Author Archives: Dimitris Tsiampouris

Ο προληπτικός έλεγχος των διαταγμάτων από το ΣτΕ ως εγγύηση της ασφάλειας δικαίου

Μιχάλης Ν. Πικραμένος, Πρόεδρος Συμβουλίου της Επικρατείας, Καθηγητής Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.

Τις τελευταίες δεκαετίες η καθυστέρηση του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά την εκδίκαση διαφορών που αφορούν την οικονομία της χώρας, έχει προβληθεί στο δημόσιο διάλογο ως μείζον πρόβλημα για την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη. Ως λύση έχει προταθεί, μεταξύ των άλλων, η ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου με αρμοδιότητα τον προληπτικό έλεγχο των νόμων ώστε οι πολίτες να μην αιφνιδιάζονται από δικαστικές αποφάσεις που κρίνουν ως αντισυνταγματικές διατάξεις νόμων μετά την πάροδο πολλών ετών από τη θέσπισή τους, με συνέπεια την ανατροπή πραγματικών καταστάσεων που έχουν δημιουργηθεί λόγω της εμπιστοσύνης των πολιτών στη δράση του κράτους.

Ωστόσο, για την αντιμετώπιση του προβλήματος το ισχύον Σύνταγμα έχει προβλέψει λύση την οποία ο νομοθέτης, δηλαδή η Βουλή, μπορεί να αξιοποιεί για μεγάλα τμήματα νομοθετικής ύλης που αφορούν, μεταξύ άλλων, την οικονομία, το περιβάλλον, την ιδιοκτησία και τις επενδύσεις. Ειδικότερα, το Σύνταγμα προβλέπει στο άρθρο 43 ότι η Βουλή παρέχει εξουσιοδότηση στη Διοίκηση για την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων τα οποία πριν να σταλούν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας διαβιβάζονται υποχρεωτικά, ως σχέδια, προς έλεγχο νομιμότητας στο ΣτΕ, το οποίο σε πρακτικό διατυπώνει τις παρατηρήσεις του. Αν το ΣτΕ κρίνει διατάξεις σχεδίου διατάγματος ως αντισυνταγματικές η Διοίκηση δεν προχωρεί στην έκδοσή του και μπορεί να επανέλθει με νέες ρυθμίσεις που θεραπεύουν την διαπιστωθείσα αντισυνταγματικότητα. Στο τέλος της διαδικασίας το π.δ. δημοσιεύεται έχοντας τύχει ενδελεχούς επεξεργασίας νομιμότητας από το ΣτΕ, γεγονός που ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο κήρυξης των διατάξεων του ως αντισυνταγματικών σε περίπτωση αμφισβήτησής του στο μέλλον. Παράδειγμα η αξιοποίηση του Ελληνικού που ρυθμίστηκε με π.δ. το οποίο έτυχε επεξεργασίας από το ΣτΕ και στη συνέχεια η αίτηση ακυρώσεως κατά του π.δ. απορρίφθηκε με απόφαση της Ολομέλειας.

Ο νομοθέτης επιλέγει τη ρύθμιση θεμάτων περιβάλλοντος και οικονομίας με διατάξεις νόμων οι οποίες σε αρκετές περιπτώσεις τίθενται κατά παραγνώριση παγιωμένης νομολογίας του ΣτΕ, όπως πρόσφατα συνέβη με τον νέο οικοδομικό κανονισμό ο οποίος κρίθηκε αντισυνταγματικός. Η επιλογή αυτή οφείλεται στο ότι η Πολιτεία δεν προκρίνει, όπως έχει φανεί τα τελευταία πενήντα χρόνια, τον προληπτικό έλεγχο συνταγματικότητας εκ μέρους του ΣτΕ διότι γνωρίζει ότι προτεινόμενες διατάξεις, που αποβλέπουν πρωτίστως στην ικανοποίηση αιτημάτων κοινωνικών και επαγγελματικών ομάδων ή τοπικών συμφερόντων, θα κριθούν, με βάση τη νομολογία του, ως αντισυνταγματικές. Όμως, στην πραγματικότητα με την επιλογή αυτή η Πολιτεία προκαλεί την έκδοση ατομικών πράξεων και τη δημιουργία πραγματικών καταστάσεων που είναι βέβαιο ότι το ΣτΕ, με βάση την παγιωμένη νομολογία του, θα τις κρίνει στο μέλλον ως αντισυνταγματικές. Σε αυτή την περίπτωση δεν είναι το ΣτΕ που έχει την ευθύνη για την έλλειψη ασφάλειας δικαίου στους πολίτες.

Για την εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας και της κοινωνίας είναι ανάγκη να εμπεδωθεί περιβάλλον συνεργασίας μεταξύ των τριών πολιτειακών λειτουργιών. Τούτο πρακτικά σημαίνει ότι Κυβέρνηση και Βουλή πρέπει να επιλέγουν ως μέθοδο νομοθέτησης για ζητήματα που αφορούν ιδίως το περιβάλλον και την οικονομία, την έκδοση π.δ. που υπόκεινται στον προληπτικό έλεγχο του ΣτΕ. Έλεγχος που εγγυάται στον πολίτη και στις επιχειρήσεις, ημεδαπές και αλλοδαπές, προβλεψιμότητα και ασφάλεια δικαίου.

Το Συμβούλιο της Επικρατείας συμβάλλει καθοριστικά στην ορθολογική διαμόρφωση των δημοσίων πολιτικών στον τομέα της οικονομικής ανάπτυξης και της προστασίας του περιβάλλοντος, μέσω του προληπτικού ελέγχου των προεδρικών διαταγμάτων. Η συμβολή αυτή υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον διασφαλίζοντας ισορροπία μεταξύ προστασίας του περιβάλλοντος και οικονομικής ανάπτυξης διότι η συνταγματική αποστολή του Δικαστηρίου συνίσταται στη διαφύλαξη της βιώσιμης ανάπτυξης και της διαγενεακής αλληλεγγύης, χωρίς εκπτώσεις υπό την πίεση βραχυπρόθεσμων ωφελειών κοινωνικών και επαγγελματικών ομάδων ή τοπικών συμφερόντων.

Υπό το ισχύον Σύνταγμα λύσεις υπάρχουν αρκεί τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας να ενεργοποιούν τις πρόνοιες του συνταγματικού νομοθέτη με σταθερότητα και συνέπεια και ταυτόχρονα να μην ανατρέπουν δημόσιες πολιτικές, που οικοδομούνται με μόχθο, τις παραμονές εκλογικών αναμετρήσεων. Η ορθολογική δημόσια πολιτική με βάση συνταγματικές αρχές είναι μονόδρομος για όλα τα όργανα της Πολιτείας αν θέλουμε να προστατεύσουμε τους πολίτες από τους κινδύνους της κλιματικής κρίσης και ταυτόχρονα να διασφαλίσουμε το μέλλον των επόμενων γενεών στη ζοφερή εποχή που ζούμε.

Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: Ένας στυλοβάτης του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού

Γιώργος Γούλας, Δικηγόρος - Αρχισυντάκτης του NOMIKI BIBLIOTHIKI Daily

Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει προσφέρει πολλά στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Χρωστάμε σε αυτήν ένα μεγάλο μέρος της σημερινής φυσιογνωμίας της, αυτής που μερικές φορές μας γεμίζει με υπερηφάνεια για τις κατακτήσεις του νομικού πολιτισμού και άλλες φορές μας προκαλεί να αναρωτηθούμε για τα επόμενα βήματα που πρέπει να γίνουν.

Η Ελλάδα, παρά τις υστερήσεις που εξακολουθούν να υπάρχουν, έχει ωφεληθεί σημαντικά από τη Σύμβαση. Η σημασία της ΕΣΔΑ έχει πια εδραιωθεί σημαντικά στην ελληνική νομική κοινότητα. Η εποχή κατά την οποία, όπως είπε ο αείμνηστος Φ. Βεγλερής, η Σύμβαση ήταν μια «έρημη νήσος» μέσα στον ωκεανό του εθνικού νομικού συστήματός μας, ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Σήμερα, η Σύμβαση είναι μια ζωντανή και δυναμική «νήσος» που επικοινωνεί και δεν νιώθει πια μόνη.

Η κληρονομιά της ΕΣΔΑ στην ελληνική έννομη τάξη, όμως, δεν οφείλεται μόνο στη νομική της ερμηνεία και εφαρμογή. Οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και σε αυτούς που την έχουν υπηρετήσει συγγραφικά. Ειδικότερα, υπό τη διεύθυνση του κ. Λίνου-Αλέξανδρου Σισιλιάνου, πρώην Προέδρου του ΕΔΔΑ και Καθηγητή Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, το έργο «Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) – Ερμηνεία κατ’ άρθρο» έχει εκδοθεί σε τρίτη, ενημερωμένη και εμπλουτισμένη έκδοση. Η νέα αυτή έκδοση αναφέρεται σε πάνω από 1.000 αυστηρά επιλεγμένες αποφάσεις από το 2017 έως το 2025, και αποτελεί καρπό της συλλογικής προσπάθειας 18 καταξιωμένων επιστημόνων, με βαθιά γνώση της ΕΣΔΑ είτε λόγω της θητείας τους στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, είτε λόγω της επαγγελματικής τους πορείας στην προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Το νέο και σημαντικό εκδοτικό γεγονός τιμήθηκε με βιβλιοπαρουσίαση τη Δευτέρα 5 Μαΐου στη Νομική Βιβλιοθήκη. Στο πλαίσιο της εκδήλωσης, που παρακολούθησε το “NB Daily”, συμμετείχαν σημαντικές προσωπικότητες από τον νομικό χώρο, όπως ο Σπύρος Βλαχόπουλος, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, ο Μιχάλης Πικραμένος, Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο Νίκος Αλιβιζάτος, Ομότιμος Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, και ο Θωμάς Καμενόπουλος, δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω και πρώην Αντιπρόεδρος του ΔΣΑ. Ο κ. Καμενόπουλος ανέλαβε να αναπληρώσει τον Δημήτρη Βερβεσό, Πρόεδρο του ΔΣΑ, ο οποίος λόγω της απόφασης του ΣτΕ που έκρινε συνταγματικό τον τεκμαρτό τρόπο φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών, είχε συγκαλέσει έκτακτη συντονιστική επιτροπή.

Χαιρετισμό στην εκδήλωση απηύθυνε ο Κωνσταντίνος Χριστοδούλου, Κοσμήτωρ της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, ενώ τη συζήτηση συντόνισε η Νίκη Μαριόλη, Πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και Αντιπρόσωπος (Agent) της Ελληνικής Δημοκρατίας στο ΕΔΔΑ.

Λίλα Καρατζά, Αντιπρόεδρος και Διευθύντρια εκδοτικής παραγωγής της Νομικής Βιβλιοθήκης

Στην τρίτη έκδοση της πιο ολοκληρωμένης παρουσίασης και ανάλυσης των διατάξεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία παρουσιάζει τη πληρέστερη ανάλυση της νομολογίας του Στρασβούργου, αναφέρθηκε η Λίλα Καρατζά, Αντιπρόεδρος και Διευθύντρια εκδοτικής παραγωγής της Νομικής Βιβλιοθήκης. Όπως τόνισε, η συγκεκριμένη έκδοση έχει εμπλουτιστεί με περισσότερες από 1000 αποφάσεις που έχουν δημοσιευτεί από το 2017 έως σήμερα, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις αποφάσεις ελληνικού και κυπριακού ενδιαφέροντος.

Η κυρία Καρατζά ανέφερε επίσης ότι, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Χρήστος Ροζάκης, η νομολογία του ΕΔΔΑ λειτουργεί ως φάρος για τον τρόπο που πρέπει να προστατεύονται τα δικαιώματα σήμερα. Η επίκληση της νομολογίας του Στρασβούργου από τα εθνικά δικαστήρια γίνεται ολοένα και πιο συχνή, καθιστώντας την ένα αποσπαστό τμήμα της δικηγορικής ύλης.

Νίκη Μαριόλη, Πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους

Το δίκαιο της ΕΣΔΑ είναι ένα κατ’ εξοχήν νομολογιακό δίκαιο και οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ αποτελούν τον αυθεντικό ερμηνευτή της Σύμβασης. Είναι σημαντικό οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ να διαχέονται στην ελληνική έννομη τάξη, ώστε να υπάρχει ενημέρωση”

Η Νίκη Μαριόλη, Πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, αναφέρθηκε στην επικαιροποιημένη και εμπλουτισμένη έκδοση της κατά άρθρο ερμηνείας της ΕΣΔΑ, χαρακτηρίζοντας το έργο ως μια ολοκληρωμένη παρουσίαση που επιχειρεί και επιτυγχάνει να σχολιάσει τις σημαντικότερες διατάξεις της ΕΣΔΑ. Τόνισε ότι η ΕΣΔΑ αποτελεί τη μόνη διεθνή συμφωνία για τα ανθρώπινα δικαιώματα που παρέχει τόσο υψηλό βαθμό προστασίας, ιδιαίτερα σε μια εποχή που τα ανθρώπινα δικαιώματα συχνά εργαλειοποιούνται.

Η κυρία Μαριόλη επισήμανε ότι, μεταξύ της 2ης και της 3ης έκδοσης, έχουν μεσολαβήσει σημαντικά γεγονότα, όπως ένας πόλεμος σε ευρωπαϊκό έδαφος, η έξοδος της Ρωσίας από το σύστημα της Σύμβασης, η πανδημία του κορωνοϊού, γεωπολιτικές προκλήσεις, τεχνολογικά άλματα και περιβαλλοντικές κρίσεις. Σημείωσε επίσης τη μεγάλη παιδευτική αξία του βιβλίου, το οποίο είναι πολύτιμο για φοιτητές, δικαστές, δικηγόρους και πολίτες, ενώ η επιστημονική του βαρύτητα ενισχύεται από τη θεσμική εμπειρία του επιμελητή.

Αναφερόμενη στο ρόλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ), η κυρία Μαριόλη τόνισε ότι το ΝΣΚ κατέχει κομβική θέση στο σύστημα προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων, τόσο ως δικαστικός παραστάτης της Ελλάδας κατά την εκδίκαση προσφυγών ενώπιον του ΕΔΔΑ, όσο και ως εκπρόσωπος του δικαστηρίου κατά το στάδιο εκτέλεσης και συμμόρφωσης της Ελληνικής Δημοκρατίας προς τις καταδικαστικές αποφάσεις. Ο πρόεδρος του ΝΣΚ, όπως επεσήμανε, συνεργάζεται με εκπροσώπους άλλων κρατών μελών για την κοινή αντιμετώπιση διαφόρων ζητημάτων, συμμετέχει σε επιτροπές και ομάδες εργασίας για την καλύτερη εφαρμογή της ΕΣΔΑ και εκπροσωπεί την Ελληνική Δημοκρατία στο ΕΔΔΑ.

Η Πρόεδρος του ΝΣΚ υπογράμμισε ότι το δίκαιο της ΕΣΔΑ είναι κυρίως νομολογιακό δίκαιο και οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ αποτελούν τον αυθεντικό ερμηνευτή της Σύμβασης. Τόνισε την ανάγκη οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ να διαχέονται στην ελληνική έννομη τάξη, ώστε να διασφαλίζεται η ενημέρωση και η εφαρμογή τους.

Κωνσταντίνος Χριστοδούλου, Κοσμήτορας της Νομικής Σχολής Αθηνών και Καθηγητής Αστικού Δικαίου

Ο Κωνσταντίνος Χριστοδούλου, Κοσμήτορας της Νομικής Σχολής Αθηνών και Καθηγητής Αστικού Δικαίου, αναφέρθηκε στη μοναδικότητα του βιβλίου ως προς το δόγμα της πνευματικής ιδιοκτησίας. Όπως εξήγησε, το έργο είναι μεν συλλογικό, καθώς αποτελεί μια σύνθεση ατομικών συμβολών υπό την πνευματική καθοδήγηση ενός συντονιστή, αλλά ταυτόχρονα λειτουργεί και ως βάση δεδομένων. Ο καθηγητής υπογράμμισε ότι το έργο προσελκύει κυρίως τον επιστήμονα, ενώ η βάση δεδομένων απευθύνεται στον πρακτικό νομικό.

Ο κ. Χριστοδούλου ανέφερε επίσης ότι το νομικό κοινό έχει τη μονοδρομική υποχρέωση να ακολουθήσει αυτή την πορεία του συγγραφέα, όχι μόνο ως δικηγόροι της πράξης, δικαστές της πράξης και νομικοί της πράξης, αλλά και ως στοχαστές, συλλέγοντας ψηφίδες σοφίας.

Μιχάλης Πικραμένος, Πρόεδρος ΣτΕ, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ

Η ευρωπαϊκή εμπειρία δείχνει ότι για να προχωρήσει ταχύτερα και καλύτερα το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της χώρας απαιτούνται ισχυρά φίλτρα και ένα εξειδικευμένο υποστηρικτικό προσωπικό”

Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Μιχάλης Πικραμένος, αναγνώρισε δημόσια το πρόβλημα των καθυστερήσεων στην απονομή δικαιοσύνης, το οποίο πλήττει την εικόνα του δικαστηρίου.

Ο κ. Πικραμένος σημείωσε ότι η κατάσταση απαιτεί «ριζική αλλαγή παραδείγματος», και εάν δεν γίνει αυτή η θεμελιώδης μεταρρύθμιση, η εικόνα της ελληνικής δικαιοσύνης θα συνεχίσει να υπολείπεται σε σχέση με άλλες χώρες. Αναφέρθηκε επίσης στον μέσο χρόνο περαίωσης υποθέσεων στο ΣτΕ το 2022, ο οποίος ανήλθε στις 1239 ημέρες, παρατηρώντας ότι η χώρα υστερεί σημαντικά σε σχέση με άλλα κράτη. Αναφέρθηκε σε προσωπική του εμπειρία από συναντήσεις με Ευρωπαίους ομολόγους του, ειδικά στη Χιλή, όπου συμμετείχε σε συζητήσεις με προέδρους ανώτατων δικαστηρίων και διαπίστωσε τις αιτίες αυτής της υστέρησης.

Επικεντρώθηκε στη σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Φινλανδία, όπου οι υποθέσεις περατώνονται σε 203 ημέρες, χάρη στην αυστηρή διαδικασία επιλογής και την περιορισμένη εισαγωγή υποθέσεων στο ακροατήριο. Παρόμοια, το Ολλανδικό Συμβούλιο της Επικρατείας ολοκληρώνει υποθέσεις σε 370 ημέρες, με 30% αυτών να απορρίπτονται μέσω συνοπτικών διαδικασιών. Αντίθετα, η Ελλάδα καταγράφει 1239 ημέρες για την ολοκλήρωση των υποθέσεων το 2022, αποκαλύπτοντας την ανάγκη για ισχυρά φίλτρα και εξειδικευμένο προσωπικό για την επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης.

Σύμφωνα με τον κ. Πικραμένο, η ελληνική εμπειρία δείχνει ότι για να επιταχυνθεί η διαδικασία στο Συμβούλιο της Επικρατείας απαιτούνται ισχυρά φίλτρα και ένα εξειδικευμένο υποστηρικτικό προσωπικό, το οποίο είναι καθοριστικής σημασίας για την ομαλή λειτουργία του δικαστηρίου. Τόνισε πως η έλλειψη υποστηρικτικού προσωπικού στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με την αναλογία δικαστών προς δικαστικούς υπαλλήλους, υπονομεύει την αποδοτικότητα του συστήματος, κάτι που απαιτεί αλλαγές στην οργανωτική δομή του.

Ο Πρόεδρος του ΣτΕ κατέληξε λέγοντας ότι, εάν η χώρα μας δεν προχωρήσει σε αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, οι συγκρίσεις με την Ευρώπη θα παραμείνουν αρνητικές και η εικόνα του ελληνικού δικαστικού συστήματος θα συνεχίσει να υστερεί.

Σπύρος Βλαχόπουλος, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ

Η ΕΣΔΑ είναι ένας ζωντανός οργανισμός και ως τέτοιος πρέπει να ερμηνεύεται. Ωστόσο, το σύγχρονο συνταγματικό δίκαιο θέτει το κρίσιμο ερώτημα αν αυτή η ζωντανή ερμηνεία έχει όρια. Και η απάντηση είναι ναι. Το πρώτο όριο είναι το γράμμα του νόμου: δεν επιτρέπεται η contra legem ερμηνεία. Δεν μπορούμε, επικαλούμενοι τη ζωντανή ερμηνεία της ΕΣΔΑ, να παραβλέπουμε τη γραμματική διατύπωση των εθνικών διατάξεων”

Ο Σπύρος Βλαχόπουλος, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, αναφέρθηκε στην εξέλιξη του συνταγματικού δικαίου από τη δεκαετία του ’80 μέχρι το 2025, επισημαίνοντας ότι η βασική διαφορά είναι η στροφή από το εθνικό συνταγματικό δίκαιο στο ενωσιακό δίκαιο και, κυρίως, στο πεδίο των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπου κυριαρχεί η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Σύμφωνα με τον κ. Βλαχόπουλο, ο όρος «συνταγματικά δικαιώματα» δεν είναι πλέον ακριβής, καθώς δεν υπάρχουν «συνταγματικά δικαιώματα» με την αυστηρή έννοια του όρου. Αντίθετα, υπάρχουν θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία διαπλάθονται από τα εθνικά συντάγματα, το ενωσιακό δίκαιο και κυρίως την ΕΣΔΑ. Στο πλαίσιο αυτό, τόνισε την αρχή της μείζονος προστασίας, σύμφωνα με την οποία προτιμάται η πηγή που προσφέρει τη μεγαλύτερη δυνατή προστασία, χωρίς να υπάρχει πλέον η ανάγκη για διαμάχες σχετικά με την υπεροχή του εθνικού συντάγματος, της ΕΣΔΑ ή του ενωσιακού δικαίου.

Ο κ. Βλαχόπουλος αναφέρθηκε και στη σημαντική επίδραση της ΕΣΔΑ στην ελληνική νομοθεσία, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στο σύμφωνο συμβίωσης. Αρχικά, η νομοθεσία αφορούσε μόνο τα ετερόφυλα ζευγάρια. Ωστόσο, μετά την καταδίκη της Ελλάδας από το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Βαλλιανάτος, η νομοθεσία επεκτάθηκε και στα ομόφυλα ζευγάρια, ενισχύοντας την αρχή της ισότητας.

Αναφερόμενος στην πολιτειακή πρακτική, ο καθηγητής υπογράμμισε την επιρροή της ΕΣΔΑ στην αλλαγή της αντίληψης γύρω από το ακαταδίωκτο των βουλευτών. Μέσα από την νομολογία του Στρασβούργου, κρίθηκε ότι το ακαταδίωκτο δεν μπορεί να ισχύει για ποινικά αδικήματα που δεν σχετίζονται με την πολιτική δραστηριότητα του βουλευτή, γεγονός που οδήγησε σε τροποποιήσεις τόσο στον κανονισμό της Βουλής όσο και στην Συνταγματική Αναθεώρηση του 2019.

Εν συνεχεία, αναφέρθηκε στη μεταβολή της ελληνικής νομολογίας, απόρροια του διαλόγου μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Στρασβούργου. Όπως εξήγησε, η ελληνική δικαιοσύνη δεν πρέπει να βλέπει τη νομολογία του ΕΔΔΑ ως απειλή, αλλά ως μια πρόκληση και ευκαιρία για τον εμπλουτισμό της εθνικής έννομης τάξης. Ο κ. Βλαχόπουλος υπογράμμισε ότι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αλλαγής είναι το άρθρο 17 του Συντάγματος, το οποίο για μεγάλο διάστημα προστάτευε μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα. Ωστόσο, υπό την επίδραση της νομολογίας του ΕΔΔΑ, η ελληνική δικαιοσύνη προσαρμόστηκε στην ανάγκη να προστατεύονται και τα ενοχικά δικαιώματα, καθώς δεν έχει νόημα να προστατεύονται μόνο τα εμπράγματα στην εποχή μας.

Επιπλέον, αναφέρθηκε στη σημασία της ζωντανής ερμηνείας της ΕΣΔΑ, τονίζοντας ότι αυτή η ερμηνεία έχει όρια. Ο πρώτος περιορισμός είναι το γράμμα της νομοθεσίας, καθώς η ζωντανή ερμηνεία δεν μπορεί να παραβλέπει τη γραμματική διατύπωση των εθνικών διατάξεων. Σημείωσε, επίσης, ότι η νομολογία του ΕΔΔΑ συνομιλεί με τις κοινωνικές εξελίξεις, αλλά δεν πρέπει να επιβάλλει αυτές τις εξελίξεις στην κοινωνία.

Τέλος, ο καθηγητής Βλαχόπουλος αναφέρθηκε στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ΕΣΔΑ. Το πρώτο πρόβλημα σχετίζεται με τη διεύρυνση των μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθώς πολλές χώρες δεν είναι θεσμικά ώριμες να αποδεχτούν τον νομικό πολιτισμό της ΕΣΔΑ. Το δεύτερο ζήτημα αφορά την κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και την άνοδο των ανελεύθερων δημοκρατιών, οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Νίκος Αλιβιζάτος, Ομότιμος Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ

Σε ό,τι με αφορά, θα είχα αντιρρήσεις και για τη μη χρήση της contra legem ερμηνείας όταν πρόκειται για προφανείς και κραυγαλέους αναχρονισμούς που, για λόγους πολιτικού κόστους, τα κόμματα δεν τολμούν να καταργήσουν, αρκεί αυτή η contra legem ερμηνεία να είναι στηριγμένη σε θεμελιώδη επιχειρήματα”

Ο Νίκος Αλιβιζάτος, Ομότιμος Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, επανέφερε την πορεία των τελευταίων τριάντα ετών στο συνταγματικό δίκαιο της χώρας, αναδεικνύοντας τις θεμελιώδεις αλλαγές που έχουν συμβεί, ιδίως στους τομείς της θρησκευτικής ελευθερίας και της ιδιοκτησίας. Με αναφορά στην ημερίδα που οργανώθηκε το 1993 από την Ένωση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με θέμα «Μειονότητες και Διακρίσεις», ο κ. Αλιβιζάτος υπενθύμισε τις κοσμογονικές εξελίξεις που συντελέστηκαν στο εφαρμοσμένο συνταγματικό δίκαιο της χώρας, με την ΕΣΔΑ να αποτελεί καθοριστικό παράγοντα αυτών των αλλαγών.

Αναφερόμενος στη θρησκευτική ελευθερία, εξήγησε ότι χάρη στις αποφάσεις του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, η Ελλάδα πέρασε από το μεσαίωνα, που της είχε επιβληθεί από την Εκκλησία της Ελλάδος, στη νεωτερικότητα. Επίσης, αναφέρθηκε στο δίκαιο της ιδιοκτησίας, σημειώνοντας ότι το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ έχει αλλάξει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύεται το άρθρο 17 του Συντάγματος της Ελλάδας.

Ωστόσο, ο καθηγητής δεν παρέλειψε να αναδείξει τις «μαύρες σελίδες» που εξακολουθούν να υπάρχουν στην ελληνική πραγματικότητα, παρά τις εξελίξεις στη νομολογία του Στρασβούργου, όπως η διάρκεια των δικών, η αστυνομική βία, οι συνθήκες κράτησης στις φυλακές και οι επαναπροωθήσεις μεταναστών.

Αναφορικά με τα ατομικά δικαιώματα, ο κ. Αλιβιζάτος εξέφρασε τη θέση του ότι αυτά προστατεύονται πιο αποτελεσματικά στο Στρασβούργο παρά στην Αθήνα, υπογραμμίζοντας τη δυνατότητα των δικαστών του ΕΔΔΑ να είναι πιο ελεύθεροι από τις παραδόσεις και τις νοοτροπίες των χωρών τους. Στη συνέχεια, εστίασε στις ερμηνευτικές μεθόδους του ΕΔΔΑ, οι οποίες διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Ένα παράδειγμα αυτής της προσέγγισης είναι η μέθοδος του «χρήσιμου αποτελέσματος», με την οποία το ΕΔΔΑ έχει καταδικάσει την Ελλάδα εξαιτίας της υπερβολικής προσκόλλησης στον τύπο κατά την αναιρετική διαδικασία (relève d’une approche par trop formaliste).

Επιπλέον, ανέλυσε την εξελικτική ερμηνεία του ΕΔΔΑ, σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπλάθει νέα δικαιώματα, λειτουργώντας εν μέρει ως νομοθέτης. Ο καθηγητής διατύπωσε και την άποψη ότι η μέθοδος της contra legem ερμηνείας μπορεί να είναι αποδεκτή, αλλά μόνο όταν υπάρχουν θεμελιώδη επιχειρήματα πίσω από αυτήν, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για προφανείς και κραυγαλέους αναχρονισμούς που οι πολιτικές δυνάμεις δεν τολμούν να καταργήσουν.

Ο καθηγητής συνέχισε επισημαίνοντας τη διστακτικότητα των ανώτατων δικαστηρίων στην εφαρμογή της ζωντανής ερμηνείας του Συντάγματος, ιδιαίτερα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί στην προστασία του περιβάλλοντος, σημείωσε ότι το ΣτΕ στις υποθέσεις που τόλμησε να εξετάσει, περίμενε πρώτα την νομοθετική παρέμβαση και ακολούθως επικύρωσε την αλλαγή, όπως συνέβη στην περίπτωση των ταυτοτήτων.

Τέλος, ο Νίκος Αλιβιζάτος αναφέρθηκε στην ίδρυση συνταγματικών δικαστηρίων σε πολλές συνταγματικά προηγμένες χώρες, σημειώνοντας ότι αρχικά αυτά δημιουργήθηκαν για να ανακόψουν τον φασισμό και το ναζισμό στην Ευρώπη. Σήμερα, ο σκοπός της ίδρυσης αυτών των δικαστηρίων είναι η αποσύνδεση της συνταγματικής νομιμότητας από τον εκλογικό κύκλο και τις πιέσεις της καθημερινής πολιτικής διαπάλης. Αν και η ιδέα ίδρυσης συνταγματικού δικαστηρίου στην Ελλάδα απορρίφθηκε, ο καθηγητής υπογράμμισε ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας θα πρέπει να προσαρμόσει τα ερμηνευτικά εργαλεία του στις σύγχρονες ανάγκες, αν θέλει να κατοχυρώσει τον ρόλο του ως «οιονεί» συνταγματικού δικαστηρίου, με την υποστήριξη της νομολογίας του ΕΔΔΑ.

Θωμάς Καμενόπουλος, δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω, π. Αντιπρόεδρος του ΔΣΑ

Η χώρα μας έχει το θλιβερό προνόμιο να βρίσκεται στην τρίτη χειρότερη θέση όσον αφορά τις καταδίκες για παραβίαση του εύλογου χρόνου απονομής δικαιοσύνης, μετά την Ιταλία και την Τουρκία”

Ο Θωμάς Καμενόπουλος, δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω και πρώην Αντιπρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, αναπληρώνοντας τον Πρόεδρο του ΔΣΑ, Δημήτρη Βερβεσό, αναφέρθηκε στην καθοριστική επιρροή της ΕΣΔΑ στην ελληνική νομική τάξη και την ευρωπαϊκή νομική ταυτότητα. Στην ομιλία του, τόνισε ότι η ΕΣΔΑ έχει διεισδύσει σε όλους τους κλάδους του δικαίου και αποτελεί πλέον αναπόσπαστο μέρος της νομικής πρακτικής. Όπως επισήμανε, η ΕΣΔΑ, μέσα από τις ερμηνείες του ΕΔΔΑ και των εθνικών δικαστηρίων, έχει συμβάλει στη διαμόρφωση του σύγχρονου ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού, αποτελώντας θεμέλιο λίθο για τη λειτουργία του κράτους δικαίου.

Ο κ. Καμενόπουλος επισήμανε ότι η πορεία της ΕΣΔΑ στην Ελλάδα είναι στενά συνδεδεμένη με την πορεία εμπέδωσης του κράτους δικαίου στη χώρα μας, αναγνωρίζοντας όμως και τις αδυναμίες που εξακολουθούν να υφίστανται. Ειδικότερα, υπογράμμισε ότι οι καταδίκες της Ελλάδας από το ΕΔΔΑ αναδεικνύουν σημαντικές διαχρονικές παθογένειες του ελληνικού δικαστικού συστήματος. Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2023, έχουν εκδοθεί 1.082 αποφάσεις ελληνικού ενδιαφέροντος, εκ των οποίων οι 269 καταδεικνύουν παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από την ΕΣΔΑ.

Ιδιαίτερη αναφορά έκανε και στο ζήτημα της καθυστέρησης στην απονομή δικαιοσύνης, τονίζοντας ότι η Ελλάδα κατατάσσεται στην τρίτη χειρότερη θέση στην Ευρώπη όσον αφορά τις καταδίκες για παραβίαση του εύλογου χρόνου απονομής δικαιοσύνης, μετά την Ιταλία και την Τουρκία. Ο κ. Καμενόπουλος χαρακτήρισε το πρόβλημα αυτό συστημικό, όπως αναδεικνύεται στις αποφάσεις του ΕΔΔΑ.

Η διεύθυνση έκδοσης του έργου «Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – Ερμηνεία κατ’ άρθρο» ήταν υπό την ευθύνη του Λίνου-Αλέξανδρου Σισιλιάνου, Καθηγητή Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ και Κοσμήτορα της Σχολής (2021-2024), πρώην Πρόεδρου του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στο έργο συμμετείχαν 18 καταξιωμένοι επιστήμονες, οι οποίοι έχουν συνεισφέρει σημαντικά στην ερμηνεία της Σύμβασης, καθώς είτε υπηρετούν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είτε έχουν επικεντρώσει τη δραστηριότητά τους στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Οι συνεργάτες του έργου περιλαμβάνουν τον Σπυρίδων-Ηρακλή Ακτύπη, Δ.Ν. Πανεπιστημίου Panthéon-Assas Paris II και Επικεφαλής Γραφείου Ισότητας του ΥΠΕΞ, την Πωλίνα Ασημάκη, Référendaire στο ΕΔΔΑ, τον Γρηγόριο Αυδίκο, Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου και Δικαστικό Πληρεξούσιο Α’ ΝΣΚ υπό απόσπαση στο Συμβούλιο της Ευρώπης, τον Παναγιώτη Βογιατζή, Δ.Ν., Référendaire στο ΕΔΔΑ (2003-2016), Référendaire στο ΔΕΕ (2016-), την Αφροδίτη Γκαγκάτση, Référendaire στο ΕΔΔΑ, τη Μαρία-Λουίζα Δεύτου, Δ.Ν., Επιστημονική Συνεργάτιδα του ΙΜΔΑ και Διδάσκουσα στη Νομική Σχολή ΕΚΠΑ, τον Μάρκο Καραβία, D.Phil (Oxon), Διευθυντή του Μεσογειακού Κέντρου Πολιτικών Μετανάστευσης και Ασύλου, τον Ηλία Καστανά, Δ.Ν. Πανεπιστημίου Γενεύης, Νομικό Σύμβουλο Α’ στην Ειδική Νομική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, τη Μαρία-Ανδριανή Κωστοπούλου, Δ.Ν., Δικηγόρο Αθηνών και μέλος του ΔΣ του ΙΜΔΑ, την Κατερίνα Λαζανά, πρώην Référendaire στο ΕΔΔΑ, στέλεχος της Γραμματείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων, την Ελένη Μίχα, Δ.Ν., Ε.ΔΙ.Π. Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, Δικηγόρο, τη Λυδία-Μαρία Μπολάνη, Δικηγόρο με ΜΔΕ (ΕΚΠΑ), MJur, MPhil (Oxon), τον Ιωάννη Πρέζα, Référendaire στο ΕΔΔΑ και Αναπληρωτή Καθηγητή Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή της Σορβόννης, τον Νίκο Σανσονέτη, πρώην Προϊστάμενο Νομικής Υπηρεσίας στη Γραμματεία του ΕΔΔΑ, την Τίνα Σταυρινάκη, Επίκ. Καθηγήτρια Νομικής Πανεπιστημίου Ουτρέχτης και Μέλος της Επιτροπής ΗΕ για την εξάλειψη των φυλετικών διακρίσεων, την Ευδοκία Τραγγάλου, Δικηγόρο, ΜΔ Πανεπιστήμιο Στρασβούργου, τη Σταυρούλα Τρεκλή, Πάρεδρο ΝΣΚ και τη Μαριαλένα Τσίρλη, Γενική Γραμματέα του ΕΔΔΑ.

Κοινωνία των Πολιτών στην υπηρεσία υπεράσπισης της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας

Προκόπιος Παυλόπουλος, τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός, Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ

Ηράκλειο, 8.5.2025

Ομιλία στο πλαίσιο του 11ου Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών με τίτλο «Κοινότητες Δημιουργίας- Συμμετοχή και πρωτοβουλία στις θεσμικές συλλογικότητες: Κοινωνία, εκπαίδευση, πολιτική διαβούλευση» *

«Πρόλογος

Ανταποκρινόμενος με αισθήματα τιμής στην πρόσκληση των οργανωτών του Ετήσιου Διεθνούς Συνεδρίου του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών, και λαμβάνοντας υπόψη την ειδικότερη θεματική του αναφορικά με τις Κοινότητες Δημιουργίας και την ανάδειξη της συμμετοχής και της πρωτοβουλίας στις Θεσμικές Συλλογικότητες κατ’ εξοχήν ως προς την πολιτική διαβούλευση, ας μου επιτραπεί να επικεντρωθώ στο μείζον ζήτημα της σύγχρονης, κρίσιμης, σημασίας της παρέμβασης της Κοινωνίας των Πολιτών προς την κατεύθυνση της υπεράσπισης της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ως θεσμικού και πολιτικού αμαλγάματος εγγύησης της Ελευθερίας και, κατά νομική κανονιστική συνεκδοχή, των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Α. Και τούτο, διότι όπως προκύπτει μέσα από την ιστορική της εξέλιξη και, κυρίως, μέσα από την μελέτη των θεσμικών και πολιτικών της συστατικών στοιχείων, ύστερα από μια πορεία ευφορίας εκατό και πλέον χρόνων -που θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε, ποιητική αδεία, δοξαστική- η Δημοκρατία μας ακολουθεί πλέον, ιδίως κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, μια φθίνουσα πορεία, η οποία έχει αντιστοίχως όλα τα χαρακτηριστικά της άκρως δυσοίωνης θεσμικής και πολιτικής παρακμής. Παρακμής η οποία είναι τόσο περισσότερο επικίνδυνη, ως υπονομευτική ιδίως για τους δημοκρατικούς θεσμούς, όσο εμφανίζεται με υποδόρια και υφέρποντα χαρακτηριστικά που ο, οιονεί έμφυτος, κοινωνικός εφησυχασμός τα καταναλώνει με έντονα τα στοιχεία ενός καταλυτικού μιθριδατισμού. Οπωσδήποτε, όταν γίνεται εδώ λόγος για παρακμή της Δημοκρατίας πρόκειται για την παρακμή της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, κυρίαρχου συστήματος δημοκρατικής διακυβέρνησης στην σύγχρονη εποχή, με προνομιακό πεδίο ανάπτυξης την Δημοκρατία στην Δύση και, προεχόντως, στην Ευρώπη. Και αυτό το παρακμιακό φαινόμενο στον χώρο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας πλήττει ευθέως τον ίδιο τον -κατά την φύση της- πυρήνα της, που δεν είναι άλλος από την Ελευθερία, ως πεδίο υπεράσπισης της αξίας του Ανθρώπου και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του μέσω της άσκησης των κάθε είδους θεσμοθετημένων δικαιωμάτων, πρωτίστως δε των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Με απλές λέξεις το ως άνω φαινόμενο ανταποκρίνεται, lato sensu, και στα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης θεσμικής και πολιτικής μετάλλαξης, το ύφος και ο ρυθμός της οποίας φέρνουν στην επιφάνεια το μέγεθος του διακυβεύματος της συρρίκνωσης που υφίσταται η κανονιστική και ρυθμιστική εμβέλεια καθώς και το πολιτικό κύρος των θεσμών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Όταν πια τα σημάδια παρακμής της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και της Ελευθερίας είναι ορατά σε παγκόσμια κλίμακα, όταν ένα-ένα τα οχυρά τους είτε καταρρέουν από αυταρχικά καθεστώτα -που παραπέμπουν στις πιο σκοτεινές μορφές δεσποτισμού του απώτερου παρελθόντος- είτε χάνουν σταδιακώς τον αμυντικό τους θώρακα, εφόσον οι ποικιλόμορφοι εισβολείς συνεχίζουν ακάθεκτοι την εναντίον τους πολιορκία, η επίκληση άγνοιας του κινδύνου, από οποιονδήποτε και αν προέρχεται, δηλαδή είτε από την Πολιτική Κοινωνία είτε από την Κοινωνία των Πολιτών, δεν είναι επιτρεπτό να έχει την παραμικρή δικαιολογία και ανοχή.

Β. Αυτή η παρακμιακή πορεία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και της Ελευθερίας μπορεί και πρέπει να αποτραπεί. Το συγκεκριμένο διακύβευμα είναι υπαρξιακό, και για την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία και για την Ελευθερία, κατ’ εξοχήν όμως για τον Άνθρωπο. Οι επόμενες σκέψεις έχουν ως στόχο, ύστερα από μια σύνοψη των αιτίων της παρακμιακής πορείας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και της Ελευθερίας, να δείξουν σε ποιους και γιατί πρέπει να αποδοθεί το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης ως προς την υπεράσπισή τους. Και για την ακρίβεια –το τονίζω εκ προοιμίου- το μέρος αυτό πρέπει να αποδοθεί στην Κοινωνία των Πολιτών, ως την σημαντικότερη και εν δυνάμει περισσότερο επιδραστική Κοινότητα Δημιουργίας και, κατ’ ουσία, ιδιότυπη Θεσμική Συλλογικότητα. Ιδίως υπό την έννοια ότι όταν το Κράτος στην εποχή μας έχει, σε μια επίδειξη ιστορικώς πρωτόγνωρης ηττοπάθειας, εκχωρήσει σχεδόν άνευ όρων την δημοκρατικώς απορρέουσα νομιμοποίησή του σε ιδιωτικούς φορείς δίχως ίχνος ανάλογης δημοκρατικής νομιμοποίησης, είναι πια η ώρα της Κοινωνίας των Πολιτών να ορθώσει τείχος υπεράσπισης της ανυστερόβουλης ιδιωτικής πρωτοβουλίας απέναντι στον επελαύνοντα νεοδεσποτισμό των οικονομικώς ισχυρότατων φορέων εκπροσώπησης μιας θεσμικώς ανεξέλεγκτης ιδιωτικής παρέμβασης και επιρροής. Και η Κοινωνία των Πολιτών μπορεί να φέρει σε πέρας την ως άνω αποστολή λόγω της εγγενούς θεσμικής και πολιτικής ιδιοσυστασίας και ιδιοσυγκρασίας της, όπως αυτή πρωτοκαθορίσθηκε, ως διάκριση μεταξύ Πολιτικής Κοινωνίας και Κοινωνίας των Πολιτών, αρχικώς από τον Φρίντριχ Χέγκελ. Και πολύ αργότερα, κατά τον 20ό αιώνα, από τον Αντόνιο Γκράμσι, ο οποίος ναι μεν είχε εν προκειμένω ως αφετηρία την μαρξιστική σκέψη, πλην όμως προσάρμοσε εν πολλοίς τις σχετικές θέσεις του στην χεγκελιανή αντίληψη. Συνδυάζοντας τις προμνημονευόμενες σκέψεις του Χέγκελ και του Γκράμσι για τις ανάγκες της ανάλυσης που έπεται, μπορούμε να δεχθούμε ότι η αποστολή της Κοινωνίας των Πολιτών σε ό,τι αφορά την υπεράσπιση της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας πηγάζει αλλά και εξηγείται από την ίδια την κοινωνικοπολιτική οντολογία της. Και τούτο διότι κατά την οντολογία αυτή η Κοινωνία των Πολιτών, σε γενικές τουλάχιστον γραμμές, οργανώνεται με σκοπό την εκ μέρους ατόμων ή και ομάδων μελών του κοινωνικού συνόλου ανάπτυξη μορφών κοινωνικής δράσης, εντελώς ανεξάρτητης από τα Κράτη και από τους κάθε είδους φορείς τους. Δράσης, η οποία αφενός εξελίσσεται με τήρηση δημοκρατικών διαδικασιών και προς εξυπηρέτηση του lato sensu κοινωνικού συμφέροντος και της κοινωνικής συνοχής. Και, αφετέρου, διασφαλίζει τις προς τούτο αναγκαίες διαμεσολαβητικές παρεμβάσεις μεταξύ των πολιτών.

Ι. Η αλλοίωση των κύριων χαρακτηριστικών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας

Το κυριότερο σημείο υπεροχής της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας έγκειται στο ότι, ταυτοχρόνως, κατάγεται από την θεσμική εμπέδωση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αλλά και εγγυάται την κατά τον προορισμό τους άσκησή τους. Άρα εγγυάται, ποικιλοτρόπως, και την απόλαυση της Ελευθερίας, προεχόντως μέσω της άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Είναι δε αυτό το σημείο υπεροχής της που αναδεικνύει με μεγαλύτερη ενάργεια το γιατί και πώς η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία εμφανίζεται ως η πιο πρόσφορη διαδικασία εγγύησης της Ελευθερίας.

Α. Η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία στην πορεία προς την αντιμετώπιση της αυθαιρεσίας εν γένει

Με άλλα λόγια η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία υπερέχει διότι οργανώνει θεσμικό ανάχωμα κατά της αυθαιρεσίας εν γένει, επέκεινα δε και κατά της αυθαίρετης άσκησης των επιμέρους δικαιωμάτων από τα κατά περίπτωση υποκείμενά τους. Αφού, ιδίως στον σύγχρονο κόσμο, ο Άνθρωπος κινδυνεύει όχι μόνον από την κρατική αυθαιρεσία αλλά και από την αυθαιρεσία των συνανθρώπων του, κατά βάση δε από την αυθαιρεσία εκείνων που, λόγω οικονομικής ισχύος, ρέπουν, τουλάχιστον σε πολλές περιπτώσεις, προς μια καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων τους εις βάρος των ασθενέστερων.

1. Αυτό το πλεονέκτημα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας εξηγείται από το ότι κατά την θεσμική και πολιτική ιδιοσυγκρασία του ο Άνθρωπος δύναται, δια της άσκησης των κάθε μορφής δικαιωμάτων του, κατά προτεραιότητα να υπερασπίζεται ελευθέρως την αξία του και να αναπτύσσει, επίσης ελευθέρως, την προσωπικότητά του.

α) Τούτο αφορά πρωτίστως την κρατική εξουσία και όλα τα επικίνδυνα για την Ελευθερία μέσα καταναγκασμού που διαθέτει. Τα οποία ναι μεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαία για την εξυπηρέτηση του Δημόσιου Συμφέροντος, πλην όμως δεν παύουν να αποτελούν, εν δυνάμει, απειλή για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου και για την Ελευθερία του όταν εκφεύγουν του θεσμικού πλαισίου επιτρεπτής χρήσης τους. Επομένως οι θεσμοί της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, κυρίως μέσω της Διάκρισης των Εξουσιών και του Κράτους Δικαίου, πρέπει να λειτουργούν έτσι ώστε η χρήση των μέσων καταναγκασμού από τα κρατικά όργανα να γίνεται αφενός lege artis, ήτοι κατά την Αρχή της Νομιμότητας. Και αφετέρου -και τούτο αποτελεί επίσης επιμέρους πρόταγμα της Αρχής της Νομιμότητας- με απαρέγκλιτη τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, υφ’ όλες της τις εκφάνσεις.

β) Για να αναχθούμε στο ευρύτερο πεδίο της εξέλιξης των δημοκρατικών θεσμών επισημαίνεται ότι αυτό το, βαρύνουσας σημασίας, χαρακτηριστικό της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ως προς την υπεράσπιση του Ανθρώπου έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας είναι εκείνο, του οποίου η εμφάνιση σηματοδοτεί το πέρασμα από το αστυνομικό κράτος στο Κράτος με ουσιαστικό δημοκρατικό πρόσημο θεσμικής θεμελίωσης και οργάνωσης, επομένως το πέρασμα στην σύγχρονη Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία. Επιπλέον δε το ως άνω χαρακτηριστικό αποτελεί το γνώρισμα το οποίο διαχωρίζει, ευκρινώς, την γνήσια και αυθεντική -δηλαδή αυτή που διαθέτει εν λειτουργία όλα τα καίρια συστατικά της στοιχεία- Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία από άλλες, νόθες, παρεκβάσεις της, ιδίως όταν αυτές χρησιμοποιούνται, για λόγους πολιτικών σκοπιμοτήτων, ως λεοντή συγκάλυψης αυταρχικών καθεστώτων τα οποία περιβάλλονται κοινοβουλευτικό μανδύα.

2. Όμως η αρμονική συνύπαρξη των μελών κάθε κοινωνικού συνόλου, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, προδήλως απαγορεύει την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών κατά τρόπο που αποβαίνει εις βάρος από την μια πλευρά των άλλων μελών του και, από την άλλη πλευρά, αυτού τούτου του κοινωνικού συνόλου, ως ξεχωριστής θεσμικής και πολιτικής οντότητας. Και τούτο διότι η ανεξέλεγκτη άσκηση των δικαιωμάτων οδηγεί, μοιραίως, στην αυτοαναίρεσή τους, μέσω των συγκρουσιακών συνθηκών που δημιουργούνται σε μια τέτοια περίπτωση εντός του κοινωνικού συνόλου. Περαιτέρω δε, αλλά και συνακόλουθα, στην αναίρεση της ίδιας της Ελευθερίας, αφού η κανονιστική απαξίωση των δικαιωμάτων στην πράξη αφαιρεί κάθε ικμάδα από τον πυρήνα της Ελευθερίας.

α) Κατά λογική ακολουθία, στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας αφενός η ίδια η Ελευθερία και οι επιμέρους εκφάνσεις της, ήτοι τα κατ’ ιδίαν δικαιώματα, δεν ασκούνται άνευ ορίων. Και, αφετέρου, κάθε δικαίωμα ενέχει, εκ φύσεως, και στοιχεία συγκεκριμένων υποχρεώσεων, γεγονός που σημαίνει ότι ουδέν δικαίωμα θεωρείται στην εποχή μας ως γνησίως αμιγές. Πραγματικά, τα κάθε είδους δικαιώματα στην σύγχρονη Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία έχουν οριοθετημένο πεδίο άσκησης μέσω της Αρχής της Νομιμότητας, κάτι το οποίο συνεπάγεται ότι στο πεδίο ελεύθερης δράσης που καθιερώνουν, κατά περίπτωση, αντιστοιχεί και ένα πεδίο lato sensu υποχρεώσεων. Με τον τρόπο δε αυτό η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία θωρακίζει την απόλαυση της Ελευθερίας με ορθολογικό δημοκρατικό τρόπο αφού, εξ ορισμού και εκ καταγωγής, η Ελευθερία δεν νοείται υπό καθεστώς όχι αξιοποίησής της αλλά κατ’ ουσία εκμετάλλευσής της. Το μονοπώλιο ή και το ολιγοπώλιο της Ελευθερίας συνιστά contradictio in adjecto.

β) Τα όσα ήδη εκτέθηκαν επιτρέπουν την συναγωγή και των εξής συμπερασμάτων, ως προς το πώς και γιατί η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία συνιστά την πιο πρόσφορη διαδικασία εγγύησης της Ελευθερίας. Τούτο ισχύει:

β1) Πρώτον, διότι η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία αναγνωρίζει και εγγυάται την Ελευθερία ως βασική αντηρίδα της δημοκρατικής διακυβέρνησης σε τέτοιο βαθμό, ώστε η θεσμική και πολιτική πεμπτουσία της να καταλήγει στο αμάλγαμα Ελευθερίας και Δημοκρατίας.

β2) Και, δεύτερον, διότι στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας η πανηγυρική διακήρυξη της Ελευθερίας δεν θεωρείται επαρκής εγγύηση ακώλυτης απόλαυσής της, αλλά πρέπει να συνοδεύεται, απαραιτήτως, από την οριοθέτηση άσκησης των επιμέρους δικαιωμάτων που την αξιοποιούν στην πράξη, έτσι ώστε η καταχρηστική ή αυθαίρετη γενικώς χρήση τους να μην οδηγεί στην αναίρεση της Ελευθερίας.

γ) Οι αναλύσεις που προηγήθηκαν επιτρέπουν μια πρώτη, συνθετική, καταγραφή των βασικών συνιστωσών, θεσμικών και πολιτικών, του καθεστώτος το οποίο προσδιορίζει τις συντεταγμένες του πεδίου προστασίας της Ελευθερίας στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

γ1) Η καταγραφή αυτή περιστρέφεται γύρω από το βασικό χαρακτηριστικό της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, το οποίο φωτίζει και την θεμελιώδη ιδιαιτερότητά της ως διαδικασίας εγγύησης της Ελευθερίας. Και το χαρακτηριστικό αυτό συνιστάται στο ότι η αυθεντική Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία -ήτοι εκείνη που ανταποκρίνεται στους όρους γέννησής της και στις προοπτικές του προορισμού της- είναι, εξ ορισμού, Φιλελεύθερη. Συγκεκριμένα δε ως εκ καταγωγής ανθρωποκεντρική, η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, μέσω των θεσμικών και πολιτικών διαστάσεών της, έχει ως κύρια αποστολή την θωράκιση της Ελευθερίας έναντι όλων των εν δυνάμει υπονομευτών της, είτε αυτοί ανήκουν στην σφαίρα της κρατικής εξουσίας είτε στην πλευρά των ιδιωτών, φυσικών ή νομικών προσώπων.

γ2) Υπό τα δεδομένα αυτά ο φιλελεύθερος χαρακτήρας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας εκπορεύεται κυρίως από την αποστολή της εκείνη, η οποία προσανατολίζεται στο να διασφαλίζει σε καθέναν, και έναντι παντός, την μέσω της Ελευθερίας υπεράσπιση της αξίας του και ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, όπως ήδη αναφέρθηκε επανειλημμένως και όπως θα διευκρινισθεί περαιτέρω στην συνέχεια.

Β. Το Κράτος μπροστά στην πρόκληση της εγγύησης του φιλελεύθερου χαρακτήρα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας

Η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία παρακμάζει κάτω από το βάρος της θεσμικής και πολιτικής οξείδωσης των βασικών αντηρίδων της. Οξείδωσης που δοκιμάζει επικίνδυνα τις αντοχές της κατά την υπεράσπιση της Ελευθερίας και των δικαιωμάτων, τα οποία συνιστούν τις επιμέρους εκφάνσεις άσκησης και απόλαυσής της στην πράξη. Δίχως να υποτιμώνται οι κίνδυνοι, τους οποίους συνεπάγεται οιαδήποτε θεωρητική επιχείρηση καθορισμού της διαδρομής εξέλιξης των θεσμικών και πολιτικών δεδομένων αυτής της εμβέλειας, δεν φαίνεται εσφαλμένη -καθ’ όσον αποδίδει, σε γενικές τουλάχιστον γραμμές, μια πανθομολογούμενη πραγματικότητα- η ακόλουθη συνοπτική παρουσίαση των αντηρίδων εκείνων της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας που η οξείδωσή τους την ωθεί στον κατήφορο της παρακμής. Με την προκαταρκτική επισήμανση ότι η γέννηση και η θεσμική και πολιτική εμπέδωση της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας αποδεικνύουν ευχερώς πως το Κράτος είναι εκείνο το οποίο, κατά τον προορισμό των δημοκρατικών του δομών, φέρει το μεγαλύτερο βάρος της εγγύησης του φιλελεύθερου χαρακτήρα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ήτοι του χαρακτήρα που την καθιστά πρόσφορη διαδικασία εγγύησης της Ελευθερίας.

1. Κατ’ ακρίβεια ουσιώδης αποστολή του Κράτους, στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, είναι η οργάνωση και λειτουργία των θεσμικών εγγυήσεων, οι οποίες διασφαλίζουν την υπεράσπιση της αξίας του Ανθρώπου και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του, μέσω της ακώλυτης άσκησης των επιμέρους δημοκρατικώς θεσμοθετημένων δικαιωμάτων του.

α) Επέκεινα, η περαιτέρω παρέμβαση του Κράτους στην εξέλιξη του κοινωνικού και, ιδίως, του οικονομικού γίγνεσθαι μόνον ως εξαίρεση μπορεί να θεσμοθετείται. Εξαίρεση, η οποία δικαιολογείται μόνον όταν οι κανόνες της Οικονομίας της Αγοράς έχουν ατονήσει ουσιωδώς και δεν είναι σε θέση να διασφαλίσουν στην πράξη την αποτελεσματική άσκηση της Οικονομικής Ελευθερίας. Επιπλέον, η κατ’ εξαίρεση κρατική παρέμβαση έχει, οπωσδήποτε, περιορισμένη διάρκεια- με άλλες λέξεις είναι αυστηρώς οριοθετημένη και ratione materiae και ratione temporis– εξικνούμενη επιτρεπτώς έως την αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας της Οικονομίας της Αγοράς και της κατ’ ακολουθία απρόσκοπτης άσκησης της Οικονομικής Ελευθερίας.

β) Τον προαναφερόμενο εγγυητικό ρόλο υπέρ της Ελευθερίας και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, που συνθέτουν τις επιμέρους εκφάνσεις της, αδυνατεί να φέρει σε πέρας αποτελεσματικώς το Κράτος υπό τις σύγχρονες συνθήκες, τις οποίες επιβαρύνει δραματικά ένα πρωτόγνωρο κλίμα αβεβαιότητας στο πεδίο κάθε δημοκρατικώς οργανωμένης Κοινωνίας των Πολιτών. Και όσο η διαιώνιση της ως άνω αβεβαιότητας διευρύνεται, τόσο περισσότερο τα μέλη της Κοινωνίας των Πολιτών αισθάνονται την ανάγκη προστασίας του ζωτικού χώρου της ελευθερίας τους. Άρα τόσο περισσότερο αισθάνονται και την αδυναμία του Κράτους να εγγυηθεί, κατά τον προορισμό του, τον φιλελεύθερο χαρακτήρα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

2. Αυτή την, καταλυτική ως προς την ασφάλεια την οποία πρέπει να αισθάνονται τα μέλη της Κοινωνίας των Πολιτών για να διαδραματίσουν τον ρόλο που τους αναλογεί, αβεβαιότητα προκαλούν στην εποχή μας κυρίως:

α) Πρώτον, οι ιδιόμορφες συνθήκες της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης, σε συνδυασμό με εκείνες της Κλιματικής Αλλαγής και της Κλιματικής Κρίσης. Οι οποίες οφείλονται, εν πολλοίς, στην αλόγιστη ανάπτυξη ορισμένων πτυχών της οικονομικής δραστηριότητας, παγκοσμίως, στην βάση μιας στρεβλώς δομημένης οικονομικής ανάπτυξης.

α1) Η κατά τ’ ανωτέρω αρνητική ιδιομορφία των συνθηκών της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης οφείλεται στο ότι η τελευταία στοχεύει ευθέως στην περιθωριοποίηση του ρόλου του Κράτους -μέσω της κανονιστικής «απορρύθμισης» του πεδίου δράσης του και της αποθέωσης της δύναμης «αυτορρύθμισης» της Οικονομίας της Αγοράς- και στην επικράτηση ενός είδους «επικυριαρχίας» του «οικονομικού» επί του «θεσμικού». Το φαινόμενο αυτό καθίσταται πλέον ορατό δια γυμνού οφθαλμού αν αναλογισθούμε την έκταση του προδήλως άκρατου οικονομισμού, ο οποίος διακρίνει την όλη πολιτική της Κυβέρνησης Τραμπ ιδίως μετά την δεύτερη εκλογή του ως Προέδρου των ΗΠΑ. Ενός οικονομισμού ο οποίος μπορεί να οδηγήσει -αν δεν έχει ήδη έως ένα σημείο οδηγήσει- σε μια μορφή Παγκόσμιου Οικονομικού Πολέμου, άγνωστου μέχρι σήμερα στην ιστορία της Παγκόσμιας Οικονομίας. Τα εντελώς πρόσφατα παραδείγματα της εκ μέρους των ΗΠΑ επιβολής πολύ υψηλών δασμών σχεδόν σε παγκόσμια κλίμακα αρκεί για να επιβεβαιώσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ακριβώς λόγω των αντίστοιχων αντιδράσεων των Κρατών που έχουν γίνει αποδέκτες αυτής της δασμολογικής επίθεσης ή και επιδρομής, με επικεφαλής την Ευρωπαϊκή Ένωση και, βεβαίως, την Κίνα.

α2) Από την πλευρά της η Κλιματική Αλλαγή, η οποία έχει πια φθάσει στο στάδιο της Κλιματικής Κρίσης, επιβαρύνει ολοένα και περισσότερο τις συνθήκες ζωής κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, και δη επίσης παγκοσμίως. Ενώ η αδυναμία του Κράτους -όπως αποδεικνύει με αδιάσειστα στοιχεία η αστοχία της Διεθνούς Κοινότητας να θεσπίσει και να εφαρμόσει αποτελεσματικούς κανόνες αποκατάστασης της οικολογικής ισορροπίας στον Πλανήτη- να αντιδράσει επιτυχώς στην προϊούσα επιδείνωση της Κλιματικής Αλλαγής και της μετάλλαξής της σε Κλιματική Κρίση, από την μια πλευρά εντείνει το αίσθημα αβεβαιότητας στην καθημερινή ζωή. Και από την άλλη πλευρά –και κατ’ αναγκαία ακολουθία- ενισχύει την εκ μέρους της Κοινωνίας των Πολιτών έλλειψη εμπιστοσύνης προς το Κράτος αναφορικά με την επιτέλεση της αποστολής του.

β) Και, δεύτερον, η αρνητική επιρροή συγκεκριμένων επιπτώσεων της Τεχνολογίας, οι οποίες εκδηλώνονται όταν -και στο μέτρο που- η τεχνολογική πρόοδος κινείται εκτός των ορίων τα οποία καθορίζει η, ευεργετική για το κοινωνικό σύνολο, αξιοποίησή της στον χώρο της ανθρώπινης δημιουργίας. Από τις επιπτώσεις αυτές πρέπει να αναδειχθούν:

β1) Κατά πρώτο λόγο εκείνες, οι οποίες προκύπτουν από την αλόγιστη χρήση του Διαδικτύου. Χρήση, η οποία από την μια πλευρά προκαλεί μια αίσθηση αυτάρκειας και, κατ’ επέκταση, ένα είδος απομόνωσης από τα λοιπά μέλη του κοινωνικού συνόλου. Έτσι ώστε η συλλογική κοινωνική δράση, κινητήριος μοχλός του υγιούς ανταγωνισμού και της συμμετοχικής λειτουργίας στην Φιλελεύθερη Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, να φθίνει προοδευτικώς, έχοντας οδηγηθεί στα πρόθυρα της τελικής της αποδόμησης. Ας προστεθεί εν προκειμένω ότι αυτός ο ολοένα και περισσότερο επιδεινούμενος κοινωνικός απομονωτισμός πλήττει καιρίως την Κοινωνία των Πολιτών διεθνώς, σε σημείο ώστε να υπονομεύει τα ίδια τα θεμέλια του όλου οικοδομήματός της.

β2) Και κατά δεύτερο λόγο εκείνες, οι οποίες προκύπτουν από την αλματώδη άνοδο της «τεχνολογικής ανεργίας». Η τεχνολογική πρόοδος επιφέρει, από την φύση της, απώλειες θέσεων εργασίας, οι οποίες θεωρούνται περιττές όταν τα τεχνολογικά δεδομένα καθιστούν εφικτή την, lato sensu, παραγωγή δίχως πλέον την ανθρώπινη παρέμβαση. Έτσι, όμως, ολοένα και περισσότερα μέλη του κοινωνικού συνόλου -πολλά δε από αυτά με υψηλού επιπέδου γνώσεις και δεξιότητες- βρίσκονται μπροστά στον εφιάλτη της ανεργίας, και δη σε μια ηλικία όπου δεν υπάρχει δυνατότητα επαγγελματικού αναπροσανατολισμού τους. Και όταν το Κράτος εμφανίζεται, σε διεθνή μάλιστα κλίμακα, παντελώς ανέτοιμο να σχεδιάσει, ήδη από το στάδιο του αρχικού επαγγελματικού προσανατολισμού, κατάλληλες και αποτελεσματικές πολιτικές δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, προσαρμοσμένες στα εξίσου νέα τεχνολογικά δεδομένα, τότε στο αίσθημα της αβεβαιότητας για το μέλλον προστίθεται, φυσικά πολλαπλασιαστικώς, και το αίσθημα έλλειψης εμπιστοσύνης στις δυνατότητες του κρατικού μηχανισμού να ανταποκριθεί, στοιχειωδώς, στην αποστολή του. Και πρωτίστως στην αποστολή του για την στήριξη των μελών του κοινωνικού συνόλου υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις των φιλελεύθερων χαρακτηριστικών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και, σε κάθε περίπτωση, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις των βασικών της χαρακτηριστικών που συνδέονται με το Κοινωνικό Κράτος Δικαίου.

Γ. Η αποτυχία του Κράτους να υπερασπισθεί το σύγχρονο Κράτος Δικαίου και ιδίως το Κοινωνικό Κράτος Δικαίου

Στον πυρήνα των θεσμικών πυλώνων, οι οποίοι στηρίζουν το αέτωμα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ως πρόσφορης διαδικασίας εγγύησης της Ελευθερίας, βρίσκεται η Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών και οι εξ αυτής απορρέουσες Αρχές του Κράτους Δικαίου και της Νομιμότητας. Ο υπό δημοκρατικούς όρους θεσπισμένος Κανόνας Δικαίου συνιστά την βάση της θεσμικής και πολιτικής θωράκισης της Ελευθερίας, άρα και της αντίστοιχης θωράκισης των δικαιωμάτων εν γένει. Το κατά τ’ ανωτέρω Κράτος Δικαίου προϋποθέτει τόσο την θέσπιση και εφαρμογή αποτελεσματικών κανόνων δικαίου για την κανονιστική οριοθέτηση ιδίως της αρμοδιότητας των κρατικών οργάνων ως προς την επιτέλεση της κατά το οικείο Σύνταγμα αποστολής τους. Όσο και την θέσπιση και αποτελεσματική λειτουργία των κατάλληλων κυρωτικών μηχανισμών, κάθε φορά που παρατηρείται παραβίαση των ως άνω κανόνων δικαίου, άρα παραβίαση της Αρχής της Νομιμότητας. Αυτονοήτως, η παρακμιακή πορεία του Κράτους Δικαίου υπό τα προμνημονευόμενα χαρακτηριστικά του επιδεινώνει την εν γένει παρακμιακή πορεία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Τα δεδομένα της εποχής μας αποδεικνύουν ότι, δυστυχώς, πάσχουν εμφανώς, ως προς τις εγγυητικές τους υπέρ της Ελευθερίας λειτουργίες, και οι δύο θεμελιώδεις συνιστώσες του Κράτους Δικαίου. Συγκεκριμένα:

1. Η ρυθμιστική δύναμη του Κράτους Δικαίου υφίσταται σοβαρό πλήγμα εξαιτίας της σταδιακής απομείωσης της κανονιστικής ισχύος του σπουδαιότερου στηρίγματος της δύναμης αυτής, ήτοι του Κανόνα Δικαίου, μέσω του οποίου αποκτά θεσμικό νόημα η Αρχή της Νομιμότητας. Η απομείωση της κανονιστικής ισχύος του Κανόνα Δικαίου οφείλεται τόσο στην εγγενή όσο και -κατ’ εξοχήν μάλιστα- στην επίκτητη σχετικότητα, η οποία χαρακτηρίζει την παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων του Κανόνα Δικαίου στην πράξη. Και τούτο διότι:

α) Από την ίδια την θεσμική του υπόσταση ο Κανόνας Δικαίου επηρεάζεται ουσιωδώς, τόσο κατά την θέσπισή του όσο και κατά την ερμηνεία του και την εφαρμογή του, από την κοινωνικοοικονομική υποδομή, την οποία καλείται να πλαισιώσει ρυθμιστικώς. Όσο ταχύτερα συντελείται η -ούτως ή άλλως φυσική- εξέλιξη και μεταβολή του κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι, τόσο δυσχερέστερη καθίσταται η θέση του ερμηνευτή και εφαρμοστή του Κανόνα Δικαίου να αξιοποιήσει την κανονιστική του ισχύ, προκειμένου να διαδραματίσει τον ρυθμιστικό ρόλο που του αναλογεί στο πλαίσιο της Κράτους Δικαίου. Κατά τούτο, αυτή η εγγενής σχετικότητα του Κανόνα Δικαίου δεν είχε τις επιπτώσεις που παρατηρούνται σήμερα στην κανονιστική του ισχύ όσο η εξέλιξη του κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι ακολουθούσε σταθερούς ρυθμούς, τους οποίους τα αρμόδια κρατικά όργανα μπορούσαν να προβλέψουν στοιχειωδώς κατά την θέσπιση των κανόνων δικαίου. Σήμερα όμως η εξέλιξη του κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι είναι τόσο ταχεία, ώστε πολλές φορές ξεπερνά από πλευράς κανονιστικής παρέμβασης τον Κανόνα Δικαίου ήδη από την θέσπισή του και την έναρξη της ισχύος του.

β) Στην ως άνω εγγενή σχετικότητα του Κανόνα Δικαίου προστίθεται όμως και η επίκτητη -ήτοι η οφειλόμενη σε παράγοντες που δεν σχετίζονται με τις παραδοσιακές συνθήκες παραγωγής του- σχετικότητά του, η οποία καθιστά την κανονιστική του εμβέλεια ακόμη πιο προβληματική. Τέτοιοι παράγοντες είναι, ιδίως, αφενός η τάση της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης να αμφισβητεί την αποτελεσματικότητα της ρυθμιστικής δύναμης του Κανόνα Δικαίου και να επιδιώκει, μέσω της «απορρύθμισης», την περιθωριοποίησή του ή και την αντικατάστασή του με κανόνες δικαίου που δεν διαθέτουν την δημοκρατική νομιμοποίηση, η οποία αναλογεί στον Κανόνα Δικαίου μέσα στο πεδίο του Κράτους Δικαίου και της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Και, αφετέρου, οι συνέπειες της Τεχνολογικής –και όχι πλέον της Βιομηχανικής- Επανάστασης στην ροή του κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι, δοθέντος ότι οι μεταβολές που αυτή επιφέρει εν προκειμένω είναι τόσο ραγδαίες και πρωτόγνωρες, ώστε να είναι εξαιρετικά δύσκολο, σε αρκετές δε περιπτώσεις έως και αδύνατο, να προβλεφθούν στοιχειωδώς από τα κρατικά όργανα, τα επιφορτισμένα με την θέσπιση του Κανόνα Δικαίου.

2. Στην κανονιστική αποδυνάμωση του Κανόνα Δικαίου, ως αιτίας αντίστοιχης αποδυνάμωσης των θεσμικών εγγυήσεων του Κράτους Δικαίου εν γένει, προστίθεται και η ελλιπής -έως ανεπαρκής, σε πλειάδα επιπτώσεων- λειτουργία των κυρωτικών εκείνων μηχανισμών, μέσω των οποίων επιβάλλονται οι προβλεπόμενες κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης των ισχυόντων κανόνων δικαίου. Το φαινόμενο αυτό πλήττει, καταδήλως και καιρίως, την ρυθμιστική δύναμη του Κανόνα Δικαίου στο πλαίσιο του Κράτους Δικαίου με το να τον καθιστά στην πράξη από lex perfecta σε lex minus quam perfecta ή και αμιγώς lex imperfecta, γεγονός το οποίο έχει άμεσες αρνητικές επιπτώσεις στο status της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ως διαδικασίας εγγύησης της Ελευθερίας. Την ακρίβεια των διαπιστώσεων αυτών επιβεβαιώνουν, μεταξύ άλλων:

α) Το ότι ο διοικητικός αυτοέλεγχος, ήτοι ο έλεγχος αποτελεσματικής εφαρμογής της Αρχής της Νομιμότητας εντός της Εκτελεστικής Εξουσίας από τα ίδια τα διοικητικά όργανα, έχει περιπέσει, ουσιαστικώς, σε ένα είδος αχρησίας. Έτσι π.χ. σπάνιες είναι οι περιπτώσεις όπου ο έλεγχος αυτός καταλήγει είτε στην ανάκληση των παράνομων διοικητικών πράξεων, είτε στην επιβολή των θεσμοθετημένων κυρώσεων στα διοικητικά όργανα που παρανομούν.

β) Το ότι επίσης υπολειτουργεί ο Κοινοβουλευτικός Έλεγχος, δηλαδή ο έλεγχος εφαρμογής της Αρχής της Νομιμότητας από τα όργανα της Εκτελεστικής Εξουσίας, ο οποίος έχει ανατεθεί κατά το Σύνταγμα στο Κοινοβούλιο. Η ιδιομορφία της λειτουργίας του σύγχρονου Κοινοβουλευτικού Συστήματος έχει -τουλάχιστον κατά κανόνα, του οποίου οι εξαιρέσεις λιγοστεύουν σταδιακώς- καταστήσει τους μηχανισμούς του Κοινοβουλευτικού Ελέγχου μέσα, τα οποία επιφυλάσσονται υπέρ της εκάστοτε πλειοψηφίας, στερώντας έτσι από την μειοψηφία ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό θεσμικό αντίβαρο, σύμφωνα με την παραδοσιακή θεσμική και πολιτική λογική της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

γ) Το ότι ναι μεν η Δικαστική Εξουσία παραμένει ο σπουδαιότερος κυρωτικός μηχανισμός υπεράσπισης της Αρχής της Νομιμότητας στο πλαίσιο του Κράτους Δικαίου.

γ1) Πλην όμως -και πέραν των εγγενών προβλημάτων λειτουργίας της Δικαιοσύνης, μεταξύ των οποίων προέχουν η βραδύτητα στην απονομή της, που οδηγεί συχνά έως το ακραίο όριο της αρνησιδικίας και η, σε αρκετές περιπτώσεις, «υπακοή» της στα κελεύσματα της Εκτελεστικής Εξουσίας παρά τις εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, με τις οποίες είναι εξοπλισμένοι οι λειτουργοί της- ο Δικαστής, με τα όπλα τα οποία διαθέτει, αδυνατεί να αντιμετωπίσει επιτυχώς τα αρνητικά συμπτώματα της ρυθμιστικής αποδόμησης του Κανόνα Δικαίου. Και τούτο διότι τα όπλα αυτά δεν του επιτρέπουν, μέσω της ερμηνείας κυρίως, να επικαιροποιήσει επαρκώς την ήδη ξεπερασμένη από την πραγματικότητα ρύθμιση του Κανόνα Δικαίου, οπότε οι δικαστικές αποφάσεις εμφανίζουν, σε πολλές περιπτώσεις, έντονα πλατωνικά χαρακτηριστικά.

γ2) Επιπλέον, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται η αρχή ότι, κατά γενικό κανόνα στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας –και με μόνη σημαντική εξαίρεση, μέχρις ενός σημείου, εκείνη του προηγουμένου στο πεδίο του Αγγλοσαξωνικού Δικαίου- η νομολογία των δικαστηρίων δεν νομιμοποιείται, κατά τις θεσμικές της καταβολές, να έχει διαπλαστική δύναμη. Με άλλες λέξεις ο Δικαστής δεν διαθέτει δικαιοδοσία παραγωγής νέων κανόνων δικαίου, ικανών να υποκαταστήσουν εκείνους, των οποίων η ρυθμιστική δύναμη έχει πλέον, για οιονδήποτε λόγο, απομειωθεί εμφανώς. Τούτο σημαίνει ότι ο Δικαστής, σε αυτές τις περιπτώσεις, μπορεί να παρέμβει δικαιοδοτικώς κατ’ αποτέλεσμα μόνο μέσω της συναγωγής γενικών αρχών, οι οποίες είναι σε θέση να καλύψουν -οπωσδήποτε έως ένα βαθμό και για πεπερασμένο χρονικό όριο- το ρυθμιστικό έλλειμμα του Κανόνα Δικαίου. Όμως αυτές οι γενικές αρχές, ακριβώς εκ του ότι ούτως ή άλλως εκ φύσεως περιορίζονται ως προς την κανονιστική τους επενέργεια από το ρυθμιστικό πλαίσιο του κανόνα δικαίου το οποίο καλούνται να συμπληρώσουν, δεν είναι σε θέση να αποκαταστήσουν πλήρως την ήδη επελθούσα κανονιστική του αποδόμηση.

Δ. Η αρχή της Ισότητας στην δίνη της επέλασης των ανισοτήτων

Τα σημεία των καιρών αποδεικνύουν, δυστυχώς, ότι η Αρχή της Ισότητας υπό την αναλογική της, πάντοτε, έννοια -αυτή η ναυαρχίδα των θεσμικών εγγυήσεων της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ως διαδικασίας εγγύησης της Ελευθερίας και των δικαιωμάτων, που διασφαλίζουν την απόλαυσή της στην πράξη- έχει χάσει μεγάλο μέρος από την δύναμη πυρός την οποία διέθετε, ιδίως ως προς την υπεράσπιση της ακώλυτης άσκησης των δικαιωμάτων και, επέκεινα, ως προς την υπεράσπιση της αξίας του Ανθρώπου και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του. Και ακόμη περισσότερο, το πάλαι ποτέ κραταιό θεσμικό σκάφος της Αρχής της Ισότητας φαίνεται να έχει προσαράξει στα αβαθή των ανισοτήτων, με όλες τις εντεύθεν συνέπειες ως προς την, πολλαπλώς εύθραυστη, συνοχή του κοινωνικού ιστού. Τα κατά τ’ ανωτέρω σημεία των καιρών μπορούν να συνοψισθούν, κατά βάση τουλάχιστον, στις ακόλουθες σοβαρές αρρυθμίες κατά την εφαρμογή της Αρχής της Ισότητας:

1. Το κύριο πλεονέκτημα των θεσμικών εγγυήσεων της Αρχής της Ισότητας, στο πεδίο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, είναι η μέσω της αποτελεσματικής εφαρμογής της, φυσικά υπό την αναλογική της έννοια, διασφάλιση της ισότητας στην αφετηρία και, κυρίως, της ισότητας ευκαιριών κατά την άσκηση των κάθε είδους δικαιωμάτων. Ιδίως δε των δικαιωμάτων εκείνων, τα οποία δεν περιορίζονται στην άμυνα εναντίον αυθαίρετων παρεμβάσεων της κρατικής εξουσίας στο πεδίο της Ελευθερίας, αλλά μέσω συγκεκριμένων παροχών -με κορωνίδα το Κοινωνικό Κράτος Δικαίου ως θεσμού της Ανταποδοτικής Δικαιοσύνης κατ’ Αριστοτέλη- επιπλέον αποκαθιστούν, κατά το δυνατόν, τις de facto ανισότητες ώστε να εμπεδώνεται και να εξασφαλίζεται κατά το δυνατό η ισότητα των ευκαιριών.

α) Αυτό το πλεονέκτημα της Αρχής της Ισότητας έχει υποστεί καίρια πλήγματα, με σπουδαιότερο εκείνο το οποίο αφορά την δυσλειτουργία -έως πλήρη αποδόμηση- των κοινωνικών δικαιωμάτων. Και τούτο οφείλεται στην παρακμιακή πορεία του Κοινωνικού Κράτους υπό το βάρος στρεβλών πολιτικών οικονομικής ανάπτυξης, οι οποίες υπακούουν στα κελεύσματα της ακραίως νεοφιλελεύθερης αντίληψης περί «αυτορρύθμισης» της Οικονομίας της Αγοράς και, συνακόλουθα, περί περιθωριοποίησης της κρατικής παρέμβασης, ακόμη και όταν είναι απαραίτητη για την θωράκιση της κοινωνικής συνοχής σε περιόδους κρίσης.

β) Κατά συνέπεια, η Αρχή της Ισότητας έχει πάψει να λειτουργεί αποτελεσματικώς στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ως εγγύηση σεβασμού θεμελιωδών αρχών και αξιών που συγκροτούν τον πυρήνα της. Κυρίως δε ως εγγύηση σεβασμού των αρχών υπεράσπισης της αξίας του Ανθρώπου και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του, σύμφωνα με τις πραγματικές δυνατότητες καθενός.

2. Αυτό το πέρασμα στην εποχή των νέας μορφής ανισοτήτων σηματοδοτεί και το σημείο καμπής, το οποίο αναδεικνύει εναργέστερα την παρακμιακή πορεία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας λόγω των διαβρωτικών στρεβλώσεων του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, υπό την γνησίως φιλελεύθερη εκδοχή του.

α) Το συμπέρασμα τούτο συνάγεται από το ότι η διεύρυνση των ανισοτήτων συνεπάγεται την γιγάντωση της φτώχειας, λόγω της σώρευσης μεγάλου μέρους του παραγόμενου πλούτου στα χέρια μιας μικρής μειοψηφίας οικονομικών παραγόντων, παγκοσμίως. Πράγμα που σημαίνει ότι αναιρείται στην πράξη η μεγάλη προσδοκία, η οποία καλλιεργήθηκε κατά την άνοδο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και η οποία στηριζόταν στην, μέσω των φιλελεύθερων θεσμών της και της συμπόρευσής της με τις αρχές του ανόθευτου ανταγωνισμού, λειτουργία των όρων και προϋποθέσεων σταθερής και βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης, επέκεινα δε σταθερής ανόδου του επιπέδου ευημερίας. Κατά τούτο οι επερχόμενες γενεές δεν είναι πια βέβαιες, κάθε άλλο, ότι το μέλλον τους θα είναι πιο ευοίωνο, όταν για τις αμέσως προηγούμενες κάτι τέτοιο φαινόταν αυτονόητο ή και ήδη κεκτημένο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

β) Ταυτοχρόνως, η διεύρυνση των ανισοτήτων συνεπάγεται την αναίρεση στην πράξη και μιας άλλης, θεμελιώδους, οικονομικής σταθεράς της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος στο οποίο εδράζεται, από οικονομική άποψη, ο φιλελεύθερος χαρακτήρας της.

β1) Πρόκειται για την οικονομική σταθερά της πλήρους απασχόλησης, ήτοι της κατά το δυνατόν μείωσης της ανεργίας. Το εντελώς αντίθετο συμβαίνει σήμερα. Η ανεργία καλπάζει, με αιχμή του δόρατος κατά τα προεκτεθέντα την «τεχνολογική ανεργία», υποσκάπτοντας επικίνδυνα τις κύριες αντηρίδες του κοινωνικού ιστού και της κοινωνικής συνοχής. Πολλώ μάλλον όταν η ανεργία αυτή πλήττει, σε πολύ μεγάλο βαθμό, εργαζόμενους με υψηλή τεχνογνωσία και αντίστοιχη επαγγελματική κατάρτιση, όπως ήδη σημειώθηκε.

β2) Πράγμα το οποίο, με καταλλήλως οργανωμένες και προσανατολισμένες προπαγανδιστικές μεθόδους, οδηγεί στο -εσφαλμένο πλην καταστροφικό- συμπέρασμα ότι οι ανισότητες, η φτώχεια και η ανεργία δεν οφείλονται στις στρεβλώσεις των αρχών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας αλλά στην ίδια την υφή της, ως συστήματος άσκησης της κρατικής εξουσίας με στόχο την εγγύηση της Ελευθερίας. Όπως είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς, πρόκειται για ευθεία αμφισβήτηση της ίδιας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, η οποία ανοίγει τον δρόμο στον επελαύνοντα νεόκοπο αυταρχισμό και δεσποτισμό που εποφθαλμιά ευθέως την Ελευθερία και τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου.

ΙΙ. Ποιος μπορεί να εγγυηθεί το μέλλον της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας

Έτσι διαγράφεται, βεβαίως σε πολύ γενικές γραμμές, η παρακμιακή πορεία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, με σημείο αιχμής την προϊούσα αδυναμία της να λειτουργήσει, κατά τον προορισμό της, ως πρόσφορη διαδικασία εγγύησης της Ελευθερίας και των δικαιωμάτων, μέσω των οποίων καθένας μπορεί να υπερασπισθεί την αξία του και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Και το μείζον ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι αν και πώς η πορεία αυτή μπορεί να αναστραφεί. Κυρίως δε ποιος είναι σε θέση, με βάση και την ευθύνη που του αναλογεί, αντιστοίχως, να αναλάβει το βάρος μιας τέτοιας αναστροφής. Ίσως ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, στον «Κύκλο με την Κιμωλία», μπορεί, υπό όρους μιας χρήσιμης αλληγορίας, να μας δείξει τον δρόμο:

Α. Η πλοκή ενός εμβληματικού θεατρικού έργου

Στα χρόνια της οικοδόμησης των πρώτων σοβιετικών δομών παίχθηκε σε ένα νεοσύστατο κολχόζ μια θεατρική παράσταση, εμπνευσμένη από την εξής παλιά ιστορία:

1. Σε μια περιοχή της Γεωργίας, χαρακτηρισμένη ως «Καταραμένη», ο κυβερνήτης ανατρέπεται και εκτελείται από τους επαναστάτες. Η φαντασμένη σύζυγός του τρέχει να σωθεί, παίρνοντας μαζί της μόνο τα κοσμήματά της και ό,τι άλλο πολύτιμο είχε, αφήνοντας όμως στην τύχη του το μονάκριβο παιδί τους. Το οποίο αναλαμβάνει να αναθρέψει και να μεγαλώσει μια υπηρέτριά τους, η Γκρούσα, που φέρνει σε πέρας την αποστολή της με αυτοθυσία, αγνοώντας κάθε είδους τεχνητά διλήμματα και απειλές. Έτσι το παιδί επιβιώνει μόνο χάρη στην, κυριολεκτικώς μητρική, αυταπάρνηση της Γκρούσας.

2. Οι καιροί αλλάζουν, οι επαναστάτες χάνουν την τελική μάχη. Η σύζυγος γυρίζει πίσω, αναζητώντας το παιδί που είχε κάποτε εγκαταλείψει δίχως ίχνος μητρικής ευαισθησίας. Τότε τίθεται το ζήτημα: Τίνος είναι το παιδί που επιβίωσε μέσα από τη λαίλαπα της συμφοράς; Της Γκρούσας που το ανέθρεψε και το μεγάλωσε, σε πείσμα των καιρών; Ή της μητέρας που το γέννησε, αλλά το άφησε στους πέντε ανέμους;

Β. Η «δίκη»

Η ανεπανάληπτη αυτή, κυρίως από πλευράς πολυπρισματικών συμβολισμών, θεατρική μυθοπλασία του Μπέρτολτ Μπρεχτ φθάνει στο απόγειό της όταν έρχεται η στιγμή της οιονεί δικανικής κρίσης.

1. Ο λαϊκός δικαστής Αζντάκ που κλήθηκε να κρίνει ζητά, υπό όρους μιας σχεδόν πρωτόγονης πλην όμως βαθιά ανθρώπινης Δικαιοσύνης, από τον βοηθό του να χαράξει έναν κύκλο με κιμωλία και να βάλει το παιδί στο κέντρο του. Όποια από τις δύο μητέρες καταφέρει να το τραβήξει προς το μέρος της, θα κερδίσει την ιδιότυπη αυτή δίκη. Η πραγματική μητέρα το σέρνει άσπλαχνα και βίαια κοντά της. Η τραγική Γκρούσα, αμφιρρέποντας απεγνωσμένα, το αφήνει, για να μην το πληγώσει. Η αποδεικτική διαδικασία επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά.

2. Στο τέλος ο δικαστής Αζντάκ αν και γνωρίζει, με δικανική πεποίθηση, ποια είναι η βιολογική μητέρα, δίνει το παιδί στην Γκρούσα, με το σκεπτικό ότι αυτή δεν θέλησε να το πληγώσει. Γιατί η γνήσια ευαισθησία της ανθρώπινης υπόστασης πρέπει οπωσδήποτε να υπερισχύει έναντι του οιουδήποτε συμφέροντος, που αντιτίθεται στον προορισμό και στην αξία του Ανθρώπου. Πρόκειται για μιαν έμμεση, και κάτω από συνθήκες θεατρικής αδείας, επίκληση κανόνων φυσικού δικαίου, σε αντιπαραβολή προς το γνησίως θετικό δίκαιο.

Γ. Από τον αστερισμό της Πολιτικής Κοινωνίας στην εποχή της Κοινωνίας των Πολιτών

Κάνοντας την αναγκαία αναγωγή από την αλληγορία του «Κύκλου με την Κιμωλία» στα δεδομένα της σύγχρονης περιπέτειας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ο υποθετικός Αζντάκ έχει να επιλέξει, μπροστά στο δίλημμα του ποιος είναι εκείνος, ο οποίος μπορεί να την υπερασπισθεί και να την επαναφέρει στην πρότερη κατάσταση, μεταξύ:

1. Από την μια πλευρά της Πολιτικής Κοινωνίας, ήτοι του Κράτους, εφόσον βεβαίως οι πολιτικές ηγεσίες, οι οποίες διαχειρίζονται κυρίως την Εκτελεστική Εξουσία, έχουν την δύναμη και είναι διατεθειμένες να ξαναδώσουν στην κρατική εξουσία τον ρόλο που της αναλογεί, ως προς την υπεράσπιση των φιλελεύθερων χαρακτηριστικών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

2. Και, από την άλλη πλευρά, της Κοινωνίας των Πολιτών, η οποία ούτως ή άλλως έχει κάθε λόγο και κάθε συμφέρον να υπερασπισθεί την θεσμική και πολιτική οντότητα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Και τούτο διότι το κρίσιμο διακύβευμα στην σύγχρονη παρακμιακή πορεία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας είναι, αναμφιβόλως, η Ελευθερία. Άρα τα δικαιώματα, μέσω των οποίων η Κοινωνία των Πολιτών και τα μέλη της υπερασπίζονται, αντιστοίχως, την υπόστασή της και την επιτέλεση της αποστολής της υπό συνθήκες δημοκρατικής διακυβέρνησης.

ΙΙΙ. Το ρέκβιεμ των πολιτικών ηγεσιών

Με βάση τα προεκτεθέντα θα ήταν πολύ δύσκολο για τον δίκαιο Αζντάκ να αναθέσει την επιμέλεια της ανόρθωσης της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας αποκλειστικώς στο Κράτος μολονότι, κατά την αποστολή του, οφείλει να είναι ο φυσικός εγγυητής του φιλελεύθερου χαρακτήρα της, άρα ο εγγυητής της Ελευθερίας και των δικαιωμάτων. Πέραν του ότι μεγάλο μέρος της παρακμιακής πορείας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας οφείλεται στις αδυναμίες και την ολιγωρία του κρατικού μηχανισμού, η καταφανής έλλειψη ανάλογου ηγετικού κύρους των σύγχρονων πολιτικών ηγεσιών καταδεικνύει ότι δεν διαθέτουν τα απαιτούμενα εχέγγυα -θα έλεγε κανείς την απαιτούμενη πολιτική γενναιότητα- προκειμένου να επωμισθούν μια τόσο κρίσιμη αποστολή.

Α. Η υποδόρια σύγκρουση μεταξύ «πολιτικού» και «οικονομικού»

Η πολιτική περιοδολόγηση της εποχής από τον 19ο έως την σταδιακή ενηλικίωση του 21ου αιώνα μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα διαφωτιστική, στην προσπάθεια διερεύνησης της ιδιομορφίας των αμοιβαίων σχέσεων επιρροής μεταξύ των φορέων της οικονομικής δράσης και των προσώπων, τα οποία επωμίζονται το βάρος χάραξης της πολιτικής μέσα σε ένα τοπίο που χαρακτηρίζεται ως προεχόντως οικονομικό. Στο πλαίσιο της περιοδολόγησης αυτής ανιχνεύονται τρία, κατά βάση, στάδια εξέλιξης, τα οποία φέρνουν στο φως τις περιπέτειές της και τις μελλοντικές της τάσεις.

1. Σύμφωνα με τα βασικά χαρακτηριστικά του 19ου αιώνα, η χρονική αφετηρία που αυτός σηματοδοτεί είναι πλήρως δικαιολογημένη, λόγω του ότι κατά το διάστημά του από την μια πλευρά η δημοκρατική διακυβέρνηση στον Δυτικό Κόσμο αποκτά τα βασικά συστατικά της –θεσμικά και πολιτικά- στοιχεία, τα οποία της προσέδωσαν την ιστορική μορφή της. Και, από την άλλη πλευρά, σε αυτή την χρονική αφετηρία πρέπει να αναζητήσουμε και μια στοιχειώδη εκκίνηση των θεμελιωδών μεταλλάξεων του καπιταλισμού. Μεταλλάξεων οι οποίες υπήρξαν προάγγελοι της οικονομικής παγκοσμιοποίησης που βιώνουμε και τώρα, αν αναχθούμε στα φαινόμενα εκείνα τα οποία ήδη από τότε έδειχναν ότι οι θεσμικές εγγυήσεις για την τιθάσευση της ραγδαίως ανερχόμενης ιδιωτικής οικονομικής ισχύος ήταν μάλλον ανεπαρκείς.

α) Ο 19ος αιώνας είναι η εποχή εδραίωσης του Κοινοβουλίου και του Κοινοβουλευτισμού, η κορυφαία στιγμή της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Η καταξίωση του Κοινοβουλίου οφείλεται πρωτίστως στην ευρεία δημοκρατική νομιμοποίηση της σύνθεσής του, μέσα από την άμεση εκλογή των μελών του με μυστική και καθολική, σχεδόν, ψηφοφορία. Εκπροσωπεί την εξουσία από τον Λαό και για τον Λαό και είναι θεσμικώς γνήσια έκφραση της Λαϊκής Κυριαρχίας. Με αυτά τα εφόδια υπεροχής το Κοινοβούλιο κυριάρχησε επί των άλλων φορέων άσκησης εξουσίας, υφ’ οιανδήποτε μορφή και αν εκδηλώνονταν. Έτσι η Εκτελεστική Εξουσία, ιδίως μέσα από τον γενικευόμενο σταδιακώς θεσμικό δίαυλο της «δεδηλωμένης» -που επιβάλλει την επιβίωση των κυβερνήσεων μόνον αν διαθέτουν, και για όσο διαθέτουν, την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου- ιεραρχείται πολιτικώς ως η δεύτερη Εξουσία, έναντι των αδιαμφισβήτητων πρωτείων, έστω και για λόγους γνησίως δημοκρατικών συμβολισμών, της Νομοθετικής.

β) Κατά λογική ακολουθία, οι πολιτικοί ταγοί είναι κυρίως κοινοβουλευτικοί ηγέτες, ενώ ο κορυφαίος πολιτικός διάλογος διεξάγεται, κατ’ εξοχήν, από τα κοινοβουλευτικά έδρανα. Ακόμη και οι επικεφαλής της Εκτελεστικής Εξουσίας αποκτούν, τουλάχιστον κατά κανόνα, ηγετική πολιτική οντότητα μέσα από την αντίστοιχη κοινοβουλευτική δράση και τακτική τους. Όσο για τους παράγοντες της οικονομίας, που αναδύονται ιδίως από τους κόλπους του βιομηχανικού και του τραπεζικού τομέα, φαίνεται κατ’ αρχήν να περιορίζονται, σχεδόν αποκλειστικώς, στις αμιγώς οικονομικές-επαγγελματικές δραστηριότητές τους. Με την δράση τους να οριοθετείται κανονιστικώς από την κυρίαρχη Νομοθετική Εξουσία, και δίχως –τουλάχιστον κατά κανόνα- πραγματικές δυνατότητες ουσιαστικής επιρροής στην λήψη των σημαντικών πολιτικών αποφάσεων. Ίσως όμως αυτή η οιονεί βεβαιότητα ως προς την αποτελεσματικότητα της κανονιστικής περιχαράκωσης των παραγόντων της οικονομίας να δημιούργησε και τις ψευδαισθήσεις εκείνες, οι οποίες απέτρεψαν τις τότε πολιτικές ηγεσίες να ανιχνεύσουν τα πρώτα, έστω και κάπως ασθενή, δείγματα γραφής των τάσεων ρυθμιστικής απεξάρτησης των ως άνω παραγόντων.

2. Ο 20ός αιώνας σημαδεύεται, ήδη στην ανατολή του, από την μεγάλη ανατροπή ως προς τον συσχετισμό ισχύος των εξουσιών: Το Κοινοβούλιο σταδιακώς υποχωρεί. Και, κυρίως κατά την διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, η Εκτελεστική Εξουσία προβάλλει ως ο αδιαμφισβητήτως ανερχόμενος κρατικός φορέας. Η επικράτησή της έναντι του Κοινοβουλίου θεωρήθηκε αυτονόητη, με βάση και τις ανάγκες των καιρών, ενώ η κυριαρχία της γρήγορα αποτυπώθηκε θεσμικώς μέσα από τα Συντάγματα.

α) Στην μεγάλη και οιονεί αναπότρεπτη αυτή μεταβολή συνέβαλαν, ανάλογα με την συγκυρία, τόσον οι έκτακτες συνθήκες που δημιούργησαν οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι και η συνακόλουθη ανάγκη λήψης αποφάσεων υπό καθεστώς εξαιρετικών περιστάσεων. Όσο και η ιδιόμορφη εξέλιξη της κοινωνικής και οικονομικής ζωής η οποία οδήγησε, μοιραίως, στην ανάγκη μιας έντονης τεχνοκρατικής αντιμετώπισής της ως προς την λήψη των συνακόλουθων πολιτικών αποφάσεων. Και όπως είναι φανερό το Κοινοβούλιο, από την ίδια του πολιτική υπόσταση, ήταν αδύνατο να ανταποκριθεί, με τα μέσα που διέθετε, σε τέτοιου είδους κυβερνητικές απαιτήσεις. Επιπλέον, και επειδή οι σκέψεις αυτές αφορούν τα πολιτικά δεδομένα ιδίως του Δυτικού Κόσμου, δεν πρέπει να παραγνωρίζει κανείς τον ρόλο, τον οποίο διαδραμάτισε στην εδραίωση της υπεροχής της Εκτελεστικής Εξουσίας, εντός των δυτικού τύπου δημοκρατιών, ο Ψυχρός Πόλεμος. Και τούτο ιδίως διότι το Κράτος πολλές φορές κλήθηκε να ενεργήσει, όπως σημειώθηκε προηγουμένως, υπό έκτακτες και εξαιρετικές συνθήκες, η αντιμετώπιση των οποίων έθετε σε δεύτερη μοίρα την παρέμβαση της Νομοθετικής Εξουσίας και καθιστούσε αναφανδόν αναγκαία την ταχεία και αποτελεσματική δράση της Εκτελεστικής Εξουσίας.

β) Σε ένα τέτοιο πολιτικό σκηνικό οι ηγεσίες της Δύσης αναδείχθηκαν μέσα από τον ρόλο τον οποίο διαδραμάτισαν κυρίως οι επικεφαλής της Εκτελεστικής Εξουσίας, είτε ως εκτελεστικοί Πρόεδροι της Δημοκρατίας είτε ως Πρωθυπουργοί, στο πεδίο των πρωθυπουργοκεντρικών κοινοβουλευτικών συστημάτων, ανάλογα με τις κατ’ ιδίαν προβλέψεις των οικείων Συνταγμάτων. Στην ανάδειξή τους αυτή συνέβαλαν, και δη καθοριστικώς, κορυφαίες πολιτικές αποφάσεις που υιοθέτησαν, και οι οποίες προσδιόρισαν το μέλλον και την πορεία όχι μόνο των επιμέρους Κρατών αλλά, κυριολεκτικώς, του Πλανήτη. Μάλιστα το κύρος πολλών από αυτές τις πολιτικές ηγεσίες δοκιμάσθηκε, ως προς το μέγεθος και την ανθεκτικότητά του, στο «καμίνι» της αποφασιστικότητάς τους να έλθουν αντιμέτωπες με την συγκυρία και να αψηφήσουν τις σειρήνες των, συνηθισμένων έως τότε στην διεθνή σκηνή, ισορροπιών και συμβιβασμών. Τέλος, πρέπει να επισημανθεί και το ότι το ηγετικό τους status ενισχύθηκε σημαντικά, κυρίως σε στιγμές κρίσιμων καμπών, λόγω του πνεύματος διεθνούς συνεργασίας με το οποίο αντιμετώπισαν πολλά από τα μεγάλα διλήμματα των καιρών τους και στο πεδίο της εφαρμογής του οποίου διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο.

γ) Πάντως, και ενόψει των εξελίξεων που παρατηρήθηκαν με την είσοδο του 21ου αιώνα, δεν πρέπει να αποσιωπάται πως, ιδίως κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, άρχισαν να εμφανίζονται τα σημάδια διεκδίκησης ουσιαστικής επιρροής στην λήψη πολιτικών αποφάσεων εκ μέρους εξωθεσμικών παραγόντων. Η ραγδαία μεταβολή στο οικονομικό τοπίο, με την εξάπλωση της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης, είχε ήδη αρχίσει. Οι ισχυροί παράγοντες του οικονομικού κόσμου δεν αποδέχονταν πια την παραδοσιακή στεγανή διάκριση μεταξύ «πολιτικού» και «οικονομικού». Και τα ΜΜΕ, που ολοένα και περισσότερο περιέρχονταν στα χέρια ιδιοκτητών οι οποίοι ανέπτυσσαν προνομιακές σχέσεις με τον υπόλοιπο οικονομικό τομέα, άρχισαν να προβάλλουν τις δικές τους διεκδικήσεις ως προς την νομή, άμεση ή έμμεση, της εξουσίας. Ίσως αυτός είναι και ένας από τους λόγους, για τους οποίους η αμφισβήτηση και η συνακόλουθη φθορά των πολιτικών ηγεσιών στην Δύση είχε προφανώς γεννηθεί πριν την ανατολή του 21ου αιώνα. Η δρομολόγησή της ανιχνεύεται, χωρίς αμφιβολία, λίγες δεκαετίες μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου.

3. Αν ο 19ος και ο 20ός αιώνας υπήρξαν, αντιστοίχως, οι αιώνες της Νομοθετικής και της Εκτελεστικής Εξουσίας, ήτοι δύο υπό, έστω και στοιχειωδώς, θεσμικό έλεγχο Εξουσιών –με την έννοια ότι η μεν πρώτη κατάγεται και ελέγχεται από το Εκλογικό Σώμα, ενώ η δεύτερη υπόκειται, κατά την αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, στον έλεγχο τόσο της Νομοθετικής όσο και της Δικαστικής Εξουσίας- ο 21ος αιώνας φαίνεται να αναδεικνύεται, κατά μεγάλο βαθμό, σε αιώνα εξωθεσμικών και μη ελεγχόμενων, τουλάχιστον με τα παραδοσιακώς αποδεκτά μέσα ελέγχου, εξουσιών. Πρόκειται κυρίως για την οικονομική εξουσία, όπως αυτή επικουρείται στην διεκδίκηση μεγάλου μεριδίου της σύγχρονης πολιτικής ζωής από τα ΜΜΕ.

α) Η νέα αυτή οικονομική τάξη πραγμάτων απεχθάνεται, λόγω της ίδιας της φύσης της, την κάθε μορφή ελέγχου, πρωτίστως δε του πολιτικού. Και τούτο διότι αφενός προϋποθέτει, ως προς την ανάπτυξή της, μια γενικευμένη παγκοσμιοποίηση των κάθε είδους οικονομικών σχέσεων. Ήτοι έλλειψη συνόρων και, κατ’ επέκταση, έλλειψη ελέγχων οι οποίοι, παραδοσιακώς, είναι σύμφυτοι με την ύπαρξη συνόρων και των λόγων που τα καθιέρωσαν. Και, αφετέρου, στηρίζεται στην απορρύθμιση του οικονομικού πεδίου. Δηλαδή στην περιθωριοποίηση των δημοκρατικώς νομιμοποιημένων κανόνων οριοθέτησης της οικονομικής δράσης. Άρα στην «αυτορρύθμισή» της, μέσω των καθαρώς οικονομικών κανόνων του ανταγωνισμού, καθώς και των συναφών κανόνων της προσφοράς και της ζήτησης. Και μόνο τα χαρακτηριστικά αυτά της νέας οικονομικής τάξης πραγμάτων αρκούν για να καταδείξουν ότι, μέσα από ένα πρωτόγνωρο στην σύγχρονη οικονομική εξέλιξη είδος οικονομικού ορμέμφυτου:

α1) Πρώτον, αντιτίθεται σε κάθε πολιτική ηγεσία, την οποία θεωρεί ως εκ φύσεως εμπόδιο στην ανέλιξή της. Μια ανέλιξη που μόνο με ενδογενείς οικονομικούς κανόνες μπορεί να πορευθεί προς τον προδιαγεγραμμένο προσανατολισμό της. Άκρως αντιπροσωπευτική αυτής της κατεύθυνσης οικονομικής σκέψης είναι π.χ. η κλασική ανάλυση του Μίλτον Φρίντμαν -κυρίως στο έργο του «Καπιταλισμός και Ελευθερία» (1962)- σύμφωνα με την οποία, και σε πολύ γενικές βεβαίως γραμμές, η κρατική παρέμβαση είναι μάλλον ανεπαρκής και βλαπτική για το κοινωνικό σύνολο, ενώ οι Αγορές σπανίως σφάλουν. Όπως προσφυώς είχε παρατηρήσει ο Πωλ Κρούγκμαν, ο Μίλτον Φρίντμαν δύσκολα έφθανε να παραδεχθεί την πιθανότητα σφάλματος των Αγορών και, αντιστρόφως, την δυνατότητα της κρατικής παρέμβασης να υπηρετήσει έναν χρήσιμο σκοπό (βλ. The New York Review of Books, “Who Was Milton Friedman”, 15.2.2007). Αναλόγως αντιπροσωπευτική, αυτή την φορά στο πεδίο της lato sensu πολιτικής σκέψης, είναι η ανάλυση του Ρόμπερτ Νόζικ -κυρίως στο έργο του «Αναρχία, Κράτος και Ουτοπία» (1974)- σύμφωνα με την οποία η ενίσχυση της κρατικής παρέμβασης οδηγείται, οιονεί νομοτελειακώς, στην παραβίαση των δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Περισσότερο χρήσιμο λοιπόν είναι ένα ελάχιστο Κράτος, προορισμένο να εγγυάται την stricto sensu ασφάλεια των μελών του κοινωνικού συνόλου, την έναντι τρίτων προστασία των περιουσιακών τους στοιχείων και δικαιωμάτων και τον σεβασμό και την εφαρμογή στην πράξη των συναπτόμενων μεταξύ αυτών συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, κατά τις επιταγές του κανόνα pacta sunt servanda.

α2) Δεύτερον, και πάντα κατά την ακραίως νεοφιλελεύθερη λογική ακολουθία, επιδιώκει να εδραιώσει την εντύπωση πως την έως τώρα γνωστή και καθιερωμένη, με θεμελιώδεις μάλιστα θεσμικούς κανόνες, πολιτική εξουσία και τους φορείς της πέπρωται να υποκαταστήσει μια, πέρα και έξω από εθνικά σύνορα, αμιγώς οικονομική εξουσία. Εξ ου και η εκστρατεία – με την γενική επιστράτευση κάθε είδους μεθόδων, από την επιστήμη έως την ωμή προπαγάνδα- για την ανάγκη άμεσης οικοδόμησης μιας Παγκόσμιας Οικονομικής Διακυβέρνησης, με εντελώς νεφελώδες σχήμα και με εξίσου νεφελώδεις τρόπους δράσης.

β) Σε αυτή την εκστρατεία συμπαρίστανται, σε μεγάλο βαθμό και κατά γενικό κανόνα, τα ανά τον κόσμο ισχυρά ΜΜΕ, ιδίως δε τα ηλεκτρονικά. Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε δεν είναι υπερβολή, λαμβάνοντας υπόψη την ισχύ στην πράξη αυτής της μιντιακής ξυνωρίδας, να γίνεται πια ανοιχτά λόγος για ένα «οικονομικοεπικοινωνιακό σύμπλεγμα», το οποίο λειτουργεί ως διεθνής παντοδύναμος γερανός ανέγερσης του Πύργου της Βαβέλ της Παγκόσμιας Οικονομικής Διακυβέρνησης. Η πρόθυμη συνδρομή των ΜΜΕ προς αυτή την κατεύθυνση και η συνακόλουθη συμμετοχή τους στην απομείωση του κύρους των πολιτικών ηγεσιών -κυρίως μέσα από την καθ’ υπερβολήν ανάδειξη των ασθενών πτυχών τους ή ακόμη και μέσα από την κυνική, επίσης καθ’ υπερβολή, διακωμώδησή τους- εξηγείται ευχερώς. Και η εξήγηση έχει, κατά βάση, δύο, συμπληρωματικές μεταξύ τους, όψεις:

β1) Πρώτον, συχνά πίσω –με την έννοια της άμεσης ή έμμεσης ιδιοκτησιακής συμμετοχής- από τα ισχυρότερα διεθνή ΜΜΕ βρίσκονται εξίσου ισχυροί οικονομικοί παράγοντες οι οποίοι, στηριζόμενοι στους διαύλους της περίπλοκης αυτής οικονομικοεπικοινωνιακής συνοδοιπορίας, τα χρησιμοποιούν ως πολιορκητικούς κριούς για την επιδίωξη των κοινών στόχων τους. Και σε ό,τι αφορά την ανάγκη εγκαθίδρυσης μιας Παγκόσμιας Οικονομικής Διακυβέρνησης, και ως προς την τάση αμφισβήτησης των πολιτικών ηγεσιών, οι οποίες θα είχαν την δύναμη αντίδρασης απέναντί τους.

β2) Δεύτερον, και ανεξαρτήτως ιδιοκτησιακής σύνθεσης, τα μεγάλα σε έκταση επιρροής ΜΜΕ βασίζονται, για την επιβίωσή τους, κυρίως στην διαφήμιση. Μια απλή παρατήρηση της όλης εξέλιξης των διαφημιστικών εκστρατειών μέσα από αυτά τα ΜΜΕ κατά τις τελευταίες δεκαετίες μπορεί να καταδείξει ευχερώς την ακόλουθη πραγματικότητα: Ολοένα και περισσότερο -ιδίως δε όσο η βαθιά κρίση που διατρέχει την παγκόσμια οικονομία επιδεινώνεται- στην διαφήμιση μέσω των ΜΜΕ μετέχουν επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν γνήσια τέκνα του χρηματοπιστωτικού Λεβιάθαν. Με αιχμή του δόρατος, φυσικά, τις Τράπεζες, ιδίως δε εκείνες που έχουν φθάσει στο επίπεδο παγκόσμιων οικονομικών κολοσσών.

Β. To κύρος των πολιτικών ηγεσιών στην προκρούστεια κλίνη του «οικονομικού»

Επιχειρώντας έναν πρώτο απολογισμό ως προς την έκταση και το βάθος της επιρροής της, ραγδαίως ανερχόμενης, νέας οικονομικής τάξης πραγμάτων σε ό,τι αφορά την παρακμιακή πορεία των πολιτικών ηγεσιών στην Δύση, μπορούν να συναχθούν και τα ακόλουθα συμπεράσματα, πάντοτε βεβαίως με τον κίνδυνο της υποκειμενικότητας που κρύβει η ιδιοσυστασία μιας τέτοιας πολυπρισματικής ανάλυσης.

1. Δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι το ως άνω, ολοένα και ισχυροποιούμενο, οικονομικοεπικοινωνιακό σύμπλεγμα συμβάλλει –πολλές φορές μάλιστα με απροκάλυπτο αλλά και καταλυτικό τρόπο- για τους δικούς του λόγους στο ξεθώριασμα του κύρους των πολιτικών ηγεσιών στην Δύση. Άρα και στην παρακμιακή τους πορεία, αφού μόνο μέσα από την δρομολόγησή της ανοίγεται το πεδίο ρύθμισης των παγκοσμιοποιημένων οικονομικών σχέσεων πέρα και έξω από το εμπόδιο των αποφάσεων των πολιτικών. Ιδίως μάλιστα όταν πρόκειται για μεγάλες και κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις, οι οποίες βρίσκονται στον αντίποδα των στόχων που κάθε φορά επιλέγουν οι Αγορές.

α) Από την άποψη αυτή πρέπει να ληφθεί υπόψη η εξής επισήμανση σχετικά με το εύκολο σχετλιαστικό motto, που ολοένα και πιο συχνά υιοθετούμε: «Πόσο λίγοι είναι οι σημερινοί πολιτικοί ηγέτες σε σχέση με τους προκατόχους τους!». Μια τέτοια απόφανση είναι -σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον- και ανακριβής και άδικη για τους σημερινούς πολιτικούς ηγέτες. Και τούτο διότι όταν γίνεται, διαχρονικώς, σύγκριση ως προς την δυναμική της προσωπικότητας των πολιτικών ηγετών είναι ανάγκη, αν θέλουμε η σύγκριση αυτή να ανταποκρίνεται στην ιστορική αλήθεια, να λαμβάνεται σοβαρά και τεκμηριωμένα υπόψη και η αντίστοιχη συγκυρία, μέσα στην οποία οι εκάστοτε ηγεσίες αναδεικνύονται και δρουν. Κοντολογίς, εμπεριέχει πολλή δόση αυθαιρεσίας το συμπέρασμα –που συχνά συνάγεται, άλλωστε, με απόλυτο τρόπο- ότι οι πολιτικοί ηγέτες του πρόσφατου παρελθόντος, συγκρινόμενοι με τους σημερινούς διαδόχους τους μπροστά σε παρεμφερή διλήμματα, είχαν την δύναμη, άρα και το κύρος, να ορθώνουν το ανάστημά τους απέναντι στις προκλήσεις τις οποίες αντιμετώπιζαν και να αποφασίζουν αναλόγως. Ενώ οι διάδοχοί τους φαίνεται να παρασύρονται από το ρεύμα των καιρών και να μην είναι ούτε διατεθειμένοι ούτε ικανοί να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων.

β) Και τούτο, διότι οι πρόγονοι των σημερινών πολιτικών ηγετών στην Δύση π.χ. αφενός δεν είχαν να αντιμετωπίσουν την τωρινή πανίσχυρη οικονομική τάξη πραγμάτων, πολλώ μάλλον όταν το «αυγό του φιδιού» εμφανίσθηκε στις μέρες τους, δίχως να το αντιληφθούν και δίχως να το προλάβουν. Και, αφετέρου, όχι μόνον δεν έζησαν μέσα σε ένα τοπίο ΜΜΕ αντίστοιχο με το σημερινό -και, άρα, σε ένα κλίμα ακραίας επικοινωνιακής αντιπαράθεσης- αλλά, όλως αντιθέτως, στην εποχή τους τα περισσότερα ηλεκτρονικά ΜΜΕ ήταν υπό κρατικό έλεγχο. Συνεπώς, υπό τον έλεγχο των κυβερνώντων πολιτικών ηγετών και, εν πάση περιπτώσει, όχι ευθέως απέναντί τους.

γ) Η ως άνω πανίσχυρη οικονομική τάξη πραγμάτων απομειώνει, λοιπόν, το κύρος και την αξιοπιστία των πολιτικών ηγετών και, ταυτοχρόνως, πλήττει την αντίστοιχη θεσμική και πολιτική αξιοπιστία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ως διαδικασίας εγγύησης της Ελευθερίας, και μέσω της εξής υποδόριας επιχείρησης υπονόμευσής τους: Στερώντας τους μεγάλο μέρος των παραδοσιακών, με βάση τους δημοκρατικώς νομιμοποιημένους κανόνες του Κράτους Δικαίου, αρμοδιοτήτων τους, αφαιρούν σημαντικό τμήμα της ισχύος τους (potestas). Γεγονός το οποίο, με την σειρά του, οδηγεί στην αντίστοιχη απομείωση του κύρους τους (auctoritas), άρα σε απομείωση της εμπιστοσύνης των κυβερνωμένων ως προς την δύναμη των πολιτικών ηγετών να χειρισθούν μείζονα ζητήματα -εν τέλει δε την ίδια την εξυπηρέτηση του Δημόσιου Συμφέροντος εν γένει- κυρίως σε πολλαπλώς κρίσιμες περιόδους, όπως η σημερινή.

2. Επιχειρηματολογώντας όμως ceteris paribus, εξίσου δεν είναι ιστορικά δίκαιο να παράσχει κανείς ένα είδος άφεσης αμαρτιών στις πολιτικές ηγεσίες του καιρού μας για την παρακμιακή τους πορεία, με βάση την προαναφερόμενη ανατροπή της συγκυρίας. Η ανατροπή αυτή μπορεί –και πρέπει βεβαίως- να αποτελέσει κριτήριο για τον μετριασμό της πολιτικής ευθύνης τους στο δικαστήριο της Ιστορίας. Όχι όμως και λόγο πλήρους απαλλαγής τους ενώπιον του ίδιου ιστορικού forum.

α) Και τούτο διότι όσο είναι αληθές ότι η διαφορά της συγκυρίας σχετικοποιεί, μοιραίως, όπως ήδη τονίσθηκε τις συγκρίσεις μεταξύ πολιτικών ηγετών, άλλο τόσο είναι αλήθεια ότι, κατ’ αποτέλεσμα, η συγκυρία είναι εκείνη, η οποία σε πολλές περιπτώσεις αναδεικνύει τους πολιτικούς ηγέτες και διαμορφώνει το μέγεθος του κύρους τους: Όσο μεγαλύτερες είναι οι προκλήσεις των καιρών, τόσο μεγαλύτερη αξία αποκτά και η θέληση αλλά και η δύναμη των πολιτικών ηγετών να τις αντιμετωπίσουν. Ας μην ξεχνάμε ότι το ηγετικό κύρος δεν εξαρτάται μόνον από το αν και κατά πόσον ο πολιτικός νίκησε τελικά στο πεδίο της μάχης των ιστορικών προκλήσεων. Το κύρος τούτο εξαρτάται περισσότερο από την ενόραση του πολιτικού να διαγνώσει εγκαίρως την πρόκληση και από την αποφασιστικότητά του να σταθεί απέναντί της, αναζητώντας και τις διαθέσιμες, πρόσφορες ως προς αυτό, συμμαχίες.

β) Προς αυτή την κατεύθυνση υπεράσπισης του κύρους τους οι σημερινές πολιτικές ηγεσίες της Δύσης εμφανίζονται επικίνδυνα ελλειμματικές.

β1) Πρώτον επειδή, όπως φάνηκε στην πράξη, π.χ. δεν απέδειξαν μετά το 2008 την απαιτούμενη διαίσθηση –ή και απλή πρόνοια- ώστε να εντοπίσουν τα σημάδια της επερχόμενης δεινής οικονομικής κρίσης και να πάρουν εγκαίρως τα ενδεδειγμένα μέτρα, προκειμένου να μην γιγαντωθεί.

β2) Δεύτερον, και όταν πια εκδηλώθηκε το παγκόσμιο οικονομικό τσουνάμι, τα αντανακλαστικά αντίδρασής τους ήταν εμφανώς αργοπορημένα. Ιδίως στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι πρώτες αποφάσεις τους, προϊόντα ετεροχρονισμένων και φλύαρων συσκέψεων κυρίως σε επίπεδο Συνόδων Κορυφής, υπηρετούσαν σε τέτοιο βαθμό το «θεαθήναι τοις ανθρώποις», ώστε θύμιζαν την ιστορία των «Χωριών Ποτέμκιν». Το ίδιο συνέβη, σε γενικές γραμμές, και προσφάτως ως προς τις επιπτώσεις της πανδημίας του Covid-19, με παρήγορη βεβαίως εξαίρεση την εκ των υστέρων κατάρτιση και θεσμοθέτηση του προγράμματος NextGenerationEU.

β3) Τρίτον, και πάλι ιδίως στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το συλλογικό πνεύμα και η επίτευξη των αναγκαίων συμμαχιών λείπουν δραματικά. Και μάλιστα την στιγμή κατά την οποία τούτο ήταν προφανώς αναγκαίο. Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί ηγέτες αντί να κατανοούν ότι το πρόβλημα είναι κοινό –αφού αφορά το ίδιο το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης- και ότι κανένα Κράτος-Μέλος δεν μπορεί να αντεπεξέλθει αποτελεσματικώς χωρίς συλλογική προσπάθεια, καταφεύγουν περισσότερο στην καταστροφική λογική του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Και σαν να μην έφθανε αυτό, κατά τις ίδιες κρίσιμες στιγμές δείχνουν να υπολογίζουν όχι τόσο τον εφιάλτη του κοινού κινδύνου που καραδοκεί, αλλά τον ευτελή φόβο του ατομικού πολιτικού κόστους. Η απογοητευτική, το λιγότερο, στάση τους στον πόλεμο που ακόμη σοβεί στην Ουκρανία και η περιθωριοποίησή τους, σε κατάσταση ουραγών, από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ επιβεβαιώνει την προμνημονευόμενη διαπίστωση, πέραν του ότι καθιστά ακόμη πιο δυσοίωνη την όλη προοπτική και ευόδωση του ιστορικού εγχειρήματος της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης.

γ) Αυτοί είναι, σε γενικές βεβαίως γραμμές, οι λόγοι για τους οποίους, χωρίς να παραγνωρίζει κανείς την επιρροή της συγκυρίας, πρέπει να οδηγηθεί στο συμπέρασμα πως το έλλειμμα ηγετικού κύρους που προκαλεί την παρακμιακή πορεία των πολιτικών ταγών της Δύσης και, πρωτίστως, των πολιτικών ταγών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καταλογίζεται περισσότερο στις δικές τους, σχεδόν ανεξήγητες και οπωσδήποτε αδικαιολόγητες αδυναμίες. Με άλλες λέξεις ο Λεβιάθαν της νέας οικονομικής τάξης πραγμάτων και η διαφαινόμενη σαρωτική επέλαση της Παγκόσμιας Οικονομικής Διακυβέρνησης δεν θα είχαν προκύψει- τουλάχιστον στο βαθμό που βιώνουμε και θα βιώσουμε περισσότερο διεθνώς –αν οι πολιτικοί ηγέτες της Δύσης είχαν την πρόνοια και την αποφασιστικότητα να αγωνισθούν εναντίον του κατά την εκκόλαψή του, ανεξάρτητα μάλιστα από τις προφανείς δυσχέρειες θετικής κατάληξης της όλης επιχείρησης.

ΙV. Βιώνοντας την εποχή της Κοινωνίας των Πολιτών

Ο δίκαιος Αζντάκ, αποτιμώντας την ιστορία και την προοπτική της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας καθώς και την ανάγκη υπεράσπισης της Ελευθερίας, θα είχε κάθε λόγο να αναθέσει την επιμέλεια της ανόρθωσής τους σε εκείνους, οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να φέρουν σε πέρας μια τέτοια αποστολή. Σε εκείνους, μέσα από τους αγώνες των οποίων πριν από δύο και πλέον αιώνες γεννήθηκε η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία ως διαδικασία εγγύησης της Ελευθερίας. Σε εκείνους, για τους οποίους η προστασία της αξίας του Ανθρώπου και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του είναι βιωματική κατάσταση, ακόμη και όταν -ιδίως σε περιόδους δημοκρατικής ομαλότητας και στοιχειώδους ευημερίας- η κατάσταση αυτή υποφώσκει στο υποσυνείδητό τους. Σε εκείνους, οι οποίοι συγκροτούν, διαχρονικώς, την Κοινωνία των Πολιτών.

Α. Το υπαρξιακό δίλημμα της Κοινωνίας των Πολιτών μπροστά στην πρόκληση μιας νέας «εκούσιας δουλείας»

Στον αγώνα υπεράσπισης της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και της Ελευθερίας από τις νέες μορφές αυταρχισμού και δεσποτισμού, οι οποίες αναδύονται ολοένα και πιο απειλητικές σαν σειρήνες μιας άλλης «εκούσιας δουλείας», ο «Εξεγερμένος Άνθρωπος» του Albert Camus έχει πολλά να διδάξει σήμερα στην Κοινωνία των Πολιτών. Κυρίως δε το πώς η δημοκρατικώς θεσμοθετημένη και οριοθετημένη «εξέγερση» υπέρ της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και της Ελευθερίας δεν συντελείται για να καταστρέψει ό,τι έχει κτισθεί, ούτε για να υποκαταστήσει τους θεσμικούς τους πυλώνες, αλλά για να προσθέσει νέες, πολύ πιο κατάλληλες και ανθεκτικές, αντηρίδες στήριξης των πυλώνων αυτών. Έτσι ώστε, εν τέλει, το δημοκρατικώς οργανωμένο Κράτος να αναλάβει εκ νέου τις ευθύνες που του αναλογούν απέναντι στον Άνθρωπο και στα δικαιώματά του.

1. Στην πορεία αυτής της «εξέγερσης» η Κοινωνία των Πολιτών έχει στην διάθεσή της όλα τα εφόδια νόμιμης άσκησης των κάθε μορφής θεσμικώς κατοχυρωμένων πολιτικών δικαιωμάτων, ήτοι των δικαιωμάτων που απορρέουν ευθέως από την αρχή της Λαϊκής Κυριαρχίας.

α) Όπως ταιριάζει στην φύση της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, η άσκηση των ως άνω δικαιωμάτων εκ μέρους της Κοινωνίας των Πολιτών δεν μπορεί να στοχεύει στην, άμεση ή έμμεση, ανάληψη της κρατικής εξουσίας και στην ευθεία διαχείρισή της. Τα πρότυπα αυτοδιαχείρισης, ακόμη και του πρόσφατου παρελθόντος, πέραν του ότι αποδείχθηκαν παντελώς ουτοπικά ή και καταστροφικά στην πράξη για την άσκηση των δικαιωμάτων, ουδόλως συμβιβάζονται με την ουσία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

β) Κατά τις θεσμικές και πολιτικές της καταβολές η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία στηρίζεται, σχεδόν αποκλειστικώς, στην δημοκρατικώς οργανωμένη αντιπροσώπευση. Δίχως αυτήν, η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία δεν μπορεί να λειτουργήσει.

β1) Άρα, κατά την άσκηση των θεσμικώς κατοχυρωμένων πολιτικών δικαιωμάτων η Κοινωνία των Πολιτών μπορεί και οφείλει να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια συμμετοχής στην πολιτική ζωή μέσω όλων, ανεξαιρέτως, των θεσπισμένων διαδικασιών αντιπροσώπευσης. Διαδικασιών, οι οποίες αφορούν όχι μόνο την ανάδειξη των κάθε είδους αντιπροσώπων αλλά, επιπλέον, και τον δημοκρατικό έλεγχο της κρατικής εξουσίας. Με απλές λέξεις, ο φυσικός ρόλος της Κοινωνίας των Πολιτών στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας δεν συμπεριλαμβάνει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, την άσκηση της εξουσίας η οποία ανήκει, αποκλειστικώς, στα προς τούτο θεσμοθετημένα και δημοκρατικώς νομιμοποιημένα κρατικά όργανα.

β2) Ανήκει όμως, και μάλιστα κατ’ εξοχήν, στην Κοινωνία των Πολιτών η αποστολή της πλήρους αξιοποίησης των αντίστοιχων θεσμικών διαύλων αφενός του προσανατολισμού της άσκησης της κρατικής εξουσίας υπέρ της Ελευθερίας και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Και, αφετέρου, του διαρκούς ελέγχου της κρατικής εξουσίας ως προς την κατά τους όρους της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας άσκησή της.

2. Η εκ μέρους της Κοινωνίας των Πολιτών εκλογή των αντιπροσώπων της -φορέων πλέον του μέρους της Λαϊκής Κυριαρχίας που τους αναλογεί -στο πλαίσιο της Νομοθετικής και της Εκτελεστικής Εξουσίας της παρέχει την δυνατότητα να διαδραματίσει έναν κορυφαίο ειδικότερο ρόλο ως προς την στήριξη της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, προκειμένου να ανακοπεί η παρακμιακή της πορεία. Συγκεκριμένα:

α) Η Κοινωνία των Πολιτών πρέπει να αναδεχθεί το βάρος ανάδειξης των αντιπροσώπων της εκείνων οι οποίοι, μακριά από την νοοτροπία του λαϊκισμού και της δημαγωγίας που ευτελίζει την Δημοκρατία, θα μπορέσουν να αντισταθούν στην επέλαση του νέου αυταρχισμού και δεσποτισμού. Αντιπροσώπων, οι οποίοι είναι έτοιμοι να υπηρετήσουν το Δημόσιο Συμφέρον δίχως κανένα υπολογισμό του λεγόμενου πολιτικού κόστους διεκδικώντας, χωρίς συμβιβασμούς, το πεδίο λήψης των προς τούτο αναγκαίων αποφάσεων. Αντιπροσώπων, οι οποίοι αντιμετωπίζουν την Πολιτική ως δημοκρατικό λειτούργημα και όχι ως επάγγελμα για την επιβίωση και για την εφήμερη κοινωνική αναγνώριση.

β) Ανταποκρινόμενη σε αυτή την αποστολή η Κοινωνία των Πολιτών μπορεί να ανακόψει και την παρακμιακή πορεία των πολιτικών ηγεσιών η οποία, όπως εξηγήθηκε αναλυτικώς, οφείλεται κατ’ εξοχήν στο φαινόμενο της αδυναμίας τους -ή και της έλλειψης βούλησης εκ μέρους τους- να αντιταχθούν αποτελεσματικώς ιδίως στις δυνάμεις της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης, που δίχως ίχνος δημοκρατικής νομιμοποίησης παίρνουν καίριες αποφάσεις ως προς την διαχείριση του Δημόσιου Συμφέροντος.

β1) Αποφάσεις, όμως, οι οποίες έχουν οδηγήσει ακόμη και στην πλήρη στρέβλωσή του εν ονόματι της εξυπηρέτησης αμιγώς δημοσιονομικών στόχων, και μάλιστα στην βάση κανόνων στερούμενων παντελώς δημοκρατικού μανδύα. Διότι πρέπει να είναι σαφές ότι το αμιγώς δημοσιονομικό –ήτοι το σχετιζόμενο αποκλειστικώς με τα κρατικά έσοδα- συμφέρον δεν είναι eo ipso Δημόσιο Συμφέρον, αλλά απλώς μπορεί να συμβάλει ενεργώς στην επιδίωξη και στην επίτευξη επιμέρους δημόσιων σκοπών, οι οποίοι συνιστούν ειδικότερα μέρη του αυθεντικού Δημόσιου Συμφέροντος.

β2) Υπό τα δεδομένα αυτά η Κοινωνία των Πολιτών μπορεί να δείξει στις δημοκρατικώς εκλεγμένες πολιτικές ηγεσίες τον δρόμο, προκειμένου να διεκδικήσουν το μερίδιο των αποφάσεων που αναλογεί στην αποστολή τους εντός του πλαισίου της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Των αποφάσεων, μέσω της λήψης των οποίων οι πολιτικές ηγεσίες μπορούν να ανακτήσουν το κύρος τους και, κυρίως, να δικαιώσουν την δημοκρατική τους προέλευση κατά την διαχείριση των προταγμάτων της Λαϊκής Κυριαρχίας. Πρέπει δε να τονισθεί στο σημείο τούτο ότι υπ’ αυτά τα δεδομένα η Κοινωνία των Πολιτών κάθε άλλο παρά υπερβαίνει τα θεσμικά και πολιτικά της όρια εντός της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ως βοηθού εκπληρώσεως της αποστολής ιδίως της Νομοθετικής και της Εκτελεστικής Εξουσίας. Όλως αντιθέτως έτσι επικουρεί ευεργετικώς, και κατά την αποστολή της, τις ως άνω Εξουσίες ώστε να λειτουργούν κατά τους κανόνες της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

Β. Η Κοινωνία των Πολιτών ως οχυρό υπεράσπισης της Ελευθερίας και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

Πέραν της κατά τ’ ανωτέρω συμμετοχής, μέσω της άσκησης των κατ’ ιδίαν πολιτικών δικαιωμάτων, η Κοινωνία των Πολιτών διαθέτει πολλά εφόδια υπεράσπισης της Ελευθερίας και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Πρόκειται για όλα εκείνα τα θεσμοθετημένα δικαιώματα, τα οποία είναι δεκτικά συλλογικής άσκησης, σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, με πιο αντιπροσωπευτικό, εν προκειμένω, το lato sensu δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι.

1. Είναι αυτονόητο ότι η προμνημονευόμενη παρέμβαση της Κοινωνίας των Πολιτών, ως προς την υπεράσπιση των δικαιωμάτων μέσω συλλογικής δράσης, παίρνει ιδιαίτερες διαστάσεις:

α) Πρώτον, στο θεσμικό πεδίο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, συγκεκριμένα, στο ειδικότερο πεδίο των Ευρωπαϊκών Δικαστικών Θεσμών, μετά την εξάντληση των ένδικων βοηθημάτων και μέσων σε εθνικό επίπεδο. Η πλήρης αξιοποίηση του Ευρωπαϊκού Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με τις γενικές αρχές που ήδη έχει συναγάγει ως προς την προστασία των δικαιωμάτων η νομολογία των Ευρωπαϊκών Δικαστικών Θεσμών, παρέχει στην Κοινωνία των Πολιτών ένα προνομιακό έδαφος παρέμβασης extra muros.

β) Δεύτερον, σε αμιγώς διεθνές επίπεδο η Κοινωνία των Πολιτών μπορεί και οφείλει:

β1) Να αξιοποιήσει για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους θεσμούς του Συμβουλίου της Ευρώπης, με κύριο άξονα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, πάνω στην βάση των διατάξεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Και στον χώρο αυτόν η Κοινωνία των Πολιτών μπορεί να συμβάλει τα μέγιστα, προκειμένου να αποκτήσει και ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης -ο οποίος θεσπίζει τους κανόνες της προάσπισης των κοινωνικών δικαιωμάτων- την κανονιστική ισχύ και αποτελεσματικότητα που δεν διαθέτει σήμερα, επειδή δεν έχουν ακόμη οργανωθεί οι κατάλληλοι και επαρκείς κυρωτικοί μηχανισμοί διασφάλισης της εφαρμογής του στην πράξη.

β2) Προς την ίδια κατεύθυνση η Κοινωνία των Πολιτών διαθέτει το κύρος να ηγηθεί του αγώνα, ώστε να αποκτήσει ουσιαστικό θεσμικό περιεχόμενο -με τα ανάλογα αποτελέσματα εφαρμογής της στην πράξη- και η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, η οποία παραμένει, σχεδόν στο σύνολό της, αν όχι lex imperfecta οπωσδήποτε lex minus quam perfecta.

2. Όπως είναι προφανές, αυτή η μορφή «εξέγερσης» της Κοινωνίας των Πολιτών υπέρ της Ελευθερίας και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ανταποκρίνεται πλήρως στην σύγχρονη φυσιογνωμία της, ως οργάνωσης συλλογικής αντίδρασης εναντίον της κάθε αυθαίρετης παρέμβασης στο πεδίο των δικαιωμάτων, από οπουδήποτε και αν προέρχεται.

α) Μια τέτοια, συλλογικώς οργανωμένη, υπεράσπιση των δικαιωμάτων αποκτά τόσο μεγαλύτερη σημασία υπό τις σύγχρονες συνθήκες στο πεδίο του κοινωνικού γίγνεσθαι, όσο καθιστά δυνατή την προστασία των δικαιωμάτων των πιο αδύνατων μελών του κοινωνικού συνόλου, κυρίως δε των οικονομικώς ασθενέστερων. Τα οποία πολύ δύσκολα μπορούν να αντεπεξέλθουν οικονομικώς στις απαιτήσεις της νομικής τεχνογνωσίας και, ιδίως, του κόστους για την προσφυγή στα αρμόδια fora, δικαστικά και μη. Και τούτο καθίσταται ακόμη πιο εμφανές όταν πρόκειται για προσφυγές εκτός συνόρων, στα Ευρωπαϊκά και στα Διεθνή, αρμόδια in concreto, όργανα.

β) Υπό τα δεδομένα αυτά η Κοινωνία των Πολιτών καλείται να αποδείξει, εμπράκτως και κατά τρόπο που δικαιώνει την αποστολή της, ότι η υπόθεση της υπεράσπισης των θεσμικών εγγυήσεων της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και της Ελευθερίας καθώς και της ανακοπής της παρακμιακής τους πορείας είναι υπόθεση καθενός, αλλά και όλων. Άρα η Κοινωνία των Πολιτών δεν έχει την διακριτική ευχέρεια ούτε να την υποτιμήσει ούτε, πολύ περισσότερο, να την εκχωρήσει σε τρίτους. Δοθέντος ότι κάτι τέτοιο θα σήμανε, εν τέλει, την υποταγή της στις νέες μορφές «εκούσιας δουλείας» και την απεμπόληση της αποστολής «εξέγερσης», η οποία της αναλογεί στην εποχή μας κατά τον φυσικό της προορισμό.

Γ. Η αποστολή της Κοινωνίας των Πολιτών στην πορεία προς την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση και προς την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση

Τα όσα προεκτέθηκαν αναφορικά με την παρακμιακή πορεία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας είναι χρήσιμα και ενδεικτικά και προκειμένου να αναδειχθεί η σημασία της αποστολής της Κοινωνίας των Πολιτών εντός του πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας, εν τέλει δε αυτού τούτου του Ευρωπαϊκού Ιδεώδους. Ήτοι του Ιδεώδους το οποίο συνίσταται στην θεσμική πολιτική ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό συνθήκες μιας μορφής ομοσπονδιακής οργάνωσης, πάντοτε με αντηρίδες τις αρχές και τις αξίες της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Πολλώ μάλλον όταν οι Ευρωπαίοι Πολίτες δεν έχουμε, απέναντι στα στοιχειώδη προτάγματα της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας και του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, το δικαίωμα να αρκεσθούμε στον ρόλο «ασθμαίνοντος αχθοφόρου» του παρελθόντος μιας Ευρώπης γεμάτης από εμβληματικές μνήμες γεγονότων και έργων τα οποία σημάδεψαν βαθιά την διαδρομή της Ανθρωπότητας, ή ακόμη και στον ρόλο «υπαλλήλων» και «ξεναγών» στο «Μουσείο της Ευρώπης». Με μια πιο συμπυκνωμένη αλλά ίσως πιο παραστατική διατύπωση, οι Ευρωπαίοι Πολίτες δεν έχουμε το δικαίωμα να παρατηρούμε απαθείς την μετατροπή της ιδέας της Ενωμένης Ευρώπης σε χίμαιρα, αποδεχόμενοι μοιρολατρικώς την ήττα του Ευρωπαϊκού Ιδεώδους, υφ’ όλες του τις εκφάνσεις.

1. Ακριβώς γι’ αυτό, όσοι είμαστε πραγματικά αποφασισμένοι -και οι Έλληνες είμαστε, στην μεγάλη μας πλειονότητα, συνειδητοποιημένοι Ευρωπαίοι, όπως το αποδείξαμε και εντελώς προσφάτως- να υπερασπισθούμε την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση, μέσω της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης κατά τον προορισμό της, έχουμε χρέος, το συντομότερο δυνατό, να αναζητήσουμε, να ανακαλύψουμε και να εξουδετερώσουμε τα αίτια που τροφοδοτούν την ενδυνάμωση και την εξάπλωση του φαινομένου του σύγχρονου, δυστυχώς εντεινόμενου, ευρωσκεπτικισμού.

α) Ενός φαινομένου που γίνεται τόσο περισσότερο τοξικό για τον οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο το «βαρυτικό πεδίο» του από την μια πλευρά ενισχύει τις φυγόκεντρες δυνάμεις, οι οποίες αντιμάχονται το Ευρωπαϊκό Ιδεώδες. Και, από την άλλη πλευρά -αλλά και συνακόλουθα- αποδυναμώνει, σταδιακώς και υποδορίως, όλες εκείνες τις κεντρομόλες δυνάμεις, δίχως τις οποίες το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα οδηγείται, οιονεί νομοτελειακώς, σε μια μοιραία απαξίωση ή και κατάρρευση.

α1) Με απλά λόγια, δεν έχει πια κανένα νόημα το να «θρηνούμε», ως άλλοι «άγγελοι επί τάφου σαλπίζοντες», το δήθεν «ξόδι» της Ευρώπης, όπως κάποιοι, όσοι και αν είναι, θέλουν να το εμφανίσουν. Αποστολή μας πρέπει να είναι η αναβίωση και η εδραίωση του Ευρωπαϊκού Ιδεώδους, κατεξοχήν μέσα από την επικαιροποίηση και την αντίστοιχη ειλικρινή ενσυναίσθηση των λόγων εκείνων οι οποίοι ώθησαν τους «Πατέρες» της ιδέας της Ενωμένης Ευρώπης να αφοσιωθούν σε αυτήν και να επιδιώξουν κάτι, το οποίο στα μέσα του 20ού αιώνα φαινόταν από ουτοπικό έως εντελώς ανέφικτο. Ο δικός τους, σχεδόν επικός για τα δεδομένα της συγκυρίας των χρόνων τους, προσανατολισμός μπορεί και πρέπει να μετουσιωθεί στον αστρολάβο της δικής μας πορείας συνέχισης και έμπρακτης δικαίωσης των οραματισμών τους.

α2) Και αυτή την πραγματικότητα νοηματοδοτούν πολύ πιο έντονα τα δεδομένα της εποχής μας, σύμφωνα με τα οποία ο ρόλος της ολοκληρωμένης Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αφορά μόνο τα Κράτη-Μέλη της και τους Λαούς τους αλλά και το σύνολο της Ανθρωπότητας, εφόσον αντιληφθούμε το τι και πόσα μπορεί να προσφέρει, πάνω στην βάση της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας και του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, στην πλανητική επικράτηση του Ανθρωπισμού, της Ειρήνης, της Δικαιοσύνης και, πρωτίστως, της Κοινωνικής Δικαιοσύνης. Η επιτέλεση μιας τέτοιας αποστολής από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι σήμερα τόσο περισσότερο επιτακτική, όσο και η Ειρήνη παγκοσμίως χειμάζεται και ο Άνθρωπος και ο Ανθρωπισμός περιθωριοποιούνται, ενώ –και όπως προαναφέρθηκε- οι ηγεσίες του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος αρκούνται παθητικά στον μίζερο ρόλο μιας καθαρώς περιφερειακής, και κατά τούτο πολλαπλώς ανίσχυρης, διεθνούς οντότητας.

β) Ας αναλογισθούμε, λοιπόν, ότι οι ρίζες είναι εκείνες που κρατάνε όρθια τα «μεγάλα δένδρα». Και το «δένδρο» της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί να στεριώσει, να ανθίσει και να καρπίσει αν δεν εναρμονίσουμε, με συνέπεια και συνέχεια, τον ευρωπαϊκό μας διαλογισμό με το πνεύμα των «Πατέρων» του Ευρωπαϊκού Ιδεώδους.

β1) Ήταν εκείνοι οι οποίοι έβαλαν τα θεμέλια της Ενωμένης Ευρώπης, προκειμένου το οικοδόμημα αυτό να αποτελέσει το μελλοντικό και αειθαλές αντίβαρο στα αίτια που οδήγησαν την Ανθρωπότητα να ζήσει, κατά την διάρκεια του 20ού αιώνα και με απόσταση κάτι λιγότερο από είκοσι χρόνια, τον όλεθρο δύο Παγκόσμιων Πολέμων. Και ιδίως τον όλεθρο του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, η τελική έκβαση του οποίου σήμανε, πέραν των άλλων, και την επικράτηση της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας απέναντι στις σιδηρόφρακτες ορδές του φασισμού και του ναζισμού. Ήταν εκείνοι οι οποίοι, εντέλει, έθεσαν τις δυνάμεις τους στην υπηρεσία της δημιουργίας μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης προορισμένης να μην επιτρέψει, ποτέ ξανά, την επιστροφή σε ένα παρελθόν που σίγουρα προοιωνιζόταν το τέλος της ουσιαστικής δημιουργίας του homo sapiens και την αδιανόητη, για την Δημοκρατία μας και τον Πολιτισμό μας, οπισθοδρόμηση στο χάος μιας «αναγεννημένης» βαρβαρότητας.

β2) Οι αγώνες τους και η σπορά τους για έναν τόσο μεγαλεπήβολο και ελπιδοφόρο στόχο ευοδώθηκαν πολύ ενωρίς, στο μέτρο που από τις, πρωτόλειες, Ευρωπαϊκές Κοινότητες της δεκαετίας του ’50 και του ’60 φθάσαμε, αρκετά πριν από το τέλος του 20ού αιώνα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον σκληρό πυρήνα της, στην Ευρωζώνη. Προς την κατεύθυνση αυτή συνέβαλε, μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, και η σθεναρή στάση των δημοκρατικών Κρατών της Ευρώπης εναντίον του, άκρως επικίνδυνου για την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, κομμουνιστικού νεοολοκληρωτισμού, όπως αυτός εκπορευόταν από την τότε ΕΣΣΔ και τους εντός Ευρώπης δορυφόρους της. Το εξαιρετικά επικίνδυνο σήμερα για την τύχη και την προοπτική της εμβληματικής κληρονομιάς, που μας άφησαν οι «Πατέρες» του Ευρωπαϊκού Ιδεώδους, είναι:

Αφενός ότι ελάχιστοι από τους Πολίτες της Ευρώπης και, ακόμη περισσότερο, από τους πολιτικούς της, που βίωσαν με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο την τραγωδία του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, βρίσκονται εν ζωή. Οι δε επόμενες γενεές ολοένα και λιγότερο διδάσκονται, από το σχολείο έως το πανεπιστήμιο, το τι κόστισε στην Ανθρωπότητα -και όχι μόνο στην Ευρώπη- ο Πόλεμος αυτός. Οι μνήμες, δυστυχώς, σβήνουν μελαγχολικά, όπως η φλόγα του καντηλιού όταν τελειώνει το λάδι των μεγάλων και αναντικατάστατων ιστορικών βιωμάτων.

Και, αφετέρου, ότι η διάλυση της τέως ΕΣΣΔ, με άκρως συμβολική ιστορικώς έκφραση την πτώση του πάλαι ποτέ Τείχους του Βερολίνου, έχει δημιουργήσει την ψευδαίσθηση πως ο επικίνδυνος για την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία ολοκληρωτισμός, κάθε μορφής, ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Ο ιδιόμορφος ολοκληρωτισμός της, κάθε είδους, θρησκευτικής φονταμενταλιστικής ιδεολογίας εκλαμβάνεται ως περιθωριακός. Το ίδιο δε, mutatis mutandis, συμβαίνει και με τον αντίστοιχο ολοκληρωτισμό των επιμέρους τρομοκρατικών κινημάτων, τα οποία αναπτύσσονται, παγκοσμίως, ανεξάρτητα μάλιστα από θρησκευτικές καταβολές και υποκινήσεις. Κάποιοι, και δεν είναι λίγοι, πιστεύουν πως η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία έχει «θριαμβεύσει». Και αυτή η ανιστόρητη πλάνη των ιδεών υποσκάπτει, ανεπανόρθωτα, τα θεμέλια της Ιστορίας, του Ανθρωπισμού και της Δημοκρατίας. Με άλλα λόγια, αυτού τούτου του Πολιτισμού μας.

2. Με βάση αυτές τις ψευδαισθήσεις δημιουργείται το ετερόκλητο ψηφιδωτό των ευρωσκεπτικιστών οι οποίοι -συνειδητώς ή ασυνειδήτως, δεν έχει σημασία- αμφισβητούν την αδήριτη ανάγκη της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και της ολοκλήρωσης του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος διερωτώμενοι, υποκριτικώς και ανιστορήτως:

α) Αφού η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία ως μέθοδος θεσμικώς ρυθμισμένης κρατικής οργάνωσης έχει επικρατήσει στην Ευρώπη, γιατί να μην γυρίσουμε πίσω στο Έθνος-Κράτος; Εκείνο που ξεκίνησε μετά την δημιουργία της Ελλάδας, ως πρώτου Έθνους-Κράτους στην Ευρώπη, με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830, και το οποίο έκτοτε αποτέλεσε την αφετηρία της απαλλαγής της Ευρώπης από τις δυναστείες των Ευρωπαϊκών Αυτοκρατοριών και των Ευρωπαϊκών Βασιλείων; Μήπως, κατά συνέπεια, πρέπει να στηρίξουμε το Έθνος-Κράτος και την θεσμική και πολιτική του ταυτότητα και να αφήσουμε την, ήδη αποτυχημένη, Ευρωπαϊκή Ένωση στον περιθωριακό ρόλο μιας θεσμικής και πολιτικής οντότητας, η οποία έχει ως ιστορικώς νομιμοποιημένο ρόλο την απλή εγγύηση της ύπαρξης των Κρατών-Μελών της, άρα τον ρόλο μιας χαλαρής συνομοσπονδίας στα όρια ενός θεσμικού και πολιτικού συμβολισμού, με καλλωπισμένες αναφορές παρελθόντος και επιφανειακές υπομνήσεις μέλλοντος;

β) Τα δυσοίωνα σημάδια μιας τέτοιας νοοτροπίας πυκνώνουν τόσο περισσότερο πάνω από τον ουρανό της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο όχι μόνον ορισμένες, άκρως ελλειμματικές ως προς την ευρωπαϊκή τους παιδεία, ηγεσίες Κρατών-Μελών της ενστερνίζονται τις ως άνω απόψεις. Αλλά ακόμη και τα Ανώτατα Δικαστήρια ισχυρών Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης θέτουν, με ολοένα και πιο ριζοσπαστικές τάσεις της νομολογίας τους, στο περιθώριο το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και το αντίστοιχο Ευρωπαϊκό Κεκτημένο, προβάλλοντας απέναντί τους την προτεραιότητα της ανάγκης υπεράσπισης της «συνταγματικής ταυτότητας» αυτών των Κρατών-Μελών. Και το χειρότερο είναι ότι τέτοιες τάσεις κινδυνεύουν να καταστούν ένα είδος προτύπου και για άλλα Κράτη-Μέλη, μέσα από την επιτήδεια αξιοποίησή τους εκ μέρους των εντός αυτών ευρωσκεπτικιστικών κύκλων.

γ) Στην δημιουργία αυτού του θεσμικού και πολιτικού τέλματος για την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι αμελητέα η ευθύνη των Θεσμών της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως δε του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Και τούτο, διότι ουδέποτε συνειδητοποίησαν ειλικρινώς την επιτακτική ανάγκη θέσπισης ενός Ευρωπαϊκού Συντάγματος, ικανού να θεμελιώσει την Ευρωπαϊκή Ένωση πάνω στην βάση της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, με μια Έννομη Τάξη η οποία μπορεί να εγγυηθεί, όπου τούτο είναι απαραίτητο, την υπεροχή του Ευρωπαϊκού Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, φυσικά σεβόμενη τον πυρήνα της Κυριαρχίας των Κρατών-Μελών. Mea culpa, όπως την διατυπώνει επ’ εσχάτων ιδίως το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάθε φορά που τα επιμέρους Ανώτατα Δικαστήρια Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αμφισβητούν, εμμέσως ή και ευθέως, την δικαιοδοσία του, καθώς προαναφέρθηκε.

3. Όλα τα προεκτεθέντα συμπτώματα που τροφοδοτούν το άδειο πολιτικό δισάκι των ευρωσκεπτικιστών -δοθέντος μάλιστα ότι διακρίνονται για την έφεσή τους σε ό,τι αφορά την αποθέωση των λέξεων και, αντιθέτως, την αποκαθήλωση των ιδεών- αναδεικνύουν μια μεγάλη αλήθεια, η οποία κινδυνεύει να παρασύρει την Ευρωπαϊκή Ένωση στο περιθώριο ή ακόμη και στον τελικό μαρασμό της. Κουραστικά, ίσως εμμονικά, θα επαναλάβω τα εξής: Το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης αφορά αυτό τούτο το μέλλον της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας και του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Κατά συνέπεια, αφορά όχι μόνο τα Κράτη-Μέλη της αλλά ολόκληρη την Ανθρωπότητα, όταν μάλιστα συνειδητοποιούμε καθημερινά τις περιπέτειες του Ανθρώπου, του Ανθρωπισμού, της Ειρήνης, της Δικαιοσύνης, ιδίως δε της Κοινωνικής Δικαιοσύνης, σε πλανητικό επίπεδο.

α) Ο Θουκυδίδης έγραψε την ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου ως «κτμα τε ς αε μλλον γώνισμα ς τ παραχρμα κούειν» (Ιστορίαι, 1.22.4). Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες επισήμανε ότι «η ιστορία είναι θεματοφύλακας μεγάλων πράξεων, μάρτυρας του παρελθόντος, παράδειγμα και δάσκαλος για το παρόν και μεγάλος σύμβουλος για το μέλλον». Τέλος, ο Λαμαρτίνος συμπύκνωσε όλες αυτές τις μεγάλες αλήθειες στο απόφθεγμα: «Η ιστορία διδάσκει τα πάντα, ακόμη και το μέλλον». Αυτή την αλήθεια δεν θέλουν, είτε από άγνοια είτε από ανομολόγητες προθέσεις, να κατανοήσουν και να υπηρετήσουν σήμερα οι ευρωσκεπτικιστές, όταν αμφισβητούν την ανάγκη της ολοκλήρωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με όχημα την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, στην βάση της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Όταν δηλαδή μάχονται για την, σχεδόν πλήρη, αναβίωση του Έθνους-Κράτους αφού πλέον, φυσικά υπό όρους ψευδαισθήσεων που υπονομεύουν και το δικό τους μέλλον, δεν θεωρούν χρήσιμη μια Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία πρέπει να εκχωρήσουν τα απαραίτητα και για την επιβίωσή της και για την ολοκλήρωσή της. Προφανώς οι σύγχρονοι, ίσως πιο αμετανόητοι από τους προγόνους τους, ευρωσκεπτικιστές φαντάζονται το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα θεμελιωμένο όχι πάνω στον γρανίτη της πίστης για το αυθεντικό Ευρωπαϊκό Ιδεώδες, αλλά πάνω στην κινούμενη άμμο του εντελώς στρεβλώς δομημένου εθνοκεντρικού τυχοδιωκτισμού τους.

β) Αυτή η ψευδαίσθηση των ευρωσκεπτικιστών περί ολοκληρωτικής αυτάρκειας του Έθνους-Κράτους για το μέλλον παραπέμπει -σίγουρα με αρκετή δόση υπερβολής, πλην όμως υπό όρους διδακτικού αναστοχασμού, με βάση το παρελθόν- σε παλιότερες εθνολογικές έρευνες για κάποιες, απομακρυσμένες από τον υπόλοιπο κόσμο, φυλές ιθαγενών οι οποίες, όταν είχαν εξασφαλίσει αλιευτικά αποθέματα για αρκετό καιρό, εγκατέλειπαν δίχως συντήρηση τις πρόχειρες πιρόγες του ψαρέματος, επειδή θεωρούσαν ότι τους ήταν πια άχρηστες και όταν, ύστερα από καιρό, θα τις είχαν ξανά ανάγκη μπορούσαν να κατασκευάσουν άλλες. Ίσως μάλιστα τέτοιες ψευδαισθήσεις εξηγούν και το γιατί οι δήθεν διανοούμενοι του συγκεκριμένου ευρωσκεπτικισμού αποτελούν, πραγματικά, πρότυπα μετριότητας. Ο λόγος τους, σε επίπεδο φιλοσοφίας και πράξης, στηρίζεται αποκλειστικώς και μόνο στην φιλισταϊκή απόλαυση της ηδονής των λέξεων και στην επέκεινα ανίερη εκμετάλλευση της «ιδιοφυίας του καθημερινού». Ήτοι της δήθεν ιδιοφυίας που διακρίνει τους μετρίους, στον αγώνα για την καθημερινή τους προβολή, από τους πραγματικά ιδιοφυείς, οι οποίοι εκ φύσεως αναζητούν την αναλογούσα στον Άνθρωπο αιωνιότητα υπερασπιζόμενοι, με συνέπεια και πολλές φορές με μεγάλο κόστος, τις αρχές και τις αξίες που ενστερνίζονται διαχρονικώς, ακριβώς υπό τους όρους που εξέθεσε στον «Ηρόστρατο» ο Φερνάντο Πεσσόα («Ηρόστρατος. Η αναζήτηση της αθανασίας»).

4. Ολοκληρώνοντας την ανάλυση για τα έργα και τις ημέρες των σύγχρονων ευρωσκεπτικιστών, οι οποίοι δεν μπορούν να αντιληφθούν και να εκτιμήσουν την ιστορική διαδρομή και την αποστολή της ολοκληρωμένης Ευρωπαϊκής Ένωσης, ύστερα από την συντέλεση της πλήρους Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, χρήσιμο -μάλλον δε επιβεβλημένο- είναι το να κατανοούμε όλοι, όσοι βιώνουμε ειλικρινώς την αγωνία της επιτακτικής ανάγκης ολοκλήρωσης του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος και της εμπέδωσης του Ευρωπαϊκού Ιδεώδους, ότι πρέπει να τους υπενθυμίζουμε, αδιαλείπτως και εμπράκτως, μεταξύ άλλων και τα εξής:

α) Όταν η Ιστορία κλείνεται ερμητικά στο στεγανό ντουλάπι του χρόνου, ως δήθεν περιττό βάρος στην πορεία προς το μέλλον, μαζί της παραμένουν περιθωριοποιημένες και ανενεργές, συντηρημένες δίχως ικμάδα στην ναφθαλίνη της μνήμης, τόσο οι διαδρομές των γεγονότων που την συνέθεσαν όσο και οι εμπειρίες, οι οποίες έχουν συναχθεί από αυτά. Τότε η Ιστορία παύει να διδάσκει και ο Άνθρωπος, μοιραίως, θύμα της αμνησίας του είναι έτοιμος να διαπράξει, δίχως επίγνωση, τα ίδια λάθη. Όμως στην ταραγμένη εποχή μας έχουν αρχίσει να επιβάλλονται -απέναντι στις απείρως περισσότερες, πραγματικά ευεργετικές για τον Άνθρωπο και για τις αντίστοιχες μεγάλες μελλοντικές του φωτεινές κατακτήσεις, πλευρές- ορισμένες σκοτεινές πτυχές ιδίως της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης και της Τεχνολογικής Επανάστασης. Πτυχές, οι οποίες μπορούν εύκολα να καταφέρουν εναντίον της Ανθρωπότητας πλήγματα σαφώς πιο επώδυνα και καταστροφικά σε σχέση με το παρελθόν, απώτερο και, κυρίως, πρόσφατο.

β) Ας μην αυταπατώμεθα. Λίγα μόνο χρόνια αρκούν για να περάσουμε, μέσα από την ύπουλη αταραξία του τέλματος της ψευδοστωϊκής αμεριμνησίας και του επιμηθεϊκού εφησυχασμού, από την όχθη των anni mirabiles στην απέναντι όχθη των anni horribiles, βιώνοντας μιαν άλλη μορφή bellum omnium contra omnesγια να θυμηθούμε τις διδαχές του Thomas Hobbes– και, ταυτοχρόνως, επιλέγοντας τον ολισθηρό κατήφορο εγκατάλειψης των έως τώρα έργων του homo sapiens.

β1) Και μάλιστα των έργων εκείνων τα οποία μπορούν να οδηγήσουν, με όποια ασφάλεια είναι επί γης νοητή, τον Άνθρωπο προς τον ιδανικό προορισμό του. Τον προορισμό της αυτογνωσίας και της αναζήτησης της κάθε μορφής Αλήθειας, έστω και ως οριακού για τα ανθρώπινα δεδομένα μεγέθους, πλην όμως ικανού να απελευθερώσει τον Άνθρωπο από τα δεσμά της, δήθεν, κατεστημένης γνώσης. Καθώς και από το εφιαλτικό ενδεχόμενο της διακινδύνευσης που συνεπάγεται μία υπό εκκόλαψη νεότευκτη βαρβαρότητα, η οποία φιλοδοξεί να αποθεώσει την απειλή του φόβου και, εντέλει, της αβεβαιότητας.

β2) Δεν έχουμε το δικαίωμα να ξεχνάμε ότι ο homo sapiens καταξιώθηκε μόνον αφότου νίκησε την αβεβαιότητα ως προς το τι οφείλει να υπηρετήσει εν ζωή. Πρόκειται, αναμφισβήτητα, για ένα βαρύ χρέος το οποίο, εκ καταγωγής, φέρνει τον Άνθρωπο, πάντοτε ως homo sapiens, νομοτελειακώς απέναντι στους μετρίους και στην μετριότητα, άρα και απέναντι στην ανυπόφορη κενότητα των αλαζόνων και της αλαζονείας. Επιπροσθέτως δε επισημαίνεται ότι ούτως ή άλλως η κατά τ’ ανωτέρω αναζήτηση της Αλήθειας υπό επιστημονικούς όρους βασίζεται όχι στην επανάπαυση για όσα έχουν ήδη επιστημονικώς τεκμηριωθεί, αλλά στην διαρκή εγρήγορση ως προς το ενδεχόμενο της επιλάθευσής τους, ήτοι της ενδεχόμενης διάψευσής τους. Κατά τούτο δε, και πάντοτε από επιστημονική έποψη, η αναζήτηση της Αλήθειας καταξιώνεται –όσο μπορεί να καταξιωθεί- όχι μέσα από τον άγονο θερισμό βεβαιοτήτων αλλά, πολύ περισσότερο, μέσα από την γόνιμη σπορά αμφιβολιών ως προς εκείνο το οποίο έχει θεωρηθεί μέχρι τούδε γνωστό.

Επίλογος

Εν είδει επιλόγου συμπεραίνω ότι δεν πρέπει να συμβιβασθούμε με ένα τέτοιο «μετέωρο βήμα» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και ότι, συνακόλουθα, πρέπει να δείξουμε την αποφασιστικότητά μας μπροστά στους κινδύνους οι οποίοι απειλούν, ευθέως και απροκαλύπτως πλέον, τους βασικούς θεσμούς της. Δηλαδή μπροστά στους κινδύνους που κατευθύνονται εναντίον της Ελευθερίας και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Α. Καιρός να συνειδητοποιήσουμε ότι αν, από την μοιραία κόπωση που θα επιφέρει αυτό το «μετέωρο βήμα», κλονισθούν οι αντηρίδες της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, έως το σημείο μάλιστα της απώλειας της θεσμικής και πολιτικής της στήριξης, τα μεγάλα και σημαντικά επιτεύγματα τα οποία έχει καταφέρει ο Άνθρωπος θα κλονισθούν αντιστοίχως και αναλόγως. Και το χειρότερο είναι ότι ο κλονισμός αυτός θα επισυμβαίνει μάλλον ανεπαισθήτως, έτσι ώστε αν και όταν ο Άνθρωπος επιχειρήσει να συνέλθει από το χρόνιο μιθριδατικό του σύνδρομο θα είναι πολύ αργά. Η in integrum restitutio των θεσμών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας θα φαντάζει έργο που υπερβαίνει πια τις ανθρώπινες δυνάμεις. Τα «λουλούδια του κακού» -για να θυμηθούμε τον Charles Baudelaire– όχι απλώς θα έχουν ανθίσει, αλλά και θα έχουν παραγάγει τους τοξικούς καρπούς τους για την Δημοκρατία και την Ελευθερία. Ο χρόνος που έχουμε μπροστά μας δεν είναι πια πολύς. Είναι όμως επαρκής για να επιτελέσουμε το δημοκρατικό μας χρέος απέναντι στον εαυτό μας και απέναντι στο κοινωνικό σύνολο, έτσι ώστε να επουλώσουμε τα μεγάλα ρήγματα στο τείχος υπεράσπισης της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Ως υπεύθυνη και δημοκρατικώς γρηγορούσα Κοινωνία των Ελλήνων και των Ευρωπαίων Πολιτών ας αφήσουμε, μια για πάντα, πίσω το συνακόλουθο «μετέωρο βήμα» της αδιαφορίας και της ανευθυνότητας και ας ανταποκριθούμε, συλλογικώς και δίχως δισταγμούς, στο στίχο-κέλευσμα του Οδυσσέα Ελύτη, από την «Μαρία Νεφέλη»: «Κάνε άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά». Αυτός ο στίχος-κέλευσμα απευθύνεται πρωτίστως στην Ελληνική Κοινωνία των Πολιτών -φυσικά ως μέρους, με πρωταγωνιστικό όμως ρόλο, της ευρύτερης Κοινωνίας των Ευρωπαίων Πολιτών- όχι μόνο διότι προέρχεται από έναν παγκοσμίως καταξιωμένο Έλληνα ποιητή, όπως παραμένει διαχρονικώς ο Οδυσσέας Ελύτης. Αλλά και διότι η Χώρα μας, η Ελλάδα, οφείλει να πρωτοστατεί στην ολοκλήρωση του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος. Ας μην ξεχνάμε, μεταξύ άλλων, ότι ο Ελληνικός Πολιτισμός ήταν και παραμένει στο διηνεκές η βάση του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Καθώς και ότι, κατά γενική πλέον ομολογία, δίχως την Ελλάδα η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα είναι αυτή που μπορεί να ανταποκριθεί στις μεγάλες προκλήσεις του μέλλοντος οι οποίες, και κατά τα προεκτεθέντα, αντιστοιχούν στην ενδεδειγμένη για την καταξίωση του Ανθρώπου σύμφωνα με τον προορισμό του δημοκρατική και πολιτισμική προοπτική της Ανθρωπότητας. Τούτο δε οφείλεται, σε μέγιστο βαθμό, στις αρχαίες ρίζες του Ελληνικού Πολιτισμού, οι οποίες μπόλιασαν στην διάρκεια αιώνων τον Πολιτισμό της Ευρώπης. Πρόκειται για τις ρίζες του μύθου, ενός κόκκου αλήθειας χαμένου στα βάθη του χρόνου, ο οποίος προεχόντως μέσω της αρχαίας τραγωδίας όχι μόνον αναδύθηκε στην επιφάνεια της χρονικής συνέχειας. Αλλά και αποτέλεσε την αφετηρία και το λίκνο διδαγμάτων ανθρώπινης συμπεριφοράς, αντάξιας της εγγενούς ανθρώπινης αποστολής, ακόμη και όταν η ειμαρμένη είχε, αμετάκλητα, στραφεί εναντίον του Ανθρώπου ο οποίος δεν δέχθηκε να γίνει έρμαιο της τύχης, αλλά αγωνίσθηκε έως το τέλος για να την υπερβεί. Υπ’ αυτό το πρίσμα και νόημα, και στο πλαίσιο των προταγμάτων του Ελληνικού Πολιτισμού, η Ελληνική Κοινωνία των Πολιτών μπορεί και πρέπει να δείξει τον δρόμο στην Κοινωνία των Ευρωπαίων Πολιτών προς την ασυμβίβαστη υπεράσπιση της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, επέκεινα δε προς την υπεράσπιση του Ανθρώπου, της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας.

Β. Την σημασία της Κοινωνίας των Πολιτών στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναδεικνύει εναργώς και η όλη θεσμική της κατοχύρωση από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, και δη από το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Αρκεί να αναλογισθούμε ότι κατά την Συνθήκη για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) θεσμοθετείται ad hoc και ένα είδος εκπροσώπου της Κοινωνίας των Πολιτών εντός του πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόκειται για την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, όπως οργανώνεται και λειτουργεί κυρίως με βάση τις διατάξεις των άρθρων 301 επ. της ΣΛΕΕ. Πέραν δε τούτου ιδιαιτέρως διαφωτιστικές για την κατά το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο σημασία της εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης λειτουργίας της Κοινωνίας των Πολιτών είναι και οι διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 1 της ΣΛΕΕ. Κατά τις διατάξεις αυτές, «προκειμένου να προωθήσουν την χρηστή διακυβέρνηση και να διασφαλίσουν την συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών, τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης διεξάγουν τις εργασίες τους όσο το δυνατόν πιο ανοιχτά». Ενώ σύμφωνα με την ειδική πρόβλεψη των διατάξεων του άρθρου 15 παρ. 3 της ΣΛΕΕ, «κάθε πολίτης της Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο κατοικεί ή έχει την καταστατική έδρα του σε ένα κράτος μέλος έχει δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, ανεξαρτήτως υποθέματος, με την επιφύλαξη των αρχών και των προϋποθέσεων που θα καθορισθούν σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο». Με βάση τις προεκτεθείσες διατάξεις της ΣΛΕΕ έχει γίνει δεκτό ότι κατά το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο ο θεσμός της Κοινωνίας των Πολιτών είναι ευθέως αναγνωρισμένος και έχει κριθεί πολλαπλώς αναγκαίος μεταξύ άλλων και για την ορθή διακυβέρνηση εντός του πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ορθή διακυβέρνηση, η οποία καθίσταται εφικτή κατά κύριο λόγο δια του ανοιχτού διαλόγου με τις κατ’ ιδίαν οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται π.χ. Κοινωνικοί Εταίροι, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και οργανώσεις βάσης, με σπουδαιότερα παραδείγματα εκείνα της Νεολαίας και των Ομάδων Οικογενειών.

* Πρβλ., ως προς ορισμένα σημεία του κειμένου αυτού, προηγούμενες αναλύσεις που εκτίθενται στις μελέτες μου «Το μετέωρο βήμaτης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας», εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2021, ιδίως σελ. 50 επ. και 239 επ. και «Η διαχρονική “οφειλή” της Ευρώπης στην Ελλάδα. Το “δάνειο-δωρεά” του Ελληνικού Πολιτισμού», εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2022, ιδίως σελ. 203 επ.

Το συνταγματικό πλαίσιο της ποινικής δίωξης των υπουργών

Σπύρος Βλαχόπουλος, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ

Συνέντευξη στον Βασίλη Σκουρή, στο dnews

1. Είναι ορθό στην υπό σύσταση Προανακριτική για τα Τέμπη να ακολουθηθεί ό,τι έγινε στην περίπτωση του κ. Τριαντόπουλου; Ή μια τέτοια εξέλιξη αντίκειται στο Σύνταγμα; Και γιατί;

Στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση θα πρέπει να αλλάξει το άρθρο 86 του Συντάγματος περί της ποινικής ευθύνης των υπουργών. Όσο όμως υφίσταται η ισχύουσα συνταγματική ρύθμιση, αυτή θα πρέπει να γίνει σεβαστή και να ακολουθηθούν όλα τα διαδικαστικά στάδια που προβλέπει. Η εφαρμογή του Συντάγματος δεν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των κομμάτων. Ούτε νοείται «α λα καρτ» εφαρμογή του. Αλλιώς το Σύνταγμα μετατρέπεται σε ένα «ευχολόγιο» και οι διατάξεις του σε απλές υποδείξεις. Ομοίως η τήρηση της συνταγματικής διαδικασίας δεν εναπόκειται στη βούληση του εκάστοτε ερευνώμενου υπουργού, όσο δικαιολογημένη και εάν είναι η επιθυμία του να ολοκληρωθεί σύντομα η ψυχοφθόρα διαδικασία και να κριθεί γρήγορα από τους δικαστές. Συνεπώς, κατά την άποψή μου, επιβάλλεται η τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 86 του Συντάγματος και η λειτουργία της επιτροπής που αυτό προβλέπει με την υποβολή εμπεριστατωμένου πορίσματος. Όλα αυτά δεν είναι ούτε τυπολατρικά ούτε «νομικίστικα». Άλλωστε, η κρίση του αντιπροσωπευτικού μας συστήματος οφείλεται και στην επιλεκτική εφαρμογή των συνταγματικών διατάξεων.

2. Οι κατηγορίες πώς θα αποφασιστούν;  Θα αποφασιστούν μόνο για τα δύο συγκεκριμένα πρόσωπα (Κ.Αχ. Καραμανλή και Χρ. Σπίρτζη); Και σε ποιες περιπτώσεις μπορεί ο ανακριτής ή το δικαστικό συμβούλιο να προσθέσουν και άλλα πρόσωπα;

To Σύνταγμά μας στο σημείο αυτό είναι απολύτως σαφές: Το άρθρο 86 προβλέπει ότι μόνον η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Προβλέπει επίσης ότι δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση κατά υπουργών για αδικήματα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεν επιτρέπεται χωρίς προηγούμενη απόφαση της Βουλής. Συνεπώς, εάν τεθούν υπόψη του ανακριτή ή του δικαστικού συμβουλίου στοιχεία που ενδεχομένως θεμελιώνουν ποινική ευθύνη και άλλων πολιτικών προσώπων (υπουργών ή διατελεσάντων υπουργών), οφείλουν να παραπέμψουν τα στοιχεία αυτά στη Βουλή, η οποία είναι η μόνη αρμόδια για να ασκήσει ή να μη ασκήσει ποινική δίωξη.

3.Έχει συζητηθεί , μήπως εξακολουθεί να ισχύει για τους κ. Κ.Αχ. Καραμανλή και Χρ. Σπίρτζη η ειδική αποσβεστική προθεσμία που προέβλεπε το άρθρο 86 του Συντάγματος, επειδή δεν άλλαξε ο νόμος περί ευθύνης υπουργών. Υπάρχει όντως τέτοιο θέμα;

Το άρθρο 86 του Συντάγματος πριν από την τελευταία του αναθεώρηση το 2019 προέβλεπε ότι η Βουλή μπορούσε να ασκήσει την αρμοδιότητά της για την ποινική δίωξη υπουργών μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος. Η σύντομη όμως αυτή αποσβεστική προθεσμία καταργήθηκε με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019 και έτσι πλέον τα αδικήματα που τελούνται από υπουργούς υπόκεινται στις κοινές διατάξεις περί παραγραφής. Το γεγονός ότι δεν τροποποιήθηκε αντιστοίχως και ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, κατά την άποψή μου δεν δημιουργεί πρόβλημα, αφού η ειδική αποσβεστική προθεσμία έχει καταργηθεί εκ του Συντάγματος και το Σύνταγμα υπερισχύει του κοινού νόμου. Για λόγους όμως ασφάλειας του δικαίου, είναι εύλογο η συνταγματική κατάργηση της ειδικής αποσβεστικής προθεσμίας να αποτυπωθεί και ρητώς στο κείμενο του νόμου περί ευθύνης υπουργών, με τη διευκρίνιση όμως ότι η κατάργηση της ειδικής αποσβεστικής προθεσμίας έχει ήδη επέλθει με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019.

4. Ο κ. Σπίρτζης ζητάει να δικαστεί. Υπάρχει τρόπος αυτό να συμβεί ακόμα και αν οι ευθύνες του έχουν παραγραφεί;

Προκειμένου να μην παραμένουν «σκιές» ούτε στην πολιτική ζωή της Χώρας ούτε στην τιμή κάποιων πολιτικών προσώπων, το άρθρο 86 του Συντάγματος έχει προβλέψει τη δυνατότητα διερεύνησης μιας υπόθεσης, ακόμα και εάν έχει παραγραφεί το σχετικό αδίκημα. Ορίζει ειδικότερα η παρ. 5 του άρθρου 86 του Συντάγματος: «Αν για οποιονδήποτε άλλο λόγο, στον οποίο περιλαμβάνεται και η παραγραφή, δεν περατωθεί η διαδικασία που αφορά δίωξη κατά προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, η Βουλή μπορεί, ύστερα από αίτηση του ίδιου ή των κληρονόμων του, να συστήσει ειδική επιτροπή στην οποία μπορούν να μετέχουν και ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί για τον έλεγχο της κατηγορίας».

5. Με τους υπό κατηγορία Γενικούς Γραμματείς τι προβλέπεται;

Αίροντας σχετικές αμφιβολίες που υπήρχαν παλαιότερα, το Σύνταγμά μας ορίζει πλέον ρητώς ότι μαζί τους υπουργούς ή τέως υπουργούς δικάζονται και τα υπόλοιπα πρόσωπα που διερευνώνται ποινικά στο πλαίσιο της ίδιας υπόθεσης. Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 86 παρ. 4 του Συντάγματος: «Σε περίπτωση παραπομπής προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου συμπαραπέμπονται και οι τυχόν συμμέτοχοι, όπως νόμος ορίζει».

6. Στην αναθεώρηση του Συντάγματος τι πρέπει να προβλεφτεί κ. καθηγητά; 

Η ανάμιξη της Βουλής στην ποινική δίωξη των υπουργών θα πρέπει να καταργηθεί στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση για πολλούς λόγους: Καταρχάς, δεν συντρέχουν πλέον οι λόγοι που δικαιολογούσαν στο παρελθόν την άσκηση της ποινικής δίωξης από τη Βουλή. Τότε δηλαδή που δεν είχε καθιερωθεί ακόμη η κοινοβουλευτική ευθύνη των υπουργών και η αναζήτηση της υπουργικής ποινικής ευθύνης από τη Βουλή λειτουργούσε ως υποκατάστατο της κοινοβουλευτικής ευθύνης. Σήμερα όμως έχουμε ένα ολοκληρωμένο σύστημα πολιτικής και κοινοβουλευτικής ευθύνης των μελών της Κυβέρνησης. Υπάρχουν και άλλοι λόγοι, οι οποίοι επιβάλλουν την απεμπλοκή της Βουλής από τη διαδικασία της ποινικής δίωξης των υπουργών: Η κρίση για το εάν κάποιος παραβίασε τους ποινικούς νόμους είναι αμιγώς νομική κρίση και δεν μετατρέπεται σε πολιτική επειδή ο φερόμενος ως παραβάτης είναι υπουργός. Όπως παρατηρούσε το 1891 ο Χαρίλαος Τρικούπης ενώπιον της Βουλής: «Κατηγορούμενος θα είμαι ενώπιον της δικαστικής αρχής. Ενώπιον υμών είμαι βουλευτής και ως βουλευτής ήλθον, ίνα ελέγξω τα παρ’ υμών τελούμενα και κατηγορήσω τους διέποντας τα καθ’ υμάς». Αξίζει να σημειωθεί ότι σήμερα στην Ευρώπη η κατεύθυνση είναι προς την απεμπλοκή της Βουλής από την αναζήτηση των υπουργικών ποινικών ευθυνών. Βέβαια, πολλοί φοβούνται ότι εάν ανατεθεί εξ ολοκλήρου η ποινική διαδικασία κατά υπουργών στους δικαστές, τότε θα ασκούνται με πολύ μεγάλη ευκολία ποινικές διώξεις και ο υπουργός που θα θέλει να κάνει τη δουλειά του και να έρθει σε ρήξη με συμφέροντα, θα είναι εκτεθειμένος. Ωστόσο, είναι λογικό να λέμε ότι δεν εμπιστευόμαστε τον δικαστή και εμπιστευόμαστε τον πολιτικό μας αντίπαλο; Εάν υπάρχει πρόβλημα λόγω της υπερβολικά εύκολης άσκησης ποινικών διώξεων γενικότερα, δεν είναι προτιμότερο να επιλύσουμε το πρόβλημα αυτό για όλους, αντί να προστατεύσουμε μόνον τους υπουργούς; Επιβάλλεται λοιπόν η αναθεώρηση του Συντάγματος και η ανάθεση της αρμοδιότητας της άσκησης της ποινικής δίωξης σε ανώτερους εισαγγελικούς λειτουργούς. Η λύση αυτή εμφανίζει και το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι αποκαθιστά την αρχή της ισότητας και εμπεδώνει το αίσθημα ισονομίας στους πολίτες.

 

 

Το κράτος δικαίου στον αστερισμό της ευρωπαϊκής οικονομίας και πολιτικής. Οι συνέπειες για τη δημοκρατία και τα κράτη μέλη*

Πέτρος Στάγκος, Ομότιμος καθηγητής Α.Π.Θ., Νομική Σχολή

Διάγραμμα

Ι. Εισαγωγικά: το κράτος δικαίου μεταξύ ευρωπαϊκής …σφύρας (οικονομικής διακυβέρνησης) και άκμονος (πολιτικής)

ΙΙ. Η θέση της εξίσωσης «κράτος δικαίου-δικαστικό σύστημα» εντός της Ευρώπης των αριθμών

ΙΙΙ. Η ενωσιακή συμβολή στην «οικονομικοποίηση» του κράτους δικαίου: από τη ρητορεία στην πράξη

IV. H επιβεβαίωση από το ΔΕΕ της «οικονομικοποίησης» του κράτους δικαίου και η εισαγωγή της παραμέτρου της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων

V. Οι κυρώσεις επί παραβιάσεων του κράτους δικαίου στο κράτος μέλος και η άλωση του νομικού από το πολιτικό

VI. Ο ενωσιακός δικαστής μπροστά στην πολιτικοποίηση της επιβολής κυρώσεων επί των εκτροπών του κράτους δικαίου σε κράτος μέλος

VIΙ. Συμπερασματικά: η ευρωπαϊκή επίνευση στην αγωνία και τους αγώνες για τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου στην εθνική κλίμακα

Ι.

Εισαγωγικά: το κράτος δικαίου μεταξύ ευρωπαϊκής …σφύρας (οικονομικής διακυβέρνησης) και άκμονος (πολιτικής)

Περίοπτη θέση στην γενική εισαγωγή, την οποία προτάσσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις ετήσιες εκθέσεις της για την κατάσταση που επικρατεί στο κράτος δικαίου σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καταλαμβάνουν οι αριθμητικοί δείκτες του βαθμού συμμόρφωσης των κρατών μελών στις συστάσεις της Επιτροπής,oι οποίες γίνονται προς την κατεύθυνση της βελτίωσης της κατάστασης σε επιμέρους εκφάνσεις του κράτους δικαίου για κάθε κράτος μέλος. Στην έκθεση του 2023 αναφερόταν ότι δόθηκε συνέχεια «σε σχεδόν» το 65%» των συστάσεων που είχαν εκδοθεί το 2022, ενώ στην έκθεση του 2024 διαπιστώνεται ότι το ποσοστά αυτό αυξήθηκε στο 68% των συστάσεων που είχαν εκδοθεί το 2023.1 Η ορολογία των συστάσεων μετέρχεται, και αυτή, αφηρημένους -πλέον- ποσοτικούς δείκτες: η κλίμακα της συμμόρφωσης ξεκινά από την πλήρη συμμόρφωση, περνά στη «σημαντική πρόοδο» (significant progress) και την «κάποια πρόοδο» (some progress), για να καταλήξει στην ανυπαρξία προόδου (no progress). Η ελληνική κυβέρνηση, στις δημόσιες τοποθετήσεις που έκανε επ’ αφορμή της έκθεσης του 2024 για την κατάσταση του κράτους δικαίου στη χώρα, ασπάστηκε, με τον τρόπο της, την «ποσοτικοποίηση» της συμμόρφωσης στις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκθειάζοντας το γεγονός ότι «μειώθηκαν, από 5 που ήταν πέρσι, στις 4 οι κατηγορίες [οι επιμέρους διαστάσεις και θεσμοί του κράτους δικαίου] στις οποίες δέχτηκε συστάσεις από την Επιτροπή».2

Η ορολογία αυτή είναι ένας μακρινός απόηχος κι ένα πολύ μικρό δείγμα γραφής δημόσιου λόγου και δημόσιων αποφάσεων που επικρατούν στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο ανεπτυγμένο, καπιταλιστικό κόσμο, δυνάμει των οποίων θεσμοί όπως αυτοί που θεωρείται ότι «στεγάζονται» κάτω από την έννοια του κράτους δικαίου, θεσμοί οι οποίοι κατεξοχήν προσφέρονται στην εκφορά στοχαστικού λόγου και ως εκ τούτου τίθενται απεριόριστα στη διάθεση της άσκησης της νομικής ερμηνείας, αποδίδονται στην διάθεση του αριθμήσιμου και στην ποσοτικοποίηση· «δραπετεύουν», έτσι, από το στοχασμό που μόνο η γλώσσα των γραμμάτων είναι σε θέση να εκφέρει και, κατά τούτο, περιβάλλονται με μια πρόσθετη δογματική ισχύ.3

Tην απόδοση θεσμών του κράτους δικαίου, όπως αυτοί λειτουργούν και βιώνονται στο εσωτερικό του εθνικού κράτους, στην επικράτεια των αριθμών, κατεξοχήν ενσαρκώνει η ανάδειξη των κρατικο-δικαιικών θεσμών σε αντικείμενο και πεδίο δράσης της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης και, μέσω αυτής, σε αληθινή, ευρωπαϊκή δημόσια πολιτική.4

H διακυβέρνηση της ΕΕ είναι εκείνη η μεθοδολογία επεξεργασίας και λήψης πολιτικών αποφάσεων, η οποία ισχύει σε κάθε τομέα αρμοδιότητας της Ένωσης (από τους τομείς υψηλής πολιτικής έντασης όπως είναι η εσωτερική αγορά και η oικονομική και νομισματική ένωση, μέχρι τους σχετικά νεοπαγείς και χαμηλής πολιτικής έντασης τομείς όπως είναι η παιδεία, ο πολιτισμός ή και ο αθλητισμός, ή μέχρις ένα τομέα μεσαίας έντασης, πλην όμως χρονικά πρωτοπόρου, όπως είναι η κοινωνική πολιτική) και συνενώνει στην επιδίωξη κοινών σκοπών διαφορετικά μέσα δράσης: τα αμιγώς νομικά «εργαλεία» του ενωσιακού δικαίου (τις νομικά δεσμευτικές και μη δεσμευτικές πράξεις που αναγγέλλονται στο άρθρο 288 ΣΛΕΕ) και τα μέσα περιγραφικού (descriptive, descriptif) και διαβουλευτικού (déliberatif, deliberative) χαρακτήρα, που είναι «γεννήματα και θρέμματα» της οικονομίας της αγοράς και απροκάλυπτα μεταφέρονται και ευδοκιμούν στην πολιτική αρένα. Κατά τούτο το χαρακτηριστικό της (το συνδυασμό μέσων δημόσιας δράσης με διακυμαινόμενη κανονιστικότητα και υποχρεωτική-καταναγκαστική ισχύ), η διακυβέρνηση στον ενωσιακό χώρο, όπως και στα εθνικά κράτη, έλκει την προέλευσή της από την επινόηση της διακυβέρνησης στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού, ως απάντηση στην απαίτηση η διαχείριση των δημόσιων ή ιδιωτικών πόρων και η αντίστοιχη συμπεριφορά των φορέων λήψης αποφάσεων εντός της οικονομίας της αγοράς να ανακατανέμουν την εξουσία προς όφελος της αποδοτικότητας (efficiency) και της αποτελεσματικότητας (effectiveness) των αποφάσεων, καθώς και -αν όχι κυρίως- της ευρείας κοινωνικής αποδοχής αυτών.5 Στο πλαίσιο της ΕΕ, όπου το πρότυπο της αυστηρά ιεραρχημένης κυβερνητικής εξουσίας, εκπροσωπούμενο από το κοινοτικό θεσμικό σύστημα, είναι εξίσου ισχυρά εδραιωμένο όσο και στις ΗΠΑ,6 η διακυβέρνηση παίρνει αισθητές αποστάσεις από το πρότυπο αυτό, εισάγοντας την πολλαπλότητα των επιπέδων στα οποία γίνεται η διαπραγμάτευση των αποφάσεων (εθνικό επίπεδο, υπό-εθνικό, υπερεθνικό, διακρατικό) (multilevel governance), τη διάχυση των ορίων μεταξύ της υπερεθνικής κυβέρνησης (Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Συμβούλιο) και της αγοράς, τη δημιουργία δικτύων σχέσεων μεταξύ των ποικιλώνυμων συμμετεχόντων (δημόσιου και ιδιωτικού χαρακτήρα) στην επεξεργασία των αποφάσεων και, το κυριότερο, τη χρήση μεθόδων διαβουλεύσεων και διαδράσεων που αρνούνται την ασάλευτη δεσμευτικότητα των τελικών αποφάσεων και το αυτονόητο και αυτόκλητο συμπλήρωμά της: την επιβολή κυρώσεων. Σε προσθήκη στους ποσοτικούς δείκτες και τα αριθμητικά δεδομένα, benchmarking, best practices, mainstreaming, pair review…, είναι μερικά από τα περιγραφικά και διαβουλευτικά μέσα άσκησης της σύγχρονης ευρωπαϊκής διακυβέρνησης, που εξυπηρετούν κατά βάση την πληροφόρηση και την άσκηση πειθούς, υπαγορεύονται από τις οργανωτικές εμπειρίες της οικονομίας της αγοράς7 και συμβιώνουν, «αγαστά», με τις κλασικές υποχρεωτικές πράξεις του ενωσιακού δικαίου και τις αποφάσεις επιβολής κυρώσεων, στο όνομα της ανάπτυξης ή της διευκόλυνσης συλλογικών δράσεων και του καθορισμό κοινών στόχων που επιδιώκονται στο ευρωπαϊκό επίπεδο.8

Η ανάδειξη του κράτους δικαίου σε αντικείμενο ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης και δημόσιας πολιτικής, συνέβη στη δεκαετία του 2010 και στο εξής, εντός και εξαιτίας ενός περιβάλλοντος αλλεπάλληλων κρίσεων διαφορετικής υφής -οικονομικής και πολιτικής-.

Ο θεσμός του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 1175/20119 σε συνέχεια και σε απάντηση στην κρίση του δημοσίου χρέους που (συγ)κλόνισε την Ένωση από το 2010 και στο εξής, είναι εκείνος που καταρχάς συμπεριέλαβε το κράτος δικαίου στο ρυθμιστικό πεδίο του, έχοντας καταρχήν ως προορισμό να συγχρονίσει τις διαδικασίες συντονισμού, επιτήρησης και αξιολόγησης των δημοσιονομικών, μακροοικονομικών και κοινωνικών πολιτικών των κρατών μελών, οι οποίες μέχρι τότε εναποτίθεντο σε δικές τους στοχεύσεις και μεθόδους και στα δικά τους νομικά «εργαλεία» και fora συζήτησης. Από τα πρώτα κιόλας χρόνια εφαρμογής του θεσμού του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, περιλήφθηκε σε αυτό η προβληματική του κράτους δικαίου, ιδιαίτερα μέσω της εκπόνησης των ετήσιων «Πινάκων πλοήγησης» (scoreboard, tableau de bord) -ή κατά την ελληνόγλωσση ορολογία των ετήσιων «Πινάκων αποτελεσμάτων»- για την κατάσταση που επικρατεί στον τομέα της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη, o οποίος, έτσι, «αναβιβάστηκε» σε κατάσταση ταυτολογίας με την έννοια και την αρχή του κράτους δικαίου.10 Της ένταξης του τομέα της δικαιοσύνης στα αντικείμενα του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου είχαν προηγηθεί πολυάριθμες μελέτες, που αποδείκνυαν ότι η αποδοτικότητα των δικαιοδοτικών συστημάτων ασκούσε καθοριστική επιρροή στις επιλογές των επενδυτών και, ευρύτερα, στις οικονομικές επιδόσεις των κρατών.11 Επί παραδείγματι, κατά την πρώτη χρονιά πλήρους εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου (στην οποία δεν είχε υπαχθεί η Ελλάδα, λόγω της εξειδικευμένης και αυξημένης ευρωπαϊκής εποπτείας που ασκούνταν επί της δημοσιονομικής της κατάστασης και στις μακροοικονομικές επιδόσεις της), εξειδικευμένες συστάσεις για τον τομέα της δικαιοσύνης είχαν διατυπωθεί από το Συμβούλιο ΕΕ στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου για την Ιταλία, από την οποία ζητούνταν «να μειώσει τη χρονική διάρκεια των δικαστικών διαδικασιών» και να «ενισχύσει το νομικό πλαίσιο καταπολέμησης της διαφθοράς, αναθεωρώντας, ιδίως, τις προθεσμίες παραγραφής», όπως και για την Μάλτα, η οποία καλούνταν να «βελτιώσει τη συνολική αποτελεσματικότητα του δικαστικού (της) συστήματος».12

Σχεδόν ταυτόχρονα με την κρίση του δημόσιου χρέους των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου και την ταχεία μετατροπή της σε κρίση της ευρωζώνης (αρχές της δεκαετίας του 2010), διαμορφώθηκαν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες, βαθμιαία, υπονομεύθηκε η υπόσταση και η λειτουργία του κράτους δικαίου σε συγκεκριμένα κράτη μέλη της ΕΕ -την Πολωνία και την Ουγγαρία-, πρωτίστως με τη μορφή της καταφοράς πληγμάτων στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, από πολιτικές δυνάμεις του λαϊκισμού, με σκοπό τη χειραγώγηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και την οικοδόμηση «α-φιλελεύθερων» (illiberal) καθεστώτων. Μπροστά στη μετεξέλιξη της υπονόμευσης του κράτους δικαίου στα εν λόγω κράτη μέλη σε κατεύθυνση που ακολουθούνταν από κομματικές δυνάμεις και κυβερνήσεις ενός καθόλου ευκαταφρόνητου αριθμού χωρών μελών, η Ένωση, δια των πρωτοβουλιών και των πολιτικο-νομικών αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και με την αναγκαία συνδρομή του Δικαστηρίου της ΕΕ και της νομολογίας που αυτό παρήγαγε, εργάστηκε για τη μετατόπιση της έννοιας του κράτους δικαίου: από μια νομική έννοια πολυσήμαντη -κατά θεωρία-,13 και αόριστη -κατά το άρθρο 2 ΣΕΕ (το οποίο, ωστόσο, αναδεικνύει το κράτος δικαίου, μαζί με άλλες «αξίες», σε «θεμέλιο της Ένωσης»14)-, προορισμένη να συγκεκριμενοποιείται μέσω μιας ούτως ή άλλως αναποτελεσματικής διαδικασίας επιβολής κυρώσεων εναντίον του παρεκτρεπόμενου κράτους μέλους (διαδικασία του άρθρου 7 ΣΕΕ),15 16 σε έννοια και δύναμη αντίστοιχα μονοσήμαντη και κανονιστικά εκφρασμένη, σε κάθε περίπτωση ταυτισμένη με την υπεράσπιση της φιλελεύθερης, αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας από τους εχθρούς της.

Υπό τις συνθήκες αυτές, από την Ένωση το κράτος δικαίου νοηματοδοτήθηκε ουσιαστικά ως αναπόσπαστο συμπλήρωμα της φιλελεύθερης δημοκρατίας, επειδή (επανα)διατυπώθηκε για να αντιταχθεί σε πολιτικά καθεστώτα -της Πολωνίας και της Ουγγαρίας- που υπονόμευαν τη φιλελεύθερη δημοκρατία στο εσωτερικό των χωρών τους. Οι πολιτικές και δικαστικές αποφάσεις της Ένωσης που ενσάρκωναν τη νοηματοδότηση αυτή επεδίωκαν, στην πράξη, να συμβάλλουν στην εγκαθίδρυση συνθηκών τέτοιων που να εγγυώνται τον διαρκή χαρακτήρα του κύριου γνωρίσματος της φιλελεύθερης δημοκρατίας, της πλειοψηφίας -που αποφασίζει και κυβερνά-, εις τρόπον ώστε η μειοψηφία να μπορεί να καταστεί, δια της οδού της δημοκρατικής συμμετοχής, πλειοψηφία. Τη διάρκεια στην αρχή της πλειοψηφίας την εγγυάται η πρόσβαση, σε ανεξάρτητους μηχανισμούς ελέγχου της νομιμότητας των αποφάσεων της κυβερνώσας πλειοψηφίας -ιδίως η πρόσβαση στην ανεξάρτητη δικαιοσύνη-, όχι απλώς του κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου που αποδεδειγμένα έχει το σχετικό έννομο συμφέρον, αλλά εκείνων των δυνάμεων για τις οποίες η τήρηση της νομιμότητας είναι ταυτισμένη με το πέρασμά τους από μειοψηφία σε πλειοψηφία εντός του εκλογικού σώματος και της κοινωνίας, ευρύτερα. Η «καρδιά του προβλήματος» στις σύγχρονες δημοκρατίες, έγραφε πριν από πολλά χρόνια ο έμπειρος Γάλλος συνταγματολόγος και διεθνής δικαστής Louis Favoreu, έγκειται στο « (να μπορούν να) εγγυώνται την ισορροπία ανάμεσα στην πλειοψηφία και την αντιπολίτευση (πολύ περισσότερο από την ισορροπία ανάμεσα στη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία), και τούτο με σκοπό η αντιπολίτευση να μην συνθλίβεται από μια πανίσχυρη πλειοψηφία και να έχει σοβαρές πιθανότητες να καταστεί πλειοψηφία και να επιστρέψει στην εξουσία».17 Το κράτος δικαίου, με τις επί μέρους συνιστώσες του, τις οποίες ταυτοποιούμε αμέσως παρακάτω, είναι, μαζί με την εκλογική διαδικασία, το νόμιμο μέσο που διασφαλίζει την εναλλαγή στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας.

Αυτή η ενωσιακή αντίληψη για το κράτος δικαίου στα κράτη μέλη, πραγματώνει τη χαμπερμασική σύλληψη για το κανονιστικό περιεχόμενο της δημοκρατίας, που συστήνεται ως κράτος δικαίου.18 Το κράτος δικαίου ενσαρκώνουν τέσσερις, απόλυτα συνεκτικές μεταξύ τους, συνιστώσες: σύστημα απονομής δικαιοσύνης, με δεσπόζοντα χαρακτηριστικά την ανεξαρτησία της, την ποιότητα και την αποδοτικότητά της· νομικό πλαίσιο για την καταπολέμηση της διαφθοράς· πολυφωνία και ελευθερία των μέσων ενημέρωσης· μηχανισμοί θεσμικών αντίβαρων στη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία. Και οι τέσσερις συνιστώσες του κράτους δικαίου, πέραν της «χρηστικότητας» με την οποία περιβλήθηκαν -ιδίως ως προς τη συνιστώσα της απονομής της δικαιοσύνης- στο πλαίσιο της καταπολέμησης από την Ένωση -από τα υπερεθνικά της όργανα, συγκεκριμένα- των εκτροπών της «α-φιλελεύθερης» δημοκρατίας στην Πολωνία και την Ουγγαρία, υιοθετήθηκαν ως κριτήρια σεβασμού του κράτους δικαίου δια του μηχανισμού (για τον οποίο εξαρχής έγινε λόγος) των ετήσιων ελέγχων για την επικρατούσα κατάσταση σε όλα ανεξαιρέτως τα κράτη μέλη και της δημοσιοποίησης των σχετικών εκθέσεων και συστάσεων. Tην εν προκειμένω ουσιαστική διάσταση του κράτους δικαίου, την ταυτισμένη με τη δημοκρατία, που απαρνείται την περιοριστική, νομοτυπική προσέγγιση του κράτους δικαίου ως του συστήματος στους κόλπους του οποίου μπορεί κάποιος -του κράτους συμπεριλαμβανομένου- να δικαστεί,19 ανάγλυφα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απεικόνισε σε ανακοίνωσή της στα μέσα της δεκαετίας του 2010, βάσει της οποίας δρομολογήθηκε μερικά χρόνια αργότερα η διαδικασία του ετήσιου ελέγχου του σεβασμού του κράτους δικαίου από το εθνικό κράτος: « Tόσο το Δικαστήριο [της EE] όσο και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχουν επιβεβαιώσει ότι οι [επιμέρους] αρχές του κράτους δικαίου δεν αποτελούν αμιγώς τυπικές και διαδικαστικές απαιτήσεις. Είναι το όχημα μέσω του οποίου διασφαλίζεται ο σεβασμός και η συμμόρφωση με τη δημοκρατία (…). Το κράτος δικαίου συνιστά, κατά συνέπεια, συνταγματική αρχή που διαθέτει τόσο τυπικά όσο και ουσιαστικά στοιχεία. Αυτό σημαίνει ότι ο σεβασμός του κράτους δικαίου συνδέεται άρρηκτα με τον σεβασμό της δημοκρατίας (…): δεν υφίσταται δημοκρατία χωρίς σεβασμό του κράτους δικαίου και αντιστρόφως. Η δημοκρατία προστατεύεται όταν ο θεμελιώδης ρόλος του δικαστικού σώματος, συμπεριλαμβανομένων των συνταγματικών δικαστηρίων, μπορεί να διασφαλίσει την ελευθερία της έκφρασης, την ελευθερία του συνέρχεσθαι και την τήρηση των κανόνων που διέπουν την πολιτική και εκλογική διαδικασία».20

Όπως θα τονιστεί αργότερα, την εν λόγω ουσιαστική προσέγγιση του κράτους δικαίου την συμμερίστηκε, καταρχήν, ο ενωσιακός δικαστής, με τη νομολογία που διαμόρφωσε κατόπιν των αλλεπάλληλων προσφυγών τις οποίες άσκησε η Επιτροπή κατά βάση εναντίον της Πολωνίας και της Ουγγαρίας με αντικείμενο την ασυμβατότητα προς τη Συνθήκη των μέτρων των οικείων «α-φιλελεύθερων» κυβερνήσεων που σκοπούσαν στη χειραγώγηση, από μεριάς τους, της δικαιοσύνης. Πάντως, η προσέγγιση αυτή έκδηλα επηρέασε τους προσανατολισμούς που προσέδωσε η Επιτροπή, το 2019, στη διαδικασία του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου όσον αφορά το εθνικό κράτος δικαίου: την μετατροπή της διαδικασίας σε «μηχανισμό έγκαιρης προειδοποίησης και πρόληψης», ιδίως στους τομείς της καταπολέμησης της διαφθοράς, της αποδοτικότητας των δικαιοδοτικών συστημάτων και του εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης.21

Στο μεταξύ, μια νέα κρίση διαπέρασε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα επ’ αφορμή της πανδημίας του Covid-19. Οι διαπραγματεύσεις που διεξήχθησαν το 2020-2021 μεταξύ των κυβερνήσεων στους κόλπους του ΕυρΣυμβ με αντικείμενο και σκοπό την αντιμετώπιση της οικονομικής καχεξίας που διαχύθηκε στην εσωτερική αγορά εξαιτίας της πανδημίας του Covid-19 και το σχεδιασμό της ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας είχαν ως αποτέλεσμα, καταρχάς, την επιβεβαίωση της πολιτικής προσέγγισης από την ΕΕ του εθνικού κράτους δικαίου, που ερείδεται -υπενθυμίζεται- στις «δίδυμες» πρόνοιες -την ουσιαστική και τη διαδικαστική- των άρθρων 2 και 7 ΣΕΕ. Τούτο συνέβη με την καθιέρωση, με τον κανονισμό 2020/2092, ενός γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητας (conditionality, conditionnalité) για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης, το οποίο καλείται να εφαρμόζεται στην περίπτωση παραβίασης αρχών του κράτους δικαίου σε κράτος μέλος.22

Συγκρατώντας, για τις ανάγκες που ο κανονισμός της αιρεσιμότητας υπηρετεί, ως τη μόνη κρίσιμη από τις τέσσερις συνιστώσες του κράτους δικαίου που υιοθετεί η ουσιαστική του προσέγγιση, την πρόσβαση στην ανεξάρτητη και αποτελεσματική δικαιοσύνη (στον ορισμό του κράτους δικαίου, σε αυτή την διάστασή του προστίθενται η αρχή της νομιμότητας, η διάκριση των εξουσιών, η απαγόρευση των διακρίσεων και η ισότητα ενώπιον του νόμου), ο κανονισμός εισάγει τη λειτουργία της κύρωσης σε βάρος του κράτους μέλους σε περίπτωση που η εκτροπή του ειδικά και αποκλειστικά από την κρατικό-δικαιική «κανονικότητα» της εγχώριας δικαιοσύνης (διακινδύνευση της ανεξαρτησίας της, παράλειψη κολασμού αυθαίρετων ή παράνομων αποφάσεων των δημόσιων αρχών, περιοριστικός χαρακτήρας δικονομικών κανόνων, μη εφαρμογή δικαστικών αποφάσεων, περιορισμός της αποτελεσματικής δίωξης παραβάσεων του νόμου) (άρθρο 3) «επηρεάζει ή απειλεί σοβαρά να επηρεάσει τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης» (άρθρο 4§1 του κανονισμού), προβλέποντας εντέλει, στις περιπτώσεις αυτές, τη λήψη -εναλλακτικά- «τιμωρητικών» μέτρων: την αναστολή πληρωμών από την Ένωση, την απαγόρευση νέων πληρωμών, την αναστολή εκταμίευσης δόσεων αποπληρωμής δανείων, την αναστολή ή μείωση οικονομικού πλεονεκτήματος που εγγυάται ο προϋπολογισμός της ΕΕ, την απαγόρευση χορήγησης νέων δανείων, την αναστολή της έγκρισης προγραμμάτων, κ.τ.τ. (άρθρο 5 του κανονισμού).23

Πρόσθετος στον μηχανισμό της αιρεσιμότητας θεσμός, τον οποίο εισήγαγαν οι διαπραγματεύσεις του 2020-2021, είναι ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, τον οποίο καθιερώνει ο κανονισμός 2021/24124, ο Recovery and Resilience Facility (RRF), που είναι το αποκορύφωμα της δέσμης συναφών μέτρων “Next Generation EU”.25 Στην πραγματικότητα, ο σεβασμός του κράτους δικαίου στο κράτος μέλος δεν προκύπτει ως στόχος του RRF, ο οποίος ιδρύθηκε για να προάγει, κατά βάση, την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή της Ένωσης (άρθρο 4§1 του κανονισμού 2021/241. Η απουσία σχετικής πρόβλεψης στην ιδρυτική πράξη είναι φαινομενική. Ο Μηχανισμός, μέσα από διάφορους διαύλους, λαμβάνει υπόψη ορισμένες διαστάσεις του κράτους δικαίου. Οι δίαυλοι αυτοί σχετίζονται με τη χρηστή οικονομική διαχείριση των χρηματοδοτήσεων των κρατών μελών που εκτελεί ο Μηχανισμός (άρθρο 10 της ιδρυτικής πράξης), καθώς και με την εγκαθιδρυμένη από τον κανονισμό συνάφεια του Μηχανισμού αφενός με τη διαδικασία του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου (αιτιολογικές σκέψεις υπ’ αριθ. 4, 34, 35 και 58), αφετέρου με τον διακηρυκτικού χαρακτήρα Ευρωπαϊκό Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων (ΕυρΠΚΔ) (άρθρο 18§4 εδάφια γ και ιε), ιδίως με τις αρχές που διατυπώνει ο ΕυρΠΚΔ σχετικά με την ισότητα των φύλων και τις ίσες ευκαιρίες για όλους.26 Όπως θα κατατεθεί στην προτελευταία ενότητα, ο κανονισμός 2021/241 καθιερώνει μια ξεχωριστή από τον κανονισμό της αιρεσιμότητας διαδικασία επιβολής κυρώσεων σε βάρος του παραβατικού κράτους μέλους, όπου και θα διευκρινιστεί η επακριβής σχέση μεταξύ των δυο διαδικασιών.

Το κύριο βάρος της ανάλυσης που ακολουθεί φέρεται από την περιέλευση του κράτους δικαίου, ιδίως δε της συνιστώσας του που έχει να κάνει με την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, στο πεδίο της λειτουργίας της «Ευρώπης των αριθμών». Το ενδιαφέρον της έμφασης που δίνεται στο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, έγκειται στο ότι η Ένωση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ειδικότερα έχουν στη διάθεσή τους μια σειρά δεικτών, που εμφανίζονται σαν τεχνικές νόρμες μη δεσμευτικού χαρακτήρα και επιτρέπουν μια αντικειμενική αξιολόγηση της κατάστασης η οποία επικρατεί στα κράτη μέλη όσον αφορά ορισμένες αρχές του κράτους δικαίου. Οι δείκτες συμβάλλουν στην «αποπολιτικοποίηση» του ευρωπαϊκού υποδείγματος κράτους δικαίου -όποιο κι αν είναι αυτό- απαλλάσσοντάς το από ζητήματα σχετικά με την πολιτική ευθύνη και, κατ’ αυτό τον τρόπο, συμβάλλουν δυνατότητα άσκησης επί του κράτους δικαίου παρακολούθησης και εποπτείας.27 Ωστόσο, οι δείκτες δεν απέχουν καθόλου από το να φέρουν επάνω τους το βάρος μιας οικονομικής προσέγγισης του κράτους δικαίου, το οποίο εκπίπτει, πλέον, σε έννοια που ομαδοποιεί τα χαρακτηριστικά μιας έννομης τάξης «στρατευμένης» στην εξασφάλιση της μεγέθυνσης και της ανταγωνιστικότητας.28

Από την άλλη μεριά, η «οικονομικοποίηση» του κράτους δικαίου που προκύπτει από την εμπειρία αυτή είναι πρακτικά αδύνατο να διαχωριστεί, απόλυτα και με αυστηρότητα, από την ουσιαστική προσέγγιση , παρόλο που κυριαρχούν, στην τελευταία, μέθοδοι απόφασης και δράσης στηριγμένες στον καταναγκασμό (οι αποφάσεις του ΔΕΕ, οι κυρώσεις της διαδικασίας του άρθρου 7 ΣΕΕ, οι κυρώσεις κατ’ εφαρμογή του κανονισμού της αιρεσιμότητας), ευδιάκριτα διαχωρισμένες από τις ήπιες, διαβουλευτικές μεθόδους που προσιδιάζουν στο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο. Ωστόσο, όπως θα διαπιστωθεί στην επικείμενη ανάλυση, η κανονιστική αυστηρότητα και ο καταναγκασμός που πηγάζουν από τις αποφάσεις του ΔΕΕ «επικοινωνούν» με τα δεσπόζοντα χαρακτηριστικά της οικονομικής προσέγγισης του κράτους δικαίου, με το μεγάλο ζητούμενο να είναι -στις δυο τελευταίες ενότητες- εάν η «επικοινωνία» αυτή ανάμεσα στις δύο προσεγγίσεις -την ουσιαστική και την οικονομική- «βάζει στο παιχνίδι» και τον σκληρό πυρήνα της υπαγωγής του εθνικού κράτους δικαίου στον ευρωπαϊκό αστερισμό, που είναι οι «τιμωρητικού», κυρωτικού χαρακτήρα ευρωπαϊκές αποφάσεις επί των εκτροπών από την κανονικότητα του κράτους δικαίου εντός του κράτους μέλους.

ΙΙ.

Η θέση της εξίσωσης «κράτος δικαίου-δικαστικό σύστημα» εντός της Ευρώπης των αριθμών

Στη δημόσια ανακοίνωσή της του 2014, με την οποία προετοίμασε το έδαφος για την καθιέρωση των ετήσιων ελέγχων των κρατών μελών για την κατάσταση του κράτους δικαίου, η Επιτροπή κατέθετε την ανάγκη να πραγματοποιείται «αντικειμενική και διεξοδική αξιολόγηση» της κατάστασης αυτής, με σεβασμό στην «αρχή της ίσης μεταχείρισης» των κρατών μελών, με την αξιολόγηση αυτή να μπορεί «να βασίζεται σε ενδείξεις που λαμβάνονται από διαθέσιμες πηγές και αναγνωρισμένα θεσμικά όργανα, συμπεριλαμβανομένων κυρίως των οργάνων του Συμβουλίου της Ευρώπης και του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης».29 Τούτων δοθέντων, η χρήση δεικτών στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου θα είχε το -υποτιθέμενο- πλεονέκτημα ότι παρέχει μια αντικειμενική επισκόπηση του φαινομένου που μετριέται και ότι θα απέκλειε κάθε κριτική που θα συνδεόταν με μια πολιτική κρίση -ή ακόμη και αυθαίρετη- των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων σχετικά με την επικρατούσα κατάσταση σε κράτος μέλος. Ως «δείκτης» ορίζεται ως «(το) όργανο µέτρησης το οποίο αποτελείται από ένα αριθµητικό αποτέλεσµα που καθιστά δυνατό τον προσδιορισµό, µε τη χρήση ποσοτικής µεθόδου, της κατάστασης ή των επιδόσεων ενός συγκεκριµένου αντικειµένου»· εξ ορισμού, επομένως, ο δείκτης επιτρέπει τη συγκρισιμότητα των πληροφοριών και τον καθορισμό προτύπων που θα πρέπει να ακολουθούν οι επιδόσεις.30

Ενώ στο εσωτερικό εθνικών κρατών φαίνεται να υπήρχαν σε χρήση από παλιά δείκτες, πίνακες επιδόσεων και κατατάξεις που αποσκοπούν στην αξιολόγηση των επιδόσεων των οικείων δικαστικών συστημάτων, ιδίως όσον αφορά το κράτος δικαίου, τίποτε παρόμοιο δεν είχε προβλεφθεί για το σύνολο των κρατών μελών, στο επίπεδο της Ένωσης.31 Ούτως ή άλλως η δημιουργία ενός δείκτη σχετικά με το κράτος δικαίου είναι ιδιαίτερα επίπονη. Απαιτεί την επακριβή εννοιολόγηση του φαινομένου που πρόκειται να μετρηθεί, καθώς και την εφαρμογή κατάλληλης μεθοδολογίας για τη συλλογή των δεδομένων. Στους κόλπους των εμπειρογνωμόνων επικρατούσε για πολύ καιρό η πεποίθηση ότι η εννοιολογική προσέγγιση του κράτους δικαίου είναι «µία υποτιµηµένη πρόκληση», δεδοµένου ότι «δεν υπάρχει ένας ενιαίος ορισµός που να είναι κοινά αποδεκτός στη βιβλιογραφία».32 Έτσι, η τάση της Επιτροπής, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, ήταν να προσφεύγει στη χρήση δεικτών οι οποίοι είχαν καθιερωθεί στους κόλπους άλλων οργανισμών. Επί παραδείγματι, για να αξιολογήσει τα ζητήματα διαφθοράς, η Επιτροπή χρησιμοποιεί, ιδίως, τους Worldwide Governance Indicators της Παγκόσμιας Τράπεζας, τον Corruption Perceptions Index της διεθνούς ΜΚΟ Transparency International, την Global Competitiveness Report του World Economic Forum και τον WJP Open Government Index του World Justice Project.33

Οι Πίνακες πλοήγησης ή Πίνακες αποτελεσμάτων για τη δικαιοσύνη, που συντάσσονται και ακολουθούνται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, είναι το μοναδικό «εργαλείο» που συντάχθηκε από την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή -από το Τμήμα «Γενικές πολιτικές για τη δικαιοσύνη και τα δικαστικά συστήματα» της Γενικής διεύθυνσης «Δικαιοσύνη» της Επιτροπής- για την πρoώθηση της στρατηγικής της υπέρ της προστασίας του κράτους δικαίου στα κράτη μέλη. Ο προορισμός του ταυτίστηκε μ΄ εκείνον του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου -την έξοδο της ΕΕ από την «σπειροειδή αρνητική μεγέθυνση»-, αφού το αντικείμενο μέτρησης των Πινάκων συντείνει στην «εύρυθμη λειτουργία της απονομής της δικαιοσύνης», η οποία είναι «απαραίτητη για την αμοιβαία εμπιστοσύνη, τη βελτίωση του καλού επενδυτικού κλίματος και τη βιωσιμότητα της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης».34 Προς το σκοπό αυτό, οι Πίνακες αποτελεσμάτων εφοδιάζουν την Επιτροπή με «αντικειμενικά, αξιόπιστα και συγκρίσιμα δεδομένα για τη λειτουργία των συστημάτων δικαιοσύνης σε όλα τα κράτη μέλη» κατά βάση σε αστικές, εμπορικές και διοικητικές υποθέσεις, καθώς και σε ορισμένες ποινικές υποθέσεις (όπως εκείνες που αφορούν τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες).35 Τα δεδομένα αυτά χρησιμοποιούνται στη συνέχεια για την εκπόνηση ειδικών συστάσεων για κάθε κράτος μέλος όπου εντοπίζονται ελλείψεις στη λειτουργία του οικείου δικαστικού συστήματος, οι οποίες αναδεικνύουν τις ορθές πρακτικές και υποδεικνύουν τις κατάλληλες μεταρρυθμίσεις. Από την άλλη μεριά, ο Πίνακας αποτελεσμάτων δεν αποσκοπεί στην κατάρτιση μιας συνολικής κατάταξης των εθνικών συστημάτων δικαιοσύνης, ούτε στην «προτίμηση» υπέρ ενός συγκεκριμένου δικαστικού συστήματος σε βάρος κάποιου άλλου. Είναι ένα «ουδέτερο» εργαλείο, επικεντρωμένο στους παράγοντες που καθιστούν ένα σύστημα δικαιοσύνης αποτελεσματικό, όποιος κι αν είναι ο νομικός πολιτισμός και οι νομικές παραδόσεις της οικείας χώρας μέλους.

Σύμφωνα με τον ισχύοντα Πίνακα αποτελεσμάτων -του 2024-, η αποτελεσματικότητα του εθνικού δικαστικού συστήματος προκύπτει μέσα από τη συρροή τριών επιδόσεών του: την αποδοτικότητα, την ποιότητα και την ανεξαρτησία του. Κάθε μία από αυτές αξιολογείται με τη χρήση δεικτών, οι οποίοι που έχουν αναπτυχθεί με την πάροδο του χρόνου. Έτσι, ένα αποδοτικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης διαχειρίζεται τον φόρτο υποθέσεων και τις συσσωρευμένες υποθέσεις, εκδίδοντας αποφάσεις χωρίς αδικαιολόγητες καθυστερήσεις. Υπό την έννοια αυτή, οι κύριοι δείκτες που χρησιμοποιούνται στον πίνακα αποτελεσμάτων της ΕΕ στον τομέα της δικαιοσύνης για την παρακολούθηση της αποδοτικότητας των συστημάτων απονομής δικαιοσύνης είναι η διάρκεια των διαδικασιών (εκτιμώμενος ή μέσος χρόνος σε ημέρες ο οποίος απαιτείται για τη δικαστική επίλυση μιας υπόθεσης), το ποσοστό διεκπεραίωσης (ο λόγος του αριθμού των υποθέσεων που κρίθηκαν προς τον αριθμό των υποθέσεων που εισάχθηκαν) και ο αριθμός των εκκρεμών υποθέσεων (υποθέσεις οι οποίες δεν έχουν κριθεί στη λήξη του έτους). Η εύκολη πρόσβαση, οι επαρκείς πόροι, τα αποτελεσματικά εργαλεία αξιολόγησης και η ψηφιοποίηση είναι οι παράγοντες που συμβάλλουν στην υψηλή ποιότητα των συστημάτων απονομής δικαιοσύνης. Όσον αφορά την ανεξαρτησία των εθνικών δικαστικών συστημάτων, οι δείκτες που χρησιμοποιούνται αφενός αφορούν την εκλαμβανόμενη ανεξαρτησία της δικαιοσύνης (η αντίληψη του ευρέως κοινού για τη δικαστική ανεξαρτησία και η αντίληψη των επιχειρήσεων σχετικά με την αποτελεσματικότητα της προστασίας των επενδύσεων από τα δικαστήρια), αφετέρου αφορούν την

διαρθρωτική ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας: την ύπαρξη κανόνων που απομακρύνουν κάθε εύλογη αμφιβολία των διαδίκων ως προς το αδιαπέραστο του δικαστηρίου από εξωτερικές επιρροές και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των ανταγωνιστικών συμφερόντων. Η δεύτερη ομάδα δεικτών αφορά, ιδίως, τις εγγυήσεις που έχουν να κάνουν με τη λειτουργία των εθνικών εισαγγελικών αρχών, την ανεξαρτησία του δικηγορικού σώματος και των δικηγόρων, καθώς και τις εγγυήσεις που ισχύουν όσον αφορά την πρόσκαιρη κατάληψη πολιτικών θέσεων από δικαστές και εισαγγελείς.36

Παρά τον εύλογο χαρακτήρα των δεικτών που «αφουγκράζονται» τα αληθινά προβλήματα τα οποία απασχολούν τα συστήματα δικαιοσύνης, τόσο η μεθοδολογία εκπόνησης των Πινάκων αποτελεσμάτων όσο και η ποιότητα των δεδομένων που συλλέγονται έχουν δεχτεί επικρίσεις. Ο Πίνακας αποτελεσμάτων βασίζεται κυρίως σε δευτερογενείς πηγές, με την έννοια ότι τα δεδομένα που χρησιμοποιεί ο Πίνακας αποτελεσμάτων προέρχονται από άλλους δείκτες, εκθέσεις ή μελέτες. Κύρια πηγή πληροφόρησης για την κατάρτιση του πίνακα είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης (Comité Européen pour lEfficacité de la Justice : CEPEJ), που εδρεύει στο Συμβούλιο της Ευρώπης, με την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει συνάψει σύμβαση για την εκπόνηση ετήσιων μελετών για την κατάσταση της δικαιοσύνης σε κάθε κράτος μέλος. Η CEPEJ συλλέγει τα απαραίτητα στοιχεία μέσω εθνικών ανταποκριτών, οι οποίοι συχνά είναι στελέχη του οικείου Υπουργείου Δικαιοσύνης. Πρόσθετες στην CEPEJ πηγές πληροφοριών για τη σύνταξη των Πινάκων αποτελεσμάτων είναι η Ομάδα των προσώπων επαφής με τα εθνικά συστήματα δικαιοσύνης, το Ευρωπαϊκό δίκτυο ανταγωνισμού, το Δίκτυο των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμη και το Ευρωπαϊκό δίκτυο επιμόρφωσης των δικαστών. Ειδικά στην Ομάδα των προσώπων επαφής με τα εθνικά συστήματα δικαιοσύνης καταλογίζεται η έλλειψη διαφάνειας στον τρόπο με τον οποίο συλλέγει τα δεδομένα, με τα οποία τροφοδοτεί την σύνταξη του πίνακα των αποτελεσμάτων.37 Το άτυπο αυτό συλλογικό όργανο, που συντίθεται από δύο πρόσωπα ανά κράτος μέλος (ένα προερχόμενο από το δικαστικό σώμα και ένα από το Υπουργείο Δικαιοσύνης), ιδρύθηκε με πρωτοβουλία της Επιτροπής το 2013 με αποκλειστικό σκοπό να την συνδράμει στην εκπόνηση των Πινάκων αποτελεσμάτων και να συμβάλλει στην ανταλλαγή, μεταξύ των κρατών μελών, των εμπειριών καλής πρακτικής.

Οι μεθοδολογικές επικρίσεις αφορούν κυρίως την ποιότητα των δεδομένων, τη συγκρισιμότητά τους και τα «τυφλά σημεία» των Πινάκων αποτελεσμάτων για τη δικαιοσύνη.38 Ένα ζήτημα είναι ότι η συλλογή των δεδομένων περνάει μέσα από τα κράτη και τις υπηρεσίες τους, αντί να εναποτίθεται σε ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες. Τούτο ισχύει ακόμη και γι’ αυτά τα στοιχεία που προέρχονται από την CEPEJ, καθόσον ούτε αυτό το ευρωπαϊκό όργανο είναι σε θέση να εγγυηθεί την ποιότητα των δεδομένων με τα οποία την εφοδιάζουν τα κράτη. Από την άλλη μεριά, ενίοτε αμφισβητείται η ορθότητα κι αυτών ακόμη των δεικτών· για την ακρίβεια, ορισμένων από αυτούς. Επί παραδείγματι, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης μετριέται και με γνώμονα την αντίληψη που έχει γι’ αυτήν η κοινή γνώμη (εκλαμβανόμενη ανεξαρτησία), χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι τα δεδομένα ενδέχεται να είναι μεροληπτικά σε κράτη μέλη όπου υφίστανται περιορισμοί στην ελευθερία του Τύπου και των μέσων ενημέρωσης.39 Επίσης, συχνά υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με τη συγκρισιμότητα ορισμένων δεδομένων λόγω της ετερογένειας των εθνικών στατιστικών, της απουσίας στοιχείων για ορισμένα κράτη ή της ποικιλομορφίας των εθνικών δικαστικών συστημάτων· σε τέτοιες περιπτώσεις, φαίνεται ότι τα κράτη μέλη ζητούν από την Επιτροπή ο Πίνακας αποτελεσμάτων να αγνοεί τα δεδομένα.40 Δεν είναι άστοχη η επισήμανση41 ότι οι Πίνακες αποτελεσμάτων επιτρέπουν, απλώς, να διαγνωστεί αν ένα σύστημα δικαιοσύνης είναι σε θέση να απονέμει δικαιοσύνη και όχι αν η παρεχόμενη δικαιοσύνη είναι ποιοτική και ανεξάρτητη. Έχει καταμαρτυρηθεί ότι για έναν από τους πρώτους Πίνακες αποτελεσμάτων το Συμβούλιο ΕΕ είχε συμπεριλάβει στα Συμπεράσματα συνεδρίασής του την επισήμανση ότι ορισμένες πτυχές των εθνικών δικαστικών συστημάτων που σχετίζονται με την ποιότητα των αποφάσεων, δεν αντικατοπτρίζονται επαρκώς στον Πίνακα αποτελεσμάτων.42 Για παράδειγμα, ένα εθνικό δικαστικό σύστημα μπορεί να θεωρείται αποτελεσματικό από τον πίνακα αποτελεσμάτων, επειδή είναι ψηφιοποιημένο και καλά στελεχωμένο παρόλο που πολλές δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται στους κόλπους του είναι αυθαίρετες και μεροληπτικές. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εξάλλου, επ’ αφορμή των αποτελεσμάτων ενός πίνακα που αφορούσαν την διαρθρωτική ανεξαρτησία της δικαιοσύνης είχε τονίσει, το 2020, ότι «τα διαγράμματα που παρουσιάζονται στον πίνακα αποτελεσμάτων δεν αξιολογούν ούτε παρουσιάζουν ποσοτικά δεδομένα όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των [θεσμικών] εγγυήσεων [ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης]. Δεν προορίζονται να αποτυπώσουν την πολυπλοκότητα και τις λεπτομέρειες των εγγυήσεων. Η ύπαρξη περισσότερων [θεσμικών] εγγυήσεων δεν διασφαλίζει, από μόνη της, την αποτελεσματικότητα του συστήματος απονομής δικαιοσύνης».43

Οι επικρίσεις για τους Πίνακες αποτελεσμάτων στον τομέα της δικαιοσύνης, δεν θα μπορούσαν να συμπεριλάβουν τη μη δεσμευτικότητα των συνεπειών αυτής της πρακτικής. Οι Πίνακες αποτελεσμάτων εκπονούνται στο πλαίσιο της διαδικασίας του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, η οποία αφ’ εαυτής δεν καταλήγει στην παραγωγή εννόμων συνεπειών, έτσι ώστε ούτε οι Πίνακες αποτελεσμάτων για τη δικαιοσύνη να μπορούν να ξεφύγουν από το χαρακτηριστικό αυτό. Ωστόσο, οι Πίνακες αποτελεσμάτων παράγουν συνέπειες κανονιστικής φύσης, γεγονός που τους τους κάνει να μην αποξενώνονται τελείως από τη νομική υφή των πράξεων του ενωσιακού δικαίου. Σύμφωνα με μια «μανατζερίστικη» λογική, τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται, δια των ειδικών ανά χώρα συστάσεων που τροφοδοτεί ο Πίνακας αποτελεσμάτων, να συγκλίνουν προς ποσοτικοποιημένους στόχους, ιδίως μέσω της προβολής και της ανταλλαγής ορθών πρακτικών. Πάντως, αυτής της φύσης τα κανονιστικά αποτελέσματα που παράγει ο Πίνακας αποτελεσμάτων δεν στέκονται αδιάφορα απέναντι στην ακεραιότητα και μονολιθικότητα της νομοτυπικής σύλληψης του κράτους δικαίου καθόσον, για να πραγματωθούν, οικονομικοποιούν την έννοια του κράτους δικαίου, με την εννοιολόγηση αυτή να αντηχείται και σ’ αυτήν ακόμη τη νομολογία που διαμόρφωσε το Δικαστήριο της Ένωσης όταν κλήθηκε -επανειλημμένα κατά την περίοδο 2010-2023- να εκφέρει κρίση όσον αφορά την παράβαση της Συνθήκης από μέτρα λαϊκιστικών κυβερνήσεων κρατών μελών (της Πολωνίας, ιδίως) που κατέλυαν ή υπονόμευαν εμφαντικά την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης στις αντίστοιχες έννομες τάξεις.

ΙΙΙ.

Η ενωσιακή συμβολή στην «οικονομικοποίηση» του κράτους δικαίου: από τη ρητορεία στην πράξη

Οι Πίνακες αποτελεσμάτων για τη δικαιοσύνη στην Ευρωπαϊκή Ένωση επηρεάζουν τον καθορισμό και την άσκηση των εθνικών πολιτικών σε έναν τομέα, στη δικαιοσύνη, ο οποίος παραμένει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Το Δικαστήριο έχει τονίσει ότι «μολονότι (…) η οργάνωση της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους, εντούτοις, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωση»,44 ιδίως όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.45 Η επιρροή αυτή δεν είναι ουδέτερη, καθώς, μεσω της προτεραιοποίησης του δικαστικού συστήματος ανάμεσα στις λοιπές -τρεις- συνιστώσες της ενωσιακής σύλληψης του κράτους δικαίου, προωθεί μια οικονομική αντίληψη του κράτους δικαίου που επικεντρώνεται στα χαρακτηριστικά τα οποία πρέπει να έχει μια έννομη τάξη για να διασφαλίζει την οικονομική μεγέθυνση.

Παρουσιάζοντας στην κοινή γνώμη τον πρώτο Πίνακα αποτελεσμάτων στον τομέα της δικαιοσύνης, η αρμόδια επίτροπος εξηγούσε ότι «ένα αποτελεσματικό και αξιόπιστο σύστημα δικαιοσύνης θα αποφέρει οικονομικό όφελος (…) η εμπιστοσύνη ότι το κράτος δικαίου τηρείται πλήρως, μεταφράζεται άμεσα σε εμπιστοσύνη για επενδύσεις στην οικονομία».46 Η ίδια αξιωματούχος αποκάλυπτε ότι το ενδιαφέρον για την ύπαρξη ανεξάρτητων, αποτελεσματικών και ποιοτικών δικαστικών συστημάτων στα κράτη μέλη γεννήθηκε, εντός της Επιτροπής, στο πλαίσιο των προγραμμάτων χρηματοοικονομικής συνδρομής που έθεσε σε εφαρμογή στην Ιρλανδία, τη Λετονία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα.47 Από τη μεριά της, στην ίδια περίοδο η Επιτροπή ως συλλογικό όργανο διευκρίνιζε ότι « η συνεχιζόμενη οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση στην ΕΕ αποτέλεσε τον καταλύτη για βαθιές αλλαγές (…) ο αντίκτυπός της φαίνεται στη αναδιάρθρωση των εθνικών οικονομιών, με σκοπό την προετοιμασία του εδάφους για την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα (…) σε αυτή τη διαδικασία μεταρρύθμισης, τα εθνικά συστήματα δικαιοσύνης διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και στην επάνοδο στην ανάπτυξη (…) ένα αποτελεσματικό και ανεξάρτητο δικαστικό σύστημα συμβάλλει στην εμπιστοσύνη και στη σταθερότητα (…) οι προβλέψιμες, έγκαιρες και εκτελεστές αποφάσεις της δικαιοσύνης αποτελούν σημαντικές διαρθρωτικές συνιστώσες ενός ελκυστικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος (…) διατηρούν την εμπιστοσύνη όσον αφορά την έναρξη μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας, την εκτέλεση μιας σύμβασης, τον διακανονισμό των ιδιωτικών οφειλών ή την προστασία της ιδιοκτησίας και άλλων δικαιωμάτων»,48 ακολουθούμενη «κατά πόδας» από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο, σε ψήφισμα της 4ης Φεβρουαρίου 2014, υπογράμμιζε τη μεγάλη συμβολή που έχει ένα ανεξάρτητο και αποτελεσματικό δικαστικό σύστημα στις αποφάσεις των επιχειρήσεων να επενδύουν είτε σε αμιγώς εθνικό επίπεδο είτε σε διασυνοριακή κλίμακα.49

Η Πολωνία και η Ουγγαρία, με τις μειωτικές για το κράτος δικαίου πολιτικές των λαϊκιστικών πολιτικών δυνάμεων που τις κυβέρνησαν στην τελευταία δεκαετία, επέσυραν την παρέμβαση του μηχανισμού του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου κατά την εφαρμογή, στα εν λόγω κράτη μέλη, τουλάχιστον των δύο από τις συνιστώσες της ευρωπαϊκής αντίληψης του κράτους δικαίου: της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης (που «συμβαδίζει» με την ποιότητά της, ευρύτερα δε και με την ποιότητα του συνολικού νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου) και της καταπολέμησης της διαφθοράς· σε κάθε περίπτωση, στις σχετικές ευρωπαϊκές πολιτικές αποφάσεις δέσποζε η οικονομική προσέγγιση και αξιολόγηση των επίμαχων κρατικών συμπεριφορών, τόσο ως προς την ουσία όσο και ως προς ευρωπαϊκές συνέπειές τους.

Έτσι, όσον αφορά την Πολωνία, το Συμβούλιο ΕΕ επεσήμαινε ότι « ένα σταθερό και προβλέψιμο επιχειρηματικό περιβάλλον και ένα φιλικό επενδυτικό κλίμα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο τόσο στην οικονομική ανάκαμψη μετά την πανδημία όσο και στη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα (…) η ανεξαρτησία, η αποτελεσματικότητα και η ποιότητα του δικαστικού συστήματος αποτελούν βασικά στοιχεία στο πλαίσιο αυτό (…) στην Πολωνία, η κατάσταση του κράτους δικαίου έχει επιδεινωθεί, ενώ και η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρή πηγή ανησυχίας, όπως προκύπτει από σειρά αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου».50 Κατά γενικό κανόνα, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης συνοδεύεται από αναφορές σε ένα «σταθερό και προβλέψιμο οικονομικό περιβάλλον», το οποίο παραπέμπει στις αρχές της νομιμότητας και της ασφάλειας δικαίου που οι ειδικές ανά χώρα συστάσεις στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου συχνά αντιμετωπίζουν μαζί. Επανειλημμένα ειδικές συστάσεις του Συμβουλίου ζήτησαν από την Ουγγαρία και την Πολωνία «να βελτιώσουν την ποιότητα και τη διαφάνεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων μέσω του αποτελεσματικού κοινωνικού διαλόγου και της συμμετοχής άλλων ενδιαφερόμενων φορέων και με τακτικές, κατάλληλες εκτιμήσεις επιπτώσεων», αφού σύμφωνα με την ΕΕ «η απουσία κατάλληλων δημόσιων διαβουλεύσεων και διαβουλεύσεων με τους κοινωνικούς εταίρους έχει αρνητικές επιπτώσεις στη σταθερότητα και την ευρωστία του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, καθώς και στην ποιότητα της νομοθεσίας»· κατάσταση, που προκαλεί συχνές και απρόβλεπτες μεταβολές στη νομοθεσία και αυξάνει την αβεβαιότητα των επενδυτών, καθώς και το κόστος συμμόρφωσης για τις επιχειρήσεις, προκαλώντας εντέλει τις συστάσεις του Συμβουλίου προς τις δυο χώρες να βελτιώσουν την προβλεψιμότητα, τη σταθερότητα και τη διαφάνεια του κανονιστικού πλαισίου, υπενθυμίζοντάς τες ότι «οι παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά το επιχειρηματικό περιβάλλον και τις επενδύσεις των επιχειρήσεων έχουν σχέση κυρίως με τις αδυναμίες στις θεσμικές επιδόσεις και τη διακυβέρνηση» και ότι «ένα υγιές και σταθερό ρυθμιστικό περιβάλλον αποτελεί τη βάση για τη διατήρηση της οικονομικής ανάπτυξης και των ιδιωτικών επενδύσεων».51

Επίσης, η καταπολέμηση της διαφθοράς ειδικά στην Ουγγαρία υπήρξε προνομιακό πεδίο στο οποίο το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο διοχέτευσε την ελεγκτική του δραστηριότητα, προβάλλοντας και στο πεδίο αυτό την οικονομική υφή των διακυβευμάτων που ετίθεντο. Σύμφωνα με την Ένωση, «οι κίνδυνοι διαφθοράς και η ευνοιοκρατία στρεβλώνουν την κατανομή των πόρων δεδομένου ότι δεν διοχετεύονται στις πλέον παραγωγικές επιχειρήσεις».52 Ωστόσο, η ορολογία την οποία μετέρχονταν οι συστάσεις του Συμβουλίου προς την Ουγγαρία από το 2014 έως το 2019 για τα ζητήματα της διαφθοράς ήταν, διαχρονικά, αρκούντως επιφυλακτική: οι σχετικές πράξεις διατύπωναν τις «ανησυχίες» της Ένωσης για τις «υστερήσεις» της χώρας στο πεδίο αυτό, και απηύθυναν εκκλήσεις για την ανάπτυξη «πρόσθετων προσπαθειών» με σκοπό τη «βελτίωση» του εθνικού νομικού πλαισίου καταπολέμησης της διαφθοράς.53 Παρά ταύτα, ο μετριοπαθής τόνος των συστάσεων διαρρήχθηκε το 2022, όταν το Συμβούλιο ΕΕ αποφάσισε να ενεργοποιήσει σε βάρος της Ουγγαρίας τον κανονισμό αιρεσιμότητας του 2020, κρίνοντας ως ανεπαρκή τα «διορθωτικά μέτρα» που προηγουμένως είχε κληθεί να υιοθετήσει η Ουγγαρία όσον αφορά την πρόληψη, τον εντοπισμό και τη διόρθωση της απάτης, της σύγκρουσης συμφερόντων και της διαφθοράς κατά την εκτέλεση των ενωσιακών χρηματοδοτήσεων προς τη χώρα, και επιβάλλοντας την αναστολή του 55% των δημοσιονομικών δεσμεύσεων για μια σειρά «επιχειρησιακών προγραμμάτων» του Ταμείου συνοχής.54

Περαιτέρω, η στενή σύνδεση που έχει εγκαθιδρυθεί -όπως εισαγωγικά σημειώθηκε- ανάμεσα στο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο και τον RRF (τον ευρωπαϊκό Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας), στο βαθμό που έχει ως επίκεντρο το εθνικό δικαστικό σύστημα είναι η εύγλωττη απόδειξη μιας συνολικής ευρωπαϊκής κανονιστικής αντίληψης του κράτους δικαίου, εστιασμένης στην εν λόγω διάστασή του, που είναι κατεξοχήν ευνοϊκή για την οικονομική ανάπτυξη.

Στο έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 17ης-21ης Ιουλίου 2020, όπου συνομολογηθηκε η πολιτική συμφωνία των κρατών για την ίδρυση του RRF, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων είχαν διακηρύξει την ανάγκη να συνδεθούν «οι πολιτικές της Ένωσης σε θέματα χρηματοδοτήσεων [προς τα κράτη μέλη] με την ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση».55 Σε «απάντηση» προς την έκκληση εκείνη, ο ιδρυτικός κανονισμός του RRF της 12ης Φεβρουαρίου 2021 τόνιζε ότι τα εθνικά σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (τα οποία υποβάλλονται προς έγκριση από την ΕΕ, ώστε βάσει αυτών να διοχετεύονται οι χρηματοδοτήσεις του RRF στα κράτη μέλη) « θα πρέπει να συνάδουν με τις σχετικές ειδικές ανά χώρα προκλήσεις και προτεραιότητες που προσδιορίζονται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου » και ιδιαίτερα με τις συστάσεις που τους απευθύνθηκαν στους κύκλους εξέτασης του 2019 και 2020.56 Αν και η συσχέτιση της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης με το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο είχε αντιμετωπιστεί να καθιερωθεί στο παρελθόν,57 μέχρι την έναρξη της λειτουργίας του RRF ουδέν νομικό μέσο της Ένωσης προέβλεπε « άμεση χρηματοδοτική στήριξη που να συνδέεται με την επίτευξη αποτελεσμάτων και την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων και δημόσιων επενδύσεων από τα κράτη μέλη ως απάντηση στις προκλήσεις που προσδιορίζονται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου».58 Όμως, υπό την επίδραση της γνωστικής εμπειρίας που αποκομίστηκε από την «τριβή» της διαδικασίας του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου με τις προβληματικές καταστάσεις στο πεδίο του κράτους δικαίου στην Πολωνία και την Ουγγαρία, δημιουργήθηκε εδραία πεποίθηση της Ένωσης ότι η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, μαζί με την καταπολέμηση της διαφθοράς και τη διαφάνεια και ποιότητα των δημόσιων αποφάσεων, συμβάλλουν καταλυτικά στην οικονομική μεγέθυνση, κυρίως από την άποψη της δημιουργίας κλίματος ευνοϊκού για τις επενδύσεις. Έτσι, μετά την έναρξη της λειτουργίας του RFF, η Επιτροπή τόνιζε ότι «οι συνεχείς προσπάθειες για την ενίσχυση του κράτους δικαίου, ιδίως των ανεξάρτητων, ποιοτικών και αποτελεσματικών συστημάτων απονομής δικαιοσύνης και της εύρυθμης λειτουργίας των πλαισίων για την καταπολέμηση της διαφθοράς, είναι απαραίτητες για την αρτιότητα της θεσμικής ανθεκτικότητας των κρατών μελών και για ένα καλό επιχειρηματικό περιβάλλον».59 Σύμφωνα με το εκτελεστικό όργανο της Ένωσης, «τα αποτελεσματικά συστήματα δικαιοσύνης που υποστηρίζουν το κράτος δικαίου έχουν θετικό οικονομικό αντίκτυπο, και αυτό ισχύει ιδιαίτερα στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου και του RFF (…) όταν τα συστήματα δικαιοσύνης διασφαλίζουν την επιβολή των δικαιωμάτων, οι πιστωτές είναι πιο πιθανό να δανείσουν χρήματα, η επιχειρηματική εμπιστοσύνη αυξάνεται και αποτρέπεται από την καιροσκοπική συμπεριφορά, το κόστος συναλλαγών μειώνεται και οι καινοτόμες εταιρείες είναι πιο πιθανό να επενδύσουν (…) στην πραγματικότητα, ένα αποτελεσματικό σύστημα δικαιοσύνης είναι απαραίτητο για τη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη (…) μπορεί να βελτιώσει το επιχειρηματικό κλίμα, να ενθαρρύνει την καινοτομία, να προσελκύσει άμεσες ξένες επενδύσεις, να εξασφαλίσει φορολογικά έσοδα και να στηρίξει την οικονομική ανάπτυξη».60 Αυτή η ρητορική, που αφορά ειδικά το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, συναντάται και στο RFF. Στις κατευθυντήριες γραμμές που εκδόθηκαν προς τα κράτη μέλη για τα σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, η Επιτροπή επισήμανε ότι «οι μεταρρυθμίσεις που συνδέονται με τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, την αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, την αποτελεσματικότητα των συστημάτων δικαιοσύνης και, υπό την ευρύτερη έννοια, τον σεβασμό του κράτους δικαίου, αποτελούν βασικά στοιχεία της συνολικής στρατηγικής ανάκαμψης των κρατών μελών».61

Το Εθνικό σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας που συντάχθηκε από την Ελλάδα και εγκρίθηκε από την Ένωση, είναι υποδειγματικό και επιβεβαιωτικό της σύνδεσης ανάμεσα στις συστάσεις του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου για τον τομέα της δικαιοσύνης που είχαν απευθυνθεί στην Ελλάδα το 2019 και των δράσεων για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της δικαιοσύνης, που περιλήφθηκαν στο εγκεκριμένο Εθνικό σχέδιο. Συγκεκριμένα, η σύσταση του 2019 που αφορούσε μόνο την ανάγκη εφαρμογής της ηλεκτρονικής κατάθεσης νομικών εγγράφων, ολοκλήρωσης της θέσπισης του συστήματος ηλεκτρονικής δικαιοσύνης και της εισαγωγής της υπηρεσίας “JustStat” για τη συλλογή και την επεξεργασία δεδομένων, υπήρξε, κατά κάποιο τρόπο, το εφαλτήριο πάνω στο οποίο οργανώθηκε ένας ολόκληρος «άξονας» δράσεων του Εθνικού σχεδίου για την μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος της χώρας προς την κατεύθυνση της αποτελεσματικότητάς του, με ρητά ομολογημένο και πρωταρχικό στόχο τη «θετική επίδραση [του συστήματος δικαιοσύνης] στην ενίσχυση της οικονομικής και κοινωνικής ανθεκτικότητας» και στην παγίωση «ενός καλύτερου συστήματος δικαιοσύνης (…) για τις επιχειρήσεις [που να] οδηγεί στην εύρυθμη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας και στην προσέλκυση επενδύσεων». Οι επιμέρους κατευθύνσεις των μεταρρυθμίσεων, που χρηματοδοτούνται από τον RRF, είναι η επιτάχυνση της δικαιοσύνης (επανασχεδιασμός της αξιολόγησης και προαγωγής των δικαστών και δικαστικών λειτουργών, χρηματοοικονομικά κίνητρα σε δικαστικούς υπαλλήλους για τη μείωση των καθυστερήσεων στην απονομή της δικαιοσύνης εφόσον επιτυγχάνονται συγκεκριμένα ορόσημα στην μείωση των εκκρεμών υποθέσεων, αξιολόγηση του χωροταξικού σχεδιασμού και της οργάνωσης και διοίκησης των δικαστικών κτιρίων, ίδρυση ανεξάρτητου γραφείου για την συστηματική συλλογή, παρακολούθηση και επεξεργασία στοιχείων για την εύρυθμη λειτουργία του δικαστικού συστήματος κλπ.)· η ηλεκτρονική δικαιοσύνη (αναβάθμιση των συστημάτων τήρησης αρχείων, επέκταση πληροφοριακών συστημάτων και δεξιοτήτων και ψηφιακών δεξιοτήτων για δικαστές και δικαστικό προσωπικό κλπ.)· η αναβάθμιση των υποδομών (στοχευμένες επενδύσεις σε κτίρια και δημιουργία ηλεκτρονικού μητρώου δομών)· η αναθεώρηση του προγράμματος σπουδών της Εθνικής Σχολής Δικαστών και της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης με σκοπό τον εκσυγχρονισμό της παρεχόμενης εκπαίδευσης και την ενίσχυση της απόκτησης νέων δεξιοτήτων που είναι τόσο απαραίτητες για το δικαστικό σώμα και τους δικαστικούς υπαλλήλους.62

IV

H επιβεβαίωση από το ΔΕΕ της «οικονομικοποίησης» του κράτους δικαίου και η εισαγωγή της παραμέτρου της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων

Μπροστά στην εδραία πεποίθηση που διαμόρφωσαν τα θεσμικά, πολιτικά όργανα της Ένωσης (η Επιτροπή πρωτίστως, αλλά και το Συμβούλιο, όπως και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) ότι το εθνικό κράτος δικαίου, με τα αναγκαία ποιοτικά χαρακτηριστικά του, είναι καθοριστικός παράγοντας της οικονομικής ευρωστίας της χώρας μέλους, το Δικαστήριο της ΕΕ δεν θα μπορούσε να εγκαταλείψει την -επίσης εδραιωμένη- ουδετερότητά του απέναντι στις διαφορετικές ιδεολογικό-δογματικές θέσεις (τις αντιφατικές μεταξύ τους, ή αλληλοσυμπληρωματικές, δεν έχει σημασία…), οι οποίες προάγουν και εξηγούν την διαπερατότητα του καθόλου ενωσιακού δικαίου από την οικονομία· την οικονομία της αγοράς.63 Αναμφίβολα το Δικαστήριο είναι εκείνο που (συν)διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις ώστε μέσω της οικοδόμησης της υπερεθνικής αγοράς -της κοινής αγοράς αρχικά και της εσωτερικής αγοράς σήμερα- να προαχθεί η ενοποίηση της Ευρώπης (η επίτευξη, από το Δικαστήριο, της αποκαλούμενης «αρνητικής ολοκλήρωσης», της άρσης δηλαδή, δια της νομολογίας του, των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των συντελεστών παραγωγής, που συμπλήρωνε τη «θετική ολοκλήρωση», την άρση δηλαδή των εμποδίων δια της κοινοτικής/ενωσικής νομοθετικής οδού, με την εναρμόνιση των εθνικών κανόνων και τον κοινό προσανατολισμό τους προς το γενικό συμφέρον64). Ωστόσο, η ενιαία, ευρωπαϊκή αγορά δεν υπήρξε απλώς ένα τεχνοκρατικό-νομικό σχέδιο προορισμένο να καταργήσει τα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των συντελεστών της παραγωγής και να εγγυάται τον ελεύθερο και ανόθευτο ανταγωνισμό· υπήρξε, και είναι, μια θεμελιώδης επιλογή ηθικής, ιδεολογικής και πολιτισμικής φύσης, έντονα πολιτικοποιημένη, που επικαθορίζει όλες τις άλλες δημόσιες πολιτικές της ΕΕ, σε τέτοιο βαθμό που να επιβεβαιώνεται η ευστοχία της προ τριακονταπενταετίας απόφανσης του Michel Foucault ότι ο ορθολογισμός της αγοράς εκτείνεται σε όλες τις σφαίρες της κοινωνίας.65 Τούτου δοθέντος, το ΔΕΕ επιβεβαίωσε την πολιτικά ουδέτερη στάση του απέναντι στην οικονομία από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ενοποιητικής διαδικασίας με το να αναδείξει, με την απόφαση Van Gend en Loos του 1963, την εναπόθεση της εφαρμογής του αγοραίου κοινοτικού δικαίου στην «επαγρύπνηση των ιδιωτών για την προστασία των δικαιωμάτων τους»,66 με τους «ιδιώτες» (κατ’ ουσία με τους πρωταγωνιστές της οικονομίας της αγοράς, που είναι οι επιχειρήσεις) να αναβιβάζονται σε βαθμίδα ελέγχου της νομιμοφροσύνης του κάθε κράτους μέλους έναντι των ευρωπαϊκών του υποχρεώσεων, πρόσθετη σε εκείνες που η Συνθήκη εναποθέτει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και σε κάθε άλλο κράτος μέλος (άρθρα 258 και 259 ΣΛΕΕ).

Κάτι ανάλογο θεωρούμε ότι έπραξε το Δικαστήριο με την «οικονομοποιημένη» διάσταση του κράτους δικαίου την οποία προάγουν τα θεσμικά πολιτικά όργανα της ΕΕ. Επ’ αφορμή, κατά πρώτο και κύριο λόγο, της προσβολής του εθνικού κράτους δικαίου στην Πολωνία και της εστίασής της στα εσωτερικά νομοθετικά μέτρα δραστικής υπονόμευσης της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, το ΔΕΕ εναπόθεσε στο άρθρο 19§1, εδ. β ΣΕΕ την υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν την ανεξαρτησία των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων, στο όνομα της πρόσβασης των «ιδιωτών» στην προστασία των δικαιωμάτων τους που αντλούν από το ενωσιακό δίκαιο· ήγουν, κατά βάση, από τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.67

Εκ προοιμίου αξίζει να τονιστεί ότι αυτή η νομική κατασκευή, με την προστασία των δικαιωμάτων των «ιδιωτών» να τοποθετείται στις ρίζες της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης ως κομβικού θεσμού του κράτους δικαίου, δεν έγινε από την πρώτη στιγμή που το ΔΕΕ επιλήφθηκε των προσφυγών της Επιτροπής κατά των κρατών μελών τα οποία, εισάγοντας νομοθεσίες με τις οποίες καθίστατο υποχρεωτική η πρόωρη και μαζική αποχώρηση δικαστών από την ενεργό υπηρεσία, διαμόρφωναν το έδαφος της κατάλυσης της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης. Η πρώτη υπόθεση που έφθασε ενώπιον του ΔΕΕ ήταν η προσφυγή της Επιτροπής κατά της Ουγγαρίας επί παραβάσει, εξ αφορμής αυτής της τυπολογίας νομοθεσίας, της οδηγίας 2000/78 για την ίση μεταχείριση σε θέματα απασχόλησης και εργασίας. Στην καταδικαστική για την Ουγγαρία απόφαση του ΔΕΕ του 2012, δεν υπήρξε η παραμικρή μνεία ούτε για την υπονόμευση της ανεξαρτησίας των εθνικών δικαστών ούτε -ακόμη λιγότερο- για την διακινδύνευση των δικαιωμάτων των πολιτών εξαιτίας αυτής.68 Όμως, η γενική εισαγγελέας Juliane Kokott στη γνώμη της για την υπόθεση επεσήμαινε ότι «η αιφνίδια συνταξιοδότησή [των δικαστών] ενδέχεται να εγείρει αμφισβήτηση ως προς την ανεξαρτησία και, επομένως, την ποιότητα των δικαστηρίων», συμπληρώνοντας ότι «είναι σοβαρότατη παρέμβαση στη δικαιοσύνη η απομάκρυνση μεγάλου αριθμού δικαστών, οι οποίοι κατά τη μέχρι πρότινος ισχύουσα ρύθμιση θα είχαν παραμείνει εν υπηρεσία έως και οκτώ ακόμα χρόνια» και διευκρινίζοντας ότι «η παρέμβαση αυτή δεν αποκτά σημασία μόνον οσάκις στοχεύει πράγματι στην επιρροή της δικαιοσύνης (…) αντιθέτως, πρέπει να αποφεύγεται ήδη κάθε εικασία επιρροής».69

Επίσης προκαταρκτικά, είναι χρήσιμο να υπομνησθεί ότι «πηγή έμπνευσης» για την εισαγωγή στην ιδρυτική Συνθήκη, με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, του άρθρου 19§1, εδ. β ΣΕΕ, ήταν η λύση, που το τότε ΔΕΚ έδωσε το 2002 με την απόφασή του Unión de Pequeños Agricultores,70 του «γόρδιου δεσμού» ανάμεσα στην κήρυξη (από το ίδιο) της τότε Ευρωπαϊκής Κοινότητας ως «Κοινότητας δικαίου» και των δυσκολιών πρόσβασης των ιδιωτών στο ένδικο βοήθημα της προσφυγής ακυρώσεως κατά πράξεων των κοινοτικών οργάνων που θέσπιζε η Συνθήκη της Ρώμης του 1957. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, «η Ευρωπαϊκή Κοινότητα είναι μια κοινότητα δικαίου, οι δε πράξεις των θεσμικών οργάνων της υπόκεινται σε έλεγχο για το αν είναι σύμφωνες με τη Συνθήκη και τις γενικές αρχές του δικαίου στις οποίες περιλαμβάνονται και τα θεμελιώδη δικαιώματα [των προσώπων]»· δεδομένων των περιοριστικών προϋποθέσεων του παραδεκτού των προσφυγών ακυρώσεως των ιδιωτών κατά πράξεων των κοινοτικών οργάνων, που θεσπίζονται από τη Συνθήκη, « τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν έχουν τη δυνατότητα να προσβάλλουν απευθείας τις κοινοτικές πράξεις κανονιστικού χαρακτήρα, έχουν τη δυνατότητα, αναλόγως της περιπτώσεως, να προβάλλουν την ακυρότητα των πράξεων αυτών είτε, κατά τρόπο παρεμπίπτοντα, ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, είτε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και να ζητούν από αυτά να υποβάλλουν προς τούτο προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο»· για να καταστεί δυνατή αυτή η «παράκαμψη» της προσφυγής στον εθνικό δικαστή, «στα κράτη μέλη εναπόκειται να προβλέψουν ένα σύστημα ένδικων βοηθημάτων και διαδικασιών προκειμένου να εξασφαλίσουν τον σεβασμό του δικαιώματος [των ιδιωτών] για παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας».71

Στο προκείμενο, πλέον, με επίκεντρο τη δεινοπάθηση της δικαιοσύνης στην Πολωνία της πολυετούς διακυβέρνησης από το λαϊκιστικό Κόμμα του Νόμου και της Δικαιοσύνης (PiS: Prawo i Sprawiedliwość) (2005-2007 και 2015-2023), σύμφωνα με το Δικαστήριο, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εγγυώνται την ανεξαρτησία της εθνικής δικαιοδοσίας «κάθε φορά που ένα εθνικό δικαιοδοτικό όργανο καθίσταται υπεύθυνο» για την εφαρμογή ή την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης.72 Περαιτέρω, το ενωσιακό δικαστήριο επέκτεινε στα άκρα το «πρόκριμα» της ιδιωτικό-οικονομικής διάστασης του κράτους δικαίου, κρίνοντας ότι η εν λόγω υποχρέωση του κράτους μέλους ισχύει ακόμη και όταν απλώς το εθνικό δικαστήριο «ενδέχεται» να κληθεί να αποφανθεί επί ζητημάτων που συνδέονται με την εφαρμογή και την ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου.73 Για να γίνει αυτό, πρέπει να υπάρχει γνώση περί του τι εστί «δικαστήριο» κατά την έννοια των Συνθηκών.

Σύμφωνα με το άρθρο 47, εδ. β του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης, «δικαστήριο» είναι εκείνο το ανεξάρτητο και αμερόληπτο όργανο που διαφυλάσσει το κράτος δικαίου: « η απαίτηση περί ανεξαρτησίας των δικαιοδοτικών οργάνων, η οποία είναι άμεσα συνυφασμένη με την αποστολή του δικαστή, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, που είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της προστασίας του συνόλου των δικαιωμάτων των οποίων απολαύουν οι πολίτες βάσει του δικαίου της Ένωσης και για την προάσπιση των κοινών αξιών των κρατών μελών οι οποίες μνημονεύονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, ιδίως δε της αξίας του κράτους δικαίου ».74 Για τη διασφάλιση του κράτους δικαίου, τα κράτη μέλη πρέπει να εφαρμόζουν τη διάκριση των εξουσιών, ιδίως μεταξύ της δικαστικής εξουσίας, αφενός, και της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, αφετέρου. Το ερώτημα που τίθεται, επομένως, είναι πώς μπορεί να διασφαλιστεί η ανεξαρτησία ενός δικαστηρίου. Προς απάντηση, το Δικαστήριο τοποθετείται πέραν της θεωρίας του φαίνεσθαι που αναπτύχθηκε στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των δικαιωμάτων του ανθρώπου, εις τρόπον ώστε να οδηγεί την εξέταση της κάθε υπόθεσης σε ενδελεχή έλεγχο της εθνικής νομοθεσίας: το ενωσιακό δίκαιο απαιτεί από τα κράτη μέλη να θεσπίζουν κανόνες με σκοπό τη διαφύλαξη «της εντυπώσεως ανεξαρτησίας και αμεροληψίας που πρέπει να δίδει η δικαιοσύνη», καθώς και της «εμπιστοσύνης την οποία πρέπει να εμπνέουν τα δικαστήρια στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας», ώστε να εκλείπει «κάθε εύλογη αμφιβολία των πολιτών ως προς τη στεγανότητα [του δικαστηρίου] έναντι εξωτερικών στοιχείων και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων».75 Συνεπώς, τα δικαστήρια δεν πρέπει να υπόκεινται σε εξωτερικές πιέσεις που ενδέχεται να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους· αντίθετα, και επιπρόσθετα, πρέπει να εμπνέουν την εμπιστοσύνη των διαδίκων. Αντίστοιχα, το κράτος μέλος υποχρεούται, επί παραδείγματι, να εφαρμόζει κανόνες που να διασφαλίζουν ότι οι δικαστές δεν μπορούν να παυθούν από τα καθήκοντά τους και ότι παραμένουν στη θέση τους μέχρι τη συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδότησής τους: «η εν λόγω αρχή, χωρίς να έχει εντελώς απόλυτο χαρακτήρα, επιδέχεται εξαιρέσεις μόνον εφόσον το δικαιολογούν θεμιτοί και επιτακτικοί λόγοι, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας».76

Αν και στόχος των κρίσεων του ΔΕΕ που επισκοπήθηκαν είναι η εξάλειψη κάθε ένδειξης δυνητικής προσβολής της ανεξαρτησίας των εθνικών δικαστών από την εθνική νομοθεσία, δεν είναι άσκοπο να τονιστεί, και πάλι, ότι το ΔΕΕ δεν εκδήλωσε ποτέ την πρόθεση να αμφισβητήσει την κυρίαρχη αρμοδιότητα του κράτους μέλους να ορίζει την οργάνωση του δικαστικού του συστήματος.77 Το συνταξιοδοτικό και το πειθαρχικό δίκαιο που διέπει τους δικαστές στην Πολωνία, εξετάστηκαν υπό το πρίσμα αυτού του συλλογισμού, αφετηρία και κατάληξη του οποίου είναι η προστασία των ιδιωτικό-οικονομικών συμφερόντων που θεμελιώνονται στο ενωσιακό δίκαιο.

Πλην της Πολωνίας -και της Ουγγαρίας-, η Ρουμανία είναι, και αυτή, κράτος μέλος που «τροφοδοτεί» το μηχανισμό έννομης προστασίας της ΕΕ με υποθέσεις στις οποίες διακυβεύεται η συμβατότητα των κυβερνητικών παρεμβάσεων στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης προς την υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 19§1, εδ. β ΣΕΕ, πολλώ δε μάλλον που για μεγάλο χρονικό διάστημα η χώρα αυτή βρισκόταν σε καθεστώς «διακριτικής επιτήρησης» από την Ένωση, μέσω του αποκαλούμενου «Μηχανισμού Συνεργασίας και Ελέγχου» (Cooperation and Verification Mechanism – CVM) όσον αφορά την ισχύ των αρχών του κράτους δικαίου στο εσωτερικό της.78 Με απόφασή του του 2023, το ΔΕΕ επιλήφθηκε προδικαστικών ερωτημάτων ρουμανικού εφετείου που αφορούσαν την ενωσιακή νομιμότητα της εσωτερικής νομοθεσίας η οποία τροποποίησε τη διαδικασία προαγωγής των δικαστών στα πολυμελή πρωτοδικεία και τα εφετεία βάσει αποτελεσματικότητας, αντικαθιστώντας τις παλαιές γραπτές δοκιμασίες με αξιολόγηση του έργου και της συμπεριφοράς των υποψηφίων κατά τα τρία τελευταία έτη της δραστηριότητάς τους· το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 19§1, εδ. β ΣΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας το καθεστώς προαγωγής των δικαστών σε ανώτερο δικαστήριο στηρίζεται σε αξιολόγηση του έργου και της συμπεριφοράς των ενδιαφερομένων (η αξιολόγηση διενεργείται από επιτροπή συγκροτούμενη από τον πρόεδρο του εν λόγω ανώτερου δικαστηρίου και από μέλη του) εφόσον οι ουσιαστικές προϋποθέσεις και οι διαδικαστικοί όροι που διέπουν την έκδοση των αποφάσεων περί προαγωγής βάσει αποτελεσματικότητας δεν προκαλούν στους πολίτες «εύλογες αμφιβολίες ως προς το ανεπηρέαστο των οικείων δικαστών από εξωγενή στοιχεία και ως προς την ουδετερότητά τους έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων, κατόπιν της προαγωγής των ενδιαφερομένων».79

Τέλος, καθώς έχει ήδη κατατεθεί, εισαγωγικά, η νοηματοδότηση από την Ένωση του κράτους δικαίου ως αναπόσπαστου γνωρίσματος της φιλελεύθερης δημοκρατίας, το ΔΕE, με τη νομολογία του και με το δικό του συγκρατημένο τρόπο, προσέθεσε στην «εξίσωση» «κράτος δικαίου=δημοκρατία» τον παράγοντα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων: το ατομικό δικαίωμα της πρόσβασης στην ανεξάρτητη και αμερόληπτη δικαιοσύνη, την οποία επίσης εγγυάται ο ΧΘΔ/ΕΕ (άρθρο 47, εδ. β).

Με αφετηρία την κρίση του στην εμβληματική απόφαση Unión de Pequeños Agricultores ότι εντός του κράτους δικαίου -της «Κοινότητας δικαίου»- τα θεμελιώδη δικαιώματα των προσώπων αποτελούν προνομιακό πεδίο της ένδικης προστασίας, το ΔΕΕ, με τις αποφάσεις του κατά της Πολωνίας κατέδειξε ότι η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων αξιώνει την ύπαρξη ανεξάρτητης δικαιοσύνης και ότι το κράτος δικαίου όπως το αντιλαμβάνεται η Ένωση, αλλά και η ίδια η Ένωση, δεν είναι κράτος -ή Ένωση- του οποιουδήποτε δικαίου: είναι το κράτος -ή η Ένωση- που προστατεύει τα θεμελιώδη δικαιώματα. Με αφορμή την ήδη αναφερθείσα απόφαση του 2019 επί της προσφυγής της Επιτροπής κατά της Πολωνίας για παράβαση του άρθρου 19§1, εδ. β ΣΕΕ και του άρθρου 47, εδ. β ΧΘΔ/ΕΕ σχετικά με την υποβολιμαία μείωση του ορίου συνταξιοδοτήσεως των δικαστών του ανώτατου δικαστηρίου, όπου, πράγματι, το Δικαστήριο δεν προχώρησε σε αυτοτελή εξέταση της συμβατότητας της νομοθεσίας με το άρθρο 47, εδ. β ΧΘΔ/ΕΕ, παρά μόνο χρησιμοποίησε το άρθρο 47, εδ. β ΧΘΔ/ΕΕ για να προσδώσει κανονιστική ισχύ στην αρχή της ανεξαρτησίας της εθνικής δικαιοσύνης υπό τους όρους του άρθρου 19§2, εδ. β ΣΕΕ,80 έχει επισημανθεί ότι η «εξίσωση» «κράτος δικαίου=προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» που προκύπτει από την εν λόγω απόφαση είναι ψευδεπίγραφη: « (…) η σύνδεση μεταξύ του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν έχει πρακτικές νομικές συνέπειες, δεδομένου ότι το Δικαστήριο δεν την χρησιμοποίησε για να καθιερώσει ή να επεκτείνει τη δικαιοδοσία του σε θέματα θεμελιωδών δικαιωμάτων, για να συμπεριλάβει νέα δικαιώματα ή να ερμηνεύσει εκτατικά ορισμένα δικαιώματα».81 Η επισήμανση είναι άδικη. Της αρμόζει, καταρχάς, η -ακούσια- απάντηση του τέως προέδρου του ΔΕΕ Βασίλειου Σκουρή, σύμφωνα με τον οποίο « (…) το να περιμένει κανείς από το Δικαστήριο να αναπτύξει μια ευρωπαϊκή έννοια του κράτους δικαίου, θα ισοδυναμούσε με ανάθεση σε αυτό μιας αποστολής που κανείς δεν του την έχει εμπιστευθεί (…) το Δικαστήριο ενεργεί προσεκτικά: περιορίζει τη συλλογιστική του στο ελάχιστο αναγκαίο, προκειμένου να αποφεύγει, αφενός να έχει υπερβολικά μεγάλο αντίκτυπο στις πιθανές μελλοντικές εξελίξεις της νομολογίας, αφετέρου να επηρεάζει τα εθνικά νομικά συστήματα πέραν του απολύτως αναγκαίου».82 Κυρίως όμως, και συγκεκριμένα, της αρμόζουν οι παραδοχές, καταρχάς ότι η εφαρμογή του Χάρτη επί του κράτους μέλους τελεί υπό την προϋπόθεση ότι το κράτος μέλος «εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης» (άρθρο 51§1 ΧΘΔ/ΕΕ)· έπειτα, ότι στις προκείμενες αποφάσεις κατά της Πολωνίας (όπως και της Ουγγαρίας, ή και της Ρουμανίας), την κατάδηλη ανυπαρξία «επαφής» των επίμαχων εθνικών νομοθεσιών με το ενωσιακό δίκαιο (που eo ipso απέκλειε την αυτοτελή εφαρμογή του άρθρου 47, εδ. β ΧΘΔ/ΕΕ) όπως ήδη έχει επισημανθεί το Δικαστήριο την υπερκέρασε, σίγουρα στο όνομα της υπέρτερης σκοπιμότητας να συμβάλλει ώστε το κράτος δικαίου με τη μορφή της ανεξάρτητης δικαιοσύνης να αποκατασταθεί στις χώρες αυτές ως αρωγός της δημοκρατικής διακυβέρνησης, με το να κηρύξει πρακτικά εφαρμοστέα μόνο τη διάταξη του άρθρου 19§1, εδ. β ΣΕΕ και με το να αναγνωρίσει στον εαυτό του την εξουσία να προσβλέπει στην … μελλοντική και «ενδεχόμενη» κλήση των εθνικών δικαστηρίων (των οποίων, σήμερα, υπονομευόταν η ανεξαρτησία) να εφαρμόσουν το ενωσιακό δίκαιο.83

V

Οι κυρώσεις επί παραβιάσεων του κράτους δικαίου στο κράτος μέλος και η άλωση του νομικού από το πολιτικό

Σύμφωνα με μια γενικευμένα αποδεκτή, και ταυτόχρονα λογική παραδοχή, στο διεθνές στερέωμα οι κυρώσεις είναι τα μέτρα οικονομικού χαρακτήρα (δευτερευόντως, ή σπανιότερα, είναι άϋλα μέτρα, όπως π.χ. ο αποκλεισμός μιας χώρας από ένα διεθνές forum συνεργασίας και αποφάσεων), τα οποία λαμβάνει ένα κράτος ή μια ομάδα κρατών ώστε να ασκήσει πίεση σε βάρος ενός τρίτου κράτους ή να το εξαναγκάσει να μεταβάλει την πολιτική ή τη στάση του προς την κατεύθυνση που υποδεικνύουν οι φορείς της κύρωσης ή οι ισχύοντες κανόνες του διεθνούς δικαίου.84

Το όπλο των κυρώσεων με επίκεντρο και αντικείμενο τη λειτουργία του εθνικού κράτους δικαίου, από τη στιγμή που εντάχθηκε στην ημερήσια διάταξη της πολιτικής της Ένωσης με σκοπό να συμβάλλει στην αποκατάσταση των κατά περίπτωση καταπτώσεών του και ειδικά στις χώρες της Κεντρο-Ανατολικής Ευρώπης όπως είναι η Πολωνία και η Ουγγαρία, έχει υποστεί και εξακολουθεί να υφίσταται δυο μείζονος σημασίας μεταμορφώσεις.

Καταρχάς, η κύρωση για αποκλίνουσα από τις αρχές του κράτους δικαίου συμπεριφορά στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης και, ειδικά, της διαδικασίας του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου και των Πινάκων αποτελεσμάτων για τη δικαιοσύνη, ενώ νομικά δεν θα μπορούσε να αποτελεί συστατικό στοιχείο της εν λόγω ευρωπαϊκής διαδικασίας, βρίσκει έδαφος εφαρμογής, με τη διαφορά ότι φορέας της κύρωσης δεν είναι πλέον μια δημόσια αρχή, αλλά οι παραγωγικές δυνάμεις της οικονομίας της αγοράς. Καθόσον, σύμφωνα με την «οικονομικοποίηση» του κράτους δικαίου που ενστερνίζεται η Ένωση το δικαστικό σύστημα βρίσκεται σε ευθεία γραμμή συνάφειας με την οικονομική μεγέθυνση, την ανάπτυξη και τη διενέργεια επενδύσεων, η υστέρηση στην ποιότητα των αποφάσεων που το δικαιοδοτικό σύστημα παράγει, οι καθυστερήσεις στην έκδοση αποφάσεων και η μειωμένη αποδοτικότητα του συστήματος καλούν τους επίδοξους επενδυτές σε «τιμωρητική» στάση απέναντι στην υπεύθυνη για την κατάσταση αυτή χώρα: οι επιχειρηματικοί φορείς, τόσο οι εγχώριοι όσο και οι καταγόμενοι από άλλα κράτη μέλη, απέχουν επιδεικτικά από το να δραστηριοποιούνται και να επενδύουν στην οικεία αγορά.

Η περίπτωση της Ελλάδας είναι εύγλωττη επιβεβαίωση της γραμμικής σχέσης που υφίσταται ανάμεσα στις χαμηλές επιδόσεις του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης και την υστέρηση των άμεσων ξένων επενδύσεων, η οποία αποτελεί χρόνια παθογένεια της εγχώριας οικονομίας και κινείται «στο ίδιο μήκος κύματος» με τα χρονίζοντα προβλήματα της ελληνικής δικαιοσύνης.

Μια «επιστροφή» του παρόντος κειμένου στους Πίνακες αποτελεσμάτων για τη δικαιοσύνη με σκοπό τη διάγνωση των αρνητικών επιδόσεων της χώρας, κατόπιν των συγκρίσεων με τα υπόλοιπα κράτη μέλη της ΕΕ, στο καθένα από τα κριτήρια αναφοράς και τα μέτρα σύγκρισης που χρησιμοποιούν οι Πίνακες, θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη αν θα μπορούσε να συνδεθεί με την τροχιά των επενδύσεων και της οικονομικής ανάπτυξης. Το διάβημα αυτό θα απαιτούσε αυξημένο χρόνο και έκταση της ύλης, που δεν ήταν διαθέσιμα σε ό,τι αφορά την εκπόνηση της παρούσας μελέτης. Αντίστροφα, αν κάποιος εισάγει σε μηχανή αναζήτησης στο Διαδίκτυο το λήμμα «επενδύσεις στην Ελλάδα και δικαστικό σύστημα», θα κατακλυστεί από πληροφορίες που αποδεικνύουν ότι οι χαμηλές επιδόσεις της χώρας μας στον ευρωπαϊκό επενδυτικό χάρτη είναι άμεσα και ευθέως συνυφασμένες με τις αντίστοιχα χαμηλές επιδόσεις του δικαστικού συστήματος. Οι δυνητικοί επενδυτές «τιμωρούν» τον ούτως ή άλλως φθίνοντα ελληνικό παραγωγικό σχηματισμό για την υστέρησή του στο πεδίο της αποτελεσματικότητας της δικαιοσύνης, με την αποχή τους από το ξεδίπλωμα των δραστηριοτήτων τους στο ελληνικό έδαφος. Και πάλι μια σταχυολόγηση της πλημμυρίδας των πληροφοριών στο θέμα αυτό υπερβαίνει τις δυνατότητες της παρούσας μελέτης. Τυχαία είναι η επιλογή να περιληφθούν στις επόμενες αράδες : η εκτενής μελέτη για την κατάσταση της δικαιοσύνης στη χώρας που διεξήγαγε ελληνική ΜΚΟ, στην προμετωπίδα της οποίας τονίζεται ότι «η αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος είναι μια από τις σημαντικότερες προϋποθέσεις για την κοινωνική σταθερότητα και την οικονομική ανάπτυξη (…) στη χώρα μας, όμως, τα προβλήματα του δικαστικού συστήματος αποτελούν σημαντικά εμπόδια την καθημερινότητα του πολίτη, στις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα»· η διαπίστωση ενός δυσάρεστα οικείου στην ελληνική γνώμη -λόγω της εμπλοκής του στην «Τρόικα» που επόπτευε την ελληνική δημοσιονομική προσαρμογή το 2012-2018- υψηλόβαθμου υπαλλήλου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σύμφωνα με τον οποίο η Ελλάδα θα μπορούσε να αναπτύσσεται σήμερα με ρυθμό 4%-6% αν είχαν προχωρήσει βασικές μεταρρυθμίσεις στο πεδίο του δικαστικού συστήματος και της καταπολέμησης της περιττής γραφειοκρατίας και της διαφθοράς στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, που θα ευνοούσαν τις επενδύσεις· η κατάδειξη από έγκριτη οικονομική επιθεώρηση στατιστικών στοιχείων που αποδεικνύουν ότι τις παραγωγικές επενδύσεις που αποθαρρύνονται να διεξαχθούν στο ελληνικό έδαφος υποκαθιστούν οι επενδύσεις που αφορούν την αγορά ακινήτων, οι οποίες ούτε κατ’ ελάχιστο ευνοούν την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.85

Αναμφίβολα σοβαρή είναι η μεταμόρφωση της διαδικασίας επιβολής κυρώσεων, από μια τυπική και αυστηρή διαδικασία που είναι, καταρχάς βάσει του κανονισμού της αιρεσιμότητας 2020/2092, σε απλό στάδιο μιας διαδικασίας εκβιασμών και «παζαρέματος» (bargaining) ανάμεσα στις ενωσιακές αρχές και στην κυβέρνηση του κράτους μέλους στην οποία καταλογίζεται η ελλειμματική λειτουργία του εθνικού κράτους δικαίου, γεγονός που ομογενοποιεί την ενωσιακή προστασία του κράτους δικαίου, με την έννοια ότι γεφυρώνει την ουσιαστική προσέγγιση του κράτους δικαίου με την διαβουλευτικού χαρακτήρα μεθοδολογία που εφαρμόζει επί του κράτους δικαίου -και όχι μόνον επί αυτού- η οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ.

Καθόσον το Συμβούλιο ΕΕ είχε υποσχεθεί ότι ο μηχανισμός αιρεσιμότητας δεν θα χρησιμοποιούνταν έως ότου το Δικαστήριο επιβεβαιώσει τη νομιμότητά του, η Επιτροπή «έλαβε το ελεύθερο» να ενεργοποιήσει, για πρώτη φορά τον κανονισμό 2020/2092 εναντίον της Ουγγαρίας, μετά τις ανεπιτυχείς προσφυγές ακυρώσεως της πράξης που είχαν καταθέσει στο ΔΕΕ η ουγγρική και η πολωνική κυβέρνηση.86 Η διαδικασία επιβολής των κυρώσεων ξεκίνησε τον Απρίλιο 2022, όταν η Επιτροπή πρότεινε στο Συμβούλιο ΕΕ την αναστολή του 65% των δημοσιονομικών δεσμεύσεων στο πλαίσιο τριών επιχειρησιακών προγραμμάτων του Ταμείου συνοχής (1 ) λόγω «παρατυπιών και συστημικών ελλείψεων» στη διαχείριση και τη χρήση των ευρωπαϊκών κονδυλίων (άρθρο 6§1 του κανονισμού)· η ουγγρική κυβέρνηση ανταποκρίθηκε γρήγορα στις απαιτήσεις της Επιτροπής, λαμβάνοντας μια σειρά μέτρων για την αντιμετώπιση των ανησυχιών σχετικά με τις δημόσιες συμβάσεις, τις συγκρούσεις συμφερόντων και τη διαφθορά, όμως το εκτελεστικό θεσμικό όργανο της Ένωσης θεώρησε ανεπαρκείς τις προσπάθειες της ουγγρικής κυβέρνησης και διατήρησε το αίτημά της για αναστολή της χρηματοδότησης. Το Συμβούλιο ΕΕ, αφού εξέτασε την πρόταση της Επιτροπής τον Δεκέμβριο του 2022, αποφάσισε με ειδική πλειοψηφία να υποστηρίξει την Επιτροπή, πλην όμως, κατ’ εφαρμογή της διακριτικής ευχέρειας που του αναγνωρίζεται από τον κανονισμό (άρθρο 6§11), μείωσε το ποσό της αναστολής χρηματοδότησης στο 55% των τριών αυτών προγραμμάτων, δηλαδή σε 6,3 δις. €, σε «αναγνώριση των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών της Ουγγαρίας».87

Της εφαρμογής του κανονισμού 2020/2092 επί της Ουγγαρίας είχε προηγηθεί, το 2021, η «δοσοληψία» Ευρωπαϊκής Επιτροπής-Ουγγαρίας επ’αφορμή της απόφασης της ουγγρικής κυβέρνησης να προκηρύξει δημοψήφισμα για την έγκριση νόμου, που υπό το πρόσχημα της απαγόρευσης της «προώθησης» της ομοφυλοφιλίας στα σχολεία δυσκόλευε τη ζωή της συγκεκριμένης κατηγορίας πολιτών. Η ουγγρική κυβέρνηση αρνήθηκε να συζητήσει την τροποποίηση του νόμου που αξίωσε η Επιτροπή, με αποτέλεσμα, άτυπα η Επιτροπή να μεταθέσει κατά τέσσερις μήνες την αξιολόγηση του εθνικού σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, έως ότου η κυβέρνηση να αποφασίσει να συνδιαλλαγεί για το περιεχόμενο της επίμαχης νομοθεσίας. Επίσης, το Φεβρουάριο 2022, τόσο η ουγγρική όσο και η πολωνική κυβέρνηση είχαν απειλήσει -χωρίς επιτυχία όμως- να παρεμποδίσουν την ομόφωνη υιοθέτηση κοινής θέσης της ΕΕ για τον Ευρω-Αφρικανικό διάλογο αν η Ένωση δεν εκταμίευε μια πρώτη δόση (ύψους, αντίστοιχα, 5,9 και 7,2 δις €) των χρηματοδοτήσεων του Μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας προς τις δυο χώρες. Η Ουγγαρία, περαιτέρω, αύξησε τις «επιδόσεις» της στο “bargaining” με την Ένωση με επίκεντρο την κατάσταση στο πεδίο της δικαιοσύνης και των ατομικών ελευθεριών : τον Ιανουάριο 2024 καταγράφηκε ως ευτράπελο από τον παγκόσμιο Τύπο η πρόταση την οποία, στη διάρκεια συνεδρίασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου με αντικείμενο τη χορήγηση ενωσιακής βοήθειας στην Ουκρανία, ο Γερμανός καγκελάριος Olaf Scholz έκανε προς τον Ούγγρο πρωθυπουργό Victor Orbán να «εξέλθει της αίθουσας για να πιεί … καφέ»(!) τη στιγμή που θα διεξαγόταν η ψηφοφορία για την απόφαση χορήγησης της βοήθειας, προς την οποία ο Ούγγρος πολιτικός αντιτασσόταν με απόλυτο τρόπο· η αποχή του Orbán από την ψηφοφορία άνοιξε το δρόμο στην Επιτροπή να χορηγήσει στην Ουγγαρία, δύο μήνες μετά, κονδύλια ύψους 10,3 δις € από το RRF, τα οποία μέχρι τότε δέσμευε εξαιτίας της προβληματικής κατάστασης που επικρατεί στην χώρα στον τομέα των δικαιωμάτων και των ελευθεριών. Ακόμη, στη διάρκεια των πρώτων μηνών του 2025 εκδηλώθηκε μια ακόμη αντίθεση του Ούγγρου πρωθυπουργού, στην απόφαση που επρόκειτο να ληφθεί, από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με αντικείμενο την «ιδιοποίηση» από τις ενωσιακές και εθνικές αρχές των καταθέσεων ύψους 200 δις € Ρώσων «ολιγαρχών» σε ευρωπαϊκές Τράπεζες, ώστε να χρησιμοποιηθούν για την οικονομική και στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία: η «εν θερμώ» απόφαση του Βελγίου να ζητήσει από το Συμβούλιο ΕΕ να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 7 ΣΕΕ για την επιβολή κυρώσεων στην Ουγγαρία, γρήγορα έδωσε της θέση της στον πραγματισμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία ανακοίνωσε ότι αντί της επιβολής κυρώσεων περισσότερο θα πιεστεί η Ουγγαρία να υπαναχωρήσει από την άρνησή της μόλις αποφασίσει να ξεκινήσει έρευνα για παράνομες επιδοτήσεις της Ουγγαρίας και της Κίνας υπέρ της κινεζικής εταιρίας BYD για το μεγάλ εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικών αυτοκινήτων που κατασκευάζει στην Ουγγαρία.88

Την ίδια ημέρα που το Συμβούλιο ΕΕ είχε αποφασίσει να εφαρμόσει επί της Ουγγαρίας τον κανονισμό της αιρεσιμότητας, η Επιτροπή αποφάσισε να αναστείλει την χορήγηση κονδυλίων ύψους 5,8 δις € από τον Μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, δυνάμει των εφαρμοστέων διατάξεων του ιδρυτικού κανονισμού 2021/241. Επ’ αφορμή της αναφοράς αυτής, αξίζει να επισημανθεί η νομική διάσταση του εν λόγω «διπλασιασμού» των νομικών μέσων επιβολής κυρώσεων από την Ένωση σε περίπτωση παραβίασης του κράτους δικαίου από κράτος μέλος.89

Κρίσιμη διάταξη του κανονισμού 2021/241 είναι, εν προκειμένω, το άρθρο 22, που επιτρέπει τη μείωση μιας χρηματοδότησης που έχει δοθεί σε κράτος μέλος, την ανάκτηση κάθε ποσού που οφείλεται στον προϋπολογισμό της Ένωσης ή την απαίτηση πρόωρης εξόφλησης ενός δανείου στις ακόλουθες περιπτώσεις: απάτης, διαφθοράς και σύγκρουσης συμφερόντων σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης που δεν διορθώθηκαν από το κράτος μέλος ή σε περίπτωση σοβαρής αθέτησης υποχρέωσης που απορρέει είτε από σύμβαση δανείου είτε από συμφωνία νομικής δέσμευσης κεφαλαίων (άρθρο 22§5, εδάφιο πρώτο). Το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 22 του κανονισμού RRF επικαλύπτει μερικώς εκείνο του κανονισμού της αιρεσιμότητας. Πράγματι, τόσο το άρθρο 22 όσο και ο κανονισμός 2020/2092 προορίζονται να εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ένα κράτος μέλος παραλείπει να αποτρέπει και να τιμωρεί την απάτη, τη διαφθορά και τη σύγκρουση συμφερόντων. Ο κανονισμός 2021/241 επανειλημμένα αναφέρεται στην ανάγκη ο Μηχανισμός ανάκαμψης και ανθεκτικότητας να εφαρμόζεται σε συμφωνία με τους δημοσιονομικούς κανόνες που θεσπίζονται βάσει του άρθρου 322 ΣΛΕΕ, ιδιαίτερα με τον κανονισμό της αιρεσιμότητας.90 Όπως όμως ήδη έχει επισημανθεί, ο τελευταίος έχει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού RRF, αφού δεν καλύπτει μόνο τις περιπτώσεις απάτης, διαφθοράς και σύγκρουσης συμφερόντων.91

Η σημασία του «διπλασιασμού» της δυνατότητας επιβολής κύρωσης υπό τους όρους του κανονισμού 2020/2092 με την ειδική διάταξη που περιέχει ο κανονισμός RRF, έχει ιδίως να κάνει με την αποφυγή των αυστηρών και χρονοβόρων διαδικασιών εφαρμογής του κανονισμού της αιρεσιμότητας. Η διαδικασία της αιρεσιμότητας μπορεί να αποβεί μακρόχρονη. Απαιτεί πολυάριθμες ανταλλαγές απόψεων και επικοινωνίες ανάμεσα στο κράτος μέλος και την Επιτροπή, με το Συμβούλιο να αποφασίζει in fine εν είδη «διαιτητή», με ειδική πλειοψηφία. Η περίπτωση της επιβολής κυρώσεων σε βάρος της Ουγγαρίας το Δεκέμβριο 2022, για την οποία έγινε λόγως μόλις προηγουμένως, είναι επιβεβαιωτική αυτού του χαρακτηριστικού του κανονισμού 2020/2092. Αντίθετα, υπό τους όρους του άρθρου 22 του κανονισμού RRF, η Επιτροπή αποφασίζει μόνη της την επιβολή κυρώσεων. Δεσμεύεται, απλώς, να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας, με το κράτος μέλος να έχει τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του πριν από την πραγματοποίηση της μείωσης της χρηματοδότησης ή πριν ζητηθεί η πρόωρη εξόφληση ενός δανείου (άρθρο 22§5, δεύτερο εδάφιο). Εύλογα, όμως, η προσφυγή της Επιτροπής στη χρήση του άρθρου 22 του κανονισμού 2021/241 δεν μπορεί να επιφυλάσσεται παρά μόνο για τις χρηματοδοτήσεις που γίνονται υπό τους όρους του RRF. Ο κανονισμός της αιρεσιμότητας εμφανίζεται να έχει επικουρικό χαρακτήρα, γεγονός που προκύπτει από το άρθρο 6§1 αυτού και που επιβεβαιώνεται από τα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 10-11 Δεκεμβρίου 2020.92 Η Επιτροπή, πάλι, στις κατευθυντήριες οδηγίες που εξέδωσε το 2022 για την εφαρμογή του κανονισμού της αιρεσιμότητας τονίζει ότι όταν διαπιστώνει ότι υπάρχουν εύλογοι λόγοι να θεωρήσει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για λήψη μέτρων δυνάμει του κανονισμού, προτού προχωρήσει σε κίνηση της διαδικασίας εξετάζει «αν άλλες διαδικασίες που προβλέπονται στην ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης δεν θα ήταν καταλληλότερες για την αποτελεσματική προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης», μνημονεύοντας ρητά, στη συνέχεια, ως τέτοια «άλλη» διαδικασία, τον «Μηχανισμό ΑΑ», πολλώ δε μάλλον που -συμπληρώνει- καθόσον «ορισμένα σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας περιλαμβάνουν μέτρα που σχετίζονται άμεσα με ζητήματα κράτους δικαίου», η «ικανοποιητική εκπλήρωση» αυτών των σχεδίων «είναι αναγκαία για την αποδέσμευση των πληρωμών στο πλαίσιο του Μηχανισμού ΑΑ».93

Λαμβάνοντας υπόψη την απλουστευμένη διαδικασία του άρθρου 22 του κανονισμού RRF σε σχέση με τη διαδικασία του κανονισμού 2020/2092, το ερώτημα που ανακύπτει είναι εάν η Επιτροπή, εφαρμόζοντας την πρώτη διαδικασία, δεσμεύεται να σέβεται τις προϋποθέσεις που έθεσε το ΔΕΕ με τις αποφάσεις του της 16ης Φεβρουαρίου 2022 επί της νομιμότητας του κανονισμού της αιρεσιμότητας, όσον αφορά την εφαρμογή αυτού του κανονισμού. Είτε εφαρμόζεται το άρθρο 22 είτε ο κανονισμός 2020/2092, πρόκειται για αιρεσιμότητα που αποσκοπεί στην εξασφάλιση του σεβασμού του ενωσιακού δικαίου. Το Δικαστήριο, στις αποφάσεις της 16ης Φεβρουαρίου 2022 έκρινε ότι ο κανονισμός έχει σκοπό την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης έναντι επιζήμιων σε βάρος του συνεπειών «οι οποίες απορρέουν κατά τρόπο επαρκώς άμεσο» από παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου σε ένα κράτος μέλος, και «όχι την επιβολή κυρώσεων, αυτή καθεαυτήν, για τέτοιες παραβιάσεις».94 Επομένως, για να «τιμωρηθεί» ένα κράτος συνεπεία των παραβιάσεων του κράτους δικαίου, αυτές πρέπει «να επηρεάζουν ή (να) απειλούν σοβαρά να επηρεάσουν τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης κατά τρόπο επαρκώς άμεσο».95 Ως εκ τούτου, τα «κατάλληλα μέτρα» του άρθρου 5§1 του κανονισμού 2020/2092 «επιβάλλεται να αρθούν εφόσον εκλείψει ο αντίκτυπος στην εκτέλεση του προϋπολογισμού, ακόμη και αν εξακολουθούν οι διαπιστωθείσες παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου από το κράτος μέλος».96 Καθώς το άρθρο 22 του κανονισμού 2021/241 είναι ενταγμένο στην ενότητα «Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης» της πράξης, θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή οφείλει να σέβεται τη διπλή προϋπόθεση που έθεσε το ΔΕΕ : την ύπαρξη προσβολής ή απειλής προσβολής του προϋπολογισμού της Ένωσης ή των οικονομικών συμφερόντων της και ενός επαρκώς άμεσου συνδέσμου ανάμεσα στις χρηματοδοτήσεις του RRF και την παραβίαση μιας από τις αρχές του κράτους δικαίου, πολλώ δε μάλλον που η απαίτηση του «επαρκώς άμεσου» συνδέσμου κάθε άλλο παρά άγνωστη είναι στη νομολογία του Δικαστηρίου.97

VΙ

Ο ενωσιακός δικαστής μπροστά στην πολιτικοποίηση της επιβολής κυρώσεων επί των εκτροπών του κράτους δικαίου σε κράτος μέλος

Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η Επιτροπή, αφού προηγουμένως είχε εγκρίνει, το 2021, τα εθνικά σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας τόσο της Ουγγαρίας όσο και της Πολωνίας, στη συνέχεια δεν αποδέσμευε κονδύλια του RRF υπέρ των δύο χώρων επειδή έκανε χρήση της διαδικασίας του άρθρου 22 του κανονισμού 2021/24 ή -το πιθανότερο- επειδή άσκησε, άτυπα, παρελκυστική τακτική, επικαλούμενη διοικητικές εμπλοκές και δυσχέρειες, κι ενώ σε κάθε περίπτωση υπέβοσκε η έντονα κριτική στάση του εκτελεστικού θεσμικού οργάνου της ΕΕ απέναντι στις δυο χώρες μέλη εξαιτίας της αρνητικής πολιτικής τους στις ενωσιακές αξιώσεις για σεβασμό του κράτους δικαίου στο εσωτερικό τους.98 To βέβαιο είναι ότι το ήδη αναφερθέν «επεισόδιο» της αποχής του Ούγγρου πρωθυπουργού Orbán από τη συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ιανουαρίου 2024, που «διευκόλυνε» την ομόφωνη απόφαση των παρόντων (;) κρατών μελών να χορηγήσουν οικονομική και στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία, και η «ανταμοιβή» του από την Επιτροπή για τη στάση του εκείνη με τη μορφή της αποδέσμευσης των κονδυλίων χρηματοδότησης της Ουγγαρίας από τον Μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, προσλήφθηκαν με εξαιρετικά αρνητικό τρόπο από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η επιτροπή του οποίου για τις νομικές υποθέσεις (CoJur) αποφάσισε, τον Μάρτιο 2024, να προσβάλει με προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου τη σχετική απόφαση της Επιτροπής, καταγγέλλοντας, ταυτόχρονα, τον «εκβιασμό» (blackmail) του Ούγγρου πολιτικού σε βάρος της Ένωσης.99

Περισσότερο επεισοδιακή και, αναντίλεκτα, νομικά ενδιαφέρουσα ήταν η πρόταση της Επιτροπής της 1ης Ιανουαρίου 2022 προς το Συμβούλιο να αποδεσμευτούν υπέρ της Πολωνίας κονδύλια ύψους 36 δις € από το Μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, σύμφωνα με τους όρους του πολωνικού σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας που είχαν εγκριθεί από την Επιτροπή, με δικαιολογητική βάση τη δημοσιοποίηση από τον αρχηγό του κράτους σχεδίου νόμου, βάσει του οποίου θα καταργούνταν το πειθαρχικό τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου, που η ύπαρξή και η επιζήμια για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης λειτουργία του είχαν κυρωθεί με αλλεπάλληλες αποφάσεις του ΔΕΕ ένα χρόνο πριν.100 Η γνωστοποίηση του προεδρικού νομοσχεδίου προκάλεσε την κατηγορηματική αντίθεση τόσo της φιλελεύθερης δημοκρατικής αντιπολίτευσης στο PiS όσο και των εθνικών ενώσεων δικαστών, σύμφωνα με τους οποίους το κείμενο υπολειπόταν κατά πολύ των προϋποθέσεων που συνάγονταν από τις αποφάσεις του ΔΕΕ ότι πρέπει να συντρέχουν ώστε να υπάρξει συμμόρφωση της Πολωνίας στην έννομη τάξη της Ένωσης (άρθρο 19§1, εδ. β ΣΕΕ και 47, εδ. β ΧΘΔ/ΕΕ).101 Από την άλλη μεριά, η Επιτροπή εμφανίστηκε με την απόφασή της αυτή να υποκύπτει στη νέα γεωπολιτική συγκυρία: ο ρωσοουκρανικός πόλεμος που ξέσπασε το Φεβρουάριο 2022 κατέστησε την Πολωνία, η οποία έκτοτε υποδέχθηκε στο έδαφός της σχεδόν 1,5 εκατομμύρια πρόσφυγες, απαραίτητο εταίρο στη συνολική εξωτερική πολιτική της ΕΕ.102 Όμως, είτε με τη μία είτε με την άλλη δικαιολογία, η πρόταση της Επιτροπής, πέραν του ότι συνάντησε άμεση και ασυνήθιστη αντίσταση εντός του κολλεγίου των Επιτρόπων (πέντε μέλη του, συμπεριλαμβανομένων δύο αντιπροέδρων της Επιτροπής, ψήφισαν εναντίον της πρότασης ή υπέβαλαν γραπτές ανησυχίες), παρήγαγε το στρεβλό αποτέλεσμα της χορήγησης σε μεμονωμένο κράτος μέλος -την Πολωνία- οικονομικών κινήτρων ώστε να συμμορφωθεί σε προϋφιστάμενες και γενικής ισχύος νομικές υποχρεώσεις, οι οποίες δεσμεύουν όλα τα κράτη μέλη και για τα οποία δεν προβλέφθηκε καμία οικονομική ανταμοιβή.103

Το Συμβούλιο ΕΕ , με εκτελεστική απόφαση που έλαβε στις 22 Ιουνίου 2022, ενέκρινε την πρόταση της Επιτροπής και λίγε εβδομάδες αργότερα τέσσερις ευρωπαϊκές ενώσεις δικαστών, μέλη των οποίων είναι και οι ενώσεις Πολωνών δικαστών, προσέβαλαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ με αίτηση ακυρώσεως την απόφαση του Συμβουλίου, θεωρώντας ότι τα τρία «ορόσημα» (milestones) που θέτει η απόφαση του Συμβουλίου σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις στο δικαστικό σύστημα της Πολωνίας (μέτρα ενίσχυσης της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των Πολωνών δικαστών, δικαστές σε βάρος των οποίων εκδόθηκαν αποφάσεις του πειθαρχικού τμήματος του ανώτατου δικαστηρίου να έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε διαδικασία επανεξέτασης των αποφάσεων αυτών, ίδρυση δικαστηρίου «υπό την έννοια του άρθρου 19§1, εδ. β ΣΕΕ» που θα επανεξετάζει τις αποφάσεις του πειθαρχικού οργάνου), τα οποία πρέπει να εκπληρώσει η Πολωνία ώστε να εισπράξει τα προβλεφθέντα κονδύλια, δεν είναι συμβατά με το δίκαιο της ΕΕ, αφού ορίζονται πολύ ελαστικά, επιτρέποντας στην Πολωνία να μη συμμορφωθεί με τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το κράτος δικαίου και την αποτελεσματική δικαστική προστασία. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη, με διάταξη της 4ης Ιουνίου 2024.104 Την εκλογίκευση που έχει συνεισφέρει η νομολογία του Δικαστηρίου στο εμπόδιο το οποίο εγείρει η Συνθήκη στην πρόσβαση των φυσικών ή νομικών προσώπων στο ένδικο βοήθημα της προσφυγής ακυρώσεως ενωσιακής πράξης κατά το άρθρο 263, εδ. δ ΣΛΕΕ (το πρόσωπο πρέπει να είναι αποδέκτης της πράξης ή αυτή να τον αφορά άμεσα και ατομικά ή η πράξη αν είναι κανονιστικού χαρακτήρα να το αφορά ατομικά χωρίς να περιλαμβάνει εκτελεστικά μέτρα) όταν η προσφυγή ασκείται από ένωση προσώπων, σύμφωνα με την οποία -μεταξύ άλλων- θα πρέπει, για να καταστεί παραδεκτή η προσφυγή, τα ίδια τα φυσικά πρόσωπα-μέλη της ένωσης να νομιμοποιούνταν να ασκήσουν παραδεκτώς την προσφυγή, το Γενικό Δικαστήριο την εφάρμοσε μεν με συνέπεια, πλην όμως κατά τρόπο που μετρίαζε το κανονιστικό βεληνεκές της εκτελεστικής απόφασης του Συμβουλίου.

Πράγματι, ο ενωσιακός δικαστής, προκειμένου να κρίνει αν η εκτελεστική απόφαση του Συμβουλίου, με το δεύτερο «ορόσημό» της που διελάμβανε ότι οι Πολωνοί δικαστές σε βάρος των οποίων είχαν εκδοθεί πειθαρχικές αποφάσεις θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε διαδικασία επανεξέτασης των αποφάσεων αυτών, αφορούσε ατομικά τον καθένα από τους εν λόγω Πολωνούς δικαστές οι οποίοι ήταν μέλη της προσφεύγουσας ένωσης, διέταξε ότι η απόφαση του Συμβουλίου «δεν επέβαλε κατά τρόπο οριστικό, στο εν λόγω κράτος μέλος, συγκεκριμένες υποχρεώσεις στις σχέσεις του με τους δικαστές σε βάρος των οποίων έχουν εκδοθεί πειθαρχικές αποφάσεις»· συνεπώς, σύμφωνα με τη δικαστική διάταξη, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είχε ως αποτέλεσμα οι Πολωνοί δικαστές τους οποίους αφορούσαν οι πειθαρχικές αποφάσεις να μπορούν να υπαχθούν στις προϋποθέσεις του δεύτερου «ορόσημου» της εκτελεστικής απόφασης του Συμβουλίου, ούτε η εν λόγω πράξη της Ένωσης εγκαθίδρυε «συγκεκριμένο κανόνα άμεσα εφαρμοστέο στην περίπτωσή τους».105

Περαιτέρω, η διάταξη του ενωσιακού δικαστηρίου, με σκοπό και σε συνέπεια με την πάγια νομολογία του ΔΕΕ να εξετάσει μήπως η επίδικη πράξη, καθόσον στρέφονταν εναντίον της μια ένωση προσώπων που εκπροσωπούσε όλους τους Πολωνούς δικαστές, όπως και τους δικαστές όλων των υπόλοιπων κρατών μελών της Ένωσης, «άμεσα επηρέαζε» όλα αυτά τα φυσικά πρόσωπα, κατέληξε σε αρνητικό πόρισμα εν προκειμένω, με τρόπο όμως που υπονόμευε την εν λόγω πάγια νομολογία του Δικαστηρίου. Πρόκειται, εδώ, για τις αποφάσεις του Δικαστηρίου με τις οποίες δόθηκε η δυνατότητα σε δικαστήρια κρατών μελών να αρνούνται την εκτέλεση ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης εκδοθέντων από πολωνικά δικαστήρια, καθόσον στο πλαίσιο της πολωνικής έννομης τάξης τα θεμελιώδη δικαιώματα των εκζητούμενων υπήρχαν εύλογες πιθανότητες να μην καθίσταντο σεβαστά εξαιτίας του κλονισμού της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας της πολωνικής δικαιοσύνης. Επί παραδείγματι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η δικαστική αρχή της εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης η οποία καλείται να αποφασίσει για την παράδοση προσώπου καταδικασμένου σε στερητική της ελευθερίας ποινή, μπορεί να αρνηθεί την έκδοση του προσώπου αυτού αν διαπιστώσει ότι συντρέχουν «σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι» για να θεωρηθεί ότι εξαιτίας της έλλειψης ανεξαρτησίας και αμεροληψίας του δικαστηρίου έκδοσης του εντάλματος σύλληψης «έχει προσβληθεί το θεμελιώδες δικαίωμα του προσώπου σε δίκαιη δίκη ενώπιον ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου (…) το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο ΧΘΔ/ΕΕ».106 Το Γενικό Δικαστήριο, στο επιχείρημα των προσφευγουσών ενώσεων ότι η υπονόμευση του κράτους δικαίου σε ένα κράτος μέλος «μπορεί να έχει άμεσα αποτελέσματα στη δυνατότητα των δικαστών των άλλων κρατών να ασκούν προσηκόντως τα καθήκοντά τους», απάντησε ότι οι εκτιμήσεις αυτές, «όσο σημαντικές κι αν είναι από πολιτική άποψη» (!) «δεν είναι ικανές να αποδείξουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασης των δικαστών των άλλων κρατών μελών» ούτε των λοιπών Πολωνών δικαστών.107

Προφανώς για το Γενικό Δικαστήριο, η προηγούμενη νομολογία του Δικαστηρίου, την οποία υπαινίχθηκαν οι προσφεύγουσες ευρωπαϊκές ενώσεις δικαστών, δημιούργησε ένα απλό «πολιτικό» προηγούμενο και όχι ό,τι, δι’ αυτής, πράγματι συνέβη: διαμορφώθηκε, κανονιστικά, η κατάσταση των «συστημικών πλημμελειών» του κράτους δικαίου στο εσωτερικό χώρας μέλους, που δικαιολογεί την αυξημένη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσώπων τα οποία υπόκεινται στην εν λόγω εθνική δικαιοδοσία.108 Η αδιαφορία που το Γενικό Δικαστήριο επέδειξε στην κατάσταση των «συστημικών πλημμελειών» που πλήττουν τη δικαιοσύνη στην Πολωνία, την οποία ρητά επικαλέστηκαν οι προσφεύγουσες ενώσεις,109 ήταν υποδειγματική: επιστεγάστηκε με την κρίση του, που υποστηρίχτηκε από μια νομολογία του ΔΕΕ η οποία -όμως- δεν προήλθε από αποφάσεις που δίκαζαν επί της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσώπων,110 ότι ναι μεν οι περιοριστικές προϋποθέσεις του παραδεκτού της προσφυγής ακυρώσεως κατά το άρθρο 263, εδ. δ ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνεύονται με γνώμονα το θεμελιώδες δικαίωμα των προσώπων σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, τούτο, ωστόσο, «δεν πρέπει να καταλήγει σε κατάργηση των προϋποθέσεων αυτών, οι οποίες προβλέπονται ρητώς από τη Συνθήκη».111

Τέλος, τον δρόμο που άνοιξαν οι αποφάσεις του Συμβουλίου και της Επιτροπής του 2022 σχετικά με την αποδέσμευση υπέρ της Πολωνίας των κονδυλίων του RRF, τον συνέχισε η Επιτροπή, με την κατάργηση του Μηχανισμού Ελέγχου και Συνεργασίας (του CVM) για τη Ρουμανία, ο οποίος είχε εγκαθιδρυθεί την επαύριο της προσχώρησης της Ρουμανίας -όπως και της Βουλγαρίας- στην Ένωση με σκοπό την υποβοήθηση της μεταρρύθμισης του εγχώριου δικαστικού συστήματος, την προβληματική κατάσταση του οποίου, από τη σκοπιά της ανεξαρτησίας του και της αποτελεσματικότητάς του, η Επιτροπή είχε στηλιτεύσει ήδη πριν οριστικοποιηθεί η ένταξη στην ΕΕ των δυο χωρών.112 Η κατάργηση του CVM υλοποιήθηκε με την απόφαση υπ’ αριθ. 2023/1786 της Επιτροπής, η οποία, στην πράξη, κατάργησε την ιδρυτική απόφαση υπ’ αριθ. 2006/928 του CVM. Κι αυτή η ενωσιακή απόφαση, με την οποία ένα κράτος μέλος «ελαφρύνεται» από την πίεση που του ασκούν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης στο πεδίο του κράτους δικαίου, προσβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, με προσφυγή ακυρώσεως, από επαγγελματική ένωση Ρουμάνων εισαγγελέων, σκοπός της οποίας είναι η διασφάλιση του σεβασμού της αξίας του κράτους δικαίου στη Ρουμανία, που υποστήριζε ότι η κατάργηση του CVM θα επηρεάσει άμεσα τα μέλη της, καθόσον, ελλείψει του μηχανισμού αυτού, θα είναι περισσότερο εκτεθειμένα σε παράνομες πειθαρχικές ενέργειες. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη και αυτή την προσφυγή, με διάταξη της 3ης Φεβρουαρίου 2025,113 εγείροντας ερωτήματα για τη συνεπή ερμηνεία που κάνει στη νομολογία του Δικαστηρίου.

Πράγματι, οι Ρουμάνοι εισαγγελείς, διαμαρτυρόμενοι ότι με την κατάργηση της ιδρυτικής απόφασης του CVM θα στερούνταν τη δυνατότητα που υποτίθεται ότι τους παρείχε αυτός ο ενωσιακός μηχανισμός να αποκρούουν τις εναντίον τους πειθαρχικές διώξεις, επικαλούνταν απόφαση του Δικαστηρίου του 2021, με την οποία, επί προσφυγής επαγγελματικής ένωσης Ρουμάνων δικαστών που ισχυρίζονταν ότι σειρά μεταρρυθμίσεων του δικαστικού συστήματος της χώρας δεν ήταν σύμφωνες με τους «στόχους αναφοράς» των μεταρρυθμίσεων τους οποίους όριζε η απόφαση 2006/928 στον τομέα του πειθαρχικού δικαίου των δικαστών, το Δικαστήριο είχε μεταξύ άλλων αποφασίσει ότι οι συγκεκριμένοι «στόχοι αναφοράς» είναι διατυπωμένοι «με σαφήνεια και ακρίβεια, χωρίς να συνοδεύονται από οποιαδήποτε προϋπόθεση» και, επομένως, είναι διατάξεις αμέσου αποτελέσματος.114 Όμως, το Γενικό Δικαστήριο, με τη διάταξη του 2025 επέλεξε να ανατρέξει στην απόφαση Van Gend en Loos του 1963 και την μετέπειτα εφαρμογή της από το ΔΕΚ, για να διαγνώσει -ορθά- ότι άμεσο αποτέλεσμα διάταξης του παραγώγου δικαίου δεν είναι μόνον αυτό που επαγγέλλεται η απόφαση Van Gend en Loos (η δημιουργία, από τη κοινοτική διάταξη που είναι σαφής, ακριβής και απαλλαγμένη αιρέσεων, δικαιωμάτων υπέρ των ιδιωτών, τα οποία αυτοί θα είναι σε θέση να προβάλλουν έναντι του κράτους που παραβιάζει τη διάταξη), αλλά είναι και η επικλησιμότητα της κοινοτικής διάταξης εναντίον κάθε εθνικής διάταξης που δεν είναι σύμφωνη με αυτή,115 συνάγοντας όμως από την εν λόγω δεύτερη εκδοχή του αμέσου αποτελέσματος την «τρίτη», δική του εκδοχή, ότι η κοινοτική διάταξη με τα δεδομένα χαρακτηριστικά απλώς «γεννά την εξουσία του εθνικού δικαστή να αφήνει ανεφάρμοστη κάθε εθνική ρύθμιση ή νομολογία που αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης».116 Ακολούθως, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι αυτήν ακριβώς την εκδοχή του αμέσου αποτελέσματος είχε κατά νού το Δικαστήριο όταν με την απόφασή του του 2021 έκρινε ότι οι «στόχοι αναφοράς» της απόφασης της Επιτροπής του 2006 ήταν «σαφείς, ακριβείς και απαλλαγμένοι προϋποθέσεων»· κατ’ επέκταση, σύμφωνα με το Γενικό Δικαστήριο, οι εν λόγω διατάξεις του 2006 δεν δημιουργούσαν δικαιώματα υπέρ των Ρουμάνων εισαγγελέων, ούτε επηρέαζαν τη νομική τους κατάσταση, σε τελική δε ανάλυση, αφού η καταργούμενη απόφαση δεν περιείχε διατάξεις αμέσου αποτελέσματος, ούτε η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής του 2023 που την κατάργησε θα ήταν νοητό να θεωρείται ότι επηρεάζει τη νομική κατάσταση των μελών της προσφεύγουσας επαγγελματικής ένωσης ούτε ότι αφορά τα συγκεκριμένα πρόσωπα «άμεσα», όπως αντίθετα επιτάσσει το άρθρο 263, εδ. δ ΣΛΕΕ προκειμένου να κηρυχθεί παραδεκτή η προσφυγή ακυρώσεως. Πάντως, η διάταξη του 2025 του Γενικού Δικαστηρίου ήταν συνεπής προς τη συναφή απόφαση του Δικαστηρίου του 2021, κατά το ότι «χρύσωσε το χάπι» του απαραδέκτου της προσφυγής των εισαγγελέων, με το να επιβεβαιώσει την απόφαση του Δικαστηρίου του 2021 με την οποία αναγνωρίστηκε η επικλησιμότητα από τους ιδιώτες του άρθρου 19, εδ. β ΣΕΕ: οι Ρουμάνοι εισαγγελείς μπορούν, για να αντιμετωπίσουν δικαστικά τις άδικες -κατά την κρίση τους- πειθαρχικές διώξεις που υφίστανται, να επικαλούνται τη δικαστική προστασία που τους παρέχει το άρθρο 19, εδ. β ΣΕΕ, υπό την έννοια ότι «έναντι αυτών» απορρέει από την εν λόγω ρήτρα της Συνθήκης η υποχρέωση του κράτους μέλους να θεσπίζει τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης.117

VΙΙ

Συμπερασματικά: η ευρωπαϊκή επίνευση στην αγωνία και τους αγώνες για τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου στην εθνική κλίμακα

Ταύτιση του κράτους δικαίου με το δικαστικό σύστημα και την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης εντός του κράτους μέλους· ουσιαστική –‘τετράπτυχη’- νοηματοδότηση από την Ένωση του κράτους δικαίου ως συστατικού στοιχείου της φιλελεύθερης δημοκρατίας και ως αντίπαλο δέος στην άνοδο του λαϊκισμού και των υπονομεύσεων της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη· αφοσίωση των εθνικών δικαστικών συστημάτων στο στόχο της οικονομικής μεγέθυνσης, με τη «συνηγορία» του ενωσιακού δικαστή· ευρωπαϊκές κυρώσεις επί των εκτροπών του εθνικού κράτους δικαίου, σε διελκυστίνδα μεταξύ της τήρησης του δικαίου και της εξυπηρέτησης πολιτικών σκοπιμοτήτων…

Αυτή είναι μια σύντομη, επιλεκτική και καταληκτική «απογραφή» των ψηφίδων που συνθέτουν το «παζλ» της αντίληψης της Ένωσης για το κράτος δικαίου, την οποία «έργω και λόγω» εμφυσά στα κράτη μέλη. Το ετερόκλιτο των ψηφίδων αυτών, εξ αρχής προτάθηκε από τη μελέτη να αρθεί, όπως και οι ψηφίδες να ομογενοποιηθούν, μέσα από την υπαγωγή τους στο θεσμικό επίτευγμα της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης. Ο ανήσυχος και απαιτητικός αναγνώστης θα διερωτηθεί ποια υπεραξία η έννοια του κράτους δικαίου, όπως την αντιλαμβάνεται και τη νοηματοδοτεί η Ένωση, συνεισφέρει στις υποκείμενες σε αυτήν έννοιες και καταστάσεις (στη δημοκρατία, στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, στην πρόσβαση των ιδιωτών σε δίκαιη δίκη, στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων…), από τη στιγμή που η κάθε μια από αυτές περιβάλλεται με τη δική της νομιμοποίηση, έχει γερά ερείσματα στο θετό δίκαιο και επιτελεί τον προορισμό της με τα δικά της μέσα νομικής και πολιτικής δράσης. Εξάλλου, η ίδια η έννοια του κράτους δικαίου και η νοηματοδότησή της είναι αφ’ εαυτές, ανεξάρτητα δηλαδή από την ευρωπαϊκή εκφορά τους, «εναλλάξιμες» (interchargeables) με άλλους θεμελιώδεις κανόνες του δημοσίου δικαίου και, πέραν αυτού, της πολιτικής επιστήμης.118 Ποια είναι, άραγε, η ελκτική δύναμη, η ελκυστικότητα του κράτους δικαίου, ειδικά όπως την προωθεί στο κράτος μέλος η Ένωση με όλα, ανεξαιρέτως, τα θεσμικά της όργανα (στα οποία, κατά το άρθρο 13§1 ΣΕΕ, περιλαμβάνεται και το Δικαστήριο);

H ευρωπαϊκή αντίληψη του κράτους δικαίου που δοκιμάζεται στους κόλπους του εθνικού κράτους, η ρητορεία της Ένωσης επ’ αυτής και η εφαρμογή της στην πράξη, είναι ο τρόπος και το μέσο με τα οποία η ίδια η Ένωση επιβεβαιώνεται ως δημοκρατία. Από πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους απόψεις, η δημοκρατική Ευρώπη δεν αποτελεί το διπλασιασμό της δημοκρατίας, όπως αυτή βιώνεται στο εθνικό κράτος. Μια από τις τυπολογίες της ευρωπαϊκής δημοκρατίας είναι εκείνη της «μη εκλογικής δημοκρατίας» (nonmajoritarian democracy, démocratie nonlectorale), σε αναντιστοιχία με την «εκλογική δημοκρατία» του εθνικού κράτους.119 Όλοι οι θεσμοί της Ένωσης, παρά την μη εκλογή τους -άμεσα ή έμμεσα- από τον (ανύπαρκτο) δήμο, νομιμοποιούνται στη συνείδηση των πολιτών, επειδή οι ευρωπαίοι πολίτες έχουν τη βαθιά πεποίθηση –η οποία δεν εκδηλώνεται πάντα στις σαφείς προτιμήσεις που εκφράζουν εντός του εκλογικού κύκλου– ότι είναι αποτελεσματικοί στην προστασία των δικαιωμάτων και στην προώθηση της ευημερίας. Επομένως, δεν πρόκειται για το ότι οι υπερεθνικοί θεσμοί είναι νομιμοποιημένοι παρά το γεγονός ότι δεν είναι αιρετοί, αλλά ότι ακριβώς επειδή δεν είναι αιρετοί είναι, ως εκ τούτου, σε θέση να προστατεύουν τα δικαιώματα των «ολίγων» και, μερικές φορές, τα δικαιώματα των «πολλών» έναντι των «ολίγων». Φυσικά, όπως συμβαίνει σε κάθε γραφειοκρατία, τα μη εκλεγμένα όργανα μπορεί να έχουν τα δικά τους συμφέροντα ούτε είναι απρόσβλητα από πιέσεις που μπορούν να ασκηθούν επάνω τους από ιδιωτικά συμφέροντα και lobbies. Ωστόσο, μπορεί να είναι σε καλύτερη θέση από τα αιρετά όργανα να λαμβάνουν υπόψη το γενικό συμφέρον της κοινότητας, δεδομένου ότι οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι συχνά υποκινούνται από βραχυπρόθεσμες εκτιμήσεις που συνδέονται με τις ανάγκες του εκλογικού σώματος.

Τα μεγέθη που μόλις μνημονεύτηκαν και οι συνακόλουθοι χαρακτηρισμοί, δεν πρέπει να ξενίσουν όποιον/α εξοικειώνεται με την επέκταση της Ευρώπης των αριθμών, των δεικτών και των ποσοτικών συγκρίσεων στο πεδίο του κράτους δικαίου, για την οποία αφιερώθηκε μεγάλο μέρος της ανάλυσης που προηγήθηκε. Έτσι, μια νέα τυπολογία αρμόζει στην ευρωπαϊκή δημοκρατία, ως «δημοκρατία των ολίγων». Ο χαρακτηρισμός «δημοκρατία των πολλών» αρμόζει, αυτονόητα, στο εθνικό κράτος. Η ευρωπαϊκή δημοκρατία είναι δέσμια των περιορισμένων, αλλά συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων που της «ανατίθενται» -ή της «απονέμονται» σύμφωνα με την ελληνόγλωσση εκδοχή της Συνθήκης- από το εθνικό κράτος βάσει της Συνθήκης (άρθρο 4§1 ΣΕΕ, άρθρο 2§1 ΣΛΕΕ), που εκ των πραγμάτων περιορίζει το εύρος του προσωπικού πεδίου εφαρμογής των νομικών κανόνων και των πολιτικών της ΕΕ. Ωστόσο, είναι αυτή η «δημοκρατία των ολίγων» που με όπλο τη δική της, ουσιαστική προσέγγιση του κράτους δικαίου δρα πολλαπλασιαστικά στο εσωτερικό των κρατών μελών, των «δημοκρατιών των πολλών», προτρέποντας ή επιβάλλοντας μεταρρυθμίσεις και βελτιώσεις στη δομή του δημοκρατικού πολιτεύματος, επικεντρωμένες στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, στην ποιότητα και την αποδοτικότητά της. Υπό αυτή τη γωνία αν δει κάποιος/α τα πράγματα, μπορεί να ερμηνεύσει τις αποφάσεις του Συμβουλίου και της Επιτροπής να αποδεσμεύσουν τις χρηματοδοτήσεις του RRF προς την Πολωνία σε μια περίοδο που ακόμη κυβερνούσε ο αυταρχικός μηχανισμός του PiS, ως διείσδυση της «δημοκρατίας των ολίγων» σε μια «δημοκρατία των πολλών», ως κρίσιμη επίδραση στις τύχες της. Δεν είναι εξάλλου κρυφό ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χρηματοδότησε με διακριτικότητα αλλά και με συστηματικότητα πολωνικές οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών που αγωνίζονταν να απομακρύνουν από την κυβερνητική εξουσία, μέσα από τις δημοκρατικές διαδικασίες, το κομματικό καθεστώς του PiS, συμβάλλοντας έτσι στη νίκη του συνασπισμού των φιλελεύθερων πολιτικών δυνάμεων με την Αριστερά στις βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου 2023.120 Όσον δε αφορά, και πάλι, την αποδέσμευση των ευρωπαϊκών κονδυλίων υπέρ της Πολωνίας, το ΔΕΕ δεν θα μπορούσε να αποφασίσει «ελαφρά τη καρδία» υπέρ των Πολωνών δικαστών, που όσο εύλογη κι αν ήταν η εναντίωσή τους στις συγκεκριμένες ευρωπαϊκές αποφάσεις, άλλο τόσο δεν νομιμοποιούνταν να στερήσουν από το σύνολο των Πολωνών πολιτών την πρόσβαση στα υλικά μέσα διατήρησης της ευημερίας τους.

Η πολλαπλασιαστική δράση της ενωσιακής προσέγγισης του κράτους δικαίου και των πραγματοποιήσεών της στο εσωτερικό των κρατών μελών, έχει να κάνει με την nolens volens έμπρακτη δέσμευση αυτών να θωρακίσουν πληρέστερα την ανεξαρτησία και την ποιότητα της εγχώριας δικαιοσύνης, ως το κύριο, αναγκαίο θεσμικό ανάχωμα στον επελαύνοντα -σε όλα πλέον τα κράτη μέλη της Ένωσης- αυταρχικό λαϊκισμό. Δεν υπάρχει καθόλου διαθέσιμος χώρος στην παρούσα μελέτη για μια διεξοδική καταγραφή των εθνικών μεταρρυθμιστικών εγχειρημάτων στον τομέα του κράτους δικαίου, που γίνονται με αυτό ακριβώς το πολιτικό σκεπτικό. Στο πλαίσιο, όμως, μιας παραδειγματικής σταχυολόγησής τους, τα πρωτεία θα ανήκαν στη Γερμανία. Τον Δεκέμβριο 2024, τα δύο νομοθετικά σώματα της χώρας -το Bundestag και το Bundesrat– αποφάσισαν να ενισχύσουν σε «υπερθετικό» βαθμό την ανεξαρτησία του γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου (Bundesverfassungsgericht, BVerfG),121 αφού προηγουμένως ο τρικομματικός σχηματισμός που κυβερνούσε τότε τη Γερμανία κατόρθωσε, μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις, να καταλήξει στην πολιτική πρόταση για την μεταρρύθμιση του καθεστώτος του Δικαστηρίου της Καρλσρούης, με το σκεπτικό ότι η περαιτέρω θωράκιση της ανεξαρτησίας του δικαστηρίου είναι η καλύτερη «απάντηση» στις απειλές κατάλυσης της ανεξαρτησίας του σώματος που διακηρύσσουν ότι θα προκαλέσουν -οψέποτε κατορθώσουν να καταστούν κυβερνώσα πλειοψηφία- οι δυο κύριες πολιτικές δυνάμεις του αυταρχικού λαϊκισμού: η Alternative für Deutschland (AfD) και η Bündnis Sahra Wagenknecht (BSW).122 H ουσία της μεταρρύθμισης, η προσήλωσή της δηλαδή στην πολιτική στοχοθέτηση που την ενέπνευσε, ήταν να ενταχθούν στον Θεμελιώδη Νόμο οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνονταν στην κοινή νομοθεσία και αφορούν τη σύνθεση του δικαστηρίου (16 μέλη, με 12ετή θητεία μη ανανεώσιμη), την εκλογή των μελών του (τα μισά ορίζονται από το Bundestag και τα άλλα μισά από το Bundesrat), τη διοικητική αυτονομία του (εκπόνηση από το ίδιο του εσωτερικού του κανονισμού) και την υποχρεωτικότητα των αποφάσεών του για όλα τα ομοσπονδιακά όργανα, τα Länder και τα εθνικά δικαστήρια· η θέση της ανεξαρτησίας του BVerfG στο «απυρόβλητο» του αναθεωρητισμού του AfD και του BSW εξασφαλίζεται από το ότι η αναθεώρηση της συνταγματικής ρύθμισης του καθεστώτος του δικαστηρίου απαιτεί την ψήφο των δύο τρίτων του αριθμού των μελών του ομοσπονδιακού κοινοβουλίου, ενώ η παρελθούσα κοινή νομοθεσία μπορούσε να αναθεωρηθεί από την απλή πλειοψηφία των μελών των δυο νομοθετικών σωμάτων. Μια νέα, πρόσθετη ρύθμιση που εντάχθηκε στον Θεμελιώδη Νόμο έχει να κάνει με την περίπτωση που το Bundestag ή το Bundesrat να μην καταφέρει να εκλέξει ένα μέλος, οπότε το έτερο νομοθετικό σώμα θα επιφορτίζεται με την εκλογή αυτή, έτσι ώστε να εξουδετερώνεται ο κίνδυνος της εμπλοκής στη σύνθεση του δικαστηρίου ενδεχομένως από ένα κόμμα που ανήκει στην κοινοβουλευτική μειοψηφία.

Η Πολωνία και η Ελλάδα είναι δυο από τις χώρες μέλη της Ένωσης που απασχόλησαν τις ενότητες που προηγήθηκαν. Στην Πολωνία, η κυβέρνηση που στηρίζεται από το συνασπισμό που κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές του 2023 σε βάρος του «α-φιλελεύθερου» καθεστώτος του PiS, αγωνιά και αγωνίζεται να επαναφέρει σε κανονικότητα τη λειτουργία του δικαστικού συστήματος, που είχε αλωθεί από τη μακρόχρονη παραμονή των λαϊκιστικών δυνάμεων στην κρατική εξουσία, καθώς έχει απέναντί της την παρατεινόμενη επιρροή των δυνάμεων αυτών στη λήψη πολιτικών αποφάσεων: ο πρόεδρος της χώρας, που ανήκει στο PiS, (η θητεία του λήγει το Μάϊο 2025 και δεν δικαιούται επανεκλογής), υπεραμύνθηκε, τον Οκτώβριο 2024, της μη απόλυσης των μισών από τους 3,000 δικαστές και από τα μέλη του Συνταγματικού Δικαστηρίου, τους οποίους με αντισυνταγματικό τρόπο είχε διορίσει η προηγούμενη κυβέρνηση και που η νέα φιλελεύθερη κυβέρνηση προσπαθεί να απομακρύνει από τις θέσεις τους με νόμιμες διαδικασίες, με τα ακόλουθα λόγια: «θα υπερασπίζομαι τους δικαστές που έχω διορίσει μέχρι τέλους (…) δεν θα προδώσω ούτε τους μισούς, ούτε καν έναν από τους μισούς»(!).123

Στο μεταξύ, τη νέα διακυβέρνηση της χώρας βαρύνουν οι κυρώσεις που εξακολουθούν να επιβάλλονται για τις εκτροπές από το κράτος δικαίου της απελθούσας κυβέρνησης των λαϊκιστών, τόσο οι κυρώσεις χρηματικής υφής όσο και οι «άϋλες» αλλά –και αυτές– βαθιά πολιτικές. Συγκεκριμένα, αφενός το Φεβρουάριο 2025 το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η Πολωνία υποχρεούται να καταβάλει συνολικό ποσό ύψους περίπου 320,2 εκατομμ. € ως χρηματική ποινή επιβληθείσα από το Δικαστήριο στο πλαίσιο διαδικασίας παραβάσεως της Συνθήκης εξ αιτίας της νομοθεσίας που επέβαλε μεταβολές στην οργάνωση των τακτικών δικαστηρίων, στην εκλογή των μελών του Συνταγματικού Δικαστηρίου και του προέδρου του, και την εγκαθίδρυση του πειθαρχικού τμήματος του Ανώτατου Δικαστηρίου.124 Αφετέρου, ένα μήνα αργότερα δημοσιοποιήθηκαν οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα επί της προσφυγής της Επιτροπής κατά της Πολωνίας για παραβίαση της Συνθήκης (άρθρο 19§1, εδ. β ΣΕΕ) και των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης (αρχές της υπεροχής, της αυτοτέλειας, της αποτελεσματικότητας και της ομοιόμορφης εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, καθώς και της αρχής της δεσμευτικότητας των αποφάσεων του ΔΕΕ) εξαιτίας δύο αποφάσεων του πολωνικού Συνταγματικού Δικαστηρίου: του Ιουλίου 2021, με την οποία είχε κρίνει ότι τα προσωρινά μέτρα που επέβαλε το Δικαστήριο σχετικά με τα -μόλις προηγουμένως αναφερθέντα- νομοθετικά μέτρα οργάνωσης της δικαιοσύνης και διορισμού του προέδρου του Συνταγματικού Δικαστηρίου παραβίαζαν την αρχή της δοτής αρμοδιότητας της ΕΕ (άρθρο 4§1 ΣΕΕ) και έθιγαν την πολωνική συνταγματική ταυτότητα την οποία υποτίθεται ότι προστατεύει η Συνθήκη (άρθρο 4§2 ΣΕΕ), και του Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς, με την οποία επέκρινε την ερμηνεία του άρθρου 19§1 ΣΕΕ από το Δικαστήριο ως ασύμβατη προς το πολωνικό Σύνταγμα, επειδή η ερμηνεία αυτή αμφισβητεί την αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων να ελέγχουν τη νομιμότητα των διαδικασιών διορισμού των εθνικών δικαστών.125 Ο γενικός εισαγγελέας πρότεινε την κήρυξη της παραβίασης της Συνθήκης από την Πολωνία λόγω των δυο δικαστικών αποφάσεων, μεταξύ άλλων επαναφέροντας στο προσκήνιο την προβληματική που εκτέθηκε λεπτομερώς στην ενότητα IV της μελέτης, σύμφωνα με την οποία το ΔΕΕ εναποθέτει στο άρθρο 19§1, εδ. β ΣΕΕ την υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν την ανεξαρτησία των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων, στο όνομα της πρόσβασης των «ιδιωτών» στην προστασία των δικαιωμάτων τους που αντλούν από το κατά βάση οικονομικής υφής δίκαιο της ΕΕ: η πολωνική εθνική ρύθμιση που αφορούσε το διορισμό του προέδρου του Συνταγματικού Δικαστηρίου και ορισμένων μελών του, τονίζουν οι προτάσεις, «δημιουργούν υψηλό κίνδυνο πολιτικής παρέμβασης (με την) εμπιστοσύνη των πολιτών στην ανεξαρτησία του οργάνου αυτού να έχουν υπονομευθεί βαθύτατα», χωρίς μάλιστα να καταλείπουν «(…) αμφιβολία ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανεξάρτητο και αμερόληπτο ‘δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως’, όπως απαιτεί το άρθρο 19§1, εδ. β ΣΕΕ (…) αφού, πράγματι, (η επίδικη νομοθετική ρύθμιση) υπονομεύει τις δικαιολογημένες προσδοκίες των πολιτών ως προς την ικανότητα των εθνικών δικαστηρίων να εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης (…)».126

Στην Ελλάδα, μέχρι σήμερα, ουδέποτε αμφισβητήθηκε από τα ανώτατα δικαστήρια η υπεροχή του ενωσιακού δικαίου,127 αν και η πραγματολογική αυτή διαπίστωση πρέπει να συσχετιστεί με το χαμηλό βαθμό συμμετοχής της ελληνικής ιδιωτικής οικονομίας στο ευρωπαϊκό οικονομικό γίγνεσθαι, που αντανακλάται και στις ελάχιστες προδικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από το Δικαστήριο επ’ αφορμή προδικαστικών ερωτημάτων ελληνικών δικαστηρίων (κι ενώ, αντίθετα, υψηλές είναι οι επιδόσεις της Ελλάδας σε αποφάσεις του Δικαστηρίου για παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου).128 Αντίθετα, ξενίζει δυσάρεστα η πρόσληψη, από διακεκριμένο τέως πρόεδρο ανώτατου δικαστηρίου της χώρας, αποφάσεων του Δικαστηρίου που αφορούν την παραβίαση του κράτους δικαίου στην Πολωνία εξαιτίας του μειωτικού για την ανεξαρτησία του ρόλου που επιφυλάχτηκε στο Συνταγματικό Δικαστήριο από την πολωνική νομοθεσία, από τις οποίες συνήγαγε ότι σε προέκταση και κατ’ ερμηνεία των αποφάσεων αυτών, οι ανώτατοι δικαστές σε όλα τα υπόλοιπα κράτη μέλη κινδυνεύουν να εκπέσουν, καταχρηστικά, σε ρόλο «ελεγχόμενου» από τη διοικητική γραφειοκρατία της Ένωσης για τις αποφάσεις που εκδίδουν σχετικά με την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου.129

Οι αποφάσεις και οι λοιπές πράξεις των πολιτικών θεσμικών οργάνων της Ένωσης, καταρχάς, με τις οποίες συναρμόζεται η νομολογία του Δικαστηρίου, σχετικά με την «οικονομική διάσταση» που αρμόζει στο κράτος δικαίου και την εφαρμογή του στα κράτη μέλη, όπως συστηματικά αναλύθηκαν στις προηγηθείσες ενότητες, δημιουργούν ένα γόνιμο έδαφος ώστε το κράτος μέλος να αναστοχάζεται, δια των αρμόδιων φορέων της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας του, επί της δικής του, αυτόνομης και αυτόβουλης συμβολής και δραστηριοποίησης στην ενίσχυση και τη διαρκή βελτίωση του κράτους δικαίου στο εσωτερικό του, με τους οποίους η επιχώρια δικαστική εξουσία πρέπει να συμβαδίζει, με πλήρη επίγνωση της ανεξαρτησίας της έναντι των άλλων δυο εξουσιών.

Είναι αέναα ζητούμενο στη χώρα μας η μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος, εις τρόπον ώστε να αυξηθεί η ποιότητα και η αποτελεσματικότητά του και, εκτατικά, να κερδηθεί η εμπιστοσύνη προς αυτό των πολιτών και των φορέων της οικονομικής και παραγωγικής δραστηριότητας. Οι Πίνακες αποτελεσμάτων του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου για τη δικαιοσύνη, οι δράσεις που καλούνται από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας να επιτευχθούν στο πεδίο της οργάνωσης του δικαστικού συστήματος, οι ετήσιες εκθέσεις της Επιτροπής για το κράτος δικαίου, οι αποφάσεις του Δικαστηρίου με την ευρύτερη δεσμευτικότητα η οποία τις χαρακτηρίζει, είναι οι σταθεροί «δείκτες» που οδηγούν το ελληνικό κράτος δικαίου, με την οικονομική και πολιτική του διάσταση, στην καρδιά του δημοκρατικού πολιτεύματος. Είναι ενθαρρυντικό το πόσο στενά συνδεδεμένο με το δημοκρατικό πολίτευμα βλέπει ο εν ενεργεία ανώτατος δικαστής τη λειτουργία της ελληνικής δικαιοσύνης, προωθώντας την άμεση και ευθεία επικοινωνία της με την κοινωνία, παράλληλα με τις συντεταγμένες μεθόδους της λογοδοσίας των δικαστών προς το κοινωνικό σώμα δια των αποφάσεών τους ως πράξεων ενσάρκωσης της δημοκρατίας (δημοσιότητα των αποφάσεων, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολόγησή τους, υποχρεωτική δημοσίευση της γνώμης της μειοψηφίας σε αποφάσεις πολυμελών συνθέσεων, άρθρωση ευσύνοπτου δικαιικού λόγου, που να θεμελιώνεται σε σαφή νομικά επιχειρήματα).130

Η Ένωση, από τη μεριά της, δια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δεν μπορεί παρά να συνεχίσει να επινοεί πρωτοβουλίες που προσεγγίζουν ακόμη περισσότερο τη δικαιοσύνη, ως πρωτεύοντα θεσμό του κράτους δικαίου, με την κοινωνία και τη δημοκρατία. Η πλέον πρόσφατη εξέλιξη στον τομέα αυτό είναι η οργάνωση, τον Μάρτιο 2025, με πρωτοβουλία του επιτρόπου για τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη και το κράτος δικαίου Μichael McGrath του πρώτου «Φόρουμ Ανώτατου Επιπέδου για τη Δικαιοσύνη στην Υπηρεσία της Ανάπτυξης», με συμμετοχή εκπροσώπων των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, του Ευρωκοινοβουλίου και του περιβάλλοντος των επιχειρήσεων, με σκοπό την «τόνωση της ανταγωνιστικότητας και την εξασφάλιση ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς προς όφελος των πολιτών και των επιχειρήσεων της ΕΕ», όπου μεταξύ άλλων προκρίθηκε, ως μια από τις συνέχειες στην πρωτοβουλία αυτή, η επεξεργασία μιας κοινής, ευρωπαϊκής θέασης του μέλλοντος του αστικού και του δικαίου των εταιριών.131 Και έπεται, μετά βεβαιότητας, συνέχεια…-

** Προδημοσίευση από τον τόμο προς τιμή της ομότιμης καθηγήτριας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ευγενίας Σαχπεκίδου, που θα εκδοθεί προσεχώς από τις Εκδόσεις Σάκκουλα.

2Βλ. σχετικά τις κυβερνητικές ανακοινώσεις στην Καθημερινή της 24ης Ιουλίου 2024 («Το πρόσιμο για το κράτος δικαίου») και της 28ης Ιουλίου 2024 («Πίσω από την έκθεση της Κομισιόν για το κράτος δικαίου»).

3Αlain Supiot, Όταν κυβερνούν οι αριθμοί. Παραδόσεις στο Collège de France (2012-2014), Εκδόσεις Επιθεωρήσεως Εργατικού δικαίου, 2025, ιδ. σελ. 127 επ.

4 Louise Fromont, « όqui ne dit pas son nom : l’État de droit dans la Facilité pour la reprise et la résilience », Cahiers de Droit Européen, vol. 58, n° 2-3, σελ. 523-597, ιδ. 594.

5 Για περισσή ακρίβεια, η επινόηση της διακυβέρνησης στις ΗΠΑ γνώρισε αποφασιστική ώθηση από τους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς του συστήματος του BrettonWoods, που εδρεύουν στην Ουάσιγκτον, οι οποίοι απαιτούν την «ορθή διακυβέρνηση» των χωρών που χρηματοδοτούνται από αυτούς. Ο τέως νομικός σύμβουλος της Παγκόσμιας Τράπεζας Ibrahim Shihata, εξέθετε με τα ακόλουθα λόγια τον προορισμό της «ορθής διακυβέρνησης» των ενδιαφερόμενων χωρών: « είναι η άσκηση της εξουσίας σε ζητήματα διαχείρισης των οικονομικών και κοινωνικών πόρων μιας χώρας, με σκοπό την ανάπτυξή της. Η ορθή διακυβέρνηση είναι συνώνυμη της ορθής ανάπτυξης» (Ibrahim F.I. Shihata, “The World Bank and ‘Governance’ Issues in its Borrowing Members”, σε F.I. Shihata, The World Bank in a Changing World, Martinus Nijhoff, The Hague, 1991, σελ. 13). Εξάλλου, σύμφωνα με οδηγίες που η ίδια η Παγκόσμια Τράπεζα έχει εκδώσει ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο προικισμός της διακυβέρνησης των χωρών που συναλλάσσονται με την Τράπεζα με αξίες ευθέως αντλημένες από την Οικουμενική Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου του 1948 είναι το προσφορότερο μέσο για να καθίστανται οι δημόσιες αποφάσεις κοινωνικά αποδεκτές βλ. σχετικά Susan George & Fabricio Sabelli, Crédits sans frontières. La religion séculière de la Banque Mondiale, La Découverte, 1994, ιδ.σελ. 173 επ.

6 Ο Μιχάλης Χρυσομάλλης, Ευρωπαϊκή Οικονομική Διακυβέρνηση. Οικοδόμηση, εμβάθυνση, ζητήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018, σελ. 26 επ., ορθά επισημαίνει ότι στις δυτικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες η κυβέρνηση (government, gouvernement), νοούμενη ευρέως ως το σύνολο τυπικών θεσμικών διαδικασιών ιεραρχικού χαρακτήρα χάρη στις οποίες σταθεροποιείται η τάξη και λαμβάνονται και εφαρμόζονται οι δημόσιες αποφάσεις, αντιστοιχεί στη διοίκηση (administration) στα προεδρικά πολιτικά συστήματα (όπως στις ΗΠΑ ή και στη Γαλλία), αποτελώντας την κορυφή της πολιτικής εξουσίας.

7 Ως benchmarking μπορεί να νοηθεί η ανάλυση άλλων τρόπων οργάνωσης και διοίκησης ως best practices το σύνολο των συμπεριφορών που οδηγούν στη συναίνεση ως mainstreaming οι τεχνικές ενσωμάτωσης ως pair review η αξιολόγηση από τους ομολόγους.

8 P. Graziano & C. Halpern, “EU governance in times of crisis: Inclusiveness and effectiveness beyond the ‘hard’ and ‘soft’ law divide”, Comparative European Politics, 2016/1, vol. 14, σελ. 1 επ.

9 Kανονισμός (EE) υπ’ αριθ. 1175/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16.11.2011, που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών, ΕΕ L 306 της 23.11.2011, σελ. 12 επ. για μια λεπτομερή ανάλυση του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, βλ. Νικόλαος Μηλιώνης, «Το ‘Ευρωπαϊκό Εξάμηνο’ ως μέσο συντονισμού και εποπτείας των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών της ΕΕ», σε Λίνα Παπαδοπούλου et al., Η Ελλάδα στην Ευρώπη. Πρακτικά Συνεδρίου στη μνήμη των καθηγητών Συνταγματικού Δικαίου Δημήτρη Θ. Τσάτσου και Γιώργου Παπαδημητρίου, Ευρασία, Αθήνα, 2019, σελ. 165 επ.

10 Βλ. σχετικά στην πρώτη Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο [ΕυρΚοινβ], το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα [ΕΚΤ], την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή [ΕυρΟΚΕ] και την Επιτροπή των Περιφερειών [ΕτΠ], Πίνακας αποτελεσμάτων της ΕΕ στον τομέα της δικαιοσύνης Ένα εργαλείο για την προώθηση αποτελεσματικής δικαιοσύνης και ανάπτυξης, COM/2013/160 final.

11 Βλ. αντί πολλών άλλων M. Bellani, Judicial efficiency and foreign direct investments: Evidence from OECD countries,σε https://www.etsg.org/ETSG2014/{apers/358.pdf,όπου και παραπομπές σε προγενέστερη βιβλιογραφία.

12 Βλ. τις Συστάσεις του Συμβουλίου της 9ης Ιουλίου 2013 σχετικά με το εθνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων του 2013 και τη διατύπωση γνώμης του Συμβουλίου σχετικά με το πρόγραμμα σταθερότητας, αντίστοιχα της Ιταλίας για την περίοδο 2012-2017 (σε ΕΕ C 217 της 30ης Ιουλίου 2013, σελ. 42) και της Μάλτας για την περίοδο 2012-2016 (σε ΕΕ C 217 της 30ης Ιουλίου 2013, σελ. 59).

13 Αντιπροσωπευτικό δείγμα γραφής της «πολυσημαντότητας» του κράτους δικαίου, ως «έννοιας-ομπρέλας» (Eric Carpano, « La crise de l’État de droit en Europe. De quoi parleton ? », Revue des droits et libertés fondamentaux, 2019, chron. n°29, σελ. 3/10) που «στεγάζει» ετερόκλιτες νομικές αρχές, είναι εκείνο που δίνει η Ευρωπαϊκή επιτροπή για τη Δημοκρατία δια του Δικαίου (αλλιώς, Επιτροπή της Βενετίας) του Συμβουλίου της Ευρώπης, περιλαμβάνοντας στο κράτος δικαίου αρχές που είναι διάσπαρτες στα νομικά συστήματα των ευρωπαϊκών κρατών, κι όχι κατ’ ανάγκη στα συντάγματά τους: την αρχή της νομιμότητας, απαραιτήτως· την ασφάλεια δικαίου· την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης· την αρχή της αναλογικότητας· την απαγόρευση της κατάχρησης δικαιώματος· την ισότητα ενώπιον του νόμου· την απαγόρευση των διακρίσεων· την πρόσβαση στη δικαιοσύνη (βλ. European Commission for Democracy through Law (Venice Commission), Report on the rule of law, CDL-AD(2011)003 rev., Strasbourg, 4 April 2011). Βλ. και τον ορισμό του Αντώνη Μανιτάκη, η απογραφή του οποίου για τις κανονιστικές πραγματικότητες που συνθέτουν το κράτος δικαίου περιλαμβάνει την αρχή της νομιμότητας, την αρχή της διάκρισης των εξουσιών (από την οποία απορρέει η ανεξαρτησία της κρατικής δικαστικής εξουσίας έναντι των δυο άλλων κρατικών εξουσιών έτσι ώστε να νομιμοποιείται η υπαγωγή των πράξεων των τελευταίων στον δικαστικό έλεγχο της νομιμότητάς τους), την κατοχύρωση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, το δικαίωμα προσφυγής των πολιτών στη δικαιοσύνη για τον έλεγχο της νομιμότητας και της συνταγματικότητας των κρατικών πράξεων (Αντώνης Μανιτάκης, Κράτος δικαίου & δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας, Εκδόσεις Σάκκουλα,1994, σελ. 428-429). Πρβλ. την εκδοχή του κράτους δικαίου ως “Rule of Law” κατά το αγγλοσαξονικό δίκαιο, ως υπεροχή ή -ακριβέστερα- ως επικράτηση του νόμου· σύμφωνα με τον επιφανή βρετανό θεωρητικό της Rule of Law δικαστή Tom Bingham, το «κλειδί» που η εκδοχή αυτή, υπερβαίνοντας τις κλασικές παραδοχές αφενός ότι κάθε κυβερνητική πράξη που αφορά σε δικαιώματα και υποχρεώσεις των πολιτών πρέπει να έχει έρεισμα σε νόμο του Κοινοβουλίου, αφετέρου ότι ο εθνικός δικαστής έχει την εξουσία να προβαίνει, εντός της έννομης τάξης, στον έλεγχο συμμόρφωσης κάθε κυβερνητικής πράξης ή παράλειψης έναντι του νόμου, που ανοίγει τον δρόμο για την επιβεβαίωση της ρυθμιστικής της δύναμης είναι η ποιοτικά «πολύπτυχη» προδιαγραφή του κοινού νόμου: ο γενικός και δημόσιος χαρακτήρας του, η μη αναδρομικότητα, η σαφήνεια, η έλλειψη εσωτερικών αντιφάσεων, η διάρκειά του (Tom Bingham, L’État de droit, le socle de notre démocratie en péril ? Aux feuillantines, 2024, σελ. 4).

14 To άρθρο 2 της Συνθήκης ορίζει, καταρχήν, ότι  η  Ένωση βασίζεται στην αξία του κράτους δικαίου, όπως και στις λοιπές αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, καθώς και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες.

15 Σύμφωνα με το άρθρο 7 ΣΕΕ, ένας «σαφής κίνδυνος σοβαρής παραβίασης από κράτος μέλος» του κράτους δικαίου ενεργοποιεί τη διαδικασία διαπίστωσής του από το Συμβούλιο (άρθρο 7.1 ΣΕΕ) και, ενδεχομένως, στη συνέχεια, την ομόφωνη διαπίστωση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο «ύπαρξης σοβαρούς και διαρκούς παραβίασης» (άρθρο 7.2 ΣΕΕ), εις τρόπον ώστε, τελικά, το Συμβούλιο να αποφασίσει την επιβολή κυρώσεων με τη μορφή της «αναστολής ορισμένων δικαιωμάτων τα οποία απορρέουν από την εφαρμογή των Συνθηκών» ως προς το υπόλογο κράτος μέλος (άρθρο 7.3 ΣΕΕ). Από μόνη την αναγκαιότητα της ομοφωνίας για τη λήψη της ενδιάμεσης -και της κρισιμότερης- απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου μπορεί να συναχθεί η εγγενώς δύστοκη εφαρμοστικότητα της διαδικασίας του άρθρου 7 ΣΕΕ, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι η αυτή η δυστοκία, καθαυτή, είναι αποτρεπτικός παράγοντας για τη θέση σε κίνηση της διαδικασίας κάθε φορά που ανέκυπτε, ανακύπτει και θα ανακύπτει η ανάγκη.

16 Ευγενία Σαχπεκίδου, «Κυρώσεις σε βάρος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης για παραβίαση των θεμελιωδών αρχών της ελευθερίας, της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (άρθρο 7 ΣΕΕ)», Ελληνική Δικαιοσύνη, τ. 49, 3/2008, σελ. 641 επ., όπου μάλιστα προβλέπεται, προφητικά σχεδόν, ότι η διαδικασία του άρθρου 7 ΣΕΕ ενδέχεται να τεθεί σε κίνηση αν «αντιδημοκρατικά και αυταρχικά πρότυπα» υιοθετηθούν, αδιακρίτως, από νεότερα ή παλιότερα μέλη της ΕΕ.

17 Luis Favoreu, « De la démocratie à l’État de droit », Débat, 1991/2, no. 64, σελ. 158.

18 Jurgen Habermas, Μια νέα μεταβολή της δημόσιας σφαίρας και η διαβουλευτική πολιτική, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2014, σελ.103 επ.

19 Πρβλ., σχετικά, την αμιγώς γερμανική εκδοχή του κράτους δικαίου ως Rechsstaat: με πηγές έμπνευσης την πολιτική και φιλοσοφική σκέψη του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, η τυπική προσέγγιση του κράτους δικαίου, από τότε και μέχρι την οριστική κατάρρευση του ναζιστικού ολοκληρωτισμού, εξίσωνε την έννοια με το «ορθά διατεταγμένο διοικητικό κράτος» (ordnungsgemäß Verwaltungsstaat) και με το «κράτους του νόμου» (État légal), που ήταν οι προσήκουσες θεωρητικές κατασκευές και απαντήσεις στη δεσποτεία και την αστυνομοκρατία οι οποίες επικρατούσαν στις αντίστοιχες πολιτειακές δομές. Οι κανονιστικές αρχές που περικλείονται στο κράτος δικαίου (η ασφάλεια δικαίου, η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κλπ.) θεωρείτο ότι, εφόσον απαρέγκλιτα τηρούνταν, αποτελούσαν πρόσφορο υποκατάστατο των πολιτικών ελευθεριών, εκπληρώνοντας την αξίωση για ποιοτικούς δικαιικούς κανόνες ρύθμισης της κοινωνικής συμβίωσης και της οικονομικής ζωής. Βλ., αντιπροσωπευτικά, Joseph Raz, “The Rule of Law and its Virtue”, σε Richard Bellamy (ed.), The Rule of law and the Separation of Powers, Routledge, 2005, σελ. 210 επ.

20 Aνακοίνωση της Επιτροπής προς το ΕυρΚοινβ και το Συμβούλιο, Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου, COM/2014/158 final.

21 Βλ. σχετικά στις Ανακοινώσεις της Επιτροπής προς το ΕυρΚοινβ, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο [ΕυρΣυμβ] και το Συμβούλιο, Περαιτέρω ενδυνάμωση του κράτους δικαίου εντός της Ένωσης. Τρέχουσα κατάσταση και πιθανά επόμενα βήματα, COM(2019) 163 final και προς το ΕυρΚοινβ, το ΕυρΣυμβ, το Συμβούλιο, την ΕυρΟΚΕ και την ΕτΠ, Ενίσχυση του κράτους δικαίου εντός της Ένωσης Στρατηγικό σχέδιο δράσης, COM(2019) 343 final.

22Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2020/2092 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16.12.2020 περί γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητας για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης, ΕΕ L 433 της 22ας Δεκεμβρίου 2020, σελ. 1 επ.

23 Βλ. τη διεξοδική ανάλυση του κανονισμού της αιρεσιμότητας από τους Δημοσθένη Λέντζη & Έλλη Τσιτσιπά, «Για την τιμή του κράτους δικαίου: Μια πρώτη αποτίμηση των κανόνων για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης σε περίπτωση παραβιάσεων των αρχών του κράτους δικαίου», σε Ε. Σαχπεκίδου et al. (επιμ.), Δίκαιο και πολιτική για μια Ευρώπη του Κράτους Δικαίου, της Δημοκρατίας και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Τιμητικός τόμος για τον Πέτρο Στάγκο, Ευρασία, σελ. 291 επ.

24 Κανονισμός (ΕΕ) 2021/241 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2021 για τη θέσπιση του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, ΕΕ L 57 της 18ης Φεβρουαρίου 2021, σελ. 17 επ.

25 Για μια συστηματική νομική ανάλυση όλων των μέτρων του «Next Generatιon EU”, βλ. Ιωσήφ Κτενίδης, «Η συμβολή της δέσμης μέτρων ‘NEXT GENERATION EU’ στην εξέλιξη της συνταγματικής αρχιτεκτονικής της ΟΝΕ», σε Ε. Σαχπεκίδου et al. (επιμ.), Τιμητικός τόμος για τον Πέτρο Στάγκο, ό.π.υποσημ. 23, ιδ. σελ. 273 επ.

26 Υπενθυμίζεται ότι o ΕυρΠΚΔ διατυπώνει αρχές και δικαιώματα απαραίτητα για τη δίκαιη και αποδοτική λειτουργία των αγορών εργασίας και των συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας στην Ευρώπη, επιβεβαιώνοντας ορισμένα από τα δικαιώματα που ήδη υπάρχουν στο ενωσιακό κεκτημένο και προσθέτοντας νέες αρχές που αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις που προκύπτουν από τις κοινωνικές, τεχνολογικές και οικονομικές εξελίξεις. Ο ΕυρΠΚΔ προνοεί, επίσης, για τη νομική εκτελεστότητα των αρχών και των δικαιωμάτων, επισημαίνοντας ότι πρέπει πρώτα να θεσπιστεί ειδική νομοθεσία στο ενωσιακό ή το εθνικό επίπεδο. Βλ. το κείμενο του ΕυρΠΚΔ σε https://commission.europa.eu/document/download/e03c60e7-4139-430b-9216-3340f7c73c20_el?filename=social-summit-european-pillar-social-rights-booklet_el.pdf. Βλ. αναλυτικότερα για τον ΕυρΠΚΔ Petros Stangos, « Des synergies entre le droit de l’Union européenne et la Charte sociale européenne, à l’heure du Socle européen des droits sociaux », Lex Social, vol. 9, nο. 1/2019, σελ. 108 επ.

27 Norman Vander Putten, Thibaut Slingeneyer, “Quand le droit politise le nombre : Une introduction », Revue Interdisciplinaire d’Études Juridiques (RIEJ), 2023/2 (vol. 91), σελ. 60.

28 Antonia Baraggia & Matteo Bonelli, “Linking Money to Values: the New Rule of Law Conditionality Regulation and its Constitutional Challenge”, German Law Journal, vol. 23, 2022, σελ. 131.

29 Βλ. στην Ανακοίνωση της Επιτροπής, ό.π. υποσημ. 20, σελ. 8-9.

30 Βλ., αναλυτικά, Louise Fromont, « La mise en chiffres de l’État de droit au sein du Semestre européen », RIEJ, 2023/2 (vol. 91), σελ. 118 επ., όπου και παραπομπές στην εκτεταμένη βιβλιογραφία.

31 Julian Mclachlan & David Restrepo Amariles, « Legal Indicators in Transnational Law Practice: A Methodological Assessment », Jurimetrics, vol. 58, 2018, n° 2, σελ. 164.

32 Mila Versteeg & Tom Ginsburg, « Measuring the Rule of Law: A Comparison

of Indicators », Law and Social Inquiry, vol. 42, 2017, n° 1, σελ. 5.

33 Βλ., αναλυτικά, Nathan Genicot & David Restrepo Amariles, « Assurer l’État de droit dans l’Union européenne : vers une approche quantitative ? », Revue des Affaires Européennes (R.A.E.), 2019/1, σελ. 81-82.

34 Οι παραδοχές αυτές εντάσσονται, αυτολεξεί, σε κάθε ετήσιο πίνακα αποτελεσμάτων. Βλ., αντιπροσωπευτικά, τον τελευταίο Πίνακα του 2024, Communication from the Commission to the European Parliament, the ΕU Council, the European Central Bank, the European Economic and Social Committee and the Committee of the Regions, The 2024 EU Justice Scoreboard, COM(2024) 950 final, σελ. 2. Πρβλ., σχετικά, και τις έγκαιρες επισημάνσεις της σύνδεσης αυτής του προορισμού των Πινάκων με τον σκοπό του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου από τον Μιχάλη Ν. Πικραμένο, «Η σχέση δικαιοσύνης και οικονομικής ανάπτυξης ως προτεραιότητα πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης», ΕφημΔΔ – 4/2016, σελ. 437.

35 Βλ. στην Ανακοίνωση της Επιτροπής, ό.π. υποσημ. 10, σελ. 2 και την Communication of the Commission του 2024, ό.π. υποσημ. 34, σελ. 3.

36 Communication of the Commission, 2024, ό.π. υποσημ. 34, σελ. 20-21, 42-43, 60-61.

37 Adriani Dori, « The EU Justice Scoreboard – Judicial Evaluation as a New Governance Tool », Working Paper Series – Max Planck Institute Luxembourg, 2015, n° 2, p. 33-34.

38 Louise Fromont, ό.π. υποσημ. 30, σελ. 123.

39 András Jakab & Lando Kirshmair, “How to Develop the EU Scoreboard into a Rule of Law Index: Using an Existing Tool in the EU Rule of Law Crisis in a More Efficient Way”, German Law Review, vol. 22, 2021, σελ. 949.

40 Adriani Dori, ό.π. υποσημ. 38, σελ. 28.

41 Από τους Jakab & Kirshmair, ό.π. υποσημ. 39, σελ. 950.

42 Αναφ. από Louise Fromont, ό.π. υποσημ. 30, σελ. 124.

43 Ανακοίνωση της Επιτροπής, Πίνακας αποτελεσμάτων 2020 για τη δικαιοσύνη στην ΕΕ, COM(2020) 306 final, σελ. 57.

44 ΔΕΕ (τμήμα μείζονος συνθέσεως), απόφ. 24 Ιουνίου 2019, Επιτροπή κ. Πολωνίας, C-619/18, σκ. 52.

45 ΔΕΕ (τμήμα μείζ.συνθ.), απόφ. 27 Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C-64/16, σκ. 38.

46 Αναφ. από Louise Fromont, ό.π. υποσημ. 30, σελ. 124.

47Στο ίδιο.

48 Ανακοίνωση της Επιτροπής, ό.π. υποσημ. 10, σελ. 1.

49 Βλ. Ψήφισμα του ΕυρΚοινβ της 4ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με τον πίνακα αποτελεσμάτων της ΕΕ στον τομέα της δικαιοσύνης – Η αστική και διοικητική δικαιοσύνη στα κράτη μέλη, έγγρ. Ρ7-ΤΑ(2014)64, §2.

50 Βλ. στην §29 της Σύστασης του Συμβουλίου ΕΕ της 12ης Ιουλίου 2022 σχετικά με το εθνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων της Πολωνίας και τη διατύπωση γνώμης του Συμβουλίου σχετικά με το πρόγραμμα σύγκλισης της Πολωνίας, Ε.Ε. 2022/C 334/21.

51 Πηγές των αναφορών στην κατάσταση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης στην Πολωνία και την Ουγγαρία ήταν, πέραν της Σύστασης του 2022 του Συμβουλίου ΕΕ για την Πολωνία (ό.π. υποσημ. 49), η Σύσταση προς την Πολωνία του 2020 (Ε.Ε. 2020/C 282/135 (§25) και οι συστάσεις προς την Ουγγαρία του 2018 (Ε.Ε. 2018/C 320/72 (§2) και του 2019 (Ε.Ε. 2019/C 301/101 (§19).

52 Βλ. στην §16 της Σύστασης του Συμβουλίου ΕΕ του 2019 στην Ουγγαρία, ό.π. υποσημ. 50.

53 Βλ. αναλυτικά Louise Fromont, ό.π. υποσημ. 30, σελ. 132-133.

54 Εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2022/2506 του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 2022 σχετικά με μέτρα για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης από παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου στην Ουγγαρία, Ε.Ε. 2022/L 325/94.

55 Βλ. στην § 62 των Συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, σε https://www.consilium.europa.eu/fr/meetings/european-council/2020/07/17-21/.

56Βλ. στην αιτιολογική σκέψη υπ’ αριθ. 32 και στο άρθρο 17§3 του κανονισμού 2021/241, ό.π. υποσημ. 24, καθώς και στην Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το ΕυρΚοινβ, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Συμβούλιο ΕΕ, την ΕΚΤ, την ΕυρΟΚΕ, την ΕτΠ και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕυρΤρΕπ), Ετήσια στρατηγική για τη βιώσιμη ανάπτυξη 2021, COM(2020)575 final, σελ. 5.

57 Πρόκειται για την Πρόταση της Επιτροπής, Κανονισμός του ΕυρΚοινβ και του Συμβουλίου ΕΕ σχετικά με τη θέσπιση πλαισίου διακυβέρνησης για το δημοσιονομικό μέσο για τη σύγκλιση και την ανταγωνιστικότητα για τη ζώνη του ευρώ, COM(2019)354 final, η οποία τελικά αποσύρθηκε όταν δρομολογήθηκε η ίδρυση του RFF.

58 Αιτιολογική σκέψη υπ’ αριθ. 17 του κανονισμού 2021/241, ό.π. υποσημ. 24.

59 Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το ΕυρΚοινβ, το Συμβούλιο ΕΕ, την ΕΚΤ, την ΕυρΟΚΕ, την ΕτΠ και την ΕυρΤρΕπ, Ευρωπαϊκό Εξάμηνο 2022 ― Εαρινή δέσμη μέτρων, COM(2022) 600 final, σελ. 9.

60 Communication from the Commission to the European Parliament, the Council, the European Central Banik, the European Economic and Social Committee and the Committee of the Regions, The 2022 EU Justice Scoreboard, COM(2022) 234 final, σελ. 5.

61 Commission staff working document, Guidance to Member States recovery and resilience plans, SWC(2021) 12 final, σελ. 9.

62 Βλ. αναλυτικά στο Ελλάδα 2.0 Εθνικό σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Αναλυτική περιγραφή δράσεων, 2.4.2021, https://www.primeminister.gr/wp-content/uploads/2021/03, ιδ. σελ. 39-42 και 115-118,

63 Lauréline Fontaine, La constitution au XXIe siècle. Histoire d’un fétiche social, Éditions Amsterfam, 2025, σελ. 118.

64 Η διαλεκτική αρνητική-θετική ολοκλήρωση ήταν ο καταλύτης της μετεξέλιξης της κοινής αγοράς σε εσωτερική αγορά, την οποία κατά κάποιο τρόπο είχε προαναγγείλει το ΔΕΚ με την απόφασή του της 5ης Μάϊου 1982, Gaston Schul, υπόθ. 15/81, σκ. 26. Βλ. σχετικά Francesco Martucci, «La Cour de justice de l’Union européenne a-t-elle une doctrine économique ? », RFDA, 2024, σελ. 627 επ.  

65Βλ. στο Η γέννηση της βιοπολιτικής. Παραδόσεις στο Κολλέγιο της Γαλλίας (1978-1979), Πλέθρον, 2012,ιδ. σελ. 173 επ. Κατά τον Foucault, η μόχλευση της «εταιρικής» μορφής μέσα στο κοινωνικό σώμα είναι η πρόκληση που εισάγει η φιλελεύθερη πολιτική· ο στόχος είναι να καταστεί η αγορά, ο ανταγωνισμός και, κατά συνέπεια, οι επιχειρήσεις, αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε « δύναμη που διαμορφώνει την κοινωνία » (puissance informante de la société).

66ΔΕΚ, 5 Φεβρουαρίου 1963, υπόθ. 26/62.

67 Η διατύπωση του άρθρου 19, εδ. β ΣΕΕ είναι η ακόλουθη: «Τα κράτη μέλη προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης».

68 ΔΕΕ (1ο τμ.), 6 Νοεμβρίου 2012, Επιτροπή κ. Ουγγαρίας, υπόθ. C-286/12.

69 Γνώμη της γενικής εισαγγελέα της 2 Οκτωβρίου 2012 στην υπόθεση C-286/12, σκ. 54, 56.

70 ΔΕΚ, 25 Ιουλίου 2002, Unión de Pequeños Agricultores κ. Συμβουλίου, υπόθ. C-50/00 Ρ.

71 Στο ίδιο, σκ. 38, 40 και 41.

72 ΔΕΕ, διάταξη της αντιπροέδρου του Δικαστηρίου, 14 Ιουλίου 2021, Επιτροπή κ. Πολωνίας, υπόθ. 204/21 R, σκ. 82.

73 ΔΕΕ, 24 Ιουνίου 2019, υπόθ. C-619/18, ό.π. υποσημ. 44, σκ. 56.

74 Στο ίδιο, σκ. 84.

75 Βλ., συνδυαστικά, ΔΕΕ (τμήμα μείζ.συνθ.), 15 Ιουλίου 2021, Επιτροπή κ. Πολωνίας, υπόθ. C-791/19, σκ. 64 και ΔΕΕ (τμήμα μείζ.συνθ.), 20 Απριλίου 2021, Repubblika κ. Il-Prim Ministru, υπόθ. C-896/19, σκ. 53.

76 ΔΕΕ, 24 Ιουνίου 2019, υπόθ. C-619/18, ό.π. υποσημ. 44, σκ. 76.

77 Στο ίδιο, όπως και, αντί πολλών άλλων, ΔΕΕ (τμήμα μείζ. συνθ.), 18 Μαΐου 2021, Asociaţia «Forumul Judecătorilor din România» et al. κ. Inspecţia Judiciară et al., συνεκδ. υποθ. C‑83/19, C‑127/19, C‑195/19, C‑291/19, C‑355/19 και C‑397/19, σκ. 210.

78 Ο CVM εισήχθη για τη Ρουμανία, όπως και για τη Βουλγαρία, κατά την προσχώρησή τους στην ΕΕ (2007) ως «μεταβατικό μέτρο» για τη διευκόλυνση της προόδου των δύο χωρών στους τομείς της δικαστικής μεταρρύθμισης και της καταπολέμησης της διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος. Η Επιτροπή εξέδιδε αρχικά εξαμηνιαίες εκθέσεις για την πρόοδο που σημειωνόταν στις δύο χώρες, οι οποίες στη συνέχεια έγιναν ετήσιες. Όπως θα αναφερθεί εκτενέστερα στην ενότητα VI, το 2023 η Επιτροπή αποφάσισε να τερματίσει τον CVM για τη Ρουμανία, λόγω της επαρκούς προόδου που σημειώθηκε όσον αφορά την εκπλήρωση των συστάσεων που εξέδωσε η Επιτροπή στις συνολικά 17 εκθέσεις της.

79 ΔΕΕ (1ο τμ.), 7 Σεπτεμβρίου 2023, Asociaţia «Forumul Judecătorilor din România», YN κ. Consiliul Superior al Magistraturii, υπόθ. C-216/21, σκ. 35, 36, 88, 89.

80 Ό.π. υποσημ. 73 και 44. Πρβλ. και τη σκ. 124 της απόφασης.

81 Eric Caprano, « La définition du standard européen de l’État de droit », RTD Eur, 2019, σελ. 271.

82 Vasileios Skouris, « L’Union européenne en tant que Communauté de valeurs. L’exemple de l’Etat de droit », Mélanges en l’honneur de Robert Badinter. Lexigence de justice, Dalloz, 2016, σελ. 708.  

83 Ό.π. στο κείμενο που αντιστοιχεί στις υποσημ. 72 και 73.

84 Βλ., αντιπροσωπευτικά, Jean-Marie Salva, « La question des sanctions et la guerre économique », σε SFDI, Une approche juridique de la guerre économique, Éditions A. Pedone, 2024, σελ. 27 επ.

86 Βλ. σχετικά ΔΕΕ (ολομέλεια), 16 Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κ. ΕυρΚοινβ και Συμβουλίου, υπόθ. C-1546/21 και Πολωνία κ. ΕυρΚοινβ και Συμβουλίου, υπόθ. C-157/21.

87 Πρβλ. και ανωτ., υποσημ. 54 και στο κείμενο που αντιστοιχεί σε αυτή.

88 Πηγές πληροφόρησης για τα αναφερόμενα, στην παράγραφο αυτή, γεγονότα: Kim Lane Scheppele, John Morijn, «Frozen : How the EU is Blocking Funds to Hungary and Poland Using a Multitude of Conditionalities»,

VerfBlog, 2023/4/04, https://verfassungsblog.de/frozen/· Florence Benoît-Rohmer, « Chronique Union européenne et droits fondamentaux : Mise en œuvre du mécanisme de cοnditionnalité », RTD Eur, 2023, σελ. 413-414· Le Monde, 8-1-2024 (« L’Union européenne doit ramener la Hongrie au respect de ses obligations ») και 24-3-2025 (« Les Européens cherchent à empêcher un veto hongrois sur les sanctiions contre la Russie »).

89 Louise Fromont, ό.π. υποσημ. 4, σελ. 538.

90 Βλ. στην αιτιολογική σκέψη υπ’ αριθ. 71 και στο άρθρο 8 του κανονισμού 2021/241.

91 Ό.π. υποσημ. 23 και στο κείμενο που αντιστοιχεί σε αυτή.

92 Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, τα ενδεικνυόμενα από τον κανονισμό RRF μέτρα δεν μπορούν να ληφθούν «παρά μόνον εφόσον άλλες διαδικασίες που προβλέπονται στο δίκαιο της Ένωσης, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο του κανονισμού περί κοινών διατάξεων, του δημοσιονομικού κανονισμού ή των διαδικασιών επί παραβάσει δυνάμει της Συνθήκης, δεν θα επέτρεπαν την αποτελεσματικότερη προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης» (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Σύνοδος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (10 και 11 Δεκεμβρίου 2020) – Συμπεράσματα, EUCO 22/20, σημείο 2 (δ).

93 Ανακοίνωση της Επιτροπής, Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΟΜ) 2020/2092 περί γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητος για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης, C(2022) 1382 final, σημεία 34 και 38.

94 Βλ., αντιπροσωπευτικά, ΔΕΕ, Πολωνία κ. ΕυρΚοινβ και Συμβουλίου, ό.π. υποσημ. 86, σκ. 137.

95 Στο ίδιο, σκ. 125.

96 Στο ίδιο, σκ. 127.

97 Βλ., επί παραδείγματι, την αξίωση αυτή προκειμένου για τη σχέση ενός εθνικού μέτρου δημοσιονομικού χαρακτήρα με το αντικείμενο της ένδικης διαδικασίας που αφορούσε την παραβίαση μιας οδηγίας προστασίας του περιβάλλοντος, στην αναιρετική ΔΕΕ (6ο τμ.), 6 Νοεμβρίου 2014, Ιταλία κ. Επιτροπής, υπόθ. C‑385/13 P, σκ. 64.

98 Ομοίως Zselyke Csaky, “Freezing EU Funds : an Effective Tool to Enforce the Rule of LawM”, 27 February 2025, σε https://www.cer.eu/insights/freezing-eu-funds-effective-tool-enforce-rule-law.

99 Πηγή: Europe Daily Bulletin, n° 13330, 18 January 2024, “MEPs furious at Commission and its decision to release €10.2 billion for Hungary”, σελ. 3, Europe Daily Bulletin, n° 13369, 13 March 2024, “European Parliament wants to take Commission to court over funds released for Hungary”, σελ. 10.

100 Βλ. σχετικά Angèle Dupont, « Comment la guerre en Ukraine a éclipsé le contentieux entre la Pologne et l’Union européenne concernant le respect de l’État de droit », σε https://lessurligneurs.eu/comment-la-guerre-en-ukraine-a-eclipse-le-contentieux-entre-la-pologne-et-lunion-europeenne-concernant-le-respect-de-letat-de-droit/.

101 Η σωρεία των αποφάσεων του Δικαστηρίου με αντικείμενο το πειθαρχικό δίκαιο των Πολωνών δικαστών, περιλαμβάνει τις ΔΕΕ (τμήμα μείζ.συνθ.), 19 Νοεμβρίου 2019, A. K. κ. Krajowa Rada Sądownictwa, υπόθ. C-585/18, ΔΕΕ (διάτ., τμήμα μείζ.συνθ.), 8 Απριλίου 2020, Επιτροπή κ. Πολωνίας, υπόθ. C-791/19 R, ΔΕΕ (διάτ.), 14 Ιουλίου 2021, ό.π. υποσημ. 72, ΔΕΕ (τμήμα μειζ.συνθ.), 15 Ιουλίου 2021, ό.π. υποσημ. 75, ΔΕΕ (τμήμα μείζ.συνθ.), 6 Οκτωβρίου 2021, W.Z., υπόθ. C-487/19, ΔΕΕ (διάτ.), 27 Οκτωβρίου 2021, Επιτροπή κ. Πολωνίας, υπόθ. C-204/21 R.

102 Πηγή: Le Monde, 27-5-2022 (“État de droit : le Parlement polonais ouvre la voie au déblocage des fond européens par Bruxelles »).

103 Alberto Alemanno, “Censuring von der Leyen’s Capitulation on the Rule of Law”, VerfBlog, 8/6/2022. Oμοίως Roïla Mavrouli, « L’État de droit et les incitations économiques dans la crise des valeurs. Surveiller, sanctionner, punir ou rien de tout cela », Politique Européenne, 2023/2 (n°80), σελ.54-55.

104 Γενικό Δικαστήριο (τμήμα μείζ.συνθ.), Μagistrats européens pour la démocratie et les libertés (Medel) et al. κ. Συμβουλίου ΕΕ, συνεκδ. υποθ. Τ-530/22 έως Τ-533/22.

105 Στο ίδιο, σκ. 60, 87, 88.

106 Βλ. ΔΕΕ (τμήμα μείζ.συνθ.), 22 Φεβρουαρίου 2022, Χ και Υ, συνεκδ. υποθ. C562/21 και C‑563/21, σκ. 102. Πρβλ. ΔΕΕ (τμήμα μείζ.συνθ.), 17 Δεκεμβρίου 2020, L και Ρ, συνεκδ. υπόθ. C‑354/20 και C‑412/20 , σκ. 69.

107 Γενικό Δικαστήριο, ό.π. υποσημ. 104, σκ. 103, 106.

108 Σχετικά με την έννοια των «συστημικών πλημμελειών» όσον αφορά τη συμμόρφωση με τα θεμελιώδη δικαιώματα κατά την ανάληψη δράσης εντός του πεδίου εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, βλ., επί παραδείγματι, την ΔΕΕ (τμήμα μείζ.συνθ.), 21 Δεκεμβρίου 2011, N.S. κ. Secretary of State for the Home Department, υπόθ. C‑411/10, σκ. 94, 106, όπως και ΔΕΕ (τμήμα μείζ.συνθ.), 14 Νοεμβρίου 2013, Bundesrepublik Deutschland κ. Kaveh Puid, υπόθ. C-4/11, σκ. 36. Σχετικά με την έννοια «συστημικός» (ή «διαρθρωτικός») στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ, βλ. το ρόλο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στον εντοπισμό υποκείμενων συστημικών προβλημάτων, όπως τον αναδεικνύει το ψήφισμα Res(2004)3 της Επιτροπής των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης της 12ης Μαΐου 2004, σε https://wcd.coe.int/ViewDoc.jsp?id=743257&Lang=fr.

109 Γενικό Δικαστήριο, ό.π. υποσημ. 104, σκ. 111.

110 Πρόκειται για τις αποφάσεις του ΔΕΕ στις υποθέσεις Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κ. ΕυρΚοινβ και Συμβουλίου (2013), σκ. 98 και T & L Sugars και Sidul Açúcares κ. Επιτροπής (2015), στις οποίες παραπέμπει η διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκ. 111.

111 Γενικό Δικαστήριο, ό.π. υποσημ. 104, σκ. 111, όπως και σκ. 117 προκειμένου για την «ανάγκη» να μην αντιβαίνει η όποια μέριμνα για την προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία ούτε στο άρθρο 47, εδ. β ΧΘΔ/ΕΕ.

112 Ό.π. υποσημ. 79 και στο κείμενο που αντιστοιχεί σε αυτή.

113 Γενικό Δικαστήριο (τμήμα μείζ.συνθ.), Asociația Inițiativa pentru Justiție κ. Επιτροπής, υπόθ. Τ-1126/23.

114 Βλ. την ΔΕΕ (τμήμα μείζ.συνθ.), 18 Μαΐου 2021, Asociaţia «Forumul Judecătorilor din România» κ.λπ. κ. Ιnspecţia Judiciară κ.λπ., συνεκδ.υποθ. C‑83/19, C‑127/19, C‑195/19, C‑291/19, C‑355/19 και C‑397/19, σκ. 65, 249.

115 Η διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου (σκ. 56),κατά βάση αναφέρεται, π΄ραν της απόφασης Van Gend en Loos, στις αποφάσεις του ΔΕΚ Becker (19 Ιανουαρίου1982, υπόθ. 8/81) και του ΔΕΕ MDDP (28 Νοεμβρίου 2013, υπόθ. C-319/12). Το «κρίσιμο» σκεπτικό διατυπώθηκε με την απόφαση Becker, σκ. 25: « (…) σέ ὅλες τίς περιπτώσεις στις όποιες προκύπτει ὅτι, ἀπό ἀπόψεως περιεχομένου, οἱ διατάξεις μιᾶς [κοινοτικής πράξης] δέν περιέχουν αιρέσεις καί εἶναι επαρκῶς ἀκριβείς, εἶναι δυνατή ἡ επίκληση τῶν ἐν λόγω διατάξεων καίτοι δέν ἔχουν ληφθεί εμπροθέσμως εκτελεστικά μέτρα, εἴτε εναντίον κάθε εθνικής διατάξεως πού δέν είναι σύμφωνη μέ τήν ὁδηγία, εἴτε καθ’ ὅσον δύνανται νά προσδιορίσουν δικαιώματα, τά όποια οἱ ιδιώτες εἶναι σέ θέση νά προβάλουν έναντι τοῦ κράτους».

116 Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου, ό.π. υποσημ. 113, σκ. 56, 62, 66.

117 Στο ίδιο, σκ. 85, 86.

118 Maria Kordeva, « L’État de droit : crise de définitions », Pouvoirs, 2025, σελ. 17.

119 Jean-Fabien Spitz, « Quelques idées sur l’idée d’une démocratie non-électorale. Le cas de l’Union européenne », Raison publique, 2023/1 (n° 26), σελ. 29 επ., ιδ. 37-38.

120 Βλ. τη σχετική ειδησεογραφία στη Le Monde, 31-1-2024, «La Pologne refait sa révolution, trente-cinq ans après sa sortie du communisme».

121Βλ. τις αποφάσεις των δυο σωμάτων, αντίστοιχα σε https://dserver.bundestag.de/btd/20/129/2012978.pdf και σε https://www.recht.bund.de/bgbl/1/2024/439/VO.html?nn=55638.

122 Βλ. αναλυτικά Aurore Gaillet & Dieter Grimm, « Allemagne : une réforme constitutionnelle dictée par le contexte politique », σε https://www.leclubdesjuristes.com/international/allemagne-une-reforme-constitutionnelle-dictee-par-le-contexte-politique-8667/μ, 8-1-2025.

123 Βλ. την ειδησεογραφία στην Le Monde, 16-10-2024, « En Pologne, un an après la victoire de Donqld Tusk, la difficuile remise en ordre des institutions », όπως και τη συνέντευξη του νυν υπουργού Δικαιοσύνης Adam Bodnar στην Le Monde, 12-4-2024, « En Pologne, ‘il faut rétablir l’État de droit pas à pas’ ».

124 Γενικό Δικαστήριο (2ο πενταμελές τμ.), 5 Φεβρουαρίου 2025, Πολωνία κ. Επιτροπής, συνεκδ. υποθ. Τ-830/22 και Τ-156/23, σκ. 64.

125 Βλ. στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Dien Spielmann της 11ης Μαρτίου 2025 στην υπόθ. C-448/23, Επιτροπή κ. Πολωνίας, σκ. 21, 41.

126 Στο ίδιο, σκ. 112, 114.

127 Για μια χαρακτηριστική «οικειοποίηση» του δικαίου της Ένωσης -του ΧΘΔ/ΕΕ, συγκεκριμένα- από τα ελληνικά ανώτατα -και όχι μόνο- δικαστήρια, βλ. Ιωσήφ Κτενίδης, «Τα ελληνικά δικαστήρια και το δίκαιο του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων», Αρμενόπουλος, Σεπτέμβριος 2020, σελ. 1441 επ., ιδ. 1468 επ.

128 Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία για το δικαστικό έτος 2023, η Ελλάδα ανήκει, μαζί με άλλα 11 κράτη μέλη, στην ομάδα χωρών των οποίων τα δικαστήρια προκάλεσαν προδικαστικές αποφάσεις του Δικαστηρίου λιγότερες των 10 (η χώρα μας προκάλεσε 6 προδικαστικές αποφάσεις, ενώ εκείνη που προκάλεσε τις περισσότερες προδικαστικές αποφάσεις ήταν η Γερμανία [94 αποφάσεις] και τις λιγότερες [1 απόφαση] η Κύπρος· βλ. ΔΕΕ, Ανακοινωθέν τύπου αριθ. 58/2024, 22 Μαρτίου 2024, σελ. 5). Όσον αφορά τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της επόμενης χρονιάς για παραβιάσεις της Συνθήκης, η Ελλάδα οριακά δεν ανήκε στην ομάδα των 7 κρατών μελών για τα οποία οι αποφάσεις του Δικαστηρίων που τα αφορούσαν ήταν διψήφιος αριθμός (την Ελλάδα αφορούσαν 9 αποφάσεις επί παραβάσει)· βλ. σε https://curia.europa.eu/jcms/upload/docs/application/pdf/.

129 Αντιφώνιση του κ. Ιωάννη Σαρμά, τ. προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά την αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, στις 31 Μαΐου 2022 (https://www.youtube.com/watch?v=31LOhOT9BAQ&ab_channel): θεωρώντας, συγκεκριμένα, ότι απόφαση του Δικαστηρίου (κατά της Πολωνίας) «αναγνωρίζει η απόφαση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το ρόλο του ελεγκτή τήρησης από τα κράτη μέλη των υποχρεώσεών τους ως προς το κράτος δικαίου», επεσήμαινε ότι «δεν πρέπει να μας διαφύγει ότι ο εθνικός δικαστής καθίσταται υποκείμενο του ελέγχου από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, από διοικητικούς υπαλλήλους δηλαδή, οι οποίοι, έστω κι αν παρεμβάλλεται ο Υπουργός Δικαιοσύνης, θα αναζητούν ευθύνες από την εθνική δικαιοσύνη ως προς την υποχρέωση αποτελέσματος που αναμένει η Ένωση από τις εθνικές έννομες τάξεις», συμπληρώνοντας ότι «όλη αυτή εξέλιξη (επικεντρωμένη, κατά τον ίδιο, στο ότι ο εθνικός δικαστής βρίσκεται σε διεπαφή [à linterface] με τρεις έννομες τάξεις, την εθνική στην οποία ανήκει, και τις έννομες τάξεις της ΕΣΔΑ και της ΕΕ, τις οποίες υποχρεούται να εφαρμόσει], κινδυνεύει να οδηγήσει τους προέδρους των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας να υπόκεινται σε επισκέψεις από κλιμάκια υπαλλήλων της Επιτροπής, που θα ελέγχουν το αποτέλεσμα που παράγεται από τις αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων αναφορικά με το σεβασμό της αρχής του κράτους δικαίου»· ο τ. πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου επανήλθε στον προβληματισμό του αυτό στην κοινή συνέντευξη με τον υπουργό Δικαιοσύνης κ. Γιώργο Φλωρίδη, την οποία έδωσε στο Βήμα, 13 Φεβρουαρίου 2025 : «αποτελεί κυριολεκτικά στρέβλωση όταν έρχονται στην Ελλάδα υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής  για να ελέγξουν την ηγεσία της ελληνικής Δικαιοσύνης. Φτάσαμε μάλιστα στο σημείο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να χρησιμοποιεί μια αόριστη νομική έννοια, το κράτος δικαίου [;], για να ελέγξει πώς λειτουργεί ο Άρειος Πάγος. Τέτοιες αρμοδιότητες έναντι της ελληνικής δικαιοσύνης ούτε η ελληνική κυβέρνηση κατέχει ούτε η ελληνική Βουλή. Η υπερβολικά επεκτατική ερμηνεία των Συνθηκών από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μάς οδήγησε εδώ. Ελπίζω, σε μια μελλοντική αναθεώρηση των Συνθηκών, να δοθεί η δέουσα θεσμικά λύση».

130 Μιχάλης Πικραμένος, «Ο δικαστής, το δικαστικό σύστημα και τρεις συνταγματικές αρχές», σε https://www.dianeosis.org/2019/05/pikramenos-omilia-dikaiosini/, Μάϊος 2019· βλ. και τη συστηματική ανάλυση που κάνει στο Η λογοδοσία των δικαστών στη δημοκρατία. Δημόσια εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη, Εκδόσεις Ευρασία, 2022, σελ. 19 επ.

131 Βλ. τις εργασίες του Φόρουμ σε https://audiovisual.ec.europa.eu/en/ebs/both/20250304.

Περί του άρθρου 86 του Συνταγματος

Βασίλειος Σταματόπουλος, Δικηγόρος παρ΄ Αρείω Πάγω, Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

Ήδη από τον μήνα Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους, κατ΄ επίτασιν δε τις τελευταίες εβδομάδες, έχουν αποτυπωθεί πλείονες νομικές σκέψεις και επιχειρήματα περί της ορθής ερμηνείας του άρθρου 86 Σ. Το εν λόγω ζήτημα καθίσταται, ειδικώς αυτές τις ημέρες, έτι πιο επίκαιρο εξ αφορμής της λίαν προσφάτως επισυμβάσας «πρόωρης» λήξης των εργασιών της συσταθείσας «προανακριτικής» Επιτροπής της Βουλής και της συνακόλουθης λήψης απόφασης εκ μέρους της Ολομελείας περί ασκήσεως ποινικής διώξεως σε βάρος πρώην υφυπουργού για το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος. Και, όπως πολύ ορθώς επισημαίνει ο Νίκος Αλιβιζάτος στο κυριακάτικο φύλλο της Καθημερινής της 30ης Μαρτίου, το πιο δόκιμο θα ήταν βεβαίως τα σχετικά αυτά ζητήματα να τεθούν προς ανάλυση σε ένα εξειδικευμένο συνταγματικό νομικό σεμινάριο. Παρά ταύτα, μιας και ο παρών διαδικτυακός ιστότοπος (constitutionalism.gr) του Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης» έχει αποδεδειγμένα πλέον προσλάβει χαρακτήρα ζωντανού νομικού (αμιγώς επιστημονικού) ηλεκτρονικού περιοδικού Συνταγματικού και ευρύτερα Δημοσίου Δικαίου, έχοντας αναλάβει, κατ΄ αυτόν τον τρόπο, το θεμελιώδες από δημοκρατικής απόψεως έργο της έγκυρης επιστημονικής (εν προκειμένω συνταγματικής) πληροφόρησης όσο όμως πρωτίστως και σφαιρικής ενημέρωσης (ας μην ξεχνάμε ότι ψυχή της Δικαιοσύνης και συνακολούθως μείζων αποστολή τόσο του έντυπου όσο και του ηλεκτρονικού Τύπου δεν είναι μόνο η δημοσίευσις αλλά προεχόντως και η έγκυρη ενημέρωση των πολιτών) έχοντας όλα αυτά τα χρόνια πρωτοστατήσει ενεργώς – μέσω της φιλοξενίας στις διαδικτυακές του στήλες πλειάδας επιστημονικών άρθρων και μελετών – στην ανάδειξη ποικίλων συνταγματικών ζητημάτων, ας μας επιτραπεί να θέσουμε επί του σχετικού επιστημονικού διαλόγου ορισμένες παρατηρήσεις μας αναφορικώς με το προσφάτως ανακύψαν και ήδη προρρηθέν (βλ. ως άνω) αμφισβητούμενο ερμηνευτικό ζήτημα υπό το συνταγματικό πρίσμα του άρθρου 86.

Καταρχάς, ουδόλως πρόκειται για προανακριτική επιτροπή, όπως καταχρηστικά και σίγουρα πάντως νομικά ανακριβώς λέγεται και γράφεται, προφανώς υπό την επήρεια του προγενέστερου (ήτοι προ του 2001) συνταγματικού καθεστώτος το οποίο ήταν (και εξακολουθεί ίσως ακόμα και σήμερα να είναι) κατά πολύ πιο οικείο στον Τύπο και στους πολίτες λόγω της πολύκροτης δίκης του Ανδρέα Παπανδρέου. Την εποχή εκείνη πράγματι συστήνονταν προανακριτικές επιτροπές της Βουλής ως προθάλαμος του Ειδικού Δικαστηρίου («Υπουργοδικείου») οι οποίες, πράγματι, διενεργούσαν γνήσια προανακριτικές πράξεις. Στην προκειμένη όμως, υπό τελείως διαφορετικό συνταγματικό καθεστώς, περίπτωση που απασχολεί την τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για προανακριτική επιτροπή, όπως τελείως αποπροσανατολιστικά γίνεται λόγος, αλλά για μια ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή που διενεργεί απλώς προκαταρκτική εξέταση για να διακριβωθεί αν δύναται ή πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη εκ μέρους της Βουλής. Το ζήτημα δεν είναι ορολογικό, όπως ίσως θα βιαζόταν κάποιος να απαντήσει prima facie, αλλά πρωτίστως νομικό και ουσιαστικό, αφού, σύμφωνα ακριβώς με τα προεκτεθέντα, κατά το στάδιο αυτό (ενώπιον δηλ. της περί ης ο λόγος συσταθείσας επιτροπής της Βουλής) ουδεμία προανάκριση λαμβάνει χώρα, ο δε εμπλεκόμενος υφυπουργός δεν έχει καν την ιδιότητα του κατηγορουμένου αλλά απλώς του υπόπτου, ακριβέστερα δε, φέρει την ιδιότητα του προκαταρκτικώς ελεγχομένου. Συνεπώς, κακώς γίνεται λόγος για δήθεν «προδικασία» (καθώς και για δυνητικές ακυρότητές της) τουλάχιστον stricto sensu. Η προδικασία κατά το άρθρο 86 Σ. εκκινεί πολύ αργότερα και ειδικότερα κατά το χρονικό εκείνο στάδιο που ακολουθεί την άσκηση ποινικής διώξεως από την Ολομέλεια της Βουλής, οπότε και η υπόθεση άγεται πλέον ενώπιον του οικείου Δικαστικού Συμβουλίου. Αυτό και μόνο αυτό (ήτοι το Δικαστικό Συμβούλιο) είναι το συνταγματικώς εντεταλμένο όργανο για να διενεργήσει προανάκριση και πάντως όχι η Βουλή. Ακριβώς γι΄ αυτόν το λόγο άλλωστε, το άρθρο 86 παρ. 4 Σ. ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι η προδικασία λήγει με την έκδοση βουλεύματος (ενν. εκ μέρους του οικείου Δικαστικού Συμβουλίου).

Κατά ταύτα, η Βουλή, σύμφωνα πάντοτε με το σαφές γράμμα του άρθρου 86 Σ., δεν έχει καμία προανακριτική δικαιοδοσία/αρμοδιότητα την οποία τάχα απεμπόλησε. Υπ΄ αυτήν την έννοια και τούτων δοθέντων, προκαταληκτικώς συμφωνούμε απολύτως με τα όσα έχει υποστηρίξει συναφώς ο Νίκος Αλιβιζάτος σε επανειλημμένη αρθρογραφία του. Ουδεμία καταστρατήγηση, πολλώ δε μάλλον παραβίαση του άρθρου 86 Σ. συντελείται με την άμεση παραπομπή της υπόθεσης από την συσταθείσα ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης προς την Ολομέλεια της Βουλής προς άσκηση ποινικής διώξεως και κατ΄ αυτόν τον τρόπο προς κάταρξη ποινικής προδικασίας σε βάρος του πρώην υφυπουργού. Την εν θέματι προανάκριση θα διενεργήσει, κατά τα προεκτεθέντα, ως μόνο αρμόδιο το Δικαστικό Συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 86 Σ. Ώστε εν προκειμένω, η Βουλή (και δη η Ολομέλεια) ως μοναδικό συνταγματικό ρόλο έχει την άσκηση (ή μη)1 ποινικής διώξεως, κατόπιν βεβαίως παραπεμπτικού πορίσματος της οικείας κοινοβουλευτικής επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης, πορίσματος όμως το οποίο πρέπει να σημειωθεί ότι αφενός μεν πουθενά στο Σύνταγμα δεν προβλέπεται διάταξη περί την λιγότερο ή περισσότερο αναλυτική έκτασή του ή περί την ένταση της «ανακριτικής» διεισδυτικότητάς του, αφετέρου δε, και αυτό είναι το κυριότερο, πορίσματος το οποίο, σε τελική ανάλυση, είναι μη δεσμευτικό για την Ολομέλεια η οποία μπορεί (θεωρητικώς πάντοτε) να αποφασίσει και διαφορετικά2. Γι΄ αυτό άλλωστε και η ποινική δίωξη ασκείται εν τέλει μόνον κατόπιν νέας ψηφοφορίας στην Ολομέλεια και μόνο δυνάμει σχετικής αποφάσεως της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών3. Μόνο δηλ. η Ολομέλεια της Βουλής είναι εκείνη η οποία έχει την κυριαρχική και αποφασιστική αποκλειστική συνταγματική αρμοδιότητα προς άσκηση (ή μη) ποινικής διώξεως και σε καμία περίπτωση η συσταθείσα ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης, το πόρισμα της οποίας είναι απλώς ενισχυτικό, συμβουλευτικό και γνωμοδοτικό προς την κατά ταύτα αποκλειστικώς και κυριαρχικώς αρμόδια αποφασίζουσα Ολομέλεια. Εάν δηλ. η κυριαρχικώς αρμόδια Ολομέλεια της Βουλής κρίνει, και δη ανελέγκτως, ότι συντρέχουν οιεσδήποτε, έστω και απλές, ενδείξεις ενοχής του υπό διερεύνηση πολιτικού προσώπου, τότε ασκεί ποινική δίωξη κατ΄ αυτού, οπότε και μόνον κατ΄ αυτόν τον ποινικοδικονομικό τρόπο είναι δυνατόν να ξεκινήσει η αντίστοιχη προδικασία (προανάκριση ή κύρια ανάκριση αναλόγως βεβαίως του εκάστοτε αποδιδόμενου αδικήματος) ενώπιον του Δικαστικού Συμβουλίου του άρθρου 86 παρ. 4 Σ. Είναι απολύτως σαφές ότι ουδεμία απολύτως δέσμευση της Ολομέλειας από το πόρισμα (πλήρες ή τυχόν ελλιπές, ορθό ή εσφαλμένο κλπ.) της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης υφίσταται κατά το Σύνταγμα, το οποίο άλλωστε πουθενά δεν προβλέπει, πολλώ δε μάλλον πουθενά δεν επιτάσσει την εξάντληση της (ούτως ή άλλως εκ της φύσεώς της απλώς επιβοηθητικής) διαδικασίας προκαταρκτικής εξετάσεως εκ μέρους της σχετικής κοινοβουλευτικής επιτροπής. Κατά τη σαφή γραμματική διατύπωση του άρθρου 86 παρ. 3 Σ. η Ολομέλεια της Βουλής, ως το ανώτατο άλλωστε κοινοβουλευτικό όργανο, έχει στο προκείμενο ζήτημα της άσκησης ποινικής διώξεως κατά διατελέσαντος κυβερνητικού προσώπου τον πλέον κρίσιμο και κυριαρχικώς αποφασιστικό ρόλο4. Όλα αυτά προκύπτουν τόσο από το γράμμα όσο βεβαίως και από το πνεύμα και την κεντρική τελολογία του άρθρου 86 Σ.

Υπ΄ αυτήν ακριβώς την έννοια, ουδεμία παραβίαση ή έστω καταστρατήγηση του άρθρου 86 Σ. συντελείται με την άμεση παραπομπή της υπόθεσης από την συσταθείσα ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης προς την Ολομέλεια της Βουλής, παραπομπή άλλωστε η οποία συμβάλλει τα μέγιστα στην ταχύτατη απεμπλοκή της Βουλής από αμιγώς δικαστικές κρίσεις και αποφάνσεις στις οποίες η ίδια αποδεδειγμένα, όπως έχουν καταδείξει με τον πλέον αδιάψευστο τρόπο όλα τα παρελθόντα χρόνια της μεταπολίτευσης με τις αναρίθμητες επιτροπές-παρωδία, αδυνατεί να ανταποκριθεί έστω και στοιχειωδώς. Στο σημείο μάλιστα αυτό θα διαφωνήσουμε με τον Νίκο Αλιβιζάτο που ομιλεί για προτεραιότητα της τελολογικής ερμηνείας του Συντάγματος έναντι της γραμματικής υπονοώντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο εμμέσως ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση ίσως και να παραβιάζεται το γράμμα του άρθρου 86 Σ. Τουναντίον, σύμφωνα με όλα όσα προεκθέσαμε, είναι αυτή ταύτη η γραμματική διατύπωση ειδικώς της τρίτης παραγράφου του άρθρου 86 Σ. η οποία δίδει, αναφορικά πάντοτε με το ενταύθα κρίσιμο θέμα της ποινικής ευθύνης κυβερνητικού προσώπου, σαφέστατο ερμηνευτικό προβάδισμα στην κατισχύουσα αποκλειστική δικαιοδοσία της Ολομέλειας προς άσκηση ποινικής διώξεως και σε καμία περίπτωση στον κατά ταύτα επικουρικό και απλώς υποβοηθητικό ρόλο που έχει η επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης. Δι΄ό και φρονούμε ότι εν προκειμένω γραμματική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου 86 Σ. βαίνουν αισίως σε κοινό ερμηνευτικό τόπο και θεμελιώνουν εδραίως την ορθή καθ΄ ημάς θέση (που πρώτος διετύπωσε ο Νίκος Αλιβιζάτος στην αρθρογραφία του στον Τύπο). Εξάλλου, ο ερμηνευτής του Δικαίου έχει ως πρώτιστο χρέος του να επιδιώκει πάντοτε την πραγμάτωση της ουσιαστικής ενότητας της ερμηνείας του Δικαίου και να θεραπεύει τυχόν ανακύπτουσες ερμηνευτικές αντινομίες. Με άλλα λόγια, φρονούμε δηλαδή ότι η τελολογική ερμηνεία του Συντάγματος -κατά την ορθή δικαιοπολιτική αποστολή της- συμπληρώνει, επιρρωνύει και εν τέλει θωρακίζει τη γραμματική διατύπωση των κατ΄ ιδίαν συνταγματικών διατάξεων τις οποίες πάντως σε καμία περίπτωση ούτε αναιρεί ούτε καταργεί ούτε αλλοιώνει. Ώστε γραμματική και τελολογική ερμηνεία του Συντάγματος, στο προκείμενο πάντοτε ζήτημα (86 Σ.), δεν τελούν σε καθεστώς δήθεν συγκρούσεως ώστε να ανακύπτει τότε πράγματι ανάγκη κατισχύσεως μίας εξ αυτών (εν προκειμένω της τελολογικής) όπως σημειώνει ο Ν. Αλιβιζάτος, αλλά φρονούμε ότι ειδικώς στην περίπτωση του άρθρου 86 Σ. τα δύο αυτά είδη ερμηνείας (γραμματική και τελολογική) αλληλοσυμπληρώνονται δικαιομεθοδολογικώς και συμπορεύονται αρμονικώς (ενότητα της ερμηνείας). Εν προκειμένω δηλ. η τελολογική ερμηνεία του άρθρου 86 Σ. (όπως ορθώς κατά τη γνώμη μας την αντιλαμβάνεται και την διατυπώνει ο Ν. Αλιβιζάτος)5 δεν αντιδικεί αλλά, αντιθέτως, συστρατεύεται απολύτως προς τη σαφή γραμματική διατύπωση της εν λόγω συνταγματικής διατάξεως, υπό την έννοια ακριβώς που καταδείξαμε ανωτέρω.

Συμπερασματικώς, η άμεση παραπομπή της υπόθεσης από την συσταθείσα ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης προς την Ολομέλεια της Βουλής προς άσκηση ποινικής διώξεως κατά του πρώην υφυπουργού ουδόλως παραβιάζει το γράμμα, πολλώ δε μάλλον το πνεύμα της διατάξεως του άρθρου 86 Σ., καθόσον, επαναλαμβάνουμε, πουθενά στο Σύνταγμα δεν προβλέπεται ούτε a fortiori επιβάλλεται ότι η εν θέματι επιτροπή οφείλει τάχα να εξαντλήσει με άκρα ερευνητική διεισδυτικότητα και ιδιαίτερη «ανακριτική» ένταση αυτήν την (οιονεί και πάντως όχι γνήσια) προανακριτική, ακριβέστερα δε εισαγγελική της αποστολή (ήγουν τη διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως), τουναντίον δε κατά το απολύτως σαφές γράμμα του άρθρου 86 Σ. η Ολομέλεια – μόνον αυτή και ουδείς άλλος – είναι η κυριαρχικώς όσο και αποκλειστικώς αρμόδια να αξιολογήσει, κατόπιν νέας ψηφοφορίας πάντοτε, τη βασιμότητα ή μη καθώς και τον απαιτούμενο βαθμό επάρκειας του σχετικού παραπεμπτικού πορίσματος. Τούτων δοθέντων, φρονούμε ότι η λύση που τελικώς προκρίθηκε είναι η (συνταγματικά όσο όμως, επιπροσθέτως, και πολιτικά με πλείστες αναγωγές στις πάμπολλες επιτροπές-παρωδία του πλούσιου μεταπολιτευτικού μας παρελθόντος) απολύτως ενδεδειγμένη και πρέπει να ακολουθείται σε όλες ανεξαιρέτως τις μελλοντικές περιπτώσεις που ανακύπτει τυχόν ποινική ευθύνη υπουργού ή υφυπουργού, ώστε να διευκολύνεται κατ΄ αυτόν τον τρόπο η άμεση απεμπλοκή της Βουλής από αμιγώς δικαστικά καθήκοντα, καθήκοντα αν όχι (στη χειρότερη και προδήλως πιο πιθανή περίπτωση) αντιφατικά και συγκρουόμενα προς αυτήν την ίδια (βλ. λ.χ. τη σύγκρουση συμφερόντων που σίγουρα θα ανακύπτει καθώς και ποικίλα ζητήματα κακώς νοουμένης κομματικής πειθαρχίας), στην καλύτερη τουλάχιστον -και πιο επιεική- περίπτωση η απεμπλοκή της από δικαστικά καθήκοντα αλλότρια και πάντως μη οικεία σε αυτήν ως εξ ορισμού φορέα της νομοθετικής (και όχι της δικαστικής) λειτουργίας.

ΥΓ. Σε σχέση με το δικαστικώς ανέλεγκτο των interna corporis της Βουλής (στο οποίο αναφέρεται και ο Νίκος Αλιβιζάτος στην σχετική αρθρογραφία του) και κυρίως σε σχέση με τα άκρα όρια αυτού του δικαστικώς ανελέγκτου φρονούμε ότι – ειδικώς επ΄ αυτού του θέματος – θα πρέπει, πράγματι, να λάβει χώρα ένα εξειδικευμένο νομικό σεμινάριο, καθόσον η (συχνά καταχρηστική) επίκληση αυτού του δικαστικώς ανελέγκτου των interna corporis της Βουλής οδηγεί ενίοτε σε ορισμένες βαρέως αντισυνταγματικές κοινοβουλευτικές πρακτικές/εκτροπές (βλ. λ.χ. την παραβίαση από τη Βουλή των ρητώς προβλεπομένων στο Σύνταγμα αυξημένων ποσοστών πλειοψηφίας του άρθρου 101 Α παρ. 2 Σ. ως προς την επιλογή των προσώπων που στελεχώνουν τις συνταγματικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές).

1 Βλ. άρθρο 86 παρ. 3 εδ. γ΄ Συντάγματος.

2 Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 86 παρ. 3 εδ. γ΄ Συντάγματος «…στην Ολομέλεια της Βουλής η οποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης». Ουδεμία απολύτως δέσμευση της Ολομελείας εκ του οιουδήποτε πορίσματος της εν θέματι επιτροπής προκύπτει με βάση το σαφές γράμμα της προρρηθείσης συνταγματικής διατάξεως.

3 Βλ. άρθρο 86 παρ. 3 εδ. δ΄ Συντάγματος.

4 Προσεκτική και επισταμένη γραμματική ερμηνεία των τεσσάρων πρώτων εδαφίων του άρθρου 86 παρ. 3 του Συντάγματος, συνδυαστικώς, δύναται να αποκαλύψει, κατά τη γνώμη μας, μία τρόπον τινά υποσυνείδητη και λανθάνουσα τεχνική κανονιστικής «φωτοσκίασης» εκ μέρους του συνταγματικού νομοθέτη. Κατά ταύτα, φρονούμε ότι το πρωτογενές συνταγματονομοθετικό κανονιστικό φως της διατάξεως του άρθρου 86 παρ. 3 Συντάγματος προσπίπτει ευθέως, αριδήλως και υπερχειλώς επί της αποκλειστικής δικαιοδοσίας της Ολομελείας προς άσκηση ποινικής διώξεως, με το πόρισμα της οικείας επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης να συνιστά – σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη – ένα κατά το μάλλον ή ήττον τυπικό διαδικαστικό προαπαιτούμενο για την έγκυρη θέση σε κίνηση της σχετικής διαδικασίας ασκήσεως ποινικής διώξεως από την Ολομέλεια. Αυτή ακριβώς η γραμματικώς αναμφίλεκτη συνταγματοκανονιστική ιεράρχηση αρμοδιοτήτων μεταξύ αφενός Ολομελείας και αφετέρου ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής και, συνακολούθως, αυτή η κατά τα προεκτεθέντα πρωτογενής συνταγματική κατίσχυση της δικαιοδοσίας της Ολομελείας προς άσκηση ποινικής διώξεως σε αντίστιξη (και κατά φωτοσκίαση) με τον απλώς επιβοηθητικό ρόλο της οικείας επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης δίδουν, εντεύθεν, και εν ταυτώ νομιμοποιούν το απολύτως σύστοιχο (προς το αντίστοιχο κανονιστικό) ερμηνευτικό προβάδισμα και θεμελιώνουν εδραίως την (καθ΄ ημάς ορθή) θέση που υποστηρίζουμε στο κύριο μέρος του παρόντος άρθρου. Συνελόντι ειπείν, εκ των τεσσάρων πρώτων εδαφίων του άρθρου 86 παρ. 3 του Συντάγματος εν συνδυασμώ, συνάγονται πρωτευόντως μεν και κυρίως η κανονιστική, συνακολούθως δε και παρεπομένως και η (απολύτως σύστοιχη προς την κανονιστική) αντίστοιχη ερμηνευτική πρωτοκαθεδρία της (κυριαρχικής και αποκλειστικής) συνταγματικής αρμοδιότητας της Ολομελείας προς άσκηση ποινικής διώξεως έναντι μίας ήσσονος αρμοδιότητας της σχετικής κοινοβουλευτικής επιτροπής προς διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως.

5 Βλ. ενδ. Ν. Αλιβιζάτο, Καθημερινή της Κυριακής 30 Μαρτίου 2025, όπου και παραπέμπουμε προς αποφυγήν επαναλήψεων.

Ο Πρόεδρος ως θεσμικό αντίβαρο

Βασιλική Χρήστου, επίκ. καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ

Την Πέμπτη 13 Μαρτίου αναπτύχθηκε στο φύλλο της εφημερίδας Τα Νέα ένας ενδιαφέρων διάλογος ανάμεσα στον καθηγητή Νίκο Αλιβιζάτο και στον έμπειρο δημοσιογράφο Γιάννη Πρετεντέρη για τον ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας. Μια παλαιά συζήτηση, θα έλεγε κανείς, στην οποία δράττομαι της ευκαιρίας να συνεισφέρω.

Γιατί το ερώτημα του ρόλου του Προέδρου εξακολουθεί να μας συνεπαίρνει, όταν με κάθε ευκαιρία τονίζουμε ότι ο ρόλος του είναι συμβολικός;

Πρώτον, δεν θα πρέπει να υποτιμάμε τη δύναμη των συμβόλων. Ένας από τους λόγους για τους οποίους η μοναρχία δεν επέστρεψε στη Γαλλία, ώστε να καταργήσει την Γ΄Γαλλική Δημοκρατία, ήταν το ότι o διεκδικητής του θρόνου Ερρίκος, κόμης του Σαμπόρ, δεν ανεχόταν να υπηρετήσει υπό την τρίχρωμη σημαία της Γαλλικής Επανάστασης, αδιαμφισβήτητο ήδη σύμβολο του γαλλικού έθνους.

Δεύτερον, κομβικές αρμοδιότητες του Προέδρου εγγυώνται τη συγκρότηση των άμεσων οργάνων του κράτους σύμφωνα με τη δημοκρατική αρχή. Ο Πρόεδρος κηρύσσει τη λήξη της τετραετούς βουλευτικής περιόδου, ακόμη και άνευ προσυπογραφής. Επίσης, διορίζει τον επόμενο πρωθυπουργό σύμφωνα με τη δεδηλωμένη -πράγμα που επιτρέπει τον εμποτισμό της εκτελεστικής εξουσίας με τη δημοκρατική αρχή- ακόμη και, πάλι, άνευ της προσυπογραφής του απερχόμενου πρωθυπουργού. Αυτά σημαίνουν ότι ο Πρόεδρος προστατεύει το Σύνταγμα από τις ορέξεις μιας κυβέρνησης που επιθυμεί να γίνει δικτατορική.

Θα αντέτασσε κάποιος ότι τα παραπάνω γραφική σημασία έχουν σε μια ώριμη δημοκρατία. Θα πρέπει, όμως, να αναρωτηθούμε εάν η δημοκρατία μας παραμένει ώριμη και για έναν ακόμη λόγο, ότι δηλαδή βασίζεται σε θεσμούς που λειτουργούν ως αντίβαρα στην ανεξέλεγκτη βούληση της πλειοψηφίας. Από τη σκοπιά αυτή, ο Πρόεδρος αποτελεί θεσμικό αντίβαρο όταν εγγυάται την τακτική διενέργεια των εκλογών και την επιτυχή έκφραση της λαϊκής εντολής στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας, που είναι πλέον σαφέστατα ο πρωθυπουργός.

Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο. Πράγματι, η διαρχία στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας και ο πολιτικός ρόλος του Προέδρου έπαυσαν με την αναθεώρηση του 1986, η οποία έτσι, ορθώς κατά τη γνώμη μου, κατέστησε το πολίτευμά μας γνήσια κοινοβουλευτικό. Η αναθεώρηση του 1986, όμως, καθώς και η αναθεώρηση του 2019 άφησαν άθικτο τον εγγυητικό ρόλο του Προέδρου ως προς την τήρηση του Συντάγματος. Αυτός ο ρόλος εκδηλώνεται τόσο με τον θεσμό της αναπομπής των νόμων όσο και με τον έλεγχο νομιμότητας των προεδρικών διαταγμάτων, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Αλιβιζάτος. Κοντολογίς, ο Πρόεδρος πράγματι δεν πρέπει να επεμβαίνει στην πολιτική διαδικασία ή να διαταράσσει τη λειτουργία της κοινοβουλευτικής αρχής, αλλά σε πρόδηλες παραβιάσεις του Συντάγματος, τυπικές ή ουσιαστικές, δεν επιτρέπεται να παραμένει απαθής. Με ευπρέπεια και αυτοσυγκράτηση πρέπει να επιβεβαιώνει τον εγγυητικό ρόλο του Συντάγματος και τη διακριτότητα του ρόλου του Προέδρου στο πολίτευμα.

Τέλος, ο Πρόεδρος είναι βέβαια ανώτατο όργανο του κράτους, είναι όμως και φορέας πολιτικής ελευθερίας ο ίδιος. Ή αλλιώς, εάν δεν ήταν φορέας πολιτικής ελευθερίας, δεν θα ήταν ούτε Πρόεδρος. Η ιδιότητα της πολιτικής ελευθερίας προϋποτίθεται σε όποιο αξίωμα. Στο πλαίσιο λοιπόν της πολιτικής ελευθερίας ο Πρόεδρος δύναται να παραιτηθεί για οποιονδήποτε λόγο του υπαγορεύει η συνείδησή του. Και μπορεί πλέον, μετά την αναθεώρηση του 2019, ο Πρόεδρος εύκολα να αντικαθίσταται, αλλά -όπως είπαμε και στην αρχή- ας μην υποτιμάμε τη δύναμη των συμβόλων.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Τα Νέα στις 27 Μαρτίου 2025.

Έχει νόημα να ασχοληθούμε με την κυριαρχία σήμερα; Παρουσίαση του νέου βιβλίου του Αντώνη Μανιτάκη από τον Βασίλη Σκουρή

Όταν έλαβα το βιβλίο του Αντώνη Μανιτάκη1 πριν περίπου ένα χρόνο αναρωτήθηκα τί άραγε μπορεί να τον παρακίνησε να ασχοληθεί με ένα πολυσυζητημένο θέμα, όπως είναι η κυριαρχία. Ούτε η τοποθέτηση του προβλήματος «στο θολό τοπίο της παγκόσμιας διακυβέρνησης» με έπεισε – τουλάχιστον στην αρχή – ότι αντιμετωπίζουμε «πρωτοφανείς μεταμορφώσεις της κυριαρχίας» (σελ.12) και όταν μου μίλησε για πρώτη φορά για την προοπτική μίας βιβλιοπαρουσίασης ομολογώ ότι αισθάνθηκα κάποια αμηχανία, καθώς μου γεννήθηκε η απορία τι καινούργιο θα μπορούσε κάποιος να εισφέρει για το θέμα.

Και μετά ήλθε ο Τραμπ! Αρχικά με τις ακραίες δηλώσεις και κατόπιν με τις προαναγγελθείσες πράξεις του, ανέλαβε πρωτοβουλίες σε ελάχιστο χρονικό διάστημα και επιχείρησε να ανατρέψει σε μεγάλο βαθμό τις σταθερές της κυριαρχίας, στην πραγματικότητα διεκδίκησε και μοίρασε κυριαρχία σύμφωνα με τα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα των ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Γροιλανδία, ο Παναμάς, η πρόταση έξωσης των Παλαιστινίων από τη Γάζα με σκοπό την τουριστική (!) αξιοποίησή της, η μετονομασία του Κόλπου του Μεξικού και ως αποκορύφωμα η διαπραγμάτευση για τη λήξη του πολέμου στην Ουκρανία μεταξύ του ίδιου και του Πούτιν, δηλαδή κατά τα φαινόμενα – τουλάχιστον αρχικά – χωρίς την Ουκρανία (!), η οποία θα κληθεί σε ένα μεταγενέστερο στάδιο προφανώς να «αποδεχθεί» τα συμφωνηθέντα και όλα αυτά χωρίς τη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της οποίας μέλος επιθυμεί να γίνει η Ουκρανία (!). Δεν είμαι διεθνολόγος, αλλά οι πρωτοβουλίες αυτές του Αμερικανού Προέδρου θυμίζουν ασφαλώς τη διευθέτηση που πραγματοποίησαν στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Ρούζβελτ/Τρούμαν, Στάλιν και Τσώρτσιλ όχι τόσο για την τύχη της ηττημένης Γερμανίας, αλλά για το μέλλον της υπόλοιπης Ευρώπης με την ένταξη πολλών ευρωπαϊκών κρατών σε σφαίρες επιρροής των συμμάχων με όλες τις μεταγενέστερες εξελίξεις, τον ψυχρό πόλεμο, τη διαίρεση Δύσης και Ανατολής, την αποφασιστικότητα της Σοβιετικής Ένωσης να διατηρήσει με κάθε τρόπο – δηλαδή και με τη δύναμη των όπλων – αλώβητη την επιρροή της στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Πίστευα ότι αυτή η διαδικασία γεωπολιτικών μεταβολών με την κατανομή – ή καλύτερα μοιρασιά – ζωνών επιρροής χωρίς καν τη συμμετοχή των θιγόμενων κρατών είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί, αλλά όπως φαίνεται θα την ξαναζήσουμε με τον πλέον ωμό τρόπο. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις είναι πραγματικά χρήσιμο να επανέλθουμε στο ζήτημα της κυριαρχίας και οφείλουμε συνεπώς ευχαριστίες στον Μανιτάκη για το βιβλίο του και την ευκαιρία που μας δίνει να αναλογισθούμε ποιες ήταν οι απαρχές της κυριαρχίας, με ποιον τρόπο αυτή μεταμορφώθηκε και πού έχουμε φθάσει σήμερα.

Ξεκινώ με το βιβλίο, στο Προοίμιο του οποίου ο Μανιτάκης ομολογεί ότι τον κατατρύχει η έμμονη ιδέα της κυριαρχίας που είναι η πεμπτουσία του κράτους και ο θεμέλιος λίθος της Δημοκρατίας (σ. 14). Στην Εισαγωγή ο συγγραφέας ασχολείται με την έννοια του κράτους και επισημαίνει ότι παρά την εμφάνιση (πρώτον) της παγκόσμιας οικονομίας της αγοράς, (δεύτερον) μίας πλανητικής χωρίς σύνορα ψηφιακής επικράτειας και (τρίτον) της ανησυχητικά μεγάλης κλιματικής αλλαγής το κράτος, παρόλη την αβεβαιότητα που το περιβάλλει, καλά κρατεί και παραμένει ισχυρό (σ. 20 επ.).

Τις παρατηρήσεις για το κράτος διαδέχεται το κύριο μέρος του έργου, η πραγματεία για την κυριαρχία ως κρατική κυριαρχία. Προηγείται εδώ η ιστορική εμφάνιση της κυριαρχίας, η οποία καθιερώθηκε σταδιακά με τη δημιουργία ανεξάρτητων κρατών ως «ισότητα της κυριαρχίας», υπό την έννοια ότι εμφανίζει ως κύρια γνωρίσματα την εθνική ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και τη μη ανάμειξη του ενός κράτους στα εσωτερικά του άλλου (σ. 29 επ.). Στη συνέχεια ο Μανιτάκης εξετάζει αφενός τη σχέση της κυριαρχίας με την παγκοσμιοποίηση και τις τρομακτικές αλλαγές που αυτή επιφέρει (σ. 38 επ.) και αφετέρου εξηγεί τη μεταμόρφωση της κυριαρχίας από την υποκειμενική στην τοπογραφική αναπαράστασή της (σ. 42 επ.) και από τη μία χωρική επικράτεια στις πολλαπλές ασώματες ψηφιακές επικράτειες (σ. 49 επ.), όπου η κυριαρχία εξαερώνεται στο διάστημα και στο διαδίκτυο.

Παρά τις ανωτέρω εξελίξεις ο Μανιτάκης βλέπει αντί για απίσχνανση τελικά πλεόνασμα της κυριαρχίας (σ. 56) και επισημαίνει ότι αυτή ασκείται μέσα από διεθνείς οργανισμούς και διακρατικές σχέσεις, όντας ενταγμένη σε ένα απροσδιόριστο χώρο. Έτσι αποδέχεται ότι το κράτος την εποχή της πληροφορικής είναι ένα διαδικτυακό κράτος (σ. 59 επ.), τονίζει τη νομική του μορφή (σ. 62 επ.) και καταλήγει, χαρακτηρίζοντας την κυριαρχία στις ημέρες μας απρόσωπη και αόρατη (σ. 66).

Με αυτόν τον τρόπο τελειώνει το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «γενικό».

Ακολουθούν τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα μεταμορφώσεων της κρατικής κυριαρχίας: Πόλεμος στην Ουκρανία, κυριαρχία των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ευρωπαϊκή κυριαρχία και κυριαρχία στην εποχή των μνημονίων. Θεωρώ την επιλογή των παραδειγμάτων πολύ εύστοχη, διότι επιβεβαιώνουν τον προβληματισμό που οδήγησε τον Μανιτάκη να εμβαθύνει στο ζήτημα της κυριαρχίας. Η πρώτη περίπτωση αφορά στον διπλό πόλεμο στην Ουκρανία, διπλό διότι είναι συμβατικός στον βαθμό που διεξάγεται για την εδαφική κυριαρχία, αλλά και οικονομικός, αφού αποβλέπει στην κυριαρχία στην παγκόσμια αγορά ενέργειας (σ. 68 επ.). Εδώ φαίνεται ότι τα γεγονότα ξεπέρασαν τα όρια της εθνικής και οικονομικής κυριαρχίας με την σκανδαλωδώς προνομιακή μεταχείριση της επιτιθέμενης Ρωσίας και την περιθωριακή αντιμετώπιση της Ουκρανίας (σ. 69 επ.).

Το δεύτερο παράδειγμα για την έκταση και μετάλλαξη της εθνικής κυριαρχίας στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ελκυστικό (σ. 70 επ.), διότι δίδεται η ευκαιρία στον Μανιτάκη να καταθέσει τη δική του αντίληψη για τη διαπάλη της εθνικής με την ευρωπαϊκή κυριαρχία. Δεν θα επιμείνω στο θέμα αυτό, διότι αδυνατώ να επικαλεσθώ το ελαφρυντικό του προτέρου έντιμου βίου, αλλά θα θέσω ένα ερώτημα. Πως άραγε εξηγεί ο Μανιτάκης τη θέση του (σ.104) ότι η εθνική κρατική κυριαρχία δεν εννοεί να καταργηθεί και η ευρωπαϊκή κυριαρχία δεν δύναται να αναδυθεί, όταν τα κράτη-μέλη έχουν αποδεχθεί ότι βάσει της αρχής της ειδικής πλειοψηφίας – που καταλαμβάνει ένα πλήθος δράσεων της Ένωσης – δεσμεύονται και από εκείνες τις πράξεις και αποφάσεις των ενωσιακών οργάνων, τις οποίες έχουν καταψηφίσει, καθώς και όταν, όπως προβλέπεται στο άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΕ, οι περιπτώσεις αυτές – δηλαδή της λήψης αποφάσεων όχι με ομοφωνία, αλλά με ειδική πλειοψηφία – μπορούν να αυξηθούν με ένα ευέλικτο τρόπο, δηλαδή χωρίς τροποποίηση των Συνθηκών?

Ενδιαφέροντα και πειστικά είναι τα επιχειρήματα που παραθέτει ο Μανιτάκης για την τύχη της κυριαρχίας στην περίοδο των Μνημονίων (σ. 104 επ.). Εδώ ο συγγραφέας παίζει στο δικό του γήπεδο με τις πρακτικές εμπειρίες που διαθέτει. Πάντως είναι φανερή η προσπάθειά του να συμβιβάσει τις επιπτώσεις των Μνημονίων με την αρχή της κρατικής κυριαρχίας, αφού η χώρα μας «ό,τι και αν ανέλαβε να κάνει, έγινε με τη θέλησή της ή παρά τη θέλησή της, αλλά με τη συγκατάθεσή της» (σ. 111), πράγμα το οποίο διασώζει την κυριαρχία. Αν όμως πρόκειται για «συγκατάθεση» που αποσπάται με εκβιασμό, όπως στην περίπτωση της Ουκρανίας?

Αισιοδοξία και θετική προδιάθεση χαρακτηρίζουν και τις παρατηρήσεις στο τρίτο κεφάλαιο που φέρει τον τίτλο «από την κρατική στην υπερεθνική ή διεθνική και από τη διεθνική προς μία θολή παγκόσμια διακυβέρνηση» (σ. 114 επ.). Εδώ αναδεικνύεται πλήρως η ικανότητα του Μανιτάκη να περιγράφει με καθαρότητα και αντικειμενικότητα πολύπλοκες εξελίξεις με υπερεθνικό και παγκόσμιο χαρακτήρα, χωρίς να υποτιμά τον ρόλο του κράτους στις εξελίξεις αυτές. Για να γίνει αυτό κατανοητό ο συγγραφέας αντιδιαστέλλει το σύγχρονο κράτος της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας της αγοράς από το φιλελεύθερο κράτος της εθνικής οικονομίας (σ. 116/117) και περιγράφει την πολυσύνθετη πορεία «προς μία πολυδαίδαλη, πολυεπίπεδη και πολυκεντρική παγκόσμια διακυβέρνηση» (σ. 118 επ.). Στη συνέχεια ασχολείται με τις σχέσεις της παγκόσμιας διακυβέρνησης με την εθνική κυριαρχία και προβάλλει την ανάδυση ενός παγκόσμιου συνταγματικού πλουραλισμού (σ. 122 επ.), ενώ υπογραμμίζει την ίση κυριαρχία όλων των κρατών που είναι το θεμέλιο της διαδικασίας νομιμοποίησης της δράσης τους (σ. 147). Αναρωτιέμαι σε ποιον βαθμό αυτή η αρχή έχει τραυματισθεί από τις πρωτοφανείς πρωτοβουλίες της νέας αμερικανικής διοίκησης, καθώς και αν το τραύμα είναι θεραπεύσιμο.

Ο Μανιτάκης γράφει με πάθος, για τα δικά μου δεδομένα με κάποια δόση υπερβολής, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι «λογοτεχνίζει», εμπλουτίζοντας το κείμενό του με έντονες, μερικές φορές λυρικές εκφράσεις, χειρίζεται πάντως άριστα την ελληνική γλώσσα, και είναι προφανές ότι αγαπά πολύ αυτό που γράφει και σε οδηγεί σε ένα παράδεισο εννοιών και πολύπλοκων σχημάτων. Κατά ένα περίεργο τρόπο σε κερδίζει με την σχεδόν εφηβική φρεσκάδα του και, ενώ δεν νιώθεις πάντοτε ότι συμμερίζεσαι τις απόψεις του, δεν βρίσκεις εύκολα επιχειρήματα να τις αντικρούσεις, μάλλον σε παρασύρει και σε γοητεύει με τις θεωρητικές του κατασκευές, ακριβώς επειδή βλέπει μακριά και είναι σε θέση να δώσει εξηγήσεις και για τα παράδοξα. Πάντως ένα σημείο δεν επιδέχεται αμφισβήτηση: Ο Αντώνης κατέχει άριστα τα θέματα, με τα οποία καταπιάνεται, και διατυπώνει τις θέσεις του με γνώση και συνέπεια.

Ο συγγραφέας

Αφήνω το βιβλίο και έρχομαι στον συγγραφέα. Άκουσα για πρώτη φορά το όνομά του με εγκωμιαστικά σχόλια από τον Αριστόβουλο Μάνεση, τον οποίο συμβουλευόμουνα κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στο Βερολίνο. Ο Αντώνης ήταν τότε στις Βρυξέλλες, εγώ πάλευα με την προετοιμασία της διδακτορικής μου διατριβής και αν θυμούμαι καλά τον πρωτογνώρισα στο πλαίσιο των πρώτων ελληνογαλλικών ημερίδων στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όπου είμασταν και οι δύο εισηγητές, ιδιότητα, την οποία διατηρήσαμε και στις επόμενες και μεθεπόμενες ημερίδες. Εκλεγήκαμε την ίδια περίοδο περίπου στο Αριστοτέλειο (εκείνος μάλιστα στην έδρα του αγαπημένου του δασκάλου) και συνυπήρξαμε μέχρι το 1999, όταν εγώ ανέλαβα καθήκοντα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η κοινή μας πορεία στο Πανεπιστήμιο δεν ήταν ανέφελη, μας χώριζαν ιδεολογικές διαφορές, ίσως και κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις που οφείλονταν και στην ισχυρογνωμοσύνη της νιότης μας, συνεργαζόμασταν, αλλά δεν κάναμε αυτό που ονομάζεται «παρέα», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είχαμε μία αλληλοεκτίμηση. Ήξερα από τα παιδιά μου ότι ήταν εξαιρετικός δάσκαλος – ιδιότητα που δεν απέδιδαν σε μένα και που επιβεβαιώθηκε με την απονομή στον Αντώνη του βραβείου εξαίρετης πανεπιστημιακής διδασκαλίας στη μνήμη Ξανθόπουλου-Πνευματικού το 2007 – και έβλεπα ότι ήταν κυριολεκτικά αφοσιωμένος στο επιστημονικό του αντικείμενο, ενώ παρακολουθούσε με συνέπεια τις ευρωπαϊκές και διεθνείς εξελίξεις.

Με τον Αντώνη νομίζω ότι συμφιλιωθήκαμε οριστικά, όταν ανέλαβε την εκπροσώπηση της Ελλάδος ενώπιον του ΔΕΕ στην πολύκροτη υπόθεση του «βασικού μετόχου» που εκδικάσθηκε από το Τμήμα Μείζονος Σύνθεσης του Δικαστηρίου υπό την προεδρία μου. Άλλωστε αυτή η αλλαγή στάσης αποτυπώθηκε και στη μελέτη του για το τέλος του βασικού μετόχου, με την οποία κόσμησε τον ελληνόγλωσσο τιμητικό μου τόμο το 20162. Οπωσδήποτε βοήθησε και το πέρασμά του από την πολιτική στους δύσκολους καιρούς των μνημονίων, όπως και η πρωτοβουλία του να αναζητήσει εκείνη την περίοδο τη συνεργασία της θυγατέρας μου και μόνιμης θαυμάστριάς του. Αισθάνομαι ιδιαίτερα ευτυχής για την εξέλιξη αυτή που μας ωφέλησε επιστημονικά και είχε π.χ. ως απτό αποτέλεσμα να υποστηρίξουμε μαζί με τον Ευάγγελο Βενιζέλο συναφείς απόψεις στο ζήτημα της λειτουργίας μη κρατικών πανεπιστημίων και χωρίς προηγούμενη αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, πράγμα που μου επισήμανε σε ένα θερμό του μήνυμα. Δεν λησμονώ την συμμετοχή του τόσο στην τιμητική επιτροπή όσο και στην παρουσίαση του ξενόγλωσσου τιμητικού τόμου που μου αφιέρωσαν συνάδελφοι και φίλοι το 20233, ανταποδίδοντας τη δική μου συμβολή στον δικό του αντίστοιχο τόμο του 20194.

Τελειώνω με τη διαπίστωση ότι δεν είναι μάλλον σύμπτωση πως σε ώριμη ηλικία προτιμά κανείς να ασχοληθεί με θεμελιώδη προβλήματα του κλάδου, τον οποίο υπηρετεί, δηλαδή χρησιμοποιεί την πείρα και το απόθεμα των γνώσεων που έχει αποκτήσει, για να φωτίσει κλασικά θέματα, αναδεικνύοντας τις σύγχρονες πτυχές τους. Έτσι εξηγώ την απόφαση του Μανιτάκη να διαλέξει ως κεντρικό θέμα του βιβλίου του την «κυριαρχία» (και έτσι εξηγώ επίσης γιατί επέλεξα εγώ να εξετάσω πρόσφατα τη σχέση του Συντάγματος με την ηθική).

1 «Η κυριαρχία στο θολό τοπίο της παγκόσμιας διακυβέρνησης», Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2024 (Επίμετρο Γιάννη Βούλγαρη).

2 Η προτεραιότητα εφαρμογής του Κοινοτικού Δικαίου έναντι του Συντάγματος, η εναρμονισμένη με το Κοινοτικό ερμηνεία του και η τεχνική της αναλογικότητας (με αφορμή το τέλος του «Βασικού Μετόχου», Το Δικαστήριο της ΕΕ. Εγγυητής της εύρυθμης λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των δικαιωμάτων των πολιτών, Συνέδριο προς τιμήν του Βασιλείου Σκουρή, 2016, σελ. 97 επ.

3 Le droit européen, source de droits, source du droit, Mélanges en l’honneur de Vassilios Skouris, mare & martin, 2023.

4 Έλεγχος συνταγματικότητας και/ή αντίθεσης προς το ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο. Ποια είναι ή σχέση μεταξύ τους κι τί μπορεί ή οφείλει να επιλέξει ο δικαστής και με ποια σειρά;, Το Σύνταγμα εν εξελίξει, Τιμητικός Τόμος για τον Αντώνη Μανιτάκη, 2019, σελ. 515 επ.

Καταχώρηση: 14-04-2025     Κατηγορία: ΒΙΒΛΙΑ    

Έχει νόημα να ασχοληθούμε με την κυριαρχία σήμερα; Παρουσίαση του νέου βιβλίου του Αντώνη Μανιτάκη από τον Βασίλη Σκουρή

Βασίλης Σκουρής, ομ. Καθηγητής ΑΠΘ, πρώην Πρόεδρος Δικαστηρίου ΕΕ

Όταν έλαβα το βιβλίο του Αντώνη Μανιτάκη1 πριν περίπου ένα χρόνο αναρωτήθηκα τί άραγε μπορεί να τον παρακίνησε να ασχοληθεί με ένα πολυσυζητημένο θέμα, όπως είναι η κυριαρχία. Ούτε η τοποθέτηση του προβλήματος «στο θολό τοπίο της παγκόσμιας διακυβέρνησης» με έπεισε – τουλάχιστον στην αρχή – ότι αντιμετωπίζουμε «πρωτοφανείς μεταμορφώσεις της κυριαρχίας» (σελ.12) και όταν μου μίλησε για πρώτη φορά για την προοπτική μίας βιβλιοπαρουσίασης ομολογώ ότι αισθάνθηκα κάποια αμηχανία, καθώς μου γεννήθηκε η απορία τι καινούργιο θα μπορούσε κάποιος να εισφέρει για το θέμα.

Και μετά ήλθε ο Τραμπ! Αρχικά με τις ακραίες δηλώσεις και κατόπιν με τις προαναγγελθείσες πράξεις του, ανέλαβε πρωτοβουλίες σε ελάχιστο χρονικό διάστημα και επιχείρησε να ανατρέψει σε μεγάλο βαθμό τις σταθερές της κυριαρχίας, στην πραγματικότητα διεκδίκησε και μοίρασε κυριαρχία σύμφωνα με τα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα των ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Γροιλανδία, ο Παναμάς, η πρόταση έξωσης των Παλαιστινίων από τη Γάζα με σκοπό την τουριστική (!) αξιοποίησή της, η μετονομασία του Κόλπου του Μεξικού και ως αποκορύφωμα η διαπραγμάτευση για τη λήξη του πολέμου στην Ουκρανία μεταξύ του ίδιου και του Πούτιν, δηλαδή κατά τα φαινόμενα – τουλάχιστον αρχικά – χωρίς την Ουκρανία (!), η οποία θα κληθεί σε ένα μεταγενέστερο στάδιο προφανώς να «αποδεχθεί» τα συμφωνηθέντα και όλα αυτά χωρίς τη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της οποίας μέλος επιθυμεί να γίνει η Ουκρανία (!). Δεν είμαι διεθνολόγος, αλλά οι πρωτοβουλίες αυτές του Αμερικανού Προέδρου θυμίζουν ασφαλώς τη διευθέτηση που πραγματοποίησαν στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Ρούζβελτ/Τρούμαν, Στάλιν και Τσώρτσιλ όχι τόσο για την τύχη της ηττημένης Γερμανίας, αλλά για το μέλλον της υπόλοιπης Ευρώπης με την ένταξη πολλών ευρωπαϊκών κρατών σε σφαίρες επιρροής των συμμάχων με όλες τις μεταγενέστερες εξελίξεις, τον ψυχρό πόλεμο, τη διαίρεση Δύσης και Ανατολής, την αποφασιστικότητα της Σοβιετικής Ένωσης να διατηρήσει με κάθε τρόπο – δηλαδή και με τη δύναμη των όπλων – αλώβητη την επιρροή της στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Πίστευα ότι αυτή η διαδικασία γεωπολιτικών μεταβολών με την κατανομή – ή καλύτερα μοιρασιά – ζωνών επιρροής χωρίς καν τη συμμετοχή των θιγόμενων κρατών είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί, αλλά όπως φαίνεται θα την ξαναζήσουμε με τον πλέον ωμό τρόπο. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις είναι πραγματικά χρήσιμο να επανέλθουμε στο ζήτημα της κυριαρχίας και οφείλουμε συνεπώς ευχαριστίες στον Μανιτάκη για το βιβλίο του και την ευκαιρία που μας δίνει να αναλογισθούμε ποιες ήταν οι απαρχές της κυριαρχίας, με ποιον τρόπο αυτή μεταμορφώθηκε και πού έχουμε φθάσει σήμερα.

Ξεκινώ με το βιβλίο, στο Προοίμιο του οποίου ο Μανιτάκης ομολογεί ότι τον κατατρύχει η έμμονη ιδέα της κυριαρχίας που είναι η πεμπτουσία του κράτους και ο θεμέλιος λίθος της Δημοκρατίας (σ. 14). Στην Εισαγωγή ο συγγραφέας ασχολείται με την έννοια του κράτους και επισημαίνει ότι παρά την εμφάνιση (πρώτον) της παγκόσμιας οικονομίας της αγοράς, (δεύτερον) μίας πλανητικής χωρίς σύνορα ψηφιακής επικράτειας και (τρίτον) της ανησυχητικά μεγάλης κλιματικής αλλαγής το κράτος, παρόλη την αβεβαιότητα που το περιβάλλει, καλά κρατεί και παραμένει ισχυρό (σ. 20 επ.).

Τις παρατηρήσεις για το κράτος διαδέχεται το κύριο μέρος του έργου, η πραγματεία για την κυριαρχία ως κρατική κυριαρχία. Προηγείται εδώ η ιστορική εμφάνιση της κυριαρχίας, η οποία καθιερώθηκε σταδιακά με τη δημιουργία ανεξάρτητων κρατών ως «ισότητα της κυριαρχίας», υπό την έννοια ότι εμφανίζει ως κύρια γνωρίσματα την εθνική ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και τη μη ανάμειξη του ενός κράτους στα εσωτερικά του άλλου (σ. 29 επ.). Στη συνέχεια ο Μανιτάκης εξετάζει αφενός τη σχέση της κυριαρχίας με την παγκοσμιοποίηση και τις τρομακτικές αλλαγές που αυτή επιφέρει (σ. 38 επ.) και αφετέρου εξηγεί τη μεταμόρφωση της κυριαρχίας από την υποκειμενική στην τοπογραφική αναπαράστασή της (σ. 42 επ.) και από τη μία χωρική επικράτεια στις πολλαπλές ασώματες ψηφιακές επικράτειες (σ. 49 επ.), όπου η κυριαρχία εξαερώνεται στο διάστημα και στο διαδίκτυο.

Παρά τις ανωτέρω εξελίξεις ο Μανιτάκης βλέπει αντί για απίσχνανση τελικά πλεόνασμα της κυριαρχίας (σ. 56) και επισημαίνει ότι αυτή ασκείται μέσα από διεθνείς οργανισμούς και διακρατικές σχέσεις, όντας ενταγμένη σε ένα απροσδιόριστο χώρο. Έτσι αποδέχεται ότι το κράτος την εποχή της πληροφορικής είναι ένα διαδικτυακό κράτος (σ. 59 επ.), τονίζει τη νομική του μορφή (σ. 62 επ.) και καταλήγει, χαρακτηρίζοντας την κυριαρχία στις ημέρες μας απρόσωπη και αόρατη (σ. 66).

Με αυτόν τον τρόπο τελειώνει το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «γενικό».

Ακολουθούν τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα μεταμορφώσεων της κρατικής κυριαρχίας: Πόλεμος στην Ουκρανία, κυριαρχία των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ευρωπαϊκή κυριαρχία και κυριαρχία στην εποχή των μνημονίων. Θεωρώ την επιλογή των παραδειγμάτων πολύ εύστοχη, διότι επιβεβαιώνουν τον προβληματισμό που οδήγησε τον Μανιτάκη να εμβαθύνει στο ζήτημα της κυριαρχίας. Η πρώτη περίπτωση αφορά στον διπλό πόλεμο στην Ουκρανία, διπλό διότι είναι συμβατικός στον βαθμό που διεξάγεται για την εδαφική κυριαρχία, αλλά και οικονομικός, αφού αποβλέπει στην κυριαρχία στην παγκόσμια αγορά ενέργειας (σ. 68 επ.). Εδώ φαίνεται ότι τα γεγονότα ξεπέρασαν τα όρια της εθνικής και οικονομικής κυριαρχίας με την σκανδαλωδώς προνομιακή μεταχείριση της επιτιθέμενης Ρωσίας και την περιθωριακή αντιμετώπιση της Ουκρανίας (σ. 69 επ.).

Το δεύτερο παράδειγμα για την έκταση και μετάλλαξη της εθνικής κυριαρχίας στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ελκυστικό (σ. 70 επ.), διότι δίδεται η ευκαιρία στον Μανιτάκη να καταθέσει τη δική του αντίληψη για τη διαπάλη της εθνικής με την ευρωπαϊκή κυριαρχία. Δεν θα επιμείνω στο θέμα αυτό, διότι αδυνατώ να επικαλεσθώ το ελαφρυντικό του προτέρου έντιμου βίου, αλλά θα θέσω ένα ερώτημα. Πως άραγε εξηγεί ο Μανιτάκης τη θέση του (σ.104) ότι η εθνική κρατική κυριαρχία δεν εννοεί να καταργηθεί και η ευρωπαϊκή κυριαρχία δεν δύναται να αναδυθεί, όταν τα κράτη-μέλη έχουν αποδεχθεί ότι βάσει της αρχής της ειδικής πλειοψηφίας – που καταλαμβάνει ένα πλήθος δράσεων της Ένωσης – δεσμεύονται και από εκείνες τις πράξεις και αποφάσεις των ενωσιακών οργάνων, τις οποίες έχουν καταψηφίσει, καθώς και όταν, όπως προβλέπεται στο άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΕ, οι περιπτώσεις αυτές – δηλαδή της λήψης αποφάσεων όχι με ομοφωνία, αλλά με ειδική πλειοψηφία – μπορούν να αυξηθούν με ένα ευέλικτο τρόπο, δηλαδή χωρίς τροποποίηση των Συνθηκών?

Ενδιαφέροντα και πειστικά είναι τα επιχειρήματα που παραθέτει ο Μανιτάκης για την τύχη της κυριαρχίας στην περίοδο των Μνημονίων (σ. 104 επ.). Εδώ ο συγγραφέας παίζει στο δικό του γήπεδο με τις πρακτικές εμπειρίες που διαθέτει. Πάντως είναι φανερή η προσπάθειά του να συμβιβάσει τις επιπτώσεις των Μνημονίων με την αρχή της κρατικής κυριαρχίας, αφού η χώρα μας «ό,τι και αν ανέλαβε να κάνει, έγινε με τη θέλησή της ή παρά τη θέλησή της, αλλά με τη συγκατάθεσή της» (σ. 111), πράγμα το οποίο διασώζει την κυριαρχία. Αν όμως πρόκειται για «συγκατάθεση» που αποσπάται με εκβιασμό, όπως στην περίπτωση της Ουκρανίας?

Αισιοδοξία και θετική προδιάθεση χαρακτηρίζουν και τις παρατηρήσεις στο τρίτο κεφάλαιο που φέρει τον τίτλο «από την κρατική στην υπερεθνική ή διεθνική και από τη διεθνική προς μία θολή παγκόσμια διακυβέρνηση» (σ. 114 επ.). Εδώ αναδεικνύεται πλήρως η ικανότητα του Μανιτάκη να περιγράφει με καθαρότητα και αντικειμενικότητα πολύπλοκες εξελίξεις με υπερεθνικό και παγκόσμιο χαρακτήρα, χωρίς να υποτιμά τον ρόλο του κράτους στις εξελίξεις αυτές. Για να γίνει αυτό κατανοητό ο συγγραφέας αντιδιαστέλλει το σύγχρονο κράτος της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας της αγοράς από το φιλελεύθερο κράτος της εθνικής οικονομίας (σ. 116/117) και περιγράφει την πολυσύνθετη πορεία «προς μία πολυδαίδαλη, πολυεπίπεδη και πολυκεντρική παγκόσμια διακυβέρνηση» (σ. 118 επ.). Στη συνέχεια ασχολείται με τις σχέσεις της παγκόσμιας διακυβέρνησης με την εθνική κυριαρχία και προβάλλει την ανάδυση ενός παγκόσμιου συνταγματικού πλουραλισμού (σ. 122 επ.), ενώ υπογραμμίζει την ίση κυριαρχία όλων των κρατών που είναι το θεμέλιο της διαδικασίας νομιμοποίησης της δράσης τους (σ. 147). Αναρωτιέμαι σε ποιον βαθμό αυτή η αρχή έχει τραυματισθεί από τις πρωτοφανείς πρωτοβουλίες της νέας αμερικανικής διοίκησης, καθώς και αν το τραύμα είναι θεραπεύσιμο.

Ο Μανιτάκης γράφει με πάθος, για τα δικά μου δεδομένα με κάποια δόση υπερβολής, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι «λογοτεχνίζει», εμπλουτίζοντας το κείμενό του με έντονες, μερικές φορές λυρικές εκφράσεις, χειρίζεται πάντως άριστα την ελληνική γλώσσα, και είναι προφανές ότι αγαπά πολύ αυτό που γράφει και σε οδηγεί σε ένα παράδεισο εννοιών και πολύπλοκων σχημάτων. Κατά ένα περίεργο τρόπο σε κερδίζει με την σχεδόν εφηβική φρεσκάδα του και, ενώ δεν νιώθεις πάντοτε ότι συμμερίζεσαι τις απόψεις του, δεν βρίσκεις εύκολα επιχειρήματα να τις αντικρούσεις, μάλλον σε παρασύρει και σε γοητεύει με τις θεωρητικές του κατασκευές, ακριβώς επειδή βλέπει μακριά και είναι σε θέση να δώσει εξηγήσεις και για τα παράδοξα. Πάντως ένα σημείο δεν επιδέχεται αμφισβήτηση: Ο Αντώνης κατέχει άριστα τα θέματα, με τα οποία καταπιάνεται, και διατυπώνει τις θέσεις του με γνώση και συνέπεια.

Ο συγγραφέας

Αφήνω το βιβλίο και έρχομαι στον συγγραφέα. Άκουσα για πρώτη φορά το όνομά του με εγκωμιαστικά σχόλια από τον Αριστόβουλο Μάνεση, τον οποίο συμβουλευόμουνα κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στο Βερολίνο. Ο Αντώνης ήταν τότε στις Βρυξέλλες, εγώ πάλευα με την προετοιμασία της διδακτορικής μου διατριβής και αν θυμούμαι καλά τον πρωτογνώρισα στο πλαίσιο των πρώτων ελληνογαλλικών ημερίδων στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όπου είμασταν και οι δύο εισηγητές, ιδιότητα, την οποία διατηρήσαμε και στις επόμενες και μεθεπόμενες ημερίδες. Εκλεγήκαμε την ίδια περίοδο περίπου στο Αριστοτέλειο (εκείνος μάλιστα στην έδρα του αγαπημένου του δασκάλου) και συνυπήρξαμε μέχρι το 1999, όταν εγώ ανέλαβα καθήκοντα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η κοινή μας πορεία στο Πανεπιστήμιο δεν ήταν ανέφελη, μας χώριζαν ιδεολογικές διαφορές, ίσως και κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις που οφείλονταν και στην ισχυρογνωμοσύνη της νιότης μας, συνεργαζόμασταν, αλλά δεν κάναμε αυτό που ονομάζεται «παρέα», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είχαμε μία αλληλοεκτίμηση. Ήξερα από τα παιδιά μου ότι ήταν εξαιρετικός δάσκαλος – ιδιότητα που δεν απέδιδαν σε μένα και που επιβεβαιώθηκε με την απονομή στον Αντώνη του βραβείου εξαίρετης πανεπιστημιακής διδασκαλίας στη μνήμη Ξανθόπουλου-Πνευματικού το 2007 – και έβλεπα ότι ήταν κυριολεκτικά αφοσιωμένος στο επιστημονικό του αντικείμενο, ενώ παρακολουθούσε με συνέπεια τις ευρωπαϊκές και διεθνείς εξελίξεις.

Με τον Αντώνη νομίζω ότι συμφιλιωθήκαμε οριστικά, όταν ανέλαβε την εκπροσώπηση της Ελλάδος ενώπιον του ΔΕΕ στην πολύκροτη υπόθεση του «βασικού μετόχου» που εκδικάσθηκε από το Τμήμα Μείζονος Σύνθεσης του Δικαστηρίου υπό την προεδρία μου. Άλλωστε αυτή η αλλαγή στάσης αποτυπώθηκε και στη μελέτη του για το τέλος του βασικού μετόχου, με την οποία κόσμησε τον ελληνόγλωσσο τιμητικό μου τόμο το 20162. Οπωσδήποτε βοήθησε και το πέρασμά του από την πολιτική στους δύσκολους καιρούς των μνημονίων, όπως και η πρωτοβουλία του να αναζητήσει εκείνη την περίοδο τη συνεργασία της θυγατέρας μου και μόνιμης θαυμάστριάς του. Αισθάνομαι ιδιαίτερα ευτυχής για την εξέλιξη αυτή που μας ωφέλησε επιστημονικά και είχε π.χ. ως απτό αποτέλεσμα να υποστηρίξουμε μαζί με τον Ευάγγελο Βενιζέλο συναφείς απόψεις στο ζήτημα της λειτουργίας μη κρατικών πανεπιστημίων και χωρίς προηγούμενη αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, πράγμα που μου επισήμανε σε ένα θερμό του μήνυμα. Δεν λησμονώ την συμμετοχή του τόσο στην τιμητική επιτροπή όσο και στην παρουσίαση του ξενόγλωσσου τιμητικού τόμου που μου αφιέρωσαν συνάδελφοι και φίλοι το 20233, ανταποδίδοντας τη δική μου συμβολή στον δικό του αντίστοιχο τόμο του 20194.

Τελειώνω με τη διαπίστωση ότι δεν είναι μάλλον σύμπτωση πως σε ώριμη ηλικία προτιμά κανείς να ασχοληθεί με θεμελιώδη προβλήματα του κλάδου, τον οποίο υπηρετεί, δηλαδή χρησιμοποιεί την πείρα και το απόθεμα των γνώσεων που έχει αποκτήσει, για να φωτίσει κλασικά θέματα, αναδεικνύοντας τις σύγχρονες πτυχές τους. Έτσι εξηγώ την απόφαση του Μανιτάκη να διαλέξει ως κεντρικό θέμα του βιβλίου του την «κυριαρχία» (και έτσι εξηγώ επίσης γιατί επέλεξα εγώ να εξετάσω πρόσφατα τη σχέση του Συντάγματος με την ηθική).

1 «Η κυριαρχία στο θολό τοπίο της παγκόσμιας διακυβέρνησης», Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2024 (Επίμετρο Γιάννη Βούλγαρη).

2 Η προτεραιότητα εφαρμογής του Κοινοτικού Δικαίου έναντι του Συντάγματος, η εναρμονισμένη με το Κοινοτικό ερμηνεία του και η τεχνική της αναλογικότητας (με αφορμή το τέλος του «Βασικού Μετόχου», Το Δικαστήριο της ΕΕ. Εγγυητής της εύρυθμης λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των δικαιωμάτων των πολιτών, Συνέδριο προς τιμήν του Βασιλείου Σκουρή, 2016, σελ. 97 επ.

3 Le droit européen, source de droits, source du droit, Mélanges en l’honneur de Vassilios Skouris, mare & martin, 2023.

4 Έλεγχος συνταγματικότητας και/ή αντίθεσης προς το ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο. Ποια είναι ή σχέση μεταξύ τους κι τί μπορεί ή οφείλει να επιλέξει ο δικαστής και με ποια σειρά;, Το Σύνταγμα εν εξελίξει, Τιμητικός Τόμος για τον Αντώνη Μανιτάκη, 2019, σελ. 515 επ.

Καταχώρηση: 14-04-2025     Κατηγορία: ΑΡΧΙΚΗ    

Συζήτηση: Ανεξάρτητες Αρχές και Συνταγματική Αναθεώρηση: Μπορεί το πολιτικό σύστημα να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων;

Γιώργος Γούλας, Δικηγόρος - Αρχισυντάκτης του NOMIKI BIBLIOTHIKI Daily

Ο ρόλος και η σημασία των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών μονοπωλούν στη δημόσια συζήτηση – όχι όμως πάντοτε για τους σωστούς λόγους. Ενώ η συζήτηση θα έπρεπε ψύχραιμα να κινείται για το πώς θα μπορούσαν πράγματι να λειτουργήσουν ως θεσμικά αντίβαρα απέναντι στην εκτελεστική εξουσία, βοηθώντας στην ποιότητα του κράτους, συχνά είτε βρίσ κονται εκτεθειμένες από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, είτε βιώνουν ένα είδος φρενίτιδας ενθουσιασμού από τις αντιπολιτεύσεις για το έργο τους. Το αποτέλεσμα αυτής της μη συνετής προσέγγισης είναι μια εργαλειακή προσέγγιση των αρχών, με αποτέλεσμα να υπάρχει στα μάτια της κοινής γνώμης μια θολή εικόνα για το έργο που επιτελούν.

Σε αυτό το έργο, όμως, ποιος είναι ο ρόλος της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης; Το ερώτημα αυτό βρέθηκε στο μικροσκόπιο της τρίτης θεματικής ενότητας της «διαΝΕΟσις», αυτή τη φορά για τις ανεξάρτητες αρχές, την οποία συντόνισε ο Λέκτορας Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΔΠΘ, Κυριάκος Παπανικολάου, και πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025.

Η συζήτηση ξεκίνησε με την παρουσίαση στοιχείων έρευνας της διαΝΕΟσις και του ΙΟΒΕ για τις Ανεξάρτητες Αρχές, που αναμένεται σύντομα να δημοσιευτεί, από τον Νίκο Βέττα, Γενικό Διευθυντή του ΙΟΒΕ και Καθηγητή στο ΟΠΑ.

Στη συνέχεια ακολούθησε πάνελ συζήτησης με τη συμμετοχή των Σπύρου Βλαχόπουλου, Ιωάννη Τασόπουλου, Κωνσταντίνου Χρυσόγονου, Ευγενίας Πρεβεδούρου, Βασιλείου Κονδύλη και Αικατερίνης Ηλιάδου. Στο στρογγυλό τραπέζι, στο οποίο συμμετείχαν όλοι οι παραπάνω εισηγητές και εισηγήτριες, συμμετείχαν επίσης οι Κωνσταντίνος Μενουδάκος, Νικόλαος Αλιβιζάτος, Δημήτριος Χαραλάμπης, Γρηγόρης Πελεκάνος και Αθανάσιος Συριανός.

Το “NB Daily” παρακολούθησε τον πλούσιο σε ιδέες διάλογο που αναπτύχθηκε και κατέγραψε τις σημαντικές θέσεις που διατυπώθηκαν γύρω από το πώς μπορεί να διαμορφωθεί το τρίγωνο Ανεξάρτητες Αρχές – Πολιτικό Σύστημα – Συνταγματική Αναθεώρηση.

Νίκος Βέττας, Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής στο ΟΠΑ

Ιδιαίτερη εντύπωση στην έκθεση του ΙΟΒΕ κάνει το γεγονός ότι ο ρόλος των ανεξάρτητων αρχών δεν είναι ευρύτερα γνωστός στην κοινή γνώμη για το έργο που επιτελούν.”

Ο Νίκος Βέττας, Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής στο ΟΠΑ, ανέπτυξε το θέμα των ανεξάρτητων αρχών, εστιάζοντας στην πορεία τους στην Ευρώπη και την Ελλάδα, και αναδεικνύοντας τη σημασία της ανεξαρτησίας και της λογοδοσίας τους.

Σύμφωνα με τον κ. Βέττα, οι ανεξάρτητες αρχές έκαναν την εμφάνισή τους αργά στην Ευρώπη και ακόμη πιο πρόσφατα στην Ελλάδα. Δημιουργήθηκαν κυρίως λόγω της έντονης ανάγκης στις ΗΠΑ μετά το Κραχ του 1929, όταν υπήρξε η ανάγκη για αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομία. «Η ιδέα ήταν πως οι ανεξάρτητες αρχές θα έφερναν τεχνογνωσία, ασφάλεια και συνέχεια», δήλωσε ο κ. Βέττας. Στη συνέχεια, αυτές οι αρχές ανέπτυξαν δυναμική στην Ελλάδα και την Ευρώπη, με σκοπό να ενισχύσουν τη διαφάνεια και την κανονικότητα στη λειτουργία των αγορών.

Ο κ. Βέττας τόνισε τη σημασία των ζητημάτων της ανεξαρτησίας και της λογοδοσίας των ανεξάρτητων αρχών. Παράλληλα, ανέφερε πως ένα εξίσου σημαντικό ζήτημα αφορά τις επικαλύψεις μεταξύ των διαφόρων αρχών, όπως η Επιτροπή Ανταγωνισμού, η οποία επεμβαίνει στις αγορές κατασταλτικά, και οι τομεακές ρυθμιστικές αρχές σε πεδία όπως η ενέργεια, τα ύδατα και οι τηλεπικοινωνίες. «Υπάρχουν θέματα που συνδέουν την εκ των προτέρων και την εκ των υστέρων μεταχείριση, η οποία πρέπει να είναι συνεπής», επισήμανε.

Στην τοποθέτησή του, ο κ. Βέττας αναφέρθηκε επίσης στη σημαντική ερώτηση του πώς οι ανεξάρτητες αρχές συντονίζουν τη δράση τους με την εκάστοτε κυβέρνηση. Εξήγησε ότι πολλές από αυτές τις αρχές υπάρχουν για την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών έναντι της κυβέρνησης, επισημαίνοντας την ανάγκη για ισχυρή ανεξαρτησία τους.

Η μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών για τις ανεξάρτητες αρχές η οποία πρόκειται να δημοσιευτεί τις επόμενες ημέρες, στοιχεία της οποίας παρουσίασε ο κ. Βέττας, αξιολογεί την πορεία των ανεξάρτητων αρχών στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, εστιάζοντας σε θεσμικά ζητήματα και την ανάγκη για προτάσεις πολιτικής για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητάς τους. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι αρμοδιότητες των ανεξάρτητων αρχών είναι εξαιρετικά διαφορετικές, με κάποιες να αφορούν την αδειοδότηση, άλλες τις κυρώσεις, και κάποιες να είναι γνωμοδοτικές.

Ένα ακόμα βασικό ζήτημα που επεσήμανε ο κ. Βέττας ήταν το θέμα της επιλογής ηγεσίας στις ανεξάρτητες αρχές, τονίζοντας τη σημασία να επιλέγονται άτομα που δεν αμφισβητείται η ανεξαρτησία της κρίσης τους, ενώ πρέπει να υπάρχει και μηχανισμός για την καταγραφή της απόδοσης τους. Στο τέλος της ομιλίας του, έκανε ιδιαίτερη αναφορά στο γεγονός ότι ο ρόλος των ανεξάρτητων αρχών δεν είναι ευρέως γνωστός στην κοινή γνώμη, παρά το έργο που επιτελούν.

Κυριάκος Παπανικολάου, Λέκτορας Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΔΠΘ

Στο διάνυσμα των ετών έχουν μετατοπιστεί τα βασικά ερωτήματα που αφορούν τις ανεξάρτητες αρχές.”

Ο Κυριάκος Παπανικολάου, Λέκτορας Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΔΠΘ, αναφέρθηκε στην αρχική προσέγγιση των ανεξάρτητων αρχών στην Ελλάδα, επισημαίνοντας τη δύσκολη και αμήχανη πορεία του θεσμού κατά την αρχική του εμφάνιση στην έννομη τάξη. Όπως ανέφερε, ο θεσμός θεωρήθηκε αρχικά ως «sui generis», ενώ, ευτυχώς, η θεωρία ήταν έτοιμη να δώσει κάποιες πειστικές απαντήσεις ήδη από τα πρώτα βήματα του θεσμού, στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του περασμένου αιώνα.

Με την αναθεώρηση του 2001, έγινε η διάκριση μεταξύ συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών και ανεξάρτητων αρχών κοινού δικαίου, κάτι που άλλαξε τη μορφή του θεσμού. Στη συνέχεια, τα βασικά ερωτήματα γύρω από τις ανεξάρτητες αρχές εξελίχθηκαν. Αρχικά, το βασικό ερώτημα ήταν αν είναι επιτρεπτός ο θεσμός των ανεξάρτητων αρχών. Μετά την αναθεώρηση του 2001, τα ερωτήματα έγιναν πιο σύνθετα, και μπορούμε να διακρίνουμε τις δοκιμασίες που έχει υποστεί ο θεσμός, με κάθε αρχή να αναλαμβάνει διαφορετικά ζητήματα σε κάθε περίοδο. Η κρισιμότερη στιγμή δοκιμασίας, σύμφωνα με τον κ. Παπανικολάου, ήταν το ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών, το οποίο διαχειρίστηκε το ΕΣΡ. Η τελευταία σημαντική δοκιμασία αφορά την ΑΔΑΕ και τη λειτουργία της τα τελευταία χρόνια.

Ο κ. Παπανικολάου υπογράμμισε ότι ο κύκλος που ξεκίνησε με αμφιβολίες και προβληματισμούς για τη δημοκρατική αρχή γύρω από τις ανεξάρτητες αρχές, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ανεξαρτησία τους δεν αποτελεί πρόβλημα για τη δημοκρατία. Αντίθετα, η ανεξαρτησία παρέχει δημοκρατική νομιμοποίηση στην κρατική εξουσία, κάτι που είναι πλέον εξαιρετικά σαφές.

Σπύρος Βλαχόπουλος, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ και Μέλος της ΑΠΔΠΧ

Τις ανεξάρτητες διοικητικές αρχές τις λατρεύουν όλοι όταν είναι στην αντιπολίτευση και τις αντιπαθούν όλοι όταν είναι στην κυβέρνηση.”

Ο Σπύρος Βλαχόπουλος, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ και Μέλος της ΑΠΔΠΧ, αναφέρθηκε στη σημασία των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών στην Ελλάδα, τονίζοντας τη διαφορετική προσέγγιση που έχουν απέναντί τους οι πολιτικές δυνάμεις ανάλογα με τη θέση τους στην κυβέρνηση ή την αντιπολίτευση. «Τις ανεξάρτητες διοικητικές αρχές τις λατρεύουν όλοι όταν είναι στην αντιπολίτευση και τις αντιπαθούν όλοι όταν είναι στην κυβέρνηση», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Ο κ. Βλαχόπουλος ανέλυσε τις πέντε συνταγματικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές και την επιλογή τους, εστιάζοντας σε δύο αρχές που σχετίζονται με την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων: την ΑΠΔΠΧ και την ΑΔΑΕ. Όπως είπε, «η πράξη απέδειξε ότι σωστά επιλέχθηκαν αυτές οι δύο αρχές για να εξοπλιστούν με συνταγματική κατοχύρωση, όσον αφορά την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων». Ιδιαίτερη μνεία έκανε στην ΑΔΑΕ, η οποία, κατά τον ίδιο, είναι ο μόνος αξιόπιστος θεσμικός εγγυητής για τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών, κάτι που ισχύει και για την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.

Ο κ. Βλαχόπουλος συνέχισε αναφέροντας το ΑΣΕΠ και τον Συνήγορο του Πολίτη, τονίζοντας πως πρόκειται για αρχές που αποβλέπουν στη βελτίωση της δημόσιας διοίκησης, σε συνδυασμό με την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων. «Η δημιουργία και η συνταγματική κατοχύρωση του ΑΣΕΠ ήταν αποτέλεσμα της δυσπιστίας απέναντι στον κοινό νομοθέτη», ανέφερε, προσθέτοντας ότι, αν και το ΑΣΕΠ ανέλαβε πολλές αρμοδιότητες, τίθενται ζητήματα αποτελεσματικότητας. Ο Συνήγορος του Πολίτη, από την άλλη, επιτελεί σημαντικό ρόλο, αλλά, σύμφωνα με τον κ. Βλαχόπουλο, το γεγονός ότι δεν είναι αρμόδιος όταν η υπόθεση εκκρεμεί στη Δικαιοσύνη αποτελεί σημαντικό μειονέκτημα.

Ο κ. Βλαχόπουλος ανέφερε και την περίπτωση του ΕΣΡ, λέγοντας πως αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της αμηχανίας του πολιτικού συστήματος απέναντι στην οικονομική εξουσία.

Κλείνοντας, ο καθηγητής αναφέρθηκε στο αν θα έπρεπε να συνταγματοποιηθούν άλλες ανεξάρτητες αρχές, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι απαραίτητο, καθώς πολλές από αυτές, όπως η Επιτροπή Ανταγωνισμού, ήδη έχουν κατοχύρωση σε ενωσιακό επίπεδο. «Αν κάτι πρέπει να δούμε, είναι ποια ανεξάρτητη αρχή στο Σύνταγμά μας θα πρέπει να είναι αρμόδια για το διαδίκτυο και την τεχνητή νοημοσύνη», κατέληξε.

Ιωάννης Τασόπουλος, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του ΕΚΠΑ

Το κρίσιμο είναι να δεχτούμε ότι πρέπει να αποχωριστεί η επιλογή των στελεχών των ανεξάρτητων αρχών από το πολιτικό σύστημα. Δεν πρέπει το πολιτικό σύστημα να αναμειγνύεται σε αυτή τη διαδικασία.”

Ο Ιωάννης Τασόπουλος, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του ΕΚΠΑ, αναφέρθηκε στη συνταγματική αναθεώρηση των ανεξάρτητων αρχών, εστιάζοντας στο ζήτημα της επιλογής των μελών τους και την αλλαγή που υπήρξε το 2019. Ο κ. Τασόπουλος εξήγησε ότι η προηγούμενη αναθεώρηση αφορούσε τον τρόπο επιλογής των μελών των αρχών από τη Διάσκεψη των Προέδρων, αλλά λόγω της απροθυμίας των πολιτικών δυνάμεων να τηρήσουν τις επιταγές του Συντάγματος, οδηγηθήκαμε στην έκπτωση του παράγοντα της συναίνεσης και υιοθετήθηκε η λύση της πλειοψηφίας των 3/5.

Ο καθηγητής επισήμανε ότι το βαθύτερο ζήτημα δεν είναι αν θα έχουμε ανεξάρτητες αρχές, αλλά ποια θέση κατέχουν αυτές στο σύστημα, σε σχέση με την πολιτική εξουσία και ποιον ρόλο είμαστε διατεθειμένοι να τους αναγνωρίσουμε συνταγματικά. «Όσον αφορά το ζήτημα της συνταγματοποίησης άλλων αρχών, εκτιμώ ότι είναι απαραίτητη η συνταγματική αναγνώριση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, για λόγους ουσιαστικούς και παιδευτικούς», ανέφερε.

Ο κ. Τασόπουλος επεσήμανε τα βασικά χαρακτηριστικά που έχουν καταγραφεί σε θεωρητικό επίπεδο αλλά δεν γίνονται πάντα αποδεκτά στην πράξη: η ανεξαρτησία, η αμεροληψία και η τεχνογνωσία. Όπως εξήγησε, αυτά τα χαρακτηριστικά συνθέτουν τη δυνατότητα των αρχών να λειτουργούν ως θεσμικά αντίβαρα και ως φύλακες του Συντάγματος.

Αναφορικά με την επιλογή των στελεχών των ανεξάρτητων αρχών, ο καθηγητής τόνισε την ανάγκη να αποχωριστεί η διαδικασία επιλογής από το πολιτικό σύστημα, υπογραμμίζοντας ότι δεν πρέπει να υπάρχει πολιτική ανάμειξη. Προτείνοντας μια λύση για τη διαδικασία επιλογής, ανέφερε ότι αυτή θα πρέπει να βασίζεται σε υποψηφιότητες, με διαδικασία που θα ρυθμίζεται από τον νόμο και θα εξασφαλίζει την τεχνογνωσία των υποψηφίων. Η επιλογή, σύμφωνα με τον ίδιο, πρέπει να γίνεται από εμπειρογνώμονες.

Τέλος, ο κ. Τασόπουλος ανέφερε ότι ένα συλλογικό όργανο θα μπορούσε να επιλέγει τους εμπειρογνώμονες, το οποίο θα μπορούσε να περιλαμβάνει ένα πρόσωπο που υποδεικνύει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ένα πρόσωπο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ένα τρίτο μέλος που προτείνεται από απόφαση της Ολομέλειας της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ένα τέταρτο μέλος από ένα όργανο που θα αφορά τις ρυθμιστικές αρχές για τη διευθέτηση θεμάτων συντονισμού και αποφυγής δυσαρμονιών στον οικονομικό τομέα, και τέλος, ένα πρόσωπο που θα προτείνεται από τη Βουλή, με τη συναίνεση τουλάχιστον των δύο μεγάλων κομμάτων.

Κωνσταντίνος Χρυσόγονος

Οι ανεξάρτητες αρχές θέτουν, τελικώς, ένα ζήτημα θέλησης για το Σύνταγμα.”

Ο Κωνσταντίνος Χρυσόγονος, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα των ανεξάρτητων αρχών ως θεσμικών αντιβάρων στο πολιτικό σύστημα. Όπως εξήγησε, το θέμα των ανεξάρτητων αρχών αποτελεί μια επιμέρους πτυχή της μεγαλύτερης εικόνας των θεσμικών αντιβάρων, η αναζήτηση των οποίων εντοπίζεται ήδη από τον 19ο αιώνα. Το 2001, και στη διαρκή αναζήτηση αυτών των αντιβάρων, φτάσαμε στη συνταγματική κατοχύρωση ορισμένων ανεξάρτητων αρχών, ακολουθώντας τις διεθνείς τάσεις για τη μεταφορά ενός μέρους της εκτελεστικής εξουσίας από τη δημοκρατικά νομιμοποιημένη εκάστοτε κυβέρνηση σε ανεξάρτητους φορείς.

Ο καθηγητής τόνισε ότι το γενικότερο πρόβλημα των θεσμικών αντιβάρων δεν είναι μόνο θεσμικό, αλλά κυρίως πολιτικό. Αυτό φάνηκε και στην περίπτωση της χώρας μας, μετά την αναθεώρηση του 2001, όταν υπήρξαν δυσκολίες στην εξεύρεση μελών κοινής αποδοχής για τις ανεξάρτητες αρχές, ώστε να επιτυγχάνεται η απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα πλειοψηφία των 4/5 στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής.

Ο κ. Χρυσόγονος υπογράμμισε ότι, λόγω αυτών των δυσκολιών, οδηγηθήκαμε σε πρακτικά αδιέξοδα, τα οποία ο αναθεωρητικός νομοθέτης προσπάθησε να αντιμετωπίσει μειώνοντας τις απαιτήσεις συναίνεσης και συνταγματοποιώντας την παράταση της θητείας των ήδη υπηρετούντων μελών, εφόσον δεν εκλέγονται άλλα μέλη. Όμως, όπως επισήμανε, δεδομένου ότι το πρόβλημα είναι κυρίως νοοτροπίας της πολιτικής τάξης, οι ρυθμίσεις αυτές δεν λύνουν τα προβλήματα.

Σύμφωνα με τον καθηγητή, οι ανεξάρτητες αρχές θέτουν τελικά ένα ζήτημα θέλησης για το Σύνταγμα, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για ουσιαστική πολιτική βούληση για την ενίσχυση αυτών των θεσμών.

Ευγενία Πρεβεδούρου

Κρίσιμη η επανεξέταση της αναγκαιότητας καθεμίας από τις υφιστάμενες αρχές, η μεγαλύτερη ομογενοποίηση του κανονιστικού τους πλαισίου, η καθιέρωση διαδικασιών συνεργασίας, και τέλος, η απεξάρτηση των ανεξάρτητων αρχών από τα εκάστοτε υπουργεία.”

Η Ευγενία Πρεβεδούρου, Καθηγήτρια Διοικητικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, ξεκίνησε την εισήγησή της με την αναφορά ότι η επιστημονική συζήτηση επικεντρώνεται κυρίως στις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές και όχι τόσο στις λιγότερο λαμπερές διοικητικές αρχές, οι οποίες δεν έχουν συνταγματικό έρεισμα ή άμεσο ενωσιακό θεμέλιο.

Αναφερόμενη στη συνταγματικότητα των ανεξάρτητων αρχών, η κ. Πρεβεδούρου σημείωσε ότι το Σύνταγμα κατοχυρώνει συνολικά τον θεσμό των ανεξάρτητων αρχών, παρέχοντας στον κοινό νομοθέτη κατευθυντήριες γραμμές για την σύστασή τους. «Δεν υπάρχει συνταγματικό κώλυμα, και μάλιστα σε μια εποχή συμβασιοποίησης της δημόσιας δράσης και συστηματικής ανάθεσης διοικητικού έργου σε ιδιώτες, για τη δημιουργία ανεξάρτητων οντοτήτων», είπε, εξηγώντας ότι δεν δημιουργείται πρόβλημα από το πρίσμα της αρχής του κράτους δικαίου.

Επίσης ανέφερε ότι ανεξαρτήτως της συνταγματικότητας, ορισμένες νομοθετικές επιλογές προκαλούν εντύπωση. Ιδιαίτερα, τόνισε την περίπτωση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), η οποία λειτουργεί από το 2017 και αντικατέστησε τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων. Η ΑΑΔΕ, με τις ευρύτατες αρμοδιότητές της, ασκεί κεντρική κρατική εξουσία, κάτι που, όπως σημείωσε η κ. Πρεβεδούρου, η εκάστοτε κυβέρνηση δύσκολα δέχεται να μοιραστεί ή να μεταβιβάσει υπό κανονικές συνθήκες.

Η κ. Πρεβεδούρου ανέφερε επίσης την ανομοιογένεια των διατάξεων που ιδρύουν τις ανεξάρτητες αρχές, σημειώνοντας ότι για κάποιες από αυτές οι ιδρυτικές διατάξεις είναι λακωνικές ή επιφυλακτικές. «Για κάποιες αρχές, παρά τον ρητό νομοθετικό χαρακτηρισμό τους ως ανεξάρτητων, προβλέπεται η υπαγωγή τους στην εποπτεία και τον έλεγχο νομιμότητας των καθ’ ύλην αρμόδιων υπουργών», είπε, δίνοντας το παράδειγμα της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης, η οποία εποπτεύεται από τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, κάτι που μειώνει την ανεξαρτησία της.

Στη συνέχεια, η καθηγήτρια αναφέρθηκε στη σχέση των ανεξάρτητων αρχών με τις αυτοτελείς δημόσιες υπηρεσίες, επισημαίνοντας ότι ο νομοθέτης ίδρυσε πολλές ανεξάρτητες αρχές χωρίς να διακρίνει σαφώς το νομικό τους καθεστώς από εκείνο των αυτοτελών και αποκεντρωμένων διοικητικών υπηρεσιών.

Όσον αφορά την «αναβάθμιση» της Επιθεώρησης Εργασίας σε ανεξάρτητη αρχή, η κ. Πρεβεδούρου εξέφρασε σοβαρές επιφυλάξεις. Ανέφερε ότι η αποκοπή της Επιθεώρησης από την κεντρική δομή του Υπουργείου Εργασίας ενδέχεται να διασπάσει τον απαραίτητο σύνδεσμο για τον σχεδιασμό και την εκπλήρωση του έργου της, ενώ μπορεί να οδηγήσει σε αποκοπή της ενημέρωσης για όλα τα εργατικά θέματα, μειώνοντας την αποτελεσματικότητα του ελεγκτικού μηχανισμού.

Η καθηγήτρια τόνισε ότι η αύξηση των ανεξάρτητων αρχών δημιουργεί αναγκαστικά συγκρούσεις αρμοδιοτήτων, παραθέτοντας την Εθνική Αρχή Διαφάνειας ως παράδειγμα. Παρά το γεγονός ότι αυτή η Αρχή δεν έχει νομική προσωπικότητα, διαθέτει μεγάλο εύρος αρμοδιοτήτων, με αποτέλεσμα να αμφισβητείται η ικανότητά της να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Ταυτόχρονα, δημιουργείται πρόβλημα σύγκρουσης αρμοδιοτήτων με τον Συνήγορο του Πολίτη, ο οποίος έχει λειτουργήσει επιτυχώς και τα πορίσματά του προκαλούν αντιδράσεις από την πολιτική εξουσία.

Κλείνοντας, η κ. Πρεβεδούρου πρότεινε την επανεξέταση της αναγκαιότητας των υφιστάμενων ανεξάρτητων αρχών, την καλύτερη ομογενοποίηση του κανονιστικού τους πλαισίου, την καθιέρωση διαδικασιών συνεργασίας και την απεξάρτηση των αρχών από τα εκάστοτε υπουργεία.

Βασίλειος Κονδύλης, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ και Νομικός Σύμβουλος της ΕΕΤΤ

Το δίκαιο της Ένωσης απαιτεί να διασφαλίζεται με σαφή τρόπο η θεσμική, η προσωπική, η λειτουργική και η οργανωτική ανεξαρτησία των ανεξάρτητων αρχών.”

Ο Βασίλειος Κονδύλης, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ και Νομικός Σύμβουλος της ΕΕΤΤ, τόνισε ότι η αναγνώριση του θεσμού και της λειτουργίας των ανεξάρτητων αρχών σε επίπεδο δικαίου της ΕΕ και η σχετική νομολογία του ΔΕΕ ουσιαστικά αναιρούν έναν διπλό φόβο κάποιων κρατών μελών απέναντι σε αυτές τις αρχές, που οδήγησε και στη θεσμοθέτηση μορφών άσκησης ελέγχου επ’ αυτών. Ο φόβος αυτός εμμέσως αναφέρεται στον κίνδυνο, όχι τοπικής αλλά λειτουργικής και ουσιαστικής επαναφεουδοποίησης του Κράτους και έμμεσης επαναφοράς των συζητήσεων για το μέλλον της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και το θεσμικό βάρος, τόσο σε επίπεδο ΕΕ όσο και σε επίπεδο Κ-Μ, των διοριζόμενων στις ΑΑ/ΑΔΑ εμπειρογνωμόνων. Ωστόσο, η καθολική αποδοχή του θεσμού των ΑΔΑ, τόσο από τον Συνταγματικό όσο και από τον Ενωσιακό νομοθέτη, οδήγησε και στη δημιουργία ΑΑ/ΑΔΑ σε επίπεδο ΕΕ.

Ωστόσο, ο καθηγητής τόνισε ότι η καθολική αποδοχή του θεσμού των ανεξάρτητων αρχών, τόσο στο πεδίο του Συντάγματος όσο και στο πεδίο του ενωσιακού δικαίου, οδήγησε στη διεύρυνση του θεσμού.

Ο κ. Κονδύλης παρουσίασε τις διαφορετικές μορφές ανεξαρτησίας των ανεξάρτητων αρχών, οι οποίες περιλαμβάνουν: τη θεσμική ανεξαρτησία, η οποία διασφαλίζεται με τη δημιουργία ανεξάρτητων αρχών, την προσωπική ανεξαρτησία των μελών, τη λειτουργική ανεξαρτησία και την οργανωτική ανεξαρτησία. Ειδικότερα για τη θεσμική ανεξαρτησία, ανέφερε ότι το δίκαιο της Ε.Ε. επιτάσσει τη δημιουργία ξεχωριστών οντοτήτων, διακριτών είτε από την κυβέρνηση είτε με τη μορφή ξεχωριστών νομικών προσώπων σε σχέση με το κράτος.

Η σημαντική απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Επιτροπή κατά Πολωνίας της 13ης Ιουνίου 2018, όπως σημείωσε ο κ. Κονδύλης, ανέδειξε τη σημασία της οργανωτικής ανεξαρτησίας και της ανεξαρτησίας λήψης αποφάσεων, με την Πολωνία να παραλείπει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση αυτών, παραβιάζοντας τις υποχρεώσεις της σχετικά με την ασφάλεια των σιδηροδρόμων.

Στη συνέχεια, ο καθηγητής αναφέρθηκε στην προσωπική ανεξαρτησία, υπογραμμίζοντας τα τρία βασικά στοιχεία που τη διαμορφώνουν: τον διορισμό για ορισμένη θητεία χωρίς δυνατότητα πρόωρης λήξης, τον καθορισμό ασυμβίβαστων λόγω ιδιοτήτων και λόγων έκπτωσης, καθώς και την απαγόρευση άσκησης άλλων επαγγελματικών δραστηριοτήτων. Ανέφερε ότι το δίκαιο της Ε.Ε. αφήνει στα κράτη-μέλη την ευχέρεια να διορίζουν με διαφανείς διαδικασίες, ενώ επισημάνθηκε και η ανάγκη για δικαστική υπεράσπιση και νομική υποστήριξη των μελών των ανεξάρτητων αρχών.

Αναφορικά με τη λειτουργική ανεξαρτησία, ο κ. Κονδύλης τόνισε τη σημασία του αποκλεισμού κάθε μορφής άμεσης ή έμμεσης επιρροής. Τέλος, για την οργανωτική ανεξαρτησία, υπογράμμισε ότι οι αρχές πρέπει να διαθέτουν τους κατάλληλους οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους για να εκτελούν τα καθήκοντά τους, διαφορετικά η αποτελεσματικότητά τους κινδυνεύει.

Συμπερασματικά, ο καθηγητής κατέληξε ότι το δίκαιο της Ένωσης απαιτεί να διασφαλίζεται με σαφήνεια η θεσμική, προσωπική, λειτουργική και οργανωτική ανεξαρτησία των ανεξάρτητων αρχών.

Αικατερίνη Ηλιάδου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ και Μέλος της ΑΠΔΠΧ

Οι έννοιες «κανονιστική» και «ρυθμιστική» αρμοδιότητα δεν ταυτίζονται — τέμνονται εν μέρει.”

Η Αικατερίνη Ηλιάδου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ και Μέλος της ΑΠΔΠΧ, αναφέρθηκε στις κανονιστικές και ρυθμιστικές αρμοδιότητες των ανεξάρτητων αρχών, τονίζοντας ότι πρόκειται για ένα «παζλ», καθώς υπάρχει ανομοιογένεια μεταξύ των αρχών. Όπως εξήγησε, η συνταγματική αναθεώρηση του 2001 δημιούργησε μια τομή μεταξύ ανεξάρτητων αρχών και συνταγματικά κατοχυρωμένων αρχών, αλλά ακόμη και αυτή η διάκριση δεν επαρκεί για να κατανοηθούν πλήρως οι διαφοροποιήσεις, καθώς οι αρμοδιότητες των αρχών διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Κάποιες αρχές έχουν πολύ σύνθετους ρόλους, όπως το ΕΣΡ που έχει ρυθμιστικές, εγγυητικές και εποπτικές αρμοδιότητες, ενώ άλλες έχουν απλώς συμβουλευτικές αρμοδιότητες.

Η καθηγήτρια ανέφερε τη διάκριση μεταξύ κανονιστικών και ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων, εξηγώντας ότι οι κανονιστικές αρμοδιότητες αφορούν τη δυνατότητα της διοίκησης να θεσπίζει απρόσωπους κανόνες δικαίου μέσω νομοθετικής εξουσιοδότησης. Αντίθετα, οι ρυθμιστικές αρμοδιότητες αναφέρονται στην παρέμβαση σε συγκεκριμένα κοινωνικά πεδία για την υλοποίηση στόχων και την άσκηση δημόσιας εξουσίας με διάφορους τρόπους. Αυτές οι έννοιες δεν ταυτίζονται, αλλά τέμνονται σε ορισμένα σημεία.

Η κ. Ηλιάδου υπογράμμισε την κεντρική σημασία των αρμοδιοτήτων για την ανεξαρτησία των αρχών και ανέφερε ότι το ερώτημα που τίθεται είναι εάν ο νομοθέτης μπορεί να καταλαμβάνει ρυθμιστική ύλη που εμπίπτει στο θεματικό πεδίο των ανεξάρτητων αρχών. Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στην περίπτωση των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών, όπου δεν μπορεί να αφαιρεθούν αρμοδιότητες που τους έχουν εκχωρηθεί από τον αναθεωρητικό νομοθέτη. Για τις αρχές που ιδρύονται με κοινό νόμο, η κ. Ηλιάδου ανέφερε ότι οι λόγοι ίδρυσής τους πρέπει να δικαιολογούν την παραχώρηση αυτών των αρμοδιοτήτων και ότι, για παράδειγμα, αν μια ρυθμιστική αρχή αποσκοπεί στην ενίσχυση του ελεύθερου ανταγωνισμού, δεν μπορεί να αφαιρεθεί η εξουσία που της έχει παραχωρηθεί, καθώς αυτό θα δημιουργήσει πρόβλημα στην αξιοπιστία της πολιτικής που έχει επιλεγεί.

Κωνσταντίνος Μενουδάκος, Πρόεδρος της ΑΠΔΠΧ και Επίτιμος Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας

Σε ό,τι αφορά τη συγχώνευση των ανεξάρτητων αρχών, παρότι συνταγματικά δεν υπάρχει κώλυμα, σε σχέση με την ΑΔΑΕ και την ΑΠΔΠΧ, ίσως θα ήταν και σκόπιμο, διότι σε κάποια σημεία οι αρμοδιότητές τους διασταυρώνονται.”

Ο Κωνσταντίνος Μενουδάκος, Πρόεδρος της ΑΠΔΠΧ και Επίτιμος Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ανέφερε ότι το ερώτημα που τίθεται συχνά αφορά το αν θα μπορούσε να προστεθεί κάτι για να κατοχυρωθεί περαιτέρω η ανεξαρτησία των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών. Η απάντησή του ήταν αρνητική, τονίζοντας ότι ενώ μπορούμε να πούμε τι θίγει την ανεξαρτησία, δεν μπορούμε να καθορίσουμε σφαιρικά τι απαιτείται για να εξασφαλιστεί η ανεξαρτησία μιας αρχής.

Ο κ. Μενουδάκος υπογράμμισε ότι το σημαντικό για την ανεξαρτησία είναι οι νομικές και πραγματικές συνθήκες υπό τις οποίες λειτουργεί η αρχή. Ανέφερε επίσης ότι ο τρόπος ορισμού των μελών είναι βασικό στοιχείο της ανεξαρτησίας, αλλά σημείωσε ότι δεν είναι σίγουρος για το αν αυτό είναι το κεντρικό ζήτημα. Παρουσίασε τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ο οποίος προβλέπει τη διαφανή διαδικασία διορισμού των μελών είτε από το Κοινοβούλιο, είτε από την κυβέρνηση, είτε από τον αρχηγό του κράτους, είτε από ανεξάρτητο φορέα. Σημείωσε ότι οι τέσσερις αυτοί τρόποι έχουν χρησιμοποιηθεί σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιβεβαιώνοντας ότι ο ενωσιακός νομοθέτης δεν θεωρεί τον τρόπο επιλογής των μελών ως το κύριο στοιχείο της ανεξαρτησίας.

Σύμφωνα με τον κ. Μενουδάκο, κρίσιμες είναι οι πραγματικές συνθήκες υπό τις οποίες λειτουργεί η αρχή, κάτι που επιβεβαιώνεται από τη συζήτηση με τον Επίτροπο Δικαιοσύνης, ο οποίος εστίασε στους υλικούς και ανθρώπινους πόρους.

Όσον αφορά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, ο κ. Μενουδάκος αναφέρθηκε σε μια διάταξη που προέβλεπε τη δυνατότητα επιλογής των μελών των ανεξάρτητων αρχών με προσπάθεια ομοφωνίας ή, αν αυτό δεν ήταν δυνατό, με πλειοψηφία 4/5. Επισήμανε όμως ότι το πολιτικό σύστημα δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει αυτή τη διάταξη, κάτι που οδήγησε στην παράταση της θητείας των ήδη υφισταμένων μελών μέχρι τον διορισμό των νέων.

Επιπλέον, τόνισε τη σημασία της ποιοτικής διαφοράς μεταξύ των πλειοψηφιών των 4/5 και 3/5, εξηγώντας ότι με τη διαδικασία των 4/5 απαιτούνταν η συμφωνία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κάτι που εγκαταλείφθηκε με τη λύση των 3/5.

Τέλος, αναφέρθηκε στη συγχώνευση των ανεξάρτητων αρχών, σημειώνοντας ότι παρόλο που συνταγματικά δεν υπάρχει κώλυμα, ίσως να ήταν σκόπιμο να εξεταστεί για αρχές όπως η ΑΔΑΕ και η ΑΠΔΠΧ, δεδομένου ότι σε κάποια σημεία οι αρμοδιότητές τους διασταυρώνονται.

Νικόλαος Αλιβιζάτος, Ομότιμος Καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ και πρώην μέλος του ΕΣΡ και της ΑΠΔΠΧ

Σε ένα πολιτικό σύστημα εξ ορισμού πλειοψηφικό, χωρίς κουλτούρα συναινέσεων, ο θεσμός των ανεξάρτητων αρχών είναι ξένο σώμα.”

Ο Νικόλαος Αλιβιζάτος, Ομότιμος Καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ και πρώην μέλος του ΕΣΡ και της ΑΠΔΠΧ, αναφέρθηκε στις σημαντικές δικαστικές υποθέσεις που αφορούν τις ανεξάρτητες αρχές και τις εμπειρίες του από αυτές. Εξήγησε ότι το 1989, κατά την κυβέρνηση Τζαννετάκη, όταν ο Θανάσης Κανελλόπουλος πρότεινε τη χορήγηση αδειών σε ιδιωτικούς τηλεοπτικούς φορείς, εκείνος προχώρησε σε μια πρόταση προς τον Λ. Κύρκο για τη δημιουργία ανεξάρτητης αρχής που θα χορηγεί τις άδειες. Σύμφωνα με τον κ. Αλιβιζάτο, αυτή η πρόταση ήταν πρωτοποριακή και καινοφανής, καθώς ο θεσμός της ανεξάρτητης αρχής ήταν άγνωστος και νέος για την Ελλάδα. Παρά τις δυσκολίες, το 1990 η πρόταση πέρασε από το Συμβούλιο της Επικρατείας, αν και το ΣτΕ έκρινε ότι η κατανομή του ραδιοτηλεοπτικού χρόνου έπρεπε να γίνει από τον αρμόδιο υπουργό, όχι από ανεξάρτητη αρχή. Όμως, το σημαντικό ήταν ότι το ΣτΕ αποδέχτηκε τον θεσμό της ανεξάρτητης αρχής.

Εν συνεχεία, εξέφρασε την πεποίθηση πως το 2001, όταν οι ανεξάρτητες αρχές εντάχθηκαν στο Σύνταγμα, το πολιτικό σύστημα τις ενέταξε για να τις ελέγξει καλύτερα. Η επιφύλαξη του κ. Αλιβιζάτου ενισχύεται και από το γεγονός του απόλυτου ασυμβίβαστου της εκλογής ως βουλευτή των μελών των ανεξάρτητων αρχών, όπως ορίζεται στο άρθρο 56, παράγραφος 3 του Συντάγματος.

Το 2016, με τον Νόμο Παππά, υπήρξε νέα δοκιμασία για τις ανεξάρτητες αρχές, με απόπειρα να παρακαμφθεί το άρθρο 15 του Συντάγματος, ενώ το 2017 καθαιρέθηκε μέλος ανεξάρτητης αρχής χωρίς αιτιολογία, επειδή επισκέφθηκε τα γραφεία πολιτικού κόμματος. Το ΣτΕ τελικά δικαίωσε το μέλος, αναγνωρίζοντας πως η επίσκεψη δεν αποτελεί παραβίαση των καθηκόντων του.

Περαιτέρω, ανέφερε ότι το 2019, η πλειοψηφία για την επιλογή των μελών των ανεξάρτητων αρχών μειώθηκε από 4/5 σε 3/5, γεγονός που οδήγησε σε δικαστική διαμάχη. Το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάνθηκε ότι ο Δικηγορικός Σύλλογος δεν είχε έννομο συμφέρον, μια απόφαση που θεωρήθηκε κακή στιγμή για το δικαστήριο. Η υπόθεση έχει αχθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, και αναμένεται νέα ευρωπαϊκή καταδίκη, όπως υπογράμμισε.

Τέλος, ο κ. Αλιβιζάτος αναφέρθηκε στην απόφαση του ΣτΕ για τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, τονίζοντας πως η απόφαση αυτή αποτελεί σημαντικό επίτευγμα για το δικαστήριο.

Καταλήγοντας, ο κ. Αλιβιζάτος τόνισε πως, σε ένα πολιτικό σύστημα χωρίς κουλτούρα συναινέσεων, ο θεσμός των ανεξάρτητων αρχών αποτελεί «ξένο σώμα». Εξέφρασε την άποψη ότι, παρά τις δυσκολίες, πρέπει να προσπαθήσουμε να διαφυλάξουμε και να επιβάλουμε αυτόν τον θεσμό.

Δημήτριος Χαραλάμπης, Ομότιμος Καθηγητής στη Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του ΕΚΠΑ και πρώην Αντιπρόεδρος του ΕΣΡ

Το ΕΣΡ είναι κρίσιμο να καταστεί ο βασικός θεσμός για την εποπτεία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, και τούτο διότι καθημερινά βλέπουμε τη διάλυση της δημόσιας σφαίρας, τη διάλυση της δεοντολογίας, των κανονιστικών δεσμεύσεων, και τελικά της ίδιας της ελευθερίας της έκφρασης.”

Ο Δημήτριος Χαραλάμπης, Ομότιμος Καθηγητής στη Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του ΕΚΠΑ και πρώην Αντιπρόεδρος του ΕΣΡ, αναφέρθηκε στον ρόλο των ανεξάρτητων αρχών, τονίζοντας ότι για το ευρύ κοινό παραμένουν συχνά άγνωστες, λόγω της στάσης της πολιτικής εξουσίας να περιορίζει τη λειτουργία τους. Ωστόσο, σημείωσε ότι αυτές οι αρχές γίνονται πιο γνωστές σε συγκεκριμένες συγκυρίες, όπως στην περίπτωση του «βασικού μετόχου», όπου υπήρξε έντονη πολιτική κριτική και αντιπαράθεση με το άρθρο 14 παρ. 9 του Συντάγματος.

Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στο γεγονός ότι, ενώ αρχικά υπήρξε πολιτική πίεση, αργότερα ολόκληρος ο τομέας των ΜΜΕ ελέγχθηκε από το εφοπλιστικό κεφάλαιο. Τόνισε ότι, στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, η τηλεόραση έχει χάσει τη δύναμή της και πλέον απευθύνεται κυρίως σε μεγαλύτερες ηλικίες. Για αυτόν τον λόγο, υποστήριξε πως το ΕΣΡ πρέπει να αναλάβει τον ρόλο του βασικού θεσμού για την εποπτεία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ώστε να αντιμετωπιστεί η διάλυση της δημόσιας σφαίρας και η παρακμή της ελευθερίας της έκφρασης.

Γρηγόρης Πελεκάνος, Δικηγόρος και Εταίρος της Ballas Pelecanos Law, μέλος του ΔΣ της Κίνησης Πολιτών για μια Ανοικτή Κοινωνία

Το δίκαιο του ανταγωνισμού αποτελεί έναν από τους βασικούς μοχλούς απεμπλοκής της οικονομικής από την πολιτική εξουσίας.”

Ο Γρηγόρης Πελεκάνος, Δικηγόρος και Εταίρος της Ballas Pelecanos Law, καθώς και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Κίνησης Πολιτών για μια Ανοικτή Κοινωνία, τόνισε την ανάγκη εγρήγορσης απέναντι στην αυξανόμενη τάση υιοθέτησης επιχειρησιακών λογικών στη δημόσια διοίκηση. Όπως επισήμανε, παρότι πρωτοβουλίες όπως ο νόμος για το επιτελικό κράτος και οι μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου έχουν θετικά στοιχεία, η άκριτη μεταφορά προτύπων από τον ιδιωτικό στον δημόσιο τομέα μπορεί να οδηγήσει σε υπονόμευση των θεσμικών αντιβάρων και της δημοκρατικής λογοδοσίας.

Ο κ. Πελεκάνος προειδοποίησε ότι η κυριαρχία της «αποτελεσματικότητας» ως μοναδικού κριτηρίου αξιολόγησης κινδυνεύει να μετατρέψει τον πολίτη σε καταναλωτή και τη διοίκηση του κράτους σε μηχανισμό παραγωγής αριθμών, στερώντας της τον αξιακό και δημοκρατικό της πυρήνα. Σε αυτό το πλαίσιο, αναγνώρισε ως κρίσιμο τον ρόλο των Ανεξάρτητων Αρχών, οι οποίες – όπως υπογράμμισε – πρέπει να διαθέτουν ουσιαστική ανεξαρτησία, προκειμένου να αποτελούν αντίβαρο σε συγκεντρωτικές τάσεις.

Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στην ανάγκη αναβάθμισης της Επιτροπής Ανταγωνισμού, με διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της ώστε να καλύπτει ζητήματα κρατικών ενισχύσεων, προστασίας καταναλωτή, διαφήμισης και τεχνολογικής επιρροής στις αγορές. Όπως σημείωσε, στην εποχή του info tech, οι επιχειρήσεις που διαθέτουν και επεξεργάζονται τον μεγαλύτερο όγκο και την καλύτερη ποιότητα δεδομένων αποκτούν ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι μικρότερων επιχειρήσεων, προμηθευτών και καταναλωτών. Η εξέλιξη αυτή καθιστά αναγκαία τη θωράκιση της ρυθμιστικής λειτουργίας του κράτους απέναντι στις νέες μορφές ανισότητας πληροφόρησης και ισχύος.

Τέλος, πρότεινε τη συγχώνευση της Επιτροπής Ανταγωνισμού με την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων, με στόχο μια πιο συνεκτική και αποτελεσματική ρύθμιση της πρόσβασης στην αγορά και την ενίσχυση της θεσμικής διαφάνειας.

Αθανάσιος Συριανός, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Ελληνικής Ζυθοποιίας Αταλάντης Α.Ε. (ΕΖΑ), καθώς και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνδέσμου Βιομηχανιών Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας και Μέλος του advisory board της διαΝΕΟσις

Από την πλευρά της επιχειρηματικότητας ως αποδέκτες των θεσμικών εξελίξεων γύρω από τις ανεξάρτητες αρχές, θέλουμε ξεκάθαρη κωδικοποίηση για να μην υπάρχουν αμφισβητήσεις και για να μην διογκώνεται η γραφειοκρατία.”

Ο Αθανάσιος Συριανός, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Ελληνικής Ζυθοποιίας Αταλάντης Α.Ε. (ΕΖΑ), καθώς και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνδέσμου Βιομηχανιών Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας και Μέλος του advisory board της διαΝΕΟσις, επεσήμανε τη συνεχιζόμενη περιορισμένη σημασία που δίνεται στην ανάπτυξη ενός καλύτερου μέλλοντος για τη χώρα, τους θεσμούς και τις ανεξάρτητες αρχές, ενώ τόνισε την ανάγκη για επαρκή επένδυση σε ανθρώπινους και υλικούς πόρους.

Ο κ. Συριανός ανέφερε ότι από την πλευρά της επιχειρηματικής εκπροσώπησης, απαιτείται μια ισχυρότερη και πιο συλλογική επιχειρηματική κοινότητα, η οποία θα μπορεί να επεξεργαστεί και να παρουσιάσει τεκμηριωμένες προτάσεις για τα μεγάλα οικονομικά ζητήματα της χώρας. Αναφερόμενος στις ανεξάρτητες αρχές, ζήτησε ξεκάθαρη κωδικοποίηση των κανόνων, προκειμένου να αποφευχθούν αμφισβητήσεις και να μην διογκώνεται η γραφειοκρατία.

Κατέληξε με το θέμα της επαγγελματικής κατάρτισης, υπογραμμίζοντας ότι το πρόβλημα της έλλειψης επαρκούς ανθρώπινου δυναμικού αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για την ελληνική οικονομία σήμερα. Πρότεινε ότι η επιχειρηματική κοινότητα θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει την εκπαίδευση, ώστε να επηρεαστεί θετικά ο κύκλος εργασία-παραγωγή-παιδεία, προκειμένου να καλυφθεί το πρόβλημα της έλλειψης εργατικού δυναμικού.

Το παρόν πρωτοδημοσιεύτηκε στο NOMIKI BIBLIOTHIKI Daily.

Η νομική τεκμηρίωση της εύλογης απαίτησης της Ελλάδας για τον «επαναπατρισμό» των Γλυπτών του Παρθενώνα

Προκόπιος Παυλόπουλος, τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός, Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ

Πρόλογος

Η διαχρονικώς ενεργή και πλήρως τεκμηριωμένη εύλογη απαίτηση της Ελλάδας, έναντι του Βρετανικού Μουσείου, για την οριστική και άνευ περιοριστικών προϋποθέσεων ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην αρχέγονη «εστία» τους, γίνεται σήμερα ολοένα περισσότερο κατανοητή και αποδεκτή σε διεθνή κλίμακα, ακόμη δε και εντός της Μεγάλης Βρετανίας.

Α. Και κατά τούτο το Βρετανικό Μουσείο, αντιλαμβανόμενο την εν προκειμένω προϊούσα απομόνωσή του, προσπαθεί ματαίως να διαφύγει από τον κλοιό της ως άνω γενικευόμενης απαξίωσής του με δήθεν συμβιβαστικές προτάσεις προς την Ελλάδα. Προτάσεις, οι οποίες όμως κατά βάθος και κατ’ ουσία έχουν ως στόχο να μας παγιδεύσουν, μέσω χονδροειδώς κατασκευασμένων και συγκεκαλυμμένων μορφών δανειακών συμβάσεων, στο να αποδεχθούμε την επί των Γλυπτών του Παρθενώνα εν πάση περιπτώσει «νόμιμη» κυριότητα του Βρετανικού Μουσείου.

Β. Με βάση τα προεκτεθέντα καθίσταται προφανές ότι η Ελλάδα δικαιούται αλλά και οφείλει αφενός να απορρίπτει, δίχως ίχνος υπαναχωρήσεων και υποχωρήσεων, τα κατά τ’ ανωτέρω τεχνάσματα του Βρετανικού Μουσείου. Και, αφετέρου, να ενεργοποιήσει, σε όλη τους την έκταση, τα ισχυρότατα νομικά της επιχειρήματα ως προς την πλήρη κυριότητά της επί των Γλυπτών του Παρθενώνα και, επέκεινα, να εντείνει την διεθνή πίεση προς το Βρετανικό Μουσείο προς την ίδια κατεύθυνση. Με δεδομένο δε ότι τα κοινώς παραδεδεγμένα ιστορικά πειστήρια έχουν τεράστια σημασία και επιρροή αναφορικά με την επίτευξη ενός τέτοιου εμβληματικού εθνικού στόχου -αφού η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην αρχέγονη «εστία» τους συνιστά για την Ελλάδα Εθνικό, κυριολεκτικώς, Ζήτημα- το αντίστοιχο εγχείρημά μας πρέπει να έχει ως αφετηρία και τα ιστορικά εκείνα στοιχεία, μέσα από τα οποία αναδύθηκε η αλήθεια για την πολιτισμική ιεροσυλία του Λόρδου Έλγιν. Πρόκειται δε προεχόντως για τα ιστορικά στοιχεία που είχαν ως πρωταγωνιστή τον Λόρδο Βύρωνα, ως αυθεντικό εκφραστή του γενικότερου, πρώιμου, Φιλελληνικού Ρομαντισμού.

Ι. Ο Παρθενώνας ως πηγή έμπνευσης για τον Λόρδο Βύρωνα

Είναι πλέον ιστορικώς πλήρως τεκμηριωμένο ότι ο Λόρδος Βύρων –George Gordon Byron, ο οποίος γεννήθηκε την 22α Ιανουαρίου 1788 και πέθανε, υπό τις γνωστές θρυλικές συνθήκες, στο Μεσολόγγι την 19η Απριλίου1824- ιδίως μέσω του ρομαντικού του προσανατολισμού και της βάσει αυτού δράσης του, κυρίως αφότου βίωσε δια ζώσης στην Πατρίδα μας την εποποιία της Εθνεγερσίας του 1821, προδήλως επηρέασε, και δη ουσιωδώς, την ευόδωση της όλης εξέλιξης της γέννησης του Νεότερου Ελληνικού Κράτους. Όμως εντός της γενικότερης αυτής, γνησίως και πολυπρισματικώς Φιλελληνικής, επιρροής του πρέπει να αναδειχθεί δεόντως και η ειδικότερη εκείνη πτυχή της, η οποία αφορά την δρομολόγηση του αγώνα των Ελλήνων για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην αρχέγονη «εστία» τους, ύστερα από την ιερόσυλη κλοπή τους και τον εντεύθεν ακρωτηριασμό του Παρθενώνα με ιταμό δράστη τον διαβόητο Λόρδο Έλγιν.

Α. Το Νεότερο Ελληνικό Κράτος ως πρώτο Έθνος-Κράτος στην Ευρώπη

Η κυοφορία του πρώτου Έθνους-Κράτους στην Ευρώπη, και συγκεκριμένα του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, κάθε άλλο παρά εύκολη μπορεί να χαρακτηρισθεί. Και τούτο διότι πολλές, προ του 1821, προσπάθειες των αγωνιζόμενων Ελλήνων απέβησαν άκαρπες, ενώ και η μετά το 1821 πορεία πέρασε κάτω από τα «καυδιανά δίκρανα» πολυάριθμων και μεγάλων εμποδίων και αντίστοιχων, επώδυνων για το Έθνος των Ελλήνων, διακυμάνσεων.

1. Αυτό οφείλεται, οπωσδήποτε δε σε μεγάλο βαθμό, και στην αμφιθυμία και στην επέκεινα διστακτικότητα των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής, ήτοι της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Οι οποίες, έχοντας και αντικρουόμενα συμφέροντα ως προς τούτο, δεν έστεργαν επί μακρόν να υιοθετήσουν μια κοινή στάση αναφορικά με την τύχη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μολονότι αυτή έδειχνε από καιρό πολλαπλά και απτά δείγματα ραγδαίας αποδυνάμωσης.

α) Όσο και αν κάτι τέτοιο φαίνεται, prima faciae, αντιφατικό, η κυρίαρχη την εποχή εκείνη ιδεολογία του Διαφωτισμού υπήρξε, εμμέσως πλην σαφώς, σύμμαχος της στάσης αυτής των Μεγάλων Δυνάμεων. Διότι είναι αλήθεια ότι τον Διαφωτισμό, υπό την έννοια του τρόπου σκέψης και lato sensu πολιτικής πράξης, ελάχιστα -ή και καθόλου- απασχόλησε ο προβληματισμός, ο σχετικός με την γέννηση του Έθνους-Κράτους ως ιστορικώς νομοτελειακής μετεξέλιξης του προτύπου των έως τότε κυρίαρχων δεσποτικών Αυτοκρατοριών.

β) Επιπλέον, δεν πρέπει να υποτιμάται το ότι ο Διαφωτισμός δεν υπήρξε επαναστατικό -κατά κυριολεξία- κίνημα, αλλά πολύ περισσότερο ένα κίνημα εξορθολογισμού του ευρύτερου συντηρητισμού ως προς την πολιτική και κοινωνική οργάνωση, έτσι ώστε αυτός να προσαρμοσθεί στα ραγδαίως μεταβαλλόμενα δεδομένα της εποχής, δίχως όμως και να απωλέσει την εγγενή θεσμική και πολιτική του οντότητα. Άρα -και συνακόλουθα- συνιστούσε και ένα κίνημα που αποσκοπούσε όχι στην πτώση αυτών των Αυτοκρατοριών, αλλά πολύ περισσότερο στον εξορθολογισμό της οργάνωσης και λειτουργίας τους, κατ’ εξοχήν μέσω της διασφάλισης της ακώλυτης άσκησης συγκεκριμένων, θεμελιωδών για τα δεδομένα της εποχής εκείνης, δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

2. Κατά ένα σαφώς προφανή τρόπο, στον αντίποδα του Διαφωτισμού ο Ρομαντισμός εμφανίσθηκε και κινήθηκε, με τις πολύπλευρες διαστάσεις του πεδίου επιρροής του, ως γνήσιο επαναστατικό κίνημα, ιδίως με την έννοια της επινόησης και της στήριξης της πραγματοποίησης ριζοσπαστικών αλλαγών. Μία δε -ίσως η κορυφαία για την εποχή εκείνη- από τις αλλαγές αυτές αφορούσε και τον τρόπο σύλληψης του οιονεί ιδανικού κρατικού προτύπου για τον Άνθρωπο ως φορέα δικαιωμάτων, δια μέσου της υιοθέτησης της δομής και της αντίστοιχης θεσμικοπολιτικής οργάνωσης και λειτουργίας του Έθνους-Κράτους.

α) Το παράδειγμα της κυοφορίας του Νεότερου Ελληνικού Κράτους βεβαιώνει του λόγου το ασφαλές: Με ηγήτορα τον Λόρδο Βύρωνα, το εκτεταμένο πια στην Ευρώπη Φιλελληνικό ρεύμα, όπως άνθησε μετά την πολιορκία και την ηρωική Έξοδο του Μεσολογγίου -μεταξύ 9 και 10 Απριλίου 1826- συνέβαλε καθοριστικώς στο να αποφασίσουν οι Μεγάλες Δυνάμεις αρχικώς, το 1827, την δημιουργία Ελληνικού Έθνους-Κράτους. Και, τρία χρόνια αργότερα, το 1830, την επίσημη ίδρυσή του με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Ένα Έθνος-Κράτος το οποίο έμελλε, μέσα σε λίγες δεκαετίες, να αποτελέσει την αφετηρία της εμφάνισης και τελικής εμπέδωσης του κανόνα ως προς το κρατικό πρότυπο που θα επικρατούσε οριστικώς στην Ευρώπη, όπως απέδειξαν οι μετέπειτα εξελίξεις π.χ. για το Βέλγιο, για την Ιταλία, για την Γερμανία και για τα τότε Κράτη της Βαλκανικής. Καθώς ήδη επισημάνθηκε, η αγωνιζόμενη ακόμη Ελλάδα βρήκε, πολύ ενωρίς, στο πρόσωπο του ρομαντικού οραματιστή Λόρδου Βύρωνα και τον πρωτοπόρο υπέρμαχο της επιστροφής στην «εστία» τους -δηλαδή στον βαριά τραυματισμένο, ιδίως από τον βομβαρδισμό του Ενετού Φραντσέσκο Μοροζίνι, Παρθενώνα- των Γλυπτών, τα οποία είχε μετέπειτα συλήσει, ως κοινός εγκληματίας, ο Λόρδος Έλγιν, ακρωτηριάζοντας κατ’ αποτέλεσμα αυτό το Μνημείο-σύμβολο του Παγκόσμιου Πολιτισμού.

β) Καθώς δε θα καταδειχθεί στην συνέχεια, ήταν αυτός ο λαμπρός αγωνιστικός δρόμος που άνοιξε ο Λόρδος Βύρων, ο οποίος ενέπνευσε εξ αρχής -και εξακολουθεί βεβαίως να εμπνέει- την Ελλάδα και τους Έλληνες προς την ίδια κατεύθυνση, έως την τελική δικαίωση. Ενώ επηρέασε και επηρεάζει καθοριστικώς την, ολοένα και περισσότερο εντεινόμενη και διευρυνόμενη, διεθνοποίηση του ως άνω στόχου, προσδίδοντάς του μάλιστα χαρακτηριστικά που τον εντάσσουν στον πυρήνα της υπεράσπισης αυτού τούτου του Παγκόσμιου Πολιτισμού.

Β. Η ποίηση του Λόρδου Βύρωνα ως άτεγκτη διαχρονική ερινύα για το πολιτισμικό ανοσιούργημα του Λόρδου Έλγιν

Ο αγώνας για την Επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι ήδη μακρύς και αδιάλειπτος, αφού ουσιαστικά άρχισε λίγο μετά την συντέλεση του βάρβαρου εγκλήματος του Έλγιν. Εγκλήματος διαρκούς, το οποίο διαπράχθηκε όταν ο Λόρδος Έλγιν, πρεσβευτής από το 1799 της Μεγάλης Βρετανίας για την Υψηλή Πύλη στην Κωνσταντινούπολη, το συνέλαβε και το εκτέλεσε κατά βάση μεταξύ 1801-1804. Ήταν τότε που μετήλθε την απάτη της ειδεχθούς σύλησης του Μνημείου του Παρθενώνα και την αντίστοιχη αυτόθροη πολιτισμική τυμβωρυχία, προσποιούμενος δήθεν ανασκαφικές δραστηριότητες μέσα στον ευρύτερο Αρχαιολογικό Χώρο με ανύπαρκτο μάλιστα, όπως έχει ιστορικώς αποδειχθεί και όπως θα τονισθεί στην συνέχεια, τουρκικό φιρμάνι. Και στην συνέχεια ολοκλήρωσε το έγκλημά του μεταφέροντας -και δη υπό όρους διακινδύνευσης που αποκαλύπτουν τον αδίστακτο και προσβλητικό για τον Πολιτισμό μας χαρακτήρα του- δια της θαλασσίας οδού τα Γλυπτά του Παρθενώνα στην Μεγάλη Βρετανία.

1. Κατά τα εκτεθέντα αμέσως προηγουμένως, ο αδιάλειπτος αγώνας της Ελλάδας για τον τερματισμό αυτού του ειδεχθούς διαρκούς εγκλήματος του Έλγιν εναντίον της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς ξεκίνησε ενωρίς. Κατ’ ακρίβεια, από το 1842 η Ελλάδα άρχισε να διεκδικεί, με κάθε νόμιμο και πολιτισμικώς αποδεκτό μέσο, την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα. Με πρώτο σταθμό την εναντίον του Έλγιν επίσημη καταγγελία εκ μέρους του τότε Γραμματέα της «Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας», Αλεξάνδρου Ραγκαβή. Εμείς, οι Έλληνες, ως θεματοφύλακες της μεγάλης Πολιτιστικής μας Κληρονομιάς, έχουμε χρέος, ακόμη και έναντι της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, να αποτίουμε τον οφειλόμενο φόρο τιμής στον Λόρδο Βύρωνα, έναν Πολίτη της Μεγάλης Βρετανίας. Ο οποίος πρώτος -και μάλιστα επτά, μόλις, χρόνια μετά την διάπραξή του- ανέδειξε και κατήγγειλε, με τον πιο θαρραλέο και κατηγορηματικό τρόπο, το πολιτισμικό ανοσιούργημα της τυμβωρυχίας του Έλγιν εις βάρος της κοιτίδας και του λίκνου του κοινού μας Δυτικού Πολιτισμού, του Παρθενώνα.

α) Κατά το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα, στην νεαρή ηλικία των είκοσι τριών ετών, ο Λόρδος Βύρων, το 1811, μέσα από μια διανοητική έκρηξη ρομαντισμού -ας μην ξεχνάμε ότι, όπως ήδη επισημάνθηκε, ο Ρομαντισμός υπήρξε ούτως ή άλλως ένα γνήσιο επαναστατικό-ανατρεπτικό πνευματικό κίνημα- έστειλε, με δύο εξαίσια δείγματα του πρώιμου ακόμη ποιητικού του ταλέντου, μήνυμα στην Μεγάλη Βρετανία αλλά και σε όλη την Ευρώπη της εποχής εκείνης μεταξύ άλλων και για το ποιός ήταν ο Έλγιν και ποιά υπήρξαν τα πραγματικά του κίνητρα.

α1) Κίνητρα ωμής και στυγνής κερδοσκοπικής αρχαιοκαπηλίας, τα οποία επιβάρυναν ακόμη περισσότερο τις επιπτώσεις της σύλησης των Γλυπτών του Παρθενώνα για τον Παγκόσμιο Πολιτισμό. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι ο Λόρδος Βύρων ξεκίνησε να γράφει τα ποιήματά του αυτά αμέσως μόλις έφθασε στην Πατρίδα μας για να πραγματοποιήσει το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα -και έχοντας προηγουμένως ταξιδέψει, συνοδευόμενος από τον επιστήθιο φίλο του John Cam Hobhouse, από την Μάλτα διαδοχικώς στην Πρέβεζα, στα Ιωάννινα, στην Κέρκυρα, στο Μεσολόγγι και στους Δελφούς- αποβιβάσθηκε στην Πάτρα την 25η Σεπτεμβρίου 1809, για να επιστρέψει τρία χρόνια μετά στην Αγγλία, τον Ιούλιο του 1811.

α2) Ας προστεθεί σε αυτό ότι ο Λόρδος Βύρων έγραψε τα ποιήματά του -αρχικώς στο Μοναστήρι των Καπουτσίνων, στην Πλάκα- χωρίς να έχει ποτέ γνωρίσει τον Λόρδο Έλγιν, ο οποίος είχε αναχωρήσει από την Αθήνα επτά χρόνια πριν το ως άνω πρώτο ταξίδι του Λόρδου Βύρωνα, ήτοι το 1803. Πρέπει να σημειωθεί με ιδιαίτερη έμφαση ότι ο Λόρδος Βύρων έκτοτε απέφυγε, επιμελώς και χωρίς να το αποκρύψει καθ’ οιονδήποτε τρόπο, να συναντηθεί με τον Λόρδο Έλγιν, καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του.

β) Σημειωτέον, επίσης, ότι ευθύς όταν εγκαταστάθηκε στην Αθήνα ο Λόρδος Βύρων ξεναγήθηκε στον Παρθενώνα από τον επικεφαλής του συνεργείου –και συνεργού του εγκλήματός του- του Λόρδου Έλγιν, τον Giovanni Battista Lusieri.

β1) Και αμέσως εξαπέλυσε την δημόσια πολεμική του εναντίον του Λόρδου Έλγιν, αντιλαμβανόμενος και πεπεισμένος πια ότι έχει διαπράξει ένα πραγματικό πολιτισμικό ανοσιούργημα άνευ προηγουμένου. Είναι μάλλον βέβαιο πως ο Λόρδος Βύρων γνώριζε από τότε -όταν τα πειστήρια του εγκλήματος ήταν ακόμη νωπά- αυτό το οποίο είναι πια πλήρως αποδεδειγμένο και αποδέχονται προσφάτως ακόμη και στην Τουρκία: Ότι, δηλαδή, ουδέποτε υπήρξε σουλτανικό φιρμάνι το οποίο εξουσιοδοτούσε, δήθεν, τον Λόρδο Έλγιν να ασχοληθεί, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, με τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Πραγματικά, και με δεδομένο ότι κατά το οθωμανικό δίκαιο της εποχής και τα Γλυπτά του Παρθενώνα εν γένει ανήκαν στην ιδιοκτησία του Σουλτάνου -τότε του Σελίμ Γ΄- ήταν απαραίτητο για κάθε επέμβαση στον Παρθενώνα ένα σουλτανικό φιρμάνι.

β2) Φιρμάνι, το οποίο κατά την οθωμανική γραφειοκρατία έφερε συγκεκριμένο τύπο επίσημου εγγράφου, έχοντας οπωσδήποτε στην κορυφή του την «tuğra», καλλιτεχνικό έμβλημαμονόγραμμα του Σουλτάνου. Όλως αντιθέτως, ο Λόρδος Έλγιν ομολογούσε ευθέως ότι δεν διέθετε ένα τέτοιο φιρμάνι, αλλά απλώς μια επιστολή υπό την μορφή άδειας -που ουδείς γνώριζε αν ήταν γνήσια και πώς αποκτήθηκε- του αναπληρωτή Βεζίρη Sayid Abdullah, ο οποίος αναπλήρωνε τον Μεγάλο Βεζίρη Kör Yusuf Ziyaüddin Pasha. Επιπλέον, ο Λόρδος Έλγιν δεν επεκαλείτο το πρωτότυπο έστω και αυτής της «άδειας», αλλά μια ιταλική μετάφραση (lettera), της οποίας μάλιστα ουδέποτε αποδείχθηκε η γνησιότητα (βλ. περισσότερα in Νικολάου Σταμπολίδη, «Ο Παρθενώνας και ο Βύρωνας», εκδ. του Μουσείου της Ακρόπολης, Αθήνα, 2024, σελ.91 επ.).

γ) Την όλη γενναία στάση του Λόρδου Βύρωνα υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην αρχέγονη «εστία» τους συμπυκνώνει και το ακόλουθο απόσπασμα από την επιστολή του, γραμμένη στην Ραβέννα την 7η Φεβρουαρίου 1821, προς τον John Murray: «Αντιτάχθηκα και θα αντιταχθώ για πάντα στη ληστεία των Μαρμάρων από την Αθήνα, τάχα για να διδαχθούν οι Εγγλέζοι γλυπτική (οι οποίοι είναι τόσο ικανοί στην γλυπτική όσο οι Αιγύπτιοι στις παγοδρομίες)· αλλά γιατί το έκανα αυτό; Τα Μάρμαρα θα είναι το ίδιο ποιητικά στο Πικαντίλι όσο και στον Παρθενώνα, αλλά ο Παρθενώνας και ο βράχος του θα είναι λιγότερο ποιητικοί χωρίς αυτά. Έτσι είναι η Ποίηση της Τέχνης». (Μετάφραση Ζαφείρη Γουργουλιάτου, από το βιβλίο, «Lord Byron: Selected prose», edited by Peter Gunn, Penguin Books, 1972).

2. Οι δύο επικές ποιητικές δημιουργίες του Λόρδου Βύρωνα

Πώς, άραγε, η Ελλάδα, έστω και αν ακόμη το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος έδινε πραγματική μάχη επιβίωσης, θα μπορούσε να μην πάρει την σκυτάλη της διεκδίκησης των Γλυπτών του Παρθενώνα, όπως την είχαν κλείσει σφιχτά, σε έναν ιερό αγώνα δρόμου, τα χέρια ενός αυθεντικού εκπροσώπου του αληθινού Πνεύματος του Πολιτισμού μας, του Λόρδου Βύρωνα (πρβλ. Νικολάου Σταμπολίδη, «Ο Παρθενώνας και ο Βύρωνας», όπ. παρ., σελ.67 επ.);

α) Η πρώτη από τις προμνημονευόμενες δύο, ιστορικές με την πλήρη του όρου έννοια, ποιητικές συμβολές του Λόρδου Βύρωνα υπέρ της απερίφραστης καταδίκης του Λόρδου Έλγιν και, κατά λογική ακολουθία, υπέρ της ανάγκης επιστροφής του συνόλου των Γλυπτών του Παρθενώνα στην αρχέγονη «εστία» τους, εμπεριέχεται στο ποίημά του «Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ». Ποίημα το οποίο συνθέτουν τέσσερα άσματα, με το πρώτο να δημοσιεύεται το 1812 και το τέταρτο το 1818. Ολοκληρωμένο το ποίημα αυτό εκδόθηκε το 1825. Τα τρία αποσπάσματα που έπονται είναι αρκούντως αντιπροσωπευτικά για να εκφράσουν το μέγεθος, το οποίο είχε προσλάβει η «μήνις» του Λόρδου Βύρωνα εναντίον του Λόρδου Έλγιν (Λόρδου Βύρωνα «Τα τραγούδια του για την Ελλάδα», μτφρ. Στέφανος Μύρτας):

α1) «Εδώ, στην πέτρα τη βαριά, τώρα ας καθίσω μόνος·

σε μαρμαρένιο κι άσειστον ακόμα στυλοβάτη,

εδώ που ο παντοδύναμος και διαλεχτός σου θρόνος

ήταν, του Κρόνου ως Ολύμπιε γιε, ψάχνοντας δώθε κάτι

πάντα κανείς απ’ το κρυφό το μεγαλείο θα βρει.»

………….

α2) «Μ’ απ’ όλους όσους το Ναό κουρσέψαν κει ψηλά,

όπου η Παλλάδα ίσαμε χτες λημέρευε μονάχη,

πονώντας και μη θέλοντας ν’ αφήσει τα στερνά

της δύναμής της λείψανα· σαν ποια πατρίδα να ’χει

γραφτό ήταν ο υστερότερος στην φαύλην αρπαγή;

Καληδονία, κοκκίνισε, γιατί είχε μάνα εσένα.

Αγγλία, δόξα σου, που εσύ δεν είχες τέτοια γέννα,

τι δεν αγγίζει ελεύθερο παρά όποιος σκλαβοβγεί.

Και όμως εβιάσαν και έφεραν κάθε ιερό θλιμμένο

πα σε γιαλό πολύ καιρόν αποτροπιασμένο.»

……………….

«Οι Πίκτοι να και σήμερα τι θε ν’ αφήσουν χνάρια

περήφανα· ρημάγματα ναούς και Παρθενώνες,

που σεβαστήκαν Βάνδαλοι, Γότθοι, Τουρκιά κι αιώνες.

Ω της Αθήνας τα στερνά παντέρμα απομεινάρια!

Όσοι ν’ αρπάξουν σκέφτηκαν απ’ τη γαλάζια χώρα,

μοιάζει η καρδιά τους η στεγνή το στέρφο τους κεφάλι,

στους βράχους της πατρίδας τους που κόβουν τ’ ακρογιάλι.

Και, ωιμέ, προστάτες αχαμνοί μπρος στους βωμούς της τώρα,

να, τα παιδιά της, που ο καημός της μάνας τους σπαράζει

τα σίδερά τους νιώθοντας με πιο πικρό μαράζι.»

…………….

α3) «Ω! είναι από πέτρα όποιος για σε δε νιώθει, ωραία Ελλάδα,

ό,τι εραστής όπου θεωρεί μπρος του νεκρή ερωμένη,

κι αναίσθητη έχει την καρδιά που αβούρκωτη απομένει,

μετόπες, τείχη και βωμούς βλέποντας σκόνη, αράδα

να σου τα γδύνουν Βρετανοί, που θα ’πρεπε ταμένοι

να στέκουν φυλακάτορες στα λείψανα τεμένη.

Ανάθεμά τη τη στιγμή κουρσάροι που αρμενίζαν

απ’ το νησί τους, κι έσκιζαν τα στήθη σου ξανά

τα πληγωμένα, αρπάζοντας να παν στα βορινά

και μισητά τους κλίματα, θεούς που ανατριχιάζαν.»

…………….

β) Το δεύτερο ποίημα του Λόρδου Βύρωνα για την καταδίκη του Λόρδου Έλγιν αναφορικά με την βάρβαρη σύληση των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι «Η Κατάρα της Αθηνάς». Γραμμένο την ίδια, σχεδόν, περίοδο με εκείνη της γραφής του «Προσκυνήματος του Τσάιλντ Χάρολντ», το νεανικό αυτό ποίημα του Λόρδου Βύρωνα ήταν για χρόνια πολύ λιγότερο γνωστό, δυστυχώς με την συνέργεια των τότε υπευθύνων της ίδιας της Μεγάλης Βρετανίας. Ο Λόρδος Βύρων άρχισε να το γράφει πριν φύγει από την Αθήνα, το 1811, και το ολοκλήρωσε στο Λονδίνο. Λόγω του «μένους» του ποιητή κατά του Λόρδου Έλγιν καθώς και λόγω των σφοδρών επικρίσεών του κατά της Μεγάλης Βρετανίας γενικότερα, ορισμένοι φίλοι του τον παρακινούσαν να μην το δημοσιεύσει. Τελικά ο Λόρδος Βύρων πήρε την απόφαση και το δημοσίευσε, το 1812, σε λίγα αντίτυπα και το μοίρασε αρχικώς μόνο σε μερικούς οικείους και γνωστούς του, αντιμετωπίζοντας στην συνέχεια τις αντιδράσεις που επισημάνθηκαν αμέσως πιο πάνω. Τα τέσσερα αποσπάσματα της «Κατάρας της Αθηνάς», τα οποία παρατίθενται στην συνέχεια, επεξηγούν με πληρότητα το κατά τα ως άνω περιπετειώδες ιστορικό συγγραφής και δημοσίευσής της (μετάφραση Πάνος Καραγιώργος, 2018).

β1) «Ονειροπολώντας είχα για πολύ ’κει απομείνει,
θεωρώντας τι απ’ τη δόξα την παλιά είχε απομείνει,
όταν, ξάφνου, εκεί μπροστά μου, μια γιγάντια θεότης,
η Παλλάδα, με σιμώνει πάνω εκεί, μεσ’ στο ναό της!»

…………………..

β2) «Ω θνητέ, – έτσι μου είπε – της ντροπής σου αυτό το χρώμα
Βρετανός μου λέει να ’σαι, όνομα ευγενές ακόμα,
μέχρι χτες λαού, ελευθέρου, με ωραία πεπρωμένα,
τώρα περιφρονημένου, και ιδίως από μένα.
Η Παλλάδα πρώτος θα ’ναι της πατρίδας σου εχθρός·
την αιτία θες να μάθεις; – ιδέ τριγύρω σου και ’μπρος.
Νά, εγώ είδα πολέμους κι ερημώσεις να πληθαίνουν
κι άλλες τόσες τυραννίες να ανεβοκατεβαίνουν.
Τούρκου και Γότθων αντάμα γλίτωσα ’γω το κακό,
μα η χώρα σου μου στέλνει έναν κλέφτη πιο τρανό.
Κοίτα, άδειος ο ναός μου, κατοικία ρημαγμένη,
και στοχάσου τι μιζέρια είναι γύρω απλωμένη.
Τούτα ο Κέκροπας, κι εκείνα τα ’χε ο Περικλής στολίσει,
ο Αδριανός τις Μούσες για να τις παρηγορήσει,
και ευγνωμονώ και όσους το ναό μου έχουν χτίσει, –
μα ο Αλάριχος κι ο Έλγιν μ’ έχουν άγρια συλήσει.
Και σαν να ’πρεπε ο κόσμος το κατόρθωμα να μάθει,
τ’ όνομα το μισητό του πάει και στον ναό μου γράφει,
σα να νοιάστηκε η Παλλάδα να δοξάσει τ’ όνομά του,
κάτω η υπογραφή του, πάνω το κατόρθωμά του!
Κι ο απόγονος των Πίκτων είναι φημισμένος όσο
είν’ ο αρχηγός των Γότθων, πιθανόν και άλλο τόσο.
Ο Αλάριχος τα πάντα είχε άγρια καταστρέψει
με το δίκιο του πολέμου, μα ο Έλγιν για να κλέψει
όσα οι βάρβαροι αφήσαν, που ’τανε απ’ ό,τι εκείνος
είναι βάρβαρος πιο λίγο, γιατί το ’κανε ο Ελγίνος ;
Το ’κανε, όπως τη λεία παρατάει το λιοντάρι
και ακολουθεί ο λύκος ή ο τσάκαλος να πάρει
και να γλείψει κάποια σάρκα που απόμεινε ακόμα
απ’ του λέοντα ή του λύκου το αχόρταγο το στόμα.»

………………………

β3) «Κόρη του Διός, της λέω, γι’ όνομα της Αλβιόνος,
και σαν Βρετανός που είμαι, διαμαρτύρομαι εντόνως.
Μην κακίζεις την Αγγλία, Αθηνά! Απ’ τη Σκωτία
ήτανε ο συλητής σου. – Κοίταξε τη Βοιωτία
από της Φυλής τους λόφους τους ωραίους κοίτα γύρω,
του νησιού μας Βοιωτία, μάθε, είναι η Σκωτία.
Και καλά το ξέρω ότι απ’ αυτή τη νόθα χώρα
της Σοφίας η θεά μας δεν τιμήθηκε ως τώρα.
Χώρα άγονη, που η φύση απλοχέρα δεν εστάθη,
που τα σπέρματά της είναι όλα περιορισμένα
και που έμβλημά της έχει το ψηλό γαϊδουραγκάθι,
χώρα τσιγκουνιάς κι ομίχλης αλλά και της σοφιστείας,
που το μόνο προϊόν της είναι τα πηχτά σκοτάδια
κι οι τσιγκούνηδες κι αχρείοι που γυρίζουν σαν ρημάδια.»

……………………..

β4) «Και στο τέλος, μεσ’ στο τόσο το ανώνυμο το πλήθος,
θα βρεθεί κάποιος διαβάτης που θα έχει λίγο ήθος·
λυπημένος, βλέποντάς τα, άφωνος θ’ αγανακτήσει,
θα θαυμάσει τα κλεμμένα, μα τον κλέφτη θα μισήσει.
Ώ, καταραμένη να ’ναι η ζωή του και ο τάφος,
και οργή να συνοδεύει το ιερόσυλό του πάθος!
Τ’ όνομά του η Ιστορία δίπλα σε ’κείνου θα γράψει
του τρελού, που της Εφέσου το ναό ’χε κατακάψει.
Κι η κατάρα μου πιο πέρα κι απ’ τον τάφο του να πάει
Ο Ηρόστρατος κι ο Έλγιν σε σελίδες παραμένουν
που είναι στιγματισμένες και με στίχους όπου καίνε·
έτσι πάντα είναι γραμμένοι και οι δυό καταραμένοι,
μα ο δεύτερος πιο μαύρος απ’ τον πρώτο θ’ απομένει…»

…………………

ΙΙ. Ο σύγχρονος απόηχος της εκκωφαντικής «κραυγής» του Λόρδου Βύρωνα για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα

Επισημάνθηκε ευκρινώς, στο πλαίσιο της ανάλυσης που προηγήθηκε, ότι ο Λόρδος Βύρων εκπροσώπησε, λόγω και έργω, τον θαρραλέο αφέτη της εκκίνησης ενός μακρού αγώνα αντοχής τόσο για την urbi et orbi καταδίκη της ιερόσυλης κλοπής των Γλυπτών του Παρθενώνα από τον Λόρδο Έλγιν, όσο και για την τελική επιστροφή τους στην αρχέγονη «εστία» τους. Αυτός ο αγώνας αντοχής έχει μέσα στα χρόνια προσλάβει, ακριβώς λόγω και της ακτινοβολίας του ρομαντισμού του Λόρδου Βύρωνα, διαστάσεις οι οποίες υπερβαίνουν κατά πολύ την αμέριστη στήριξη των Ελλήνων και του Ελληνικού Κράτους στην πορεία για μια τέτοια ιστορική διεκδίκηση. Και τούτο, διότι οι συμβολισμοί της εν προκειμένω πνευματικής -και όχι μόνο- ρομαντικής εξέγερσης του Λόρδου Βύρωνα έδωσαν, από τότε, στον αγώνα για την καταδίκη του Έλγιν και για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα εκεί που πολιτισμικώς ανήκουν πολυδιάστατες διεθνείς προεκτάσεις. Και οπωσδήποτε σε τέτοιο βαθμό, ώστε το ζήτημα της επιστροφής αυτής να έχει καταστεί μείζον διακύβευμα σε ό,τι αφορά την υπεράσπιση αυτού τούτου του Παγκόσμιου Πολιτισμού. Έτσι σήμερα δεν αμφιβάλλει σχεδόν κανείς -πλην βεβαίως του Βρετανικού Μουσείου, το οποίο δίνει απέλπιδα μάχη χαρακωμάτων προκειμένου να κρατήσει «φυλακισμένα» τα Γλυπτά του Παρθενώνα στους σκοτεινούς του θαλάμους, αναδεικνυόμενο ολοένα και περισσότερο σε ευτελή «κλεπταποδόχο» της εγκληματικής λείας του Λόρδου Έλγιν- για το ότι η θέση των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι στο Μουσείο της Ακρόπολης. Ένα Μουσείο το οποίο δημιουργήθηκε αποκλειστικώς για τον σκοπό αυτό, αφαιρώντας και το τελευταίο –αναμφιβόλως ανίσχυρο εξ υπαρχής- επιχείρημα του Βρετανικού Μουσείου, κατά το οποίο τα Γλυπτά του Παρθενώνα δεν μπορούσαν να επιστραφούν στην Ελλάδα αφού, δήθεν, εκεί δεν υπήρχε γι’ αυτά η αρμόζουσα στην απαστράπτουσα πολιτισμική αίγλη τους στέγη. Σε επίρρωση της εμβέλειας και της αποτελεσματικότητας αυτής της διεθνοποίησης της καταδίκης του εγκλήματος του Λόρδου Έλγιν και της υπεράσπισης της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα, ιδίως χάρη στον αγώνα του Λόρδου Βύρωνα, παρατίθενται στην συνέχεια ορισμένα, άκρως αντιπροσωπευτικά, παραδείγματα αδιαμφισβήτητης εμπέδωσής της στην πράξη. Εμπέδωσης, η οποία μάλιστα επήλθε πολύ πριν επισυμβεί η εκ μέρους της Ελλάδας κρίσιμη καμπή για την διεκδίκηση των Γλυπτών του Παρθενώνα, το 1984, με ψυχή την οραματική Μελίνα Μερκούρη, υπό την ιδιότητά της ως Υπουργού Πολιτισμού. Και είναι άξιο ιδιαίτερης μνείας το γεγονός ότι τα ως άνω παραδείγματα ανατρέχουν στην περίοδο, η οποία ξεκινάει μέσα στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και φθάνει έως το τέλος της δεκαετίας του 1950. Με την απαραίτητη επισημείωση, ότι τα επιχειρήματα τα στηριζόμενα επί των παραδειγμάτων αυτών πρέπει -κάτι το οποίο δεν έχει έως τώρα συμβεί στον αρμόζοντα βαθμό- να καταστούν, με επιμονή και διάρκεια, αιχμηρά βέλη άμεσης και πολυπρισματικής χρήσης στην φαρέτρα της επιχειρηματολογίας μας εναντίον της προκλητικής διαστρέβλωσης της αλήθειας εκ μέρους του Βρετανικού Μουσείου.

Α. Η κορυφαία μαρτυρία του Λόρδου Kenneth Clark

Μέσα στην δίνη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, και κατ’ ακρίβεια το 1943, είδε το φως ένα εξαιρετικά σημαντικό γεγονός υπέρ των θέσεων της Ελλάδας για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα. Και μάλιστα ένα γεγονός, το οποίο προκλήθηκε από μια κορυφαία φυσιογνωμία της Μεγάλης Βρετανίας στον τομέα του Πολιτισμού. Εξ ού και η τάση της Γηραιάς Αλβιώνας να υποβαθμίζει έκτοτε επιμελώς την σημασία του, αφού στην περίπτωση αυτή τα πυρά εναντίον της στείρας αρνητικής στάσης του Βρετανικού Μουσείου ήταν, πέραν της μεγάλης διεθνούς πολιτισμικής τους εμβέλειας, τόσο περισσότερο επώδυνα όσο είχαν τον οξύτατο χαρακτήρα των φίλιων.

1. Πραγματικά, το αίτημα της Ελλάδας για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα είχε, ήδη από το 1943, έναν -τουλάχιστον prima faciae– μάλλον απρόσμενο σύμμαχο στο πρόσωπο του Λόρδου Kenneth Clark, o oποίος συγκαταλέγεται μεταξύ των σπουδαιότερων ιστορικών Τέχνης του 20ού αιώνα. Και ο οποίος, υπό την ιδιότητά του αυτή, μετείχε στην διοίκηση των σημαντικότερων σχετικών Βρετανικών Ιδρυμάτων. Πηγή, από την οποία προκύπτει η κατά τ’ ανωτέρω «συνηγορία» του Λόρδου Kenneth Clark, είναι η μελέτη του James Stourton, «Kenneth Clark, Life, Art and Civilization» (εκδ. William Collins, London, 2017, σελ. 318). Σε αυτή την μελέτη καταγράφεται μια επιστολή του Λόρδου Kenneth Clark, με ημερομηνία 3 Σεπτεμβρίου 1943, προς τον Ιρλανδό ιστορικό Τέχνης Thomas Bodkin, η οποία φυλάσσεται στην Tate Gallery του Λονδίνου.

2. Άκρως ενδεικτικό της καταλυτικής πολιτισμικής βαρύτητας της προμνημονευόμενης επιστολής είναι το ακόλουθο απόσπασμα: «Κατά τρόπο παράλογο, είμαι υπέρ της επιστροφής των Ελγινείων στην Ελλάδα. Όχι όμως για να επανατοποθετηθούν στον Παρθενώνα, αλλά για να εκτεθούν σ’ ένα όμορφο κτίριο στην άκρη της Ακρόπολης, την κατασκευή του οποίου, νομίζω, θα έπρεπε να πληρώσει η Βρετανική Κυβέρνηση. Θα το έκανα για καθαρά συναισθηματικούς λόγους, ως έκφραση της υποχρέωσής μας στην Ελλάδα.» (Tate, 8212, 1-1-17).

3. Όπως καθίσταται πρόδηλο από το ίδιο το περιεχόμενο της θέσης αυτής, η σημασία της για το δίκαιο του αιτήματος επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην αρχέγονη «εστία» τους αποκτά τόσο μεγαλύτερη βαρύτητα, όσο ο Λόρδος Kenneth Clark όχι μόνο το στηρίζει απεριφράστως. Αλλά και αναδεικνύει, στον μέγιστο βαθμό, τις τεράστιες ευθύνες του Βρετανικού Μουσείου για την ανοχή του εγκλήματος του Λόρδου Έλγιν με το να προτείνει -μάλλον ως μια μορφή εξιλέωσης- μέχρι και την ανέγερση στην Αθήνα του κατάλληλου Μουσείου για την «στέγαση» των Γλυπτών του Παρθενώνα με έξοδα της ίδιας της Βρετανικής Κυβέρνησης.

Β. Η συγκλονιστική αλληγορία του Rodin

Λίγα χρόνια μετά στην προεκτεθείσα μαρτυρία του Λόρδου Kenneth Clark ήλθε να προστεθεί μια συγκλονιστική αλληγορία, η οποία κατέστησε ακόμη πιο ηχηρό τον διεθνή αντίκτυπο υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην αρχαία «εστία» τους.

1. Αυτή την φορά ο πολιτισμικός χώρος, από τον οποίο εκπορεύθηκε η νέα συνηγορία υπέρ του αγώνα της Ελλάδας και εναντίον της πάγιας άρνησης του Βρετανικού Μουσείου να αποκηρύξει το έγκλημα του Λόρδου Έλγιν, ήταν εκείνος της Γαλλίας. Και εκφραστής της ήταν ένας Γάλλος γλύπτης, ο οποίος άφησε το αποτύπωμά του βαθιά στην γλυπτική του 20ού αιώνα, ο François Auguste René Rodin.

2. Tην αποκάλυψη και την εντεύθεν ανάδειξη της αλληγορίας αυτής του Rodin την οφείλουμε στον μεγάλο ποιητή μας Άγγελο Σικελιανό. Με τον οποίο ο Rodin φαίνεται να διατηρούσε, για ένα χρονικό διάστημα τουλάχιστον, μια γόνιμη πνευματική επικοινωνία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Άγγελος Σικελιανός καταγράφει, στο δοκίμιό του «Η διδασκαλία της Εκάβης» -που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του «Πεζός Λόγος», Δ΄ (εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1951, 1983)- την εξής δήλωση του Rodin, όπως ο τελευταίος του την κοινοποίησε ύστερα από μια επίσκεψή του στο Βρετανικό Μουσείο και μπροστά στην θέα των «φυλακισμένων» Φειδιακών γλυπτών: «Όλα τα ηλεκτρικά φώτα δεν θα τα εμποδίσουν ν’ αποζητούν αδιάκοπα το γλυκό φως του Ομήρου».

Γ. Ο πολιτισμικός ύμνος του André Malraux για τον Παρθενώνα ως λίκνο των Γλυπτών που τον κοσμούσαν μέσα στους αιώνες

Το πνεύμα του Λόρδου Βύρωνα για τα Γλυπτά του Παρθενώνα πλανιέται, χωρίς αμφιβολία, και στις σκέψεις που διατύπωσε ο André Malraux, όταν ως Υπουργός Πολιτισμού της Γαλλικής Δημοκρατίας εκφώνησε τον μνημειώδη λόγο του κατά την πρώτη φωταγώγηση της Ακρόπολης, την 28η Μαΐου 1959. Και μάλιστα στον ίδιο ακριβώς χώρο όπου συντελέσθηκε, σχεδόν ενάμιση αιώνα πριν, το έγκλημα του Λόρδου Έλγιν.

1. Μελετώντας προσεκτικά το σύνολο της ομιλίας αυτής, ο αναγνώστης εύκολα αντιλαμβάνεται ότι ο André Malraux αρχίζει επιχειρηματολογώντας από την ίδια αφετηρία, από την οποία εκπορεύθηκε, εκ γενετής, η τεκμηρίωση της βασιμότητας του αγώνα της Ελλάδας για τα Γλυπτά του Παρθενώνα, με εδραίο στήριγμα και την κατά τ’ ανωτέρω ποίηση του Λόρδου Βύρωνα. Δηλαδή από το ότι είναι παγκοσμίως αποδεκτό πως τα Γλυπτά αυτά ανήκουν, δικαιωματικώς σύμφωνα με την κρατούσα πολιτισμική άποψη, στον Παρθενώνα και στα Μνημεία του. Και τούτο διότι χωρίς τα Γλυπτά αυτά ο Παρθενώνας, βαριά λαβωμένος -ακρωτηριασμένος, όπως σημειώθηκε και πιο πριν- από μιαν ιερόσυλη πράξη βανδαλισμού και λεηλασίας, η οποία καλύπτεται εδώ και πάνω από δύο αιώνες υπό την λεοντή μιας δήθεν αρχαιολατρείας που πλήττει ευθέως την Παγκόσμια Πολιτιστική Κληρονομιά, δεν μπορεί να συμβολίσει και, επέκεινα, να εκπέμψει προς την Ανθρωπότητα το αιώνιο, αειθαλές και μοναδικό πολιτισμικό μήνυμα το οποίο του αναλογεί.

2. Τα επόμενα τρία αποσπάσματα δίνουν, με χαρακτηριστική καθαρότητα, το στίγμα της ως προς τούτο σκέψης του André Malraux (μετ. της Βάσως Μέντζου, στο βιβλίο του Τάκη Θεοδωρόπουλου «Μαλρώ: Οι μεταμορφώσεις της κρυφής Ελλάδας», έκδ. του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης, Αθήνα, 1996, σελ. 9 επ.):

α) Ξεκινώντας την ομιλία του ο Αndré Malraux είχε επισημάνει, βασιζόμενος στην παγκόσμια πολιτισμική εμβέλεια του Παρθενώνα και στα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα, με τα οποία πλέον το κατά τον Θουκυδίδη μήνυμα-έκκληση του Περικλέους μπορεί να εκπέμπεται σε ολόκληρη την Ανθρωπότητα: «Ο πρώτος παγκόσμιος πολιτισμός άρχισε».

β) Και αμέσως στην συνέχεια ο Αndré Malraux, με την imperatoria brevitas που χαρακτήριζε τον λόγο του, αποθεώνει την μοναδικότητα του, αναλλοίωτου στους αιώνες και πανανθρώπινου, μηνύματος του Παρθενώνα με τις εξής φράσεις: «Μέσω αυτού του πολιτισμού και προς δόξαν του φωταγωγείται η Ακρόπολη, η οποία καλείται να απαντήσει σε ερωτήματα που κανείς άλλος πολιτισμός δεν έθεσε. Το πνεύμα της Ελλάδας εμφανίστηκε αρκετές φορές στον κόσμο, δεν ήταν όμως πάντοτε το ίδιο. Ήταν λαμπρό στην Αναγέννηση, πόσο μάλλον που η Αναγέννηση πολύ λίγο γνώριζε την Ασία· είναι εξίσου λαμπρό και συνταρακτικό σήμερα, που γνωρίζουμε την Ασία. Σε λίγο καιρό, θεάματα όπως αυτό θα ζωντανέψουν τα μνημεία της Αιγύπτου και της Ινδίας, θα δώσουν φωνή στα φαντάσματα όλων των στοιχειωμένων τόπων. Η Ακρόπολη όμως είναι ο μοναδικός τόπος του κόσμου που κατοικείται ταυτόχρονα από το πνεύμα και από το θάρρος».

γ) Τέλος, λίγο πιο κάτω ο Αndré Malraux συμπυκνώνει, μέσω του μηνύματος του Παρθενώνα, την ουσία του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού ως συστατικού στοιχείου του διαχρονικού Παγκόσμιου Πολιτισμού ως εξής: «Δεν θα πάψουμε ποτέ να το διακηρύσσουμε: Ό,τι σημαίνει για μας η τόσο συγκεχυμένη λέξη παιδεία –το σύνολο των έργων της τέχνης και του πνεύματος- η Ελλάδα το μετέτρεψε, προς δόξαν της, σε μείζον μέσον διαπαιδαγώγησης του ανθρώπου. Είναι ο πρώτος πολιτισμός χωρίς ιερό βιβλίο, όπου η λέξη ευφυΐα σήμαινε να θέτεις ερωτήματα. Ερωτήματα που έμελλε να γεννήσουν την κατάκτηση του κόσμου από το πνεύμα, της μοίρας από την τραγωδία, του θείου από την τέχνη και τον άνθρωπο».

Επίλογος

Η σύμφωνα με τα προεκτεθέντα εντυπωσιακή πολιτισμική παρακαταθήκη του ρομαντισμού του Λόρδου Βύρωνα υπέρ της επίτευξης του στόχου της επιστροφής και της επανένωσης των Γλυπτών του Παρθενώνα και της κατά το δυνατόν εξάλειψης των επιπτώσεων από την ιερόσυλη κλοπή του Λόρδου Έλγιν είναι, και μάλιστα διαχρονικώς, αναντιρρήτως πολύτιμη και πολλαπλώς διδακτική. Πολύτιμη, διότι αναδεικνύεται μέσα στον χρόνο σχεδόν αναντικατάστατη αναφορικά και με την ευόδωση του αγώνα για την υπεράσπιση αυτού τούτου του Παρθενώνα, ως κορυφαίου Μνημείου της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς και ως εξίσου κορυφαίου συμβόλου του Παγκόσμιου Πολιτισμού εν γένει. Και διδακτική -και δη πολλαπλώς- επειδή πέραν των άλλων φωτίζει, με ανέφελη καθαρότητα, τον δρόμο για την κατά τα προμνημονευόμενα αποτελεσματική υπεράσπιση η οποία πρέπει να επιδιωχθεί, με συνέπεια και δίχως αλυσιτελείς ή και επικίνδυνες υποχωρήσεις και υπαναχωρήσεις, έως την τελική δικαίωση.

Α. Μπορεί να έχουν περάσει πολλές δεκαετίες από την συντέλεση του ειδεχθούς πολιτισμικού εγκλήματος του Λόρδου Έλγιν και από την έναρξη του ιστορικού εγχειρήματος -με αφετηρία έμπνευσης, όπως επανειλημμένως επισημάνθηκε προηγουμένως, την ποίηση του Λόρδου Βύρωνα- για την επιστροφή και την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα. Όπως όμως όλα δείχνουν, αυτή η μάχη διαρκείας δεν είναι, κατ’ ουδένα τρόπο, μια μάταιη προσπάθεια, μια πορεία στην έρημο που αναλώνεται στον εντοπισμό αντικατοπτρισμών. Ίσως, βεβαίως, αυτή να είναι η εντύπωση, την οποία με πρωτόγνωρη εμμονή προσπαθεί να καλλιεργήσει το Βρετανικό Μουσείο και την οποία ενισχύει, τεχνηέντως, όσο η προοπτική της επικράτησής της θολώνει στον διεθνή ορίζοντα. Στην πραγματικότητα, όλα δείχνουν πως το Βρετανικό Μουσείο χάνει συνεχώς έδαφος και απομονώνεται όχι μόνο διεθνώς, αλλά και μέσα στην ίδια την Μεγάλη Βρετανία. Η στάση ακόμη και κορυφαίων εκπροσώπων του Τύπου στην Μεγάλη Βρετανία το αποδεικνύει με έμφαση, ενώ η επινόηση ολοένα και περισσότερο ευτελών επιχειρημάτων από την πλευρά του Βρετανικού Μουσείου πρέπει να εκληφθεί και να ερμηνευθεί ως σύμπτωμα πανικού των υπευθύνων του μπροστά στην γενικευόμενη διεθνή κατακραυγή. Με βάση τα δεδομένα αυτά θα συνιστούσε αδιανόητη αλλά ανεπίτρεπτη οπισθοδρόμηση από την πλευρά της Ελλάδας η υιοθέτηση μιας τακτικής συμβιβασμού με το Βρετανικό Μουσείο -δήθεν ως δείγμα ρεαλισμού- υπό το κράτος της επώδυνης ψευδαίσθησης ότι, στην σκληρή και κυνική διεθνώς εποχή μας, επίτευξη μεγάλων στόχων δεν νοείται δίχως συμβιβασμούς.

Β. Τέτοιοι λοιπόν συμβιβασμοί από την πλευρά της Ελλάδας δεν είναι νοητοί και λόγω του ότι η ισχύς, θεσμική και πολιτική, των επιχειρημάτων που διαθέτει για την επίτευξη του στόχου της επιστροφής και της επανένωσης των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι εντυπωσιακή, κάτι το οποίο εμπεδώνεται ως πεποίθηση και διεθνώς, προϊόντος του χρόνου. Έτσι στο Βρετανικό Μουσείο μένει χαραγμένο, ανεξίτηλα, το στίγμα του «κλεπταποδόχου» των σπαραγμάτων του Παρθενώνα που σύλησε με βέβηλο τρόπο ο Λόρδος Έλγιν. Στίγμα το οποίο η Ελλάδα πρέπει να αναδεικνύει και να καταγγέλλει αδιαλείπτως, urbi et orbi. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο κάνοντας, δήθεν, κάποιες υποχωρήσεις τα τελευταία χρόνια το Βρετανικό Μουσείο πρότεινε στην Ελλάδα την για ορισμένο χρόνο επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην αρχέγονη «εστία» τους με κάποια μορφή δανεισμού. Όμως κάθε προσφυγή σε οιαδήποτε μέθοδο δανεισμού πρέπει να θεωρείται, άνευ άλλου τινός, απορριπτέα από ελληνικής πλευράς. Και τούτο διότι κατά βάθος πρόκειται, και δη οφθαλμοφανώς, για μια κακοστημένη παγίδα του Βρετανικού Μουσείου στο πλαίσιο της επιδίωξής του να ξεπλύνει τελικώς το πολιτισμικό ανοσιούργημα του Λόρδου Έλγιν και την δική του μακροχρόνια, εξίσου πολιτισμικώς καταδικαστέα, ανοχή και συγκάλυψη. Επομένως, αποδοχή οιασδήποτε μεθόδου και πρακτικής δανεισμού των Γλυπτών του Παρθενώνα -π.χ. μέσω δανείου (βλ. άρθρα 806 επ. Α.Κ.) ή και χρησιδανείου (βλ. άρθρα 810 επ. Α.Κ.)- με δανειολήπτη την Ελλάδα θα σήμαινε, κατ’ ουσία και επειδή το lato sensu δάνειο δεν θίγει την κυριότητα, προηγούμενη αποδοχή εκ μέρους της ότι το Βρετανικό Μουσείο είναι και θα είναι, στο διηνεκές, νόμιμος κύριος, απαλλαγμένος εφεξής από τις βαρύτατες ευθύνες του για την συγκάλυψη του εγκλήματος του Λόρδου Έλγιν. Το αυτό δε ισχύει mutatis mutandis και για την παρακαταθήκη (βλ. άρθρα 822 επ. Α.Κ.), αφού σε κάθε περίπτωση ο θεματοφύλακας υποχρεούται να αποδώσει το αντικείμενο της παρακαταθήκης στον παρακαταθέτη όταν του ζητηθεί από αυτόν. Οπότε η μόνη πρέπουσα απάντηση της Ελλάδας σε τέτοιες μεθοδεύσεις είναι η, χωρίς περιστροφές και δεύτερες σκέψεις, άνευ όρων απόρριψή τους, καθώς και η προτροπή προς το Βρετανικό Μουσείο να διαβάσει καλά τον ακόλουθο στίχο από τον «Άξιον Εστί» («Προφητικόν») του Οδυσσέα Ελύτη: «Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν…»

Oμιλία με τίτλο «Συμβολή στην νομική τεκμηρίωση της εύλογης απαίτησης της Ελλάδας για τον οριστικό «επαναπατρισμό» των Γλυπτών του Παρθενώνα», στο πλαίσιο του 10ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών”.

Δελφοί, 11.4.2025

Κριτικές σκέψεις για την επικαιρότητα των θέσεων του Αριστοτέλους περί του Δικαίου και της Δικαιοσύνης στην Εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης

Προκόπιος Παυλόπουλος, τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός, Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ

Πρόλογος

Είναι, και μάλιστα διαχρονικώς, ευρέως αποδεκτό ότι ορισμένες από τις ρίζες της σύγχρονης επιστημονικής έρευνας ανάγονται και στο έργο του Αριστοτέλους, γεγονός το οποίο επιστηρίζει πολλαπλώς την άποψη περί της αδιάλειπτης επικαιρότητας της σκέψης του, έστω και εν μέρει. Και τούτο διότι από την μια πλευρά πτυχές της σκέψης αυτής -διόλου ευκαταφρόνητες σε ποσότητα και ποιότητα- εξακολουθούν να ισχύουν, κατέχοντας μάλιστα περίοπτο βάθρο κλασικισμού στο «Πάνθεον των Επιστημών». Και, από την άλλη πλευρά, όπου το έργο του Αριστοτέλους έχει πια ξεπερασθεί -πράγμα εντελώς φυσιολογικό μέσα στην πορεία αιώνων, υπό τον καταλυτικό έλεγχο της επιστημονικής θεωρίας κυρίως στις Θετικές Επιστήμες με βάση το πείραμα και την παρατήρηση– εξακολουθεί να έχει την θέση του στο πεδίο της Ιστορίας των Επιστημών, όπως δέχονται πολλοί και εξέχοντες εκπρόσωποι του οικείου επιστημονικού χώρου. Αυτή την εμβληματική επικαιρότητα της σκέψης του Αριστοτέλους επιβεβαιώνει και η διαπίστωση ότι τα «Ηθικά Νικομάχεια» διδάσκονται ευρέως στο πλαίσιο των Ανθρωπιστικών Σπουδών διεθνώς, και προεχόντως σε πολλές από τις Φιλοσοφικές Σχολές Πανεπιστημίων των ΗΠΑ.

Α. Με βάση τις ως άνω διαπιστώσεις δεν είναι, κάθε άλλο, παράδοξο να υποστηριχθεί ότι και η Νομική Επιστήμη, ως μέρος των Θεωρητικών Επιστημών, οφείλει πολλά στην θεωρητική αναζήτηση του Αριστοτέλους. Ιδίως τα «Ηθικά Νικομάχεια», η «Ρητορική» και η «Αθηναίων Πολιτεία» εμπεριέχουν αναλύσεις, εξαιρετικά χρήσιμες έως σήμερα, οι οποίες μέσα από την θεωρητική, και με καθαρώς επιστημονική μεθοδολογία, προσέγγιση κυρίως του Δικαίου και της Δικαιοσύνης καταδεικνύουν με ενάργεια την ουσιαστική και πολυπρισματική οφειλή της σύγχρονης Νομικής Επιστήμης στο έργο του Αριστοτέλους. Ειδικότερα δε η μελέτη του έργου του Αριστοτέλους αναφορικά με το Δίκαιο και την Δικαιοσύνη εξακολουθεί να συμβάλλει, και δη σε σημαντικό βαθμό, στην κατανόηση π.χ. από την μια πλευρά του Κανόνα Δικαίου ως αντηρίδας της δικαϊκής οργάνωσης εν γένει. Και, από την άλλη πλευρά, της Επιείκειας ως θεμελιώδους ρήτρας του εν γένει συστήματος της Δικαιοσύνης κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του Δικαίου στην κανονιστική του ολότητα. Επισημαίνεται μάλιστα ότι επ’ αυτών η διεθνής βιβλιογραφία, όπως θα αναλυθεί ως προς ορισμένες πτυχές της στην συνέχεια, μαρτυρεί αψευδώς.

Β. Αν δε αναχθούμε στα εντελώς πρόσφατα δεδομένα της εξέλιξης της Τεχνητής Νοημοσύνης ευκόλως μπορεί να εξαχθεί και το συμπέρασμα, ότι οι θέσεις του Αριστοτέλους για την πεμπτουσία του Δικαίου και της Δικαιοσύνης –επομένως, και αντιστοίχως, και του Κανόνα Δικαίου καθώς και της Επιείκειας- είναι εξαιρετικά χρήσιμες και σε ό,τι αφορά τον καθορισμό των ορίων της χρήσης αυτής της εμβληματικής μορφής της σύγχρονης Τεχνολογίας στο κατά τα ως άνω πεδίο της Νομικής Επιστήμης. Και τούτο εμφανίζει τόσο μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όσο σε διεθνή κλίμακα –και προεχόντως στις ΗΠΑ- παρατηρείται μια άκρως επικίνδυνη, για την λειτουργία του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας εντός του θεσμικού πλαισίου της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, τάση αλόγιστης χρήσης της Τεχνητής Νοημοσύνης και κατά την θέσπιση του Κανόνα Δικαίου αλλά και κατά την εφαρμογή του στην πράξη ενόψει της in concreto απονομής της Δικαιοσύνης. Τα προεκτεθέντα σηματοδοτούν το περιεχόμενο των δύο ενοτήτων, οι οποίες συνθέτουν την σύντομη μελέτη που παρατίθεται εν συνεχεία (πρβλ. τα άρθρα μου, «Παρατηρήσεις για την επικαιρότητα της θεωρίας του Αριστοτέλους περί Επιείκειας στο πεδίο του σύγχρονου Δημόσιου Δικαίου», Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, τ. 6, 2021 και «“Διλήμματα” της Νομικής Επιστήμης στο πλαίσιο της Τεχνητής Νοημοσύνης», Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, τ. 4, 2023). Σε ένα πρώτο μέρος παρατίθενται, φυσικά περιληπτικώς, οι θέσεις του Αριστοτέλους περί του Δικαίου και της Δικαιοσύνης, με έμφαση στον Κανόνα Δικαίου ως προς το πρώτο και στην ρήτρα της Επιείκειας ως προς την δεύτερη. Και σε ένα δεύτερο μέρος παρατίθεται μια συνοπτική τεκμηρίωση του ότι οι προμνημονευόμενες θέσεις του Αριστοτέλους μπορούν να χρησιμεύσουν και στην προσπάθεια τιθάσευσης της αλόγιστης χρήσης της Τεχνητής Νοημοσύνης κατά την διαμόρφωση του Κανόνα Δικαίου και κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού έργου από τα όργανα της Δικαστικής Εξουσίας, με γνώμονα την κατά τον θεσμικό και κανονιστικό προορισμό τους υπεράσπιση του Δικαίου και της Δικαιοσύνης. Εν τέλει δε με γνώμονα την υπεράσπιση των θεσμών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, άρα και της Ελευθερίας καθώς και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Ι. Η φιλοσοφικονομική σκέψη του Αριστοτέλους για το Δίκαιο και για την Δικαιοσύνη και οι προεκτάσεις της αναφορικά με την σύλληψη της κανονιστικής ιδιοσυστασίας του Κανόνα Δικαίου και της Επιείκειας

Αν ανατρέξει κανείς στις αναλύσεις των νομικών συντεταγμένων της φιλοσοφικονομικής σκέψης του Αριστοτέλους, με οδηγό κυρίως τα «Ηθικά Νικομάχεια» και την «Ρητορική», εύκολα καταλήγει στο, προδήλως ορθό, συμπέρασμα πως κατά τον Σταγειρίτη το Δίκαιο, ως κανονιστικό σύνολο δεοντολογικού περιεχομένου, θεσπίζεται, ερμηνεύεται και εφαρμόζεται με βασικό στόχο την διασφάλιση της συνοχής του κοινωνικού συνόλου το οποίο διέπουν οι ρυθμίσεις του, αλλά επιπλέον και για την διασφάλιση του σκοπού της που είναι πρωτίστως η ανάπτυξη της αρετής των μελών του. Και ο στόχος αυτός μόνον υπό όρους Δικαιοσύνης μπορεί να επιτευχθεί. Καταφεύγοντας, λοιπόν, στην σύγχρονη νομική ορολογία μπορούμε να δεχθούμε ότι κατά τον Αριστοτέλη οι κανόνες του Δικαίου πρέπει, οιονεί εκ φύσεως, να ερμηνεύονται πρωτίστως τελεολογικώς, ήτοι σύμφωνα με τον σκοπό που οδήγησε στην θέσπισή τους. Σκοπό ο οποίος, κατ’ αποτέλεσμα, συνδέεται αρρήκτως με την εμπέδωση της Δικαιοσύνης, κατά την δεοντολογική της υπόσταση, ως αυτονοήτως αόριστης νομικής έννοιας που συγκεκριμενοποιείται κατά περίπτωση -και σε αντίθεση προς τις αόριστες αξιολογικές έννοιες- μέσω της ερμηνείας των εφαρμοστέων κάθε φορά κανόνων δικαίου. Γεγονός το οποίο συνεπάγεται, περαιτέρω, ότι για την συγκεκριμενοποίηση αυτή δεν υφίσταται πραγματική διακριτική ευχέρεια του ερμηνευτή και εφαρμοστή του Κανόνα Δικαίου, αφού μια τέτοια ευχέρεια νοείται, από επιστημονική νομική έποψη, ουσιαστικώς μόνο προκειμένου περί αόριστων αξιολογικών εννοιών, όταν και καθ’ ό μέτρο αποτελούν αντικείμενο κανονιστικής ρύθμισης μέσω κανόνων δικαίου.

Α. Η Δικαιοσύνη κατ’ Αριστοτέλη

Στην σκέψη του Αριστοτέλους η Δικαιοσύνη είναι ένας φιλοσοφικός «Ιανός». Και τούτο διότι εμφανίζεται υπό δύο όψεις οι οποίες, κατά την ίδια την υφή τους και παρά τις εννοιολογικές διαφορές τους, αλληλοσυνδέονται και αλληλοσυμπληρώνονται:

1. Η Δικαιοσύνη ως Αρετή
Κατά πρώτο λόγο, ο Αριστοτέλης συνέλαβε φιλοσοφικώς την Δικαιοσύνη στην γενικότητά της, και για την ακρίβεια ως Αρετή. Μια Αρετή όμως που δεν νοείται μόνο θεωρητικώς και υπό όρους κανονιστικής επιβολής. Το ακριβώς αντίθετο, και κατά τούτο κατ’ ουδένα τρόπο μπορεί να ενταχθεί στο πλαίσιο των αόριστων νομικών εννοιών.
α) Η κατ’ Αριστοτέλη Δικαιοσύνη ως Αρετή συνιστά κατά κύριο λόγο δείκτη πορείας της ανθρώπινης συμπεριφοράς στην καθημερινή ζωή: Επομένως, ευκταίο θα ήταν, για λόγους που σχετίζονται με την επίτευξη της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης και, επέκεινα, της κοινωνικής συνοχής, ο πολίτης να συμπεριφέρεται εναρέτως. Τις δε διαστάσεις της ενάρετης συμπεριφοράς καθορίζουν οι επιμέρους επιταγές -θα μπορούσαμε να πούμε τα επιμέρους προτάγματα- της Δικαιοσύνης.
β) Στο φιλοσοφικό της απόγειο, πάντοτε κατ’ Αριστοτέλη, η πρώτη αυτή όψη της Δικαιοσύνης αποκτά, υπό τον ευρύτερο μανδύα της φρόνησης, τα χαρακτηριστικά της τέλειας Αρετής. Δηλαδή τούτο συμβαίνει όταν η Δικαιοσύνη φθάνει σε εκείνη την ολοκληρωμένη φάση, η οποία αποτελεί σύνθεση και μαζί προϋπόθεση των λοιπών επιμέρους αρετών, ηθικών, κοινωνικών και πολιτικών. Με την πρόσθετη επισήμανση ότι οι πολιτικές αρετές, ως στοιχεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς, συνδέονται αρρήκτως -σε σημείο ουσιαστικής ταύτισης- με την τήρηση της Νομιμότητας και τον σεβασμό της Ισότητας υπό την αναλογική της έννοια, όπως επεξηγείται στην συνέχεια.

2. Δικαιοσύνη και Αναλογία
Κατά δεύτερο λόγο, ο Αριστοτέλης ερεύνησε και όρισε την Δικαιοσύνη, πέραν των προμνημονευόμενων αμιγώς φιλοσοφικών της στοιχείων, και υπό lato sensu θεσμικούς και πολιτικούς όρους. Γεγονός το οποίο συνάδει απολύτως προς την επίσης lato sensu κανονιστική φύση της ως αόριστης νομικής έννοιας. Ακριβέστερα δε ως αρχή, η οποία προσδίδει στους επιμέρους κανόνες του Δικαίου τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της Αναλογίας, η απώτερη καταγωγή της οποίας πρέπει να αναζητηθεί στις πηγές της Αρμονίας.
α) Αυτή η έρευνα οδήγησε τον Αριστοτέλη στην σύλληψη της αναλογικής πλευράς της Δικαιοσύνης, η οποία ταυτίζεται -τουλάχιστον εν πολλοίς- με την «δίδυμη αδελφή» της, την αναλογική Ισότητα. Μια Ισότητα η οποία προϋποθέτει, ως γενική ρήτρα διαμόρφωσης, ερμηνείας και εφαρμογής των κανόνων του Δικαίου, ίση μεταχείριση ουσιωδώς όμοιων καταστάσεων και άνιση μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων καταστάσεων. Τούτο οφείλεται στο ότι η έννοια της Αναλογικής Δικαιοσύνης, με αιχμή του δόρατος την αναλογική Ισότητα, αντιτίθεται, εξ ορισμού, στην άνιση μεταχείριση των ίσων όπως και, e contrario, στην ίση μεταχείριση των ανίσων. Δοθέντος ότι αμφότερες οδηγούν, νομοτελειακώς, σε μια μορφή contradictio in adjecto ως προς την ουσία της αναλογικής Ισότητας και, συνακόλουθα, της αναλογικής Δικαιοσύνης. Σε αυτό δε το πεδίο επενεργεί, όπως θα τονισθεί εκτενέστερα κατωτέρω, η κατ’ Αριστοτέλη επίσης γενική ρήτρα της Επιείκειας, με το να διευκολύνει την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων του Δικαίου ώστε, μεταξύ άλλων, να διασφαλίζεται η προεκτεθείσα ίση μεταχείριση ουσιωδώς όμοιων και η άνιση μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων καταστάσεων.
β) Περαιτέρω, και ως συνέπεια των όσων προαναφέρθηκαν, η κατ’ Αριστοτέλη αναλογική Δικαιοσύνη δια της εφαρμογής της αναλογικής Ισότητας διακρίνεται, με κριτήριο τις επιμέρους μορφές εφαρμογής της, σε:
β1) Διανεμητική Δικαιοσύνη. Ήτοι Δικαιοσύνη, ο σεβασμός της οποίας εγγυάται στην πράξη τόσο την δίκαιη κατανομή των αγαθών μεταξύ των μελών του οικείου κοινωνικού συνόλου, όσο και την επιχείρηση των διακρίσεων μεταξύ των μελών αυτών -όταν και όπου τούτο καθίσταται αναγκαίο- υπό συνθήκες αναλογικής Ισότητας.
β2) Διορθωτική Δικαιοσύνη. Ήτοι Δικαιοσύνη, η οποία καθιστά εφικτή την αποκατάσταση της εφαρμογής της αναλογικής Ισότητας, όταν και καθ’ ό μέτρο αυτή έχει διαταραχθεί στην πράξη. Όπως είναι ευνόητο, σε μια τέτοια κατάσταση η κατ’ Αριστοτέλη Διορθωτική Δικαιοσύνη επενεργεί με τα φιλοσοφικά και θεσμικά μέσα ερμηνείας και εφαρμογής των κανόνων του Δικαίου, τα οποία υπακούουν στις αρχές όχι πια της γεωμετρικής αλλά της αριθμητικής, κατά προτεραιότητα, αναλογίας. Αναλογίας, η οποία π.χ. σήμερα στηρίζει την οργάνωση και λειτουργία των θεσμών της αποζημίωσης, είτε στο πλαίσιο του Δημόσιου Δικαίου είτε στο πλαίσιο του Ιδιωτικού Δικαίου. Θεσμών οι οποίοι, εν τέλει, κατά την εφαρμογή τους ούτως ή άλλως οδηγούν προς την εμπέδωση της γεωμετρικής αναλογίας στην πράξη.
β3) Και Ανταποδοτική Δικαιοσύνη. Ήτοι Δικαιοσύνη η οποία, παρά το επιφαινόμενο ορολογικώς, ουδεμία σχέση έχει με την αρχή του «αντιπεπονθότος» που απαντάται στην θεωρία κυρίως του Ποινικού Δικαίου. Όλως αντιθέτως, πρόκειται για την Δικαιοσύνη η οποία αποσκοπεί στην αναλογική ανταπόδοση αγαθών και υπηρεσιών, προκειμένου να επικρατήσει η πλήρης εφαρμογή της αναλογικής Ισότητας στο πλαίσιο των έννομων σχέσεων των καθημερινών συναλλαγών, όπως επιβάλλει κάθε φορά η κοινωνική ανάγκη και, εν τέλει, η διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής υπό όρους και συνθήκες στοιχειώδους αλληλεγγύης.

Β. Μια πρόσφορη απόδειξη της επικαιρότητας της σκέψης του Αριστοτέλους περί Δικαιοσύνης
Δεν χρειάζεται να κοπιάσει κανείς ιδιαιτέρως για να αντιληφθεί πόσο επίκαιρες παραμένουν οι προαναφερόμενες σκέψεις του Αριστοτέλους περί Δικαιοσύνης, υπό την επίσης προαναφερόμενη αναλογική της διάσταση, όπως τις συμπυκνώνει η φιλοσοφική και θεσμική πεμπτουσία της αναλογικής Ισότητας. Και τούτο διότι αρκεί η αναφορά στο magnum opus του κορυφαίου, ίσως, εκπροσώπου της περί Δικαιοσύνης φιλοσοφικής θεώρησης στις ΗΠΑ και, γενικότερα, στην Δύση. Συγκεκριμένα δε στο έργο του John Rawls, “A Theory of Justice” (εκδ. The Belknap of Harvard University Press, 1971, ελληνική έκδοση από τις εκδόσεις Πόλις, 2010). Σε πολύ γενικές γραμμές, ο John Rawls «συναντά» -παρά τις επιφυλάξεις ορισμένων μελετητών του ως προς την έκταση της «συνάντησης» αυτής- την σκέψη του Αριστοτέλους στο ως άνω έργο του ιδίως στο πλαίσιο της Διανεμητικής Δικαιοσύνης, σύμφωνα με όσα ήδη διευκρινίσθηκαν. Ειδικότερα ο John Rawls αντιλαμβάνεται την Δικαιοσύνη ως θεμελιώδη αρχή στον χώρο της Έννομης Τάξης, μέσω της οποίας οι επιμέρους κανόνες δικαίου ερμηνεύονται και εφαρμόζονται υπό συνθήκες οιονεί ιδανικής ακριβοδικίας, κάτι το οποίο διασφαλίζει στην πράξη ο σεβασμός και η εμπέδωση των προταγμάτων της αναλογικής Ισότητας.

1. Ο John Rawls για την Δικαιοσύνη
Προς την κατεύθυνση αυτή ο John Rawls αντιλαμβάνεται και αναλύει την Διανεμητική Δικαιοσύνη, πάντοτε με γνώμονα την αρχή της αναλογικής Ισότητας:
α) Πρώτον, ως ισότητα για την άσκηση και την απόλαυση της Ελευθερίας, υφ’ όλες της τις θεσμικές και πολιτικές εκφάνσεις. Στο σημείο τούτο ο John Rawls ουσιαστικώς ξεκινά από τα θεμέλια της ίδιας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας η οποία, στην σύγχρονη και πιο καταξιωμένη κανονιστικώς μορφή της, νοείται ως πλέγμα οργάνωσης και λειτουργίας θεσμών που εγγυώνται την άσκηση και την απόλαυση της Ελευθερίας, όπως αυτή αποκτά ουσιαστικό νόημα και περιεχόμενο δια της ακώλυτης άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Και δη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων τα οποία εγγυάται εκτός από το Σύνταγμα, ως κορωνίδα της κάθε Έννομης Τάξης, και το Διεθνές Δίκαιο κατά τους επιμέρους κλάδους του καθώς και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, φυσικά εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης και εντός των Έννομων Τάξεων των Κρατών-Μελών της.
β) Δεύτερον, ως ισότητα η οποία, υπό το φως των αρχών της Διανεμητικής Δικαιοσύνης, εμπεδώνει στην πράξη και εξασφαλίζει σε κάθε φορέα δικαιώματος ισότητα ευκαιριών για την αποτελεσματική άσκησή του. Μια ισότητα που πρέπει να καταλήγει στην διαμόρφωση ενός status ισότητας στην αφετηρία, από την οποία ξεκινά κάθε φορέας δικαιώματος προκειμένου να το ασκήσει κατά τ’ ανωτέρω αποτελεσματικώς, σύμφωνα με τις βασικές επιταγές της Διανεμητικής Δικαιοσύνης. Τούτο είναι απολύτως αναγκαίο διότι δίχως την εξασφάλιση της ισότητας ευκαιριών και, επέκεινα, δίχως την συνακόλουθη διαμόρφωση συνθηκών ισότητας στην αφετηρία, η άσκηση των επιμέρους δικαιωμάτων από τον φορέα τους αναιρείται στην πράξη, έρμαιο της διαλυτικής τοξικότητας, κοινωνικής και οικονομικής, των ολοένα και περισσότερο διευρυνόμενων ανισοτήτων στην εποχή μας. Αυτό δε γίνεται αισθητό πέραν των κλασικών ατομικών-αμυντικών δικαιωμάτων, πρωτίστως στον χώρο των κοινωνικών δικαιωμάτων και του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου γενικώς. Τούτο καθίσταται τόσο περισσότερο κατανοητό, όσο η σχέση ανισοτήτων και μείωσης του κύρους του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου είναι αμφίδρομη. Υπό την έννοια ότι όσο οι ανισότητες διευρύνονται τόσο περισσότερο πλήττονται οι ίδιοι οι αρμοί του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου και, από την άλλη πλευρά, όσο το Κοινωνικό Κράτος Δικαίου αποδυναμώνεται στον ίδιο ή μεγαλύτερο βαθμό –δοθέντος ότι η σχετική αρνητική πρόοδος είναι οιονεί γεωμετρική- τόσο το εύρος των ανισοτήτων επεκτείνεται έως τα όρια της κοινωνικής εξαθλίωσης.

2. Η «συνάντηση» του John Rawls με τον Αριστοτέλη
Υπ’ αυτά τα δεδομένα, και μέσα στην σύγχρονη δυστοπική συγκυρία της παρακμιακής πορείας της ίδιας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας κυρίως λόγω της προαναφερόμενης ραγδαίας διεύρυνσης των ανισοτήτων, της συνακόλουθης εκ θεμελίων υπονόμευσης του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου και της επέκεινα επικίνδυνης κοινωνικής προοπτικής που προοιωνίζεται η ανεξελέγκτως εντεινόμενη Τεχνολογική Ανεργία -σύμπτωμα το οποίο αναδεικνύει ολοκάθαρα τον κίνδυνο του να καταστεί η ανεργία ενδημικό φαινόμενο στις κοινωνίες μας όταν, για να θυμηθούμε τον John Maynard Keynes, ακρογωνιαίος λίθος του υγιούς καπιταλιστικού συστήματος είναι η εγγύηση μιας όσο το δυνατόν πιο ουσιαστικής πλήρους απασχόλησης- ο John Rawls κατά κάποιο τρόπο επιβεβαιώνει ορισμένες βασικές θέσεις του Αριστοτέλους περί Διανεμητικής Δικαιοσύνης, στην βάση της αναλογικής Ισότητας. Τούτο συνάγεται και από τα εξής:
α) Κατά την άσκηση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, «ἐν ἀρχῇ ἤν» ο, κατά τα προεκτεθέντα, κανόνας ως προς την ιδιοσυστασία της Ισότητας υπό την ακραιφνώς αναλογική της έννοια: Ίση μεταχείριση ουσιωδώς όμοιων καταστάσεων και άνιση μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων καταστάσεων. Ένας κανόνας, η εφαρμογή του οποίου προϋποθέτει -μεταξύ άλλων αλλά κατ’ εξοχήν- και την θέσπιση επιμέρους κανόνων καθώς και την υιοθέτηση κατάλληλων πρακτικών σταδιακής συρρίκνωσης των ανισοτήτων και αποτελεσματικής σύνθεσης των αντιτιθέμενων απόψεων των μελών του κάθε κοινωνικού συνόλου. Έτσι ώστε να αποφεύγεται η ρήξη του κοινωνικού ιστού και να επιτυγχάνεται, κατά το δυνατόν, η τελική επικράτηση της ιδέας της Δικαιοσύνης. Εν προκειμένω δε η συμβολή της ρήτρας της Επιείκειας, ακριβώς όπως την συνέθεσε ο Αριστοτέλης κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, έχει καθοριστική σημασία για την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου που στοιχίζονται πίσω από το ιδεώδες της Δικαιοσύνης.
β) Διόλου, λοιπόν, παράδοξο –και, κατά συνέπεια, διόλου τυχαίο- ότι η Επιστημονική Κοινότητα δέχεται σήμερα ευρέως και τα ακόλουθα. Κατά την αποτίμηση του έργου και της συμβολής του John Rawls αναφορικά με την περί Δικαιοσύνης φιλοσοφική, θεσμική και πολιτική της θεώρηση, κυρίως δε κατά την ανάλυση μέσω της οποίας ανέπτυξε την λεγόμενη «Θεωρία της επικράτησης του Δικαίου» -ιδίως μέσα από την εναρμόνιση των επιμέρους απόψεων για να καταλήξουν έτσι στην αναγκαία ενότητά τους, προκειμένου να μην δημιουργούνται συνθήκες διακινδύνευσης της κοινωνικής συνοχής- οφείλουμε μάλλον να υιοθετήσουμε και το εξής συμπέρασμα: Πρωτίστως σε ό,τι αφορά αυτή την πτυχή του έργου του περί Δικαιοσύνης, ο θεωρητικός στοχασμός του John Rawls βρίσκεται κοντά στην διαλεκτική, εν γένει, μεθοδολογική επιλογή του Αριστοτέλους. Και ας μην ξεχνάμε ότι αυτή η διαλεκτική οδός της σκέψης του Αριστοτέλους έφθασε έως τις μέρες μας αφού γονιμοποιήθηκε επαρκώς από τον Άγιο Θωμά τον Ακινάτη που, σύμφωνα με αδιάσειστα ιστορικώς στοιχεία, γνώρισε το έργο του Σταγειρίτη μέσω της προηγούμενης, ανεκτίμητης, εντρύφησης σε αυτό του Ιωάννου Δαμασκηνού, κορυφαίου εκπροσώπου της Βυζαντινής Γραμματείας και, κατ’ επέκταση, του Βυζαντινού Πολιτισμού.

Γ. Η Επιείκεια ως θεμελιακή ρήτρα εφαρμογής των αρχών της Διανεμητικής Δικαιοσύνης κατ’ Αριστοτέλη
Από τα όσα ήδη, έστω και υπαινικτικώς, επισημάνθηκαν είναι φανερό ότι η περί Επιεικείας συνολική θεώρηση του Αριστοτέλους είναι αναποσπάστως συνδεδεμένη με την γενικότερη θεώρησή του περί Δικαιοσύνης. Ιδίως δε με την έννοια ότι ένα από τα καθοριστικής σημασίας μέσα, και μάλλον το πιο ουσιώδες θεσμικώς, για την επικράτηση της Δικαιοσύνης, πρωτίστως υπό την διανεμητική -και, κατά λογική ακολουθία, την διορθωτική- της διάσταση είναι η Επιείκεια. Και μάλιστα η Επιείκεια ως αρχή η οποία πρέπει να διέπει τόσο την διάπλαση των κανόνων δικαίου, που ρυθμίζουν την καθημερινή ζωή των μελών του οικείου κοινωνικού συνόλου, όσο και την εν τέλει ερμηνεία και εφαρμογή τους στην πράξη. Συνακόλουθα, ως επίσης καθοριστικής σημασίας «παρακολούθημα» και «βοηθός εκπληρώσεως» της Δικαιοσύνης και η Επιείκεια συνιστά, συνεκδοχικώς και οιονεί αυτοθρόως, αόριστη νομική έννοια, κατά τα προεκτεθέντα. Αυτή δε η αοριστία είναι εξαιρετικά σημαίνουσα κατ’ εξοχήν για τα υπό την ευρεία του όρου έννοια δικαστικά όργανα κατά την άσκηση των αντίστοιχων δικαιοδοτικών τους καθηκόντων.

1. Η προ του Αριστοτέλους θεώρηση της Επιείκειας
Προκαταρκτικώς πρέπει να επεξηγηθεί ότι η έννοια της Επιείκειας, στο πλαίσιο του φιλοσοφικού στοχασμού της Ελληνικής Κλασικής Αρχαιότητας, δεν ερευνήθηκε το πρώτον από τον Αριστοτέλη.
α) Και τούτο διότι στην έννοια της Επιείκειας είχαν επικεντρωθεί, αμέσως ή εμμέσως, ορισμένοι προγενέστεροι του Αριστοτέλους Φιλόσοφοι.
α1) Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι εκείνο του Δημοκρίτου, όπως το διέσωσε -δοθέντος ότι ελάχιστα γνωρίζουμε ευθέως από το τεράστιο έργο του Φιλοσόφου των Αβδήρων- ο Στοβαίος (Diels-Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, 1992, II, 195, 252 [134N]). Συγκεκριμένα, κατά τον Στοβαίο ο Δημόκριτος είχε διατυπώσει τις εξής σκέψεις περί της Επιείκειας: «Τά κατά τήν πόλιν χρεῶν τῶν λοιπῶν μέγιστα ἡγεῖσθαι, ὅκως ἄξεται εὖ, μήτε φιλονικέοντα παρά τό ἐπιεικές μήτε ἰσχύν ἑαυτῷ περιτιθέμενον παρά τό χρηστόν τό τοῦ ξυνοῦ.». Τούτο σημαίνει ότι κατά τον Δημόκριτο υπεράνω των λοιπών υποχρεώσεων, οι οποίες αφορούν την οργάνωση και λειτουργία της Πόλης-Κράτους, πρέπει να τίθενται, ως πιο σημαντικές, εκείνες που αφενός επιτρέπουν να διοικείται αποτελεσματικώς, και δη κατά τρόπο ώστε να μην επικρατούν οι φιλονικίες και οι έριδες εις βάρος της Επιείκειας. Και, αφετέρου, διασφαλίζουν το να αποτρέπεται η απόκτηση υπερβολικής δύναμης, η οποία σχεδόν εκ φύσεως αντιτίθεται στο κοινό συμφέρον και, κατ’ επέκταση, στο κοινό καλό.
α2) Ένα άλλο παράδειγμα είναι εκείνο το οποίο έχει μνημονεύσει ο Γοργίας ο Λεοντίνος (Diels-Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, όπ. παρ., ΙΙ, 285, 6 [15-16]): «Πολλά μέν δή τό πρᾶον ἐπιεικές τοῦ αὐθάδους δικαίου προκρίνοντες». Εδώ ο Γοργίας, αφήνοντας να φανεί ξεκάθαρα η επ’ αυτού επιρροή της Ελεατικής Σχολής -και ειδικότερα η επιρροή του Ζήνωνος και του Παρμενίδου, ιδίως για το ότι μόνο μέσω της σκέψης μπορούμε να υπερβούμε τις ψευδείς εμφανίσεις των αισθήσεων και να φθάσουμε στην γνώση του όντος- επισημαίνει την σημασία της Επιείκειας ως προς την αποκατάσταση της ουσιαστικής έννοιας του Δικαίου. Για να καταλήξει στο ότι προς τον σκοπό αυτό είναι επιβεβλημένο να προκρίνεται η ευεργετική για το κοινό καλό πραότητα της Επιείκειας από την αυστηρή γραμματική διατύπωση του κανόνα του Δικαίου. Διατύπωση η οποία μπορεί να αγγίζει στην πράξη την ανυπόφορη αδικία. Συμπέρασμα το οποίο συνέπτυξε αργότερα η Ρωμαϊκή Νομική Επιστήμη στο απόφθεγμα «summum jus, summa injuria», αναδεικνύοντας ταυτοχρόνως την ανεδαφικότητα, ως προς την πραγμάτωση της έννοιας της Δικαιοσύνης στην πράξη, απόλυτων θέσεων όπως εκείνες που αντιστοιχούν στο «dura lex sed lex» ή στο -οπωσδήποτε πολύ μεταγενέστερο- «fiat justitia et pereat mundus».
β) Αυτό λοιπόν το οποίο πρέπει να πιστωθεί εν προκειμένω στην σκέψη του Αριστοτέλους είναι ότι, όπως θα φανεί ευκρινέστερα από τα όσα επεξηγηματικώς έπονται, επεξεργάσθηκε φιλοσοφικώς με πιο ολοκληρωμένο τρόπο την έννοια της Επιείκειας, προσθέτοντας πολλές από τις θεσμικές και πολιτικές της διαστάσεις.
β1) Και δη με τόση μεθοδολογική αρτιότητα, ώστε να την οδηγήσει σε ένα επίπεδο οιονεί τελειότητας, ιδίως για τα φιλοσοφικά δεδομένα της εποχής του. Και αυτό το επίτευγμα του Αριστοτέλους καθίσταται πολύ περισσότερο εντυπωσιακό αν αναλογισθούμε ότι άλλοι Φιλόσοφοι, και μάλιστα κορυφαίοι, της εποχής εκείνης εξέφραζαν μεγάλες επιφυλάξεις ως προς την αποδοχή της άποψης, κατά την οποία η Επιείκεια μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιείται ακόμη και διορθωτικώς για την ερμηνεία και εφαρμογή των θεσπισμένων κανόνων του Δικαίου.
β2) Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Αριστοτέλης, επεξεργαζόμενος την περί Επιείκειας θεωρία του, δεν δίστασε να έλθει σε μια μορφή σύγκρουσης με την σκέψη του δασκάλου του, του Πλάτωνος, ο οποίος στους «Νόμους» (757d-757e) είχε επισημάνει: «Τό γάρ ἐπιεικές καί σύγγνωστον τοῦ τελέου καί ἀκριβοῦς παρά δίκην τήν ὀρθήν ἔστι παρατεθραυμένον, ὅταν γένηται». Τούτο σημαίνει ότι, κατά τον Πλάτωνα, η επίκληση της Επιείκειας και της εξ αυτής απορρέουσας ανοχής, έναντι του κατά γράμμα αυστηρού νοήματος των κανόνων δικαίου κατά την εφαρμογή τους στην πράξη, μπορεί να οδηγήσει σε ένα είδος «θραύσης» την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης.

2. Η έννοια της Επιείκειας κατ’ Αριστοτέλη
Σε γενικές γραμμές η σκέψη του Αριστοτέλους περί Επιείκειας, ως ρήτρας που επενεργεί για να επικουρεί την αποκατάσταση της έννοιας της Δικαιοσύνης, κυρίως κατά την διανεμητική της -συνακόλουθα δε και κατά την διορθωτική της- εννοιολογική υπόσταση, καλύπτει ένα ευρύτατο φάσμα. Φάσμα το οποίο εκτείνεται, κατά προσέγγιση, από τους λόγους που καθιστούν την Επιείκεια πρόσφορη και αναγκαία για την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης έως τις μεθόδους, μέσω των οποίων η Επιείκεια μπορεί και πρέπει να αξιοποιείται στην πράξη στο πλαίσιο της ερμηνείας και εφαρμογής των κανόνων του Δικαίου, πάντα προς την κατεύθυνση της απονομής της Δικαιοσύνης σύμφωνα με τον εκ φύσεως φιλοσοφικό και θεσμικό προορισμό της. Είναι δε επιβεβλημένο να επισημανθεί, κατ’ αρχάς, ότι μεταξύ των μεθόδων αυτών αξιοπρόσεκτη θέση στην σκέψη του Αριστοτέλους κατέχει και η Διαιτησία. Ήτοι η δικαιοδοτική διαδικασία, η οποία εξελίσσεται εκτός του στενού πλαισίου της απονομής της Δικαιοσύνης από τα επισήμως εξουσιοδοτημένα προς τούτο πολιτειακά δικαιοδοτικά όργανα.
α) Προκαταβολικώς πρέπει να αποσαφηνισθεί σε ποια γενικότερη φιλοσοφική κατηγορία εντάσσει ο Αριστοτέλης την Επιείκεια, αφού τούτο ασκεί καταλυτική επιρροή στον κατ’ αυτόν περαιτέρω εννοιολογικό της προσδιορισμό. Το ζήτημα για τον Αριστοτέλη ήταν ότι π.χ. κατά τον Πλάτωνα, όπως προεκτέθηκε, η Επιείκεια δεν μπορούσε να καταταγεί, άνευ άλλου τινός, μεταξύ των επιμέρους εννοιών που καλύπτονται από την ευρύτερη έννοια της Αρετής. Δοθέντος ότι, εκ φύσεως, ενέχει και σπέρματα αδυναμίας και υπαναχώρησης απέναντι στην ολοκληρωμένη διάσταση της Δικαιοσύνης κατά την εφαρμογή της στην πράξη:
α1) Απέναντι στους ως άνω θεωρητικούς κλυδωνισμούς του Πλάτωνος, ο Αριστοτέλης είναι, ιδίως μέσα από τα στοιχεία των «Ηθικών Νικομαχείων», φιλοσοφικώς ξεκάθαρος: Όταν π.χ. δέχεται ότι «ἡ δέ ἀρετή (…) τοῦ μέσου ἄν εἴη στοχαστική» (Ηθικά Νικομάχεια, 1106β, 15-17), γυρίζοντας έτσι πίσω στις ρίζες του λογισμού των Προσωκρατικών, αυτονοήτως ορίζει την Αρετή με βάση την αρχή της ισορροπίας μεταξύ δύο ακραίων καταστάσεων και την επέκεινα επιταγή της εναρμόνισης των αντιθέτων, όπου τούτο είναι αναγκαίο. Με άλλες λέξεις ορίζει την Αρετή και ως μεσότητα για την αντιμετώπιση ακραίων καταστάσεων, επώδυνων ως προς την κοινωνική συμβίωση και συνοχή. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η σκέψη του Αριστοτέλους κατατάσσει, δίχως περιθώρια παρερμηνείας, την Επιείκεια μεταξύ των επιμέρους μορφών της γενικότερης Αρετής. Ήτοι εκείνης, η οποία αφορά την ανθρώπινη συμπεριφορά όταν αυτή πρέπει να υπακούει σε θεσπισμένους, με κάθε θεμιτό μέσο, κανόνες δικαίου.
α2) Και τούτο διότι η Επιείκεια, με αφετηρία τα συστατικά της στοιχεία που προσδιορίζονται ευκρινέστερα κατωτέρω, οιονεί εξ ορισμού υπηρετεί την μεσότητα, ιδίως όταν λειτουργεί εν τέλει υπέρ της εφαρμογής της έννοιας της Δικαιοσύνης εν συνόλω, μέσω των διαύλων των ειδικότερων, σε σχέση με την συνολική έκφραση της Δικαιοσύνης, εκφάνσεων κυρίως της Διανεμητικής και, παρακολουθηματικώς, της Διορθωτικής Δικαιοσύνης. Ειδικότερα δε η Επιείκεια κατ’ Αριστοτέλη, ως «θεραπαινίδα» της Διανεμητικής και της Διορθωτικής Δικαιοσύνης, δια της μεσότητας διευκολύνει την επιλογή λύσεων, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων του Δικαίου, οι οποίες οδηγούν στην αποφυγή της de facto δημιουργίας ακραίων καταστάσεων, εντελώς αντίθετων προς την in globo ουσία της Δικαιοσύνης.
β) Οι προαναφερόμενες διαπιστώσεις, ως προς την φιλοσοφική θεώρηση της Επιείκειας ως Αρετής, επιβεβαιώνονται και συγκεκριμενοποιούνται και από τις ακόλουθες θέσεις του Αριστοτέλους, αυτή την φορά σε σχέση με την θεσμική, κυρίως, λειτουργία της Επιείκειας εντός του πεδίου της ερμηνείας και εφαρμογής των κανόνων δικαίου:
β1) Κατά τον Αριστοτέλη -όπως και κατά την φιλοσοφικο-νομική σκέψη γενικώς στην Αρχαία Ελλάδα- ο νόμος οφείλει να έχει, εκ φύσεως, γενικό και αόριστο περιεχόμενο. Ο νόμος, λοιπόν, δεν μπορεί να είναι ατομικός, ήτοι να ρυθμίζει μία ή και περισσότερες συγκεκριμένες έννομες σχέσεις. Και τούτο διότι ο ατομικός νόμος, κατά την εγγενή ιδιοσυστασία του, καταλήγει, νομοτελειακώς, στην παραβίαση της αρχής της αναλογικής Ισότητας, οδηγώντας ενδεχομένως είτε σε άνιση μεταχείριση ουσιωδώς όμοιων καταστάσεων, είτε σε ίση μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων καταστάσεων. Κατ’ επέκταση, ο ατομικός νόμος μπορεί να καταλήγει σε παραβίαση της ίδιας της ουσίας της Δικαιοσύνης, ιδίως κατά την διανεμητική της διάσταση. Από την άλλη όμως πλευρά, ο κατ’ ανάγκη γενικός και αόριστος ως ένα σημείο νόμος -άρα και ο νομοθέτης ο οποίος τον θεσπίζει- δεν μπορεί να προσδιορίσει με απόλυτη ακρίβεια το σύνολο του ρυθμιστικού πεδίου που καλείται να καλύψει κανονιστικώς, αφού δεν είναι ανθρωπίνως δυνατό να προβλέψει, εκ προοιμίου, κάθε συγκεκριμένη περίπτωση η οποία θα εμφανισθεί μελλοντικώς στο ως άνω πεδίο. Ο ρόλος της συγκεκριμενοποίησης του γενικού και αόριστου νόμου και της αντιμετώπισης των ρυθμιστικών κενών του ανήκει, κατ’ Αριστοτέλη, στην δικαιοδοτούσα Δικαιοσύνη, ήτοι στον δικαστή: ««Ὅταν [οἱ νομοθέτες] μή δύνωνται διορίσαι, ἀλλ’ ἀναγκαῖον μέν ἤ καθόλου εἰπεῖν, μή ἤ δέ, ἀλλ’ ὡς ἐπι τό πολύ» (Ρητορική, 1374α, 30-32).
β2) Για να διαδραματίσει δε επιτυχώς τον ως άνω ρόλο του ο δικαστής οφείλει να προσφύγει και στην Επιείκεια, ως ρήτρα ερμηνείας και εφαρμογής του κανόνα δικαίου. Ρήτρα που αποκλείει τις ακραίες επιλογές για την κάλυψη των κάθε μορφής ρυθμιστικών κενών του, οι οποίες δεν συμβιβάζονται, εξ’ ορισμού, με την έννοια της Δικαιοσύνης. Και ο Αριστοτέλης καταφεύγει στο εξής παράδειγμα: Ο κατ’ ανάγκη γενικός και αόριστος νόμος δεν μπορεί, π.χ., να προσδιορίζει, εκ προοιμίου και επαρκώς, πότε κάποιος αδικεί πραγματικά τον άλλο αν τον χτυπήσει, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, με το χέρι του. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η αοριστία και η γενικότητα του νόμου μπορεί να οδηγεί, κατά την στενή του αυστηρή ερμηνεία, σε καταδίκη κάποιου, αν και η συμπεριφορά του δεν είναι ουσιαστικώς άδικη. Εδώ παρεμβαίνει η Επιείκεια, για να επικουρήσει την ερμηνεία ή και να καλύψει το ρυθμιστικό κενό του νόμου, προκειμένου να διευκολύνει την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης: «Κατά μέν τόν γεγραμμένον νόμον ἔνοχος ἔσται καί ἀδικεῖ, κατά δέ τό ἀληθές οὔκ ἀδικεῖ, καί τό ἐπιεικές τοῦτο ἐστίν» (Ρητορική, 1374α,32-37).
β3) Εν συνεχεία ο Αριστοτέλης, σύμφωνα με τα προανα-φερόμενα και με βάση την θέση του ότι η Επιείκεια εντάσσεται στο ευρύτερο πεδίο της Αρετής, προβαίνει σε πιο εξειδικευμένους συλλογισμούς αναφορικά με την έννοια και την λειτουργία της Επιείκειας, εντός του πλαισίου της απονομής της Δικαιοσύνης. Ιδίως δε σε συλλογισμούς οι οποίοι οριοθετούν, με εντυπωσιακή σαφήνεια και οξυδέρκεια για την εποχή του, την σχέση μεταξύ του γραπτού νόμου και της Επιείκειας, ως ρήτρας ερμηνείας και εφαρμογής των ρυθμίσεών του. Αρκούν οι εξής, έστω και μεμονωμένες, σκέψεις του Αριστοτέλους για να «βεβαιώσουν του λόγου το ασφαλές»: Ο Αριστοτέλης ξεκινάει από την φιλοσοφικονομική θεώρηση ότι το δίκαιο και το επιεικές -άρα τόσο το γραπτό Δίκαιο, όπως ο νόμος, όσο και η Επιείκεια- πρέπει να συμπλέουν αρμονικώς κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου, με στόχο την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης. Επέκεινα, το δίκαιο και το επιεικές είναι εξίσου σπουδαία, ήτοι κρίσιμα, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου. Όμως σε τελική ανάλυση -πάντα κατ’ Αριστοτέλη- αποφασιστικής σημασίας, ως ιδιαιτέρως κρίσιμο για την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης, είναι, και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις, το επιεικές.
β4) Με άλλες λέξεις, εδώ ο Σταγειρίτης δείχνει ένα είδος προτίμησης υπέρ της ρήτρας της Επιείκειας κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου σε σχέση με την απόλυτη και αυστηρή γραμματική διατύπωση του νόμου, ο οποίος τους θεσπίζει. Και την προτίμησή του αυτή την αιτιολογεί με το να δέχεται, expressis verbis, «ὅτι τὸ ἐπιεικὲς δίκαιον μέν ἐστίν, οὐ κατὰ νόμον δέ, ἀλλ᾽ ἐπανόρθωμα νομίμου δικαίου» (Ηθικά Νικομάχεια, 1137β, 13-15). Ήτοι με το να δέχεται ότι το επιεικές ανταποκρίνεται στην έννοια του Δικαίου και της Δικαιοσύνης όχι σύμφωνα με το γράμμα του θεσπισμένου νόμου, αλλά ως μέσο που παρεμβαίνει ακόμη και διορθωτικώς έναντι του νόμου τούτου, όταν και καθ’ ό μέτρο τούτο επιβάλλεται για την αποκατάσταση των ρυθμίσεών του, έτσι ώστε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή τους να ανταποκρίνονται πληρέστερα στην έννοια της Δικαιοσύνης και στην αποστολή της αποτελεσματικής απονομής της, κατά τον προορισμό της. Επομένως, κατ’ Αριστοτέλη η ρήτρα της Επιείκειας εντάσσεται μεν στο γενικό πλαίσιο του Δικαίου. Πλην όμως δεν ταυτίζεται απολύτως με τον θεσπισμένο γραπτό νόμο, αλλά μπορεί και πρέπει να γίνεται χρήση της όταν ο ως άνω νόμος, λόγω των κενών ή και των ρυθμιστικών αστοχιών που γεννά, μοιραίως είναι ανάγκη να διορθωθεί ως προς την απόλυτη γενικότητά του μέσω της κατάλληλης ερμηνείας (βλ.όπ.παρ., 1137α, 33-34). Έτσι ώστε να ανταποκρίνεται πλέον, όσο το δυνατόν περισσότερο, στο σύνολο των προταγμάτων του Δικαίου και της Δικαιοσύνης.
β5) Με βάση τις προμνημονευόμενες διαπιστώσεις του, ο Αριστοτέλης καταλήγει σε ένα είδος -έχοντας πάντως πλήρη επίγνωση, όπως φαίνεται από το σύνολο του έργου του, ότι omnis definitio periculosa est- φιλοσοφικονομικού ορισμού της Επιείκειας ο οποίος παραμένει, και σήμερα, κλασικός: «Ἔστιν δὲ ἐπιεικὲς τὸ παρὰ τὸν γεγραμμένον νόμον δίκαιον» (Ρητορική, 1374α, 28-29). Έχει υποστηριχθεί από ορισμένους συγγραφείς η άποψη ότι στον ορισμό του αυτό ο Αριστοτέλης αντιπαραθέτει, εν τέλει, την Επιείκεια προς το θεσπισμένο γραπτό Δίκαιο. Η άποψη όμως αυτή είναι εσφαλμένη και δείχνει ουσιώδη έλλειψη κατανόησης της εν προκειμένω αυθεντικής θεώρησης του Αριστοτέλους. Στην πραγματικότητα ο Αριστοτέλης, συνεπής με όλες τις εν προκειμένω προεκτεθείσες αναλύσεις του, τις συνοψίζει, με άψογη λογική ακρίβεια, διευκρινίζοντας ότι το επιεικές δεν βρίσκεται στον αντίποδα των κανόνων του γραπτού νόμου. Αλλά ενδεχομένως βαίνει, ακολουθώντας παράλληλη πορεία σε ό,τι αφορά την υπεράσπιση του Δικαίου και της Δικαιοσύνης, και πέραν αυτού, στο μέτρο που τούτο είναι επιβεβλημένο για την πραγμάτωση του αυθεντικού νοήματος του Δικαίου και της Δικαιοσύνης.
β6) Χρησιμοποιώντας τα εργαλεία της σύγχρονης νομικής ορολογίας μπορούμε και είναι χρήσιμο να δεχθούμε, ότι στο πλαίσιο του ως άνω ορισμού του ο Αριστοτέλης θεωρεί πως η Επιείκεια, κατά την ίδια την φιλοσοφική και θεσμική ιδιοσυστασία της, λειτουργεί ως ρήτρα που παράγει τα έννομα αποτελέσματά της κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων του Δικαίου όχι contra legem, αλλά praeter legem. Με άλλες λέξεις η προσφυγή στην ρήτρα της Επιείκειας δεν θέτει, κατ’ ουδένα τρόπο, εκποδών τον γραπτό κανόνα δικαίου αλλά επιτελεί, υπέρ του Δικαίου και της Δικαιοσύνης, την ερμηνευτική λειτουργία της συμπλήρωσης ή και διόρθωσής του κατά την εφαρμογή του. Και τούτο είτε για να καλύψει τα κενά του είτε για να διορθώσει τις ρυθμιστικές αστοχίες του, όταν και όπου η αδήριτη γενικότητά του, κατά τ’ ανωτέρω, αφήνει τέτοια κενά ή καταλήγει σε τέτοιες αστοχίες. Υπό την έννοια αυτή, άλλωστε, επισημάνθηκε προηγουμένως ότι, κατ’ Αριστοτέλη, η Επιείκεια λειτουργεί, στο πεδίο της ερμηνείας και της εφαρμογής των κανόνων δικαίου, ως «θεραπαινίδα» της Δικαιοσύνης, επενεργώντας θεσμικώς στο ειδικότερο πλαίσιο της Διανεμητικής Δικαιοσύνης και, όπου τούτο δεν αρκεί για την ολοκληρωμένη πραγμάτωση της Δικαιοσύνης, και της Διορθωτικής Δικαιοσύνης.
γ) Σε ό,τι, τέλος, αφορά τις μεθόδους αξιοποίησης στην πράξη της ρήτρας της Επιείκειας, ιδιαίτερη αίσθηση προκαλεί, ως προς την πρωτοτυπία της διατύπωσής της για τα δεδομένα της εποχής εκείνης, η ανάλυση του Αριστοτέλους για τον θεσμό της Διαιτησίας, ως διαδικασίας απονομής της Δικαιοσύνης η οποία λειτουργεί, κατά κάποιον τρόπο, παραλλήλως προς την δικαιοδοσία του δικαστή, ως πολιτειακού οργάνου εξουσιοδοτημένου επισήμως να επιλύει τις μεταξύ των μελών του κοινωνικού συνόλου διαφορές. Συγκεκριμένα, εισάγοντας την ρήτρα της Επιείκειας στο θεσμικό πλαίσιο της άσκησης της, αυστηρώς πολιτειακής προέλευσης, δικαιοδοτικής λειτουργίας, ο Αριστοτέλης παρατήρησε, μεταξύ άλλων: «Καί τό εἰς δίαιταν μᾶλλον ἤ εἰς δίκην βούλεσθαι ἱέναι · ὁ γάρ διαιτητής τό ἐπιεικές ὁρᾶ, ὁ δέ δικαστής τόν νόμον · καί τούτου ἕνεκα διαιτητής εὑρέθη, ὅπως τό ἐπιεικές ἰσχύη» (Ρητορική, Α, 13, 1374 β, 18-22).
γ1) Με την ως άνω παρατήρησή του ο Αριστοτέλης δέχεται, σε γενικές γραμμές, ότι πέραν της επισήμως θεσμοθετημένης κρατικής δικαιοδοτικής εξουσίας υφίσταται –οπωσδήποτε όμως υπό την θεσμική και πολιτική αναγνώριση της Πολιτείας- και ο θεσμός της Διαιτησίας, ως διαδικασίας επίλυσης των διαφορών μεταξύ των μελών του κοινωνικού συνόλου ύστερα από ελεύθερη επιλογή των αντίδικων μερών. Και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η επιλογή της Διαιτησίας συνιστά μια μορφή αξιοποίησης της ρήτρας της Επιείκειας στην πράξη για την απονομή της Δικαιοσύνης. Δηλαδή, κατ’ Αριστοτέλη η Διαιτησία είναι, κατ’ αποτέλεσμα, θεσμός αρρήκτως συνδεδεμένος με την Δικαιοσύνη. Και τούτο διότι στο μεν πλαίσιο της πολιτειακώς οργανωμένης δικαιοδοτικής λειτουργίας ο δικαστής στηρίζεται πολύ περισσότερο -αν όχι αποκλειστικώς- στον νόμο, ήτοι στους πολιτειακώς θεσπισμένους κανόνες δικαίου. Ενώ στο πλαίσιο της Διαιτησίας ο δικαστής, ως δικαιοδοτικό όργανο κατ’ επιλογή των αντίδικων μερών, στηρίζεται κατ’ εξοχήν στις μεθόδους απόφανσης οι οποίες απορρέουν από την προσφυγή στην ρήτρα της Επιείκειας. Και ο Αριστοτέλης φθάνει στο συμπέρασμα του όλου συλλογισμού του διατυπώνοντας την θέση ότι ο κύριος λόγος, για τον οποίο επινοήθηκε ο θεσμός της Διαιτησίας, συνίσταται στο να επιλύονται οι μεταξύ των αντίδικων μερών διαφορές με βασικό γνώμονα την χρήση της ρήτρας της Επιείκειας και με μοναδικό στόχο την κατά το δυνατόν πληρέστερη υπηρέτηση των αρχών της Δικαιοσύνης.
γ2) Οι θέσεις του Αριστοτέλους περί Διαιτησίας, ως διαδικασίας απονομής της Δικαιοσύνης μέσω της κατά προτεραιότητα προσφυγής στην ρήτρα της Επιείκειας η οποία λειτουργεί, κατ’ επιλογή των αντίδικων μερών, παραλλήλως προς τους πολιτειακώς θεσμοθετημένους δικαστικούς σχηματισμούς, αποτελεί, αναμφισβήτητα, μια ισχυρή απόδειξη των εξαιρετικά φιλελεύθερων -με τα μέτρα της εποχής- αντιλήψεών του σχετικά με την εν γένει πολιτειακή οργάνωση, όπως άλλωστε προκύπτει και από την όλη πολιτική κοσμοθεωρία του στο πλαίσιο των αναλύσεων της «Αθηναίων Πολιτείας». Εξ ού και υποστηρίχθηκαν μέχρι και απόψεις σύμφωνα με τις οποίες, κατ’ Αριστοτέλη, αφενός η δυνατότητα της επιλογής της Διαιτησίας ισχύει σε όλο το φάσμα της επίλυσης διαφορών, ανεξάρτητα από την ειδικότερη φύση τους. Και, αφετέρου, στις περιπτώσεις επιλογής της Διαιτησίας ο διαιτητής δικάζει ως «legibus solutus», δηλαδή πέρα και έξω από τους in concreto θεσμοθετημένους κανόνες δικαίου, ήτοι αποκλειστικώς κατά την σύμφωνη με την Επιείκεια κρίση του. Τούτο συνεπάγεται, επιπλέον, ότι ο διαιτητής μπορεί να φθάσει ως το σημείο παραγωγής, πρωτογενώς, κανόνων δικαίου, ακόμη και αντίθετων με τους κατά τα ως άνω πολιτειακώς θεσμοθετημένους κανόνες δικαίου.
γ3) Απλή ανάγνωση της «Αθηναίων Πολιτείας» αρκεί για να καταδείξει ότι αυτές οι, ακραίες, περί Διαιτησίας και της εντός αυτής επενέργειας της ρήτρας της Επιείκειας θέσεις είναι ξένες προς την θεσμική και πολιτική φιλελεύθερη νοοτροπία του Αριστοτέλους, ιδίως σε ό,τι αφορά την οργάνωση και λειτουργία της απονομής της Δικαιοσύνης. Πριν απ’ όλα είναι προφανές ότι κατ’ Αριστοτέλη δεν είναι νοητή η υπαγωγή στην Διαιτησία, κατ’ επιλογή των αντίδικων μερών, σημαντικών για την επιβίωση του κοινωνικού συνόλου διαφορών, διεπόμενων από το αυστηρό δίκαιο που έχει θεσπίσει η Πολιτεία. Όπως είναι, κατ’ εξοχήν, οι διαφορές για βαριά εγκλήματα στο πεδίο του Ποινικού Δικαίου, πρωτίστως δε για εγκλήματα τα οποία στρέφονται κατά της Πολιτείας (πολιτικά εγκλήματα, κυρίως δε εγκλήματα καθοσιώσεως, κλπ).
γ4) Επομένως, κατά την αντίληψη του Αριστοτέλους περί Διαιτησίας σε αυτή μπορούσαν να υπαχθούν κυρίως εκείνες οι διαφορές, οι οποίες αναφύονταν μεταξύ των μελών του κοινωνικού συνόλου στο πεδίο του -υπό σημερινούς βεβαίως όρους, και με όλη την διακινδύνευση της εντεύθεν ενδεχόμενης μη επακριβώς οριοθετημένης περιγραφής- lato sensu Ιδιωτικού Δικαίου. Ιδίως δε οι διαφορές που ανέκυπταν κατά τις καθημερινές κοινές ή και κατά τις ειδικότερες εμπορικές συναλλαγές, με αντιπροσωπευ-τικότερα δείγματα γραφής τις εμπράγματες και ενοχικές συναλλαγές, φυσικά κατά την μετέπειτα επικρατήσασα ορολογία υπό το φως των δεδομένων του Ρωμαϊκού Δικαίου και της, πάνω στην βάση του, καλλιεργηθείσας Νομικής Επιστήμης. Επιπλέον –ίσως δε και σπουδαιότερο για τον πυρήνα του θεσμού της Διαιτησίας- είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνει δεκτό πως ο Αριστοτέλης, σύμφωνα με τις ως άνω αναλύσεις του, αποδεχόταν ένα είδος ανεξέλεγκτης ελευθεριότητας του διαιτητή κατά την άσκηση της ιδιόμορφης αυτής δικαιοδοσίας του. Κατ’ ακρίβεια δε ελευθεριότητας, η οποία θα ισοδυναμούσε με κρίση ευθέως contra legem. Άρα κρίση που θα αγνοούσε εντελώς τις γενικές αρχές, οι οποίες απέρρεαν από τους πολιτειακώς θεσμοθετημένους κανόνες δικαίου για την εκδίκαση αντίστοιχων διαφορών, αυτή την φορά όμως από τον έχοντα επίσημη δικαιοδοτική αρμοδιότητα δικαστή.
γ5) Συνεπώς η διαφαινόμενη -σε όποιο βάθος και σε όποια έκταση- στην ανάλυση του Αριστοτέλους προτίμηση για την Διαιτησία μάλλον πρέπει να συνδυασθεί, κατά την εξήγησή της, με την όλη προμνημονευόμενη αντίληψη του Αριστοτέλους ως προς την ουσία και την δικαιοδοτική εμβέλεια της ρήτρας της Επιείκειας. Τούτο δε σημαίνει ότι, κατ’ Αριστοτέλη, η Διαιτησία και ο διαιτητής δεν μπορεί να επιλέγονται από τα αντίδικα μέρη για να επιλυθεί η διαφορά τους ακόμη και contra legem. Απλώς ο διαιτητής, στο πλαίσιο της Διαιτησίας, είχε πολύ ευρύτερη διακριτική ευχέρεια από τον πολιτειακώς εξουσιοδοτημένο επίσημο δικαστή να κρίνει, praeter legem όμως, είτε όταν υφίσταται νομοθετικό κενό, το οποίο έπρεπε να καλυφθεί με κανόνες, τους οποίους εμπνεόταν και εφάρμοζε στην πράξη ο ίδιος, με αποκλειστικό γνώμονα την ρήτρα της Επιείκειας. Είτε όταν οι in concreto εφαρμοστέοι θεσπισμένοι κανόνες δικαίου έπρεπε να συμπληρωθούν ή και να διορθωθούν καταλλήλως, πάντοτε με αποκλειστικό γνώμονα την ρήτρα της Επιείκειας, ώστε να ανταποκρίνονται πληρέστερα στην έννοια της Δικαιοσύνης. Ορθότερα δε στην έννοια της Διανεμητικής Δικαιοσύνης και της θεμελιώδους θεσμικής και κανονιστικής παραμέτρου της, της αναλογικής Ισότητας.
γ6) Συμπερασματικώς, λοιπόν, μάλλον πρέπει να γίνει δεκτό ότι, κατ’ Αριστοτέλη, ο διαιτητής, στο πλαίσιο του θεσμού της Διαιτησίας, δικαιοδοτούσε κατ’ επιλογή των αντίδικων μερών ως ένα είδος συλλειτουργού των θεσμικώς οργανωμένων δικαιοδοτικών οργάνων. Και η βασική μεταξύ τους διαφορά έγκειται στο ότι τα τελευταία μπορούσαν να δικαιοδοτούν κατ’ αρχήν secundum legem. Ενώ ο διαιτητής είχε την δυνατότητα να διαμορφώσει τον νομικό του συλλογισμό αξιοποιώντας όλους τους διαύλους και της praeter legem ερμηνείας των εφαρμοζόμενων από αυτόν κανόνων, χωρίς όμως να αγνοεί εντελώς ή και, πολύ περισσότερο, να παραβιάζει ευθέως το τεθειμένο Δίκαιο.

ΙΙ. Πώς και σε ποιο βαθμό οι θέσεις του Αριστοτέλους περί Δικαίου και Δικαιοσύνης φωτίζουν τα όρια παρέμβασης της Τεχνητής Νοημοσύνης στην άσκηση της Νομοθετικής Εξουσίας και της Δικαστικής Εξουσίας
Για να καταστεί δυνατή η κατανόηση του με ποιο τρόπο η θεσμική και κανονιστική υπόσταση του Δικαίου και της Δικαιοσύνης –όπως η υπόσταση αυτή αναλύθηκε προηγουμένως με βάση τις εν προκειμένω θέσεις του Αριστοτέλους- οριοθετούν τις όποιες παρεμβάσεις της Τεχνητής Νοημοσύνης στην άσκηση της Νομοθετικής Εξουσίας και της Δικαστικής Εξουσίας είναι ανάγκη να προηγηθεί, οπωσδήποτε εν συντομία, η παράθεση των εν προκειμένω δυνατοτήτων της. Κάτι που προϋποθέτει, αναποδράστως, και την περιγραφή της αντίστιξης μεταξύ Τεχνητής Νοημοσύνης και Τεχνητής Συνείδησης, προεχόντως λόγω του ότι, όπως θα διευκρινισθεί αναλυτικώς στην συνέχεια, είναι η απουσία Τεχνητής Συνείδησης η οποία παρέχει την πληρέστερη εξήγηση του γιατί από μόνη της η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν μπορεί να χειρισθεί νομοπαραγωγικώς και δικαιοδοτικώς με πληρότητα και κατά τον κανονιστικό προορισμό τους αόριστες νομικές έννοιες, όπως είναι εκείνες οι οποίες εντάσσονται στο πλαίσιο των εννοιών του Δικαίου, της Δικαιοσύνης και της Επιείκειας.

Α. Το διάνυσμα μεταξύ Νοημοσύνης και Συνείδησης
Κατά την απολύτως κρατούσα στις Επιστημονικές Κοινότητες θέση και σήμερα -παρά την εμφάνιση και την απροσδιόριστων ακόμη διαστάσεων προοπτική εξέλιξης του Κβαντικού Υπολογιστή καθώς και των εν δυνάμει σχεδόν απεριόριστων δυνατοτήτων του- γίνεται καθολικώς δεκτό ότι ο Άνθρωπος είναι το πιο «έξυπνο» ον μεταξύ των κάθε είδους όντων στον Πλανήτη, δοθέντος ότι είναι συνδυασμός homo sapiens και homo sentiens, άρα διαθέτει εκτός από Νοημοσύνη και Συνείδηση. Ενώ ακόμη και τα πιο εξελιγμένα Μεγάλα Νευρωνικά Δίκτυα (ΜΝΔ) διαθέτουν μόνο Τεχνητή Νοημοσύνη, οπωσδήποτε υψηλότατου βαθμού, που σε ορισμένες περιπτώσεις φαίνεται να δείχνει ότι είναι έτοιμα για την μεγάλη υπέρβαση προς την Τεχνητή Συνείδηση. Όμως δεν διακρίνεται στον ορίζοντα, και του απώτερου μέλλοντος, η προοπτική δημιουργίας και Τεχνητής Συνείδησης υπό την ολοκληρωμένη επιστημονικώς σύλληψή της, που και αυτή παραμένει, στον μέγιστο βαθμό, ανεξερεύνητη.

1. Στα άδυτα της Συνείδησης
Συνιστά κοινό τόπο ότι ο Άνθρωπος διατηρεί αναμφισβήτητα την υπεροχή του έναντι κάθε άλλου, οιασδήποτε μορφής, όντος στον Πλανήτη επειδή, όπως επισημάνθηκε αμέσως προηγουμένως, είναι συνδυασμός homo sapiens και homo sentiens. Κατ’ ουσία, ο Άνθρωπος διαθέτει αφενός Νοημοσύνη, που του ανοίγει ένα απέραντο πεδίο Γνώσης. Και, αφετέρου, Συνείδηση, που μέσω της δια της Γνώσης -και όχι μόνο- σώρευσης εμπειρίας τον οδηγεί στην ενσυναίσθηση, στην αυτογνωσία και εν τέλει στην αυτεπίγνωση. Τούτο είναι επιστημονικό συμπέρασμα εξαγόμενο δια της συνδρομής πολλών Επιστημών, βεβαίως με την πρόσθετη διευκρίνιση ότι δεν γνωρίζουμε έως τώρα πλήρως πώς λειτουργεί ο εγκέφαλος του Ανθρώπου, ιδίως κατά την διαμόρφωση και την εκκίνηση της διαδικασίας ενεργοποίησης της Συνείδησης.
α) Πραγματικά, είναι γενικώς αποδεκτό ότι υπάρχει συνέχεια μεταξύ ασυνειδήτου και συνειδητού στο πεδίο μιας γενικότερης σύλληψης της συνολικής υπόστασης της Συνείδησης. Υπό την έννοια ότι στην πράξη ο Άνθρωπος ενεργεί ξεκινώντας από την αφετηρία του ασυνειδήτου και φθάνει στο στάδιο του συνειδητού, οπότε και ολοκληρώνεται η διαδικασία διέγερσης της Συνείδησης. Επέκεινα δε η από την πλευρά του εκκίνηση της αντίστοιχης διαδικασίας επιλογής της πράξης ή της παράλειψης ή κάθε άλλης μορφής συμπεριφοράς εκ μέρους του.
α1) Η αλήθεια είναι ότι δεν γνωρίζουμε επαρκώς -και είναι άγνωστο το αν και πότε θα φθάσουμε στο επίπεδο μιας τέτοιας γνώσης, με τις επιστημονικές αντιλήψεις να είναι ως προς τούτο αντικρουόμενες- την δομή και τις πηγές του ασυνειδήτου, κατά συνέπεια δε την λειτουργία του μηχανισμού μετάβασης, και προεχόντως της ποιοτικής, από το ασυνείδητο στο συνειδητό. Διευκρινίζεται λοιπόν ότι η επαρκής γνώση της δομής και της λειτουργίας της Νοημοσύνης, ως δυναμικού συνόλου γνωστικών δυνατοτήτων που επιτρέπουν στον Άνθρωπο μεταξύ άλλων να μαθαίνει, να κατανοεί και επέκεινα να δημιουργεί θέσεις, απόψεις και αντιλήψεις, έχει επιτρέψει την ανάδυση -και μάλιστα με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση- της Τεχνητής Νοημοσύνης. Όλως αντιθέτως, η άκρως ελλιπής, κατά τ’ ανωτέρω, διείσδυση στα arcana του ασυνειδήτου και του συνειδητού και της μεταξύ τους επικοινωνίας καθιστά αδύνατη έστω και την grosso modo προσέγγιση της προοπτικής δημιουργίας Τεχνητής Συνείδησης. Για τις ανάγκες της μελέτης αυτής το μόνο στο οποίο μπορούμε να στηριχθούμε είναι μια περιγραφή της Συνείδησης. Επιλέγω δε ως πιο πρόσφατη και πρόσφορη εκείνη του Christof Koch (“The Feeling of Life Itself: Why Consciousness Is Widespread but Can’t Be Computed”, The MIT Press, 2020): Ως Συνείδηση εκλαμβάνεται η ιδιότητα και ικανότητα του νευρικού συστήματος να δημιουργεί ένα σύνολο συναισθημάτων και πεποιθήσεων που οδηγούν στην αυτογνωσία, και για τον εαυτό μας αλλά και για ό,τι μας περιβάλλει. Επιπλέον, το μόνο το οποίο είναι με επαρκή βεβαιότητα επιστημονικώς τεκμηριωμένο συνίσταται στο ότι για την λειτουργία της Συνείδησης καταλυτική είναι η συμβολή των τεράστιου αριθμού νευρώνων που βρίσκονται στο ανθρώπινο σώμα, και κατ’ εξοχήν στο κεντρικό νευρικό σύστημα.
α2) Είναι δε εντελώς ουτοπικό οποιοδήποτε εγχείρημα αναζήτησης της λύσης αυτού του δήλιου προβλήματος της πεμπτουσίας του ασυνειδήτου και του συνειδητού μέσω της εξέλιξης της Τεχνητής Νοημοσύνης και του κατάλληλου προγραμματισμού στο μέλλον κάποιου εξαιρετικά «έξυπνου» ΜΝΔ, αφού ένας τέτοιος προγραμματισμός προϋποθέτει επαρκή γνώση των συντεταγμένων του προβλήματος προς επίλυση, άρα επαρκή γνώση του μηχανισμού ασυνειδήτου και συνειδητού η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, δεν υφίσταται.
β) Συνακόλουθα, κανένα ΜΝΔ, συμπεριλαμβανομένων των «Μεγάλων Γλωσσικών Μοντέλων» («ΜΓΜ»), δεν διαθέτει Συνείδηση, έστω και σε αρχικό στάδιο. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι τα προαναφερόμενα ΜΝΔ είναι τόσο προηγμένα ώστε μπορούν να σωρεύουν, μέσω του κατάλληλου και διαρκώς εξελισσόμενου προγραμματισμού, τεράστιο όγκο Γνώσης. Και μέσω αυτής δύνανται, πάντα με τον κατάλληλο προγραμματισμό και αναπρογραμματισμό, να βοηθούν τον Άνθρωπο στην λύση εξαιρετικά δύσκολων προβλημάτων -μεταξύ άλλων κατά την αναζήτηση μεθόδων λήψης αποτελεσματικών και αποδοτικών αποφάσεων- πολλές φορές ύψιστης σημασίας για το μέλλον και την προοπτική κάθε Χώρας αλλά και ολόκληρου του Πλανήτη. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι στο πεδίο αυτό αξιοποίησης της Τεχνητής Νοημοσύνης και σώρευσης Γνώσης τα ΜΝΔ και τα ΜΓΜ είναι σε θέση, υπό προϋποθέσεις που αφορούν την ραγδαία πρόοδο του προγραμματισμού τους, να υπερβούν, σε πολύ συγκεκριμένους βεβαίως τομείς, ακόμη και τον Άνθρωπο.
β1) Ειδικώς στα όσα ακροθιγώς τονίσθηκαν εισαγωγικώς ως προς την εν προκειμένω δυνατότητα και συμβολή του Κβαντικού Υπολογιστή πρέπει να προστεθούν, επεξηγηματικώς, και τα εξής: Ο Κβαντικός Υπολογιστής, που ακόμη βρίσκεται σε εμβρυακό ουσιαστικώς στάδιο αναφορικά με τις μελλοντικές του αποδόσεις σε μια τεράστια σειρά τεχνολογικών πεδίων, είναι προϊόν της Κβαντικής Τεχνολογίας και οι δυνατότητές του βαίνουν πολύ πέραν της Τεχνητής Νοημοσύνης. Σε ό,τι δε αφορά την μεταξύ τους τεχνολογική διαφοροποίηση -με την απαραίτητη διευκρίνιση ότι οι ασχολούμενοι με την Κβαντική Τεχνολογία εν γένει δεν προσφεύγουν, τουλάχιστον προς το παρόν, στην Τεχνητή Νοημοσύνη- σε γενικές γραμμές μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη κάνει την «μηχανή» πιο «έξυπνη», ενώ η Κβαντική Τεχνολογία, με πιο απτό παράδειγμα τον ίδιο τον Κβαντικό Υπολογιστή, την κάνει πιο «γρήγορη». Περαιτέρω -και συμπερασματικώς- η ταχύτητα του Κβαντικού Υπολογιστή μπορεί να ενισχύσει σε βαθμό που ουδείς δύναται να διανοηθεί την «εξυπνάδα» των μέσων της Τεχνητής Νοημοσύνης, κάνοντας μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα υπολογισμούς οι οποίοι έως σήμερα απαιτούσαν απείρως περισσότερο χρόνο. Άρα διασφαλίζοντας, μεταξύ άλλων, στα μέσα της Τεχνητής Νοημοσύνης αδιανοήτως μεγαλύτερες δυνατότητες ταχύτατου προγραμματισμού και αναπρογραμματισμού. Κάτι το οποίο μπορεί να συμβάλλει τα μέγιστα και στην διατύπωση προβλέψεων ή και στην εξεύρεση εντελώς νέων δρόμων σε όλο το φάσμα της επιστημονικής έρευνας, με τον ορίζοντα της σταδιακής εξέλιξης να εμφανίζεται ολοένα και πιο ευρύς στο άμεσο και, κατ’ εξοχήν, στο απώτερο μέλλον. Αυτό δε το οποίο καθίσταται μάλλον βέβαιο είναι ότι ο Κβαντικός Υπολογιστής προσδίδει εντελώς άλλες, και μάλιστα απροσδιόριστων προοπτικών, δυνατότητες αξιοποίησης της Τεχνολογίας στο ειδικότερο πεδίο της Θεωρίας των Παιγνίων και, κατ’ επέκταση, στις πολυδιάστατες εφαρμογές της.
β2) Όμως και παρά το ότι ουδείς νομιμοποιείται, κατά τα προεκτεθέντα, να αμφισβητήσει τις έως τα όρια του επιστημονικού δέους εξελίξεις κατά την αξιοποίηση του Κβαντικού Υπολογιστή τίποτα -και με κάθε υπόθεσης και μορφής προβλέψεις- δεν επιτρέπει έστω και την στοιχειώδη υπόνοια ότι ο Κβαντικός Υπολογιστής και οι εφαρμογές του θα καταστήσουν εφικτή την μετάβαση της Τεχνολογίας από το στάδιο της Τεχνητής Νοημοσύνης σε εκείνο της Τεχνητής Συνείδησης. Το βέβαιο είναι ότι ο Κβαντικός Υπολογιστής μπορεί να ωθήσει την Τεχνητή Νοημοσύνη πολύ πέραν των υπό τις παρούσες συνθήκες ορίων της, όχι όμως έως το σημείο που θα σήμαινε και την διάβαση του Ρουβίκωνα της Τεχνητής Συνείδησης. Όλα δείχνουν ότι η Κβαντική Τεχνολογία και ο Κβαντικός Υπολογιστής αδυνατούν, εκ φύσεως, να επιτελέσουν μια τέτοια αποστολή. Οπότε και εδώ ισχύει ο κανόνας -διεπιστημονικής ισχύος- «impossibilium nulla obligatio est».
β3) Σε ό,τι αφορά τα ακραία όρια των δυνατοτήτων της Τεχνητής Νοημοσύνης, μέσα από τον συνδυασμό όλων των μέσων που διαθέτει σήμερα, ας προστεθεί και τούτο: Όπως παρατηρούν οι συγγραφείς του βιβλίου «Η θαυμαστή εποχή της νέας τεχνολογίας» (Erik Brynjolfsson, Andrew McAfee, μετ. Γιώργος Ναθαναήλ, εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2016), παρά την σημαντική πρόοδο της Τεχνητής Νοημοσύνης κατά τα τελευταία χρόνια, οι ερευνητές που δουλεύουν σε αυτόν τον κλάδο δεν έχουν καταφέρει ακόμη να διαψεύσουν το, διατυπωμένο ήδη από την δεκαετία του 1980, περίφημο «παράδοξο του Μόραβεκ», από το όνομα του Hans Moravec, πρωτοπόρου στον τομέα της Ρομποτικής και Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Carnegie Mellon. Σύμφωνα με το εν λόγω παράδοξο, «είναι σχετικά εύκολο να κάνει κανείς τους υπολογιστές να έχουν ικανοποιητική επίδοση στα τεστ ευφυΐας ή στους αγώνες σκακιού, αλλά δύσκολο έως αδύνατο να καταφέρεις να αποκτήσουν τις δεξιότητες παιδιού ενός έτους, όσον αφορά τις αισθητηριακές και κινητικές δεξιότητες» (ιδίως, Hans Moravec, Mind Children, Harvard University Press, 1990, και Mere Machine to Transcendent Mind, Oxford University Press, 2000).

2. Στον αστερισμό της διαβρωτικής διακινδύνευσης
Για την πληρότητα της εν προκειμένω ανάλυσης είναι σκόπιμο να επισημανθεί ότι όσο αναγκαία είναι η έρευνα για την ενίσχυση των δυνατοτήτων της Τεχνητής Νοημοσύνης στην εποχή μας, άλλο τόσο -αν όχι και περισσότερο- αναγκαία είναι και η έρευνα της ενδεχόμενης διακινδύνευσης από μια αλόγιστη προσφυγή στα μέσα της Τεχνητής Νοημοσύνης, ιδίως όταν η ως άνω προσφυγή οδηγεί στην λήψη κρίσιμων αποφάσεων για το μέλλον του Ανθρώπου αλλά και της Ανθρωπότητας εν γένει. Άκρως αντιπροσωπευτικό είναι το παράδειγμα του μέσω ενός ΜΝΔ αναπτυχθέντος προγράμματος «AlphaZero» για σκακιστικά παιχνίδια υψηλότατου επιπέδου.
α) Το πρόγραμμα «AlphaZero» οδήγησε στην κατάκτηση εκείνη της Τεχνητής Νοημοσύνης, στο πλαίσιο της οποίας ο προγραμματισμός με παρτίδες σκάκι ενός ΜΝΔ του επέτρεψε να δημιουργήσει νέες παρτίδες που ουδέποτε είχε σκεφθεί ο Άνθρωπος. Περαιτέρω δε του έδωσε την δυνατότητα να παίζει τις παρτίδες αυτές με τέτοιο τρόπο, ώστε να αιφνιδιάζει κάθε φορά τον αντίπαλο Άνθρωπο-σκακιστή και να τον κερδίζει πάντοτε. Αυτός ο αιφνιδιασμός οφείλεται ιδίως στο ότι οι κινήσεις του ΜΝΔ είναι τόσο απρόβλεπτες -π.χ. «θυσία» της βασίλισσας εκεί που δεν θα μπορούσε να το σκεφθεί και να το επιλέξει ο Άνθρωπος-σκακιστής, όσο έμπειρος και αν είναι- ώστε να διαλύει τους υπολογισμούς του Ανθρώπου-αντιπάλου και να τον οδηγεί, στην καλύτερη περίπτωση, σε μια ισοπαλία, συνήθως όμως στην ήττα.
β) Το παράδειγμα του «AlphaZero» μας μετάγει όμως και σε ένα άλλο μείζον πρόβλημα των κινδύνων τους οποίους συνεπάγεται η χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης σε ένα τόσο υψηλό επίπεδο μέσω των ΜΝΔ. Τα τελευταία προγραμματίζονται -και στην συνέχεια, εξαιτίας της άκρως προηγμένης Τεχνητής Νοημοσύνης, μπορούν να αναπρογραμματίζονται σχεδόν αενάως- για την εξεύρεση λύσεων στα προβλήματα που τους έχουν τεθεί, κυρίως δε στα προβλήματα τα οποία σχετίζονται με την λήψη αποφάσεων. Τούτο συνεπάγεται και ότι οι αλγόριθμοι της Τεχνητής Νοημοσύνης μπορούν να λύσουν, αναβαθμιζόμενοι προγραμματικώς ανάλογα με την εξέλιξη της Τεχνολογίας, πολλά και ολοένα και περισσότερο πολύπλοκα προβλήματα, λαμβανομένου υπόψη πως η αντίστοιχη τελειοποίηση των αλγορίθμων μπορεί να οδηγήσει σε ακαταπαύστως νέους και πιο εξελιγμένους επιχειρησιακώς, στο πεδίο της Τεχνητής Νοημοσύνης, αλγορίθμους. Αναπροσαρμοζόμενο και αναλόγως αναβαθμιζόμενο έτσι το κατά περίπτωση ΜΝΔ αναζητά και βρίσκει, με κάθε τρόπο, την λύση.
γ) Επειδή όμως, όπως επισημάνθηκε, το ΜΝΔ δεν διαθέτει -ούτε έχουμε την δυνατότητα να του διοχετεύσουμε- πέραν της Τεχνητής Νοημοσύνης και Τεχνητή Συνείδηση οιασδήποτε μορφής και έκτασης, αδυνατεί να θέσει αυτοδυνάμως ηθικούς κανόνες και να υπακούσει σε αυτούς ως προς το αν και κατά πόσο η λύση που επιλέγει ενδεχομένως να είναι επιβλαβής ή και καταστροφική για τον Άνθρωπο, ο οποίος ζει πάντοτε μέσα σε ένα κοινωνικό σύνολο. Γεγονός που καθιστά ιδιαίτερα επιτακτική την ανάγκη έρευνας των λοιπών επιπτώσεων της χρήσης των ΜΝΔ επί της όλης οργάνωσης και λειτουργίας του κοινωνικού συνόλου. Τούτο σημαίνει, κατ’ ανάγκη, ότι κάθε ΜΝΔ μπορεί -όσο βεβαίως μπορεί- να αναγνωρίσει μόνο εκείνους τους ηθικούς κανόνες και τους αντίστοιχους ηθικούς φραγμούς, οι οποίοι προέρχονται από τον φορέα που οργανώνει τον αλγοριθμικό προγραμματισμό του. Συνεπώς το ΜΝΔ ετεροκαθορίζεται εν προκειμένω, άρα δεν μπορεί να έχει αφ’ εαυτού ηθικούς φραγμούς. Και εδώ ακριβώς εντοπίζεται το μείζον και άκρως επώδυνο πρωθύστερο: Η πορεία της Τεχνητής Νοημοσύνης μέσω των ΜΝΔ συνεχίζεται ακάθεκτη, δίχως να έχουμε διαμορφώσει τους κατάλληλους, έστω και στοιχειωδώς, αντικειμενικούς κανόνες για την χρήση τους κατά τρόπο ώστε να μην θέτουν σε διακινδύνευση το μέλλον του Ανθρώπου, άρα -εν τέλει- αυτού τούτου του Πολιτισμού μας. Με την πρόσθετη διευκρίνιση ότι, εν πάση περιπτώσει, σήμερα δεν είμαστε ακόμη σε θέση να συλλάβουμε και να καθορίσουμε επαρκώς πώς και υπό ποίους όρους θα οδηγηθούμε στην διαμόρφωση τέτοιων πρόσφορων αντικειμενικών κανόνων.

Β. Ορισμένες επικίνδυνες ψευδαισθήσεις στο πεδίο της Νομικής Επιστήμης
Τα όσα σημειώθηκαν προηγουμένως δείχνουν πόσο απέχουν από την πραγματικότητα εκείνοι, οι οποίοι διαβλέπουν στον χώρο της Νομικής Επιστήμης μια τέτοια χρήση των σύγχρονων ΜΝΔ και ΜΓΜ, ώστε να υποκαθιστούν, έστω και σε ορισμένες περιπτώσεις, στην πράξη τα θεσμοθετημένα όργανα της Νομοθετικής, της Εκτελεστικής και της Δικαστικής Εξουσίας, είτε κατά την παραγωγή των κανόνων δικαίου είτε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή τους στην πράξη. Ιδίως δε τα θεσμοθετημένα όργανα που ασκούν την εν γένει δικαιοδοτική λειτουργία. Διότι η αλήθεια έγκειται στο ότι μόνον επικουρικώς -και πρωτίστως στο πλαίσιο εκείνο όπου η ερμηνεία και η εφαρμογή των ισχυόντων κανόνων δικαίου κάθε μορφής προϋποθέτει την επίλυση δυσχερών τεχνικών προβλημάτων, π.χ. στον χώρο της Οικονομίας ή και της Φυσικής και των Μαθηματικών όπως και την επίλυση αντίστοιχων προβλημάτων στην διαδικασία απόδειξης, κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας κυρίως μέσω πραγματογνωμοσύνης -η Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεί να βοηθήσει την Νομική Σκέψη στην ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου, πρωτίστως εκ μέρους των κάθε είδους νομιμοποιημένων προς τούτο λειτουργών της Δικαστικής Εξουσίας. Αυτό δε οφείλεται -μεταξύ άλλων βεβαίως αλλά σε μεγάλο βαθμό- και στο ότι μη διαθέτοντας, έστω και στοιχειωδώς, χαρακτηριστικά Συνείδησης η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν είναι σε θέση, εκ φύσεως και εξ ορισμού, να υπερβεί τεχνικώς και νομικώς το εμπόδιο είτε της αποτελεσματικής και lege artis επινόησης αόριστων νομικών εννοιών κατά την διαμόρφωση των κανόνων δικαίου. Είτε της συγκεκριμενοποίησης αόριστων νομικών εννοιών σύμφωνα με την κανονιστική φύση τους κατά την απονομή της Δικαιοσύνης. Επανερχόμενοι λοιπόν στις προεκτεθείσες θέσεις του Αριστοτέλους περί του Δικαίου και της Δικαιοσύνης και περί αόριστων νομικών εννοιών πρέπει να εξαγάγουμε και τα ακόλουθα συμπεράσματα:

1. Ιδιομορφίες της δικαιοπαραγωγικής και της δικαιοδοτικής λειτουργίας
Πριν απ’ όλα η δήθεν αυτόματη παραγωγή κανόνων δικαίου, και κατ’ εξοχήν η προσφυγή σε δήθεν αυτόματες δικηγορικές υπηρεσίες και δικαστικές αποφάσεις, εκτός από ανεδαφική είναι άκρως επικίνδυνη για την ίδια την ουσία του Δικαίου και της Δικαιοσύνης κατά τον προορισμό τους, όπως αυτός επεξηγήθηκε προηγουμένως με βάση τις αντίστοιχες θέσεις του Αριστοτέλους.
α) Και τούτο ιδίως διότι ο Κανόνας Δικαίου -φυσικά στο πεδίο του σύγχρονου Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας και, επέκεινα, ως στοιχειώδες κανονιστικό συστατικό του Δικαίου και της Δικαιοσύνης- εκ φύσεως και εξ ορισμού θεσπίζεται για την ρύθμιση αενάως εξελισσόμενων και αλληλοεπηρεαζόμενων ανθρώπινων συμπεριφορών εντός του οικείου κοινωνικού συνόλου. Πράγμα που σημαίνει ότι η θέσπιση, ερμηνεία και εφαρμογή του -και πάλι εκ φύσεως και εξ ορισμού- συνεπάγεται μια περίπλοκη και πολυπρισματική νομική και πραγματική αξιολόγηση ιδίως λόγω της οιονεί αυτόθροης παρεμβολής πλειάδας αόριστων εννοιών, νομικών αλλά και αξιολογικών. Αξιολόγηση η οποία, υπό τ’ ανωτέρω δεδομένα, για την λήψη της απόφασης ως προς την διατύπωση του Κανόνα Δικαίου και την επιλογή της ενδεδειγμένης ερμηνείας του ως προς την ολοκλήρωση της εφαρμογής του προϋποθέτει, κατά κανόνα, εκτεταμένη ενεργοποίηση του μηχανισμού μετάβασης από το ασυνείδητο στο συνειδητό. Περαιτέρω δε αξιολόγηση η οποία προϋποθέτει, εν πάση περιπτώσει, συνδυασμό Νοημοσύνης και Συνείδησης. Πραγματικά, λόγω της προμνημονευόμενης ιδιοσυστασίας του Κανόνα Δικαίου δημοκρατικής προέλευσης και νομιμοποίησης είναι σχεδόν αδύνατο να φαντασθεί κανείς περιπτώσεις θέσπισής του, ερμηνείας του και εφαρμογής του στην πράξη όπου τούτο θα μπορούσε να επισυμβεί μόνο μέσω παρέμβασης της Νοημοσύνης, άρα εν απουσία Συνείδησης. Η ίδια η κανονιστική υπόσταση του Κανόνα Δικαίου, δια της αναγκαίας συνύπαρξης του πραγματικού και του νομικού καθ’ όλη την εξελικτική πορεία από την θέσπισή του έως την τελική εφαρμογή του στην πράξη, καθώς και η ένταξη στο κανονιστικό του πεδίο αόριστων νομικών εννοιών, καθιστά ένα τέτοιο ενδεχόμενο από απολύτως περιθωριακό και αμελητέο έως αδιανόητο.
β) Υπό τις συνθήκες αυτές μόνον ο Άνθρωπος, δρώντας κατά περίπτωση ως αρμόδιος προς τούτο λειτουργός που διαθέτει Συνείδηση και Νοημοσύνη, είναι σε θέση αφενός να δημιουργεί Δίκαιο μέσω των κατάλληλων και σύμφωνων με τις αρχές της δημοκρατικής οργάνωσης κανόνων δικαίου. Και, αφετέρου, να απονέμει, κατά κυριολεξία, Δικαιοσύνη, υφ’ οιανδήποτε εκδοχή της. Ενώ τα ΜΝΔ, καθώς και τα ΜΓΜ, στερούμενα κατά τα προεκτεθέντα Τεχνητής Συνείδησης, αδυνατούν να επιτελέσουν στο ακέραιο μια τέτοια αποστολή, τουλάχιστον κατά τον προορισμό του Κράτους Δικαίου και της Δικαιοσύνης σε ένα δημοκρατικώς οργανωμένο και διοικούμενο κοινωνικό σύνολο. Συμπερασματικώς, μόνον επικουρικώς και εντός συγκεκριμένων ορίων -συνακόλουθα δε όχι πρωτογενώς- η Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεί να λειτουργήσει στον χώρο της Νομικής Επιστήμης, είτε κατά την παραγωγή κανόνων δικαίου είτε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή τους στην πράξη. Και τούτο κατά κύριο λόγο εξαιτίας του ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι αδύνατο να υπερνικήσει το εν εκτάσει παρεμβαλλόμενο φαινόμενο της αδήριτης ανάγκης επεξεργασίας πλειάδας αόριστων, νομικών ή και αξιολογικών, εννοιών που απαιτούν εξειδίκευση in concreto, όπως ήδη διευκρινίσθηκε.
γ) Αυτό βεβαίως σημαίνει, κατά λογική νομική ακολουθία, πως νομικές ρυθμίσεις καθώς και δικαστικές κρίσεις και αποφάσεις -συμπεριλαμβανομένων των κρίσεων και αποφάσεων όταν και όπου δικαιοδοτούν διαιτητικά δικαστήρια, δοθέντος ότι και αυτά καλούνται να χειρισθούν στο πεδίο της ιδιόμορφης δικαιοδοσίας τους την συγκεκριμενοποίηση αόριστων νομικών εννοιών ιδίως με βάση την αρχή της Επιείκειας, η οποία επίσης, κατά τα προεκτεθέντα, είναι εκ κανονιστικής φύσεως αόριστη νομική έννοια- που διαμορφώνονται αυτομάτως μέσω της Τεχνητής Νοημοσύνης αναιρούν την πεμπτουσία της Δικαιοσύνης. Όταν μάλιστα μαθηματικώς θα οδηγούσαν, εκτός των άλλων, και στην αποθέωση μιας γενικευμένης ισοπεδωτικής κανονιστικής ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων, εντελώς αντίθετης προς την Αρχή της Ισότητας υπό την αναλογική της έννοια και, περαιτέρω, προς την αξία του Ανθρώπου και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του.
γ1) Πέραν αυτών, τα ΜΝΔ καθώς και τα ΜΓΜ για τους ίδιους λόγους δεν είναι σε θέση, ακόμη και με τον πιο προηγμένο και πλήρη προγραμματισμό, να δημιουργήσουν κανόνες δικαίου οι οποίοι θα εντάσσονταν στην κατά περίπτωση Έννομη Τάξη -stricto και lato sensu- υπό όρους που ανταποκρίνονται απολύτως στις κανονιστικές απαιτήσεις της ιεραρχικής δομής της. Διότι σε κάθε δημοκρατικώς οργανωμένο Κράτος, όπου λειτουργούν επαρκώς η αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών και οι συνδυαζόμενες πλήρως με αυτή αρχές του Κράτους Δικαίου και της Νομιμότητας, η δομή της Έννομης Τάξης στηρίζεται σε κανόνες δικαίου δομημένους ιεραρχικώς ως προς την κανονιστική τους ισχύ και εμβέλεια.
γ2) Όμως, και όπως συνάγεται από τα προεκτεθέντα, και πάντοτε υπό τα σημερινά δεδομένα της έλλειψης Τεχνητής Συνείδησης, ακόμη και τα πιο προηγμένα ΜΝΔ και ΜΓΜ δεν διαθέτουν εκείνες τις περίπλοκες νοητικές ικανότητες -υπό την ευρύτατη έννοιά τους- οι οποίες, δια της μετάβασης από το ασυνείδητο στο συνειδητό, καθιστούν εφικτή την τεκμηριωμένη και ολοκληρωμένη στάθμιση του αν και κατά πόσον ο κανόνας δικαίου που ενδεχομένως διαπλάθουν είναι σύμφωνος π.χ. με το Σύνταγμα, σε ό,τι αφορά την Εθνική Έννομη Τάξη ή με το Διεθνές Δίκαιο και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, εφόσον αναγόμαστε στο κανονιστικό πλαίσιο της Διεθνούς Κοινότητας ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό προκύπτει εκ του ότι ουδείς δικαιολογείται να παραγνωρίζει την σύγχρονη πραγματικότητα, η οποία καταδεικνύει ότι η κάθε Εθνική Έννομη Τάξη συμβιώνει και συμπράττει αναγκαίως με την Διεθνή Έννομη Τάξη, στο δε πλαίσιο των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη, με όλες τις εντεύθεν συνέπειες και απαιτήσεις εξαιρετικά πολύπλοκων νομικών συλλογισμών θέσπισης, ερμηνείας και εφαρμογής των κατ’ ιδίαν κανόνων δικαίου.

2. Η αξία του φιλοσοφικού στοχασμού του Kant
Εδώ αναδεικνύεται, σε ένα ακόμη επιστημονικό πεδίο, και η μεγάλη σύγχρονη σημασία του φιλοσοφικού στοχασμού του I. Kant: Μόνον ο Άνθρωπος, ως ον όχι μόνο με Νοημοσύνη αλλά και με Συνείδηση, μπορεί να θέτει ορθολογικούς κανόνες συμπεριφοράς, και για τον εαυτό του και για τους συνανθρώπους του. Κανόνες, οι οποίοι ανταποκρίνονται στο πρότυπο της «κατηγορικής προσταγής» και υπό τις πέντε, κατά Kant, εκφάνσεις της. Ήτοι κανόνες συμπεριφοράς που και διαπλάθονται κατά την ελεύθερη βούληση του δημιουργού τους στην βάση της Ηθικής, και εφαρμόζονται στην πράξη κατά τα προτάγματα της Ηθικής. Με άλλες λέξεις κανόνες συμπεριφοράς δομημένους πάνω στην βάση ηθικών φραγμών, τους οποίους τα μέσα της Τεχνητής Νοημοσύνης θα μπορούσαν, καθ’ υπόθεση, να διαμορφώσουν τεχνητώς μόνον εφόσον θα είχε επιτευχθεί, εκ μέρους του Ανθρώπου και κατά τα ως άνω, μια οιονεί τεχνολογική μετάγγιση σε αυτά και Τεχνητής Συνείδησης.
α) Επομένως, και για τους προεκτεθέντες συμπληρωματικούς λόγους, τα ΜΝΔ και τα ΜΓΜ ούτε μπορούν να δημιουργήσουν άνευ άλλου τινός πλήρεις κανόνες δικαίου -με την μορφή leges perfectae και όχι με την ελλιπή μορφή των leges imperfectae ή και leges minus quam perfectae- ούτε μπορούν να τους ερμηνεύσουν και να τους εφαρμόσουν μηχανικώς, λόγω του ότι δεν διαθέτουν και Τεχνητή Συνείδηση. Και αυτό αποδεικνύεται με πολλά παραδείγματα, τόσο στο πλαίσιο της Γενικής Θεωρίας του Δικαίου όσο και στο πλαίσιο ερμηνείας και εφαρμογής των κανόνων του Ιδιωτικού και του Δημόσιου Δικαίου. Μένοντας σε ένα πρώτο, πολύ γενικό, επίπεδο θεώρησης εν προκειμένω πρέπει να γίνει αποδεκτό το επίσης γενικό συμπέρασμα, ότι τα ΜΝΔ δεν μπορούν να φθάσουν στο νοητικό επίπεδο π.χ. δημιουργίας γενικών αρχών, ως πηγών του Δικαίου που συνάγονται από το σύνολο των κανόνων δικαίου κάθε Έννομης Τάξης ή να αξιοποιήσουν δεόντως την αρχή της Επιείκειας κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου στο πλαίσιο της απονομής της Δικαιοσύνης.
β) Η αδυναμία αυτή προσλαμβάνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις π.χ.:
β1) Στο πεδίο του Συντάγματος, του οποίου η τυπική ισχύς είναι υπερέχουσα λόγω της κανονιστικής ιδιοσυστασίας του ως βάσης και κορυφής της Έννομης Τάξης. Εκ τούτου και μόνο μπορεί να κατανοηθεί η άκρως περιορισμένη συμβολή των ΜΝΔ και των ΜΓΜ στην συναγωγή γενικών αρχών συνταγματικού επιπέδου και στην ερμηνεία των γενικών ρητρών συνταγματικής ισχύος, όπως είναι π.χ. οι ρήτρες του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του Ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος), της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος) και της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1 εδ. δ΄ του Συντάγματος).
β2) Στο πεδίο του Ευρωπαϊκού Δικαίου, του οποίου επίσης οι διατάξεις από πλευράς τυπικής ισχύος υπερέχουν κανονιστικώς εκείνων του τυπικού νόμου. Και εδώ καθίσταται σαφής, για τους ίδιους κατά τα προμνημονευόμενα λόγους, η άκρως περιορισμένη συμβολή των ΜΝΔ και των ΜΓΜ στην συναγωγή γενικών αρχών ίσης τυπικής ισχύος με τους κανόνες του πρωτογενούς και του παράγωγου Ευρωπαϊκού Δικαίου.
β3) Και στο πεδίο του Διεθνούς Δικαίου –με δεδομένο ότι και οι διατάξεις του υπερέχουν, από πλευράς τυπικής ισχύος, εκείνων του τυπικού νόμου -και υπό διαφορετικές επόψεις. Κατ’ εξοχήν δε υπό την έποψη της ουσιαστικώς μηδενικής δυνατότητας συμβολής των ΜΝΔ και των ΜΓΔ στην συναγωγή γενικώς παραδεδεγμένων κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, κατά τους ορισμούς του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Δοθέντος μάλιστα ότι η ως άνω συναγωγή προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, και μια εξαιρετικά σύνθετη ερμηνεία των τεθειμένων κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, και δη ερμηνεία υπό το πρίσμα κυρίως των τελεολογικών, συστηματικών και ιστορικών της διαστάσεων.
γ) Επιπλέον, τα ΜΝΔ και τα ΜΓΜ δεν είναι σε θέση π.χ.:
γ1) Να συνάψουν καθ’ ολοκληρία και ab initio και να ερμηνεύσουν τις δικαιοπραξίες του Ιδιωτικού Δικαίου, διασφαλίζοντας με ικανοποιητικό τρόπο την αναγκαία συμφωνία τους με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, να αξιοποιήσουν επαρκώς και καταλλήλως διδάγματα κοινής πείρας, να αναγνωρίσουν συναλλακτικά ήθη και να διαγνώσουν σε τι συνίσταται η «ἐν τοῖς ἰδίοις ἐπιμέλεια».
γ2) Κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του Δημόσιου Δικαίου, να κατανοήσουν επακριβώς τι σημαίνει δημοκρατική αρχή, αρχή της αναλογικότητας -κατά τ’ ανωτέρω- ως προς τους θεσμικώς καθοριζόμενους περιορισμούς των δικαιωμάτων, χρηστή διοίκηση και προστατευόμενη εμπιστοσύνη του διοικουμένου. Ή και να ασκήσουν στο ακέραιο διακριτική ευχέρεια, λαμβανομένου υπόψη ότι η τελευταία εκ φύσεως και εξ ορισμού συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, και στάθμιση αόριστων αξιολογικών εννοιών, άρα in concreto αξιολόγηση και αντίστοιχη στάθμιση για την λήψη απόφασης. Είναι δε εντελώς διαφορετικό το ζήτημα της υποβοήθησης των κρατικών οργάνων δια των μέσων της Τεχνητής Νοημοσύνης να ασκήσουν lege artis την ανατεθειμένη σε αυτά κατά νόμο διακριτική ευχέρεια, ιδίως στο εν γένει επιστημονικό πεδίο και στο πεδίο εξειδικευμένων τεχνικών γνώσεων. Διότι εδώ η συμβολή των μέσων της Τεχνητής Νοημοσύνης δεν είναι πρωτογενής αλλά συμπληρωματική, αφού η τελική κρίση ως προς την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας ανήκει στα κατά περίπτωση αρμόδια κρατικά όργανα.
δ) Τα αυτά, και δη a fortiori, στο πεδίο του Δημόσιου Δικαίου ισχύουν και σε ό,τι αφορά την κατανόηση και αξιολόγηση των στοιχείων μιας μείζονος σημασίας για την εν γένει κρατική δράση αόριστης νομικής έννοιας, ήτοι εκείνης του Δημόσιου Συμφέροντος. Τούτο δε καθίσταται τόσο περισσότερο προφανές, όσο η κρατική δράση επεκτείνεται διαρκώς σε ολοένα και περισσότερο εξειδικευμένους τεχνικούς τομείς παρέμβασης.
δ1) Είναι ιδιαιτέρως χαρακτηριστικό ότι τα ΜΝΔ και τα ΜΓΜ εκ φύσεως αδυνατούν να διαπιστώσουν, τουλάχιστον με την επάρκεια που προϋποθέτουν και επιβάλλουν οι αρχές του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας, αν σε μια συγκεκριμένη περίπτωση αυτό που τα κρατικά όργανα επικαλούνται ως Δημόσιο Συμφέρον είναι μια μεταλλαγμένη μορφή Δημοσιονομικού, και μόνο, Συμφέροντος. Κατά συνέπεια, ευχερώς γίνεται αντιληπτό το πόσο ανίσχυρα είναι τα ΜΝΔ και τα ΜΓΜ να καταπολεμήσουν αποτελεσματικώς την μάστιγα της εποχής μας εις βάρος του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας, που έχει πάρει την μορφή της «επικυριαρχίας» του «οικονομικού» επί του «θεσμικού».
δ2) Αυτό συμβαίνει στο μέτρο κατά το οποίο δεν είναι σε θέση, όπως τονίσθηκε, να διακρίνουν σαφώς μεταξύ γνήσιου, ως αυθεντικού, Δημόσιου Συμφέροντος και αμιγώς Δημοσιονομικού Συμφέροντος, προορισμένου να εξυπηρετήσει απλώς οικονομικούς σκοπούς του Κράτους. Και μόνο σε δεύτερο επίπεδο, και δια της νομοθετικής οδού, μπορεί να φθάσει στο όριο της εξυπηρέτησης αυθεντικού Δημόσιου Συμφέροντος, π.χ. δια του καθορισμού των κονδυλίων του Προϋπολογισμού που έχουν ρητώς προορισθεί για έναν τέτοιο δημόσιο σκοπό.

Γ. Συμπεράσματα με βάση την κανονιστική ιδιοσυστασία του δικανικού συλλογισμού
Οι προηγούμενες θέσεις καταδεικνύουν ευχερώς και πόσο οριακή είναι η προοπτική της δυνατότητας ουσιαστικής παρέμβασης των ΜΝΔ και των ΜΓΜ στο πιο κρίσιμο, ίσως, πεδίο της Νομικής Επιστήμης και των εφαρμογών της στην πράξη. Ήτοι στο πεδίο της απονομής της Δικαιοσύνης και, συγκεκριμένα, της έκδοσης των δικαστικών αποφάσεων από τα έχοντα κατά περίπτωση δικαιοδοσία δικαστικά όργανα. Αφού η Νομική Επιστήμη, κατά τον θεμελιώδη προορισμό της, δεν είναι επιτρεπτό να νοείται αποκλειστικώς ως άσκηση -χρήσιμων βεβαίως, πλην όμως όχι αυτοτελώς λειτουργικών- θεωρητικών κατασκευών, σχετικών με την κανονιστική ιδιομορφία κάθε Έννομης Τάξης. Και τούτο διότι, σε γενικές οπωσδήποτε γραμμές και κατά την θεσμική του υπόσταση, ο Νόμος θεσπίζεται για να εφαρμόζεται κατά τα προτάγματα του Δικαίου και της Δικαιοσύνης. Η θεωρητική επεξεργασία των κανονιστικών του διαστάσεων δεν είναι αυτοσκοπός αλλά, κατά κάποιον τρόπο, «θεραπαινίδα» της κατά την καταγωγή του και κατά τον σκοπό της θέσπισής του -εξ ου και η πρωταρχική σημασία της τελεολογικής του ερμηνείας- εφαρμογής του στην πράξη. Υπό τα ως άνω δεδομένα η ανάλυση προς αυτή την κατεύθυνση παρουσιάζει τόσο μεγαλύτερο ενδιαφέρον -που αποκτά χαρακτηριστικά έντονης κρισιμότητας- όσο εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια κυρίως στις ΗΠΑ υιοθετούνται και καθιερώνονται θεσμικώς, με τάσεις ευρείας επέκτασης, πρακτικές αξιοποίησης των ΜΝΔ και των ΜΓΜ για την πλήρη υποκατάσταση, στους αντίστοιχους τομείς, της Δικαιοσύνης δια της έκδοσης σχεδόν ολοκληρωτικώς αυτοματοποιημένων, δήθεν, δικαστικών αποφάσεων μέσω του κατάλληλου προγραμματισμού.

1. Tα εγγενή όρια του δικανικού συλλογισμού έναντι του προγραμματισμού του μέσω αλγοριθμικών προβλέψεων
Ανατρέχοντας στα προεκτεθέντα σχετικά με την κανονιστική υπόσταση διαφόρων νομικών εννοιών και δεδομένων, στο πλαίσιο της ερμηνείας και της εφαρμογής στην πράξη των ισχυόντων κανόνων δικαίου, καθίσταται, και δη ανενδοιάστως, προφανές γιατί ο παραδοσιακός δικανικός συλλογισμός κατά την απονομή της Δικαιοσύνης από τα έχοντα in concreto δικαιοδοσία δικαστικά όργανα είναι αδιανόητο- όταν βεβαίως δικαιοδοτούν εντός μιας δημοκρατικώς οργανωμένης και νομιμοποιημένης Έννομης Τάξης- να διεκπεραιωθεί αποκλειστικώς από ΜΝΔ και τα ΜΓΜ προγραμματισμένα, ακόμη και στο πιο εξελιγμένο επίπεδο, δια των μεθόδων αλγοριθμικών προβλέψεων. Πέραν όμως της ως άνω κανονιστικής υπόστασης των νομικών εννοιών -και ιδίως των αόριστων νομικών εννοιών- και δεδομένων, πλην όμως και ως συνέπεια αυτής, η ίδια η δομή και η λειτουργία του δικανικού συλλογισμού, ως προς όλες του τις διαστάσεις, καθιστά πρόδηλα τα εγγενή του όρια έναντι του προγραμματισμού του μέσω αλγοριθμικών προβλέψεων. Κατ’ ακρίβεια:
α) Πρώτον είναι -από θεσμική σκοπιά και προκειμένου να διατυπώνεται lege artis- ουσιαστικώς αδύνατο να καταστεί εφικτός ένας πλήρης, υπό την έννοια της ακριβούς επιλογής του οικείου κανόνα δικαίου, προγραμματισμός μέσω αλγοριθμικών προβλέψεων της μείζονος πρότασης δικανικού συλλογισμού.
α1) Προκαταρκτικώς διευκρινίζεται ότι η μείζων πρόταση του δικανικού συλλογισμού συνίσταται στην επιλογή του εφαρμοστέου ή των εφαρμοστέων, συνδυαστικώς, κανόνων δικαίου για την επίλυση, από το δικαστικό όργανο που έχει δικαιοδοσία, μιας επίδικης διαφοράς. Κατά τούτο η μείζων πρόταση εμφανίζεται, σύμφωνα με την νομική λογική, ως η sedes materiae του δικανικού συλλογισμού, με την προσθήκη ότι η επιλογή του εφαρμοστέου κάθε φορά κανονιστικού πλαισίου συνδέεται αρρήκτως από την μια πλευρά με την ροή της εν γένει νομοθετικής παραγωγής εκ μέρους της Νομοθετικής Εξουσίας. Και, από την άλλη πλευρά, με την ροή των πραγματικών δεδομένων, τα οποία προκάλεσαν την επίδικη διαφορά και τα οποία πρέπει, για την επίλυσή της, να υπαχθούν στο βάσει αυτών επιλεγμένο κανονιστικό πλαίσιο.
α2) Η σύγχρονη πραγματικότητα αποδεικνύει, και μάλιστα με εμφατικό τρόπο, την σχετικότητα και, άρα, την αβεβαιότητα η οποία διακρίνει την ραγδαία μεταβολή -κατ’ εξοχήν λόγω της οικονομικής και τεχνολογικής εξέλιξης- τόσο της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας, που διαδραματίζει τον ρόλο της ρυθμιστικής «υποδομής» του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου. Όσο και αυτών τούτων των κανόνων δικαίου, οι οποίοι θεσπίζονται ως θεσμικό «εποικοδόμημα» της «υποδομής» και -οιονεί νομοτελειακώς- συμπληρώνονται, τροποποιούνται ή και αντικαθίστανται αδιαλείπτως για να ανταποκρίνονται αποτελεσματικώς στην κανονιστική τους αποστολή. Αυτή η, εντυπωσιακή και ολοένα και περισσότερο εντεινόμενη, ρευστότητα που αφορά και την «υποδομή» της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας και το «εποικοδόμημα» του κανόνα ή των κανόνων δικαίου, τεκμηριώνει ασφαλώς την προμνημονευόμενη διαπίστωση ότι είναι πλέον ανέφικτος ένας θεσμικώς αποδεκτός -κατά την φύση του δικανικού συλλογισμού και της ευθείας σύνδεσής του με τις επιταγές της Δικαιοσύνης- προγραμματισμός της μείζονος πρότασής του μέσω αλγοριθμικών προβλέψεων. Και η αδυναμία αυτής της μορφής δεν αντιμετωπίζεται επαρκώς ακόμη και με την πιο εξειδικευμένη κατηγοριοποίηση των υπό εκδίκαση διαφορών, αφού η ως άνω ρευστότητα ως προς τις αντηρίδες της μείζονος πρότασης του δικανικού συλλογισμού προκύπτει από την ίδια την φύση τους, και όχι από τον βαθμό της συγκεκριμενοποίησής τους. Εξ αυτού του λόγου επίσης δεν είναι δυνατό να νοηθεί, υφ’ οιανδήποτε εκδοχή, οιονεί απολύτως δέσμιας κατάληξης δικανικός συλλογισμός, ώστε να καθίσταται εφικτός ο προγραμματισμός της μείζονος πρότασής του αποκλειστικώς μέσω αλγοριθμικών προβλέψεων.
β) Δεύτερον, και μόνο τα όσα διευκρινίσθηκαν για τον προγραμματισμό της μείζονος πρότασης του δικανικού συλλογισμού αρκούν προκειμένου να τεκμηριώσουν την απόδειξη του ότι τα ΜΝΔ και τα ΜΓΜ δεν είναι, από θεσμική άποψη, δυνατό αλλά ούτε και επιτρεπτό να υποκαταστήσουν τα κατά το Σύνταγμα επιφορτισμένα δικαστικά όργανα για την απονομή της Δικαιοσύνης.
β1) Πλην όμως το συμπέρασμα τούτο ενισχύει, a fortiori, και η κανονιστική φύση της ελάσσονος πρότασης του δικανικού συλλογισμού, πολλώ μάλλον όταν αυτή τελεί σε άρρηκτη συνάρτηση με την μείζονα πρότασή του. Η ελάσσων πρόταση του δικανικού συλλογισμού έγκειται, κατά βάση, στην ερμηνεία -υφ’ όλες της τις επόψεις, αρχής γενομένης από την γραμματική και, προδήλως, την τελεολογική- του κανόνα ή των κανόνων δικαίου της μείζονος πρότασης και στον εντεύθεν, lato sensu, νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών δεδομένων που προκύπτουν κατά την αποδεικτική διαδικασία σύμφωνα με τους πρόσφορους προς τούτο δικονομικούς κανόνες.
β2) Η υπό τις προϋποθέσεις αυτές συνάφεια μεταξύ μείζονος και ελάσσονος πρότασης του δικανικού συλλογισμού επεξηγεί, και δη ενισχυτικώς, και το πώς και γιατί ούτε η ελάσσων πρόταση είναι δεκτική πλήρους και ολοκληρωμένου προγραμματισμού μέσω αλγοριθμικών προβλέψεων. Όπως ήδη σημειώθηκε στον οικείο τόπο, ένας τέτοιος προγραμματισμός μπορεί να αποβαίνει εξαιρετικά χρήσιμος μόνον ως προς την αποδεικτική διαδικασία στο πλαίσιο του δικανικού συλλογισμού κατά την επίλυση μιας διαφοράς, ιδίως όταν η φύση της διαφοράς αυτής συναρτάται με την επίλυση προβλημάτων που προϋποθέτουν την προσφυγή στα δεδομένα των Θετικών Επιστημών, και κατά κύριο λόγο των Μαθηματικών και της Φυσικής.
γ) Και, τρίτον, το ανέφικτο του ολοκληρωμένου προγραμματισμού μέσω αλγοριθμικών προβλέψεων τόσο ως προς την μείζονα όσο και ως προς την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού συμπαρασύρει, μοιραίως, και την τρίτη συνιστώσα του, δηλαδή το συμπέρασμα. Έτσι δε διαμορφώνεται με πιο ευδιάκριτο τρόπο η ακρίβεια της αρχικής πρότασης, ότι τα ΜΝΔ και τα ΜΓΜ δεν μπορούν να αναδειχθούν -για όσο χρόνο μπορούμε να προβλέψουμε αφού δεν έχουμε φθάσει, και μάλλον δεν είναι ορατό το αν ποτέ θα φθάσουμε, στο στάδιο δημιουργίας και Τεχνητής Συνείδησης- σε αυθεντικούς δικαστές του παρόντος ή και του μέλλοντος.
δ) Στο σημείο αυτό πρέπει να προστεθεί ότι η ανάλυση για την αδυναμία προγραμματισμού του δικανικού συλλογισμού μέσω αλγοριθμικών προβλέψεων ισχύει, και μάλιστα στο ακέραιο, για όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας αλλά και για τον κατ’ αναίρεση δικαστικό έλεγχο. Όπως επίσης πρέπει να τονισθεί ότι είναι εντελώς διαφορετικό, σε σχέση με την διαμόρφωση του δικανικού συλλογισμού, το ζήτημα της ψηφιοποίησης του έργου των Δικαστηρίων για την διευκόλυνσή τους κατά την απονομή της Δικαιοσύνης. Πραγματικά η Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεί να αποδώσει τα μέγιστα στην διευκόλυνση των δικαστικών οργάνων και των διαδίκων ιδίως για την πληροφόρηση σχετικά με την ισχύουσα νομοθεσία και την υφιστάμενη νομολογία, για την επικοινωνία των διαδίκων με τα Δικαστήρια -π.χ. κατάθεση δικογράφων- για την ενημέρωσή τους επί των δικογραφιών και για την όλη οργάνωση των δικασίμων και την κατάρτιση των πινακίων.

2. Νομικά αντισώματα για την εξουδετέρωση της επιχείρησης ρομποτοποίησης της Δικαιοσύνης
Όπως επισημάνθηκε στην αρχή αυτής της ενότητας, κατά κύριο λόγο στις ΗΠΑ παρατηρείται το φαινόμενο εξάπλωσης της θεσμικής κατοχύρωσης -έστω και σε συγκεκριμένα πεδία απονομής της Δικαιοσύνης- μιας ολοένα εντεινόμενης έκδοσης δικαστικών αποφάσεων δια της εφαρμογής του πλήρους προγραμματισμού διαμόρφωσης του δικανικού συλλογισμού μέσω συγκροτημένων προηγουμένως εκτενών αλγοριθμικών προβλέψεων. Η επιχειρηματολογία που προηγήθηκε αρκεί για να καταδείξει τόσο την ανεδαφικότητα όσο και την επικινδυνότητα τέτοιων μεθοδεύσεων ως προς την απονομή της Δικαιοσύνης. Η προσθήκη η οποία ακολουθεί είναι, λοιπόν, αναγκαία κυρίως στο μέτρο που ενισχύει τις θέσεις για την επιτακτική αναγκαιότητα ανάπτυξης των απαραίτητων αντισωμάτων, έτσι ώστε να αποφευχθεί μια άκρως διαβρωτική για την απονομή της Δικαιοσύνης -άρα και για το Κράτος Δικαίου καθώς και για την αποτελεσματική άσκηση του Θεμελιώδους Δικαιώματος αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας-εξάπλωση της αυτοματοποίησης της οργάνωσης της δικαιοδοτικής λειτουργίας και πέραν των ΗΠΑ, π.χ. στον Ευρωπαϊκό χώρο και ιδίως στις Έννομες Τάξεις των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
α) Εισαγωγικώς επισημαίνεται και το ότι η τάση υιοθέτησης στις ΗΠΑ μεθόδων έκδοσης δικαστικών αποφάσεων δια του ολοκληρωμένου προγραμματισμού μέσω αλγοριθμικών προβλέψεων ίσως να δικαιολογείται, έστω και εν μέρει, λόγω της σημασίας που εξακολουθεί να εμφανίζει στο πλαίσιο του Αγγλοσαξονικού Δικαίου η νομική φύση του «προηγουμένου» («precedent»).
α1) Ο δικονομικός θεσμός του «προηγουμένου» επιτρέπει, βεβαίως σε ορισμένες περιπτώσεις, στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να εκδώσει την κατά περίπτωση απόφασή του στηριζόμενο, σχεδόν αποκλειστικώς, σε προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις κυρίως ανώτερων και ανώτατων δικαστηρίων. Είναι δε αυτή ακριβώς η ιδιοσυστασία του «προηγουμένου», η οποία καταδεικνύει την εν προκειμένω διαφορά μεταξύ του Αγγλοσαξονικού Δικαίου και π.χ. της κανονιστικής ιδιοσυστασίας των Έννομων Τάξεων των Κρατών της Ηπειρωτικής Ευρώπης. Δοθέντος ότι υπό τα ως άνω δεδομένα του το «προηγούμενο» είναι απτή απόδειξη της αναγνώρισης στην Δικαστική Εξουσία μιας εμφανώς δικαιοπλαστικής δικαιοδοσίας. Δηλαδή της ευθείας αναγνώρισης στην Δικαιοσύνη πραγματικής δυνατότητας διάπλασης, νομολογιακώς, αμιγώς νέων κανόνων δικαίου.
α2) Κάτι το οποίο, όπως διευκρινίσθηκε, ουδόλως ισχύει στην Έννομη Τάξη των Κρατών της Ηπειρωτικής Ευρώπης. Υπό αυτά τα χαρακτηριστικά του το «προηγούμενο» στο πεδίο της δικαιοδοτικής λειτουργίας π.χ. στις ΗΠΑ φαίνεται, prima faciae, να διευκολύνει τον προγραμματισμό της έκδοσης των δικαστικών αποφάσεων μέσω αλγοριθμικών προβλέψεων. Διευκόλυνση η οποία καθίσταται αποτελεσματική επειδή, δήθεν, το τυχαίο κατά την λειτουργία του δικανικού συλλογισμού μοιάζει να περιορίζεται ή και να εκμηδενίζεται, αφού το «προηγούμενο» δεν αφήνει πολλά περιθώρια στο δικαστήριο, που έχει in concreto δικαιοδοσία, να αποκλίνει από τα νομικά και πραγματικά του δεδομένα.
β) Κατά βάθος όμως αυτή η θεώρηση του «προηγουμένου» είναι, αναμφιβόλως, επιφανειακή και, επέκεινα, προσχηματική, στοχεύοντας στην έμμεση ή και άμεση νομιμοποίηση της προσφυγής σε μεθόδους αυτοματοποίησης της έκδοσης δικαστικών αποφάσεων υπό τις συνθήκες που ήδη αποσαφηνίσθηκαν.
β1) Και τούτο πρωτίστως διότι, πέραν των εμφανών αστοχιών μιας εντελώς στατικής του θεώρησης, χωρίς αμφιβολία το «προηγούμενο» δεν μπορεί να διαδραματίσει σήμερα, και στο Αγγλοσαξονικό Δίκαιο, τον ρόλο που του αναλογούσε κατά το απώτερο παρελθόν. Πραγματικά, το φαινόμενο -όπως αναλύθηκε εκτενώς προηγουμένως- της απομείωσης της κανονιστικής ισχύος του κανόνα δικαίου λόγω αφενός της ταχύτητας μεταβολής της κοινωνικοοικονομικής του «υποδομής» και, αφετέρου, της αντίστοιχης πληθωριστικής παραγωγής νέων κανόνων δικαίου, πλήττει ευθέως και το πεδίο του Αγγλοσαξονικού Δικαίου. Άρα αυτό τούτο το σύνθετο κανονιστικό υπόστρωμα του «προηγουμένου» -το οποίο όσο δεν είχε επηρεασθεί στο παρελθόν αποτελούσε την εγγύηση της δικονομικής του αποτελεσματικότητας- του έχει αφαιρέσει μεγάλο μέρος από την στέρεη θεσμική βάση της καθιέρωσής του εντός του Αγγλοσαξονικού Δικαίου: Ούτε σε ό,τι αφορά την μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού το προς εφαρμογή ρυθμιστικό πλαίσιο διαθέτει σήμερα την σταθερότητα που το διέκρινε σε προηγούμενες εποχές ούτε και, σε ό,τι αφορά την ελάσσονα πρόταση, τα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα διαμορφώνονται πλέον κατά τρόπο ο οποίος ευνοεί την απαραίτητη για κάθε «προηγούμενο» προβλεψιμότητά τους. Με άλλες λέξεις σήμερα, και στο πλαίσιο του Αγγλοσαξωνικού Δικαίου ο δικαστής ο οποίος επικαλείται το «προηγούμενο» οφείλει, πολύ περισσότερο από το παρελθόν, να σταθμίζει ερμηνευτικώς in concreto την οιονεί κανονιστική του εμβέλεια καθώς και τυχόν νομολογιακές παρεκκλίσεις που έχουν εμφανισθεί, in globo ή και μειοψηφικώς, σε προηγούμενες δικαστικές υποθέσεις και κρίσεις.
β2) Κάτω από αυτές τις συνθήκες εκείνοι, οι οποίοι εκμεταλλεύονται το πάλαι ποτέ «προηγούμενο» για να αιτιολογήσουν την υιοθέτηση μεθόδων αυτοματοποιημένης έκδοσης δικαστικών αποφάσεων, μάλλον αγνοούν -ή θέλουν να αγνοούν- τις σύγχρονες ουσιώδεις μεταλλάξεις του, καθιστώντας νομικώς διάτρητο το υποτιθέμενο κύρος του ολοκληρωμένου προγραμματισμού απονομής της Δικαιοσύνης μέσω αλγοριθμικών προβλέψεων. Εν κατακλείδι, και στην Έννομη Τάξη των ΗΠΑ η δυνατότητα προσφυγής στις δικαστικές υπηρεσίες των ΜΝΔ και των ΜΓΜ είναι, κατ’ ουσία, μόνο συμπληρωματική, εφόσον δεχόμαστε ότι η ως άνω Έννομη Τάξη οργανώνεται και λειτουργεί υπό όρους δημοκρατικού Κράτους Δικαίου και με γνώμονα την συμμόρφωση προς τις επιταγές του Δικαίου και της Δικαιοσύνης.

3. Η Τεχνητή Νοημοσύνη και οι τεχνολογικές εφαρμογές της ως «βοηθοί εκπληρώσεως» της Δικαιοσύνης στο πλαίσιο της άσκησης του δικαιοδοτικού έργου της
Εν τέλει, και συνοψίζοντας τα προεκτεθέντα για τα όρια, τα οποία «εκ φύσεως» θέτει η κανονιστική ιδιοσυστασία του δικανικού συλλογισμού στον κάθε μορφής προγραμματισμό της μέσω αλγοριθμικών προβλέψεων, πρέπει να γίνουν δεκτά και τα εξής: Η Τεχνητή Νοημοσύνη και οι κάθε είδους τεχνολογικές εφαρμογές της μόνον ως «βοηθοί εκπληρώσεως» της Δικαιοσύνης, στο πλαίσιο της άσκησης του δικαιοδοτικού έργου εκ μέρους των λειτουργών της, είναι επιτρεπτό να θεωρηθούν αποδεκτές, λαμβάνοντας υπόψη τις θεμελιώδεις αρχές του Κράτους Δικαίου και των κυρωτικών μηχανισμών, οι οποίοι θωρακίζουν αποτελεσματικώς την επιτέλεση της κατά τον θεσμικό προορισμό της αποστολής του κατά τα βασικά προτάγματα της σύγχρονης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Στην συνέχεια εκτίθενται ορισμένοι άξονες πάνω στους οποίους είναι δυνατό να κινηθεί, κατά τρόπο που συνάδει με την ιδιοσυστασία της δικαιοδοτικής λειτουργίας, η πορεία της Τεχνητής Νοημοσύνης και των τεχνολογικών εφαρμογών της ως «βοηθών εκπληρώσεως» της Δικαιοσύνης εντός του πεδίου άσκησης του δικαιοδοτικού έργου των λειτουργών της.
α) Κατά πρώτο λόγο, η Τεχνητή Νοημοσύνη και οι τεχνολογικές εφαρμογές της μπορούν να συντελέσουν ευεργετικώς στην οργάνωση και λειτουργία του εν γένει δικαστικού συστήματος, προωθώντας την αποτελεσματικότητά του σε ό,τι αφορά την διεκπεραίωση των interna corporis της καθημερινής δραστηριοποίησής του υπό όρους διαφανούς επιτάχυνσής του και ενίσχυσης της ασφαλούς επικοινωνίας του in concreto δικαστικού συστήματος με τους διαδίκους. Τις κατευθυντήριες γραμμές μιας τέτοιας συμβολής της Τεχνητής Νοημοσύνης και των τεχνολογικών εφαρμογών της έχει αναδείξει π.χ. το Συμβουλευτικό Συμβούλιο των Ευρωπαίων Δικαστών (CCJE), στην γνωμοδότησή της Ολομελείας του αρ.14 του 2011 (Στρασβούργο, 7-9.11.2011), διευκρινίζοντας, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα:
α1) Πρώτον, η Τεχνητή Νοημοσύνη και οι τεχνολογικές εφαρμογές της θέτουν στην διάθεση των ίδιων των δικαστικών λειτουργών τα κατάλληλα μέσα προκειμένου να διευκολύνουν τις διοικητικές λειτουργίες των δικαστηρίων, ώστε αυτές να εξελίσσονται ταχέως και αποτελεσματικώς. Κατ’ εξοχήν δε ως προς την αντιμετώπιση του μεγάλου όγκου των υποθέσεων, δίχως να παρατηρούνται εκπτώσεις κατά την απονομή της Δικαιοσύνης με βάση τις θεμελιώδεις αρχές του Κράτους Δικαίου και της Νομιμότητας.
α2) Και, δεύτερον, η Τεχνητή Νοημοσύνη και οι τεχνολογικές εφαρμογές της είναι σε θέση να καταστήσουν πιο παραγωγικές, ποσοτικώς και κυρίως ποιοτικώς, τις σχέσεις των δικαστικών λειτουργών -και, άρα, των δικαστηρίων- με τις λοιπές δημόσιες υπηρεσίες που χρειάζονται τις σχετικές πληροφορίες και τα σχετικά δεδομένα για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Κάτι το οποίο ισχύει πολύ περισσότερο για συγκεκριμένες δημόσιες υπηρεσίες που δραστηριοποιούνται, φυσικά επικουρικώς προς την Δικαιοσύνη, στον τομέα της εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών των μελών του οικείου κοινωνικού συνόλου.
β) Και, κατά δεύτερο λόγο και συνακόλουθα, η Τεχνητή Νοημοσύνη και οι τεχνολογικές εφαρμογές της μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικώς στην αναβάθμιση της όλης πολιτικής της «διακυβέρνησης της Δικαιοσύνης», τόσο σε ό,τι αφορά τις εσωτερικές της λειτουργίες όσο και σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της με όλα τα τρίτα μέρη, τα οποία εμπλέκονται στην απονομή της. Πρωτοποριακή εν προκειμένω αναδείχθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης (CEPEJ), μέσω των κατευθυντήριων οδηγιών που απηύθυνε, κατά την 28η Σύνοδό της, την 7η Δεκεμβρίου 2016 («Guidelines on how to Drive Change forwards Cyberjustice»). Οι ως άνω κατευθυντήριες οδηγίες αφορούν τους εξής, κατά βάση, τομείς:
β1) Πρώτον, τον τομέα της πρόσβασης στην Δικαιοσύνη. Και συγκεκριμένα αφενός την πληροφόρηση αναφορικά με τα δικαιώματα ιδίως των διαδίκων καθώς και με την γνωστοποίηση των δεδομένων της νομολογίας. Αφετέρου δε την πρόσβαση σε επιμέρους διαδικασίες που έχουν σχέση με την εξωδικαστική επίλυση διαφορών, όπως είναι προεχόντως η διαδικασία της διαμεσολάβησης.
β2) Δεύτερον, τον τομέα της lato sensu συνεργασίας μεταξύ των δικαστηρίων και των κάθε είδους «συλλειτουργών» της Δικαιοσύνης, κατά βάση δε των δικηγόρων. Ως προς τον τομέα αυτόν πρέπει να επισημανθεί η σημασία της μέσω της τεχνολογίας διευκόλυνσης των συνεργαζόμενων με την Δικαιοσύνη για την γνώση και κατάθεση των κατ’ ιδίαν ένδικων βοηθημάτων και μέσων καθώς και για την νομολογιακή τεκμηρίωση των αντίστοιχων δικογράφων διά της πρόσβασης στα προσήκοντα νομολογιακά δεδομένα.
β3) Τρίτον, τον τομέα της διοίκησης των δικαστηρίων στο πεδίο της καθημερινής διεκπεραίωσης της δικαιοδοτικής τους αποστολής. Στον τομέα αυτόν υπάγονται π.χ. τα ζητήματα της κατάθεσης των δικογράφων, της παρακολούθησης της πορείας των δικογραφιών, της κατάρτισης και διαρκούς επικαιροποίησης των πινακίων των δικασίμων και της διευκόλυνσης διεξαγωγής των διασκέψεων. Ως προς αυτό δε η χρήση της τηλεματικής μπορεί να προσφέρει τεράστιες υπηρεσίες για την διευκόλυνση των δικαστών και την έγκαιρη ολοκλήρωση της εκδίκασης των υποθέσεων.
β4) Και, τέταρτον, τον τομέα της υποβοήθησης των δικαστικών λειτουργών κατά κύριο λόγο στην αναγκαία διαρκή επιμόρφωσή τους και στην νομολογιακή ενημέρωσή τους, τόσο για την intra muros νομολογία όσο και για την νομολογία των εκτός των οικείων συνόρων αλλοδαπών δικαστηρίων. Και για να αναφερθούμε στα δικά μας δικαστήρια, η προμνημονευόμενη υποβοήθηση αποκτά εμφατική σημασία όταν πρόκειται για τα νομολογιακά δεδομένα των Δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – και κυρίως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης- καθώς και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Επίλογος

Η ανάλυση που προηγήθηκε μπορεί, λοιπόν, να αναδείξει και σε τι αλλά και γιατί η σκέψη του Αριστοτέλους ως προς το Δίκαιο και την Δικαιοσύνη -περαιτέρω δε ως προς την Επιείκεια- συμβάλλουν και προς την κατεύθυνση της ανίχνευσης και εξεύρεσης των πραγματικών ορίων της Τεχνητής Νοημοσύνης σε ό,τι αφορά την παραγωγή του Δικαίου και την απονομή της Δικαιοσύνης. Συγκεκριμένα δε η κατά τα προεκτεθέντα αυθαίρετη ή και καταχρηστική αξιοποίηση των μέσω αλγοριθμικών προβλέψεων μεθόδων νομοθετικής παραγωγής και συντέλεσης των νομικών διεργασιών του δικανικού συλλογισμού δείχνει ήδη τις καταστροφικές επιπτώσεις της, ιδίως υπό την μορφή τερατογενέσεων στο πεδίο απονομής της Δικαιοσύνης, σε εξαιρετικά κρίσιμους τομείς για την προστασία της αξίας του Ανθρώπου και για την υπεράσπιση της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του.
Α. Αυτή η διαπίστωση δεν ενέχει τίποτα το υπερβολικό, αν αναλογισθεί κανείς ότι π.χ. στις ΗΠΑ η διευρυμένη προσφυγή στα μέσα της Τεχνητής Νοημοσύνης κατά την έκδοση δικαστικών αποφάσεων δεν περιορίζεται σε ήσσονος σημασίας πεδία της κοινωνικοοικονομικής ζωής -όπου και εκεί, βεβαίως, δεν αναδεικνύεται αποτελεσματική, κατά τα όσα επεξηγήθηκαν- αλλά επεκτείνεται πολύ πέραν τούτων. Και κατακτά έδαφος ακόμη και στο πεδίο της εκδίκασης διαφορών που θίγουν καίριες πτυχές των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δίχως μάλιστα να προκύπτει κάποια τάση υπεύθυνου αυτοπεριορισμού. Τούτο συνάγεται εκ του ότι σε συγκεκριμένες περιπτώσεις στις ΗΠΑ η έκδοση δικαστικών αποφάσεων μέσω προγραμματισμού, στηριγμένου σχεδόν αποκλειστικώς σε αλγοριθμικές προβλέψεις, έχει επεκταθεί και στον εξαιρετικά ευαίσθητο, από πλευράς προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, χώρο του Ποινικού Δικαίου. Η «νομολογία» που έχει έως τώρα προκύψει στον χώρο αυτό αφήνει να έλθουν στο φως αποφάσεις, οι οποίες ουδόλως μπορούν να αποκρύψουν τάσεις αδιανόητου ρατσισμού, ιδίως εις βάρος έγχρωμων πολιτών. Αυτό συμβαίνει επειδή οι προμνημονευόμενες αποφάσεις ερείδονται -κατ’ ανάγκη, εξαιτίας της ιδιοσυστασίας των μέσω αλγορίθμων προβλέψεων- επί αμιγώς υποκειμενικών ή και εξοφθάλμως αυθαίρετων κριτηρίων κατάταξης στις λεγόμενες «κλίμακες επικινδυνότητας». Η αυτοματοποίηση των οποίων οδηγεί, μοιραίως, σε εξίσου αμιγώς υποκειμενικά ή και εξοφθάλμως αυθαίρετα συμπεράσματα, π.χ. κατά την θεώρηση της αντικειμενικής και κυρίως της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, κατά την επιμέτρηση της ποινής και κατά την εκτίμηση ενδεχόμενης υποτροπής (βλ., ενδεικτικώς, Λ. Κανέλλου, «Εφαρμογές Τεχνητής Νοημοσύνης στο Δίκαιο και στην δικαστική πρακτική», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2021, ιδίως σελ. 171 επ., με περαιτέρω εκτενείς παραπομπές).
Β. Έτσι όμως καθίσταται κάτι παραπάνω από προφανές ότι στο όνομα ιδίως της, δήθεν, επιτάχυνσης της απονομής της Δικαιοσύνης με την ανεξέλεγκτη χρήση της Τεχνολογίας -δίχως μάλιστα, όπως συνάγεται αβιάστως από την βαθύτερη ανάλυση των κατά τ’ ανωτέρω πρακτικών, να υπάρχει ουσιαστική γνώση και επίγνωση των ορίων της Τεχνητής Νοημοσύνης και της σχέσης της με την φύση της Συνείδησης -η Δικαστική Εξουσία απομακρύνεται επικίνδυνα από τις ρίζες της. Και κατά κύριο λόγο από τις ρίζες της εκείνες, οι οποίες την συνδέουν με το όλο θεσμικό πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ως εγγύησης της Ελευθερίας, δηλαδή και εν τέλει ως εγγύησης της ακώλυτης άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η κατάληξη δε αυτή αποτελεί έναν ακόμη λόγο, για τον οποίο οφείλουμε να αναγνωρίζουμε τον κατά τα προμνημονευόμενα θεσμικώς και πολιτικώς πολύτιμο κλασικισμό της σκέψης του Αριστοτέλους ως προς την πεμπτουσία εξαιρετικά κρίσιμων, και δη διαχρονικώς, συνιστωσών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Όπως είναι το Δίκαιο, η Δικαιοσύνη και η κανονιστική «ξυνωρίς» της, η Επιείκεια. Και στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί εμφατικώς ότι δεν πρέπει να παραβλέπουμε, κατ’ ουδένα τρόπο, ότι η λειτουργία της Δικαστικής Εξουσίας -και επέκεινα η άσκηση δικαιοδοσίας εκ μέρους των λειτουργών της- σύμφωνα με τα ουσιώδη προτάγματα του Δικαίου και της Δικαιοσύνης συνιστά καταλυτικό παράγοντα για την διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και για την αποτελεσματική θωράκιση των δημοκρατικών θεσμών.

H ποινική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης και των υφυπουργών. Η προκαταρκτική εξέταση, η κατ’ εξαίρεση εμπλοκή της δικαιοσύνης, η εξάλειψη του αξιόποινου και η επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος

Θανάσης Γ. Ξηρός, (εκλ.) Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου

Ι. Εισαγωγικές σκέψεις

Η ποινική είναι η μία από τις τρεις μορφές ευθύνης που υπέχουν όσοι είναι ή υπήρξαν μέλη της κυβέρνησης και υφυπουργοί για αξιόποινες πράξεις, πλημμελήματα ή κακουργήματα, που τελούν και, αντιστοίχως, τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η διερεύνηση, η διαπίστωση της συνδρομής και ο καταλογισμός της αποτελούν σύνθετη ενέργεια. Εξελίσσεται σε δύο διακριτές φάσεις, αρχικά ενώπιον της Βουλής και, στη συνέχεια, της Δικαιοσύνης. Η, εν γένει, διαδικασία κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα και οι ορισμοί του εξειδικεύονται στον εκτελεστικό νόμο και τον Κανονισμό της Βουλής.

ΙΙ. Το Σύνταγμα

Οι ρυθμίσεις για την ποινική ευθύνη, θητεύοντων ή πρώην, μελών της κυβέρνησης και υφυπουργών περιλαμβάνονται στο άρθρο 86 Συντ. Η διάταξη απασχόλησε δύο φορές τον αναθεωρητικό νομοθέτη. Οι παρεμβάσεις του ήταν ευρύτερες το 2001. Αντιθέτως, το ενδιαφέρον του υπήρξε περιορισμένο το 2019 και εντοπίστηκε στην κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας του αξιόποινου.

Η Βουλή είναι αποκλειστικά αρμόδια για την άσκηση της ποινικής δίωξης (παρ. 1 πρότ. 1) και προς τούτο υποβάλλεται πρόταση από, τουλάχιστον, τριάντα (30) βουλευτές (παρ. 3 πρότ. 1). Για να γίνει δεκτή, πρέπει να υπερψηφιστεί από την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών και τότε συγκροτείται ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης (παρ. 3 πρότ. 2). Το πόρισμά της εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής, συζητείται και ποινική δίωξη ασκείται, αν συγκεντρωθεί η ίδια, τουλάχιστον, πλειοψηφία (παρ. 3 προτ. 3 και 4). Έτσι, ολοκληρώνεται η πρώτη φάση της διαδικασίας, η αποκαλούμενη και κοινοβουλευτική.

Η δεύτερη φάση, η δικαστική, εξελίσσεται ενώπιον της τακτικής Δικαιοσύνης. Αρμόδιο για την εκδίκαση, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, είναι το Ειδικό Δικαστήριο, στη σύνθεση του οποίου μετέχουν ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί, Αρεοπαγίτες και Σύμβουλοι Επικρατείας (παρ. 4 εδάφ. α΄), ενώ εισαγγελέας του προέρχεται από τη Εισαγγελία του Αρείου Πάγου (παρ. 3 εδάφ. γ΄). Στο πλαίσιο του Ειδικού Δικαστηρίου λειτουργεί πενταμελές Δικαστικό Συμβουλίου, το οποίο ορίζει ένα από τα μέλη του, επίσης ανώτατο δικαστικό λειτουργό, ανακριτή για να διενεργήσει την κύρια ανάκριση (παρ. 4 εδάφ. β΄ προτ. 1-3). Η προδικασία ολοκληρώνεται με την έκδοση βουλεύματος (παρ. 4 εδάφ. β΄ πρότ. 4). Αν είναι παραπεμπτικό, ο ελεγχόμενος, θητεύον ή πρώην μέλος της κυβέρνησης και υφυπουργός, παραπέμπεται, όπως και οι τυχόν συμμέτοχοί του, να δικαστεί (παρ. 4 εδάφ. δ΄).

ΙΙΙ. Ο εκτελεστικός νόμος και ο Κανονισμός της Βουλής

Οι συνταγματικοί ορισμοί εξειδικεύονται και συμπληρώνονται στον εκτελεστικό, άλλως στον οργανικό, ν. 3126/2003 (Α΄ 66), όπως αυτός τροποποιήθηκε με τους ν. 3961 (Α΄ 97) και 3994/2011 (Α΄ 165), και στον Κανονισμό της Βουλής (στο εξής: ΚτΒ). Η κατοχυρωμένη σε διάταξη αυξημένης τυπικής ισχύος αυτονομία της λαϊκής αντιπροσωπείας να θεσπίζει, να τροποποιεί, να συμπληρώνει και να ερμηνεύει τις ρυθμίσεις στις οποίες υπόκειται η οργάνωση και η λειτουργία της (άρθρο 65 παρ. 6 Συντ.), επιβάλλει, καταρχήν, η κοινοβουλευτική φάση της διαδικασίας για την ποινική ευθύνη να αποτελεί αντικείμενο αποκλειστικά του Κανονισμού της Βουλής. Δεν λείπουν πάντως και ρυθμίσεις που εισάγονται, κατά πρώτον ή αποκλειστικά, με τον εκτελεστικό νόμο.

Οι αξιόποινες πράξεις κατά την άσκηση των καθηκόντων, θητεύοντων ή πρώην, μελών της κυβέρνησης και υφυπουργών παραγράφονται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, αλλά η σχετική προθεσμία μπορεί να ανασταλεί σε ρητά καθορισμένες περιπτώσεις (άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3126/2003). Εξάλλου, το αξιόποινο τους εξαλείφεται με το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση της (αξιόποινης) πράξης, αν έως τότε η Βουλή δεν έχει ακόμη αποφασίσει την άσκηση ποινικής δίωξης (άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 3126/2003). Όταν κατά τη διεξαγωγή άλλης διοικητικής ή προκαταρκτικής εξέτασης, προανάκρισης ή ανάκρισης προκύψουν στοιχεία, τα οποία έχουν σχέση με αξιόποινες πράξεις όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της κυβέρνησης και υφυπουργοί, εκείνος που διενεργεί τις παραπάνω πράξεις οφείλει να διαβιβάσει αμελλητί το φάκελο της υπόθεσης στη Βουλή (άρθρο 4 παρ. 2 του ν. 3126/2023).

Η πρόταση για την άσκηση ποινικής δίωξης και τη σύσταση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης υποβάλλεται γραπτώς, πρέπει να προσδιορίζει με σαφήνεια τις πράξεις ή τις παραλείψεις και να περιλαμβάνει συγκεκριμένη αναφορά στα στοιχεία της αξιόποινης πράξης, καθώς επίσης να γίνεται μνεία στις διατάξεις που παραβιάστηκαν, άλλως (η πρόταση) απορρίπτεται ως απαράδεκτη (άρθρα 5 παρ. 1 του ν. 3126/2003 και 154 παρ. 3 εδάφ. α΄ ΚτΒ). Μετά την υποβολή της μπορεί, με απόφαση που λαμβάνεται από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου των βουλευτών, να ανατεθεί σε τριμελές γνωμοδοτικό συμβούλιο, αποτελούμενο από έναν αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δύο εισαγγελείς εφετών, ο νομικός έλεγχος των στοιχείων της κατηγορίας και η ουσιαστική αξιολόγησή τους, προκειμένου να διατυπώσει γνώμη, αν συντρέχει περίπτωση να αναζητηθεί ποινική ευθύνη (άρθρα 5 παρ. 2 και 3 του ν. 3126/2003, 154 παρ. 3 εδάφ. β΄ και 155 παρ. 2-5 ΚτΒ). Η ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή έχει όλες τις αρμοδιότητες του εισαγγελέα πρωτοδικών, όταν ενεργεί προκαταρκτική εξέταση, και μπορεί να αναθέτει σε εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή εφετών τη διενέργεια ειδικότερων πράξεων σχετικών με το αντικείμενό της (άρθρα 5 παρ. 5 εδάφ. α΄ πρότ. 1 του ν. 3126/2003 και 156 παρ. 4 ΚτΒ). Καλεί, επίσης, εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η πρόταση για να δώσει εξηγήσεις (άρθρο 5 παρ. 5 εδάφ. α΄ πρότ. 2 του ν. 3126/2003).

Το πόρισμα της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής πρέπει να είναι αιτιολογημένο και να περιέχει, ιδίως, τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά μέσα που οδηγούν σε αυτά, όπως προέκυψαν από την προκαταρκτική εξέταση, την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις εφαρμοζόμενες ποινικές διατάξεις και σαφή πρόταση για την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης (άρθρα 5 παρ. 6 πρότ. 1 του ν. 3126/2003 και 156 παρ. 5 πρότ. 1 ΚτΒ). Αιτιολογημένη απαιτείται, επίσης, να είναι η πρόταση της μειοψηφίας, αν υπάρξει, η οποία καταχωρίζεται σε διακριτό κεφάλαιο του πορίσματος (άρθρα 5 παρ. 6 πρότ. 2 του ν. 3126/2003 και 156 παρ. 5 πρότ. 2 ΚτΒ). Η απόφαση για την άσκηση ποινικής δίωξης λαμβάνεται, μετά την εισαγωγή και τη συζήτηση του πορίσματος στην Ολομέλεια, από τη συνταγματικά καθορισμένη πλειοψηφία, πρέπει να εξειδικεύει την αξιόποινη πράξη και την ποινική διάταξη που την προβλέπει, λειτουργεί δε ως άρση της ασυλίας του, θητεύοντος ή πρώην, μέλους της κυβέρνησης και του υφυπουργού, αν διατηρούν τη βουλευτική ιδιότητα (άρθρο 6 παρ. 3 του ν. 3126/2003).

Tο Δικαστικό Συμβούλιο έχει, πέραν αρμοδιοτήτων του εκτελεστικού νόμου, και εκείνες των άρθρων 307 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρο 8 παρ. 4 πρότ. 1 του ν. 3126/2003). Ο ανακριτής του λαμβάνει, αμελλητί τη δικογραφία και όσες έχουν σχηματιστεί κατά τυχόν συμμέτοχων, διενεργεί την κύρια ανάκριση, έχει δε το δικαίωμα και οφείλει να επεκτείνει τη δίωξη και κατά των συμμέτοχων που δεν αναφέρονται στην απόφαση της Βουλής (άρθρο 10 του ν. 3126/2023). Όταν ολοκληρωθεί η ανάκριση, η δικογραφία διαβιβάζεται στον εισαγγελέα του Δικαστικού Συμβουλίου, αυτός μπορεί να την επιστρέψει για συμπλήρωση ή να την υποβάλει με πρότασή του στο Δικαστικό Συμβούλιο για να εκδώσει βούλευμα, το οποίο δεν υπόκειται σε ένδικο μέσο (άρθρο 11 παρ. 3 του ν. 3126/2003). Τέλος, στην περίπτωση που ανακύπτει ζήτημα παραγραφής ή εξάλειψης του αξιόποινου, το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Ειδικό Δικαστήριο ερευνά την ουσία της κατηγορίας, όταν το ζητήσει εγγράφως ο κατηγορούμενος (άρθρο 16Α παρ. 1 και 3 του ν. 3126/2003), και εκδίδει βούλευμα ή, αντιστοίχως, απόφαση (άρθρο 16Α παρ. 2 του ν. 3126/2003).

ΙV. Η επιστολή του πρώην υφυπουργού

Είχε μόλις συγκροτηθεί σε σώμα, με την εκλογή του μονοκομματικής προέλευσης προεδρείου της, η ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή που αποφασίστηκε από την Ολομέλεια της Βουλής, με ευρύτατη πλειοψηφία, να διενεργήσει «προκαταρκτική έρευνα, προκειμένου να διαπιστωθεί, εάν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, ότι ο Χρ. Τριαντόπουλος τέλεσε το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος», όταν ο πρώην υφυπουργός στον Πρωθυπουργό και, στη συνέχεια, Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας απευθύνεται εγγράφως στον πρόεδρο και τα μέλη της. Στην επιστολή του της 18ης Μαρτίου 2025 κάνει ρητή μνεία στις επικρατούσες πολιτικές συνθήκες, αναφέρεται στο φόβο του ότι το πόρισμα της επιτροπής θα αποτελέσει αντικείμενο έντονης αμφισβήτησης και αντιπαράθεσης, η οποία θα τον ακολουθεί στο υπόλοιπο του δημόσιου και ιδιωτικού βίου του, δηλώνει ότι «δεν θα ήθελα(ε) η κρίση σας επί της υποθέσεώς μου να εκληφθεί ως ενδεχομένως εδραζόμενη στην πολιτική και κομματική ταυτότητα των μελών της επιτροπής» και ζητά να κριθεί «από την τακτική Δικαιοσύνη, κατά τα προβλεπόμενα στο Σύνταγμα και στη νομοθεσία περί ευθύνης υπουργών, αφού οι εισαγγελικοί και δικαστικοί λειτουργοί διαθέτουν εγγυημένη ανεξαρτησία και αμεροληψία, αλλά και αυξημένες γνώσεις και κύρος», προσθέτοντας ότι «έχω(ει) απόλυτη πίστη στην αθωότητά μου και τυφλή εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη, η οποία και επιθυμώ να με κρίνει απευθείας, ως σας ζητώ δια της παρούσας να πράξετε, λαμβάνοντας σχετική απόφαση».

Η δημοσιοποίηση της επιστολής προκαλεί την έντονη αντίδραση της αντιπολίτευσης. Αποδέκτης της δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από την ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή. Ακόμη και αν η καινοφανής πρωτοβουλία του πρώην υφυπουργού είχε αποφασιστεί νωρίτερα, η εκδήλωσή της έπρεπε, γι’ αυτό, να αναμείνει τη συγκρότησή της (επιτροπής). Σε κάθε περίπτωση, δεν θα ήταν πάντως δυνατόν να μην τελούσε σε γνώση του Πρωθυπουργού. Το πιθανότατο, ο Κ. Μητσοτάκης ή, έστω, συνεργάτης του είχαν εγκαίρως ενημερωθεί, πρωτίστως για το περιεχόμενό της, και, ενδεχομένως, να το είχαν εγκρίνει, άλλως θα τον απέτρεπαν. Δεν είναι τυχαίο ότι ακολούθησε σχεδόν αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση της επιστολής δήλωσή του (Πρωθυπουργού). Σε αυτήν και ουσιαστικά επιβραβεύοντάς τον, αποκαλεί την παραπομπή του, όπως ζητείται, στη Δικαιοσύνη «ένα γενναίο βήμα που δεν έχει σύγχρονο προηγούμενο» και «μία ενέργεια που απεγκλωβίζει την αναζήτηση τυχόν ποινικών ευθυνών πολιτικών προσώπων από τις τοξικές μικροκομματικές διαμάχες».

Ο Πρωθυπουργός προσθέτει, επίσης, ότι «παρά τα πραγματικά στοιχεία, σύσσωμη η αντιπολίτευση είχε προεξοφλήσει τόσο τη δήθεν ενοχή του Χρήστου Τριαντόπουλου όσο και την τάχα κυβερνητική συγκάλυψη». Τέλος, καταλήγει ότι «όλες οι πτέρυγες της Βουλής τίθενται προ των ευθυνών τους» και διερωτάται, αν «θα συμφωνήσουν, άραγε, με την πρωτοβουλία του υπουργού ή μήπως θα κρυφτούν και πάλι πίσω από τεχνάσματα και υπεκφυγές για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα;». Δύο ημέρες αργότερα, την 20ή Μαρτίου, ο Κ. Μητσοτάκης χαρακτηρίζει, εκ νέου, την πρωτοβουλία του πρώην υφυπουργού «γενναία πράξη», η οποία «κάνει πράξη αυτό το οποίο ζητούσαν όλοι, να δικαστεί από τον φυσικό του δικαστή».

V. Το αίτημα

Η επιστολή διατυπώνεται με «επιτηδευμένη ασάφεια», αλλά από την ανάγνωσή της αναδεικνύεται πάντως η σαφή επιδίωξη του πρώην υφυπουργού να παρακαμφθεί η εμπλοκή της Βουλής από τη διαδικασία για να υπαχθεί στην αρμοδιότητα της Δικαιοσύνης. Ακόμη όμως αν αυτή είναι η πραγματική του η πρόθεση ή, έστω, η επιθυμία του, ο ίδιος σπεύδει, αμήχανα, να την οριοθετήσει στενά. Η ρητή αναφορά του στο Σύνταγμα συνιστά στην ουσία της αναγνώριση ότι από την κοινοβουλευτική φάση της διαδικασίας της ποινικής ευθύνης δεν μπορεί να παραλειφθούν όσες πράξεις της περιλαμβάνονται στους ορισμούς του. Έτσι, η ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή πρέπει να καταρτίσει το πόρισμά της και να το υποβάλει στη Βουλή, αυτό να εισαχθεί στην Ολομέλεια, να συζητηθεί και η απόλυτη πλειοψηφία των μελών της να ψηφίσει για να αποφασιστεί η άσκηση ή μη ποινικής δίωξης.

Η συνταγματική τους αναφορά δεν επιτρέπει σε όλα τα παραπάνω να καταστούν, επειδή το ζητά ο πρώην υφυπουργός, ανενεργά. Θα λάβουν χώρα οπωσδήποτε και ανεξαρτήτως των όσων επιθυμεί ο συντάκτης της επιστολής. Έτσι, από τις επιμέρους στιγμές της κοινοβουλευτικής διαδικασίας απομένει η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Μόνον εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι στερείται υποχρεωτικότητας και μπορεί χωρίς αυτήν να καταρτισθεί το πόρισμα, η παράκαμψή της θα συγκεκριμενοποιούσε το, εν πολλοίς, γενικόλογα και πάντως ασαφώς διατυπωμένο αίτημα του πρώην υφυπουργού.

VI. Η ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή και η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης: Οι δύο απόψεις

1. Η παράκαμψη της διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης απασχόλησε πριν από την πρωτοβουλία του πρώην υφυπουργού, κυριολεκτικά σε ανύποπτο χρόνο, τη δημοσιότητα. Σε προφητικό κείμενο, το οποίο δημοσιεύεται στην κυριακάτικη έκδοση πρωινής καθημερινής εφημερίδας σαράντα περίπου ημέρες πριν από την αποστολή της επιστολής, διατυπώνεται αναλυτική πρόταση για την «εξοικονόμηση» της διαδικασίας ενώπιον της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής (βλ. Ν. Αλιβιζάτου, Τέμπη: Υπάρχει λύση για να εκτονωθεί η ένσταση, εφημ. Η Καθημερινή, Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2025, σ. 35). Αναγκαίος όρος για την εφαρμογή της είναι η προηγούμενη συμφωνία όλων πολιτικών κομμάτων της Βουλής και έχει ως δηλωμένη επιδίωξη να συμβάλει στην «εκτόνωση του τοξικού κλίματος, δίχως να παραβιασθεί στο παραμικρό το γράμμα του άρθρου 86 του Συντάγματος και του νόμου 3126/2003».

Προκειμένου η πρόοδος της διαδικασίας να μην εξαρτάται από τη βούληση της πλειοψηφίας και την αντιπολιτευτική προδιάθεση των υπολοίπων, να κερδηθεί χρόνος και να δοθούν απτά δείγματα της αποφασιστικότητας των κυβερνώντων και του πολιτικού συστήματος να αποκαλυφθεί η αλήθεια, προτείνεται η ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή να μη διατυπώσει δικό της πόρισμα, αλλά να επικαλεστεί τα υφιστάμενα (πορίσματα) ή/και όσα στοιχεία προκύψουν από την εν εξελίξει ανάκριση, και να παραπεμφθούν, δίχως να προηγηθεί συζήτηση στην Ολομέλεια, οι υπουργοί, οι υφυπουργοί και οι συνεργάτες, για τους οποίους υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι ενέχονται άμεσα ή έμμεσα στην τραγωδία των Τεμπών, στο πενταμελές Δικαστικό Συμβούλιο και το Ειδικό Δικαστήριο. Το επιτρεπτό της, κατ’ εξαίρεση και υπό τον όρο της συμφωνίας όλων, παράκαμψης της προκαταρκτικής εξέτασης ο ίδιος προτείνων θα επαναλάβει και μετά την επιστολή του πρώην υφυπουργού (βλ. Ν. Αλιβιζάτου, Ενστάσεων αντίκρουση, εφημ. Η Καθημερινή, Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025, σ. 5). Εξάλλου, πρόσφατα προστίθεται μία ακόμη, συγκλίνουσα στην κατάληξή της, θεώρηση, εντοπισμένη στα «ποινικά» της διαδικασίας και χωρίς το προαπαιτούμενο της ομοφωνίας των πολιτικών δυνάμεων (βλ. Γ. Σανιδά, Περί του αιτήματος του υφυπουργού Τριαντόπουλου, εφημ. Η Καθημερινή, Πέμπτη 27 Μαρτίου 2025, σ. 8). Οι εν λόγω προσεγγίσεις δεν συγκροτούν πάντως την κρατούσα (άποψη).

2. Όσοι άλλοι εκφράστηκαν, μετά την υποβολή του αιτήματος και την εξέτασή του υπό τη συνταγματική οπτική, συμπίπτουν στην άποψη ότι η ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή πρέπει να διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση. Διαφοροποιήσεις εντοπίζονται στους υιοθετούμενους χαρακτηρισμούς για την παράκαμψή της, καθώς κινούνται μεταξύ των αυστηρών, ενίοτε ακραίων στη διατύπωσή τους, και των πιο ήπιων, εκφρασμένων με αυτοσυγκράτηση. Έτσι, το αίτημα ή, ιδίως, η αποδοχή του από την πλειοψηφία της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής αποκαλούνται «προφανή(ς) καταστρατήγηση του Συντάγματος» (βλ. Χ. Ανθόπουλου, Καταστρατήγηση του Συντάγματος, εφημ. Τα Νέα, Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025, σ. 10 και Ευάγ. Βενιζέλου, «Ο χειρισμός της πλειοψηφίας καταστρατηγεί το Σύνταγμα», (συνέντευξη στη Δ. Κρουστάλλη), εφημ. Το Βήμα, Κυριακή 23 Μαρτίου 2025, σ. 16-17), ή «κατάχρηση εξουσίας» (βλ. Π. Λαζαράτου, Κατάχρηση εξουσίας η παράκαμψη της Προανακριτικής =www.naftemporiki.gr/politics/20.03.2025).

Για άλλους, είναι «συνταγματικό ατόπημα» (βλ. Ξ. Κοντιάδη, Δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει να μη γίνει Προανακριτική =www.avgi.gr/politiki/502481/20.03.2025) ή «προβληματικό» (βλ. Ν. Παπασπύρου, Πολλαπλώς προβληματική, εφημ. Τα Νέα, Τετάρτη 19 Μαρτίου 2025, σ. 13) ή «μία ακόμη απόπειρα εργαλειοποίησης του Συντάγματος για την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων» (βλ. Χ. Τσιλιώτη, Η fast track διαδικασία άσκησης ποινικής δίωξης κατά πρώην Υφυπουργού χωρίς την ουσιαστική συνεδρίαση της ειδικής Επιτροπής των άρθρων 86 παρ. 3 Σ και 157 ΚτΒ ως νέα απόπειρα εργαλειοποίησης του Συντάγματος =www.sytagmawatch.gr/19.03.2025) ή «εξωφρενικό» και συνιστά «βαρύτατο ευτελισμό της Βουλής» (βλ. Ακρ. Καϊδατζή, Εκ του πονηρού η πρόταση, γεννά ακυρότητα =www. constitutionalism.gr/19.03.2025) ή, ουδέτερα, «μη πραγματική πράξη γενναιότητας» (βλ. Αντ. Καραμπατζού, Η πραγματική πράξη γενναιότητας, εφημ. Τα Νέα, Σαββατοκύριακο 22-23 Μαρτίου 2023, σ. 15). Τέλος, ζητείται «η επιτροπή να συνεχίσει το έργο της, προκειμένου τα μέλη της, ως βουλευτές, να ασκήσουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους» (βλ. Φ. Σπυρόπουλου, Η απόφαση της Βουλής και η επιτροπή, εφημ. Η Καθημερινή, Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025, σ. 5) ή «να γίνει σεβαστή η συνταγματική ρύθμιση» (βλ. Σπ. Βλαχόπουλου, Να κάνουμε skip το Σύνταγμα;, εφημ. Η Καθημερινή, Κυριακή 23 Μαρτίου 2025, σ. 13).

VIΙ. Η παράκαμψη της προκαταρκτικής εξέτασης

1. Η συναίνεση είναι θεμιτή και, σε κάθε περίπτωση, επιθυμητή επιδίωξη για τη λήψη αποφάσεων, δεν πρέπει όμως να αποτελεί αυτοσκοπό. Τα ίδια ισχύουν, κατά μείζονα μάλιστα λόγο, και για την υπέρτατη εκδήλωσή της, την ομοφωνία. Ακόμη και όταν, σπανιότατα, επιτυγχάνεται, δεν μπορεί να αναγορεύεται σε όρο, σε προϋπόθεση ή σε κριτήριο, για την ερμηνεία και, πολύ περισσότερο, για την εφαρμογή του Συντάγματος. Ούτε, βέβαια, το περιεχόμενο διάταξής του, δηλαδή η συγκεκριμενοποίηση της κανονιστικής της εμβέλειας, επιτρέπεται να συγκαθορίζεται από τις επικρατούσες στην εκάστοτε συγκυρία κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Κάθε ερμηνευτική θεώρηση πρέπει να προκύπτει ως η κατάληξη νηφάλιας επεξεργασίας, μετά την προσφυγή σε όλες τα προσφερόμενα σχετικά εργαλεία και μεθόδους, να διαμορφώνεται με την επιβαλλόμενη αυτοσυγκράτηση και να μην επηρεάζεται, κατά το δυνατόν, από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Όλα αυτά δεν μπορούν ασφαλώς να ζητηθούν κατά τρόπο απόλυτο, απαιτείται όμως να εξασφαλίζονται, τουλάχιστον, στο μεγαλύτερο κάθε φορά μέρος τους.

Εξάλλου, ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, στον οποίο υπόκειται με ρητή παραπομπή η ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή, ορίζει το σκοπό της προκαταρκτικής εξέτασης. Ενεργείται για να συλλεγούν τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία, προκειμένου να αποφασιστεί, αν πρέπει να κινηθεί η ποινική διαδικασία και να ασκηθεί ποινική δίωξη (άρθρο 243 παρ. 1 εδάφ. α΄ πρότ. 1). Ο διενεργών (την προκαταρκτική εξέταση) μπορεί να κάνει χρήση των προβλεπόμενων αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι μάρτυρες, τα έγγραφα και οι ενδείξεις, ή να εκτελεί ανακριτικές πράξεις (άρθρο 243 παρ. 1 εδάφ. α΄ πρότ. 2). Εντός τακτής προθεσμίας καλείται, υποχρεωτικά, και ο ύποπτος για να δώσει εξηγήσεις, εξεταζόμενος χωρίς όρκο (άρθρο 244 παρ. 1 πρότ. 1).

2. Η ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή προσδιορίζεται συνταγματικά ως η επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Η αναφορά επιβάλλει και πάντως επιτρέπει να γίνει δεκτό, τουλάχιστον ερμηνευτικά, ότι συστήνεται γι’ αυτό το σκοπό. Άλλως, δεν θα μπορούσε να επιτελέσει τη συνταγματική της αποστολή. Δηλαδή, να καταρτίσει το πόρισμά της, το οποίο εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής, προκειμένου να αποφασιστεί η άσκηση ή μη ποινικής δίωξης σε βάρος, θητεύοντος ή πρώην, μέλους της κυβέρνησης και υφυπουργού. Βέβαια, στο Σύνταγμα δεν ορίζεται ρητά ότι το πόρισμα πρέπει να είναι αιτιολογημένο. Τούτο όμως μπορεί να συναχθεί, επίσης, ερμηνευτικά και κατά τρόπο στέρεο με αναγωγή, πρωταρχικά αλλά όχι αποκλειστικά, στη δημοκρατική αρχή και τις επιταγές της. Έτσι, η προκαταρκτική εξέταση συνιστά την ακολουθητέα διαδικασία για τη συγκέντρωση των στοιχείων που θα προσφέρουν τη ζητούμενη αιτιολόγηση στο πόρισμα της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής και θα συνδράμουν την Ολομέλεια στη λήψη της απόφασής της για την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης. Η διενέργειά της είναι, λοιπόν, υποχρεωτική για το αποτέλεσμά της. Από την παραδοχή της υποχρεωτικότητας εκκινεί και η άποψη που δέχεται την, κατ’ εξαίρεση, παράκαμψή της, άλλως δεν θα απασχολούσε τη δημόσια συζήτηση και δεν θα χρειαζόταν για τη θεμελίωσή της, όπως όψιμα προβλήθηκε, η «αντικειμενική ερμηνεία του Συντάγματος» (βλ. Ν. Αλιβιζάτου, Το Σύνταγμα δεν είναι Πολιτική Δικονομία, εφημ. Η Καθημερινή, Κυριακή 30 Μαρτίου 2025, σ. 13).

Αλλά και στην περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό ότι η συνταγματική αναφορά και τα ερμηνευτικά επέκεινά της δεν θεωρούνται από μόνα τους επαρκή, η προκαταρκτική εξέταση είναι υποχρεωτική ex lege. Στον εκτελεστικό νόμο και, ιδίως, στον Κανονισμό της Βουλής η διενέργειά της ορίζεται ως η ακολουθητέα διαδικασία για τον εντοπισμό πραγματικών περιστατικών και τη συγκέντρωση αποδεικτικών μέσων. Δηλαδή, των στοιχείων που διασφαλίζουν, μεταξύ άλλων, ότι το πόρισμα της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής θα είναι, όπως απαιτούν τα παραπάνω νομικά κείμενα, αιτιολογημένο. Αμφότερα καθορίζουν, επιπλέον, και όσα πρέπει να περιλαμβάνει για να είναι τέτοιο. Αναφέρονται, κατά σειρά, τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά μέσα που οδηγούν σε αυτά, όπως προκύπτουν από την προκαταρκτική εξέταση, η υπαγωγή των πρώτων στις εφαρμοζόμενες ποινικές διατάξεις και η διατύπωση σαφούς πρότασης για τη συνέχεια της υπόθεσης.

Βέβαια, ο φάκελός της, όταν διαβιβάζεται αμελλητί στη Βουλή, περιέχει στοιχεία που έχουν σχέση με τις αξιόποινες πράξεις και προέκυψαν από την εν εξελίξει διαδικασία διοικητικής ή προκαταρκτικής εξέτασης, ανάκρισης ή προανάκρισης. Δηλαδή, έγγραφα, τα οποία θα μπορούσαν να συνεισφέρουν και πάντως να αξιοποιηθούν για να στοιχειοθετηθεί το αξιόποινο και, εντέλει, να αποδειχθεί η ποινική ευθύνη. Ωστόσο, έχουν συγκεντρωθεί στο πλαίσιο μιας διαδικασίας, πρώιμης μάλλον στην εξέλιξή της, που διακόπηκε μάλιστα πρόωρα, όταν «ακούστηκε» το όνομα μέλους της κυβέρνησης ή υφυπουργού και ανεξαρτήτως του σημείου, όπου βρισκόταν εκείνη τη στιγμή η έρευνα. Είναι, λοιπόν, αμφίβολο, αν μπορούν μόνα αυτά να αναδείξουν όλα όσα συγκροτούν την αποδιδόμενη αξιόποινη πράξη, ακόμη και αν έχουν αξιοποιηθεί στην πρόταση για τη σύσταση της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής. Στο σύνολο τους δεν είναι το αποτέλεσμα της έρευνάς της, όπως απαιτούν ο εκτελεστικός νόμος και ο Κανονισμός της Βουλής, ούτε καθιστούν το πόρισμά της αιτιολογημένο, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις τους. Και τούτο, επειδή δεν έχουν προκύψει από τη διενέργεια της προκαταρκτική εξέτασης.

3. Τις αποφάσεις κάθε συλλογικού οργάνου λαμβάνει, κατά κανόνα, η πλειοψηφία των μελών του. Η ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή μετά την υποβολή των γραπτών εξηγήσεων από τον πρώην υφυπουργό δρομολογήθηκε εσπευσμένα στον τερματισμό των εργασιών της. Έτσι, δεν πρόκειται να διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση. Απομένει για την τυπική λήξη τους το πόρισμά της, στο οποίο ασφαλώς θα περιλαμβάνονται, ως διακριτή ενότητα, η άποψη ή οι απόψεις της αντιπολίτευσης. Αν η μη διενέργειας της προκαταρκτικής εξέτασης απέβλεψε να προλάβει την προεξοφλημένη ένταση κατά τη διαμόρφωση του καταλόγου των μαρτύρων και, ιδίως, την εξέταση ορισμένων από αυτούς, δεν θα αποτρέψει, ισχύει ακριβώς το αντίθετο, την επικράτησή της και, πιθανότατα, στις πιο ακραίες μορφές της, όταν συζητηθεί στην Ολομέλεια και σε μία συνεδρίαση για να αποφασιστεί η άσκηση της ποινικής δίωξης. Η παράκαμψή της (προκαταρκτικής εξέτασης) δεν πιθανολογείται, παρά τις περί του αντιθέτου απόψεις που έχουν διατυπωθεί και διατηρούν αμείωτο το θεωρητικό τους ενδιαφέρον, ότι θα παράξει ακυρότητες. Άλλωστε, πρόκειται, εντέλει, για ζήτημα που ανάγεται στα δικαστικώς ανέλεγκτα interna corporis της Βουλής. Εξάλλου τη μη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από την ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή κατά παράβαση του Συντάγματος, του εκτελεστικού νόμου και του Κανονισμού της Βουλής δεν μπορεί να την υποκαταστήσουν η εμπλοκή του ανακριτή του Δικαστικού Συμβουλίου και η κύρια ανάκριση που θα διενεργήσει, δηλαδή υποχρεωτικές διαδικασίες στη δικαστική φάση της ποινικής ευθύνης, ή η τυχόν επιστροφή της υπόθεσης στη Βουλή, αν διαπιστωθεί η τέλεση και άλλων αξιόποινων πράξεων.

Η ανώριμη δημοκρατία μας βρίσκεται για μια ακόμη φορά «αιχμάλωτη των εμμονών» της. Σε μία πολύνεκρη τραγωδία που συντάραξε την κοινωνία μας και, δυστυχώς, θα συνεχίσει, για απροσδιόριστο χρόνο, να «χρησιμοποιείται» από όλους και να την ταλανίζει, αποδεικνύεται εκ νέου ανίκανη να πράξει τα αυτονόητα και να αντιμετωπίσει τα στοιχειώδη. Αλλά και το πολιτικό μας σύστημα επιβεβαιώνει σε μια ακόμη περίπτωση ότι παραμένει κατώτερο των περιστάσεων και αυτοκαταστροφικό. Η πλειοψηφία επιλέγει να ικανοποιήσει το αίτημα του πρώην υφυπουργού της με την προσφυγή σε μια a la carte ερμηνεία και εφαρμογή του Συντάγματος. Εξάλλου, η αντιπολίτευση παραμένει εγκλωβισμένη στην αδιέξοδη μικροπολιτική και αδύναμη να ανταποκριθεί στις πραγματικές ανάγκες των πολιτών. Η κατάληξη της εξελισσόμενης διαδικασίας είναι, μάλλον, μακριά μας. Όταν ή, ορθότερα, άμα εκδοθεί η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου, η γνωστή εικόνα της μεταπολίτευσης πιθανολογείται ότι θα εμφανιστεί εκ νέου μπροστά μας, όλοι θα είναι νικητές και οι άλλοι ηττημένοι! Ας ευχηθούμε, επιτέλους, το πολιτικό μας σύστημα σύντομα να σταματήσει να αυτοϋπονομεύεται, να αναζητήσει εγκαίρως κοινό βηματισμό για το μέλλον και να μην αναγκαστεί να το πράξει, έκον άκον, μετά από μια ακόμη τραγωδία. . .

VΙΙI. Η κατ’ εξαίρεση εμπλοκή της δικαιοσύνης

Η κοινοβουλευτική φάση της σύνθετης ενέργειας για τη διερεύνηση, για τη διαπίστωση της συνδρομής και τον καταλογισμό της ποινικής ευθύνης σε, θητεύον ή πρώην, μέλος της κυβέρνησης και σε υφυπουργό της δεν είναι πάντως αμιγής. Δηλαδή, δεν διενεργείται αποκλειστικά από βουλευτές. Σε δύο σημεία της μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να εμπλακεί η δικαιοσύνη με τη συμμετοχή εισαγγελικών λειτουργών.

Υιοθετώντας πρόταση της ειδικής μόνιμης επιτροπής θεσμών και διαφάνειας, όπως διατυπώνεται σε έκθεσή της την 19η Οκτωβρίου 2010, ο κοινός νομοθέτης καθιέρωσε στάδιο αξιολόγησης των στοιχείων που σχετίζονται με αξιόποινες πράξεις υπουργών ή υφυπουργών. Έτσι, η Βουλή μπορεί, με απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του συνόλου των μελών της, να αναθέτει σε τριμελές γνωμοδοτικό συμβούλιο το νομικό έλεγχο της κατηγορίας και της ουσιαστικής βασιμότητάς της. Η σύστασή του ζητείται είτε από κοινού με την πρόταση των, τουλάχιστον, τριάντα (30) βουλευτών είτε εντός επτά (7) ημερών από την υποβολή της και συζητείται σε ειδική συνεδρίαση της Ολομέλειας.

Η νομοθετική πρωτοβουλία, έστω και αν ανταποκρίνεται σε όσα πρότεινε στην ουσία η Βουλή, πλήττει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αυτονομία της να θεσπίζει, αυτή και μόνη αυτή, τους κανόνες που διέπουν την οργάνωση και τη λειτουργίας της. Ο όποιος θεωρητικός προβληματισμός αναπτύχθηκε σχετικά θα αποδειχθεί στην πράξη βραχύβιος, αφού η νομοθετική ρύθμιση επαναλήφθηκε στον Κανονισμό της Βουλής ακριβώς τέσσερις εβδομάδες μετά τη δημοσίευση του ν. 3961/2011. Αντιθέτως, παραμένει αλώβητος ο όμοιος για την ανάθεση σε δικαστικούς λειτουργούς καθηκόντων που δεν είναι, κατά την ορθότερη άποψη, δικαιοδοτικά (άρθρο 89 παρ. 2 πρότ. 2 Συντ.).

Το συμβούλιο, γνωμοδοτώντας ότι συντρέχει λόγος για τη διερεύνηση της ποινικής ευθύνης, «αντικειμενικοποιεί» την πρωτοβουλία να υποβληθεί πρόταση για τη σύσταση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής. Έτσι, αντιμετωπίζονται, κυριολεκτικά εν τη γενέσει τους, οι όποιες αιτιάσεις για πολιτική δίωξη. Αν πάλι γνωμοδοτήσει ότι δεν υφίσταται τέτοιος λόγος, η γνώμη του ενδέχεται να πυροδοτήσει την πολιτική αντιπαράθεση και το συμβούλιο να βρεθεί μεταξύ των «διασταυρούμενων πυρών». Σε κάθε περίπτωση, η ρύθμιση δεν έχει ακόμη τύχει εφαρμογής. Δύο φόρες, το 2014 και το 2019, η παντοδύναμη πλειοψηφία δεν ένιωσε την ανάγκη να προσφύγει στη γνώμη των εισαγγελικών λειτουργών. Ωστόσο, παραμένει αδιευκρίνιστη και προκαλεί, εύλογα, απορίες, ιδίως υπό τις επικρατούσες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, η παράλειψη της αξιωματικής αντιπολίτευσης να τη ζητήσει για τον πρώην υφυπουργό. Επικοινωνιακά της είναι πάντως επωφελέστερη η μονότονη πολιτική «κριτική».

Ρωγμή στην αμιγώς κοινοβουλευτική διαδικασία συνιστά και η δυνατότητα ανάθεσης σε εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή εφετών της διενέργειας πράξεων σχετικών με την προκαταρκτική εξέταση. Η ρύθμιση εισάγεται νομοθετικά και, στη συνέχεια, εντάσσεται στον Κανονισμό της Βουλής. Ο συνταγματικός προβληματισμός που παρατέθηκε παραπάνω, κατά το μέρος του που αναφέρεται στα επιτρεπτά καθήκοντα των δικαστικών λειτουργών, είναι εν προκειμένω άνευ αντικειμένου. Οι πράξεις που θα τους ανατεθούν είναι ειδικές και ανάγονται σε δικαιοδοτικά καθήκοντα. Η σχετική δυνατότητα ουδέποτε έως σήμερα έχει ενεργοποιηθεί, ούτε αναμένεται στην υπόθεση του πρώην υφυπουργού, αφού η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από την ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή παρακάμφθηκε.

IΧ. Η εξάλειψη του αξιόποινου

Η αντιμετώπιση, θητεύοντος ή πρώην, μέλους της κυβέρνησης και υφυπουργού διαφοροποιείται στη διερεύνηση, στη διαπίστωση της συνδρομής και τον καταλογισμό της ποινικής τους ευθύνης έναντι των άλλων πολιτών. Η ιδιαίτερη μεταχείρισή τους δεν εντοπίζεται μόνο στην παρέμβαση της Βουλής, περιλαμβάνει, επίσης, την υπαγωγή τους στην κρίση του Ειδικού Δικαστηρίου και στην ειδική αποσβεστική προθεσμία των αξιόποινων πράξεών τους. Η τελευταία υπήρξε έως το 2001 αντικείμενο μέριμνας του κοινού νομοθέτη. Ωστόσο, στην τρίτη αναθεώρηση του Συντάγματος κατοχυρώθηκε πρώτη φορά με διάταξη αυξημένης τυπικής ισχύος. Συγκεκριμένα, ορίστηκε ότι η Βουλή μπορεί να ασκήσει την ποινική δίωξη σε βάρος τους έως το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος (άρθρο 86 παρ. 3 εδάφ. β΄ Συντ.). Η κατά χρόνον αρμοδιότητά της δεν είναι πάντως εκ των προτέρων γνωστή και σταθερή, αφού η διάρκεια της τακτικής συνόδου κυμαίνεται μεταξύ, το ελάχιστο, των πέντε μηνών (άρθρο 64 παρ. 2 Συντ.) και, το μέγιστο, του ενός έτους (άρθρο 64 παρ. 1 Συντ.). Αντιθέτως, ο εκτελεστικός ν. 3126/2003, με τον οποίο εναρμονίστηκε η νομοθεσία στους νέους συνταγματικούς ορισμούς, αναφέρεται στην εξάλειψη του αξιόποινου. Τούτη επέρχεται μετά το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της επόμενης της τέλεσης της αξιόποινης πράξης βουλευτικής περιόδου.

Η συνταγματική κατοχύρωση της αποσβεστικής προθεσμίας θα αποδειχθεί όμως σύντομη. Την κατάργησή της, επαναλαμβάνοντας πρόταση με τον ίδιο επιδιωκόμενο σκοπό εκείνου της θνησιγενούς πρωτοβουλίας του 2014, ζήτησαν όσες κοινοβουλευτικές ομάδες κατέθεσαν τις προτάσεις τους στην αναθεώρηση του 2019, παραδεκτώς όμως κατατέθηκαν μόνον εκείνες του «Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς» και της Νέας Δημοκρατίας. Η νέα παρ. 3 του άρθρου 86 Συντ. δεν περιλαμβάνει ορισμό για την κατά χρόνον αρμοδιότητα της Βουλής να διώκει ποινικά, θητεύων ή πρώην, μέλος της κυβέρνησης και υφυπουργό. Ωστόσο, ο εκτελεστικός νόμος δεν έχει ακόμη εναρμονιστεί και διατηρείται αλώβητη η πρόβλεψή του για την εξάλειψη του αξιόποινου. Αν και πρόκειται για κανόνα υποδεέστερης, υποσυνταγματικής, ισχύος, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, άνευ ετέρου, ότι τέθηκε εκ ποδών από την έννομη τάξη μας με τη δημοσίευση του αναθεωρημένου Συντάγματος. Το ερμηνευτικό ζήτημα στην υπόθεση του πρώην υφυπουργού θα τάμει, δεσμευτικά, το Δικαστικό Συμβούλιο και, εντέλει, το Ειδικό Δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή, το πιθανότερο, με την υποβολή σχετικής ένστασης. Η εξάλειψη του αξιόποινου αποτελεί πάντως διάταξη του ουσιαστικού, όχι του δικονομικού, ποινικού δικαίου και είναι μάλιστα ευμενής για το διωκόμενο. Γι’ αυτό, η κατάργησή της δεν μπορεί να ενεργήσει αναδρομικά. Ακόμη, λοιπόν, και όταν συντελεστεί η εξαγγελθείσα από τον Πρωθυπουργό κατάργησή της, δεν θα είναι επιτρεπτό να καταλάβει αξιόποινες πράξεις που τελέστηκαν πριν από τη θέση της σε ισχύ.

2. Το αξιόποινο πράξεων, θητεύοντων ή πρώην, μελών της κυβέρνησης και υφυπουργών εξαλείφεται, όπως προβλέπεται νομοθετικά, με το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεσή τους, όταν η Βουλή δεν αποφασίσει έως τότε την άσκηση ποινικής δίωξης. Αν επικρατήσει η ερμηνευτική θεώρηση που δέχεται ότι η σχετική ρύθμιση του εκτελεστικού νόμου παραμένει σε ισχύ και μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019, πρέπει να καθοριστεί η χρονική στιγμή της εξάλειψης για τις πράξεις που τελέστηκαν από τους θητεύοντες τότε υπουργούς και υφυπουργούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στο πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών την 28η Φεβρουαρίου 2023.

Η επόμενη βουλευτική περίοδος της τέλεσης αυτών, δηλαδή η ΙΘ΄, εκκινεί με την εκλογική αναμέτρηση της 20ής-21ης Μαΐου 2023. Η Βουλή που αναδείχθηκε συνέρχεται στην πρώτη συνεδρίασή της την 28η Μαΐου 2023 και διαλύεται μία ημέρα μετά, αφού έχει εκλεγεί το προεδρείο της, δηλαδή την 29η Μαΐου 2023. Υπήρξε, για αυτό, «Βουλή της μίας ημέρας», η δεύτερη μετά από εκείνη του Μαΐου του 2012. Ανακύπτει, λοιπόν, το ερώτημα, αν η σύγκληση και η διάλυση της υπολογίζονται στον καθορισμό του κρίσιμου χρόνου. Με άλλα λόγια, αν η ΙΘ΄ βουλευτική περίοδος προσμετράται για τον καθορισμό του χρόνου εξάλειψης του αξιόποινου. Το ζήτημα έχει απασχολήσει την επικαιρότητα. Το καλοκαίρι του 1989 η αποτροπή του κινδύνου να μην ελεγχθούν ποινικά για το «σκάνδαλο Κοσκωτά» πολιτικά πρόσωπα, επέβαλε το σχηματισμό της βραχύβιας κυβέρνησης συνεργασίας της Νέας Δημοκρατίας και του «Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς».

3. Αντιθέτως, στην περίπτωση της «λίστας Λαγκάρντ», το 2014, αντιμετωπίστηκε δικαστικά. Για το ζήτημα της συμπλήρωσης της ήδη και συνταγματικά κατοχυρωμένης αποσβεστικής προθεσμίας, με άλλα λόγια για το συνταγματικά επιτρεπτό της ποινικής δίωξης σε βάρος του πρώην Υπουργού Οικονομικών μετά τη λήξη της επόμενης βουλευτικής περιόδου εκείνης που τελέστηκαν από αυτόν τα φερόμενα ως αξιόποινα αδικήματα και χωρίς η Βουλή να συνέλθει ουσιαστικά στην πρώτη τακτική της σύνοδο, κλήθηκε να αποφανθεί το Δικαστικό Συμβούλιο. Η εισαγγελική πρόταση, ερμηνεύοντας τους ορισμούς του άρθρου 86 Συντ. και του εκτελεστικού ν. 3126/2003, δέχθηκε ότι η τασσόμενη αποσβεστική προθεσμία είναι αρκούντως ικανή για να ασκήσει η Βουλή την αρμοδιότητά της, δίχως να διαταράσσεται επί μακρώ η πολιτική ομαλότητα, αρκεί η βουλευτική περίοδος και η λειτουργία της λαϊκής αντιπροσωπείας να διαρκούν χρονικό διάστημα, εντός του οποίου υπάρχει η δυνατότητα να συνέλθει σε δύο τουλάχιστον τακτικές συνόδους και μάλιστα όχι συντομότερες των πέντε μηνών. Αναγνώρισε όμως ότι εάν τούτο δεν καταστεί, φυσικώς και λογικώς, δυνατό, τότε η αποσβεστική προθεσμία εξικνείται έως το πέρας της μεθεπόμενης περιόδου, ενώ οποιαδήποτε αντίθετη ερμηνεία θα προσέκρουε στη βούληση του συντακτικού νομοθέτη, ο οποίος θεσπίζει ένα απώτατο, οπωσδήποτε λογικό χρονικό σημείο, ώστε η Βουλή να έχει όλη τη χρονική άνεση για περίσκεψη, διαβούλευση και απόφαση.

Δίχως να παραγνωρίζει την πολιτική υποχρέωση και το καθήκον της Βουλής να συμβάλει στη συγκρότηση κυβέρνησης για να αποφεύγονται αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, ο εισαγγελέας υποστήριξε ότι είναι αδιάφορος ο λόγος που η επόμενη της τέλεσης λαϊκή αντιπροσωπεία δεν μπόρεσα να συνέλθει σε δεύτερη τακτική σύνοδο. Και τούτο, επειδή ρητή βούληση του συνταγματικού νομοθέτη αποτελεί η άσκηση οπωσδήποτε ποινικής δίωξης εντός το τασσόμενου χρόνου, άλλως θα διευκολύνονταν η φαλκίδευσή του. Η πρότασή του έγινε, ομόφωνα και με συγκλίνουσες γνώμες του Προέδρου του και ενός μέλους του Δικαστικού Συμβουλίου, δεκτή στο βούλευμα 1/2014. Αλλά και η Εισαγγελέας του Ειδικού Δικαστηρίου στην αγόρευσή της την Τρίτη 17 Μαρτίου 2015 υποστήριξε ότι «η Βουλή που συγκροτήθηκε σε σώμα τον Μάιο του 2012 για τρεις ημέρες δεν λειτούργησε εντός συνόδου». Εξάλλου, ένας από τους συνηγόρους της υπεράσπισης έθεσε το ζήτημα της παραγραφής, επισημαίνοντας ότι το παραπεμπτικό βούλευμα εμπεριέχει «εσφαλμένες συνταγματικά κρίσεις και πολιτικής φύσης αιτιολογία». Ωστόσο, το δικαστήριο στην απόφασή του 1/2015 θα απορρίψει τις αιτιάσεις.

Αν η κρίση ότι η «Βουλή της μίας ημέρας» και η βουλευτική της περίοδος δεν υπολογίζονται για την εξάλειψη του αξιόποινου γίνει δεκτή, οι αξιόποινες πράξεις κατά την άσκηση υπουργικών καθηκόντων στο πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, εφόσον ο εκτελεστικός νόμος στο συγκεκριμένο σημείο του παραμένει σε ισχύ, διώκονται επιτρεπτά έως τη λήξη της διανυόμενης τακτικής συνόδου και το αργότερο έως την 3η Οκτωβρίου 2025. Η παραδοχή δεν αφορά τον πρώην υφυπουργό για τον οποίο η διαδικασία βρίσκεται σε εξέλιξη, αλλά τους λοιπούς εμπλεκόμενους υπουργούς και υφυπουργούς. Αυτοί δεν θα έχουν όμως την ευκαιρία να επιδείξουν, εξίσου, τη γενναιότητά τους, αφού η νομοθετική διάταξη για την εξάλειψη του αξιόποινου είναι δημόσιας τάξης!

Χ. Η επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος

Το άρθρο 86 Συντ. θα απασχολήσει την επικείμενη πέμπτη αναθεώρηση του Συντάγματος. Όπως και εκείνο της επιλογής της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων, τέθηκαν από τον πρόεδρο του «Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος-Κινήματος Αλλαγής» στη συνάντησή του με τον Πρωθυπουργό τον περασμένο Δεκέμβριο. Βέβαια, η κοινοβουλευτική του ομάδα δεν διαθέτει, αυτοτελώς, τον καθορισμένο αριθμό βουλευτών για να υποβάλει παραδεκτώς πρόταση αναθεώρησης. Συνεπώς, η ποινική ευθύνη των, θητεύοντων ή πρώην, μελών της κυβέρνησης και των υφυπουργών μπορεί να βρεθεί στο επίκεντρο του αναθεωρητικού ενδιαφέροντος είτε συναινετικά, με τη συνεργασία περισσότερων κοινοβουλευτικών ομάδων της αντιπολίτευσης, είτε με πρωτοβουλία της συμπολίτευσης.

Είναι αλήθεια ότι το ζήτημα και η αντιμετώπισή του, αν δεν καθοριστούν, θα επηρεαστούν στενά από το πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη και, τις κοινωνικοπολιτικές ή τις δικαστικές, εξελίξεις. Ο Κ. Μητσοτάκης ακολουθεί πάντως μια διαρκώς μεταβαλλόμενη στάση. Μιλώντας στην Ολομέλεια της Βουλής την 7η Μαρτίου 2025 κατά τη συζήτηση πρότασης δυσπιστίας, δηλώνει πρόθυμος να αναθεωρηθούν οι συνταγματικές διατάξεις για την επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης και την ποινική ευθύνη των Υπουργών, αρκεί η αξιωματική αντιπολίτευση να συμφωνήσει στην κατοχύρωση της αξιολόγησης στο δημόσιο και στην ίδρυση μη κρατικών Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Ωστόσο, τρεις ημέρες αργότερα στην τελευταία συνάντησή του με την απερχόμενη Πρόεδρο της Δημοκρατίας θα περιλάβει την αναθεώρηση του άρθρου 86 μεταξύ των μεταρρυθμίσεων που «θα πρέπει να μεταβολίσουν θετικά το κλίμα δυσπιστίας που υπάρχει στην ελληνική κοινωνία».

Εξάλλου, στην ανακοίνωσή του την 18η Μαρτίου 2025, αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση της επιστολής του πρώην υφυπουργού, αναφέρει ότι «πλησιάζει η ώρα για μια δραστική τομή στο άρθρο 86 του Συντάγματος. . .Είναι καιρός με τη νέα αναθεώρηση του Συντάγματος να ενισχύσουμε πιο αποφασιστικά την εμπιστοσύνη της κοινωνίας προς το πολιτικό σύστημα. Διευκολύνοντας την αναζήτηση της αλήθειας και περιορίζοντας ή και εξαλείφοντας την αρμοδιότητα και την εμπλοκή της Βουλής στην ποινική δίωξη υπουργών. Γιατί αποστολή του Κοινοβουλίου δεν είναι, ούτε να αθωώνει πολιτικούς φίλους, ούτε να καταδικάζει πολιτικούς αντιπάλους». Τέλος, από τις Βρυξέλλες την 20ή Μαρτίου 2025 επισημαίνει «να μην δίνουμε την εντύπωση ως πολιτικό σύστημα ότι έχουμε δύο μέτρα και δύο σταθμά, όταν αντιμετωπίζουμε τις ποινικές ευθύνες πολιτικών», επαναλαμβάνει ότι «ο κ. Τριαντόπουλος με μία γενναία πράξη, κάνει πράξη αυτό το οποίο ζητούσαν όλοι να δικαστεί από τον φυσικό του δικαστή» και καταλήγει «η επιλογή αυτή ανοίγει το δρόμο και για μία πιο γενναία αναθεώρηση του άρθρου 86 στην κατεύθυνση για την οποία όλοι μιλούσαμε. . .θα ηγηθώ της προσπάθειας να αλλάξουμε το άρθρο 86, όπως έχω δεσμευτεί και νομίζω ότι και οι πολίτες προτιμούν και οι πολιτικοί να δικάζονται από τους φυσικούς τους δικαστές, εν προκειμένω από το ανώτατο δικαστήριο το οποίο έχουμε».

Στη θνησιγενή πρωτοβουλία του 2014 επιδιώχθηκε, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεσης της πρότασης αναθεώρησης που κατέθεσε η κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας, η πλήρης αποσύνδεση της διαδικασίας δίωξης των μελών της κυβέρνησης από οποιαδήποτε παρέμβαση της Βουλής και η άσκησή της να αφήνεται, δίχως κοινοβουλευτικά προσκόμματα, στη δικαστική εξουσία, η οποία είναι ανεμπόδιστη και ανεπηρέαστη. Το ίδιο θα μπορούσε να αποτελεί και σήμερα την επιθυμία, τουλάχιστον, του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας μας και φαίνεται να υπολανθάνει στις, κατά καιρούς, δηλώσεις του Πρωθυπουργού, ουδέποτε όμως το έχει διατυπώσει ευθέως. Όσες φορές προτάθηκε μεταπολιτευικά η σύσταση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για την αναζήτηση ποινικής ευθύνης, η διαδικασία, με μοναδική εξαίρεση την ανάκληση της απόφασης της Ολομέλειας την Άνοιξη του 1994, έφθασε στο τέλος της με την έκδοση απόφασης από το Ειδικό Δικαστήριο. Οι σχετικές προτάσεις, ενόψει και του απαιτούμενου αριθμού υπογραφών για την υποβολή τους, είναι πράγματι περιορισμένες. Διερωτάται, εύλογα, κανείς, γιατί η εξέλιξη αυτή πρέπει να εκλαμβάνεται και ως αποδειξη ανωριμότητας του πολιτικού μας συστήματος; Ανεξαρτητως της υπάρξης πραγματικής ανάγκης για την αναθεώρηση του άρθρου 86, το ενδιαφέρον του επικείμενου εγχειρήματος θα επικεντρωθεί στην κοινοβουλευτική φάση της διαδικασίας, αφού η δικαστική πιθανολογείται ότι θα παραμείνει αλώβητη. Η, εν γένει, παράκαμψη της Βουλής πρέπει πάντως να αποκλειστεί. Η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από την ειδική επιτροπή, μετά ιδίως την επιστολή του πρώην υφυπουργού και όσα την ακολούθησαν, αναμένεται να καταργηθεί, ενώ η άσκηση ποινικής δίωξης εκτιμάται ότι θα ανατεθεί στη δικαιοσύνη. Η αρμοδιότητά της αυτή δεν μπορεί όμως να ασκείται ελεύθερα, επιβάλλεται, τουλάχιστον για τα μέλη της κυβέρνησης ή τους υφυπουργούς που έχουν την ιδιότητα του βουλευτή, να προηγείται η παροχή άδειας από τη Βουλή.

O Πρόεδρος της Δημοκρατίας και το Σύνταγμα

Νίκος Παπασπύρου, αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ΕΚΠΑ

H χώρα μας υπό το Σύνταγμα του 1975 γνώρισε έναν αυτορρυθμιζόμενο δικομματισμό. Απόλαυσε σταθερότητα και, έως το 2010, κοινωνική συμπερίληψη. Αυτό το μοντέλο πολιτικής σταθεροποίησης όμως δεν ανέχθηκε θεσμούς συναινετικής άσκησης της εξουσίας, ενώ καλλιέργησε την ασυνέχεια στη δημόσια πολιτική.

Κυρίαρχο μοτίβο ήταν η συγκέντρωση της εξουσίας στην πλειοψηφία. Έτσι, με την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1986, αφαιρέθηκαν όχι μόνο οι «υπέρμετρες» εξουσίες του Προέδρου, αλλά διακηρύχθηκε και ο διεκπεραιωτικός ρόλος του. Στην αναθεώρηση του 2019 προβλέφθηκε η (αρχήθεν) εκλογή με σχετική πλειοψηφία, ώστε η εκάστοτε κυβέρνηση να έχει τα χέρια της λυμένα. Ακόμη και με 75 ψήφους εκλέγεται πλέον Πρόεδρος. Και τώρα προτείνεται η μονή θητεία, ώστε αυτός να είναι πλήρως αναλώσιμος. Σαν πρόεδρος ανεξάρτητης αρχής.

Η γνώμη μας είναι ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρέπει να εκλέγεται στο πλαίσιο συναινετικής διαδικασίας και να έχει ήπιες, αλλά αποτελεσματικές αρμοδιότητες. Είναι χρήσιμος όταν μπορεί να συγκρατεί διχαστικές τάσεις του πλειοψηφικού συστήματος, καλλιεργεί συνδιαλλαγή και εξασφαλίζει ορισμένες δικαιοκρατικές εγγυήσεις.

Η συναινετική εκλογή είναι σημαντική για να νομιμοποιεί την άσκηση των αρμοδιοτήτων. Πώς μπορεί να επιτευχθεί με συνταγματική αναθεώρηση; Μία λύση, την οποία προτείναμε το 2019, είναι η παράταση της θητείας του απερχόμενου Προέδρου ενόσω δεν επιτυγχάνεται αυξημένη πλειοψηφία.

Η συναινετική εκλογή είναι σημαντική και σήμερα, διότι ο Πρόεδρος διατηρεί αξιόλογες εξουσίες. Για παράδειγμα, αναπέμπει στους υπουργούς σχέδια κανονιστικών διαταγμάτων που θεωρούνται μη νόμιμα από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Έχει αυξημένη ρυθμιστική ευχέρεια κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Έτσι, μπορεί να αντιταχθεί στην έκδοση προπετών πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, διότι τότε δεν υπάρχει Βουλή που να ελέγχει την κυβέρνηση.

Συναφώς, ο Πρ. Παυλόπουλος είχε απόσχει από την προαγωγή σε θέσεις ευθύνης ανώτατων δικαστικών λειτουργών μετά τη διάλυση της Βουλής το 2019. Τέλος, μετά από εκλογές, αν οι διερευνητικές εκλογές αποβούν άκαρπες, ο Πρόεδρος καλείται να «επιβεβαιώσει» την αδυναμία σχηματισμού κοινοβουλευτικής κυβέρνησης πριν διαλύσει τη Βουλή.

Εφόσον επανέλθουμε σε σύστημα συναινετικής εκλογής, νέες αρμοδιότητες μπορούν να συμπεριλάβουν την κάλυψη κενών που αφήνει το αμιγώς πολιτικό σύστημα (π.χ. διορισμός σε θέσεις ανεξάρτητων αρχών αν δεν συνεννοούνται τα κόμματα) ή την ανάσχεση αντισυνταγματικών πρωτοβουλιών, κατόπιν γνωμοδότησης του ΣτΕ. Σημαντικό ρόλο μπορεί να έχει ο Πρόεδρος, και έχει διεθνώς, όταν οι εκλογές δεν δίδουν αυτοδυναμία.

Τέλος, να μπορεί να ενεργοποιεί το πολιτικό σύστημα, με τον λόγο του ή με σύγκληση συμβουλίου πολιτικών αρχηγών, όταν εκείνο υπνώττει. Αυτές οι σκέψεις ίσως ενοχλούν ένα πολιτικό σύστημα που προτιμά άχρωμους Προέδρους, συγκέντρωση εξουσίας και κομματική πόλωση. Ωστόσο, οι πολίτες χρειάζονται έναν ή μία Πρόεδρο που να έχει την πολυτέλεια να προβληματίζεται για το τι γράφουν τα παιδιά μας στους τοίχους.

 

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο ένθετο «Πανεπιστήμιο Αθηνών» του «ΕΚΠΑ» που κυκλοφόρησε με «Το Βήμα της Κυριακής» στις 30 Μαρτίου 2025.

Human Rights Committee, Views adopted by the Committee under article 5 (4) of the Optional Protocol, concerning communication No. 3582/2019 – Μετάφρασή του στην Ελληνική – Mετάφραση της αιτιολόγησης της ψήφου της μειοψηφίας

United Nations   CCPR/C/141/D/3582/2019

International Covenant on
Civil and Political Rights

Distr.: General
7 October 2024
Original: English

Human Rights Committee

Views adopted by the Committee under article 5 (4) of the Optional Protocol, concerning communication No. 3582/2019*, ****, ******

Communication submitted by: D.K. (represented by counsel, Yannis N. Ktistakis1)

Alleged victim: The author

State party: Greece

Date of communication: 2 June 2018 (initial submission)

Document references: Decision taken pursuant to rule 92 of the Committee’s rules of procedure, transmitted to the State party on 5 April 2019 (not issued in document form)

Date of adoption of Views: 19 July 2024

Subject matter: Right to a fair trial

Procedural issues: Admissibility – abuse of submission; substantiation of claims; exhaustion of domestic remedies

Substantive issues: Right to a fair trial; right to defence

Article of the Covenant: 14 (1) and (3) (b)

Articles of the Optional Protocol: 2, 3 and 5 (2)

1.1 The author of the communication is D.K.,2 a national of Greece born on 3 October 1946 in Thessaloniki, Greece. The author claims a violation by the State party of his rights under article 14 (1) and (3) (b) of the Covenant. The Optional Protocol entered into force for the State party on 5 August 1997. The author is represented by counsel.

1.2 On 5 April 2019, the communication was registered. On 5 June 2019, the State party submitted a request to consider the admissibility of the communication separately from the merits. On 24 March 2020, the Committee, acting through its Special Rapporteurs on new communications and interim measures, decided to examine the admissibility of the communication together with its merits.

Facts as submitted by the author

2.1 From 1985 to 1990, the author was a professor of international relations at Panteion University. From 1990 to 1995, he was Rector of the University. He was appointed as minister, ad interim, for the press and mass media during the one-month pre-election period leading up to the parliamentary elections in 1996. In March 1997, he was appointed Head of the Permanent Mission of Greece to the Council of Europe. When he finished the latter appointment in 1999, he returned to academia.

2.2 In September 1998, the Rectors’ Council of Panteion University initiated an investigation into the financial management of the University. The resulting report, prepared by an accountant, was submitted to the Prosecutor of the Court of Appeals of Athens by the Rectors’ Council. Criminal procedures were initiated against 47 persons, including the author. The author was charged with having committed four felonies under the State party’s Penal Code: accessory to forgery; fraud; misrepresentation; and misappropriation of public funds.3 The prosecutor committed 18 defendants, including the author, to stand trial without an intervening examination of the evidence or initial depositions of any of the 47 accused persons or witnesses. The author notes that direct committal to trial has since been abandoned. Now, in all felony cases, three judges meet in chamber and decide whether to proceed to trial or acquit the defendant.

2.3 The case was heard at first instance by a three-member chamber of the Court of Appeal of Athens. On 6 June 2007, the Court found 10 of the defendants guilty and acquitted 7 defendants.4 The author was found guilty of misrepresentation, fraud and misappropriation of public funds and sentenced to 14 years of imprisonment. He appealed the judgment (No. 2444/07 of 6 June 2007) and was granted a suspension of the sentence,5 pending the hearing of the case on appeal.

2.4 On 25 November 2007, the author submitted a complaint to the European Court of Human Rights, claiming that his right to be presumed innocent had been violated by the statements made by the Prime Minister and cabinet ministers who, while his case was pending on appeal, had made a series of incriminating statements against him.6 In a decision dated 24 May 2011, the Court found that the author’s rights under article 6 (2) of the Convention for the Protection of Human Rights and Fundamental Freedoms (European Convention on Human Rights) had been violated.

2.5 On 25 June 2012, a five-member chamber of the Court of Appeal of Athens upheld the judgment of the first-instance court. The author began serving his sentence on the same date. He was temporarily released from prison on 15 July 2013, for health reasons.

2.6 On 27 June 2012, the author appealed the judgment of the second-instance court to the Supreme Court, in its capacity as the Court of Cassation. He submitted supplementary arguments on 16 April 2014, following the publication of the minutes and the judgment of the second-instance court. The Court of Cassation issued its judgment on 21 December 2015, upholding the judgment of the lower-level courts. Having exhausted all domestic remedies, the author began to serve the remainder of his sentence on 5 February 2016. He was released on 12 April 2017, owing to his poor health. He is barred from travelling outside Greece and may be incarcerated again to serve the remainder of his sentence, should his health improve.

2.7 On 27 July 2016, the author made a second complaint to the European Court of Human Rights,7 which found the author’s complaint inadmissible on 11 May 2017.8

2.8 The author notes that the minutes of the proceedings before the penal courts in Greece are written in longhand by the Registrar, who keeps the handwritten notes in a book. The notes are later typed and finally certified by the president of the court several months later. The minutes and the reasoning of the court constitute the judgment. The minutes are not accessible during the trial and cannot be checked for accuracy by the defendant until several months, or even years, after the end of the trial. Voice recording during trials is used selectively, and not in all cases. In the author’s case, both the first-instance and second‑instance courts kept the minutes by way of notes written in longhand by the Registrar. The minutes of the first-instance court were published in November 2009, nearly 29 months after the announcement of the verdict. Once the minutes were available, the author noted that statements by key witnesses and evidence offered by him in defence had been misrepresented. The author submitted a petition for correction of the minutes, in accordance with article 145 of the Code of Criminal Procedure. He also submitted a notarized statement by witnesses who confirmed the errors in the transcript. The errors in the transcript included: misrepresentation of the author’s statement on the financial administration of the Rectors’ Council; gaps in the transcription of the author’s statement; and omissions of critical points in the testimony of a witness, who had confirmed that the decision-making process on the budget and financial payments had remained the same at the University for the previous 20 years.

2.9 The author’s petition for correction of the minutes was accepted in relation to the statements by the witnesses. However, the rest of the author’s claims concerning the correction of the minutes were rejected owing to the time elapsed since the delivery of the judgment.9 The author notes that the delay was not attributable to him but to the court.

2.10 In addition to his petition to correct the errors in the minutes, the author also submitted a petition before the Prosecutor of the Supreme Court, claiming that the first-instance court had not allowed him to complete his defence statement.10 The Prosecutor referred the complaint to the Prosecutor of the Court of Appeal of Athens, who in turn referred the complaint to the second-instance court that was going to decide on the appeal, for its consideration and action. The author argues that his petition corroborates his claim that he has actively sought the annulment of the first-instance court’s judgment, even though the second-instance court did not record the referral from the Prosecutor of the Supreme Court in the minutes nor did it record the request by the author to annul the judgment of the first‑instance court and to remand the case for retrial.

2.11 On 25 June 2012, the second-instance court rendered its verdict. The minutes were not certified until 21 months later, during which time the defendants, who were serving their sentences, were precluded from having their cases heard by the Court of Cassation. Upon examining the minutes, the author noted that, once again, the minutes were incomplete, as they did not include: (a) his argument before the second-instance court that he had not been allowed by the first-instance court to complete his defence, or his request for the court to annul the judgment of the first-instance court; and (b) his request for the court to take into account the finding of the European Court of Human Rights that his right to be presumed innocent had been violated. The author submitted a petition for the correction of the minutes. The petition has not yet been examined by the second-instance court.

2.12 In his appeal before the Court of Cassation, dated 27 June 2012, the author claimed that the failure by the second-instance court to examine his claim that the first-instance court had not allowed him to complete his defence amounted to a violation of his right to defence. In its judgment, the Court of Cassation referred to the minutes from the second-instance court proceedings and noted that it did not appear that the author had raised any relevant claim and that, consequently, there was no obligation for the second-instance court “to reply”. It therefore dismissed the author’s cassation appeal.

Complaint

3.1 The author claims a violation of his right to a fair trial under article 14 (1) and (3) (b) of the Covenant owing to the incomplete minutes of the penal court proceedings and the inability of the defendant to have timely access to accurate and complete recordings of the evidence and testimony presented at the trial. The author had to wait 29 months for the first‑instance court and 21 months for the second-instance court to certify and publish the minutes from their respective proceedings.

3.2 He claims that the first-instance court also violated his rights by not allowing him to complete his defence statement or to answer any questions from the prosecutor and the judge.11

3.3 The author further claims that the second-instance court did not record in the minutes of its proceedings: (a) the author’s argument before the second-instance court that he had not been allowed by the first-instance court to complete his defence; (b) the author’s request for the court to annul the judgment of the first-instance court, remand the case for retrial and reflect in that context on the finding of the European Court of Human Rights that the author’s right to be presumed innocent had been violated; and (c) the fact of the referral of the author’s petition, regarding a violation of his fair trial rights by the first-instance court, from the Prosecutor of the Supreme Court to the second-instance court.

3.4 Finally, the author argues that he could not defend himself against the charges he faced since the arguments offered by him or witnesses before the trial courts were either misrepresented or omitted in the minutes, which prevented the Court of Cassation from examining his claims and arguments. In that context, the author adds that he could not prove that the second-instance court failed to address the claim of a violation of his fair trial rights and of the right to defence, owing to the incompleteness of the minutes. In particular, the author claims that the Court of Cassation was unable to verify the proceedings from the minutes of the second-instance court and thus examine his cassation arguments in a fair manner.

State party’s observations on admissibility

4.1 On 5 June 2019, the State party submitted its observations, arguing that the communication is inadmissible for abuse of the right of submission, owing to a lack of sufficient substantiation, and for non-exhaustion of domestic remedies.

4.2 The author submitted petition No. 13822 of 20 November 2009 for the correction and completion of the minutes of the proceedings before the first-instance three-member Court of Appeal of Athens, in accordance with article 145 of the Code of Criminal Procedure. In its decision No. 4305/2010 of 13 October 2010, the Court partially accepted the author’s petition. The decision is not subject to any legal remedy. In that regard, the State party argues that almost eight years have elapsed between the issuance of the domestic decision and the submission of the communication to the Committee on 7 June 2018. The communication should be declared inadmissible regarding the complaints based on the alleged incomplete minutes of the proceedings before the first-instance court, as such a delay constitutes an abuse of the right of submission under article 3 of the Optional Protocol.

4.3 The State party also submits that more than eight years have elapsed since the submission of the author’s complaints before the Prosecutor and the President of the Supreme Court (Court of Cassation), in which he asserted that he was not allowed to complete his defence statement before the first-instance court. On 19 November 2010, the complaints were referred to the second-instance five-member Court of Appeal of Athens for examination.12

4.4 Almost six years had elapsed since the upholding of the conviction, on 25 June 2012, of the author by the second-instance five-member Court of Appeal of Athens, as at the time of submission of the communication.

4.5 In addition, more than four years had elapsed since the submission by the author of petition No. 5986 of 15 April 2014 for the correction and completion of the minutes of the proceedings before the second-instance court in accordance with article 145 of the Code of Criminal Procedure.

4.6 In such circumstances, the State party considers that the above delays constitute an abuse of the right of submission under article 3 of the Optional Protocol, as regards key claims by the author.

4.7 Furthermore, the State party submits that the Committee is not competent to substitute the findings by the domestic courts as regards evaluation of facts and evidence in a case, unless the evaluation is manifestly arbitrary or amounts to a denial of justice. The issue of whether the minutes of the penal courts’ proceedings were incomplete constitutes a matter of factual assessment.

4.8 The alleged inability of the author to have timely access to accurate and complete recordings of the evidence and testimony presented in the minutes of the court proceedings also constitutes a matter of factual assessment. The same applies to the alleged inability of the Court of Cassation to verify the proceedings from the minutes and to exercise in a fair manner its responsibility to examine and decide on the cassation arguments presented by the author. All of the above assertions have been rejected by the competent national courts by fully reasoned judgments. Therefore, the author’s claims involving the re-evaluation of facts and evidence should be declared inadmissible, under article 2 of the Optional Protocol.

4.9 In addition, the State party disputes that domestic remedies have been exhausted. As the author admits, his petition, No. 5986 of 15 April 2014, for the correction and completion of the minutes of the proceedings before the second-instance court had not been examined as at the date of submission of the communication to the Human Rights Committee. Instead of trying to find out the reason for such delay and to be properly informed thereof, the author chose to submit the communication. The State party therefore holds that the author did not exercise due diligence in the pursuit of available remedies.13 It invites the Committee to find that the communication is inadmissible also for non-exhaustion of domestic remedies, according to article 5 (2) (b) of the Optional Protocol.

Author’s comments on the State party’s observations on admissibility

5.1 On 2 August 2019, the author submitted his comments on the State party’s observations.

5.2 First, the author rebuts the State party’s allegations of abuse of the right of submission. He argues that there has been no delay of several years as regards the exhaustion of domestic remedies.

5.3 He submits that all the petitions,14 complaints15 and decisions16 in his case are indeed milestones of the lengthy procedure before the second-instance five-member Court of Appeal of Athens and a reflection of the late publication of its minutes of the court proceedings, which support the author’s main complaint. He has claimed a violation of his rights of defence because of the omission of the court to keep the minutes of the proceedings by voice recording, as prescribed by the law for felony cases. Such omission deprived him of his right to have a timely and accurate record of the evidence and testimony presented in the trial and deprived the Court of Cassation of a verifiable record on which to exercise its responsibility to examine and decide on the cassation arguments.

5.4 He further contends that the second-instance court did not note in the minutes, or in the reasoning of its decision of 25 June 2012, his written complaint to the Prosecutor and the President of the Supreme Court (Court of Cassation) that he had been denied the right to complete his defence statement during the first-instance trial, a lapse verified in the court minutes of the first-instance court. The complaint had been transmitted to the second-instance court by the Prosecutor of the Court of Cassation on 19 November 2010 for its deliberation. The second-instance court also did not note in the minutes that the author himself had presented this argument before that court and that he had requested that the second-instance court annul the first-instance court judgment owing to a violation of the author’s right to defence before the first-instance court; his objections relating to the right to defence had been omitted from the first-instance court minutes.

5.5 The author resorted to extraordinary remedies to submit a petition to correct and complete the minutes but to no avail, as that petition was never examined by the second‑instance court. The significance of the omissions is that the Court of Cassation rejected the author’s first cassation arguments, namely that his defence rights had been grossly violated by the first-instance court, which had not allowed him to complete his defence statement, and that the second-instance court, which should have examined his complaint to the Prosecutor of the Court of Cassation and the author’s own claims before that court, had not even recorded those complaints and claims in the minutes and moreover had stated that the defendant had not made the claim of concern to the second-instance court.17 The author underlines that the above procedures are extraordinary remedies and, while exhausted, do not formally represent ordinary remedies that would be available.

5.6 In fact, the exhaustion of domestic remedies occurred on 6 April 2016, when the Court of Cassation made public the minutes of the proceedings and the reasoning of its decision to uphold the author’s conviction by the second-instance court. Since the communication was submitted only two years from the exhaustion of domestic remedies, such delay does not amount to an abuse of the right of submission.18 As explained, there was no delay of several years in the submission of the communication following the exhaustion of domestic remedies, the timeline of which the author explained. Such allegations are not substantiated by the facts or the definition of what constitutes exhaustion of domestic remedies.

5.7 As regards the alleged lack of the Committee’s competence to evaluate the facts and evidence, the author objects to the State party’s argument that the issue of whether the minutes of the penal court’s proceedings were incomplete constitutes a matter of factual assessment. He claims that it is incomprehensible that a well-established guarantee of criminal procedure that the defendant should have an accurate and complete record of the testimony and evidence presented in the court available to him should be interpreted as “a matter of factual assessment”, in contravention of the Committee’s jurisprudence. The fact that the publication of the minutes of the first-instance and second-instance courts were not timely is substantiated by the delay in their publication by the first-instance court – after 29 months – and by the second-instance court – after 21 months.

5.8 The accuracy and completeness of the minutes of the proceedings of the first-instance court were contested by the author and were partially corrected and completed by that court in its decision No. 4305/2010 of 13 October 2010. The Committee is thus not being requested to decide on the facts. On the contrary, it was the decision of the State party’s courts to partially correct and complete the minutes, as requested by the defendant, which is also evidence of the problems occasioned by the lack of verifiable minute-keeping during the penal trial.

5.9 Petition No. 5986 of 15 April 2014, submitted by the author to the second-instance court to correct and complete the minutes of the court’s proceedings, represents the exercise of an extraordinary procedural right by the defendant.19 The petition was not examined promptly or before the Court of Cassation ruling, which resulted in a violation of the defendant’s rights. The inability of the Court of Cassation to obtain verifiable minutes of the proceedings of the second-instance court, and exercise in a fair manner its responsibility to examine and decide on the cassation arguments presented by the author, is a denial of justice, but not “an assessment of the facts” of the case. The State party’s objections to the purported re-assessment of the facts and evidence are incorrect and unsubstantiated.

5.10 The author further objects to the State party’s argument disputing that domestic remedies have been exhausted given that the author’s petition (No. 5986) of 15 April 2014 for the correction and completion of the minutes of the proceedings before the second‑instance court had not been examined as at the date of submission of the communication to the Human Rights Committee. However, that allegation is inconsistent with the State party’s previous argument, whereby the submission of the author’s communication after several years from the exhaustion of domestic remedies is presented as an abuse of the right of submission. One of the domestic remedies listed as exhausted is petition No. 5986. The State party’s objection is unsubstantiated, as the exhaustion of available domestic remedies in fact occurred with the publication, on 6 April 2016, of decision No. 1342 of the Court of Cassation of 21 December 2015, which is irrevocable. Petition No. 5986, as an extraordinary remedy, had not been examined by the date the Court of Cassation announced its decision and was thus superseded by the irrevocable decision of the Court of Cassation.

5.11 In conclusion, the author requests the Committee to declare the communication admissible, as it has been submitted in good faith, in a timely manner and observing the requirements set out in articles 2 to 5 of the Optional Protocol. The author holds that his submissions corroborate violations of the right to a fair trial and the right to defence guaranteed by articles 14 (1) and (3) (b) of the Covenant.

State party’s observations on the merits

6.1 On 6 April 2023, the State party submitted its observations on the merits of the author’s communication, asserting that there has been no violation of article 14 (1) and (3) (b) of the Covenant.

6.2 As stated in the communication, the author submitted petition No. 13822 of 20 November 2009 for the correction and completion of the minutes of the proceedings before the first-instance three-member Court of Appeal of Athens, in accordance with article 145 of the Code of Criminal Procedure. The Court issued decision No. 4305/2010 on 13 October 2010, by which it partially accepted the above petition. The decision has not been subject to any legal remedy.

6.3 The author also submitted complaints to the Prosecutor and the President of the Court of Cassation, claiming that he had not been allowed to complete his defence statement before the first-instance court. On 19 November 2010, the complaints were referred to the second‑instance five-member Court of Appeal of Athens for examination, as indicated in document No. 11906 of the Prosecutor of the Court of Appeal, dated 16 February 2018.

6.4 Furthermore, the author submitted to the second-instance court petition No. 5986 of 15 April 2014 for the correction and completion of the minutes of the proceedings, in accordance with article 145 of the Code of Criminal Procedure. As the author claims, the above petition had not been examined by the date of the submission of the communication to the Human Rights Committee.

6.5 At the hearing of his case before the Court of Cassation, the author claimed that the procedure before the second-instance court was absolutely null, on the ground that the court had dismissed his claim for declaring the acts of the procedure before the first-instance court null and had repeated them, as his defence statement before the first-instance court had not been concluded. As a result, the author could not refute evidence that arose during the proceedings, an impact that shaped the whole procedure. The Court of Cassation dismissed the above ground as ill-founded, stating that its examination of the minutes of the proceedings before the second-instance court showed that neither the author nor his attorney had submitted a relevant claim and thus there was no obligation of the Court of Cassation to respond.

6.6 Moreover, the author claimed that the record of his defence statement in the minutes did not include the answers he had given to questions posed by the attorneys of P.P. (the civil claimant) and the defence lawyers, which were crucial for his defence, and that as a result the court had not assessed the whole body of evidence. The Court of Cassation, following an examination of the minutes of the proceedings before the second-instance court, dismissed the above ground as ill-founded. In particular, it held that the contested judgment indicated that the second-instance court had taken into account, among other things, the defence statement of the author and his co-defendants, including “briefly” recorded answers of the defendants to the questions submitted to them by the parties and their lawyers.

6.7 Therefore, there was no inability, as the author alleges, of the Court of Cassation to verify the proceedings from the minutes and thus exercise in a fair manner its responsibility to examine and decide on the cassation grounds presented by the author. As repeatedly noted in the relevant judgment, the Court of Cassation examined the minutes of the proceedings before the second-instance court in order to rule upon the cassation grounds and arguments submitted by the author. The Court of Cassation did not make any reference to the author raising questions as to the accuracy and completeness of the minutes of the proceedings before the second-instance court.

6.8 The legal and factual basis for the author’s claims is insufficient and the facts of the case do not reveal a violation of the author’s right, under article 14 (1) of the Covenant, to a fair and public hearing by a competent, independent and impartial tribunal established by law.

6.9 On the basis of the evidence of the case, the State party considers that the author was provided with adequate time and facilities for the preparation of his defence and was able to communicate with counsel of his own choosing during the hearing. The national courts gave the author every opportunity to prepare his defence, no restrictions were imposed by the courts, and the author had timely access to accurate and complete recordings of the evidence and testimonies presented in the trials. Therefore, there was no violation of article 14 (3) (b) of the Covenant.

Author’s comments on the State party’s observations on the merits

7.1 On 7 June 2023, the author submitted his comments on the State party’s observations, and reiterated that the State party has violated his rights under article 14 (1) and (3) (b) of the Covenant.

7.2 As stated in the author’s initial communication, the minutes of the proceedings before the penal courts are kept by the Registrar, who writes notes longhand and keeps the handwritten notes in a book. During the trial, the minutes, as recorded by the Registrar, are not accessible and cannot be verified for accuracy and completeness. Parties to the case must await the publishing of the judgment to read the evidence and testimony heard during the proceedings, a process that is vital for the preparation of their defence in appeal or cassation applications.

7.3 Although the Code of Criminal Procedure in force at that time contained a provision stipulating the use of a voice recording system, no such system was used during the proceedings for the author’s case in the first- and second-instance courts. The judges for both instances chose to have the Registrars record the entire proceedings in handwritten notes. The State party, in its observations, does not address this issue at all and fails to acknowledge that had a voice recording system been used for the public hearing proceedings, not only would the minutes have been correct and complete, they would have proven that the author’s rights to a fair trial and defence had indeed been violated.

7.4 As regards the author’s petition to the first-instance court following his conviction, the author sought to correct and complete the minutes recorded by the Registrar during the hearing. Two years passed before he was able to file his petition to identify inconsistencies and omissions in the minutes. By its decision No. 4305/2010, the first-instance court partially accepted the author’s petition with respect to some of his claims for corrections, which were based on notarized testimonies. However, the court refused to correct the first-instance court minutes for the remaining claims, arguing that several years had elapsed since the verdict and several months had elapsed since the minutes had been certified by the presiding judge of the court. In the author’s view, the State party does not address this delay, but merely states that the court partially accepted the application and that there is no available legal remedy in such cases, which supports the author’s claim that domestic remedies were exhausted in this regard. The delays constituted a violation of the author’s rights to have timely access to the minutes as recorded by the Registrar during his trial, to request their correction and to prepare his defence for the appeals trial.

7.5 Prior to the examination of the author’s case on appeal, the author also filed a petition to the Prosecutor of the Cassation Court, claiming that the first-instance court had not allowed him to complete his defence statement. Furthermore, the author has referred to his complaint submitted to the European Court of Human Rights.20 At the time of the appeal proceedings, the second-instance court had at its disposal both the author’s initial petition for the correction of the minutes, and the judgment of the European Court of Human Rights. The conviction of the author was upheld following the examination of his appeal.21 The minutes of the second‑instance court, which were yet again recorded by the Registrar in the form of handwritten notes taken during the hearing and included in the final text of the judgment, as certified by the presiding judge of the Court, were yet again incomplete and incorrect. The author recalls that the minutes of the appeal proceedings suffered from two omissions,22 and that he submitted a petition for the correction of the minutes of the second-instance court.

7.6 The author’s petition for the correction of the minutes of the second-instance court was not examined prior to the hearing of the author’s case before the Court of Cassation, which through judgment No. 1342/2015 ultimately rejected his petition for cassation. The State party, in its observations, merely repeats the reasoning of the Supreme Court and fails to address the author’s complaints.

7.7 The Court of Cassation based its rejection of the author’s cassation appeal specifically on the argument that he had not requested the annulment of the first-instance judgment – a conclusion drawn from the Court’s examination of the incorrect and incomplete minutes. The Court had thus, in essence, been unable to verify the proceedings before the second-instance court and had failed to examine and decide on the author’s cassation claims in a fair manner.

7.8 The State party further claims that the Court of Cassation held that the second-instance court, in its judgment No. 2006/2012, had taken into account, among other things, the author’s defence statement and those of his co-defendants, including “briefly” recorded answers to questions addressed to them by the parties and their lawyers. However, the State party fails yet again to identify the object of the author’s complaint, namely that the Court of Cassation based its judgment on the incorrect and incomplete minutes of the second-instance court. In its judgment No. 1342/2015, the Court of Cassation explicitly stated that for any answers or statements to be recorded in the minutes, the defendant had to first submit a relevant request. The minutes, which contained an incomplete and inaccurate recording of the proceedings before the second-instance court, therefore did not allow the Court of Cassation to respond to the author’s cassation claims in a fair manner.

7.9 The State party accurately observes that the Court of Cassation did not make any reference to the author raising questions as to the accuracy and completeness of the minutes of the proceedings before the second-instance court. Indeed, the Court of Cassation did not refer at all to the author’s complaints regarding the inaccurate and incomplete recording of the proceedings before the second-instance court, even though those complaints were explicitly included in the petition and supplementary memoranda he submitted to the Court of Cassation. In fact, the Court of Cassation failed altogether to examine and address the author’s cassation claims. The author hence rightfully claims there has been a flagrant violation of his right to a fair trial and his right of defence.

7.10 Finally, the author submits that the State party omits altogether the judgment by the European Court of Human Rights, in which the Court had found that there had been a violation of the author’s right to the presumption of innocence. Both the second-instance and cassation courts failed to consider the reasoning by the European Court of Human Rights concerning the violation of the presumption of innocence by high-level officials, in particular by the Minister of Justice, and the Court’s comment that the Minister of Justice should have been careful not to say anything that might give the impression that he wished to influence the outcome of a case pending before a competent judicial authority. This provides sufficient legal and factual basis to find a violation of the author’s right to a fair and public hearing by a competent, independent and impartial tribunal, under article 14 (1) of the Covenant.

7.11 The author concludes that there has been a violation of his rights under article 14 (1) and (3) (b) of the Covenant, as he did not and could not have timely access to the minutes of either the first-instance or second-instance proceedings in order to raise his complaints promptly. Consequently, the State party’s courts based their decisions on minutes that were incorrect and incomplete.

State party’s further observations

8.1 On 31 July 2023, the State party submitted further observations, recalling its earlier arguments about the inadmissibility and non-substantiation of the author’s claims, supported by evidence.

8.2 The author has not successfully challenged any of the arguments or objections raised in the State party’s previous observations. The author repeats vague and unfounded allegations that the minutes of the proceedings before the second-instance court were incomplete and incorrect.

8.3 As stated in the State party’s observations on the merits, before the Court of Cassation, the author had claimed that the procedure before the second-instance court was absolutely null, as he had perceived the minutes of those proceedings as incomplete and incorrect. The Court of Cassation dismissed the above claims as ill-founded.

8.4 The author inaccurately alleges that the State party admitted that the second-instance court’s judgment “briefly” recorded the defence statements and answers to questions addressed to the defendants. The word “briefly” does not refer to the defence statements of the author and his co-defendants but to the answers of the defendants to the questions submitted to them by the parties and their attorneys.

8.5 The State party invites the Committee to give credence to the national courts’ judgments. It is not the Committee’s task to rule upon the validity, completion and accuracy of the above minutes 11 years after the second-instance court issued its judgment and 8 years after the Court of Cassation issued its judgment.

8.6 The European Court of Human Rights, in its judgment dated 24 May 2011, found a violation of article 6 (2) of the Convention as regards presumption of innocence, in respect of the proceedings pending before the Athens Court of Appeal (second-instance court), on account of statements made by the Deputy Minister of Finance and the Minister of Justice. Such a finding is not causally linked with the subject matter of the present case and the violations of the Covenant invoked.

8.7 The State party invites the Committee to reject the author’s communication as inadmissible and unfounded on the law and on the merits.

Issues and proceedings before the Committee

Consideration of admissibility

9.1 Before considering any claim contained in a communication, the Committee must decide, in accordance with rule 97 of its rules of procedure, whether the communication is admissible under the Optional Protocol.

9.2 As regards article 5 (2) (a) of the Optional Protocol, the Committee notes the author’s argument that on 25 November 2007, he submitted a complaint to the European Court of Human Rights, which found in its judgment dated 24 May 2011 a violation of the author’s rights under article 6 (2) of the European Convention on Human Rights. The Committee further notes that on 27 July 2016, the author submitted a second complaint to the European Court of Human Rights, which found the author’s application inadmissible on 11 May 2017. The Committee considers that since the same matter is not being examined under another procedure of international investigation or settlement, the requirements of article 5 (2) (a) of the Optional Protocol have been met.

9.3 The Committee notes the State party’s argument that the author had abused the right of submission, given that: (a) almost eight years had elapsed between the issuance, on 13 October 2010, of decision No. 4305/2010 on his petition for the correction and completion of the minutes of the proceedings before the first-instance court and the submission, on 7 June 2018, of the communication to the Committee; (b) more than eight years had elapsed since the submission of the author’s complaints to the Prosecutor and the President of the Court of Cassation, which were referred to the second-instance court on 19 November 2010 for examination; (c) almost six years had elapsed since the second-instance court had upheld the conviction, on 25 June 2012; and (d) more than four years had elapsed since the submission of the author’s petition (No. 5986 of 15 April 2014) for the correction and completion of the minutes of the proceedings before the second-instance court (see paras. 4.2–4.6 above). The Committee, however, observes that, as raised by the author, the Court of Cassation made public the minutes of the proceedings and the reasoning of its decision to uphold the author’s conviction on 6 April 2016, and that the author submitted his communication to the Committee within two years of obtaining access to the Supreme Court’s judgment, that is, within two years of having exhausted domestic remedies. Therefore, the two-year delay in submitting the communication does not amount to an abuse of the right of submission.23 In the light of the above, the Committee considers that it is not precluded from considering the author’s claims by the requirements of article 3 of the Optional Protocol.

9.4 The State party also raised the objection that the author has not exhausted all available domestic remedies, because his petition (No. 5986 of 15 April 2014) for the correction and completion of the minutes of the second-instance court had not yet been examined at the time of submission of the communication to the Committee. In that context, the author held that the objection was inconsistent with the State party’s preceding argument that the author had submitted his communication several years after the exhaustion of domestic remedies, in which context the State party considered petition No. 5986 to have been exhausted. The author also submitted that the objection was unsubstantiated, because the exhaustion of available domestic remedies in fact had occurred with the publication of the irrevocable decision (No. 1342) of the Court of Cassation dated 6 April 2016, and that the first-instance court, in its decision No. 4305/2010, had partially accepted petition No. 13822 submitted by the author, and that the decision of the first-instance court was not subject to any further appeal. The Committee observes that the author submitted several petitions for the correction and completion of the minutes of both the first-instance and the second-instance courts and a complaint to the Prosecutor and the President of the Supreme Court, and that petition No. 5986, as an extraordinary remedy, had not yet been examined when the Court of Cassation announced its decision, on 21 December 2015. In the light of the above, Committee considers that the delay in examination of petition No. 5986 cannot be attributed to the author, and that the examination thereof was superseded by the irrevocable decision of the Court of Cassation of 21 December 2015, issued on 6 April 2016. Therefore, the Committee considers that the author has exhausted available domestic remedies, in accordance with the requirements of article 5 (2) (b) of the Optional Protocol.

9.5 The Committee also notes the State party’s objection that the Committee is not competent to substitute the findings by the domestic courts as regards evaluation of facts and evidence, unless the evaluation is manifestly arbitrary or amounts to a denial of justice. The State party requested that the author’s claims involving the re-evaluation of facts and evidence be declared inadmissible, under article 2 of the Optional Protocol. The Committee notes the State party’s argument that (a) the issue of completeness of the minutes of the penal courts’ proceedings, (b) the alleged inability of the author to have timely access to accurate and complete recording of the evidence and testimony presented in the minutes and (c) the alleged inability of the Court of Cassation to verify the proceedings from the minutes and to exercise in a fair manner its responsibility to examine and decide on the cassation arguments all constitute factual assessments. The Committee, however, observes the author’s claims that the lack of timely access to the precise minutes from the criminal proceedings deprived him of the right to defence and fair trial guarantees. The Committee further observes that the author’s claims have been considered by the competent national courts and that the minutes from the criminal proceedings concerned were partly rectified by the first-instance court. The Committee considers that the author’s claims regarding the contents of the minutes, as they concern the facts and evidence (what they convey or should have stated), are inadmissible under articles 2 and 3 of the Optional Protocol. However, the Committee considers the author’s claims in relation to his timely access to accurate and complete minutes from the proceedings, in the context of fair trial rights under article 14 (1) and (3) (b), as sufficiently substantiated. Accordingly, the Committee declares this part of the author’s claims admissible, and proceeds to the examination of those claims on the merits.

Consideration of the merits

10.1 The Committee has considered the case in the light of all the information submitted to it by the parties, in accordance with article 5 (1) of the Optional Protocol.

10.2 The Committee notes the author’s claims, among others, that the omission of the court to keep the minutes of the proceedings by voice recording, as prescribed by the law for felony cases, the outdated practice of the registrar keeping the minutes in longhand, and the late publication of the minutes of the proceedings by the first-instance and second-instance courts, without access to the minutes during the trial, have violated the author’s rights of defence and of a fair trial before an impartial and independent tribunal. The author further claims that the failure to have a timely and accurate record of the evidence and testimony presented in the trial was an omission that also deprived the Court of Cassation of a verifiable record on which to base the exercise of its responsibility to examine and decide on the cassation arguments.

10.3 The Committee observes that the minutes of the proceedings were published some 29 months after the first-instance judgment, and 21 months after the second-instance judgment. Following the author’s petition of November 2009 for correction, the minutes of the first‑instance court’s criminal trial were only partially rectified by that court regarding the author’s and witness’ statements, while the rest of the author’s requests for correction were rejected by the first-instance court with the reasoning that the petition for correction had been submitted a long time after the publication of the judgment (see para. 2.9 above). The Committee notes that domestic authorities accepted the submission of the requests of the author to have the trial minutes corrected, and they neither rebutted the substance of the claims nor commented on the practice of keeping handwritten notes by the registrar instead of using voice recordings.

10.4 The Committee recalls its jurisprudence that adequate resources provided to defendants for the preparation of their defence should include access to documents and other evidence. Such resources should include any material that the prosecution plans to present to the court against the defendant or that is exculpatory. Such material includes not only documents that prove the innocence of the accused, but also other evidence that may help the defence.24 With regard to the availability of the trial minutes or transcript, the Committee recalls that under article 14 of the Covenant, the State party should provide the convicted person with access to the judgments and documents necessary to enjoy the effective exercise of the right to defence, including the full and verified transcripts or records of the judicial proceedings25 and the right to appeal.26 The Committee is, therefore, of the opinion that the State party violated its obligations under article 14 (3) (b) of the Covenant by failing to secure for the author the adequate time and facilities for the preparation of his defence, in particular by not ensuring him timely access to accurate and complete trial minutes of the courts of both instances, including in the context of his cassation appeal, which limited the author’s ability to defend himself against the charges he faced, since the arguments offered by him and witnesses before the trial courts could not be verified. Given the obstacles faced by the author in gaining access to complete and verified transcripts of the judicial proceedings in a timely manner, the Committee concludes that the State party has violated the author’s right to defence, pursuant to article 14 (3) (b) of the Covenant. In the light of this finding, the Committee will not consider the author’s claims under article 14 (1) separately.

11. The Committee, acting under article 5 (4) of the Optional Protocol, is of the view that the facts before it disclose a violation by the State party of the author’s rights under article 14 (3) (b) of the Covenant.

12. Pursuant to article 2 (3) (a) of the Covenant, the State party is under an obligation to provide the author with an effective remedy. This requires it to make full reparation to individuals whose Covenant rights have been violated. Accordingly, the State party is obligated to take appropriate steps to provide the author with adequate compensation for the violation of his rights. The State party is also under the obligation to take all steps necessary to prevent similar violations from occurring in the future, including by promoting the use by the judicial system of a more timely and accurate way to record minutes of criminal trials and ensuring timely access to them.

13. Bearing in mind that, by becoming a party to the Optional Protocol, the State party has recognized the competence of the Committee to determine whether there has been a violation of the Covenant and that, pursuant to article 2 of the Covenant, the State party has undertaken to ensure to all individuals within its territory and subject to its jurisdiction the rights recognized in the Covenant and to provide an effective remedy when it has been determined that a violation has occurred, the Committee wishes to receive from the State party, within 180 days, information about the measures taken to give effect to the present Views. The State party is also requested to publish the present Views and to have them widely disseminated in the official language of the State party.

Annex I

[Original: Spanish]

Individual opinion by Carlos Gómez Martínez, member of the Committee (dissenting)

1. In paragraph 10 (4) of its Views, the Committee concludes that the State party violated its obligations under article 14 (3) (b) of the Covenant by failing to secure for the author adequate time and facilities for the preparation of his defence, in particular by not ensuring him timely access to accurate and complete trial minutes of the courts of both instances.

2. Not every infringement of a procedural rule gives rise to a violation of the right of defence; for this to occur, it is necessary to prove that there has been a material infringement of the right of defence. In this regard, it should be recalled that the right recognized in article 14 (3) (b) of the Covenant is intended to prevent any infringement of the right of defence. I consider that such an infringement has not been shown to have occurred in the present case.

3. Although the minutes of the first-instance court were delivered late, the author had access to them before filing his appeal (see para. 2.6).

4. As to the alleged incompleteness of the minutes, the State party points out that, before the Court of Cassation, the author had already claimed that the minutes were incomplete because the minutes of the second-instance court did not include the defence statement containing his answers to the questions put by the civil claimant’s lawyers and defence counsel, and that these questions were crucial to his defence, with the result that the second‑instance court did not assess the whole body of evidence (see para. 6.6).

5. The State party goes on to affirm that the Court of Cassation, following an examination of the minutes of the proceedings before the second-instance court, dismissed the claim that they were incomplete, as the author of the communication had argued. As stated in paragraph 6.6 of the Views, the Court of Cassation had already addressed this issue and found that the second-instance court had taken into account, among other things, the defence statement of the author and his co-defendants, including “briefly” recorded answers of the defendants to the questions submitted to them by the parties and their lawyers.

6. Moreover, according to the State party’s observations, the Court of Cassation did not make reference to anything that might raise doubts about the accuracy and completeness of the minutes of the proceedings (see para. 6.7), and the Court of Cassation dismissed the author’s claim that the minutes were incomplete (see para. 8.3).

7. The Committee cannot disregard such categorical findings as those of the Court of Cassation of Greece and simply accept the author’s assertion that the minutes were incomplete. This assertion forms the basis of his claim and has not been proven, which deprives his complaint of any basis.

8. I therefore consider that the present complaint was not duly substantiated and that, consequently, it should have been considered inadmissible under article 2 of the first Optional Protocol to the International Covenant on Civil and Political Rights.

Annex II

[Original: English]

Individual opinion by Committee member José Manuel Santos Pais, (partially dissenting)

1. I concur with the finding of a violation of the author’s rights under article 14 (3) (b) of the Covenant. I regret, however, that the Committee decided not to consider the violation of the author’s rights also under article 14 (1).

2. The present communication concerns a professor of international relations at the Panteion University who, from 1990 to 1995, acted as its Rector. The author held other public offices (see para. 2.1 of the Views).

3. Following a criminal investigation into the financial management of the University, the author was found guilty of misrepresentation, fraud and misappropriation of public funds and sentenced to 14 years of imprisonment in June 2007.

4. He appealed the first-instance judgment and was granted a suspension of the sentence, pending the hearing of the case on appeal (see para. 2.3 of the Views).

5. In June 2012, the Court of Appeal upheld the judgment of the first-instance court. The author began serving his sentence on the same date. He was temporarily released from prison on 15 July 2013, for health reasons (see para. 2.5 of the Views).

6. In June 2012, the author appealed the judgment of the second-instance court to the Supreme Court, as a Court of Cassation. The Supreme Court issued its judgment in December 2015, upholding the judgment of the lower-level courts.

7. The author began to serve the remainder of his sentence in February 2016. He was released in April 2017, owing to his poor health. He is however barred from travelling outside Greece and may be incarcerated again, should his health improve (see para. 2.6 of the Views).

8. The minutes of the proceedings before the penal courts in Greece are written in longhand by the Registrar, who keeps the handwritten notes in a book. The notes are later typed and finally certified by the president of the court. The minutes and the reasoning of the court constitute the judgment. The minutes are not accessible during the trial and cannot be checked for accuracy by the defendant until several months, or even years, after the end of the trial.

9. In the author’s case, both the first-instance and second-instance courts kept the minutes by way of notes written by the Registrar in longhand. The minutes of the first‑instance court were published in November 2009, nearly 29 months after the announcement of the verdict.

10. Once the minutes were available, the author noted that statements by key witnesses and evidence offered by him had been misrepresented. He therefore submitted a petition for correction of the minutes (see para. 2.8 of the Views), which was accepted in relation to the statements by witnesses; however, the rest of the author’s claims were rejected owing to the time elapsed since the delivery of the judgment (see para. 2.9 of the Views).

11. The author also submitted a petition to the Prosecutor of the Supreme Court, claiming that the first-instance court had not allowed him to complete his defence statement. The complaint was referred to the Prosecutor of the Court of Appeal, who in turn referred the complaint to the second-instance court that was going to decide on the appeal. However, the second-instance court did not record this referral in the minutes, nor did it record the request by the author to annul the judgment of the first-instance court and remand the case for retrial (see para. 2.10 of the Views).

12. On 25 June 2012, the second-instance court rendered its verdict. The minutes, however, were not certified until 21 months later.

13. Upon examining the minutes, the author noted that, once again, they were incomplete, namely as they did not include his argument that he had not been allowed by the first-instance court to complete his defence, nor did they include his request for the court to annul the judgment of the first-instance court. The author therefore submitted a petition for the correction of the minutes, but the petition was not examined by the second-instance court (see para. 2.11 of the Views).

14. In his appeal before the Court of Cassation, the author observed that the failure by the second-instance court to examine his claim that the first-instance court had not allowed him to complete his defence amounted to a violation of his right to defence (see para. 2.12 of the Views).

15. The author had to wait 29 and 21 months, respectively, for the first-instance and second-instance courts to certify and publish the minutes from their respective proceedings. Such delays significantly affected his rights of defence, in terms of the incomplete minutes of the penal court proceedings and the inability for him to have timely access to accurate and complete recordings of the evidence and testimony presented at both trials (see para. 3.1 of the Views).

16. Such delays and the lack of a voice recording system also affected the ability of the Court of Cassation to decide the case (see para. 5.3 of the Views). In fact, when the decision of the Court of Cassation was issued in December 2015, the court of appeal had not – and still has not – addressed the author’s petition for the correction of the minutes of the proceedings before the second-instance court, a situation that, naturally, had an impact on the decision of the Court of Cassation.

17. I would therefore have concluded for a violation of the author’s right to a fair trial under article 14 (1) of the Covenant.

18. Moreover, the author should be entitled to a retrial by the Court of Cassation once the second-instance court addresses his petition for the correction of the minutes of the proceedings before the latter court.

*Adopted by the Committee at its 141st session (1–23 July 2024).

**** The following members of the Committee participated in the examination of the communication: Tania María Abdo Rocholl, Wafaa Ashraf Moharram Bassim, Rodrigo A. Carazo, Yvonne Donders, Mahjoub El Haiba, Carlos Gómez Martínez, Laurence R. Helfer, Marcia V.J. Kran, Bacre Waly Ndiaye, Hernán Quezada Cabrera, José Manuel Santos Pais, Soh Changrok, Tijana Šurlan, Kobauyah Tchamdja Kpatcha, Teraya Koji, Hélène Tigroudja and Imeru Tamerat Yigezu.

****** Individual opinions by Committee members Carlos Gómez Martínez (dissenting) and José Manuel Santos Pais (partially dissenting) are annexed to the present Views.

1 On 12 February 2021, the author submitted that the legal counsel had been replaced by Clio Papapantoleon, attorney-at-law.

2 The author asked to remain anonymous.

3 No further information was provided.

4 One of the 18 defendants had died during the trial period.

5 The author immediately appealed the judgment of 6 June 2007. A three-member chamber of the Court of Appeal of Athens suspended the sentence but, initially, the author was forbidden to travel outside the country. On 5 December 2007, the five-member Court of Appeal decided that the author could travel outside the country under two strict conditions: provision of a bail of 50,000 euros and monthly reporting to the police.

6 On 11 June 2007, during a plenary debate in the parliament of Greece, the Prime Minister and the deputy minister of finance had referred to the appeal proceedings and the judgment in question, making accusations of corruption against the members of the opposition party who had testified on behalf of the author.

7 No information on the claims of the complaint were provided.

8 The court found the complaint inadmissible in single-judge decision, on the grounds that it did not meet the admissibility criteria of articles 34 and 35 of the European Convention on Human Rights (standard language). No further information was provided on the complaint before the Court. Greece does not have a reservation to article 5 (2) (a) of the Optional Protocol to the Covenant.

9 No further information was provided.

10 No further information was provided.

11 No further information or arguments were provided.

12 As attested in document No. 11906 of 16 February 2018 by the Prosecutor of the Court of Appeal of Athens.

13 Kandem Foumbi v. Cameroon (CCPR/C/112/D/2325/2013), para. 8.4; and Tonenkaya v. Ukraine (CCPR/C/112/D/2123/2011), para. 7.4.

14 Petition No. 13822 of 20 November 2009 for the correction and completion of the minutes of the proceedings before the first-instance court, on the basis of which the court partially accepted the author’s claims and corrected and completed the minutes in decision No. 4305 of 13 October 2010; and petition No. 5986 of 15 April 2014 for the correction and completion of the minutes of the proceedings of the second-instance court, containing a complaint that the minutes of the proceedings did not mention that the defendant had asked the court to declare the first-instance court decision of 6 June 2007 null and void as he had been denied the right to complete his defence, and that he had presented the court with the judgment of the European Court of Human Rights dated 24 May 2011, in which that Court had found a violation of the author’s right to a fair trial owing to a violation of presumption of innocence.

15 The author’s petition to the Prosecutor and the President of the Court of Cassation of 20 October 2010, in which he complained that the first-instance court had violated a basic principle of fair trial by denying him the right to complete his defence statement, and the referral by the Prosecutor of the Supreme Court of that complaint on 19 November 2010 to the second-instance court that tried the case on appeal, for its consideration.

16 The decision of the second-instance court, issued on 25 June 2012, and the minutes of the related proceedings, published on 28 March 2014.

17 Decision No. 1342 of the Court of Cassation, issued on 21 December 2015, and the minutes of the proceedings, published on 6 April 2016.

18 Fillacier v. France (CCPR/C/86/D/1434/2005), para. 4.3.

19 In accordance with article 145 of the Code of Criminal Procedure.

20 In its chamber judgment dated 24 May 2011, the European Court of Human Rights held, unanimously, that there had been a violation of article 6 (2) (presumption of innocence) and of article 13 (right to an effective remedy) of the European Convention on Human Rights.

21 Judgment No. 2006/2012 was published in March 2014, 21 months after the end of the appeals trial.

22 The first omission concerned the author’s plea to the five-member chamber of the Court of Appeal to declare the judgment of the three-member chamber of the Court null and void, on the basis of the breach of the defendant’s fundamental right to a defence statement, given that the defence statement had been interrupted and never completed. This breach is verified by the minutes of the first-instance court, and is evidenced by the omissions in the minutes of the second-instance court. The second omission concerned the author’s request to have the judgment of the European Court of Human Rights considered in the appeal proceedings.

23 Fillacier v. France (CCPR/C/86/D/1434/2005), para. 4.3.

24 General comment No. 32 (2007) on the right to equality before courts and tribunals and to a fair trial, para. 33. See also Esergepov v. Kazakhstan (CCPR/C/116/D/2129/2012), para. 11.4.

25 See, for example, Alakuş v. Türkiye (CCPR/C/135/D/3736/2020), para. 10.10.

26 See, for example, Lumley v. Jamaica (CCPR/C/65/D/662/1995), para. 7.5.

 



ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

 

CCPR/C/141/D/3582/2019

Διανομή: Γενική

26 Αυγούστου 2024

Μόνο αγγλικά

Αρχική μη επεξεργασμένη έκδοση

Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

Υιοθετηθείσες Κρίσεις από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 5(4) του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου, σχετικά με την προσφυγή υπ. αριθ. 3582/2019*,**,***

Η προσφυγή υποβλήθηκε από: Δ. Κ. (εκπρόσωπος: Γιάννης Ν. Κτιστάκις 1)

Φερόμενο θύμα: Ο προσφεύγων
Συμβαλλόμενο κράτος: Ελλάδα
Ημερομηνία υποβολής: 2 Ιουνίου 2018 (αρχική υποβολή)
Παραπομπές εγγράφων: Απόφαση που ελήφθη σύμφωνα με το άρ. 92 του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής, η οποία διαβιβάστηκε στο συμβαλλόμενο Κράτος στις 5 Απριλίου 2019 (δεν εκδόθηκε υπό μορφή εγγράφου)
Ημ/νία υιοθέτησης των Κρίσεων: 19 Ιουλίου 2024
Αντικείμενο: Δικαίωμα σε δίκαιη δίκη
Διαδικαστικά θέματα: Παραδεκτό – κατάχρηση προσφυγής – τεκμηρίωση των ισχυρισμών – μη εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων
Ουσιαστικά ζητήματα: Δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Δικαίωμα υπεράσπισης
Άρθρο του Συμφώνου: 14 (1) και (3) (β)
Άρθρα του Προαιρ. Πρωτοκόλλου: 2, 3 και 5 (2)

1.1 Καταθέτης της, με ημερομηνία 2 Ιουνίου 2018, προσφυγής είναι ο Δ.Κ.,2 Έλληνας υπήκοος γεννηθείς στις 3 Οκτωβρίου 1946 στη Θεσσαλονίκη. Ο προσφεύγων προβάλλει παραβίαση από το συμβαλλόμενο Kράτος των δικαιωμάτων του σύμφωνα με τα άρθρα 14 (1) και (3) (β) του Συμφώνου. Το Προαιρετικό Πρωτόκολλο τέθηκε σε ισχύ για το συμβαλλόμενο Κράτος στις 5 Αυγούστου 1997. Ο προσφεύγων εκπροσωπείται από δικηγόρο.

1.2 Στις 5 Απριλίου 2019, καταχωρίστηκε η προσφυγή. Στις 5 Ιουνίου 2019, το συμβαλλόμενο Κράτος υπέβαλε αίτηση για να εξεταστεί το παραδεκτό της προσφυγή χωριστά από το βάσιμο. Στις 24 Μαρτίου 2020, η Επιτροπή, ενεργώντας μέσω των Ειδικών Εισηγητών

* Εγκρίθηκε από την Επιτροπή κατά την 141η σύνοδό της (1-23 Ιουλίου 2024).

** Στην εξέταση της αίτησης συμμετείχαν τα ακόλουθα μέλη της Επιτροπής: Τania Μaria Abdo Rocholl, Wafaa Ashraf Moharram Bassim, Rodrigo Α. Carazo, Yvonne Donders, Mahjoub El Haiba, Carlos Gómez Martínez, Laurence R. Helfer, Marcia V.J. Kran, Bacre Waly Ndiaye, Hernán Quezada Cabrera, José Manuel Santos Pais, Soh Changrok, Tijana Šurlan, Kobauyah Tchamdja Kpatcha, Teraya Koji, Hélène Tigroudja και Imeru Tamerat Yigezu.

*** Οι επιμέρους γνωμοδοτήσεις των μελών της Επιτροπής Carlos Gómez Martínez (μειοψηφ)

και José Manuel SantosPais (εν μέρει μειοψηφ) επισυνάπτονται στις παρούσες απόψεις.

της για νέες προσφυγές3 και προσωρινά μέτρα, αποφάσισε να εξετάσει το παραδεκτό της ανακοίνωσης από κοινού με το βάσιμο αυτής.

Τα γεγονότα όπως αναφέρθηκαν από τον αιτούντα

2.1 Από το 1985, ο προσφεύγων ήταν καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Από το 1990 έως το 1995 διετέλεσε Πρύτανης του Πανεπιστημίου. Διορίστηκε Υπηρεσιακός Υπουργός Τύπου κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου ενός μηνός που οδήγησε στις βουλευτικές εκλογές του 1996. Τον Μάρτιο του 1997 διορίστηκε Επικεφαλής της Μόνιμης Αντιπροσωπείας της Ελλάδας στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Όταν ολοκλήρωσε τον τελευταίο διορισμό του το 1999, επέστρεψε στον ακαδημαϊκό χώρο.

2.2 Τον Σεπτέμβριο του 1998, το Πρυτανικό Συμβούλιο του Παντείου Πανεπιστημίου ξεκίνησε έρευνα σχετικά με την οικονομική διαχείριση του Πανεπιστημίου. Η έκθεση που προέκυψε, την οποία συνέταξε λογιστής, υποβλήθηκε στον Εισαγγελέα Εφετών του Πρωτοδικείου Αθηνών από το Πρυτανικό Συμβούλιο. Κινήθηκαν ποινικές διαδικασίες εναντίον 47 ατόμων, συμπεριλαμβανομένου του προσφεύγοντος. Ο προσφεύγων κατηγορήθηκε ότι διέπραξε τέσσερα κακουργήματα σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα του συμβαλλόμενου κράτους: α) συνέργεια σε πλαστογραφία. β) απάτη· γ) ψευδείς βεβαιώσεις και δ) υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος.3 Ο εισαγγελέας παρέπεμψε 18 κατηγορούμενους, συμπεριλαμβανομένου του προσφεύγοντος, να δικαστούν χωρίς να μεσολαβήσει εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων και των αρχικών καταθέσεων και των 47 κατηγορουμένων και μαρτύρων. Ο προσφεύγων σημειώνει ότι η άμεση παραπομπή σε δίκη έχει έκτοτε καταργηθεί και, σε όλες τις κακουργηματικές υποθέσεις, τρεις δικαστές θα συνεδριάσουν σε συμβούλιο και θα αποφασίσουν εάν θα παραπέμψουν σε δίκη ή θα απαλλάξουν τον κατηγορούμενο.

2.3 Η υπόθεση εκδικάστηκε πρωτοδίκως από τριμελές τμήμα του Εφετείου Αθηνών. Στις 6 Ιουνίου 2007, το Δικαστήριο έκρινε ένοχους 10 από τους κατηγορούμενους και αθώωσε επτά κατηγορούμενους. 4 Ο προσφεύγων κρίθηκε ένοχος για ψευδή βεβαίωση, απάτη και υπεξαίρεση δημόσιου χρήματος και καταδικάστηκε σε 14 χρόνια φυλάκισης. Άσκησε έφεση κατά της απόφασης υπ’ αριθ. 2444/07 της 6ης Ιουνίου 2007 και του χορηγήθηκε αναστολή της ποινής,5 εν αναμονή της εκδίκασης της υπόθεσης κατ’ έφεσιν.

2.4 Στις 25 Νοεμβρίου 2007, ο προσφεύγων υπέβαλε προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, υποστηρίζοντας ότι το δικαίωμά του στο τεκμήριο αθωότητας είχε παραβιαστεί από τις δηλώσεις του πρωθυπουργού και μελών του υπουργικού συμβουλίου, οι οποίοι, ενώ η υπόθεσή του εκκρεμούσε σε δεύτερο βαθμό, προέβησαν σε σειρά ενοχοποιητικών δηλώσεων εναντίον του.6 Στις 24 Μαΐου 2011, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι είχαν παραβιαστεί τα δικαιώματα του προσφεύγοντος σύμφωνα με το άρθρο 6 (2) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

2.5 Στις 25 Ιουνίου 2012, πενταμελές τμήμα του Εφετείου Αθηνών επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Ο προσφεύγων άρχισε να εκτίει την ποινή του την ίδια ημερομηνία. Αποφυλακίστηκε προσωρινά στις 15 Ιουλίου 2013, για λόγους υγείας.

2.6 Στις 27 Ιουνίου 2012, ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Άρειος Πάγος), υπό την ιδιότητά του ως Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Υπέβαλε συμπληρωματικούς λόγους στις 16 Απριλίου 2014, μετά τη δημοσίευση των πρακτικών και της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Το Ακυρωτικό Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του στις 21 Δεκεμβρίου 2015, επικυρώνοντας την απόφαση των κατώτερων δικαστηρίων. Έχοντας εξαντλήσει όλα τα εσωτερικά ένδικα μέσα, ο προσφεύγων άρχισε να εκτίει το υπόλοιπο της ποινής του στις 5 Φεβρουαρίου 2016. Αφέθηκε ελεύθερος στις 12 Απριλίου 2017, λόγω της κακής υγείας του. Του απαγορεύεται να ταξιδέψει εκτός Ελλάδας και μπορεί να φυλακιστεί ξανά για να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του, εάν βελτιωθεί η υγεία του.

2.7 Στις 27 Ιουλίου 2016, ο προσφεύγων υπέβαλε δεύτερη προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,7 το οποίο έκρινε απαράδεκτη την προσφυγή του προσφεύγοντος στις 11 Μαΐου 2017.8

2.8 Ο προσφεύγων σημειώνει ότι τα πρακτικά της διαδικασίας ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων στην Ελλάδα τηρούνται από τον Γραμματέα, ο οποίος κρατά σημειώσεις με το χέρι σε χειρόγραφο βιβλίο. Οι σημειώσεις δακτυλογραφούνται αργότερα και τελικά πιστοποιούνται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου αρκετούς μήνες αργότερα. Τα πρακτικά και το σκεπτικό του δικαστηρίου συναποτελούν την απόφαση. Τα πρακτικά δεν είναι προσβάσιμα κατά τη διάρκεια της δίκης και δεν μπορούν να ελεγχθούν ως προς την ακρίβειά τους από τον κατηγορούμενο πριν από αρκετούς μήνες, ή ακόμη και χρόνια, μετά το τέλος της δίκης. Η χρήση της ηχογράφησης φωνής κατά τη διάρκεια των δικών είναι επιλεκτική και δεν χρησιμοποιείται σε όλες τις περιπτώσεις. Στην περίπτωση του προσφεύγοντος, τόσο το πρωτοβάθμιο όσο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο τηρούσαν τα πρακτικά με μακροσκελείς, χειρόγραφες σημειώσεις του γραμματέα. Τα πρακτικά του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δημοσιεύθηκαν τον Νοέμβριο του 2009, σχεδόν 29 μήνες μετά την ανακοίνωση της ετυμηγορίας. Μόλις τα πρακτικά έγιναν διαθέσιμα, ο προσφεύγων παρατήρησε ότι οι καταθέσεις βασικών μαρτύρων και τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε προς υπεράσπισή του είχαν παραποιηθεί. Ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση διόρθωσης των πρακτικών, σύμφωνα με το άρθρο 145 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Υπέβαλε επίσης δηλώσεις μαρτύρων ενώπιον συμβολαιογράφου που επιβεβαίωσαν τα λάθη στην καταγραφή. Τα λάθη στην καταγραφή περιλάμβαναν: διαστρέβλωση της δήλωσης του προσφεύγοντος σχετικά με την οικονομική διαχείριση από το Πρυτανικό Συμβούλιο, κενά στη καταγραφή της απολογίας του προσφεύγοντος και παραλείψεις κρίσιμων σημείων στην κατάθεση μάρτυρα, ο οποίος επιβεβαίωσε ότι η διαδικασία λήψης αποφάσεων για τον προϋπολογισμό και τις οικονομικές πληρωμές παρέμεινε η ίδια στο Πανεπιστήμιο τα τελευταία 20 χρόνια.

2.9 Η αίτηση του προσφεύγοντος για διόρθωση των πρακτικών έγινε δεκτή σε σχέση με τις καταθέσεις των μαρτύρων· ωστόσο, τα υπόλοιπα αιτήματά του σχετικά με τη διόρθωση των πρακτικών απορρίφθηκαν λόγω του χρόνου που παρήλθε από την έκδοση της απόφασης.9 Ο προσφεύγων σημειώνει ότι η καθυστέρηση αυτή δεν οφειλόταν στον ίδιο, αλλά στο δικαστήριο.

2.10 Εκτός από την αναφορά του για διόρθωση των σφαλμάτων στα πρακτικά, ο προσφεύγων υπέβαλε επίσης αναφορά ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, υποστηρίζοντας ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει την απολογία του. 10 Ο Εισαγγελέας παρέπεμψε την καταγγελία στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, ο οποίος με τη σειρά του παρέπεμψε την καταγγελία στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο που επρόκειτο να αποφανθεί επί της έφεσής του, προς εξέταση και ενέργεια. Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η αναφορά του επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό του ότι ζήτησε ενεργά την ακύρωση της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αλλά παρά το γεγονός αυτό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν κατέγραψε την παραπομπή από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στα πρακτικά ούτε το αίτημα του προσφεύγοντος να ακυρώσει την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και να παραπέμψει την υπόθεση σε επανεκδίκαση.

2.11 Στις 25 Ιουνίου 2012, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε την ετυμηγορία του. Τα πρακτικά επικυρώθηκαν 21 μήνες αργότερα, διάστημα κατά το οποίο οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι εξέτιαν τις ποινές τους, αποκλείστηκαν από την εκδίκαση των υποθέσεών τους από το Ακυρωτικό Δικαστήριο. Εξετάζοντας τα πρακτικά, ο προσφεύγων σημείωσε ότι τα πρακτικά ήταν και πάλι ελλιπή, καθώς δεν περιελάμβαναν: α) το επιχείρημά του ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ότι δεν του επετράπη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο να ολοκληρώσει την απολογία του και το αίτημά του να ακυρώσει το δικαστήριο την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και β) το αίτημά του να λάβει υπόψη το δικαστήριο τη διαπίστωση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ότι παραβιάστηκε το δικαίωμά του να τεκμαίρεται αθώος. Ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση για τη διόρθωση των πρακτικών. Η αίτηση δεν έχει ακόμη εξεταστεί από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο.

2.12 Στην έφεσή του ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, με ημερομηνία 27 Ιουνίου 2012, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η παράλειψη του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου να εξετάσει τον ισχυρισμό του ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει την υπεράσπισή του συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματος υπεράσπισής του. Στην απόφασή του, το Ακυρωτικό Δικαστήριο παρέπεμψε στα πρακτικά της δευτεροβάθμιας δίκης και σημείωσε ότι δεν προκύπτει ότι ο προσφεύγων είχε προβάλει σχετικό ισχυρισμό και, ότι, κατά συνέπεια, δεν υπήρχε υποχρέωση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου «να απαντήσει». Ως εκ τούτου, απέρριψε την αναίρεση του προσφεύγοντος.

Καταγγελία

3.1 Ο προσφεύγων ισχυρίζεται την παραβίαση του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη σύμφωνα με το άρθρο 14 (1) και (3) (β) του Συμφώνου λόγω των ελλιπών πρακτικών της ποινικής διαδικασίας και της αδυναμίας του κατηγορουμένου να έχει έγκαιρη πρόσβαση σε ακριβείς και πλήρεις καταγραφές των αποδεικτικών στοιχείων και των μαρτυρικών καταθέσεων που παρουσιάστηκαν στη δίκη. Ο προσφεύγων έπρεπε να περιμένει 29 και 21 μήνες μέχρι τα πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια δικαστήρια να πιστοποιήσουν και να δημοσιεύσουν τα πρακτικά των αντίστοιχων διαδικασιών τους.

3.2 Ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο παραβίασε επίσης τα δικαιώματά του επειδή δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει την απολογία του του και «να απαντήσει σε τυχόν ερωτήσεις του εισαγγελέα και των δικαστών».10

3.3 Ο προσφεύγων ισχυρίζεται περαιτέρω ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν κατέγραψε στα πρακτικά των συνεδριάσεών του: α) το επιχείρημα του προσφεύγοντος ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ότι δεν του επετράπη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο να ολοκληρώσει την υπεράσπισή του· β) το αίτημα του να εξαφανίσει το δικαστήριο την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, να παραπέμψει την υπόθεση σε νέα δίκη και να εξετάσει στο πλαίσιο αυτό τη διαπίστωση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του να τεκμαίρεται αθώος· και γ) το γεγονός της παραπομπής της αναφοράς του προσφεύγοντος – σχετικά με παραβίαση από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο των δικαιωμάτων δίκαιης δίκης του, από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο.

3.4 Τέλος, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του έναντι των κατηγοριών που αντιμετώπιζε, δεδομένου ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε ο ίδιος ή οι μάρτυρες ενώπιον των δικαστηρίων είτε παραποιήθηκαν είτε παραλείφθηκαν στα πρακτικά, γεγονός που εμπόδισε το Ακυρωτικό Δικαστήριο να εξετάσει τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματά του. Στο πλαίσιο αυτό, ο προσφεύγων προσθέτει ότι δεν μπορούσε να αποδείξει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει τον ισχυρισμό περί προσβολής των δικαιωμάτων του σε δίκαιη δίκη και του δικαιώματος άμυνας, λόγω της ελλιπούς καταγραφής των ισχυρισμών του στα πρακτικά. Ειδικότερα, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι το Ακυρωτικό Δικαστήριο δεν ήταν σε θέση να επαληθεύσει τη διαδικασία από τα πρακτικά του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και, ως εκ τούτου, να εξετάσει με δίκαιο τρόπο τους προβαλλόμενους λόγους του.

Παρατηρήσεις του συμβαλλόμενου κράτους επί του παραδεκτού

4.1 Στις 5 Ιουνίου 2019, το συμβαλλόμενο Κράτος υπέβαλε τις παρατηρήσεις του, υποστηρίζοντας ότι η αίτηση είναι απαράδεκτη λόγω κατάχρησης του δικαιώματος προσφυγής, λόγω έλλειψης επαρκούς τεκμηρίωσης, και λόγω μη εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων.

4.2 Ο προσφεύγων υπέβαλε την υπ’ αριθμόν 13822 αίτηση της 20ης Νοεμβρίου 2009 για διόρθωση και συμπλήρωση των πρακτικών της διαδικασίας ενώπιον του Τριμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σύμφωνα με το άρθρο 145 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Στην απόφασή του υπ. αρ. 4305/2010 της 13ης Οκτωβρίου 2010, το δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτή την αίτηση του προσφεύγοντος. Η απόφαση αυτή δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο. Συναφώς, το συμβαλλόμενο Κράτος υποστηρίζει ότι έχουν παρέλθει σχεδόν οκτώ έτη μεταξύ της έκδοσης της εγχώριας απόφασης και της προσφυγής της προσφυγής στην Επιτροπή στις 7 Ιουνίου 2018. Η προσφυγή θα πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη όσον αφορά τις καταγγελίες που βασίζονται στα εικαζόμενα ελλιπή πρακτικά της διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, καθώς η καθυστέρηση αυτή συνιστά κατάχρηση του δικαιώματος προσφυγής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του προαιρετικού πρωτοκόλλου.

4.3 Το συμβαλλόμενο Κράτος υποστηρίζει επίσης ότι έχουν παρέλθει περισσότερα από οκτώ χρόνια από την υποβολή των καταγγελιών του προσφεύγοντος ενώπιον του Εισαγγελέα και του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Άρειος Πάγος (Ακυρωτικό Δικαστήριο), υποστηρίζοντας ότι δεν του επετράπη να ολοκληρώσει την υπεράσπισή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Οι καταγγελίες αυτές παραπέμφθηκαν προς εξέταση ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, στις 19 Νοεμβρίου 2010.11

4.4 Έχουν παρέλθει σχεδόν έξι έτη από την οριστική καταδίκη του προσφεύγοντος από το δευτεροβάθμιο πενταμελές Εφετείο Αθηνών στις 25 Ιουνίου 2012, μέχρι την υποβολή της παρούσας προσφυγής.

4.5 Επιπλέον, έχουν παρέλθει περισσότερα από τέσσερα έτη από την υποβολή της υπ’ αριθμόν 5986 αίτησης του προσφεύγοντος της 15ης Απριλίου 2014 για διόρθωση και συμπλήρωση των πρακτικών της διαδικασίας ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 145 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

4.6 Υπό αυτές τις συνθήκες, το συμβαλλόμενο Κράτος θεωρεί ότι οι παραπάνω καθυστερήσεις συνιστούν κατάχρηση του δικαιώματος προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 3 του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου, όσον αφορά βασικές αξιώσεις του προσφεύγοντος.

4.7 Επιπλέον, το συμβαλλόμενο Κράτος υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν είναι αρμόδια να υποκαταστήσει τα πορίσματα των εθνικών δικαστηρίων όσον αφορά την αξιολόγηση των γεγονότων και των αποδεικτικών στοιχείων σε μια υπόθεση, εκτός εάν η αξιολόγηση είναι προδήλως αυθαίρετη ή ισοδυναμεί με αρνησιδικία. Το ζήτημα αν τα πρακτικά των ποινικών δικαστηρίων ήταν ελλιπή αποτελεί ζήτημα εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών.

4.8 Η προβαλλόμενη αδυναμία του προσφεύγοντος να έχει έγκαιρη πρόσβαση σε ακριβή και πλήρη καταγραφή των αποδεικτικών στοιχείων και των μαρτυρικών καταθέσεων που παρουσιάζονται στα πρακτικά της δικαστικής διαδικασίας αποτελεί επίσης ζήτημα εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών. Το ίδιο ισχύει και για την προβαλλόμενη αδυναμία του Ακυρωτικού Δικαστηρίου να επαληθεύσει τη διαδικασία από τα πρακτικά και να ασκήσει με δίκαιο τρόπο την αρμοδιότητά του να εξετάσει και να αποφασίσει σχετικά με τους λόγους αναίρεσης που προέβαλε ο προσφεύγων. Όλοι οι ανωτέρω ισχυρισμοί απορρίφθηκαν από τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια με πλήρως αιτιολογημένες αποφάσεις. Ως εκ τούτου, οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος που αφορούν την επαναξιολόγηση γεγονότων και αποδεικτικών στοιχείων θα πρέπει να κηρυχθούν απαράδεκτοι, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου.

4.9 Επιπλέον, το συμβαλλόμενο Κράτος αμφισβητεί ότι έχουν εξαντληθεί τα εσωτερικά ένδικα μέσα. Όπως παραδέχεται ο προσφεύγων, η υπ’ αριθμόν 5986 αίτησή του της 15ης Απριλίου 2014 για διόρθωση και συμπλήρωση των πρακτικών της διαδικασίας ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν είχε εξεταστεί μέχρι την ημερομηνία προσφυγής της παρούσας προσφυγής. Αντί να προσπαθήσει να ανακαλύψει τον λόγο αυτής της καθυστέρησης και να ενημερωθεί κατάλληλα για αυτήν, ο προσφεύγων επέλεξε να υποβάλει την παρούσα προσφυγή. Ως εκ τούτου, το συμβαλλόμενο Κράτος θεωρεί ότι ο προσφεύγων δεν επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια κατά την αναζήτηση των διαθέσιμων ένδικων μέσων.12 Καλεί την Eπιτροπή να κρίνει ότι η αίτηση είναι απαράδεκτη και λόγω μη εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων, σύμφωνα με το άρθρο 5 (2) στοιχείο β του προαιρετικού πρωτοκόλλου.

Σχόλια του προσφεύγοντος επί των παρατηρήσεων του συμβαλλόμενου Κράτους επί του παραδεκτού

5.1 Στις 2 Αυγούστου 2019, ο προσφεύγων υπέβαλε τα σχόλια του επί των παρατηρήσεων του συμβαλλόμενου Κράτους.

5.2 Πρώτον, ο προσφεύγων αντικρούει τους ισχυρισμούς του συμβαλλόμενου Κράτους για κατάχρηση του δικαιώματος προσφυγής. Υποστηρίζει ότι δεν υπήρξε καθυστέρηση αρκετών ετών από την εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων.

5.3 Υποστηρίζει ότι όλες οι αναφορές,13 καταγγελίες14 και αποφάσεις15 στην υπόθεσή του αποτελούν πράγματι ορόσημα της μακράς διαδικασίας ενώπιον του δευτεροβάθμιου Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και της καθυστερημένης δημοσίευσης των πρακτικών της δικαστικής διαδικασίας, τα οποία στηρίζουν την κύρια καταγγελία του προσφεύγοντος. Ισχυρίστηκε παραβίαση των δικαιωμάτων υπεράσπισής του λόγω παράλειψης του δικαστηρίου να τηρήσει τα πρακτικά της διαδικασίας με ηχογράφηση, όπως προβλέπει ο νόμος για κακουργηματικές υποθέσεις. Η παράλειψη αυτή του στέρησε το δικαίωμα να έχει έγκαιρη και ακριβή καταγραφή των αποδεικτικών στοιχείων και των μαρτυρικών καταθέσεων που παρουσιάστηκαν στη δίκη και στέρησε από το Ακυρωτικό Δικαστήριο επαληθεύσιμο πρακτικό βάσει του οποίου θα ασκούσε την αρμοδιότητά του να εξετάσει και να αποφασίσει σχετικά με τους λόγους αναίρεσης.

5.4 Ισχυρίζεται επίσης ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν σημείωσε στα πρακτικά, και στο σκεπτικό της απόφασής του της 25ης Ιουνίου 2012, τη γραπτή καταγγελία του προς τον Εισαγγελέα και τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου (Ακυρωτικό Δικαστήριο) ότι στερήθηκε το δικαίωμα να ολοκληρώσει την υπεράσπισή του κατά τη διάρκεια της πρωτοβάθμιας δίκης, παράλειψη που είχε επαληθευτεί στα πρακτικά του δικαστηρίου. Η καταγγελία αυτή διαβιβάστηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο από τον Εισαγγελέα του Ακυρωτικού Δικαστηρίου στις 19 Νοεμβρίου 2010 για εξέταση. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν σημείωσε ούτε στα πρακτικά ότι ο ίδιος ο προσφεύγων παρουσίασε το επιχείρημα αυτό ενώπιον του δικαστηρίου αυτού και ζήτησε από το δικαστήριο να ακυρώσει την πρωτόδικη απόφαση λόγω παραβίασης του δικαιώματος υπεράσπισης του προσφεύγοντος ενώπιόν του, ένσταση η οποία παραλείφθηκε να καταγραφεί στα πρακτικά του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.

5.5 Ο προσφεύγων κατέφυγε σε έκτακτα ένδικα μέσα για να υποβάλει αίτηση διόρθωσης και συμπλήρωσης των πρακτικών, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, δεδομένου ότι η αίτηση αυτή δεν εξετάστηκε ποτέ από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Η σημασία αυτών των παραλείψεων είναι ότι το Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε τον πρώτο ακυρωτικό λόγο του προσφεύγοντος, δηλαδή ότι τα δικαιώματα υπεράσπισής του είχαν παραβιαστεί κατάφωρα από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει την απολογία του, και ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο θα έπρεπε να εξετάσει την καταγγελία του στον Εισαγγελέα του Ακυρωτικού Δικαστηρίου και τους ισχυρισμούς του ίδιου του προσφεύγοντος ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, δεν κατέγραψε καν αυτές τις καταγγελίες και αξιώσεις στα πρακτικά, δηλώνοντας ότι ο προσφεύγων δεν είχε υποβάλει τον επίμαχο ισχυρισμό στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο.16 Ο προσφεύγων υπογραμμίζει ότι οι ανωτέρω διαδικασίες αποτελούν έκτακτα ένδικα μέσα και, μολονότι έχουν εξαντληθεί, δεν αντιπροσωπεύουν επισήμως τα συνήθη ένδικα μέσα που θα ήταν διαθέσιμα.

5.6 Πράγματι, η εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων συνέβη στις 6 Απριλίου 2016, όταν το Ακυρωτικό Δικαστήριο δημοσιοποίησε τα πρακτικά της διαδικασίας και το σκεπτικό της απόφασής του να επικυρώσει την καταδίκη του προσφεύγοντος από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Δεδομένου ότι η ανακοίνωση υποβλήθηκε μόλις δύο έτη μετά την εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων βοηθημάτων, η καθυστέρηση αυτή δεν συνιστά κατάχρηση του δικαιώματος προσφυγής.17 Όπως εξηγήθηκε, δεν υπήρξε καθυστέρηση αρκετών ετών στην υποβολή της ανακοίνωσης μετά την εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων, το χρονοδιάγραμμα των οποίων εξήγησε ο προσφεύγων Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν τεκμηριώνονται από τα πραγματικά περιστατικά ή τον ορισμό του τι συνιστά εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων.

5.7 Όσον αφορά την έλλειψη αρμοδιότητας της Επιτροπής να αξιολογήσει τα γεγονότα και τα αποδεικτικά στοιχεία, ο προσφεύγων αντικρούει το επιχείρημα του συμβαλλόμενου Κράτους ότι το ζήτημα του κατά πόσον τα πρακτικά των διαδικασιών του ποινικού δικαστηρίου ήταν ελλιπή αποτελεί ζήτημα πραγματικής εκτίμησης. Ισχυρίζεται ότι είναι ακατανόητο το γεγονός ότι μια καθιερωμένη εγγύηση της ποινικής διαδικασίας ότι ο κατηγορούμενος θα πρέπει να έχει ακριβή και πλήρη καταγραφή των μαρτυριών και των αποδεικτικών στοιχείων που παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο στη διάθεσή του θα πρέπει να ερμηνεύεται ως «ζήτημα πραγματικής εκτίμησης», κατά παράβαση της νομολογίας της Επιτροπής. Το γεγονός ότι η δημοσίευση των πρακτικών των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων δικαστηρίων δεν ήταν εμπρόθεσμη τεκμηριώνεται από την καθυστέρηση δημοσίευσής τους από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο -μετά από είκοσι εννέα μήνες, και από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο- μετά από είκοσι ένα μήνες.

5.8 Η ακρίβεια και η πληρότητα των πρακτικών των συνεδριάσεων του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου αμφισβητήθηκαν από τον αιτούντα και διορθώθηκαν μερικώς και συμπληρώθηκαν από το δικαστήριο αυτό με την απόφασή του αριθ. 4305/2010 της 13ης Οκτωβρίου 2010. Ως εκ τούτου, δεν ζητείται από την επιτροπή να αποφανθεί επί των πραγματικών περιστατικών. Αντιθέτως, η απόφαση των δικαστηρίων του συμβαλλόμενου κράτους να διορθώσουν εν μέρει και να συμπληρώσουν τα πρακτικά, όπως ζήτησε ο κατηγορούμενος, αποτελεί επίσης απόδειξη των προβλημάτων που προκαλούνται από την έλλειψη επαληθεύσιμης τήρησης πρακτικών κατά τη διάρκεια της ποινικής δίκης.

5.9 Η αίτηση αριθ. 5986 της 15ης Απριλίου 2014 που υπέβαλε ο προσφεύγων στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο για τη διόρθωση και συμπλήρωση των πρακτικών της διαδικασίας του δικαστηρίου αντιπροσωπεύει την άσκηση έκτακτου δικονομικού δικαιώματος από τον εναγόμενο.18 Η αίτηση δεν εξετάστηκε ποτέ εγκαίρως και πριν από την απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, γεγονός που οδήγησε σε παραβίαση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Η αδυναμία του Ακυρωτικού Δικαστηρίου να έχει πρόσβαση σε επαληθεύσιμα πρακτικά των εργασιών του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και να ασκήσει με δίκαιο τρόπο την ευθύνη του να εξετάσει και να αποφασίσει σχετικά με τα επιχειρήματα αναίρεσης που παρουσίασε ο προσφεύγων, αποτελεί αρνησιδικία, αλλά όχι «εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών» της υπόθεσης. Οι αντιρρήσεις του συμβαλλόμενου Κράτους στην υποτιθέμενη επανεκτίμηση των γεγονότων και των αποδεικτικών στοιχείων ήταν εσφαλμένες και αβάσιμες.

5.10 Ο προσφεύγων αντικρούει περαιτέρω το επιχείρημα του συμβαλλόμενου Κράτους που αμφισβητεί ότι τα εσωτερικά ένδικα μέσα έχουν εξαντληθεί, καθώς η αίτηση του αριθ. 5986 της 15ης Απριλίου 2014 για τη διόρθωση και συμπλήρωση των πρακτικών της διαδικασίας ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν είχε εξεταστεί μέχρι την ημερομηνία προσφυγής της παρούσας ανακοίνωσης. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός δεν συνάδει με το προηγούμενο επιχείρημά του, σύμφωνα με το οποίο η υποβολή της αίτησης του μετά την πάροδο αρκετών ετών από την εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων βοηθημάτων παρουσιάζεται ως κατάχρηση του δικαιώματος προσφυγής. Ένα από τα εσωτερικά ένδικα μέσα που αναφέρονται ως εξαντλημένα είναι η αναφορά αριθ. 5986. Η ένσταση του συμβαλλόμενου κράτους είναι αβάσιμη, καθώς η εξάντληση των διαθέσιμων εσωτερικών ένδικων μέσων συνέβη στην πραγματικότητα με τη δημοσίευση της αμετάκλητης απόφασης αριθ. 1342 του Ακυρωτικού Δικαστηρίου της 21ης Δεκεμβρίου 2015, η οποία έλαβε χώρα στις 6 Απριλίου 2016. Η αίτηση αριθ. 5986 ως έκτακτο ένδικο μέσο δεν είχε εξεταστεί μέχρι την ημερομηνία που το Ακυρωτικό Δικαστήριο ανακοίνωσε την απόφασή του και έτσι αντικαταστάθηκε από την αμετάκλητη απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου.

5.11 Συμπερασματικά, ο προσφεύγων ζητά από την Επιτροπή να κηρύξει την αίτηση παραδεκτή, καθώς έχει υποβληθεί καλή τη πίστη, εγκαίρως και τηρώντας τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 2 – 5 του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου. Ο προσφεύγων θεωρεί ότι οι ισχυρισμοί του επιβεβαιώνουν παραβιάσεις του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και του δικαιώματος υπεράσπισης που εγγυώνται τα άρθρα 14 (1) και (3) (β) του Συμφώνου.

Παρατηρήσεις του συμβαλλόμενου Κράτους επί του βασίμου

6.1 Στις 6 Απριλίου 2023, το συμβαλλόμενο Κράτος υπέβαλε τις παρατηρήσεις του σχετικά με την ουσία της αίτησης του προσφεύγοντος, υποστηρίζοντας ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 14 παράγραφοι 1 και 3 στοιχείο β) του Συμφώνου.

6.2 Όπως αναφέρεται στην αίτηση, ο προσφεύγων υπέβαλε την υπ’ αριθμόν 13822 αίτηση της 20ης Νοεμβρίου 2009 για διόρθωση και συμπλήρωση των πρακτικών της διαδικασίας ενώπιον του Τριμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σύμφωνα με το άρθρο 145 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. 4305/2010 στις 13 Οκτωβρίου 2010, με την οποία αποδέχθηκε εν μέρει την ανωτέρω αναφορά. Η απόφαση αυτή δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο ένδικων μέσων.

6.3 Ο προσφεύγων υπέβαλε επίσης καταγγελίες ενώπιον του Εισαγγελέα και του Προέδρου του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι δεν του επετράπη να ολοκληρώσει την υπεράσπισή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Οι καταγγελίες αυτές παραπέμφθηκαν προς εξέταση ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών στις 19 Νοεμβρίου 2010, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθμόν 11906 έγγραφο του Εισαγγελέα Εφετών, ημερομηνίας 16 Φεβρουαρίου 2018.

6.4 Περαιτέρω, ο προσφεύγων κατέθεσε ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου την υπ’ αριθμόν 5986 αίτηση της 15ης Απριλίου 2014 για διόρθωση και συμπλήρωση των πρακτικών της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 145 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Όπως ισχυρίζεται ο προσφεύγων, η ανωτέρω αίτηση δεν είχε εξεταστεί μέχρι την ημερομηνία υποβολής της παρούσας προσφυγής.

6.5 Κατά την εκδίκαση της υπόθεσής του ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, ο προσφεύγων προέβαλε την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, με το σκεπτικό ότι το δικαστήριο αυτό απέρριψε το αίτημά του για κήρυξη άκυρων πράξεων της διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και την επανάληψή τους, καθώς η απολογία του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δεν ολοκληρώθηκε. Ως εκ τούτου, ο προσφεύγων δεν μπορούσε να αντικρούσει στοιχεία που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, γεγονός που είχε καταλυτική επίδραση στην όλη διαδικασία. Το Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε τον παραπάνω λόγο ως αβάσιμο, δηλώνοντας ότι από την εξέταση των πρακτικών της διαδικασίας ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου προέκυψε ότι ούτε ο προσφεύγων ούτε ο δικηγόρος του υπέβαλαν σχετική αξίωση και ως εκ τούτου, δεν υπήρχε υποχρέωση του εν λόγω δικαστηρίου να απαντήσει.

6.6 Επιπλέον, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι στο υπόμνημα υπεράσπισής του δεν περιλαμβάνονταν οι απαντήσεις που έδωσε στις ερωτήσεις των συνηγόρων του πολιτικώς ενάγοντος Π.Π. και των συνηγόρων υπεράσπισης, οι οποίες ήταν κρίσιμες για την υπεράσπισή του και αποτελούσαν μέρος της υπεράσπισής του, με αποτέλεσμα το δικαστήριο να μην αξιολογήσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων. Το Ακυρωτικό Δικαστήριο, αφού εξέτασε τα πρακτικά της διαδικασίας ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, απέρριψε τον παραπάνω λόγο ως αβάσιμο. Ειδικότερα, το Ακυρωτικό Δικαστήριο έκρινε ότι, όπως προέκυψε από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το ανωτέρω δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, την υπεράσπιση του προσφεύγοντος καθώς και των συγκατηγορουμένων του, στην οποία συμπεριλήφθηκαν, συνοπτικά, οι απαντήσεις των κατηγορουμένων στις ερωτήσεις που τους υπέβαλαν οι διάδικοι και οι συνήγοροί τους.

6.7 Ως εκ τούτου, δεν υπήρξε αδυναμία του Ακυρωτικού Δικαστηρίου να ελέγξει τη διαδικασία από τα πρακτικά και, ως εκ τούτου, να ασκήσει με δίκαιο τρόπο την αρμοδιότητά του να εξετάσει και να αποφανθεί σχετικά με τους λόγους αναίρεσης που προέβαλε ο προσφεύγων, όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται ο τελευταίος. Όπως επανειλημμένα επισημαίνεται στη σχετική απόφαση, το Ακυρωτικό Δικαστήριο προέβη σε εξέταση των πρακτικών της διαδικασίας ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, προκειμένου να αποφανθεί επί των λόγων αναίρεσης και των επιχειρημάτων που προέβαλε ο προσφεύγων. Το Ακυρωτικό Δικαστήριο δεν έκανε καμία αναφορά στο γεγονός ότι ο προσφεύγων έθεσε ερωτήματα ως προς την ακρίβεια και την πληρότητα των πρακτικών της διαδικασίας ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.

6.8 Δεν υπάρχει επαρκής νομική και πραγματική βάση για τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος και τα γεγονότα της υπόθεσης δεν αποκαλύπτουν παραβίαση των δικαιωμάτων του σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 1 σε δίκαιη και δημόσια ακρόαση από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει συσταθεί από το νόμο.

6.9 Με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία της υπόθεσης, το συμβαλλόμενο Κράτος θεωρεί ότι ο προσφεύγων είχε στη διάθεσή του επαρκή χρόνο και διευκολύνσεις για την προετοιμασία της υπεράσπισής του και ήταν σε θέση να επικοινωνήσει με συνήγορο της επιλογής του κατά τη διάρκεια της ακρόασης. Τα εθνικά δικαστήρια έδωσαν στον προσφεύγοντα κάθε ευκαιρία να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, δεν του επιβλήθηκαν περιορισμοί από τα δικαστήρια, ενώ είχε και έγκαιρη πρόσβαση σε ακριβή και πλήρη αποδεικτικά στοιχεία και μαρτυρίες που παρουσιάστηκαν στις δίκες. Ως εκ τούτου, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 14 παράγραφος 3 στοιχείο β) του Συμφώνου.

Σχόλια του προσφεύγοντος επί των παρατηρήσεων του συμβαλλόμενου Κράτους επί του βασίμου

7.1 Στις 7 Ιουνίου 2023, ο προσφεύγων υπέβαλε τα σχόλιά του σχετικά με τις παρατηρήσεις του συμβαλλόμενου κράτους, επαναλαμβάνοντας ότι υπήρξε παραβίαση των δικαιωμάτων του βάσει του άρθρου 14 (1) και (3) (β) του Συμφώνου από το συμβαλλόμενο κράτος.

7.2 Όπως αναφέρεται στην αρχική του προσφυγή, τα πρακτικά των διαδικασιών ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων τηρούνται από τον γραμματέα, ο οποίος κρατά σημειώσεις χειρόγραφα και σε χειρόγραφο βιβλίο. Κατά τη διάρκεια της δίκης, τα πρακτικά, όπως καταγράφονται από τον γραμματέα, δεν είναι προσβάσιμα και δεν μπορούν να επαληθευτούν ως προς την ακρίβεια και την πληρότητά τους. Οι διάδικοι πρέπει να αναμένουν τη δημοσίευση της απόφασης για να διαβάσουν τα αποδεικτικά στοιχεία και τις μαρτυρικές καταθέσεις που ακούστηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης, διαδικασία που είναι ζωτικής σημασίας για την προετοιμασία της υπεράσπισής τους στο πλαίσιο έφεσης ή αναίρεσης.

7.3 Παρόλο που ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας περιείχε τότε διάταξη για τη χρήση συστήματος εγγραφής φωνής, δεν εφαρμόστηκε τέτοιο σύστημα κατά τη διάρκεια της δίκης του Προσφεύγοντος σε πρώτο και δεύτερο βαθμό. Οι δικαστές και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας επέλεξαν να καταγράψουν ολόκληρη τη διαδικασία με την τήρηση χειρόγραφων σημειώσεων από τους γραμματείς. Οι παρατηρήσεις του συμβαλλόμενου κράτους δεν αντιμετωπίζουν καθόλου αυτό το ζήτημα και δεν αναγνωρίζουν ότι, εάν η δημόσια διαδικασία ακρόασης είχε καταγραφεί μέσω ενός συστήματος ηχογράφησης φωνής, τα πρακτικά δεν θα ήταν μόνο ορθά και πλήρη, αλλά θα είχαν επίσης αποδείξει ότι τα δικαιώματα του δημιουργού σε δίκαιη δίκη και υπεράσπιση είχαν πράγματι παραβιαστεί.

7.4 Όσον αφορά την αίτηση του προσφεύγοντος προς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο μετά την καταδίκη του, αυτός επεδίωξε να διορθώσει και να συμπληρώσει τα πρακτικά που καταγράφηκαν από τον γραμματέα κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Ο προσφεύγων μπόρεσε να υποβάλει την αναφορά του για να προσδιορίσει τις ασυνέπειες και τις παραλείψεις των πρακτικών μόλις δύο χρόνια αργότερα. Με την υπ’ αριθμόν 4305/2010 απόφασή του, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτή την αίτηση του προσφεύγοντος σχετικά με τα αιτήματά του για διόρθωση βάσει μαρτυριών ενώπιον συμβολαιογράφου. Ωστόσο, το δικαστήριο αρνήθηκε να διορθώσει τα πρακτικά του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για τα υπόλοιπα αιτήματα, υποστηρίζοντας ότι είχαν παρέλθει αρκετά χρόνια από την ετυμηγορία και αρκετοί μήνες μετά την επικύρωση των πρακτικών από την προεδρεύουσα δικαστή του δικαστηρίου. Σύμφωνα με τον αιτούντα το συμβαλλόμενο Κράτος δεν αντιλαμβάνεται ως πρόβλημα προς επίλυση αυτή την καθυστέρηση, αλλά απλώς δηλώνει ότι το δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτή την αίτηση και ότι δεν υπάρχει διαθέσιμο ένδικο μέσο σε τέτοιες περιπτώσεις, γεγονός που υποστηρίζει τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος ότι υπήρξε εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων. Οι καθυστερήσεις συνιστούσαν παραβίαση του δικαιώματος του προσφεύγοντος να έχει έγκαιρη πρόσβαση στα πρακτικά που καταγράφηκαν από τον γραμματέα κατά τη διάρκεια της δίκης του, να ζητήσει τη διόρθωσή τους και να προετοιμάσει την υπεράσπισή του για την εκδίκαση της έφεσης.

7.5 Πριν από την εξέταση της υπόθεσης του προσφεύγοντος κατ’ έφεση, ο προσφεύγων υπέβαλε επίσης αναφορά στον Εισαγγελέα του Ακυρωτικού Δικαστηρίου (Άρειος Πάγος), υποστηρίζοντας ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει την απολογία του. Επιπλέον, ο προσφεύγων αναφέρθηκε στην καταγγελία που υπέβαλε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. 19 Κατά τη διάρκεια της δευτεροβάθμιας διαδικασίας, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο είχε στη διάθεσή του τόσο την αρχική αίτηση του προσφεύγοντος για διόρθωση των πρακτικών, όσο και την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Ο προσφεύγων παρέμεινε καταδικασμένος μετά την εξέταση της έφεσής του.20 Τα πρακτικά του Εφετείου, τα οποία τηρήθηκαν και πάλι από τον γραμματέα με χειρόγραφες σημειώσεις, ελήφθησαν κατά τη συζήτηση και περιελήφθησαν στο τελικό κείμενο της απόφασης, όπως πιστοποιήθηκε από την πρόεδρο του Δικαστηρίου, ήταν και πάλι ελλιπή και εσφαλμένα. Υπενθύμισε ότι τα πρακτικά της δευτεροβάθμιας διαδικασίας είχαν δύο παραλείψεις21 και ότι υπέβαλε αίτηση διόρθωσης των πρακτικών του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.

7.6 Η αίτηση του προσφεύγοντος για διόρθωση των πρακτικών του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν εξετάστηκε πριν από την εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, το οποίο με την υπ’ αριθμόν 1342/2015 απόφασή του απέρριψε τελικά την αναίρεσή του. Οι παρατηρήσεις του συμβαλλόμενου κράτους απλώς επαναλαμβάνουν το σκεπτικό του Ανωτάτου Δικαστηρίου και δεν απαντούν στις καταγγελίες του προσφεύγοντος.

7.7 Το Ακυρωτικό Δικαστήριο, το οποίο στήριξε την απόρριψη των λόγων αναίρεσης του προσφεύγοντος ακριβώς στο επιχείρημα ότι δεν ζήτησε την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης εξετάζοντας αυτά τα εσφαλμένα και ελλιπή πρακτικά, δεν ήταν ουσιαστικά σε θέση να επαληθεύσει τη διαδικασία ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και παρέλειψε να εξετάσει και να αποφανθεί με δίκαιο τρόπο επί των λόγων αναίρεσης που υπέβαλε ο προσφεύγων.

7.8 Το συμβαλλόμενο Κράτος ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι το Ακυρωτικό Δικαστήριο έκρινε ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στην απόφασή του αριθ. 2006/2012 έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, την απολογία του προσφεύγοντος καθώς και εκείνες των συγκατηγορουμένων του, συμπεριλαμβανομένων «εν συντομία» των απαντήσεών τους σε ερωτήσεις που τους απηύθυναν οι διάδικοι και οι συνήγοροί τους. Ωστόσο, το συμβαλλόμενο Κράτος αδυνατεί για άλλη μια φορά να προσδιορίσει το αντικείμενο της καταγγελίας του προσφεύγοντος, δηλαδή ότι το Ακυρωτικό Δικαστήριο στήριξε την απόφασή του στα εσφαλμένα και ελλιπή πρακτικά του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Το Ακυρωτικό Δικαστήριο δήλωσε ρητά ότι για να καταχωρηθούν τυχόν απαντήσεις ή δηλώσεις στα πρακτικά, ο κατηγορούμενος πρέπει πρώτα να υποβάλει σχετικό αίτημα.22 Επομένως, τα πρακτικά, τα οποία περιείχαν ελλιπή και ανακριβή καταγραφή της διαδικασίας ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, δεν επέτρεψαν στο Ακυρωτικό Δικαστήριο να απαντήσει δίκαια στους λόγους αναίρεσης του προσφεύγοντος.

7.9 Το συμβαλλόμενο Κράτος ορθά παρατηρεί ότι το Ακυρωτικό Δικαστήριο δεν προέβη σε «καμία αναφορά που να εγείρει ερωτήματα ως προς την ακρίβεια και την πληρότητα των πρακτικών της διαδικασίας ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών». Πράγματι, το Ακυρωτικό Δικαστήριο δεν περιείχε καμία αναφορά στις καταγγελίες του προσφεύγοντος σχετικά με την ανακριβή και ελλιπή καταγραφή της διαδικασίας ενώπιον του Εφετείου, παρόλο που αυτές οι καταγγελίες συμπεριλήφθηκαν ρητά στο αίτημά του και στα συμπληρωματικά υπομνήματα προς το Ακυρωτικό Δικαστήριο. Στην πραγματικότητα, το Ακυρωτικό Δικαστήριο παρέλειψε εντελώς να εξετάσει και να αποφανθεί επί των αναιρετικών ισχυρισμών του προσφεύγοντος. Ως εκ τούτου, ο προσφεύγων δικαίως ισχυρίζεται ότι υπήρξε κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων του σε δίκαιη δίκη και υπεράσπιση.

7.10 Τέλος, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το συμβαλλόμενο Κράτος παραλείπει εντελώς να εξετάσει την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που διαπίστωσε ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος του προσφεύγοντος στο τεκμήριο της αθωότητας. Τόσο το εφετείο όσο και το Ακυρωτικό Δικαστήριο δεν έλαβαν υπόψη το σκεπτικό του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ότι η παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας από τους υψηλόβαθμους αξιωματούχους, ειδικά τον υπουργό Δικαιοσύνης, «δημιούργησε την εντύπωση ότι φιλοδοξούσε να επηρεάσει την έκβαση της υπόθεσης που εκκρεμούσε ενώπιον της αρμόδιας δικαστικής αρχής». Αυτό παρέχει επαρκή νομική και πραγματική βάση για την παραβίαση του δικαιώματος του προσφεύγοντος σε δίκαιη και δημόσια ακρόαση από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 1 του Συμφώνου.

7.11 Ο προσφεύγων συμπεραίνει ότι υπήρξε παραβίαση των δικαιωμάτων του βάσει του άρθρου 14 (1) και (3) (β) του Συμφώνου, καθώς και στις δύο περιπτώσεις, δεν είχε και δεν μπορούσε να έχει έγκαιρη πρόσβαση στα πρακτικά της διαδικασίας για να υποβάλει έγκαιρα τα παράπονά του. Κατά συνέπεια, τα δικαστήρια του συμβαλλόμενου κράτους στήριξαν τις αποφάσεις τους στα πρακτικά που ήταν εσφαλμένα και ελλιπή.

Περαιτέρω παρατηρήσεις του συμβαλλόμενου Κράτους

8.1 Στις 31 Ιουλίου 2023, το συμβαλλόμενο Κράτος υπέβαλε περαιτέρω παρατηρήσεις, υπενθυμίζοντας τα προηγούμενα επιχειρήματά του σχετικά με το απαράδεκτο και τη μη τεκμηρίωση των ισχυρισμών του προσφεύγοντος από αποδεικτικά στοιχεία.

8.2 Ο προσφεύγων δεν ανέτρεψε κανένα από τα επιχειρήματα και τις αντιρρήσεις που προβλήθηκαν στις προηγούμενες παρατηρήσεις του. Ο προσφεύγων επαναλαμβάνει τους αόριστους και αβάσιμους ισχυρισμούς του ότι τα πρακτικά της διαδικασίας ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ήταν ελλιπή και εσφαλμένα.

8.3 Όπως αναφέρθηκε στις παρατηρήσεις του επί του βασίμου, ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι υπήρξε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, καθώς τα πρακτικά του θεωρήθηκαν ελλιπή και εσφαλμένα. Το Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε τους παραπάνω ισχυρισμούς ως αβάσιμους.

8.4 Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ανακριβώς ότι το συμβαλλόμενο Κράτος παραδέχθηκε ότι η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου «κατέγραψε εν συντομία τις δηλώσεις υπεράσπισης και τις απαντήσεις σε ερωτήσεις που απευθύνθηκαν στους κατηγορουμένους». Η λέξη «εν συντομία» δεν αναφέρεται στις απολογίες του προσφεύγοντος και των συγκατηγορουμένων του, αλλά στις απαντήσεις των κατηγορουμένων στις ερωτήσεις που τους υπέβαλαν οι διάδικοι και οι δικηγόροι τους.

8.5 Το συμβαλλόμενο Κράτος καλεί την Επιτροπή να δώσει αξιοπιστία στις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων. Δεν είναι έργο της Επιτροπής να αποφανθεί για την εγκυρότητα, τη συμπλήρωση και την ακρίβεια των παραπάνω πρακτικών έντεκα χρόνια μετά την έκδοση της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και οκτώ χρόνια μετά την έκδοση της απόφασης του Ακυρωτικού Δικαστηρίου.

8.6 Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην απόφασή του της 24ης Μαΐου 201123 διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 παράγραφος 2 της Σύμβασης όσον αφορά το τεκμήριο αθωότητας, όσον αφορά τις διαδικασίες που εκκρεμούν ενώπιον του Εφετείου Αθηνών (δευτεροβάθμιο δικαστήριο), λόγω δηλώσεων του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Δικαιοσύνης. Η διαπίστωση αυτή δεν συνδέεται αιτιωδώς με το αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως και τις προβαλλόμενες παραβιάσεις του Συμφώνου.

8.7 Το συμβαλλόμενο Κράτος καλεί την Επιτροπή να απορρίψει την αίτηση του προσφεύγοντος ως απαράδεκτη και νόμω και ουσία αβάσιμη.

Θέματα και διαδικασίες ενώπιον της Επιτροπής

Επί του παραδεκτού

9.1 Πριν από την εξέταση οποιουδήποτε ισχυρισμού που περιέχεται σε προσφυγή, η Επιτροπή πρέπει να αποφασίσει, σύμφωνα με το άρθρο 97 του εσωτερικού κανονισμού της, εάν η προσφυγή είναι παραδεκτή βάσει του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου.

9.2 Όσον αφορά το άρθρο 5 (2) στοιχείο α’ του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου, η Επιτροπή σημειώνει το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι στις 25 Νοεμβρίου 2007 άσκησε προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο διαπίστωσε στην απόφασή του της 24ης Μαΐου 2011 παραβίαση των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Η Επιτροπή σημειώνει περαιτέρω ότι στις 27 Ιουλίου 2016, ο προσφεύγων υπέβαλε δεύτερη προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο έκρινε την προσφυγή αυτή απαράδεκτη στις 11 Μαΐου 2017. Η επιτροπή θεωρεί ότι, δεδομένου ότι το ίδιο θέμα δεν εξετάζεται στο πλαίσιο άλλης διαδικασίας διεθνούς έρευνας ή διακανονισμού, πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 5 (2) στοιχείο α) του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου.

9.3 Η Επιτροπή σημειώνει το επιχείρημα του συμβαλλόμενου Κράτους ότι ο προσφεύγων καταχράται το δικαίωμα προσφυγής δεδομένου ότι α) έχουν παρέλθει σχεδόν οκτώ χρόνια μεταξύ της απόφασης αριθ. 4305/2010 της 13ης Οκτωβρίου 2010 σχετικά με την αίτησή του για διόρθωση και συμπλήρωση των πρακτικών της διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και της προσφυγής της ανακοίνωσης στην Επιτροπή στις 7 Ιουνίου 2018, β) έχουν παρέλθει περισσότερα από οκτώ έτη από την υποβολή των καταγγελιών του προσφεύγοντος ενώπιον του Εισαγγελέα και του Προέδρου του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, οι οποίες παραπέμφθηκαν προς εξέταση ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου στις 19 Νοεμβρίου 2010· γ) έχουν παρέλθει σχεδόν έξι έτη από την τελεσίδικη καταδίκη του προσφεύγοντος από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στις 25 Ιουνίου 2012· και δ) έχουν παρέλθει περισσότερα από τέσσερα έτη από την υποβολή της υπ’ αριθμόν 5986 αίτησης του προσφεύγοντος της 15ης Απριλίου 2014 για διόρθωση και συμπλήρωση των πρακτικών της διαδικασίας ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (παρ. 4.2 – 4.6). Η Επιτροπή, ωστόσο, παρατηρεί ότι, όπως ανέφερε ο προσφεύγων, το Ακυρωτικό Δικαστήριο δημοσιοποίησε τα πρακτικά της διαδικασίας και το σκεπτικό της απόφασής του να επικυρώσει την καταδίκη του προσφεύγοντος στις 6 Απριλίου 2016 και ότι ο προσφεύγων υπέβαλε την προσφυγή του στην Επιτροπή εντός δύο ετών από τότε που είχε πρόσβαση στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δηλαδή από τη στιγμή που εξάντλησε τα εσωτερικά ένδικα μέσα. Ως εκ τούτου, η διετής καθυστέρηση προσφυγής της παρούσας ανακοίνωσης δεν συνιστά κατάχρηση του δικαιώματος προσφυγής (παρ. 5.6).24 Υπό το φως των ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν αποκλείεται η εξέταση των ισχυρισμών του προσφεύγοντος από τα οριζόμενα στο άρθρο 3 του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου.

9.4 Το συμβαλλόμενο Κράτος αντέτεινε επίσης ότι ο προσφεύγων δεν έχει εξαντλήσει όλα τα διαθέσιμα εσωτερικά ένδικα μέσα, καθώς η αίτησή του αριθ. 5986 της 15ης Απριλίου 2014 για τη διόρθωση και συμπλήρωση των πρακτικών του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν είχε εξεταστεί κατά τη στιγμή της υποβολής της παρούσας προσφυγής. Στο πλαίσιο αυτό, ο προσφεύγων αντέτεινε ότι η ένσταση αυτή δεν συνάδει με το προηγούμενο επιχείρημα του συμβαλλόμενου κράτους, ότι ο προσφεύγων υπέβαλε την προσφυγή του μετά από αρκετά χρόνια από την εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων, στο πλαίσιο του οποίου το συμβαλλόμενο κράτος θεώρησε ότι η αίτηση αριθ. 5986 είχε ολοκληρωθεί. Ο προσφεύγων υποστήριξε επίσης ότι μία τέτοια ένσταση είναι αβάσιμη, καθώς η εξάντληση των διαθέσιμων εσωτερικών ένδικων μέσων επήλθε στην πραγματικότητα με τη δημοσίευση της αμετάκλητης απόφασης αριθ. 1342 του Ακυρωτικού Δικαστηρίου στις 6 Απριλίου 2016 και ότι η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου αριθ. 4305/2010 δέχθηκε εν μέρει την αίτηση του Προσφεύγοντος με αριθμό 13822 και η απόφαση αυτή δεν υπόκειται σε περαιτέρω έφεση. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι ο προσφεύγων υπέβαλε αρκετές αιτήσεις για τη διόρθωση και συμπλήρωση των πρακτικών των δικαστηρίων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, όπως επίσης και την καταγγελία στον Εισαγγελέα και τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου και ότι η αναφορά αριθ. 5986 ως έκτακτο ένδικο μέσο δεν είχε εξεταστεί μέχρι την ημερομηνία που το Ακυρωτικό Δικαστήριο ανακοίνωσε την απόφασή του στις 21 Δεκεμβρίου 2015. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι η καθυστέρηση στην εξέταση της αναφοράς αριθ. 5986 δεν μπορεί να αποδοθεί στον προσφεύγοντα και ότι η εξέτασή της αντικαταστάθηκε από την αμετάκλητη απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου της 21ης Δεκεμβρίου 2015, που εκδόθηκε στις 6 Απριλίου 2016. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι ο προσφεύγων έχει εξαντλήσει τα διαθέσιμα εσωτερικά ένδικα μέσα, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 5 παράγραφος 2 στοιχείο β) του προαιρετικού πρωτοκόλλου.

9.5 Η Επιτροπή σημειώνει επίσης την ένσταση του συμβαλλόμενου Κράτους ότι η Επιτροπή δεν είναι αρμόδια να υποκαταστήσει τα πορίσματα των εθνικών δικαστηρίων όσον αφορά την αξιολόγηση των γεγονότων και των αποδεικτικών στοιχείων, εκτός εάν η αξιολόγηση είναι προδήλως αυθαίρετη ή ισοδυναμεί με αρνησιδικία. Το συμβαλλόμενο Κράτος ζήτησε να κηρυχθούν απαράδεκτοι οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος που αφορούν την επαναξιολόγηση γεγονότων και αποδεικτικών στοιχείων, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου. Η Επιτροπή σημειώνει το επιχείρημα του συμβαλλόμενου Κράτους ότι το ζήτημα της πληρότητας των πρακτικών των διαδικασιών των ποινικών δικαστηρίων· η εικαζόμενη αδυναμία του προσφεύγοντος να έχει έγκαιρη πρόσβαση στην ακριβή και πλήρη καταγραφή των αποδεικτικών στοιχείων και των μαρτυρικών καταθέσεων που παρουσιάζονται στα πρακτικά· και η εικαζόμενη αδυναμία του Ακυρωτικού Δικαστηρίου να ελέγξει τη διαδικασία από τα πρακτικά και να ασκήσει με δίκαιο τρόπο την αρμοδιότητά του να εξετάσει και να αποφασίσει σχετικά με τους προβαλλόμενους λόγους αναίρεσης αποτελούν τις πραγματικές εκτιμήσεις. Η Επιτροπή, ωστόσο, λαμβάνει υπόψη τον ισχυρισμό του Προσφεύγοντος ότι η έλλειψη έγκαιρης πρόσβασης στα ακριβή πρακτικά της ποινικής διαδικασίας του στέρησε το δικαίωμα υπεράσπισης και τις εγγυήσεις δίκαιης δίκης. Η Επιτροπή παρατηρεί περαιτέρω ότι οι ισχυρισμοί του Προσφεύγοντος εξετάστηκαν από τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια και ότι τα πρακτικά της σχετικής ποινικής διαδικασίας διορθώθηκαν εν μέρει από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι ισχυρισμοί του Προσφεύγοντος σχετικά με το περιεχόμενο των πρακτικών, καθώς αφορούν τα γεγονότα και τα αποδεικτικά στοιχεία (αυτά που αναφέρουν ή θα έπρεπε να αναφέρουν), είναι απαράδεκτοι σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 3 του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου. Ωστόσο, η Επιτροπή θεωρεί επαρκώς τεκμηριωμένους τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος σχετικά με την έγκαιρη πρόσβασή του σε ακριβή και πλήρη πρακτικά από τη διαδικασία, στο πλαίσιο των δικαιωμάτων δίκαιης δίκης βάσει του άρθρου 14 παράγραφοι 1 και 3 στοιχείο β). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή κηρύσσει παραδεκτό αυτό το μέρος των ισχυρισμών του προσφεύγοντος και προχωρά στην εξέταση αυτών ως προς το βάσιμό τους.

Επί του βασίμου

10.1 Η Επιτροπή εξέτασε την υπόθεση υπό το φως όλων των πληροφοριών που της υπέβαλαν τα μέρη, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου.

10.2 Η Επιτροπή σημειώνει τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος μεταξύ άλλων, την παράλειψη του δικαστηρίου να τηρεί τα πρακτικά της διαδικασίας με ηχογράφηση, όπως προβλέπεται από το νόμο για κακουργηματικές υποθέσεις· την παρωχημένη πρακτική της χειρόγραφης τήρησης μακροσκελών σημειώσεων από τον γραμματέα· και την καθυστερημένη δημοσίευση των πρακτικών της διαδικασίας από το πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο δικαστήριο, χωρίς πρόσβαση στα πρακτικά κατά τη διάρκεια της δίκης, παραβίασαν τα δικαιώματα υπεράσπισης και δίκαιης δίκης ενώπιον αμερόληπτου και ανεξάρτητου δικαστηρίου. Ο προσφεύγων ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η παράλειψη έγκαιρης και ακριβούς καταγραφής των αποδεικτικών στοιχείων και των μαρτυρικών καταθέσεων που παρουσιάστηκαν στη δίκη στέρησε επίσης από το Ακυρωτικό Δικαστήριο ένα επαληθεύσιμο αρχείο βάσει του οποίου έπρεπε να ασκήσει την αρμοδιότητά του να εξετάσει και να αποφανθεί σχετικά με τους λόγους αναίρεσης.

10.3 Η Επιτροπή παρατηρεί ότι τα πρακτικά των συνεδριάσεων δημοσιεύθηκαν περίπου 29 μήνες μετά την πρωτόδικη απόφαση και 21 μήνες μετά τη δευτεροβάθμια απόφαση. Μετά την αίτηση διόρθωσης του προσφεύγοντος τον Νοέμβριο του 2009, τα πρακτικά της ποινικής δίκης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου διορθώθηκαν μόνο εν μέρει από το δικαστήριο αυτό όσον αφορά τις καταθέσεις του προσφεύγοντος και των μαρτύρων, ενώ τα υπόλοιπα αιτήματα διόρθωσης του προσφεύγοντος απορρίφθηκαν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με το σκεπτικό ότι η αίτηση διόρθωσης υποβλήθηκε μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα από τη δημοσίευση της απόφασης (παρ. 2.9). Η Επιτροπή σημειώνει ότι οι εθνικές αρχές δέχθηκαν τα αιτήματα του προσφεύγοντος να διορθωθούν τα πρακτικά της δίκης και ούτε αντέκρουσαν την ουσία των ισχυρισμών ούτε σχολίασαν την πρακτική της διατήρησης χειρόγραφων σημειώσεων από τον γραμματέα αντί της ηχογράφησης φωνής.

10.4 Η Επιτροπή υπενθυμίζει τη νομολογία της σύμφωνα με την οποία τα επαρκή μέσα που πρέπει να παρέχονται στον κατηγορούμενο για την προετοιμασία της υπεράσπισής του συμπεριλαμβάνουν πρόσβαση σε έγγραφα και άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Η διαδικασία αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει κάθε στοιχείο που η κατηγορούσα αρχή σχεδιάζει να παρουσιάσει στο δικαστήριο κατά του κατηγορουμένου ή το οποίο είναι απαλλακτικού χαρακτήρα. Το υλικό αυτό περιλαμβάνει όχι μόνο έγγραφα που αποδεικνύουν την αθωότητα του κατηγορουμένου, αλλά και άλλα αποδεικτικά στοιχεία που μπορούν να βοηθήσουν την υπεράσπιση.25 Όσον αφορά τη διαθεσιμότητα των πρακτικών της δίκης ή της απομαγνητοφώνησης, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι σύμφωνα με το άρθρο 14 του Συμφώνου, το συμβαλλόμενο Κράτος θα πρέπει να παρέχει στον καταδικασθέντα πρόσβαση στις αποφάσεις και τα έγγραφα που απαιτούνται για να απολαύσει την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος υπεράσπισης, συμπεριλαμβανομένων των πλήρων και επαληθευμένων απομαγνητοφωνήσεων ή πρακτικών των δικαστικών διαδικασιών26 και του δικαιώματος έφεσης.28 Ως εκ τούτου, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι το συμβαλλόμενο Κράτος παραβίασε τις υποχρεώσεις του βάσει του άρθρου 14 παράγραφος 3 στοιχείο β) του Συμφώνου, παραλείποντας να εξασφαλίσει στον αιτούντα τον κατάλληλο χρόνο και διευκολύνσεις για την προετοιμασία της υπεράσπισής του, ιδίως μη εξασφαλίζοντάς του την έγκαιρη πρόσβαση σε ακριβή και πλήρη πρακτικά δίκης των δικαστηρίων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, συμπεριλαμβανομένης της αναίρεσης, η οποία περιόρισε την ικανότητα του προσφεύγοντος να υπερασπιστεί τον εαυτό του έναντι των κατηγοριών που αντιμετώπιζε, δεδομένου ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε ο ίδιος ή οι μάρτυρες ενώπιον των δικαστηρίων της δίκης δεν μπορούσαν να επαληθευτούν. Δεδομένων των εμποδίων που αντιμετώπισε ο προσφεύγων στην έγκαιρη πρόσβαση σε πλήρη και επαληθευμένα αντίγραφα των δικαστικών διαδικασιών, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το συμβαλλόμενο κράτος έχει παραβιάσει το δικαίωμα υπεράσπισης του προσφεύγοντος σύμφωνα με το άρθρο 14 (3) στοιχείο β του Συμφώνου. Υπό το φως αυτής της διαπίστωσης, η Επιτροπή δεν θα εξετάσει ξεχωριστά τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος σύμφωνα με το άρθρο 14 (1).

11. Η Επιτροπή, ενεργώντας σύμφωνα με το άρθρο 5 (4) του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου, είναι της άποψης ότι τα γεγονότα ενώπιον της αποκαλύπτουν παραβίαση από το συμβαλλόμενο Κράτος των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου σύμφωνα με το άρθρο 14 (3) (β) του Συμφώνου.

12. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 στοιχείο α) του Συμφώνου, το συμβαλλόμενο κράτος έχει την υποχρέωση να παρέχει στον κατηγορούμενο αποτελεσματικά ένδικα βοηθήματα. Αυτό επιβάλει την πλήρη αποκατάσταση των ατόμων των οποίων τα δικαιώματα που τους παρέχει το Σύμφωνο έχουν παραβιαστεί. Κατά συνέπεια, το συμβαλλόμενο κράτος υποχρεούται να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να παράσχει στον αιτούντα επαρκή αποζημίωση για την παραβίαση των δικαιωμάτων του. Το συμβαλλόμενο κράτος έχει επίσης την υποχρέωση να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να αποτρέψει την επανάληψη παρόμοιων παραβιάσεων στο μέλλον, συμπεριλαμβανομένης της προώθησης της χρήσης από το δικαστικό σύστημα ενός πιο έγκαιρου και ακριβούς τρόπου καταγραφής των πρακτικών των ποινικών δικών και διασφάλισης έγκαιρης πρόσβασης σε αυτά.

13. Έχοντας κατά νου ότι, με το να γίνει συμβαλλόμενο μέρος στο Προαιρετικό Πρωτόκολλο, το συμβαλλόμενο Κράτος έχει αναγνωρίσει την αρμοδιότητα της Επιτροπής να καθορίσει εάν υπήρξε παραβίαση του Συμφώνου και ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Συμφώνου, το Κράτος μέρος έχει αναλάβει να εξασφαλίσει σε όλα τα άτομα εντός της επικράτειάς του και υπό τη δικαιοδοσία του τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στο Σύμφωνο και να παρέχει αποτελεσματική επανόρθωση όταν έχει διαπιστωθεί ότι έχει σημειωθεί παραβίαση, η Επιτροπή επιθυμεί να λάβει από το συμβαλλόμενο Κράτος, εντός 180 ημερών, πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνονται για την εφαρμογή των παρόντων Κρίσεων. Ζητείται επίσης από το συμβαλλόμενο Κράτος να δημοσιεύσει τις παρούσες Κρίσεις και να τις διαδώσει ευρέως στις επίσημες γλώσσες του συμβαλλόμενου Κράτους.

 

Παράρτημα II

[Πρωτότυπο: Αγγλικά]

Ατομική γνωμοδότηση του μέλους της Επιτροπής José Manuel Santos Pais, (εν μέρει μειοψηφούντος)

  1. Συμφωνώ με τη διαπίστωση παραβίασης των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 3 στοιχείο β) του Συμφώνου. Λυπάμαι, ωστόσο, που η επιτροπή αποφάσισε να μην εξετάσει την παραβίαση των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος και σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 1.

  2. Η παρούσα προσφυγή αφορά καθηγητή διεθνών σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ο οποίος, από το 1990 έως το 1995, διετέλεσε Πρύτανης του. Ο προσφεύγων κατείχε και άλλα δημόσια αξιώματα (παράγραφος 2.1).

  3. Μετά από ποινική έρευνα σχετικά με την οικονομική διαχείριση του Πανεπιστημίου, ο προσφεύγων κρίθηκε ένοχος για ψευδή δήλωση, απάτη και υπεξαίρεση δημόσιου χρήματος και καταδικάστηκε σε 14 χρόνια φυλάκισης τον Ιούνιο του 2007.

  4. Άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης και του χορηγήθηκε αναστολή της ποινής, εν αναμονή της εκδίκασης της υπόθεσης κατ’ έφεση (παράγραφος 2.3).

  5. Τον Ιούνιο του 2012, το Εφετείο επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Ο προσφεύγων άρχισε να εκτίει την ποινή του την ίδια ημερομηνία. Αποφυλακίστηκε προσωρινά στις 15 Ιουλίου 2013, για λόγους υγείας (σκέψη 2.5).

  6. Τον Ιούνιο του 2012, ο προσφεύγων άσκησε έφεση κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου στο Ανώτατο Δικαστήριο, ως Ακυρωτικό Δικαστήριο. Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του τον Δεκέμβριο του 2015, επικυρώνοντας την απόφαση των δικαστηρίων χαμηλότερου επιπέδου.

  7. Ο προσφεύγων άρχισε να εκτίει το υπόλοιπο της ποινής του τον Φεβρουάριο του 2016. Αφέθηκε ελεύθερος τον Απρίλιο του 2017, λόγω της κακής υγείας του. Ωστόσο, του απαγορεύεται να ταξιδέψει εκτός Ελλάδας και μπορεί να φυλακιστεί εκ νέου, εάν βελτιωθεί η υγεία του (παράγραφος 2.6).

  8. Τα πρακτικά των διαδικασιών ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων στην Ελλάδα τηρούνται από τον Γραμματέα, ο οποίος κρατά σημειώσεις με το χέρι σε χειρόγραφο βιβλίο. Οι σημειώσεις δακτυλογραφούνται αργότερα και τελικά επικυρώνονται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου. Τα πρακτικά και το σκεπτικό του δικαστηρίου αποτελούν την απόφαση. Τα πρακτικά δεν είναι προσβάσιμα κατά τη διάρκεια της δίκης και δεν μπορούν να ελεγχθούν ως προς την ακρίβειά τους από τον κατηγορούμενο πριν από αρκετούς μήνες, ή ακόμη και χρόνια, μετά το τέλος της δίκης.

  9. Στην περίπτωση του προσφεύγοντος , τόσο το πρωτοβάθμιο όσο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο τηρούσαν τα πρακτικά με μακροσκελείς, χειρόγραφες σημειώσεις του γραμματέα. Τα πρακτικά του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δημοσιεύθηκαν τον Νοέμβριο του 2009, σχεδόν 29 μήνες μετά την ανακοίνωση της ετυμηγορίας.

  10. Μόλις τα πρακτικά ήταν διαθέσιμα, ο προσφεύγων παρατήρησε ότι οι καταθέσεις βασικών μαρτύρων και τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε είχαν παραποιηθεί. Ως εκ τούτου, υπέβαλε αίτηση διόρθωσης των πρακτικών (παράγραφος 2.8), η οποία έγινε δεκτή σε σχέση με τις καταθέσεις των μαρτύρων· Ωστόσο, οι υπόλοιποι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος απορρίφθηκαν λόγω του χρόνου που παρήλθε από την έκδοση της απόφασης (παράγραφος 2.9).

  11. Ο προσφεύγων υπέβαλε επίσης αναφορά ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, υποστηρίζοντας ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει την απολογία του. Η αναφορά παραπέμφθηκε αρχικά στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος με τη σειρά του παρέπεμψε την αναφορά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο που επρόκειτο να αποφανθεί επί της έφεσης. Ωστόσο, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν κατέγραψε την παραπομπή αυτή στα πρακτικά, ούτε το αίτημα του να ακυρώσει την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και να παραπέμψει την υπόθεση σε επανεκδίκαση (σκέψη 2.10).

  12. Στις 25 Ιουνίου 2012, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε την ετυμηγορία του. Ωστόσο, τα πρακτικά επικυρώθηκαν 21 μήνες αργότερα.

  13. Κατά την εξέταση των πρακτικών, ο προσφεύγων διαπίστωσε ότι ήταν και πάλι ελλιπή, καθώς δεν περιελάμβαναν, συγκεκριμένα, το επιχείρημά του ότι δεν του επετράπη να ολοκληρώσει την απολογία του από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και το αίτημά του προς το δικαστήριο να ακυρώσει την πρωτόδικη απόφαση. Ως εκ τούτου, ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση διόρθωσης των πρακτικών, αλλά η αίτηση αυτή ουδέποτε εξετάστηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (σκέψη 2.11).

  14. Στην αναίρεσή του του ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, ο προσφεύγων παρατήρησε ότι η παράλειψη του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου να εξετάσει τον ισχυρισμό του ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει την υπεράσπισή του συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματός του υπεράσπισης (παράγραφος 2.12).

  15. Ο προσφεύγων έπρεπε να περιμένει 29 και 21 μήνες αντίστοιχα μέχρι το πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο δικαστήριο να επικυρώσει και να δημοσιεύσει τα πρακτικά των αντίστοιχων διαδικασιών τους. Οι καθυστερήσεις αυτές επηρέασαν σημαντικά τα δικαιώματα υπεράσπισής του, λόγω των ελλιπών πρακτικών της ποινικής διαδικασίας και της αδυναμίας του να έχει έγκαιρη πρόσβαση σε ακριβείς και πλήρεις καταγραφές των αποδεικτικών στοιχείων και των μαρτυρικών καταθέσεων που παρουσιάστηκαν και στις δύο δίκες (παράγραφος 3.1).

  1. Οι καθυστερήσεις αυτές και η έλλειψη συστήματος ηχογράφησης φωνής επηρέασαν επίσης την ικανότητα του Ακυρωτικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της υπόθεσης (παράγραφος 5.3). Στην πραγματικότητα, όταν εκδόθηκε η απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου τον Δεκέμβριο του 2015, το εφετείο δεν είχε εξετάσει – και εξακολουθεί να μην έχει εξετάσει – την αίτηση του για διόρθωση των πρακτικών της διαδικασίας ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, κατάσταση που φυσικά επηρέασε την απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου.

  2. Ως εκ τούτου, θα είχα καταλήξει σε παραβίαση του δικαιώματος του προσφεύγοντος σε δίκαιη δίκη σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 1 του Συμφώνου.

  3. Επιπλέον, ο προσφεύγων θα πρέπει να έχει δικαίωμα επανάληψης της δίκης από το Ακυρωτικό Δικαστήριο μόλις το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξετάσει την αίτησή του για διόρθωση των πρακτικών της διαδικασίας ενώπιον του τελευταίου δικαστηρίου.

1 Στις 12 Φεβρουαρίου 2021, ο προσφεύγων ανακοίνωσε ότι ο νομικός σύμβουλος αντικαταστάθηκε από την κα Κλειώ Παπαπαντολέων, δικηγόρο.

2 Ο προσφεύγων ζήτησε ανωνυμία.

3 Δεν παρασχέθηκαν περαιτέρω πληροφορίες.

4 Ένας από τους 18 κατηγορούμενους είχε πεθάνει κατά τη διάρκεια της δίκης.

5 Ο προσφεύγων άσκησε αμέσως έφεση κατά της αποφάσεως της 6ης Ιουνίου 2007. Το Τριμελές τμήμα του Εφετείου Αθηνών ανέστειλε την ποινή, αλλά αρχικά απαγορεύτηκε στον προσφεύγοντα να ταξιδέψει εκτός της χώρας. Στις 5 Δεκεμβρίου 2007, το πενταμελές Εφετείο αποφάσισε ότι ο προσφεύγων θα μπορούσε να ταξιδέψει εκτός της χώρας υπό δύο αυστηρές προϋποθέσεις: α) εγγύηση 50.000 ευρώ· και β) μηνιαία αναφορά στο αστυνομικό τμήμα.

6 Στις 11 Ιουνίου 2007, κατά τη διάρκεια συζήτησης στην ολομέλεια του Ελληνικού Κοινοβουλίου, ο Πρωθυπουργός και ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών αναφέρθηκαν στη διαδικασία και την εν λόγω απόφαση, κατηγορώντας τα μέλη του κόμματος της αντιπολίτευσης που είχαν καταθέσει υπέρ του για διαφθορά.

7 Δεν παρασχέθηκαν πληροφορίες σχετικά με τους ισχυρισμούς της καταγγελίας.

8 Το δικαστήριο έκρινε την καταγγελία απαράδεκτη με μονομελή απόφαση, καθώς δεν πληρούσε τα κριτήρια παραδεκτού των άρθρων 34 και 35 (τυποποιημένη γλώσσα). Δεν παρασχέθηκαν περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με την καταγγελία ενώπιον του Δικαστηρίου. Η Ελλάδα δεν έχει επιφύλαξη όσον αφορά το άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο α) του προαιρετικού πρωτοκόλλου.

9 Δεν παρασχέθηκαν περαιτέρω πληροφορίες.

10 Δεν παρασχέθηκαν περαιτέρω πληροφορίες ή επιχειρήματα.

11 Όπως πιστοποιείται στο υπ’ αριθμόν 11906 έγγραφο του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, της 16ης Φεβρουαρίου 2018.

12 Foumbi κατά Καμερούν (CCPR/C/112/D/2325/2013), σκέψη 8.4· και Tonenkaya κατά Ουκρανίας (CCPR/C/112/D/2123/2011), παράγραφος 7.4.

13 Η αίτηση αριθ. 13822 της 20ής Νοεμβρίου 2009 για τη διόρθωση και συμπλήρωση των πρακτικών της διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, το οποίο δέχθηκε εν μέρει τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος και διόρθωσε και συμπλήρωσε τα πρακτικά στην απόφαση αριθ. 4305 της 13ης Οκτωβρίου 2010. Και η αίτηση 5986 της 15ης Απριλίου 2014 για διόρθωση και συμπλήρωση των πρακτικών της διαδικασίας του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία διαμαρτύρεται ότι στα πρακτικά της διαδικασίας δεν αναφέρεται ότι ο εναγόμενος είχε ζητήσει από το δικαστήριο να κηρύξει άκυρη την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου της 6ης Ιουνίου 2007, στερούμενος του δικαιώματος να ολοκληρώσει την υπεράσπισή του, και ότι είχε υποβάλει στο δικαστήριο την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της 25ης Μαΐου 2011, με την οποία διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος του προσφεύγοντος σε δίκαιη δίκη λόγω παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας.

14 Η αναφορά του προσφεύγοντος προς τον Εισαγγελέα και τον Πρόεδρο του Ακυρωτικού Δικαστηρίου της 20ής Οκτωβρίου 2010, με την οποία διαμαρτύρεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο παραβίασε μια βασική αρχή της δίκαιης δίκης στερώντας του το δικαίωμα να ολοκληρώσει την απολογία του, και την παραπομπή της καταγγελίας αυτής από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 19 Νοεμβρίου 2010 στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο που εκδίκασε την υπόθεση κατ’ έφεση, για την εξέτασή της.

15 Η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, εκδοθείσα στις 25 Ιουνίου 2012, τα πρακτικά της οποίας δημοσιεύθηκαν στις 28 Μαρτίου 2014.

16 Η απόφαση αριθ. 1342 του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, που εκδόθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2015, και τα πρακτικά της διαδικασίας που δημοσιεύθηκαν στις 6 Απριλίου 2016.

17 Claude Fillacier κατά Γαλλίας (CCPR/C/86/D/1434/2005), σκέψη 4.3.

18 Σύμφωνα με το άρθρο 145 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

19 Στην απόφαση του τμήματος της 24ης Μαΐου 2011 (Κώνστας κατά Ελλάδας, προσφυγή αριθ. 53466/07), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε, ομόφωνα, ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 παράγραφος 2 (τεκμήριο αθωότητας) και του άρθρου 13 (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

20 Η απόφαση αριθ. 2006/2012 δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο του 2014, 21 μήνες μετά την ολοκλήρωση της εκδίκασης της έφεσης.

21 Η πρώτη παράλειψη αφορούσε την ένσταση του προσφεύγοντος προς το Πενταμελές Εφετείο να κηρυχθεί άκυρη η απόφαση του τριμελούς Πρωτοδικείου, στηριζόμενη στην προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος του κατηγορουμένου σε απολογία, η οποία διακόπηκε πρόωρα και δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Η παράβαση αυτή διαπιστώνεται από τα πρακτικά του Πρωτοδικείου και αποδεικνύεται από τις παραλείψεις στα πρακτικά του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου. Η δεύτερη παράλειψη αφορούσε το αίτημα του προσφεύγοντος να ληφθεί υπόψη η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στο πλαίσιο της κατ’ έφεση διαδικασίας.

22 1342/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου.

23 Αριθμός αίτησης 53466/07.

24 Claude Fillacier κατά Γαλλίας (CCPR/C/86/D/1434/2005), σκέψη 4.3.

25 Γενικό σχόλιο αριθ. 32 σχετικά με το άρθρο 14: Δικαίωμα στην ισότητα ενώπιον των δικαστηρίων και σε δίκαιη δίκη (CCPR/C/GC/32), παράγραφος 33. Βλέπε επίσης Esergepov κατά Καζακστάν (CCPR/C/116/D/2129/2012), σκέψη 11.4.

26 Πρβ. MukadderAlakuş v. Τουρκία (CCPR/C/135/D/3736/2020), παράγραφος 10.10

28 Δείτε π.χ. Lumleyv. Τζαμάικα (CCPR/C/65/D/662/1995), παράγραφος 7.5.

 



ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΓΝΩΜΗΣ ΤΗΣ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

CCPR/C/141/D/3582/2019 Προκαταρκτική μη επιμελημένη έκδοση

Παράρτημα I

[Πρωτότυπο: Ισπανικό]

Μειοψηφούσα γνώμη του μέλους της Επιτροπής Carlos Gomez Martinez (διαφωνών)

  1. Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα στην παράγραφο 10.4 των απόψεών της ότι «το διάδικο κράτος παραβίασε τις υποχρεώσεις του βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, εδάφιο β), του Συμφώνου παραλείποντας να παράσχει στον προσφεύγοντα επαρκή χρόνο και ευκολίες για την προετοιμασία της υπεράσπισής του, ιδίως παραλείποντας να του παράσχει έγκαιρη πρόσβαση στα ακριβή και πλήρη πρακτικά των αποφάσεων αμφοτέρων των δικαστηρίων».

  2. Κάθε παραβίαση διαδικαστικού κανόνα δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υφίσταται παραβίαση του δικαιώματος υπεράσπισης για τον σκοπό αυτό, είναι απαραίτητο να αποδειχθεί ότι υπήρξε ουσιώδης αδυναμία άμυνας. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το δικαίωμα που αναγνωρίζεται στο άρθρο 14, παράγραφος 3, εδάφιο β), του Συμφώνου αποσκοπεί στην πρόληψη της αδυναμίας άμυνας και θεωρώ ότι η εν λόγω αδυναμία άμυνας δεν έχει αποδειχθεί ότι έλαβε χώρα στην υπό εξέταση υπόθεση.

  3. Πράγματι, αφενός, μολονότι το πρακτικό της πρωτοβάθμιας δίκης παραδόθηκε καθυστερημένα, ο προσφεύγων ήταν σε θέση να λάβει γνώση αυτού πριν καταθέσει την αναίρεσή του (παράγραφος 2.6).

  4. Αφετέρου, όσον αφορά τον φερόμενο ως ελλιπή χαρακτήρα των πρακτικών, το διάδικο κράτος επισημαίνει ότι, ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, ο προσφεύγων υποστήριξε ήδη ότι τα εν λόγω πρακτικά ήταν ελλιπή, υποστηρίζοντας ότι το υπόμνημα αντίκρουσής του με τις απαντήσεις που έδωσε ο ίδιος ο προσφεύγων στα ερωτήματα των συνηγόρων της πολιτικής αγωγής και των συνηγόρων υπεράσπισης δεν συμπεριλήφθηκε στο πρακτικό της δίκης σε δεύτερο βαθμό και ότι τα εν λόγω ερωτήματα ήταν κρίσιμα για την υπεράσπισή του, με αποτέλεσμα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να μην έχει αξιολογήσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων (παράγραφος 6.6).

  5. Ωστόσο, κατά το διάδικο κράτος, το Ακυρωτικό Δικαστήριο, αφού εξέτασε τα πρακτικά της δίκης ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, απέρριψε τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος ότι παρουσίαζαν ελλείψεις. Πράγματι, όπως αναφέρεται στην ίδια παράγραφο 6.6 της γνωμοδότησης, το Ακυρωτικό Δικαστήριο έχει ήδη εξετάσει το εν λόγω ζήτημα και έκρινε ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, το υπόμνημα αντίκρουσης του προσφεύγοντος, καθώς και εκείνα των συγκατηγορουμένων του, το οποίο περιλάμβανε, συνοπτικά, τις απαντήσεις των κατηγορούμενων στα ερωτήματα που τους έθεσαν οι διάδικοι και οι συνήγοροί τους.

  6. Επιπλέον, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του διάδικου κράτους, το Ακυρωτικό Δικαστήριο «δεν έκανε καμία αναφορά που να εγείρει αμφιβολίες ως προς την ακρίβεια και την πληρότητα των πρακτικών της δίκης» (παράγραφος 6.7) και το ίδιο Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος ότι τα εν λόγω πρακτικά ήταν ελλιπή (παράγραφος 8.3).

  7. Η Επιτροπή δεν μπορεί να αγνοήσει αυτά τα κατηγορηματικά συμπεράσματα του ελληνικού Ακυρωτικού Δικαστηρίου και να δεχθεί, άνευ ετέρου, τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος ότι τα πρακτικά ήταν ελλιπή, ισχυρισμός ο οποίος αποτέλεσε τη βάση της προσφυγής του και δεν αποδείχθηκε, γεγονός που στερεί την αναφορά του από οποιαδήποτε βάση.

  8. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι η παρούσα αναφορά δεν ήταν δεόντως τεκμηριωμένη και ότι, κατά συνέπεια, θα έπρεπε να θεωρηθεί απαράδεκτη κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2 του πρώτου προαιρετικού πρωτοκόλλου του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα.