Author Archives: Dimitris Tsiampouris

Ο εμφύλιος πόλεμος είναι αντίποινο του Στάλιν*

Αντώνης Μ. Παντελής, Ομότιμος Καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών

Στη διεθνή σκακιέρα ο Εμφύλιος πόλεμος (1946-1949) είναι αντίποινο του Ιωσήφ Στάλιν στους πολλούς συμμοριτοπολέμους που υποδαυλίζουν οι Δυτικοί, και πρωτίστως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, μέσα στη δική του ζώνη επιρροής μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

Με την πασίγνωστη γραπτή συμφωνία που γίνεται στη Μόσχα στις 9 Οκτωβρίου 1944 μεταξύ του Ουίνστον Τσώρτσιλ, πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου, και του Στρατάρχη Ιωσήφ Στάλιν, γενικού γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ε.Σ.Σ.Δ., η Ελλάς ανήκει στην αγγλική σφαίρα επιρροής κατά 90% και στη ρωσική κατά 10%, ενώ η Ρουμανία, αντιστρόφως, στην αγγλική κατά 10% και στη ρωσική κατά 90%. Στη Γιουγκοσλαβία η επιρροή μοιράζεται μισή μισή, 50% σε καθεμία από τις δύο Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης. Το έγγραφο στο οποίο αποκρυσταλλώνεται η σύμπτωση των βουλήσεων, γραμμένο από τον Τσώρτσιλ και επισημειωμένο από τον Στάλιν, μπορεί κανείς να το βρει εύκολα στο Διαδίκτυο. Οι δύο ηγέτες δεν χρησιμοποιούν χαρτοπετσέτα και ο σχετικός αστικός θρύλος είναι αβάσιμος, αν και χαρακτηριστικός της εποχής εκείνης.

Φυσικά, πριν τεθεί το ζήτημα στη διάσκεψη των δύο ηγετών προηγούνται οι απαραίτητες διπλωματικές προπαρασκευές. Η άμεση αποδοχή της συγκεκριμένης κατανομής μεγάλου μέρους της Ευρώπης από τον σοβιετικό ηγέτη δεν εκπλήσσει, αν αναλογισθεί κανείς το πώς είχαν συμπεριφερθεί προς την πατρίδα του οι διάφορες χώρες και όχι μόνον αυτές οι τρεις. Η Ρουμανία τής επιτίθεται με όλο τον στρατό της, το 1941, στην επιχείρηση Μπαρμπαρόσα και η Γιουγκοσλαβία ανθίσταται 10 ημέρες στον γερμανικό στρατό, το 1941, και μετά έχει το σημαντικότερο αντάρτικο υπό τον κομμουνιστή ηγέτη Τίτο. Η Ελλάς είναι σύμμαχος της Αγγλίας από την πρώτη στιγμή, ιδίως με τη Σύμβαση της 1ης Δεκεμβρίου 1939 (β.δ. 8ης Δεκεμβρίου 1939, Φ.Ε.Κ. Α΄ 85, 1940), με την οποία ξαναρχίζει η καταβολή τοκομεριδίων ομολογιακών δανείων εισηγμένων στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου, και με τη συμφωνία της 22ας Ιανουαρίου 1940, με την οποία οι εφοπλιστές θέτουν στη διάθεση των Άγγλων τα πλοία τους. Ακολουθεί, την 28η Οκτωβρίου, το Όχι του Μεταξά και του Γεωργίου Β΄. Έτσι οι Ρώσοι δεν αισθάνονται τον παραμικρό κίνδυνο από τη νοτιότερη βαλκανική χώρα, την οποία μάλιστα περιβάλλει αγγλοκρατούμενη θάλασσα. Όταν ο Στάλιν διαβλέπει κίνδυνο, ξέρει να λαμβάνει τα μέτρα του. Η Ε.Σ.Σ.Δ. δεν φαίνεται να είχε το 10% πριν από τον πόλεμο, αλλά να το αποκτά με τη συμφωνία των Τσώρτσιλ και Στάλιν. Με άλλα λόγια, το 10% είναι αντικείμενο της συναλλαγής, παραχώρηση του Τσώρτσιλ και κέρδος του Στάλιν, που δεν ξέρουμε αν το διεκδίκησε. Η Ρωσία, μία από τις τρεις μεγάλες Δυνάμεις, καταλαμβάνει περίπου το ένα τρίτο της Γερμανίας –τι το φυσιολογικότερο;–, καθώς και ανενδοίαστα την ενδιάμεση Πολωνία, που οι Δυτικοί θυσιάζουν σε έναν πολύ επώδυνο συμβιβασμό. Οι Άγγλοι κρατούν την Ελλάδα, όπως και προπολεμικά. Στη σελίδα των ποσοστών υπάρχουν γραμμένες με το χέρι του Τσώρτσιλ τέσσερις λέξεις για την Ελλάδα: «σε συμφωνία με τις Η.Π.Α. (in accord with U.S.A.)». Η υπόμνηση αυτή φανερώνει ότι ο Πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρεταννίας –και όχι μόνον αυτός– γνωρίζει καλά ότι με το τέλος του πολέμου πλησιάζει και το τέλος της αυτοκρατορίας. Η συναίσθηση αυτή του αναποδράστου, ίδιον των πολύ ισχυρών πνευμάτων, δίνει ακόμη μεγαλύτερη ηθική αξία στην απόφαση του ιδίου και του μεγάλου λαού του να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων κατά του ναζισμού και του φασισμού.

Η Συμφωνία των ποσοστών ανανεώνεται στη Γιάλτα και τηρείται από τότε μέχρι σήμερα, αν και υφίσταται ορισμένες μικρές και ελεγχόμενες εκλείψεις. Έτσι, το Κ.Κ.Ε. είχε γραφεία στην Αθήνα έως τον αναγκαστικό νόμο 509, που εκδίδεται στις 27 Δεκεμβρίου 1947 με εισήγηση του υπουργού δικαιοσύνης Χρήστου Λαδά (το παρωνύμιό του: «εαμοβούλγαρος»…) όταν ο «Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας», τον οποίο ελέγχει το Κ.Κ.Ε., συγκροτεί την «Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση της Ελεύθερης Ελλάδας» στις 23 Δεκεμβρίου 1947. Πρωθυπουργός της είναι ο Μάρκος Βαφειάδης, βουλευτής του ΠΑΣΟΚ από το 1985 έως τον θάνατό του το 1992. Την προσωρινή Κυβέρνηση δεν αναγνωρίζει κανένα κράτος, ούτε καν η Κυβέρνηση του Χο Τσι Μινχ.

Η μεγάλη απόδειξη του σεβασμού της Συμφωνίας είναι το γεγονός ότι από τις εκλογές του 1946 μέχρι τώρα ισχύει εκλογικό σύστημα αναλογικής -συνήθως ενισχυμένης και ενίοτε, και μόνον από το 1989 και μετά, απλής- που εξασφαλίζει την παρουσία των κομμουνιστών στη βουλή. Υπάρχει όμως μία και μοναδική εξαίρεση. Στις εκλογές του 1952, εφαρμόζεται πλειοψηφικό σύστημα, όπως άλλωστε ήταν ο κανόνας προπολεμικά. Το πλειοψηφικό αποκλείει την παρουσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας στη βουλή. Τον σχετικό νόμο τον ψηφίζει μάλιστα η βουλή με πρωτοβουλία της Κυβερνήσεως Νικολάου Πλαστήρα, συμμαχίας της Εθνικής Προοδευτικής Ενώσεως Κέντρου και του Κόμματος των Φιλελευθέρων, και τον υπερψηφίζει ο Ελληνικός Συναγερμός του Στρατάρχη Αλέξανδρου Παπάγου. Εξαιτίας μάλιστα του πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος στις εκλογές του 1952, που γίνονται μόλις 14 μήνες και μία εβδομάδα μετά τις προηγούμενες (9 Σεπτεμβρίου 1951 και 16 Νοεμβρίου 1952), ακόμη και ο εκλογικός συνασπισμός της Ε.Π.Ε.Κ. του Πλαστήρα και του Κ.Φ. του Σοφοκλή Βενιζέλου υφίσταται δεινή ήττα με 34,40% των έγκυρων ψηφοδελτίων και μόνον 61 έδρες επί 300. Το συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα του 1952 διαμορφώνει την πολιτική σκηνή μέχρι το 1963. Τη διεθνή ευθύνη για αυτή τη νομοθετική αλλαγή και τον επακόλουθο εξοστρακισμό των κομμουνιστών από τη βουλή για τριάμισυ έτη την αναλαμβάνουν οι Η.Π.Α., που έχουν πάρει τη θέση της Μεγάλης Βρεταννίας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Την ευθύνη προς την Ε.Σ.Σ.Δ., μεγάλη Δύναμη νικήτρια του Πολέμου, δεν μπορεί να την αναλάβει ο Έλληνας πρωθυπουργός, που δεν συνέπραξε στη Συμφωνία των ποσοστών ούτε έχει την απαραίτητη ισχύ για να επωμισθεί κάτι τόσο βαρύ. Δημόσια δήλωση υπέρ του πλειοψηφικού κάνει ο Αμερικανός πρεσβευτής Πιουριφόυ. Έτσι γίνεται καλύτερα αντιληπτό το σύνθημα του Κ.Κ.Ε. «Τι Παπάγος, τι Πλαστήρας», ορθότατο από κομμουνιστική σκοπιά. Βρισκόμαστε σε έξαρση του Ψυχρού πολέμου, ιδίως στην Κορέα. Εκεί μάλιστα ο Σοφοκλής Βενιζέλος, όταν είναι πρωθυπουργός, στέλνει εκστρατευτικό σώμα, ώστε να πείσει ότι ο ελληνικός στρατός είναι αξιόμαχος και να γίνει δεκτή η χώρα στο ΝΑΤΟ το 1952. Παρομοίως, το 1919, ο πατέρας του στέλνει εκστρατευτικό σώμα στην Ουκρανία, διότι η Ελλάς είναι σύμμαχος της τελευταίας στιγμής στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και η συνεισφορά της στη νίκη μικρή. Το εκστρατευτικό σώμα της Κορέας επαναπατρίζεται τον Δεκέμβριο 1955, δηλαδή πριν από τις εκλογές της 19ης Φεβρουαρίου 1956. Με το αναλογικό εκλογικό σύστημα το Κ.Κ.Ε. είναι πάντοτε μέσα στη βουλή με κοινοβουλευτική ομάδα, μόνο που πριν από τη στρατιωτική δικτατορία εμφανίζεται υπό τον μανδύα της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς, αφού έχει διαλυθεί με τον α.ν. 509/1947.

Την απόδειξη αυτή επιρρωνύουν και άλλα ιστορικά γεγονότα, ενίοτε λησμονημένα αν και άκρως διαφωτιστικά. Τα κυριότερα είναι τα εξής χρονολογικώς.
Tο Κ.Κ.Ε. έχει στελέχη υψηλής ποιότητας, τους Κούτβηδες, αποφοίτους μιας καλής «σχολής ευελπίδων» στη Μόσχα, όπου σπουδάζει και ο Χο Τσι Μινχ. Στο Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο Εργαζομένων της Ανατολής (ΚΟΥΤΒ), όπως σε κάθε παρόμοια σχολή, το πρώτο που μαθαίνει κανείς είναι η πειθαρχία. Ο Ιγνάτιος Λογιόλα, πρώην στρατιωτικός και ιδρυτής του επιδραστικότερου τάγματος (του κατ’ εξοχήν Τάγματος!), διακηρύσσει ότι τα μέλη του οφείλουν πειθαρχία ακριβώς σαν να ήταν πτώματα («perinde, ac si cadaver essent»). Και επίσης ότι πρέπει να είμαστε πάντοτε πρόθυμοι να πιστεύσουμε ότι αυτό που φαίνεται μαύρο είναι άσπρο, αν έτσι αποφαίνεται η εκκλησιαστική ιεραρχία. Η κομμουνιστική ιεραρχία είναι παραπλήσια της εκκλησιαστικής. Η διείσδυση του Κ.Κ.Ε. στον λαό εξηγείται από το ότι ρωσικό κόμμα υπάρχει στην Ελλάδα από την εποχή του Κολοκοτρώνη, από το ότι με τον πόλεμο η κομμουνιστική ιδεολογία διαχέεται σε όλη την Ευρώπη και ακόμη πάρα πέρα και από το υψηλό επαγγελματικό επίπεδο των στελεχών του, ενώ τα άλλα κόμματα τα αποτελούν ερασιτέχνες, που εξ ορισμού ασκούν την πολιτική στην φιλελεύθερη δημοκρατία. Ο ερασιτέχνης πολύ δύσκολα αντιμετωπίζει τον επαγγελματία. Σε αυτά προστίθεται η βαθύτατη και εκτεταμένη φτώχεια, συνέπεια πρωτίστως της Κατοχής, αλλά και της Μικρασιατικής καταστροφής. Η δημοφιλία του Κ.Κ.Ε. δεν είναι διόλου επαρκής για να κερδίσει εκλογές, οπότε η χρήση βίας καθίσταται περιττή. Τότε το Κ.Κ.Ε. διαθέτει το απαραίτητο λαϊκό έρεισμα για τη διεξαγωγή ανταρτοπολέμου.

Το Εθνικό Συμβόλαιο του Λιβάνου υπογράφεται στις 20 Μαΐου 1944 και η απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία πραγματοποιείται στις 6 Ιουνίου 1944, μόλις 17 ημέρες αργότερα, για να γίνει ο χερσαίος πόλεμος για τον Χίτλερ διμέτωπος και να ανακουφισθεί σημαντικά ο Ερυθρός Στρατός. Στον Λίβανο η αντιπροσωπία του Κ.Κ.Ε. υφίσταται οξύτατη κριτική, και μάλιστα ακούει τα εξ αμάξης από τον Γεώργιο Καρτάλη («Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωσις») για τη δολοφονία του Συνταγματάρχη Δημητρίου Ψαρρού (17 Απριλίου 1944). Καταλογίζουν στο Κ.Κ.Ε. το κίνημα της Μέσης Ανατολής (του ίδιου μηνός) και την εν γένει στάση του στην κατεχόμενη Ελλάδα. To ξεμπρόστιασμα και ο εξάψαλμος γίνονται εκ του ασφαλούς, διότι είναι ήδη δεδομένο ότι το Κ.Κ.Ε. θα υπογράψει θέλοντας και μη. Πράγματι, ο Πέτρος Ρούσος (Κ.Κ.Ε.) και οι Στέφανος Σαράφης και Μιλτιάδης Πορφυρογένης (Ε.Α.Μ.) υπογράφουν. Στο Συνέδριο του Λιβάνου όλοι μένουν «σύμφωνοι ότι η στάσις της Μέσης Ανατολής απετέλεσεν έγκλημα εναντίον της πατρίδος» (Γ. Παπανδρέου). Προφανώς, οι κομμουνιστές έχουν διαταγές από τη Μόσχα και ο Στάλιν, ηγέτης που κρατεί τον λόγο του, βοήθησε σε κάτι δευτερεύον τους Αγγλοαμερικανούς συμμάχους του, που είναι καλοί μαζί του.

Το Σύμφωνο της Καζέρτας της 26ης Σεπτεμβρίου 1944, που υπογράφει εκ μέρους του Ε.Λ.Α.Σ. ο στρατηγός Σαράφης, ορίζει ότι «1. Όλαι αι ανταρτικαί δυνάμεις αι δρώσαι εν Ελλάδι τίθενται υπό τας διαταγάς της Ελληνικής Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος. 2. Η Ελληνική Κυβέρνησις θέτει τας δυνάμεις ταύτας υπό τας διαταγάς του Στρατηγού Σκόμπι…». Είναι γνωστό τι σημαίνει παράβαση στρατιωτικής διαταγής εν καιρώ πολέμου. Ακόμη, το Σύμφωνο ορίζει: «5. Τα Τάγματα Ασφαλείας θεωρούνται όργανα του εχθρού. Θα χαρακτηρισθούν ως εχθρικοί σχηματισμοί, εκτός αν παραδοθούν συμφώνως προς διαταγάς εκδοθησομένας παρά του Στρατηγού Διοικητού των εν Ελλάδι δυνάμεων», δηλαδή του Σκόμπι ή διαδόχου του. Η διατύπωση είναι ανεπαισθήτως αριστοτεχνική: «θεωρούνται», δεν είναι. «Θα χαρακτηρισθούν», δεν χαρακτηρίζονται. Επίσης, «εκτός εάν παραδοθούν», δηλαδή, έτσι και παραδοθούν, δεν χαρακτηρίζονται. Μάλιστα η παράδοσή τους δεν θα είναι δύσκολη και δεν υπάρχει άλλη προϋπόθεση. Θα γίνει «συμφώνως προς διαταγάς εκδοθησομένας παρά του Στρατηγού», δηλαδή ο Στρατηγός λαμβάνει εξουσιοδότηση να κανονίσει τους όρους κατά το δοκούν και μέχρι να εκδώσει τις διαταγές του τα Τάγματα Ασφαλείας ούτε χαρακτηρίζονται ως εχθρικοί σχηματισμοί ούτε υπάρχει διαδικασία για να παραδοθούν. Αυτά λοιπόν -μια κρυπτοαμνηστία- ορίζει το κείμενο που υπογράφει ο Σαράφης… Το ξέρει τάχα κανείς στις ημέρες μας; Τότε εναλλακτική λύση για την τύχη των ταγματασφαλιτών είναι η άτεγκτη εφαρμογή των ποινικών νόμων, με άλλα λόγια μια μακρότατη σειρά εκατόμβες…

Σε επιστολή προς τον Α. Ήντεν, υπουργό του των εξωτερικών –και διάδοχό του, το 1955–, ο Τσώρτσιλ γράφει στις 7 Νοεμβρίου 1944: «προβλέπω με βεβαιότητα σύγκρουση με το Ε.Α.Μ.». Δηλαδή οι Άγγλοι γνωρίζουν ότι επίκειται το κομμουνιστικό Δεκεμβριανό κίνημα, που γίνεται μετά τη Συμφωνία των ποσοστών και που ο μέγιστος αυτός ηγέτης της φιλελεύθερης δημοκρατίας αντιμετωπίζει αναλόγως. Το κίνημα λήγει με τη νίκη των κυβερνητικών και αγγλικών δυνάμεων στη μάχη των Αθηνών. Όποιος απασχολεί αγγλικά στρατεύματα πριν λήξει ο πόλεμος είναι αντικειμενικά σύμμαχος του Χίτλερ. Εν προκειμένω τα αγγλικά στρατεύματα είχαν μεταφερθεί από την Ιταλία Οι κυβερνητικές δυνάμεις αρχικώς περιέρχονται σε δεινή θέση και έτσι χρησιμοποιούν και ταγματασφαλίτες, που άλλο που δεν θέλουν για να λευκανθούν. Μόνον ένας ευήθης θα περίμενε η Κυβέρνηση να μη χρησιμοποιήσει τους ταγματασφαλίτες. Είναι λοιπόν πολύ χρήσιμο να εξετασθεί αν τα στελέχη του Κ.Κ.Ε. εξωθούν την Κυβέρνηση επί τη βάσει σχεδίου και, αν είναι έτσι, ποιος το εκπόνησε. Ο Τσώρτσιλ έρχεται στην Αθήνα χριστουγεννιάτικα και αναγκάζει τον βασιλίσκο της Ελλάδος –και όχι των Ελλήνων, από το 1936–, τον Γεώργιο Β΄, που οφείλει το στέμμα του στην Αγγλία, να διορίσει αντιβασιλέα τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό (ν. 80 περί αντιβασιλείας κατά την αποδημίαν του Βασιλέως, 31 Δεκεμβρίου 1944). Στις 3 Ιανουαρίου 1945, σχηματίζει Κυβέρνηση ο Στρατηγός Πλαστήρας, ο αρχηγός της Επαναστάσεως του 1922.
Ο Μαύρος Καβαλάρης επιβάλλει με το κύρος του την τάξη στις κόκκινες προσφυγικές συνοικίες. Στις 12 Φεβρουαρίου 1945, δηλαδή μόλις την επομένη της λήξεως των εργασιών στη Γιάλτα και παρουσία του Άγγλου υπουργού Μεσογείου Χάρολντ Μακμίλλαν (του μετέπειτα πρωθυπουργού), η Κυβέρνηση Πλαστήρα συνάπτει με το Ε.Α.Μ. τη Συνθήκη της Βάρκιζας, που υπογράφουν οι «Γεώργιος Σιάντος, Γραμματεύς της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κομματος της Ελλάδος, Δημήτριος Παρτσαλίδης, Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ, και Ηλίας Τσιριμώκος, Γενικός Γραμματεύς της Ενώσεως Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ) [και το 1965 πρωθυπουργός των αποστατών], αποτελούντες την υπό της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ προσηκόντως εξουσιοδοτημένην αντιπροσωπείαν». Με τη Συνθήκη το Ε.Α.Μ. αναλαμβάνει να διαλύσει τον Ε.Λ.Α.Σ., που κατά τα άρθρα 4-6 θα αφήσει ελεύθερους τους ομήρους, θα αποστρατευθεί και θα καταθέσει τα όπλα. Ενώ οι συμβαλλόμενοι συμπράττουν ισοτίμως, η Συμφωνία της Βάρκιζας κυρώνεται με συντακτική πράξη (23/1945) και αποκτά ηυξημένη τυπική ισχύ. Με αυτό τον τρόπο δηλώνεται ποια είναι η ανώτατη (ή με άλλον όρο, απολύτως ταυτόσημο, κρατική) εξουσία, που έχει το μονοπώλιο της νόμιμης βίας. Η Συμφωνία προβλέπει ότι εντός του 1945 «θα διεξαχθεί εν πάση ελευθερία και γνησιότητι δημοψήφισμα, το οποίον θα τερματίσει οριστικώς το πολιτειακόν ζήτημα», και «θα επακολουθήσουν ως τάχιστα … εκλογαί Συντακτικής Συνελεύσεως». Προφανώς, ο όρος για πρόταξη του δημοψηφίσματος μεθοδεύει την επιστροφή του Γεωργίου Β΄, που πολέμησε κατά του Άξονα.

Ύστερα από υπόδειξη των Συμμάχων, η Κυβέρνηση του Ναυάρχου Πέτρου Βούλγαρη προτάσσει τις εκλογές και όχι το δημοψήφισμα (31 Μαρτίου και 1η Σεπτεμβρίου 1946). Η πρόταξη θεωρείται παρέμβαση κατά του Γεωργίου Β΄, διότι το δημοψήφισμα θεωρείται δεδομένο υπέρ της βασιλείας και με την πρόταξή τους οι εκλογές δεν επηρεάζονται από το αποτέλεσμά του. Οι έδρες της Βουλής του 1946 αυξάνονται σε 354, δήθεν επειδή αυτή είναι αναθεωρητική, αλλά στην πραγματικότητα επειδή έτσι υπάρχει χώρος για να αναδειχθεί σημαντικός αριθμός κομμουνιστών βουλευτών χωρίς να θιγούν υπερμέτρως τα πολιτικά τζάκια. Τις εκλογές τις διεξάγει, με υπόδειξη της Αγγλίας, αμιγώς βενιζελική Κυβέρνηση Θεμιστοκλή Σοφούλη, που κατά τον σχηματισμό της διαθέτει την «κατ’ αρχήν ανοχή… του Κ.Κ.Ε. και ολόκληρης της εαμικής Αριστεράς» (απόφαση Π.Γ. του Κ.Κ.Ε.). Το Κ.Κ.Ε. όμως απέχει από τις εκλογές για να μη τις νομιμοποιήσει. Οι εχθροπραξίες του Εμφυλίου αρχίζουν μάλιστα την παραμονή τους με την προσβολή από αντάρτες, του Σταθμού Χωροφυλακής στο Λιτόχωρο. Στο δημοψήφισμα για την επιστροφή του Γεωργίου Β΄ το Κ.Κ.Ε. δεν απέχει για να προσεταιρισθεί βενιζελικούς και, ει δυνατόν, να τους καπελώσει..

Στο βιβλίο της Diana Preston «Οκτώ μέρες στη Γιάλτα: πώς ο Τσόρτσιλ, ο Ρούζβελτ και ο Στάλιν μοίρασαν τον κόσμο » (Μεταίχμιο, 2020) υπάρχουν καίριες πληροφορίες για την αντιμετώπιση της Ελλάδας. Ο Στάλιν λέει, στις 9 Φεβρουαρίου 1945, ότι τρέφει «απόλυτη εμπιστοσύνη στη βρετανική πολιτική στην Ελλάδα» (σ. 393). Και έχει δίκιο, διότι το κομμουνιστικό κίνημα του Δεκεμβρίου 1944 έχει κατασταλεί προ 40 ημερών. Την ίδια ημέρα, ο ηγεμών της Ε.Σ.Σ.Δ. «επαίνεσε τη διατύπωση για την εξάλειψη του Φασισμού, και είπε πως με “μία μικρή αλλαγή“ –μια ρητή δήλωση πως θα παρεχόταν ιδιαίτερη υποστήριξη “στους πολιτικούς ηγέτες των χωρών εκείνων που είχαν συμμετάσχει ενεργά στον αγώνα κατά των γερμανών κατακτητών“- θα ήταν σε θέση να την αποδεχθεί» (σ. 392). Τέτοιοι Έλληνες ηγέτες ήταν δύο, ο Μεταξάς, που δεν ζούσε, και ο Γεώργιος Β΄. Ετσι, συμμετέχοντας στο δημοψήφισμα το Κ.Κ.Ε. νομιμοποιεί την επάνοδο του Γεωργίου Β΄, ο Στάλιν ναν καλά. Πάντοτε στη Γιάλτα, στις 8 Φεβρουαρίου 1945, οι τρεις Μεγάλοι συζήτησαν εν συντομία «τις τρέχουσες εξελίξεις στην Ελλάδα, όπου ο Στάλιν διαβεβαίωσε τον Τσόρτσιλ πως δεν έχει καμία επιθυμία να επέμβει αλλά απλώς να μαθαίνει τα γεγονότα, και ο Τσόρτσιλ ανταπέδωσε λέγοντας πως ήταν “πραγματικά υπόχρεος προς τον Στρατάρχη Στάλιν που δεν είχε εκδηλώσει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα ζητήματα της Ελλάδας”» (σ. 360). Η διπλωματική γλώσσα δεν χρειάζεται εδώ μετάφραση. Σε άλλη στιγμή των συνομιλιών, ο Τσώρτσιλ λέει ότι «η βρετανική κυβέρνηση θα καλωσόριζε τυχόν διεθνείς παρατηρητές» στις πρώτες εκλογές στην Ελλάδα και σε αυτό συμφωνεί ο Ρούζβελτ (σ. 390). Πράγματι, στις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 είναι παρούσα η «Συμμαχική αποστολή για την παρακολούθηση των ελληνικών εκλογών» (AMFOGE) με 1.200 Βρεταννούς, Γάλλους και Αμερικανούς παρατηρητές, ενώ ο Στάλιν δεν στέλνει Σοβιετικούς για να μην αποδεχθεί παρατηρητές των συμμάχων του στην Πολωνία. Ενδιαμέσως στη διάσκεψη του Πότσνταμ, στις 17 Ιουλίου 1945, «Ο Στάλιν … θυμίζει εμφατικά» στον Τσώρτσιλ «πως δεν είχε παρέμβει στην Ελλάδα» (σ. 551).

Ειρήσθω εν παρόδω, στις 13 Φεβρουαρίου 1945, επομένη της υπογραφής της Συνθήκης της Βάρκιζας, ξεκινά ο βομβαρδισμός της Δρέσδης. Η Φλωρεντία του Έλβα είναι θεμιτός στόχος, διότι αποτελεί μεγάλο διοικητικό και σιδηροδρομικό κόμβο, από τον οποίο προωθούνται στρατεύματα κατά των Ρώσων, και διότι έχει σημαντική πολεμική βιομηχανία (π.χ., Τσάις). Ο Στάλιν από καιρό ζητεί αυτή τη χάρη για να πάρει μιαν ανάσα, ενώ οι Άγγλοι δεν ξεχνούν την τύχη του Κόβεντρυ.
Την επομένη, 14 Φεβρουαρίου 1945, ο Τσώρτσιλ βρίσκεται πάλι στην Αθήνα, όπου ο αντιβασιλεύς Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός τον παρουσιάζει σε μια λαοθάλασσα που τον επευφημεί με έξαλλο ενθουσιασμό.

Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου η βοήθεια του Στάλιν προς το αντάρτικο είναι γνωστή, π.χ. με εφόδια και με βάσεις έξω από την ελληνική επικράτεια, κυρίως στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας. Η βοήθεια όμως είναι οπωσδήποτε μετρημένη, ώστε το αντάρτικο να μη νικά, αλλά να συντηρείται, να καταφθείρει τη χώρα και να έχει «αποτέλεσμα να αιματοκυλισθεί εκ νέου ο Λαός μας, να κατερειπωθή όλη σχεδόν η ύπαιθρος και επίσης … να μη πραγματοποιηθή η ανανέωσις και ο εκσυγχρονισμός των συνταγματικών μας θεσμών» (Μάνεσης, 1967). Όταν ο Τίτο διαρρηγνύει τις σχέσεις του με τον Στάλιν, κλείνει τα σύνορα και ο πόλεμος τελειώνει περίπου ένα έτος γρηγορότερα. Τα σύνορα ο Τίτο δεν τα κλείνει αμέσως, διότι αυτό θα το θεωρούσαν τότε ανοικτή προδοσία.

Ο Εμφύλιος πόλεμος κρίνεται ήδη το 1947, όταν αναγγέλλονται το Δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ. Το Δόγμα Τρούμαν μάλιστα παρέχει την αμερικανική βοήθεια δωρεάν, όχι ως δάνειο. Γιατί όμως οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι τόσο γενναιόδωρες; Διότι τα παθήματα της Ελλάδας δεν οφείλονται σε δική της υπαιτιότητα, αλλά η Ελλάς είναι ένα πιόνι που πληρώνει τη νύφη για χάρη τους μέσα στον Ψυχρό πόλεμο. Οι Αμερικανοί συμπεριφέρονται ως άρχοντες με όλη την αμφισημία του όρου. Ο Στάλιν δεν κτυπά τους μεγάλους συμμάχους του στον παγκόσμιο πόλεμο που μόλις έχει τελειώσει, αλλά ένα μικρό εταίρο τους. Μπορεί να το κάνει εύκολα, διότι εδώ κατέχει το 10%. Επί πλέον, η σοβιετική πολιτική δεν διαφοροποιείται από την εποχή που ο Λένιν και ο Τρότσκυ προσφέρουν στον Κεμάλ το πρώτο οξυγόνο όταν ο Ελληνισμός δίνει αγώνα για την επιβίωσή του. Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια.
Γιατί άραγε ο Στάλιν είναι τόσο δυσμενής προς τη μικρή Ελλάδα, που δεν διανοείται να τον θίξει; Και όμως ο ηγεμών του κομμουνιστικού κόσμου δεν υπερβαίνει το μέτρον. Απλώς εφαρμόζει τους κανόνες του πολέμου και ο Ψυχρός καλά κρατεί. Τον πειράζουν μέσα στη ζώνη επιρροής του και, αν δεν πληρώσει με το ίδιο νόμισμα, χάνει το κύρος του και δεν μπορεί να διαπραγματευθεί τουλάχιστο να σταματήσουν να τον ενοχλούν. Η Ελλάς είναι στη ζώνη των Δυτικών και αποτελεί τον ευκολότερο στόχο γεωγραφικά και χάρη στις δυνάμεις που ελέγχει εδώ άλλοτε η Κομιντέρν και μεταπολεμικώς η Κομινφόρμ. Τι συγκεκριμένα κάνουν οι Δυτικοί στον Στάλιν και αυτός δεν μπορεί να το ανεχθεί; Συντηρούν συμμοριτοπολέμους μέσα στη δική του ζώνη επιρροής.
Μετά τη νίκη του 1945, τον Ανατολικό Συνασπισμό, ακόμη και την ίδια τη Σοβιετική Ένωση, κατατρύχουν διάσπαρτοι ανταρτοπόλεμοι. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των Αδελφών του Δάσους με δυνάμεις περίπου 50.000 συμμορίτες στις τρεις βαλτικές χώρες. Στο Διαδίκτυο διαβάζει κανείς ότι τους ενισχύει και η ουδέτερη Σουηδία και ότι στις συγκρούσεις φονεύονται 40.000 σοβιετικοί στρατιώτες και 23.000 Αδελφοί του Δάσους έως το 1953. Τότε, μετά τον θάνατο του Στάλιν, η νέα σοβιετική ηγεσία τούς προσφέρει κάποια αμνηστία, αλλά ορισμένοι πυρήνες τους επιβιώνουν έως την ανάκτηση της ανεξαρτησίας των τριών Δημοκρατιών με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Παρόμοια ανταρτικά κινήματα είναι, μεταξύ άλλων, η Ρουμανική Αντικομμουνιστική Αντίσταση
–άντε να τους βρεις και να τους εξοντώσεις στα Καρπάθια!–, οι Καταραμένοι Στρατιώτες με κατά προσέγγιση 53.000 μαχητές στην Πολωνία (1944-1963!) και ο Ουκρανικός Επαναστατικός Στρατός (έως το 1949 ή το 1956), του οποίου οι επιζώντες αναγνωρίζονται, το 2019, ως αντιστασιακοί. Στην Ελλάδα δεν είναι γνωστό αν ο Ζελένσκυ τους έδωσε σύνταξη. Τις τάξεις τέτοιων ένοπλων ομάδων επανδρώνουν συχνά συνεργάτες των Γερμανών ή μέλη ποικίλων καταπιεσμένων φυλετικών ή άλλων μειονοτήτων ή Μουσουλμάνοι (π.χ., Τάταροι), που τρομάζει η αθεΐα, ή απλοί πατριώτες που δεν θέλουν τον κομμουνισμό και εξακολουθούν να αναγνωρίζουν τις προπολεμικές Κυβερνήσεις τους. Τα διάφορα χαρακτηριστικά ενίοτε συντρέχουν.

Η περίπτωση της Ελλάδος δεν είναι μοναδική. Η Ε.Σ.Σ.Δ. υποθάλπει αντιδυτικές ένοπλες οργανώσεις στον Τρίτο Κόσμο και στη σφαίρα των Αδεσμεύτων, π.χ. το Κόμμα Εργασίας στη Νότιο Κορέα (1946-1949;), τον Απελευθερωτικό Στρατό των Λαών της Μαλαισίας από το 1948 και πολλές άλλες πριν και μετά τον θάνατο του Στάλιν. Οι ένοπλοι βέβαια δεν κάθονται με σταυρωμένα χέρια. Ο Ψυχρός πόλεμος διεξάγεται θερμά στην περιφέρεια. Από τις ανοικτές εχθροπραξίες σώζονται πάντως τα μέλη του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Ο Σοφοκλής Βενιζέλος ήταν σοφός και πατριώτης και το Έθνος τού οφείλει πολλά.

H χρονική αλληλουχία των γεγονότων και το διεθνές περίγραμμά τους αποδεικνύουν ότι ο Εμφύλιος πόλεμος είναι αντίποινο –όχι ανταπόδοση– του Στάλιν προς τις Δυτικές Δημοκρατίες. Ο ηγεμών αποφασίζει και διατάσσει και όλος ο στρατός εκτελεί τις διαταγές του. Ειδεμή… *

* Δημοσιεύθηκε στον Τιμητικό Τόμο για τον Προκόπιο Παυλόπουλο, 2024. Τα κείμενα που χρησιμοποιήθηκαν τα βρίσκει κανείς προχείρως στη συλλογή των Αντ. Παντελή, Στ. Κουτσουμπίνα και Τρ. Γεροζήση, Κείμενα συνταγματικής ιστορίας, τ. Β΄, 1993.

 

H ιδιότυπη, «μαχόμενη» δημοκρατία της Γαλλίας

Πέτρος Στάγκος, Ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ, Νομική Σχολή

Ακροδεξιά πολιτικά κόμματα, που πέραν του φασιστικού και μισαλλόδοξου λόγου που ενσταλάζουν στο κοινωνικό σώμα τοποθετούν ψηλά στην πολιτική ατζέντα τους την περιστολή των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών και την αποδυνάμωση των αντίβαρων της δημοκρατίας στην πρωταρχία των πλειοψηφιών που κυβερνούν, επελαύνουν στα τελευταία χρόνια ή απειλούν να επελάσουν ολοένα συχνότερα στην κυβερνητική εξουσία της μιας ή της άλλης χώρας της Ευρώπης και, ευρύτερα, του Δυτικού κόσμου. Σπανίζουν οι αποφάσεις των δημοκρατικών πολιτευμάτων με τις οποίες να θέτουν εκτός νόμου ακροδεξιά κόμματα ή πολιτικά μορφώματα ή να αποκλείουν αξιωματούχους αυτών από το να είναι υποψήφιοι για οποιοδήποτε πολιτειακό αξίωμα. Στην Ευρώπη, στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, μόνον η παλιά Δυτική Γερμανία και η Ελλάδα ήταν οι δύο χώρες που έθεσαν εκτός νόμου τους εχθρούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας: η μεν πρώτη όταν απαγόρευσε στη δεκαετία του 1950 το Sozialistische Reichspartei Deutschlands και το ΚΚ Γερμανίας, η δε χώρα μας όταν έθεσε εκτός νόμου, από το 1945 έως το 1974, το ΚΚΕ, ως συνέπεια της βίαιης κατάλυσης του δημοκρατικού πολιτεύματος που επιχείρησε και της συντριβής του στον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε (1944-1949).

Το έργο της αποτροπής των κινδύνων για τη δημοκρατία, τους οποίους συνεπάγεται η ακροδεξιά πολιτική πράξη και ρητορία, φέρουν σε πέρας τα συστημικά κόμματα ή κόμματα του δημοκρατικού τόξου, που απομονώνουν τις αντιδημοκρατικές δυνάμεις είτε μέσω της μεταξύ τους συμμαχίας και της δημιουργίας «υγειονομικών ζωνών» είτε αναθεωρώντας δημόσιες πολιτικές τους σε τρόπο ώστε να μειώνονται οι κοινωνικές ανισότητες και η κοινωνική δυσφορία, οι οποίες, διαφορετικά, τροφοδοτούν την εκλογική δεξαμενή της αντιδημοκρατικής ακροδεξιάς.1  Αρκετά πρόσφατα είναι τα παραδείγματα της Πολωνίας και της Βραζιλίας, όπου αποκαθηλώθηκαν από την κυβερνητική εξουσία, τα πολιτικά καθεστώτα αντίστοιχα του κόμματος Νόμου και Δικαιοσύνης (PiS) και του Jair Bolsonaro χάρη στη συσπείρωση, εναντίον τους, των δημοκρατικών κομμάτων με τις δυνάμεις της κοινωνίας των πολιτών.

Στον αντίποδα αυτού του υποδείγματος της «ανεκτικής», απέναντι στους αντιπάλους και τους υπονομευτές της, ευρωπαϊκής-δυτικής δημοκρατίας, σκιαγραφείται στην κοιτίδα του σύγχρονου ρεπουμπλικανισμού, στη Γαλλία, εδώ και λίγο περισσότερο από ένα χρόνο, με έναν ιδιότυπο για τα ευρωπαϊκά πολιτικά δεδομένα τρόπο, το περίγραμμα μιας «μαχόμενης» (εναντίον των εχθρών της) δημοκρατίας.

Η έννοια της μαχόμενης δημοκρατίας επινοήθηκε το 1930 από τον Γερμανό νομoμαθή Karl Lowenstein, με την προσδοκία να αποκτoύσε αυτή την ιδιότητα η δημοκρατία της Βαϊμάρης καταπολεμώντας και διαλύοντας το ναζιστικό κόμμα το οποίο απεργαζόταν την οριστική της κατάλυση.2 Την μαχόμενη δημοκρατία αναπαριστάνουν οι αποφάσεις της νομοθετικής ή/και της εκτελεστικής εξουσίας μιας χώρας, με τις οποίες εισάγονται δραστικοί περιορισμοί στις ατομικές και πολιτικές ελευθερίες (στο παθητικό εκλογικό δικαίωμα, στην ελευθερία της έκφρασης) προσώπων ή συλλήβδην πολιτικών δυνάμεων που αποδεδειγμένα απεργάζονται την υπονόμευση ή την κατάργηση του δημοκρατικού πολιτεύματος· την αντικατάστασή του από μια «αντιφιλελεύθερη» (illiberal) δημοκρατία ή από ένα ωμά απολυταρχικό σύστημα διακυβέρνησης.

H προσφυγή στις νομικές κατά βάση ρυθμίσεις που εισάγουν την «μαχόμενη» δημοκρατία στη Γαλλία θα έμοιαζε με απόλυτο αναχρονισμό, αν δεν διεκδικούσε το πρωτείο αυτό η Ελλάδα: το 2023 αναθεωρήθηκε ο εκλογικός νόμος με αντικείμενο την κατάργηση του δικαιώματος καθόδου στις ευρωεκλογές κομμάτων που η ηγεσία τους έχει καταδικαστεί ακόμη και πρωτόδικα σε ποινή κάθειρξης για εγκλήματα κατά της ζωής, ώστε να αποτραπεί η συμμετοχή στις ευρωεκλογές της περιβεβλημένης με την ιδιότητα του πολιτικού κόμματος εγκληματικής οργάνωσης «Χρυσή Αυγή».3 Περαιτέρω, με την ίδια διάταξη του εκλογικού νόμου έχει ασκηθεί δίωξη εναντίον των 11 βουλευτών του κόμματος «Σπαρτιάτες» και του ήδη έγκλειστου ιθύνοντα νου της Χρυσής Αυγής Κασιδιάρη για εξαπάτηση του εκλογικού σώματος, που μπορεί να καταλήξει στην ποινική καταδίκη και την έκπτωση των βουλευτών από το αξίωμά τους, επειδή η εισαγγελική έρευνα απέδειξε ότι ο έγκλειστος εγκληματίας καθοδηγούσε και καθοριστικά συνέβαλε, το 2023, στην εκλογική κάθοδο και την εκλογή των «Σπαρτιατών» στην Βουλή.4

Στη Γαλλία, στη διαρκή εκλογική άνοδο του προπύργιου της ρατσιστικής και αντιδημοκρατικής ακροδεξιάς «Εθνικής Συσπείρωσης», κυρίως δε στην αταλάντευτη επιδίωξη της ηγέτιδας του κόμματος Μαρίν Λε Πεν να εκλεγεί πρόεδρος της Γαλλίας (με ορίζοντα, πλέον, τις προεδρικές εκλογές του 2027), τείνει να ορθωθεί ένα εμπόδιο όχι από τη νομοθετική ή την εκτελεστική εξουσία, αλλά από τη δικαστική. Οι δυο πρώτες εξουσίες φαίνεται να έχουν εξαντλήσει την παρέμβασή τους για την «μαχητική» διάταξη της δημοκρατίας απέναντι στις δυνάμεις που την υπονομεύουν, με τη θέσπιση του νόμου 2021-1109 για την υποστήριξη του σεβασμού στις αρχές του ρεπουμπλικανισμού.5 Ο Γάλλος νομοθέτης θεωρεί ότι η ταυτοτική αναδίπλωση στην οποία ενδίδουν πολλοί πολίτες υπό την επίδραση θρησκευτικών δογμάτων, κυρίως δε το ριζοσπαστικό ισλάμ, προάγουν τον «αποσχισμό» (séparatisme) και αποτελούν τους δυο κύριους εχθρούς των βασικών αρχών του ρεπουμπλικανισμού (της δημοκρατικής διακυβέρνησης ως συστήματος δικαιοσύνης, της συμμετοχής των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων, της στήριξης των κοινών αγαθών), προς απάντηση των οποίων επιστρατεύονται μέτρα ευρείας κλίμακας, που αφορούν τόσο στη δημόσια όσο και την ιδιωτική ζωή.

H δόλια υπεξαίρεση κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από την Μαρίν Λε Πεν, όταν ήταν αρχηγός της Εθνικής Συσπείρωσης και ευρωβουλευτής, την οδήγησε στο ειδώλιο του κατηγορουμένου. Μετά από ακροαματική διαδικασία που διήρκεσε περισσότερο από τρεις μήνες, ο εισαγγελέας της έδρας πρότεινε στο δικαστήριο την καταδίκη της Λε Πεν σε φυλάκιση πέντε χρόνων(εκ των οποίων τα δυο σε κατ’ οίκο περιορισμό), σε πρόστιμο 300 χιλιάδων ευρώ και, ως παρεπόμενη ποινή, σε έκπτωση, προσωρινά εκτελεστή, από το δικαίωμα του εκλέγεσθαι για μια πενταετία. Η απόφαση του δικαστηρίου θα εκδοθεί στις 31 Μαρτίου 2025. Αν οι δικαστές καταδικάσουν τη Λε Πεν, συν τοις άλλοις, στην πενταετή έκπτωση από το παθητικό εκλογικό δικαίωμα, η κάθοδος της ως υποψήφιας στις εκλογές του 2027 για την ανάδειξη του νέου προέδρου της Γαλλικής δημοκρατίας θα είναι αδύνατη.

Η ακροδεξιά πολιτικός χαρακτήρισε την πρόταση του εισαγγελέα και, ακόμη χειρότερα, το ενδεχόμενο του ενστερνισμού της από τη δικάζουσα σύνθεση, ως «θανάσιμο πλήγμα στη δημοκρατία». Ο επικοινωνιακός μηχανισμός της Εθνικής Συσπείρωσης ανέσυρε από το χρονοντούλαπο της ιστορίας το φόβητρο εγκαθίδρυσης μιας «κυβέρνησης των δικαστών»,6 που θα διώκει πολιτικά πρόσωπα τα οποία έλκουν τη νομιμοποίησή τους ευθέως από τη λαϊκή ετυμηγορία. Για την ακροδεξιά και τον λαϊκισμό, ευρύτερα, οι επιδέξιοι θεσμοί του κράτους δικαίου, με πρώτο και καλύτερο την ανεξάρτητη και αμερόληπτη δικαιοσύνη, που στις φιλελεύθερες δημοκρατίες έχουν σχεδιαστεί για να ελέγχουν το πολιτικό προσωπικό και να δημιουργούν μηχανισμούς εξισορρόπησης, εμποδίζουν τη μόνη νομιμοποίηση που μετράει: αυτήν του κυρίαρχου λαού. Ο Βούλγαρος πολιτειολόγος Ivan Kratsev, συνοψίζει ως εξής τη «φιλοσοφία» της «αντιφιλελεύθερης δημοκρατίας»: υπόσχεται στους πολίτες ό,τι η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν μπορεί να τους προσφέρει: η πλειοψηφία, έτσι και εκλεγεί, να μπορεί να κάνει ό,τι θέλει.

Η πολιτικά φορτισμένη νομική συζήτηση στη Γαλλία για την υποθήκευση της πολιτικής φιλοδοξίας της Μαρίν Λε Πεν στην τελεσίδικη δικαστική κρίση για την εκλογιμότητά της, φαίνεται ομόφωνα να καταλήγει στο πόρισμα ότι η δικαστική κρίση δεν θα επιφέρει την έκπτωση της Λε Πεν από το βουλευτικό αξίωμα που ήδη κατέχει, παρά μόνο θα φράξει το δρόμο της προς την προεδρία της Γαλλίας.7 Η ισχύουσα νομοθεσία, από τη μεριά της, η αποκαλούμενη “νόμος Sapin II” του 2016, προφανώς διαισθανόμενη τον κίνδυνο η επιβολή ποινής στέρησης του εκλογικού δικαιώματος ως παρεπόμενης ποινής μιας σοβαρής ποινικής καταδίκης να ταυτιστεί στη συνείδηση των πολιτών ως ενσάρκωση, ειδικά από τη δικαστική εξουσία, της δημοκρατίας ως «μαχόμενης», τροποποίησε τον ποινικό νόμο ορίζοντας ότι η στέρηση του εκλογικού δικαιώματος ως παρεπόμενη ποινή μπορεί να μην επιβάλλεται κατόπιν, όμως, απόφασης ειδικά αιτιολογημένης, για λόγους που έχουν να κάνουν με τις ιδιαίτερες περιστάσεις του διωκόμενου εγκλήματος και με την προσωπικότητα του κατηγορουμένου. Της νομοθεσίας αυτής είχε προηγηθεί απόφαση του Συνταγματικού Συμβουλίου , με την οποία είχε κριθεί ότι η επιβολή της παρεπόμενης ποινής, για να συνάδει προς το Σύνταγμα, πρέπει να προβλέπεται κλιμακωτά (από 1 έως 5 χρόνια).8

Η κατεύθυνση της επιείκειας του δικαστή στην επιβολή της παρεπόμενης ποινής στέρησης του δικαιώματος του εκλέγεσθαι, την οποία άνοιξε ο νομοθέτης, εμφανώς τηρήθηκε από το δικαστήριο που απάλλαξε «λόγω αμφιβολιών», τον Φεβρουάριο 2024, τον σημερινό πρωθυπουργό της Γαλλίας François Bayrou, από κατηγορίες για εγκλήματα ανάλογα με εκείνα που εικάζεται ότι διέπραξε η Λε Πεν. Ωστόσο, στην ίδια υπόθεση, οκτώ πρόσωπα που συνέπραξαν με τον Bayrou στην υπεξαίρεση ευρωπαϊκών κονδυλίων καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης και στέρησης του δικαιώματος του εκλέγεσθαι με αναστολή. Επίσης, ο τέως πρόεδρος της Γαλλίας Ζακ Σιράκ δεν διέτρεξε τον κίνδυνο να καταδικαστεί σε στέρηση του εκλογικού του δικαιώματος όταν δικάστηκε για υπεξαίρεση δημόσιων πόρων, όταν ήταν δήμαρχος του Παρισιού, αφού διώχτηκε 22 χρόνια (!) μετά τα επίδικα περιστατικά κι ενώ, πλέον, βρισκόταν σε βιολογική αδυναμία να ασκήσει τα εκλογικά του δικαιώματα. Όμως, ανάλογη επιείκεια δεν επιδείχτηκε από το δικαστήριο που καταδίκασε, τον Δεκέμβριο 2024, τον τέως πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί για τις παράνομες τηλεφωνικές παρακολουθήσεις. Ο Σαρκοζί καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκιση (εκ των οποίων το ένα σε κατ’ οίκο περιορισμό), καθώς και σε τρία χρόνια στέρησης του παθητικού εκλογικού δικαιώματος. Κι αυτός θα εμποδιστεί να θέσει υποψηφιότητα για την προεδρία της Γαλλίας το 2027, αν βέβαια υποτεθεί ότι μέχρι τότε θα έχει διατηρήσει αλώβητο το πολιτικό κύρος που απαιτείται για ένα τέτοιο αξίωμα: την επαύριον της καταδίκης του ανακοίνωσε ότι θα ενάγει τη Γαλλική Δημοκρατία ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των δικαιωμάτων του Ανθρώπου για παραβίαση, εξ αιτίας της «άδικης» καταδίκης του, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των δικαιωμάτων του ανθρώπου· αν όντως προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, θα είναι ο μοναδικός πολιτικός που ενώ στη διάρκεια που ασκούσε το ύπατο πολιτειακό αξίωμα υπερασπίστηκε τη χώρα του, ως όφειλε εκ του Συντάγματος, ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου από παραβάσεις της Σύμβασης, μετά την αφυπηρέτησή του επιδιώκει την καταδίκη της από το ίδιο Δικαστήριο.

Οι Γάλλοι δικαστές, είτε καταδικάσουν την Μαρίν Λε Πεν σε ένα χρόνο στέρησης του δικαιώματος του εκλέγεσθαι είτε σε πέντε χρόνια, είτε της επιτρέψουν να είναι υποψήφια στις προεδρικές εκλογές του 2027 είτε την εμποδίσουν, εκτίθενται στην κρίση των πολιτών, στο όνομα των οποίων εκδίδουν τις αποφάσεις τους, και στους οποίους λογοδοτούν με τους συντεταγμένους, στη δημοκρατία, τρόπους (την τήρηση της νομιμότητας, την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση των αποφάσεων, τη δημοσίευση της γνώμης της μειοψηφίας στις αποφάσεις, την τήρηση δικαιικού λόγου θεμελιωμένου σε επιχειρήματα, την αρχή της δημοσιότητας).9 Όπως και αν αποφασίσουν στη συγκεκριμένη υπόθεση, θα έχουν κάνει ένα αποφασιστικό βήμα για να ικανοποιήσουν την διάχυτη στο δικαστικό σώμα της χώρας ανάγκη χειραφέτησής τους από την πολιτική εξουσία.10

Οι δικαστές εν μέσω πολιτικής (και θεσμικής) κρίσης

Το δικαστικό σώμα της Γαλλίας είναι επιβαρυμένο με την κληρονομιά του βοναπαρτισμού, ως επιβοηθητικός παράγοντας της εκτελεστικής εξουσίας και της ισχυρής, δημόσιας και ιδιωτικής διοίκησης. Δεν είναι τυχαίο ότι το Σύνταγμα του 1958 της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας εξακολουθεί να μην θεωρεί τα δικαστήρια ως «εξουσία» (pouvoir), αλλά ως «αρχή» (autorité), εγγυητής της οποίας είναι ο ίδιος ο πρόεδρος της δημοκρατίας (άρθρο 64). Το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της Γαλλίας, το Conseil d’ État, εξακολουθεί από τον 19ο αιώνα να προεδρεύεται από τον εκάστοτε πρωθυπουργό της χώρας. Η μομφή «κυβέρνηση των δικαστών» δεν του αποδίδεται μόνο από την άκρα δεξιά της Μαρίν Λε Πεν. Ο χαρακτηρισμός προσάπτεται στο δικαστικό σώμα από κάθε μερίδα της πολιτικής τάξης που, ανεξάρτητα από την ιδεολογική της ταυτότητα, θεωρεί ότι αυτό υφαρπάζει, με αποφάσεις του, τη δική της εξουσία. Παλιότερα, στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ο σοσιαλιστής πολιτικός André Philip διακήρυττε ότι «η κυριαρχία ανήκει στο λαό, όχι στους δικαστές»· ο στρατηγός de Gaulle του αποκρινόταν λέγοντας «στη Γαλλία, το καλύτερο ανώτατο δικαστήριο είναι ο λαός».11 Στις μέρες μας, ο Σαρκοζί, επί της προεδρίας του (2007-2012), θεωρούσε ότι στοχοποιούνταν από τη δικαστική εξουσία και ότι τα μέλη της ήταν «αμείλικτα» (sans relâche) εναντίον του, χωρίς μάλιστα να έχει μεταβάλει τη στάση του ούτε επ’ αφορμή της νέας δίκης στην οποία σύρεται εντός του 2025 για την παράνομη χρηματοδότηση της προεκλογικής του εκστρατείας του 2007 από τον τότε δικτάτορα της Λιβύης Καντάφι. Επί της προεδρίας Μακρόν, ο υπουργός Εσωτερικών της προηγούμενης κυβέρνησης Bruno Retailleau, o οποίος προέρχονταν από το κεντροδεξιό ντεγκωλικό κόμμα, είχε δηλώσει επ’ αφορμή δικαστικών αποφάσεων που δεν διατάσσουν την απέλαση αντικανονικών μεταναστών ότι «η ασφάλεια των Γάλλων είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να αφεθεί (στα χέρια) του κράτους δικαίου», εισπράττοντας μεταξύ άλλων απαντήσεων κι εκείνη του προέδρου του Συνταγματικού Συμβουλίου Laurent Fabius, ότι «το κράτος δικαίου με την ανεξάρτητη δικαιοσύνη ως έμβολό της, είναι η προϋπόθεση της δημοκρατίας».12

H τάση χειραφέτησης των δικαστών από την κηδεμονία της πολιτικής οξύνθηκε τον τελευταίο χρόνο, μέσα στις συνθήκες πολιτικής αστάθειας την οποία προκάλεσε ο πρόεδρος Μακρόν με την απόφασή του να προκηρύξει πρόωρες βουλευτικές εκλογές, τον Ιούλιο 2024, αφού προηγουμένως το κόμμα που τον υποστηρίζει είχε υποστεί σημαδιακή ήττα στις ευρωεκλογές του Ιουνίου 2024, θεωρώντας (εσφαλμένα, εκ του αποτελέσματος) ότι με τον τρόπο αυτό θα θωράκιζε την πολιτική ηγεμονία του απέναντι στην άνοδο των λαϊκιστικών δυνάμεων των δυο άκρων του πολιτικού φάσματος. Απέναντι σε μια νομοθετική εξουσία παραλυμένη από την τριχοτόμηση του κομματικού συστήματος και σε διαδοχικές κυβερνήσεις που αδυνατούν να ανταποκριθούν στις προσδοκίες των πολιτών αφού βρίσκονται «στο έλεος» της καταψήφισής τους από ετερόκλιτες πλειοψηφίες, οι Γάλλοι δικαστές, επιλαμβανόμενοι ζητημάτων που είτε συνεγείρουν ολόκληρη την κοινωνία είτε ανήκουν στον σκληρό πυρήνα της κρατικής κυριαρχίας (στις εξωτερικές σχέσεις της χώρας), καλύπτουν τα κενά ρύθμισης ή πολιτικής απόφασης που αφήνουν στο διάβα τους οι δυο άλλες εξουσίες, εμποτίζοντας έτσι το κοινωνικό σώμα με την ήρεμη δύναμη την οποία αποπνέει μια αληθινή εξουσία.

Στην πρόσφατη δίκη των βιαστών, στο Μαζάν, της Ζιζέλ Πελικό, που συγκλόνισε όχι μόνο τη Γαλλία αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη, οι δικαστές υπερέβησαν το γράμμα του ποινικού νόμου, ο οποίος ως μόνα αποδεικτικά στοιχεία του βιασμού αναγνωρίζει την άσκηση βίας, καταναγκασμού, απειλής ή αιφνιδιασμού (άρθρο 222-23 του Ποινικού Κώδικα), και καταδίκασαν σε βαριές ποινές φυλάκισης τον σύζυγο της Πελικό και τους λοιπούς 50 κατηγορούμενους με μόνο αποδεικτικό στοιχείο την έλλειψη συναίνεσης της Πελικό στη σεξουαλική πράξη, αφού ο σύζυγός της Ντομινίκ Πελικό την είχε προηγουμένως ναρκώσει. Ένα μικρό απόσπασμα της μείζονος δικαστικής σκέψης, επέχει θέση ιστορικού ντοκουμέντου: «Διαπιστώθηκε ότι το προηγούμενο σχέδιο του Ντομινίκ Πελικό να καταστρέψει την ικανότητα της Ζιζέλ Πελικό να σκέφτεται και να διακρίνει ωφέλησε πλήρως κάθε έναν από τους συγκατηγορουμένους του, ότι καθένας από αυτούς, έχοντας ενημερωθεί επαρκώς για την κατάσταση αναλγησίας της Ζιζέλ Πελικό και έχοντας τη δυνατότητα να διακόψει τη δράση του ανά πάσα στιγμή ενόψει μιας αδρανούς και αναίσθητης γυναίκας, παρέκαμψε σκόπιμα την ελεύθερη συναίνεση του θύματος, επιβάλλοντάς της πράξεις σεξουαλικής φύσης, παρουσία και με την ενεργό συμμετοχή του Ντομινίκ Πελικό».13

Ίσης αξίας ιστορικό ντοκουμέντο με την ετυμηγορία για τους βιασμούς στο Μαζάν, είναι και η απόφαση του Εφετείου του Παρισιού του Αυγούστου 2024, με την οποία επικυρώθηκε το ένταλμα σύλληψης του (έκπτωτου σήμερα) δικτάτορα της Συρίας Μπασάρ Αλ Άσαντ για την ευθύνη που υπέχει στον βομβαρδισμό, το 2013, των προαστίων της Δαμασκού με το θανατηφόρο χημικό όπλο σαρίν και τη δολοφονία χιλιάδων αμάχων πολιτών. Η σύλληψη του Άσαντ είχε εκζητηθεί από επιζώντες του βομβαρδισμού και τέσσερις μη κυβερνητικές οργανώσεις, κατ’ εφαρμογή της γαλλικής νομοθεσίας που επιτρέπει τη δίωξη εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και γενοκτονίας που έχουν διαπραχθεί εκτός της γαλλικής επικράτειας. Η οριστική κρίση επί του εντάλματος εκκρεμεί ενώπιον του γαλλικού Αρείου Πάγου. H στέρεη νομική επιχειρηματολογία της εφετειακής απόφασης, σύμφωνα με την οποία η απόδοση ευθυνών για διεθνή εγκλήματα υπερισχύει οποιουδήποτε ισχυρισμού περί ασυλίας «ακόμη και από έναν εν ενεργεία αρχηγό κράτους» (η Εθνική Εισαγγελία κατά της τρομοκρατίας είχε ζητήσει από το εφετείο την ακύρωση του εντάλματος σύλληψης, επικαλούμενη την ασυλία του αρχηγού κράτους, η οποία παραδοσιακά προστατεύει τους εν ενεργεία αρχηγούς κρατών από την ξένη δικαιοδοσία), εικάζεται ότι δεν θα αφήσει πολλά περιθώρια στο Ακυρωτικό Δικαστήριο να αποφασίσει (τον Μάρτιο 2025) υπέρ της ακύρωσης του εντάλματος σύλληψης του Άσαντ.14 Αν το ένταλμα επικυρωθεί, οι Γάλλοι δικαστές θα έχουν σταθεί στο ύψος που απαιτεί το κρίσιμο λειτούργημα της απονομής διεθνούς δικαιοσύνης, πολλώ δε μάλλον που η γαλλική κυβέρνηση κατάφερε στον διεθνή αυτό θεσμό ένα σοβαρό πλήγμα, αρνούμενη κατηγορηματικά, το Νοέμβριο 2924, κάθε προοπτική να εφαρμόσει στο εθνικό έδαφος το ένταλμα σύλληψης του Ισραηλινού πρωθυπουργού Νετανιάχου που εξέδωσε το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για τα εγκλήματα γενοκτονίας και κατά της ανθρωπότητας, τα οποία εικάζεται ότι αυτός έχει διαπράξει σε βάρος των Παλαιστινίων της Λωρίδας της Γάζας, επειδή θεώρησε ότι ο Νετανιάχου καλύπτεται, ως εν ενεργεία πρωθυπουργός, από διπλωματική ασυλία.

Απέναντι στην ακεραιότητα και την ανεξαρτησία που επιδεικνύουν οι Γάλλοι δικαστές όταν στοιχίζονται με την πολιτική εξουσία, η προεδρία του Μακρόν τείνει να αντιτάξει μια αμήχανη «φυγή προς τα εμπρός». Η δικαστής Magali Lafourcade, που είναι μέρος της ελίτ η οποία περιστοιχίζει τον Γάλλο πρόεδρο, με πρόσφατη αρθρογραφία της επιχειρεί να «αναθέσει» τη «μαχητική» στάση της δημοκρατίας απέναντι στους εχθρούς της, στους ίδιους τους πολίτες, καθιστώντας τους «αληθινούς πρωταγωνιστές του πολιτικού συστήματος».15 Οι αναφορές της Lafourcade ήταν ευθής στην εμπειρία αναζωογόνησης του δημοκρατικού πολιτεύματος που προώθησε ο Μακρόν μέσω του θεσμού των συνελεύσεων πολιτών (conventions citoyennes). Για συγκεκριμένα θέματα δημόσιας πολιτικής συγκροτήθηκαν, καθόλη τη διάρκεια της προεδρίας του, συνελεύσεις αποτελούμενες από ολιγάριθμο μεν, αλλά αντιπροσωπευτικό δείγμα πολιτών, οι οποίοι επιλέγονταν με κλήρωση και με τη βοήθεια αλγορίθμου, με αντικείμενο την επεξεργασία προτάσεων (στην οποία οι πολίτες επικουρούνταν από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες) που, στη συνέχεια, η κυβέρνηση διαβίβαζε στην Εθνοσυνέλευση για να καταστούν νόμος του κράτους.16 Για τη δικαστή Lafourcade, η νομοθετική κατοχύρωση της σύγκλισης συνελεύσεων πολιτών θα παράσχει μια νέα νομιμοποίηση στο δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης: η κοινωνιολογική αναντιστοιχία μεταξύ των βουλευτών και της υπόλοιπης κοινωνίας, η δύναμη των λόμπι και ο υποβιβασμός της Εθνοσυνέλευσης σε θάλαμο καταγραφής των επιθυμιών της κυβέρνησης, σημαίνουν ότι είναι αναγκαία η υπέρβαση της «εκλογικής δημοκρατίας».

Σε όλη τη διάρκεια της πολιτικής κρίσης που πρόκυψε από τις ευρωεκλογές του Ιουνίου 2024 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, πρόσθετες συνηγορίες υπέρ της νομοθετικής κατοχύρωσης του θεσμού των συνελεύσεων πολιτών κατατέθηκαν στο δημόσιο διάλογο, όμως η στάση απέναντί τους του προέδρου Μακρόν ήταν αντιφατική. Ο δεύτερος από τους πρωθυπουργούς που διόρισε κατά τη δεύτερη προεδρική θητεία του, ο Gabriel Attal, είχε φτάσει στο σημείο να εισηγηθεί την κατάρτιση, για το 2025, ενός «συμμετοχικού κρατικού προϋπολογισμού» (budget participatif), υπό την έννοια ότι θα δίνεται σε κάθε φορολογούμενο πολίτη η δυνατότητα να καθορίζει σε ποιες δημόσιες δαπάνες θα κατευθύνεται ένα συγκεκριμένο ποσοστό των αμέσων φόρων που καταβάλει. Από την άλλη όμως μεριά, το επίσημο κρατικό όργανο που είναι θεσμοθετημένο για να συντονίζει τις συγκροτήσεις συνελεύσεων πολιτών, η Εθνική Επιτροπή για τον Δημόσιο Διάλογο, πρόσφατα αποδυναμώθηκε, καθώς η κυβέρνηση Barnier αποφάσισε ότι ούτε συνελεύσεις πολιτών ούτε άλλες μορφές άμεσης συμμετοχής των πολιτών στη λήψη δημόσιων αποφάσεων θα είναι επιτρεπτή, όταν οι αποφάσεις αυτές αφορούν θέματα βιομηχανικών εγκαταστάσεων (παραγωγής ενέργειας ιδίως, είτε από εναλλακτικές πηγές, είτε πυρηνικής ενέργειας).

Από τη μεριά τους, οι συνταγματολόγοι διερευνούν και προτείνουν συντεταγμένες οδούς εξόδου από την πολιτική και θεσμική κρίση στην οποία έχει εμπλακεί η 5ηΓαλλική Δημοκρατία. Για τον πιο επικοινωνιακά προβεβλημένο από αυτούς, τον καθηγητή Dominique Rousseau, η διέξοδος θα πρέπει να συνίσταται σε μια δραστική αναθεώρηση του Συντάγματος του 1958, που να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την κατοχύρωση του θεσμού των συνελεύσεων πολιτών, αλλά και την επανίδρυση του Συνταγματικού Συμβουλίου ως «καθαρόαιμου» συνταγματικού δικαστηρίου, στο οποίο άμεσα οι πολίτες θα μπορούν να προσφεύγουν αμφισβητώντας της συνταγματικότητα ενός νόμου.17 Άλλος,18 πάλι, ισχυρίζεται ότι η διέξοδος από την κρίση θα επέλθει όταν όλοι οι πολιτειακοί παράγοντες της χώρας ασκήσουν με συνέπεια μόνο τις εξουσίες που το ισχύον Σύνταγμα τους έχει χορηγήσει: ο πρόεδρος να ασκεί τις αποκλειστικές εξουσίες που του αναγνωρίζονται στο πεδίο της εθνικής άμυνας και της εξωτερικής πολιτικής και να παύσει να «μάχεται» εναντίον των άκρων του πολιτικού φάσματος σαν κοινός «κομματάρχης», η δε κυβέρνηση και η Εθνοσυνέλευση «να καθορίζουν και να καθοδηγούν», όπως επί λέξει επιτάσσει το Σύνταγμα (άρθρο 20), την πολιτική στην καθημερινότητά της· ή, απλοϊκά ειπωμένο, ο πρόεδρος να ασχολείται με τη Γαλλία και η κυβέρνηση και η Εθνοσυνέλευση με τους Γάλλους!

Πάντως, μέχρι να δοθεί η δέουσα συντεταγμένη λύση στην πολιτική και θεσμική κρίση που καταπονεί σήμερα τη Γαλλία, οι δικαστές της είναι βέβαιο ότι θα «ασχολούνται» και με τη Γαλλία και με τους Γάλλους!

 

1 Steven Levitsky, Daniel Ziblatt, Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες, 2018, σελ. 44-45 επ.

2 Βλ. σχετικά Heinrich A. Winkler, Βαϊμάρη. Η ανάπηρη δημοκρατία 1918-1933, 2017, ιδ. σελ. 311 επ.

3 Πρόκειται για διάταξη που τροποποιεί τον εκλογικό νόμο (π.δ. 26/2012, Α΄57), ενταγμένη ως άρθρο 102 στον άσχετο με το θέμα ν. 5019/2023 (Α΄27), ο οποίος αφορά στην ενσωμάτωση στην έννομη τάξη ενωσιακής οδηγίας για την προστασία των καταναλωτών.

4 Πρβλ. την αρθρογραφία του Σωτήρη Βανδώρου, «Ανεκτική ή μαχόμενη δημοκρατία; Σχόλιο στην τροπολογία για το κόμμα Κασιδιάρη», The BooksJournal, 4.4.2023, https://booksjournal.gr/paremvaseis/4293-anektiki-i-maxomeni-dimokratia-sxolio-stin-tropologia-gia-to-komma-kasidiari.

5 Βλ. το νόμο σε https://www.legifrance.gouv.fr/jorf/id/JORFTEXT000043964778. Bλ. Επίσης την ανάλυση του Valentin Cazagne-Jammes, « Le Républicanisme militant, une certaine conception de la démocratie militante française », Revue des droits et des libertés fondamentaux, 2021 chron. n° 09, https://revuedlf.com/droit-constitutionnel/le-republicanisme-militant-une-certaine-conception-de-la-democratie-militante-francaise-reflexions-autour-du-projet-de-loi-confortant-le-respect-des-principes-republicains/.

6 Στην γαλλόφωνη, τουλάχιστον, εργογραφία, ο χαρακτηρισμός «κυβέρνηση των δικαστών» (gouvernement des juges) χρονολογείται προ εκατονταετίας: την επινόησε, το 1921, ο «πατέρας του συγκριτικού δικαίου» στη Γαλλία Edouard Lambert (1866-1947), για να αξιολογήσει τη μεγάλη επιρροή στην πολιτική ζωή των ΗΠΑ που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο, πολύ προτού, δηλαδή, να προσαποκτήσει ο χαρακτηρισμός αυτός πολιτική σημασία, όπως παρατηρεί ο δικαστής Vincent Sizaire (στο έργο του Gouverner les juges. Pour un pouvoir judiciaire pleinement démocratique, 2024), ως καταγγελία σφετερισμού της λαϊκής βούλησης.

7 Βλ. την αναλυτική αρθρογραφία της Camille Aynès στο https://blog.juspoliticum.com/ της 3.12.2024 (« Laffaire Marine Le Pen (1/2). Tenants et aboutissants de la peine complémentaire d’inéligibilité exécutoire par provision») και της 4.12.2024 (« ‘L’affaire Marine Le Pen’ (2/2). Les conséquences redoutables d’une hypothétique peine complémentaire d’inéligibilité exécutoire par provision»).

8 Camille Aynès, ό.π., 4.12.2024.

9 Μιχάλης Πικραμένος, Η λογοδοσία των δικαστών στη δημοκρατία. Δημόσια εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη, 2022, σελ. 35 επ.

10 Vincent Sizaire, « Le gouvernement des juges, mythes et réalités », Le Monde Diplomatique, décembre 2024, σελ. 3.

11 Αναφ. από τον Guillaume Boudon, « De Chatenet à de Gaulle : la perspective d’un contrôle a posteriori de constitutionnalité des lois », Revue française de droit constitutionnel, vol. 3, n°107, 2016, σελ. 27 επ.

12 Βλ. στην Le Monde, 3.10.2024.

13 Εκτενή αποσπάσματα της απόφασης είναι δημοσιευμένα στην Le Monde, 22.12.2024.

14 Βλ. σχετικά, αντί πολλών άλλων, τις συζητήσεις που διεξάγονται στο site της ΜΚΟ Open Society Justice Initiative, όπως επί παραδείγματι την ανάρτηση https://www.justiceinitiative.org/newsroom/french-court-of-appeal-validates-historic-arrest-warrant-for-syrian-president-bashar-al-assad-a-legal-milestone-and-important-victory-for-survivors.

15 Βλ. την αρθρογραφία της στην Le Monde της 18.6.2024 (“Deux dangers menacent notre consensus démocratique ; l’angélisme et le cynisme”) και της 28.11.2024 (“La force d’une démocratie se jauge à sa capacité à faire appliquer ses principes”). Η Magali Lafourcade είναι γενική γραμματέας της λίαν επιδραστικής στο γαλλικό πολιτικό σύστημα Εθνικής Επιτροπής των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς και πρόεδρος της Επιτροπή ηθικής και δεοντολογίας της Le Monde.

16 Οι τρεις conventions citoyennes που σχηματίστηκαν αφορούσαν τα μέτρα αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, τη νομική κατοχύρωση του υποβοηθούμενου τερματισμού της ζωής και τα ζητήματα ηθικής που προκάλεσε ο υποχρεωτικός εμβολιασμός αντί-Covid.

17 Πηγή των προτάσεων που δημοσίευε στον ημερήσιο Τύπο ο καθηγητής Rousseau τον τελευταίο χρόνο, ήταν το πόνημά του, του 2022, Six thèses pour la démocratie continue.

18 Ο ιστορικός του συνταγματικού δικαίου Jean Carrigues, στην Le Monde, 25.12.2024.

H επιρροή της ΕΣΔΑ στο Δημόσιο Δίκαιο*

Προκόπιος Παυλόπουλος, τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός, Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ

Με αισθήματα ιδιαίτερης τιμής αποδέχθηκα την ευγενική πρόταση του συναδέλφου Καθηγητή κ. Λίνου-Αλεξάνδρου Σισιλιάνου να προεδρεύσω, κατά βάση συνοψίζοντας, την ενότητα αυτή του επιστημονικώς εξαιρετικά «πολυπρισματικού» Συνεδρίου του «Ιδρύματος Μαραγκοπούλου». Συνεδρίου, το οποίο έχει ως κεντρικό θέμα «50 χρόνια ΕΣΔΑ: Αλληλεπιδράσεις με τους επιμέρους κλάδους του Δικαίου».

Εισαγωγικώς ας μου επιτραπεί να εκθέσω, περιληπτικώς βεβαίως, τα εξής:

Ι. Η κανονιστική «καθολικότητα» της ΕΣΔΑ
Κατ’ αρχάς αποτελεί, από επιστημονική έποψη, γεγονός αναμφισβήτητο -ως γενικώς πλέον αποδεκτό- ότι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), υπό την δικονομικώς, και όχι μόνο, διαρκή και πολλαπλώς συνεκτική εγγυητική παρέμβαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), συνιστά κανονιστικώς την οιονεί αυθεντική «κοιτίδα» και το αντίστοιχο οιονεί «αρχετυπικό» «λίκνο» των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στον ευρύτερο χώρο του Διεθνούς Δικαίου. Και τούτο, διότι παρά το ότι η ρυθμιστική εμβέλεια της ΕΣΔΑ καλύπτει μόνο τις Έννομες Τάξεις των Κρατών-Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης που οργανώνονται σύμφωνα με τις κύριες αρχές της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, καθολική είναι, από πλευράς Νομικής Επιστήμης, η παραδοχή πως η ΕΣΔΑ συνθέτει το πιο «στιβαρό» κανονιστικώς σύμπλεγμα κανόνων δικαίου σε όλο το φάσμα της Διεθνούς Έννομης Τάξης, υπό την καταλυτική εν προκειμένω συνδρομή της δικαιϊκής «αιγίδας» του ΕΔΔΑ, ως εξίσου «στιβαρού» κανονιστικώς κυρωτικού μηχανισμού ως προς την αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων δικαίου της ΕΣΔΑ στην πράξη.

ΙΙ. ΕΣΔΑ και Δημόσιο Δίκαιο
Όπως είναι ευνόητο, ακριβώς λόγω της ρυθμιστικής ιδιοσυστασίας των κανόνων δικαίου της ΕΣΔΑ που προεχόντως οργανώνουν το κανονιστικό πλαίσιο προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η επίδρασή της γίνεται κατ’ αρχήν «αισθητή» στο επίπεδο του Δημόσιου Δικαίου των Έννομων Τάξεων των Κρατών-Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Και δη του συνόλου του Δημόσιου Δικαίου. Πολλώ μάλλον όταν ναι μεν το Συνταγματικό Δίκαιο -μ’ επικεφαλής το κατά περίπτωση Εθνικό Σύνταγμα- είναι εκείνο, το οποίο εντός των ως άνω Έννομων Τάξεων καθορίζει τις γενικές γραμμές ρύθμισης των κανονιστικών «συντεταγμένων» της ακώλυτης άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Όμως, και από την άλλη πλευρά, όσο και αν πρωτίστως για ερευνητικούς και διδακτικούς σκοπούς το Δημόσιο Δίκαιο υποδιαιρείται σ’ επιμέρους κλάδους, κατ’ ουσία -και συγκεκριμένα σύμφωνα με την εγγενή δικαιϊκή του υπόσταση- το Δημόσιο Δίκαιο εμφανίζει μιαν ιδιάζουσα «άρρηκτη» ενότητα. Κάτι το οποίο άλλωστε καθίσταται σαφώς προφανές κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των εν γένει κανόνων δικαίου που θεσπίζουν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, τις lato sensu εγγυήσεις της προμνημονευόμενης ακώλυτης άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

ΙΙΙ. ΕΣΔΑ και Έννομη Τάξη
Όμως η ίδια, κατά τα προεκτεθέντα, ρυθμιστική ιδιοσυστασία των κανόνων δικαίου της ΕΣΔΑ περί των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καταδεικνύει, και μάλιστα ευθύς αφότου άρχισε η εφαρμογή τους, μ’ ενάργεια ότι η κανονιστική επίδρασή τους εκτείνεται όχι μόνο στο ευρύτερο πεδίο του Δημόσιου Δικαίου των Έννομων Τάξεων των Κρατών-Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης αλλά και στο σύνολο των κανόνων δικαίου του lato sensu Ιδιωτικού Δικαίου αυτών των Έννομων Τάξεων. Τούτο συνάγεται, προδήλως, εκ του ότι πέραν εκείνης του Δημόσιου Δικαίου αναλόγως «άρρηκτη» είναι και η ενότητα της κάθε Έννομης Τάξης εν συνόλω -άρα και αυτής των Κρατών-Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης- λαμβανομένης υπόψη της εκ της ίδιας της κανονιστικής τους υφής και εφαρμοστικής λειτουργίας τους διαρκούς και άκρως συμπληρωματικής μεταξύ τους αλληλεπίδρασης των κάθε είδους κανόνων της κατά την ερμηνεία τους, κατά κύριο δε λόγο την συστηματική, και κατά την επέκεινα εφαρμογή τους στην πράξη. Πραγματικά, και καθ’ ό μέτρο οι περί των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κανόνες δικαίου της ΕΣΔΑ κατά τον ίδιο τον κανονιστικό τους προορισμό «διεισδύουν» ρυθμιστικώς σε όλο το φάσμα των σχέσεων μεταξύ των μελών του οικείου κοινωνικού συνόλου, αντιστοίχως και αναλόγως ασκούν, αμέσως ή εμμέσως, καθοριστική επιρροή και σε όλο το φάσμα των κρίσιμων έννομων σχέσεων που υπόκεινται στους κανόνες δικαίου των επιμέρους Έννομων Τάξεων των Κρατών-Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Και δη ανεξάρτητα από το σε ποιον κλάδο ανήκουν συστηματικώς οι κατά τα ως άνω κανόνες δικαίου, π.χ. του Δημόσιου Δικαίου -συμπεριλαμβανομένου, κατά την ορθότερη επιστημονική άποψη, του Ποινικού Δικαίου, ουσιαστικού και δικονομικού- ή του Ιδιωτικού Δικαίου, και πάλι ουσιαστικού αλλά και δικονομικού. Υπ’ αυτό το πρίσμα νομικής ανάλυσης ουδόλως απέχει από την κανονιστική πεμπτουσία του κανόνα δικαίου, υπό την γενική θεσμική του θεώρηση, η προσέγγιση εκείνη η οποία καταλήγει στο συμπέρασμα πως, κατ’ αποτέλεσμα, δημιουργείται μια πραγματική δικαιϊκή «όσμωση» μεταξύ του in globo κανονιστικού περιεχομένου της ΕΣΔΑ από την μία πλευρά και των Έννομων Τάξεων των Κρατών-Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης από την άλλη.

ΙV. ΕΣΔΑ και Σύνταγμα
Η ανάλυση που προηγήθηκε παρέχει, οπωσδήποτε κατά την γνώμη μου, και μιαν επαρκώς ασφαλή νομική οδό για την επεξήγηση της αναγκαίας «αρμονικής» κανονιστικής συνύπαρξης κατά την ταυτόχρονη εφαρμογή των κανόνων δικαίου της ΕΣΔΑ και των κανόνων δικαίου που εμπεριέχονται στο υπέρτερης τυπικής ισχύος Σύνταγμα κάθε Κράτους-Μέλους του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αναφέρομαι εδώ στο συγκεκριμένο αυτό ειδικό ζήτημα των κανονιστικών σχέσεων μεταξύ ΕΣΔΑ και Συντάγματος, δοθέντος ότι ουδείς μπορεί ν’ αμφισβητήσει νομικώς ότι οι κανόνες δικαίου της ΕΣΔΑ υπερέχουν, κατ’ αρχήν, τυπικώς εκείνων των κανόνων δικαίου των Έννομων Τάξεων των Κρατών-Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης οι οποίοι έχουν οιονεί «υποσυνταγματική» ισχύ. Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί, και πάλι από νομική σκοπιά, να γίνει a priori δεκτό και σε ό,τι αφορά την σχέση των κανόνων δικαίου της ΕΣΔΑ με τους κανόνες δικαίου ενός εκάστου των Συνταγμάτων των Κρατών-Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, ιδίως δε εκείνων των Κρατών-Μελών τα οποία είναι και μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τούτο οφείλεται στο ότι, καθ’ ό μέτρο οι κανόνες δικαίου της ΕΣΔΑ είναι και μέρος των κανόνων του εν γένει Διεθνούς Δικαίου, από νομική επιστημονική έποψη και άποψη δεν μπορεί να γίνει κανονιστικώς δεκτό πως οι κανόνες δικαίου τους οποίους θεσπίζει η ΕΣΔΑ υπέρκεινται, άνευ άλλου τινός, τυπικώς των κανόνων δικαίου των επιμέρους Συνταγμάτων των Κρατών-Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης καθώς και των κανόνων δικαίου του Ευρωπαϊκού Δικαίου, πρωτογενούς και παραγώγου -άρα και του εν γένει Ευρωπαϊκού Κεκτημένου- προκειμένου περί των Κρατών-Μελών του που είναι και μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, και μένοντας εδώ μόνο στο θέμα του Συντάγματος, πρέπει να γίνει δεκτό και ότι το ζήτημα μιας ενδεχόμενης «σύγκρουσης» των κανόνων δικαίου της ΕΣΔΑ με τους κανόνες δικαίου των επιμέρους Συνταγμάτων των Κρατών-Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης δεν είναι νομικώς εφικτό να επιλυθεί αποκλειστικώς δια της οδού μιας μορφής κανονιστικής ιεράρχησης μεταξύ τους. Ιδίως δε αν αναλογισθούμε ότι η αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων δικαίου της ΕΣΔΑ μπορεί να διασφαλισθεί μόνο διά της «αρμονικής» ρυθμιστικής συνύπαρξης, κατά την in concreto εφαρμογής τους, μ’ εκείνους των κατά τα προεκτεθέντα Συνταγμάτων. Αυτή η «αποστολή» της διασφάλισης μιας τέτοιας «αρμονικής» ρυθμιστικής συνύπαρξης βαρύνει πολύ περισσότερο από την μια πλευρά το ΕΔΔΑ και, από την άλλη, τ’ αρμόδια Δικαστήρια -και πρωτίστως τ’ Ανώτατα- των Κρατών-Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Και τούτο μπορεί και πρέπει να επισυμβαίνει, με συνέπεια και διάρκεια, από την μεν πλευρά του ΕΔΔΑ δια της όσο το δυνατόν περισσότερο σύμφωνης ερμηνείας των κανόνων δικαίου της ΕΣΔΑ με τους κάθε φορά εφαρμοστέους κανόνες δικαίου του Συντάγματος του κάθε Κράτους-Μέλους του Συμβουλίου της Ευρώπης- ιδίως αν πρόκειται για Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης- κατ’ εξοχήν αν και εφόσον οι τελευταίοι αυτοί κανόνες θεσπίζουν in concreto ένα κανονιστικώς πιο ευνοϊκό, ως επαρκέστερο εγγυητικώς, καθεστώς ακώλυτης άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Από δε την πλευρά των εχόντων κάθε φορά δικαιοδοσία δικαστικών οργάνων του κάθε Κράτους-Μέλους του Συμβουλίου της Ευρώπης, δια της όσο το δυνατόν περισσότερο σύμφωνης ερμηνείας των κανόνων δικαίου του Συντάγματός του με τους αντιστοίχως εφαρμοστέους κανόνες δικαίου της ΕΣΔΑ, βεβαίως αν και εφόσον οι τελευταίοι θεσπίζουν in concreto ένα κανονιστικώς ίσο, πολύ δε περισσότερο ένα πιο ευνοϊκό ως επαρκέστερο εγγυητικώς, καθεστώς ακώλυτης άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Σημειωτέον, ότι η ίδια αυτή ερμηνευτική προσέγγιση είναι η ενδεδειγμένη και όταν πρόκειται για την άσκηση ανάλογης δικαιοδοσίας εκ μέρους των αρμόδιων κατά περίπτωση δικαιοδοτικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι φανερό ότι η προεκτεθείσα ερμηνευτική μέθοδος εμφανίζει και το πρόσθετο πλεονέκτημα, σύμφωνα με το οποίο έτσι ευνοείται, τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό, και ο κατά το δυνατόν πλήρης «σεβασμός» κρίσιμων αποφάσεων του ΕΔΔΑ από τα εκάστοτε αρμόδια όργανα, και προεχόντως τα δικαιοδοτικά, των Κρατών-Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, όταν σήμερα, δυστυχώς, οι αντίθετες τάσεις πολλαπλασιάζονται ανησυχητικώς, ακολουθώντας μάλιστα σχεδόν γεωμετρική πρόοδο.

Καταληκτικώς, ας μου επιτραπεί επιπροσθέτως να τονίσω ότι κάθε άλλη ερμηνευτική επιλογή για την οριοθέτηση των αντίστοιχων πεδίων εφαρμογής των κανόνων δικαίου της ΕΣΔΑ και των κανόνων δικαίου των Έννομων Τάξεων των Κρατών-Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης όχι μόνο δεν είναι σε θέση ν’ αποτρέψει ενδεχόμενες δυσλειτουργίες ή και «συγκρούσεις» μεταξύ τους. Αλλά, όλως αντιθέτως, θα οδηγήσει, και δη οιονεί νομοτελειακώς, σε κανονιστικές εντάσεις -και, εν τέλει, σε πραγματικά κανονιστικά «αδιέξοδα»- οι οποίες σίγουρα θα πλήξουν καιρίως τον ίδιο τον «πυρήνα» της ρυθμιστικής εμβέλειας των κανόνων δικαίου της ΕΣΔΑ. Εν τέλει δε την ίδια την ενότητα του Συμβουλίου της Ευρώπης οδηγώντας την, μοιραίως, σε καταστάσεις λανθάνουσας ή και εμφανούς περαιτέρω αποδυνάμωσής της. Και η προοπτική αυτή είναι τόσο περισσότερο επικίνδυνη έως σχεδόν «ζοφερή», όσο αφενός η ακώλυτη άσκηση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αλλοιώνεται, καταδήλως, και στην «Γηραιά Ήπειρό» μας υπό τα «καυδιανά δίκρανα» και πάνω στην «προκρούστεια κλίνη» των αυθαιρεσιών καθεστώτων τα οποία ρέπουν, πολλές φορές δίχως κανένα πρόσχημα, προς την αυθαιρεσία και την έμπρακτη αμφισβήτηση της πεμπτουσίας σημαντικών πτυχών της Δημοκρατικής Αρχής και, κατ’ αποτέλεσμα, της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας εν γένει. Και, αφετέρου και συνακόλουθα, μια τέτοια δυσοίωνη προοπτική τείνει, δίχως αμφιβολία αλλά και δίχως βάσιμες ελπίδες «επιστροφής», προς την κανονιστική απαξίωση της ΕΣΔΑ ως εμβληματικού διεθνώς «προτύπου» υπεράσπισης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Και τούτο, σε μιαν εποχή όπου η αξία του Ανθρώπου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του «συνθλίβονται» πια υπό το «κυκλώπειο» βάρος της ουσιαστικώς αχαλίνωτης «επικυριαρχίας» του «οικονομικού» επί του «θεσμικού».


*
Παρέμβαση, υπό την ιδιότητα του προεδρεύοντος, στο Συνέδριο του Ιδρύματος Μαραγκοπούλου της 13ης Δεκεμβρίου 2024.

 

Τα ελληνικά κόμματα στη Μεταπολίτευση. Κοινωνική προσέγγιση και θεσμικές αναζητήσεις

Κριτσίκης Αλέξανδρος, Δικηγόρος, ΔΝ, ΜΕ Πάντειο Πανεπιστήμιο

Πλησιάζουμε στη συμπλήρωση 50 χρόνων από τη Μεταπολίτευση του 1974 και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στον τόπο μας. Η “βελούδινη” μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία σήμανε για την Ελλάδα το πέρασμα στη θεσμική νεωτερικότητα, καθώς για πρώτη φορά από την εποχή του Μεσοπολέμου κανένα παρασύνταγμα δεν εμπόδιζε νομικά τις προσπάθειες για την πραγμάτωση της1. Η Γ Ελληνική Δημοκρατία, που εγκαινιάστηκε το 1974, είναι η περίοδος της συμμετοχικής κομματικής δημοκρατίας, όπου οι μάζες (ιδίως στα πρώτα χρόνια αυτής) εισβάλλουν στα πολιτικά κόμματα, τα συγκροτούν και αυτά αναδεικνύονται στη συνέχεια στον κυριότερο μηχανισμό οργάνωσης της πολιτικής αντιπροσώπευσης2. Τα πολιτικά κόμματα της Μεταπολίτευσης φέρουν στοιχεία από όλους τους οργανωτικούς τύπους, που περιγράφονται στη θεωρία των πολιτικών κομμάτων (όπως κόμμα στελεχών, κόμμα μαζών, πολυσυλλεκτικό κόμμα, κόμμα του καρτέλ) και συνιστούν ιδιότυπα «κομματικά υβρίδια»3. Η ιστορία λοιπόν της ελληνικής πολιτικής ζωής στις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες είναι η ιστορία του κομματικού συστήματος και των πολιτικών κομμάτων σε ό,τι αφορά τις ιδεολογικές και οργανωτικές τους επιλογές και τις πολιτικές που τελικά υλοποίησαν4. Ο δε κομματικός χάρτης, που διαμορφώθηκε κατά τη Μεταπολίτευση του 1974, άρχισε να αποκτά παγιότερο χαρακτήρα, ιδίως μετά το 1977, με την αναπαραγωγή της γνώριμης, ήδη από την εποχή του μεσοπολέμου τριχοτόμησης μεταξύ των κομμάτων της Δεξιάς, του Κέντρου και της Αριστεράς5.

Ωστόσο σήμερα, όπως προκύπτει από όλες τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, ο τρόπος λειτουργίας των κομμάτων προβληματίζει την ελληνική κοινωνία με αποτέλεσμα τα κόμματα να απαξιώνονται ως θεσμός και οι πολίτες να τους γυρίζουν την πλάτη. Είναι γνωστό, πως η χώρα μας τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή της ιστορίας της βιώνοντας μια πρωτοφανή και πρωτόγνωρη κρίση από τη σύσταση του ελληνικού κράτους. Η απώλεια της πιστοληπτικής ικανότητας του ελληνικού δημοσίου στις διεθνείς κεφαλαιαγορές την άνοιξη του 2010 και η θέση της χώρας υπό καθεστώς ξένης κηδεμονίας μέσω των «μνημονίων» και του μηχανισμού «στήριξης»6, αποτελούν μόνο το ορατό δια γυμνού οφθαλμού μέρος της κρίσης. Εκείνο όμως που υποκρύπτεται πίσω από αυτήν την κρίση είναι η χρεοκοπία του πολιτικού συστήματος της μεταπολίτευσης του 1974. Η περίπου πενηντάχρονη ελληνική δημοκρατία εμφανίζει ανησυχητικά σημεία κόπωσης αν όχι και πρόωρης γήρανσης7. Κάτω από μια λεπτή συνταγματική επίστρωση κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μετά βίας κρύβονται (ενν. στα πολιτικά κόμματα) πραγματικές δομές φεουδαρχικού ή και απολυταρχικού χαρακτήρα8. Ενδεικτικά μπορεί να επισημάνει κανείς το ογκώδες έλλειμμα εσωκομματικής δημοκρατίας, την ολοένα επιδεινούμενη αποδυνάμωση των κομμάτων, ιδίως των κομμάτων «εξουσίας», την εμφάνιση ακροδεξιών ακόμη και ναζιστικών δυστυχώς μορφωμάτων, την κυριαρχία των πελατειακών σχέσεων, την απουσία πρακτικού ελέγχου των χρηματικών ροών προς τα κόμματα και τους πολιτικούς9, την ουσιαστική ποινική ασυδοσία των τελευταίων10, καθώς και την ισχυρή παρουσία πολιτικών δυναστειών σε όλα σχεδόν τα επίπεδα και κατεξοχήν στα κόμματα εξουσίας11. Πλέον, η ανάταξη της εθνικής οικονομίας και η ανάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας είναι εφικτή μόνο εφόσον αφυπνισθεί η ελληνική κοινωνία και μόνο αν επιτευχτεί μια ανανέωση σε βάθος του πολιτικού σκηνικού, ώστε να επιτευχθεί ένας πραγματικός εκδημοκρατισμός της χώρας, πολύ βαθύτερος από την μεταπολίτευση του 197412.

Είναι πλέον κοινά αποδεκτό, πως τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, ήταν ως επί το πλείστον αρχηγικά κόμματα. Διευθύνονταν δε με τρόπο περίπου δεσποτικό από το χαρισματικό ιδρυτή και αρχηγό τους, ενώ συχνά μετά την αποχώρηση αυτού δύσκολα επιβίωναν ή παρουσίαζαν μια μορφή κρίσης, εκτός εάν κατάφερναν να αλλάξουν έγκαιρα τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας τους13. Είναι χαρακτηριστική άλλωστε η φράση του πρώην προέδρου της Νέας Δημοκρατίας Ε. Αβέρωφ14 το 1981 «όποιος φεύγει από το μαντρί τον τρώει ο λύκος», που αποδεικνύει ξεκάθαρα πως τα ελληνικά κόμματα και κυρίως τα κόμματα εξουσίας ήταν ως επί το πλείστον συγκεντρωτικά και αρχηγικά. Ενδεικτικά ακόμη αναφέρω τις εσωκομματικές εκκαθαρίσεις του 74-75 στο ΠΑΣΟΚ υπό την ηγεσία του Α. Παπανδρέου, οι οποίες αποδεικνύουν την αρχηγική δομή του κόμματος, που στην πραγματικότητα υπήρχε από την εποχή εμφάνισης του ΠΑΚ15.

Γενικότερα στην Μεταπολίτευση είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων σχεδόν των κομμάτων, ότι ο Πρόεδρος δεν υπόκειται στον έλεγχο κανενός οργάνου, έχει τον τελευταίο λόγο για την ανάδειξη των κομματικών υποψηφίων, μπορεί να παρακάμπτει τα συλλογικά όργανα του κόμματος –κεντρικά και αποκεντρωμένα- και να αποφασίζει για την πολιτική κατεύθυνση του κόμματος με έναν στενό κύκλο συνεργατών του. Η συγκρότηση ενός παντοδύναμου πρωθυπουργικού γραφείου, το οποίο κατά τα αμερικάνικα πρότυπα υποκαθιστά σε πολλές περιπτώσεις τη δράση ακόμη και ορισμένων υπουργών ξεκινά από την αντίληψη αυτονομίας της κομματικής ηγεσίας, η οποία υποκαθιστά τις λειτουργίες των υπολοίπων κομματικών οργάνων16. Κατά τον καθηγητή Ν. Αλιβιζάτο το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος της χώρας μας, έτσι όπως λειτούργησε από το 1974 ως το 2012, ήταν ο ακραίος πρωθυπουργοκεντρικός χαρακτήρας σε συνδυασμό με την έλλειψη θεσμικών αντίβαρων, δηλαδή εκείνων των θεσμών, που θα ανάγκαζαν την εκάστοτε κυβέρνηση αφενός να διαβουλεύεται προτού αποφασίσει, αφετέρου να λογοδοτεί για τις πράξεις της. Όσο για την κατάργηση των υπερεξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας το 1986, κατά τον ίδιο πάλι καθηγητή, στην πράξη ωφέλησε τον εκάστοτε Πρωθυπουργό17.

Η Γ Ελληνική Δημοκρατία είναι κομματική δημοκρατία, διότι τα κόμματα απέτρεψαν άλλες μορφές κοινωνικής εκπροσώπησης και επιτέλεσαν την καθοριστική λειτουργία κοινωνικής ενσωμάτωσης18. Tα μετεμφυλιακά κόμματα στη Μεταπολίτευση χαρακτηρίζονταν από προσωποπαγείς δομές, ατροφία συλλογικών διαδικασιών, ακόμη και στο επίπεδο κοινοβουλευτικών ομάδων, πελατειακού τύπου συνδέσεις με την κοινωνία και ιδεολογική ρευστότητα19. Είναι πλέον κοινά αποδεκτό, πως η κρίση αντιπροσώπευσης και νομιμοποίησης των πολιτικών κομμάτων, η αδυναμία παραγωγής από την πλευρά τους πρωτότυπου προγραμματικού λόγου, η ιδεολογική σύγχυση, αποτελούν ορισμένες μόνο όψεις της κρίσης των πολιτικών κομμάτων, των οποίων η μορφή και η λειτουργία προσαρμόστηκε από τον τύπο κομμάτων μαζικής ενσωμάτωσης στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, στα πολυσυλλεκτικά στις μέρες μας κόμματα.

Όμως αυτός ο μεταπολιτευτικός κύκλος κλείνει σήμερα και μαζί του κατακρημνίζονται τα όνειρα ενός λαού, που πίστεψε και πάλεψε σκληρά για την αλλαγή στο τόπο μας. Το μοναδικό αίτημα που τίθεται πλέον από τους πολίτες όσον αφορά την ύπαρξη και τη λειτουργία των κομμάτων είναι: “Όλα από την αρχή”. Ο λαός πλέον ζητά ένα νέο πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό ξεκίνημα20. Το μέλλον των κομμάτων βρίσκεται στο γνωστικό άνοιγμά τους απέναντι στην πληροφορία και στην κοινωνία της γνώσης21. Το ζητούμενο είναι να τερματιστεί η αναπαραγωγή μιας ημίκλειστης τάξης επαγγελματικών της πολιτικής και να διαχωριστεί η δημόσια – πολιτική από την ιδιωτική – οικονομική εξουσία. Το ζητούμενο ακόμη είναι να πραγματοποιηθεί η μετάβαση από ένα πολιτικό σύστημα επιφανειακά μόνο δημοκρατικό, όπως αυτό τελικά εγκαθιδρύθηκε στη χώρα μας μετά τη μεταπολίτευση του 1974, σε ένα νέο και περισσότερο δημοκρατικό και αντιπροσωπευτικό μοντέλο λειτουργίας του κράτους και κυρίως των κομμάτων22. Ήδη στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις τα κόμματα εξουσίας καταμέτρησαν σημαντικές απώλειες και πιθανώς να συνεχίσουν να προσμετρούν ακόμη βαρύτερες στο μέλλον. Δεν ξέρουμε, ούτε μπορούμε να προδικάσουμε τη στάση του εκλογικού σώματος, ενώ το μέγα ζητούμενο για τις επικείμενες εκλογές είναι η κατάκτηση της «πολυπόθητης» αυτοδυναμίας.

1 Βλ. Αλιβιζάτος Ν., “Ποια δημοκρατία για την Ελλάδα μετά την κρίση;”, Εξάντας, 2013, σελ. 70.

2 Βλ. Βερναδάκης Χ, “Πολιτικά κόμματα, εκλογές και κομματικό σύστημα, Οι μετασχηματισμοί της πολιτικής αντιπροσώπευσης 1990-2010″.Εκδόσεις Σάκκουλα, 2011, Πρόλογος.

3 Βλ. Ελευθερίου Κ.-Τάσσης Χ, ΠΑΣΟΚ-Η άνοδος και η πτώση(;) ενός ηγεμονικού κόμματος, εκδ. Σαββάλας, 2013, σελ. 37

4 Βλ. Ελευθερίου Κ-Τάσσης Χ, ΠΑΣΟΚ-Η άνοδος και η πτώση(;) ενός ηγεμονικού κόμματος, ο.π, σελ. 32.

5 Βλ.Παπαδημητρίου Γ, Δίκαιο των Πολιτικών Κομμάτων, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1994, σελ. 21.

6 Βλ. άρθρα: ΓΕΡΟΝΤΑ Α, Το μνημόνιο και η δικαιοπαραγωγική διαδικασία, Εφημερίδα διοικητικού δικαίου 5/2010, σ. 705 επ., Π. ΓΚΛΑΒΙΝΗ, Το Μνημόνιο της Ελλάδας, Αθήνα – Θεσ/νίκη 2010, ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΥ Γ, Memoranda sunt Servanda?, Εφημερίδα διοικητικού δικαίου 2/2010, σ. 151 επ., ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΥ Κ, Η χαμένη τιμή της Ελληνικής Δημοκρατίας, ΝοΒ 2010, σ. 1353 επ.

7 Βλ. Χρυσόγονο Κ, Η Ιδιωτική Δημοκρατία, Από τις πολιτικές δυναστείες στην κλεπτοκρατία, Εκδόσεις Επίκεντρο, 2009 σελ 9.

8 Βλ Χρυσόγονο Κ, “Σχεδίασμα Εκδημοκρατισμού. Δώδεκα σκέψεις για μια άλλη αναθεώρηση, 22.5.2011, διαθέσιμο στο www.constitutionalism.gr

9 Βλ.Σημίτη Κ, Η ιδιωτική χρηματοδότηση των κομμάτων, Κοινοβουλευτική Επιθεώρηση, τεύχ. 15-16 (1993), σ. 7 επ., Δ. ΤΣΑΤΣΟΥ, Εσωκομματική δημοκρατία, Αθήνα 2008, σ. 134 επ., ΧΡΥΣΟΓΟΝΟ Κ, Η ιδιωτική δημοκρατία, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 186 επ., 205 επ.

10 Βλ. ο.π άρθρο Χρυσόγονου Κ, Σχεδίασμα Εκδημοκρατισμού. που παραπέμπει ως προς τη (μη) ευθύνη των υπουργών στους: Χρυσόγονου Κ, Η έκπτωση της υπουργικής ευθύνης, Εφημερίδα διοικητικού δικαίου 4/2009, σ. 442 επ. και Μαντζούφα Π, Η σχέση πολιτικής και ποινικής ευθύνης των μελών της κυβέρνησης, Εφημερίδα διοικητικού δικαίου 4/2009, σ. 452 επ., αμφότερους με περαιτέρω ενδείξεις από την πλούσια παλιότερη βιβλιογραφία επί του ίδιου θέματος, και ως προς τη βουλευτική ασυλία Μπέη Κ., Η βουλευτική ασυλία υπό το φως της νομολογίας του ΕΔΔΑ, Δίκη 2006, σ. 40 επ., Γεραπετρίτη Γ., Παρατηρήσεις στην απόφαση Τσαλκιτζής κατά Ελλάδος, Ποιν. Χρον. 2007, σ. 279 επ..

11 Βλ. Χρυσόγονο Κ, “Η Ιδιωτική Δημοκρατία, Από τις πολιτικές δυναστείες στην κλεπτοκρατία”, Εκδόσεις Επίκεντρο, 2009

12 Βλ. Χρυσόγονο Κ, “Σχεδίασμα Εκδημοκρατισμού. Δώδεκα σκέψεις για μια άλλη αναθεώρηση,” ο.π

13 Βλ. Μακρυδημήτρη Α “Τα δικαιώματα ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα στο Σύνταγμα, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του ανθρώπου και την κοινή νομοθεσία” ο.π σελ. 68.

14 Βλ. www.attikipress.gr

15 Βλ σύγγραμμα Χαραλάμπη Δ «Πελατειακές σχέσεις και λαϊκισμός, η εξωθεσμική συναίνεση στο ελληνικό πολιτικό σύστημα», εκδ. Εξάντας, 1989, σελ. 309.

16 Βλ. Ελευθερίου Κ-Τάσση Χ, ΠΑΣΟΚ Η άνοδος και η πτώση (;) ενός ηγεμονικού κόμματος, εκδόσεις Σαββάλα, 2013, σελ. 170.

17 Βλ. Αλιβιζάτος Ν, Ποια δημοκρατία για την Ελλάδα μετά την κρίση, εκδόσεις Πόλις, 2013, σελ. 75.

18 Βλ. Χαραλάμπη Δ “Πελατειακές σχέσεις και λαϊκισμός, η εξωθεσμική συναίνεση στο ελληνικό πολιτικό σύστημα.” ο.π σελ. 323.

19 Βλ. Ελευθερίου Κ-Τάσση Χ, ΠΑΣΟΚ, Η άνοδος και η πτώση(;) ενός ηγεμονικού κόμματος, ο.π, σελ. 33.

20 Βλ. Οικονόμου Β (βουλευτής), “Δημοψήφισμα για νέο Σύνταγμα, Συντακτική εξουσία από το λαό για το λαό”, άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ, Σεπτέμβρης 2013.

21 Βλ. ενδεικτικά Τσίρο Ν, “Για την κοινωνιολογία των πολιτικών κομμάτων στην ύστερη νεωτερικότητα“. τεύχος 100, περίοδος Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2007, άρθρο διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.constitutionalism.gr

22 Βλ. ενδεικτικά Κώστα Χρυσόγονου, “Σχεδίασμα Εκδημοκρατισμού. Δώδεκα σκέψεις για μια άλλη αναθεώρηση, άρθρο διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.constitutionalism.gr

Η στρατιωτική πειθαρχία στην ελληνική έννομη τάξη

Μιχαήλ Κυριακάκης, Στρατιωτικός Νομικός Σύμβουλος, Μέλος Στρατιωτικού Διδακτικού Προσωπικού Σχολής Ικάρων

1. Εισαγωγή
Η πειθαρχία χαρακτηρίζεται και από τα τρία κομβικά θεσμικά κείμενα του Στρατού Ξηράς, του Πολεμικού Ναυτικού και της Πολεμικής Αεροπορίας ως η βασικότερη στρατιωτική αρετή, η οποία επιτυγχάνει την ενότητα και την αποτελεσματικότητα των Ενόπλων Δυνάμεων. [1] Ο στόχος ενός πολέμου είναι η με τη χρήση ένοπλης βίας κάμψη της αντίστασης του αντιπάλου και η υποταγή της βούλησής του στη βούληση του νικητή. [2] Έτσι, ο στρατιωτικός, ανεξάρτητα από το βαθμό και τη θέση του, για να καταστεί μέλος του νικηφόρου στρατεύματος, οφείλει να πειθαρχήσει κάμπτοντας την προσωπική του άποψη και υποτάσσοντας την ατομική του θέληση και δραστηριότητα στις εντολές και οδηγίες, «τις οποίες μία θέληση που ευρίσκεται πιο πάνω από τα άτομα, καθορίζει σαν υποχρεωτικούς κανόνες συμπεριφοράς και δράσεως». [3]
Η ενσυνείδητη πειθαρχία, που βασίζεται στη βαθιά αίσθηση προσωπικής τιμής και αξιοπρέπειας, στη συνείδηση της ευθύνης και της ηθικής υποχρέωσης για την επίτευξη του κοινού στόχου και την εκπλήρωση του συλλογικού έργου, μέσω της ανάπτυξης σχέσεων σεβασμού και εμπιστοσύνης μεταξύ του κατώτερου και του ανώτερου ιεραρχικά, αν και κρίνεται προτιμητέα από το άρ. 2 του Κανονισμού Πολεμικής Αεροπορίας, δεν φαίνεται να είναι αρκετή. Προκειμένου το διακηρυκτικό και πανηγυρικό περιεχόμενο των περί πειθαρχίας διατάξεων των θεμελιωδών νομοθετημάτων και των τριών Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων να εφαρμοστεί στην πράξη, κρίθηκε εξ αρχής [4] απαραίτητη η θέσπιση πειθαρχικών ποινών για τη συμμόρφωση των παραβατών.
Οι υπηρετούντες στις Ένοπλες Δυνάμεις έχουν ενταχθεί σε ένα πλαίσιο πειθαρχίας, το οποίο εκ της φύσεώς του περιλαμβάνει τη δυνατότητα επιβολής περιορισμών σε συγκεκριμένα ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες. [5] Οι περιορισμοί αυτοί είναι αναπόσπαστο μέρος της στρατιωτικής λειτουργίας και απορρέουν από τις ειδικές απαιτήσεις της υπηρεσίας στις Ένοπλες Δυνάμεις, αλλά δεν θα μπορούσαν να φτάσουν στο επίπεδο κατάργησης του πυρήνα των ατομικών δικαιωμάτων. [6]

2. Η δικαιοπολιτική διάσταση της στρατιωτικής πειθαρχίας
Όπως έχει κριθεί νομολογιακά, [7] η αποστολή των Ενόπλων Δυνάμεων, όπως εξειδικεύεται από τους εκτελεστικούς του άρθρου 45 του Συντάγματος νόμους, συνίσταται στη διασφάλιση της εθνικής άμυνας, έννοια στην οποία περιλαμβάνεται η διαφύλαξη της εθνικής ανεξαρτησίας, η προάσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, η προστασία των Ελλήνων πολιτών έναντι εξωτερικών επιθέσεων και απειλών και η εν γένει υποστήριξη των εθνικών συμφερόντων, σκοπών, δηλαδή, που, ως εκ της φύσεώς τους, συνάπτονται άμεσα με την ίδια την κρατική υπόσταση. Η εθνική άμυνα, ως κατεξοχήν δημόσια εξουσία και έκφραση κυριαρχίας, αποτελεί αρμοδιότητα αναπόσπαστη από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας.
Για την εκπλήρωση της συνταγματικής τους αποστολής, οι Ένοπλες Δυνάμεις αποτελούν στρατιωτικώς οργανωμένο σώμα, με αυστηρή ιεραρχική δομή και λειτουργία, βασισμένη στην απαρέγκλιτη τήρηση των κανόνων της πειθαρχίας και της υπακοής των κατωτέρων προς τους ανωτέρους τους. [8] Η στρατιωτική πειθαρχία συνιστά αναπόσπαστο μέρος κάθε μορφής στρατιωτικής οργάνωσης, δεδομένου ότι αυτή στηρίζεται σε μία ιεραρχημένη πυραμίδα, εντός της οποίας κανένας στρατιωτικός δεν είναι ίσος με άλλον στρατιωτικό, καθώς υφίστανται πάντα σχέσεις μεταξύ ανωτέρων – κατωτέρων και μεταξύ αρχαιοτέρων – νεοτέρων (για τους ομοιόβαθμους). Οι διατάξεις των στρατιωτικών κανονισμών προστατεύουν με δραστικό τρόπο την πειθαρχία, η οποία εν τέλει είναι αυτή που διαμορφώνει την ιεραρχικά διαρθρωμένη σχέση στο στράτευμα. [9]
Περαιτέρω, ανάμεσα στο κράτος και τον κάθε πολίτη αναπτύσσεται μία γενική κυριαρχική σχέση, απόρροια της κυριαρχίας του κράτους, η οποία ως «άκρα όρια» [10] έχει τα ατομικά δικαιώματα. Υπάρχουν, ωστόσο, πολίτες, οι οποίοι, εκτός από τη γενική, τελούν και σε ειδική κυριαρχική σχέση με το κράτος, όπως π.χ. ο ιδιώτης που εκτίει ποινή φυλάκισης, ή εργάζεται ως δημόσιος υπάλληλος, ή φοιτά σε κάποιο σχολείο ή εκπληρώσει τη στρατεύσιμη στρατιωτική του υποχρέωση. Συνεπώς, γίνεται αντιληπτό ότι οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, οι πολίτες, κατά τη διάρκεια της ζωής τους, βρίσκονται, για κάποιο χρονικό διάστημα, σε μία ειδική κυριαρχική σχέση με το κράτος, στο πλαίσιο της οποίας εμφανίζεται πολλές φορές η ανάγκη περιορισμού των συνταγματικών τους δικαιωμάτων. Ως ειδική κυριαρχική σχέση καλείται η ειδική σχέση εξουσίασης, στην οποία βρίσκεται πρόσκαιρα ή για περισσότερο χρόνο ο πολίτης και ένεκα της οποίας έχει αυξημένες έναντι του κράτους υποχρεώσεις, οι δε περιορισμοί, που απορρέουν από τις σχέσεις αυτές, δικαιολογούνται από την ιδιαίτερη φύση του θεσμού στον οποίο ο πολίτης είναι τοποθετημένος. [11]
Ενόψει της συνταγματικής θέσης των ενόπλων δυνάμεων, οι στρατιωτικοί υπάλληλοι τελούν σε ιδιαίτερο καθεστώς, προσιδιάζον προς τον χαρακτήρα και την αποστολή της στρατιωτικής υπηρεσίας που αποβλέπει στην υπεράσπιση της χώρας από εξωτερικούς κινδύνους, [12] εξ αυτού δε του λόγου συνδέονται με οικειοθελή ειδική σχέση με το κράτος (ειδική σχέση εξουσιάσεως, άλλως ιδιαίτερη σχέση διοικητικής εξάρτησης). [13]
Κατά την άσκηση των συνταγματικών τους δικαιωμάτων οι υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις (αξιωματικοί, ανθυπασπιστές, υπαξιωματικοί) υπόκεινται τόσο στους γενικούς περιορισμούς, που επιβάλλει ο νόμος για κάθε φυσικό πρόσωπο, όσο και σε ειδικότερους περιορισμούς που δικαιολογούνται από τη φύση της σχέσης τους με το κράτος και των συναφών υποχρεώσεών τους που απορρέουν από αυτήν τη σχέση, οι οποίοι, πάντως, είναι ελέγξιμοι με βάση την αρχή της αναλογικότητας και δεν επιτρέπεται να αναιρούν, στην ουσία τους, τα συνταγματικά δικαιώματα και την αναγνωριζόμενη γενική έκταση εφαρμογής τους. [14]

3. Ισχύον θεσμικό πλαίσιο
Το άρ. 53 του ν. 3883/2010 (Α΄167), παρέχει εξουσιοδότηση για την ενοποίηση του πειθαρχικού δικαίου του συνόλου του στρατιωτικού προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων, τόσο των στελεχών, δηλαδή των αξιωματικών και των υπαξιωματικών που σταδιοδρομούν στις Ένοπλες Δυνάμεις, όσο και των στρατευμένων, δηλαδή των οπλιτών θητείας.
Δώδεκα έτη μετά το νόμιμο έρεισμα της προαναφερθείσας εξουσιοδοτικής διάταξης, εκδόθηκε το π.δ. 48/2022 (Α΄120), με το οποίο θεσπίστηκε ο Διακλαδικός Κανονισμός Πειθαρχίας του στρατιωτικού προσωπικού, μονίμων και στρατευμένων, εξαιρουμένων των σπουδαστών των παραγωγικών σχολών αξιωματικών και υπαξιωματικών, ήτοι ο κοινός κανονισμός πειθαρχίας για όλους τους Κλάδους (Στρατό Ξηράς, Πολεμικό Ναυτικό και Πολεμική Αεροπορία) και τα Κοινά Σώματα (Νομικό, Οικονομικών Επιθεωρητών, Πληροφορικής, Στρατιωτικών Δικαστικών Γραμματέων και Στρατιωτικών Ιερέων) των Ενόπλων Δυνάμεων, με αντίστοιχη κατάργηση α) των περί πειθαρχικού δικαίου διατάξεων που αφορούν στο προσωπικό εκάστου Κλάδου και απαντώνται στο π.δ. 130/1984 «Κύρωση του Γενικού Κανονισμού Υπηρεσίας στο Στρατό» (Α΄ 42), στο π.δ. 210/1993 «Διατάξεις Πολεμικού Ναυτικού» (Α΄ 89) και στο π.δ. 60/2009 «Κύρωση Κανονισμού Πειθαρχίας Πολεμικής Αεροπορίας» (Α΄ 83), καθώς και β) των ειδικών διατάξεων που ρυθμίζουν τον πειθαρχικό έλεγχο των ανθυπασπιστών και των υπαξιωματικών με καταστατικές ποινές και απαντώνται σε ειδικά γι’ αυτούς νομοθετήματα, δηλαδή στο π.δ. της 27.7/2.8.1930 «περί ποινών ανθυπασπιστών» (Α΄ 267), στον α.ν. 1101/1938 «περί καταστάσεως υπαξιωματικών του Βασιλικού Ναυτικού» (Α΄ 73), στο ν. 2342/1953 «περί ιεραρχίας, προαγωγών και καταστάσεων των μονίμων υπαξιωματικών της Βασιλικής Αεροπορίας» (Α΄ 74) και στο ν.δ. 4105/1960 «περί μονίμων και εθελοντών οπλιτών και ανθυπασπιστών του Στρατού Ξηράς» (Α΄ 151).
Στο προγενέστερο νομικό καθεστώς, οι διατάξεις για τα παραπτώματα, τις ποινές και τη διαδικασία των ανθυπασπιστών και των υπαξιωματικών ομοιάζουν μεταξύ των τριών Κλάδων και εν πολλοίς ταυτίζονται με τις αντίστοιχες για τους αξιωματικούς. Επίσης, ομοιάζουν τα παραπτώματα που επισύρουν, γενικώς, συνήθεις ποινές με εκείνα που επισύρουν καταστατικές.
Οι βασικές μεταβολές που εισάγει το π.δ. 48/2022 είναι: α) η θέσπιση ενιαίου συστήματος κανόνων πειθαρχικού δικαίου για τους στρατιωτικούς υπαλλήλους και τους οπλίτες θητείας όλων των Κλάδων, με αντίστοιχη κατάργηση των υφισταμένων κανονισμών πειθαρχίας και β) η εξομοίωση, ως προς τις καταστατικές ποινές, των ανθυπασπιστών και των υπαξιωματικών με τους αξιωματικούς. Οι νέοι κανόνες εν πολλοίς επαναλαμβάνουν τους καταργούμενους, περιέχουν, ωστόσο, και νέες ρυθμίσεις, όπως νέα πειθαρχικά παραπτώματα και νέες διατάξεις για την ένορκη διοικητική εξέταση. Επιπλέον, επαναλαμβάνονται γενικές αρχές και κανόνες, που έχουν διαμορφωθεί νομολογιακά και αποτυπώνονται κανονιστικά στον κυρωθέντα με το άρθρο πρώτο του ν. 3528/2007 (Α΄ 26) Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ..
Σκοπός της ενιαίας ρύθμισης της πειθαρχικής διαδικασίας σε διακλαδικό επίπεδο είναι η επίτευξη της ίσης μεταχείρισης των στρατιωτικών υπαλλήλων, ανεξαρτήτως του βαθμού που φέρουν και της θέσης που κατέχουν. Με τις διατάξεις του π.δ. 48/2022 επιχειρείται η δημιουργία ενιαίου κανονιστικού πλαισίου για τα πειθαρχικά παραπτώματα και τις ποινές του συνόλου του στρατιωτικού προσωπικού, διότι -κατά την κρίση του νομοθέτη- δεν υφίσταται λόγος διαφοροποίησης των στρατιωτικών ανάλογα με τον Κλάδο, στον οποίο υπηρετούν. Επιπλέον, επιδιώκεται «τα στοιχεία των ατομικών φακέλων και του εν γένει ιστορικού των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων σε θέματα τάξης και πειθαρχίας να είναι ομογενοποιημένα και να διασφαλίζονται οι όροι αμεροληψίας κρίσης και αξιολόγησής τους». [15] Έπειτα, καταπολεμάται το φαινόμενο της πολυνομίας, δεδομένου ότι το πειθαρχικό δίκαιο των στρατιωτικών, πριν τη θέση σε ισχύ του Διακλαδικού Κανονισμού Πειθαρχίας, βρισκόταν εγκατεσπαρμένο σε επτά διαφορετικά νομοθετήματα, ορισμένα εξ αυτών προπολεμικά.
Για τη διατήρηση της πειθαρχίας στο στράτευμα, ο νομοθέτης και, κατ’ εξουσιοδότησή του, η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση, έχουν προβλέψει σειρά πειθαρχικών παραπτωμάτων, κοινών για όλο το στρατιωτικό προσωπικό, η διάπραξη των οποίων επισύρει δύο διαφορετικά είδη ποινών, αμφότερα αποβλέποντα στον υπηρεσιακό σωφρονισμό και στη δι’ αυτού διασφάλιση της εσωτερικής πειθαρχίας στο στράτευμα: α) τις συνήθεις ποινές (επίπληξη, περιορισμός, κράτηση, φυλάκιση), οι οποίες επιβάλλονται σε όλους τους στρατιωτικούς, άρα και στους οπλίτες θητείας, και β) τις καταστατικές ποινές (πρόσκαιρη παύση, προσωρινή απόλυση, απόταξη, αποβολή), οι οποίες επιβάλλονται μόνον στους στρατιωτικούς υπαλλήλους, συμπεριλαμβανομένων των εφέδρων αξιωματικών. [16] Από τις ως άνω ποινές, οι πρώτες συνιστούν ηθική – διοικητική κύρωση του στρατιωτικού υπαλλήλου, καθόσον, σύμφωνα με το αρ. 1 παρ. 2 περ. η του π.δ. 48/2022, δεν επιφέρουν στέρηση της προσωπικής ελευθερίας των στρατιωτικών, πλην όμως επηρεάζουν έμμεσα την υπηρεσιακή κατάστασή τους, αφού λαμβάνονται υπόψη κατά τις κρίσεις προς προαγωγή. Αναφορικά με τους οπλίτες θητείας, οι εν λόγω ποινές έχουν το χαρακτήρα μέτρων εσωτερικής τάξης και ως εκ τούτου δεν προσβάλλονται παραδεκτά στο ανώτατο ακυρωτικό. [17] Αντιθέτως, οι δεύτερες (ενν. οι καταστατικές ποινές) επιβάλλονται, κατά το νόμο, για συγκεκριμένα παραπτώματα και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, και μεταβάλλουν ευθέως την κατάσταση του παραβάτη στρατιωτικού ή επιφέρουν στέρηση του βαθμού και της ιδιότητάς του αυτής.
Από το συνδυασμό των άρθρων 19 έως 23 του π.δ. 48/2022 προκύπτει ότι τα ίδια πειθαρχικά παραπτώματα, όταν διαπράττονται από στρατιωτικούς υπαλλήλους, τιμωρούνται, ανάλογα με τη βαρύτητα και τη συχνότητα διάπραξης, είτε με συνήθεις είτε με καταστατικές ποινές, ενώ, όταν διαπράττονται από οπλίτες θητείας, τιμωρούνται μόνον με συνήθεις ποινές. Η δε πειθαρχία προστατεύεται όχι μόνο με την καθιέρωση ειδικού πειθαρχικού συστήματος για τα εν ενεργεία στελέχη αλλά και αυτοτελώς ως έννομο αγαθό στη διάταξη της περ. 22 της υποπαρ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 8 του π.δ. 48/2022, όπου προβλέπεται ρητά ότι «κάθε πράξη που προσβάλλει την πειθαρχία και την υπηρεσιακή τάξη στις Ένοπλες Δυνάμεις» αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα.

4. Η στρατιωτική πειθαρχία ως παράγοντας περιορισμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής των στρατιωτικών
Σύμφωνα με την περ. 10 της υποπαρ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 8 του π.δ. 48/2022, «η ανάρμοστη ενέργεια ή συμπεριφορά» συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα, δυνάμενο να τελεστεί από κάθε στρατιωτικό, οιουδήποτε βαθμού. Από την ερμηνεία της διάταξης αυτής συνάγεται ότι στο πεδίο εφαρμογής της εμπίπτουν πράξεις ή παραλείψεις, που παραβιάζουν τους κοινωνικούς ή και ηθικούς κανόνες του μέσου συνετού κοινωνού. Πρόκειται δηλαδή για μία αναξιοπρεπή, προσβλητική και απροσάρμοστη συμπεριφορά, η οποία είναι ασυμβίβαστη με τη στρατιωτική πειθαρχία και δεν γίνεται αποδεκτή από τη στρατιωτική ιεραρχία. Το γεγονός ότι ο νομοθέτης δεν προσδιορίζει και άρα δεν περιορίζει τον τόπο και το χρόνο εκδήλωσης της ακατάλληλης συμπεριφοράς σημαίνει ότι αυτή μπορεί να εκφραστεί είτε εντός είτε εκτός της υπηρεσίας. Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του (άλλου – τρίτου) ανθρώπου, κατά το άρθρο 2 του Συντάγματος, απαιτεί τη λελογισμένη συμπεριφορά του στρατιωτικού σε κάθε έκφανση της ζωής του. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ως ανάρμοστη ενέργεια ή συμπεριφορά και κατ’ επέκταση ως πειθαρχικό αδίκημα για το στρατιωτικό προσωπικό νοείται η παραβίαση των κανόνων καλής γειτονίας, η ρίψη απορριμμάτων σε κοινόχρηστους χώρους ή εντός γειτονικών ακινήτων, η ηχορύπανση, ο εμπαιγμός με την πραγματοποίηση επαναλαμβανόμενων τηλεφωνικών κλήσεων ή κρούσεων των κωδώνων, η αποστολή (ηλεκτρονικών) μηνυμάτων με ακατάλληλη φρασεολογία, η χωρίς ενδυμασία περιφορά σε εμφανείς από εξωτερικά άτομα ιδιωτικούς χώρους, η παρακολούθηση άλλων ατόμων, η παραβίαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας κλπ. Σημειώνεται ότι όλα τα ποινικά αδικήματα, όπως π.χ. η εξύβριση, αποτελούν ταυτόχρονα και πειθαρχικά παραπτώματα, με βάση την περ. 21 της υποπαρ. γ’ της παρ. 1 του αρ. 8 του π.δ. 48/2022.
Εις επίρρωση τούτου, το ΣτΕ έκρινε ότι, με βάση το άρθρο 45 του Συντάγματος, ο νομοθέτης έχει υποχρέωση να θεσπίσει, μεταξύ άλλων, το κατάλληλο καθεστώς στρατιωτικής πειθαρχίας, η μη τήρηση του οποίου αποτελεί αιτία επιβολής πειθαρχικών ποινών από τη Διοίκηση. [18] Τέτοια κατάλληλη πειθαρχική διάταξη αποτελεί, σύμφωνα με το ΣτΕ, αυτή του εδ. α΄ της παρ. 1 του άρ. 32 του ν.δ. 1400/1973 (Α΄114), με την οποία προβλεπόταν το πειθαρχικό παράπτωμα της ασυμβίβαστης ή αναξιοπρεπούς διαγωγής προς την ιδιότητα του αξιωματικού, ειδικότερα κατά το μέρος που αυτή αναφέρεται στον εκτός υπηρεσίας βίο των αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων. Η διάταξη αυτή αποτελεί κατ’ αρχήν θεμιτή επέμβαση στη συνταγματικώς κατοχυρωμένη στο άρθρο 5 ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Με τη θέση σε ισχύ του Διακλαδικού Κανονισμού Πειθαρχίας, αντίστοιχη διάταξη είναι αυτή της περ. 14 της υποπαρ. γ’ της παρ. 1 του αρ. 8 του π.δ. 48/2022, με την οποία προβλέπεται ως πειθαρχικό παράπτωμα «η αναξιοπρεπής διαβίωση εν γένει, η ανειλικρίνεια και κάθε πράξη αντίθετη προς την εντιμότητα, την ευθύτητα, την αξιοπρέπεια και τα χρηστά ήθη». Επομένως, και η νέα ρύθμιση θα πρέπει να θεωρηθεί επί της αρχής ότι συνάδει με τις συνταγματικές επιταγές. Παραδείγματα τέλεσης του ως άνω πειθαρχικού αδικήματος είναι: η χρήση πλάνης, απάτης ή απειλής με σκοπό την αποκόμιση οικονομικού οφέλους σε βάρος αντισυμβαλλομένου (π.χ. παρουσίαση ψευδών πληροφοριών περί των κατασκευαστικών υλικών του προς πώληση ακινήτου στον υποψήφιο αγοραστή), η κακή άσκηση της γονικής μέριμνας, ο λεκτικός ή ψυχολογικός εκφοβισμός, η παραβίαση της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας (π.χ. η πρόσληψη υδραυλικού για εργασίες στην οικία του χωρίς την καταβολή εργοσήμου).
Η αόριστη και ασαφής διατύπωση των ανωτέρω πειθαρχικών παραπτωμάτων εναρμονίζεται προς την αρχή του κράτους δικαίου, παρόλο που η ελεγχόμενη συμπεριφορά ανάγεται ακόμα και στον εκτός υπηρεσίας βίο των στρατιωτικών, αφενός για λόγους γενικού δημοσίου συμφέροντος και αφετέρου για πρακτικούς λόγους. Η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το μέρος που ορίζει ότι το ποινικό αδίκημα πρέπει να προσδιορίζεται σαφώς κατά την αντικειμενική του υπόσταση στον ποινικό νόμο, δεν εφαρμόζεται στα πειθαρχικά αδικήματα των υπαλλήλων του Δημοσίου, [19] ωσαύτως και των στρατιωτικών. Το αυτό ισχύει και για το άρθρο 7 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α.. [20] Τούτο, διότι το πειθαρχικό αδίκημα, συνδεόμενο, αμέσως ή εμμέσως, με το υπαλληλικό καθήκον, δηλαδή με την εν γένει διαγωγή που πρέπει να τηρεί ο υπάλληλος εντός ή εκτός της υπηρεσίας, αφετέρου δε με το κύρος και τη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας, δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς και εξαντλητικά εκ των προτέρων, αφού συμπεριφορά του υπαλλήλου αντίθετη με το υπηρεσιακό καθήκον και βλαπτική για τη δημόσια υπηρεσία είναι δυνατόν να εκδηλωθεί με πολλές και ποικίλες μορφές, τις οποίες δεν είναι δυνατόν να προβλέψει εκ των προτέρων ο νομοθέτης. [21]
Πάντως, σε κάθε περίπτωση, η στρατιωτική πειθαρχία δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμο λόγο θραύσης του κελύφους του πυρήνα των ατομικών δικαιωμάτων των στρατιωτικών. Στην κατά το άρθρο 9 του Συντάγματος απαραβίαστη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής περιλαμβάνεται αναμφίβολα η ερωτική ζωή, [22] η οποία από μόνη της, δεν μπορεί να ελέγχεται πειθαρχικά από τις διοικητικές αρχές. Ειδικότερα, κατά την έννοια του Συντάγματος, η σύναψη, η διατήρηση και η διάλυση ερωτικών σχέσεων δεν μπορεί, αυτοτελώς, να χαρακτηρισθεί ως ανάρμοστη ενέργεια ή συμπεριφορά ή ως ασυμβίβαστη διαγωγή προς την ιδιότητα του αξιωματικού των Ενόπλων Δυνάμεων, εκτός αν συνάπτεται άμεσα με την άσκηση των καθηκόντων του και την εν γένει ομαλή λειτουργία της υπηρεσίας ή συνοδεύεται από παραβάσεις του υπηρεσιακού καθήκοντος ή εκμετάλλευση της υπηρεσιακής ιδιότητας ή από επίμεμπτες εν γένει πράξεις εν όψει των ειδικών συνθηκών που εκάστοτε συντρέχουν. [23] Συνεπώς, δεν αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα η εκ μέρους στρατιωτικού υπαλλήλου σύναψη εξωσυζυγικών ερωτικών σχέσεων με τη σύζυγο συναδέλφου του (και μάλιστα ανωτέρου του), εφόσον, βέβαια, οι σχέσεις αυτές συνήφθησαν με την ελεύθερη βούληση των δύο προσώπων. [24] Κατά συνέπεια, η σύναψη ερωτικών σχέσεων ενός στρατιωτικού με άτομο του ιδίου φύλλου ή η ερωτική συνεύρεση με περισσότερα του ενός άτομα δεν θα πρέπει να χαρακτηρισθούν ως πειθαρχικά αδικήματα. Αντιθέτως, η ανάρτηση πορνογραφικού υλικού στο διαδίκτυο, στο οποίο πρωταγωνιστεί στρατιωτικός θα πρέπει να θεωρηθεί πειθαρχικό αδίκημα, αφ’ ης στιγμής είναι ορατό σε αόριστο αριθμό ατόμων και δύναται να επιφέρει δυσμενείς κρίσεις για την εικόνα του στρατεύματος, μεταβάλλοντας επί τα χείρω το ηθικό φρόνημα του έμψυχου δυναμικού των Ενόπλων Δυνάμεων και δυσχεραίνοντας την εκπλήρωση της αποστολής τους. Επιπλέον, αφού το υλικό αυτό δημοσιεύεται οικειοθελώς παύει να είναι μέρος της ιδιωτικής ζωής του στρατιωτικού.
Ο πειθαρχικός έλεγχος των διοικητικών αρχών, που εκτείνεται στη σφαίρα της ανάπτυξης της προσωπικότητας, και μάλιστα εκτός υπηρεσίας, προκειμένου να ασκηθεί πειθαρχική δίωξη για αναξιοπρεπή διαβίωση στρατιωτικού, δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί αντικειμενικά με βάση έναν ορισμένο ενδεδειγμένο τρόπο συμπεριφοράς στο πεδίο αυτό, στο οποίο ισχύει κατ’ αρχήν η ελευθερία, ενόσω δεν υπάρχει αντίστοιχη νομοθετική ρύθμιση. Ο στρατιωτικός υπάλληλος πληροφορείται με ακρίβεια τα στοιχεία της επίμεμπτης πράξης, που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση του πειθαρχικού αδικήματος, αφού πρώτα τελέσει την πράξη, με την επιβολή σχετικής ποινής από την Διοίκηση και περαιτέρω, εφ’ όσον ζητήσει έννομη προστασία, από τον Δικαστή, ο οποίος ελέγχει την ορθότητα της εξειδίκευσης της αόριστης έννοιας της αναξιοπρεπούς διαβίωσης. Το πρόβλημα αυτό καλείται να επιλύσει η αρχή της αναλογικότητας, η οποία αποτελεί το εργαλείο κρίσης και εξέτασης κάθε συμπεριφοράς.

5. Επίλογος
Συμπερασματικά, η στρατιωτική πειθαρχία αποτελεί θεμελιώδη αξία για την αποτελεσματική λειτουργία των Ενόπλων Δυνάμεων και την εκπλήρωση του αποστολής τους, η οποία σχετίζεται άμεσα με την προστασία της εθνικής άμυνας και την ασφάλεια της χώρας. Το νέο θεσμικό πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασία, που εισάγει το π.δ. 48/2022, φιλοδοξεί να εξασφαλίσει ίση μεταχείριση για όλο το στρατιωτικό προσωπικό, προωθώντας τη δημιουργία ενός ενιαίου και ομοιογενούς συστήματος πειθαρχίας.
Παράλληλα, η νομική διάσταση της στρατιωτικής πειθαρχίας ενσωματώνει τη δυνατότητα περιορισμού των ατομικών δικαιωμάτων των στρατιωτικών, προκειμένου να διασφαλιστεί η επιτυχία του στρατιωτικού έργου, χωρίς όμως να είναι συνταγματικώς επιτρεπτή η παραβίαση της θεμελιώδους προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.
Από νομοτεχνικής πλευράς, εντύπωση προκαλεί η ενσωμάτωση αρχαίων ρητών σε προεδρικό διάταγμα, αφού στην παρ. 2 του άρ. 1302 του π.δ. 210/1993 καταγράφεται πανηγυρικά ότι «Οι Διατάξεις του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, του Ναυτικού με την αρχαιότερη ιστορία μεταξύ των Ναυτικών του κόσμου, δικαιούνται να δανεισθούν από την αρχαία Ελληνική σοφία τις ρήσεις: α. “Πειθαρχία γάρ ἐστί εὐπραξίας μήτηρ” (Αισχύλου). β. “Τό πείθεσθαι μέγιστον ἀγαθόν εἶναι καί ἐν πόλει καί ἐν στρατιᾷ καί ἐν οἴκῳ” (Ξενοφώντος).» Η αναφορά αυτή επιδιώκει να συνδέσει το σύγχρονο Πολεμικό Ναυτικό με την ένδοξη παράδοση της αρχαίας Ελλάδας, αναδεικνύοντας τη διαχρονικότητα των αξιών που το διαπνέουν, όπως η πειθαρχία και η υπακοή. Με αυτόν τον τρόπο, ενισχύεται η ιδεολογική νομιμοποίηση του νομικού πλαισίου, προβάλλοντας την ελληνική κλασική παράδοση ως οδηγό για τις σύγχρονες Ένοπλες Δυνάμεις. Τονίζεται η αξία της συνεργασίας και της πειθαρχημένης υπακοής, τόσο στο πεδίο της μάχης όσο και στη καθημερινή ζωή (στο στρατό, την πόλη και το σπίτι). Δεν πρόκειται απλώς για μια άστοχη νομοτεχνική επιλογή, αλλά για μία στρατηγική κίνηση συμβολικής σημασίας.

[1] Άρ. 2 π.δ. 130/1984 (Α’ 42) «Γενικός Κανονισμός Υπηρεσίας στο Στρατό»∙ Άρ. 1302 π.δ. 210/1993 (Α’ 89) «Διατάξεις Πολεμικού Ναυτικού»∙ Άρ. 1 π.δ. 60/2009 (Α’ 83) «Κανονισμός Πολεμικής Αεροπορίας»
[2] U. Steinhoff, The Ethics of War and the Force of Law: A Modern Just War Theory. Routledge, New York 2021, 14
[3] Άρ. 2 παρ. 4 π.δ. 130/1984 (Α’ 42) «Γενικός Κανονισμός Υπηρεσίας στο Στρατό»
[4] Η πειθαρχία αποτελούσε ανέκαθεν το ζητούμενο για την ποιοτική οργάνωση και λειτουργία του στρατού. Ήδη η Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου με το από 1 Ιανουαρίου 1822 ψήφισμά της «θεωρούσα την ανάγκην της στρατιωτικής ευταξίας, δια να ευδωκιμώσι τα στρατεύματα και να εμποδισθώσι όσα από την αταξία προέρχονται κακά» όρισε τα εξής: «Ο στρατιωτικός κώδιξ της Γαλλίας, με τας αναγκαίας προσθαφαιρέσεις, ισχύει εις το Στρατιωτικόν της Ελλάδος (άρθρο θ΄)». Τ. Φιλιππίδη, Η ποινική νομοθεσία κατά την εθνεγερσίαν, Θεσσαλονίκη, 1974, 54
[5] ΕΔΔΑ Γρηγοριάδης κατά Ελλάδας 25-11-1997, Λαρίσης κατά Ελλάδας 24-2-1998
[6] Α. Δημητρόπουλου, Συνταγματικά Δικαιώματα, Γενικό Μέρος, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, Τόμος Γ’, ημιτόμος I, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2005, 95 επ.
[7] Ολ. ΣτΕ 2192/2014
[8] Ibid
[9] Α. Παπαδαμάκη, Ποινικά Ανάλεκτα, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 1994, 142
[10] Π. ∆αγτόγλου, Συνταγµατικό ∆ίκαιο, Ατοµικά ∆ικαιώµατα, τ. Α΄, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα – Κοµοτηνή, 2005, 197 – 198
[11] Κ. Χρυσόγονου, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 1998, 51-52
[12] ΣτΕ 1680/2007
[13] ΣτΕ Γνωμοδότηση 155/2021 για την έκδοση του π.δ. 48/2022 (Α’ 120)
[14] ΣτΕ 1560, 573/2005, 3356/2004, 780/1981
[15] Αιτιολογική Έκθεση ν. 3883/2010 (Α’ 167)
[16] ΣτΕ Γνωμοδότηση 155/2021 για την έκδοση του π.δ. 48/2022 (Α’ 120)
[17] ΣτΕ 2018/1981
[18] ΣτΕ 1680/2007
[19] ΣτΕ 1094/2021, 2817/2018, 2666/2017, 2577/2014, 116/2004
[20] Ολ. ΣτΕ 4662/2012
[21] ΣτΕ 1094/2021, 1680/2007, 1600/2015
[22] ΣτΕ 3922/2005, 554/2003, 3545/2002
[23] ΣτΕ 888/2008
[24] Ibid

 

Λόρδος Βύρων: Η εμβληματική πρωτοπορία του στον αγώνα για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην «εστία» τους

Προκόπιος Παυλόπουλος, τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός, Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ

Ομιλία κατά την εκδήλωση για τα διακόσια έτη από το θάνατο του Λόρδου Βύρωνα που οργάνωσε η Ακαδημία Αθηνών και το «Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη», στις 29/11/2024

 

Πρόλογος

Είναι πλέον ιστορικώς πλήρως τεκμηριωμένο ότι ο Λόρδος Βύρων -George Gordon Byron, ο οποίος γεννήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 1788 και πέθανε, υπό τις γνωστές «θρυλικές» συνθήκες, στο Μεσολόγγι στις 19 Απριλίου1824- ιδίως μέσω του ρομαντικού του προσανατολισμού και της βάσει αυτού δράσης του, κυρίως αφότου βίωσε «δια ζώσης» στην Πατρίδα μας την εποποιία της Εθνεγερσίας του 1821, προδήλως επηρέασε, και δη ουσιωδώς, την ευόδωση της όλης εξέλιξης της «γέννησης» του Νεώτερου Ελληνικού Κράτους. Όμως εντός της γενικότερης αυτής, γνησίως και πολυπρισματικώς Φιλελληνικής, επιρροής του πρέπει ν’ αναδειχθεί δεόντως και η ειδικότερη εκείνη «πτυχή» της, η οποία αφορά την «δρομολόγηση» του αγώνα των Ελλήνων για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην αρχέγονη «εστία» τους, ύστερα από την «ιερόσυλη» κλοπή τους και τον εντεύθεν «ακρωτηριασμό» του Παρθενώνα με ιταμό δράστη τον διαβόητο Λόρδο Έλγιν. Ακριβέστερα:

Α. Η «κυοφορία» του πρώτου Έθνους-Κράτους στην Ευρώπη, και συγκεκριμένα του Νεώτερου Ελληνικού Κράτους, κάθε άλλο παρά εύκολη μπορεί να χαρακτηρισθεί. Και τούτο διότι πολλές, προ του 1821, προσπάθειες των αγωνιζόμενων Ελλήνων απέβησαν άκαρπες, ενώ και η μετά το 1821 πορεία πέρασε κάτω από τα «καυδιανά δίκρανα» πολυάριθμων και μεγάλων εμποδίων και αντίστοιχων, επώδυνων για το Έθνος των Ελλήνων, διακυμάνσεων. Αυτό οφείλεται, οπωσδήποτε δε σε μεγάλο βαθμό, και στην αμφιθυμία και στην επέκεινα διστακτικότητα των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής, ήτοι της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Οι οποίες, έχοντας και αντικρουόμενα συμφέροντα ως προς τούτο, για καιρό δεν έστεργαν να υιοθετήσουν μια κοινή στάση αναφορικά με την τύχη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μολονότι αυτή έδειχνε από καιρό πολλαπλά και απτά δείγματα ραγδαίας αποδυνάμωσης. Όσο και αν κάτι τέτοιο φαίνεται, prima faciae, αντιφατικό, η κυρίαρχη την εποχή εκείνη ιδεολογία του Διαφωτισμού υπήρξε, εμμέσως πλην σαφώς, «σύμμαχος» της στάσης αυτής των Μεγάλων Δυνάμεων. Διότι είναι αλήθεια ότι τον Διαφωτισμό, ως τρόπο σκέψης και lato sensu πολιτικής πράξης, ελάχιστα -ή και καθόλου- απασχόλησε ο προβληματισμός ο σχετικός με την «γέννηση» του Έθνους-Κράτους ως ιστορικώς νομοτελειακής μετεξέλιξης του προτύπου των έως τότε κυρίαρχων δεσποτικών Αυτοκρατοριών. Επιπλέον, δεν πρέπει να υποτιμάται το ότι ο Διαφωτισμός δεν υπήρξε «επαναστατικό» -κατά κυριολεξία- κίνημα, αλλά πολύ περισσότερο ένα κίνημα εξορθολογισμού του ευρύτερου «συντηρητισμού» ως προς την πολιτική και κοινωνική οργάνωση, έτσι ώστε αυτός να προσαρμοσθεί στα ραγδαίως μεταβαλλόμενα δεδομένα της εποχής, δίχως όμως και ν’ απωλέσει την «επικυριαρχία» του. Άρα -και συνακόλουθα- συνιστούσε και ένα κίνημα που αποσκοπούσε όχι στην «πτώση» των ως άνω Αυτοκρατοριών, αλλά πολύ περισσότερο στον εξορθολογισμό της οργάνωσης και λειτουργίας τους κατ’ εξοχήν μέσω της διασφάλισης της ακώλυτης άσκησης συγκεκριμένων, θεμελιωδών για τα δεδομένα της εποχής εκείνης, δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Β. Κατά ένα σαφώς προφανή τρόπο, στον αντίποδα του Διαφωτισμού ο Ρομαντισμός εμφανίσθηκε και κινήθηκε, με τις πολύπλευρες εκφάνσεις του πεδίου επιρροής του, ως γνήσιο επαναστατικό κίνημα, προεχόντως με την έννοια της επινόησης και της στήριξης της πραγματοποίησης ριζοσπαστικών αλλαγών. Μία δε -ίσως η κορυφαία για την εποχή εκείνη- από τις αλλαγές αυτές αφορούσε και τον τρόπο σύλληψης του οιονεί «ιδανικού» κρατικού προτύπου για τον Άνθρωπο ως φορέα δικαιωμάτων, δια μέσου της υιοθέτησης της δομής και της αντίστοιχης θεσμικοπολιτικής οργάνωσης και λειτουργίας του Έθνους-Κράτους. Το παράδειγμα της «κυοφορίας» του Νεώτερου Ελληνικού Κράτους βεβαιώνει του λόγου το ασφαλές: Με «ηγήτορα» τον Λόρδο Βύρωνα, το εκτεταμένο πια στην Ευρώπη Φιλελληνικό ρεύμα, όπως «άνθησε» μετά την πολιορκία και την ηρωική Έξοδο του Μεσολογγίου -μεταξύ 9 και 10 Απριλίου 1826- συνέβαλε καθοριστικώς στο ν’ αποφασίσουν οι Μεγάλες Δυνάμεις αρχικά, το 1827, την δημιουργία Ελληνικού Έθνους-Κράτους. Και, τρία χρόνια αργότερα, το 1830, την επίσημη ίδρυσή του με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Ένα Έθνος-Κράτος το οποίο έμελλε, μέσα σε λίγες δεκαετίες, ν’ αποτελέσει την αφετηρία της εμφάνισης και τελικής εμπέδωσης του κανόνα ως προς το κρατικό πρότυπο που θα επικρατούσε οριστικώς στην Ευρώπη, όπως απέδειξαν οι μετέπειτα εξελίξεις π.χ. για το Βέλγιο, για την Ιταλία, για την Γερμανία και για τα τότε Κράτη της Βαλκανικής. Καθώς ήδη επισημάνθηκε, η αγωνιζόμενη ακόμη Ελλάδα βρήκε, πολύ ενωρίς, στο πρόσωπο του ρομαντικού οραματιστή Λόρδου Βύρωνα και τον πρωτοπόρο υπέρμαχο της επιστροφής στην «εστία» τους -δηλαδή στον βαριά «τραυματισμένο», ιδίως από τον βομβαρδισμό του Ενετού Φραντσέσκο Μοροζίνι, Παρθενώνα- των Γλυπτών, τα οποία είχε μετέπειτα συλήσει, ως κοινός εγκληματίας, ο Λόρδος Έλγιν, «ακρωτηριάζοντας» κατ’ αποτέλεσμα αυτό το Μνημείο-σύμβολο του Παγκόσμιου Πολιτισμού. Όπως δε θα καταδειχθεί στην συνέχεια, ήταν αυτός ο λαμπρός αγωνιστικός «δρόμος» που άνοιξε ο Λόρδος Βύρων, ο οποίος ενέπνευσε εξ αρχής -και εξακολουθεί βεβαίως να εμπνέει- την Ελλάδα και τους Έλληνες προς την ίδια κατεύθυνση έως την τελική δικαίωση. Ενώ επηρέασε και επηρεάζει καθοριστικώς την, ολοένα και περισσότερο εντεινόμενη και διευρυνόμενη, διεθνοποίηση του ως άνω στόχου, προσδίδοντάς του μάλιστα χαρακτηριστικά που τον εντάσσουν στον «πυρήνα» της υπεράσπισης αυτού τούτου του Παγκόσμιου Πολιτισμού.

Ι. Η ποίηση του Λόρδου Βύρωνα ως άτεγκτη διαχρονική «Ερινύα» για το πολιτισμικό ανοσιούρηγμα του Λόρδου Έλγιν
Ο αγώνας για την Επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι ήδη μακρύς και αδιάλειπτος, αφού ουσιαστικά άρχισε λίγο μετά την συντέλεση του βάρβαρου εγκλήματος του Έλγιν. Εγκλήματος «διαρκούς», το οποίο διαπράχθηκε όταν ο Λόρδος Έλγιν, πρεσβευτής από το 1799 της Μεγάλης Βρετανίας για την «Υψηλή Πύλη» στην Κωνσταντινούπολη, το συνέλαβε και το εκτέλεσε μεταξύ 1801-1804. Ήταν τότε που μετήλθε την απάτη της ειδεχθούς σύλησης του Μνημείου του Παρθενώνα και την αντίστοιχη «αυτόθροη» πολιτισμική τυμβωρυχία, προσποιούμενος δήθεν «ανασκαφικές δραστηριότητες» μέσα στον ευρύτερο Αρχαιολογικό Χώρο με ανύπαρκτο μάλιστα, όπως έχει ιστορικώς αποδειχθεί και όπως θα τονισθεί στην συνέχεια, τουρκικό φιρμάνι. Και στην συνέχεια ολοκλήρωσε το έγκλημά του μεταφέροντας -και δη υπό όρους διακινδύνευσης που αποκαλύπτουν τον αδίστακτο και προσβλητικό για τον Πολιτισμό μας χαρακτήρα του- δια της θαλασσίας οδού τα Γλυπτά του Παρθενώνα στην Μεγάλη Βρετανία.

Α. Το ιστορικό της ποιητικής δημιουργίας του Λόρδου Βύρωνα για το πολιτισμικό ανοσιούργημα του Λόρδου Έλγιν
Κατά τα εκτεθέντα αμέσως προηγουμένως, ο αδιάλειπτος αγώνας της Ελλάδας για τον τερματισμό αυτού του ειδεχθούς «διαρκούς» εγκλήματος του Έλγιν εναντίον της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς ξεκίνησε νωρίς. Κατ’ ακρίβεια, από το 1842 η Ελλάδα άρχισε να διεκδικεί, με κάθε νόμιμο και πολιτισμένο μέσο, την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα. Με πρώτο «σταθμό» την εναντίον του Έλγιν επίσημη καταγγελία εκ μέρους του τότε Γραμματέα της «Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας», Αλεξάνδρου Ραγκαβή. Εμείς, οι Έλληνες, ως θεματοφύλακες της μεγάλης Πολιτιστικής μας Κληρονομιάς, έχουμε χρέος, ακόμη και έναντι της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, ν’ αποτίουμε τον οφειλόμενο φόρο τιμής στον Λόρδο Βύρωνα, έναν Πολίτη της Μεγάλης Βρετανίας. Ο οποίος πρώτος -και μάλιστα επτά, μόλις, χρόνια μετά την διάπραξή του- ανέδειξε και κατήγγειλε, με τον πιο θαρραλέο και κατηγορηματικό τρόπο, το πολιτισμικό ανοσιούργημα της τυμβωρυχίας του Έλγιν εις βάρος της «κοιτίδας» και του «λίκνου» του κοινού μας Δυτικού Πολιτισμού, του Παρθενώνα.

1. Κατά το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα, στην νεαρή ηλικία των είκοσι τριών ετών, ο Λόρδος Βύρων, το 1811, μέσ’ από μια πραγματική διανοητική «έκρηξη» ρομαντισμού -ας μην ξεχνάμε ότι, όπως ήδη επισημάνθηκε προηγουμένως, ο Ρομαντισμός υπήρξε ούτως ή άλλως ένα γνήσιο «επαναστατικό-ανατρεπτικό» πνευματικό κίνημα- έστειλε, με δύο εξαίσια δείγματα του πρώιμου ακόμη ποιητικού του ταλέντου, μήνυμα στην Μεγάλη Βρετανία αλλά και σε όλη την Ευρώπη της εποχής εκείνης για το ποιός ήταν ο Έλγιν και ποιά υπήρξαν τα πραγματικά τα κίνητρά του. Κίνητρα ωμής και στυγνής κερδοσκοπικής αρχαιοκαπηλίας, τα οποία επιβάρυναν ακόμη περισσότερο τις επιπτώσεις της σύλησης των Γλυπτών του Παρθενώνα για τον Παγκόσμιο Πολιτισμό. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι ο Λόρδος Βύρων ξεκίνησε να γράφει τα ποιήματά του αυτά αμέσως μόλις έφθασε στην Πατρίδα μας για να πραγματοποιήσει το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα -και έχοντας προηγουμένως ταξιδέψει, συνοδευόμενος από τον επιστήθιο φίλο του John Cam Hobhouse, από την Μάλτα διαδοχικώς στην Πρέβεζα, στα Ιωάννινα, στην Κέρκυρα, στο Μεσολόγγι και στους Δελφούς- αποβιβάσθηκε στην Πάτρα την 25η Σεπτεμβρίου 1809, για να επιστρέψει τρία χρόνια μετά στην Αγγλία, τον Ιούλιο του 1811. Ας προστεθεί σε αυτό ότι ο Λόρδος Βύρων έγραψε τα ποιήματά του -αρχικώς στο Μοναστήρι των Καπουτσίνων, στην Πλάκα- χωρίς να έχει ποτέ γνωρίσει τον Λόρδο Έλγιν, ο οποίος είχε αναχωρήσει από την Αθήνα επτά χρόνια πριν το ως άνω πρώτο ταξίδι του Λόρδου Βύρωνα, ήτοι το 1803. Πρέπει να σημειωθεί με ιδιαίτερη έμφαση ότι ο Λόρδος Βύρων απέφυγε, επιμελώς και χωρίς να το αποκρύψει καθ’ οιονδήποτε τρόπο, να συναντηθεί με τον Λόρδο Έλγιν, καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του.

2. Σημειωτέον επίσης, ότι ευθύς όταν εγκαταστάθηκε τότε στην Αθήνα ο Λόρδος Βύρων ξεναγήθηκε στον Παρθενώνα από τον επικεφαλής του συνεργείου –και «συνεργού» του εγκλήματός του- του Λόρδου Έλγιν, τον Giovanni Battista Lusieri. Και αμέσως εξαπέλυσε την δημόσια «πολεμική» του εναντίον του Λόρδου Έλγιν, αντιλαμβανόμενος και πειθόμενος ότι έχει διαπράξει ένα πραγματικό πολιτισμικό ανοσιούργημα άνευ προηγουμένου. Είναι μάλλον βέβαιο πως ο Λόρδος Βύρων γνώριζε από τότε -όταν τα «πειστήρια του εγκλήματος» ήταν ακόμη «νωπά» – αυτό το οποίο είναι πια πλήρως αποδεδειγμένο και αποδέχονται προσφάτως ακόμη και στην Τουρκία: Ότι, δηλαδή, ουδέποτε υπήρξε σουλτανικό «φιρμάνι» το οποίο εξουσιοδοτούσε, δήθεν, τον Λόρδο Έλγιν να «συλήσει» τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Πραγματικά, και με δεδομένο ότι κατά το οθωμανικό δίκαιο της εποχής και τα Γλυπτά του Παρθενώνα εν γένει ανήκαν στην «ιδιοκτησία» του Σουλτάνου -τότε του Σελίμ Γ΄- ήταν απαραίτητο για κάθε επέμβαση στον Παρθενώνα ένα «σουλτανικό φιρμάνι». «Φιρμάνι», το οποίο κατά την οθωμανική γραφειοκρατία έφερε συγκεκριμένο τύπο επίσημου εγγράφου, έχοντας οπωσδήποτε στην κορυφή του την «tuğra», καλλιτεχνικό «έμβλημα-μονόγραμμα» του Σουλτάνου. Όλως αντιθέτως, ο Λόρδος Έλγιν ομολογούσε ευθέως ότι δεν διέθετε ένα τέτοιο «φιρμάνι», αλλ’ απλώς μια «επιστολή» υπό την μορφή «άδειας» -που ουδείς γνώριζε αν ήταν γνήσια και πώς αποκτήθηκε- του αναπληρωτή Βεζίρη Sayid Abdullah, ο οποίος αναπλήρωνε τον Μεγάλο Βεζίρη Kör Yusuf Ziyaüddin Pasha. Επιπλέον, ο Λόρδος Έλγιν δεν επεκαλείτο το πρωτότυπο έστω και αυτής της «άδειας», αλλά μια ιταλική μετάφραση («lettera»), της οποίας μάλιστα ουδέποτε αποδείχθηκε η γνησιότητα (βλ. περισσότερα in Νικολάου Σταμπολίδη, «Ο Παρθενώνας και ο Βύρωνας», εκδ. του Μουσείου της Ακρόπολης, Αθήνα, 2024, σελ.91 επ.).

3. Την όλη γενναία στάση του Λόρδου Βύρωνα υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην αρχέγονη «εστία» τους συμπυκνώνει και το ακόλουθο απόσπασμα από την επιστολή του, γραμμένη στην Ραβέννα την 7η Φεβρουαρίου 1821, προς τον John Murray: «Αντιτάχθηκα και θα αντιταχθώ για πάντα στη ληστεία των Μαρμάρων από την Αθήνα, τάχα για να διδαχθούν οι Εγγλέζοι γλυπτική (οι οποίοι είναι τόσο ικανοί στην γλυπτική όσο οι Αιγύπτιοι στις παγοδρομίες)· αλλά γιατί το έκανα αυτό; Τα Μάρμαρα θα είναι το ίδιο ποιητικά στο Πικαντίλι όσο και στον Παρθενώνα, αλλά ο Παρθενώνας και ο βράχος του θα είναι λιγότερο ποιητικοί χωρίς αυτά. Έτσι είναι η Ποίηση της Τέχνης». (Μετάφραση Ζαφείρη Γουργουλιάτου, από το βιβλίο, «Lord Byron: Selected prose», edited by Peter Gunn, Penguin Books, 1972).

Β. Οι δύο «επικές» ποιητικές δημιουργίες του Λόρδου Βύρωνα
Πώς, άραγε, η Ελλάδα, έστω και αν ακόμη το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος έδινε πραγματική «μάχη επιβίωσης», θα μπορούσε να μην πάρει την «σκυτάλη» της διεκδίκησης των Γλυπτών του Παρθενώνα, όπως την είχαν κλείσει «σφιχτά», σ’ έναν «ιερό αγώνα δρόμου», τα χέρια ενός αυθεντικού εκπροσώπου του αληθινού Πνεύματος του Πολιτισμού μας, του Λόρδου Βύρωνα (πρβλ. Νικολάου Σταμπολίδη, «Ο Παρθενώνας και ο Βύρωνας», όπ. παρ., σελ.67 επ.);

1. «Το Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ»
Η πρώτη από τις προμνημονευόμενες δύο, ιστορικές με την πλήρη του όρου έννοια, ποιητικές συμβολές του Λόρδου Βύρωνα υπέρ της απερίφραστης καταδίκης του Λόρδου Έλγιν και, κατά λογική ακολουθία, υπέρ της ανάγκης επιστροφής του συνόλου των Γλυπτών του Παρθενώνα στην αρχέγονη «εστία» τους, εμπεριέχεται στο ποίημά του «Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ». Ποίημα το οποίο συνθέτουν τέσσερα «άσματα», με το πρώτο να δημοσιεύεται το 1812 και το τέταρτο το 1818. Ολοκληρωμένο το ποίημα αυτό εκδόθηκε το 1825. Τα τρία αποσπάσματα που έπονται είναι αρκούντως αντιπροσωπευτικά για να εκφράσουν το μέγεθος, το οποίο είχε προσλάβει η «μήνις» του Λόρδου Βύρωνα εναντίον του Λόρδου Έλγιν (Λόρδου Βύρωνα «Τα τραγούδια του για την Ελλάδα», μτφρ. Στέφανος Μύρτας):
α) «Εδώ, στην πέτρα τη βαριά, τώρα ας καθίσω μόνος·
σε μαρμαρένιο κι άσειστον ακόμα στυλοβάτη,
εδώ που ο παντοδύναμος και διαλεχτός σου θρόνος
ήταν, του Κρόνου ως Ολύμπιε γιε, ψάχνοντας δώθε κάτι
πάντα κανείς απ’ το κρυφό το μεγαλείο θα βρει.»
………….

β) «Μ’ απ’ όλους όσους το Ναό κουρσέψαν κει ψηλά,
όπου η Παλλάδα ίσαμε χτες λημέρευε μονάχη,
πονώντας και μη θέλοντας ν’ αφήσει τα στερνά
της δύναμής της λείψανα· σαν ποια πατρίδα να ’χει
γραφτό ήταν ο υστερότερος στην φαύλην αρπαγή;
Καληδονία, κοκκίνισε, γιατί είχε μάνα εσένα.
Αγγλία, δόξα σου, που εσύ δεν είχες τέτοια γέννα,
τι δεν αγγίζει ελεύθερο παρά όποιος σκλαβοβγεί.
Και όμως εβιάσαν και έφεραν κάθε ιερό θλιμμένο
πα σε γιαλό πολύ καιρόν αποτροπιασμένο.»
……………….

«Οι Πίκτοι να και σήμερα τι θε ν’ αφήσουν χνάρια
περήφανα· ρημάγματα ναούς και Παρθενώνες,
που σεβαστήκαν Βάνδαλοι, Γότθοι, Τουρκιά κι αιώνες.
Ω της Αθήνας τα στερνά παντέρμα απομεινάρια!
Όσοι ν’ αρπάξουν σκέφτηκαν απ’ τη γαλάζια χώρα,
μοιάζει η καρδιά τους η στεγνή το στέρφο τους κεφάλι,
στους βράχους της πατρίδας τους που κόβουν τ’ ακρογιάλι.
Και, ωιμέ, προστάτες αχαμνοί μπρος στους βωμούς της τώρα,
να, τα παιδιά της, που ο καημός της μάνας τους σπαράζει
τα σίδερά τους νιώθοντας με πιο πικρό μαράζι.»
…………….

γ) «Ω! είναι από πέτρα όποιος για σε δε νιώθει, ωραία Ελλάδα,
ό,τι εραστής όπου θεωρεί μπρος του νεκρή ερωμένη,
κι αναίσθητη έχει την καρδιά που αβούρκωτη απομένει,
μετόπες, τείχη και βωμούς βλέποντας σκόνη, αράδα
να σου τα γδύνουν Βρετανοί, που θα ’πρεπε ταμένοι
να στέκουν φυλακάτορες στα λείψανα τεμένη.
Ανάθεμά τη τη στιγμή κουρσάροι που αρμενίζαν
απ’ το νησί τους, κι έσκιζαν τα στήθη σου ξανά
τα πληγωμένα, αρπάζοντας να παν στα βορινά
και μισητά τους κλίματα, θεούς που ανατριχιάζαν.»
…………….

2. «Η Κατάρα της Αθηνάς»
Το δεύτερο ποίημα του Λόρδου Βύρωνα για την καταδίκη του Λόρδου Έλγιν αναφορικά με την βάρβαρη σύληση των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι «Η Κατάρα της Αθηνάς». Γραμμένο την ίδια, σχεδόν, περίοδο μ’ εκείνη της γραφής του «Προσκυνήματος του Τσάιλντ Χάρολντ», το νεανικό αυτό ποίημα του Λόρδου Βύρωνα ήταν για χρόνια πολύ λιγότερο γνωστό, δυστυχώς με την «συνέργεια» των τότε «υπευθύνων» της ίδιας της Μεγάλης Βρετανίας. Ο Λόρδος Βύρων άρχισε να το γράφει πριν φύγει από την Αθήνα, το 1811, και το ολοκλήρωσε στο Λονδίνο. Λόγω του «μένους» του ποιητή κατά του Λόρδου Έλγιν καθώς και λόγω των σφοδρών επικρίσεών του κατά της Μεγάλης Βρετανίας γενικότερα, ορισμένοι φίλοι του τον παρακινούσαν να μην το δημοσιεύσει. Τελικά ο Λόρδος Βύρων πήρε την απόφαση και το δημοσίευσε, το 1812, σε λίγα αντίτυπα και το μοίρασε αρχικώς μόνο σε μερικούς οικείους και γνωστούς του, αντιμετωπίζοντας στην συνέχεια τις αντιδράσεις που επισημάνθηκαν αμέσως πιο πάνω. Τα τέσσερα αποσπάσματα της «Κατάρας της Αθηνάς», τα οποία παρατίθενται στην συνέχεια, επεξηγούν με πληρότητα το κατά τα ως άνω «περιπετειώδες» ιστορικό συγγραφής και δημοσίευσής της (μετάφραση Πάνος Καραγιώργος, 2018).
α)«Ονειροπολώντας είχα για πολύ ’κει απομείνει,
θεωρώντας τι απ’ τη δόξα την παλιά είχε απομείνει,
όταν, ξάφνου, εκεί μπροστά μου, μια γιγάντια θεότης,
η Παλλάδα, με σιμώνει πάνω εκεί, μεσ’ στο ναό της!»
…………………..
β) «Ω θνητέ, – έτσι μου είπε – της ντροπής σου αυτό το χρώμα
Βρετανός μου λέει να ’σαι, όνομα ευγενές ακόμα,
μέχρι χτες λαού, ελευθέρου, με ωραία πεπρωμένα,
τώρα περιφρονημένου, και ιδίως από μένα.
Η Παλλάδα πρώτος θα ’ναι της πατρίδας σου εχθρός·
την αιτία θες να μάθεις; – ιδέ τριγύρω σου και ’μπρος.
Νά, εγώ είδα πολέμους κι ερημώσεις να πληθαίνουν
κι άλλες τόσες τυραννίες να ανεβοκατεβαίνουν.
Τούρκου και Γότθων αντάμα γλίτωσα ’γω το κακό,
μα η χώρα σου μου στέλνει έναν κλέφτη πιο τρανό.
Κοίτα, άδειος ο ναός μου, κατοικία ρημαγμένη,
και στοχάσου τι μιζέρια είναι γύρω απλωμένη.
Τούτα ο Κέκροπας, κι εκείνα τα ’χε ο Περικλής στολίσει,
ο Αδριανός τις Μούσες για να τις παρηγορήσει,
και ευγνωμονώ και όσους το ναό μου έχουν χτίσει, –
μα ο Αλάριχος κι ο Έλγιν μ’ έχουν άγρια συλήσει.
Και σαν να ’πρεπε ο κόσμος το κατόρθωμα να μάθει,
τ’ όνομα το μισητό του πάει και στον ναό μου γράφει,
σα να νοιάστηκε η Παλλάδα να δοξάσει τ’ όνομά του,
κάτω η υπογραφή του, πάνω το κατόρθωμά του!
Κι ο απόγονος των Πίκτων είναι φημισμένος όσο
είν’ ο αρχηγός των Γότθων, πιθανόν και άλλο τόσο.
Ο Αλάριχος τα πάντα είχε άγρια καταστρέψει
με το δίκιο του πολέμου, μα ο Έλγιν για να κλέψει
όσα οι βάρβαροι αφήσαν, που ’τανε απ’ ό,τι εκείνος
είναι βάρβαρος πιο λίγο, γιατί το ’κανε ο Ελγίνος ;
Το ’κανε, όπως τη λεία παρατάει το λιοντάρι
και ακολουθεί ο λύκος ή ο τσάκαλος να πάρει
και να γλείψει κάποια σάρκα που απόμεινε ακόμα
απ’ του λέοντα ή του λύκου το αχόρταγο το στόμα.»
………………………
γ) «Κόρη του Διός, της λέω, γι’ όνομα της Αλβιόνος,
και σαν Βρετανός που είμαι, διαμαρτύρομαι εντόνως.
Μην κακίζεις την Αγγλία, Αθηνά! Απ’ τη Σκωτία
ήτανε ο συλητής σου. – Κοίταξε τη Βοιωτία
από της Φυλής τους λόφους τους ωραίους κοίτα γύρω,
του νησιού μας Βοιωτία, μάθε, είναι η Σκωτία.
Και καλά το ξέρω ότι απ’ αυτή τη νόθα χώρα
της Σοφίας η θεά μας δεν τιμήθηκε ως τώρα.
Χώρα άγονη, που η φύση απλοχέρα δεν εστάθη,
που τα σπέρματά της είναι όλα περιορισμένα
και που έμβλημά της έχει το ψηλό γαϊδουραγκάθι,
χώρα τσιγκουνιάς κι ομίχλης αλλά και της σοφιστείας,
που το μόνο προϊόν της είναι τα πηχτά σκοτάδια
κι οι τσιγκούνηδες κι αχρείοι που γυρίζουν σαν ρημάδια.»
……………………..
δ) «Και στο τέλος, μεσ’ στο τόσο το ανώνυμο το πλήθος,
θα βρεθεί κάποιος διαβάτης που θα έχει λίγο ήθος·
λυπημένος, βλέποντάς τα, άφωνος θ’ αγανακτήσει,
θα θαυμάσει τα κλεμμένα, μα τον κλέφτη θα μισήσει.
Ώ, καταραμένη να ’ναι η ζωή του και ο τάφος,
και οργή να συνοδεύει το ιερόσυλό του πάθος!
Τ’ όνομά του η Ιστορία δίπλα σε ’κείνου θα γράψει
του τρελού, που της Εφέσου το ναό ’χε κατακάψει.
Κι η κατάρα μου πιο πέρα κι απ’ τον τάφο του να πάει
Ο Ηρόστρατος κι ο Έλγιν σε σελίδες παραμένουν
που είναι στιγματισμένες και με στίχους όπου καίνε·
έτσι πάντα είναι γραμμένοι και οι δυό καταραμένοι,
μα ο δεύτερος πιο μαύρος απ’ τον πρώτο θ’ απομένει…»
…………………
ΙΙ. Ο σύγχρονος «απόηχος» της εκκωφαντικής «κραυγής» του Λόρδου Βύρωνα για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα
Επισημάνθηκε ευκρινώς, στο πλαίσιο της ανάλυσης που προηγήθηκε ότι ο Λόρδος Βύρων εκπροσώπησε, «λόγω και έργω», τον θαρραλέο «αφέτη» της «εκκίνησης» ενός μακρού αγώνα αντοχής τόσο για την urbi et orbi καταδίκη της «ιερόσυλης» κλοπής των Γλυπτών του Παρθενώνα από τον Λόρδο Έλγιν, όσο και για την τελική επιστροφή τους στην αρχέγονη «εστία» τους. Αυτός ο «αγώνας αντοχής» έχει μέσα στα χρόνια προσλάβει, ακριβώς λόγω και της «ακτινοβολίας» του ρομαντισμού του Λόρδου Βύρωνα, διαστάσεις οι οποίες υπερβαίνουν κατά πολύ την αμέριστη στήριξη των Ελλήνων και του Ελληνικού Κράτους στην πορεία για μια τέτοια ιστορική διεκδίκηση. Και τούτο, διότι οι συμβολισμοί της εν προκειμένω πνευματικής -και όχι μόνο- ρομαντικής «εξέγερσης» του Λόρδου Βύρωνα έδωσαν, από τότε, στον αγώνα για την καταδίκη του Έλγιν και για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα εκεί που πολιτισμικώς ανήκουν πολυδιάστατες διεθνείς προεκτάσεις. Και οπωσδήποτε σε τέτοιο βαθμό, ώστε το ζήτημα της επιστροφής αυτής να έχει καταστεί μείζον διακύβευμα σε ό,τι αφορά την υπεράσπιση αυτού τούτου του Παγκόσμιου Πολιτισμού. Έτσι σήμερα δεν αμφιβάλλει σχεδόν κανείς -πλην βεβαίως του Βρετανικού Μουσείου, το οποίο δίνει απέλπιδα «μάχη χαρακωμάτων» προκειμένου να κρατήσει «φυλακισμένα» τα Γλυπτά του Παρθενώνα στους σκοτεινούς του θαλάμους, αναδεικνυόμενο ολοένα και περισσότερο σ’ ευτελή «κλεπταποδόχο» της εγκληματικής «λείας» του Λόρδου Έλγιν- για το ότι η θέση των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι στο Μουσείο της Ακρόπολης. Ένα Μουσείο το οποίο δημιουργήθηκε αποκλειστικώς για τον σκοπό αυτό, αφαιρώντας και το τελευταίο –αναμφιβόλως ανίσχυρο εξ υπαρχής- επιχείρημα του Βρετανικού Μουσείου, κατά το οποίο τα Γλυπτά του Παρθενώνα δεν μπορούσαν να επιστραφούν στην Ελλάδα αφού, «δήθεν», εκεί δεν υπήρχε γι’ αυτά η αρμόζουσα στην απαστράπτουσα πολιτισμική αίγλη τους «στέγη». Σ’ επίρρωση της εμβέλειας και της αποτελεσματικότητας αυτής της διεθνοποίησης της καταδίκης του εγκλήματος του Λόρδου Έλγιν και της υπεράσπισης της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα, ιδίως χάρη στον αγώνα του Λόρδου Βύρωνα, παρατίθενται στην συνέχεια ορισμένα, άκρως αντιπροσωπευτικά, παραδείγματα αδιαμφι-σβήτητης εμπέδωσής της στην πράξη. Εμπέδωσης, η οποία μάλιστα επήλθε πολύ πριν επισυμβεί η εκ μέρους της Ελλάδας κρίσιμη καμπή για την διεκδίκηση των Γλυπτών του Παρθενώνα, το 1984, με «ψυχή» την «οραματική» Μελίνα Μερκούρη, υπό την ιδιότητά της ως Υπουργού Πολιτισμού. Και είναι άξιο ιδιαίτερης μνείας το γεγονός ότι τα ως άνω παραδείγματα «ανατρέχουν» στην περίοδο, η οποία ξεκινάει μέσα στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και φθάνει έως το τέλος της δεκαετίας του 1950. Με την απαραίτητη «επισημείωση», ότι τα επιχειρήματα τα στηριζόμενα επί των παραδειγμάτων αυτών πρέπει -κάτι το οποίο δεν έχει έως τώρα συμβεί στον αρμόζοντα βαθμό- να καταστούν, μ’ επιμονή και διάρκεια, «αιχμηρά βέλη» άμεσης και πολυπρισματικής χρήσης στην «φαρέτρα» της επιχειρηματολογίας μας εναντίον της προκλητικής διαστρέβλωσης της αλήθειας εκ μέρους του Βρετανικού Μουσείου.

Α. Η κορυφαία «μαρτυρία» του Λόρδου Kenneth Clark
Μέσα στην δίνη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, και κατ’ ακρίβεια το 1943, «είδε το φως» ένα εξαιρετικά σημαντικό γεγονός υπέρ των θέσεων της Ελλάδας για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα. Και μάλιστα ένα γεγονός, το οποίο προκλήθηκε από μια κορυφαία φυσιογνωμία της Μεγάλης Βρετανίας στον τομέα του Πολιτισμού. Εξ ού και η τάση της «Γηραιάς Αλβιώνας» να υποβαθμίζει έκτοτε «επιμελώς» την σημασία του, αφού στην περίπτωση αυτή τα «πυρά» εναντίον της στείρας αρνητικής στάσης του Βρετανικού Μουσείου ήταν, πέραν της μεγάλης διεθνούς πολιτισμικής τους εμβέλειας, τόσο περισσότερο «επώδυνα» όσο είχαν τον οξύτατο χαρακτήρα των «φίλιων».

1. Πραγματικά, το αίτημα της Ελλάδας για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα είχε, ήδη από το 1943, έναν «απρόσμενο» σύμμαχο στο πρόσωπο του Λόρδου Kenneth Clark, o oποίος συγκαταλέγεται μεταξύ των σπουδαιότερων ιστορικών Τέχνης του 20ού αιώνα. Και ο οποίος, υπό την ιδιότητά του αυτή, μετείχε στην διοίκηση των σημαντικότερων σχετικών Βρετανικών Ιδρυμάτων. Πηγή, από την οποία προκύπτει η κατά τ’ ανωτέρω «συνηγορία» του Λόρδου Kenneth Clark, είναι η μελέτη του James Stourton, «Kenneth Clark, Life, Art and Civilization» (εκδ. William Collins, London, 2017, σελ. 318). Σε αυτή την μελέτη καταγράφεται μια επιστολή του Λόρδου Kenneth Clark, με ημερομηνία 3 Σεπτεμβρίου 1943, προς τον Ιρλανδό ιστορικό Τέχνης Thomas Bodkin, η οποία φυλάσσεται στην Tate Gallery του Λονδίνου.

2. Άκρως ενδεικτικό της καταλυτικής πολιτισμικής βαρύτητας της προμνημονευόμενης επιστολής είναι το ακόλουθο απόσπασμα: «Κατά τρόπο παράλογο, είμαι υπέρ της επιστροφής των Ελγινείων στην Ελλάδα. Όχι όμως για να επανατοποθετηθούν στον Παρθενώνα, αλλά για να εκτεθούν σ’ ένα όμορφο κτίριο στην άκρη της Ακρόπολης, την κατασκευή του οποίου, νομίζω, θα έπρεπε να πληρώσει η Βρετανική Κυβέρνηση. Θα το έκανα για καθαρά συναισθηματικούς λόγους, ως έκφραση της υποχρέωσής μας στην Ελλάδα.» (Tate, 8212, 1-1-17).

3. Όπως καθίσταται πρόδηλο από το ίδιο το περιεχόμενο της δήλωσης αυτής, η σημασία της για το δίκαιο του αιτήματος επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην αρχέγονη «εστία» τους αποκτά τόσο μεγαλύτερη «βαρύτητα», όσο ο Λόρδος Kenneth Clark όχι μόνο το στηρίζει απεριφράστως. Αλλά και αναδεικνύει, στον μέγιστο βαθμό, τις τεράστιες ευθύνες του Βρετανικού Μουσείου για την ανοχή του εγκλήματος του Λόρδου Έλγιν με το να προτείνει -μάλλον ως μια μορφή «εξιλέωσης»- την ανέγερση στην Αθήνα του κατάλληλου Μουσείου για την «στέγασή» των Γλυπτών του Παρθενώνα μ’ έξοδα της ίδιας της Βρετανικής Κυβέρνησης.

Β. Η συγκλονιστική «αλληγορία» του Rodin
Λίγα χρόνια μετά την προεκτεθείσα «μαρτυρία» του Λόρδου Kenneth Clark ήρθε να προστεθεί μια συγκλονιστική «αλληγορία», η οποία κατέστησε ακόμη πιο ηχηρό τον διεθνή αντίκτυπο υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην αρχαία «εστία» τους.

1. Αυτή την φορά ο πολιτισμικός χώρος, από τον οποίο εκπορεύθηκε η νέα «συνηγορία» υπέρ του αγώνα της Ελλάδας και εναντίον της πάγιας άρνησης του Βρετανικού Μουσείου ν’ «αποκηρύξει» το έγκλημα του Λόρδου Έλγιν, ήταν εκείνος της Γαλλίας. Και εκφραστής της ήταν ένας Γάλλος γλύπτης, ο οποίος άφησε το «αποτύπωμά» του βαθιά στην γλυπτική του 20ού αιώνα, ο François Auguste René Rodin.

2. Tην ανάδειξη της «αλληγορίας» αυτής του Rodin την οφείλουμε στον μεγάλο ποιητή μας Άγγελο Σικελιανό. Με τον οποίο ο Rodin φαίνεται να διατηρούσε, για ένα χρονικό διάστημα τουλάχιστον, μια γόνιμη πνευματική επικοινωνία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Άγγελος Σικελιανός «καταγράφει», στο δοκίμιό του «Η διδασκαλία της Εκάβης» -που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του «Πεζός Λόγος», Δ΄ (εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1951, 1983)- την εξής δήλωση του Rodin, όπως ο τελευταίος του την κοινοποίησε ύστερα από μια επίσκεψή του στο Βρετανικό Μουσείο και μπροστά στην «θέα» των «φυλακισμένων» Φειδιακών γλυπτών: «Όλα τα ηλεκτρικά φώτα δεν θα τα εμποδίσουν ν’ αποζητούν αδιάκοπα το γλυκό φως του Ομήρου».

Γ. Ο πολιτισμικός «ύμνος» του André Malraux για τον Παρθενώνα ως «λίκνο» των Γλυπτών που τον «κοσμούσαν» μέσα στους αιώνες
Το πνεύμα του Λόρδου Βύρωνα για τα Γλυπτά του Παρθενώνα «πλανιέται», χωρίς αμφιβολία, και στις σκέψεις που διατύπωσε ο André Malraux, όταν ως Υπουργός Πολιτισμού της Γαλλικής Δημοκρατίας εκφώνησε τον μνημειώδη λόγο του κατά την πρώτη φωταγώγηση της Ακρόπολης, στις 28 Μαΐου 1959. Και μάλιστα στον ίδιο ακριβώς χώρο όπου συντελέσθηκε, σχεδόν ενάμιση αιώνα πριν, το έγκλημα του Λόρδου Έλγιν.

1. Μελετώντας προσεκτικά το σύνολο της ομιλίας αυτής, ο αναγνώστης εύκολα αντιλαμβάνεται ότι ο André Malraux αρχίζει επιχειρηματολογώντας από την ίδια αφετηρία, από την οποία «εκπορεύθηκε», «εκ γενετής», η τεκμηρίωση της βασιμότητας του αγώνα της Ελλάδας για τα Γλυπτά του Παρθενώνα, μ’ «εδραίο» στήριγμα και την κατά τ’ ανωτέρω ποίηση του Λόρδου Βύρωνα. Δηλαδή από το ότι είναι παγκοσμίως αποδεκτό πως τα Γλυπτά αυτά ανήκουν, «δικαιωματικώς» από πολιτισμική έποψη, στον Παρθενώνα και στα Μνημεία του. Και τούτο διότι χωρίς τα Γλυπτά αυτά ο Παρθενώνας, βαριά λαβωμένος -«ακρωτη-ριασμένος», όπως σημειώθηκε και πιο πριν- από μιαν «ιερόσυλη» πράξη βανδαλισμού και λεηλασίας, η οποία καλύπτεται εδώ και πάνω από δύο αιώνες από την «λεοντή» μιας δήθεν «αρχαιολατρίας» που πλήττει ευθέως την Παγκόσμια Πολιτιστική Κληρονομιά, δεν μπορεί να συμβολίσει και, επέκεινα, να εκπέμψει προς την Ανθρωπότητα το αιώνιο, αειθαλές και μοναδικό πολιτισμικό μήνυμα που του αναλογεί.

2. Τα επόμενα τρία αποσπάσματα δίνουν, με χαρακτηριστική καθαρότητα, το «στίγμα» της ως προς τούτο σκέψης του André Malraux (μετ. της Βάσως Μέντζου, στο βιβλίο του Τάκη Θεοδωρόπουλου «Μαλρώ: Οι μεταμορφώσεις της κρυφής Ελλάδας», έκδ. του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης, Αθήνα, 1996, σελ. 9 επ.):

α) Ξεκινώντας την ομιλία του ο Αndré Malraux είχε επισημάνει, βασιζόμενος στην παγκόσμια πολιτισμική εμβέλεια του Παρθενώνα και στα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα, με τα οποία πλέον το κατά τον Θουκυδίδη μήνυμα-έκκληση του Περικλέους μπορεί να εκπέμπεται σε ολόκληρη την Ανθρωπότητα: «Ο πρώτος παγκόσμιος πολιτισμός άρχισε».

β) Και αμέσως στην συνέχεια ο Αndré Malraux, με την imperatoria brevitas που χαρακτήριζε τον λόγο του, «αποθεώνει» την μοναδικότητα του, αναλλοίωτου στους αιώνες και πανανθρώπινου, μηνύματος του Παρθενώνα με τις εξής φράσεις: «Μέσω αυτού του πολιτισμού και προς δόξαν του φωταγωγείται η Ακρόπολη, η οποία καλείται να απαντήσει σε ερωτήματα που κανείς άλλος πολιτισμός δεν έθεσε. Το πνεύμα της Ελλάδας εμφανίστηκε αρκετές φορές στον κόσμο, δεν ήταν όμως πάντοτε το ίδιο. Ήταν λαμπρό στην Αναγέννηση, πόσο μάλλον που η Αναγέννηση πολύ λίγο γνώριζε την Ασία· είναι εξίσου λαμπρό και συνταρακτικό σήμερα, που γνωρίζουμε την Ασία. Σε λίγο καιρό, θεάματα όπως αυτό θα ζωντανέψουν τα μνημεία της Αιγύπτου και της Ινδίας, θα δώσουν φωνή στα φαντάσματα όλων των στοιχειωμένων τόπων. Η Ακρόπολη όμως είναι ο μοναδικός τόπος του κόσμου που κατοικείται ταυτόχρονα από το πνεύμα και από το θάρρος».

γ) Τέλος, λίγο πιο κάτω ο Αndré Malraux συμπυκνώνει, μέσω του μηνύματος του Παρθενώνα, την ουσία του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού ως συστατικού στοιχείου του διαχρονικού Παγκόσμιου Πολιτισμού ως εξής: «Δεν θα πάψουμε ποτέ να το διακηρύσσουμε: Ό,τι σημαίνει για μας η τόσο συγκεχυμένη λέξη παιδεία –το σύνολο των έργων της τέχνης και του πνεύματος- η Ελλάδα το μετέτρεψε, προς δόξαν της, σε μείζον μέσον διαπαιδαγώγησης του ανθρώπου. Είναι ο πρώτος πολιτισμός χωρίς ιερό βιβλίο, όπου η λέξη ευφυΐα σήμαινε να θέτεις ερωτήματα. Ερωτήματα που έμελλε να γεννήσουν την κατάκτηση του κόσμου από το πνεύμα, της μοίρας από την τραγωδία, του θείου από την τέχνη και τον άνθρωπο».

Επίλογος

Η κατά τα προεκτεθέντα εντυπωσιακή πολιτισμική «παρακαταθήκη» του ρομαντισμού του Λόρδου Βύρωνα υπέρ της επίτευξης του στόχου της επανένωσης των Γλυπτών του Παρθενώνα και της όσο το δυνατόν εξάλειψης των επιπτώσεων από την «ιερόσυλη» κλοπή του Λόρδου Έλγιν είναι, και μάλιστα διαχρονικώς, αναντιρρήτως πολύτιμη και πολλαπλώς διδακτική. Πολύτιμη, διότι αναδεικνύεται μέσα στον χρόνο σχεδόν αναντικατάστατη αναφορικά και με την ευόδωση του αγώνα για την υπεράσπιση αυτού τούτου του Παρθενώνα, ως κορυφαίου Μνημείου της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς και ως εξίσου κορυφαίου συμβόλου του Παγκόσμιου Πολιτισμού εν γένει. Και διδακτική -και δη πολλαπλώς- επειδή πέραν των άλλων «φωτίζει», με «ανέφελη» καθαρότητα, τον δρόμο για την κατά τ’ ανωτέρω αποτελεσματική υπεράσπιση η οποία πρέπει να επιδιωχθεί, με συνέπεια και δίχως αλυσιτελείς ή και επικίνδυνες υποχωρήσεις και υπαναχωρήσεις, έως την τελική δικαίωση.

Α. Μπορεί να έχουν περάσει πολλές δεκαετίες από την συντέλεση του ειδεχθούς πολιτισμικού εγκλήματος του Λόρδου Έλγιν και από την έναρξη του ιστορικού εγχειρήματος -με αφετηρία έμπνευσης, όπως επανειλημμένως επισημάνθηκε προηγουμένως, την ποίηση του Λόρδου Βύρωνα- για την επιστροφή και την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα. Όπως όμως όλα δείχνουν, αυτή η «μάχη διαρκείας» δεν είναι, κατ’ ουδένα τρόπο, μια μάταιη προσπάθεια, μια «πορεία στην έρημο» που αναλώνεται στον εντοπισμό «αντικατοπτρισμών». Ίσως, βεβαίως, αυτή να είναι η εντύπωση, την οποία με πρωτόγνωρη εμμονή προσπαθεί να καλλιεργήσει το Βρετανικό Μουσείο και την οποία ενισχύει, τεχνηέντως, όσο η προοπτική της επικράτησής της «θολώνει» στον διεθνή ορίζοντα. Στην πραγματικότητα, όλα δείχνουν πως το Βρετανικό Μουσείο χάνει συνεχώς «έδαφος» και απομονώνεται όχι μόνο διεθνώς, αλλά και μέσα στην ίδια την Μεγάλη Βρετανία. Η στάση ακόμη και κορυφαίων εκπροσώπων του Τύπου στην Μεγάλη Βρετανία το αποδεικνύει μ’ έμφαση, ενώ η επινόηση ολοένα και περισσότερο ευτελών επιχειρημάτων από την πλευρά του Βρετανικού Μουσείου πρέπει να εκληφθεί και να ερμηνευθεί ως σύμπτωμα «πανικού» των «υπευθύνων» του μπροστά στην γενικευόμενη διεθνή κατακραυγή. Με βάση τα δεδομένα αυτά θα συνιστούσε αδιανόητη αλλά ανεπίτρεπτη οπισθοδρόμηση από την πλευρά της Ελλάδας η υιοθέτηση μιας τακτικής «συμβιβασμού» με το Βρετανικό Μουσείο -δήθεν ως δείγμα «ρεαλισμού»- υπό το κράτος της επώδυνης ψευδαίσθησης ότι, στην σκληρή και κυνική διεθνώς εποχή μας, επίτευξη μεγάλων στόχων δεν νοείται δίχως συμβιβασμούς!

Β. Τέτοιοι λοιπόν συμβιβασμοί από την πλευρά της Ελλάδας δεν είναι νοητοί και λόγω του ότι η ισχύς, θεσμική και πολιτική, των επιχειρημάτων που διαθέτει για την επίτευξη του στόχου της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι εντυπωσιακή, κάτι το οποίο εμπεδώνεται ως πεποίθηση και διεθνώς, προϊόντος του χρόνου. Έτσι στο Βρετανικό Μουσείο μένει χαραγμένο, ανεξίτηλα, το «στίγμα» του «κλεπταποδόχου» των «σπαραγμάτων» του Παρθενώνα που σύλησε με βέβηλο τρόπο ο Λόρδος Έλγιν. «Στίγμα» το οποίο η Ελλάδα πρέπει ν’ αναδεικνύει και να καταγγέλλει αδιαλείπτως, urbi et orbi. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο κάνοντας, δήθεν, κάποιες «υποχωρήσεις» τα τελευταία χρόνια, το Βρετανικό Μουσείο πρότεινε στην Ελλάδα την για ορισμένο χρόνο επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην αρχέγονη «εστία» τους με κάποια μορφή «δανεισμού». Όμως κάθε προσφυγή σε οιαδήποτε μέθοδο δανεισμού πρέπει να θεωρείται, άνευ άλλου τινός, απορριπτέα από Ελληνικής πλευράς. Και τούτο διότι κατά βάθος πρόκειται, και δη οφθαλμοφανώς, για μια κακοστημένη παγίδα του Βρετανικού Μουσείου στο πλαίσιο της επιδίωξής του να «ξεπλύνει» τελικώς το πολιτισμικό ανοσιούργημα του Λόρδου Έλγιν και την δική του μακροχρόνια, εξίσου πολιτισμικώς καταδικαστέα, ανοχή και συγκάλυψη. Επομένως, αποδοχή οιασδήποτε μεθόδου και πρακτικής δανεισμού των Γλυπτών του Παρθενώνα με «δανειολήπτη» την Ελλάδα θα σήμαινε, κατ’ ουσία, προηγούμενη αποδοχή εκ μέρους της ότι το Βρετανικό Μουσείο είναι και θα είναι στο διηνεκές «νόμιμος κύριος», «απαλλαγμένος» εφεξής από τις βαρύτατες ευθύνες του για την συγκάλυψη του εγκλήματος του Λόρδου Έλγιν. Οπότε η μόνη πρέπουσα απάντηση της Ελλάδας σε τέτοιες μεθοδεύσεις είναι η, χωρίς περιστροφές και «δεύτερες σκέψεις», άνευ όρων απόρριψή τους, καθώς και η «προτροπή» προς το Βρετανικό Μουσείο να διαβάσει καλά τον ακόλουθο στίχο από τον «Άξιον Εστί» («Προφητικόν») του Οδυσσέα Ελύτη: «Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν…..»

 

Σύνταγμα και εκλογικό σύστημα: Σε αναζήτηση εγγυήσεων της δημοκρατικής αντοπροσώπευσης

Ιφιγένεια Καμτσίδου, Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου Α.Π.Θ.

Το Σύνταγμα μας σχεδιάζει κανονιστικά τον «φέροντα σκελετό» του εκλογικού συστήματος. Το άρθρο 54 παρ. 1 Συντ. αναθέτει στην Βουλή να το διαρρυθμίσει, μάλιστα με ευρύτερη συναίνεση. Διαφορετικά, αυτό εφαρμόζεται στις μεθεπόμενες εκλογές από την ψήφισή του, ώστε να μην μπορεί καθεμιά κοινοβουλευτική πλειοψηφία να εισάγει ρυθμίσεις που θα εξυπηρετούν τα συγκυριακά της συμφέροντα.
Ο νομοθέτης, όμως, δεν είναι ελεύθερος να διαμορφώνει τον εκλογικό νόμο. Το Σύνταγμα θεσπίζει τις αρχές που ρυθμίζουν την ψήφο και ενεργούν ως παράμετροι συγκρότησης του εκλογικού συστήματος. Έτσι προβλέπει ρητά, ότι οι βουλευτές εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία, ενώ η ισότητα της ψήφου απορρέει από την ίδια την λαϊκή κυριαρχία και προσλαμβάνει το πλήρες νόημά της ως αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου. Τούτο σημαίνει πως το εκλογικό σύστημα πρέπει να διασφαλίζει, ότι η ψήφος καθενός εκλογέα θα ασκεί την ίδια επιρροή στην διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος, δηλαδή, ότι η ίδια εκλογική δύναμη των κομμάτων θα επιδρά χωρίς σημαντικές διαφοροποιήσεις στην κατανομή των εδρών καθεμιάς εκλογικής περιφέρειας.

Το εκλογικό σύστημα οφείλει, επομένως, να διασφαλίζει την αναλογική εκπροσώπηση των κομμάτων στην Βουλή: κατά το Σύνταγμα το εκλογικό σύστημα πρέπει να οδηγεί στην ανανέωση της σύνθεσης της λαϊκής αντιπροσωπείας, αλλά και στην ανάδειξη κυβέρνησης, σύμφωνα με τις επίκαιρες επιλογές του εκλογικού σώματος. Για τον λόγο αυτό, και ο στόχος της κυβερνητικής σταθερότητας αποτελεί μια από τις παραμέτρους για την επιλογή του εκλογικού συστήματος, που μπορεί να κάμπτει κάπως την αναλογικότητα της κατανομής των εδρών, προκειμένου να αποφεύγονται ο κατακερματισμός των κοινοβουλευτικών δυνάμεων και ο κίνδυνος της ακυβερνησίας.

Στην πράξη, πάντως, η αναλογική εκπροσώπηση των πολιτικών δυνάμεων νοθεύεται και η ισοδυναμία της ψήφου εξαϋλώνεται. Ενδεικτικά, τα εκλογικά συστήματα αποδίδουν στο πρώτο κόμμα σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό εδρών στην Βουλή σε σχέση με το ποσοστό του στο εκλογικό αποτέλεσμα. Με την πρόβλεψη «bonus», η κοινοβουλευτική υπεραντιπροσώπευση του πρώτου κόμματος παραμένει υψηλότατη, με τον δείκτη αντιπροσώπευσής του να κυμαίνεται μεταξύ 121% και 200% . Το ΑΕΔ δεν έστερξε να ελέγξει την αντισυνταγματικότητα των σχετικών ρυθμίσεων και τα εκλογικά συστήματα στήριξαν για μεγάλο χρονικό διάστημα τον δικομματισμό, ευνοώντας συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις.
Εξού, μπροστά και στην ρευστοποίηση του κομματικού σκηνικού, πυκνώνουν οι φωνές που προτείνουν την συνταγματοποίηση των πλειοψηφικών χαρακτηριστικών του εκλογικού νόμου. Πρόκειται για επιστροφή στην εποχή της ψήφου με σφαιρίδιο, την οποία η αμοιβαία δυσπιστία των κομματικών σχηματισμών είχε εντάξει στο Σύνταγμα του 1864, προκαλώντας μακρόχρονες αγκυλώσεις. Οι σύγχρονες αδυναμίες του κομματικού συστήματος δεν δικαιολογούν τον αναχρονισμό. Αντίθετα, η ιστορία και η συγκριτική ανάλυση δείχνουν ότι το εκλογικό σύστημα πρέπει να παραμένει «ανοιχτό», για να μπορεί ο νομοθέτης να μεταβάλλει τις συνιστώσες του, ενόψει της πραγμάτωσης της λαϊκής κυριαρχίας στην μεταβαλλόμενη ιστορική συγκυρία.

Σήμερα, το δημοκρατικό πρόταγμα που παραμένει μετέωρο, είναι αυτό για εκλογικό σύστημα ικανό να «μετουσιώνει» τις πολιτικές επιλογές του λαού σε κοινοβουλευτική και κυβερνητική πράξη. Είναι, λοιπόν, κρίσιμο, στην προσεχή συνταγματική αναθεώρηση να αναζητηθούν εγγυήσεις, ώστε να εξυπηρετείται η ισοδυναμία της ψήφου και να εξασφαλίζεται ότι η λαϊκή εντολή θα επηρεάζει πραγματικά το νομοθετικό και κυβερνητικό έργο . Αλλιώς, η πολιτική απάθεια θα ενισχύεται και η αυτοκυβέρνηση του λαού θα μοιάζει με χίμαιρα.

Δημοσιεύτηκε στο Βήμα της Κυριακής της 3/11/2024

Η νέα αξιωματική αντιπολίτευση. Μια μοναδική ιστορικά και αναμενόμενη πολιτικά εξέλιξη δίχως ουσιώδεις νομικές επενέργειες

Θανάσης Γ. Ξηρός, Αναπληρωτής Καθηγητής, Συνταγματικού Δικαίου ΑΣΕΙ-ΣΣΕ

Ι

Ο προεδρεύων, Ε΄ Αντιπρόεδρος της Βουλής, στη συνεδρίαση της Ολομέλειάς της την 22α Νοεμβρίου 2024 ανακοίνωσε την αποχώρηση δύο (2) ακόμη βουλευτών από την κοινοβουλευτική ομάδα του «Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς-Προοδευτική Συμμαχία» και την ανεξαρτητοποίησή τους. Έτσι, επισημοποιήθηκε τυπικά η ανατροπή, άραγε προ στιγμής(;), στη σειρά κατάταξης των κοινοβουλευτικών δυνάμεων. Η έως τότε δεύτερη περιορίστηκε στους είκοσι εννέα (29) βουλευτές, συνολικά δέκα οκτώ (18) λιγότερους από όσους είχαν αναδειχθεί υπό τη σημαία της στην εκλογική αναμέτρηση της 24ης και της 25ης Ιουνίου 2023, και στη θέση της βρέθηκε το «Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα-Κίνημα Αλλαγής». Διαθέτοντας τριάντα ένα (31) βουλευτές είναι, πλέον, η μεγαλύτερη σε δύναμη κοινοβουλευτική ομάδα που δεν μετέχει στην κυβέρνηση. Δηλαδή, κατέστη αξιωματική αντιπολίτευση έπειτα από δέκα πέντε σχεδόν έτη, πιο πρόσφατη και χρονικά τελευταία υπήρξε στη Βουλή του 2007, και τούτη τη φορά ως συνασπισμός περισσότερων πολιτικών κομμάτων.

ΙΙ

Η εξέλιξη είναι μοναδική στην κοινοβουλευτική μας ιστορία. Ουδέποτε, τουλάχιστον μεταπολεμικά και μεταπολιτευτικά, είχε σημειωθεί εναλλαγή στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου. Ακόμη και όταν, κατ’ ακραία εξαίρεση, η απόσταση μεταξύ της δεύτερης και της τρίτης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας υπήρξε οριακή ή απλώς μικρή, από μόνη της δεν αποδείχθηκε αρκετή, προκειμένου να αποκτήσει το ενδεχόμενο επικαιρότητα. Άλλωστε, για να λάβει χώρα απαιτούνται, πρωτίστως, πολιτικές διεργασίες ικανές να πυροδοτήσουν ανακατατάξεις ή μετακινήσεις, όχι μεμονωμένες αλλά σε ευρεία έκταση, και να καταλήξουν στη σημαντική αποδυνάμωση ή, αντιστοίχως, στην όμοια ενίσχυση των εμπλεκομένων συνθέσεων. Τέτοια χαρακτηριστικά και μάλιστα σε πρωτοφανή ένταση απαντώνται στην περίπτωση του «Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς-Προοδευτική Συμμαχία». Πριν ακόμη συμπληρωθούν δέκα οκτώ (18) μήνες από τις τελευταίες γενικές βουλευτικές εκλογές, έχει ήδη αντιμετωπίσει δύο «βίαιες» διασπάσεις, διαρκείς, συχνά εκτός ελέγχου, πολιτικές αντιπαραθέσεις και την ανάγκη να αναδείξει δύο φορές νέο αρχηγό του.

ΙΙΙ

Ανεξαρτήτως της ένταξής τους σε συγκεκριμένη κοινοβουλευτική ομάδα, οι βουλευτές και οι ομάδες τους ανήκουν στη συμπολίτευση ή στην αντιπολίτευση. Πρόκειται για κατηγοριοποίηση τόσο παλιά όσο ο κοινοβουλευτισμός και η κοινοβουλευτική αρχή στην εξελιγμένη μορφή τους. Η συμπολίτευση είναι, κατά κανόνα, μονοκομματικής σύνθεσης και περιλαμβάνει τους βουλευτές που έχουν παράσχει και εξακολουθούν να περιβάλουν με την εμπιστοσύνη τους την κυβέρνηση. Αντιθέτως, την αντιπολίτευση, απαρτίζουν περισσότερες της μίας κοινοβουλευτικές ομάδες, αλλά ο συνολικός αριθμός των μελών τους υπολείπεται, κατά κανόνα, εκείνου της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Η πρώτη σε δύναμη από τις κοινοβουλευτικές ομάδες της αντιπολίτευσης αποτελεί την αξιωματική και οι λοιπές συνθέτουν την ελάσσονα. Αν και η διάκριση είναι γνωστή από μακρού στην κοινοβουλευτική πράξη και στην επιστήμη, ο νομοθέτης είτε δεν αναφέρεται σε αυτήν είτε, συνήθως, την αγνοεί, υποτιμώντας, μάλλον, τη σημασία της.
Ο συνταγματικός νομοθέτης στη μοναδική διάταξη αυξημένης τυπικής ισχύος που τον απασχολεί ο συσχετισμός δυνάμεων στη Βουλή προκρίνει την αναφορά στο ποσοτικό κριτήριο, την κοινοβουλευτική δύναμη. Όταν επικρατεί η σχετικά πλειοψηφική εκδοχή της δεδηλωμένης, δηλαδή όταν δεν έχει προκύψει από τις γενικές βουλευτικές εκλογές μονοκομματική αυτοδυναμία, οι αρχηγοί καθενός από τα τρία πρώτα σε αριθμό βουλευτών πολιτικά κόμματα λαμβάνουν, διαδοχικά, τη διερευνητική εντολή και αναζητούν ευρύτερες συμπράξεις ή συναινέσεις για το σχηματισμό βιώσιμης κυβέρνησης (άρθρο 37 παρ. 3 πρότ. 1 Συντ.). H ίδια επιλογή στη διατύπωση, δηλαδή η αναφορά στην κοινοβουλευτική δύναμη, υιοθετείται, με δύο σημειακές εξαιρέσεις, και από τον Κανονισμό της Βουλής. Ορίζει, εν πρώτοις, ότι αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, είναι ο Πρόεδρος της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που δεν μετέχει στην κυβέρνηση και, υπό αυτήν του την ιδιότητα, απολαμβάνει τα δικαιώματα που του αναγνωρίζει ο Κανονισμός και οι κείμενες διατάξεις (άρθρο 20 ΚτΒ). Εξάλλου, από τις πέντε (5) προ ημερησίας διατάξεως συζητήσεις κατά τη διάρκεια κάθε (τακτικής) βουλευτικής συνόδου, το θέμα των οποίων επιλέγει η αντιπολίτευση, τις δύο (2) τις προκαλεί η αξιωματική (άρθρο 143 παρ. 2 εδάφ. γ΄ πρότ. 1 ΚτΒ).

IV

Οι γενικές βουλευτικές εκλογές της 24ης-25ης Ιουνίου 2023 διεξήχθησαν ένα περίπου μήνα μετά τις ατελέσφορες όμοιες προηγούμενες και με εκλογικό σύστημα τη γνωστή παραλλαγή της ενισχυμένης αναλογικής των δύο πρώτων δεκαετιών του διανυόμενου αιώνα και μοναδική διαφοροποίηση την κλιμακωτή πριμοδότηση (bonus) σε έδρες του νικητή τους. Για πρώτη φορά μεταπολιτευτικά, ανεξαρτήτως της εκδοχής της δεδηλωμένης που επικρατεί και με την εξαίρεση της ιδιάζουσας πολιτικής συγκυρίας στη Βουλή του Νοεμβρίου του 1989, η αξιωματική αντιπολίτευση ανέδειξε μόλις σαράντα οκτώ (48) βουλευτές. Όσα ακολούθησαν την παραίτηση του Αλ. Τσίπρα και οι, τουλάχιστον, αμφιλεγόμενες, συχνά προκλητικές, δηλώσεις ή επιλογές του εξωκοινοβουλευτικού διαδόχου του στην αρχηγία του «Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς-Προοδευτική Συμμαχία», θα θέσουν το κόμμα σε διαρκή πολιτική περιδίνηση.
Πριν από ένα έτος η αποχώρηση δύο (2) και ελάχιστες ημέρες αργότερα άλλων εννέα (9) βουλευτών, μεταξύ των οποίων ήταν και εκείνη που είχε διεκδικήσει την ηγεσία του πολιτικού κόμματος, και ευάριθμων μελών του κεντρικού καθοδηγητικού οργάνου σηματοδότησε τον πρώτο σταθμό σε μια προδιαγεγραμμένη πορεία συρρίκνωσης. Την κορύφωσή της συνιστούν η μομφή στο πρόσωπο του τότε αρχηγού και ο αποκλεισμός του από τη διαδικασία ανάδειξης του νέου. Ο τελευταίος σταθμός συμπίπτει με τις πρόσφατες ανεξαρτητοποιήσεις. Η επισημοποίησή τους μείωσε τη σύνθεση της κοινοβουλευτικής ομάδας του δεύτερου σε εκλογική απήχηση πολιτικού κόμματος. Τα νέα αριθμητικά δεδομένα έφεραν το «Συνασπισμό της Ριζοσπαστικής Αριστεράς-Προοδευτική Συμμαχία» στην τρίτη θέση της κατάταξης των κοινοβουλευτικών δυνάμεων και στην ελάσσονα αντιπολίτευση.
Η οριακή διαφορά του, υπολείπεται μόλις δύο (2) βουλευτές, από τη νέα αξιωματική αντιπολίτευση δεν επιτρέπει πάντως να χαρακτηριστεί η εναλλαγή οριστική στην απομένουσα διάρκεια της διανυόμενης βουλευτικής περιόδου. Στο επικρατούν ρευστό κοινοβουλευτικό περιβάλλον, με τους ανεξάρτητους να αριθμούν ήδη είκοσι ένα (21) μέλη, τίποτε δεν αποκλείει την εκδήλωση, ίσως και αμέσως μετά την εκλογή του νέου αρχηγού του «Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς-Προοδευτική Συμμαχία», πρωτοβουλίας για την ενίσχυση της κοινοβουλευτικής του ομάδας και την αύξηση του αριθμού των βουλευτών του. Η επιτυχής έκβασή της, δηλαδή η ανταπόκριση κάποιων από την ευάριθμη δεξαμενή των διαθέσιμων προς ένταξη σε κοινοβουλευτική ομάδα ή η επιστροφή των βουλευτών της «Νέας Αριστεράς», θα σημάνει, άνευ ετέρου, την επαναφορά του στην αξιωματική αντιπολίτευση. Έτσι, η νωπή νέα πραγματικότητα θα αποδειχθεί, εντέλει, παρένθεση και μάλιστα βραχεία.

V

1. Η τοποθέτηση πολιτικού κόμματος στην αξιωματική αντιπολίτευση, ιδιαίτερα όταν διαθέτει σημαντική σε αριθμό κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, συνδέεται με αξιοσημείωτες πολιτικές ή επικοινωνιακές επενέργειες. Το φέρνει, περισσότερο από τις λοιπές δυνάμεις της αντιπολίτευσης, αντιμέτωπο στη Βουλή και την κοινωνία με την πλειοψηφία και τις επιλογές της. Δεν είναι τυχαίο ότι σε αρκετές Ευρωπαϊκές χώρες σχηματίζει σκιώδη κυβέρνηση με τα μέλη της να παρακολουθούν και να ελέγχουν τους ομόλογούς τους Υπουργούς. Η αξιωματική αντιπολίτευση διατηρεί, επίσης, την, κατά βάση εύλογη, ρεαλιστική προσδοκία να αναλάβει μετά τις γενικές βουλευτικές εκλογές τη διακυβέρνηση της χώρας.
Έτσι, το προεκλογικό της πρόγραμμα προβάλλεται επικοινωνιακά με μεγαλύτερη πειστικότητα ως η εναλλακτική κυβερνητική πρόταση. Ειδικά για το «Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα-Κίνημα Αλλαγής» και παρά την ισχνή, μοναδική στην κοινοβουλευτική μας ιστορία, κοινοβουλευτική του δύναμη, η επιστροφή στη θέση που κατείχε ως αυτοτελές πολιτικό κόμμα επί περίπου δέκα πέντε (15) έτη από τα τριάντα πέντε (35) συνολικά της εποχής του παραδοσιακού δικομματισμού μπορεί να σηματοδοτήσει, αν τη διαχειριστεί με ευρηματικούς και πειστικούς πολιτικούς και επικοινωνιακούς χειρισμούς, τη ζητούμενη, επί μία και πλέον δεκαετία, επανεκκίνηση, αφήνοντας οριστικά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας το «μνημονιακό άγος».
2. Η επαναφορά στην αξιωματική αντιπολίτευση ενός από τους δύο πρωταγωνιστές του μεταπολιτευτικού πολιτικού κύκλου και για όσο χρόνο θα παραμείνει στη θέση αυτή, δεν έχει, παρά τα όσα διακινήθηκαν σε μερίδα του Τύπου, πολλές και πάντως ιδιαίτερης σημασίας νομικές επενέργειες. Ο Πρόεδρος της κοινοβουλευτικής του ομάδας εγκαθίσταται στο γραφείο που διατίθεται στον αρχηγό της μεγαλύτερης σε δύναμη, η οποία όμως δεν μετέχει στην κυβέρνηση. Εξάλλου, ο αριθμός των μετακλητών υπαλλήλων που διορίζονται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής αυξάνεται, παρά το γεγονός ότι η κατανομή και η διαβάθμιση τους καθορίζονται αναλόγως της κοινοβουλευτικής δύναμης (άρθρο 18 παρ. 4 πρότ. 2 ΚτΒ), και η νέα αξιωματική αντιπολίτευση θα έχει στη διάθεσή της εννέα (9) έναντι έξι (6) πριν, δηλαδή τρεις (3) περισσότερους, απασχολούμενους αυτής της κατηγορίας [άρθρο 35 παρ. 1 περίπτ. Στ υποπεριπτ. β) και γ) ΚτΒ/Μέρος Προσωπικό]. Δικαιούται, επίσης, θέση Αντιπροέδρου, αντί εκείνης του Γραμματέα, στην Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων (άρθρο 32Α παρ. 3 πρότ. 3 ΚτΒ) και Γραμματέα στην επιτροπή για τα εθνικά ή τα θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος (άρθρο 45 παρ. 3 ΚτΒ).
Ως αξιωματική αντιπολίτευση μπορεί να προκαλέσει δύο (2), αντί της μιας (1), συζητήσεις προ ημερησίας διατάξεως (άρθρο 143 παρ. 2 εδάφ. γ΄ ΚτΒ). Βουλευτής της και ο αναπληρωματικός του ορίζονται από τον Πρόεδρο της κοινοβουλευτικής ομάδας στη σύνθεση της επιτροπής που ελέγχει τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων και τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των υπόχρεων πολιτικών προσώπων (άρθρο 1 παρ. 1 περίπτ. ιε΄ του ν. 3023/2002, σε συνδυασμό με το άρθρο 3Α παρ. 2 περίπτ. ι΄ το ν. 3213/2003, όπως ισχύουν). Αντιθέτως, διαφοροποιήσεις δεν εντοπίζονται στο χρόνο ομιλίας του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, είναι ο ίδιος με εκείνον των άλλων πολιτικών αρχηγών (άρθρα 97 παρ. 2, 103 παρ. 2, 108 παρ. 5, 109 παρ. 7, 110 παρ. 5, 121 παρ. 6, 123 παρ. 4, 142 παρ. 4 και 6, 143 παρ. 4 ΚτΒ), στις συζητήσεις όμως παίρνει το λόγο, κατά περίπτωση, πριν ή μετά τον Πρωθυπουργό. Δεδομένης, τέλος, της οριακής διαφοράς που χωρίζει τη δεύτερη από την τρίτη στη σειρά κατάταξής τους κοινοβουλευτική ομάδα, δεν υπάρχουν μεταβολές στη συγκρότηση των σχηματισμών, κάθε μορφής, της Βουλής, αφού η σύνθεσή τους διαμορφώνεται αναλόγως της κοινοβουλευτικής δύναμης (άρθρα 29 παρ. 3 εδάφ. β΄, 31 παρ. 5 και 49Α παρ. 2 εδάφ. β΄ πρότ. 1 ΚτΒ).

 

1. Το προεδρείο της Βουλής απαρτίζουν ο Πρόεδρος, οι Αντιπρόεδροι, τρεις (3) Κοσμήτορες και έξι (6) Γραμματείς (άρθρο 6 παρ. 1 ΚτΒ). Με την εξαίρεση της συμπολίτευσης από τις τάξεις της οποίας προέρχονται οι τρεις (3) πρώτοι, κατά τη σειρά, Αντιπρόεδροι, κάθε κοινοβουλευτική ομάδα της αντιπολίτευσης εκλέγει έναν (Αντιπρόεδρο) (άρθρο 6 παρ. 2 εδάφ. α΄ πρότ. 4 ΚτΒ). Έτσι, ο τέταρτος Αντιπρόεδρος, ένας Κοσμήτορας και ένας Γραμματέας προέρχονται από τη δεύτερη σε δύναμη κοινοβουλευτική ομάδα (άρθρο 6 παρ. 2 εδάφ. α΄ πρότ. 2 ΚτΒ), ένας βουλευτής της είναι μέλος της τριμελούς επιτροπής που καταμετρά τις ψήφους στη διαδικασία εκλογής (άρθρο 8 παρ. 2 πρότ. 2 ΚτΒ), ενώ από την τρίτη (κοινοβουλευτική ομάδα) προέρχονται ο πέμπτος Αντιπρόεδρος και, επίσης, ένας Γραμματέας (άρθρο 6 παρ. 2 εδάφ. α΄ πρότ. 3 ΚτΒ).
Η θητεία των Αντιπροέδρων διαρκεί όσο και η βουλευτική περίοδος (άρθρο 9 παρ. 1 πρότ. 1 ΚτΒ), διατηρούν όμως το αξίωμά τους και μετά τη λήξη της ή τη διάλυση της Βουλής και έως την έναρξη των εργασιών της νέας (άρθρο 9 παρ. 2 πρότ. 1 ΚτΒ), εκείνη των Γραμματέων και των Κοσμητόρων διαρκεί όσο η τακτική σύνοδος στην οποία εκλέχθηκαν, διατηρούν όμως το αξίωμά τους έως την έναρξη των εργασιών της νέας (συνόδου) και την εκλογή των διαδόχων τους (άρθρο 6 παρ. 2 πρότ. 2 ΚτΒ). Η θητεία όλων λήγει αυτοδικαίως, όταν απωλέσουν την ιδιότητα του μέλους της κοινοβουλευτικής ομάδας από την οποία προέρχονται (άρθρο 9 παρ. 2 εδάφ. β΄ ΚτΒ). Τέλος, οι θέσεις του προεδρείου, που χηρεύουν από οποιαδήποτε αιτία, συμπληρώνονται αμέσως με την εκλογή των νέων μελών για το υπόλοιπο της θητείας των αντικαθιστώμενων (άρθρο 9 παρ. 1 εδάφ. α΄ ΚτΒ).
2. Ο Κανονισμός της Βουλής δεν ρυθμίζει την εναλλαγή κοινοβουλευτικών ομάδων στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου. Πρόκειται για εξέλιξη, την οποία δεν θα μπορούσε να έχει υπόψη του ο νομοθέτης. Γι’ αυτό, το κενό δεν πρέπει να προκαλεί απορίες και μπορεί να καλυφθεί ερμηνευτικά. Η νέα αξιωματική αντιπολίτευση διέθετε ήδη τον πέμπτο Αντιπρόεδρο και έναν Κοσμήτορα στις θέσεις του προεδρείου της Βουλής. Έτσι, η αναβάθμισή της επιβάλλει, εν πρώτοις, τη συμπλήρωση της εκπροσώπησής της με ένα Γραμματέα και η εκλογή του επιβάλλεται να διενεργηθεί αμέσως. Ερευνητέο παραμένει, αν θα απαιτηθεί νέα εκλογή του τέταρτου και του πέμπτου Αντιπροέδρου, προκειμένου να αντικαταστήσουν εκείνους που είχαν αναδειχθεί υπό τον προηγούμενο συσχετισμό στις δυνάμεις των δύο πρώτων κοινοβουλευτικών ομάδων της αντιπολίτευσης.
Σε μερίδα του Τύπου υποστηρίχθηκε ότι η διενέργεια εκλογής δεν είναι αναγκαία και θα αρκούσε η αναρίθμηση, δίχως πάντως να διευκρινίζεται πώς και από ποιόν, της σειράς των δύο θέσεων. Δηλαδή, να ονομαστούν ο τέταρτος Αντιπρόεδρος πέμπτος και, αντιστρόφως, ο πέμπτος τέταρτος. Στην άποψη φαίνεται να προσφέρει ανομολόγητο έρεισμα η πρόβλεψη του Κανονισμού της Βουλής ότι η θητεία των Αντιπροέδρων διαρκεί όσο και η βουλευτική περίοδος. Ωστόσο, η εν λόγω ρύθμιση καθορίζει το χρονικό πέρας, για την ακρίβεια τη λήξη της θητείας τους, και δεν καταλαμβάνει τις περιπτώσεις που ανακύπτει σχετικό ζητήματα κατά τη διάρκειά της. Όταν η κατάληψη συγκεκριμένης θέσης συνδέεται με τη σειρά κατάταξης και την κοινοβουλευτική δύναμη, η ανατροπή και, αντιστοίχως, η μεταβολή της συνιστούν, ερμηνευτικά, λόγο χηρείας. Δηλαδή, λόγο που επιβάλει την κένωσή της (θέσης) και την, εκ νέου, πλήρωσής της για το υπόλοιπο της καθορισμένης θητείας. Υπό τον επικρατούντα συσχετισμό δυνάμεων, για την επιλογή του τέταρτου και του πέμπτου Αντιπροέδρου, πρέπει, λοιπόν, να διεξαχθεί νέα ψηφοφορία και μάλιστα άμεσα, ακόμη αν οι προτάσεις των δύο κοινοβουλευτικών ομάδων παραμείνουν στα ίδια πρόσωπα.

VΙΙ

Ο αριθμός των Αντιπροέδρων που συμμετέχουν στη σύνθεση του προεδρείου δεν καθορίζεται, σε αντίθεση με όσα προβλέπονται για τους Κοσμήτορες και τους Γραμματείς, στον Κανονισμό της Βουλής. Συνεπώς, δεν είναι, εκ των προτέρων, γνωστός και, πολύ περισσότερο, σταθερός. Κάθε κοινοβουλευτική ομάδα, με την εξαίρεση της συμπολίτευσης, εκλέγει έναν Αντιπρόεδρο (άρθρο 6 παρ. 2 εδάφ. α΄ πρότ. 4 ΚτΒ). Γι’ αυτό, ο αριθμός τους συναρτάται ευθέως προς εκείνον των κοινοβουλευτικών ομάδων της αντιπολίτευσης. Επισημαίνεται ότι οι Αντιπρόεδροι στο σύνολό τους είναι, μεταξύ άλλων, μέλη της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής. Δηλαδή, του συλλογικού οργάνου της, το οποίο εκλέγει, με την αυξημένη-ειδική πλειοψηφία των τριών πέμπτων (3/5) των μελών του, τις συνθέσεις των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών (άρθρο 101Α παρ. 2 προτ. 3 και 4 Συντ.).
Ο Κανονισμός της Βουλής δεν ρυθμίζει, επίσης, την αντιμετώπιση κοινοβουλευτικής ομάδας που συγκροτείται, κατά πρώτον, στη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου, εν γένει αλλά και ειδικά για την εκλογή σε θέση Αντιπροέδρου προερχόμενου από τις τάξεις της. Η παράλειψη θα μπορούσε να θεωρηθεί, εν πολλοίς, αναμενόμενη. Πρόκειται για εξέλιξη που δεν είχε αποκτήσει μεταπολιτευτικά επικαιρότητα έως την 5η Δεκεμβρίου 2023, οπότε συγκροτήθηκε η «Νέα Αριστερά». Ο γενικός και αδιάστικτος κανόνας κάθε κοινοβουλευτική ομάδα και ένας Αντιπρόεδρος επιβάλλει την εκλογή του, ανεξαρτήτως της στιγμής που θα συγκροτηθεί και την παύση του, όταν η κοινοβουλευτική ομάδα διαλυθεί. Σε λίγες ημέρες η «Νέα Αριστερά» συμπληρώνει ένα έτος ζωής, δίχως όμως να έχει αποκτήσει ακόμη Αντιπρόεδρο. Τούτο μπορεί, ενδεχομένως, να φαίνεται δικαιολογημένο και, εν πολλοίς, επιδιωκόμενο σε όσους δεν επιθυμούν τη μεταβολή της σύνθεσης της Διάσκεψης των Προέδρων και, ιδίως, την αριθμητική αύξηση της βάσης για τον υπολογισμό της αυξημένης-ειδικής πλειοψηφίας.
Είναι όμως, τουλάχιστον, δυσεξήγητο ο δικαιούχος θέσης Αντιπρόεδρου να σιωπά και να μην τη διεκδικεί. Η επιστροφή των βουλευτών της «Νέας Αριστεράς» στην κομματική τους εστία, το «Συνασπισμό της Ριζοσπαστικής Αριστεράς-Προοδευτική Συμμαχία» υπό τη σημαία του οποίου άλλωστε έχουν στο σύνολό τους εκλεγεί, θα μεταβάλλει, αν ή όταν συντελεστεί, ουσιωδώς τα πραγματικά και, εντέλει, τα νομικά δεδομένα. Ανεξαρτήτως των όποιων εξελίξεων, ο προβληματισμός για την εκπροσώπηση στο προεδρείο της Βουλή κοινοβουλευτικής ομάδας που συγκροτείται στη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου διατηρεί αμείωτο το θεωρητικό του ενδιαφέρον.

Χαράλαμπος Κουρουνδής: Μεγάλες αφηγήσεις και σταθμοί της αντιπροσώπευσης. Θεωρητικές προσεγγίσεις και θεσμικές πρακτικές. Πρόλογος Παναγιώτης Μαντζούφας. Εκδόσεις Σάκκουλα 2024

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η ενασχόληση με βασικές παραμέτρους των σύγχρονων δημοκρατικών πολιτευμάτων αποτελεί έργο δυσχερές που εγκυμονεί ερευνητικούς κινδύνους. Αυτοί δεν συνδέονται μόνο με την αυτονόητη πολυσημία των βασικών εννοιών, όπως για παράδειγμα, η δημοκρατία, η αντιπροσώπευση, η ελεύθερη εντολή, ο πλουραλισμός, τις οποίες οφείλει να ξεκαθαρίσει ο ερευνητής προτού εισχωρήσει στο εμπειρικό υλικό που θα αντλήσει από την πραγματική λειτουργία των θεσμών. Έχει να αναμετρηθεί, προκειμένου να καταλάβει την σύγχρονη λειτουργία των θεσμών, με το ιστορικό τους βάθος, την ποικίλη προέλευση τους από διαφορετικές περιόδους και έννομες τάξεις, καθώς και με τις αντιλήψεις αλλά και τις πρακτικές εφαρμογές τους οι οποίες προσέδωσαν υλικότητα και μετουσίωσαν τις αφηρημένες έννοιες σε πολιτειακές μορφές που έδωσαν σχήμα στην διαχείριση του κοινού βίου των κοινωνιών.

Ο Χαράλαμπος Κουρουνδής είχε πλήρη συναίσθηση του βάθους και της έκτασης των ζητημάτων που τίθενται, όταν επέλεξε να πραγματευτεί την αντιπροσωπευτική αρχή στη διαχρονία της και να αναδείξει τις σύγχρονες μορφές της. Η επιλογή αυτή συνεπαγόταν την ενασχόληση με συναφείς προς το συνταγματικό δίκαιο, -που παραμένει το κέντρο βάρους της εργασίας-, κλάδους όπως η ιστορία των πολιτικών ιδεών, η πολιτειολογία, η πολιτική φιλοσοφία, πρόκληση στην οποία ανταποκρίθηκε με επιτυχία.

Η επιλογή του να εξετάσει την ιστορική καταγωγή του αντιπροσωπευτικού θεσμού στις προνεωτερικές κοινωνίες τον δικαίωσε, διότι διαπίστωσε ότι ενώ τα βασικά χαρακτηριστικά του αντιπροσωπευτικού συστήματος αποκρυσταλλώθηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα με τη δημιουργία των εθνικών κρατών, οι θεσμοί που αυτά υιοθέτησαν προέρχονταν -σε μεγάλο βαθμό, στην περίπτωση του αντιπροσωπευτικού συστήματος- τόσο από το συνοδικό σύστημα των μεσσιανικών εκκλησιών, όσο και από τις αντιπροσωπείες των ευγενών που πλαισίωναν τη μοναρχία. Ωστόσο, η πορεία της αντιπροσώπευσης δεν υπήρξε αδιατάρακτη, δεδομένου ότι η μετάβαση από τις θρησκευτικές μορφές νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας στις εκκοσμικευμένες μορφές προϋπέθετε μια συμβολική πρόσληψη της αντιπροσώπευσης, όπως αυτήν που επεξεργάστηκε πρωτογενώς ο Χομπς και ο συγγραφέας αναπτύσσει υποδειγματικά. Η απόρριψη της αντιπροσώπευσης από τον Ρουσσώ μας έδειξε ότι η δυναμική του προτάγματος της λαϊκής κυριαρχίας μπορεί να προσλάβει ριζοσπαστικές μορφές άμεσης δημοκρατίας, καθώς η επιρροή του έργου του αποτυπώθηκε στο γαλλικό Σύνταγμα του 1793 μετά τη Γαλλική επανάσταση. Αναμφίβολα, τόσο η Γαλλική, όσο και η Αμερικάνικη επανάσταση έδωσαν μια νέα πνοή στην αντιπροσώπευση αφού ξεκαθαρίστηκε ότι το συμβολικό της πεδίο είναι η λαϊκή κυριαρχία και οι αντιπρόσωποι που προέρχονται από εκλογές και όχι ο μονάρχης με τα κληρονομικά του δικαιώματα. Για αυτήν την εξέλιξη είχε προλειάνει το έδαφος ο βρετανικός κοινοβουλευτισμός, ο οποίος μετά από εμφύλιες συγκρούσεις αναγνώρισε σταδιακά την πρωτοκαθεδρία στο κοινοβούλιο έναντι του μονάρχη.
Μέσα από αυτές τις περίπλοκες και εν πολλοίς αντιφατικές διαδρομές η έλευση του 20ου αιώνα και η επικράτηση της καθολικής ψήφου έθεσαν σε νέα βάση την αντιπροσώπευση. Ο συγγραφέας καθιστά σαφές ότι η θέση της αντιπροσώπευσης στον πυρήνα της σύγχρονης δημοκρατίας και ο ιδιαίτερος δεσμός αντιπροσώπων και αντιπροσωπευομένων αποτελεί το βασικό κριτήριο του βαθμού νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας. Ο δεσμός αυτός συνδέεται με την έννοια της εντολής που στην περίπτωση των νεωτερικών αντιπροσωπευτικών συστημάτων νοείται ως ελεύθερη κατά την οποία οι αντιπρόσωποι δεν δεσμεύονται στην έκφραση γνώμης και ψήφου από τους εντολείς τους. Μετριασμό αυτής της ελευθερίας, πέραν της περιοδικότητας των εκλογών, επιφέρει η δυνατότητα δημόσιας έκφρασης γνώμης και κριτικής με θεσμοποιημένες (π.χ κοινοβουλευτικός έλεγχος) και πάντως δημόσιες διαδικασίες, που διασφαλίζεται και από τις ελευθερίες που τα Συντάγματα αναγνωρίζουν στους πολίτες, όπως η συνάθροιση και η ελευθερία του τύπου. Σημαντική τομή στη λειτουργία της αντιπροσωπευτικής αρχής αποτέλεσε η εμφάνιση των κομμάτων και η μετέπειτα αναγνώρισή τους από τα συντάγματα, ως ενδιάμεσων θεσμών μεταξύ κράτους και κοινωνίας, η λειτουργία των οποίων μετέβαλε το περιεχόμενο της αντιπροσώπευσης. Οι βουλευτές εκλέγονται και ως μέλη κομματικών σχηματισμών και όχι ως αντιπρόσωποι μόνον του έθνους και του λαού. Η ανάληψη κομματικών δεσμεύσεων και η λεγόμενη κομματική πειθαρχία, κατά την άποψη ορισμένων θεωρητικών, επαναπροσδιορίζει την ελεύθερη εντολή ως εντολή –πλαίσιο σε ένα περιβάλλον όπου ο θεσμός του κόμματος μετασχηματίζεται συνεχώς, υπό την πίεση και της μεσολάβησης των ΜΜΕ. Οι παραπάνω μεταβολές και θεσμικές διαρρυθμίσεις της αντιπροσώπευσης δεν θα μπορούσαν να απαλλάξουν τον συγγραφέα από την ευθύνη του κεντρικού ερωτήματος της ταυτότητας των αντιπροσωπευομένων. Ο Κουρουνδής αναγνωρίζει ότι η πολιτική αντιπροσώπευση θεμελιώνεται στην πλασματική κατασκευή του λαού ως κυρίαρχου υποκειμένου τα μέλη του οποίου διευρύνονται (βλ. την μετάβαση από την τιμηματική ψήφο στην αναγνώριση του καθολικού δικαιώματος του εκλέγειν) σε συνάρτηση με την ιστορική εξέλιξη της δημοκρατίας από φιλελεύθερη (μέσα 19ου αιώνα μέχρι τον μεσοπόλεμο του 20ου αιώνα) σε μια μαζική εκδοχή της. Άρα το ερώτημα ποιοι πρέπει να αντιπροσωπεύονται πολιτικά και υπό ποιες προϋποθέσεις διατρέχει όλη την πορεία της νεωτερικής εκδοχής της αντιπροσωπευτικότητας. Τις συγκρούσεις που προκάλεσαν αυτά τα ερωτήματα ο συγγραφέας τις ανέδειξε μέσα από την αντιπαράθεση του Hans Kelsen με τον Carl Schmitt. Τον διάλογό τους, τον καθορίζει η κρίση του κοινοβουλευτισμού του μεσοπολέμου, που συμπαρασύρει και τα «κεκτημένα» της αντιπροσώπευσης καθώς αμφότεροι αντιδιαστέλλουν τη δημοκρατία προς την αντιπροσώπευση. Η βασική τους διαφορά, ανάμεσα στα άλλα, έγκειται στο ότι ο Kelsen υπερασπίζεται τον κοινοβουλευτισμό στο σχήμα της δεσμευτικής εντολής και τον θεσμό των κομμάτων ως εκπροσώπηση συγκρουόμενων συμφερόντων μιας πλουραλιστικής κοινωνίας, ενώ ο Schmitt επιμένει στην κοινωνική ομοιογένεια την οποία αυθεντικά αντιπροσωπεύει και εγγυάται ένα κυρίαρχο φυσικό πρόσωπο. Δείγμα της κρίσης αντιπροσώπευσης της εποχής αποτελούν και οι, φασιστικής έμπνευσης, προτάσεις περί επαγγελματικής αντιπροσώπευσης, μια δημοκρατική εκδοχή των οποίων βρήκε μια σχετική αποδοχή και από τον σημαντικό Έλληνα συνταγματολόγο Αλέξανδρο Σβώλο, χωρίς όμως ιδιαίτερη θεσμική επιρροή στα ελληνικά συντάγματα της περιόδου.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις οδυνηρές εμπειρίες σε υλικό και θεσμικό επίπεδο σταθεροποιείται, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο, το καθεστώς των φιλελεύθερων δημοκρατιών με αντιπροσωπευτικούς θεσμούς και πολιτική ισότητα που διευρύνεται με την αναγνώριση του δικαιώματος ψήφου των γυναικών.

Το γεγονός ότι η πολιτική ισότητα είναι ένα σύγχρονο επίτευγμα, εν πολλοίς ουτοπικό για πολλούς αιώνες, δεν αρκεί στον συγγραφέα προκειμένου να μην θέτει ερωτήματα και προβληματισμούς για την διεύρυνση της αντιπροσώπευσης προς το κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, έχοντας ωστόσο την συνείδηση ότι αυτά μπορούν να απαντηθούν από την ιστορική δυναμική και όχι από μια έρευνα στους θεσμούς και τις έννοιες.

Οι αναπτύξεις του Κουρουνδή για τους σύγχρονους προβληματισμούς σχετικά με την αντιπροσώπευση εμπλουτίζονται εμφατικά με ουσιαστικές περιγραφές και κρίσεις για τον συνταγματικό λαϊκισμό στην αμερικάνικη εκδοχή του, η οποία θέτει στο επίκεντρο της κριτικής του τον ρόλο και τις αρμοδιότητες της δικαστικής λειτουργίας προκρίνοντας την ερμηνεία του Συντάγματος που ασκείται από τα αντιπροσωπευτικά όργανα και το εν γένει λαϊκό παράγοντα μέσω των αγωνιστικών κοινοποιήσεών του. Εύστοχες σελίδες αφιερώνονται και στον αριστερό λαϊκισμό, όπως τον επεξεργάστηκε το ερευνητικό δίδυμο Ερνέστο Λακλάου και Σαντάλ Μουφ ως μια εναλλακτική ριζοσπαστική θέση που επαναφέρει τα συγκρουσιακά στοιχεία της δημοκρατίας ως απάντηση στην κατασκευασμένη συναίνεση του φιλελευθερισμού την οποία κατακρίνουν.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, η πορεία της αντιπροσωπευτικής αρχής δεν ακολούθησε αυτή των δημοκρατιών της δυτικής Ευρώπης, καθώς μεταπολεμικά, ως απόρροια του εμφυλίου πολέμου και της ήττας της αριστεράς, εγκαταστάθηκε μια καχεκτική δημοκρατία διακρίσεων και ελεγχόμενου πλουραλισμού. Αυτή η καχεκτική δημοκρατία συνεπαγόταν περιορισμούς στην άσκηση βασικών θεμελιωδών δικαιωμάτων και αποκλεισμούς στο κοινωνικό και οικονομικό πεδίο μιας συγκεκριμένης μερίδας του πληθυσμού κυρίως μέσω της νομοθεσίας του παρασυντάγματος που ίσχυε παρά το Σύνταγμα του 1952, καθεστώς το οποίο επικρίθηκε απ’ τον κορυφαίο Έλληνα συνταγματολόγο Αριστόβουλο Μάνεση.

Το Σύνταγμα του 1975 και η μεταπολίτευση ουσιαστικά εγκαθίδρυσε την πολιτειακή ομαλότητα και την πλέον πλουραλιστική και δημοκρατικά βιώσιμη περίοδο στην ιστορία του ελληνικού κράτους, χωρίς αυτό να σημαίνει, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, ότι οι σύγχρονες δημοκρατίες δεν έχουν τους εσωτερικούς τους εχθρούς και δεν απειλούνται από καινοφανή φαινόμενα, όπως η έξαρση του ακροδεξιού φαινομένου, οι έντονες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες και οι κρίσεις χρέους που συντάραξαν τη χώρα μας και επέφεραν την κατάρρευση του κομματικού συστήματος και μια έντονη κρίση αντιπροσώπευσης που κράτησε πάνω από μια δεκαετία. Επίσης, φαινόμενα όπως η υγειονομική κρίση και κλιματική αλλαγή δεν θα μπορούσαν να μην επιφέρουν κοινωνικούς κλυδωνισμούς που συνεπάγονται και κρίσεις στην λειτουργία των θεσμών. Ο Κουρουνδής διατηρεί στο φόντο των αναλύσεων του αυτά τα φαινόμενα και διακρίνει ως κατακλείδα των αναλύσεών του δύο βασικές προσλήψεις της αντιπροσώπευσης: μια φορμαλιστική πρόσληψη που καθιστά τον αντιπρόσωπο πλήρως ελεύθερο έναντι του αντιπροσωπευόμενου –λαού που επανέρχεται ως κυρίαρχος μόνο την ημέρα της εκλογής και ένα δεύτερο ρεύμα, στην παράδοση του Κέλσεν, που δέχεται ότι η σχέση αυτή διέπεται από μια εντολή-πλαίσιο του αντιπροσωπευόμενου προς τον αντιπρόσωπο που παρέχει τη δυνατότητα διαρκούς ελέγχου και πίεσης διατηρώντας έτσι μια ισχυρότερη σχέση με τον λαϊκό παράγοντα. Ο συγγραφέας δείχνει την προτίμησή του του στο δεύτερο ρεύμα αν και είναι αμφίβολο το κατά πόσο αυτά είναι διακριτά και δεν συνυπάρχουν σε ένα σύγχρονο αντιπροσωπευτικό σύστημα, όπου η παρουσία του μιντιακού περιβάλλοντος με κυρίαρχα μέσα την τηλεόραση και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιφέρει αλλοιώσεις στην λειτουργία των θεσμών και βάζει την δημοκρατία σε μια συνεχή δοκιμασία.

Από την πλούσια και πολύ ενδιαφέρουσα μονογραφία του Χαράλαμπου Κουρουνδή αποκομίζει κανείς μία αίσθηση πληρότητας και αναρριπίζεται η διάθεση του να εμβαθύνει στη λειτουργία της δημοκρατίας μας, ενώ ταυτόχρονα ενισχύεται η αντίληψη, που είναι διάχυτη στο βιβλίο, ότι η δημοκρατία και ο πυρήνας της, η αντιπροσωπευτική αρχή, δεν αποτελούν στατικούς θεσμούς τους οποίους εξετάζουμε σε ένα αφηρημένο εννοιολογικό επίπεδο αλλά ιδανικά του σύγχρονου νομικού πολιτισμού μας τα οποία οφείλουμε να προστατεύουμε και να καλλιεργούμε ως ενεργοί πολίτες.

 

 

Καταχώρηση: 24-11-2024     Κατηγορία: ΒΙΒΛΙΑ    

Χαράλαμπος Κουρουνδής: Μεγάλες αφηγήσεις και σταθμοί της αντιπροσώπευσης. Θεωρητικές προσεγγίσεις και θεσμικές πρακτικές. Πρόλογος Παναγιώτης Μαντζούφας

Παναγιώτης Μαντζούφας, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στην Νομική Σχολή του ΑΠΘ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η ενασχόληση με βασικές παραμέτρους των σύγχρονων δημοκρατικών πολιτευμάτων αποτελεί έργο δυσχερές που εγκυμονεί ερευνητικούς κινδύνους. Αυτοί δεν συνδέονται μόνο με την αυτονόητη πολυσημία των βασικών εννοιών, όπως για παράδειγμα, η δημοκρατία, η αντιπροσώπευση, η ελεύθερη εντολή, ο πλουραλισμός, τις οποίες οφείλει να ξεκαθαρίσει ο ερευνητής προτού εισχωρήσει στο εμπειρικό υλικό που θα αντλήσει από την πραγματική λειτουργία των θεσμών. Έχει να αναμετρηθεί, προκειμένου να καταλάβει την σύγχρονη λειτουργία των θεσμών, με το ιστορικό τους βάθος, την ποικίλη προέλευση τους από διαφορετικές περιόδους και έννομες τάξεις, καθώς και με τις αντιλήψεις αλλά και τις πρακτικές εφαρμογές τους οι οποίες προσέδωσαν υλικότητα και μετουσίωσαν τις αφηρημένες έννοιες σε πολιτειακές μορφές που έδωσαν σχήμα στην διαχείριση του κοινού βίου των κοινωνιών.

Ο Χαράλαμπος Κουρουνδής είχε πλήρη συναίσθηση του βάθους και της έκτασης των ζητημάτων που τίθενται, όταν επέλεξε να πραγματευτεί την αντιπροσωπευτική αρχή στη διαχρονία της και να αναδείξει τις σύγχρονες μορφές της. Η επιλογή αυτή συνεπαγόταν την ενασχόληση με συναφείς προς το συνταγματικό δίκαιο, -που παραμένει το κέντρο βάρους της εργασίας-, κλάδους όπως η ιστορία των πολιτικών ιδεών, η πολιτειολογία, η πολιτική φιλοσοφία, πρόκληση στην οποία ανταποκρίθηκε με επιτυχία.

Η επιλογή του να εξετάσει την ιστορική καταγωγή του αντιπροσωπευτικού θεσμού στις προνεωτερικές κοινωνίες τον δικαίωσε, διότι διαπίστωσε ότι ενώ τα βασικά χαρακτηριστικά του αντιπροσωπευτικού συστήματος αποκρυσταλλώθηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα με τη δημιουργία των εθνικών κρατών, οι θεσμοί που αυτά υιοθέτησαν προέρχονταν -σε μεγάλο βαθμό, στην περίπτωση του αντιπροσωπευτικού συστήματος- τόσο από το συνοδικό σύστημα των μεσσιανικών εκκλησιών, όσο και από τις αντιπροσωπείες των ευγενών που πλαισίωναν τη μοναρχία. Ωστόσο, η πορεία της αντιπροσώπευσης δεν υπήρξε αδιατάρακτη, δεδομένου ότι η μετάβαση από τις θρησκευτικές μορφές νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας στις εκκοσμικευμένες μορφές προϋπέθετε μια συμβολική πρόσληψη της αντιπροσώπευσης, όπως αυτήν που επεξεργάστηκε πρωτογενώς ο Χομπς και ο συγγραφέας αναπτύσσει υποδειγματικά. Η απόρριψη της αντιπροσώπευσης από τον Ρουσσώ μας έδειξε ότι η δυναμική του προτάγματος της λαϊκής κυριαρχίας μπορεί να προσλάβει ριζοσπαστικές μορφές άμεσης δημοκρατίας, καθώς η επιρροή του έργου του αποτυπώθηκε στο γαλλικό Σύνταγμα του 1793 μετά τη Γαλλική επανάσταση. Αναμφίβολα, τόσο η Γαλλική, όσο και η Αμερικάνικη επανάσταση έδωσαν μια νέα πνοή στην αντιπροσώπευση αφού ξεκαθαρίστηκε ότι το συμβολικό της πεδίο είναι η λαϊκή κυριαρχία και οι αντιπρόσωποι που προέρχονται από εκλογές και όχι ο μονάρχης με τα κληρονομικά του δικαιώματα. Για αυτήν την εξέλιξη είχε προλειάνει το έδαφος ο βρετανικός κοινοβουλευτισμός, ο οποίος μετά από εμφύλιες συγκρούσεις αναγνώρισε σταδιακά την πρωτοκαθεδρία στο κοινοβούλιο έναντι του μονάρχη.
Μέσα από αυτές τις περίπλοκες και εν πολλοίς αντιφατικές διαδρομές η έλευση του 20ου αιώνα και η επικράτηση της καθολικής ψήφου έθεσαν σε νέα βάση την αντιπροσώπευση. Ο συγγραφέας καθιστά σαφές ότι η θέση της αντιπροσώπευσης στον πυρήνα της σύγχρονης δημοκρατίας και ο ιδιαίτερος δεσμός αντιπροσώπων και αντιπροσωπευομένων αποτελεί το βασικό κριτήριο του βαθμού νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας. Ο δεσμός αυτός συνδέεται με την έννοια της εντολής που στην περίπτωση των νεωτερικών αντιπροσωπευτικών συστημάτων νοείται ως ελεύθερη κατά την οποία οι αντιπρόσωποι δεν δεσμεύονται στην έκφραση γνώμης και ψήφου από τους εντολείς τους. Μετριασμό αυτής της ελευθερίας, πέραν της περιοδικότητας των εκλογών, επιφέρει η δυνατότητα δημόσιας έκφρασης γνώμης και κριτικής με θεσμοποιημένες (π.χ κοινοβουλευτικός έλεγχος) και πάντως δημόσιες διαδικασίες, που διασφαλίζεται και από τις ελευθερίες που τα Συντάγματα αναγνωρίζουν στους πολίτες, όπως η συνάθροιση και η ελευθερία του τύπου. Σημαντική τομή στη λειτουργία της αντιπροσωπευτικής αρχής αποτέλεσε η εμφάνιση των κομμάτων και η μετέπειτα αναγνώρισή τους από τα συντάγματα, ως ενδιάμεσων θεσμών μεταξύ κράτους και κοινωνίας, η λειτουργία των οποίων μετέβαλε το περιεχόμενο της αντιπροσώπευσης. Οι βουλευτές εκλέγονται και ως μέλη κομματικών σχηματισμών και όχι ως αντιπρόσωποι μόνον του έθνους και του λαού. Η ανάληψη κομματικών δεσμεύσεων και η λεγόμενη κομματική πειθαρχία, κατά την άποψη ορισμένων θεωρητικών, επαναπροσδιορίζει την ελεύθερη εντολή ως εντολή –πλαίσιο σε ένα περιβάλλον όπου ο θεσμός του κόμματος μετασχηματίζεται συνεχώς, υπό την πίεση και της μεσολάβησης των ΜΜΕ. Οι παραπάνω μεταβολές και θεσμικές διαρρυθμίσεις της αντιπροσώπευσης δεν θα μπορούσαν να απαλλάξουν τον συγγραφέα από την ευθύνη του κεντρικού ερωτήματος της ταυτότητας των αντιπροσωπευομένων. Ο Κουρουνδής αναγνωρίζει ότι η πολιτική αντιπροσώπευση θεμελιώνεται στην πλασματική κατασκευή του λαού ως κυρίαρχου υποκειμένου τα μέλη του οποίου διευρύνονται (βλ. την μετάβαση από την τιμηματική ψήφο στην αναγνώριση του καθολικού δικαιώματος του εκλέγειν) σε συνάρτηση με την ιστορική εξέλιξη της δημοκρατίας από φιλελεύθερη (μέσα 19ου αιώνα μέχρι τον μεσοπόλεμο του 20ου αιώνα) σε μια μαζική εκδοχή της. Άρα το ερώτημα ποιοι πρέπει να αντιπροσωπεύονται πολιτικά και υπό ποιες προϋποθέσεις διατρέχει όλη την πορεία της νεωτερικής εκδοχής της αντιπροσωπευτικότητας. Τις συγκρούσεις που προκάλεσαν αυτά τα ερωτήματα ο συγγραφέας τις ανέδειξε μέσα από την αντιπαράθεση του Hans Kelsen με τον Carl Schmitt. Τον διάλογό τους, τον καθορίζει η κρίση του κοινοβουλευτισμού του μεσοπολέμου, που συμπαρασύρει και τα «κεκτημένα» της αντιπροσώπευσης καθώς αμφότεροι αντιδιαστέλλουν τη δημοκρατία προς την αντιπροσώπευση. Η βασική τους διαφορά, ανάμεσα στα άλλα, έγκειται στο ότι ο Kelsen υπερασπίζεται τον κοινοβουλευτισμό στο σχήμα της δεσμευτικής εντολής και τον θεσμό των κομμάτων ως εκπροσώπηση συγκρουόμενων συμφερόντων μιας πλουραλιστικής κοινωνίας, ενώ ο Schmitt επιμένει στην κοινωνική ομοιογένεια την οποία αυθεντικά αντιπροσωπεύει και εγγυάται ένα κυρίαρχο φυσικό πρόσωπο. Δείγμα της κρίσης αντιπροσώπευσης της εποχής αποτελούν και οι, φασιστικής έμπνευσης, προτάσεις περί επαγγελματικής αντιπροσώπευσης, μια δημοκρατική εκδοχή των οποίων βρήκε μια σχετική αποδοχή και από τον σημαντικό Έλληνα συνταγματολόγο Αλέξανδρο Σβώλο, χωρίς όμως ιδιαίτερη θεσμική επιρροή στα ελληνικά συντάγματα της περιόδου.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις οδυνηρές εμπειρίες σε υλικό και θεσμικό επίπεδο σταθεροποιείται, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο, το καθεστώς των φιλελεύθερων δημοκρατιών με αντιπροσωπευτικούς θεσμούς και πολιτική ισότητα που διευρύνεται με την αναγνώριση του δικαιώματος ψήφου των γυναικών.

Το γεγονός ότι η πολιτική ισότητα είναι ένα σύγχρονο επίτευγμα, εν πολλοίς ουτοπικό για πολλούς αιώνες, δεν αρκεί στον συγγραφέα προκειμένου να μην θέτει ερωτήματα και προβληματισμούς για την διεύρυνση της αντιπροσώπευσης προς το κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, έχοντας ωστόσο την συνείδηση ότι αυτά μπορούν να απαντηθούν από την ιστορική δυναμική και όχι από μια έρευνα στους θεσμούς και τις έννοιες.

Οι αναπτύξεις του Κουρουνδή για τους σύγχρονους προβληματισμούς σχετικά με την αντιπροσώπευση εμπλουτίζονται εμφατικά με ουσιαστικές περιγραφές και κρίσεις για τον συνταγματικό λαϊκισμό στην αμερικάνικη εκδοχή του, η οποία θέτει στο επίκεντρο της κριτικής του τον ρόλο και τις αρμοδιότητες της δικαστικής λειτουργίας προκρίνοντας την ερμηνεία του Συντάγματος που ασκείται από τα αντιπροσωπευτικά όργανα και το εν γένει λαϊκό παράγοντα μέσω των αγωνιστικών κοινοποιήσεών του. Εύστοχες σελίδες αφιερώνονται και στον αριστερό λαϊκισμό, όπως τον επεξεργάστηκε το ερευνητικό δίδυμο Ερνέστο Λακλάου και Σαντάλ Μουφ ως μια εναλλακτική ριζοσπαστική θέση που επαναφέρει τα συγκρουσιακά στοιχεία της δημοκρατίας ως απάντηση στην κατασκευασμένη συναίνεση του φιλελευθερισμού την οποία κατακρίνουν.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, η πορεία της αντιπροσωπευτικής αρχής δεν ακολούθησε αυτή των δημοκρατιών της δυτικής Ευρώπης, καθώς μεταπολεμικά, ως απόρροια του εμφυλίου πολέμου και της ήττας της αριστεράς, εγκαταστάθηκε μια καχεκτική δημοκρατία διακρίσεων και ελεγχόμενου πλουραλισμού. Αυτή η καχεκτική δημοκρατία συνεπαγόταν περιορισμούς στην άσκηση βασικών θεμελιωδών δικαιωμάτων και αποκλεισμούς στο κοινωνικό και οικονομικό πεδίο μιας συγκεκριμένης μερίδας του πληθυσμού κυρίως μέσω της νομοθεσίας του παρασυντάγματος που ίσχυε παρά το Σύνταγμα του 1952, καθεστώς το οποίο επικρίθηκε απ’ τον κορυφαίο Έλληνα συνταγματολόγο Αριστόβουλο Μάνεση.

Το Σύνταγμα του 1975 και η μεταπολίτευση ουσιαστικά εγκαθίδρυσε την πολιτειακή ομαλότητα και την πλέον πλουραλιστική και δημοκρατικά βιώσιμη περίοδο στην ιστορία του ελληνικού κράτους, χωρίς αυτό να σημαίνει, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, ότι οι σύγχρονες δημοκρατίες δεν έχουν τους εσωτερικούς τους εχθρούς και δεν απειλούνται από καινοφανή φαινόμενα, όπως η έξαρση του ακροδεξιού φαινομένου, οι έντονες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες και οι κρίσεις χρέους που συντάραξαν τη χώρα μας και επέφεραν την κατάρρευση του κομματικού συστήματος και μια έντονη κρίση αντιπροσώπευσης που κράτησε πάνω από μια δεκαετία. Επίσης, φαινόμενα όπως η υγειονομική κρίση και κλιματική αλλαγή δεν θα μπορούσαν να μην επιφέρουν κοινωνικούς κλυδωνισμούς που συνεπάγονται και κρίσεις στην λειτουργία των θεσμών. Ο Κουρουνδής διατηρεί στο φόντο των αναλύσεων του αυτά τα φαινόμενα και διακρίνει ως κατακλείδα των αναλύσεών του δύο βασικές προσλήψεις της αντιπροσώπευσης: μια φορμαλιστική πρόσληψη που καθιστά τον αντιπρόσωπο πλήρως ελεύθερο έναντι του αντιπροσωπευόμενου –λαού που επανέρχεται ως κυρίαρχος μόνο την ημέρα της εκλογής και ένα δεύτερο ρεύμα, στην παράδοση του Κέλσεν, που δέχεται ότι η σχέση αυτή διέπεται από μια εντολή-πλαίσιο του αντιπροσωπευόμενου προς τον αντιπρόσωπο που παρέχει τη δυνατότητα διαρκούς ελέγχου και πίεσης διατηρώντας έτσι μια ισχυρότερη σχέση με τον λαϊκό παράγοντα. Ο συγγραφέας δείχνει την προτίμησή του του στο δεύτερο ρεύμα αν και είναι αμφίβολο το κατά πόσο αυτά είναι διακριτά και δεν συνυπάρχουν σε ένα σύγχρονο αντιπροσωπευτικό σύστημα, όπου η παρουσία του μιντιακού περιβάλλοντος με κυρίαρχα μέσα την τηλεόραση και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιφέρει αλλοιώσεις στην λειτουργία των θεσμών και βάζει την δημοκρατία σε μια συνεχή δοκιμασία.

Από την πλούσια και πολύ ενδιαφέρουσα μονογραφία του Χαράλαμπου Κουρουνδή αποκομίζει κανείς μία αίσθηση πληρότητας και αναρριπίζεται η διάθεση του να εμβαθύνει στη λειτουργία της δημοκρατίας μας, ενώ ταυτόχρονα ενισχύεται η αντίληψη, που είναι διάχυτη στο βιβλίο, ότι η δημοκρατία και ο πυρήνας της, η αντιπροσωπευτική αρχή, δεν αποτελούν στατικούς θεσμούς τους οποίους εξετάζουμε σε ένα αφηρημένο εννοιολογικό επίπεδο αλλά ιδανικά του σύγχρονου νομικού πολιτισμού μας τα οποία οφείλουμε να προστατεύουμε και να καλλιεργούμε ως ενεργοί πολίτες.

 

Η Νομική Επιστήμη στην υπηρεσία της υπεράσπισης των Θεσμών. Αντιφώνηση κατά την επίδοση Τιμητικού Τόμου για τον Προκόπιο Παυλόπουλο

Προκόπιος Παυλόπουλος, τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός, Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ

Κύριε Πρύτανη,
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,

Επιτρέψατέ μου ν’ αποφύγω άλλες προσφωνήσεις. Όχι γιατί δεν έχουν σημασία, αλλά γιατί ορισμένες φορές οι προσφωνήσεις χάνουν το ουσιαστικό νόημά τους. Υπό τέτοιες, λοιπόν, συνθήκες είναι καλύτερα να εκφράζεις τα αισθήματά σου δίχως τύπους και τυπικότητες και απευθυνόμενος σε όλους, ανεξαιρέτως, τους συμμετέχοντες, όπως θέλω να πράξω τώρα ενώπιόν σας. Πολλώ μάλλον όταν κατά την κορυφαία, κυριολεκτικώς, αυτή στιγμή της ακαδημαϊκής μου ζωής -και το εννοώ στο ακέραιο- «αντιφωνώ» απλώς ως ένας εξ υμών. Και για να γίνω σαφέστερος:

Ι. «Αναφορά» στην Πανεπιστημιακή Κοινότητα

Σήμερα, μαζί σας, συναισθάνομαι αυτό που πάντα με διακατείχε στην Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, αλλά εδώ «κορυφώνεται» μέσα μου: Την έννοια του Πανεπιστημίου, της Πανεπιστημιακής Κοινότητας, όπως στην Ηπειρωτική Ευρώπη την προσλαμβάνουμε ως κανόνα. Μπορεί άλλοι Πανεπιστημιακοί κύκλοι στον Κόσμο να έχουν υιοθετήσει διαφορετικά πρότυπα, τα οποία σέβομαι ανυπόκριτα βεβαίως στο μέτρο που πραγματικά τους αναλογεί. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι η παράδοση της Ηπειρωτικής Ευρώπης εκπροσωπεί κάτι το εξαιρετικά σημαντικό σε ό,τι αφορά την πεμπτουσία της Επιστήμης, ήτοι αυτό που δεχόμαστε ως «σωματειακό χαρακτήρα» των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων. Με άλλες λέξεις εκείνο που άρχισε από τον Μεσαίωνα, όταν εμφανίσθηκαν τα πρώτα Πανεπιστήμια, και αποκλήθηκε -και παραμένει έως σήμερα ως πανεπιστημιακός «πυρήνας»- «Universitas Magistrorum et Scholarium». Πρόκειται για την άρρηκτη ένωση διδασκόντων και διδασκομένων που δεν συμβιβάζεται με την στείρα ιεραρχία και την υποταγή στο «δόγμα» ή στην «αυθεντία». Μια τέτοια ένωση επικεντρώνεται στην διδασκαλία, στην κοινή ζωή, στην κοινή αντίληψη περί Επιστήμης, αφού ο «Δάσκαλος» πρέπει να μεταδίδει αυτό το οποίο διδάσκει. Αλλά, επιπροσθέτως, πρέπει να έχει μέσα του και την ολοκληρωμένη ενσυναίσθηση ότι οι διδασκόμενοι είναι εκείνοι, οι οποίοι διαρκώς τον κρίνουν και είναι πηγή έμπνευσης γι’ αυτόν.

Η προαναφερόμενη έννοια της «Universitas Magistrorum et Scholarium» μας μαθαίνει και κάτι το οποίο είναι αναντικατάστατο για την Επιστήμη, ιδίως δε σήμερα: Το ότι δεν υπάρχει το επιστημονικώς «αλάθητο», αφού ο ρόλος του πραγματικού επιστήμονα -και όχι μόνο των Θεωρητικών Επιστημών αλλά και των Θετικών Επιστημών, ξέρω δε καλά σε ποιους απευθύνομαι- «συμπυκνώνεται» στο να «σπέρνει» αμφιβολίες και όχι στο να «θερίζει» βεβαιότητες. Σε τελική ανάλυση η Επιστήμη εξελίσσεται μόνο μέσα από τις «αμφιβολίες», από την «επιλάθευση» της κατεστημένης γνώσης.

ΙΙ. Πίσω στις «ρίζες» μου

Μίλησα πριν λίγο για κορυφαία στιγμή της ακαδημαϊκής μου σταδιοδρομίας, επειδή πραγματικά είναι η «κορύφωση» μιας διαδρομής που ξεκίνησε απ’ αυτόν εδώ τον χώρο. Είναι δε η «κορύφωση» που επήλθε ύστερα από την ανακήρυξή μου σε Επίτιμο Καθηγητή, η οποία συνέβη όταν ήμουν ακόμη Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Τότε είχα γράψει και την τελευταία «μονογραφία» -ας την πω έτσι- που ολοκλήρωσα το 2016, δηλαδή την «Δημόσια Υπηρεσία». Τώρα έρχεται ο «Τιμητικός Τόμος», η προσφορά των Συναδέλφων μου και Φίλων μου προς εμένα. Δεν έπεται ότι και άλλοι που δεν γράφουν σε αυτό τον Τόμο δεν είναι, και δη αδιαλείπτως, Συνάδελφοί μου ή και Φίλοι μου. Κάθε άλλο. Θα το εξηγήσω αυτό στην συνέχεια. Όμως ο Τιμητικός Τόμος είναι η προσφορά ορισμένων εξ αυτών, εκ των οποίων άλλοι είναι Συνάδελφοι που συμπορευθήκαμε, άλλοι είναι πρώην Φοιτητές με τους οποίους επίσης διανύσαμε κοινούς δρόμους. Ευχαριστώ δε την Θεία Πρόνοια διότι στέκομαι σήμερα μπροστά σας όντας ακόμη «μάχιμος». Εύχομαι, όσο οι δυνάμεις μου το επιτρέπουν, να παραμείνω «μάχιμος» έως το τέλος του βίου μου. Και το νοιώθω αυτό περισσότερο όσο γυρίζω πίσω, στις «ρίζες» μου. Όπου κι αν πήγαινα, όπου κι αν έφτασα, γύριζα σε αυτές τις ρίζες, που «εισχωρούν» βαθιά μέσα σε αυτό το Κτίριο, στην «Alma Mater», στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Και εκείνο που θέλω να σας εξομολογηθώ είναι ότι όταν λέω πως ξεκίνησα από αυτή την Αίθουσα, πραγματικά κυριολεκτώ. Είναι ανεξίτηλα χαραγμένη στην μνήμη μου μια «παράσταση», ας το πω έτσι. Άλλωστε η ζωή μοιάζει με μια θεατρική παράσταση, απλώς δεν είμαστε ηθοποιοί. Διότι δεν υποδυόμαστε ένα ρόλο αλλά τον ζούμε. Πολλοί από σας τον ζήσατε μαζί μου. Ήταν Μάρτης του 1973, στα δύσκολα και «σκοτεινά» χρόνια της δικτατορίας. Σε αυτή την Αίθουσα ορκίσθηκα ως απόφοιτος της Νομικής και αμέσως πήρα τον δρόμο για το Παρίσι, με μια υποτροφία της Κυβέρνησης αυτής της μεγάλης Χώρας, της Γαλλίας, η οποία πολλούς από μας που βρισκόμαστε σήμερα εδώ και που τότε το ζήσαμε μαζί μας «φιλοξένησε», διδάσκοντάς μας περισσότερα απ’ όσα, δυστυχώς, είχαμε διδαχθεί ως φοιτητές στην δική μας Χώρα, την Ελλάδα, την καθημαγμένη τότε από την δικτατορία.

ΙΙΙ. Προς το Συμβούλιο της Επικρατείας

Όταν έφευγα από τούτη την Αίθουσα είχα το αίσθημα του ανθρώπου που είναι πια ελεύθερος να επιλέξει τον δρόμο του, με την έννοια της «Ελευθερίας» υπό την ετυμολογία της λέξης -από το «ελεύθω» και «ερώ»- όπως ακριβώς την βίωνα στα «πρώτα βήματα». Και συγκεκριμένα ν’ αναζητήσω την μοίρα μου, έχοντας φύγει από την πόλη της Καλαμάτας, κάπου αλλού διότι, δυστυχώς, ήταν δυστοπικά τα χρόνια εκείνα. Αναχωρούσα όχι ξέροντας με βεβαιότητα τι πρόκειται να κάνω. Δεν πίστευα ούτε σχεδίαζα στην ζωή μου να κάνω ακριβώς αυτά που έγιναν στην συνέχεια. Δηλαδή ν’ αναμιχθώ με την Πολιτική και, πολύ περισσότερο, να φτάσω στο ύψιστο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ξέρετε ποιο ήταν το «όνειρό» μου; Οι άνθρωποι του Συμβουλίου Επικρατείας το γνωρίζουν, και ιδίως οι εκεί παλιοί μου συμφοιτητές. Ήταν να γίνω δικαστής-μέλος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Γι’ αυτό πήγα στο Παρίσι να κάνω μεταπτυχιακές σπουδές στο Διοικητικό Δίκαιο, ορθότερα στο Δημόσιο Δίκαιο, αφού στην Γαλλία από τότε δεν γινόταν –και ορθώς- διάκριση μεταξύ Συνταγματικού Δικαίου και Διοικητικού Δικαίου. Ποιο ήταν το «πρότυπό» μου; Ένα «πρότυπο» που είχα θέσει μέσα στην δικτατορία, ο Μιχαήλ Στασινόπουλος. Ούτε που φανταζόμουν φυσικά -γιατί όταν έφυγα ούτε εκείνος είχε γίνει προσωρινός Πρόεδρος Δημοκρατίας, εγώ δε θαύμαζα μόνο τον «Δικαστή της Ελευθερίας», θαύμαζα το «Δικαστήριο της Ελευθερίας»- τι επρόκειτο να επακολουθήσει. Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς, και δεν κολακεύω, κάθε άλλο, το Συμβούλιο Επικρατείας. Σ’ εκείνα τα «δίσεκτα» χρόνια της δικτατορίας το Συμβούλιο Επικρατείας ήταν αυτό που υπερασπίσθηκε επαξίως την τιμή της Δικαιοσύνης, ιδίως μετά τις μεγάλες δίκες που είχαν οδηγήσει π.χ. στην δικαίωση του Χρήστου Σαρτζετάκη κι όλων των υπολοίπων γενναίων Δικαστών.

ΙV. Η ακαδημαϊκή ζωή μου στην Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ

Ταξίδεψα λοιπόν στην Γαλλία. Σπούδασα εκεί, ολοκλήρωσα την διδακτορική μου διατριβή και επέστρεψα στην Αθήνα. «Δρομολόγησα» αμέσως τις προετοιμασίες για να δώσω εισιτήριες εξετάσεις στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Τότε γνώρισα ορισμένους Καθηγητές αρχικώς στο πεδίο του Δημόσιου Δικαίου -με το Πανεπιστήμιο η οικογένειά μου κι εγώ δεν είχαμε καμία προγενέστερη σύνδεση- και θα πω γι’ αυτούς λίγα λόγια αργότερα, ιδίως ως προς το πόσο μου στάθηκαν στην πανεπιστημιακή μου πορεία. Ορισμένοι είναι σήμερα εδώ -εδώ και και στην Ακαδημία- και αυτό με συγκινεί ιδιαίτερα. Θυμάμαι όμως με συγκίνηση προεχόντως τον Καθηγητή του Διοικητικού Δικαίου στην Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλο να μου λέει: «Βρε Παυλόπουλε, δεν αποφασίζεις αφού δεν έχουμε υφηγητή, να γράψεις μια υφηγεσία. Ήταν πολύ καλή η διατριβή σου στο Paris II». Ούτε που το είχα φαντασθεί. Για να μην τα πολυλογώ, δεν έδωσα εξετάσεις στο Συμβούλιο Επικρατείας. Υπέβαλα την υφηγεσία μου και στην συνέχεια ακολούθησα ακαδημαϊκή κατεύθυνση. Οφείλω να ομολογήσω ότι σε αυτόν τον δρόμο συνάντησα ανθρώπους που μου συμπαραστάθηκαν αμέριστα. Και αναφέρομαι εδώ μόνο σε δύο Καθηγητές που δεν μπορώ ούτε πρέπει να τους ξεχάσω, όταν μάλιστα το φέρνει η μοίρα να συμβαδίζουμε ακόμη: Τον κ. Απόστολο Γεωργιάδη και τον κ. Μιχάλη Σταθόπουλο, οι οποίοι με έκριναν από τα πρώτα κιόλας πανεπιστημιακά μου βήματα ως Επίκουρο Καθηγητή, ως Αναπληρωτή Καθηγητή και, τέλος, ως Καθηγητή πρώτης βαθμίδας.

V. Η πολιτική μου «περιπέτεια»

Στη συνέχεια ήλθε η Πολιτική. Ούτε που το είχα διανοηθεί στην ζωή μου. Όλα έγιναν τυχαία, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής -τον οποίο εγώ γνώριζα φυσικά ως τεράστια πολιτική προσωπικότητα, αλλά δεν ήξερα ότι αυτός γνώριζε εμένα- με φώναξε στο γραφείο του και μου ζήτησε ν’ αναλάβω την διεύθυνση του Νομικού Γραφείου της Προεδρίας της Δημοκρατίας. Μια μεγάλη αλλαγή που δεν την συνειδητοποίησα πλήρως στην αρχή γιατί μου ζητήθηκε να υπηρετήσω στην Προεδρία της Δημοκρατίας αποκλειστικώς ως Καθηγητής. Ήταν όμως εκείνος ο οποίος -ας το πω έτσι- μου έβαλε στην συνέχεια το «σαράκι» της Πολιτικής. Συγκεκριμένα, μετά από πολλή περίσκεψη μου είπε, περί το τέλος της θητείας του, τον Μάρτιο του 1995: «Πρέπει να κάνεις πολιτική». Με πολύ δισταγμό το δέχθηκα σαν μια δοκιμή. Όλα ξεκίνησαν με την βουλευτική ιδιότητα, προχώρησα με την κοινοβουλευτική ιδιότητα, την υπουργική ιδιότητα, για να καταλήξω στον «θώκο» του Προέδρου της Δημοκρατίας. Σας είπα τίποτα δεν είχα σχεδιάσει στο μυαλό μου από αυτά. Όταν εκλεγόμουν Βουλευτής Επικρατείας, ζώντος ακόμη του Κωνσταντίνου Καραμανλή, έλεγα μέσα μου: «Ας του κάνω το χατίρι αλλά εγώ με “σταυρό” βουλευτής δεν πρόκειται να εκτεθώ». Η γυναίκα μου είναι εδώ και το θυμάται, δοθέντος ότι ήταν εντελώς αντίθετη με την ανάμιξή μου στην Πολιτική. Δεν ήθελα ν’ ασχοληθώ με την Πολιτική, διαισθανόμουν τον πόνο και την αγωνία που κρύβει μέσα της. Ήξερα τις περιπέτειες, την αβεβαιότητα. Μετέπειτα, όταν πια ασχολήθηκα ενεργώς με την Πολιτική – ελέχθησαν ήδη αυτά και ευχαριστώ και τον Σπύρο (Βλαχόπουλο) και την Πατρίνα (Παπαρρηγοπούλου) για όσα εν προκειμένω ανέφεραν και είναι αλήθεια, όπως ξέρουν οι παλιοί Συνάδελφοι- ποτέ δεν εγκατέλειψα, σε καμία στιγμή, το Πανεπιστήμιο. Ποτέ δεν άφησα την πολιτική να είναι μονόδρομος στην ζωή μου. Και το τονίζω αυτό απευθυνόμενος στους νεότερους Συναδέλφους, εκλεκτούς Συναδέλφους. Τους λέω από καρδιάς ότι είναι «ταλέντα» στην Πολιτική, το έχω διαγνώσει. Απλά ορισμένοι δεν έχουν τολμήσει ακόμη να «διαβούν αυτόν τον Ρουβίκωνα» της επιλογής. Και τους καταλαβαίνω, είναι η αλήθεια, σε αυτή την εποχή της αναξιοκρατίας, στην εποχή που επιβεβαιώνεται εκείνο το οποίο είχε πει ο Γιάννης Τσαρούχης στο Παρίσι, το 1973, στο σπίτι της Μελίνας Μερκούρη: «Οι δικτάτορες θα πέσουν γρήγορα και με κακό τρόπο, όμως η Ελλάδα θα είναι πάντα “θύμα” της δικτατορίας των μετρίων». Τους καταλαβαίνω όταν τούτο ισχύει πολύ περισσότερο στον χώρο της Πολιτικής, αφού η Πολιτική απορρίπτει τελικά κορυφαίους Πολιτικούς -έστω και προς το παρόν, κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει στο μέλλον- ορισμένοι από τους οποίους παρευρίσκονται σε αυτή την Αίθουσα. Και τους «αντικαθιστά» με άλλους, οι οποίοι δυστυχώς επιλέγονται ακριβώς γιατί δέχθηκαν να είναι «αιχμάλωτοι» της Πολιτικής. Αυτό δηλαδή που δεν δέχθηκαν άλλοι, πραγματικά άξιοι. Γιατί «βολεύει», και σας μιλάω από καρδιάς, ορισμένους -εννοώ ορισμένους «ισχυρούς»- οι Πολιτικοί να μην έχουν άλλη διέξοδο, να είναι «αιχμάλωτοι», να υποκύπτουν εύκολα. Δοθέντος ότι ο ελεύθερος άνθρωπος, αυτός που έχει και άλλο «δρόμο» να διαβεί, άλλη «πόρτα» ν’ ανοίξει, δεν είναι δεδομένος.

VΙ. Για την Νομική Επιστήμη

Προτρέπω, λοιπόν, τους νεότερους Συναδέλφους ναι, να τολμήσουν την Πολιτική, την μεγάλη περιπέτεια. Στο κάτω-κάτω ο Ελληνικός Λαός είναι αυτός που θα κρίνει την μοίρα τους. Αλλά εκείνοι δεν πρέπει ν’ αφήσουν ποτέ την Επιστήμη «στην άκρη». Θα είναι αυτό το «λιμάνι» στο οποίο θα γυρίζουν πάντοτε και θα υπηρετούν και την Πολιτική ακόμη και με τον τρόπο που θ’ ασκούν εν γένει τα πολιτικά τους δικαιώματα και καθήκοντα. Το λέω ιδίως στους Συναδέλφους της Νομικής Επιστήμης διότι «το έχει» η Νομική Επιστήμη να συνεισφέρει, διαχρονικώς, σπουδαίους Πολιτικούς, γυναίκες και άνδρες, σπουδαία πολιτικά πρόσωπα. Ήταν πρόσωπα που μπήκαν στην Πολιτική αφού προηγουμένως είχαν καταξιωθεί κοινωνικώς και επαγγελματικώς και ουδέποτε αντιμετώπισαν την πολιτική διαδρομή ως «μονόδρομο». Απευθύνομαι δε στους νεότερους Συναδέλφους, και ιδίως στους Φοιτητές, παροτρύνοντάς τους να αισθάνονται τυχεροί που υπηρετούν την Νομική Επιστήμη. Δεν έχει, ίσως, την «γοητεία» των Θετικών Επιστημών. Ήμουν καλός στα μαθηματικά και εκεί με προόριζαν να πάω, δεν το επέλεξα τελικά και ήταν δική μου η επιλογή, όμως πάντα αισθάνομαι αυτή την «γοητεία» των Θετικών Επιστημών. Ήτοι εκείνο το οποίο σε κάνει να ζεις την πραγματικότητα όπως διαμορφώνεται μακριά και έξω από σένα, αλλά αποκτώντας τα επιστημονικά εφόδια για να «μπαίνεις» και να «αποκωδικοποιείς» τα μυστικά της. Η Νομική Επιστήμη όμως, που βεβαίως δεν ανταποκρίνεται σε αυτά τα ειδικά και ιδιαίτερα επιστημονικά δεδομένα, είναι πραγματική Επιστήμη. Επιστήμη, η οποία μάλιστα προϋποθέτει μια πολυπρισματικότητα σε ό,τι αφορά την κατανόηση του νομικού επιστητού και του νομικού φαινομένου. Είναι μια Επιστήμη «γοητευτική» με τον δικό της τρόπο, όταν την προσεγγίσει κανείς όχι αποκλειστικώς ως πεδίο γνώσης που εξασφαλίζει το επάγγελμα και τα προς το ζην -ναι, είναι και αυτό σαφώς σημαντικό- αλλά πριν απ’ όλα ως Επιστήμη κατά την ουσία της, και κατ’ ακρίβεια ως Επιστήμη των Θεσμών.

VII. Υπεράσπιση των Θεσμών

Άρα, κατά βάθος, ως Επιστήμη της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας –κατ’ εξοχήν δε της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας- και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Είναι, κατά βάση, η Επιστήμη η οποία κυρίως επικεντρώνεται στην εμβάθυνση της ουσίας του «αγαθού» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, το οποίο σήμερα στην κυριολεξία απαξιώνεται παγκοσμίως. Ακόμη και στον Ευρωπαϊκό χώρο, ακόμη και στον Τόπο μας τα φαινόμενα, δυστυχώς, δεν είναι παρήγορα. Οι Θεσμοί δεν λειτουργούν με την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα που απαιτεί η «αυθεντική» Δημοκρατία. Και αυτό έχει άμεσο αντίκτυπο στην Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, επέκεινα δε άμεσο αντίκτυπο στην Διάκριση των Εξουσιών, άμεσο αντίκτυπο στο Κράτος Δικαίου, άμεσο αντίκτυπο στην ακώλυτη άσκηση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ιδίως εμείς, οι Ευρωπαίοι Πολίτες, δεν μπορεί και δεν πρέπει να αισθανόμαστε υπερήφανοι για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί σήμερα η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία μας. Είμαστε όλοι υπεύθυνοι γι’ αυτό το φαινόμενο, και προεχόντως οι Νομικοί, που οφείλουν κατά την αποστολή τους να υπηρετούν με συνέπεια τους Θεσμούς. Εδώ και χρόνια μιλώ και γράφω για την «επικυριαρχία του οικονομικού επί του θεσμικού», προκειμένου να εξηγήσω τι συμβαίνει σ’ επίπεδο κατάλυσης των Θεσμών ή «παραλυσίας» των Θεσμών ή παρακμής των Θεσμών. Ώσπου, βεβαίως, αυτό επιβεβαιώθηκε και τεκμηριώθηκε πλήρως από τους τρεις εκείνους σημαντικούς επιστήμονες –είναι «πολύπλευροι» επιστήμονες, καίτοι επικεντρώνονται πρωτίστως στον οικονομικό χώρο- οι οποίοι πήραν το 2024 το Βραβείο Νόμπελ στην Οικονομία. Αυτοί οι τρεις, Ντάρον Ατζέμογλου, Σάϊμον Τζόνσον και Τζέϊμς Ρόμπινσον, ανέλυσαν την σημασία των Θεσμών για την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία και, γενικότερα, για την Δημοκρατία και για την Ελευθερία. Και την ανέλυσαν κυρίως σε οικονομικό επίπεδο γιατί η Οικονομία, η πραγματική Οικονομία, σε κάθε Δημοκρατική Χώρα είναι Ελεύθερη Οικονομία. Ελεύθερη Οικονομία αλλά όχι ασύδοτη Οικονομία. Και ανέλυσαν την σημασία των Θεσμών οι οποίοι «τιθασεύουν» ευεργετικώς την Οικονομία, κατά την «λογική» των «θεσμικών αντιβάρων». Ανέδειξαν δε την σημασία όχι μόνο των Δημόσιων Θεσμών αλλά και των Οικονομικών Θεσμών καθώς και των Κοινωνικών Θεσμών. Διότι οι Θεσμοί δεν έχουν αποκλειστικώς δημόσιο χαρακτήρα stricto sensu. Οι Θεσμοί είναι ένα πολύ γενικότερο φαινόμενο. Οι Θεσμοί, απ’ ό,τι φαίνεται και ξέρουμε, δεν «συμπλέουν» μόνο με τους stricto sensu Νομικούς Θεσμούς. Άρα, λοιπόν, οι νέοι Συνάδελφοι, οι Φοιτητές που έχουν μπει στην Νομική με τόσα όνειρα και που συνήθως δυστυχώς διαψεύδονται, ας νoιώσουν ειλικρινά αυτό που είπα πριν: Ότι η Νομική είναι μια «γοητευτική» Επιστήμη, κυρίως διότι «διακονεί» την Δημοκρατία, «διακονεί» την Ελευθερία. Δίχως Θεσμούς δεν μπορεί να λειτουργήσει η Δημοκρατία ως σύστημα πολιτικής και πολιτειακής οργάνωσης. Αυτό υπηρετούμε και οφείλουμε να υπηρετήσουμε ως Νομικοί. Αυτό προσπάθησα να κάνω σε ολόκληρη την ζωή μου. Αν το πέτυχα δεν ξέρω. Ότι έχω ελαττώματα το γνωρίζω. Ότι έχω τεράστιες ελλείψεις το αντιλαμβάνομαι καθημερινά, προδήλως δε όταν διαβάζω κάτι και λέω: «Και αυτό μου έχει ξεφύγει». Τότε καταλαβαίνω, βεβαίως, ότι τούτο είναι μια αυταπάτη. Γιατί δεν είναι μέσα στις δυνάμεις του ανθρώπου να τα ζήσει, να τα βιώσει, να τα μάθει όλα. Όταν καταλήξει σε αυτό το, κενό περιεχομένου, συμπέρασμα να ξέρετε ότι έχει αποτύχει. Εκείνος ο οποίος αισθάνεται ότι είναι κάτοχος της «αυθεντίας» και της «παντογνωσίας», ήδη βρίσκεται στο κατώφλι της παρακμής, δίχως δίοδο διαφυγής. Και δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση και όποια αξιώματα και αν καταλάβει κανείς, να αισθάνεται «αυτάρκης» και «βέβαιος» για τις γνώσεις του ή και για την «εμπειρία» του.

VΙII. «Ομολογία» και «απολογία» για την Φιλία

Σας κούρασα. Δεν θέλω να πω τίποτα παραπάνω γι’ αυτά τα οποία αφορούν την Νομική Επιστήμη, τους Συναδέλφους –ιδίως εκείνους που θέλουν ν’ ασχοληθούν με την Πολιτική- την σημασία της για την Δημοκρατία που κινδυνεύει σήμερα. Γυρίζω μόνο, εν επιλόγω, όπως ξεκίνησα από αυτή την Αίθουσα. Γυρίζω πάλι πίσω, προκειμένου να μιλήσω για τους Φίλους με τους οποίους συμπορευθήκαμε στον παρελθόν, για τους Συναδέλφους που έγραψαν σε αυτόν τον Τόμο, αλλά και άλλους που δεν συμμετέχουν γραπτώς. Ήταν Πρωτοχρονιά του 1981, μάλλον λίγες μέρες μετά, νομίζω την επομένη της Πρωτοχρονιάς. Περνούσα έξω από το βιβλιοπωλείο της «Εστίας» και μπήκα στο γραφειάκι -χώρο ελεύθερης σκέψης και έκφρασης- της αείμνηστης Μάνιας Καραϊτίδου, αυτής της εμβληματικής φυσιογνωμίας του Ελληνικού εκδοτικού χώρου. Μόλις είχε κυκλοφορήσει ένα βιβλίο καλαίσθητο, το οποίο και αγόρασα. Μου το συνέστησε εκείνη λέγοντάς μου: «Για πάρε το, θα σου αρέσει». Ήταν το βιβλίο του Αλέξη Μινωτή «Μακρινές φιλίες». Αξίζει τον κόπο να το διαβάσετε, υπάρχουν ακόμη κάποια αντίτυπα. Σε αυτό το βιβλίο ο «δύσκολος» -και με την «εμπειρία» της μεγάλης Κατίνας Παξινού- Αλέξης Μινωτής περιέγραφε τις φιλίες εκείνες που «φώτισαν» την ζωή του, την πορεία του, ακόμη και με ανθρώπους με τους οποίους δεν διατήρησε έως το τέλος την ίδια «ισχυρή» σχέση. Αλλά ανθρώπους με τους οποίους συμπορεύθηκε σε κρίσιμες στιγμές του. Και αυτό είναι που μένει ως ουσία της ουσιαστικής συντροφικότητας. Ξέρετε, δεν είναι μόνο οι «ανέφελες» φιλίες που «σημαδεύουν» τον άνθρωπο στην πορεία του. Είναι και αυτές οι φιλίες που διακόπτονται, επανέρχονται, και στο τέλος καθένας πρέπει μέσα του ν’ αναλογίζεται αν, εκτός από εκείνους που ανέκοψαν την κοινή πορεία, και ο ίδιος είναι υπεύθυνος ως προς τον τρόπο με τον οποίο τους αντιμετώπισε. Μια τέτοια αυτοκριτική χρειάζεται πάντοτε για να σε «προσγειώνει» στην πραγματικότητα και να σε κάνει ρεαλιστή και υπεύθυνο. «Ξεφυλλίζω» ξανά τις σελίδες αυτού του βιβλίου. Και έτσι ακριβώς αντιμετωπίζω όλους εκείνους τους Συναδέλφους με τους οποίους βαδίσαμε μαζί στην ζωή, έστω και με «διαλείμματα». Κρατάω από αυτούς, ακόμη και αν τώρα πια κάτι μπορεί να έχει «γκριζάρει», μόνο τα θετικά που βιώσαμε. Ώρες-ώρες καταλήγω, όταν συλλογιέμαι ότι κάτι «έχει ξεφτίσει» μεταξύ μας, έναν από τους έξοχους στίχους του Μιχάλη Γκανά: «Θα ’χουμε σε παλιό καθρέφτη γνωριστεί κι έμεινε αυτό το ράγισμα στα μάτια». Όμως, όπως ήδη είπα, μένει μέσα μου το «ίζημα» της συμπόρευσης, της κοινής εμπειρίας και, εν τέλει, της Φιλίας, όσο και αν κράτησε αυτή. Της Φιλίας με την έννοια που την έχει «υμνήσει» με τόσο απλά λόγια ο Τάσος Λειβαδίτης σε ένα μικρό ποίημά του, γραμμένο το 1957. Ο τίτλος του είναι «Συμφωνία αρ.1» και επιλέγω τον στίχο: «Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν από τη στιγμή που βρίσκουν μια θέση στη ζωή των άλλων». Για σκεφθείτε, πόσο σημαντικό είναι αυτό. Και πόσα οφείλω και εγώ σ’ εκείνους τους «άλλους» ανθρώπους, μέσα στην ζωή των οποίων βρήκα ώρες-ώρες τον εαυτό μου.

Αυτή την στιγμή, την κορυφαία για μένα στιγμή όπως μνημόνευσα, τώρα βέβαια που σιγά-σιγά η «αυλαία» της ακαδημαϊκής -και όχι μόνο- ζωής μου αρχίζει να «κατεβαίνει», στέκομαι μπροστά σας με τρία αισθήματα: Το ένα, εκείνο της ύψιστης τιμής που μου περιποιείτε όλοι όσοι είσθε εδώ, σ’ αυτή την σεμνή τελετή, και ιδίως εκείνοι που έγραψαν τον Τιμητικό μου Τόμο. Το δεύτερο αίσθημα είναι εκείνο της ταπεινότητας αφού, προσπαθούσα και προσπαθώ πάντοτε να συναισθάνομαι την προσκαιρότητα των «εγκοσμίων» και το πόσο η «δόξα» παρέρχεται. Όποια «δόξα» και αν είναι εκείνη που κάποτε αποζητήσαμε, ως ελάχιστο μέρος της «αιωνιότητας» η οποία αναλογεί -όσο αναλογεί- στους θνητούς. Και το τρίτο αίσθημα είναι εκείνο της γλυκιάς αλλά και βαθιάς νοσταλγίας για όσα «έφυγαν». Θα μου πείτε, νοσταλγώ τι; Να ξαναγύριζα πίσω; Δεν θα το έλεγα. Γιατί ήταν δύσκολα αυτά τα χρόνια. Τι μου μένει, λοιπόν, από αυτή την νοσταλγία; Μου μένουν οι αγώνες, μου μένουν τα ιδανικά που σε κρίσιμες ώρες μας ενέπνευσαν, μου μένουν οι αρχές και οι αξίες οι οποίες, όσο περνούν τα χρόνια, «φθίνουν», δεν τις «συναντάμε» πια στην καθημερινότητά μας, την «φτηνή» καθημερινότητά μας. Αν μου λείπει συνεπώς κάτι είναι η εποχή. Η εποχή εκείνη, η οποία έκλεινε μέσα της όλο αυτό το ανθρώπινο στοιχείο που πρέπει να μας συνέχει, να μας καθοδηγεί, έως το τέλος του επί γης βίου μας.

Σας ευχαριστώ θερμώς.

 

* Αντιφώνηση κατά την επίδοση Τιμητικού Τόμου για τον Προκόπιο Παυλόπουλο, στις 24.10.2024, στην Αίθουσα Τελετών του ΕΚΠΑ

Διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών, η κατοχύρωση του δικαιώματος, η λειτουργία της ΑΑΔΕ και η αξιολόγηση των υποκλοπων

Μάρκος Ν. Ρεντζούλας, Σύμβουλος Δημόσιας Διοίκησης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών προβλέπεται στο άρθρο 19 του Ελληνικού Συντάγματος. Αποτελεί ένα εκ των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και από κοινού με το άσυλο της κατοικίας και την προστασία των προσωπικών δεδομένων, διασφαλίζουν την προστασία του ιδιωτικού βίου. Παρά την ρητή κατοχύρωση του δικαιώματος στο Ελληνικό Σύνταγμα και σε διατάξεις διεθνών και ευρωπαϊκών κειμένων, και παρά την σύσταση ανεξάρτητης αρχής, της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), στην Χώρα μας η προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας έχει περάσει από πολλές «περιπέτειες», με αποτέλεσμα να αμφισβητείται στην πραγματικότητα η κατοχύρωση του δικαιώματος και ο πυρήνας του να αποδεικνύεται κούφιος .

Α. Διασάφηση Όρων
Η έννοια της «επικοινωνίας» μπορεί να λάβει διαφορετικές σημασίες. Αθροιστικά, μπορούμε να διακρίνουμε δύο κατηγορίες, την επικοινωνία εν στενή εννοία (stricto sensu επικοινωνία), δηλαδή την μεταβίβαση μηνύματος με προσδιορισμένο περιεχόμενο μεταξύ αυτών που επικοινωνούν, και την επικοινωνία εν ευρεία εννοία (lato sensu επικοινωνία) που δηλώνει κάθε ανθρώπινη σχέση . Το δικαίωμα του απορρήτου των επικοινωνιών που κατοχυρώνεται στο άρθρο 19 του Συντάγματος αφορά την επικοινωνία εν στενή εννοία . Αναλυτικότερα, ως επικοινωνία μπορεί να οριστεί, μεταξύ άλλων, η αποστολή μηνυμάτων/πληροφοριών από κάποιον που νοείται ως πομπός προς κάποιον που νοείται ως δέκτης και αντίστροφα, μέσω κοινού συστήματος σημάτων, συμβόλων ή τρόπων συμπεριφοράς . Εξαιρετικά χρήσιμος είναι και ο ορισμός του όρου της επικοινωνίας με βάση τον ν. 3471/2006, όπου ως επικοινωνία ορίζεται «κάθε πληροφορία που ανταλλάσσεται ή διαβιβάζεται μεταξύ ενός πεπερασμένου αριθμού μερών, μέσω μίας διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Δεν περιλαμβάνονται πληροφορίες που διαβιβάζονται ως τμήμα ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών στο κοινό μέσω δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι πληροφορίες μπορούν να αφορούν αναγνωρίσιμο συνδρομητή ή χρήστη που τις λαμβάνει».
Η επικοινωνία εν στενή εννοία αναλύεται πρώτον, στα βασικά της στοιχεία που περιλαμβάνουν τους επικοινωνούντες και το διαβιβαζόμενο μήνυμα, και δεύτερον, στα δευτερεύοντα στοιχεία της, δηλαδή το σήμα, το κανάλι, τα μέσα εν ευρεία εννοία και το μεταδότη . Περαιτέρω, η έννοια της «επικοινωνίας» μπορεί εννοιολογικά να διαιρεθεί στην άμεση επικοινωνία, δηλαδή στην επικοινωνία που διεξάγεται «ενώπιος ενωπίω» , και στην έμμεση επικοινωνία που τελείται μέσω της χρήσης κάποιου μηχανικού ή αναπαραστατικού μέσου, στη δημόσια και στην απόρρητη-μυστική επικοινωνία, και τέλος στη μονόδρομη και στην αμφίδρομη επικοινωνία .
Αποσαφήνιση χρήζει και η έννοια της «ανταπόκρισης» που αναφέρεται μαζί με την επικοινωνία στο άρθρο 19 του Συντάγματος. Ως όρος η επικοινωνία έχει ευρύτερο περιεχόμενο και εμπεριέχει τόσο την ανταπόκριση, όσο και τις επιστολές . Η συμπερίληψη του όρου των ανταποκρίσεων από τον συντακτικό νομοθέτη έγινε προκειμένου να καταστεί σαφές ότι περιλαμβάνεται και η εξ αποστάσεως επικοινωνία που διεξάγεται με τη χρήση τεχνικών μέσων, καλύπτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το συναφές εννοιολογικό περιεχόμενο από κάθε πιθανή μεταβολή που μπορεί να προκύψει από την εξέλιξη της τεχνολογίας .

Β. Η Ιστορική Πορεία του Δικαιώματος
Οι ρίζες του απορρήτου των επικοινωνιών εντοπίζονται στην αρχαία Ελλάδα, στη λατρεία του αγγελιαφόρου των θεών, του θεού Ερμή . Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα στην Ιλιάδα του Ομήρου, όπου περιγράφεται η χρήση διπλωμένου πίνακος προκειμένου να διαφυλαχθεί το απόρρητο του μηνύματος , αλλά και η περιγραφή της λακωνικής σκυτάλης, που τη μία κρατούσαν οι έφοροι και την άλλη ο αρχηγός του σπαρτιατικού στρατού που εκστράτευε . Αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι οι Αθηναίοι, ενώ είχαν κατασχέσει επιστολές του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου, δεν παραβίασαν αυτές που απευθύνονταν προς την Ολυμπιάδα . Μετά το τέλος της αρχαιότητας και καθόλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα το απόρρητο των επιστολών παραβιαζόταν συστηματικά από την εκάστοτε μοναρχική εξουσία . Αυτό οδήγησε στην κατοχύρωση, για πρώτη φορά, της προστασίας του απορρήτου κατά τη Γαλλική Επανάσταση το 1789 με δυο ψηφίσματα. Έκτοτε, το απόρρητο της επικοινωνίας άρχισε να κατοχυρώνεται σε εθνικά Συντάγματα και διεθνή κείμενα.
Στη Χώρα μας, η κατοχύρωση του απορρήτου της αλληλογραφίας, και συνεπώς και της επικοινωνίας, κατοχυρώθηκε για πρώτη φορά ευθέως – έμμεσα και αόριστα υπήρχε πρόβλεψη και στο άρθρο 13 του Συντάγματος της Τροιζήνας το 1827 – στο Σύνταγμα του 1844, όπου στο άρθρο 14 οριζόταν πως «Το απόρρητον των επιστολών είναι απαραβίαστον». Στο Σύνταγμα του 1864, άρθρο 20, προστέθηκε ο όρος «απολύτως». Ο δυναμικός αυτός όρος επελέχθη λόγω της συστηματικής παραβίασης του απορρήτου επί Όθωνος . Με το άρθρο 12 του Συντάγματος του 1927, το απόρρητο επεκτάθηκε στα τηλεφωνήματα και στα τηλεγραφήματα, ενώ στο άρθρο 20 του Συντάγματος του 1952 προβλεπόταν ότι «Το απόρρητο των επιστολών και της καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπο ανταποκρίσεως είναι απολύτως απαραβίαστο». Στο δικτατορικό Σύνταγμα του 1968 προστέθηκαν οι δύο σημερινές εξαιρέσεις για την άρση του απορρήτου την επικοινωνίας. Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας και την ψήφιση του Συντάγματος του 1975, το δικαίωμα προβλέφθηκε στο άρθρο 19, με την προσθήκη του επιθέτου «ελεύθερης» στην ανταπόκριση και του όρου «επικοινωνία», ενώ προστέθηκε και δεύτερο εδάφιο με επιφύλαξη υπέρ του νόμου για άρση του απορρήτου. Ως συνέπεια των παραπάνω προσθηκών, το άρθρο έλαβε την εξής μορφή: «Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος τροποποιήθηκε τελευταία φορά με την αναθεώρηση του 2001, όπου προστέθηκαν δύο νέοι παράγραφοι. Στην παράγραφο 2 του σημερινού άρθρου προβλέπεται η σύσταση ανεξάρτητης αρχής που θα διασφαλίζει το απόρρητο: «Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1». Στην τρίτη παράγραφο ορίζεται ότι «Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α».

 

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

Η ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ
ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ

I. Διεθνής και Ευρωπαϊκή Κατοχύρωση
Σε διεθνές επίπεδο το απόρρητο της επικοινωνίας κατοχυρώθηκε στα αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο χρόνια, με διατάξεις διεθνών κειμένων που διακήρυσσαν πανηγυρικά την προστασία των ιδιωτικών δικαιωμάτων που τόσο είχαν καταπατηθεί την προηγούμενη περίοδο. Πιο συγκεκριμένα, η προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών προβλέπεται στο άρθρο 12 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: «1. Κανείς δεν επιτρέπεται να υποστεί αυθαίρετες επεμβάσεις στην ιδιωτική του ζωή, την οικογένεια, την κατοικία ή την αλληλογραφία του.» (1948), στο άρθρο 17 του Διεθνούς Συμφώνου Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων (1966) και στο άρθρο 16 της Διεθνούς Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Παιδιού (1989). Στην αμερικανική ήπειρο προστατεύεται περαιτέρω με βάση το άρθρο 10 της Αμερικανικής Διακήρυξης (1948) και το άρθρο 11 της Αμερικανικής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (1969), ενώ στον αφρικανικό και ισλαμικό χώρο γίνεται έμμεση μόνον αναφορά στην προστασία του δικαιώματος από τον Αφρικανικό Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (1981) και την Διακήρυξη του Καΐρου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (1990).
Στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη η προστασία του δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών εδράζεται στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ, 1950). Υπό το πρίσμα της διάταξης αυτής, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έχει πολύ πλούσια και διαφωτιστική νομολογία αναφορικά με την ερμηνεία του άρθρου , παρέχοντας χρήσιμα εργαλεία και για την ερμηνεία των εθνικών συνταγματικών διατάξεων. Το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, στο ενωσιακό δίκαιο, αντιστοιχεί στο άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2000), με μόνη διαφορά την αντικατάσταση του όρου «αλληλογραφία» του Χάρτη με τον όρο «επικοινωνίες» στην ΕΣΔΑ, καθώς θεωρήθηκε ότι ο όρος «επικοινωνίες» εναρμονίζεται με τους σύγχρονους τρόπους ανταποκρίσεως και συμπεριλαμβάνει κάθε μέσο ανθρώπινης επικοινωνίας, που υπάρχει ή μπορεί να προκύψει από την τεχνολογική εξέλιξη . Συμπληρωματικό ως προς τον Χάρτη είναι το παράγωγο κοινοτικό κανονιστικό πλαίσιο, με μια σειρά από Οδηγίες που ενσωματώνονται στην εθνική νομοθεσία των κρατών-μελών της Ένωσης, θεσπίζοντας νέους κανόνες, διευρύνωντας το εύρος της προστασίας του δικαιώματος και αποσαφηνίζοντας κρίσιμους όρους και έννοιες που μεταβάλλονται διαρκώς, κυρίως στο πεδίο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας.

II. Συγκριτική Συνταγματική Επισκόπηση
Εκτός από την κατοχύρωση του δικαιώματος σε διεθνείς συνθήκες, η προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών προβλέπεται και στα εθνικά Συντάγματα των χωρών. Στη Δυτική και Βόρεια Ηπειρωτική Ευρώπη, το δικαίωμα κατοχυρώνεται με συντηρητικές διατάξεις πρώτης γενιάς στο άρθρο 29 του βελγικού Συντάγματος και το άρθρο 72 του Συντάγματος της Δανίας. Με διατάξεις δεύτερης γενιάς στο άρθρο 10 του γερμανικού Θεμελιώδους Νόμου, το άρθρο 18 του ισπανικού Συντάγματος και το άρθρο 13 του ολλανδικού Συντάγματος, ενώ διατάξεις τρίτης γενιάς περιλαμβάνονται στο άρθρο 8 του Συνταγματικού Νόμου της Φινλανδίας, το άρθρο 13 του ελβετικού Συντάγματος, το άρθρο 15 του ιταλικού Συντάγματος και τα άρθρα 34 και 32 του Συντάγματος της Πορτογαλίας. Ωστόσο, υπάρχουν και χώρες χωρίς ρητή συνταγματική προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας. Το Σύνταγμα της Γαλλίας δεν περιλαμβάνει κατάλογο θεμελιωδών δικαιωμάτων, εντούτοις, στο προοίμιό του διακηρύσσεται η προσήλωση του γαλλικού λαού στα δικαιώματα του ανθρώπου, όπως αυτά ορίστηκαν από την Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, στο άρθρο 11 της οποίας προστατεύεται η ελεύθερη επικοινωνία . Απουσία συνταγματικής κατοχύρωσης παρατηρείται επιπλέον στην Αυστρία και τη Σουηδία, όπου η έλλειψη συνταγματικής διάταξης καλύπτεται από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, ενώ στη Νορβηγία η κατοχύρωση του δικαιώματος βασίζεται στη συνταγματική διάταξη προστασίας της ελευθερίας του λόγου και την κοινή νομοθεσία.
Στις χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού τη δεκαετία του 1990, τα νέα Συντάγματα κινήθηκαν στο ίδιο πλαίσιο με αυτά της Δυτικής Ευρώπης. Στην πλειονότητα των εθνικών συνταγματικών κειμένων, η προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών κατοχυρώνεται με διατάξεις τρίτης γενιάς, όπως στο άρθρο 23 του ρωσικού Συντάγματος, το άρθρο 49 του πολωνικού Συντάγματος, το άρθρο 13 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών της Τσεχίας, το άρθρο 34 του Συντάγματος της Βουλγαρίας, το άρθρο 31 του ουκρανικού Συντάγματος, το άρθρο 28 του Συντάγματος της Ρουμανίας και το άρθρο 32 του Συντάγματος του Αζερμπαϊτζάν. Διάταξη δεύτερης γενιάς κατοχυρώνεται στο άρθρο 36 του Συντάγματος της Αλβανίας, ενώ προβληματική είναι η προστασία του δικαιώματος από το άρθρο 59 του Συντάγματος της Ουγγαρίας .
Στην αγγλοαμερικανική οικογένεια του common law, η προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας επιτυγχάνεται με διαφορετικούς όρους, δεδομένης της απουσίας ρητής συνταγματικής διάταξης, με σημαντικότερη παράμετρο τη σχετική με την αρχή της «privacy» νομολογία . Στις ΗΠΑ η προστασία του απορρήτου διασφαλίζεται μέσω της 4ης Τροποποίησης του Αμερικανικού Συντάγματος στα πλαίσια της προστασίας της ιδιωτικής ζωής . Στο Ηνωμένο Βασίλειο η προστασία της ιδιωτικότητας και συνεπώς και του απορρήτου της επικοινωνίας είναι ελλιπής, καθώς από την παράδοση η κρατική εξουσία είχε τη δυνατότητα να παραβιάζει το απόρρητο των επιστολών . Υπό αυτή την αγγλοσαξονική επιρροή τελεί και η προστασία του δικαιώματος στις έννομες τάξεις του Καναδά, της Αυστραλίας και της Ινδίας, όπου η προστασία επιτυγχάνεται μέσω της νομολογίας των δικαστηρίων και του κοινού δικαίου . Εξαίρεση των χωρών του common law αποτελεί το άρθρο 17 του Συντάγματος της Κύπρου, όπου συναντάται ρητή κατοχύρωση του απορρήτου των επικοινωνιών.
Ιδιαιτέρως διεξοδική είναι η προστασία του δικαιώματος στα περισσότερα Συντάγματα των χωρών της Κεντρικής και Λατινικής Αμερικής, παρά το πρόσφατο πολιτικό παρελθόν τους. Χαρακτηριστική είναι η κατοχύρωση του απορρήτου με διατάξεις τέταρτης γενιάς στο άρθρο 16 του Συντάγματος του Μεξικού, το άρθρο 24 του Συντάγματος της Κόστα Ρίκα και το άρθρο 48 του Συντάγματος της Βενεζουέλα, οι οποίες προβλέπουν την απαγόρευση χρήσης παράνομων αποδεικτικών μέσων. Διατάξεις τρίτης γενιάς εντοπίζονται στο άρθρο 5 του Συντάγματος της Βραζιλίας, το άρθρο 19 του Συντάγματος της Χιλής και το άρθρο 15 του Συντάγματος της Κολομβίας, ενώ πιο συντηρητικές είναι οι διατάξεις του άρθρου 29 του Συντάγματος του Παναμά και τα άρθρα 18 και 19 του Συντάγματος της Αργεντινής.
Στην Αφρική, υπάρχουν χώρες χωρίς συνταγματική εγγύηση του δικαιώματος, όπως η Ζάμπια και η Λιβύη, αλλά και χώρες όπου το απόρρητο κατοχυρώνεται με λακωνικό τρόπο, λ.χ. το άρθρο 11 του Συντάγματος του Μαρόκου, το άρθρο 39 του Συντάγματος της Αλγερίας και το άρθρο 13 του Συντάγματος της Μαδαγασκάρης. Στη Νότια Αφρική το δικαίωμα διασφαλίζεται στο άρθρο 14 του Συντάγματος ως ιδιαίτερη έκφανση της ιδιωτικής ζωής. Πληρέστερη είναι η κατοχύρωση του δικαιώματος από το άρθρο 28 του Συντάγματος του Κονγκό και το άρθρο 13 του Συντάγματος της Ναμίμπια.
Το απόρρητο των επικοινωνιών κατοχυρώνεται και στους συνταγματικούς χάρτες των κρατών της Ασίας. Στις ασιατικές ισλαμικές χώρες το απόρρητο, ενώ προστατεύεται συνήθως με διατάξεις τρίτης γενιάς, τελεί υπό τη γενική επιφύλαξη του νόμου . Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις του άρθρου 40 του Συντάγματος της Σαουδικής Αραβίας, το άρθρο 25 του Συντάγματος του Ιράν, το άρθρο 39 του Συντάγματος του Κουβέιτ κ.λπ. Επαυξημένη είναι η προστασία του δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 38 του Συντάγματος της Τουρκίας, με την απαγόρευση της χρήσης παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων σε ποινική δίκη . Στις έννομες τάξεις των χωρών της Άπω Ανατολής το δικαίωμα διακηρύσσεται ως ανεπιφύλακτο, άρθρο 18 του Συντάγματος της Νότιας Κορέας και άρθρο 12 του Συντάγματος της Ταϊβάν, ενώ στο άρθρο 16 του Συντάγματος της Μογγολίας και στο άρθρο 22 του Συντάγματος του Νεπάλ υπάρχει γενική επιφύλαξη υπέρ του νόμου. Διατάξεις τρίτης γενιάς περιλαμβάνονται στο άρθρο 37 του Συντάγματος της Ταϋλάνδης και το άρθρο 21 του Συντάγματος της Ιαπωνίας, ενώ και το άρθρο 40 του Συντάγματος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας κατοχυρώνει το απόρρητο της επικοινωνίας, προσδιορίζοντας μάλιστα, τις περιπτώσεις εξαιρέσεων. Ασφαλώς η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος και μόνο δεν συνεπάγεται την πραγματική προστασία των δικαιωμάτων, ιδιαιτέρως στον ισλαμικό κόσμο όπου παρατηρούνται πολλά προβλήματα.

III. Ερμηνεία του Άρθρου 19 του Συντάγματος
Α. Φορείς και Αποδέκτες
Φορείς του δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών είναι, εφόσον δεν υπάρχει κάποια αναφορά στη συνταγματική διάταξη, όλα τα φυσικά πρόσωπα, ανεξαρτήτως εθνικότητας και ασχέτως του αν πρόκειται για επικοινωνία εντός ή εκτός της ελληνικής επικράτειας . Κατά συνέπεια, υποκείμενα του ατομικού δικαιώματος είναι και οι αλλοδαποί και οι ανιθαγενείς . Το απαραβίαστο του απορρήτου ισχύει και όταν η επικοινωνία αφορά πρόσωπα που βρίσκονται κάτω από καθεστώς ειδικών σχέσεων εξουσίασης, π.χ. πρόσωπα που υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις, ακόμη και φυλακισμένους . Βέβαια, είναι συνταγματικά ανεκτός ο έλεγχος των επιστολών που απευθύνεται στους τελευταίους, εφόσον γίνεται ενώπιον του παραλήπτη τους, με αποκλειστικό σκοπό την έρευνα περί ύπαρξης απαγορευμένων ουσιών . Φορείς του δικαιώματος είναι όμως και τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ), συνεπώς και όλα τα ημεδαπά ή αλλοδαπά νομικά πρόσωπα, ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, τα πολιτικά κόμματα κ.λπ. . Προβληματισμός υπάρχει για το αν τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ) είναι φορείς των συνταγματικών δικαιωμάτων, ωστόσο, στις περιπτώσεις που υπάρχει πρόβλεψη περί αυτοδιοικήσεώς τους εκ του Συντάγματος, όπως στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα (ΑΕΙ), θεωρείται απολύτως συμβατό .
Αποδέκτης της συνταγματικής επιταγής ήταν αρχικά μόνον το κράτος που διέθετε το μονοπώλιο της μεταφοράς της αλληλογραφίας μέσω των ταχυδρομείων, καθώς επίσης και της τηλεγραφικής και τηλεφωνικής ανταπόκρισης, είτε άμεσα μέσω κρατικών υπηρεσιών είτε έμμεσα, με δημόσιες εταιρείες που ίδρυε και έλεγχε ( π.χ. ΕΛΤΑ, ΟΤΕ) . Σήμερα, όμως, που το Κράτος έχει παύσει να διαθέτει το μονοπώλιο του ταχυδρομικού έργου, της κινητής τηλεφωνίας και ιδίως των νέων υπηρεσιών του διαδικτύου, των οποίων το μεγαλύτερο μέρος ανήκει σε ιδιωτικές εταιρείες, αποδέκτες του δικαιώματος θεωρούνται και οι ιδιώτες, καθώς δεν θα μπορούσε να μείνει συνταγματικά απροστάτευτο ένα τόσο μεγάλο μέρος των υπηρεσιών επικοινωνίας . Το δικαίωμα, επομένως, ισχύει και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, δηλαδή τριτενεργεί με βάση το άρθρο 25, παρ. 1 του Συντάγματος. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας, στην έννοια των ιδιωτών συμπεριλαμβάνονται και οι τηλεοπτικές επιχειρήσεις όταν αναμεταδίδουν δημόσια πληροφορίες που ληφθήκαν μέσω ενεργειών που παραβιάζουν το απόρρητο της επικοινωνίας . Συνεπώς, φορείς και αποδέκτες του σχετικού δικαιώματος είναι άπαντες.

Β. Περιεχόμενο-Πεδίο Προστασίας
Το άρθρο 19, παρ. 1, εδ. α´του Συντάγματος ορίζει ότι «το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο». Το δικαίωμα εμπεριέχει δύο στοιχεία: α) την ελευθερία της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας κάθε είδους και β) το απόρρητο όλων αυτών των μορφών επικοινωνίας, με την προϋπόθεση ότι όλοι όσοι επικοινωνούν επιθυμούν να διατηρήσουν τη μυστικότητα τους και έλαβαν τα κατάλληλα προς τούτο μέτρα . Ο όρος «απόρρητο», δηλαδή, δηλώνει τη μυστικότητα. Εάν όμως, κάποιος από τους επικοινωνούντες δεν θέλει να διατηρήσει τη μυστικότητα της επικοινωνίας, τότε δεν τίθεται ζήτημα απορρήτου των ανταποκρίσεων, αλλά ελευθερίας της έκφρασης . Επίσης, εάν μόνο ο ένας από τους δύο επικοινωνούντες θέλει να διατηρήσει τη μυστικότητα, τότε προστατευτέο έννομο αγαθό είναι ο ιδιωτικός βίος του πρώτου . Απόρρητο λοιπόν υπάρχει όταν λ.χ. η επιστολή είναι σφραγισμένη ή το κύκλωμα επικοινωνίας είναι κλειστό, ενώ αν η επιστολή εκούσια και αβίαστα αφέθηκε ανοιχτή χωρίς φάκελο από τον αποστολέα, τότε δεν καλύπτεται από το απόρρητο των επιστολών . Βεβαίως, απαραίτητη προϋπόθεση της ελεύθερης επικοινωνίας είναι η δυνατότητα των μερών να επικοινωνούν ελεύθερα και απαλλαγμένα από το άγχος ότι κάποιος τους παρακολουθεί ή μπορεί να χρησιμοποιήσει το περιεχόμενο της επικοινωνίας για να τους ελέγξει ή ακόμη και να τους βλάψει .
Το άρθρο 19 του Συντάγματος διασφαλίζει την προστασία του απορρήτου για κάθε μέσο επικοινωνίας, υπαρκτό ή μελλοντικό, εφόσον είναι κατάλληλο για τη διεξαγωγή επικοινωνίας μέσα σε περιβάλλον οικειότητας και εμπιστοσύνης. Εφαρμόζεται, συνεπώς, εκτός από τις επιστολές-γραπτά μηνύματα και σε οποιαδήποτε άλλη μορφή επικοινωνίας, μέσω λ.χ. τηλεγραφημάτων, φαξ, κινητού ή σταθερού τηλεφώνου, καθώς και στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, όπως: ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (e-mail), κλήση ή βιντεοκλήση μέσω διαδικτύου . Παρά τις αρχικές αντιθέσεις συνταγματολόγων, γνωμοδοτήσεων και της πιο πρόσφατης νομολογίας του Αρείου Πάγου , στο απόρρητο υπάγονται τόσο τα εσωτερικά, το περιεχόμενο δηλαδή, όσο και τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας. Τα τελευταία ενδεικτικώς περιλαμβάνουν τα στοιχεία ταυτότητας των επικοινωνούντων, τα δεδομένα κινήσεως και θέσεως, τη χρονική στιγμή της επικοινωνίας και τη διάρκειά της, τον τόπο των συνδιαλέξεων, τους τηλεφωνικούς αριθμούς ή τη διεύθυνση ΙP εάν πρόκειται για υπηρεσίες του διαδικτύου κ.ο.κ. . Η θέση αυτή επιρρωνύεται από την πλούσια νομολογία του ΕΔΔΑ , το οποίο έκρινε – με βάση το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ – ότι τα εξωτερικά στοιχεία αποτελούν «αναπόσπαστο κομμάτι της τηλεφωνικής επικοινωνίας». Η προστασία των εξωτερικών στοιχείων προβλέπεται και από οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν ενσωματωθεί στο εσωτερικό δίκαιο με τους 3471/2006 και 3817/2011 νόμους, ενώ προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η σχετική Γνωμοδότηση 1/2005 της ΑΔΑΕ.

Γ. Άρση του Απορρήτου-Περιορισμοί
Με τη διάταξη του εδ. β´, παρ. 1 του Άρθρου 19 του Συντάγματος το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο χαρακτηρίζεται ως «απόλυτα απαραβίαστο». Η επιλογή του όρου «απόλυτα απαραβίαστο» έγινε από τον συντακτικό νομοθέτη για ιστορικούς λόγους, προσθέτοντας ειδικό κύρος στο δικαίωμα, και με στόχο να διασφαλισθεί η άσκηση ενός δικαιώματος που παρουσιάζει υψηλό δείκτη διακινδυνεύσεως . Έτσι, η λέξη «απόλυτα» σημαίνει άμεσα εφαρμοστέο κανόνα απαγορεύσεως οποιασδήποτε μορφής παραβιάσεως του απορρήτου της επικοινωνίας, για οποιοδήποτε λόγο και από οποιοδήποτε αποδέκτη του δικαιώματος . Επίσης, δηλώνει την υποχρέωση της Πολιτείας να λαμβάνει θετικά μέτρα για την προστασία του δικαιώματος αλλά ταυτόχρονα, και τον περιορισμό των φορέων που είναι υπεύθυνοι για τη διεξαγωγή της επικοινωνίας από τη λήξη μέτρων που δυσχεραίνουν ή ακόμη και αφήνουν χώρο για την παραβίαση του απορρήτου .
Ωστόσο, το ίδιο το Σύνταγμα με το αμέσως επόμενο εδάφιο κάμπτει την αρχή της απολυτότητας καθώς προβαίνει σε πρόβλεψη περιορισμών του δικαιώματος. Ειδικότερα, σύμφωνα με το Άρθρο 19, παρ.1, εδ. β´ «Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Η διάταξη αυτή θέτει το απόρρητο των επικοινωνιών υπό την επιφύλαξη του νόμου (τυπικού ή κανονιστική πράξη της διοικήσεως, όχι ατομική) και κατά συνέπεια ο περιορισμός δεν μπορεί να ισχύσει απευθείας εκ του Συντάγματος ούτε μπορεί να εφαρμοστεί in concreto από τη διοίκηση κατ’εφαρμογή της συνταγματικής διάταξης . Επιπλέον, οι περιορισμοί μπορούν να εφαρμοσθούν μόνο έπειτα από προηγούμενη εντολή αρμόδιου δικαστικού λειτουργού και όχι από τη διοίκηση, η οποία ωστόσο μπορεί να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο . Η δικαστική αρχή έχει υποχρέωση να ακολουθεί σαφώς καθορισμένες διαδικασίες κατά τη λήψη της σχετικής απόφασης, οι οποίες προσδιορίζονται από σχετικό νόμο, έτσι ώστε να μην θίγεται η ιδιωτική ζωή του ατόμου, παρά μόνο στο μέτρο και για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται αυτό απολύτως αναγκαίο . Απαραίτητη προϋπόθεση είναι και η ύπαρξη εγγυήσεων που να αποτρέπουν την πρόσβαση στις επικοινωνίες, να παρεμποδίζουν την επιβολή αντισυνταγματικού περιορισμού ή κατάχρησης των περιορισμών και να εγγυώνται την εφαρμογή του συστήματος «περιορισμού των περιορισμών», ιδίως τις αρχές της αναλογικότητας και της μη προσβολής του πυρήνα του δικαιώματος .
Η ίδια η συνταγματική διάταξη προβλέπει περιοριστικά την άρση του απορρήτου για δύο μόνο περιπτώσεις, για λόγους εθνικής ασφάλειας και για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Η πρόβλεψη αυτή επελέγη λόγω του μεγάλου κινδύνου καταχρήσεως του δικαιώματος, ιδιαίτερα αναφορικά με την πρώτη προϋπόθεση της εθνικής ασφάλειας . Πρόκειται για έναν όρο που είναι καταρχήν πολύ γενικός και αόριστος, παρά ταύτα αναφέρεται στην προάσπιση της χώρας έναντι εξωτερικών κινδύνων, στην υπεράσπιση της εθνικής ακεραιότητας και της εθνικής ανεξαρτησίας . Σε καμία περίπτωση δεν περιλαμβάνει γενικά τη δημόσια ασφάλεια που αναφέρεται στην εσωτερική έννομη τάξη . Προβληματισμό γεννά η υπέρμετρη διεύρυνση της έννοιας της «εθνικής ασφάλειας» ακόμη και μετά την ψήφιση του άρθρου 3 του πρόσφατου ν. 5002/2022 . Κίνδυνος όμως υπάρχει και για τον ορισμό του ιδιαίτερα σοβαρού εγκλήματος. Πρόκειται για μια αόριστη νομική έννοια που ωστόσο είναι στενότερη εκείνης του κακουργήματος . Η εν λόγω έννοια εξειδικεύεται από το άρθρο 4, παρ. 1 του εκτελεστικού του Συντάγματος νόμου, ν. 2225/1994, που προβλέπει την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για τη διακρίβωση συγκεκριμένων κακουργημάτων που προβλέπονται ρητά στον Ποινικό Κώδικα, ενώ αντικαταστάθηκε με τον πρόσφατο ν. 5002/2022, στο άρθρο 6, παρ.1-3 του οποίου υπάρχει ένας σαφώς διευρυμένος κατάλογος εγκλημάτων. Ωστόσο, ως ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα πρέπει να ορίζονται περιοριστικά συγκεκριμένα μόνο εγκλήματα . Δεν προβλέπονται εξαιρέσεις από το απόρρητο των επικοινωνιών στο πλαίσιο ειδικών εξουσιαστικών σχέσεων εκούσιας ή ακούσιας μορφής . Τέλος, το εξεταζόμενο δικαίωμα υπόκειται σε αναστολή και υπό τους όρους του άρθρου 48, παρ. 1 του Συντάγματος. Κανένας άλλος περιορισμός δεν προβλέπεται πέραν των ανωτέρω.

Δ. Η Συνταγματική Πρόβλεψη περί Ιδρύσεως Ανεξάρτητης Αρχής
Με την αναθεώρηση του Συντάγματος από την Ζ´ Αναθεωρητική Βουλή το 2001 προστέθηκε δεύτερη παράγραφος στο άρθρο 19 που προβλέπει: «Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1». Η αναφορά αυτή στις αρμοδιότητες και την αποστολή της αρχής δηλώνει ότι ο σχετικός εφαρμοστικός νόμος οφείλει να την εξοπλίσει με τις αρμοδιότητες εκείνες που θα καθιστούν εφικτή τη διασφάλιση του απορρήτου των ανταποκρίσεων . Παρά την πολυεπίπεδη προστασία του δικαιώματος, προβλέφθηκε η σύσταση ανεξάρτητης αρχής, χωρίς επωνυμία, μίας μάλιστα εκ των πέντε συνταγματικά προβλεπόμενων ανεξάρτητων αρχών, προκειμένου να διασφαλιστεί το απόρρητο έτι περαιτέρω, καθώς υποθέσεις τηλεφωνικών υποκλοπών απασχολούσαν συχνά τις δικαστικές αρχές και την κοινή γνώμη . Η επιλογή αυτή του αναθεωρητικού νομοθέτη έγινε με αφορμή τις αποφάσεις της Βουλής για παραπομπή δύο πρώην πρωθυπουργών στο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 86 του Συντάγματος το 1989 και το 1994, με κατηγορίες για ηθική αυτουργία σε υποκλοπές, αν και εν τέλει, και στις δύο περιπτώσεις η δίωξη ανεστάλη έπειτα από νέα απόφαση της Βουλής πριν την έναρξη της διαδικασίας στο ακροατήριο . Η πρόβλεψη περί ιδρύσεως ανεξάρτητης αρχής συνιστά θεσμική εγγύηση για τη διασφάλιση του απορρήτου της επικοινωνίας . Πολύ συχνά μάλιστα έχει φανεί στην πράξη ότι η μόνη αξιόπιστη εγγύηση για την προστασία του ιδιωτικού βίου είναι οι ανεξάρτητες αρχές .
Η ανεξάρτητη αρχή τελεί υπό τις εγγυήσεις του άρθρου 101Α, παρ. 1 του Συντάγματος, αναφορικά με την επιλογή, τη θητεία και την ανεξαρτησία, προσωπική και λειτουργική, των μελών της. Επιπροσθέτως, με βάση το άρθρο 101Α, παρ. 1, 2 εδ. α´ και β´, απαιτείται η έκδοση οργανικού νόμου για τον καθορισμό της διάρκειας της θητείας των μελών της ανεξάρτητης αρχής και της προσωπικής και λειτουργικής τους ανεξαρτησίας, καθώς και για τα ανάλογα προσόντα, την επιλογή και την υπηρεσιακή κατάσταση του επιστημονικού και λοιπού προσωπικού της υπηρεσίας. Με την ίδια διάταξη (παρ. 2, εδ. γ´, δ´, ε´), προβλέπεται η επιλογή των μελών της αρχής να γίνεται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, για τη λήψη της οποίας στο παρελθόν απαιτούνταν ομοφωνία ή αυξημένη πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων, ενώ με την αναθεώρηση του άρθρου από την Θ´ Αναθεωρητική Βουλή το 2019, πλέον η απόφαση λαμβάνεται με πλειοψηφία των τριών πέμπτων των μελών της. Η θητεία των μελών των ανεξάρτητων αρχών παρατείνεται έως τον διορισμό νέων, ενώ τα σχετικά με τη διαδικασία επιλογής των μελών, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής ορίζονται από τον Κανονισμό της Βουλής. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 101Α, ο ΚτΒ ρυθμίζει και τις σχέσεις των ανεξάρτητων αρχών με τη Βουλή, ενώ προβλέπεται ρητά ότι η λειτουργία τους υπάγεται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο. Επισημαίνεται, πάντως, ότι η ανεξάρτητη αρχή δεν μπορεί να λάβει αποφάσεις για την άρση του απορρήτου, καθώς η αποκλειστική αρμοδιότητα ανήκει στις δικαστικές αρχές, ενώ η δράση της περιορίζεται στον προληπτικό έλεγχο και στην επιβολή διοικητικών κυρώσεων σε όσους παραβιάζουν το απόρρητο .

Ε. Απαγόρευση Χρήσεως Παρανόμως Κτηθέντων Αποδεικτικών Μέσων

Εξόχως σημαντική είναι η διάταξη του άρθρου 19, παρ. 3 του Συντάγματος, η οποία προστέθηκε με την αναθεώρηση του 2001 και ορίζει τα εξής: «Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α». Η συνταγματική πρόβλεψη αυτή συμπληρώνει το άρθρο 19, καθιστώντας το μια χαρακτηριστική δέσμη διατάξεων τέταρτης γενιάς . Η ως άνω διατύπωση, με βάση τη γραμματική και την ιστορική ερμηνεία, είναι σαφής και καθιστά με τρόπο απόλυτο την απαγόρευση χρήσεως αποδεικτικών μέσων που αποκτώνται κατά παράβαση του ιδίου άρθρου και των άρθρων 9 και 9Α του Συντάγματος . Βέβαια, στη πράξη έχει αποδειχθεί ότι η συνταγματική πρόβλεψη, αν και πρωτοποριακή, είναι προβληματική, καθώς φαίνεται να παραβλέπει τη σύγκρουση με άλλα συνταγματικά δικαιώματα και να ενέχει κινδύνους .
Υποστηρίζεται λοιπόν, από τη θεωρία, ότι η απολυτότητα της απαγόρευσης χρήσης παράνομων αποδεικτικών μέσων δεν συνεκτιμά, αρχικά, τις προβλεπόμενες εκ του ίδιου του Συντάγματος κάμψεις του απορρήτου των επικοινωνιών (άρθρο 19, παρ. 1 Συντ.), του ασύλου και της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής (άρθρο 9, παρ. 1 Συντ.), καθώς και την επιφύλαξη του κοινού νομοθέτη για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9Α Συντ.) . Επιπλέον, είναι προφανές ότι η απόλυτη απαγόρευση συγκρούεται με την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας να σέβεται την αξία του ανθρώπου (άρθρο 2, παρ. 1 Συντ.) αλλά και το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας (άρθρο 20, παρ. 1 Συντ.) . Ειδικά δε στην περίπτωση κατηγορουμένου για ποινικό αδίκημα, περιορίζεται άρδην το δικαίωμα της αποδείξεως της αθωότητάς του και συνεπώς η τιμή και η ελευθερία του (άρθρο 5, παρ. 2 Συντ.) .
Ως εκ τούτου, ορθώς έγινε αποδεκτό ότι ενόψει της θεμελιώδους διάταξης προστασίας της αξίας του ανθρώπου και του γεγονότος ότι η τιμή και η ελευθερία του ατόμου καταπατώνται σε περίπτωση μη απόδειξης της αθωότητάς του, αίρεται η απόλυτη απαγόρευση χρήσεως παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, όταν αυτά συνιστούν το μοναδικό μέσο για την απόδειξη της αθωότητας του κατηγορουμένου, πάντοτε υπό τον περιορισμό της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25, παρ. 1 Συντ.), σταθμίζοντας δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση τη βαρύτητα του εγκλήματος και το κατά πόσον το εν λόγω αποδεικτικό μέσο είναι αναγκαίο και πρόσφορο για την απόδειξη της αθωότητας του κατηγορουμένου . Την άποψη αυτή υιοθέτησε εμμέσως ο κοινός νομοθέτης με τους ν. 3090/2002, ν. 3674/2008, ν. 4356/2015 και ν. 4637/2019, με μεγάλη όμως αστάθεια και ενίοτε κατά τρόπο επικίνδυνο, στην περίπτωση χρήσης παράνομων αποδεικτικών μέσων για οικονομικά εγκλήματα που εισήγαγε ο νόμος του 2015 , αλλά και η νομολογία του Αρείου Πάγου . Συνεπώς, το απόρρητο μπορεί να αίρεται προκειμένου να απαλλαγεί ένας αθώος ή να αποφευχθεί μια άδικη βαρύτερη καταδίκη, και φυσικά στις περιπτώσεις που τα αποδεικτικά στοιχεία αποκτήθηκαν κατά τους όρους των άρθρων 9, παρ. 1, 9Α και 19, παρ. 1 του Συντάγματος .

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΠΕΡΙ
ΣΥΣΤΑΣΕΩΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ

I. Η Εθνική Επιτροπή Προστασίας του Απορρήτου των Επικοινωνιών του Ν. 2225/1994

Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 προβλέφθηκε με τον ν. 2225/1994 η ίδρυση της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΕΘΕΠΑΕ). Επρόκειτο για μία από τις πρώτες ανεξάρτητες διοικητικές αρχές που συστάθηκαν στην Ελλάδα, στα πλαίσια της μεταφοράς αυτών των νεωτερικών θεσμών από τις ΗΠΑ και τη Γαλλία στον ελληνικό χώρο, φιλοδοξώντας να αποτελέσει θεσμική εγγύηση που θα περιβάλλει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το απόρρητο των επικοινωνιών και θα καθιστά αποτελεσματικότερη την προστασία του, ιδίως απέναντι στις σύγχρονες τεχνολογικές και επιστημονικές απειλές . Η ΕΘΕΠΑΕ είχε επιφορτιστεί από τον κοινό νομοθέτη με την αποστολή: πρώτον, να προστατεύει το κατά το Άρθρο 19 του Συντάγματος απόρρητο των επιστολών και της τηλεφωνικής και κάθε άλλης μορφής τηλεπικοινωνιακής ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, και δεύτερον, να ασκεί τον έλεγχο της τήρησης των όρων άρσης του απορρήτου που έθεσε η δικαστική αρχή.
Η ΕΘΕΠΑΕ, κατά το άρθρο 1 του ν. 2225/1994, εξυπηρετούνταν από δική της γραμματεία στην οποία προΐστατο ο πρόεδρος της Επιτροπής. Ως Πρόεδρος οριζόταν από τον Πρόεδρο της Βουλής ένας Αντιπρόεδρος της Βουλής. Μέλη της αποτελούσαν ένας βουλευτής-εκπρόσωπος κάθε κόμματος που διέθετε κοινοβουλευτική ομάδα, καθώς και ένα πρόσωπο εγνωσμένου κύρους και με ειδικές γνώσεις σε θέματα επικοινωνιών. Η θητεία των μελών διαρκούσε όσο και η βουλευτική περίοδος κατά την οποία διορίστηκαν, ενώ υπήρχε πρόβλεψη και για τους αναπληρωτές των μελών της Επιτροπής. Επιπλέον, προβλεπόταν η συνοδεία των εκπροσώπων των κομμάτων στις συνεδριάσεις και τις άλλες ενέργειες της ΕΘΕΠΑΕ από ειδικούς τεχνικούς συμβούλους για την υποστήριξή τους σε τεχνικά ζητήματα. Λειτουργούσε κυρίως συλλογικά, υπήρχε όμως η δυνατότητα η διενέργεια συγκεκριμένων πράξεων να αποφασίζεται από τουλάχιστον τριμελή κλιμάκια. Οι αποφάσεις για τις ενέργειές της λαμβάνονταν με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών, ενώ σε περίπτωση ισοψηφίας υπερίσχυε η ψήφος του προέδρου.
Για την επιτέλεση των καθηκόντων της η ΕΘΕΠΑΕ είχε εφοδιαστεί κυρίως με ελεγκτικές και γνωμοδοτικές αρμοδιότητες (άρθρο 2). Στις κυριότερες ελεγκτικές αρμοδιότητές της περιλαμβάνονταν η επιθεώρηση χωρίς προειδοποίηση δημόσιων και ιδιωτικών φορέων, η λήψη χρήσιμων πληροφοριών από τους ως άνω φορείς, η κλήση σε ακρόαση προσώπων, η αίτηση προς την αρμόδια δικαστική αρχή για την κατάσχεση των μέσων παραβίασης του απορρήτου και ο έλεγχος της συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων για την άρση του απορρήτου. Επιπρόσθετα, διέθετε την αρμοδιότητα να γνωστοποιεί την άρση του απορρήτου, έπειτα από τη λήξη του μέτρου και εφόσον δεν διακινδυνευόταν ο σκοπός του (άρθρο 5, παρ. 9). Ιδιαιτέρως σημαντική ήταν η υποχρέωσή της να υποβάλλει στο τέλος κάθε χρόνου ετήσια έκθεση πεπραγμένων στη Βουλή.
Ο ν. 2225/1994 προέβλεπε στα άρθρα 3 και 4 αντιστοίχως, διαφορετική διαδικασία για την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας και διαφορετική για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Ο νομοθέτης δεν προσδιόριζε επακριβώς τους λόγους εθνικής ασφάλειας και δεν εξειδίκευε τις δημόσιες αρχές που θα ήταν αρμόδιες προς τούτο, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ασάφεια αλλά και ένταση με τα άρθρα 19 και 25 του Συντάγματος . Αναφορικά δε με τη διακρίβωση εγκλημάτων, απαριθμούνταν περιοριστικά συγκεκριμένα μόνο κακουργήματα. Στην πρώτη περίπτωση αποφάσιζε Εισαγγελέας Εφετών, ενώ στην δεύτερη Δικαστικό Συμβούλιο, αμφότεροι εντός είκοσι τεσσάρων ωρών. Η συμμετοχή δικαστικού λειτουργού στην διαδικασία άρσης ως εγγυητική και νομιμοποιητική λειτουργία , παρότι απαιτείτο και στις δύο περιπτώσεις, παρουσιάζει μια σημαντική διαφοροποίηση: η εισαγγελική διάταξη (άρθρο 5) στην άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας δεν περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο του θιγομένου, ούτε και την αιτιολογία της επιβολής της άρσης. Η έλλειψη αυτών των στοιχείων δημιουργεί ζητήματα σύγκρουσης με τις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές της νομιμότητας, της αναλογικότητας, της διαφάνειας και του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, ενώ η όλη διαδικασία καλύπτεται από ένα πέπλο μυστικότητας .
Συνολικά η ΕΘΕΠΑΕ λειτούργησε για οκτώ περίπου χρόνια και η συνεισφορά της, εάν κρίνουμε από τις ετήσιες εκθέσεις της, μπορεί να χαρακτηριστεί αναμφίβολα θετική . Αυτό γίνεται ακόμα πιο φανερό εάν λάβουμε υπόψη μας την ελλιπή οικονομική και υλικοτεχνική υποστήριξη της Επιτροπής από τον κρατικό μηχανισμό κατά τα τέσσερα πρώτα έτη της λειτουργίας της , την καθυστέρηση κατά πέντε χρόνια του αναγκαίου Προεδρικού Διατάγματος για την οργάνωσή της (πδ 137/1999), αλλά και την ανεπαρκή υποστήριξη που παρεσχέθη με βάση το τελευταίο, παρά τη ρητή πρόβλεψη του νομοθέτη αλλά και του ίδιου του Συντάγματος, ως υποχρέωση της Πολιτείας για θετική προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών . Έτσι, με την αναθεώρηση του 2001, ορισμένες προβλέψεις του ν. 2225/1994 κατέστησαν ασύμβατες με τις νέες διατάξεις του Συντάγματος. Σε αντίθεση με τα όσα προέβλεπε ο κοινός νομοθέτης, το νέο άρθρο 101Α, παρ. 2 του Συντάγματος όριζε διαφορετική διαδικασία για την επιλογή των μελών των ανεξάρτητων αρχών , ενώ πλέον με το άρθρο 56, παρ. 3 η ιδιότητα μέλους αποτελεί κώλυμα εκλογιμότητας για το βουλευτικό αξίωμα. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η λειτουργία της ΕΘΕΠΑΕ ήρθε σε δυσαρμονία με τις νέες συνταγματικές διατάξεις και προέκυψε η ανάγκη για ένα νέο νομοθετικό πλαίσιο που θα εξειδικεύει την επιταγή των άρθρων 19 και 101Α του Συντάγματος.

ΙΙ. Η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών του Ν. 3115/2003
Α. Σύσταση και Λειτουργία
Η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών συστάθηκε με τον εκτελεστικό του Συντάγματος ν. 3115/2003 ως θεσμική εγγύηση της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών , όπως ισχύει σήμερα έπειτα από διαδοχικές τροποποιήσεις. Ο νόμος αυτός κατήργησε τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 6 του ν. 2225/1994 περί ΕΘΕΠΑΕ. Ο ν. 3315/2003 είναι ειδικότερος του ν. 3051/2002, όπως ισχύει σήμερα, που ρυθμίζει τα περί των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών, και πλέον θέματα που αφορούν την ΑΔΑΕ ρυθμίζονται κατά ειδικό τρόπο μόνο από αυτόν. Σύμφωνα με το άρθρο 1, παρ. 1 του ν. 3115/2003, σκοπός της ανεξάρτητης αρχής είναι είναι η προστασία του απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο κατά το άρθρου 19, παρ. 1 του Συντάγματος, ενώ στην έννοια της προστασίας του απορρήτου περιλαμβάνεται και ο έλεγχος της τήρησης των όρων και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου. Η ΑΔΑΕ ως ανεξάρτητη αρχή διαθέτει ξεχωριστή νομική προσωπικότητα. Ο ν. 3115/2003 της παρέχει ρητώς διοικητική αυτοτέλεια, ενώ υπόκειται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό της Βουλής (άρθρο 1, παρ. 3). Ως έδρα της ορίζεται η Αθήνα, ωστόσο ύστερα από απόφασή της μπορεί να εγκαθιστά και να λειτουργεί γραφεία και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας (άρθρο 1, παρ. 2).
Κατά το άρθρο 7, παρ.1 του ν. 3115/2003, η δράση της εποπτικής αρχής διέπεται από τις αρχές της διαφάνειας, της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας. Η αρχή της διαφάνειας συνεπάγεται ότι τα μέλη και το προσωπικό της ΑΔΑΕ δεν μπορούν να ενεργούν υπό μυστικότητα, για παράδειγμα προσποιούμενοι τους πελάτες ώστε να διεξάγουν κρυφό έλεγχο, και εφαρμόζεται κατά την εξέταση των καταγγελιών, την ακρόαση των ενδιαφερομένων αλλά και τη λήψη της απόφασης για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων . Η αρχή της αντικειμενικότητας επιτάσσει τη διεξαγωγή ελέγχων βάσει αντικειμενικών δεδομένων και με όμοιο τρόπο, ενώ η αρχή της αμεροληψίας εφαρμόζεται τόσο κατά τη διενέργεια ελέγχων όσο και κατά την επιβολή κυρώσεων .
Η ΑΔΑΕ συνέρχεται στην έδρα της, εκτός αν έχει οριστεί διαφορετικά προηγουμένως (άρθρο 7, παρ. 3). Συνεδριάζει τακτικά τουλάχιστον μία φορά το μήνα, αλλά και εκτάκτως, εφόσον ζητηθεί από τον Πρόεδρο ή από δύο τουλάχιστον μέλη της. Διαθέτει νόμιμη απαρτία με τη συμμετοχή το λιγότερο τριών μελών και οι αποφάσεις της λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων, ενώ σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου ή, όταν αυτός απουσιάζει, του Αντιπροέδρου. Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ και το Συμβούλιο της Επικρατείας, έπειτα από τη μεταβολή της νομολογίας του τελευταίου καθώς αρχικά αντιτίθετο, οι συνεδριάσεις της ΑΔΑΕ μπορούν να γίνονται κεκλεισμένων των θυρών . Περαιτέρω, κατά το άρθρο 7, παρ. 4 του νόμου, η λειτουργία της ΑΔΑΕ διέπεται από τη συλλογική δράση των μελών της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Όλες οι αποφάσεις είναι αιτιολογημένες, καταχωρούνται σε ειδικό βιβλίο και μπορούν να δημοσιευθούν, εκτός αν αφορούν την εθνική άμυνα ή τη δημόσια ασφάλεια. Επιπλέον, υπάρχει η δυνατότητα πρόσβασης στα έγγραφα της αρχής για τους άμεσα ενδιαφερόμενους, αλλά με την εξαίρεση πάλι των δύο προαναφερθεισών περιπτώσεων. Διαθέτει ικανότητα αυτοτελούς παράστασης σε κάθε είδους δίκες που την αφορούν, όπου εκπροσωπείται από μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή από μέλη της Νομικής της Υπηρεσίας (άρθρο 6, παρ. 5). Στο άρθρο 7, παρ. 5 του ν. 3115/2003, προβλέπεται ότι οι πιστώσεις που είναι απαραίτητες για τη λειτουργία της ΑΔΑΕ εγγράφονται στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Δικαιοσύνης υπό ίδιο φορέα. Επιπρόσθετα, οι σχετικές δαπάνες εκκαθαρίζονται από την αρμόδια Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου και υπόκεινται στον προληπτικό και κατασταλτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Β. Τα Μέλη
Η ΑΔΑΕ συγκροτείται από τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και άλλα πέντε μέλη, καθώς και από τους αναπληρωτές τους, οι οποίοι πρέπει να διαθέτουν τις αυτές ιδιότητες και προσόντα (άρθρο 2, παρ. 1 ν. 3115/2003). Τα μέλη της ΑΔΑΕ, όπως και όλων των ανεξάρτητων αρχών, κατά το άρθρο 101Α του Συντάγματος και το άρθρο 2, παρ. 1 του ν. 3115/2003 απολαμβάνουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους πλήρη προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία . Η θητεία τους, όπως η διάταξη του άρθρου 70 του ν. 4795/2021 τροποποίησε την παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 3051/2002, είναι εξαετής χωρίς δυνατότητα ανανέωσης, ενώ καθιερώθηκε για πρώτη φορά μετά το 2012 (άρθρο 61 ν. 4055/2012) η δυνατότητα των μελών ανεξαρτήτων αρχών που διανύουν τη θητεία τους να διορισθούν για πλήρη θητεία σε θέση υψηλότερης βαθμίδας της ίδιας αρχής. Η θητεία των μελών παρατείνεται έως τον διορισμό νέων (άρθρο 101Α Συντ.).
Όλα τα μέλη της ανεξάρτητης αρχής και οι αναπληρωτές αυτών επιλέγονται από την Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, με πλειοψηφία των τριών πέμπτων των μελών της. Η επιλογή αυτή του νομοθέτη συνδυαστικά με τον τρόπο συγκρότησης της επιτροπής, αν και πρακτικά προϋποθέτει τη σύμπραξη του πρώτου κόμματος με τουλάχιστον ένα ακόμη κόμμα, είναι πολύ πιθανό αυτή την πλειοψηφία να τη διαθέτει μόνη της η κοινοβουλευτική πλειοψηφία και εν τέλει η επιλογή των μελών να καταλήγει να γίνεται μια κυβερνητική επιλογή . Η θητεία των μελών παρατείνεται έως τον διορισμό νέων μελών (άρθρο 101Α, παρ. 2, εδ. ε´ Συντ.). Σύμφωνα με τον νόμο (άρθρο 2, παρ. 3), τα πρόσωπα που επιλέγονται ως μέλη της αρχής πρέπει πρώτον, να τυγχάνουν ευρείας κοινωνικής αποδοχής και δεύτερον, να διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση και την επαγγελματική τους ικανότητα στο νομικό ή στο τεχνικό πεδίο των επικοινωνιών. Ο διορισμός τους γίνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μέσα σε δεκαπέντε μέρες από τη στιγμή που του κοινοποιήθηκε η απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, ενώ σε περίπτωση λήξης θητείας ή απώλεσης μέλους για οποιονδήποτε λόγο, ακολουθείται η ίδια διαδικασία. Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους όσο και μετά την αποχώρησή τους, τα μέλη της ΑΔΑΕ δεσμεύονται από τον νόμο, υπόκεινται σε καθήκον εχεμύθειας και είναι υποχρεωμένα να υποβάλουν κάθε έτος στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου την προβλεπόμενη δήλωση περιουσιακής κατάστασης (άρθρο 3 ν. 3115/2003).
Ως κωλύματα για τον διορισμό μέλους της ΑΔΑΕ ορίζονται από το άρθρο 4 του ν. 3115/2003 η τελεσίδικη καταδίκη για αδίκημα που συνεπάγεται κώλυμα διορισμού ή έκπτωση δημοσίου υπαλλήλου κατά τον Υπαλληλικό Κώδικα, η επαγγελματική δραστηριοποίηση ως εταίρος, μέτοχος, διοικών ή εργαζόμενος σε επιχείρηση που δραστηριοποιείται με τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, τις τηλεπικοινωνίες, την πληροφορική ή την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Εκτός από τα παραπάνω, η τέλεση πράξεων, η ανάληψη εργασιών ή έργων και η απόκτηση άλλων αρμοδιοτήτων που συγκρούονται με τα καθήκοντα ενός μέλους της ΑΔΑΕ, συνεπάγεται την έκπτωσή του. Επίσης, η έκπτωση μπορεί να περιέλθει ύστερα από αδικαιολόγητη απουσία από τρεις διαδοχικές συνεδριάσεις της αρχής (άρθρο 7, παρ. 2 ν. 3115/2003). Η έκπτωση λόγω τελεσίδικης καταδικαστικής απόφασης ή η αποδοχή της παραιτήσεως μέλους της ΑΔΑΕ γίνεται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής και ακολουθεί μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την κοινοποίηση της προαναφερθείσας απόφασης η τελική (διαπιστωτική) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Επιπρόσθετα, η ΑΔΑΕ προβαίνει σε διαπίστωση των υπολοίπων κωλυμάτων και ασυμβίβαστων, χωρίς τη συμμετοχή του μέλους της και αποφασίζει έπειτα από ακρόαση του εν λόγω μέλους. Η όλη διαδικασία κινείται από τον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ ή τον Υπουργό Δικαιοσύνης και η απόφαση μπορεί να προσβληθεί ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου από το ενδιαφερόμενο μέλος, τον Υπουργό Δικαιοσύνης ή τον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ (άρθρο 4, παρ. 4 ν. 3115/2003). Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 4, παρ. 3 του ν. 3115/2003, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 του ν. 3213/2003, τα μέλη της αρχής απαγορεύεται να ασκήσουν οποιοδήποτε άλλο δημόσιο λειτούργημα ή επάγγελμα και δεν επιτρέπεται να αναλαμβάνουν άλλα καθήκοντα, αμειβόμενα ή μη, στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα. Ωστόσο κατ’εξαίρεση μπορούν, εκτός του προέδρου, να ασκήσουν διδακτικά καθήκοντα σε πανεπιστήμια υπό καθεστώς πλήρους ή μερικής απασχόλησης.
Κατά το άρθρο 5 του ν. 3115/2003, τα μέλη της ΑΔΑΕ για παράβαση των υποχρεώσεών τους υπέχουν πειθαρχική ευθύνη. Αρμόδιο προς τούτο είναι πειθαρχικό συμβούλιο που αποτελείται από έναν Αντιπρόεδρο του ΣτΕ ως πρόεδρο, έναν Αεροπαγίτη και τρεις Καθηγητές Πανεπιστημίου με γνωστικό αντικείμενο του δικαίου, ενώ χρέη γραμματέα εκτελεί υπάλληλος της αρχής. Το συμβούλιο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης για τριετή θητεία. Την πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου μπορεί να κινήσει ο Υπουργός Δικαιοσύνης για τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και τα απλά μέλη, αλλά και ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ για τον Αντιπρόεδρο και τα μέλη της. Το συμβούλιο αυτό αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό την απαλλαγή ή την παύση του μέλους. Περαιτέρω, κάθε λεπτομέρεια για την πειθαρχική ευθύνη των μελών της αρχής και την πειθαρχική διαδικασία προβλέπεται στον Κανονισμό Εσωτερικής Λειτουργίας της ΑΔΑΕ. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 10, παρ. 2 του ν. 3115/2003, η παράβαση του καθήκοντος εχεμύθειας από μέλος της ΑΔΑΕ συνεπάγεται ποινικές κυρώσεις.

Γ. Αρμοδιότητες
Η ΑΔΑΕ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 3115/2003, όπως ισχύουν σήμερα, έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
• Διενεργεί, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν καταγγελίας, τακτικούς και έκτακτους ελέγχους σε εγκαταστάσεις, τεχνικό εξοπλισμό, αρχεία, τράπεζες δεδομένων και έγγραφα της ΕΥΠ, άλλων δημόσιων υπηρεσιών, οργανισμών, επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, καθώς και ιδιωτικών επιχειρήσεων που ασχολούνται με ταχυδρομικές, τηλεπικοινωνιακές ή άλλες υπηρεσίες σχετικές με την ανταπόκριση και την επικοινωνία.
• Πληροφορείται σχετικά με την αποστολή της από τις προαναφερόμενες υπηρεσίες, οργανισμούς και επιχειρήσεις, καθώς και από τους εποπτεύοντες υπουργούς.
• Καλεί σε ακρόαση κάθε πρόσωπο των ως άνω φορέων που θεωρεί ότι μπορεί να συμβάλει στην εκπλήρωση της αποστολής της.
• Προχωρεί σε κατάσχεση των μέσων παραβίασης του απορρήτου που υποπίπτουν στην αντίληψή της κατά την άσκηση του έργου της και ορίζεται μεσεγγυούχος τους μέχρι να αποφανθούν για την τύχη τους τα αρμόδια δικαστήρια. Προβαίνει στην καταστροφή πληροφοριών, στοιχείων και δεδομένων που αποκτήθηκαν κατά παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών.
• Εξετάζει καταγγελίες σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων τα οποία θίγονται από τον τρόπο και τη διαδικασία άρσης του απορρήτου.
• Στις περιπτώσεις των άρθρων 3, 4 και 5 του ν. 2225/1994, όπως έχουν καταργηθεί και αντικατασταθεί από τα άρθρα 4, 5, 6, 7 και 8 του ν. 5002/2022, η ΑΔΑΕ υπεισέρχεται μόνο στον έλεγχο της τήρησης των όρων και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου, χωρίς να εξετάζει την κρίση των αρμόδιων δικαστικών αρχών.
• Τηρεί αρχείο απόρρητης αλληλογραφίας, σύμφωνα με το στοιχείο β΄ της παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 3115/2003.
• Συνεργάζεται, για θέματα της αρμοδιότητάς της, με άλλες αρχές της χώρας, με αντίστοιχες αρχές άλλων κρατών, με ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς.
• Συντάσσει κάθε χρόνο την προβλεπόμενη στην παρ. 2 του άρθρου 1 του ιδρυτικού της νόμου Έκθεση πεπραγμένων, στην οποία περιγράφει το έργο της, διατυπώνει παρατηρήσεις, επισημαίνει παραλείψεις και προτείνει τις ενδεικνυόμενες νομοθετικές μεταβολές στον τομέα της διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών.
• Γνωμοδοτεί και απευθύνει συστάσεις ή υποδείξεις για τη λήψη μέτρων διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών, καθώς και για τη διαδικασία άρσης του.
• Εκδίδει τον Κανονισμό Εσωτερικής Λειτουργίας της, ο οποίος πρέπει να είναι σύμφωνος με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
• Εκδίδει κανονιστικές πράξεις που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, με τις οποίες ρυθμίζεται κάθε διαδικασία και λεπτομέρεια σε σχέση με τις παραπάνω αρμοδιότητές της και την εν γένει διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών.
• Καταρτίζει τον Κανονισμό Οικονομικής Διαχείρισης, ο οποίος υποβάλλεται αρμοδίως και εγκρίνεται από τον Υπουργό Οικονομικών.
Επιπλέον, βάσει του άρθρου 11 του ν. 3115/2003 η ΑΔΑΕ διαθέτει κυρωτική αρμοδιότητα να επιβάλει, στο υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παραβίασε την νομοθεσία για την άρση του απορρήτου, σύσταση για συμμόρφωση με προειδοποίηση επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση υποτροπής και πρόστιμο από δεκαπέντε χιλιάδες έως ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ.
Επίσης, η ΑΔΑΕ έχει, μεταξύ άλλων, και τις παρακάτω αρμοδιότητες:
• Εκδίδει πράξη με την οποία καθορίζονται οι διαδικασίες, ο τρόπος και κάθε άλλη τεχνική λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 6, παρ. 4 του ν. 3471/2006 για την επεξεργασία των δεδομένων θέσης χρήστη ή συνδρομητή από τους φορείς παροχής δημοσίου δικτύου ή διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ώστε σε περίπτωση κλήσεων άμεσης επέμβασης, να παρέχουν στις αρμόδιες για την αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης αρχές τις απαραίτητες πληροφορίες για τον εντοπισμό του καλούντος. Η επεξεργασία των δεδομένων θέσης στην περίπτωση αυτή γίνεται, κατ’ εξαίρεση, χωρίς προηγούμενη συγκατάθεση του συνδρομητή ή του χρήστη.
• Εκδίδει πράξη με την οποία καθορίζονται οι ειδικότερες διαδικασίες, ο τρόπος και η διάρκεια εξουδετέρωσης της δυνατότητας μη αναγραφής της καλούσας γραμμής και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια, ώστε να διασφαλίζεται η διαφάνεια της διαδικασίας για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8, παρ. 7 του ν. 3471/2006 για τον εντοπισμό κακόβουλων ή ενοχλητικών κλήσεων για περιορισμένο χρονικό διάστημα, μετά από αίτηση του συνδρομητή.
• Εκδίδει κοινή πράξη με την ΑΠΔΠΧ με την οποία ρυθμίζονται θέματα σχετικά με τις εργασίες που πραγματοποιούνται σε συστήματα των παρόχων ηλεκτρονικών επικοινωνιών για το συσχετισμό των στοιχείων ταυτότητας των συνδρομητών τους με τα αντίστοιχα δεδομένα επικοινωνίας τους (άρθρο 13, παρ. 5 ν. 3471/2006)
• Εκδίδει κανονισμούς για τη ρύθμιση θεμάτων συμβατότητας της διαδικασίας κρυπτογράφησης φωνητικών μηνυμάτων μεταξύ των παρόχων σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 3674/2008. Οι μέθοδοι κρυπτογράφησης γνωστοποιούνται από τον πάροχο στην ΑΔΑΕ. Ο πάροχος συμμορφώνεται προς τις οδηγίες της αρχής, καθόσον αφορά ιδίως την καταλληλότητα, την αποτελεσματικότητα ή την αντικατάσταση των μεθόδων κρυπτογράφησης που χρησιμοποιεί.
• Εκδίδει κανονισμό για τη ρύθμιση θεμάτων τήρησης αρχείων καταγραφής διαχειριστικών λειτουργιών από τους παρόχους οι οποίοι, σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 3674/2008, υποχρεούνται να καταγράφουν τις διαχειριστικές λειτουργίες που επιχειρούνται στο λογισμικό κάθε ψηφιακού κέντρου μεταγωγής.
• Προβαίνει σε τακτικούς και έκτακτους ελέγχους της υποδομής, των συστημάτων υλικού και λογισμικού και γενικώς των μέσων που τελούν υπό την εποπτεία του παρόχου, προκειμένου να διαπιστωθεί η τήρηση των διατάξεων του ν. 3674/2008 και της κείμενης νομοθεσίας για την προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας. Ο έλεγχος της ΑΔΑΕ δύναται να περιλαμβάνει και τεχνικές δοκιμές με χρήση της υποδομής του παρόχου ή της υποδομής των συστημάτων υλικού και λογισμικού που διαθέτει η ΑΔΑΕ ή άλλη δημόσια αρχή (άρθρο 6 ν. 3674/2008).
• Εκδίδει κανονισμό για την επεξεργασία και τη διαβίβαση των διατηρούμενων δεδομένων από τους παρόχους, με τον οποίο καθορίζεται κάθε θέμα σχετικό με τις ειδικότερες αρχές ασφάλειας, τη διαδικασία και τον τρόπο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 8 του ν. 3917/2011 σχετικά με τις υποχρεώσεις των παρόχων.
• Εκδίδει κοινή πράξη με την ΑΠΔΠΧ με την οποία ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικό με τη διαδικασία και τον τρόπο εφαρμογής του άρθρου 7 του ν. 3917/2011 σχετικά με τις υποχρεώσεις των παρόχων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών διαθέσιμων στο κοινό ή δημόσιου δικτύου επικοινωνιών ως προς την προστασία και την ασφάλεια των διατηρούμενων δεδομένων, όπως ορίζονται στον ίδιο νόμο.
• Πληροφορείται, σύμφωνα με το άρθρο 148 του ν. 4727/2020, από τους παρόχους δημοσίων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών αμελλητί κάθε συμβάν ασφάλειας που έχει αντίκτυπο στη λειτουργία των δικτύων και των υπηρεσιών. Η ΑΔΑΕ με τη σειρά της κοινοποιεί τα σχετικά συμβάντα στην Εθνική Αρχή Κυβερνοασφάλειας και στην Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές στα άλλα κράτη μέλη και τον Οργανισμό της ΕΕ για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών.
• Εκδίδει κανονιστικές πράξεις συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τα μέτρα για την αντιμετώπιση συμβάντων ασφάλειας ή για την αποτροπή της, καθώς και τις προθεσμίες εφαρμογής τους, ενώ μπορεί να επιβάλει και διοικητικές κυρώσεις προς τούτο (άρθρο 149 ν. 4727/2020).
• Έπειτα από εισήγηση της αρχής και γνώμης της ΕΕΤΤ, κατά το άρθρο 216 του ν. 4727/2020, τα Υπουργεία Προστασίας του Πολίτη, Δικαιοσύνης και Ψηφιακής Διακυβέρνησης με κοινή απόφαση καθορίζουν τις ελάχιστες υποχρεώσεις προς τις οποίες οφείλουν να συμμορφώνονται οι επιχειρήσεις για τη μέγιστη δυνατή διαθεσιμότητα υπηρεσιών. Αρμόδιος φορέας για τον έλεγχο τους είναι η ΑΔΑΕ, η οποία δύναται για τον σκοπό αυτό να ζητά από τις επιχειρήσεις την παροχή σχετικών πληροφοριών.
Με το άρθρο 87 του ν. 4790/2021 τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 5, παρ. 9 του ν. 2225/1994 και καταργήθηκε πλήρως η αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ να γνωστοποιεί στους θιγόμενους την άρση του απορρήτου, μετά τη λήξη του μέτρου της άρσης και υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακινδυνεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε. Η πρόβλεψη αυτή του νομοθέτη, η οποία μάλιστα ίσχυε αναδρομικά, στερεί από τον θιγόμενο την δυνατότητα να ζητήσει αποτελεσματική δικαστική λειτουργία και μειώνει σημαντικά την προστασία του απορρήτου, με αποτέλεμα να μην εναρμονίζεται με τα άρθρα 8 και 13 της ΕΣΔΑ , αλλά και το ίδιο το άρθρο 19 του Συντάγματος και ως εκ τούτου θα μπορούσε να ελεγχθεί ως αντισυνταγματική .
Ωστόσο, η παραπάνω πρόβλεψη δεν ίσχυσε για πολύ. Η υπόθεση παρακολουθήσεως αρχηγού κόμματος οδήγησε στην ψήφιση του ν. 5002/2022 «Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών». Μεταξύ άλλων, με το άρθρο 50 ο ως άνω νόμος κατήργησε και αντικατέστησε τα άρθρα 3, 4, 5 και 7 του ν. 2225/1994, όπως ίσχυαν τροποποιημένα. Με το άρθρο 4 του ν. 5002/2022, διατηρείται το παλιό σύστημα ως προς την έκδοση εισαγγελικής διάταξης για την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας στον εισαγγελικό λειτουργό της ΕΥΠ και της ΔΑΕΕΒ. Εντούτοις, ο αρμόδιος προς τούτο Εισαγγελέας Εφετών, αποσπασμένος στο περιβάλλον των ανωτέρω δύο υπηρεσιών, ενσωματώνεται τρόπον τινά στο περιβάλλον τους και απομακρύνεται από τη στόχευση του Συντάγματος που είναι ένας ανεξάρτητος δικαστικός λειτουργός ο οποίος θα δρα ως εγγυητής του δικαιώματος . Επιπλέον, οι εισαγγελικές διατάξεις εξακολουθούν να μην περιλαμβάνουν την αιτιολογία λήψεως του μέτρου, με αποτέλεσμα να αδυνατούν τόσο η ΑΔΑΕ όσο και η δικαιοσύνη να ελέγξουν τη νομιμότητα της άρσης, ιδιαιτέρως δε με τον κίνδυνο καταχρήσεως που επιφέρει η υπέρμετρη διεύρυνση της έννοιας της «εθνικής ασφάλειας» κατά το άρθρο 3, παρ. 1 του ν. 5002/2022 . Τροχοπέδη για τον αποτελεσματικό έλεγχο από την ΑΔΑΕ αποτελεί και η απαγόρευση προς τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου να τηρεί αρχείο. Η γνωστοποίηση της άρσης στο θιγέντα αν και επαναπροβλέφθηκε (άρθρο 4, παρ. 7), παρέχεται μόνο αφού περάσουν τρία ολόκληρα χρόνια από τη λήξη του μέτρου, δεν περιέχεται αιτιολόγηση, ενώ αφαιρέθηκε τελείως η αρμοδιότητα από την ΑΔΑΕ και ανατίθεται σε τριμελές όργανο, στο οποίο ωστόσο συμμετέχει ο Πρόεδρος της αρχής. Η ρύθμιση αυτή δεν εκπληρώνει τον σκοπό της γνωστοποίησης και έρχεται σε δυσαρμονία με την επιταγή του Συντάγματος που θέτει ως εγγυητή για την τήρηση της νομοθεσίας περί προστασίας του απορρήτου την ΑΔΑΕ, αλλά και με τη νομολογία του ΕΔΔΑ . Επιπρόσθετα, με το άρθρο 6 του νόμου, εκτός από τα κακουργήματα, προστίθενται και αρκετά πλημμελήματα που επιτρέπουν την άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση εγκλημάτων. Αυτό όμως παρουσιάζει μεγάλο πρόβλημα ασυμφωνίας με το άρθρο 19, παρ. 1, εδ. β´ του Συντάγματος, καθώς φαίνεται να μετατρέπει την εξαίρεση σε κανόνα . Σύμφωνα με το άρθρο 8, παρ. 6, ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ υποχρεούται να ενημερώνει για θέματα άρσεων απορρήτου της επικοινωνίας τον Πρόεδρο της Βουλής, τους αρχηγούς των κοινοβουλευτικών κομμάτων και τον Υπουργό Δικαιοσύνης. Τέλος το άρθρο 14 του ν. 5002/2022 αναθέτει στην ΑΔΑΕ την αρμοδιότητα να καταγράφει σε ενδεικτικό κατάλογο λογισμικά ή συσκευές παρακολούθησης, ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής Συντονισμού για θέματα Κυβερνοασφάλειας, ο οποίος θα επικαιροποιείται το αργότερο κάθε έξι μήνες.
Για την τελέσφορη λειτουργία της αρχής και την αποτελεσματικότερη διασφάλιση των δικαιωμάτων των πολιτών μέσω αποτελεσματικότερης εποπτείας , έχει προταθεί, άποψη που υποστηρίζει και ο γράφων, η συγχώνευση της ΑΔΑΕ και της ΑΠΔΠΧ. Η συγχώνευση των δύο αρχών είναι επιτρεπτή, καθώς τα άρθρα 19 και 9Α του Συντάγματος δεν προσδιορίζουν την ακριβή μορφή τους, ούτε επιβάλουν την ύπαρξη αυτοτελούς αρχής, ενώ η συγχώνευση είναι σύμφωνη και με την νομολογία του ΔΕΕ . Τα προστατευόμενα αγαθά του απορρήτου των επικοινωνιών και της διασφάλισης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αποτελούν αμφότερα ειδικότερες εκφάνσεις του ιδιωτικού και ουσιαστικά αλληλοσυμπληρώνονται. Επιπρόσθετα, η συγχώνευση θα εξυπηρετήσει την αρχή ne bis in idem, αφού τοιουτοτρόπως θα αποτρέπεται η επιβολή διπλής κύρωσης για την ίδια παράβαση και ταυτόχρονα θα διευκολύνεται η εξυπηρέτηση των πολιτών.

Δ. Προσωπικό και Οργανωτική Διάρθρωση
Η στελέχωση της ΑΔΑΕ αρχικά προβλεπόταν στο άρθρο 8 του ν. 3115/2003, κατ’ επιταγή του οποίου εκδόθηκε το πδ 40/2005, που αφορούσε την εσωτερική διάρθρωση της αρχής. Σήμερα τα ζητήματα αυτά προβλέπονται από τον νέο Οργανισμό της ΑΔΑΕ (ΦΕΚ 3030/Β/17.06.2022), όπως ισχύει τροποποιημένος (ΦΕΚ 2577/Β/20.04.2023). Συνολικά προβλέπονται πενήντα τέσσερις οργανικές θέσεις, οι οποίες κατανέμονται στις διευθύνσεις και στα επιμέρους τμήματά τους, καθώς και στα αυτοτελή τμήματα. Η διαδικασία επιλογής του προσωπικού προβλέπεται από το άρθρο 8, παρ. 2 και 3 του ν. 3115/2003. Το προσωπικό, όπως και τα μέλη, υπόκειται σε καθήκον εχεμύθειας και υπέχουν πειθαρχική ευθύνη.
Βάσει του Οργανισμού της ΑΔΑΕ, η αρχή διαρθρώνεται ως εξής:
Ι) Διοίκηση:
Α) Ολομέλεια-Πρόεδρος-Αντιπρόεδρος.
Β) Γραφείο Νομικού Συμβούλου και Νομικών Υπηρεσιών, το οποίο παρέχει νομική υποστήριξη στα όργανα της διοίκησης και στις οργανικές μονάδες της αρχής.
ΙΙ) Οργανικές μονάδες:
Α) Διεύθυνση Σχεδιασμού και Ελέγχου Εφαρμογής Κανονιστικού Πλαισίου Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών. Η Διεύθυνση είναι επιφορτισμένη με τη διαμόρφωση του κανονιστικού πλαισίου που αφορά τις αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ, την ακεραιότητα των δικτύων, τη διαθεσιμότητα των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τη διενέργεια τακτικών ελέγχων.
Β) Διεύθυνση Παρακολούθησης και Ελέγχου Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών. Είναι αρμόδια για τη διενέργεια έκτακτων ελέγχων, κατόπιν καταγγελίας, γνωστοποίησης περιστατικού ασφάλειας ή αυτεπαγγέλτως, στους προβλεπόμενους φορείς, για ζητήματα σχετικά με τη διασφάλιση του απορρήτου, την ακεραιότητα των δικτύων και τη διαθεσιμότητα υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Ακόμη, η Διεύθυνση επιλαμβάνεται ερωτημάτων πολιτών και φορέων σχετικά με τις αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ, ενώ είναι και αρμόδια για την παρακολούθηση των τεχνολογικών εξελίξεων σε συστήματα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών που αφορούν τις αρμοδιότητές της αρχής.
Γ) Διεύθυνση Διασφάλισης Απορρήτου Ταχυδρομικών Επικοινωνιών, η οποία είναι αρμόδια για τη διασφάλιση του απορρήτου των πάσης φύσεως ταχυδρομικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβάνοντας και τις υπηρεσίες ταχυμεταφοράς.
Δ) Διεύθυνση Διοικητικών-Οικονομικών Υπηρεσιών και Πληροφορικής για την υποστήριξη και αποτελεσματικότερη εκτέλεση και συντονισμό όλων των οικονομικών, διοικητικών και διαχειριστικών θεμάτων.
Ε) Αυτοτελές Τμήμα Διεθνών Εργασιών και Δημοσίων Σχέσεων.
Στ) Αυτοτελές Τμήμα Άρσης του Απορρήτου. Είναι αρμόδιο για την κατάσχεση των μέσων παραβίασης του απορρήτου και ορίζεται μεσεγγυούχος αυτών έως την απόφαση των αρμοδίων δικαστηρίων.
Ζ) Αυτοτελές Τμήμα Υποστήριξης Ολομέλειας-Προέδρου.
Η) Αυτοτελές Τμήμα Ασφάλειας Υποδομών, Συστημάτων και Πληροφοριών.

Ε. Κοινοβουλευτικός και Δικαστικός Έλεγχος
Η συνταγματική διάταξη του άρθρου 101Α, παρ. 3 προβλέπει ρητά ότι η λειτουργία όλων των ανεξάρτητων αρχών, και συνεπώς και της ΑΔΑΕ, εμπίπτει στο πεδίο του κοινοβουλευτικού ελέγχου, ο τρόπος άσκησης του οποίου ρυθμίζεται, όπως και όσα αφορούν τη σχέση των ανεξάρτητων αρχών με τη Βουλή, από τον Κανονισμό της Βουλής. Ειδικότερα, ο κοινοβουλευτικός έλεγχος επί των πράξεων της ΑΔΑΕ προβλέπεται και στον ιδρυτικό της ν. 3115/2003, άρθρο 1, παρ. 3. Η επιταγή αυτή του Συντάγματος είναι αναγκαία, καθώς δεν μπορεί να υπάρχει σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα διοικητικό όργανο εκτός κοινοβουλευτικού και συνεπώς δημοκρατικού ελέγχου . Επομένως, οι ανεξάρτητες αρχές υπόκεινται μόνον σε κοινοβουλευτικό έλεγχο και όχι σε οποιαδήποτε άλλη εποπτεία από κυβερνητικά όργανα ή διοικητικές αρχές (λειτουργική ανεξαρτησία), ενώ συνιστούν κατά κάποιον τρόπο, ένα είδος longa manu της Βουλής για τον έλεγχο του διοικητικού σκέλους της εκτελεστικής εξουσίας, ελεγχόμενες ταυτόχρονα και οι ίδιες από τη Βουλή .
Η διάταξη λοιπόν που ρυθμίζει αυτή τη σχέση είναι το άρθρο 138Α του ΚτΒ. Με βάση το άρθρο 43Α, παρ. 2α του ΚτΒ, η ειδική μόνιμη επιτροπή θεσμών και διαφάνειας έχει ως αντικείμενο τον κοινοβουλευτικό έλεγχο κάθε συνταγματικά ή νομοθετικά κατοχυρωμένης ανεξάρτητης αρχής, η οποία έχει την υποχρέωση να υποβάλλει στον Πρόεδρο της Βουλής, μέχρι την 31η Μαρτίου κάθε έτους, ετήσια έκθεση πεπραγμένων (άρθρο 138Α, παρ. 1). Παράλληλα, υπάρχει η δυνατότητα κάθε ανεξάρτητη αρχή να υποβάλλει ειδικές εκθέσεις για θέματα της αρμοδιότητάς της στις επιτροπές της Βουλής (παρ. 2). Επιπλέον, η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας μπορεί να παραγγέλλει στις αρχές τη σύνταξη ειδικών εκθέσεων σε υποθέσεις γενικότερου ενδιαφέροντος, ώστε να ενημερώσει τη Βουλή (παρ. 3). Έπειτα από την αξιολόγηση του έργου κάθε ανεξάρτητης αρχής, η αρμόδια επιτροπή της Βουλής υποβάλει στον Πρόεδρο της Βουλής τα πορίσματα των συζητήσεών τους, ο οποίος τα αποστέλλει στον αρμόδιο Υπουργό και την ελεγχόμενη αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 138Α, παρ. 4. Υποστηρίζεται από μέρος της θεωρίας ότι οι ανεξάρτητες αρχές δεν υπόκεινται ουσιαστικά σε κοινοβουλευτικό έλεγχο, αλλά σε μια μορφή ήπιας λογοδοσίας που στοχεύει στη διασφάλιση της διαφάνειας και την άσκηση κριτικής επί του έργου τους , καθώς π.χ. δεν μπορεί ούτε να επιφέρει ως κύρωση την αποπομπή μέλους ανεξάρτητους αρχής . Ακόμη, αμφισβητείται η δυνατότητα της ίδιας της επιτροπής θεσμών και διαφάνειας να ελέγξει αποτελεσματικά το έργο των ανεξάρτητων αρχών λόγω του εξαιρετικά ευρέως φάσματος αρμοδιοτήτων της . Προβλέπεται δε και η δυνατότητα ακρόασης του Προέδρου ή των μελών της αρχής (παρ. 5). Περαιτέρω, κάθε ανεξάρτητη αρχή μπορεί να αναφέρεται προς τη Βουλή για την επίλυση τυχόν θεμάτων της, ενώ έχουν την υποχρέωση να καταθέτουν στον Πρόεδρο της Βουλής αντίγραφο του σχεδίου προϋπολογισμού τους, που υποβάλλουν στον Υπουργό Οικονομικών (άρθρο 138Α, παρ. 7). Τέλος, παρέχεται η δυνατότητα στη Διάσκεψη των Προέδρων, εφόσον το κρίνει απαραίτητο, να καλεί οποιαδήποτε ανεξάρτητη αρχή για θέματα που αφορούν τη λειτουργία τους, καθώς και να υποβάλει στον Ολομέλεια της Βουλής σχετικές εκθέσεις και προτάσεις (άρθρο 14, εδ. ζ´ του ΚτΒ).
Οι συνταγματικές ρυθμίσεις περί του κράτους δικαίου και της αρχής της νομιμότητας θέτουν την ΑΔΑΕ υπό δικαστικό έλεγχο, ακόμη και κατά τη διάρκεια άσκησης των συνταγματικά κατοχυρωμένων καθηκόντων της. Αυτό συμβαίνει καθώς η ΑΔΑΕ, όπως και κάθε άλλη ανεξάρτητη αρχή, αποτελεί μέρος της Εκτελεστικής Εξουσίας ως, lato sensu, διοικητικό όργανο, ασχέτως από την, εκ του Συντάγματος παραχωρημένης, ευρεία ανεξαρτησία της, και υπόκειται στον έλεγχο νομιμότητας των πράξεων, παραλείψεων και υλικών ενεργειών της από τα δικαστικά όργανα που εντάσσονται στο δικαιοδοτικό πλαίσιο της διοικητικής δικαιοσύνης . Πρέπει να διευκρινιστεί ότι πρόκειται αυστηρά για έλεγχο νομιμότητας και μόνο, ενώ ο έλεγχος αυτός, εκτός από τη δέσμια αρμοδιότητα, αφορά και τη διακριτική ευχέρεια των οργάνων της ΑΔΑΕ .
Οι ατομικές διοικητικές πράξεις της ΑΔΑΕ, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας, μπορούν να προσβληθούν μέσω του ένδικου βοηθήματος της αίτησης ακυρώσεως ενώπιον του ΣτΕ (άρθρο 66, παρ. 2 ν. 4055/2012). Όταν όμως προκύπτουν διοικητικές διαφορές ουσίας από την επιβολή προστίμων για παραβιάσεις συγκεκριμένων διατάξεων του ν. 3674/2008, οι αποφάσεις υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με δυνατότητα αίτησης αναιρέσεως ενώπιον του ΣτΕ (άρθρο 11, παρ. 3 ν. 3674/2008). Τέλος, αν οι διοικητικές διαφορές ουσίας προέρχονται από παράνομες και επιβλαβείς πράξεις ή παραλείψεις της ΑΔΑΕ κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, αρμόδια είναι τα πρωτοβάθμια Διοικητικά Δικαστήρια μέσω του ένδικου βοηθήματος της αγωγής. Τα μέλη της ΑΔΑΕ και το προσωπικό της δεν υπέχουν αστική ευθύνη έναντι οποιουδήποτε τρίτου, ούτε εξετάζονται ή διώκονται ποινικά για πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εκτός αν ενήργησαν με δόλο ή βαρεία αμέλεια (άρθρο 55 ν. 5043/2023).
Αναφορικά με τα Ποινικά Δικαστήρια, ενώ ο ρόλος τους είναι προδήλως κατοχυρωμένος από τη συνταγματική διάταξη του άρθρου 19, παράλληλα εκ του Συντάγματος, η δικαστική αυτή αρχή τελεί υπό εγγυήσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν τον πλήρη σεβασμό των αρμοδιοτήτων της ΑΔΑΕ, και συνεπώς, απαγορεύουν κατ’ απόλυτο τρόπο στα όργανα της Ποινικής Δικαιοσύνης να περιορίζουν τις αρμοδιότητες της αρχής . Τα Ποινικά Δικαστήρια εκδικάζουν μόνο εγκλήματα για παραβίαση του απορρήτου κατά τα άρθρα 370 και 370Α του Ποινικού Κώδικα, ενώ διαθέτουν και συγκεκριμένες αρμοδιότητες σύμφωνα με τον ν. 5002/2022, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 19 του Συντάγματος, χωρίς εννοείται να παρεισφρέουν στις κατοχυρωμένες αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ με οποιονδήποτε άλλο τρόπο.

Επίμετρο: Αξιολόγηση της Υπόθεσης Τηλεφωνικών Υποκλοπών 2022

Τον Ιούλιο του 2022, η καταγγελία του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Νίκου Ανδρουλάκη στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου για την παρακολούθηση του κινητού τηλεφώνου του από κακόβουλο λογισμικό, μετά από ευρήματα της υπηρεσίας πληροφορικής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου , επανέφερε στο προσκήνιο το ζήτημα των ανεπαρκών, όπως αποδείχθηκε, εγγυήσεων για την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών στην Ελλάδα. Η υπόθεση αυτή συνδέθηκε με την υπόθεση παρακολουθήσεως του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη, ενώ τους επόμενους μήνες η δημοσιογραφική έρευνα έφερε στο φως πλήθος περιπτώσεων παρακολουθήσεων πολιτών μέσω του παράνομου λογισμικού Predator, που χρησιμοποιούσε η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) . Η Κυβέρνηση αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη κρατικών αρχών στη χρήση του λογισμικού και τα διαθέσιμα στοιχεία δεν μας επιτρέπουν να έχουμε μια ξεκάθαρη άποψη του τι πραγματικά συνέβη. Έτσι, είναι δύσκολο να κρίνουμε τα γεγονότα από συνταγματική σκοπιά, ωστόσο μπορούμε να κάνουμε τις εξής παρατηρήσεις:
I. Με βάση τις ετήσιες εκθέσεις πεπραγμένων της ΑΔΑΕ προκύπτει μια ιλιγγιώδη αύξηση των εισαγγελικών διατάξεων για την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, από τις 406 το 2005 στις 5.459 το 2010 και στις 9.132 το 2015, και από τις 13.751 το 2020 στις 15.475 το 2021 . Αυτός ο τεράστιος αριθμός άρσης του απορρήτου φαίνεται να παραβιάζει κατάφωρα το Σύνταγμα , καθώς το άρθρο 19, παρ. 1 προβλέπει κατ’ εξαίρεση μόνο την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, έννοια η οποία θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να ερμηνεύεται στενά. Εξάλλου, όλες αυτές οι παρακολουθήσεις δεν οδήγησαν, όπως και στην περίπτωση των παραπάνω προσώπων, στην στοιχειοθέτηση ούτε ενός φακέλου ποινικής δικογραφίας και άρα δεν επιβεβαιώθηκε η υποψία που οδήγησε στην παρακολούθησή τους .
II. Η προσπάθεια της ΕΥΠ να συγκαλύψει τις συνθήκες άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου του Προέδρου ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, αποτελεί μεγάλο ατόπημα που πλήττει βαθιά το κράτος δικαίου . Κατά την πάγια νομολογία του ΣτΕ , οι διοικητικές αρχές δεν μπορούν να αρνηθούν την άσκηση δικαστικού ελέγχου επί των πράξεων τους, επικαλούμενες το απόρρητο ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου. Έτσι και η ΕΥΠ έχει την υποχρέωση να παρέχει στοιχεία ενώπιον των οργάνων της ΑΔΑΕ , αλλά και ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, με την εξαίρεση του αν συντρέχουν λόγοι υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος ή προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τους οποίους εκθέτει ο αρμόδιος Υπουργός (άρθρο 43Α ΚτΒ), διαφορετικά αίρεται η ουσία άσκησης του ελέγχου. Ωστόσο, στις περιπτώσεις Κουκάκη και Ανδρουλάκη η ΕΥΠ ανακοίνωσε ότι εκ παραδρομής, καταστράφηκαν τα αρχεία της παρακολούθησής τους, συσκοτίζοντας έτι περαιτέρω την όλη υπόθεση.
III. Προβληματισμό προκάλεσε και ο ισχυρισμός ότι για τους βουλευτές και γενικώς για τα πολιτικά πρόσωπα δεν ισχύουν οι εξαιρέσεις του Άρθρου 19 του Συντάγματος περί άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας. Τούτο όμως δεν προκύπτει ούτε από την πρόβλεψη του ίδιου του άρθρου 19 και τη βούληση του συντακτικού νομοθέτη, καθώς θα διεύρυνε την προστασία των βουλευτών έναντι των λοιπών πολιτών , ούτε από τη γραμματική, συστηματική ιστορική ή τελολογική ερμηνεία των άρθρων 61 και 62 του Συντάγματος, περί ανεύθυνου και ακαταδίωκτου των βουλευτών .
IV. Η παραίτηση του γενικού γραμματέα του Πρωθυπουργού και του διοικητή της ΕΥΠ δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τη πολιτική ευθύνη του Πρωθυπουργού ως πολιτικού και διοικητικού προϊσταμένου της ΕΥΠ, η οποία είναι αντικειμενική και μη μεταβιβάσιμη . Ωστόσο, ελλείψει συνταγματικής επιταγής περί παραίτησης του Πρωθυπουργού, συνταγματικής αρχής ή ακόμη και «Συνθήκης του Πολιτεύματος», ανήκει στην διακριτική του ευχέρεια να σταθμίσει την προσωπική του πολιτική ευθύνη και τις εκάστοτε συνθήκες που επικρατούν στη Χώρα .
V. Προβληματικές καθίστανται, για τους λόγους οι οποίοι αναλύθηκαν παραπάνω , οι διατάξεις του ν. 5002/2022, ο οποίος είχε ως στόχο να αποκαταστήσει τη νομιμότητα γύρω από το απόρρητο μετά τις υποθέσεις τηλεφωνικών υποκλοπών. Ωστόσο, παρατηρείται και πάλι η υποβάθμιση της αποστολής της ΑΔΑΕ, η οποία δεν αποτελεί το αξιόπιστο και αποτελεσματικό αντίβαρο απέναντι στην αυθαιρεσία των δημοσίων και ιδιωτικών εξουσιών που επιβουλεύονται την ελευθερία των επικοινωνιών . Μοναδική χαραμάδα αισιοδοξίας αποτελεί η προσπάθεια της ΑΔΑΕ, και ιδίως η έντιμη και συνεπής στάση του Προέδρου της, Χρήστου Ράμμου, να επιτελέσει το συνταγματικό της καθήκον, μέσα σε ένα πραγματικά αντίξοο περιβάλλον .
VI. Τέλος, ανεπαρκής φάνηκε και ο ρόλος της Δικαιοσύνης, η οποία αντί να προχωρήσει σε ταχεία διερεύνηση του θέματος, επικεντρώθηκε στο πως ανακάλυψαν οι δημοσιογράφοι τις κρίσιμες αυτές πληροφορίες . Ανησυχία ωστόσο, προκάλεσε και η Γνωμοδότηση 1/2023 του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ι. Ντογιάκου, σε ερώτημα τηλεπικοινωνιακού παρόχου. Η γνωμοδότηση εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων του, καθώς ο Εισαγγελέας δεν γνωμοδοτεί «επί υποθέσεων, επί των οποίων επιλήφθηκαν ήδη ή πρόκειται να επιληφθούν οι αρμόδιες δικαστικές αρχές» και σε αντίθεση με την πάγια παράδοση «αυτοπεριορισμού» της Εισαγγελίας, ενώ φαίνεται να εξισώνει την ελεγκτική αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ, η οποία της απονέμεται απ’ ευθείας από το Σύνταγμα και δεν μπορεί να περιοριστεί νομοθετικώς, με τη δυνατότητα ενημέρωσης των θιγόμενων, η οποία με τον ν. 5002/2022 πέρασε από την αρμοδιότητα της αρχής σε τριμελές όργανο .

Επίλογος

Συμπερασματικώς, όπως κατέστη σαφές, μέσα στις τρέχουσες πολιτικές συγκυρίες της Χώρας μας και με τους κινδύνους που αναδύονται συνεχώς από την τεχνολογική-ψηφιακή εξέλιξη, η διαφύλαξη του απορρήτου των επικοινωνιών πρέπει να καταστεί κύριο μέλημα της Πολιτείας. Το απόρρητο της επικοινωνίας αποτελεί ένα θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα, το οποίο συμπίπτει με τον πυρήνα της ανθρώπινης υποστάσεως . Δυστυχώς, παρά την πολυεπίπεδη προστασία του δικαιώματος, η άρση του επικοινωνιακού απορρήτου κατά παράβαση των επιταγών του Άρθρου 19 του Συντάγματος, ιδίως για λόγους εθνικής ασφάλειας, έχει καταστεί πλέον συχνό φαινόμενο. Παράλληλα, προβληματική εμφανίζεται και η λειτουργία της επιφορτισμένης εκ του Συντάγματος ανεξάρτητης αρχής για τη διασφάλιση του απορρήτου. Η αποστολή της ΑΔΑΕ υποτιμάται συνεχώς από την εκτελεστική εξουσία, αντιμετωπίζεται όμως με καχυποψία και από τη δικαιοσύνη . Καταδεικνύεται λοιπόν, ότι η προστασία του απορρήτου είναι άκαρπη, ενώ ο πυρήνας του δικαιώματος αποδεικνύεται κούφιος . Εντούτοις, η παρούσα κατάσταση δεν πρέπει να είναι ανεκτή. Στα πλαίσια της λειτουργίας του Πολιτεύματός μας ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη για περαιτέρω θωράκιση των θεσμών και πλήρη σεβασμό των επιταγών του Συντάγματος . Ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας, αλλά και στοιχειώδες καθήκον όλων μας.
Πίνακας Βιβλιογραφίας

Ελληνική Βιβλιογραφία

Αλιβιζάτος Ν., Η συνταγματική θέση των ενόπλων δυνάμεων, Ι. Η αρχή του πολιτικού ελέγχου, Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1987.
Βενιζέλος Ε., Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, νέα έκδοση, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2021.
Βενιζέλος Ε., Το αναθεωρητικό κεκτημένο, Το συνταγματικό φαινόμενο στον 21ο αιώνα και η εισφορά της αναθεώρησης του 2001, Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2002.
Βλαχόπουλος Σ., Θεμελιώδη Δικαιώματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2022.
Γιαννακόπουλος Κ., Αναζητώντας αποτελεσματικότερες εγγυήσεις διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών, Δικαιώματα του Ανθρώπου Ν° 94, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2022.
Δαγτόγλου Π., Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2012.
Ηλιοπούλου-Στράγγα Τ., Συνταγματική αξιολόγηση των υποκλοπών εις βάρος πολιτικών προσώπων, Δικαιώματα του Ανθρώπου Ν° 94, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2022.
Ηλιοπούλου-Στράγγα Τ., Χρήση παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων και δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου, Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2003.
Καμίνης Γ., Παράνομα αποδεικτικά μέσα και συνταγματική κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων, Οι αποδεικτικές απαγορεύσεις στην ποινική και πολιτική δίκη, Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1998.
Καμίνης Γ., Το απόρρητο της τηλεφωνικής επικοινωνίας: Η συνταγματική προστασία και η εφαρμογή της από τον ποινικό νομοθέτη και τα δικαστήρια, Νομικό Βήμα, 1995.
Κοντιάδης Ξ., Το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων και οι δικαιοκρατικές επιπτώσεις του, Δικαιώματα του Ανθρώπου Ν° 94, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2022.
Μάνεσης Α., Ατομικές Ελευθερίες α´, Β´ έκδοση, Εκδοτικός Οίκος Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1979.
Μακρυδημήτρης Α./Πραβίτα Μ-Η., Διοικητική Επιστήμη Ι, Δημόσια Διοίκηση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2012.
Μουστάκας M., Η αρχή ne bis in idem και το ελληνικό διοικητικό δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2018.
Μπαμπινιώτης Γ., Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Ε´ έκδοση, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα, 2019.
Μπενάκη-Ψαρούδα Α., «Οι ανεξάρτητες αρχές στο πολιτειακό σύστημα», σε Ν. Φραγκάκης, Οι Ανεξάρτητες Αρχές στη σύγχρονη δημοκρατία, Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2008.
Μπότση Φ., Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος των συνταγματοποιημένων Ανεξάρτητων Αρχών, ΕφημΔΔ 3/2007.
Ξενοφώντος, Ελληνικά, Α´ 22-24.
Ομήρου, Ιλιάδα, Ζ 169-180.
Παναγούλιας Κ., Ο δικαστικός έλεγχος της δράσης των ανεξάρτητων αρχών, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2023.
Παναγοπούλου-Κουτνατζή Φ., «Άρθρο 19», σε Σ. Βλαχόπουλος/Ξ. Κοντιάδης /Γ.Τασόπουλος, Σύνταγμα, Ερμηνεία κατ’άρθρο, ηλεκτρονική έκδοση, www.syntagmawatch.gr, 2023.
Παπαδόπουλος Ν., «Ερμηνεία Άρθρου 19 Σ.», σε Φ. Σπυρόπουλος /Ξ. Κοντιάδης /Χ. Ανθόπουλος /Γ. Γεραπετρίτης, Σύνταγμα, Κατ’άρθρο ερμηνεία, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2017.
Παπαδόπουλος Ν., Προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας, Ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 19 του Συντάγματος της Ελλάδας, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2008.
Παυλόπουλος Π., Τεχνολογική εξέλιξη και συνταγματικά δικαιώματα. Οι σύγχρονες περιπέτειες του απορρήτου των ανταποκρίσεων, Νομικό Βήμα, 1987.
Σωτηρέλης Γ., Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της «παγκοσμιοποίησης». Εναλλακτικές θέσεις και προτάσεις συνταγματικής πολιτικής, με αφορμή τη φυγομαχία της «συναινετικής αναθεώρησης», Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2000.
Τασόπουλος Γ., Ο κούφιος πυρήνας του δικαιώματος για το απόρρητο της επικοινωνίας και η εθνική ασφάλεια, Δικαιώματα του Ανθρώπου Ν° 94, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2022.
Τάχος Α., Το απαραβίαστο του απορρήτου των επικοινωνιών και της εν γένει ανταποκρίσεως, Συμβολή εις την ερμηνεία του άρθρου 20 του Συντάγματος της Ελλάδος, Εκδοτικός Οίκος Αφοί Π. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη-Αθήναι, 1967.
Τσόλιας Γ., «Απόρρητο ηλεκτρονικών επικοινωνιών Ι, Συνταγματικό Πλαίσιο προστασίας του απορρήτου στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών», σε Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα, Δίκαιο και Οικονομία, 2013.
Τσόλιας Γ., Απόρρητο ηλεκτρονικών επικοινωνιών ΙΙ, άρθρα 3-5,7 Ν. 2225/1994, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα, Δίκαιο και Οικονομία, 2013.
Τσόλιας Γ., «Ερμηνεία Άρθρου 8 ΕΣΔΑ (Απόρρητο της επικοινωνίας)», σε Ι. Σαρμάς/Ξ. Κοντιάδης/Χ. Ανθόπουλος, ΕΣΔΑ, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2021.
Τσόλιας Γ., Η προληπτική και κατασταλτική δράση της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) στο πλαίσιο των ελεγκτικών της αρμοδιοτήτων (Διενέργεια προανακριτικών πράξεων ή διοικητικών ελέγχων;), Νομικό Βήμα, 2009.
Χρυσανθάκης Χ., Εισηγήσεις Διοικητικού Δικαίου Ι, Γ’ Έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2021.
Χρυσόγονος Κ./Βλαχόπουλος Σ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Δ´ Έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2017
Χρυσόγονος Κ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Ε´ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2023.

Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία

Electronic Privacy Information Center: Privacy & Human Rights-An international survey of Privacy Laws and Developments ( in association with Privacy International), 2005.
Feldman D., Civil Liberties and Human Rights in England and Wales, Clarendon Press, Oxford, 1993.
Georgel J., Les libertés de communication, Dalloz, 1996.
Spiliotopoulos E., Droit administratif hellénique, Libraire Générale de Droit et de Jurisprudence, Paris, 1991.

 

Αρθρογραφία

ΑΔΑΕ, Δελτίο Τύπου σχετικά με το νομοσχέδιο για τη διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, την κυβερνοασφάλεια και την προστασία προσωπικών δεδομένων, www.syntagmawatch.gr, 21.11.2022.
Βενιζέλος Ε., Η σχέση εισαγγελικών αρχών και ανεξάρτητων αρχών-Σεβασμός ή παραβίαση των εγγυήσεων του κράτους δικαίου; Σχόλιο στην 1/2023 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, www.constitutionalism.gr, 12.01.2023.
Βενιζέλος Ε., Τα συνταγματικά όρια στην άρση του τηλεφωνικού απορρήτου των πολιτών και των πολιτικών προσώπων για λόγους εθνικής ασφάλειας-Η υπόθεση Ανδρουλάκη, www.constitutionalism.gr, 27.08.2022.
Γιαννακόπουλος Κ., Το ενδεχόμενο συγχώνευσης και ο σεβασμός της διαρκείας της θητείας των μελών της ΑΠΔΠΧ και της ΑΔΑΕ, www.constitutionalism.gr, 05.07.2023.
Δήλωση 20 Καθηγητών του Συνταγματικού Δικαίου για την Γνωμοδότηση 1/2023 του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, www.constitutionalism.gr, 12.01.2023.
Λεοντόπουλος Ν./Χονδρόγιαννος Θ., Υποκλοπές: ένας χρόνος έρευνας από το Reporters United, www.reportersunited.gr, 04.01.2022.
Μακρής Σ., Το Predator και τα προσωπικά δεδομένα. Οι πολλαπλές παραβιάσεις της εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας και τα πρακτικά και νομικά προβλήματα για την εφαρμογή της, www.constitutionalism.gr, 10.02.2023.
Παπανικολάου Α, Επικοινωνιακό απόρρητο: προβληματισμοί για τη διασφάλιση ενός κλασικού δικαιώματος στο πεδίο των σύγχρονων κατασκοπευτικών λογισμικών, www.syntagmawatch.gr, 31.08.2022
Παυλόπουλος Π., Παρατηρήσεις ως προς την συνταγματική κατοχύρωση των αρμοδιοτήτων της ΑΔΑΕ, www.constitutionalism.gr, 11.1.2023.
Πρεβεδούρου Ε., Οι ανεξάρτητες αρχές (Γενικό Διοικητικό Δίκαιο), www.prevedourou.gr, 19.6.2023.
Σπυροπούλου Φ., Το απόρρητο της επικοινωνίας του βουλευτή: Μια ερμηνεία των άρθρων 61 παρ. 3 και 62 Σ, www.constitutionalism.gr, 05.09.2022.
Σωτηρέλης Γ., Οι ανεξάρτητες αρχές είναι η μόνη αξιόπιστη εγγύηση για την συνταγματική προστασία της ιδιωτικής ζωής, www.constitutionalism.gr, 11.09.2022.
Σωτηρέλης Γ., Συνταγματική αποτίμηση και θεσμικές προεκτάσεις της ομόθυμης καταδίκης της γνωμοδότησης Ντογιάκου, www.constitutionalism.gr, 16.01.2023.
Χρυσόγονος Κ., Ο σεβασμός του απορρήτου, www.syntagmawatch.gr, 04.08.2022.


Πρωτογενείς Πηγές

Τυπικοί Νόμοι

Ν. 2225/1994
Ν. 3051/2002
Ν. 3090/2002
Ν. 3115/2003
Ν. 3213/2003
Ν. 3471/2006
Ν. 3674/2008
Ν. 3817/2011
Ν. 3917/2011
Ν. 4055/2012
Ν. 4356/2015
Ν. 4637/2019
Ν. 4727/2020
Ν. 4790/2021
Ν. 4795/2021
Ν. 5002/2022
Ν. 5043/2023

Προεδρικά Διατάγματα

ΠΔ 137/1999
ΠΔ 40/2005

Υπουργικές Αποφάσεις

ΦΕΚ 3030/Β/17.06.2022
ΦΕΚ 2577/Β/20.04.2023

Αποφάσεις Αρείου Πάγου

ΑΠ 42/2004
ΑΠ 611/2006
ΑΠ 813/2008
ΑΠ 453/2010
ΑΠ 653/2013
ΑΠ 203/2014
ΑΠ 689/2014
ΑΠ 1891/2016

Γνωμοδοτήσεις Εισαγγελίας ΑΠ

ΓνωμΕισΑΠ 9/2009
ΓνωμΕισΑΠ 12/2009
ΓνωμΕισΑΠ 9/2011
ΓνωμΕισΑΠ 1/2023

Νομολογία ΣτΕ

ΣτΕ 4600/2005
ΣτΕ 3319/2010
ΣτΕ 1091/2015
ΣτΕ 302/2016
ΣτΕ 1047/2019

Εκθέσεις Πεπραγμένων ΕΘΕΠΑΕ

1997, 1998

Εκθέσεις Πεπραγμένων ΑΔΑΕ

2005, 2010, 2015, 2020, 2021

 

Αποφάσεις ΕΔΔΑ

Malone v. The United Kingdom, 8691/1979, 02.08.1984.
Peers v. Greece, 28524/95, 19.04.2001.
Copland v. The United Kingdom, 62617/00, 03.04.2007.
Association for European Integration and Human Rights and Ekimdzhiev v. Bulgaria, 62540/00, 28.6.2007.
Sigma RTLtd v. Cyprus, 32181/2004, 35122/2005, 21.07.2011.
Roman Zakharov v. Russia, 47143/06, 04.12.2015.
Szabó and Vissy v. Hungary, 37138/14, 12.1.2016.
Big Brother Watch and others v. The United Kingdom, 58170/13, 62322/14, 24960/15, 13.09.2018.
 

 

Ο ρόλος του Συμβουλίου της Επικρατείας στην ενδυνάμωση της σύγχρονης ελληνικής δημοκρατίας (1974-2024)*

Μιχάλης Ν. Πικραμένος, Πρόεδρος Συμβουλίου της Επικρατείας, Καθηγητής Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.

Το δημοκρατικό πολίτευμα, όπως κάθε πολίτευμα, είναι σύστημα εξουσίας, η θεμελιώδης όμως διαφορά του, έναντι των άλλων πολιτευμάτων, έγκειται στο ότι βρίσκεται σε διαρκή διαλεκτική αντίθεση με την εξουσία, διότι ενεργεί ανασταλτικά στη σύμφυτη τάση της να καθίσταται αυθαίρετη. Η τήρηση του Συντάγματος εκ μέρους των οργάνων του κράτους συναρτάται με τη λειτουργία θεσμών αμοιβαίου ελέγχου και περιορισμού τους, τούτο δε προϋποθέτει την κατανομή άσκησης της κρατικής εξουσίας σε διάφορα όργανα σύμφωνα με την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, η οποία διαθέτει, εκτός από τη δημοκρατική της διάσταση, ένα πολιτικά φιλελεύθερο (δικαιοκρατικό) περιεχόμενο, το οποίο εκδηλώνεται κυρίως με την μορφή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης Η αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας αποτελεί συστατικό στοιχείο του ευρωπαϊκού συνταγματικού πολιτισμού και της ελληνικής συνταγματικής παράδοσης, έχει δε ως πηγή τη διδασκαλία του Μοντεσκιέ.

Ο δικαστής νομιμοποιείται ευθέως από το Σύνταγμα να κρίνει τη συνταγματικότητα και να ερμηνεύει τους κανόνες δικαίου, οι οποίοι θεσπίζονται από τη Βουλή που εκφράζει, στην συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, τη λαϊκή θέληση. Ευθεία νομιμοποίηση από το Σύνταγμα αντλεί ο δικαστής και όταν οι κανόνες δικαίου τυγχάνουν ευρύτατης αποδοχής ή αποδοκιμασίας εκ μέρους της πλειοψηφίας του λαού. Η νομιμοποίηση του δικαστή δεν εμπεριέχει κατ’ανάγκη το στοιχείο της συναίνεσης των αποφάσεών του εκ μέρους του λαού, δηλαδή δεν λειτουργεί η ουσιαστική νομιμοποίηση, όπως στην περίπτωση της βουλής και της κυβέρνησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα δικαιώματα των μειονοτήτων, όπου ο δικαστής δεν νοείται να αποδεχθεί τη θέληση ή τις πιέσεις της πλειοψηφίας κατά την ερμηνεία των σχετικών κανόνων, διότι δεν είναι υπόλογος απέναντι στη λαϊκή πλειοψηφία, αφού κάτι τέτοιο θα αναιρούσε τον συνταγματικό του ρόλο και θα άφηνε απροστάτευτο ένα μέρος της κοινωνίας. Ο δικαστής οφείλει να προσβλέπει στην ορθότητα της δικανικής κρίσης και όχι σε λαοφιλή απήχησή της στην κοινή γνώμη. Μοχθεί για να ορθοτομεί. Όχι για να γίνεται αρεστός σε δεδομένο ακροατήριο, είτε στους κυβερνώντες είτε στο πλήθος. Από την άλλη ο δικαστής δεν απονέμει δικαιοσύνη εν κενώ στο πλαίσιο ενός κλειστού, πολιτικά παθητικού και ουδέτερου συστήματος, αλλά ασκεί το συνταγματικό του καθήκον σε ένα ανοιχτό πολιτικό σύστημα, στο οποίο οι ηθικές και πολιτικές αξίες μεταβάλλονται, αυτή δε τη δυναμική οφείλει να συλλαμβάνει και να αποτυπώνει κατά την επίλυση των διαφορών. Άλλωστε η δημοκρατία δεν είναι μόνο το κράτος της πλειοψηφίας, είναι επίσης το κράτος θεμελιωδών αξιών τις οποίες ούτε η πλειοψηφία μπορεί να θίξει.

Το Σύνταγμα καθιερώνει αρχές οι οποίες καθιστούν στους πολίτες διαφανή την άσκηση της ανατεθειμένης στα δικαστήρια πολιτειακής εξουσίας. Οι αρχές αυτές είναι της δημοσιότητας, της αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων και της υποχρεωτικής δημοσίευσης της γνώμης της μειοψηφίας, οι οποίες νομιμοποιούν την άσκηση της κρατικής εξουσίας, κατά το μέρος που ανατίθεται στα δικαστήρια, απέναντι στην κοινωνία και τον πολίτη. Οι δικαστικές αποφάσεις, ως πολιτειακές πράξεις, δεν επιβάλλονται έχοντας ως αποκλειστική βάση την εξουσιαστική ισχύ του κράτους, ως καταναγκαστικού μηχανισμού, αλλά στηρίζονται σε δικαιικό λόγο, ο οποίος αποτυπώνεται στη δικαστική απόφαση, με τη δημόσια συμμετοχή των διαδίκων ενώπιον ακροατηρίου, που είναι νομικά θεμελιωμένος.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας στα πενήντα χρόνια της τρίτης ελληνικής δημοκρατίας εξέδωσε σημαντικές αποφάσεις που συνέβαλαν στην ενδυνάμωση του δημοκρατικού πολιτεύματος και τη διατήρηση της χώρας στους κόλπους της φιλελεύθερης και δημοκρατικής ευρώπης. Τρεις είναι οι ιστορικές φάσεις που ξεχωρίζουν στη διαδρομή αυτή: η φάση της μετάβασης από τη δικτατορία στη δημοκρατία, η φάση του εκσυγχρονισμού και η φάση της οικονομικής και πανδημικής κρίσης.

Για την πρώτη φάση αξιομνημόνευτη είναι η απόφαση της Ολομέλειας 3700/1974 που παρείχε ευρύτατα περιθώρια στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Ειδικότερα έκρινε ότι η κατά την 24.7.1974 σχηματισθείσα πολιτική Κυβέρνηση, μετά την κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος της 21.4.1967, ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας κατόπιν ομόφωνης απόφασης του πολιτικού κόσμου και των ενόπλων δυνάμεων και άσκησε την εξουσία υπό την καθολική συναίνεση του Λαού, προς τον σκοπό της αντιμετώπισης των εξωτερικών κινδύνων και της ταχείας αποκατάστασης της δημοκρατικής συνταγματικής τάξεως. Υπό τις εξαιρετικές αυτές συνθήκες η κυβέρνηση είχε εκ καταγωγής την εξουσία όπως μέχρι τη σύγκληση της βουλής θεσπίζει κανόνες δικαίου απλής ή και αυξημένης τυπικής ισχύος, περιβληθείσα πρωτογενή συντακτική εξουσία για την άσκηση της οποίας μπορούσε να εκδίδει χωρίς νομικό περιορισμό συντακτικές πράξεις, προς ρύθμιση των αναφυομένων ζητημάτων. Η έκδοση των συντακτικών πράξεων ανάγεται στην πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης μη υποκειμένης στον δικαστικό έλεγχο.

Η δεύτερη φάση του θεσμικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού αρχίζει από την ψήφιση του Συντάγματος του 1975 και φθάνει έως την πρώτη δεκαετία του 2000 δηλαδή τις παραμονές της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Το Συμβούλιο της Επικρατείας διαμόρφωσε πλούσια νομολογία για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και το κοινωνικό κράτος δικαίου η οποία από τη δεκαετία του ‘90 εμπλουτίζεται σημαντικά από τη νομολογία του ΔΕΕ και του ΕΔΔΑ που ενισχύουν τους ευρωπαϊκούς προσανατολισμούς του Δικαστηρίου. Την ίδια περίοδο το Συμβούλιο της Επικρατείας εξέδωσε αποφάσεις που δεν ήταν δημοφιλείς στο πολιτικό σύστημα και την κοινή γνώμη, μεταξύ των οποίων οι αποφάσεις της Ολομέλειας για την μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Αντιδημοφιλείς επίσης ήταν αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου στο πεδίο του περιβαλλοντικού δικαίου ( αντισυνταγματικότητα νομιμοποίησης αυθαίρετων κτισμάτων καθώς και μεταφοράς συντελεστή δόμησης), καθότι θέτουν περιορισμούς στην οικονομική ελευθερία και την ιδιοκτησία με σκοπό τον ορθολογικό χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό και την βιώσιμη ανάπτυξη.

Η τρίτη φάση αρχίζει το 2009-2010 και φθάνει έως το 2021 κατά την οποία η χώρα διέρχεται βαθιά οικονομική κρίση και στη συνέχεια υφίσταται τις συνέπειες της πανδημίας. Η απόφαση της Ολομέλειας 668/2012 δέχθηκε τη συνταγματικότητα του «Memorandum of Understanding» («Μνημόνιο Συνεννόησης»). Στο κείμενο αυτό περιελήφθησαν τα μέτρα τριετούς προγράμματος, που είχε καταρτισθεί από τις ελληνικές αρχές μετά από συνεννόηση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η θεσπισθείσα με τους ν. 3833/2010 και 3845/2010 περικοπή αποδοχών και επιδομάτων εργαζομένων στον δημόσιο τομέα και συνταξιοδοτικών παροχών αποτελεί τμήμα ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προωθήσεως διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο, συνολικώς εφαρμοζόμενο, αποσκοπεί τόσο στην αντιμετώπιση της κατά την εκτίμηση του νομοθέτη άμεσης ανάγκης καλύψεως οικονομικών αναγκών της χώρας όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής και οικονομικής της καταστάσεως, δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών, που συνιστούν κατ’ αρχήν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και αποτελούν, ταυτοχρόνως, και σκοπούς κοινού ενδιαφέροντος των κρατών μελών της Ευρωζώνης, εν όψει της καθιερουμένης από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως υποχρεώσεως δημοσιονομικής πειθαρχίας και διασφαλίσεως της σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της. Τα μέτρα δε αυτά, λόγω της φύσεώς τους, συμβάλλουν αμέσως στην περιστολή των δημοσίων δαπανών. Η ιστορική αυτή απόφαση δέχθηκε τις αρνητικές αντιδράσεις της κοινής γνώμης, πολιτικών κομμάτων και μερίδας της επιστημονικής κοινότητας αλλά συνέβαλε αποφασιστικά στην παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη και γενικότερα στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας τα επόμενα χρόνια.

Κατά την εξεταζόμενη περίοδο το Δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματικές νομοθετικές ρυθμίσεις όταν συντρέχουν ιδιαίτερες περιστάσεις, όπως η σώρευση επιβαρύνσεων κατά των ίδιων θιγόμενων ομάδων λόγω επιβολής αλλεπάλληλων μέτρων ή η προσβολή δικαιωμάτων σχετικών με την παροχή υπηρεσιών ζωτικής σημασία ( π.χ. νερό), διατηρώντας έτσι μια ισορροπία προς όφελος της κοινωνικής ειρήνης και ευρυθμίας.

Στην περίοδο της πανδημίας αυτοπεριοριστική ήταν η στάση του Δικαστηρίου όσον αφορά τα μέτρα της κυβέρνησης για την προστασία της δημόσιας υγείας και τα μέτρα που λαμβάνονταν για την αντιμετώπιση της μεταδοτικότητας του covid 19. Χαρακτηριστικές είναι οι αποφάσεις για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των εργαζομένων σε δομές υγείας, για την τετραήμερη απαγόρευση δημοσίων συναθροίσεων, για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των υπαλλήλων των ειδικών μονάδων της πυροσβεστικής, για την απαγόρευση συναθροίσεων σε θρησκευτικούς χώρους λατρείας κλπ. Με τη στάση αυτή το Δικαστήριο συνέβαλε στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας αναγνωρίζοντας την κύρια ευθύνη του νομοθέτη, ως πολιτικά υπόλογου, για την άσκηση αρμοδιοτήτων με προεχόντως τεχνικό και διαχειριστικό χαρακτήρα.

Η ισορροπία του πολιτεύματος επιβάλλει ο δικαστής να κινείται εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων του, να μην υποκαθιστά τον νομοθέτη, αλλά να ελέγχει τις επιλογές του όχι ως προς την ουσιαστική τους ορθότητα παρά μόνον για τυχόν αντίθεσή τους προς το Σύνταγμα προσεγγίζοντας τους κανόνες του με μεθοδολογική συνέπεια. Η ερμηνεία του Συντάγματος υπόκειται σε κανόνες, οφείλει να κινείται εντός ορίων, να εμπνέεται από αρχές και δεν εξαρτάται από τις υποκειμενικές προτιμήσεις του ερμηνευτή ούτε είναι δυνατό να διαφοροποιείται ανάλογα με περιστασιακές επιδιώξεις των κρατούντων ή των ερμηνευτών του. Ο δικαστής κινείται σε πεδίο λεπτών ισορροπιών και η κρίση του διαμορφώνεται με βάση νομικά εργαλεία λαμβανομένης υπόψη, κατά την εξειδίκευση αόριστων νομικών εννοιών και γενικών αρχών, της σύγχρονης κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας δεδομένου ότι η δικαστική κρίση δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να είναι αξιολογικά ουδέτερη ενόψει των σταθμίσεων που εμπεριέχει, οι οποίες προϋποθέτουν, ως ένα σημείο τουλάχιστον, κοινωνικές και πολιτικές εκτιμήσεις.

Στα σύγχρονα δημοκρατικά πολιτεύματα στα οποία η κοινοβουλευτική πλειοψηφία συμπίπτει με την κυβερνητική βούληση, η δικαστική λειτουργία συνιστά την μείζονα εγγύηση του κράτους δικαίου και των δικαιωμάτων μας.

 

*Ομιλία στο συνέδριο με τίτλο:  “Ενδυναμώνοντας τη δημοκρατία. 50 χρόνια από την ελληνική επανεπικύρωση της ΕΣΔΑ και 75 χρόνια από την ίδρυση του Συμβουλίου της Ευρώπης” Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024. Αίθουσα Γερουσίας της Βουλής των Ελλήνων.

Η θεσμικοπολιτική «σύγκρουση» του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τα Ανάκτορα επί βασιλείας του Παύλου Α΄, με αφετηρία το εγχείρημα της αναθεώρησης του Συντάγματος του 1952: Η «βαθεία τομή», 1961-1963

Προκόπιος Παυλόπουλος, τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός, Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ

Πρόλογος

Καθ’ όλη την διάρκεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας, υπό την πρωθυπουργική του -και όχι μόνο- ιδιότητα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επέλεξε να δώσει, ιδίως σε κρίσιμες πολιτικές και προεχόντως πολιτειακές περιόδους, εμφανή προτεραιότητα στις αναγκαίες για τον Τόπο θεσμικές τομές. Κυρίως δε σε τομές, οι οποίες συνδέονται αρρήκτως με την δομή του Συντάγματος και με την αποτελεσματική εφαρμογή του στην πράξη. Πολλοί είναι οι λόγοι που δικαιολογούν την κορυφαία και υπεύθυνη αυτή επιλογή του. Οι  σπουδαιότεροι εξ’ αυτών απορρέουν εκ του ότι η όλη ηγετική πολιτική φυσιογνωμία του Κωνσταντίνου Καραμανλή του επέτρεψε, οιονεί «προφητικώς», να διαγνώσει -με την συνδρομή και της νομικής του παιδείας, που μπορεί να μην υπήρξε επιστημονικώς πλήρης πλην όμως ήταν, σε συνδυασμό με την  απαράμιλλη πολιτική του διαίσθηση και εμπειρία, αρκούντως συγκροτημένη και στέρεη για μια τέτοια «διάγνωση»– το πόσο ο εκσυγχρονισμός της Ελλάδας «περνάει», αναγκαίως, και μέσ’ από  τον αντίστοιχο εκσυγχρονισμό των  Πολιτειακών και των Πολιτικών Θεσμών. Και κατ’ εξοχήν εκείνων που εγγυώνται την ομαλή δημοκρατική λειτουργία του Πολιτεύματος. Το υπό τα ως άνω χαρακτηριστικά θεσμικό «αποτύπωμα» του Κωνσταντίνου Καραμανλή ανιχνεύεται, μ’ εξαιρετική ενάργεια, και στις δύο περιόδους της διακυβέρνησης της Χώρας από τις Κυβερνήσεις του. Δηλαδή πριν και προδήλως μετά την Μεταπολίτευση, όταν και συντελέσθηκε η θέσπιση του ισχύοντος Συντάγματος του 1975, του θεσμικώς και δημοκρατικώς πληρέστερου αλλά και «μακροβιότερου» «Καταστατικού Χάρτη» από την ίδρυση του Νεώτερου Ελληνικού Κράτους.

Ι.  Η «κυοφορία» της «βαθείας τομής» μετά το 1961

Οι σκέψεις που εκτίθενται στην συνέχεια αφορούν αποκλειστικώς το πρώτο -και, από πλευράς ιστορικής αποτίμησης, περισσότερο «αφανές» και «αδικημένο» έως και σκοπίμως «διαστρεβλωμένο»– θεσμικό «αποτύπωμα» του Κωνσταντίνου Καραμανλή, το οποίο ανάγεται στην περίοδο μεταξύ 1961-1963.  Πρόκειται για την πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος του 1952, η οποία έμεινε γνωστή ως η «βαθεία τομή». Ο όρος δικαιολογείται, οπωσδήποτε, επειδή μολονότι, όπως θα διευκρινισθεί κατωτέρω, η αναθεωρητική αυτή πρωτοβουλία δεν είχε «αίσια» κατάληξη για τα πολιτικά και πολιτειακά δρώμενα της εποχής, ήταν αναμφιβόλως θεσμικώς κρίσιμη αλλά και ρεαλιστικώς φιλόδοξη. Πολλώ μάλλον όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε ν’ αντιμετωπίσει τον συνδυασμό της αλαζονείας και της, έστω και κατ’ επίφαση,  «παντοκρατορίας» των Ανακτόρων, που έδειχναν σαφώς πώς και γιατί η Βασιλική Οικογένεια -συμπεριλαμβανομένου ατυχώς και του Βασιλιά Παύλου Α΄, όχι τόσο λόγω της δικής του νοοτροπίας αλλά πολύ περισσότερο λόγω αρνητικής επιρροής της Βασίλισσας Φρειδερίκης και των «αυλικών» του-  είχε πλήρως αποξενωθεί, με όλες τις εντεύθεν συνέπειες, από την Ελληνική πραγματικότητα.  Επιπλέον ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έπρεπε να εξουδετερώσει, σε αρκετές περιπτώσεις, και την εμφανή πολιτική ανευθυνότητα της τότε, στερούμενης και της αναγκαίας συνοχής, Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Μιας Αντιπολίτευσης η οποία, σ’ ένα «ξέσπασμα» λαϊκισμού, ενδιαφερόταν, αμέσως ή εμμέσως, μόνο για την με οποιοδήποτε τίμημα κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας.

Α. Η ιστορική διαδρομή

Ευθύς μόλις ανέλαβε τα πρωθυπουργικά του καθήκοντα, την 5η Οκτωβρίου 1955 όταν και του ανατέθηκε από τον Βασιλιά Παύλο Α΄ η εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης, μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου Παπάγου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής γνώριζε καλά  -τον βοήθησε σε αυτό και η εμπειρία των προηγούμενων υπουργικών του θητειών- ότι το Σύνταγμα του 1952, υπό τις περιστάσεις που είχε θεσπισθεί και με τον τρόπο που είχε έως τότε εφαρμοσθεί, ήταν παντελώς ανεπαρκές για να επιτρέψει σημαντικά βήματα εκσυγχρονισμού της Χώρας, και κατά κύριο λόγο στο πεδίο των εσωτερικών και εξωτερικών προκλήσεων οι οποίες ήταν ήδη κάτι παραπάνω από ορατές. Πρωτίστως δε των προκλήσεων, οι οποίες ανοίγονταν στον ορίζοντα με βάση  την σαφώς  εκπεφρασμένη πρόθεση του Κωνσταντίνου Καραμανλή να ενταχθεί η Ελλάδα, και δη το συντομότερο δυνατό, στους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς της εποχής εκείνης, κατ’ ουσία δε στην τότε ΕΟΚ (Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα). Ας μην ξεχνάμε ότι η πρώτη Συμφωνία Σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ  υπογράφηκε την 9η Ιουλίου 1961, στην Αίθουσα Τροπαίων της Βουλής, ενώ σαφέστατη ήταν η στόχευση του Κωνσταντίνου Καραμανλή να ολοκληρωθεί «επί των ημερών του» η οριστική δρομολόγηση της ενταξιακής πορείας της Χώρας.  Και τούτο διότι  δικαιολογημένα πίστευε πως οι άλλες Πολιτικές Δυνάμεις της εποχής, με την εικόνα που παρουσίαζε η εν γένει πολιτική συμπεριφορά τους, δεν μπορούσαν να «επωμισθούν» ένα τέτοιο μεγάλο και κρίσιμο «πολιτικό βάρος».

Β. Η «κυοφορία» της τότε αναθεωρητικής πρωτοβουλίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή διήρκησε από το 1961 έως το 1963. Μιλώντας σε προεκλογική συγκέντρωση της ΕΡΕ στην Θεσσαλονίκη, την 1η Οκτωβρίου 1961, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τόνισε, μεταξύ άλλων, και τα εξής: «Η πραγματοποίησις, όμως, ριζικών μεταβολών, η επιτάχυνσις της προόδου και η εξυγίανσις της δημοσίας μας ζωής, προϋποθέτει μιαν θαρραλέαν μεταρρύθμισιν: Την αναθεώρησιν των μη θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος. Η ειρηνική επανάστασις…είναι δυνατόν να πραγματοποιηθή μόνον υπό την προϋπόθεσιν αυτήν». Για λόγους ιστορικής πληρότητας επισημαίνεται πως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής γνώριζε καλά ότι η απαιτούμενη -κατά τις διατάξεις του άρθρου 108 του Συντάγματος  του 1952- πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των Βουλευτών, προκειμένου να συντελεσθεί η αναθεώρηση του Συντάγματος, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί.  Κάτι το οποίο  άλλωστε αποδείχθηκε ύστερα και από την προσχηματική υπαναχώρηση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης της Ένωσης Κέντρου.  Ας σημειωθεί ότι ενώ η Ένωση Κέντρου είχε αρχικώς συμφωνήσει για την ανάγκη αναθεώρησης του Συντάγματος, την 10η Οκτωβρίου 1962, τρεις μόλις ημέρες αργότερα, την 13η Οκτωβρίου 1962, «ανέκρουσε πρύμναν», δήθεν λόγω έλλειψης σχετικής αρμοδιότητας της Βουλής! Πλην όμως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αντέτεινε, υπευθύνως και σθεναρώς, ότι αναλάμβανε εν πάση περιπτώσει την αναθεωρητική πρωτοβουλία παρά τις σχεδόν ανυπέρβλητες δυσχέρειες ευόδωσής της διότι, κατά την γνώμη του, αρκούσε έστω και «η παρά την δημοσίαν γνώμην δημιουργία της συνειδήσεως περί υφισταμένης ανάγκης αναθεωρήσεως».

Γ. Προς το τέλος του 1962 η Κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ολοκλήρωσε το σχέδιο της πρότασης αναθεώρησης του Συντάγματος του 1952. Την 16η Φεβρουαρίου 1963 συνεδρίασε η Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΕΡΕ, και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανακοίνωσε επισήμως την επικείμενη κατάθεση ολοκληρωμένης πρότασης αναθεώρησης του ισχύοντος τότε Συντάγματος. Την 19η Φεβρουαρίου 1963 συνεδρίασε προς τούτο το Υπουργικό Συμβούλιο υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.  Και την 21η Φεβρουαρίου του ίδιου έτους 26 Υπουργοί-Βουλευτές κατέθεσαν στην Βουλή την πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος του 1952. Αμέσως συγκροτήθηκε  η για τον σκοπό αυτό προβλεπόμενη Επιτροπή της Βουλής και άρχισε τις εργασίες της, συνεδριάζοντας εννέα φορές, από την 13η  Μαρτίου έως την 5η Ιουνίου 1963.

Δ. Την 11η Ιουνίου 1963 η Κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή παραιτήθηκε αιφνιδίως και η πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος του 1952 ουδέποτε συζητήθηκε στην Ολομέλεια της Βουλής. Η «βαθεία τομή»  έμεινε έτσι «στα χαρτιά», πλην όμως η σημασία της κατά την διαδρομή της σύγχρονης Συνταγματικής Ιστορίας μας κάθε άλλο παρά αμελητέα υπήρξε.  Επισημαίνεται ότι κάποιες -με ιδιαίτερη σημασία μάλιστα- από τις θεσμικώς κρίσιμες «καινοτομίες» της «βαθείας τομής» ενέπνευσαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και στο πλαίσιο της «σαρωτικής» αναθεωρητικής πρωτοβουλίας, η οποία κατέληξε στην θέσπιση του Συντάγματος του 1975.

ΙΙ. Το θεσμικό «κεκτημένο» της «βαθείας τομής»

Η «βαθεία τομή» δεν αποσκοπούσε βεβαίως -ούτε θα το μπορούσε άλλωστε, ως αμιγώς αναθεωρητική πρωτοβουλία στο πλαίσιο των θεσμοθετημένων περιορισμών περί των αναθεωρητέων διατάξεων- σε μια ολοκληρωμένη «ανατροπή» των οφθαλμοφανών αδυναμιών του Συντάγματος του 1952.  Είναι βέβαιο όμως ότι  μέσ’ από έναν εξαιρετικά ουσιώδη συνδυασμό ρυθμίσεων που αφορούσαν την αναθεώρηση συγκεκριμένων  αναθεωρητέων διατάξεων του Συντάγματος του 1952,  σχετικών κυρίως με την «ισορροπία» του Πολιτεύματος, την Διάκριση των Εξουσιών, τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου –και ιδίως τα Κοινωνικά- και τους θεσμούς διευκόλυνσης της ανάπτυξης της Εθνικής Οικονομίας, θα μπορούσε, αν είχε ευοδωθεί, να συμβάλει σε σημαντικό βαθμό  σ’ έναν ταχύτερο εκσυγχρονισμό της Ελλάδας και, αντιστοίχως, στην επιτάχυνση της ενταξιακής της πορείας στην τότε ΕΟΚ. Είναι δε ιδιαιτέρως ενδεικτικό το ότι μεταξύ των καινοτομιών που ο Κωνσταντίνος Καραμανλής «φιλοδοξούσε» να επιφέρει μέσω της «βαθείας τομής» ήταν και εκείνη ενός σύγχρονου και προοδευτικού προσδιορισμού της θέσης της Ελλάδας στην Διεθνή Κοινότητα.  Τα κυριότερα σημεία της ιστορικής αυτής αναθεωρητικής πρωτοβουλίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή επικεντρώνονται στα εξής:

Α. Στην διά της λογικής της θέσπισης των αναγκαίων «θεσμικών αντιβάρων» («checks and balances») ενίσχυση της Εκτελεστικής Εξουσίας –και κυρίως της Κυβέρνησης- που διέθετε την απαραίτητη δημοκρατική νομιμοποίηση έναντι των de facto διογκωμένων τότε εξουσιών των Ανακτόρων. Εξουσιών, οι οποίες  επιτρέποντας και την διαιώνιση της εφαρμογής στην πράξη  της «θεωρίας του κηπουρού» σε ό,τι αφορά τον διορισμό του Πρωθυπουργού, υπήρξαν αιτίες πολλών «δεινών»  για την πολιτική και πολιτειακή ζωή της Χώρας.  Με αποκορύφωμα τις συνθήκες παραίτησης  της Κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή και της οριστικής αναχώρησής του για το εξωτερικό (Παρίσι), καθώς και τις συνθήκες αυθαίρετης «παύσης» της Κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου στην συνέχεια, επί της βασιλείας του Κωνσταντίνου Β΄.

Β. Στον μέσω της ριζικής αναθεώρησης του άρθρου 35 του Συντάγματος του 1952 εξορθολογισμό της λειτουργίας της Νομοθετικής Εξουσίας -προβλεπόταν από τότε ο θεσμός των Βουλευτών Επικρατείας- ιδίως δια της διευκόλυνσης επιτάχυνσης του νομοθετικού έργου της Βουλής με την πρόβλεψη της δυνατότητας να νομοθετεί ακόμη και σε Τμήματα και να ψηφίζει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και «νόμους-πλαίσια», που θα εξειδικεύονταν με νομοθετικά διατάγματα. Σ’ ένα διαφορετικό πεδίο δράσης της Βουλής στόχευε να επέμβει η «βαθεία τομή» δια της αναθεώρησης των σχετικών ρυθμίσεων του Συντάγματος του 1952 (άρθρο 78), έτσι ώστε μέσω της τροποποίησης της διαδικασίας υποβολής προτάσεων εμπιστοσύνης και δυσπιστίας να περιορισθεί, κατά το δυνατόν, ο διαβρωτικός κίνδυνος παρατεταμένου κλονισμού της κυβερνητικής σταθερότητας.

Γ. Στον εκσυγχρονισμό πτυχών της Εκτελεστικής Εξουσίας, ιδίως μέσω της συνταγματικής κατοχύρωσης του Ανωτάτου Συμβουλίου Δημοσίων Υπηρεσιών (ΑΣΔΥ), με κύρια στόχευση την ανάδειξη ικανών και επαρκώς εξειδικευμένων δημόσιων υπαλλήλων, ενόψει μάλιστα της προοπτικής ένταξης της Χώρας στην τότε ΕΟΚ.

Δ. Στον δραστικό περιορισμό των ακροτήτων εφαρμογής στην πράξη του θεσμού της ασυλίας των Βουλευτών (άρθρο 63 του Συντάγματος του 1952) «δεδομένου ότι έχει ήδη διαμορφωθεί ουσιαστικώς καθεστώς αποκλεισμού της άρσεως της ασυλίας άνευ τινός διακρίσεως, επί ζημία δε του κύρους του Κοινοβουλίου καλλιεργείται παρά τη κοινή γνώμη υπό των επιβουλευομένων το ελεύθερον Πολίτευμα η εντύπωσις περί ασυδοσίας, δήθεν, του Βουλευτού έναντι του νόμου», κατά την σχετική διατύπωση του εν προκειμένω κειμένου της «βαθείας τομής».

Ε. Στην θεσμοθέτηση Συνταγματικού Δικαστηρίου με δικαιοδοσία που θα επικεντρωνόταν ιδίως στις εκλογικές διαφορές και στην λειτουργία των Πολιτικών Κομμάτων. Από αυτή την καινοτομία της «βαθείας τομής»  έμεινε μέσα στον χρόνο μόνον η  –αναμφισβητήτως αναχρονιστική και προβληματική, το λιγότερο- πρόβλεψη για την δικαιοδοσία του Συνταγματικού Δικαστηρίου να θέτει, ενδεχομένως, εκτός νόμου Πολιτικά Κόμματα, δίχως να υπολογισθούν και να εκτιμηθούν δεόντως άλλες, χρήσιμες, πολιτικές και πολιτειακές δικαιοδοτικές αρμοδιότητές του. Αλλά και δίχως να συνυπολογίζεται ότι ακόμη και η διαδικασία θέσης εκτός νόμου Πολιτικών Κομμάτων θα υπαγόταν έτσι τουλάχιστον σε ουσιώδη δικαστικό έλεγχο, στο ανώτατο δυνατό επίπεδο, όταν μάλιστα η ως τότε αντίστοιχη απόλυτη αυθαιρεσία είχε να «επιδείξει» και την, με  «συνοπτικές διαδικασίες» και χωρίς καμμία δικαστική εγγύηση, θέση εκτός νόμου του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (α.ν. 509/1947, που κυρώθηκε με το ΝΗ΄ Ψήφισμα).

ΣΤ. Στην θεσμοθέτηση σύγχρονων διατάξεων περί αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και εκτέλεσης μεγάλων έργων κοινής ωφέλειας, απαραίτητων για την επιτάχυνση και την επιτυχή εξέλιξη της όλης αναπτυξιακής πορείας της Χώρας υπό συνθήκες στήριξης του κοινωνικού συνόλου, και κατά κύριο λόγο των οικονομικώς ασθενέστερων.

Ζ. Στην θέσπιση της γενικής ρήτρας απαγόρευσης της καταχρηστικής άσκησης των δικαιωμάτων και στην κατοχύρωση σημαντικών νέων Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Κυρίως δε Κοινωνικών Δικαιωμάτων, παντελώς «άγνωστων» στο θεσμικό πλαίσιο του Συντάγματος του 1952, με βασικούς άξονες κανονιστικής ρύθμισης την προστασία του γάμου, της οικογένειας και της εργασίας. Με τον τρόπο αυτό η κανονιστική παρέμβαση της «βαθείας τομής» αποσκοπούσε, κατ’ ουσία, στην αντίστοιχη κανονιστική εδραίωση των θεμελίων ενός, έστω και στοιχειώδους, Κοινωνικού Κράτους Δικαίου.

                                                                                                                                                                                                     Επίλογος

Με βάση τα όσα προεκτέθηκαν είναι δυνατό να συναχθούν και τ’ ακόλουθα συμπεράσματα: Πριν απ’ όλα η πολιτικώς κοντόφθαλμη και εν τέλει ανερμάτιστη στάση των Ανακτόρων εν γένει -σε συνδυασμό με την πολιτικώς ανεύθυνη στάση της τότε Αξιωματικής Αντιπολίτευσης- να σταθούν απέναντι στον δημοκρατικό εκσυγχρονισμό του Συντάγματος του 1952 μέσω της ευόδωσης του αναθεωρητικού εγχειρήματος της «βαθείας τομής», μ’ εμπνευστή τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, συνέτειναν σε μεγάλο βαθμό στην υπό τις γνωστές επώδυνες συνθήκες πτώση της Κυβέρνησής του, με όλες τις εντεύθεν και μετέπειτα πολιτικές και πολιτειακές επιπτώσεις.  Πέραν δε τούτου, η συνέχιση της άκρως προβληματικής εφαρμογής του δημοκρατικώς προδήλως «ελλειμματικού» Συντάγματος του 1952 επέτρεψε στα Ανάκτορα να δρουν με την ίδια πολιτειακή αλαζονεία και επιπολαιότητα, και μάλιστα, a fortiori μετά τον θάνατο του Βασιλιά Παύλου Α΄ και την ανάρρηση στον θρόνο του Βασιλιά Κωνσταντίνου Β΄.  Και σήμερα, είναι πια ιστορικώς επαρκώς τεκμηριωμένη η θέση ότι αν η ολοκλήρωση της «βαθείας τομής» του Κωνσταντίνου Καραμανλή είχε επιφέρει τις αναγκαίες δημοκρατικές αλλαγές στο Σύνταγμα του 1952, κυρίως μέσω της θεσμοθέτησης των κατάλληλων «θεσμικών αντιβάρων», η Ελλάδα θα είχε αποφύγει τις μεγάλες περιπέτειες στις οποίες μπήκε όταν, όπως προεκτέθηκε, ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Β΄ αφενός υποχρέωσε σε μια θεσμικώς αδιανόητη παραίτηση την δημοκρατικώς εκλεγμένη Κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου.  Και, αφετέρου και στην συνέχεια, «πυροδοτώντας» ο ίδιος τις μεθοδεύσεις της «αποστασίας» και της εξ αυτής καταλυτικής αποδόμησης της Ένωσης Κέντρου, συνέτεινε ενεργώς στον πλήρη ευτελισμό της πολιτικής ζωής της Χώρας και στην καταστροφική, όπως η πραγματικότητα απέδειξε, δημοκρατική απονομιμοποίησή της.

 

* Δημοσιεύθηκε στο ένθετο “Η εποχή των Βασιλέων 50 χρόνια μετά την επίλυση του Πολιτειακού” της εφημερίδας “Καθημερινή της Κυριακής”, της 27/10/2024

Οι στοιχειώδεις προϋποθέσεις δίκαιης και βιώσιμης επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος κατά το Διεθνές Δίκαιο και κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο

Προκόπιος Παυλόπουλος, τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός, Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ

Ομιλία στην Ακαδημία Αθηνών κατά την εκδήλωση επίσημης διαμαρτυρίας προς την Διεθνή Κοινότητα και προς την Ευρωπαϊκή Ένωση για τα 50 χρόνια τουρκικής κατοχής μέρους του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις 22.10.2024

Πρόλογος

Τους τελευταίους ιδίως μήνες, και παρά την συνεχιζόμενη -ή και εντεινόμενη ενίοτε- προκλητική αδιαλλαξία της Τουρκίας, γίνεται και πάλι λόγος για την ανάγκη της όσο το δυνατό ταχύτερης επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος. Κάτι το οποίο, όπως προκύπτει και από σχετικές πρόσφατες δηλώσεις, αποδέχονται οι Κυβερνήσεις Ελλάδας και Κύπρου -αποφασισμένες μάλιστα να κινηθούν εν προκειμένω με τον απαιτούμενο «ρεαλισμό» μπροστά στον «άτεγκτο» έως απροκαλύπτως κυνικό κόσμο των Διεθνών Σχέσεων- ενώ «ωθούν» προς την ως άνω κατεύθυνση τόσον ο ΟΗΕ όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση, μολονότι έχουν «βιώσει» και έχουν επανειλημμένως καταδικάσει, δυστυχώς όμως χωρίς την απαιτούμενη αυστηρότητα και μάλιστα δίχως ίχνος αποτελεσματικών κυρώσεων, την όλη τουρκική στάση μετά το 1974.

Α. Η τακτική αυτή των Κυβερνήσεων Ελλάδας και Κύπρου πρέπει ν’ αξιολογηθεί ως κατ’ αρχήν ορθή, αφού η «μη λύση» του Κυπριακού Ζητήματος όχι μόνο δεν συνιστά «λύση» του, αλλά καθιστά ολοένα και πιο επισφαλή -κατ’ επιεική δε θεώρηση- την κατάσταση που δημιούργησε η πάνω από πενήντα χρόνια κατοχή του ενός τρίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία, ύστερα από την βάρβαρη εισβολή της στην Μαρτυρική Κύπρο το 1974. Πλην όμως, και όπως είναι ευνόητο, η επίτευξη λύσης του Κυπριακού Ζητήματος είναι νοητή και αποδεκτή μόνον εφόσον είναι δίκαιη και βιώσιμη. Γεγονός που σημαίνει περαιτέρω ότι η λύση αυτή είναι νοητή και αποδεκτή μόνον εφόσον υπηρετεί, τουλάχιστον ως προς τα σχετικά βασικά ρυθμιστικά της στοιχεία, «αξιοπρεπώς» -και όχι κατ’ επίφαση, υπό το κράτος απαράδεκτων συμβιβασμών ή και εκβιασμών από συγκεκριμένες πλευρές- την Διεθνή Νομιμότητα και την Ευρωπαϊκή Νομιμότητα αλλά και την «βιωσιμότητα» της Κυπριακής Δημοκρατίας ως Κράτους-Μέλους της Διεθνούς Κοινότητας, κυρίως δε ως πλήρους Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του «σκληρού πυρήνα» της, της Ευρωζώνης. Διότι το αντίθετο οδηγεί, αναποδράστως, σ’ επικίνδυνες ατραπούς ακόμη πιο επώδυνης θεσμικής και πολιτικής αποδυνάμωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, και στο πλαίσιο της Διεθνούς Κοινότητας αλλά και στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ζήτημα τούτο απαιτεί τόσο «επιμελέστερη» προετοιμασία, με την ανάλογη προσοχή και προνοητικότητα, όσο η Τουρκία έχει καταστήσει -με περισσό θράσος που, δυστυχώς, το ενισχύει η προεκτεθείσα θλιβερή Διεθνής, ακόμη και Ευρωπαϊκή σε ορισμένες περιπτώσεις, ανοχή προς αυτή- σαφές πως ως αρχή «λύσης» του Κυπριακού Ζητήματος δεν αποδέχεται, κατ’ ουδένα τρόπο, το στοιχειώδες κατά το Διεθνές Δίκαιο και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, όπως θα επεξηγηθεί στην συνέχεια, πρότυπο του Ομοσπονδιακού Κράτους. Και κάνει λόγο, ευθέως, για δύο Κράτη, ή το πολύ για έναν τύπο Συνομοσπονδιακού Κράτους στην βάση μιας εξαιρετικά χαλαρής συνομοσπονδίας, η οποία μάλιστα δεν ανταποκρίνεται καν στα δεδομένα μιας πραγματικής διζωνικής-δικοινοτικής κρατικής και πολιτειακής οντότητας.

Β. Υπό το πνεύμα αυτό είναι προφανές πως δεν μπορεί -ορθότερα δε δεν είναι επιτρεπτό- ν’ αρχίσει οιαδήποτε συζήτηση για το Κυπριακό Ζήτημα, αν προηγουμένως η Τουρκία δεν αφήσει κατά μέρος τέτοιες παράλογες και προκλητικώς μαξιμαλιστικές θέσεις και προτάσεις, πλήρως αντίθετες προς το Διεθνές Δίκαιο και ιδίως προς το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Αν γίνει, από Ελληνικής και Κυπριακής πλευράς, το λάθος να υποτιμηθεί ο κίνδυνος της έναρξης διαλόγου για το Κυπριακό Ζήτημα δίχως μιαν ουσιώδη υποχώρηση της Τουρκίας από τις κατά τ’ ανωτέρω ακραίες θέσεις της, τότε ο «διάλογος» με την τουρκική πλευρά μας οδηγεί στην διακινδύνευση να υποχωρήσουμε μοιραίως εμείς, έστω και κατά ένα μέρος, στους απαράδεκτους τουρκικούς εκβιασμούς και στο ενδεχόμενο πλήρους ευτελισμού του Διεθνούς Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Δικαίου σε ό,τι αφορά το μέλλον της Κυπριακής Δημοκρατίας. Επιπροσθέτως, ας μην ξεχνάμε ότι αυτή είναι πάντοτε η «προσφιλής» τακτική της Τουρκίας όταν επιχειρεί να προωθήσει και τις πιο αδιανόητες «διεκδικήσεις» της έναντι του Ελληνισμού εν γένει, στηριζόμενη με πρόδηλο διεθνές θράσος στην παγίωση των «τετελεσμένων» εφόσον διαπιστώσει τάσεις δισταγμών, ανοχής και υποχωρητικότητας από τις Κυβερνήσεις Ελλάδας και Κύπρου. Και κατά τούτο πρέπει να έχουμε διαρκώς κατά νου ότι στις σχέσεις μας με την Τουρκία, ακόμη και όταν αυτή δείχνει προς εμάς «αγαθές προθέσεις», ισχύει στο ακέραιο το «timeo Danaos et dona ferentes». Το ίδιο δε ισχύει –ή πρέπει να ισχύει- προφανώς και για την Διεθνή Κοινότητα και τον ΟΗΕ και για την Ευρωπαϊκή Ένωση, με δεδομένο ότι έχουν βιώσει και υποστεί, σε σειρά περιπτώσεων κατά το απώτερο αλλά και το πρόσφατο παρελθόν, την ιταμή στάση της Τουρκίας αναφορικά με την εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Δικαίου.

Ι. Τα κανονιστικά δεδομένα του Διεθνούς Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Δικαίου
Όπως λοιπόν συνάγεται ευχερώς από τα προεκτεθέντα, ασφαλείς «δείκτες πορείας» για την δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού Ζητήματος είναι, και μάλιστα αποκλειστικώς, πρώτον, το Διεθνές Δίκαιο. Kαι, δεύτερον, το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Mε την πρόσθετη επισήμανση ότι το Διεθνές Δίκαιο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, αφού η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως οντότητα με αυτοτελή νομική προσωπικότητα, είναι πλήρες μέλος της Διεθνούς Κοινότητας, αρχής γενομένης από τον ΟΗΕ.

Α. Το Διεθνές Δίκαιο
Το Διεθνές Δίκαιο προσδιορίζει τις κατ’ ελάχιστο προϋποθέσεις επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος με πλειάδα ρυθμίσεων.

1. Στις ρυθμίσεις αυτές συμπεριλαμβάνονται, οπωσδήποτε, και τα κάθε είδους κανονιστικού περιεχομένου Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας τα οποία είναι, και μάλιστα κατ’ επανάληψη και ποικιλοτρόπως, απεριφράστως καταδικαστικά για την Τουρκία ήδη από το 1974, όταν και συντελέσθηκε η βάρβαρη εισβολή στην Επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Υπενθυμίζεται, ότι τα πιο κρίσιμα εν προκειμένω Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας υπήρξαν -και παραμένουν- προεχόντως τα εξής:
α) Πριν απ’ όλα το αρχικό, βασικό, Ψήφισμα της 20.7.1974 αρ. 353/1974, για την απερίφραστη καταδίκη της τουρκικής εισβολής και για την έκκληση-απόφαση πλήρους σεβασμού της Ανεξαρτησίας, της Κυριαρχίας και της Εδαφικής Ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το Ψήφισμα αυτό επαναβεβαιώθηκε και συμπληρώθηκε επί το αυστηρότερο -ιδίως λόγω της συνέχισης και επέκτασης της τουρκικής εισβολής το 1974, της επίδειξης προκλητικής αδιαλλαξίας εκ μέρους της Τουρκίας και της από ανθρωπιστική έποψη θλιβερής κατάστασης των προσφύγων- με τα διαδοχικά Ψηφίσματα της 23.7.1974, αρ. 354/1974, 1.8.1974, αρ. 355/1974, 14.8.1974, αρ. 357/1974, 15.8.1974, αρ. 358/1974, 15.8.1974, αρ. 359/1974, 16.8.1974, αρ. 360/1974, 30.8.1974, αρ. 361/1974 και 13.12.1974, αρ. 364/1974.
β) Και ύστερα το, καθοριστικής σημασίας για την επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος κατά τρόπο σύμφωνο με το Διεθνές Δίκαιο, Ψήφισμα της 12.3.1975 αρ. 367/1975, με το οποίο καταδικάσθηκε, επίσης απεριφράστως, και θεωρήθηκε παντελώς ανυπόστατη η μονομερής, από πλευράς Τουρκίας, απόφαση της 13.2.1975 για την δημιουργία του διεθνώς πλήρως απομονωμένου έκτοτε ψευδοκράτους της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου». Σημειωτέον, ότι το ως άνω Ψήφισμα συμπληρώθηκε, ειδικώς ως προς τους κατά το Διεθνές Δίκαιο επιβεβλημένους όρους επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος, με τα Ψηφίσματα της 18.11.1983, αρ. 541/1983, 11.5.1984, αρ. 550/1984, 12.3.1990, αρ. 649/1990, 10.4.1992, αρ. 750/1992, 25.11.1992, αρ. 789/1992 και 29.6.1999, αρ. 1251/1999. Συγκεκριμένα δε με τα τελευταία αυτά Ψηφίσματα έγινε -και έκτοτε γίνεται παγίως- δεκτό ότι η σύμφωνη με το Διεθνές Δίκαιο λύση του Κυπριακού Ζητήματος προϋποθέτει, κατ’ ελάχιστο, πως η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να είναι, δίχως άλλους όρους και προϋποθέσεις, Ανεξάρτητο Κράτος, με μία και μόνη Κυριαρχία, μία και μόνη Διεθνή Προσωπικότητα και μία και μόνη Ιθαγένεια, οργανωμένο πολιτειακώς υπό την μορφή Δικοινοτικής και Διζωνικής Ομοσπονδίας -άρα αποκλειομένου, οιονεί εξ ορισμού, του Συνομοσπονδιακού Κράτους- ενώ συνακόλουθα απορρίπτεται, και μάλιστα κατηγορηματικώς, κάθε «προοπτική» διχοτόμησης ή απόσχισης.

2. Περαιτέρω, για την επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος βαρύνουσα είναι η σημασία των ρυθμίσεων της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS). Κυρίως δε των ρυθμίσεών της αναφορικά με την stricto sensu Κυριαρχία και με τα επιμέρους Κυριαρχικά Δικαιώματα των Κρατών-Μελών της Διεθνούς Κοινότητας και του ΟΗΕ.
α) Σύμβασης, η οποία καταρτίσθηκε το 1982 -ως «Σύμβαση του Montego Bay»- και άρχισε να ισχύει από το 1994. Και Σύμβασης στην οποία έχει προσχωρήσει αυτοτελώς -ήτοι ως νομικό πρόσωπο πέραν των νομικών προσώπων των Κρατών-Μελών της- η Ευρωπαϊκή Ένωση από το 1998. Γεγονός που σημαίνει πως η Σύμβαση αυτή αποτελεί έκτοτε και αναπόσπαστο μέρος του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, το οποίο αυτονοήτως δεσμεύει πέραν της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όλα τα Κράτη-Μέλη της. Πρέπει δε να δεσμεύει, σύμφωνα με τα Κριτήρια της Κοπεγχάγης του 1993 και της Μαδρίτης του 1995 όπως διαρκώς επικαιροποιούνται, και τα υποψήφια προς ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση Κράτη, όπως π.χ. η Τουρκία, κατά τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ.1 και 49 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ).
β) Ανεξαρτήτως τούτου, και σύμφωνα με την νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, η προμνημονευόμενη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας δεσμεύει και Κράτη, τα οποία δεν έχουν προσχωρήσει σε αυτή -όπως και η Τουρκία- διότι, λόγω του ότι εν πάση περιπτώσει έχει προσχωρήσει σε αυτή ικανός αριθμός Κρατών-Μελών της Διεθνούς Κοινότητας, παράγει πλέον γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, δεσμευτικούς οιονεί erga omnes. Δηλαδή ακόμη και για τα Κράτη-Μέλη της Διεθνούς Κοινότητας που δεν την έχουν γραπτώς αποδεχθεί. Αυτό ισχύει τόσο περισσότερο για την Τουρκία όσο, καθώς η αντιφατική και προκλητική εξωτερική πολιτική της το αποδεικνύει, αποδέχεται την Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας «κατά το δοκούν», όπως προκύπτει προδήλως και από την υπογραφή μεταξύ αυτής και της τότε φερόμενης ως Κυβέρνησης της Λιβύης του νομικώς παντελώς ανυπόστατου «τουρκολιβυκού μνημονίου», του 2019. Επισημαίνεται -προκειμένου να το προβάλλουμε αδιαλείπτως διεθνώς, κάτι το οποίο δυστυχώς δεν συμβαίνει με την απαιτούμενη σταθερότητα και «καθαρότητα»- ότι το νομικώς παντελώς ανυπόστατο του «τουρκολιβυκού μνημονίου» έχει ρητώς αποδεχθεί η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με την σαφή απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου 2019. Η δε «πρωτοκόλληση» του «μνημονίου» τούτου από τον ΟΗΕ το 2020 ουδένα νομικό κύρος προσθέτει ή διασφαλίζει σε αυτό αφού, όπως έχει αποδείξει η σχετική πρακτική τέτοιων «πρωτοκολλήσεων» διεθνών κειμένων, πρόκειται για καθαρώς τυπική διαδικασία που ουδόλως σχετίζεται με την αναγνώριση της «κανονιστικής δυναμικής» των ποικιλόμορφων ως άνω κειμένων.

Β. Το Ευρωπαϊκό Δίκαιο
Πολύ περισσότερο βαρύνουσα όμως για την επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος είναι η σημασία και η επιρροή του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Και τούτο διότι, όπως ήδη τονίσθηκε, η Κυπριακή Δημοκρατία είναι πλήρες Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του «σκληρού πυρήνα» της, της Ευρωζώνης. Κατά τούτο δεν νοείται δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού Ζητήματος αν αυτή δεν είναι πλήρως σύμφωνη με το σύνολο του Ευρωπαϊκού Δικαίου, πρωτίστως δε με τις θεμελιώδεις θεσμικές συντεταγμένες του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου. Το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, κατ’ εξοχήν μέσω της θεμελιώδους για την θεσμική υπόσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), θέτει τις ακόλουθες προϋποθέσεις ως προς την νομική και θεσμική υπόσταση ενός Κράτους, προκειμένου να είναι σε θέση ν’ αποτελέσει, με την απαραίτητη αποτελεσματικότητα και διάρκεια, Κράτος-Μέλος της. Δηλαδή έτσι ώστε η συμμετοχή του στο Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα να μην υπονομεύει, de jure και de facto, την θεσμική και πολιτική συνοχή και προοπτική του, αρχής γενομένης από την συνεχή και αποτελεσματική εφαρμογή στην πράξη όλων, ανεξαιρέτως, των κανόνων της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης.

1. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1-12 της ΣΕΕ, το Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να έχει μία και μόνη Νομική Προσωπικότητα διεθνώς. Αυτό προκύπτει π.χ. κυρίως από τις διατάξεις του άρθρου 5[1] της ΣΕΕ, ως προς τον καταμερισμό αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Κρατών-Μελών της. Καθώς και από τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 2[2] της ΣΕΕ, ως προς την εκπροσώπηση του Κράτους-Μέλους στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Διότι, όπως είναι ευνόητο, ένας τέτοιος καταμερισμός αρμοδιοτήτων καθώς και μια τέτοια εκπροσώπηση προϋποθέτουν Κράτος-Μέλος, το οποίο είναι σε θέση ν’ ανταποκριθεί πλήρως ως προς όλα αυτά τα κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο καθήκοντα κατά κύριο λόγο σε ό,τι αφορά την ολοκληρωμένη και αποτελεσματική «απορρόφηση» του συνόλου του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου.

2. Από την προμνημονευόμενη προϋπόθεση της μίας και μόνης Νομικής Προσωπικότητας διεθνώς απορρέει, αυτοθρόως, και η προϋπόθεση της μίας και μόνης Ιθαγένειας. Πολλώ μάλλον όταν διεθνώς δεν υφίσταται παράδειγμα Κράτους με μία νομική προσωπικότητα διεθνώς που αναγνωρίζει εντός αυτού περισσότερες της μίας ιθαγένειες. Δεν πρέπει δε να υποτιμάται το γεγονός ότι η αναγνώριση περισσότερων της μίας ιθαγενειών «ανοίγει», και δη «διάπλατα», τον δρόμο για την αναγνώριση και περισσότερων του ενός Κρατών ή και για την επιβολή ενός πολιτειακού καθεστώτος χαλαρής συνομοσπονδίας. Καθεστώτος το οποίο, όπως θα επεξηγηθεί στην συνέχεια, δεν μπορεί να ισχύσει για την Κυπριακή Δημοκρατία κατά το Διεθνές Δίκαιο, και κατ’ εξοχήν κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.

3. Το Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να είναι Κυρίαρχο, όπως συνάγεται ευχερώς ιδίως από τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2[3] της ΣΕΕ. Τα ουσιώδη συστατικά στοιχεία («essentialia negotii») της εσωτερικής και της εξωτερικής Κυριαρχίας ενός Κράτους -κατά βάση ως της ικανότητας της αυτοδύναμης επιβολής της εξουσίας του χωρίς να περιορίζεται από άλλη βούληση- είναι κοινώς γνωστά με βάση τους κανόνες του Συνταγματικού Δικαίου διεθνώς. Επομένως, στο σημείο αυτό αρκεί η ειδικότερη αναφορά στις προϋποθέσεις που καθιερώνουν οι ως άνω ρυθμίσεις της ΣΕΕ:
α) Κατά πρώτο λόγο το Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές της ΣΕΕ, πρέπει να είναι σε θέση να διασφαλίσει τις θεμελιώδεις λειτουργίες του. Ιδίως δε την διασφάλιση της Εδαφικής Ακεραιότητας, την διασφάλιση της Δημόσιας Τάξης και την προστασία της Εθνικής Ασφάλειας. Αφού στην αντίθετη περίπτωση η Κυριαρχία καθίσταται, άνευ άλλου τινός, «γράμμα κενό περιεχομένου» intra και extra muros. Κάτι το οποίο καθιστά αδύνατη την αποτελεσματική λειτουργία του Κράτους-Μέλους και εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, συνακόλουθα δε «υπονομευτική» για την δομή και την λειτουργία της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
β) Άρα Κράτος ικανό ν’ ασκήσει, στο ακέραιο, τα κατά το Διεθνές Δίκαιο δικαιώματα της stricto sensu Κυριαρχίας του καθώς και όλα τα εντεύθεν επιμέρους Κυριαρχικά του Δικαιώματα. Πρόκειται, προεχόντως, για το προμνημονευόμενο Δίκαιο της Θάλασσας, κατά την σχετική Σύμβαση του ΟΗΕ (UNCLOS) -«Σύμβαση του Montego Bay», του 1982- η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, ισχύει από το 1994.
γ) Ειδικότερα, μεταξύ άλλων το Δίκαιο της Θάλασσας καθορίζει από την μια πλευρά τον θεσμικό πυρήνα της stricto sensu Κυριαρχίας του κάθε Κράτους-Μέλους της Διεθνούς Κοινότητας, η οποία ασκείται πλήρως πέραν της Ηπειρωτικής Επικράτειας και στα Χωρικά Ύδατα ή Χωρική Θάλασσα -δηλαδή στην Αιγιαλίτιδα Ζώνη- πρωτίστως κατά τις διατάξεις των άρθρων 2 επ. της Σύμβασης αυτής του ΟΗΕ. Και, από την άλλη πλευρά, τον θεσμικό πυρήνα της lato sensu Κυριαρχίας, η οποία συμπεριλαμβάνει όλα τα επιμέρους αναγνωρισμένα από το Διεθνές Δίκαιο Κυριαρχικά Δικαιώματα κάθε Κράτους. Κατά βάση δε τα Κυριαρχικά Δικαιώματα τα σχετικά με την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 55 επ. της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας και με την Υφαλοκρηπίδα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 76 επ. της ίδιας Σύμβασης.

4. Το Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να οργανώνεται στην βάση των θεσμικοπολιτικών «συντεταγμένων» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, αφού κατά το άρθρο 10 παρ.1[4] της ΣΕΕ η όλη δομή και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεμελιώνεται στην Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία. Υπό τα δεδομένα αυτά δεν νοείται και Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο δεν στηρίζεται, ουσιαστικώς και στην πράξη, στο όλο θεσμικοπολιτικό πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Τούτο επιβάλλει, συνακόλουθα, εκ μέρους του Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης:
α) Πλήρη σεβασμό της αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών και των βασικών θεσμικών συνιστωσών του Κράτους Δικαίου, όπως άλλωστε συμβαίνει και με την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως το ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 2[5] της ΣΕΕ. Και ως προς την αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών διευκρινίζεται ότι αυτή, μεταξύ άλλων, αφενός επιτρέπει την «διασταύρωσή» τους μόνο στο μέτρο που το προβλέπει με τους ειδικότερους επιμέρους κανόνες δικαίου το δημοκρατικώς θεσπισμένο Σύνταγμα. Και, αφετέρου, δεν ανέχεται «εκπτώσεις» κατά κύριο λόγο σε ό,τι αφορά την λειτουργία του κυρωτικού μηχανισμού της Δικαστικής Εξουσίας, υπό το καθεστώς των εγγυήσεων της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών που την στελεχώνουν. Ως προς δε το Κράτος Δικαίου, είναι προφανές ότι το θεσμικό του «οπλοστάσιο» επιβάλλει, οπωσδήποτε, και την ύπαρξη επαρκών κυρωτικών μηχανισμών για κάθε παραβίαση της Αρχής της Νομιμότητας από τα κρατικά όργανα, με «προεξάρχοντα» τον κατά τ’ ανωτέρω μηχανισμό της Δικαστικής Εξουσίας.
β) Και πλήρη σεβασμό όλων, ανεξαιρέτως, των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως και πάλι συμβαίνει άλλωστε και για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, κατά τις διατάξεις του ως άνω άρθρου 2 και του άρθρου 6[6] της ΣΕΕ. Ας σημειωθεί, ότι μια τέτοια προϋπόθεση είναι τόσο περισσότερο «συνυφασμένη» με την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, όσο κατά την ιστορική της διαδρομή αυτή εμπεδώθηκε, από θεσμική και πολιτική έποψη, ως «καθεστώς» εγγύησης της Ελευθερίας, υφ’ όλες της τις εκφάνσεις -και προεχόντως υπό την έκφανση της ακώλυτης άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου- σύμφωνα με την εξίσου θεμελιώδη για το σύγχρονο δημοκρατικώς οργανωμένο Κράτος Δημοκρατική Αρχή.

5. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 3[7] της ΣΕΕ, το Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να είναι σε θέση να εκπληρώνει στο ακέραιο και όλες τις έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποχρεώσεις του. Ιδίως δε την «απορρόφηση» του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, ως προς το σύνολο των κανονιστικών του συντεταγμένων. Με βάση δε το κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο Κράτος Δικαίου, κυρώσεις επιβάλλονται σε περίπτωση παραβίασης των υποχρεώσεων αυτών εκ μέρους του Κράτους-Μέλους, όπως ορίζουν οι διατάξεις του άρθρου 7[8] της ΣΕΕ.

6. Από τ’ ανωτέρω συνάγεται και ότι το Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να οργανώνεται με βάση μία και ενιαία δημοκρατικώς νομιμοποιημένη Έννομη Τάξη.
α) Έννομη Τάξη «επικεφαλής» της οποίας είναι το Εθνικό Σύνταγμα, ως «εμβληματική» εγγύηση της Διάκρισης των Εξουσιών, του Κράτους Δικαίου και της ακώλυτης άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
β) Όπως είναι προφανές, μόνον υπ’ αυτή την προϋπόθεση της ιεραρχικώς δομημένης και δημοκρατικώς νομιμοποιημένης Έννομης Τάξης είναι εφικτό να γίνουν πλήρως σεβαστές στην πράξη οι εγγυήσεις αποτελεσματικής εφαρμογής των θεσμών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Επέκεινα δε και οι εγγυήσεις «αγαστής» συνύπαρξής της με την Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη και, κατά λογική νομική ακολουθία, οι εγγυήσεις ομαλής και αδιάλειπτης «απορρόφησης» από αυτή του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου στο σύνολό του, όπως ήδη επεξηγήθηκε.

7. Στις ως άνω προϋποθέσεις επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος πρέπει να προστεθούν και οι εξής δύο οι οποίες απορρέουν, και αυτές, αμέσως ή εμμέσως από το Διεθνές Δίκαιο και από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο:
α) Στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως κυρίαρχου Κράτους-Μέλους της Διεθνούς Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορεί να ισχύουν εγγυήσεις κάθε είδους τρίτων Κρατών ούτε να υπάρχουν στο έδαφός της στρατεύματα κατοχής. Το παράδειγμα της οριστικής ενοποίησης της Γερμανίας, ως «Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας», το 1990 μόνον ύστερα από την αποχώρηση και του τελευταίου σοβιετικού στρατιώτη τεκμηριώνει πλήρως την βασιμότητα της προϋπόθεσης αυτής, και κατά το Διεθνές Δίκαιο και κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.
β) Από το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας πρέπει ν’ αποχωρήσουν σταδιακώς και όλοι οι έποικοι που «εγκατέστησε» εκεί η Τουρκία. Και να επανέλθουν στις εστίες τους οι νόμιμοι, κατά την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και κατά την νομολογία του Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κύριοι των κατεχόμενων από τους έποικους ακινήτων.

ΙΙ. Η εντός του θεσμικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κανονιστική ανεπάρκεια του προτύπου του Συνομοσπονδιακού Κράτους κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο
Στις προμνημονευόμενες προϋποθέσεις του Διεθνούς Δικαίου, και κατά κύριο λόγο του Ευρωπαϊκού Δικαίου, μπορεί ν’ ανταποκριθεί ένα Κράτος μόνον εφόσον εμφανίζεται ως ενιαίο ή έχει τα χαρακτηριστικά το πολύ ενός σύγχρονου ομοσπονδιακού προτύπου. Ως προς δε το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, η ίδια η εμπειρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης το αποδεικνύει, π.χ. με την άκρως αντιπροσωπευτική περίπτωση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, «υποδειγματικού» θεσμικώς Κράτους-Μέλους με αμιγή ομοσπονδιακή δομή. Ειδικότερα, δεν νοείται Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με συνομοσπονδιακή πολιτειακή μορφή και δομή -η οποία ούτως ή άλλως έχει σχεδόν εκλείψει διεθνώς, διότι κατ’ ουσία δεν μπορεί ν’ ανταποκριθεί ούτε καν στις βασικές προϋποθέσεις του σύγχρονου Διεθνούς Δικαίου ως προς τα Κράτη-Μέλη της Διεθνούς Κοινότητας και του ΟΗΕ- αφού ένα τέτοιο Κράτος δεν μπορεί να εκπληρώσει στοιχειώδεις υποχρεώσεις έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τα δεδομένα της Έννομης Τάξης της, όπως προκύπτει ιδίως από το ότι:

Α. Η απουσία ενιαίας διεθνούς νομικής προσωπικότητας
Το Συνομοσπονδιακό Κράτος δεν διαθέτει μία και ενιαία διεθνή νομική προσωπικότητα, αλλά τόσες επιμέρους νομικές προσωπικότητες διεθνώς όσα τα συνομόσπονδα κράτη που το συνθέτουν.

1. Άρα υπάρχουν τεράστιες δυσχέρειες έως πλήρης αδυναμία σταθερής εκπροσώπησής του και, επομένως, πλήρους συμμετοχής του στον ΟΗΕ και σε Διεθνείς Οργανισμούς εν γένει. Και κυρίως σε Οργανισμό με την θεσμικοπολιτική διεθνή ιδιαιτερότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και τούτο διότι υπό το ιδιόμορφο θεσμικό καθεστώς του Συνομοσπονδιακού Κράτους δεν θα ήταν δυνατό, με βάση το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, να γίνει ως προς αυτό λόγος για ένα και μόνο Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά για περισσότερα, σαφώς ιδιόμορφα, Κράτη-Μέλη της, όπως άλλωστε έχει καταδείξει και η διεθνής πρακτική, και αυτή μόνο στο απώτερο παρελθόν. Φαινόμενο το οποίο είναι καταφανώς ασύμβατο με την όλη θεσμική και κανονιστική ιδιοσυστασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Έννομης Τάξης της.

2. Καθίσταται λοιπόν επιπροσθέτως προφανές και ότι για ν’ αποτελέσει ένα Συνομοσπονδιακό Κράτος Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα έπρεπε να μεταβληθεί εκ βάθρων αυτό τούτο το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Γεγονός το οποίο, βεβαίως, θα συνεπαγόταν και πλήρη αλλοίωση της όλης θεσμικοπολιτικής φυσιογνωμίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αδιανόητη, επίσης θεσμικοπολιτική, υπονόμευση της πορείας της και της γενικότερης προοπτικής της στο άμεσο και απώτερο μέλλον, σε ό,τι αφορά την δικαίωση της ίδρυσής της και την ολοκληρωμένη επιτέλεση του ρόλου της τόσο έναντι των Κρατών-Μελών της όσο και σε παγκόσμια κλίμακα. Κατά τούτο ουδείς μπορεί να διανοηθεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα ήταν διατεθειμένη να προβεί σε τέτοιες, οπωσδήποτε «διαλυτικές» για την δομή και λειτουργία της, θεσμικές «μετατροπές», έτσι ώστε να μπορεί να «φιλοξενήσει» στους κόλπους της ως Μέλη και Κράτη με συνομοσπονδιακή πολιτειακή οντότητα.

Β. Η έλλειψη της μίας και μόνης επικράτειας και ιθαγένειας
Κατά το μέτρο δε που μια συνομοσπονδιακή κρατική οντότητα συνιστά στην ουσία μια «τεχνητή» και εντελώς ατελή «συγκόλληση» επιμέρους κυρίαρχων Κρατών, στο Συνομοσπονδιακό Κράτος δεν νοείται μία μόνον επικράτεια, αλλά τόσες όσα και τα συνομόσπονδα κράτη. Όπως επίσης στο Συνομοσπονδιακό Κράτος δεν υφίσταται μία μόνον ιθαγένεια, αλλά τόσες όσες και τα συνομόσπονδα κράτη.

1. Κάτι το οποίο κατ’ ουδένα τρόπο συμβιβάζεται με τις ως άνω απαιτήσεις του Ευρωπαϊκού Δικαίου ως προς την δομή και την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιτείνοντας έτσι τα μειονεκτήματα της προαναφερόμενης απουσίας μίας και ενιαίας διεθνούς νομικής προσωπικότητας στο πλαίσιο του Συνομοσπονδιακού Κράτους.

2. Για παράδειγμα, τα προμνημονευόμενα κενά του Συνομοσπονδιακού Κράτους δημιουργούν ανυπέρβλητα εμπόδια και ως προς την ομαλή λειτουργία σειράς βασικών πυλώνων της lato sensu οικονομικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με σπουδαιότερο εκείνο της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων εντός αυτής. Στην ουσία δε ενόψει των κενών τούτων η Ευρωπαϊκή Ένωση ουδεμία, σχεδόν, από τις κύριες πολιτικές της θα μπορούσε να φέρει σε πέρας, θέτοντας δι’ αυτού του τρόπου σε άμεση διακινδύνευση την ίδια την θεσμική και πολιτική της υπόσταση.

Γ. Η «αποσύνθεση» της Εθνικής Κυριαρχίας
Υπό τ’ ανωτέρω δεδομένα στο Συνομοσπονδιακό Κράτος δεν νοείται «συμπαγής» Εθνική Κυριαρχία, κατ’ επέκταση δε διασφάλιση της Εδαφικής Ακεραιότητας, διατήρηση της Δημόσιας Τάξης και προστασία της Εθνικής Ασφάλειας.

1. Αυτή η αρνητική ιδιαιτερότητα του Συνομοσπονδιακού Κράτους είναι άκρως ενδεικτική του πώς και γιατί και εξ αυτού του λόγου ένα τέτοιο Κράτος δεν μπορεί να λειτουργήσει, κατ’ ουδένα τρόπο, ως Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού δεν είναι σε θέση να διασφαλίζει θεμελιώδεις λειτουργίες του και να φέρει σε πέρας εξίσου θεμελιώδεις υποχρεώσεις του κατά τις προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 της ΣΕΕ.

2. Επισημαίνεται, ότι μια τέτοια αδυναμία έχει άμεσο αντίκτυπο όχι μόνο σε ό,τι αφορά τα Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και σε ό,τι αφορά την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Διότι, όπως είναι ευνόητο, μέσω της αποτελεσματικής διασφάλισης της Εδαφικής Ακεραιότητας, διατήρησης της Δημόσιας Τάξης και προστασίας της Εθνικής Ασφάλειας το κάθε Κράτος-Μέλος συμβάλλει, εμμέσως πλην σαφώς, κατά το μέρος που του αναλογεί στην εν γένει Εδαφική Ακεραιότητα -σημειωτέον ότι τα σύνορα των Κρατών-Μελών είναι, κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, και σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης in globo- στην Δημόσια Τάξη και στην Ασφάλεια της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως θεσμικοπολιτικού συνόλου. Βεβαίως, όπως αυτές οι μορφές Ευρωπαϊκού «δημόσιου συμφέροντος» οριοθετούνται από τις in concreto ρυθμίσεις της Έννομης Τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Δ. Η αδυναμία λειτουργίας της αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών
Το Συνομοσπονδιακό Κράτος δεν έχει κοινά όργανα των τριών Εξουσιών, αλλά μια μορφή συνέλευσης των εκπροσώπων των Κρατών-Μελών του.

1. Κυρίως δε δεν έχει Βουλή ή Βουλές, κατά το πρότυπο που αρμόζει στο πολιτειακό καθεστώς της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Οπότε η ως άνω συνέλευση προσιδιάζει όχι σε κρατικό όργανο -έστω και lato sensu- αλλά σε μια μορφή Διεθνούς Διάσκεψης. Άλλωστε, και επιπροσθέτως, το τεκμήριο αρμοδιότητας δεν ανήκει στο Συνομοσπονδιακό Κράτος αλλά στα Κράτη-Μέλη της Συνομοσπονδίας, ήτοι στα συνομόσπονδα κράτη.
2. Άρα στο πλαίσιο του Συνομοσπονδιακού Κράτους δεν μπορεί να εφαρμοσθεί, τουλάχιστον σύμφωνα με τις θεμελιώδεις θεσμικές και κανονιστικές της ιδιότητες, η αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών. Και κατά τούτο εντός του Συνομοσπονδιακού Κράτους η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία υπολειτουργεί επικινδύνως, και προφανώς κατά τρόπο μη συμβατό, υφ’ οιανδήποτε εκδοχή, με τις επιταγές της διάταξης του κατά τ’ ανωτέρω άρθρου 10 της ΣΕΕ περί γενικής εφαρμογής των αρχών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και σε ό,τι αφορά την ίδια και σε ό,τι αφορά τα Κράτη-Μέλη της.

Ε. Το «κενό» της ενιαίας Έννομης Τάξης
Το Συνομοσπονδιακό Κράτος δεν έχει ενιαία και ιεραρχικώς δομημένη, υπό ένα Εθνικό Σύνταγμα, Έννομη Τάξη.

1. Αυτό οφείλεται στο ότι οι «αρμοί» του Συνομοσπονδιακού Κράτους βασίζονται στο κείμενο ίδρυσής του το οποίο συνίσταται, σχεδόν πάντοτε, σ’ ένα είδος Διεθνούς Συνθήκης. Είναι δε προφανές ότι μια τέτοια Έννομη Τάξη δεν μπορεί, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, να συνυπάρξει και να «συλλειτουργήσει» με την Έννομη Τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και με τις Έννομες Τάξεις των λοιπών Κρατών-Μελών της, λαμβάνοντας υπόψη ότι η ως άνω συνύπαρξη και «συλλειτουργία» καθορίζει κατ’ ουσία καίριο μέρος της όλης θεσμικής και πολιτικής οντότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και πρωτίστως την ενότητα και την συνοχή της Έννομης Τάξης της.

2. Το συμπέρασμα τούτο προκύπτει, αβιάστως, εκ του ότι σύμφωνα με τα πρωταρχικά θεσμικά συστατικά της η Έννομη Τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να συνυπάρξει και να «συλλειτουργήσει» μόνο με τις Έννομες Τάξεις των Κρατών-Μελών της, οι οποίες έχουν grosso modo τα αυτά βασικά θεσμικά χαρακτηριστικά. Και κατ’ εξοχήν μια ιεραρχικώς δομημένη Έννομη Τάξη, η οποία έχει ως θεμέλιο αλλά και «κορυφή» το δημοκρατικώς θεσπισμένο και νομιμοποιημένο Εθνικό Σύνταγμα, εναρμονιζόμενη πλήρως με την κανονιστική πεμπτουσία της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης, που έχει ως θεμέλιο αλλά και «κορυφή» το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Ως προς τούτο δε η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αναμφιβόλως «εύγλωττη».

ΣΤ. Η ανύπαρκτη εκτελεστότητα των αποφάσεων των οργάνων των επιμέρους συνομόσπονδων κρατών
Σχεδόν όλες οι σημαντικές αποφάσεις των οργάνων του Συνομοσπονδιακού Κράτους δεν είναι νομικώς δυνατό να εφαρμοσθούν αμέσως. Και τούτο διότι για να ισχύσουν πρέπει να μετατραπούν σ’ «εσωτερικό δίκαιο» από τ’ αρμόδια όργανα του κάθε συνομόσπονδου μέλους του.

1. Και μόνον αυτό καθιστά από επισφαλή έως αδύνατη την εκ μέρους Συνομοσπονδιακού Κράτους «απορρόφηση» του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, έστω και σε ό,τι αφορά τις στοιχειώδεις συνιστώσες του. Περαιτέρω δε και την δυνατότητά του να εφαρμόζει στο ακέραιο τις αποφάσεις των αρμόδιων οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2. Το ως άνω «έλλειμμα» προστίθεται, άρα, ως αναγκαία αρνητική συνέπεια σ’ εκείνο του κατά τα προεκτεθέντα «κενού» της ενιαίας Έννομης Τάξης, επιτείνοντας έτσι και την αδυναμία ομαλής συνύπαρξης και «συλλειτουργίας» των εντός του Συνομοσπονδιακού Κράτους εφαρμοζόμενων κανόνων δικαίου με τους κανόνες δικαίου της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης.

Ζ. Η περιορισμένη χρονική διάρκεια του Συνομοσπονδιακού Κράτους
Το Συνομοσπονδιακό Κράτος είναι οιονεί «εκ γενετής» θνησιγενές, διότι μπορεί ανά πάσα στιγμή να διαλυθεί με αντίθετη Διεθνή Συμφωνία των συνομόσπονδων μελών του.

1. Κάτι τέτοιο όμως είναι αδιανόητο, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, για Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και αυτό διότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ιδρυθεί και λειτουργεί στην βάση των προϋποθέσεων της συνέχειας και της διάρκειας –και κατά πρώτο λόγο της συνοχής και της διάρκειας της ισχύος και της εφαρμογής των κανόνων της Έννομης Τάξης της- ικανών να διασφαλίσουν την εκπλήρωση της αποστολής της εν γένει. E contrario, μια Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία λειτουργεί κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων των οργάνων της με «διαλείψεις» συνιστά contradictio in adjecto, σύμφωνα με αυτό τούτο το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.

2. Είναι, επομένως, πρόδηλο από θεσμική και πολιτική έποψη ότι μια ένωση Κρατών όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Έννομη Τάξη της θα υπονομεύονταν, αναμφίβολα, έχοντας ως Κράτος-Μέλος μια μορφή Συνομοσπονδιακού Κράτους, το οποίο δεν πληροί στοιχειωδώς τις ως άνω προϋποθέσεις συνέχειας και διάρκειας. Με άλλες λέξεις υπό τα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης ένα Συνομοσπονδιακό Κράτος εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα συνιστούσε «ξένο σώμα», και ως προς την ίδια και ως προς τα λοιπά Κράτη-Μέλη της, γεγονός το οποίο ουδόλως συμβιβάζεται με την όλη θεσμική και πολιτική φυσιογνωμία της.

Επίλογος

Ως αναγκαίο και λογικό «επιστέγασμα» της ανάλυσης που προηγήθηκε, αναφορικά με τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος κατά το Διεθνές Δίκαιο και κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, πρέπει να προβληθεί in parvo και το εξής, λαμβάνοντας υπόψη την «προϊστορία» των προσπαθειών επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος:

Α. Ακόμη και τώρα ακούγονται αρκετές «φωνές» ειδικών, κυρίως στον τομέα των Διεθνών Σχέσεων, οι οποίες υποστηρίζουν ότι η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν για το Κυπριακό Ζήτημα ήταν μια «χαμένη ευκαιρία». Οι «φωνές» αυτές ηχούν ως σύγχρονος «αντίλαλος» των απόψεων εκείνων, οι οποίες υιοθετήθηκαν πριν είκοσι χρόνια στηρίζοντας, σχεδόν «αναφανδόν» και άνευ προϋποθέσεων, το Σχέδιο Ανάν σ’ Ελλάδα και Κύπρο. Όμως τα επιχειρήματα που προεκτέθηκαν αποδεικνύουν, και δη με αρκούντως πειστικά τεκμήρια, ότι το Σχέδιο Ανάν δεν συνιστά, κατ’ ουδένα τρόπο, «χαμένη ευκαιρία». Και τούτο διότι η απόρριψή του επιβαλλόταν από την ίδια την φύση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, εν τέλει, από το ίδιο το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Πραγματικά, μία υπό το θεσμικό και πολιτικό status του Σχεδίου Ανάν Κυπριακή Δημοκρατία δεν θ’ αποτελούσε, ούτε καθ’ υποφοράν, Κράτος ομοσπονδιακού τύπου. Θα στηριζόταν πολύ περισσότερο σε μια μορφή Συνομοσπονδιακού Κράτους, εντελώς ασύμβατου με τις στοιχειώδεις απαιτήσεις της δομής και λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της αποτελεσματικής εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Δικαίου, όπως ήδη επισημάνθηκε επανειλημμένως. Είναι δε άκρως χαρακτηριστικό και ενδεικτικό της μάλλον «επιφανειακής» προσέγγισης, με βάση την οποία αξιολογήθηκε από τους προμνημονευόμενους υποστηρικτές του Σχεδίου Ανάν, το ότι αυτοί δεν φαίνεται ν’ ασχολήθηκαν επισταμένως με το αν και κατά πόσο το πολιτειακό «μόρφωμα» που προόριζε για την Κυπριακή Δημοκρατία ανταποκρινόταν στις βασικές απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης και του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου.

Β. Καθίσταται λοιπόν προφανές ότι η εφαρμογή του Σχεδίου Ανάν στην πράξη θα οδηγούσε, σχεδόν νομοτελειακώς, σε ουσιαστική έξοδο της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση -αφού, όπως επαρκώς τονίσθηκε, θα ήταν αδιανόητο ν’ αναμένει κανείς «προσαρμογή» του Ευρωπαϊκού Δικαίου στα «κανονιστικά κελεύσματα» του Σχεδίου Ανάν- εκτός του ότι είναι σίγουρο πως αργά ή γρήγορα θα οδηγούσε και σε γενικότερη κρατική αποσύνθεσή της. Και οι κατά τ’ ανωτέρω διαχρονικώς υπέρμαχοι του Σχεδίου Ανάν δεν πρέπει να υποτιμούν -και πολύ περισσότερο να λησμονούν- ότι μια τέτοια, μοιραία και απευκταία, κατάληξη της Κυπριακής Δημοκρατίας συνιστά «διακαή πόθο» της Τουρκίας. Και μάλιστα ως τελική «δικαίωση» της βαρβαρότητάς της κατά την εισβολή, το 1974, στην Μαρτυρική Κύπρο. Επομένως, η σημερινή κρίσιμη συγκυρία επιβάλλει την ειλικρινή και αποφασιστική αποδοχή και πραγμάτωση του ακόλουθου, κατ’ ουσία Εθνικού, «προτάγματος»: Όλος ο Ελληνισμός έχει χρέος ν’ αντισταθεί, υπό όρους αρραγούς ενότητας, απέναντι στην συντέλεση ενός τέτοιου «ειδεχθούς εγκλήματος» εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά και εις βάρος της Διεθνούς και της Ευρωπαϊκής Νομιμότητας. Και το χρέος αυτό βαρύνει, όπως είναι ευνόητο, και την Διεθνή Κοινότητα αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ιδίως δε την Ευρωπαϊκή Ένωση, λαμβάνοντας υπόψη ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι αναπόσπαστο Κράτος-Μέλος της και η τύχη της συνδέεται αρρήκτως με την υπόστασή της και με την εν γένει προοπτική της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, επέκεινα δε και της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης.

[1] «Η οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης διέπεται από την αρχή της δοτής αρμοδιότητας. Η άσκηση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης διέπεται από τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. 2. Σύμφωνα με την αρχή της δοτής αρμοδιότητας, η Ένωση ενεργεί μόνον εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που της απονέμουν τα κράτη μέλη με τις Συνθήκες για την επίτευξη των στόχων που οι Συνθήκες αυτές ορίζουν. Κάθε αρμοδιότητα η οποία δεν απονέμεται στην Ένωση με τις Συνθήκες ανήκει στα κράτη μέλη. 3. Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, στους τομείς οι οποίοι δεν υπάγονται στην αποκλειστική της αρμοδιότητα, η Ένωση παρεμβαίνει μόνο εφόσον και κατά τον βαθμό που οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, τόσο σε κεντρικό όσο και σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εφαρμόζουν την αρχή της επικουρικότητας σύμφωνα με το Πρωτόκολλο σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. Τα εθνικά κοινοβούλια μεριμνούν για την τήρηση της αρχής αυτής σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο εν λόγω Πρωτόκολλο. 4. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, το περιεχόμενο και η μορφή της δράσης της Ένωσης δεν υπερβαίνουν τα απαιτούμενα για την επίτευξη των στόχων των Συνθηκών. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εφαρμόζουν την αρχή της αναλογικότητας σύμφωνα με το Πρωτόκολλο σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας.»

[2] «Οι πολίτες εκπροσωπούνται άμεσα στο επίπεδο της Ένωσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Τα κράτη μέλη εκπροσωπούνται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο από τον αρχηγό κράτους ή κυβέρνησης και στο Συμβούλιο από τις κυβερνήσεις τους, οι οποίοι είναι δημοκρατικά υπεύθυνοι είτε έναντι των εθνικών τους κοινοβουλίων, είτε έναντι των πολιτών τους.»

[3]«Η Ένωση σέβεται την ισότητα των κρατών μελών ενώπιον των Συνθηκών καθώς και την εθνική τους ταυτότητα που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση. Σέβεται τις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους, ιδίως δε τις λειτουργίες που αποβλέπουν στη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας, τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και την προστασία της εθνικής ασφάλειας. Ειδικότερα, η εθνική ασφάλεια παραμένει στην ευθύνη κάθε κράτους μέλους.»

[4]«Η λειτουργία της Ένωσης θεμελιώνεται στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία.»

[5]«Η Ένωση βασίζεται στις αξίες του σεβασμού και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες. Οι αξίες αυτές είναι κοινές στα κράτη μέλη εντός κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τον πλουραλισμό, την απαγόρευση των διακρίσεων, την ανοχή, τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών.»

[6]«1. Η Ένωση αναγνωρίζει τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που περιέχονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Δεκεμβρίου 2000, όπως προσαρμόσθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2007, στο Στρασβούργο, ο οποίος έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες. Οι διατάξεις του Χάρτη δεν συνεπάγονται καμία επέκταση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης όπως αυτές ορίζονται στις Συνθήκες. Τα δικαιώματα, οι ελευθερίες και οι αρχές του Χάρτη ερμηνεύονται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του Τίτλου VII του Χάρτη που διέπουν την ερμηνεία και την εφαρμογή του και λαμβανομένων δεόντως υπόψη των επεξηγήσεων οι οποίες αναφέρονται στον Χάρτη και στις οποίες μνημονεύονται οι πηγές των εν λόγω διατάξεων. 2. Η Ένωση προσχωρεί στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Η προσχώρηση στην εν λόγω Σύμβαση δεν μεταβάλλει τις αρμοδιότητες της Ένωσης όπως ορίζονται στις Συνθήκες. 3. Τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και όπως απορρέουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, αποτελούν μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης.»

[7]«Σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η Ένωση και τα κράτη μέλη εκπληρώνουν τα εκ των Συνθηκών καθήκοντα βάσει αμοιβαίου σεβασμού και αμοιβαίας συνεργασίας. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο ικανό να διασφαλίσει την εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες ή προκύπτουν από πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Τα κράτη μέλη διευκολύνουν την Ένωση στην εκπλήρωση της αποστολής της και απέχουν από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου ικανού να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των στόχων της Ένωσης.»

[8]«1. Το Συμβούλιο δύναται, βάσει αιτιολογημένης προτάσεως του ενός τρίτου των κρατών μελών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αποφασίζοντας με την πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών του και κατόπιν της έγκρισης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, να διαπιστώσει την ύπαρξη σαφούς κινδύνου σοβαρής παραβίασης από κράτος μέλος των αξιών του άρθρου 2. Το Συμβούλιο, προτού προβεί στη διαπίστωση αυτή, ακούει το εν λόγω κράτος μέλος και δύναται, αποφασίζοντας με την ίδια διαδικασία, να του απευθύνει συστάσεις. Το Συμβούλιο επαληθεύει τακτικά ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι λόγοι που οδήγησαν στη διαπίστωση αυτή. 2. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα μετά από πρόταση του ενός τρίτου των κρατών μελών ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και αφού λάβει την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δύναται να διαπιστώσει την ύπαρξη σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος μέλος των αξιών του άρθρου 2, αφού καλέσει το εν λόγω κράτος μέλος να υποβάλει τις παρατηρήσεις του. 3. Εφόσον γίνει η αναφερόμενη στην παράγραφο 2 διαπίστωση, το Συμβούλιο δύναται να αποφασίζει, με ειδική πλειοψηφία, την αναστολή ορισμένων δικαιωμάτων τα οποία απορρέουν από την εφαρμογή των Συνθηκών ως προς το εν λόγω κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων ψήφου του αντιπροσώπου της κυβέρνησης αυτού του κράτους μέλους στο Συμβούλιο. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Συμβούλιο λαμβάνει υπόψη τις πιθανές συνέπειες μιας τέτοιας αναστολής στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις φυσικών και νομικών προσώπων. Οι υποχρεώσεις του εν λόγω κράτους μέλους, δυνάμει των Συνθηκών, εξακολουθούν, εντούτοις, να δεσμεύουν αυτό το κράτος μέλος. 4. Το Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει, εν συνεχεία, με ειδική πλειοψηφία, να μεταβάλει ή να ανακαλέσει μέτρα που έχουν ληφθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3, ανάλογα με τις μεταβολές της καταστάσεως, η οποία οδήγησε στην επιβολή τους. 5. Ο τρόπος ψηφοφορίας που, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, εφαρμόζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και στο Συμβούλιο καθορίζεται στο άρθρο 354 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»