερβολικό και δυσανάλογο. Ο συνδυασμός υψηλής σύνταξης και πρόωρης συνταξιοδότησης οδηγεί στη μεγαλύτερη περικοπή. Επιπλέον εισφορά καταβάλλεται από συνταξιούχους που δεν έχουν συμπληρώσει το 60ο έτος της ηλικίας και λαμβάνουν σύνταξη άνω των 1.700 ευρώ (άρθρο 44 παρ. 11, 12 του ν. 3986/11, άρθρο 2 παρ. 14α ν. 4002/11). Οι δε συνταξιούχοι ηλικίας μικρότερης των 55 ετών υφίστανται μείωση κατά 40% του ποσού της κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ (άρθρα 1 και 2 παρ. 1 ν. 4024/11)[16]. Επομένως, θα πρέπει να εξεταστεί αφενός αν η επαναλαμβανόμενη μείωση των συντάξεων οδηγεί σε επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των συνταξιούχων και αφετέρου αν ο τρόπος περιορισμού των μεσαίων και υψηλότερων συντάξεων σε μεγαλύτερο ποσοστό (με γεωμετρική πρόοδο) οδηγεί σε ισοπέδωση των συντάξεων[17].

     Γενικά, δεν πρόκειται για απλή συμμετοχή των μεσαίων και υψηλών συντάξεων στη βιωσιμότητα του συστήματος –και περαιτέρω στη δημοσιονομική προσαρμογή-, αλλά για αλλοίωση ενός από τα συστατικά της κοινωνικής ασφάλισης, της ανταποδοτικής δικαιοσύνης. Ανατρέποντας ριζικά την αναλογικότητα των παροχών, ο νομοθέτης κατέληξε σ’ ένα absurdum, σε μια αυτοαναίρεση του συστήματος, αφού το σύστημα υπολογίζει το ποσό της σύνταξης για να το περικόψει σημαντικά στη συνέχεια. Η διατήρηση ενός τέτοιου συστήματος θα οδηγήσει σύντομα στη διάλυσή του, γιατί οι εισφορές και τα κίνητρα ασφάλισης δεν συνοδεύονται από μια σχετικά ανάλογη «ανταμοιβή».

     Η ισοπέδωση προκύπτει από την ελάττωση της διαφοράς μεταξύ των συντάξεων. Το ποσό τους καταλήγει να ορίζεται ανεξάρτητα από τα έτη του εργασιακού βίου, τις καταβληθείσες εισφορές και τις συντάξιμες αποδοχές. Έτσι, η πρόωρη φυγή από το σύστημα θα γίνει πιο συμφέρουσα, γιατί θα αποτρέπει την καταβολή εισφορών χωρίς πρόσθετο όφελος. Εξάλλου, με τις περικοπές επηρεάζεται η ίδια η φύση των εισφορών. Διολισθαίνουν προς μια (παρα) φορολογική φύση. Η εξοικονόμηση πόρων, λόγω μειώσεων των συντάξεων, θεωρείται έσοδο του ασφαλιστικού φορέα από τη συμμετοχή των συνταξιούχων στη χρηματοδότησή του.

     Οι περικοπές των συντάξεων είναι ουσιώδεις, συνοπτικά αιτιολογημένες (σχεδόν αναιτιολόγητες), τυφλές, χωρίς διαφοροποιήσεις και κατ’ αρχήν μη προσωρινές. Πρώτον, οι μειώσεις επιβάλλονται, σύμφωνα με τις αιτιολογικές εκθέσεις, προκειμένου να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι[18]. Και αποτελούν έσοδα του Δημοσίου. Δεν αιτιολογούνται ειδικά ούτε απαντούν στην αρχή της αναλογικότητας και της ισότητας -για την επιβολή τους δεν έχουν συνταχθεί αναλογιστικές ή άλλες οικονομικές μελέτες[19]. Οι περικοπές των συντάξεων δεν έγιναν ενόψει μακρόπνοων εκτιμήσεων βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, αλλά με βάση τις άμεσες ανάγκες του κρατικού προϋπολογισμού και την εξυπηρέτηση του χρέους. Ως προς το τελευταίο, να διευκρινίσουμε ότι οι περικοπές χρησιμοποιούνται για τη μείωση του δημόσιου χρέους μέσω μείωσης της συμμετοχής του κράτους στη χρηματοδότηση των συντάξεων (τακτική και έκτακτη).

     Αν και δεν τις έχει προσδοθεί προσωρινός χαρακτήρας[20], η σύνδεση των περικοπών με τους στόχους του Μνημονίου θα μπορούσε να οδηγήσει στην αποδοχή της άποψης υπέρ της κατάργησής τους με την εκπλήρωση των στόχων. Πάντως, κατά μία άποψη, με τα ληφθέντα μέτρα επιδιώκεται η εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών κατά τρόπο που θα διατηρηθεί και στο μέλλον[21].

     Από τις περικοπές εξαιρέθηκαν κύριες συντάξεις ύψους έως 1000 ευρώ. Επίσης, εξαιρέθηκαν ορισμένες κοινωνικού χαρακτήρα περιπτώσεις (αναπηρίες, πάσχοντες από ειδικές ανίατες ασθένειες, «υπερβαρέα» επαγγέλματα, κ.α.). Οι κατώτερες συντάξεις διασώθηκαν λόγω περικοπών στις υψηλότερες συντάξεις. Η διανεμητική επίπτωση των περικοπών στις συντάξεις δείχνει ότι το υψηλότερο τμήμα συνεισέφερε το μεγαλύτερο ποσό της εξοικονόμησης[22]. Ωστόσο, δεν μπορεί η στήριξη των κατώτατων συντάξεων να γίνεται αποκλειστικά σε βάρος της ασφαλιστικής κοινότητας. Η κοινωνική πολιτική δεν ασκείται με ασφαλιστικές εισφορές, αλλά με φορολογικούς πόρους, στο πλαίσιο της εθνικής αλληλεγγύης.

     Οι μεσαίες και υψηλές συντάξεις δεν είναι ομογενοποιημένες, αλλά διαφοροποιούνται μεταξύ τους. Οι μειώσεις των συντάξεων επήλθαν οριζοντίως χωρίς αναγκαίες διαφοροποιήσεις. Ειδικότερα, οι μειώσεις των συντάξεων αντιμετωπίζουν ενιαία τους συνταξιούχους όλων συλλήβδην των φορέων κυρίας ασφαλίσεως (πλην ΟΓΑ)[23]. Επιβάλλονται κατά τρόπο ασύνδετο προς το ζήτημα αν, εν όψει της οικονομικής, τουλάχιστον, αυτοτέλειας του κάθε ασφαλιστικού φορέα και των αναλογιστικών δεδομένων αυτού, παρίσταται ανάγκη ενίσχυσης του ασφαλιστικού του κεφαλαίου με τη μείωση των καταβαλλομένων από αυτόν ασφαλιστικών παροχών.

     Από την άλλη, με τις διατάξεις για τις μειώσεις δεν διαφοροποιούνται οι συνταξιούχοι με κριτήρια πρόσφορα για τις επίμαχες ρυθμίσεις, όπως είναι η διάρκεια του χρόνου ασφαλίσεως ή το ύψος των καταβληθεισών εισφορών, κριτήρια συναπτόμενα με την συμβολή του συνταξιούχου στην δημιουργία του ασφα