Author Archives: Dimitris Tsiampouris

Δυστύχημα των Τεμπών: τα “7  θανάσιμα αμαρτήματα” του ελληνικού κράτους. Η ακτινογραφία ενός αποτυχημένου μοντέλου διοίκησης.

Δρ. Απόστολος Ι. Παπατόλιας, Συντονιστής Κύκλου Δημόσιας Διοίκησης ΕΝΑ, Πρ. Νομάρχης, Πρ. Μέλος ΑΣΕΠ

Ας ξεκινήσουμε από τα αυτονόητα. Ότι στα στοιχειώδη καθήκοντα ενός σύγχρονου κράτους περιλαμβάνεται η προληπτική αξιοποίηση κάθε μέσου (τεχνικού, ψηφιακού, ανθρώπινου) για την αποτροπή μιας μετωπικής σύγκρουσης τρένων που κινούνται σε διπλή γραμμή και μπορούν και αναπτύσσουν ταχύτητα 200 km/h. Εξίσου στοιχειώδες και αυτονόητο φαντάζει ότι στην κορύφωση της ψηφιακής επανάστασης, αποτελεί ηθική πρωτίστως υποχρέωση της πολιτείας να μην εναποθέτει, χωρίς πανίσχυρες ασφαλιστικές δικλείδες, τη διαχείριση της σιδηροδρομικής κυκλοφορίας και τη συναφή ρύθμιση ζωτικών θεμάτων ασφαλείας αποκλειστικά στα χέρια ενός σταθμάρχη. Η αδιανόητη εξέλιξη στα Τέμπη δεν τραυματίζει απλώς την εικόνα μιας εκσυγχρονιστικής κυβέρνησης ή το αυτάρεσκο αφήγημα της “αυτοδύναμης Ελλάδας”, αλλά θρυμματίζει πλήρως το αίσθημα εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στο οργανωμένο κράτος ως συλλογικού εγγυητή της ασφάλειας και της ζωής τους.

Άλλη μια προφανής διαπίστωση: η τραγωδία των Τεμπών αναδεικνύει τις αμέτρητες παθογένειες της κρατικής οργάνωσης στη χώρα μας, ενώ και το ίδιο το σύστημα διοίκησης των σιδηροδρομικών μεταφορών αντανακλά τις συνολικές στρεβλώσεις του εγχώριου πολιτικο-διοικητικού συστήματος. Αυτή τη φορά έλαχε ο κλήρος στον σιδηρόδρομο. Κανείς, όμως, δεν μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα ποιος τομέας του κράτους θα μας απασχολήσει δυσάρεστα την επόμενη φορά…

 Η εμμονή, ωστόσο, στην ανάδειξη, με έναν γενικό και αόριστο τρόπο,  των “διαχρονικών παθογενειών” του ελληνικού σιδηρόδρομου ή του νεο-ελληνικού κράτους, ακόμη και όταν δεν συνδέεται με μια εξόφθαλμη “στρατηγική αθώωσης” και αυτοαπαλλακτικής μετατόπισης ευθυνών από συγκεκριμένους δρώντες σε βολικά απρόσωπα “αίτια”, συσκοτίζει τους όρους κατανόησης του συμβάντος.

Διότι ναι μεν δομικοί παράγοντες και διαχρονικές κακοδαιμονίες στον τομέα της οργάνωσης, του σχεδιασμού και της επιχειρησιακής επάρκειας του Δημοσίου επηρεάζουν συνδυαστικά και προκαλούν εν τέλει την τραγωδία, πλην όμως η εξήγηση του φαινομένου απαιτεί μια πολύ πιο σύνθετη και απαιτητική προσέγγιση. Η εξαντλητική διάγνωση της αιτιακής αλυσίδας πρέπει να συνδυαστεί με την αξιολόγηση της βαρύτητας του κάθε αιτίου, ώστε αφενός να διευκρινιστεί η συμβολή του στη διαμόρφωση της τελικής εικόνας και αφετέρου να απλοποιηθεί η απόδοση συγκεκριμένων ευθυνών σε οργανωσιακό και πολιτικό επίπεδο.

Η επισήμανση των υστερήσεων του σημερινού αναχρονιστικού κράτους με το παρωχημένο και πολλαπλώς επιζήμιο μοντέλο λειτουργίας, πέραν του ότι έχει πολλάκις επιχειρηθεί στον δημόσιο χώρο από ακαδημαϊκούς, πολιτικούς και ερευνητές, θα παρέμενε ημιτελής και “αδιάφορη”, εάν δεν συνδυαζόταν με τη σκιαγράφηση μιας πρότασης για τη θεραπεία των παθογόνων εστιών Μιας πρότασης θεραπείας που θα συνδυάζεται με την ανάδειξη μιας σύγχρονης μεταρρυθμιστικής ατζέντας για το κράτος, η οποία θα έχει ως επίκεντρο άλλοτε την ανάταξη των βασικών κρατικών λειτουργιών (προσαυξητικό μοντέλο μεταρρυθμίσεων) άλλοτε τη ριζική αναμόρφωση του μοντέλου διακυβέρνησης της χώρας (ριζική μεταρρύθμιση).

Ειδικότερα, τα “7 αμαρτήματα” του ελληνικού κράτους, κατά κυριολεξία “θανατηφόρα”, μπορούν να κωδικοποιηθούν ως εξής στην περίπτωση των Τεμπών:

  1. Απουσία κεντρικού σχεδιασμού των πολιτικών ασφαλείας
  2. Απουσία κεντρικού ρυθμιστή στα θέματα ασφάλειας
  3. Αδυναμία συντονισμού και «ολοκλήρωσης» του συστήματος διοίκησης
  4. Προβληματική εσωτερική λειτουργία του συστήματος διοίκησης
  5. Απουσία αξιοκρατικών επιλογών και αξιολόγησης των στελεχών στις “κρίσιμες θέσεις”
  6. Αδιαφάνεια, αστοχίες και διαπλοκή στη διαχείριση των έργων
  7. Έλλειψη ιεράρχησης και κακή χρήση των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων

 

  1. Απουσία κεντρικού σχεδιασμού των πολιτικών ασφαλείας

Δεν είναι λίγες οι φωνές που επισημαίνουν ότι οι δραματικές ελλείψεις και τα σημαντικά κενά στις υποδομές και τις λειτουργίες ασφαλείας των ελληνικών σιδηροδρόμων, συνδέονται με την απουσία ενιαίου κεντρικού σχεδιασμού των πολιτικών στον τομέα των σιδηροδρομικών μεταφορών. Πρόσφατες έρευνες (βλ. ενδεικτικά Strategy & PwC) αποδεικνύουν ότι οι ελλείψεις αυτές οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην απουσία ενοποιημένου συστήματος ασφαλείας, με κεντρικό ρυθμιστή και πολλαπλές δικλείδες ελέγχου. Οι ίδιες μελέτες διαπιστώνουν ότι  ο ρυθμιστικός και ελεγκτικός ρόλος του Δημοσίου στον τομέα της ασφάλειας αποκτά έναν ιδιαίτερα πολύπλοκο και απαιτητικό χαρακτήρα εξαιτίας του κατατεμαχισμού των σιδηροδρομικών αρμοδιοτήτων και της πολυδιάσπασης του “σιδηροδρομικού έργου” σε πλήρως ανεξάρτητες εταιρείες με απολύτως διακριτά αντικείμενα δραστηριοτήτων (συντήρηση-λειτουργία δικτύου, προκήρυξη-κατασκευή έργων, διαχείριση περιουσίας, εκτέλεση μεταφορικού έργου).  Όπως προκύπτει, επίσης, από τη συγκριτική παρατήρηση, η εφαρμογή αυτού του μοντέλου πολυδιάσπασης δεν αποτελούσε οργανωτικό μονόδρομο, αλλά προιόν έξωθεν επιβολής με τη σφραγίδα των εταίρων μας, τη στιγμή που άλλες σιδηροδρομικά προηγμένες χώρες της Ευρώπης (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία) απέφευγαν να διασπάσουν πλήρως τους κρατικούς ομίλους, διατηρώντας το μοντέλο “holding”.

Με την ισχύουσα θεσμική αρχιτεκτονική, υπό συνθήκες απουσίας ενός φορέα κεντρικού σχεδιασμού ή άλλου υπερκείμενου κρατικού ρυθμιστή των σιδηροδρομικών μεταφορών, μεταφέρεται αποκλειστικά στον κρατικό ΟΣΕ όλο το βάρος της διαχείρισης και της συντήρησης του σιδηροδρομικού δικτύου και κατά συνέπεια ο προγραμματισμός και η υλοποίηση του συνόλου των παρεμβάσεων για τη ρύθμιση των θεμάτων ασφαλείας. Η δεδηλωμένη αδυναμία του ΟΣΕ να αναλάβει πλήρως το οικονομικό κόστος όλων αυτών των εκτεταμένων παρεμβάσεων, στο πλαίσιο του διαθέσιμου προυπολογισμού του, αποτυπώνεται  στην προ διετίας αφοπλιστική διαπίστωση του Διευθύνοντος Συμβούλου του Οργανισμού ότι “η συντήρηση δεν είναι προληπτική, αλλά διορθωτική” δηλαδή “κατόπιν εορτής” και αφότου εκδηλωθεί το πρόβλημα.

Η πρώτη, επομένως, διαπίστωση είναι ότι οι βασικές δράσεις προληπτικής θωράκισης στο πεδίο της σιδηροδρομικής ασφάλειας δεν πρέπει επ΄ουδενί να συγχέονται με τις δραστηριότητες συνήθους συντήρησης της υποδομής, αλλά να προτεραιοποιούνται από το Κεντρικό Κράτος, ώστε να μην υπόκεινται στις διακυμάνσεις των εκτιμήσεων για το τι αποτελεί ή όχι “δημοσιονομικό κόστος”. Η ασφάλεια ως ανεπιφύλακτο δημόσιο αγαθό είναι αναγκαίο να θωρακίζεται με ιεραρχημένες παρεμβάσεις του Κεντρικού Κράτους, που θα υποστηρίζονται από έναν ανελαστικό δημοσιονομικό προγραμματισμό, δεν θα επηρεάζονται από την πολυδιάσπαση των φορέων και των αρμοδιοτήτων και δεν θα καταλείπουν περιθώρια για εκπτώσεις και πειραματισμούς.

Η ίδια ακριβώς παρατήρηση ισχύει και για την τελική ευθύνη της αξιολόγησης για το τι είναι επικίνδυνο, όπως και για τα αναγκαία μέτρα περιορισμού των κινδύνων και την επιχειρησιακή διαβάθμισή τους. Το Κεντρικό Κράτος θα έπρεπε, επομένως, να παρακολουθεί την πορεία υλοποίησης των έργων για την ασφάλεια του επιβατικού κοινού, βάσει ενός συγκεκριμένου σχεδιασμού, που θα περιλαμβάνει έναν σαφή “οδικό χάρτη”, με συγκεκριμένους δείκτες και χρονοδιαγράμματα, που θα του επιτρέπουν να αξιολογεί εάν τηρείται ο αρχικός προγραμματισμός, εάν γίνονται εμβαλωματικές παρεμβάσεις, καθώς και εάν απαιτούνται διορθωτικές κινήσεις ή εφαρμογή εναλλακτικών “μεταβατικών σχεδίων” (plan b) λόγω απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών, όπως είναι οι περιπτώσεις φθορών, κλοπών ή βανδαλισμών των υφιατάμενων υποδομών και εγκαταστάσεων. Σε ένα τέτοιο σύστημα προγραμματισμού-παρακολούθησης-αξιολόγησης είναι μάλλον απίθανο να μην ενεργοποιούνται εγκαίρως οι αναγκαίες ασφαλιστικές δικλείδες σε περίπτωση αστοχιών, καθώς από παντού θα κτυπούν “καμπανάκια” για την υπέρβαση του χρονοδιαγράμματος, τα κενά στο σύστημα ασφαλείας ή τις δραματικές ελλείψεις στη στελέχωση και την εκπαίδευση του αρμόδιου προσωπικού.

Ειδικά, μάλιστα, η αξιολόγηση των κινδύνων της υποστελέχωσης στις κρίσιμες για την ασφάλεια διοικητικές επιχειρησιακές θέσεις εμπίπτει αδιαμφισβήτητα στους αυτοματισμούς ενός συστήματος «έγκαιρης προειδοποίησης» με βάση το τρίπτυχο “προγραμματισμός – παρακολούθηση – αξιολόγηση”. Είναι δε στοιχειώδες καθήκον του Κεντρικού Κράτους η διάγνωση ότι η αποψίλωση του προσωπικού ή η ανεπαρκής εκπαίδευσή του εγκυμονεί κινδύνους για την ασφάλεια των μεταφορών υπό την παρούσα κατάσταση του δικτύου και τις συγκεκριμένες συνθήκες εκτέλεσης του μεταφορικού έργου.

Παράλληλα, στην περίπτωση που δεν λειτουργούν οι βασικές εγκαταστάσεις ή εφαρμογές πληροφορικής για την προστασία της ασφάλειας, οι αρμόδιες κεντρικές υπηρεσίες έχουν την υποχρέωση να επεξεργαστούν ένα αξιόπιστο σχέδιο “τεχνολογικής μετάβασης” έως ότου ολοκληρωθούν τα έργα ανάταξης ή εγκατάστασης των σύγχρονων συστημάτων. Είναι, επίσης, αυτονόητο ότι ένα τέτοιο “μεταβατικό σχέδιο” δεν μπορεί να ισοδυναμεί με επιστροφή σε «πρωτόγονες λύσεις» που πολλαπλασιάζουν τους κινδύνους, όπως συνέβη με την ολική επαναφορά του αρχαϊκού χειροκίνητου συστήματος τοπικής διαχείρισης της κυκλοφορίας, το οποίο λειτουργούσε με αποκλειστική ευθύνη του σταθμάρχη και των κλειδούχων.

Οι “μεταβατικές λύσεις” απαιτούν συνδυασμό μεθόδων (μίξη παλαιών και νέων τεχνολογιών), ώστε να αξιοποιούνται τα τεχνολογικά κεκτημένα και να ελαχιστοποιούνται οι κίνδυνοι του “ανθρώπινου λάθους”. Στο πλαίσιο αυτό, δεν θα έπρεπε να αδρανεί το σύστημα ραδιοκάλυψης GSM-R, που είχε ήδη εγκατασταθεί σε σημαντικό μέρος του δικτύου, αλλά να γίνει συστηματική προσπάθεια για να καταστεί συνολικά λειτουργικό και να υποκαταστήσει το πεπαλαιωμένο αναλογικό υφιστάμενο δίκτυο επικοινωνιών (σταθερών και ασύρματων) του ΟΣΕ. Ένας ορθολογικός κεντρικός προγραμματισμός, εν όψει των καθυστερήσεων στην απόδοση των προηγμένων συστημάτων τηλεδιοίκησης, θα επικέντρωνε, επομένως, στην άμεση λειτουργία της ραδιοκάλυψης ως “ενδιάμεσης λύσης” και θα περιόριζε την πιθανότητα της ανθρώπινης αστοχίας.

Ας σημειωθεί εδώ ότι το “ανθρώπινο λάθος” αποτελεί και αυτό “μεταβλητή” που λαμβάνεται -στατιστικά και πιθανολογικά- υπόψη στον προγραμματισμό και αποτελεί “σχεδιαστική πρόβλεψη” ενταγμένη στο ίδιο το σύστημα λειτουργίας με την παράλληλη ενεργοποίηση των δικλείδων ασφαλείας για τη διόρθωσή του. Σε ένα απόλυτα ελεγχόμενο σύστημα μεταφορών, ακόμα και οι απρόβλεπτοι παράγοντες (φυσικά φαινόμενα, τυχαιότητα, λάθη, έκτακτες συνθήκες) εντάσσονται στον δημόσιο στρατηγικό σχεδιασμό με την πρόβλεψη των εγγυήσεων ανάσχεσής τους. Ο σχεδιασμός ενός “συγχωρητικού συστήματος ασφαλείας”, κατά την ορολογία των συγκοινωνιολόγων, που θα ελαχιστοποιούσε την πάντοτε πιθανή εκδήλωση του ανθρώπινου σφάλματος και θα μετρίαζε τις επιπτώσεις του, ανήκει, με άλλα λόγια, στον «σκληρό πυρήνα» της αποστολής ενός σύγχρονου Κράτους.

 

  1. Απουσία κεντρικού ρυθμιστή στα θέματα ασφάλειας

Τα ελλείμματα στον τομέα του σχεδιασμού υπογραμμίζουν τον κρίσιμο ρόλο της ΡΑΣ, ο οποίος είναι θεωρητικά “επιτελικός” στο μέτρο που τα κανονιστικά κείμενα του αναθέτουν το έργο α) της ρύθμισης της σιδηροδρομικής αγοράς υπό όρους ανταγωνισμού, β) της αδειοδότησης των επιχειρήσεων που εκμεταλλεύονται το δίκτυο, ενώ παράλληλα γ) ασκεί και τον κεντρικό ρόλο της “εποπτείας της ασφάλειας των σιδηροδρομικών μεταφορών”, καθώς έχει ορισθεί από το 2013 ως αρμόδια “Εθνική Αρχή Ασφάλειας Σιδηροδρομικών Μεταφορών”.

Η ίδια, ωστόσο, η επικεφαλής του φορέα μας καλεί να παραβλέψουμε τους βαρύγδουπους τίτλους για να εξετάσουμε προσεκτικά τις αρμοδιότητες της Αρχής, οι οποίες δεν εκτείνονται στον έλεγχο της πραγματικής κατάστασης του δικτύου, αλλά περιορίζονται στον έλεγχο της τήρησης των διαδικασιών, που καταγράφονται στα Συστήματα Διαχείρισης Ασφάλειας, τόσο από τον ΟΣΕ όσο και από τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις. Μέσω του ελέγχου αυτού διασφαλίζεται, όπως η ίδια η ΡΑΣ ανακοινώνει, “η τήρηση όλων των κανόνων και απαιτήσεων ασφαλείας”, ενώ παράλληλα επισημαίνεται ότι τα Συστήματα Διαχείρισης Ασφάλειας “αποτελούν τον οδηγό και το εργαλείο των σιδηροδρομικών φορέων, μέσω των οποίων αξιολογούν, ελέγχουν και προλαμβάνουν οποιοδήποτε κίνδυνο”.

Η ΡΑΣ, ως  αποκλειστικώς υπεύθυνος φορέας για τον έλεγχο της ασφάλειας των σιδηροδρόμων στη χώρα,  εκδίδει σε ετήσια βάση “έκθεση ασφαλείας” (τελευταία έκθεση το 2021), ενώ καταρτίζει “σχέδιο εποπτείας” στο οποίο επισημαίνεται εάν τηρούνται ορθά οι διαδικασίες ή εντοπίζονται πιθανοί κίνδυνοι από διάφορες πηγές στη σιδηροδρομική ασφάλεια. Ακόμη, όμως, κι αυτές όμως οι τυπικές αρμοδιότητες της Αρχής αδρανούν λόγω της υποστελέχωσής της. Ειδικότερα, λόγω περιορισμένου προσωπικού στη Διεύθυνση Ασφάλειας (4 μόλις άτομα), το ελεγκτικό έργο της επικεντρώνεται δειγματοληπτικά μόνο στους τομείς όπου πιθανολογείται η εμφάνιση κινδύνων, ενώ σε περίπτωση διαπίστωσης παραβάσεων ή παραλείψεων η ΡΑΣ υποχρεώνει τους φορείς να προβούν σε διορθωτικές ενέργειες σε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα ή επιβάλλει πρόστιμα ανάλογα με τη βαρύτητα των παραλείψεων.

Ο ΟΣΕ στη “Δήλωση Δικτύου” που έχει υποβάλλει στη ΡΑΣ για το 2023, βάσει σχετικής υποχρέωσής του, την ενημερώνει για τα σημεία όπου δεν λειτουργεί το σύγχρονο σύστημα διαχείρισης κυκλοφορίας και ότι έχει τεθεί σε εφαρμογή το χειροκίνητο σύστημα τοπικού ελέγχου. Βάσει της ίδιας Δήλωσης Δικτύου, άλλωστε, η εταιρεία εκμετάλλευσης του δικτύου αιτείται την πρόσβαση σε αυτό, εφόσον διαθέτει το απαραίτητο “Πιστοποιητικό Ασφαλείας”. Τόσο όμως τα περίφημα “Πιστοποιητικά Ασφαλείας” όσο και η “Δήλωση Δικτύου” καταλήγουν να αποτελούν “κενό γράμμα” -σαν να πρόκειται για την εκπλήρωση κάποιων τυπικών και χωρίς πρακτικό αντίκρισμα υποχρεώσεων- από τη στιγμή που δεν υποστηρίζονται από διαδικασίες ουσιαστικού ελέγχου των όρων ασφαλείας, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα και την ευρωπαϊκή Οδηγία για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων.

Η Οδηγία προβλέπει ότι η ΡΑΣ ασκεί ουσιαστική εποπτεία στους διαχειριστές της υποδομής και τους φορείς εκμετάλλευσης, ενημερώνοντας σχετικά και τον Οργανισμό Σιδηροδρόμων της ΕΕ (ERA). Αυτή η εποπτεία, όμως, αποδεικνύεται εξόφθαλμα ελλιπής, όπως επισημαίνεται και από τα αρμόδια ενωσιακά όργανα, στο μέτρο που η Αρχή επωμίζεται δυσανάλογα μεγάλο βάρος στο όλο σύστημα ελέγχου, εάν ληφθούν υπόψη αφενός οι εγγενείς περιορισμοί στην ελεγκτική δράση της (έλεγχος διαδικασιών και όχι υποδομών) και αφετέρου τα πραγματικά μέσα που έχουν τεθεί στη διάθεσή της για την εκπλήρωση αυτής της αποστολής.

Έτσι, ναι μεν το “Ενιαίο Πιστοποιητικό Ασφαλείας” της Hellenic Train διαβεβαιώνει ότι υφίστανται τα εργαλεία διαχείρισης της ασφάλειας, πλην όμως το εάν αυτά χρησιμοποιούνται σωστά (π.χ. ως προς τη διαλειτουργικότητά τους) θα μπορούσε να πιστοποιηθεί μόνο από τη ΡΑΣ, στο πλαίσιο άσκησης της εποπτείας της, η οποία όμως, παραδόξως, δεν έχει ούτε την αρμοδιότητα ούτε τη δυνατότητα να διενεργεί αυτοψίες επί του πεδίου για μια τέτοιου τύπου πραγματική αξιολόγηση. Κατόπιν αυτού, αντιλαμβανόμαστε και για ποιους λόγους το σχέδιο δράσης της ΡΑΣ προς τα ευρωπαϊκά όργανα δεν περιλαμβάνει κάποια ειδική αναφορά στο θέμα της επικινδυνότητας της χειροκίνητης διαχείρισης. Διότι στην πραγματικότητα, οι έλεγχοι της Αρχής είναι απλώς έλεγχοι αντιστοίχισης διαδικασιών και συμφωνίας εγγράφων. Στην Έκθεση Ασφαλείας της Αρχής θα μπορούσε έτσι να διαπιστωθεί εάν τηρούνται οι διαδικασίες του Σχεδίου Διαχείρισης Ασφάλειας (άρα και ο τρόπος επικοινωνίας μεταξύ Σταθμάρχη και μηχανοδηγών), ενώ υπερέβαινε τον ρόλο της η αξιολόγηση ότι το συγκεκριμένο μεταβατικό σύστημα διαχείρισης εγκυμονούσε κινδύνους για την ασφάλεια, καθόσον κάτι τέτοιο θα απαιτούσε πραγματικό έλεγχο της κατάστασης και της λειτουργίας της σιδηροδρομική υποδομής.

Δεν είναι υπερβολική επομένως η διαπίστωση ότι η Ανεξάρτητη Αρχή, που ασκεί το ρόλο της Εθνικής Αρχής Ασφαλείας για λογαριασμό του Ελληνικού Κράτους παραμένει κατά βάση ανενεργή, καθώς  δεν είναι εξοπλισμένη με τις αρμοδιότητες, τα μέσα και τη στελέχωση για να ασκήσει την κομβική ελεγκτική και ρυθμιστική αποστολή της, γεγονός που καθιστά το όλο σύστημα παντελώς διάτρητο και τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές ασφάλειας περιττές γραφειοκρατικές διατυπώσεις. 

Καθώς, όμως, η ΡΑΣ ελέγχει “διαδικασίες” και όχι την “πραγματική κατάσταση του δικτύου”, η ευθύνη για τον έλεγχο του εάν είναι συμβατή η ανάπτυξη υψηλής ταχύτητας των συρμών με τις απαιτούμενες προδιαγραφές ασφαλείας , εν όψει της υφιστάμενης κατάστασης του δικτύου, ανήκει στον ΟΣΕ αλλά και τους φορείς εκμετάλλευσης, έναντι των οποίων το Δημόσιο είχε αρχικά αναλάβει τη δέσμευση για ολοκλήρωση των έργων ασφαλείας μέσα στο 2020.

Η ασάφεια, ωστόσο, ως προς το αντικείμενο των πιστοποιήσεων στον ευαίσθητο τομέα της ασφάλειας (είτε πρόκειται για έλεγχο διαδικασιών είτε πραγματικό έλεγχο υποδομής) επιτείνει τη σύγχυση σχετικά με την ταυτότητα του τελικού εγγυητή και συντονιστή του όλου συστήματος διαχείρισης. Ποιος, για παράδειγμα, θα μπορούσε να ελέγξει, με την εγκυρότητα του “τελικού λόγου”, την ουσιαστική βασιμότητα του ισχυρισμού του αρμόδιου Υπουργείου ότι η πανδημία εμπόδισε την έγκαιρη ολοκλήρωση των έργων ασφάλειας στον σιδηρόδρομο; Ο ΟΣΕ ή η ΡΑΣ;

 

  1. Αδυναμία συντονισμού και «ολοκλήρωσης» του συστήματος διοίκησης

Από λειτουγική σκοπιά, στην έννοια του “Κεντρικού Κράτους” δεν ανήκουν μόνο τα Υπουργεία και υπηρεσίες τους, αλλά όλοι εκείνοι οι φορείς που ασκούν αρμοδιότητες και λειτουργίες ζωτικού χαρακτήρα για τη διαφύλαξη των δημόσιων αγαθών, όπως η ασφάλεια των πολιτών. Πρέπει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι σε αντίθεση με τις θαλάσσιες και τις αεροπορικές μεταφορές, οι σιδηροδρομικές ρυθμίζονται κατά βάση με εθνικές στρατηγικές, χωρίς προδιαγεγραμμένες θεσμικές επιλογές και “προκάτ” ενωσιακούς κανόνες για όλα τα ζητήματα διαχείρισης των υποδομών. Σε συνθήκες, μάλιστα, διάσπασης του μοντέλου διοίκησης, όπου συνυπάρχουν διαφορά “ιδιωτικοποιημένα συστήματα” στην υλοποίηση του μεταφορικού έργου, είναι απολύτως αναγκαία, όπως επισημαίνει η έρευνα της Strategy & PwC, η ενεργοποίηση ενός τελικού “εγγυητή” ή “ολοκληρωτή” του συστήματος, που θα συντονίζει όλα τα εμπλεκόμενα μέρη μέσα από α) έναν κοινό “οδικό χάρτη” λειτουργίας, β) ενιαία “πρωτόκολλα” ενεργειών και γ) συγκεκριμένους μηχανισμούς επίλυσης συναρμοδιοτήτων και εξισορρόπησης συμφερόντων.

Η ανάγκη για ένα ενιαίο “κέντρο διακυβέρνησης” των σιδηροδρόμων προβάλλει πιο επιτακτική από ποτέ, υπό την έννοια που το θέτει ο καθηγητής Μακρυδημήτρης, “ως ένα αυστηρό σύστημα εποπτείας, ρυθμιστικών κανόνων και αρχών” των διάσπαρτων και ενίοτε αντικρουόμενων συμφερόντων, υπό την καθοδήγηση του κατάλληλου θεσμικού ενορχηστρωτή, είτε αυτός είναι ένας αμιγώς κυβερνητικός φορέας είτε μία Ανεξάρτητη Αρχή.

Το ζήτημα του συντονισμού των εμπλεκόμενων φορέων αναδεικνύεται σε κεντρικό και για έναν επιπλέον λόγο:  ο διαχωρισμός σιδηροδρομικών λειτουργιών σε συνδυασμό με τη γεωγραφική και κατά αντικείμενο κατάτμηση των έργων (διακριτές εργολαβίες για τα αντικείμενα της ραδιοκάλυψης, της ανάταξης της σηματοδότησης και της σύγχρονης τηλεδιοίκησης) γεννά πληθώρα επικαλύψεων και “γκρίζες ζώνες” ως προς τις αρμοδιότητες του κάθε μέρους στους τομείς α) του σχεδιασμού των έργων και της λειτουργίας του δικτύου και β) της πιστοποίησης της κατάστασης της υποδομής και των διαφορετικών συστημάτων διαχείρισης, είτε αυτά αφορούν τους υπόχρεους της συντήρησης είτε τους παρόχους μεταφορικών υπηρεσιών.

Η απουσία ενός τέτοιου συντονιστικού κέντρου έχει ως αποτέλεσμα να μην προκύπτει σήμερα με σαφήνεια ούτε καν το πώς πιστοποιείται σε τελικό βαθμό η πραγματική κατάσταση του δικτύου προκειμένου να κυκλοφορούν σε αυτό τρένα με 200 km/h. Ερμηνευτικά και μόνο συνάγεται ότι ο ΟΣΕ, ως αποκλειστικά αρμόδιος για τη συντήρηση και λειτουργία της υποδομής, έχει την τελική ευθύνη. Από αυτήν δεν απαλλάσσεται, ωστόσο, η εταιρεία εκμετάλλευσης, ιδίως όταν γνωρίζει “από πρώτο χέρι” την κατάσταση της υποδομής, αλλά αποφεύγει να αντιδράσει, επιστρατεύοντας το βολικό επιχείρημα ότι η ευθύνη της υποδομής ανήκει στον ΟΣΕ και ότι έχει εξαλειφθεί η αυτοτελής συμβατική υποχρέωσή του για υλοποίηση συγκεκριμένων έργων ασφαλείας.

Τα προβλήματα συντονισμού αφορούν, επίσης -ίσως κατά μείζονα λόγο-, στον επίμαχο τομέα του σχεδιασμού και της κατασκευής των έργων. Είναι πλέον κοινή η διαπίστωση ότι η αδυναμία κοινής και ενιαίας δράσης μεταξύ του ΟΣΕ, ως διαχειριστή της υποδομής και προγραμματιστή των έργων και της ΕΡΓΟΣΕ, ως φορέα υλοποίησής τους, ευθύνεται κατά βάση για τις καθυστερήσεις στα παραδοτέα, ήτοι για τις αλλεπάλληλες αναθεωρήσεις των αρχικών προδιαγραφών και τις συνεχείς παρατάσεις των συμβατικών χρόνων. Η έλλειψη συντονισμού είναι έκδηλη στην απουσία της αναγκαίας συστηματικής συνεργασίας μεταξύ ΟΣΕ- ΕΡΓΟΣΕ για τη σύνταξη των προδιαγραφών των έργων, προκειμένου να συνεκτιμώνται σε αυτές η υφιστάμενη κατάσταση των υποδομών και τα λειτουργικά προβλήματα που εμφανίζονται στην πράξη. Χαρακτηριστική περίπτωση ανορθολογικής προκήρυξης έργων και εξόφθαλμης μελετητικής αστοχίας είναι η σύνταξη τευχών δημοπράτησης, χωρίς να έχει ληφθεί υπόψη η πραγματική κατάσταση που δημιούργησαν στο δίκτυο οι κλοπές του υλικού και η αντικειμενική αδυναμία υποστήριξης των προκηρυσσόμενων συστημάτων από τους διαθέσιμους προμηθευτές (έλλειψη διαθέσιμων ανταλλακτικών). Εξίσου αποκαλυπτικό είναι ότι το 2018 η ΓΑΙΑΟΣΕ αναγκάστηκε να επαναπροκηρύξει το έργο αυτόματης τηλεδιοίκησης ETCS για να διασφαλίσει τη συμβατότητά του με το σύστημα γραμμής που είχε εν τω μεταξύ αλλάξει σε σχέση με την αρχική προκήρυξη.

Η αδυναμία διασταύρωσης των πραγματικών στοιχείων και το έλλειμμα ενιαίας πρόσβασης στην πληροφορία ενισχύονται από τις τάσεις “περιχαράκωσης” των δύο φορέων στα όρια των τυπικών αρμοδιοτήτων τους, καθώς και τον συνεχή ανταγωνισμό μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να πιστοποιηθούν με τον ίδιο τρόπο ούτε απλά γεγονότα, όπως για παράδειγμα για το εάν πληρούνται οι προυποθέσεις της οριστικής ή της διοικητικής παραλαβής των έργων, για το ποιο είναι το ακριβές ποσοστό ολοκλήρωσής τους ή για τη λειτουργική ετοιμότητα των συστημάτων διαχείρισης, όπως πχ. για το  σύστημα τηλεδιοίκησης με αυτόματη χάραξη πορείας ή για τους λόγους της αδρανοποίησης του ολοκληρωμένου συστήματος ραδιοκάλυψης. Ακόμη και σήμερα δεν υπάρχει πειστική εξήγηση για τους λόγους που η σύμβαση για το έργο ραδιοκάλυψης (GSM-R) εμφανίζεται “ολοκληρωμένη” στην επίσημη ιστοσελίδα της ΕΡΓΟΣΕ, ενώ το σύστημα κινητής τηλεφωνίας δεν έχει ακόμη τεθεί σε λειτουργία από τον ΟΣΕ.

Η απουσία συντονισμού πλήττει, τέλος, όπως θα διαπιστωθεί και στην ενότητα για τη διαχείριση των συμβάσεων που ακολουθεί, και την ίδια την εσωτερική λειτουργία της ΕΡΓΟΣΕ. Εκδηλώνεται με τη μορφή της «λειτουργικής αυτονόμησης» των διαφορετικών μονάδων, που αναλαμβάνουν την εκτέλεση διαφορετικών συμβάσεων, συμπληρωματικών ή σε διεπαφή μεταξύ τους, και έχει ως αποτέλεσμα  την έλλειψη διαλειτουργικότητας των έργων και τις συνεχείς τροποποιήσεις στο αντικείμενο και τα χρονοδιαγράμματα των παραδοτέων.

 

  1. Η προβληματική εσωτερική λειτουργία του συστήματος διοίκησης

Το τέταρτο  “αμάρτημα” συνδέεται με το απολύτως επισφαλές και παρωχημένο μοντέλο “εσωτερικής λειτουργίας” του συστήματος διοίκησης των σιδηροδρομικών μεταφορών. Η προβληματική “εσωτερική λειτουργία” δεν αφορά τόσο τους αναχρονισμούς με την καταγραφή της κίνησης σε «τεφτέρια» αλλά πρωτίστως α) τις ελεγχόμενες βασικές παραδοχές για τις προϋποθέσεις ασφαλούς λειτουργίας του δικτύου, β) την απουσία τεκμηρίωσης των αποφάσεων με συγκεκριμένα δεδομένα και προκαθορισμένους στόχους και γ) την ανεπάρκεια των “πρωτοκόλλων λειτουργίας” και των συναφών διοικητικών αυτοματισμών.

Στην πραγματικότητα, η ασφαλής λειτουργία του χειροκίνητου μεταβατικού συστήματος διαχείρισης της κυκλοφορίας βασίζεται στη σωρευτική συνδρομή δύο προϋποθέσεων: α) την πιστή τήρηση των διαδικασιών που περιγράφει το Σχέδιο Διαχείρισης Ασφάλειας και β) τη στελέχωση των θέσεων σταθμαρχών και κλειδούχων από επαρκές και άρτια εκπαιδευμένο προσωπικό, με πιστοποιημένη προηγούμενη εμπειρία. Η πιστή τήρηση των διαδικασιών προϋποθέτει, ωστόσο, με τη σειρά της την εφαρμογή λεπτομερών “πρωτοκόλλων”, στα οποία πρέπει να αποτυπώνονται αναλυτικά τα διαδοχικά βήματα κάθε επιχειρησιακής λειτουργίας, καθώς και οι ασφαλιστικές δικλείδες και εγγυήσεις για την αποφυγή του “ανθρώπινου λάθους”, όπως εν προκειμένω η παρουσία δύο επιπλέον σταθμαρχών ή η λειτουργία δευτεροβάθμιου κέντρου ελέγχου, ως πρόσθετο “φίλτρο” των επιχειρησιακών αποφάσεων.

Ο τρόπος επικοινωνίας Σταθμάρχη-μηχανοδηγών θα έπρεπε να ρυθμίζεται εξαντλητικά σε ένα τέτοιο “πρωτόκολλο λειτουργίας”, εύληπτο και λεπτομερές, προς αποφυγή κάθε αμφιβολίας για μια εναλλακτική επιλογή (πχ. επιλογή της χειροκίνητης λειτουργίας ή χάραξη αυτόματης πορείας), όπως και για την ενδεδειγμένη στάση ως προς τον έλεγχο μιας εντολής (πχ. παροχή διευκρινίσεων σε τυχόν αλλαγή πορείας ή ύψωση “κόκκινης σημαίας” από μηχανοδηγούς). Η πρακτική εκπαίδευση μάλιστα του προσωπικού έπρεπε να επικεντρώνεται στην εξοικείωση των διαφορετικών συντελεστών της κυκλοφορίας με αυτόν τον “κώδικα επικοινωνίας”, ώστε να ενεργοποιούνται, με οιονεί “αυτόματο τρόπο”, αντισταθμιστικοί μηχανισμοί αυτοδιόρθωσης των σφαλμάτων, μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών και εκτιμήσεων από σταθμάρχες και μηχανοδηγούς.

Η αναγκαία συνεχής εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού δεν θα έπρεπε, επομένως, να εξαντλείται στην απόκτηση θεωρητικών γνώσεων, αλλά να εμπλουτίζεται με την πρακτική εξάσκησή του επί του πεδίου για την μετάγγιση επαγγελματικής πείρας από πιο έμπειρα στελέχη. Μόνον έτσι θα μπορούσε να επιτευχθεί η πολύπλευρη εξοικείωση με τον χειρισμό πολύπλοκων καταστάσεων υπό συνθήκες πίεσης, ενώ ο επιχειρησιακός βαθμός ετοιμότητας των εκπαιδευόμενων θα έπρεπε να αξιολογείται και πριν από την ανάθεση συγκεκριμένων καθηκόντων.

Στην περίπτωση των Τεμπών, ωστόσο, αντί να τηρούνται απαρέγκλιτα και με αυξημένη αυστηρότητα οι αυστηρές αυτές προϋποθέσεις ασφαλείας, λόγω και του ότι δεν λειτουργούσαν τα σύγχρονα συστήματα σηματοδότησης και τηλεδιοίκησης, τα πρωτόκολλα επικοινωνίας παρέμεναν ασαφή και αόριστα, ενώ οι ασφαλιστικές δικλείδες είχαν είτε ατονήσει (διπλοβάρδιες σταθμαρχών) είτε απενεργοποιηθεί (διακοπή λειτουργίας δευτεροβάθμιου κέντρου). Όλα αυτά, τη στιγμή που η ιδιάζουσα μεταβατική φάση επέβαλε το ακριβώς αντίθετο: να ρυθμίζονται στην εντέλεια τα πάντα με πρόσθετες εγγυήσεις και να μην εγκαταλείπεται η διαχείριση της κυκλοφορίας στην ευσυνειδησία και τις ικανότητες των σταθμαρχών.

Εδώ πρέπει να επισημανθεί άλλη μία ιδιομορφία ως προς το καθεστώς εκπαίδευσης, αλλά και το “επαγγελματικό περίγραμμα” των καθηκόντων του σταθμάρχη. Σε αντίθεση με τους μηχανοδηγούς που ακολουθούν ειδικό πρόγραμμα εκπαίδευσης, το οποίο εποπτεύεται από τη ΡΑΣ και οδηγεί στην απόκτηση αρχικά της “ευρωπαϊκής άδειας οδήγησης” και αργότερα του πιστοποιητικού ασφαλείας τους, μετά από ειδίκευση στο συγκεκριμένο τροχαίο υλικό που θα χειριστούν, η εκπαίδευση των σταθμαρχών ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του ΟΣΕ, ο οποίος εκδίδει και τα σχετικά πιστοποιητικά τους. Η έλλειψη ενός ενιαίου και συνολικού προγράμματος εκπαίδευσης των συντελεστών της κυκλοφορίας, με κοινό σύστημα εποπτείας, ενιαία κριτήρια και ενοποιημένες διαδικασίες αξιολόγησης, καταλείπει πολλές αμφιβολίες σχετικά με την αξιοπιστία των μορφών εκπαίδευσης και των πιστοποίησεων από την πλευρά του ΟΣΕ, εάν ληφθεί υπόψη η απουσία κάθε αντισταθμιστικού ή εποπτικού αντίβαρου σε αυτή τη δραστηριότητά του.

Τέλος, στοιχείο προβληματικής εσωτερικής λειτουργίας συνιστά και το γεγονός ότι τόσο τα έργα συντήρησης όσο και τα μέτρα διαχείρισης της υποδομής προγραμματίζονται και εκτελούνται με απολύτως ελλιπή και ανεπαρκή δεδομένα. Με άλλα λόγια, η ίδια κακοδαιμονία που υπονομεύει τη δημοπράττηση των έργων και τη διαμόρφωση των προδιαγραφών τους, πλήττει και το στάδιο υλοποίησης της συντήρησης και εγκατάστασης των συστημάτων ασφαλείας. Σημαντικές λύσεις μπορούν να προσφέρουν στο επίπεδο αυτό η δημιουργία γεωβάσης δεδομένων με τη χρήση συστημάτων GIS, η αξιοποίηση του Γραμμικού Συστήματος Αναφοράς (LRS), όπως και η χρήση του Μοντέλου Δομικών Πληροφοριών (ΒΙΜ), που θα συλλέγει πληροφορίες από αισθητήρες στην υποδομή, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα επίβλεψης και πρόβλεψης της μελλοντικής κατάστασης της υποδομής. Μια τέτοια εξέλιξη θα λειτουργούσε υποστηρικτικά και για την επεξεργασία μιας “εθνικής στρατηγικής συντήρησης του δικτύου” που θα επέτρεπε την ιεράρχηση των σχετικών έργων και θα έδινε ασφαλείς πληροφορίες για την “εικόνα της στιγμής”.

 

  1. Απουσία αξιοκρατικών επιλογών και αξιολόγησης των στελεχών στις “κρίσιμες θέσεις”

Συναφές με τα παραπάνω, είναι το πέμπτο “αμάρτημα”, που αφορά τις συνθήκες περιορισμένης αξιοκρατίας και ελλιπούς αξιολόγησης στον τρόπο επιλογής και διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού των σιδηροδρόμων.

Κατ’αρχάς, είναι προφανές ότι στο πλαίσιο μιας μεταβατικής περιόδου με κύριο χαρακτηριστικό τις σημαντικές ελλείψεις στον τομέα της ασφάλειας και τα προβλήματα τεχνολογικού εκσυγχρονισμού, η κατάλληλη στελέχωση των σχετικών “κρίσιμων θέσεων” αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα για την ομαλή λειτουργία του συστήματος διαχείρισης. Η συνεχής εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού, η αποτροπή της “γήρανσης”, η μεταφορά εμπειρίας και τεχνογνωσίας στο νέο προσωπικό πρέπει να συνδυάζονται σταθερά με αξιόπιστες διαδικασίες επιλογής των κατάλληλων προσώπων που αναλαμβάνουν ιδιαίτερα σοβαρές ευθύνες σε ένα ρευστό και απαιτητικό περιβάλλον. Οι αξιοκρατικές αξιολογήσεις οφείλουν, επομένως, να χαρακτηρίζουν όλα τα στάδια του κύκλου διαχείρισης του προσωπικού και στελέχωσης των θέσεων, από την επιλογή των κατάλληλων προσώπων έως την εκπαίδευση, την πιστοποίηση και την ανάθεση σε αυτά συγκεκριμένων καθηκόντων.

Πρώτα από όλα, ο προγραμματισμός της στελέχωσης θα έπρεπε να παρακολουθεί πιστά τις ανάγκες κάλυψης των “κρίσιμων θέσεων” ασφαλείας. Αυτές οι θέσεις δεν είναι νοητό να καλύπτονται ούτε με εσωτερικές μετατάξεις της τελευταίας στιγμής ούτε βέβαια με συγκυριακό εποχικό προσωπικό εξάμηνης διάρκειας μέσα από συμβάσεις έργου (“μπλοκάκι”). Οι ιδιαίτερες απαιτήσεις εκπαίδευσης και εμπειρίας δεν συνάδουν ούτε με έκτακτες διαδικασίες στελέχωσης ούτε με το νομικό καθεστώς του εξωτερικού συνεργάτη. Επειδή, όμως, η υποστελέχωση του ΟΣΕ, ως κατάλοιπο της μνημονιακής περιόδου, δεν αντιμετωπίστηκε με έναν στρατηγικό σχεδιασμό της σταδιακής κάλυψης των κρίσιμων θέσεων, οι έκτακτες συνθήκες της μεταβατικής περιόδου οδήγησαν σε μία άρον-άρον στελέχωση του Οργανισμού με κάθε μέσο, ακόμη και με έκπτωση στις προδιαγραφές και τα προσόντα (π.χ. αναγκαία ηλικιακά όρια) που ο ίδιος ο ΟΣΕ είχε θέσει ως προαπαιτούμενα απασχόλησης.

Τόσο η διαδικασία της εκπαίδευσης όσο και η παροχή των επαγγελματικών πιστοποιήσεων υπάκουαν σε αυτή την ανάγκη της έκτακτης στελέχωσης, με αποτέλεσμα να παραβλέπονται συστηματικά βασικές αρχές στην ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού, όπως πχ. ότι δεν αρκεί ένα 6μηνιαίο πρόγραμμα ειδικής εκπαίδευσης (με “χαλαρή” παρακολούθηση και αξιολόγηση) για την απόκτηση μιας τόσο κρίσιμης πιστοποίησης ή ότι δεν είναι λογικό να αναλαμβάνει κανείς καθήκοντα στο πιο απαιτητικό σημείο του δικτύου μόλις 30 ημέρες μετά από την ολοκλήρωση της εκπαίδευσής του.

Τέλος, είναι γνωστό ότι οι μορφές έκτακτης στελέχωσης στη χώρα μας συνδέονται συνήθως με την παρείσφρυση των ανθεκτικών πρακτικών του πελατειασμού και της κομματοκρατίας. Δεν θα κάνουμε ειδική αναφορά στην απουσία αξιοκρατικής στελέχωσης όσον αφορά τη διοικητική ηγεσία των φορέων του σιδηροδρόμου. Αρκεί μια ματιά στο διοικητικό συμβούλιο του ΟΣΕ, της ΕΡΓΟΣΕ και της ΓΑΙΑΟΣΕ για να αντιληφθεί κανείς την επιστροφή στις ευνοιοκρατικές πρακτικές του κομματισμού και της ημετεροκρατίας, τη στιγμή μάλιστα που έχουν «παγώσει» οι υπηρεσιακές κρίσεις και οι προϊστάμενοι των μονάδων τοποθετούνται με “απευθείας ανάθεση”, χωρίς καμία πρόσθετη αξιολογική διαδικασία.

 

  1. Αδιαφάνεια, αστοχίες και διαπλοκή στη διαχείριση των έργων

Το πέμπτο “θανάσιμο αμάρτημα” έγκειται στο καταστροφικό μείγμα αδιαφάνειας και αναποτελεσματικότητας σε όλα τα στάδια διαχείρισης των συμβάσεων των σιδηροδρομικών έργων (δημοπράτηση, υλοποίηση, αναθεώρηση), σε συνδυασμό με την αποτυχία των προληπτικών και των κατασταλτικών ελέγχων να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της κακοδιαχείρισης (καθυστερήσεις, υπερβάσεις, συνεχείς παρατάσεις).

Η ολοκλήρωση των σιδηροδρομικών έργων στη χώρα μας εξελίσσεται εδώ και 20 χρόνια περίπου σε μια δυσάρεστη υπόθεση αλλεπάλληλων διαγωνισμών ανάθεσης που είτε ανατρέπονται υπό το φως των νέων δεδομένων είτε παραμένουν μετέωροι λόγω μεταβολής των συνθηκών. Πρόκειται για ένα πεδίο όπου α) μαίνονται οι ανταγωνισμοί συμφερόντων εν όψει της διεκδίκησης περιζήτητων συμβάσεων συντήρησης αλλά και οι ενδοεταιρικές διενέξεις για την κατανομή των μεγάλων ωφελημάτων και β)  οι αναθεωρήσεις του αρχικού συμβατικού αντικειμένου, οι σημαντικές υπερβάσεις σε κόστος και χρονοδιάγραμμα  και οι συνεχείς παρατάσεις στα παραδοτέα αποτελούν τον κανόνα και όχι την εξαίρεση.

Κατά γενική εκτίμηση, η βασική συνθήκη της κακοδαιμονίας είναι οι κατατμήσεις των έργων και των συμβατικών αντικειμένων (απόρροια είτε κακού σχεδιασμού είτε διαπλοκής), που παράγουν το μεγάλο έλλειμμα συντονισμού αφενός μεταξύ ΟΣΕ και ΕΡΓΟΣΕ και αφετέρου μεταξύ των εσωτερικών μονάδων της τελευταίας. Το έλλειμμα αυτό εκδηλώνεται κυρίως με τις μελετητικές αστοχίες και τις ελλιπείς προδιαγραφές των έργων σε πρώτο στάδιο, καθώς και με τον κακό χρονικό προγραμματισμό της υλοποίησης των συμβάσεων, ο οποίος, σε συνδυασμό με την “περιορισμένη πληροφόρηση” (Πόρισμα ΕΑΔ 2021) για την κατάσταση του δικτύου, προκαλεί προβλήματα διαλειτουργικότητας των υποδομών και υπέρμετρες καθυστερήσεις για την ανάταξή τους.

Πέρα, όμως, από τα δομικά προβλήματα του κατακερματισμού των αρμοδιοτήτων και της σύγχυσης, μεταξύ ΟΣΕ και ΕΡΓΟΣΕ, των ρόλων του σχεδιασμού και της υλοποίησης στην κατασκευή των έργων, αξίζει να αναρωτηθούμε για τους λόγους που δεν λειτούργησαν ευεργετικά οι έλεγχοι, προληπτικοί και κατασταλτικοί, των εξωτερικών ελεγκτικών σωμάτων προκειμένου να διευθετηθούν οι αμφισβητήσεις και να αποφευχθούν οι καθυστερήσεις.

Κατ’ αρχάς, είναι γεγονός ότι οι έλεγχοι νομιμότητας από την πλευρά της δικαιοσύνης, αντί να συμβάλλουν στην εμπέδωση συνθηκών διαφάνειας και καλόπιστης στάσης των αναδόχων, συνέτειναν αντιθέτως στην έξαρση του πολέμου των συμφερόντων, που εξελίχθηκε σε “πόλεμο προσφυγών”. Οι μεγάλες μάλιστα καθυστερήσεις στη δικαστική επίλυση των υποθέσεων αξιοποιήθηκαν από τις εταιρείες ως διαπραγματευτικό ατού για την ενίσχυση της θέσης τους και την αποδοχή των απαιτήσεών τους, οι οποίες συνηθέστερα μεταφράζονταν σε υπέρβαση στο κόστος και το χρονοδιάγραμμα παράδοσης.

Ούτε όμως η Αστυνομία μπόρεσε να αποτρέψει την επαναλαμβανόμενη λεηλασία του δικτύου από τις γνωστές “συμμορίες του σκραπ”, με τις γνωστές διασυνδέσεις στο εσωτερικό του ΟΣΕ, με αποτέλεσμα την αδυναμία σύνδεσης παλαιών και νέων εργολαβιών και τις συχνές επαναπροκηρύξεις των έργων με νέες προδιαγραφές.

Εξίσου αναποτελεσματικές ήταν και οι παρεμβάσεις των αρχών οικονομικού ελέγχου, όπως η ΕΔΕΛ, η οποία στην περίπτωση της διαβόητης σύμβασης 717 με αντικείμενο την ανάταξη της σηματοδότησης άργησε να συντονιστεί με την αναθέτουσα αρχή για την από μέρους της τήρηση των όρων νομιμότητας, γεγονός που αποτέλεσε, άλλοτε προσσχηματυικά άλλοτε όχι, πηγή σημαντικών καθυστερήσεων. Γενικότερα, πάντως, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι κανόνες και οι διαδικασίες που έχουν θεσπιστεί χάριν της διαφάνειας και της χρηστής διαχείρισης “εργαλειοποιούνται” και αυτοί από τα πολλαπλά ιδιοτελή συμφέροντα, που τους αξιοποιούν επιλεκτικά σε ένα πολυσύνθετο πλαίσιο διαπραγμάτευσης ωφελημάτων.

Ούτε, όμως, το υπερπληθωρικό πλέγμα των Ανεξάρτητων Αρχών (ΕΑΔΗΣΥ, ΕΑΠΠ), που δραστηριοποιούνται στον τομέα του συμβατικού ελέγχου, ούτε καν οι Διαχειριστικές Αρχές των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων, κατόρθωσαν να ενεργοποιηθούν αποτελεσματικά για να προτείνουν ένα βιώσιμο σχέδιο απεμπλοκής των συμβάσεων, το οποίο θα απέτρεπε την εσκεμμένη διάλυση των εταιρικών σχημάτων και θα επέτρεπε τη συντονισμένη υλοποίησή τους.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον αποτυχίας των εσωτερικών και εξωτερικών ελεγκτικών μηχανισμών, καταφανούς αδυναμίας συντονισμού των φορέων του σιδηροδρόμου, έξαρσης των ατεκμηρίωτων αυτοσχεδιασμών και όξυνσης των επιχειρηματικών συγκρούσεων, το πρώτο θύμα ήταν η διαφάνεια στη διαχείριση των έργων προς όφελος της διαπλοκής μεταξύ αναδόχων, Δημοσίου και σιδηροδρομικών επιχειρήσεων.

Ας μη λησμονούμε ότι ο βασικός λόγος που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρέπεμψε στα μέσα Φεβρουαρίου τη χώρα μας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ήταν η μη συμμόρφωσή της με τους κανόνες που διασφαλίζουν τη διαφάνεια των δαπανών για τη βελτίωση των υποδομών και την κατάρτιση συγκεκριμένης στοχοθεσίας για την πραγματοποίηση των έργων. Η δέσμευση για την τήρηση των κανόνων αυτών έπρεπε να αποτυπώνεται σε μία ειδική συμφωνία της αρμόδιας Εθνικής Αρχής Ασφαλείας (ΡΑΣ) με τον διαχειριστή της υποδομής (ΟΣΕ), στην οποία θα καταγράφονταν λεπτομερώς οι υποχρεώσεις του κάθε μέρους για την τήρηση των προδιαγραφών ασφαλείας του “ενιαίου σιδηροδρομικού χώρου”. Καθώς, όμως, έπρεπε να αναφέρεται στη συμφωνία και η λειτουργία των ολοκληρωμένων συστημάτων ασφαλείας (ETCS), τα οποία καρκινοβατούσαν και δύσκολα μπορούσαν να ενταχθούν σε ένα επίσημο κείμενο, το ελληνικό κράτος πλήρωσε με μια ακόμη παραπομπή τις σχεδιαστικές ανεπάρκειες και την αδιαφανή λειτουργία του.

Η έλλειψη διαφάνειας αποδεικνύεται και από τη “μειωμένη ευαισθησία” των Αρχών του σιδηροδρόμου στα διαδοχικά “σήματα κινδύνου” και την πληθώρα των εξωτερικών αντιδράσεων για θέματα προβληματικής διαχείρισης, στοιχείο που χαρακτηρίζει τα “μη περατά” και “κλειστά” συστήματα διοίκησης και διαχείρισης ωφελημάτων. Έτσι, ούτε τα πολλαπλά “επεισόδια” με επιβάτες ούτε η συχνότητα των μικρότερης εμβέλειας “ατυχημάτων” ούτε τα εξώδικα των εργαζομένων για μη τήρηση των κανόνων ασφαλείας ούτε η ερευνητική δημοσιογραφία (από το 2020 έρευνα του MIIR για την υψηλή επικινδυνότητα των συστημάτων ασφαλείας) ούτε  η “πανηγυρική” παραίτηση μελών διοίκησης της ΕΡΓΟΣΕ με συγκεκριμένες καταγγελίες για φαινόμενα κακοδιαχείρισης των συμβάσεων (μη τήρηση φυσικού αντικειμένου, αναίτια αποξήλωση υφιστάμενων συστημάτων, μη τήρηση προδιαγραφών ασφαλείας, υπέρβαση χρονοδιαγραμμάτων) ούτε καν οι επίσημες διαδικασίες κοινοβουλευτικού ελέγχου με τις απανωτές ερωτήσεις για τα ίδια θέματα  στάθηκε ικανή να προκαλέσει τις αναγκαίες διορθώσεις, με αποτέλεσμα η διαβόητη σύμβαση 717 να παρουσιάζει μέχρι σήμερα 7 παρατάσεις και υπερτριπλασιασμό του συμβατικού χρόνου παράδοσης.

Τα θέματα αυτά επαναφέρουν στο προσκήνιο τις “επικίνδυνες σχέσεις” του αμαρτωλού τριγώνου ΟΣΕ – ΕΡΓΟΣΕ – Ανάδοχοι, οι οποίες επηρέαζαν με έναν “δυναμικό” τρόπο τις προσωρινές και τις οριστικές παραλαβές των έργων, όπως και τις τελικές “διοικητικές παραλαβές” εκ μέρους του διαχειριστή της υποδομής, προκαλώντας πολλά ερωτηματικά για την αποικιοποίηση του σιδηροδρομικού χώρου από τα ανταγωνιστικά ιδιωτικά συμφέροντα.

Ενώ, όμως, τα θέματα της ασφάλειας αναδεικνύονταν από όλες τις πλευρές, είναι απορίας άξιο γιατί οι φορείς σχεδιασμού και υλοποίησης των έργων δεν προέβαλαν εμφατικά τον επείγοντα χαρακτήρα της ολοκλήρωσής τους, αλλά εγκλωβίστηκαν σε ατέρμονες διαπραγματεύσεις υπό την απειλή δικαστικών προσφυγών και νέων καθυστερήσεων. Δεν εντοπίζονται, άραγε, στο ισχύον κανονιστικό πλαίσιο, άραγε, έκτακτες λύσεις “express” διαδικασιών που αντιμετωπίζουν τη δυστοκία ολοκλήρωσης των έργων όταν υπάρχουν θέματα ασφαλείας ή έστω άλλα μέσα πίεσης στους αναδόχους για να ολοκληρώσουν το έργο τους; Ή μήπως υπάρχουν (όπως πχ. η κίνηση της διαδικασίας έκπτωσης για παραβίαση συμβατικών όρων ή η επιβολή υψηλών προστίμων) αλλά σπανίως ενεργοποιούνται λόγω της ασθενούς διαπραγματευτικής θέσης του Δημοσίου έναντι των εργολάβων; Μήπως η “ανοχή” και η “επιείκεια” έναντι της καταχρηστικής συμπεριφοράς των αναδόχων ή ακόμη και οι αναίτιες “αδράνειες” στην έναρξη υλοποίησης των έργων (προκλητικές σε ορισμένες πρόσφατες “συμπληρωματικές συμβάσεις”)  φανερώνουν μια βαθύτερη σχέση εξάρτησης, εάν όχι “ομηρίας”, μεταξύ παραγόντων του Δημοσίου και κέντρων ιδιωτικής ισχύος;

Αυτή η αναρώτηση καθιστά περισσότερο επίκαιρες από ποτέ τις προτάσεις του Συλλόγου Ελλήνων Συγκοινωνιολόγων που επιμένουν αφενός στη δημιουργία ενός σαφούς “Εθνικού Κανονιστικού Πλαισίου Τεχνικών” που θα διευκολύνει το έργο των ελεγκτικών υπηρεσιών και θα καθοδηγεί πλήρως τη μελετητική και κατασκευαστική δραστηριότητα και αφετέρου στην κατάρτιση ενός νέου “Εθνικού Πλαισίου Δημοπράτησης” που θα συμβάλλει στην εξοικονόμηση μελετητικού χρόνου, τον περιορισμό των αυθαίρετων εκτιμήσεων και την εξασφάλιση “αυτόματων επικαιροποιήσεων”, εξορθολογίζοντας σημαντικά τις συνθήκες δημοπράτησης και ολοκλήρωσης των έργων.

 

  1. Έλλειψη ιεράρχησης και κακή χρήση των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων

Το “7ο αμάρτημα” αφορά τον προγραμματισμού του Δημοσίου για την αξιοποίηση των χρηματοδοτήσεων της ΕΕ που αφορούν την υλοποίηση των σιδηροδρομικών έργων.‘Όπως έχει ήδη επισημανθεί, ο λειτουργικός κατατεμαχισμός του σιδηροδρόμου έχει επηρεάσει αρνητικά τον ενιαίο προγραμματισμό των δράσεων και τη διαμόρφωση μιας ιεραρχημένης εθνικής στρατηγικής για την αξιοποίηση και την κατανομή των πόρων της ΕΕ.

Το γεγονός ότι την τελευταία 20ετία έχουν εισρεύσει στη χώρα μας περί τα 3 δισ. κοινοτικών χρηματοδοτήσεων για τον σιδηρόδρομο, χωρίς όμως η επένδυση αυτή να αξιολογείται ως αποδοτική ή να έχει επιφέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα, θέτει το μείζον ζήτημα του ορθολογικού σχεδιασμού των πολιτικών αξιοποίησης αυτών των πόρων. Παράλληλα,  καθίσταται απολύτως επίκαιρη η αναζήτηση και θέσπιση των κατάλληλων θεσμών ενός σύγχρονου “Αναπτυξιακού Κράτους” που θα είναι σε θέση να ιεραρχούν τις δημόσιες επενδύσεις ανά πεδίο και αντικείμενο και να συντονίζουν αποτελεσματικά την υλοποίησή τους. Το πιο σοβαρό ζήτημα αφορά τον τρόπο διάθεσης των πόρων σε ένα προκαθορισμένο πλαίσιο σαφών εθνικών προτεραιοτήτων. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, θα φάνταζε παράδοξο έως εξωφρενικό να προκηρύσσονται νέα έργα βελτίωσης ή επέκτασης των υποδομών μακροπρόθεσμης προτεραιότητας, όταν παραμένουν ανενεργά ή ημιτελή τα σύγχρονα συστήματα διαχείρισης της κυκλοφορίας και ανάθμισης του επιπέδου ασφάλειας των μεταφορών.

Το γεγονός ότι οι σιδηροδρομικές μεταφορές ρυθμίζονται κατά βάση με εθνικές και όχι με ευρωπαϊκές στρατηγικές, έχει επιτείνει τα φαινόμενα της έλλειψης σοβαρού προγραμματισμού και της έξαρσης του αυτοσχεδιασμού, ενίοτε έκδηλα πελατειακού, των εκάστοτε κυβερνώντων. Εξίσου προβληματικό και παράδοξο είναι και το ότι η ΕΕ, παρότι διαθέτει υπέρογκα ποσά για τις ελληνικές σιδηροδρομικές μεταφορές, δεν επιχειρεί να καλύψει, με έναν άτυπο έστω τρόπο, αυτό το έλλειμμα προγραμματισμού, προκειμένου να εξασφαλίσει την πραγματική απόδοση των δημοσίων επενδύσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι εμφανίζεται ιδιαίτερα διστακτική και ανεκτική τόσο απέναντι στις καθυστερήσεις υλοποίησης των συγχρηματοδοτούμενων έργων όσο και ως προς την τήρηση των προϋποθέσεων της Οδηγίας για τον Ενιαίο Σιδηροδρομικό Χώρο, εξαντλώντας την αυστηρότητά της σε ορισμένες απολύτως οριακές περιπτώσεις, όπως η μακρόχρονη άρνηση της χώρας μας να συμμορφωθεί με συγκεκριμένες τυπικές προϋποθέσεις της ισχύουσας ενωσιακής νομοθεσίας (σύναψη συμφωνίας Δημοσίου – ΟΣΕ).

Η στάση αυτή της ΕΕ σηματοδοτεί μία αντίφαση, καθώς από τη μία οι ενωσιακοί θεσμοί παρέχουν αφειδώς κονδύλια για υποδομές, ενώ από την άλλη στέκουν περίπου αδιάφοροι στην  μη ορθολογική αξιοποίηση αυτών των πόρων, είτε πρόκειται για το αναχρονιστικό μοντέλο διοίκησης ή για την πλήρη αποψίλωση του έμψυχου δυναμικού του ΟΣΕ που συντελέστηκε στα χρόνια των Μνημονίων με τις δικές τους οδηγίες και ευλογίες. Καθώς, όμως, η ΕΕ δεν δείχνει καμία διάθεση να καλύψει ή να αναδείξει τα ρυθμιστικά και ελεγκτικά κενά του ελληνικού συστήματος, η ευθύνη της ολοκληρωμένης προσέγγισης των σιδηροδρομικών μεταφορών ανήκει εξ ολοκλήρου στο εθνικό επίπεδο και τους θεσμούς του στρατηγικού σχεδιασμού ενός σύγχρονου Αναπτυξιακού Κράτους.

Τέλος, δεν είναι λίγοι όσοι υποστηρίζουν ότι στα Τέμπη δέχθηκε ισχυρό πλήγμα, μεταξύ άλλων, και η εικόνα της σύγχρονης “ψηφιακής Ελλάδας”. Η αδυναμία εφαρμογής  ακόμη καιτετριμμένων ψηφιακών συστημάτων για την ασφάλεια των πολιτών επαναφέρει έτσι στο προσκήνιο το ζήτημα της ουσιαστικής ιεράρχησης των δράσεων ψηφιακού εκσυγχρονισμού. Καθώς μάλιστα τα προγράμματα ψηφιοποίησης για την ενίσχυση της ασφάλειας είναι ιδιαίτερα δαπανηρά εν σχέσει με άλλες απλούστερες παρεμβάσεις βελτίωσης της καθημερινότητας των πολιτών, γεννάται εκ νέου το ζήτημα πώς τίθενται οι ψηφιακές προτεραιότητες σε μία χώρα ενόψει και της αβεβαιότητας για τον βαθμό αποδοτικότητας των εν λόγω ψηφιακών εφαρμογών.

Στην έκθεση της Strategy & PwC (2022) επισημαίνεται ότι η “ψηφιοποίηση των σιδηροδρόμων γίνεται με πρωτοβουλία του παρόχου υποδομής, που συνήθως είναι ευθυγραμμισμένος -σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό- με την εθνική κυβέρνηση”. Μπορεί, όμως, αυτό να συμβεί σε μία χώρα σαν τη δική μας όπου πάροχος και Δημόσιο βρίσκονται ήδη σε δικαστική διαμάχη για την επίλυση των διαφορών τους, ενώ σύσσωμη η αντιπολίτευση ασκεί έντονη κριτική στην κυβέρνηση για “συμπαιγνία” με τον ανάδοχο λόγω της μη τήρησης των υποχρεώσεών του να προβεί σε συγκεκριμένου ύψους επενδύσεις στην υποδομή;

Από πολλές πλευρές υποστηρίζεται ότι οι αντικρουόμενες προτεραιότητες των εμπλεκομένων φορέων μπορούν να διευθετηθούν μόνο στο πλαίσιο ενός “ολοκληρωμένου σιδηροδρομικού συστήματος” με ενιαίο κεντρικό σχεδιασμό, κατά το πρότυπο της Ελβετίας, όπου οι κρατικοί “Ελβετικοί Ομοσπονδιακοί Σιδηρόδρομοι” ασκούν δημόσιο έλεγχο συγχρόνως στη σιδηροδρομική υποδομή, το τροχαίο υλικό και τη διαχείριση της κυκλοφορίας.

Επιστρέφουμε λοιπόν στην αρχική μας διαπίστωση: Σε ένα διασπασμένο σύστημα με ιδιωτικοποιημένες υπηρεσίες μεταφορικού έργου, τον ρόλο του “ολοκληρωτή” μπορούν να αναλάβουν μόνο οι κεντρικοί θεσμοί ενός Κράτους – Στρατηγείου που θα χαράσσουν την εθνική στρατηγική για τις επενδύσεις στον σιδηρόδρομο, θα προβαίνουν στην ιεράρχηση των χρηματοδοτήσεων, θα επεξεργάζονται τη συνολική στοχοθεσία για τον σιδηρόδρομο και θα εγγυώνται την ανταγωνιστική του παρουσία έναντι των άλλων μορφών μεταφορών.

Με ένα τέτοιο μοντέλο διοίκησης, μπορεί να μην πετύχουμε πότε τις κατά κεφαλήν δαπάνες των εξαιρετικά επιτυχημένων ελβετικών σιδηροδρόμων, θα έχουμε όμως ένα προγραμματισμένο, ορθολογικό και διαφανές σύστημα σιδηροδρομικών μεταφορών που θα εξασφαλίζει τα στοιχειώδη στους πολίτες και δεν θα καταλύει την εμπιστοσύνη τους στο πιο οικολογικό, άνετο και φιλικό προς αυτούς μέσο μεταφοράς.

Γιώργος Χ. Σωτηρέλης: Κοσμικό κράτος, θρησκευτική ελευθερία και εκπαίδευση στην προκρούστεια κλίνη της «επικρατούσας θρησκείας». Βιβλία και αρθρα για τις σχέσεις κράτους-εκκλησίας και την θρησκευτική εκπαίδευση. (Ηλεκτρονική επανέκδοση ελεύθερης πρόσβασης)

>>    Ηλεκτρονική επανέκδοση ελεύθερης πρόσβασης


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

 Α. Η ιδέα της επανέκδοσης των κειμένων μου για τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας, την θρησκευτική ελευθερία και την θρησκευτική εκπαίδευση με απασχολούσε εδώ και πολύ καιρό, δεδομένου ότι τα θέματα αυτά, τα οποία αποτελούν κριτήριο για το εύρος και την ποιότητα μιας ανοιχτής και δημοκρατικής κοινωνίας, όχι μόνον εξακολουθούν, ως μη ώφειλε, να απασχολούν έντονα την κοινωνικοπολιτική μας πραγματικότητα αλλά και παρουσιάζουν, δυστυχώς, συνεχείς οπισθοδρομήσεις, καθώς σε όλους τους  θεσμούς και μηχανισμούς της νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας παρατηρούνται ισχυρές επιβιώσεις της λογικής του «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», δηλαδή της χειρότερης κληρονομιάς του μετεμφυλιακού κράτος και της χούντας…

Η αρχική μου σκέψη ήταν να επανεκδώσω χωριστά το πρώτο χρονικά (1993) σχετικό έργο μου -δηλαδή την προ πολλού εξαντληθείσα μονογραφία «Θρησκεία και Εκπαίδευση κατά το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση. Από τον κατηχητισμό στην πολυφωνία»- και στην συνέχεια, σε ένα κοινό τόμο, τα υπόλοιπα (άρθρα και συμβολές σε συλλογικούς τόμους). Με πρόλαβε όμως η πρόταση του καλού φίλου και συναδέλφου Ξενοφώντα Κοντιάδη, προέδρου του Ιδρύματος Τσάτσου, να επανεκδώσω το σύνολο των σχετικών κειμένων μου -του βιβλίου συμπεριλαμβανομένου- σε έναν ενιαίο ηλεκτρονικό τόμο ελεύθερης πρόσβασης, στην σειρά που εγκαινίασε το Ίδρυμα Τσάτσου, μετά την επιτυχή έκδοση του ηλεκτρονικού περιοδικού ελεύθερης πρόσβασης e-Πολιτεία. Με κύριο δέλεαρ λοιπόν την ελεύθερη πρόσβαση φοιτητών, συναδέλφων, εν γένει νομικών και εκπαιδευτικών αλλά και κάθε ενδιαφερομένου στα εν λόγω έργα μου, αποφάσισα τελικά μία κοινή επανέκδοση, με τίτλο: «Κοσμικό Κράτος, θρησκευτική ελευθερία και εκπαίδευση στην προκρούστεια κλίνη της “επικρατούσας θρησκείας”», που εντάσσεται στην φιλόξενη σειρά του Ιδρύματος.

Β. Είναι προφανές ότι στο Σύνταγμα του 1975 παρατηρήθηκε μια ισχυρή τάση θρησκευτικού αποχρωματισμού του κράτους, προς την κατεύθυνση της «κοσμικότητας». Δυστυχώς όμως, παρά τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της χούντας με την επίσημη Εκκλησία, δεν αποτολμήθηκε, όπως στην Ισπανία και την Πορτογαλία εκείνη την εποχή, η οριστική τομή του χωρισμού Κράτους-Εκκλησίας, ο οποίος, στην ήπια εκδοχή του, κυριαρχεί σε όλα τα δημοκρατικά προηγμένα κράτη της Ευρώπης. Έτσι, παρά το ότι το Σύνταγμά μας περιέλαβε αρκετές διατάξεις για την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας και της θρησκευτικής ισότητας (άρθρο 13 και 14 παρ. 3), εμφιλοχώρησαν τελικά και κάποιες αμφίσημες διατάξεις, όπως οι σχετικές με την «επικρατούσα θρησκεία» (άρθρο 3 παρ. 1), τον «προσηλυτισμό» (άρθρο 13 παρ.2), τον θρησκευτικό όρκο (13 παρ. 5), την «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» (άρθρο 16 παρ. 2) και τον όρκο των πολιτικών προσώπων (άρθρα 33 και 59). Στην συζήτηση βέβαια για το Σύνταγμα του 1975 οι τότε εκπρόσωποι της κυβέρνησης διερρήγνυαν τα ιμάτιά τους ότι οι διατάξεις αυτές είχαν απλώς συμβολικό χαρακτήρα και δεν αναιρούσαν την αυτονόητη, για μια Δημοκρατία, θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους (διαβεβαίωναν πχ ότι «επικρατούσα» σημαίνει απλώς -και διαπιστωτικά- την θρησκεία των περισσοτέρων, και ότι η «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» δεν ταυτίζεται με την θρησκευτική εκπαίδευση βάσει των «ελληνοχριστιανικών ιδεωδών», του Συντάγματος του 1952). Ωστόσο, στην συνέχεια, οι δυνάμεις του «βαθέος κράτους», επέβαλαν σταδιακά μια αποκλίνουσα ανάγνωση του Συντάγματος, με στοιχεία οιονεί θεοκρατικά και σε κάθε περίπτωση αντίθετα τόσο με την λογική του κοσμικού  κράτους όσσο και με την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας. Η ερμηνευτική αυτή αλλοίωση του Συντάγματος «επικυρώθηκε» δυστυχώς σε μεγάλο βαθμό από τα εθνικά δικαστήρια, τα οποία κινήθηκαν σε μια κατεύθυνση κλιμακούμενη μεταξύ «θρησκευτικού πατριωτισμού» και «εθνολαϊκισμού», εντελώς αντίθετη με τα ευρωπαϊκά θεσμικά και νομολογιακά δεδομένα. Έπρεπε να υπάρξει σωρεία καταδικαστικών αποφάσεων από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) για να συμμορφωθεί η ελληνική πολιτεία σε ζητήματα προσηλυτισμού, ίδρυσης μη ορθόδοξων ναών και αντιρρησιών συνείδησης. Ουσιαστικά, τα μόνα ζητήματα στα οποία η δικαστική εξουσία (και συγκεκριμένα το Συμβούλιο Επικρατείας) έδειξε κάποια τόλμη, ήταν η αποδοχή αθέων στις θεολογικές σχολές και η αναγνώριση της συνταγματικότητας της αφαίρεσης του θρησκεύματος από τις ταυτότητες. Σε όλα τα άλλα η δικαστική εξουσία είχε μια στάση εξαιρετικά διστακτική και προδήλως οπισθοδρομική. Κατά κανόνα η θέση της ταυτίσθηκε με τα κελεύσματα της επίσημης Εκκλησίας και των κρατικών λειτουργών που τα μεταφέρουν και τα διερμηνεύουν στο πεδίο της εκτελεστικής εξουσίας. Ακόμη όμως και όταν διαφοροποιήθηκε, το έκανε απρόθυμα, «σύρθηκε» θα λέγαμε, μετά από ευρωπαϊκές πιέσεις και καταδικαστικές αποφάσεις, αποδεικνύοντας αυτό που και από άλλες άτολμες αποφάσεις της έχει γίνει φανερό: ότι ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στην χώρα μας πάσχει πολλαπλά λόγω της έλλειψης ενός κανονικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο να μην διστάζει να συγκρουσθεί, όταν χρειασθεί, με τις παρεκτροπές της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας (παρεκτροπές, μάλιστα, οι οποίες στην χώρα μας έχουν και έντονα μικροκομματικό και πελατειακό χαρακτήρα).

Φυσικά τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά αν οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου είχαν συμφωνήσει σε μια προσεκτική συνταγματική αναθεώρηση των κρίσιμων διατάξεων, ώστε να αφαιρεθούν και τα τελευταία προσχήματα από όλα εκείνα τα θεσμικά όργανα που υπονομεύουν το κοσμικό κράτος και προσπαθούν να συρρικνώσουν την θρησκευτική ελευθερία στα στενά όρια της απλής ανοχής των αποκλινουσών από την «επικρατούσα θρησκεία» απόψεων…

Την πλέον σθεναρή άρνηση στο σημείο αυτό (αλλά και γενικότερα ως προς τις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας) έχει προβάλει -διαψεύδοντας τις «φιλελεύθερες» διακηρύξεις της- η ΝΔ. Η στάση της απέναντι στην επίσημη Εκκλησία υπήρξε σε όλα τα ζητήματα ψοφοδεής και υποτακτική, τόσο με «ελληνοχριστιανικά» όσο και και πελατειακά κριτήρια. Και το ΠΑΣΟΚ όμως τελικά δεν αποτόλμησε, στην αναθεώρηση του 2001, να κάνει μια γενναία συνταγματική τομή -παρότι ο συσχετισμός ήταν ευνοϊκός- για να εξαναγκασθεί τελικά να δώσει την μάχη των ταυτοτήτων υπό σαφώς δυσμενέστερους όρους.  Όσο δε για τον ΣΥΡΙΖΑ, αφού έκανε κάποιες προσπάθειες προς την σωστή κατεύθυνση σε επί μέρους ζητήματα -στην λογική πάντως του «δύο βήματα μπρος και ένα πίσω…»- εν τέλει αρκέσθηκε στο να καταθέσει κάποιες ορθές (και μετριοπαθείς) προτάσεις στην αναθεώρηση του 2019, όπου όμως ο συσχετισμός ήταν αρνητικός, λόγω των δεδομένων αντιδράσεων της ΝΔ…

 Γ. Αυτή είναι λοιπόν, σε πολύ αδρές γραμμές, η εικόνα της συνταγματικής πραγματικότητας με την οποία ασχολούνται -άλλοτε με αυστηρά επιστημονική και άλλοτε με ευρύτερα νομικοπολιτική προσέγγιση- τα κείμενα του παρόντος τόμου. Ειδικότερα:

Το πρώτο κείμενο (Ι) είναι επανέκδοση του βιβλίου η επιστημονική μονογραφία  «Θρησκεία και Εκπαίδευση κατά το Σϋνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση. Από τον κατηχητισμό στην πολυφωνία» (πρώτη και δεύτερη έκδοση 1993, τρίτη έκδοση 1998). Είναι αναμφίβολο ότι, πέρα από το ζήτημα της μη αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες με τον έντονο συμβολισμό του, το πλέον κρίσιμο σχετικό διακύβευμα, στις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας, είναι το περιεχόμενο της θρησκευτικής εκπαίδευσης. Πρόκειται για ένα ζήτημα το οποίο στην χώρα μας έχει απασχολήσει έντονα την πολιτική ζωή, την κοινή γνώμη και τα δικαστήρια, καθώς αποτελεί το σημαντικότερο και κομβικότερο κριτήριο για την πραγματική αξιολόγηση του θρησκευτικού αποχρωματισμύ του κράτους. Αυτός ήταν και ο λόγος που αποφάσισα να ασχοληθώ επιστημονικά, σε επίπεδο  μονογραφίας, με τις επί μέρους εκφάνσεις αυτού του ζητήματος. Επιχείρησα συγκεκριμένα, μετά από μια σύντομη περιδιάβαση στις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας στην Ελλάδα, να εμβαθύνω στο νόημα και στο περιεχόμενο της «επικρατούσας θρησκείας», να αναλύσω το μοντέλο του υποχρεωτικού κατηχητισμού, που εφαρμόζει -μόνη αυτή- η χώρα μας και να θεμελιώσω εν τέλει μια εναλλακτική ερμηνευτική προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία η δημόσια εκπαίδευση δεν νοείται να αντιμετωπίζει την «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» υπό το πρίσμα της «επικρατούσας θρησκείας», εκλαμβάνοντάς την σαν θρησκεία που «πρέπει να επικρατεί» μονοφωνικά, κατηχητικά και υποχρεωτικά. Αντίθετα οφείλει, με βάση τόσο το Σύνταγμα όσο και την ΕΣΔΑ να εκκινεί από την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 Σ) και την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης (άρθρο 13 παρ.1 Σ), που προϋποθέτουν, κατά το ΕΔΔΑ, την «απαγόρευση της δογματικής της χειραγώγησης» και την οργάνωση του σχετικού μαθήματος με «κριτικό, αντικειμενικό και πλουραλιστικό τρόπο». Προς την κατεύθυνση αυτήν πρότεινα σαν προτιμότερο -μετά από ενδελεχή συγκριτική έρευνα- το θρησκειολογικό μοντέλο, που ακολουθούν αρκετές χώρες με παρεμφερή με την χώρα μας θρησκευτικά δεδομένα (ιδίως η Αγγλία και σχεδόν όλες οι χώρες της σκανδιναβικής χερσονήσου). Κεντρική  επιλογή αυτού του μοντέλου είναι ένα ουδέτερο ενημερωτικό μάθημα, με παρουσίαση των εν γένει  κοσμοθεωρητικών αναζητήσεων, με εμβάθυνση στο θρησκευτικό φαινόμενο και στις ποικίλες εκφάνσεις του αλλά και με την ποσοτική του διαβάθμιση, με βάση τις θρησκευτικές συνθήκες κάθε χώρας (δηλαδή με έμφαση -αλλά χωρίς κατήχηση- στον χριστιανισμό και ειδικότερα στα δόγματα που επικρατούν στις εν λόγω ευρωπαϊκές χώρες). Σαν δεύτερη θεμιτή επιλογή πρότεινα το «προαιρετικό μοντέλο», που επικρατεί ιδίως στις καθολικές χώρες (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Αυστρία), όπου το μάθημα είναι μεν ομολογιακό (όχι κατηχητικό) αλλά με δυνατότητα απαλλαγής για όποιον μαθητή το επιθυμεί (ή γονέα, αν δεν υπάρχει στοιχειώδης ηλικιακή ωριμότητα).

Οι θέσεις αυτές έχουν και ένα ευρύτερο -και διεπιστημονικό- ενδιαφέρον, όπως φαίνεται από την βιβλιοκριτική της αγαπητής συναδέλφου Άννας Φραγκουδάκη, την οποία έκρινα εξ αυτού του λόγου σκόπιμο να συμπεριλάβω, ως δεύτερο κείμενο (ΙΙ) στον τόμο.

Ωστόσο ελάχιστα επηρέασαν την νομολογία του ΣτΕ, αρχής γενομένης από την απόφαση  3356/95, η οποία ασχολήθηκε άτολμα και εν πολλοίς συντηρητικά με σημαντικές πτυχές του θέματος, όπως σχολιάζω αναλυτικά στο τρίτο κείμενο του τόμου (ΙΙΙ).

Το τέταρτο κείμενο (IV) είναι κεφάλαιο της μονογραφίας μου «Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης», που εκδόθηκε το 2000 και επανεκδόθηκε, εμπλουτισμένο με νέα κείμενα, το 2022 (Παπαζήσης). Στο κεφάλαιο αυτό, που περιλήφθηκε και στον συλλογικό τόμο «Νομικά ζητήματα θρησκευτικής ετερότητας στην Ελλάδα» (εκδ. Κριτική, 1999) πραγματεύομαι το ζήτημα του χωρισμού Κράτους- Εκκλησίας, με επίκεντρο την σχετική, συζήτηση, που έγινε εν όψει της αναθεώρησης του 2001. Η συζήτηση αυτή, η οποία τελικά απέβη άγονη -παρά τις αρχικές προθέσεις του ΠΑΣΟΚ- παρουσιάζεται αναλυτικά και κριτικά, αφού έχει προηγηθεί μια συνολική περιδιάβαση των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας μετά την ψήφιση του Συντάγματος του 1975. Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται ιδίως στην ρηξικέλευθη στάση του μεγαλύτερου μέρους της συνταγματικής θεωρίας (με πρώτους διδάξαντες του Αριστόβουλο Μάνεση και Δημήτρη Τσάτσο), στην συντηρητική στάση της νομολογίας (με ελάχιστα φωτεινά διαλείμματα από το ΣτΕ) και στον ρόλο των πολιτικών δυνάμεων, που κλιμακώθηκε μεταξύ διστακτικότητας και υποτακτικότητας απέναντι στην επίσημη Εκκλησία.

Τελικά το ΠΑΣΟΚ πλήρωσε σε κάποιο βαθμό την ατολμία του με το ζήτημα των ταυτοτήτων, το οποίο ταλάνισε την χώρα μας για μεγάλο διάστημα, καθώς ο χαρισματικός επικοινωνιακά μακαριστός Χριστόδουλος, σαλπίζοντας το «όπισθεν ολοταχώς», προχώρησε σε μια συνολική «εθνολαϊκιστική» αντιπαράθεση με την ελληνική Πολιτεία. Η αναγραφή του θρησκεύματος σε ένα διοικητικό έγγραφο αναγορεύθηκε εντέχνως σε «ταυτοτικό» ζήτημα για το έθνος και ο τότε Αρχιεπίσκοπος αυτοπροβλήθηκε σαν ταγός του, καταγγέλλοντας σαν «γραικύλους» τόσο την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων όσο και αυτούς που αντέδρασαν, υπερασπιζόμενοι το κοσμικό κράτος και την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο γράφων, με την αρθρογραφία του στον Τύπο, από την οποία επελέγησαν τρία άρθρα που συναποτελούν την πέμπτη ενότητα (V).

 Ακολουθεί ένα κείμενο επίσης από τον Τύπο (VI) που συνοψίζει, με ευρύτερο νομικοπολιτικό προβληματισμό αλλά και με αναζήτηση κοινών τόπων για την ανάπτυξη ενός σχετικού εποικοδομητικού διαλόγου, την εισαγωγική μου εισήγηση σε μια πολύ ενδιαφέρουσα εκδήλωση που είχε διοργανώσει το  ΙΣΤΑΜΕ, με τίτλο «Θρησκεία και Πολιτική: Μια απόπειρα οριοθέτησης σχέσεων και ρόλων» (4.3.2009).

Το έβδομο κείμενο (VII), όπως και το δέκατο (Χ), επανέρχονται στο μάθημα των θρησκευτικών και αφορούν τον σχολιασμό το μεν πρώτο μιας ανεκδιήγητης, κατά την άποψή μου, απόφασης του «Ολομέλειας» του ΣτΕ (660/2018) το δε δεύτερο μιας πρόσφατης γνωμοδότησης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (2/2022). Από τις αρχές του νέου αιώνα και υπό την πίεση των Ανεξάρτητων Αρχών, που ευλόγως έθεσαν το ζήτημα της προαιρετικότητας  ως εγγύηση απέναντι στον κατηχητισμό, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο ανέλαβε πρωτοβουλίες για τον προσανατολισμό της θρησκευτικής εκπαίδευσης προς ένα μη κατηχητικό μάθημα, με ανοιχτόμυαλη προσέγγιση αλλά και με ιδιαίτερη (ποσοτική) έμφαση τόσο στο δόγμα όσο και στον ιστορικό και πολιτισμικό ρόλο της «επικρατούσας θρησκείας». Ωστόσο οι δυνάμεις της θεοκρατικής οπισθοδρόμησης όχι μόνον αντέδρασαν έντονα,  κραδαίνοντας μια νέα παραλλαγή του «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» αλλά και βρήκαν πρόθυμο αρωγό την επίσημη Εκκλησία, προς την οποία έκλινε τελικά υποτακτικά το γόνυ και το Συμβούλιο Επικρατείας. Ή μάλλον, για να ακριβολογούμε,  μια μεθοδευμένα συρρικνωμένη «Ολομέλειά» του, η οποία,   ούτε λίγο ούτε πολύ, αποφάνθηκε ότι η προπαγανδιστική επιβολή του δόγματος της «επικρατούσας θρησκείας» είναι συνταγματική επιταγή… Και ναι μεν προέβλεψε απαλλαγή για λόγους θρησκευτικής συνείδησης, πλην όμως, όταν η Αρχή θεώρησε αυτονόητο ότι η απαλλαγή (με εναλλακτικό μάθημα) αφορά και τους νηπιοβαπτισθέντες στο ορθόδοξο δόγμα μαθητές, προκλήθηκαν νέες «ελληνοχριστιανικές» αντιδράσεις, στις οποίες δυστυχώς έτεινε και πάλι ευήκοον ούς, με μια ψοφοδεή αλλά και πελατειακά ιδιοτελή στάση, η Υπουργός Παιδείας…

Το όγδοο κείμενο (VIIΙ) είναι ένας ευρύτερος προβληματισμός ως προς την ρατσιστική στάση του θρησκευτικού σκοταδισμού (το οποίο εν προκειμένω εκπροσωπούσε ο τ. Μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβρόσιος) απέναντι στην  σεξουαλική διαφορετικότητα, με αφορμή τον σχολιασμό της απόφασης 858/2020 του Αρείου Πάγου (και των ανάλογων προηγηθεισών αποφάσεων 47 και 49/2019 του Τριμελούς  Πλημμελειοδικείου Αγίου, που ανέτρεψαν την αρχική αθωωτική απόφαση 322/2018 του Μονομελούς Πλημελειοδικείου Αιγίου). Πρόκειται για μια παραδόξως ανοιχτόμυαλη νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων (με εξαίρεση την αρχική απόφαση), που αφήνει ελπίδες για μια σταδιακή αποστασιοποίηση από τις  «ελληνοχριστιανικές» παρωπίδες.

Το ένατο κείμενο (ΙΧ) είναι θα έλεγα το καταστάλαγμα των  επιστημονικών μου αναζητήσεων ως προς τις στρεβλώσεις και τις υστερήσεις της συνταγματικής μας πραγματικότητας, στο πεδίο της θρησκευτικής ελευθερίας και της εκπαίδευσης, λόγω της στενής αλληλεξάρτησης Κράτους – Εκκλησίας. Με αφορμή την (άγονη και πάλι) αναθεώρηση του 2019, επιχειρώ μια συνολική αποτίμηση της βαριάς κληρονομιάς της «επικρατούσας θρησκείας», αντιπαρατίθεμαι στον βολικό «κομφορμισμό» μέρους της συνταγματικής θεωρίας -που ωραιοποιεί άλλοτε ιδιοτελώς και άλλοτε αφελώς την πραγματικότητα- και διατυπώνω εν τέλει μια συνολική πρόταση για ριζική συνταγματική αναδιοργάνωση των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας. Στο επίκεντρο αυτής της πρότασης βρίσκεται ένας γενναίος αλλά και προσαρμοσμένος στις ελληνικές ιδιαιτερότητες χωρισμός, που θα είναι ευμενής μεν απέναντι στην επικρατούσα θρησκεία, υπό την έννοια της τιμής και του σεβασμού της ως στοιχείου της εθνικής και πολιτισμικής μας παράδοσης, αλλά παράλληλα θα εγγυάται τον πλήρη θρησκευτικό αποχρωματισμό του κράτους -με ιδιαίτερη έμφαση στην απαγόρευση του  υποχρεωτικού κατηχητισμού στην δημόσια εκπαίδευση- και  την ολοκληρωμένη προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας σε αμφότερες τις εκφάνσεις της (ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης και ελευθερία της λατρείας).

>>    Ηλεκτρονική επανέκδοση ελεύθερης πρόσβασης

 

 

 

Καταχώρηση: 08-03-2023     Κατηγορία: ΒΙΒΛΙΑ    

Δικαιοσύνη ως επιείκεια εντός του δικαίου και πέραν αυτού

Μιχάλης Σταθόπουλος, Επίτιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Ακαδημαϊκός

Ι. Η αφετηρία: Δύο χωριστές τάξεις δικαίου, το αυστηρό και το επιεικές δίκαιο *

 

  1. Αριστοτέλης και επιείκεια

Πατέρας της επιείκειας στο δίκαιο θεωρείται, και δικαίως, ο Αριστοτέλης. Βεβαίως είχαν προηγηθεί ορισμένες σύντομες, σποραδικές αναφορές στην επιείκεια, η σπουδαιότερη των οποίων είναι αυτή του σοφιστή Γοργία, ο οποίος ονομάζει το αυστηρό-γραπτό δίκαιο «αύθαδες» δίκαιο, χαρακτηριζόμενο από την «νόμου ακρίβειαν», προκρίνει δε αντ’ αυτού το «πράον-επιεικές», δηλαδή τη γεμάτη πραότητα επιείκεια, χαρακτηριζόμενη από «ορθότητα λόγων» (και όχι από «ακρίβειαν νόμου»)[1]. Αλλά ήταν ο Σταγειρίτης που ανέδειξε, με τη διδασκαλία του για την επιείκεια στα Ηθικά Νικομάχεια (συμπληρωματικά και στη «Ρητορική»), τη σημασία και την κατ’ αυτόν υπεροχή του επιεικούς δικαίου, σε αντιπαραβολή προς το «κατά νόμον δίκαιον». Διακρίνει δηλαδή δύο παράλληλες τάξεις δικαίου, εκ των οποίων η δεύτερη διορθώνει την πρώτη: «Το επιεικές δίκαιον μεν εστίν, ου το κατά νόμον δε, αλλ’ επανόρθωμα νομίμου δικαίου»[2]. Το ότι το επιεικές δίκαιον διορθώνει τον «γεγραμμένον νόμον» είναι ο λόγος για τον οποίο ο Αριστοτέλης δίνει το προβάδισμα στο επιεικές, με τη διάσημη φράση του «ταυτόν άρα δίκαιον κα ι επιεικές και αμφοίν σπουδαίοιν όντοιν κρείττον το επιεικές»[3]. Είναι αυτό που καλύπτει το «του γεγραμμένου νόμου έλλειμμα»[4]. Επεξηγεί δε ότι τούτο συμβαίνει, διότι ο νόμος περιέχει γενικούς κανόνες (ρυθμίζει το «καθόλου»), πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορεί να προβλέψει όλες τις περιπτώσεις εφαρμογής, ούτε βέβαια ατομικές περιπτώσεις. Γι’ αυτό, όπου υπάρχει έλλειμμα νόμου, λόγω της γενικότητάς του, το επανορθώνει η επιείκεια[5]. Δεν θα αρκούσε ούτε αιώνας για να απαριθμηθεί από τον νομοθέτη κάθε περίπτωση που έχει ανάγκη ρύθμισης, όπως προσέθετε στη Ρητορική[6].

Την αντιπαράθεση δύο τάξεων δικαίου, αυτήν του δικαίου του νόμου και αυτήν του δικαίου της επιείκειας, τονίζει ο Αριστοτέλης και όταν αναφέρεται στην απονομή του δικαίου από διαιτητές. Η διαιτησία ήταν γνωστή στην Αρχαία Ελλάδα και γενικά στην αρχαιότητα, όπως ήταν και είναι γνωστή σ’ όλον σχεδόν τον κόσμο. Σωστά παρατηρείται[7], ότι «το φυσικό δικαίωμα του ατόμου για καταφυγή σε διαιτησία είναι τόσο παλαιό όσο και οι ανθρώπινες κοινωνίες». Σήμερα θεμελιώνεται στην ελευθερία των συμβάσεων, στο μέτρο που υπάρχει εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της διαφοράς. Γράφει λοιπόν ο Σταγειρίτης,  ότι η επιείκεια επικρατεί, όταν απονέμεται το δίκαιο από διαιτητές και όχι από δικαστές, οι οποίοι εφαρμόζουν το δίκαιο του νόμου. Και συμπληρώνει ότι γι’ αυτό επινοήθηκε η διαιτησία, για να ισχύει το επιεικές[8].

Ας επιτραπεί εδώ μια μικρή παρέκβαση για τα «Ηθικά Νικομάχεια» του Αριοστοτέλη. Το έργο αυτό (έργο γραμμένο στο γνωστό γλωσσικό ύφος του Αριστοτέλη, ύφος ενός ρεαλιστή φιλοσόφου, σχεδόν θετικού επιστήμονα) περιέχει μερικές από τις σπουδαιότερες εμπνεύσεις του Σταγειρίτη, που έχουν ισχύ και σήμερα (κάτι που συμβαίνει λιγότερο με τον Πλάτωνα). Έτσι, εκτός από τη διδασκαλία για την επιείκεια και την ανύψωσή της σε «επανόρθωμα νομίμου δικαίου», απαντούν στις σελίδες των Ηθικών Νικομαχείων πνευματικές εκλάμψεις, που φωτίζουν και σήμερα το δίκαιο και τη δικαιοσύνη, όπως η διάκριση του φυσικού δικαίου από το θετικό δίκαιο[9], η διάκριση διανεμητικής και επανορθωτικής δικαιοσύνης[10], η ανάδειξη της ισότητας ως αναλογικής μόνο ισότητας[11], ο τρόπος πλήρωσης των κενών του δίκαιου[12], η διάκριση παραγωγικής και επαγωγικής μεθόδου αναζήτησης της αλήθειας («οι από των αρχών λόγοι και οι επί τας αρχάς»[13]) κλπ.[14]

 

  1. Ρωμαϊκό δίκαιο: Ius civile και ius praetorium

Την εκτεθείσα θεωρητική διάκριση του Αριστοτέλη μεταξύ δύο τάξεων δικαίου συναντούμε εφαρμοζόμενη λίγους αιώνες αργότερα και στο ρωμαικό δίκαιο. Τον κύριο κορμό του ρωμαϊκού δικαίου αποτελούσε το ius civile (κύριες πηγές του οποίου ήταν αρχικά ο Δωδεκάδελτος και η ερμηνεία του από τους νομικούς, οι leges που ψηφίζονταν με πρόταση του αρμόδιου άρχοντα στις συνελεύσεις του λαού, τα έθιμα κλπ.). Ήδη όμως από την προκλασική περίοδο του ρωμαϊκού δικαίου, που εκτείνεται έως τον Αύγουστο (δηλαδή έως το 27 π.Χ.), διαμορφώθηκε μια χωριστή τάξη δικαίου, το ius praetorium (ή ius honorarium), που συμπλήρωνε αλλά και διόρθωνε το ius civile[15]. Πηγή του ήταν τα έδικτα (edicta) των πραιτώρων[16], οι οποίοι, ασκώντας δικαστικά καθήκοντα, στηρίζονταν μεταξύ άλλων στην aequitas (ή στο «bonum et aequum» ή στην «bona fides») και μπορούσαν να παραμερίζουν κανόνες του ius civile, που τους έκριναν σκληρούς ή αυστηρούς[17]. Στη δικαιοπλαστική αυτή εξουσία των πραιτώρων οφείλει πολλά η εξέλιξη του ρωμαϊκού δίκαιου. Πάντως, ius civile και ius praetorium αποτελούσαν, όπως γράφει εύγλωττα ο Λιτζερόπουλος[18], «δύο νομικούς κόσμους, οι οποίοι είχον ανεξάρτητον έκαστος ύπαρξιν».

 

  1. Η επιείκεια στο Αγγλικό δίκαιο

Στη νεότερη εποχή συναντούμε την αριστοτέλεια διάκριση δύο τάξεων δικαίου στην Αγγλία. Το εκεί ισχύον δίκαιο είναι γνωστό με το όνομα Common Law (κοινοδίκαιο – κοινό γιατί ίσχυε για όλους τους κατοίκους της χώρας, εκτοπίζοντας τα κατά περιοχές ισχύοντα τοπικά έθιμα). Το Common Law διαμορφώθηκε με τις δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες στην Αγγλία έχουν ισχύ νόμου. Εκεί οι δικαστές είναι στην ουσία και νομοθέτες. Ψηφίζει βέβαια και η Βουλή νόμους (statutes), αλλά για ειδικά θέματα και πάντως όχι Κώδικες (όπως στην Ηπειρωτική Ευρώπη)[19]. Ο κορμός του δικαίου είναι το νομολογιακά δημιουργούμενο και εξελισσόμενο Common Law. Παράλληλα προς αυτό αναπτύχθηκε στην Αγγλία το Δίκαιο της Επιείκειας (Law of Equity), ως χωριστή τάξη δικαίου, για την οποία μάλιστα υπήρχε χωριστή δικαιοδοσία, που την ασκούσε ειδικό δικαστήριο, το Court of Chancery (αργότερα και το δευτεροβάθμιο Court of Appeal in Chancery). Το δικαστήριο αυτό ήταν the Court of Equity, που κατά βάση έκρινε «ex aequo et bono», αμβλύνοντας την αυστηρότητα των κανόνων του Common Law και αποτρέποντας πιθανή σκληρότητα (possible «harshness» ή «inequity») από την εφαρμογή των κανόνων αυτών. Με βάση την equity δημιουργήθηκαν στη δικαιοδοσία αυτή θεσμοί, όπως αυτοί του εμπιστεύματος (trust), της εκχώρησης απαιτήσεων, που δεν ήταν δυνατή κατά το Common Law, της αξίωσης προς εκπλήρωση (specific performance) ή της αξίωσης προς πράξη ή παράλειψη μέσω δικαστικών εντολών («injunctions»), ενώ το Common Law προέβλεπε μόνο την αποζημίωση ως μέσο ικανοποίησης προσβαλλόμενων δικαιωμάτων κ.λπ.[20].

 

ΙI. Η εξέλιξη: Ενσωμάτωση της επιείκειας στο δίκαιο

 Οι απαρχές του δικαίου της επιείκειας δείχνουν ότι το δίκαιο αυτό γινόταν αντιληπτό ως μια παράλληλη τάξη δικαίου που υπήρχε εκτός του αυστηρού δικαίου. Με την πάροδο του χρόνου όμως ενοποιήθηκαν οι δύο αυτές τάξεις δικαίου. Η επιείκεια ενσωματώθηκε στο ενιαίο πλέον δίκαιο.

Έτσι, στο ρωμαϊκό δίκαιο έπαυσε κάποτε η διάπλαση του δικαίου από τους πραίτωρες. Αυτό έγινε στην πιο διάσημη περίοδό του, που δικαίως ονομάζεται κλασική (εκτεινόμενη από τον Αύγουστο έως τα μέσα περίπου του 3ου μ.Χ. αιώνα). Στην περίοδο αυτή η πηγή του πραιτωρικού δικαίου στείρευσε· τούτο δε, διότι την ουσιαστική νομοθετική εξουσία της περαιτέρω διάπλασης του δικαίου επιφύλασσαν πλέον για τον εαυτό τους οι ίδιοι οι αυτοκράτορες. Την ασκούσαν εκδίδοντας τις αυτοκρατορικές διατάξεις (constitutiones principum). Οι έως τότε από τους πραίτωρες διαπλασμένοι κανόνες δικαίου και μαζί τους το δίκαιο της επιείκειας παρέμειναν κατά βάση σε ισχύ και βρήκαν τελικά, κατά μεγάλο μέρος, τη θέση τους στην κωδικοποίηση του Ιουστινιανού, στο περίφημο Corpus Iuris Civilis. Και στην περίοδο αυτή όμως υπήρξε σημαντική δικαιοπλαστική συμβολή των μεγάλων τότε Ρωμαίων νομομαθών[21], στους οποίους δινόταν το δικαίωμα του γνωμοδοτείν (ius respondendi), ιδίως όταν αυτοί κατείχαν υψηλά κρατικά αξιώματα. Οι εκδιδόμενες γνωμοδοτήσεις (responsa) αναγνωρίζονταν ως υποχρεωτικές, όπως ο νόμος, έχουν δε κατά το μεγαλύτερο μέρος τους περιληφθεί στον Ιουστινιάνειο Πανδέκτη. Στη μετακλασική περίοδο του ρωμαϊκού δικαίου, δηλαδή μετά τον Διοκλητιανό, το ius respondendi έπαυσε να απονέμεται και η νομική επιστήμη άρχισε να παρακμάζει. Αλλά το ενιαίο πλέον ρωμαϊκό δίκαιο ήταν ήδη σε μεγάλο βαθμό ius aequum.

Η ηθικοποίηση του ρ.δ. συνεχίσθηκε στη μετακλασική περίοδο. Η επίκληση της δικαιοσύνης (iustitia)  και της επιείκειας (aequitas) και η εφαρμογή τους γίνεται ολοένα συχνότερα, είτε με νομοθετικές ρυθμίσεις των αυτοκρατόρων είτε με την ερμηνεία των νόμων, προς αντιμετώπιση αυστηρών, σκληρών, τυπολατρικών ή άδικων ρυθμίσεων. Στο ως τότε ius strictum εισχωρεί βαθμιαία ολοένα και περισσότερο το ius aequum. Η aequitas και οι ηθικές αρχές που τη διαπνέουν αποτελούν τον νέο τρόπο νομικής σκέψης, που έχει μεν τις ρίζες του στον Αριστοτέλη, όπως άλλωστε και διαπρεπείς ρωμαϊστές δέχονται[22], αλλά αποκτά πλέον μεγαλύτερο εύρος. Η εξέλιξη αυτή ενισχύθηκε με την επίδραση της στωικής φιλοσοφίας και ακόμη περισσότερο, αργότερα (ιδίως στη βυζαντινή περίοδο) της χριστιανικής διδασκαλίας[23].

Ανάλογη και ταχύτερη ενσωμάτωση του Law of Equity στο Common Law σημειώθηκε στην Αγγλία. Από τα τέλη του 19ου αιώνα οι αρχές της equity εφαρμόζονται πλέον από όλα τα δικαστήρια και όχι πια μόνο από τα Courts of Chancery.[24]

Δεν υπάρχει λόγος να παρακολουθήσουμε τις εξελίξεις στους επόμενους αιώνες. Αυτό που ενδιαφέρει είναι ότι η εν λόγω ενσωμάτωση ισχύει κατά βάση σήμερα διεθνώς, αλλού λιγότερο και αλλού περισσότερο, ισχύει δε και στο ελληνικό δίκαιο, όπου μάλιστα η επίδραση της επιείκειας στο δίκαιο είναι από τις μεγαλύτερες σε σύγκριση με τα δίκαια άλλων κρατών. Άλλωστε το ελληνικό δίκαιο ήταν έκπαλαι και είναι και σήμερα  διαποτισμένο με αρχές και κανόνες επιείκειας, που αμβλύνουν την αυστηρότητα των ειδικών κανόνων[25].

 

III. Νόημα και περιεχόμενο του δικαίου της επιείκειας-Επιείκεια και ασφάλεια δικαίου

 Αλλά τι ακριβώς εννοούμε στη σημερινή ελληνική έννομη τάξη με το επιεικές δίκαιο;

Θα πρέπει πρωτίστως να διευκρινισθεί ότι το επιεικές δίκαιο δεν αντιλαμβάνεται την επιείκεια υπό την έννοια της συγκατάβασης[26], της υποχώρησης από τη δίκαιη και αμερόληπτη μεταχείριση του δέκτη της επιείκειας, για λόγους ευμένειας ή χαριστικής διάθεσης[27], ίσως από ανάγκη ή από ευσπλαχνία ή συμπόνια ή και οίκτο (ή παρόμοια συναισθήματα). Το επιεικές δίκαιο, αντίθετα, τηρεί το σωστό μέτρο δικαιοσύνης, με τρόπο ακριβοδίκαιο. Αλλά μπορεί, όταν χρειάζεται, να καθιστά ηπιότερους τους αυστηρούς ή άκαμπτους κανόνες. Είναι μη αυστηρό δίκαιο, δηλαδή εύκαμπτο με την έννοια ότι μπορεί να προσαρμόζεται στις διαφορετικές για κάθε περίσταση ανάγκες και συνθήκες. Εκφράζει τελικά αυτό που υπαγορεύει η περί δικαιοσύνης συνείδηση.  Εισάγει στο δίκαιο την ιδέα της δικαιοσύνης. Οι έννοιες τις επιείκειας και της δικαιοσύνης, της aequitas και της iustitia, δεν είναι απλώς αλληλένδετες, αλλά νοηματικά ταυτίζονται. Αρκεί να αντιλαμβάνεται κανείς τη δικαιοσύνη με την ουσιαστική της έννοια. Επιείκεια σημαίνει ουσιαστική δικαιοσύνη, δικαιοσύνη απαλλαγμένη από αυστηρότητα και τυπολατρία. Είναι ius aequum. Σ’ αυτό το εύρος θα πρέπει να αντιληφθεί κανείς σήμερα την έννοια της επιείκειας, ως νομική έννοια· έννοια που καλύπτει όλον τον χώρο ο οποίος δεν ανήκει στο αυστηρό δίκαιο, το ius strictum. Η ρωμαϊκή διάκριση ius strictum και ius aequum είναι δηλωτική αυτού του εύρους[28]. Σ’ αυτήν την επιείκεια πρέπει σήμερα να κατατείνει το δίκαιο για να είναι iustum ius (ορολογία την οποία στα ελληνικά θα αποδίδαμε καλύτερα όχι με την ταυτολογία «δίκαιο Δίκαιο», αλλά με την περίφραση «Δίκαιο ανταποκρινόμενο στη δικαιοσύνη»). Η επιείκεια εκτείνεται σε όλο το δίκαιο, διαπνέοντας όλους τους κλάδους του. Όλοι οι κανόνες δικαίου πρέπει να αποβλέπουν στην πραγμάτωση της ιδέας της δικαιοσύνης, άρα της επιείκειας υπό την εκτεθείσα έννοια.

Περιέγραψα απλώς τη δικαιοσύνη ως επιείκεια, δεν έδωσα ορισμό. Γιατί, όπως έγραψε ο δάσκαλος του Αριστοτέλη, ο Πλάτων, η δικαιοσύνη είναι αγαθό καθεαυτό («δικαιοσύνηαυτή δι’ αυτήν»[29]), δηλαδή δεν αντλεί την αξία της από κάτι άλλο, θα λέγαμε είναι έννοια αυτοοριζόμενη. Έτσι και η επιείκεια.

Αυτή είναι η μία μεγάλη αξία του Δικαίου· αλλά υπάρχει και μια άλλη σπουδαία αξία: Είναι η ασφάλεια του Δικαίου. Το Δίκαιο αποβλέπει και στη σταθερότητα και βεβαιότητα  των κανόνων του. Δικαιοσύνη και ασφάλεια δικαίου αποτελούν τις δύο μεγάλες αξίες, τις οποίες υπηρετεί (πρέπει να υπηρετεί) το Δίκαιο. Υπάρχουν ρυθμίσεις από τις οποίες συνάγεται ότι ο νομοθέτης θέλησε να τις διαμορφώσει με τεχνική ακρίβεια και χωρίς αποκλίσεις, έτσι ώστε οι ενδιαφερόμενοι να μπορούν να επαφεθούν σ’ αυτές. Αλλά χωρίς την επιείκεια το δίκαιο μπορεί να καταλήξει να είναι άδικο («summum ius summa iniuria», δηλαδή «ακρότατο δίκαιο, ακρότατη αδικία», με άλλα λόγια η υπεράγαν αυστηρή εφαρμογή του δικαίου σημαίνει μεγάλη αδικία[30]). Σήμερα και τα δύο αυτά αγαθά αποτελούν επιταγές της έννομης τάξης. Η συμπόρευσή τους και, στο μέτρο που χρειάζεται, η συμβιβαστική εναρμόνισή τους, συνιστά βασική αποστολή του Δικαίου. Τελικά, πάντως, πιστεύω ότι μπορούμε να σεβασθούμε και σήμερα το αριστοτέλειο «αμφοίν σπουδαίοιν όντοιν, κρείττον το επιεικές». Διότι καμία ρύθμιση δεν μπορεί σε τελευταία ανάλυση να αποφύγει τον έλεγχο της επιείκειας, ανεξάρτητα από το πού θα καταλήξει ο έλεγχος στη συγκεκριμένη περίπτωση.

 

  1. IV. Εφαρμοστές της επιείκειας: Νομοθέτης και Δικαστής – Γενικεύουσα και εξατομικεύουσα δικαιοσύνη – Δικαιοπλαστική εξουσία του δικαστή

 Ποιοι είναι οι εφαρμοστές της ουσιαστικής δικαιοσύνης – επιείκειας στο δίκαιο; Ο νομοθέτης ή ο δικαστής ή και οι δύο;

Ο Πλάτων δίνει το προβάδισμα ή μάλλον, στα κρίσιμα θέματα, σχεδόν την αποκλειστικότητα γι’ αυτό στον νομοθέτη. Διδάσκει ότι πρέπει να κυβερνούν την πόλη και να νομοθετούν οι άριστοι των πολιτών που είναι ενάρετοι και δίκαιοι και αυτοί είναι οι φιλόσοφοι. Αν δεν βασιλεύουν στις πόλεις οι φιλόσοφοι ή αν οι βασιλείς και άρχοντες δεν φιλοσοφούν «γνησίως τε και ικανώς», αν δηλαδή δεν συμπίπτει η πολιτική δύναμη με τη φιλοσοφία, δεν θα μπορεί να υπάρξει για την πόλη τέλος των δεινών της[31]. Σημαντικό ρόλο για τους δικαστές δεν προβλέπει ο Πλάτων. Τους επιφυλάσσει κυρίως την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης (ιδίως την επιβολή των ποινών)[32]. Κατά τα λοιπά όλη η εξουσία ασκείται στην ιδανική πλατωνική πολιτεία από τους φιλοσόφους-βασιλείς. Αυτοί θα λύνουν όλα τα προβλήματα, είτε γενικά είτε συγκεκριμένα και εξατομικευμένα.

Αντίθετα, ο Αριστοτέλης εναποθέτει στους δικαστές σημαντική εξουσία. Διακρίνει δύο είδη δικαίου, το «διανεμητικόν», που ανήκει στην αρμοδιότητα του νομοθέτη (διανομή των κοινών αγαθών, διενεργούμενη αναλογικώς, σύμφωνα προς τα έργα κάθε πολίτη), και το «διορθωτικόν» (ή «επανορθωτικόν»), που εφαρμόζεται στις (εκούσιες ή ακούσιες) συναλλακτικές σχέσεις και ανήκει στην αρμοδιότητα του δικαστή, ο οποίος προσπαθεί να επανορθώσει αδικίες συνιστάμενες σε ανισότητες («το άδικον, άνισον όν, ισάζειν πειράται ο δικαστής» ή, κατά άλλη αριστοτέλεια έκφραση, «επαινισοί» δηλαδή αποκαθιστά την ισότητα)[33]. Σαφέστερος γίνεται ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» του, όπου γράφει ότι, όσα ζητήματα δεν μπορεί να ρυθμίσει ο νομοθέτης, γιατί ούτε αυτός («ου γαρ δυνατόν ταύτα του νομοθέτου προϊδείν») ούτε άνθρωπος μπορεί να τα προβλέψει[34], τα αναθέτει ο νόμος, αφού διαπαιδαγωγήσει σχετικώς τους πολίτες, στους δικαστές να τα κρίνουν «τῃ δικαιοτάτῃ γνώμῃ» και επιπλέον τους δίνει το δικαίωμα να διορθώνουν τον νόμο που από την πείρα αποδείχθηκε ότι έχει ανάγκη βελτίωσης[35].

Η έννομη τάξη μας, αλλά και οι έννομες τάξεις των περισσότερων δυτικών δημοκρατιών είναι στο θέμα αυτό περισσότερο αριστοτελικές παρά πλατωνικές. Και οι δύο, και ο νομοθέτης και ο δικαστής, είναι οι εκφραστές και εφαρμοστές της επιείκειας στο δίκαιο. Αλλά υπηρετούν τη δικαιοσύνη με διαφορετικό ο καθένας τρόπο. Ο νομοθέτης υπηρετεί τη γενικεύουσα δικαιοσύνη, θεσπίζοντας κανόνες γενικούς, δίκαιους για όλους (όπως οφείλει), χωρίς ατομικά προνόμια και δυσμενείς διακρίσεις[36]. Ο δικαστής, αντίθετα, υπηρετεί την εξατομικεύουσα δικαιοσύνη, εφαρμόζοντας σε συγκεκριμένες περιπτώσεις τους νόμους και λύνοντας κατά τρόπο δίκαιο και αυτός (όπως οφείλει) κάθε ατομική περίπτωση. Συχνά όμως δεν αρκεί για τον δικαστή μια απλή και άμεση υπαγωγή της εξεταζόμενης συγκεκριμένης περίπτωσης σε μια εύκολα ερμηνευόμενη διάταξη νόμου. Διότι υπάρχουν περιπτώσεις, στις οποίες η αναζήτηση του εφαρμοστέου κανόνα είναι δυσχερής ή περίπλοκη. Τότε χρειάζεται να ασκήσει ο δικαστής κατά τρόπο δημιουργικό τις αρμοδιότητές του, δηλαδή να ασκήσει τη λεγόμενη δικαιοπλαστική εξουσία, καθώς διαπλάσσει δίκαιο συμπληρώνοντας ή και διορθώνοντας το έλλειμμα του γραπτού νόμου. Τότε μιλά η εξουσία αυτή του δικαστή, η οποία διευρύνει τα περιθώριά του να εφαρμόσει εξατομικευμένα την ουσιαστική δικαιοσύνη και επιείκεια. Σημειωτέον ότι και η δικαιοπλαστική εξουσία του δικαστή μπορεί να θεωρηθεί ερμηνεία υπό ευρεία έννοια, δεδομένου ότι, στο μέτρο που χρειάζεται, γίνεται ερμηνεία του συνόλου της έννομης τάξης (και όχι μόνο ερμηνεία ειδικού κανόνα)[37].

 

  1. V. Δικαστής ως νομοθέτης; Κενά δικαίου

 Βασική περίπτωση άσκησης δικαστικής δικαιοπλαστικής εξουσίας (δικαιοπλασίας, όπως μονολεκτικά λέγεται) συντρέχει όταν ο δικαστής διαπιστώνει κενό δικαίου. Ο δικαστής δεν μπορεί να αρνησιδικήσει· πρέπει να πληρώσει κατά κάποιο τρόπο το κενό.

Ενδιαφέρον είναι να αναφερθώ στον τρόπο με τον οποίο πάλι ο Αριστοτέλης έκρινε ότι πρέπει να πληρωθεί το κενό που αφήνουν οι κανόνες του «γεγραμμένου δικαίου». Το «έλλειμμα» αυτό του νόμου θα πρέπει να επανορθωθεί, διδάσκει ο Σταγειρίτης, με όμοιο τρόπο όπως θα έπραττε και ο ίδιος ο νομοθέτης, αν επρόκειτο να κρίνει την ίδια περίπτωση («ὃ καν ο νομοθέτης αυτός αν είπεν εκεί παρών και ει ήδει ενομοθέτησεν αν»[38]), ό,τι δηλαδή θα νομοθετούσε αν είχε προ οφθαλμών την ατομική περίπτωση. Περισσότερο από 23 αιώνες αργότερα ο ελβετικός ΑΚ του 1907 επανέλαβε στο άρθρο 1 (ευθύς δηλαδή στην αρχή του Κώδικα) ακριβώς το ίδιο, διάταξη που ισχύει και σήμερα. Προβλέπει συγκεκριμένα ότι για τη λύση των νομικών ζητημάτων εφαρμόζονται πρώτα οι ρητές διατάξεις του νόμου, αν αυτές δεν υπάρχουν εφαρμόζεται το εθιμικό δίκαιο και αν και αυτό ελλείπει «ο δικαστής θα αποφασίσει σύμφωνα με τον κανόνα που ο ίδιος ως νομοθέτης θα έθετε». Η ταυτότητα των δύο διατυπώσεων που τις χωρίζουν χιλιετίες «καταπλήσσει», έγραψε ο Γεώργιος Μαριδάκης, Καθηγητής του Καποδιστριακού και Ακαδημαϊκός[39]. Δεν είναι γνωστό, αν ο συντάκης του ελβΑΚ Eugen Huber γνώριζε τη σχετική περικοπή του Αριστοτέλη. Ερμηνευτής της εποχής εκείνης πάντως, ο Καθηγητής του Πανεπιστήμιου Ζυρίχης Hans Reichel, έγραψε λίγα χρόνια μετά τη δημοσίευση του ελβΑΚ το εξής: «Ο αρχαιότερος όλων και επίσης ο πλέον σύγχρονος όλων κανόνας είναι αυτός τον οποίο διατύπωσε ο αρχαίος δάσκαλος [der Altmeister] Αριστοτέλης και ανανέωσε ο ελβετικός ΑΚ»[40].

Όταν συντασσόταν ο ελληνικός ΑΚ, τη δεκαετία του 1930, ο Γ. Μαριδάκης, εκ των συντακτών του ΑΚ, πρότεινε να περιληφθεί όμοια διάταξη στον ελλΑΚ, αλλά η πρότασή του δεν έγινε δεκτή. Θεωρήθηκε προφανώς τολμηρή. Και πολύ αργότερα ο Μαριδάκης έγραψε[41]: «Η εκ του βάθους των αιώνων αντηχούσα φωνή του Αριστοτέλους μάτην έπληττε τα ώτα του συγχρόνου Έλληνος νομοθέτου».

Σήμερα η πλήρωση των κενών του δικαίου γίνεται με τη λεγόμενη αναλογία νόμου ή δικαίου, δηλαδή με τη μεταφορά στον χώρο του κενού ενός γραπτού κανόνα δικαίου ή μιας κοινής αρχής συναγόμενης από περισσότερους γραπτούς κανόνες[42], που ρυθμίζουν όμοιες προς την αρρύθμιστη περιπτώσεις. Οι προβλεπόμενες δηλαδή ρυθμίσεις, τις οποίες έχει θεσπίσει ρητά ο νομοθέτης (άρα και η εκεί εγκλειόμενη νομοθετική βούληση), αξιολογούνται, λόγω ομοιότητας στα κρίσιμα χαρακτηριστικά, ως αρμόζουσες και στην αρρύθμιστη περίπτωση, ώστε να δικαιολογείται η ίδια νομοθετική μεταχείρισή τους[43]. Μήπως στην ουσία κρίνεται (και κρίνει ο δικαστής που εφαρμόζει την αναλογία) ότι αυτήν τη μεταφερόμενη ρύθμιση θα θέσπιζε ο νομοθέτης και για την αρρύθμιστη περίπτωση, αν την είχε προβλέψει («ὃ ο νομοθέτης αν είπεν εκεί παρών») λειτουργώντας ως νομοθέτης της δικαζόμενης ατομικής περίπτωσης; Μήπως επομένως η αριστοτέλεια μέθοδος πλήρωσης του κενού πλήττει, έστω ανεπιγνώστως, τα ώτα του σύγχρονου ερμηνευτή, του σύγχρονου δικαστή; (Σήμερα πάντως τούτο γίνεται με πληρέστερη και λιγότερο υποθετική θεμελίωση και αιτιολογία και άρα πειστικότερη από ό,τι η αριστοτέλεια πρόταση – Η νομική επιστήμη έχει προοδεύσει!)[44].

 

  1. VI. Κύρια πεδία εφαρμογής της επιείκειας από τον δικαστή – Παραδείγματα

Αλλά οι συνήθεις περιπτώσεις άσκησης της δικαιοπλαστικής εξουσίας του δικαστή, η οποία, όπως τονίσαμε, του διανοίγει ευρύτερα περιθώρια εφαρμογής της επιείκειας, συντρέχουν ιδίως πέρα από την περίπτωση των κενών, δηλαδή κατά την κυρίως ερμηνεία του νόμου. Θα αναφερθώ στα πέντε σημαντικότερα κατά τη γνώμη μου πεδία άσκησης αυτής της ερμηνευτικής εργασίας του δικαστή, τα οποία θα διανθίσω και με λίγα παραδείγματα, τα οποία μιλούν βέβαια πιο εύγλωττα από ό,τι η θεωρία για τη δικαιοπλαστική εξουσία του δικαστή. Πρόκειται για τις περιπτώσεις, όπου κυρίως αναδεικνύεται ανάγλυφη η εξουσία αλλά και η ευθύνη του δικαστή.

 

  1. Ερμηνεία γενικών ρητρών

 Πρώτη και βασική πύλη εισόδου της επιείκειας στο δίκαιο είναι εκείνες οι αρχές δικαίου, οι οποίες θεσπίζονται με τις γενικές ρήτρες που προβλέπει η νομοθεσία μας. Πρωτοπόρος σ’ αυτό είναι ο αστικός μας κώδικας, που με μεγαλύτερη τόλμη από ό,τι κώδικες άλλων χωρών της εποχής της σύνταξής του, σύμφωνα άλλωστε με την παράδοση του ελληνικού δικαίου, καθιέρωσε τέτοιες ρήτρες. Δεν υπερβάλλει ο ιστορικός του Δικαίου Νικόλαος Πανταζόπουλος, όταν επισημαίνει ότι «οι γενικές ρήτρες αποτελούν την σπονδυλική στήλη του εθνικού μας δικαίου»[45]. Με τις γενικές ρήτρες είναι που κυρίως εισάγονται στο ελληνικό δίκαιο αρχές δικαιοσύνης και ηθικής. Οι κυριότερες είναι:

Η γενική ρήτρα της καλής πίστης, δηλαδή της ευθύτητας και εντιμότητας που πρέπει να τηρούνται στην ερμηνεία και στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών μας (ΑΚ 200, 288)[46]· η γενική ρήτρα της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος (ΑΚ 281)· η γενική ρήτρα που επιτάσσει την τήρηση των χρηστών ηθών (ΑΚ 178, 179)· η ρήτρα που προβλέπει υπό όρους ανατροπή σύμβασης, αν λόγω μεταβολής των συνθηκών διαταράσσεται η ισορροπία της (ΑΚ 388)· η αρχή της προστασίας της προσωπικότητας εν γένει (και όχι μόνο ειδικών εκφάνσεών της, όπως σε άλλα δίκαια), με συνέπεια την επιβολή κυρώσεων στον παραβάτη (ΑΚ 57 επ.) κ.ά.

Την ευρύτερη εφαρμογή βρίσκει η αρχή της καλής πίστης[47]. Παραδοσιακά συνδέεται ή και ταυτίζεται με την ιδέα της επιείκειας[48]. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής της καλής πίστης με διορθωτικά του αυστηρού δικαίου αποτελέσματα:

Το δίκαιο προβλέπει κατ’ αρχήν με αυστηρότητα ότι οι συμβάσεις πρέπει να τηρούνται (pacta sunt servanda). Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις ρητά διατυπωμένες στον νόμο. Αλλά και πέρα από αυτές είναι δυνατή, μέσω της καλής πίστης, η χαλάρωση του εν λόγω κανόνα, αν η ανελαστική εφαρμογή του οδηγεί σε αδικίες. Έτσι, τα ελληνικά δικαστήρια την περίοδο της οικονομικής κρίσης της χώρας μετά το 2009-2010 (περίοδος των «μνημονίων»), κατά την οποία ανέκυψε η ανάγκη αναθεώρησης συμβατικών παροχών που είχαν συμφωνηθεί υπό διαφορετικά οικονομικά δεδομένα, ιδίως σε μισθωτικές ή πιστωτικές συμβάσεις, αναγνώρισαν σε πολλές περιπτώσεις την ανάγκη αυτή και προσέφυγαν στην εφαρμογή της αρχής της καλής πίστης (ΑΚ 288 και 388) για την αναπροσαρμογή των  παροχών. Ειδικά για τις μισθωτικές συμβάσεις τα δικαστήρια της ουσίας επέβαλαν μειώσεις μισθωμάτων μέχρι και 45%.[49] Το σκεπτικό των δικαστηρίων ήταν ότι η καλή πίστη παρέχει στον δικαστή τη δυνατότητα, όταν λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών η εμμονή στην εκπλήρωση της συμβατικής παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που επιβάλλεται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή να την περιορίσει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να αποκατασταθεί η ισορροπία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής.

Υπάρχουν και πάμπολλες άλλες περιπτώσεις άσκησης δικαιοπλαστικής εξουσίας από τα δικαστήρια με έρεισμα την αρχή της καλής πίστης, που αποτελεί πράγματι βασικό μέσο για να εισχωρήσει περισσότερη δικαιοσύνη στις συναλλαγές, να προστατευθεί ο ασθενέστερος συναλλασσόμενος και εν γένει να εφαρμοσθούν στην πράξη αξίες, όπως η αρχή της ίσης μεταχείρισης και η ουσιαστική ικανοποίηση του συμβατικού σκοπού.

Ανάλογες αρχές με συνταγματική μάλιστα ισχύ, προβλέπονται στο Σύνταγμα ή συνάγονται από τα ειδικότερα αξιολογικά κριτήρια που περιέχονται σ’ αυτό. Τέτοιες αρχές είναι οι αρχές του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, της ισότητας (νοούμενης ως αναλογικής ισότητας), της αναλογικότητας, της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρα 2, 4, 5, 25 Συντ.) κ.λπ. Ακολουθώντας μάλιστα τον ΑΚ ο συνταγματικός νομοθέτης προέβλεψε την απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησης των ατομικών και κοινωνικών συνταγματικών δικαιωμάτων (άρθρο 25§ 3 Συντ.).

 

  1. Ερμηνεία αόριστων νομικών εννοιών

 Η δεύτερη δυνατότητα να διαποτισθεί το Δίκαιο με περισσότερη δικαιοσύνη υφίσταται στις πολύ συχνές περιπτώσεις χρήσης από τον νόμο αόριστων νομικών εννοιών. Πρόκειται για έννοιες που, λόγω της γενικότητάς τους, αφήνουν στον ερμηνευτή (τελικά στον δικαστή) περιθώρια προσαρμογής στις ανάγκες της κρινόμενης συγκεκριμένης περίπτωση, προσαρμογής ανταποκρινόμενης στο αίτημα της δικαιοσύνης.

Παραδείγματα τέτοιων αόριστων νομικών εννοιών, που απαντούν συχνά στη νομοθεσία: «Σπουδαίος λόγος» (π.χ. καταγγελία σύμβασης για σπουδαίο λόγο), «δίκαιη κρίση» (π.χ. προσδιορισμός συμβατικής παροχής με δίκαιη κρίση), «εύλογη κρίση» (π.χ. αποζημίωση σε ορισμένες περιπτώσεις κατά εύλογη κρίση του δικαστηρίου), «εύλογη προθεσμία» (π.χ. ΑΚ 339, 343, 383 κ.λπ. ή για την «εύλογη αποζημίωση» ΑΚ 225, 286, 674, 918 κ.λπ.), «προσήκον μέτρο» (π.χ. μείωση υπέρμετρης ποινικής ρήτρας στο προσήκον μέτρο). Άλλες τέτοιες εκφράσεις που χρησιμοποιεί ο νόμος, συνήθως ως προϋποθέσεις για την επέλευση έννομων συνεπειών, είναι «ιδιαίτερο ηθικό καθήκον», «λόγοι ευπρέπειας» (ΑΚ 906, 512), ανωτέρα βία, υπέρμετρα επαχθής παροχή, «συμφέρον του τέκνου» κ.λπ.

Ο νομοθέτης χρησιμοποιεί τέτοιες αόριστες έννοιες, όταν κρίνει ότι μόνο σε κάθε ατομική περίπτωση μπορεί να βρεθεί από τον δικαστή η τελική λύση που ανταποκρίνεται στο αίτημα της δικαιοσύνης.

Θα αναφέρω δύο παραδείγματα από την πρόσφατη νομολογία των δικαστηρίων μας για να δειχθεί, πώς άσκησαν οι δικαστές τη δικαιοπλαστική εξουσία τους.

 

α) Το συμφέρον του τέκνου

Το ζήτημα, σε ποιον από τους δύο γονείς θα ανατεθεί η επιμέλεια του ή των ανήλικων τέκνων τους σε κάθε περίπτωση διακοπής της συμβίωσής τους, πρέπει να κριθεί κατά τον νόμο τελικά με βάση το συμφέρον του τέκνου. Το κριτήριο αυτό το επανέλαβε ως κρίσιμο και αποφασιστικό και ο πρόσφατος νόμος 4800/2021, που ορθώς ενίσχυσε περισσότερο την, πάντως γνωστή και υπό το προηγούμενο δίκαιο, άσκηση συνεπιμέλειας και από τους δύο χωρισμένους γονείς, δηλαδή την ανάθεση της επιμέλειας του τέκνου και στους δύο γονείς από κοινού[50].

Από την πλούσια νομολογία των πρωτοδικείων μετά την εφαρμογή του νόμου 4800/2021, θα αναφέρω ενδεικτικά δύο αποφάσεις, που έκριναν το ζήτημα αν θα πρέπει, για να εφαρμοσθεί η συνεπιμέλεια των γονέων και στο κρίσιμο και ακανθώδες ζήτημα του καθορισμού από αυτούς της διαμονής του τέκνου, να γίνει χρονική κατανομή της με εναλλασσόμενη διαμονή του τέκνου (με την έννοια της διαμονής του για ένα χρονικό διάστημα στην κατοικία του ενός γονέα και για το επόμενο διάστημα σ’ αυτήν του άλλου γονέα).

Έτσι, η απόφαση 15942/2021 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης[51] έκρινε ότι η εναλλαγή κατοικίας και περιβάλλοντος για την ανήλικη «θα επιβαρύνει περαιτέρω την ψυχοσυναισθηματική της κατάσταση, δοθέντος ότι έχει ήδη να διαχειρισθεί τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των γονέων της και την επακόλουθη ένταση στις μεταξύ τους σχέσεις». Και η απόφαση αρνήθηκε την εναλλασσόμενη κατοικία. Αντίθετα, η απόφαση 73/2022 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών[52] έκρινε ότι το συμφέρον των ανήλικων τέκνων «επιβάλλει την άσκηση της επιμέλειάς τους από τους γονείς από κοινού, η οποία θα πρέπει να συνδυαστεί με την εναλλασσόμενη διαμονή των τέκνων στις οικίες των γονέων τους», η οποία, κρίνει το δικαστήριο, «δεν θα διαταράξει τον εύθραυστο ψυχισμό των ανήλικων τέκνων» και παραθέτει προς τούτο ορισμένα στοιχεία σχετικά με τις αποστάσεις μεταξύ των κατοικιών των γονέων κλπ. Προσδιορίζει δε την εναλλαγή αποφασίζοντας τη διαμονή των τέκνων με τον πατέρα στο 1ο 15θήμερο του μηνός και στο 2ο με τη μητέρα.

Οι διαμετρικά αντίθετες  λύσεις των δύο αποφάσεων δεν σημαίνει ότι είναι η μία δίκαιη και η άλλη άδικη. Διότι οι ειδικές συνθήκες μπορεί να δικαιολογούσαν πράγματι διαφορετική αντιμετώπιση των δύο περιπτώσεων. Το βέβαιο πάντως είναι ότι τις τελικές αυτές κρίσεις των Πρωτοδικείων δεν μπορούσε να τις εκφέρει ο νομοθέτης, που δεν γνώριζε τις συνθήκες της κρινόμενης ατομικής περίπτωσης· μόνο ο δικαστής μπορούσε, ασκώντας τη δικαιοπλαστική εξουσία του. Ενδιαφέρον είναι να τονισθεί ότι η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών άσκησε κριτική στο ότι ο νέος νόμος επιχειρεί έμμεσα να καθοδηγήσει τον δικαστή προς την κατεύθυνση της ίσης μεταξύ των γονέων κατανομής της επιμέλειας, προβλέποντας δύο φορές (στα νέα άρθρα 1510 και 1511) ως ληπτέο υπόψη το κριτήριο της ισότητας των γονέων και δίνοντας έτσι λαβή στον ερμηνευτή να προτάξει αυτό το κριτήριο. Είναι οπωσδήποτε θεμιτό το συμφέρον των γονέων για ίση μεταχείριση, αλλά θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, μόνο εφόσον μπορεί να εναρμονισθεί με το συμφέρον του τέκνου. Η οποιαδήποτε ισότητα των γονέων δεν μπορεί να αποβαίνει σε βάρος του τέκνου και έτσι πρέπει να ερμηνεύεται και ο νέος νόμος.

 

β) Εύλογη χρηματική ικανοποίηση

Σε περίπτωση αδικοπραξίας, εφόσον το θύμα υφίσταται και ηθική βλάβη, ο νόμος προβλέπει, εκτός από την αποζημίωσή του για την περιουσιακή ζημία που υπέστη, και χρηματική ικανοποίησή του για την ηθική βλάβη του. Αλλά η έκταση της ηθικής βλάβης δεν είναι ποσοτικά μετρήσιμη, όπως η περιουσιακή ζημία. Γι’ αυτό ο νόμος προβλέπει ως προς το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης ότι αυτή πρέπει να είναι «εύλογη», δηλαδή παραπέμπει σε μια αόριστη νομική έννοια. Ποιος θα κρίνει το εύλογο;

Σχετικώς έχει ανακύψει έντονη διαφωνία μεταξύ θεωρίας και νομολογίας. Στη θεωρία δίνεται έμφαση στο ότι η έννοια είναι νομική και υποστηρίζεται ευρέως η άποψη ότι ο προσδιορισμός του «ευλόγου», ως νομικό ζήτημα, μπορεί να γίνει επακριβώς με αντικειμενικά ερμηνευτικά κριτήρια και ότι άρα ο προσδιορισμός αυτός είναι δεσμευτικός για τον δικαστή. Έτσι η θεωρία δεν αφήνει στο ζήτημα αυτό οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια στα δικαστήρια της ουσίας. Η νομολογία του Αρείου Πάγου, αντίθετα, δίνοντας έμφαση στην «αοριστία» της έννοιας, ακολουθούσε κατά κανόνα τη γνώμη ότι ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης εναπόκειται στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας. Άπλετο πεδίο για δικαστική διάπλαση. Τελικά η (πλήρης) Ολομέλεια του ΑΠ  έδωσε με την απόφασή της 9/2015 (Πρόεδρος ο Αθανάσιος Κουτρομάνος)[53] την εξής συμφιλιωτική των δύο αντίθετων απόψεων, λύση: Ο νόμος, που αγνοεί τις συνθήκες της ατομικής περίπτωσης, δεν μπορεί να εννοεί ως «εύλογη» χρηματική ικανοποίηση ένα επακριβώς προσδιορισμένο ποσό, το οποίο δεσμεύεται να βρει ο δικαστής (όπως υποστηρίζεται στη θεωρία), αλλά αφήνει κατ’ αρχήν στον δικαστή τη διακριτική ευχέρεια να προσδιορίσει αυτός το επιδικαστέο ποσό. Υπάρχουν όμως, τονίζει η απόφαση, όρια στη διακριτική ευχέρεια. Το εύλογο παύει να είναι εύλογο, όταν ξεπερνιούνται κάποια όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση και με βάση την αρχή της αναλογικότητας. Ο δικαστής δεσμεύεται να κινηθεί εντός αυτών των ορίων, δηλαδή εντός ενός πλαισίου. Μόνο εντός αυτού το ποσό είναι εύλογο. Η υπέρβαση των ορίων από τον δικαστή της ουσίας ελέγχεται από τον ΑΠ. Η ισόρροπη και δίκαιη αυτή απόφαση, την οποία έκτοτε ακολουθεί η νομολογία του ΑΠ, τιμά, νομίζω, την ελληνική δικαιοσύνη.

 

  1. Τελολογική μέθοδος ερμηνείας

Το τρίτο πεδίο εφαρμογής δικαστικής δικαιοπλασίας συνιστά την ευρύτερη πύλη εισόδου της επιείκειας στο δίκαιο. Αυτή είναι η τελολογική ερμηνεία των κανόνων δικαίου. Είναι η ευρύτερη, διότι αφορά την ερμηνεία όλων των κανόνων δικαίου. Παλαιότερα επικρατούσε η εννοιοκρατική και τυποκρατική ερμηνεία, που ακολουθούσε αυστηρούς κανόνες τυπικής λογικής, και άφηνε περιορισμένο πεδίο άσκησης δικαστικής δικαιοπλασίας, συγχρόνως δε απομάκρυνε συχνά την απονομή της δικαιοσύνης από την κοινωνική πραγματικότητα. Κατά την τελολογική, αντίθετα, μέθοδο, το τελικά καθοριστικό κριτήριο ερμηνείας είναι ο σκοπός της διάταξης (το «τέλος», με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου, δηλαδή αυτήν της τελικής αιτίας, του τελικού σκοπού του νόμου) και όχι η διατύπωσή της. Η αυστηρότητα του γράμματος υποχωρεί στο, δηλωτικό του σκοπού, πνεύμα, το οποίο θα ανεύρει ο δικαστής, ώστε να εξυπηρετηθεί ο σκοπός του νόμου κατά τον δικαιότερο δυνατό τρόπο και σύμφωνα με την επιείκεια. Γιατί, όπως είχε πει ο Αριστοτέλης, στη Ρητορική αυτή τη φορά, επιεικές είναι και «το μη προς τον λόγον αλλά προς την διάνοιαν του νομοθέτου σκοπείν».

Για την ιστορία πρέπει να αναφερθεί ότι στην καθιέρωση της τελολογικής ερμηνείας στην Ελλάδα αποφασιστική ήταν η συμβολή δύο από τους μεγαλύτερους νομικούς της χώρας μας του 20ου αιώνα, του Κ. Τριανταφυλλόπουλου[54] και στη συνέχεια του Αλ. Λιτζερόπουλου, κυρίως μάλιστα αυτού, η διεξοδική μονογραφία του οποίου[55] αποτέλεσε σταθμό για την καθιέρωση της τελολογικής μεθόδου ερμηνείας του δικαίου στην Ελλάδα.

Για να δείξω τη σημασία της τελολογικής ερμηνείας ως  προς την αξιοποίηση της αρχής της επιείκειας στο δίκαιο, δεν θα επικαλεστώ σύγχρονες αποφάσεις, όπως στα προηγούμενα παραδείγματα, αλλά θα ανατρέξω στην περίοδο πριν από την εισαγωγή του αστικού μας κώδικα, όταν ίσχυε το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, που δεν γνώριζε κανόνα απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος (όπως σήμερα ο ΑΚ αλλά και το Σύνταγμα). Μπορούσε όμως ο δικαστής, μέσω τελολογικής ερμηνείας, να φθάσει στην αναγνώριση γενικών αρχών του δικαίου, έστω και αν δεν υπάρχει ρητή αναγνώρισή τους. Έτσι, πράγματι από τις αρχές του 20ου αιώνα υπήρξαν αποφάσεις του Αρείου Πάγου, αλλά και δικαστηρίων της ουσίας, που αναγνώριζαν ότι το δικαίωμα, σύμφωνα με τον σκοπό για τον οποίο έχει απονεμηθεί, δεν μπορεί να ασκείται καταχρηστικά, δηλαδή προς βλάβη του υποχρέου και χωρίς ίδιο συμφέρον του δικαιούχου.[56] Βέβαια η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν προβλεπόταν τότε με αντικειμενικές μόνο προϋποθέσεις, όπως στον ΑΚ, αλλά με υποκειμενικές, όπως δόλος ή βαριά αμέλεια ή κακοβουλία του δικαιούχου. Είναι επομένως σημαντική η πρόοδος που έγινε στο θέμα αυτό με τη ρύθμιση του ΑΚ.

Και μία ενδιαφέρουσα, γενικότερη παρατήρηση για την τελολογική ερμηνεία: Με αφετηρία το ότι μέσω αυτής ο δικαστής μπορεί να διορθώνει τις ατέλειες του νόμου, ο Αλέξανδρος Λιτζερόπουλος έγραφε το εξής: «Ο εφαρμοστής των νόμων έχει ως κατευθυντήριον γραμμήν την εκμαίευσιν της λύσεως την οποίαν και ο ίδιος ο νομοθέτης θα περιέβαλλε δια της νομοθετικής κυρώσεως, αν εκαλείτο να νομοθετήση καθ’ ήν εποχήν πρόκειται να αποδοθή το δίκαιον»[57]. Άρα, κατά τον Λιτζερόπουλο, η αριστοτέλεια πρόταση για την πλήρωση των κενών περιέχει σκέψη γενικότερης σημασίας, ισχύουσα κατά κάποιο τρόπο και στη λοιπή, πέρα από την πλήρωση των κενών, δικαστική διάπλαση του δικαίου[58].

  1. Σύγκρουση δικαιωμάτων

Τέταρτο πεδίο άσκησης δικαστικής δικαιοπλασίας ανακύπτει, οσάκις δικαιώματα, μάλιστα δε και τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα,  βρίσκονται σε σχέση έντασης ή και σύγκρουσης μεταξύ τους. Χαρακτηριστική περίπτωση τέτοιας σύγκρουσης είναι η αντίθεση μεταξύ ατομικών ελευθεριών αφενός και κοινωνικών δικαιωμάτων αφετέρου, όπως π.χ. ειδικότερα μεταξύ ελευθερίας του τύπου και προστασίας της ιδιωτικής ζωής και της προσωπικότητας του ατόμου. Λύση από τον νομοθέτη, π.χ. με in abstracto ιεράρχηση των δικαιωμάτων του, μπορεί να αδικεί τη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού η σύγκρουση των ίδιων δικαιωμάτων ή αγαθών είναι δυνατόν να δικαιολογεί από περίπτωση σε περίπτωση διαφορετικές λύσεις, ανάλογα με τις συνθήκες, την ένταση της προσβολής κ.λπ. Έτσι η λύση δεν μπορεί παρά να δίνεται in concreto από τον δικαστή, ο οποίος στη στάθμισή του θα λάβει υπόψη αντικειμενικά αξιολογικά κριτήρια, όπως την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ περιορισμού ενός δικαιώματος και ανάγκης προστασίας του ετέρου δικαιώματος υπέρ του οποίου γίνονται οι περιορισμοί· αρχή που αναπτύχθηκε και καθιερώθηκε από την ελληνική νομολογία (αλλά και από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) και σήμερα έχει ρητά αναγνωρισθεί στο Σύνταγμά μας (άρθρο 25 § 1 εδ. 4)· τη διάκριση μεταξύ δικαιωμάτων με οικονομικό περιεχόμενο και δικαιωμάτων με προέχουσα την ηθική αξία· την οικονομική και κοινωνική ισχύ ή αδυναμία των εμπλεκόμενων προσώπων, δηλαδή των φορέων των συγκρουόμενων δικαιωμάτων κ.λπ.Πρόκειται πάντως για κριτήρια, η στάθμιση και αξιολόγηση των οποίων εναπόκειται στην εξατομικεύουσα δικαιοσύνη. Είναι πάντως δυνατό να κριθεί ότι ένα κριτήριο εκφράζει in abstracto γενικότερη αξία και ότι άρα είναι  δεκτικό νομοθέτησης (π.χ. το κριτήριο της αναλογικότητας).

Η νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας προσφέρει πολλά παραδείγματα δικαστικής δικαιοπλασίας, όπου με εφαρμογή γενικών αρχών του δικαίου, ιδίως της αρχής της αναλογικότητας, δίνεται το προβάδισμα άλλοτε στις ελευθερίες του ατόμου και άλλοτε στην κοινωνική ευθύνη του. Θα αναφέρω σχετικώς δύο παραδείγματα από τη νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας. Στο ένα δίνεται το προβάδισμα στις ελευθερίες του ατόμου και στο άλλο (από την τελείως πρόσφατη νομολογία) δίνεται το προβάδισμα στην κοινωνική ευθύνη του πολίτη.

 

α) Γάμος στρατιωτικών

Νόμος επέβαλλε παλαιότερα στους στρατιωτικούς, που ήθελαν να συνάψουν γάμο, να έχουν ηλικία τουλάχιστον 26 ετών και να λάβουν ειδική άδεια σύναψης του γάμου τους από τον Αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων, θέσπιζε δε και προϋποθέσεις που έπρεπε να συντρέχουν στο πρόσωπο της μέλλουσας συζύγου. Εδώ συγκρούονται η ελευθερία γάμου αφενός και η ανάγκη προστασίας του στρατεύματος από ενδεχόμενους κινδύνους και δυσάρεστα απρόοπτα. Η απόφαση 867/1988 της Ολομέλειας του ΣτΕ έκρινε ότι η επιβολή του καθεστώτος αυτού της προηγούμενης διοικητικής άδειας συνιστά έντονη επέμβαση στην ιδιωτική ζωή του στρατιωτικού και επιπλέον αποτελεί ηθική μείωση του ίδιου και της μέλλουσας συζύγου του, που δεν συμβιβάζεται, μεταξύ άλλων με τη συνταγματική προστασία της αξίας του ανθρώπου, με την ισότητα των Ελλήνων ενώπιον του νόμου και με το δικαίωμα του καθενός να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του. Κατόπιν αυτού ο νόμος καταργήθηκε και τυπικά, ώστε η νέα ρύθμιση να ισχύει και για το μέλλον. Η απόφαση του ΣτΕ συνέβαλε έτσι σε μια δικαιότερη γενικεύουσα δικαιοσύνη.

 

β) Υποχρεωτικός εμβολιασμός των υγειονομικών

Η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ 1684/2022 (Πρόεδρος ο Δημήτριος Σκαλτσούνης[59]), έκρινε αίτηση της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Δημοσίων Νοσοκομείων (ΠΟΕΔΗΝ) για ακύρωση των πράξεων της Διοίκησης, που επέβαλαν τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των υγειονομικών κατά του covid-19, με απειλή, σε περίπτωση άρνησης εμβολιασμού, της αναστολής των καθηκόντων τους. Η απόφαση στάθμισε τα δύο αντιμαχόμενα δικαιώματα, το ατομικό δικαίωμα του ιατρικού αυτοκαθορισμού και της ιδιωτικής αυτονομίας του προσωπικού των δομών υγείας αφενός και αφετέρου το κοινωνικό δικαίωμα στην υγεία, που συνίσταται στην υποχρέωση του Κράτους προς λήψη των αναγκαίων εκάστοτε θετικών μέτρων προς προστασία της δημόσιας υγείας. Η απόφαση έκρινε ότι ο περιορισμός του ατομικού δικαιώματος πρέπει να θεωρηθεί ανεκτός για χάρη του δημοσίου συμφέροντος και απέρριψε την αίτηση με συντριπτική πλειοψηφία. Τα ατομικά δικαιώματα, επεξηγεί η απόφαση, πραγματώνονται στο πλαίσιο του κοινωνικού συνόλου και εντός της οργανωμένης πολιτείας και επομένως ανακύπτει η υποχρέωση του ατόμου (που ζει μέσα σε αυτό το κοινωνικό σύνολο και την οργανωμένη πολιτεία) να επιδεικνύει τη ρητά επιτασσόμενη από το άρθρο 25 §4 του Συντάγματος κοινωνική αλληλεγγύη και να ανέχεται τους περιορισμούς των δικαιωμάτων του. Τούτο δε, εφόσον κρίνεται αναγκαίος ο εμβολιασμός και πρόσφορος για την προστασία της υγείας και της ζωής. Η απόφαση δεν αντιπαρέρχεται τους κινδύνους του εμβολιασμού. Αλλά επικαλείται προσφυώς τα επιστημονικά και επιδημιολογικά δεδομένα και με εμπεριστατωμένη αιτιολογία καταλήγει στο ότι ο εμβολιασμός διασφαλίζει περισσότερα οφέλη παρά κινδύνους (που είναι υπαρκτοί), καθώς οι κίνδυνοι είναι πολύ μικρότεροι από την πραγματική βλάβη μιας ολόκληρης κοινωνίας, στην οποία δεν χρησιμοποιείται το εμβόλιο. Καταλήγοντας η απόφαση κρίνει, ευλόγως (και αυτό δείχνει την αντικειμενικότητά της), ότι υπάρχει υποχρέωση του νομοθέτη και της διοίκησης να επαναξιολογούν το ληφθέν μέτρο βάσει των διαρκώς ανανεούμενων επιστημονικών δεδομένων[60].

Η απόφαση αυτή έχει σημασία που βαίνει πέρα από το πρόβλημα του εμβολιασμού και της πανδημίας. Αντιμετωπίζει το μέγα, συνταγματικής και ηθικής περιωπής, πρόβλημα των ορίων των συνταγματικών ελευθεριών, ορίων τα οποία επιβάλλει η επίσης στο Σύνταγμα προβλεπόμενη κοινωνική ευθύνη των πολιτών. Δεν μπορώ παρά να επαινέσω το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της χώρας για την απόφαση αυτή, η οποία, πιστεύω, θα αποκτήσει ιστορική αξία.

 

  1. Ασαφείς ρυθμίσεις που οδηγούν σε αδιέξοδα

 Το τελευταίο πεδίο άσκησης δικαστικής δικαιοπλασίας αφορά ρυθμίσεις που προκαλούν δισεπίλυτες ερμηνευτικές δυσχέρειες, ιδίως όταν χαρακτηρίζονται από ασάφεια ή έλλειψη πληρότητας και φαίνεται να δημιουργούν ένα αδιέξοδο[61]. Η Ακαδημία Αθηνών έχει γνωρίσει τέτοιες περιπτώσεις που κατέληξαν στα δικαστήρια. Στο ρωμαϊκό δίκαιο ο δικαστής μπορούσε να πει «res mihi non liquet» (περιπτώσεις γνωστές με το όνομα non liquet)  και να μην εκδώσει απόφαση ή να την αναβάλει έως ότου η απόφαση διευκρινισθεί (π.χ. νομοθετικά) ή να δώσει -σε πολυμελές δικαστήριο-λευκή ψήφο[62]. Σήμερα όμως, υπό το ισχύον δίκαιο δεν δικαιολογείται αρνησιδικία, αλλά ο δικαστής καλείται να ασκήσει τη δικαιοπλαστική του εξουσία. Όπως έγραφε ο Κ. Τριανταφυλλόπουλος[63], «ο νομικός δεν ειμπορεί να περιμένη τον νομοθέτην δια να διορθωθή η εσφαλμένη ή χασματώδης διάταξις. Είναι υποχρεωμένος να προβή μόνος εις την διόρθωσιν». Πεδίον δόξης λαμπρόν για τη δικαστική διάπλαση, όταν οι διατάξεις π.χ. έχουν χάσματα («χασματώδεις»). Η προσφυγή, με δημιουργική ερμηνεία, στην τελολογία ή σε γενικές αρχές του δικαίου ή και σε άλλα κριτήρια αντλούμενα από την έννομη τάξη, ενδεχομένως και προσφυγή σε προηγούμενη νομολογία, μπορεί να δώσει τη διέξοδο στο πρόβλημα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο δικαστής πρέπει να έχει (όπως οφείλει, όταν ασκεί το υψηλό λειτούργημά του) το θάρρος και την αποφασιστικότητα και να διαθέτει βέβαια ευρύτητα πνεύματος, ώστε να μη καταλήγει σε προσκολλημένες στο γράμμα του νόμου και ουσιαστικά άδικες αποφάσεις. Τότε, αντί να απονέμει δικαιοσύνη, απονέμει τυπολατρία.

Ασκώντας αυτή την εξουσία ο δικαστής, δεν θα κρίνει με βάση τις υποκειμενικές του αντιλήψεις, το προσωπικό του αίσθημα δικαίου ή το αίσθημα της κοινής γνώμης. Δεν μπορεί να διαπλάσσει δίκαιο κατά βούληση. Θα πρέπει να στηρίζεται στα αντικειμενικά κριτήρια που προσφέρει η έννομη τάξη. Δεν τοποθετείται πάνω από τον νόμο, αλλά δεσμεύεται από τις αξιολογήσεις που περιέχονται σ’ αυτόν. Αρκεί βεβαίως να χαρακτηρίζεται, επιπροσθέτως, και από σύνεση και ψυχραιμία, απαλλασσόμενος από οποιαδήποτε συναισθηματική φόρτιση, που ενδεχομένως διακατέχει τους διαδίκους ή την κοινή γνώμη για τη δικαζόμενη υπόθεση.

Αυτές οι τελευταίες σκέψεις αποτελούν και το συμπέρασμα για τον σημαντικό ρόλο που έχει ο δικαστής στην εφαρμογή της επιείκειας στο δίκαιο και για τις προϋποθέσεις που απαιτούνται προς τούτο από πλευράς δικαστών.

Υπάρχουν δικαστικές αποφάσεις άτολμες μπροστά σε διατάξεις ασαφείς και χασματώδεις, κατά την τριανταφυλλοπούλεια διατύπωση, αλλά η σημερινή εκδήλωση δεν προσφέρεται για να αναφέρω τέτοια παραδείγματα. Θα σημειώσω μόνο αυτό που είχε επισημάνει ο Λιτζερόπουλος για τις εξαιρετικές περιπτώσεις παρέκκλισης του δικαστή από «το ορθόν δίκαιον», ότι δηλαδή τότε «θα ηδύνατο να επέμβει ο νομοθέτης προς κατάπαυσιν της σημειωθείσης παρεκτροπής» (του δικαστηρίου)[64], χωρίς βέβαια, διευκρινίζω[65], να ανατρέψει το δεδικασμένο, αλλά ρυθμίζοντας το ζήτημα για τις μελλοντικές έννομες σχέσεις.

VII. Τα όρια της δικαστικής δικαιοπλασίας

 Όρια στη δικαιοπλαστική εξουσία του δικαστή θέτει η ίδια η έννομη τάξη. Ο δικαστής πρέπει να κινείται εντός του πλαισίου της έννομης τάξης (intra ius), ακόμη και όταν προβαίνει δικαιοπλαστικά σε διορθωτική ερμηνεία (contra legem). Πρέπει να εναρμονίζει την υπέρβαση του τεθειμένου ειδικού κανόνα με το γενικότερο αξιολογικό σύστημα της έννομης τάξης, στο οποίο ανήκουν οι ηθικές αρχές του δικαίου, αντλούμενες ιδίως από το Σύνταγμα.[66]

Δεν ασκεί νομοθετική εξουσία, διότι οι αποφάσεις του αφορούν την εξατομικεύουσα δικαιοσύνη, πλην εξαιρέσεων στις οποίες ο ίδιος ο νόμος επιτρέπει να έχει ισχύ νόμου μια δικαστική απόφαση.[67] Και φυσικά ο δικαστής οφείλει να τηρεί τη συνταγματική επιταγή της διάκρισης των εξουσιών. Άρα δεν πρέπει να εισέρχεται στο πεδίο της δικαιοδοσίας των άλλων πολιτειακών λειτουργειών, της νομοθετικής και της εκτελεστικής (οι οποίες βέβαια, αμφότερες, έχουν καταλήξει δυστυχώς στην Ελλάδα να είναι, τόσο στην ουσία όσο και ως προς τους φορείς τους, συγχωνευμένες σε μία, την πολιτική εξουσία).[68]

Στη σχέση πολιτικής και δικαστικής εξουσίας υπάρχει μία τάση δικαστικοποίησης της πολιτικής ή πολιτικοποίησης της δικαιοσύνης, άρα σύγχυσης των εξουσιών αυτών. Δεν θα εισέλθουμε εδώ στο σοβαρό αυτό ζήτημα, που δικαιολογεί ιδιαίτερη μελέτη.[69] Θα αναφερθώ μόνο σε μια περίπτωση σαφούς υπέρβασης, από τα δικαστήρια, της δικαιοδοσίας τους, με εισπήδηση στο πεδίο της εκτελεστικής ή και της νομοθετικής εξουσίας.

Υπάρχουν δικαστικές αποφάσεις που κατά το αποτέλεσμα επιβάλλουν στην πολιτική εξουσία να παράσχει αναδρομικώς μαζικά επιδόματα ή άλλες μισθολογικές ή συνταξιοδοτικές αυξήσεις, με συνέπεια να επιβαρύνεται το δημόσιο ταμείο με πολλά δισεκατομμύρια ευρώ. Ο δικαστής όμως δεν είναι σε θέση και πάντως είναι αναρμόδιος να εκτιμήσει τις άμεσες και έμμεσες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν από την απόφασή του ούτε βέβαια να κρίνει το ζήτημα, από πού θα αντληθούν οι πόροι για να καλυφθούν τα επιδικαζόμενα τεράστια ποσά (με δανεισμό, δηλαδή με αύξηση του δημόσιου χρέους; Με επιπλέον φόρους;). Η αρμοδιότητα αυτή δεν ανήκει στους δικαστές, αλλά στην πολιτική εξουσία. Αυτή ασκεί τη συνταξιοδοτική και μισθολογική, εν γένει τη δημοσιονομική πολιτική. Τέτοιες αποφάσεις είναι εκτός δικαιοδοσίας της δικαστικής εξουσίας, τουλάχιστον όταν πρόκειται για κατάδηλες περιπτώσεις πλήρους ανατροπής της δημοσιονομικής πολιτικής της νομοθετικής ή εκτελεστικής εξουσίας. Οι δημοσιονομικές αποφάσεις συχνά δεν αποτελούν ένα μόνο τεχνικό ταμειακό θέμα, αλλά αφορούν μακράς πνοής οικονομική και κοινωνική πολιτική και μπορεί να βλάπτουν (ή και να ωφελούν) το δημόσιο συμφέρον. Άρα το δημοσιονομικό μπορεί να εμπίπτει πλήρως στο δημόσιο συμφέρον (σε αντίθεση με το ενίοτε υποστηριζόμενο ότι το δημοσιονομικό είναι κάτι πάντοτε διαφορετικό από το δημόσιο συμφέρον).

 

VIIΙ. Η επιείκεια πέραν του δικαίου

Έρχομαι τώρα στην τελευταία ενότητα της ομιλίας μου, στη σημασία της δικαιοσύνης ως επιείκειας πέραν του δικαίου.

Και πάλι θα ανατρέξω στον Σταγειρίτη. Σε αντίθεση με τον δάσκαλό του, τον Πλάτωνα, ο οποίος εσωτερικοποιεί τη δικαιοσύνη[70] (απαιτεί δηλαδή και το θεωρεί επαρκές, για να είναι κανείς δίκαιος, να γίνει κύριος του εαυτού του, φίλος του εαυτού του), ο Αριστοτέλης θεωρεί τη δικαιοσύνη ως την «τελείαν αρετήν». Και επεξηγεί: «Ο έχων αυτήν και προς έτερον δύναται τῇ αρετῇ χρήσθαι, αλλ’ ου μόνον καθ’ αυτόν· πολλοί γαρ εν μεν τοις οικείοις τη αρετή δύνανται χρήσθαι, εν δε τοις προς έτερον αδυνατούσι» και επιλέγει «η δικαιοσύνη μόνη των αρετών, ότι προς έτερον εστίν άριστος δε ουχ ο προς αὑτον τῆ αρετῆ, αλλ’ ο προς έτερον»[71]. Η δικαιοσύνη συνεπώς υπάρχει και για τους άλλους. Η συμπεριφορά μας προς τον έτερο δείχνει αν πράγματι είμαστε δίκαιοι. Και στον διάσημο ύμνο της αγάπης του Αποστόλου Παύλου συναντούμε την αποδοκιμασία εκείνου που ζητεί μόνο «τα εαυτού», δηλαδή το συμφέρον του, τις δικές του μόνο υποθέσεις και «φυσιούται» και «περπερεύεται» γύρω από τον εαυτό του[72].

Στη δικαιοσύνη λοιπόν εμπεριέχεται ο φιλάλληλος και κοινωνικός χαρακτήρας και σ’ αυτό έγκειται η αξία της και στον πέρα από το δίκαιο χώρο. Είναι η δικαιοσύνη ως επιείκεια. Τούτο, το προς έτερον, το έδειξαν εμπράκτως  στη σκηνή με τον δικό τους τρόπο οι αρχαίοι τραγικοί μας.

Ο Αισχύλος, λίγα μόλις χρόνια μετά τους νικηφόρους περσικούς πολέμους (το 472 π.Χ.), ανεβάζει τους «Πέρσες» στο θέατρο του Διονύσου με αντικείμενο τη θριαμβευτική για τους Έλληνες ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.), αλλά από την πλευρά του εχθρού, των ηττημένων. Στα στόματά τους έβαλε ο ποιητής την περιγραφή των γεγονότων. Θρηνεί η Άτοσσα, μητέρα του ηττημένου Ξέρξη, θρηνεί ο χορός τη συμφορά που έπληξε την περσική χώρα. Πόσο σεβασμό και κατανόηση για τον ηττημένο δείχνει η ποιητική ανάδειξη του ανθρώπινου δράματος που εκτυλίσσεται, η παρουσίασή του ενώπιον των δικαιολογημένα υπερήφανων για τους πολεμικούς θριάμβους τους Αθηναίων κατά εκείνων που τους ονόμαζαν βαρβάρους.

Η κατανόηση του άλλου γίνεται ύμνος και στις Τρωάδες του Ευριπίδη. Η τραγωδία αυτή ανέβηκε το 415 π.Χ., μεσούντος του πελοποννησιακού πολέμου και μάλιστα ένα χρόνο μετά την ολοκληρωτική καταστροφή της ουδέτερης στον πόλεμο αυτόν Μήλου από τους Αθηναίους, οι οποίοι θανάτωσαν όλους τους άνδρες της Μήλου και πήραν σκλάβους τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Πώς αντιμετωπίζει ο Ευριπίδης στην τραγωδία αυτή το έγκλημα των συμπατριωτών του κατά των Μηλίων, των συμπατριωτών του που ετοιμάζονται μάλιστα για νέα πολεμική εκστρατεία κατά της Σικελίας; Με έμμεσο τρόπο ελέγχει τη σύγχρονή του πολιτική της Αθήνας, παρουσιάζοντας το δράμα των γυναικών των ηττημένων από τους Αχαιούς Τρώων μετά την άλωση της Τροίας. Φέρνει κοντά στον θεατή τον θρήνο της Εκάβης, την έκσταση της Κασσάνδρας, τον πόνο της Ανδρομάχης, που δεν έχασε μόνο τον άνδρα της (τον Έκτορα), αλλά βιώνει και την αρπαγή του παιδιού της (του Αστυάνακτα) από την αγκαλιά της για να το σκοτώσουν, κατακρημνίζοντάς το από τα τείχη της Τροίας στην πιο συγκλονιστική στιγμή του έργου. Απομυθοποιεί έτσι ο Ευριπίδης στα μάτια των Αθηναίων τη δόξα και τον θρύλο των νικητών της Τροίας, των Αχαιών, υποκινώντας τη συνείδησή τους για τα όσα οι ίδιοι τώρα έπρατταν ή σχεδίαζαν.

Και η κατάληξή μου, για να επανέλθω στον πεζό, μη ποιητικό λόγο: Η δικαιοσύνη και η επιείκεια και στον πέραν του δικαίου χώρο είναι η «αρετή προς έτερον». Απαιτεί τη θεώρηση και της οπτικής του άλλου, όχι αναγκαίως για να τη δεχθούμε, αλλά για να την κατανοήσουμε. Και η θεώρηση αυτή σημαίνει, βέβαια, περαιτέρω και στήριξη του άλλου, όταν χρειάζεται, σημαίνει αυτό που επιτάσσει η διάταξη του Συντάγματός μας, όταν αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής αλληλεγγύης. Η δίκαιη αυτή συμπεριφορά του πολίτη, του ατόμου γενικότερα αφορά όλες τις σχέσεις του, τις προσωπικές, τις κοινωνικές, ακαδημαϊκές, επαγγελματικές, συναδελφικές, προς υφιστάμενο, προς προϊστάμενο, τις πολιτικές σχέσεις, αλλά και τις διακρατικές, διεθνείς, διαπολιτισμικές, διαθρησκευτικές και όποιες άλλες ανθρώπινες, ατομικές ή συλλογικές, σχέσεις.

 

* Η μελέτη αυτή στηρίζεται (εδώ εμπλουτισμένη και με υποσημειώσεις) στην ομιλία του σ. κατά την επίσημη ανάληψη των καθηκόντων ως Προέδρου της Ακαδημίας Αθηνών στις 12.1.2023.

[1] «Πολλά μεν δη το πράον επιεικές του αυθάδους δικαίου προκρίνοντες, πολλά δε νόμου ακριβείας λόγων ορθότητα». Βλ. DielsKranz, Οι Προσωκρατικοί- Οι Μαρτυρίες και τα Αποσπάσματα, Τόμ. Β΄, επιμ. Β. Κύρκου, 2007, Κεφ. 82 (Γοργίας), σ. 550· Σκουτερόπουλο, Η Αρχαία Σοφιστική, 1991, σ. 210.

[2] Ηθ. Νικ. 1137 a – 1137b (βλ. ειδικά 1137 b, στίχ. 14 επ. βλ. επίσης Ρητορική, 1374 a, στίχ. 26 επ.: «Έστι δε επιεικές το παρά τον γεγραμμένον νόμον δίκαιον».

[3] Ηθ. Νικ. 1137 b, στίχ. 12-13.

[4] Βλ. Ρητορική, 1374 a, στιχ. 26-27.

[5] Ηθ. Νικ. 1137 b, στίχ. 31-32: «Η φύσις του επιεικούς επανόρθωμα νόμου εστίν, ᾗ  ελλείπει δια το καθόλου».

[6] Ρητορική, 1374 α, στίχ. 34: «υπολείποι γαρ ο αιών διαριθμούντα».

[7] Τρωιάνος/Βελισσαροπούλου-Καράκωστα, Ιστορία Δικαίου, 3η έκδ., 2002, §21, σ. 57.

[8] Ρητορική, 1374 b, στίχ. 18-21: Επιεικές είναι «το εις δίαιταν [δηλαδή διαιτησία] μάλλον ή εις δίκην βούλεσθαι ιέναι· ο γαρ διαιτητής το επιεικές ορά, ο δε δικαστής τον νόμον· και τούτου ένεκα διαιτητής ευρέθη, όπως το επιεικές ισχύη».

[9] Ηθ. Νικ., 1134 b, 18 επ. – βλ. και Ρητορική 1368 b, 7-9, 1373 b 2-9.

[10] Ηθ. Νικ., 1131-1132.

[11] Ηθ. Νικ., ιδίως 1131 α, 10 επ.

[12] Ηθ. Νικ. 1137 b, στίχ. 27 b – βλ. και παρακ. υπό V.

[13] Ηθ. Νικ., 1095 α, στίχ. 36.

[14] Βλ. και παρακ. σημ. 28 σχετικά με το εύρος της επιείκειας στον Αριστοτέλη.

[15] Κατά τον Παπινιανό (Dig. 1.1.7 § 1) «Ιus praetorium est quod praetores introduxerunt adjuvandi vel supplendi vel corrigendi juris civilis gratia propter utilitatem publicam. Quod et honorarium dicitur ad honorem praetorum sic nominatum».

[16] Εξ ου και ius praetorium. O όρος ius honorarium δόθηκε κατά τον Παπινιανό, βλ. προηγ. σημ., «ad honorem praetorum”.

[17] Βλ. Max Kaser, Das Römische Privatrecht, 1ος τόμ., 2η έκδ.., 1971, § 48 Ι (σ. 195) και ιδίως § 51 Ι 1-5 (σ. 205 επ.).

[18] Λιτζερόπουλου, Εισηγήσεις Ρωμαϊκού Δικαίου, 1942, επανέκδ. 2000, § 108 (σ. 88).

[19] Το δίκαιο των χωρών της Ηπειρωτικής Ευρώπης είναι για τους Άγγλους το Civil Law, στο οποίο αντιπαρατίθεται το δικό τους Common Law.

[20] Βλ. σχετικώς Kiralfy, The English Legal System, 5η έκδ., 1973· Keeton and Sheridan, Equity, 1970.

[21] Ο «αναφορικός νόμος» (lex citationis) που εξέδωσαν οι αυτοκράτορες Θεοδόσιος Β΄ και  Ουαλεντιανός Γ΄ το έτος 426 μ.Χ., για να λύσουν το θέμα της ανασφάλειας δικαίου από αντιφατικές μεταξύ τους απόψεις των κλασικών Ρωμαίων νομικών, προέβλεψε τη δεσμευτικότητα των γνωμοδοτήσεων των εξής πέντε νομομαθών (τους οποίους προφανώς ο αναφορικός νόμος θεωρούσε ως τις μεγαλύτερες αυθεντίες), του Παπινιανού, του Παύλου, του Γάιου, του Ουλπιανού και του Μοδεστίνου και, σε περίπτωση αντίφασης μεταξύ τους, του Παπινιανού (βλ. Τρωιάνο/Βελισσαροπούλου-Καράκωστα, ό.π., §118, σ. 133 επ.).

[22] Βλ. α.ά. Max Kaser, ό.π., Τομ. II, β’ έκδ., 1975, §197, σ. 60 επ.

[23] Βλ. και Kaser, ό.π.

[24] Βλ. παραπ. σημ. 20.

[25] Σημειωτέον ότι η αριστοτέλεια διάκριση μεταξύ διαιτησίας, όπου εφαρμόζεται η επιείκεια, και δικαστή ο οποίος εφαρμόζει τον νόμο, δεν ισχύει πλέον. Δικαστής και διαιτητής εφαρμόζουν το ίδιο δίκαιο, στο οποίο είναι ενσωματωμένες οι αρχές της επιείκειας.

[26] Γι’ αυτή την αντιδιαστολή βλ. Ν. Παρασκευόπουλο, Οι μέλισσες και οι λύκοι, 2016, σ. 93.

[27] Γι’ αυτό και σωστά ο ισχύων Ποινικός Κώδικας άλλαξε τον τίτλο του συναφούς άρθρου 187 Γ ΠΚ από «Μέτρα επιείκειας» σε «Ευνοϊκά μέτρα», αφού αυτό εισφέρει κίνητρα αντεγκληματικών επιλογών για το μέλλον και όχι δίκαιη κρίση. Στενότερη είναι και η έννοια της επιείκειας (ως «ευνοϊκού μέτρου») π.χ. στις ειδικές περιπτώσεις των ΑΚ 1393, 1394, 1442.

[28] Ο Αριστοτέλης, βέβαια, εκτός από την παραπάνω ευρεία έννοια, που καλύπτει επιπλέον και μια αρετή (επιεικής ως αντίθετο του φαύλος), έχει συλλάβει και μια στενότερη: Την επιείκεια ως διόρθωση της ακαμψίας του γενικεύοντος νόμου κατά την εφαρμογή του και την επαφή του με τις περιστάσεις συγκεκριμένης περίπτωσης. Βλ. Ν. Παρασκευόπουλο, ό.π., σ. 98. Για την έννοια της επιείκειας στον Αριστοτέλη βλ., μ.ά., και Κουράκη, Κοινωνική Δικαιοσύνη και Αντεγκληματική Πολιτική, 2023, σ. 164 επ.· Προκ. Παυλόπουλου, Παρατηρήσεις για την επικαιρότητα της θεωρίας του Αριστοτέλους περί επιείκειας στο πεδίο του σύγχρονου Δημ. Διεθν. Δ., ΕφημΔΔ 2021, σ. 798 επ.

[29] Πολιτεία, 367 b, 3-4· Το ίδιο είπε ο Πλάτων και για την αδικία ως κακό καθεαυτό.

[30] Η επιείκεια είναι που εξοβελίζει το «dura lex sed lex».

[31] Πολιτεία, 473 d: «Εάν μη οι φιλόσοφοι βασιλεύουσιν εν ταις πόλεσι ή οι βασιλείς τε νυν λεγόμενοι και δυνάσται φιλοσοφήσωσι γνησίως τε και ικανώς, και τούτο εις ταυτόν ξυμπέση, δύναμίς τε πολιτική και φιλοσοφία ουκ έστι κακών παύλα ταις πόλεσι». Πώς θα βρεθούν όμως οι άριστοι για να κυβερνήσουν; Ο Bertrand Russel (History of Western Philosophy, Rootledge Classics, London and New York, έκδ. 2004, § 13 in fine, σ. 110) απαντά στον Πλάτωνα ως εξής: «Το πρόβλημα να βρεθεί ένας αριθμός σοφών ανθρώπων, για να αφεθεί η διακυβέρνηση σ’ αυτούς, είναι ένα άλυτο πρόβλημα. Αυτή είναι η τελική δικαίωση της δημοκρατίας» («That is the ultimate reason for democracy»).

[32] Πλάτων, Νόμοι 9, 876·11, 934b.

[33] Ηθ. Νικ. 1131 b in fine – 1132 α.

[34] Βλ. και Αριστοτέλους «Ρητορική», 1354 b, στίχ. 5 επ.: «ανάγκη επί τοις κριταίς καταλείπειν· ου γαρ δυνατόν τον νομοθέτην προϊδείν».

[35] Πολιτικά, 1287 α, στίχ. 24 επ. «Αλλά μην όσα γε μη δοκεί δύνασθαι διορίζειν ο νόμος, ουδ’ άνθρωπος αν δύναιτο γνωρίζειν. Αλλ’ επίτηδες παιδεύσας ο νόμος εφίστησι τα λοιπά τη δικαιοτάτη γνώμη κρίνειν και διοικείν τους άρχοντας, έτι δ’ επανορθούσθαι δίδωσιν ό,τι αν δόξη πειρωμένοις άμεινον είναι των κειμένων». Όπως διευκρινίζει ο Μαριδάκης, Σκέψεις επί της θεωρίας του Αριστοτέλους περί επιεικείας, Ξένιον Ζέπου, Ι τόμος, 1973, σ. 271 επ., άρχοντες είναι στην ουσία οι δικαστές.

[36] Την ουσιαστική δικαιοσύνη και άρα την επιείκεια υπηρετεί π.χ. ο νομοθέτης με ειδικούς προστατευτικούς νόμους, όπως οι εργατικοί νόμοι, οι ενοικιοστασιακοί, οι νόμοι για την προστασία του καταναλωτή και άλλοι νόμοι που αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση συμφερόντων των κοινωνικά ασθενέστερων τάξεων. Οι περιπτώσεις αυτές είναι ευνόητες και δεν χρειάζεται περισσότερη ανάλυση.

[37] Στον αγγλοσαξονικό χώρο γίνεται λόγος για hard cases. Ο Αμερικανός φιλόσοφος του δικαίου Ronald Dworkin (ήταν καθηγητής στην Οξφόρδη) υποστήριξε ότι η λύση σ’ αυτές τις περιπτώσεις  απαιτεί ένα Δικαστή-Ηρακλή. Αλλά δεν χρειάζεται υπερβολές. Ο δικαστής οφείλει μόνο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να προσπαθεί πάντοτε να πείθει για την τελική του κρίση με εμπεριστατωμένη αιτιολόγησή της.

[38] Ηθ. Νικ. 1137 b, στίχ. 27 επ.

[39] Μαριδάκης, ό.π., σ. 292 επ.· βλ. και Παπανικολάου, Μεθοδολογία του Ιδιωτικού Δικαίου, 2000, αρ. 363, σημ. 72.

[40] Η. Reichel, Gesetz und Richterspruch-Zur Orientierung über Rechtsquellen- und Rechtsanwendungslehre der Gegenwant, 1915, σ. 106.

[41] Ό.π. σ. 293.

[42] Αναλογία νόμου ή αναλογία δικαίου, αντίστοιχα.

[43] Οι αξιολογήσεις για τη διαπίστωση και πλήρωση του κενού αντλούνται από τον νόμο ή το υποσύστημα ή το ευρύτερο σύστημα ή και από τη συνολική έννομη τάξη, δηλαδή από το ρυθμιστικό πεδίο όπου διαπιστώνεται το κενό. Βλ. για τις εν λόγω διακρίσεις Δωρή, Σκέψεις για τη διαπίστωση και πλήρωση των κενών στο δίκαιο, ΧρΙΔ 2003, 577 επ. (601).

[44] Βέβαια, σε πολλές περιπτώσεις κενών δικαίου, ο δικαστής δεν χρειάζεται να πρωτοτυπήσει ούτε να κοπιάσει, διότι μπορεί να επαναλάβει την ήδη διαμορφωμένη από πριν, με άσκηση δικαιοπλαστικής εξουσίας, νομολογία, αν πρόκειται για ήδη γνωστά κενά. Οσάκις όμως ανακύπτουν νέα κενά (είτε σε νέες νομοθετικές ρυθμίσεις είτε άγνωστα κενά σε παλαιές ρυθμίσεις), διανοίγεται πεδίο άσκησης δικαστικής δημιουργίας. Ο δικαστής και δικαιούται και οφείλει τότε να τάμει νέες οδούς, με τη βοήθεια και ενίσχυση από τη θεωρία.

[45] Βλ. Πανταζόπουλο, Το δια της Επαναστάσεως του 1821 θεσπισθέν δίκαιον και οι Έλληνες Νομικοί, 2η έκδ., 1972, σ. 62.

[46] Η γενική αυτή ρήτρα έχει κατά το πνεύμα της τέτοιο εύρος, ώστε να καλύπτει όλους τους κλάδους του δικαίου. Ο Κ. Τριανταφυλλόπουλος (Αρμ. 1963, 472 επ.) ορθώς παρατηρεί ότι η ρήτρα για την καλή πίστη είμαι η πλέον αρχαία, γνωστή και εφαρμοζόμενη από τους Ρωμαίους Πραίτωρες.

[47] Βλ. προηγ. σημ.

[48] Βλ. παραπ. υπό Ι 2.

[49] Βλ. Σταθόπουλο, ΓενΕνοχΔ, 2018 §5 αρ. 68α

[50] Όπως εύστοχα τονίζει η πρόσφατη απόφαση του ΑΠ 155/2022 το συμφέρον του τέκνου «προσδιορίζεται εξατομικευμένα με αναφορά σε συγκεκριμένο εκάστοτε παιδί και τις ανάγκες του…αφού ληφθούν υπόψη όλες οι σχέσεις και οι περιστάσεις», άρα δεν προσδιορίζεται με νομοθετικούς ορισμούς, αφού ο νομοθέτης δεν μπορεί να γνωρίζει τις συγκεκριμένες ατομικές ανάγκες και περιστάσεις.

[51] Δημοσ. ΝΟΜΟΣ.

[52] Δημοσ. ΝΟΜΟΣ.

[53] ΝοΒ 2015, 1696.

[54] Βλ. Κ. Τριανταφυλλόπουλου, Η ελευθέρα ερμηνεία του δικαίου, 1916 (ανατύπωση στα Άπαντα Κ. Τριανταφυλλόπουλου, έκδ. Ακαδημίας Αθηνών, 2009, τόμ. Β΄1, σ. 83 επ.).

[55]  Βλ. Λιτζερόπουλου, Η νομολογία ως παράγων διαπλάσεως του ιδιωτικού δικαίου, 1932-1935.

[56] Βλ. Απ. 49/1904, Θέμ. ΙΕ΄425·490/1904, Θέμ. ΙΣΤ 323· ΕφΑθ 736/2010, Θέμ. ΚΒ΄ 343·173/1930, Θέμ. ΜΑ΄ 813· ΕφΠατρ 755/1903, Θέμ. ΙΣΤ 45·287/1904, ΙΣΤ 348.

[57] Λιτζερόπουλος, ό.π., σ. 9 επ.

[58] Βλ. την, παρόμοια προς την αριστοτέλεια, διατύπωση του Κ. Τριανταφυλλόπουλου, Η ικανοποίησις δι’ ηθικήν βλάβην κατά τον Αστικόν Κώδικα, ΝΔικ 1950, 1 επ. (5, β΄ στήλη), ο οποίος, ερμηνεύοντας την έκφραση της ΑΚ 59 «το δικαστήριον δύναται» ως νοούσα στην ουσία «υποχρεούται», εφόσον διαπιστωθεί ηθική βλάβη, επεξηγεί ότι ο δικαστής εδώ θα ενεργήσει «όπως θα έπραττεν ο ίδιος ο νομοθέτης αν επρόκειτο διά νόμου να τάμη την συγκεκριμένην ταύτην διαφοράν». Βλ. επίσης, Απ. Γεωργιάδη, Η περαιτέρω διάπλαση του δικαίου από τον δικαστή, ΧρΙΔ 2020, 3 επ. (11).

[59] ΕφημΔΔ 2022, 417 επ.

[60] Η πέραν του ευλόγου καθυστέρηση της επαναξιολόγησης ελέγχεται δικαστικώς: Βλ. την πιο πρόσφατη ΣτΕ 2332/2022.

[61] Κατά τον Π. Παπανικολάου, Μεθοδολογία του ιδιωτικού δικαίου, 2000, αρ. 51, στις περιπτώσεις αυτές το ερμηνευτικό ζήτημα δεν μπορεί να δαμασθεί μεθοδολογικώς (ή, θα προσθέταμε, μπορεί πολύ δύσκολα να δαμασθεί).

[62] Βλ. π.χ. Dig. 4, 8, 13 § 4 (Ulpian) και 42, 1 36 (Paulus).

[63] Ό.π. (σημ. 54), σ. 107 του τόμου (σ. 21 της μελέτης).

[64] Βλ. Λιτζερόπουλο, ό.π., σ. 101.

[65] Και αυτό προφανώς εννοούσε και ο Λιτζερόπουλος.

[66] Βλ. και Παπανικολάου, ό.π., αρ. 390 επ. (396).

[67] Βλ. άρθρ. 100 §4 Συντ. Φυσικά το ίδιο ισχύει και για την πλήρωση κενών δικαίου. Η σχετική δικαστική απόφαση δεν θεσπίζει νόμο, αλλά ισχύει μόνο μέσα στα όρια του δημιουργούμενου δεδικασμένου. Βλ. Δωρή, ό.π., σ. 601. Άλλο το ότι η πάγια νομολογία ανωτάτων δικαστηρίων μπορεί να δημιουργήσει συνείδηση δικαίου και επομένως εθιμικό δίκαιο.

[68] Πρβλ. για τα όρια της δικαιοπλαστικής εξουσίας του δικαστή Απ. Γεωργιάδη, ό.π., σ. 8 επ.

[69] Πρβλ. Σταθόπουλο, Μελέτες I, 2007, σ. 826 επ., 839 επ., 861 επ.

[70] Πολιτεία, 443 d: «η δικαιοσύνη ου περί την έξω πράξιν [την αυτού], αλλά περί την εντός [ως αληθώς] περί εαυτόν και τα εαυτού …».

[71] Ηθ. Νικομ. 1129 b – 1130 a.

[72] Αποστόλου Παύλου Α΄ προς Κορινθίους επιστολή, κεφ. 13.

Η αξία της τεκμηριωμένης διακυβέρνησης

Δρ. Απόστολος Ι. Παπατόλιας, Συντονιστής Κύκλου Δημόσιας Διοίκησης Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών (ΕΝΑ), πρ. Νομάρχης

Η έννοια της «προοδευτικής διακυβέρνησης» συνδέεται εξ ορισμού με τη διαμόρφωση θεσμών και πολιτικών χάριν της κοινωνικής συνοχής και της δίκαιης ανάπτυξης. Το Κράτος, μέσα από τη συνάντηση δύο μεγάλων ιστορικών ρευμάτων –του δημοκρατικού και του σοσιαλιστικού– αναδείχθηκε, έτσι, σε βασικό εργαλείο κοινωνικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων για την προαγωγή του δημοσίου συμφέροντος.

Ενώ, όμως, σε επίπεδο ορισμών τα πράγματα μοιάζουν απλά, το «προοδευτικό Κράτος» παραμένει μια εξόχως αφηρημένη έννοια, στο επίπεδο, κυρίως, των ιδεολογικών προθέσεων. Πώς, αλήθεια, θα μπορούσε να αξιολογηθεί μια «προοδευτική δράση» με συγκεκριμένους δείκτες απόδοσης και ικανοποίησης των πολιτών ή με την εκπλήρωση κάποιας στοχοθεσίας; Μια τέτοια αξιολόγηση παραπέμπει πρωτίστως στην έννοια ενός «αποτελεσματικού Κράτους», που επιτυγχάνει να εφαρμόζει τους νόμους και τις πολιτικές του, μέσα από την αποδοτική χρήση των διαθέσιμων μέσων και πόρων.

Ωστόσο, ούτε η επιλογή των μέσων για την εκπλήρωση της κρατικής αποστολής συνιστά καθαρά τεχνική υπόθεση, καθώς και αυτή επηρεάζεται από ιδεολογικές και αξιακές προτιμήσεις. Όταν, για παράδειγμα, ο τρόπος διαμόρφωσης των πολιτικών γίνεται με τη συμμετοχή εκπροσώπων των πολιτών και ο έλεγχος της εφαρμογής τους συνδυάζεται με πρακτικές κοινωνικής λογοδοσίας, τότε κάνουμε λόγο για συμμετοχικό, διαφανές και δημοκρατικό Κράτος. Όταν, αντιθέτως, οι δημόσιες επιλογές διαμορφώνονται αποκλειστικά «από τα πάνω προς τα κάτω», χωρίς τη συμπεριληπτική συμμετοχή των stake holders, έχουμε ένα συγκεντρωτικό Κράτος, που εύκολα εκτρέπεται σε αυταρχικό και αντιδημοκρατικό (περίπτωση υποκλοπών). Όταν, μάλιστα, τα ολιγαρχικά χαρακτηριστικά των κομμάτων εξουσίας συναντούν τα αρρύθμιστα κυκλώματα του πρωθυπουργοκεντρισμού και η έλλειψη θεσμικών αντιβάρων συνδυάζεται με την προσωποπαγή διακυβέρνηση, τότε η λειτουργία του Κράτους διαφεύγει από κάθε έλεγχο ή λογοδοσία.

Μια προοδευτική και συνάμα αποτελεσματική διακυβέρνηση οφείλει, αντιθέτως, να περιορίζει τα  συγκεντρωτικά και αντιπαραγωγικά στοιχεία και να προωθεί ένα πιο συμμετοχικό μοντέλο κρατικής λειτουργίας. Αυτή η πολλαπλή μεταρρύθμιση του Κράτους  (οργανωτική, λειτουργική, χωρική, γνωστική, τεχνολογική, αξιακή) δεν νοείται χωρίς ισχυρούς θεσμούς αποκέντρωσης και αναβαθμισμένες ρυθμιστικές λειτουργίες, που θα εγγυώνται τον δημοκρατικό έλεγχο της αγοράς και την προστασία των δημόσιων αγαθών εν όψει των ραγδαίων ανακατατάξεων της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης.

Στην περίπτωση, ωστόσο, του ελληνικού Κράτους, του οποίου οι «γενετικές» παθογένειες (πχ. πελατειασμός) επιτείνονται από ένα «δυναστικό» πολιτικό σύστημα, μια ισχνή Κοινωνία Πολιτών και μια αδύναμη επιχειρηματική τάξη, η «διοικητική μεταρρύθμιση» φαντάζει ιδιαίτερα πολύπλοκη άσκηση. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, σίγουρα δεν αρκούν η γενναία πολιτική βούληση και οι τολμηρές νομοθετικές πρωτοβουλίες για να επιτευχθούν φιλόδοξα μεταρρυθμιστικά σχέδια.  Η διεθνής και η εγχώρια πολιτική ιστορία βρίθουν από παραδείγματα καλών προθέσεων που ατύχησαν στην πράξη, επειδή ο μεταρρυθμιστικός ζήλος υποτίμησε τον ρόλο των «τεχνικών ζητημάτων» και επέβαλε τη νομοθέτηση τολμηρών αλλαγών, χωρίς, όμως, να έχουν προηγηθεί η ουσιαστική διαβούλευση, η τεκμηρίωση και το επιχειρησιακό σχέδιο για την υλοποίησή τους.

Εν τέλει, η νέα προοδευτική διακυβέρνηση ή θα είναι «τεκμηριωμένη» και «εμπεριστατωμένη»  ή δεν θα μπορέσει να υπάρξει. Μια διακυβέρνηση βασισμένη σε «στοιχεία και αποδείξεις» που διαφωτίζουν τους όρους διαμόρφωσης των πολιτικών και εγγυώνται την εφαρμογή τους, όχι μόνο δεν συνιστά τεχνοκρατική παρέκκλιση, αλλά ανταποκρίνεται πλήρως στο «προοδευτικό» ιδεώδες. Ενώ, την ίδια στιγμή, αφοπλίζει και όλους εκείνους που αναμασούν τη γνωστή κριτική περί «ελαττωματικής φύσης» των προοδευτικών προγραμμάτων…

 

 

 

To Predator και τα προσωπικά δεδομένα. Οι πολλαπλές παραβιάσεις της εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας και τα πρακτικά και νομικά προβλήματα για την εφαρμογή της

Σπύρος Μακρής, Νομικός σύμβουλος για θέματα δικαίου πληροφορικής, Master 2 Université Paris 1 Pathéon - Sorbonne

Τον Δεκέμβριο του 2021, έρευνα του εργαστηρίου Citizen Lab του Πανεπιστημίου του Τορόντο αποκαλύπτει την πιθανή ύπαρξη πελατών του κατασκοπευτικού λογισμικού Predator στην Ελλάδα[1]. Τον Ιούλιο του 2022, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ καταγγέλλει στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ότι το κινητό του τηλέφωνο έχει μολυνθεί από το κακόβουλο λογισμικό μετά από ευρήματα της υπηρεσίας πληροφορικής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ήδη από τον Απρίλιο, δημοσίευμα του Inside Story είχε αναφέρει την παρακολούθηση του κινητού τηλεφώνου του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη μέσω του Predator[2]. Τους επόμενους μήνες, η δημοσιογραφική έρευνα αποκαλύπτει παρακολούθηση δεκάδων πολιτών μέσω του λογισμικού[3]. Τα ευρήματα του Citizen Lab επιβεβαιώνονται σε δεύτερο χρόνο και από τεχνικές αναλύσεις της Meta και της Google[4].

Η κυβέρνηση αρνείται οποιαδήποτε ανάμειξη κρατικών αρχών στην αγορά και χρήση του Predator, ωστόσο η Επιτροπή Pega του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που ερευνά την υπόθεση[5] θεωρεί δεδομένο ότι χειριστής του Predator είναι η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) ή άλλη κρατική ή ιδιωτική οντότητα που δρα υπό της εντολές της.

Τους τελευταίους μήνες έχουν αναλυθεί διεξοδικά οι πολιτικές, πολιτειακές, συνταγματικές και ποινικές πτυχές τόσο των επισυνδέσεων της ΕΥΠ για υποτιθέμενους λόγους εθνικής ασφάλειας όσο και των παρακολουθήσεων μέσω του Predator.

Η παρούσα ανάλυση θα περιορισθεί στα όσα αφορούν τυχόν παραβάσεις της νομοθεσίας ως προς την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Θα εξετάσουμε δηλαδή την εφαρμογή του Κανονισμού 2016/679[6] (του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων, εφεξής του ΓΚΠΔ) και του νόμου 4624/2019[7] στην συλλογή και επεξεργασία δεδομένων μέσω του Predator, είτε αυτή τελείται από κρατική αρχή είτε από ιδιώτη.

Οι παρακολουθήσεις πολιτών μέσω Predator εμπίπτουν στο ουσιαστικό και εδαφικό πεδίο εφαρμογής του ΓΚΠΔ και του νόμου 4624/2019, την εφαρμογή των οποίων ελέγχει η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ). Ωστόσο, η εφαρμογή της νομοθεσίας προσκρούει στα εξής εμπόδια :

  • Πρώτον, δεν έχει εντοπισθεί ο χειριστής του Predator, ο οποίος ως υπεύθυνος επεξεργασίας αποτελεί το υποκείμενο των υποχρεώσεων της νομοθεσίας για την προστασία προσωπικών δεδομένων. Η ΑΠΔΠΧ διεξάγει ήδη έρευνες για την ταυτοποίησή του. Ο πρόσφατος έλεγχος της εταιρείας Intellexa Α.Ε. δεν απέδωσε καρπούς λόγω μη συνεργασίας της εταιρείας.
  • Δεύτερον, αν υπεύθυνος επεξεργασίας είναι η ΕΥΠ, όπως προκύπτει από την δημοσιογραφική έρευνα, η ΑΠΔΠΧ έχει αποκλειστεί από τον έλεγχό της, κι αυτό παρότι η ΕΥΠ είναι υποχρεωμένη από τον νόμο να τηρεί τη νομοθεσία για τα προσωπικά δεδομένα. Τίθεται ζήτημα συμβατότητας αυτού του περιορισμού των αρμοδιοτήτων της ΑΠΔΠΧ όχι μόνον με το άρθρο 57 του ΓΚΠΔ αλλά και με το άρθρο 9Α του Συντάγματος, με το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και με το άρθρο 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
  • Τρίτον, αν υπεύθυνος επεξεργασίας είναι η ΕΥΠ, ο νομοθέτης έχει περιορίσει σε τέτοιο βαθμό το δικαίωμα ενημέρωσης των υποκειμένων της επεξεργασίας, ώστε να καθίσταται σχεδόν αδύνατη η αποτελεσματική άσκηση του. Παράλληλα, τα υπόλοιπα δικαιώματα που προβλέπονται από τον ΓΚΠΔ, όπως το δικαίωμα διαγραφής και το δικαίωμα περιορισμού της επεξεργασίας, δεν μπορούν να ασκηθούν. Πέρα από ζητήματα συνταγματικότητας και συμβατότητας με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, ο περιορισμός αυτός δεν φαίνεται να είναι συμβατός με το άρθρο 23 του ΓΚΠΔ.

 

  1. I. H παγίδευση κινητών τηλεφώνων μέσω του Predator συνεπάγεται επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων

Το Predator είναι εργαλείο παρακολούθησης που προσφέρει στον χειριστή του πλήρη και συνεχή πρόσβαση στην κινητή συσκευή του στόχου[8]. Επιτρέπει στον χειριστή του να αποσπά κωδικούς πρόσβασης, αρχεία, φωτογραφίες, το ιστορικό περιήγησης στο διαδίκτυο, επαφές και πληροφορίες για την κινητή συσκευή. Δίνει επίσης τη δυνατότητα στον χειριστή του να τραβάει στιγμιότυπα οθόνης, να καταγράφει τις καταχωρήσεις του χρήστη, να ενεργοποιεί το μικρόφωνο και την κάμερα της συσκευής και να καταγράφει τα μηνύματα κειμένου που αποστέλλονται ή λαμβάνονται, καθώς και τις εισερχόμενες και εξερχόμενες κλήσεις[9].

Το κακόβουλο λογισμικό δίνει δηλαδή πρόσβαση στο σύνολο των δεδομένων που αποθηκεύονται ή μεταφέρονται μέσω του κινητού τηλεφώνου του στόχου και συνεπώς σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτά ορίζονται από το άρθρο 4, περ. 1 του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων[10].

Η πρόσβαση δε στο σύνολο των δεδομένων της συσκευής του στόχου συνεπάγεται την ενδεχόμενη πρόσβαση σε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, όπως αυτά ορίζονται από το άρθρο 9 του ΓΚΠΔ[11]. Το Predator μπορεί δηλαδή να δώσει πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με την υγεία του στόχου, τις πολιτικές του πεποιθήσεις, τις σεξουαλικές του προτιμήσεις ή ακόμα και σε βιομετρικά δεδομένα, όπως τα δαχτυλικά του αποτυπώματα που ξεκλειδώνουν το κινητό.

Κάθε πράξη που πραγματοποιείται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα συνιστά επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτή ορίζεται από το άρθρο 4, περ. 2 του ΓΚΠΔ και συνεπάγεται την εφαρμογή του ΓΚΠΔ και του νόμου 4624/2019[12], εφόσον η επεξεργασία εμπίπτει στο ουσιαστικό και το εδαφικό πεδίου εφαρμογής τους.

 

ΙΙ. Οι παρακολουθήσεις μέσω του Predator εμπίπτουν στο ουσιαστικό και εδαφικό πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας για την προστασία προσωπικών δεδομένων

Α. Ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής

Η παρακολούθηση Ελλήνων πολιτών μέσω του Predator εμπίπτει κατ’ αρχήν στο ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του ΓΚΠΔ και των αντίστοιχων ρυθμίσεων του νόμου 4624/2019, δηλαδή των  Κεφαλαίων Α΄, Β΄ και Γ΄, καθώς πρόκειται για επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία περιλαμβάνονται σε σύστημα αρχειοθέτησης, δηλαδή στα κινητά τηλέφωνα των στόχων (άρθρο 2§1 ΓΚΠΔ).

Η υποκλοπή των τηλεπικοινωνιών, μέσω της χρήσης του κατασκοπευτικού λογισμικού, εμπίπτει επίσης στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες[13], όπως έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη από τον νόμο 3471/2006[14] (άρθρο 3§1 του νόμου).

Τίθεται ωστόσο ζήτημα εφαρμογής του δικαίου προστασίας προσωπικών δεδομένων, όταν η επεξεργασία αφοράς λόγους εθνικής ασφάλειας. Συγκεκριμένα, ο ΓΚΠΔ δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία προσωπικών δεδομένων που σχετίζεται με δραστηριότητες που δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου (άρθρο 2§2 περ. α), όπως οι δραστηριότητες που αφορούν την εθνική ασφάλεια[15], καθώς το άρθρο 4§2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση προβλέπει ότι «η εθνική ασφάλεια παραμένει στην ευθύνη κάθε κράτους μέλους»[16].

Η «εθνική ασφάλεια» αποτελεί αόριστη νομική έννοια, η οποία δεν ορίζεται στο πρωτογενές δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πρέπει να εξειδικεύεται από τον εθνικό νομοθέτη[17].Το άρθρο 3 του πρόσφατου νόμου 5002/2022[18], που τροποποίησε μεταξύ άλλων και τον νόμο 4624/2019, προβλέπει ότι «λόγοι εθνικής ασφάλειας» είναι οι «λόγοι που συνάπτονται με την προστασία των βασικών λειτουργιών του κράτους και των θεμελιωδών συμφερόντων των Ελλήνων πολιτών, όπως, ιδίως, λόγοι σχετικοί με την εθνική άμυνα, την εξωτερική πολιτική, την ενεργειακή ασφάλεια και την κυβερνοασφάλεια».

Ο ιδιαίτερα ευρύς αυτός ορισμός που φαίνεται να μην συμβαδίζει με την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ)[19] επικρίθηκε από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα στη γνωμοδότησή της για το σχέδιο νόμου[20]. Η Αρχή σημείωσε ότι ο ορισμός αυτός «δεν έχει εφαρμογή στη νομοθεσία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων». Η εθνική ασφάλεια θα πρέπει να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει όχι γενικά τη δημόσια ασφάλεια αλλά ό,τι αφορά αποκλειστικά την προάσπιση της χώρας έναντι εξωτερικών κινδύνων[21].

Πάντως, σε υπόθεση που αφορούσε την επεξεργασία δεδομένων από τις υπηρεσίες ασφάλειας του Ηνωμένου Βασιλείου (MI5), το ΔΕΕ έκρινε ότι «μολονότι εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίζουν τα ουσιώδη συμφέροντα ασφαλείας τους και να θεσπίζουν τα κατάλληλα μέτρα για την προάσπιση της εσωτερικής και εξωτερικής τους ασφάλειας, το γεγονός και μόνον ότι έχει ληφθεί εθνικό μέτρο για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας δεν μπορεί να συνεπάγεται τη μη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και να απαλλάσσει τα κράτη μέλη από τον αναγκαίο σεβασμό του δικαίου αυτού»[22].

Πάντως, ο έλληνας νομοθέτης δεν έχει αποκλείσει γενικά όλες τις δραστηριότητες επεξεργασίας δεδομένων που τελούνται για λόγους εθνικής ασφάλειας από την εφαρμογή της νομοθεσίας για τα προσωπικά δεδομένα. Ρητά προβλέπεται ότι κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών πρέπει να τηρεί τις διατάξεις του νόμου 4624/2019 και του ΓΚΠΔ[23] (άρθρο 5§1, περ. α΄ του νόμου 3649/2008[24], σε συνδυασμό με το άρθρο 83 του Νόμου 4624/2019).

Το δικαίωμα στην προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προστατεύεται άλλωστε από το άρθρο 9Α του Συντάγματος[25], ενώ το απόρρητο των επικοινωνιών κατοχυρώνεται στο άρθρο 19. Το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα προστατεύεται επίσης από το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου[26] (ΕΣΔΑ), ενώ η Ελλάδα έχει κυρώσει και τη Σύμβαση 108+ του Συμβουλίου της Ευρώπης η οποία αφορά την επεξεργασία δεδομένων[27].

Σε κάθε περίπτωση, η επίκληση της έννοιας της εθνικής ασφάλειας πρέπει να αφορά in concreto το σύνολο των σκοπών της επεξεργασίας. Σε πρόσφατη υπόθεση που αφορούσε την εφαρμογή του δικαιώματος πρόσβασης σε δεδομένα ατόμου που είχε περιληφθεί σε λίστα καταζητούμενων στη Γαλλία, το Conseil d’Etat έκρινε ότι οι περιορισμοί στην εφαρμογή του δικαίου προστασίας δεδομένων για λόγους εθνικής ασφάλειας (στην υπόθεση αυτή όχι του ΓΚΠΔ, αλλά της Οδηγίας 2016/680 που αφορά την προστασία δεδομένων κατά την εφαρμογή του ποινικού δικαίου από αρμόδιες αρχές[28]) αφορούν μόνο τα αρχεία ή το μέρος των αρχείων που σχετίζονται με την εθνική ασφάλεια και όχι όσα αφορούν άλλους σκοπούς όπως τη δημόσια ασφάλεια[29].

Τέτοιοι λόγοι δεν φαίνεται να συντρέχουν στις μέχρι τώρα γνωστές υποθέσεις παρακολουθήσεων μέσω του Predator. Είναι τόσο πολλές οι πιθανές χρήσεις των δεδομένων που συλλέγονται μέσω του κατασκοπευτικού λογισμικού, ώστε σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί η εφαρμογή του ΓΚΠΔ και του νόμου 4624/2019 με την επίκληση του ότι αυτό χρησιμοποιείται με αποκλειστικό σκοπό την προστασίας της εθνικής ασφάλειας. Οι απεριόριστη πρόσβαση στα δεδομένα του στόχου μπορεί κάλλιστα να γίνεται για σκοπούς που δεν έχουν καμία σχέση με την εθνική ασφάλεια, όπως απόκτηση στρατηγικού πλεονεκτήματος έναντι πολιτικού αντιπάλου, η απόκτηση προβαδίσματος στα πλαίσια οικονομικού ανταγωνισμού ή η παρεμπόδιση κάποιας «ενοχλητικής» δημοσιογραφικής έρευνας.

Τα συμπεράσματα αυτά για την εφαρμογή του ΓΚΠΔ και του νόμου 4624/2019 επιβεβαιώθηκαν από τον  έλεγχο της εταιρείας Intellexa Α.Ε., που τέλεσε η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα στις 15 Σεπτεμβρίου του 2022 και το πρόστιμο και την εντολή συμμόρφωσης που τελικά της επιβλήθηκαν[30]. Λαμβάνοντας υπόψη τα δημοσιεύματα στον Τύπο που συνέδεαν την εταιρεία με το κατασκοπευτικό λογισμικό και επικαλούμενη τον ΓΚΠΔ και τον νόμο 4624/2019, η Αρχή ζήτησε (α) πρόσβαση στις εγκαταστάσεις της εταιρείας, (β) πρόσβαση στην τεχνολογική υποδομή η οποία υποστηρίζει την επεξεργασία, ανεξάρτητα αν η υποδομή αυτή βρίσκεται στην εν λόγω εγκατάσταση ή σε άλλον τόπο (π.χ. μέσω υπολογιστικού νέφους), και (γ) παρουσία κατάλληλου προσωπικού ώστε να παρασχεθούν οι αναγκαίες πληροφορίες για τις δραστηριότητες επεξεργασίας της εταιρείας και για την υποστήριξη της πρόσβασης στην τεχνολογική υποδομή και τα τηρούμενα δεδομένα.

Β. Εδαφικό πεδίο εφαρμογής του ΓΚΠΔ και του νόμου 4624/2019

Παρότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν έχει ακόμα ταυτοποιηθεί, η επεξεργασία δεδομένων ελλήνων πολιτών εμπίπτει στο εδαφικό πεδίο εφαρμογής του ΓΚΠΔ, καθώς αυτή τελείται στο πλαίσιο δραστηριοτήτων ενός υπευθύνου επεξεργασίας εντός της ελληνικής επικράτειας (άρθρο 3§2 περ. β’ του ΓΚΠΔ και άρθρο 3 περ. β του ν. 4624/2019).

Ακόμα κι αν θεωρήσουμε όμως ότι η επεξεργασία λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο επεξεργασίας εκτός της ελληνικής επικράτειας, το γεγονός ότι μέσω του Predator παρακολουθείται η συμπεριφορά Ελλήνων πολιτών συνεπάγεται την εφαρμογή του ΓΚΠΔ και του νόμου 4624/2019, δυνάμει της περίπτωσης β’ της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 3 του ΓΚΠΔ (παρακολούθηση της συμπεριφοράς υποκειμένων της επεξεργασίας εντός της Ένωσης).

Γ. Το Κεφάλαιο Δ του νόμου 4624/2019 που ενσωμάτωσε στην ελληνική έννομη τάξη την Οδηγία 2016/680 δεν εφαρμόζεται

Κατά το άρθρο 2§2 περ. δ’ του ΓΚΠΔ, εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού η επεξεργασία δεδομένων που τελείται «από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας και πρόληψης έναντι κινδύνων που απειλούν τη δημόσια ασφάλεια». Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται κατ’ αρχήν για τις δραστηριότητες των αστυνομικών και δικαστικών αρχών των Κρατών-μελών στον τομέα του ποινικού δικαίου. Αντί για τον ΓΚΠΔ εφαρμόζονται οι διατάξεις της εκάστοτε εθνικής νομοθεσίας που ενσωματώνουν την Οδηγία (EE) 2016/680, στην Ελλάδα το Κεφάλαιο Δ του ν 4624/2019.

Για να εφαρμοσθούν οι ειδικές διατάξεις του Κεφαλαίου Δ, η επεξεργασία πρέπει να τελείται από κάποια «αρμόδια αρχή» και συγκεκριμένα είτε από «δημόσια αρχή αρμόδια για την πρόληψη, τη διερεύνηση, την ανίχνευση ή τη δίωξη ποινικών αδικημάτων ή την εκτέλεση ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους» είτε από «δημόσιο ή ιδιωτικό, οργανισμό ή φορέα στον οποίο ανατίθενται ρόλος δημόσιας αρχής και η εκτέλεση δημοσίων εξουσιών για τους σκοπούς της πρόληψης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους».

Όποιος και να είναι ο χειριστής του Predator, oι διατάξεις αυτές δεν μπορούν να εφαρμοσθούν στην περίπτωση των παρακολουθήσεων μέσω του Predator. Η ΕΥΠ δεν θεωρείται τέτοια δημόσια αρχή, ενώ αν η παρακολούθηση τελείται από κάποιο ιδιωτικό φορέα, πρέπει αυτός να είναι επιφορτισμένος με την άσκηση αρμοδιοτήτων τέτοιας δημόσιας αρχής.

Εξάλλου, στον πρόσφατο έλεγχο της εταιρείας Intellexa Α.Ε., η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα επέβαλε πρόστιμο και εντολή συμμόρφωσης με βάση τον ΓΚΠΔ και όχι τις διατάξεις του νόμου 4624/2019, που ενσωμάτωσαν στην ελληνική έννομη τάξη τη Οδηγία 2016/680.

Ωστόσο, ακόμη και αν δεχόμασταν ότι η παρακολούθηση έγινε πράγματι από αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο της επιβολής του ποινικού δικαίου για την προστασία και πρόληψη έναντι κινδύνων που απειλούν τη δημόσια ασφάλεια, το Κεφάλαιο Δ του ν. 4624/2019 περιλαμβάνει αυστηρούς κανόνες για την προστασία προσωπικών δεδομένων. Οι κανόνες αυτοί σε ορισμένα σημεία αποκλίνουν μεν από τον ΓΚΠΔ, διατηρούν πάντως αυστηρές προϋποθέσεις σχετικά με τη νομιμότητα της επεξεργασίας και τα δικαιώματα των υποκειμένων της επεξεργασίας. Όπως αναφέρει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην πρώτη έκθεση της σχετικά με την εφαρμογή της Οδηγίας[31], «o ΓΚΠΔ […] και η [O]δηγία […] βασίζονται σε παρόμοιες έννοιες και αρχές, με αποτέλεσμα τη συνεπή ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων της ΕΕ για την προστασία των δεδομένων. Έχουν κοινούς ορισμούς και περιέχουν παρόμοιες υποχρεώσεις για τους υπευθύνους επεξεργασίας και τους εκτελούντες την επεξεργασία των δεδομένων».

 

ΙΙΙ. Η χρήση του Predator αποτελεί παράνομη επεξεργασία δεδομένων

Η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων που έχουν συλλεχθεί μέσω του Predator πρέπει να βασίζεται σε μια από τις νομικές βάσεις που προβλέπει το άρθρο 9 του ΓΚΠΔ και ο νόμος 4624/2019 για την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, αλλιώς είναι παράνομη. Ειδικότερα:

 

Α. Αν χειριστής του Predator είναι η ΕΥΠ, η επεξεργασία στερείται νομικής βάσης

Αν δεχτούμε ότι το Predator χρησιμοποιείται για λογαριασμό της ΕΥΠ, αυτή θα μπορούσε να επικαλεσθεί την περίπτωση ζ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του ΓΚΠΔ ως νομική βάση της επεξεργασίας, ότι δηλαδή η επεξεργασία είναι απαραίτητη για λόγους ουσιαστικού δημόσιου συμφέροντος.

Για να επικαλεσθεί όμως η ΕΥΠ τη συγκεκριμένη νομική βάση, η επεξεργασία πρέπει να τηρεί σωρευτικά δύο προϋποθέσεις:

  • να είναι απαραίτητη για λόγους ουσιαστικού (εδώ εννοείται σημαντικού[32]) δημόσιου συμφέροντος και οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος να είναι ανάλογοι προς τον επιδιωκόμενο στόχο, και
  • να έχει βάση στο δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους, και ο κανόνας δικαίου να σέβεται την ουσία του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων και να προβλέπει κατάλληλα και συγκεκριμένα μέτρα για τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων.

Στην περίπτωση επεξεργασίας δεδομένων που προϋποθέτει την άρση του συνταγματικά κατοχυρωμένου απορρήτου των επικοινωνιών[33], δεν αρκεί η γενική επίκληση κάποιου σημαντικού δημοσίου συμφέροντος. Το δημόσιο αυτό συμφέρον πρέπει να αφορά λόγους εθνικής ασφάλειας, όπως προβλέπει ο νόμος 5002/2022. Επιπλέον, η ΕΥΠ πρέπει να ακολουθήσει τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 5 του νόμου 3649/2008 που ρυθμίζει τη λειτουργία της.

Όπως είδαμε, τέτοιοι  λόγοι εθνικής ασφάλειας δεν φαίνεται να συντρέχουν στις περιπτώσεις των μέχρι τώρα γνωστών παρακολουθήσεων που γίνονταν μέσω του Predator.

Για να γίνει δε επίκληση αυτής της νομικής βάσης, πρέπει ο νόμος στον οποίο βασίζεται η επεξεργασία «να θεσπίζει προδιαγραφές για τον καθορισμό του υπευθύνου επεξεργασίας, του είδους των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υπόκεινται σε επεξεργασία, των εκάστοτε υποκειμένων των δεδομένων, των οντοτήτων στις οποίες μπορούν να κοινολογούνται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, των περιορισμών σκοπού, της περιόδου αποθήκευσης και άλλων συγκεκριμένων μέτρων για την εξασφάλιση σύννομης και δίκαιης επεξεργασίας»[34]. Τέτοιες προδιαγραφές δεν υπάρχουν στην νομοθεσία για την άρση του απορρήτου, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 5002/2022.

Η χρήση δε τόσο παρεμβατικών λογισμικών όπως το Predator δεν έχει ληφθεί υπόψη κατά τη στάθμιση του νομοθέτη, ούτε φαίνεται να έχουν προβλεφθεί κατάλληλα και συγκεκριμένα μέτρα για τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων.

Β. Αν χειριστής του Predator είναι ιδιωτική εταιρεία

Καμία από τις νομικές βάσεις  που προβλέπει το άρθρο 9 του ΓΚΠΔ για την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων δεν φαίνεται να μπορεί να δικαιολογήσει τη συλλογή και επεξεργασία δεδομένων μέσω του Predator από ιδιωτικό φορέα.

Για να γίνει επίκληση της διάταξης, η οποία επιτρέπει την επεξεργασία που είναι απαραίτητη για λόγους ουσιώδους δημοσίου συμφέροντος, πρέπει όχι μόνο να συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις της περίπτωσης ζ της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του ΓΚΠΔ΄, που προαναφέρθηκαν, αλλά και ο ιδιωτικός φορέας που πραγματοποιεί την επεξεργασία να έχει επιφορτισθεί με την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Παραχώρηση τέτοιας εξουσίας παρακολούθησης για λόγους εθνικού συμφέροντος σε ιδιωτικό φορέα  δεν προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία.

 

  1. IV. Η χρήση του Predator παραβιάζει την αρχή της διαφάνειας και τα δικαιώματα των υποκειμένων

Οι πολίτες που παρακολουθούνταν μέσω του Predator δεν έλαβαν καμία ενημέρωση σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων τους, όπως προβλέπει το άρθρο 14 του ΓΚΠΔ, ενώ δεν μπορούν να ασκήσουν τα δικαιώματα που προβλέπονται σε άλλες διατάξεις ΓΚΠΔ, όπως το δικαίωμα πρόσβασης, το δικαίωμα διαγραφής των δεδομένων και το δικαίωμα περιορισμού της επεξεργασίας, καθώς δεν γνωρίζουν ποιος είναι ο υπεύθυνος επεξεργασίας.

Σε περίπτωση που ο υπεύθυνος επεξεργασίας είναι η ΕΥΠ, ο νομοθέτης έχει καταστήσει σχεδόν αδύνατη την άσκηση του δικαιώματος ενημέρωσης των υποκειμένων, ενώ έχει αποκλείσει την άσκηση των άλλων δικαιωμάτων που προβλέπονται στον ΓΚΠΔ.

Α. Γενικά για τους περιορισμούς στην αρχή της διαφάνειας

Όταν τα προσωπικά δεδομένα έχουν συλλεχθεί έμμεσα, όπως στην περίπτωση του Predator, το άρθρο 14 του ΓΚΠΔ υποχρεώνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας να ενημερώνει τα υποκείμενα της επεξεργασίας, παρέχοντας τους συγκεκριμένες πληροφορίες: ποιος τελεί την επεξεργασία, για ποιους σκοπούς, με βάση ποια νομική θεμελίωση, για πόσο διάστημα, κ.α[35].

Το δικαίωμα αυτό μπορεί να περιοριστεί αν η παροχή τέτοιων πληροφοριών «είναι πιθανόν να καταστήσει αδύνατη ή να βλάψει σε μεγάλο βαθμό την επίτευξη των σκοπών της εν λόγω επεξεργασίας» (άρθρο 14§5 περ. β’ ΓΚΠΔ). Στις περιπτώσεις αυτές, ο υπεύθυνος επεξεργασίας λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών και των έννομων συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων, μεταξύ άλλων καθιστώντας τις πληροφορίες διαθέσιμες στο κοινό. Περιορισμοί μπορούν να τεθούν και στα υπόλοιπα δικαιώματα που προβλέπει ο ΓΚΠΔ στα άρθρα 15 έως 22.

Ωστόσο, η επιβολή περιορισμών στο δικαίωμα ενημέρωσης και στα άλλα δικαιώματα υπόκειται σε αυστηρές προϋποθέσεις, που προβλέπονται στο άρθρο 23 του ΓΚΠΔ. Συγκεκριμένα, ο περιορισμός πρέπει να σέβεται την ουσία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών και να συνιστά αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διασφάλιση της ασφάλειας του κράτους. Ισχύουν δηλαδή οι «περιορισμοί των περιορισμών» των ατομικών δικαιωμάτων ιδίως o σεβασμός της αρχής της αναλογικότητας και η μη προσβολή του πυρήνα του δικαιώματος, όπως προβλέπονται από το Σύνταγμα[36] και τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ[37], αλλά και όπως έχουν εξειδικευτεί από το ΔΕΕ σε ότι αφορά συγκεκριμένα το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα[38].

Όπως επισημαίνει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων (ΕΣΠΔ) στις κατευθυντήριες αρχές του σχετικά με τους περιορισμούς υπό το άρθρο 23 του ΓΚΠΔ, ένας γενικός αποκλεισμός των δικαιωμάτων των υποκειμένων της επεξεργασίας που αφορά όλες ή συγκεκριμένες πράξεις επεξεργασίας δεδομένων ή που αφορά συγκεκριμένους υπευθύνους επεξεργασίας, δεν σέβεται την ουσία του θεμελιώδους δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως κατοχυρώνεται στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης[39]. Εάν θίγεται η ουσία του δικαιώματος, ο περιορισμός θεωρείται παράνομος, χωρίς να χρειάζεται να αξιολογηθεί περαιτέρω αν εξυπηρετεί στόχο γενικού συμφέροντος ή αν ικανοποιεί το κριτήρια αναγκαιότητας και αναλογικότητας[40].

Για να είναι δε νόμιμη η επιβολή περιορισμών, πρέπει σύμφωνα με το άρθρο 23§2 του ΓΚΠΔ να προβλέπεται νομοθετικά. Το νομοθετικό μέτρο πρέπει να αναφέρει:

  • α. τους σκοπούς της επεξεργασίας ή τις κατηγορίες επεξεργασίας,
  • β. τις κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,
  • γ. το πεδίο εφαρμογής των περιορισμών που επιβλήθηκαν,
  • δ. τις εγγυήσεις για την πρόληψη καταχρήσεων ή παράνομης πρόσβασης ή διαβίβασης,
  • ε. την ειδική περιγραφή του υπευθύνου επεξεργασίας ή των κατηγοριών των υπευθύνων επεξεργασίας,
  • στ. τις περιόδους αποθήκευσης και τις ισχύουσες εγγυήσεις, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, το πεδίο εφαρμογής και τους σκοπούς της επεξεργασίας ή τις κατηγορίες επεξεργασίας,
  • ζ. τους κινδύνους για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων και
  • η. το δικαίωμα των υποκειμένων των δεδομένων να ενημερώνονται σχετικά με τον περιορισμό, εκτός εάν αυτό μπορεί να αποβεί επιζήμιο για τους σκοπούς του περιορισμού.

Τα νομοθετικά μέτρα που επιβάλλουν περιορισμούς στα δικαιώματα των υποκειμένων και τις υποχρεώσεις των υπευθύνων επεξεργασίας πρέπει να περιέχουν, κατά κανόνα, όλες τις προαναφερθείσες πληροφορίες. Όπως επισημαίνει στις ίδιες κατευθυντήριες αρχές το ΕΣΠΔ, αναφερόμενο στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και του Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), οι πληροφορίες αυτές επιτρέπουν στα υποκείμενα της επεξεργασίας να μπορούν να προβλέπουν τους περιορισμούς του πεδίου εφαρμογής των δικαιωμάτων τους[41].

Β. Ο νομοθετικός περιορισμός του δικαιώματος ενημέρωσης για δραστηριότητες της ΕΥΠ

Αν αποδειχτεί ότι χειριστής του Predator και άρα υπεύθυνος επεξεργασίας είναι η ΕΥΠ, τίθενται τέτοιοι περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος ενημέρωσης αλλά και των άλλων δικαιωμάτων που προβλέπει ο ΓΚΠΔ, ώστε να θίγεται ζήτημα περιορισμού του πυρήνα των δικαιωμάτων.

Στην περίπτωση δραστηριοτήτων επεξεργασίας από την ΕΥΠ που προϋποθέτουν την άρση του συνταγματικά κατοχυρωμένου απορρήτου των επικοινωνιών, το δικαίωμα ενημέρωσης των υποκειμένων της επεξεργασίας ασκείται έμμεσα, μέσω της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (εφεξής ΑΔΑΕ).

Στην μεταπολιτευτική περίοδο οι προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος ενημέρωσης σχετικά με την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας και σχετικά με την συνακόλουθη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων έχουν υποστεί πολλές νομοθετικές μεταβολές ανά τα χρόνια, μεταξύ άλλων και από τον νόμο  4790/2021[42], που είχε καταργήσει εντελώς το δικαίωμα ενημέρωσης για λόγους εθνικής ασφάλειας[43].

Με τον ισχύοντα νόμο 5002/2022, που ψηφίστηκε υπό το βάρος των αποκαλύψεων για τις παράνομες παρακολουθήσεις της ΕΥΠ, το δικαίωμα ενημέρωση των πολιτών στις περιπτώσεις που οι παρακολουθήσεις πραγματοποιούνται για λόγους εθνικής ασφάλειας, είναι μεν επιτρεπτό, εισάγονται ωστόσο σημαντικοί περιορισμοί.

Σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 4,  «μετά την πάροδο τριών (3) ετών από την παύση της ισχύος της διάταξης άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας γνωστοποιείται η επιβολή του περιοριστικού μέτρου στον θιγόμενο, υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο αυτό διατάχθηκε. Για τη γνωστοποίηση του πρώτου εδαφίου υποβάλλεται σχετικό αίτημα στην [ΑΔΑΕ], το οποίο διαβιβάζεται στην [ΕΥΠ] και τη [Διεύθυνση Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας της Ελληνικής Αστυνομίας]. Η άρση γνωστοποιείται μετά από απόφαση τριμελούς οργάνου, το οποίο αποφασίζει εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών. Στην περίπτωση διενέργειας της άρσης από την [ΕΥΠ], το όργανο αποτελείται από τον εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3649/2008, τον δεύτερο εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 2 του άρθρου 4 του παρόντος και τον Πρόεδρο της [ΑΔΑΕ]. […] Το όργανο αποφασίζει κατά πλειοψηφία, με τήρηση απόρρητων συνοπτικών πρακτικών και καταγραφή της γνώμης της μειοψηφίας, εφόσον υφίσταται. Αν αποφασισθεί η ενημέρωση, ο θιγόμενος ενημερώνεται για την επιβολή του περιοριστικού μέτρου και για τη διάρκειά του. Δεν επιτρέπεται η υποβολή νέου αιτήματος πριν την πάροδο ενός (1) έτους από την υποβολή του προηγούμενου».

Όπως επισημαίνει η ΑΠΔΠΧ στη Γνωμοδότησή της για το σχετικό σχέδιο νόμου[44], το δικαίωμα των υποκειμένων στην ενημέρωση, ναι μεν μπορεί να ασκηθεί μέσω της ΑΔΑΕ, πλην όμως υπόκειται σε τέτοιους χρονικούς και διαδικαστικούς περιορισμούς, ώστε αυτό να ακυρώνεται επί της ουσίας. Η ΑΠΔΠΧ θέτει ζήτημα περιορισμού του πυρήνα του δικαιώματος, ασύμβατου με τη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με τον νόμιμο περιορισμό των δικαιωμάτων.

Η Αρχή σημειώνει, επίσης, ότι τα υπόλοιπα δικαιώματα του υποκειμένου που προβλέπονται από τον ΓΚΠΔ, όπως το δικαίωμα πρόσβασης, το δικαίωμα διαγραφής των δεδομένων και το δικαίωμα περιορισμού της επεξεργασίας, δεν προβλέπονται καθόλου από τον νόμο.

Εξάλλου, μπορεί να προστεθεί ότι οι προϋποθέσεις περιορισμού των δικαιωμάτων των υποκειμένων της επεξεργασίας που αφορούν τον ίδιο τον περιοριστικό των δικαιωμάτων νόμο, όπως προβλέπονται από το άρθρο 23§2 του ΓΚΠΔ, δεν έχουν τηρηθεί.

Γ. Σε περίπτωση ασύμβατου με το ενωσιακό δίκαιο νομοθετικού περιορισμού των δικαιωμάτων, τίθεται ζήτημα μη εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα

Με βάση την αρχή της υπεροχής του δικαίου της ΕΕ, οι ελληνικές διοικητικές αρχές συμπεριλαμβανομένων των ανεξάρτητων αρχών, έχουν καθήκον να μην εφαρμόσουν τις περιοριστικές για τα δικαιώματα διατάξεις αν αυτές αντίκεινται στο ενωσιακό δίκαιο. Όπως επανειλημμένως έχει κρίνει το Δικαστήριο της ΕΕ, «το καθήκον να αφήνουν ανεφάρμοστη εθνική νομοθεσία αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης δεν βαρύνει μόνον τα εθνικά δικαστήρια αλλά και όλα τα κρατικά όργανα, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών αρχών, τα οποία είναι επιφορτισμένα με την εφαρμογή, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης»[45].

Στο μέτρο λοιπόν που ο νομοθετικός περιορισμός της άσκησης των δικαιωμάτων των υποκειμένων είναι ασύμβατος με τον ΓΚΠΔ –αλλά και με το άρθρο 9Α και 19 του Συντάγματος, με το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και με το άρθρο 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης– τίθεται ζήτημα μη εφαρμογής του από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.

 

  1. V. Η χρήση του Predator παραβιάζει μια σειρά από αρχές του δικαίου προστασίας προσωπικών δεδομένων

Εκτός απ’ την αρχή της διαφάνειας και τα δικαιώματα των υποκειμένων της επεξεργασίας, από τις μέχρι τώρα έρευνες για το Predator φαίνεται ότι η χρήση του παραβιάζει την αρχή του περιορισμού του σκοπού της επεξεργασίας, την αρχή ελαχιστοποίησης των δεδομένων, την αρχή περιορισμού της περιόδου αποθήκευσης, την αρχή της ακεραιότητας και εμπιστευτικότητας και την αρχή της λογοδοσίας, όπως αυτές προβλέπονται από το άρθρο 5 του ΓΚΠΔ και όπως εξειδικεύονται από τις αποφάσεις της ΑΠΔΠΧ και τις κατευθυντήριες αρχές του ΕΣΠΔ.

 

  1. VI. Η χρήση του Predator συνεπάγεται πιθανή μεταφορά δεδομένων εκτός ΕΕ χωρίς τις κατάλληλες εγγυήσεις που προβλέπει ο ΓΚΠΔ

Από την έρευνα του εργαστηρίου Citizen Lab του Πανεπιστημίου του Τορόντο[46] προκύπτει ότι στην δημιουργία του Predator εμπλέκονται εταιρείες από τη Βόρεια Μακεδονία και το Ισραήλ. Σε περίπτωση που το λογισμικό επιτρέπει σε κρατικούς ή ιδιωτικούς οργανισμούς αυτών των χωρών να αποκτούν πρόσβαση στα δεδομένα που υποκλέπτει το Predator, πέρα από ζητήματα νομιμότητας της επεξεργασίας από τέτοιους οργανισμούς και κατάχρησης των σκοπών της επεξεργασίας, τίθεται και ζήτημα μεταφοράς δεδομένων εκτός ΕΕ χωρίς τις κατάλληλες εγγυήσεις που προβλέπει το κεφάλαιο V του ΓΚΠΔ, που αφορά την μεταφορά δεδομένων προς εκτός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου.

 

VII. Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα είναι αρμόδια για τον έλεγχο της επεξεργασίας που τελείται μέσω του Predator

Η αποτελεσματική εφαρμογή του ΓΚΠΔ προϋποθέτει τον καθορισμό του υπευθύνου επεξεργασίας[47]. Μόνο εφόσον ο υπεύθυνος επεξεργασίας καθορισθεί, τα υποκείμενα της επεξεργασίας μπορούν να ικανοποιηθούν ως προς τα δικαιώματα τους. Εφόσον ο υπεύθυνος επεξεργασίας είναι άγνωστος, η ΑΠΔΠΧ μπορεί αυτεπάγγελτα να διεξάγει έρευνες για την ταυτοποίησή του (58§1του . ΓΚΠΔ και άρθρο 13, παρ. 1 εδ. η του νόμου 4624/2019).

Με βάση αυτές τις διατάξεις η ΑΠΔΠΧ άσκησε έλεγχο στην εταιρεία Intellexa Α.Ε, η οποία όμως, όπως ήταν αναμενόμενο, δε συνεργάστηκε με την Αρχή και δεν παρείχε τις πληροφορίες που της ζητήθηκαν, ακόμα και πληροφορίες που αδιαμφισβήτητα βρίσκονταν στην κατοχή της, χωρίς να απαιτείτο κάποια ιδιαίτερη ενέργειά της για να παρασχεθούν[48]. Χαρακτηριστικό της έλλειψης συνεργασίας είναι ότι «κατά τη διενέργεια του ελέγχου, το τριώροφο κτίριο της εταιρείας στο Ελληνικό βρέθηκε παντελώς άδειο και χωρίς λειτουργική δικτυακή υποδομή ή πληροφοριακό σύστημα»[49].

Η Αρχή οφείλει να συνεχίσει τους ελέγχους για τον εντοπισμό του υπεύθυνου επεξεργασίας κατά την εκπλήρωση του ρόλου της, όπως αυτός προβλέπεται από το Σύνταγμα, τον ΓΚΠΔ, και τον νόμο 4624/2019.

Στο πρόσφατο Σχέδιο Συστάσεων της σχετικά με τη χρήση κατασκοπευτικών λογισμικών στην Ένωση, η Επιτροπή Pega[50] καλεί την Ελλάδα μεταξύ άλλων:

  • να διασφαλίσει ότι οι αρχές μπορούν να διερευνούν ελεύθερα και ανεμπόδιστα όλους τους ισχυρισμούς για τη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού,
  • να αποσύρει επειγόντως την τροποποίηση του νόμου 2472/1997, η οποία κατήργησε τη δυνατότητα της ΑΔΑΕ να ενημερώνει τους πολίτες για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών,
  • να αποκαταστήσει την πλήρη ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας του Συνηγόρου του Πολίτη και της Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, ώστε να διασφαλισθεί ότι θα έχουν πλήρη πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση και ότι θα παρέχουν πλήρη ενημέρωση των θυμάτων, και να ξεκινήσει επειγόντως αστυνομική έρευνα σχετικά με την εικαζόμενη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού και να κατασχέσει φυσικά αποδεικτικά στοιχεία από τις εταιρείες που σχετίζονται με το λογισμικό.

 

VIII. Η διάταξη που αποκλείει τον έλεγχο νομιμότητας της επεξεργασίας δεδομένων της ΕΥΠ από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα είναι ασύμβατη με τη νομοθεσία για τα προσωπικά δεδομένα

Όπως αναφέρθηκε, κατά την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, η ΕΥΠ υποχρεούται να τηρεί τη νομοθεσία για την προστασία προσωπικών δεδομένων. Αρμόδια για τον έλεγχο τήρησης της νομοθεσίας είναι κατ’ αρχήν η ΑΠΔΠΧ (άρθρα 51 και 55 του ΓΚΠΔ και του άρθρο 9 του ν.4624/2019). Ωστόσο, με το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 10 παρ. 5 του νόμου 4624/2019, έχει εξαιρεθεί από την αρμοδιότητα της ΑΠΔΠΧ ο έλεγχος «πράξεων επεξεργασίας διαβαθμισμένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διενεργούνται για τις δραστηριότητες που αφορούν την εθνική ασφάλεια», συνεπώς και ο έλεγχος των  δραστηριοτήτων της ΕΥΠ.

Στο μέτρο που αυτή η διάταξη αποκλείει την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Αρχής σε έναν υπεύθυνο επεξεργασίας, που είναι υποχρεωμένος να τηρεί τη νομοθεσία για τα προσωπικά δεδομένα, τίθεται ζήτημα συμβατότητας του περιορισμού αυτού με το άρθρο 57 του ΓΚΠΔ που προβλέπει τις αρμοδιότητες της ΑΠΔΠΧ σχετικά με την εφαρμογή του Κανονισμού.

Όπως εξάλλου αναφέρει η ΑΠΔΠΧ στη Γνωμοδότησή της για το σχέδιο νόμου που αφορούσε την τροποποίηση διατάξεων του ν. 4624/2019[51] «τίθεται θέμα νομιμότητας – συνταγματικότητας ενόψει της διάταξης του άρθρου 9Α του Συντάγματος και της Σύμβασης 108 καθώς, δεν υφίσταται επί της ουσίας προστασία προσωπικών δεδομένων, όταν τελείται οποιαδήποτε δραστηριότητα – επεξεργασία από την ΕΥΠ».

Στο μέτρο που η διάταξη αυτή είναι ασύμβατη με τα άρθρα 51 και 55 του ΓΚΠΔ, τίθεται ζήτημα μη εφαρμογής της από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.

 

ΙΧ. Η υπόθεση του Predator ανοίγει μια ευρύτερη συζήτηση εντός της ΕΕ για τη χρήση λογισμικών παρακολουθήσεων

Όπως δείχνουν τα πορίσματα της επιτροπής Pega, η κατάχρήση λογισμικών παρακολούθησης είναι γενικευμένη στην ΕΕ. Πέρα από την Ελλάδα και το Predator, διαπιστώθηκε χρήση αντίστοιχων λογισμικών στην Πολωνία, την Ουγγαρία, την Ισπανία και την Κύπρο. Στο σχέδιο συστάσεων προς τα παραπάνω Κρατη Μέλη, την Ευρωπαίκή Επιτροπή και στο Συμβούλιο, η Pega ζητά και την μεταβολή του νομικού πλαισίου για τις παρακολουθήσεις στο επίπεδο της Ένωσης.

Οι μεταβολές αυτές θα πρέπει να λάβουν υπόψη (α) τα ζητήματα που προκύπτουν από τον ορισμό του τι συνιστά «εθνική ασφάλεια» όσον αφορά τα προγράμματα παρακολούθησης (β)  τις περιπτώσεις νόμιμης χρήσης αυτών των λογισμικών με την τήρηση των αυστηρών προυποθέσεων της άρσης του απορρήτου και ίσως με συμπληρωματικούς όρους για τη χρήση τους, δεδομένου του εξαιρετικά παρεμβατικού χαρακτήρα τους, (γ) τις αντικειμενικές δυσκολίες εφαρμογής της υπάρχουσας νομοθεσίας που προκύπτουν μεταξύ άλλων από τις   δυσκολίες εντοπισμού του υπέυθυνου επεξεργασίας και συλλογής αποδεικτικών στοιχείων.

[1] Citizen Lab, “Pegasus vs. Predator Dissident’s Doubly-Infected iPhone Reveals Cytrox Mercenary Spyware“ (Pegasus vs. Predator : Το διπλά μολυσμένο iPhone ενός αντιφρονούντα αποκαλύπτει την ύπαρξη μισθοφορικού κατασκοπευτικού λογισμικού της Cytrox), διαθέσιμο εδώ.

[2] Inside Story, Τάσος Τέλλογλου, Ελίζα Τριανταφύλλου, «Ποιος παρακολουθούσε το κινητό του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη;», 11 Απριλίου 2022, διαθέσιμο εδώ

[3] Reporters United, Νικόλας Λεοντόπουλος, Θοδωρής Χονδρόγιαννος, «Υποκλοπές: Ένας χρόνος έρευνας από το Reporters United», 4 Ιανουαρίου 2022, διαθέσιμο εδώ

[4] Meta, “Threat Report on the Surveillance-for-Hire Industry“ (Έκθεση σχετικά με τις απειλές από τη βιομηχανία επιτήρησης προς μίσθωση) , 16 Δεκεμβρίου 2022 διαθέσιμο εδώ, Google Threat Analysis Group, “Protecting Android users from 0-Day attacks” (Προστασία χρηστών Android από επιθέσεις 0-Day), 19 Μαίου 2022, διαθέσιμο εδώ

[5] Η Επιτροπή Pega, το πλήρες όνομα της οποίας στα αγγλικά είναι Committee of Inquiry to investigate the use of Pegasus and equivalent surveillance, συστάθηκε στις 10 Μαρτίου του 2022 από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο  μετά τις αποκαλύψεις του CitizenLab, της Διεθνούς Αμνηστίας, του Forbidden Stories και 17 οργανισμών μέσων ενημέρωσης τον Ιούλιο του 2021, ότι το Pegasus και ισοδύναμα προγράμματα κατασκοπείας χρησιμοποιούνταν σε μεγάλη κλίμακα από κυβερνήσεις (συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών) για να στοχοποιήσουν άτομα όπως ακτιβιστές, αντιπολιτευόμενους, δημοσιογράφους, διπλωμάτες και μέλη του δικαστικού σώματος. Tα προσωρινά πορίσματα της Επιτροπής Pega παρουσιάζονται στο Draft Report of the Investigation of alleged contraventions and maladministration in the application of Union law in relation to the use of Pegasus and equivalent surveillance spyware (Σχέδιο έκθεσης για τη διερεύνηση εικαζόμενων παραβάσεων και κακοδιοίκησης κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης σε σχέση με τη χρήση του Pegasus και ισοδύναμου κατασκοπευτικού λογισμικού παρακολούθησης), διαθέσιμο στα αγγλικά εδώ

[6] Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ, διαθέσιμος εδώ

[7] Νόμος υπ’αριθμ. 4624 Τεύχος A΄ 137/29.08.2019, Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, μέτρα εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 και άλλες διατάξεις.

[8] Γενική Διεύθυνση Εσωτερικών Πολιτικών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Τμήμα Πολιτικών για τα Δικαιώματα του Πολίτη και για Συνταγματικές Υποθέσεις, «Η χρήση του Pegasus και ισοδύναμου κατασκοπευτικού λογισμικού παρακολούθησης – Το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο στα κράτη μέλη της ΕΕ για την απόκτηση και τη χρήση του Pegasus και ισοδύναμου κατασκοπευτικού λογισμικού παρακολούθησης», (DirectorateGeneral for Internal Policies – Policy Department for Citizens’ Rights and Constitutional Affairs, The use of Pegasus and equivalent surveillance spywareThe existing legal framework in EU Member States for the acquisition and use of Pegasus and equivalent surveillance spyware), Δεκέμβριος 2022, σελίδα 15, διαθέσιμο εδώ

[9] Η λειτουργία του Predator περιγράφεται στην έρευνα του Citizen Lab, βλ. υποσημείωση 1

[10] Για τον ορισμό και την έννοια των προσωπικών δεδομένων βλ. Λίλιαν Μήτρου, Ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, 2017, σελ 38επ., Φ. Παναγιωτιόπουλου-Κουτνατζη, Ο Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων, 679/2016/ΕΕ, 2017, σελ 26επ.

[11] Για την έννοια των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων βλ. Ε. Αλεξανδροπούλου Αιγυπτιάδου, Προσωπικά Δεδομένα, 2016, σελ 43επ.

[12] Για τον νόμο 4624/2019, βλ. Ι. Ιγγλεζάκης, Ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων – Κανονισμός 2016/679 και ο Εφαρμοστικός Νόμος (Ν. 4624/2019), 3η έκδοση, 2020, Κ. Χριστοδούλου, Δίκαιο Προσωπικών Δεδομένων, 2η έκδοση, 2020.

[13] Οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, διαθέσιμο εδώ. Βλ, Λ. Μήτρου, Η νέα Οδηγία 2002/58/ΕΚ για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, ∆iΜΕΕ 3/2004, 371.

[14] Γ. Γεωργιάδη, Ο ν. 3471/2006 για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, ΧρΙ∆

2007, 22, Γρ. Τσόλιας, Τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα υπό το πρίσμα του απορρήτου: προβληματισμοί εν όψει

της ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ, ∆iΜΕΕ 2004, 360.

[15] Για τους περιορισμούς στο πεδίο εφαρμογής του ΓΚΠΔ για λόγους εθνικής ασφάλειας βλ. Κ. Χριστοδούλου, Δίκαιο Προσωπικών Δεδομένων, ό.π. σελ. 43.

[16] Για τα ζητήματα εφαρμογής της νομοθεσίας για τα προσωπικά δεδομένα όταν η επεξεργασία τελείται για λόγους εθνικής ασφάλειας, βλ. Έγγραφο εργασίας της Ομάδας Εργασίας του Άρθρου 29 για τα Προσωπικά Δεδομένα (προδρόμου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων) σχετικά με την παρακολούθηση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών για σκοπούς συλλογής πληροφοριών και εθνικής ασφάλειας, διαθέσιμο στα γαλλικά εδώ

[17] Βλ. Γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα Jacobs που εκδόθηκε στις 6 Απριλίου 1995, §55 (διαθέσιμη στα αγγλικά εδώ) στην Υπόθεση C-120/94 του ΔΕΕ, Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 1996. – Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας (διαθέσιμη εδώ) : «Εναπόκειται καταρχάς σε κάθε συμβαλλόμενο κράτος, που είναι υπεύθυνο για «τη ζωή του έθνους (του)», να καθορίσει αν το απειλεί μια «δημόσια κατάσταση έκτακτης ανάγκης» και, αν ναι, πόσο μακριά πρέπει να φτάσει για να προσπαθήσει να την εξαλείψει». Ο Γενικός Εισαγγελέας αναφέρεται στην υπόθεση Ιρλανδία εναντίον Ηνωμένου Βασιλείου της 18ης Ιανουαρίου 1978 του ΕΔΔΑ διαθέσιμη εδώ

[18] Nόμος υπ’ αριθμ. 5002 ΦΕΚ Α 228/9.12.2022, Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών.

[19] Βλ. Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, Το σχέδιο νόμου σχετικά με την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών: κρίσιμες για τις θεμελιώδεις ελευθερίες «αστοχίες», 29 Νοεμβρίου 2022, στο constitutionalism.gr, διαθέσιμο εδώ

[20] Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, Γνωμοδότηση 5/2022, §18, διαθέσιμη εδώ

[21] Βλ. Κ. Χρυσόγονος/ Σ. Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 4η έκδ. 2017, σ.301.

[22] ΔΕΕ, Απόφαση της 6ης  Οκτωβρίου 2020, στην υπόθεση C‑623/17, 44, διαθέσιμη εδώ

[23] Νόμος υπ’αριθ. 3649 ΦΕΚ Α 39/3.3.2008, άρθρο 5§1, περ. α’: «Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Ε.Υ.Π., το προσωπικό της υποχρεούται, κατά τη συλλογή και επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα, να τηρεί τις διατάξεις των ν. 2472/1997 (ΦΕΚ 50 Α), όπως ισχύει, 3471/2006 (ΦΕΚ 133 Α) και 3115/2003 (ΦΕΚ 47 Α) και των εκτελεστικών διατάξεων του τελευταίου», Άρθρο 83 του Νόμου 4624/2019: «Όπου σε διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας γίνεται αναφορά στον ν. 2472/1997 νοείται ως αναφορά στις οικείες διατάξεις του ΓΚΠΔ και του παρόντος».

[24] Νόμος υπ’ αριθ. 3649 ΦΕΚ Α 39/3.3.2008, Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών και άλλες διατάξεις

[25] Βλ. Κ. Κ. Χρυσόγονος/ Σ. Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 4η έκδ. 2017 ; σελ  291επ

[26] Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όπως τροποποιήθηκε από τα Πρωτόκολλα υπ’ αριθ. 11, 14 και 15 συvoδευόμεvη από τα Πρωτόκολλα υπ’ αριθ. 1, 4, 6, 7, 12, 13 και 16, διαθέσιμη εδώ

[27] Σύμβαση για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της αυτόματης επεξεργασίας των Προσωπικών Δεδομένων, διαθέσιμη εδώ

[28] Οδηγία (EE) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου, διαθέσιμη εδώ

[29] Απόφαση CE, 12 juillet 2021, no 426962, AJDA 2021, 1478, §2, « pour les seules données intéressant la sûreté de l’État », διαθέσιμη εδώ  ; Βλ. Σχολιασμό της απόφασης από την Aude Bouveresse , «Chronique Jurisprudence administrative française intéressant le droit de l’UE – Traitement des données à caractère personnel pour la sûreté de l’État : hors du champ d’application du droit de l’Union ?», RTD Eur. 2022, p.277.

[30] Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, Απόφαση 2/2023, σελ. 2 διαθέσιμη εδώ

[31] Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, Πρώτη έκθεση σχετικά με την εφαρμογή και τη λειτουργία της οδηγίας για την προστασία των δεδομένων στο πλαίσιο της επιβολής του νόμου (ΕΕ) 2016/680, COM(2022) 364 final, διαθέσιμη εδώ

[32] Βλέπε στην γαλλική εκδοχή του Κανονισμού: « le traitement est nécessaire pour des motifs d’intérêt public important»

[33] Βλ. Παπαδόπουλος Ν., Προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας: Ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 19 του Συντάγματος της Ελλάδας, Νομική Βιβλιοθήκη: Θεσσαλονίκη 2008.

[34] Βλέπε το σκεπτικό 45 του ΓΚΠΔ

[35] Λ. Μήτρου, Ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, 2017, σελ 123επ.

[36] Άρθρο 25 του Συντάγματος. Για την αρχή της αναλογικότητας βλ Α. Γέροντας, Η συνταγματική κατοχύρωση της αρχής της αναλογικότητας, ΔτΑ 2007, σ. 419επ., Κ. Χρυσόγονος/ Σ. Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 4η έκδ. 2017, σ. 126επ, Χ. Ανθόπουλος,  ́Άρθρο 25, σε: Φ. Σπυρόπουλος, Ξ. Κοντιάδης, Χ. Ανθόπουλος, Γ. Γεραπετρίτης (Επιμ.), Σύνταγμα. Κατ ́άρθρον Ερμηνεία, 2017, σ. 700επ.

[37] Χάρτης Θελελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διαθέσιμος εδώ άρθρο 5§1.

[38] Βλ, Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, υπόθεση C-362/14 (η λεγόμενη υπόθεση Schrems) διαθέσιμη εδώ, Απόφαση της 8ης Απριλίου 2014 στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑293/12 και C‑594/12, διαθέσιμη εδώ, και Απόφαση της 6ης Ιουλίου 2020, υπόθεση C‑311/18 (η λεγόμενη υπόθεση Schrems II).

[39] Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων, Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τους περιορισμούς υπό το άρθρο 23 του ΓΚΠΔ, §14, διαθέσιμο στα αγγλικά εδώ

[40] Στο ίδιο.

[41] Στο ίδιο, §17.

[42] Nόμος υπ’αριθμ. 4790 ΦΕΚ Α/31.3.2021, Κατεπείγουσες ρυθμίσεις για την προστασία της δημόσιας υγείας από τις συνεχιζόμενες συνέπειες της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19, την ανάπτυξη, την κοινωνική προστασία και την επαναλειτουργία των δικαστηρίων και άλλα ζητήματα.

[43] Η διάταξη αυτή είχε επικριθεί έντονα ως προς τη συμβατότητα της με το Σύνταγμα, με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και με τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βλ. Χ. Ράμμος,, Σ. Γκρίτζαλης,, Αικ. Παπανικολάου,  «Αντίθεση του άρθρου 87 Ν. 4790/2021 προς τις εγγυήσεις της ΕΣΔΑ για διαφύλαξη του απορρήτου των επικοινωνιών», στο constitutionalis.gr, 7 Απριλίου 2021, διαθέσιμο εδώ

[44] Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, Γνωμοδότηση 5/2022, §18, διαθέσιμη εδώ

[45] ΔΕΕ, απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2018 στην υπόθεση C‑378/17, σκέψη 38, διαθέσιμη εδώ, Βλ., υπό την έννοια αυτή, και τις αποφάσεις της 22ας Ιουνίου 1989, υπόθεση 103/88 Costanzo, σκέψη 31, διαθέσιμη εδώ, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, υπόθεση C 198/01, CIF, διαθέσιμη εδώ,  σκέψη 49, απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2010, υπόθεση C 341/08, Petersen, διαθέσιμη εδώ, σκέψη 80, και απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, υπόθεση C 628/15, The Trustees of the BT Pension Scheme, διαθέσιμη εδώ, σκέψη 54

[46] Βλ. υποσημείωση 1.

[47] Β. Σωτηρόπουλος, Υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων, 2η έκδ., 2019, σελ. 69επ

[48] Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, Απόφαση 02/2023, σελ.6, διαθέσιμη εδώ

[49] Στην ίδια, σελίδα 4

[50] Σχέδιο Συστάσεων της Επιτροπής Pega (European Parliament Draft Recommendation to the Council and the Commission pursuant to Rule 208(12) of the Rules of Procedure following the investigation of alleged contraventions and maladministration in the application of Union law in relation to the use of Pegasus and equivalent surveillance spyware; Sophie in ‘t Vel on behalf of the Committee of Inquiry to investigate the use of Pegasus andequivalent surveillance spyware), Έγγραφο με αριθμό B9-0000/2023, 4.1.2023, διαθέσιμο εδώ, σύσταση 18

[51] Βλ. υποσημείωση 11.

Σύνταγμα, κόμματα και απαγορεύσεις

Λίνα Παπαδοπούλου, Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του Α.Π.Θ.

Το άρθρο 29§1 Συντάγματος (Σ) κατοχυρώνει το πολιτικό δικαίωμα των Ελλήνων να «μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Στην Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή, που κατάρτισε το Σύνταγμα του 1975, η διατύπωση αυτή ήταν ο συμβιβασμός μεταξύ μειοψηφίας και πλειοψηφίας, η οποία είχε αρχικά προτείνει τη ρητή πρόβλεψη έκδοσης νόμου σχετικά με τη λειτουργία των κομμάτων «εντός δημοκρατικών πλαισίων» και δυνατότητα θέσης εκτός νόμου, με δικαστική απόφαση, κόμματος του οποίου η δράση «τείνει εις ανατροπήν του ελευθέρου δημοκρατικού πολιτεύματος…». Η έντονη αντίδραση της τότε αντιπολίτευσης, επηρεασμένης από την προδικτατορική απαγόρευση του ΚΚΕ, οδήγησε στον συμβιβασμό της απάλειψης μεν των δύο προαναφερθεισών παραγράφων, αλλά τη διατήρηση της έτι ισχύουσας νομικής ρήτρας περί εξυπηρέτησης της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος,[1] Η ρήτρα αυτή, ωστόσο, απενεργοποιήθηκε στη συνέχεια, μέσω της ερμηνείας, από τη θεωρία, τη νομολογία και τη διοίκηση.

Έτσι, αρκεί μέχρι και σήμερα μια απλή δήλωση «δημοκρατικής νομιμοφροσύνης» κάθε κόμματος προς τον Άρειο Πάγο, που αναγορεύει κόμματα και εκλογικούς συνδυασμούς ελέγχοντας μόνον τυπικά στοιχεία χωρίς εκτίμηση της πραγματικής δράσης και οργάνωσης του κάθε κόμματος. Αυτή, όμως, η ερμηνεία και νομοθετική πραγμάτωση αφαιρεί περιεχόμενο από τη συνταγματική διάταξη, το πλήρες κανονιστικό φορτίο της οποίας θα ενυλωνόταν με μία πιο ουσιαστική εκτίμηση της συγκεκριμένης ρήτρας. Μια τέτοια εκτίμηση θα μπορούσε να φτάνει μέχρι του σημείου, τουλάχιστον, άρνησης κατάρτισης συνδυασμών, εφόσον και καθόσον υπάρχουν αποδείξεις αντιδημοκρατικής οργάνωσης και δράσης, όχι απλώς ιδεολογικής ρητορείας, κάποιου κόμματος.[2]

Η δράση της «Χρυσής Αυγής», που κρίθηκε δικαστικά σε πρώτο βαθμό ως εγκληματική οργάνωση «ενδεδυμένη με τον μανδύα πολιτικού κόμματος» και η πρωτόδικη -προς το παρόν- καταδίκη των ηγετικών και άλλων στελεχών της για συμμετοχή σε ή/και διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης αφύπνισε το πολιτικό σύστημα αλλά και τον νομικό κόσμο της χώρας απέναντι στο ζήτημα της άμυνας που μια φιλελεύθερη δημοκρατία πρέπει να αναπτύσσει απέναντι στους δομικούς και ενεργούς εχθρούς της. Έτσι, ο Ν.4804/2021 (ά93) δεν επιτρέπει πλέον την κατάρτιση συνδυασμών σε κόμματα των οποίων ο πρόεδρος, ο γενικός γραμματέας, τα μέλη της διοικούσας επιτροπής και ο νόμιμος εκπρόσωπος έχουν καταδικασθεί (έστω και μόνον πρωτοδίκως) σε κάθειρξη για συγκεκριμένα αδικήματα, μεταξύ των οποίων και η σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, ή σε ισόβια κάθειρξη για οποιοδήποτε αδίκημα. Εδώ, η σωστή και σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία, που, πάντως καλό είναι να εξειδικευτεί και ρητά, είναι να εκληφθεί η «διοικούσα επιτροπή» – έτσι κι αλλιώς αυτός δεν είναι κατ’ ανάγκην ο ακριβής όρος που θα χαρακτηρίζει το καθοδηγητικό όργανο κάθε συγκεκριμένου κόμματος- και η πραγματική ηγετική ομάδα.

Όσον αφορά τα πρόσωπα, στέρηση του δικαιώματος του ενεργητικού, και κατά συνέπεια και του παθητικού εκλογικού δικαιώματος, μπορεί να επέλθει, κατά τα ά 51§3 και 55 Σ, μόνον αν υπάρξει αμετάκλητη ποινική τους καταδίκη. Αυτό σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται η μη ανακήρυξη κάποιου, οριστικά μόνον, καταδικασθέντος ως υποψηφίου στις εκλογές, ούτε, κατ’ αποτέλεσμα, η μη ανακήρυξη συνδυασμού που τον περιλαμβάνει ως υποψήφιου. Συνεπώς, κατά την ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων του αν κάποιο κόμμα δεν υπηρετεί με τη δράση και την οργάνωσή του τη δημοκρατία, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως καθοριστικό ή μόνο κριτήριο μια τέτοια υποψηφιότητα, αλλά μπορεί απλώς να συνεκτιμηθεί.

Η σχετική κρίση και η μη ανακήρυξη συνδυασμών πρέπει, κατά κύριο λόγο, να στηριχθεί στην οργάνωση και τη δράση του κόμματος, και η απόδειξη βαρύνει τον Άρειο Πάγο. Σε περίπτωση αρνητικής για το κόμμα κρίσης, θα πρέπει να προβλέπονται διαδικαστικές δικλείδες ασφαλείας, με απόφαση κάποιου Ανωτάτου Δικαστηρίου προληπτικά, δηλαδή πριν τη διεξαγωγή των επόμενων εκλογών, και με διαδικασία που ομοιάζει με αυτή της προσωρινής προστασίας, αλλά και οριστική κρίση σε επόμενο χρονικό σημείο, κατά προτίμηση από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.

 

[1] Βλ. Χ. Ανθόπουλος, Άρθρο 29, σε: Σπυρόπουλος κ.ά. (επιμ), Σύνταγμα κατ’ άρθρο ερμηνεία, 2017, 778επ.

[2] Προς αυτή την κατεύθυνση με αποχρώσεις βλ. Ανθόπουλος, όπ.π., 786, Λίνα Παπαδοπούλου, Μπορεί μια εγκληματική οργάνωση να είναι κόμμα; 10.10.2013· Γ. Σωτηρέλης, Αναζητώντας τις άμυνες της δημοκρατίας απέναντι στους εχθρούς της, 22.01.2014·.

 

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ στις 22 Ιανουαρίου 2023

 

Η τόλμη της δημοκρατίας απέναντι στους εχθρούς της

Αλέξανδρος Κεσσόπουλος, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης     

Κάθε δημοκρατικό Σύνταγμα βασίζεται σε ένα πλέγμα θεμελιωδών αποφάσεων, οι οποίες αποτυπώνουν σε κανονιστικό επίπεδο τη βούληση της πολιτικής κοινότητας σχετικά με τον τρόπο οργάνωσης του πολιτεύματος και την προστασία των δικαιωμάτων. Μία από τις αποφάσεις αυτές αφορά την αντιμετώπιση που επιφυλάσσει η δημοκρατία στους εχθρούς της, δηλαδή στις πολιτικές εκείνες δυνάμεις που την επιβουλεύονται και επιδιώκουν να την ανατρέψουν με βίαια μέσα. Θα τους επιτρέψει να συμμετάσχουν στο δημοκρατικό παιχνίδι ή θα τους αποκλείσει από αυτό;

Κάθε λαός, ανάλογα με τις ιστορικές εμπειρίες, την παράδοση, αλλά και τα τραύματά του, δίνει διαφορετική απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα. Οι Γερμανοί, για παράδειγμα, αποφάσισαν μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ότι το τραύμα της εθνικοσοσιαλιστικής θηριωδίας επέτασσε την απαγόρευση κάθε αντιδημοκρατικού κόμματος. Κατά συνέπεια, απένειμαν την αρμοδιότητα στο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο να εξετάζει όχι μόνο τους σκοπούς, αλλά και τη συμπεριφορά των οπαδών όλων των κομμάτων, προκειμένου να διατάσσει τη διάλυση εκείνων που κρίνονται επικίνδυνα για το δημοκρατικό πολίτευμα. Αξίζει να σημειωθεί, βέβαια, ότι στη συγκυρία του Ψυχρού Πολέμου η μαχόμενη γερμανική δημοκρατία έθεσε εκτός νόμου όχι μόνο το νεοναζιστικό, αλλά και το κομμουνιστικό κόμμα.

Η περίπτωση της Ελλάδας μετά την πτώση της δικτατορίας υπήρξε διαφορετική. Παρά το γεγονός, δηλαδή, ότι η τότε πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας εισηγήθηκε την υιοθέτηση του γερμανικού μοντέλου, η Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή, υπό την πίεση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και των κομμάτων της Αριστεράς, αποφάσισε τελικά ότι η δημοκρατία μας θα είναι ανεκτική. Γι’ αυτόν τον λόγο, το Σύνταγμα του 1975 ούτε προέβλεψε κάποια διαδικασία κήρυξης κομμάτων ως αντισυνταγματικών ούτε απένειμε σε κάποιο δικαιοδοτικό όργανο σχετικές αρμοδιότητες. Με νωπές τις μνήμες, άλλωστε, της απαγόρευσης του κομμουνιστικού κόμματος επί σχεδόν τρεις δεκαετίες, ο Έλληνας συνταγματικός νομοθέτης έθεσε ως προτεραιότητα τη διασφάλιση του αγαθού της πολιτικής ελευθερίας και συγχρόνως αποφάσισε να αναλάβει το ρίσκο της ανοχής της λειτουργίας των αντιδημοκρατικών κομμάτων.

Στο επίμονο ερώτημα αν το πολίτευμα θα παραμένει απροστάτευτο απέναντι στους εχθρούς του, η ανεκτική δημοκρατία απαντά ότι η έννομη τάξη, και ειδικότερα το ποινικό δίκαιο, παρέχει επαρκή νομικά εργαλεία για τη διαφύλαξη τόσο της κοινωνικής ειρήνης όσο και της δημοκρατικής νομιμότητας. Όποιος διαπράττει, εξάλλου, εγκλήματα στο όνομα οποιασδήποτε ιδέας, υφίσταται τις συνέπειες του νόμου και στερείται την ελευθερία του· όχι λόγω των ιδεών του, αλλά εξαιτίας των εγκληματικών του πράξεων.

H συγκεκριμένη επιλογή της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής δεν αμφισβητήθηκε επί σχεδόν μισό αιώνα σε θεσμικό επίπεδο, δεδομένου ότι το άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος δεν τέθηκε καν προς συζήτηση στο πλαίσιο κάποιας συνταγματικής αναθεώρησης. Από την άλλη πλευρά, η ποινική δικαιοσύνη στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων όταν χρειάστηκε, καθώς καταδίκασε με ποινές πολυετούς κάθειρξης την ηγεσία και τα μέλη της Χρυσής Αυγής, τα οποία είχαν εμπλακεί σε κακουργηματικές πράξεις ως εγκληματική οργάνωση που χρησιμοποιούσε τον μανδύα πολιτικού κόμματος. Παρά την αποτελεσματική αντιμετώπιση, όμως, του νεοναζιστικού μορφώματος, η σημερινή κοινοβουλευτική πλειοψηφία ανέλαβε μια νομοθετική πρωτοβουλία που αμφισβητεί τον ανεκτικό χαρακτήρα της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, εφόσον προτίθεται να θέσει υπό τον έλεγχο του Αρείου Πάγου το δικαίωμα κατάρτισης συνδυασμών για τις βουλευτικές εκλογές. Βάσει της προτεινόμενης τροπολογίας, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν θα προχωρεί εφεξής σε μια τυπική εξέταση του φακέλου των κομμάτων, αλλά θα ελέγχει επί της ουσίας αν η δράση τους εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Η σχετική ρύθμιση εγείρει τρία ζητήματα:

α) Το περιεχόμενο ενός συνταγματικού κανόνα, ο οποίος αποτυπώνει σε κανονιστικό επίπεδο μία θεμελιώδη απόφαση της πολιτικής κοινότητας, μπορεί μεν να τροποποιείται μέσω της αναθεώρησης του Συντάγματος, αλλά δεν είναι δυνατόν να αλλοιώνεται διά κοινού νόμου που ψηφίζεται από μία εφήμερη πλειοψηφία. Κατά μείζονα λόγο, οι αλλαγές των κανόνων του δημοκρατικού παιχνιδιού δεν είναι δικαιοπολιτικά ορθό ούτε να πραγματοποιούνται λίγες εβδομάδες πριν τη διεξαγωγή των εκλογών ούτε να λαμβάνουν τη μορφή τροπολογιών σε άσχετα νομοσχέδια. Αποτελεί κοινό τόπο ότι το ζήτημα του τρόπου αντιμετώπισης των εχθρών της δημοκρατίας είναι κορυφαίο για την ίδια τη λειτουργία του πολιτεύματος και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να ρυθμίζεται με όρους κομματικών σκοπιμοτήτων.

β) Η επίμαχη διάταξη εξουσιοδοτεί τον Άρειο Πάγο να κρίνει δυσεπίλυτα θέματα και, μάλιστα, εντός μιας ασφυκτικής προθεσμίας δύο ημερών. Ειδικότερα, το ανώτατο δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίζει αν η δράση ενός κόμματος υπονομεύει τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος και αν η πραγματική ηγεσία του διαφέρει από την τυπική, χωρίς, όμως, να μπορεί να εξετάζει το αποδεικτικό υλικό στο πλαίσιο μιας ακροαματικής διαδικασίας. Με άλλα λόγια, ο Άρειος Πάγος θα στηρίζει κατά βάση τις αποφάσεις του στις εκθέσεις της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών και της Ελληνικής Αστυνομίας. Υπό αυτούς τους όρους, όμως, το ανώτατο δικαστήριο δεν θα είναι σε θέση να λειτουργεί ως ένας ανεξάρτητος και αμερόληπτος φύλακας της συνταγματικής νομιμότητας, αλλά ως μία αρχή που θα εξαρτά σε μεγάλο βαθμό την κρίση της από τις εισηγήσεις της διοίκησης.

γ) Η θεσμοθέτηση του ελέγχου των πολιτικών σκοπών των κομμάτων δεν συνιστά μια απλή συμπλήρωση του νομοθετικού πλαισίου, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας, αλλά μια σαφή αλλαγή παραδείγματος. Από τη στιγμή, μάλιστα, που κάθε νομοθετική διάταξη είναι από τη φύση της γενικής ισχύος, θα τίθεται εφεξής υπό αίρεση η δυνατότητα συμμετοχής στις εκλογές όλων των κομμάτων, είτε αυτά προέρχονται από το δεξιό είτε από το αριστερό άκρο του πολιτικού φάσματος. Με άλλα λόγια, ο ανεκτικός χαρακτήρας της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, όπως αποτυπώθηκε στο Σύνταγμα του 1975, ουσιαστικά αναιρείται και παραχωρεί τη θέση του σε ένα κακέκτυπο μαχόμενης δημοκρατίας. Γιατί κακέκτυπο; Διότι η διαδικασία ενώπιον του ανώτατου δικαστηρίου δεν θα παρέχει εγγυήσεις επαρκούς δικαστικής προστασίας για τα θιγόμενα κόμματα.

Πέρα από την κριτική στην πρωτοβουλία της κυβέρνησης, θα άξιζαν δυο λέξεις και για τη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Για αρκετές ημέρες βρισκόταν στο τραπέζι του δημόσιου διαλόγου η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία προέβλεπε τη δυνατότητα του Αρείου Πάγου να απαγορεύει τη συμμετοχή στις εκλογές όχι οποιουδήποτε κόμματος δεν εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά μόνο των νεοναζιστικών. Με άλλα λόγια, η αξιωματική αντιπολίτευση φαινόταν να προσχωρεί στο στρατόπεδο εκείνων που επιδιώκουν την υιοθέτηση ενός μοντέλου κηδεμονευόμενης δημοκρατίας, δεδομένου ότι συναινούσε ουσιαστικά στην εξέταση από τη δικαστική εξουσία του ιδεολογικού προσανατολισμού των κομμάτων. Από χθες ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να έχει υιοθετήσει μια ουσιωδώς διαφορετική θέση, η οποία είναι περισσότερο συμβατή με τον ανεκτικό χαρακτήρα της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Όπως προκύπτει από τη συζήτηση στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, η πρόθεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι να υπερψηφίσει την κυβερνητική τροπολογία μόνο στην περίπτωση που θα τίθεται ως προϋπόθεση για την απαγόρευση συμμετοχής ενός κόμματος στις εκλογές η ύπαρξη καταδικαστικής απόφασης σε βάρος υποψήφιων βουλευτών. Παρ’ ότι και αυτή η επιλογή βρίσκεται στα όρια της συνταγματικής νομιμότητας, καθώς δεν λαμβάνει υπόψη τη συνταγματική επιταγή για ύπαρξη αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης, εντούτοις πρόκειται για μια θέση που δεν επιτρέπει στη δικαστική εξουσία να παρεμβαίνει υπέρμετρα στον πολιτικό ανταγωνισμό.

Αν προσπαθήσει κανείς να αποστασιοποιηθεί για λίγο από τα πάθη που γεννά η πολιτική αντιπαράθεση των τελευταίων ημερών, αξίζει ενδεχομένως να αναλογισθεί ότι η απόλαυση του αγαθού της πολιτικής ελευθερίας προϋποθέτει αδιαπραγμάτευτα δύο στοιχεία: την τόλμη και την εμπιστοσύνη στην κρίση του λαού. Στην περίπτωση που χαθούν αυτά και κυριαρχήσει ο φόβος, τότε η δημοκρατία μοιραία θα παραδοθεί στη σφιχτή αγκαλιά κάποιου κηδεμόνα.

 

Δημοσιεύθηκε στο tvxs, 8.2.2023.

Αποκλεισμός κομμάτων από τις εκλογές και Σύνταγμα

Χαράλαμπος Ανθόπουλος, Καθηγητής Δικαίου και Διοίκησης ΕΑΠ
  1. Η μεγαλύτερη συνταγματική αποτυχία του ελληνικού πολιτικού συστήματος στη Μεταπολίτευση ήταν ότι επέτρεψε την είσοδο στη Βουλή ενός νεοναζιστικού κόμματος και μάλιστα του πιο ακραίου και βίαιου από όλα τα ομόδοξα του κόμματα στον ευρωπαϊκό χώρο. Αυτό ήταν μια ύβρις προς τη δημοκρατία, προς την ιστορική μνήμη, και προς το Σύνταγμα του 1975, το οποίο ήταν πολύ πιο προνοητικό από τους ερμηνευτές και τους εφαρμοστές του. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς συνταγματολόγος για να αντιληφθεί το νόημα του άρθρου 29 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος. Εδώ το νόημα συμπίπτει με το γράμμα και παρέλκει η αναζήτησή του σε πηγές έξω από αυτό. Άξια συνταγματικού σεβασμού –αυτό μας λέει το άρθρο 29 παρ. 1– είναι τα πολιτικά κόμματα των οποίων η οργάνωση και δράση υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος . Τα κόμματα που παραβιάζουν τον συνταγματικό αυτόν κανόνα βρίσκονται εκτός συνταγματικού πλαισίου και μπορούν να κηρυχθούν «εκτός νόμου», δηλαδή να απαγορευθούν, εάν και όταν ο κοινός νομοθέτης θελήσει να θεσπίσει έναν νόμο περί κομμάτων που θα προβλέπει τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία της διάλυσης τους , αναθέτοντας σε ένα Ανώτατο Δικαστήριο, κατά προτίμηση στον Άρειο Πάγο, αφού δεν έχουμε στην Ελλάδα Συνταγματικό Δικαστήριο, την αρμοδιότητα για τη συνταγματική αυτή κρίση, οριοθετώντας αυστηρά τις περιπτώσεις που τη δικαιολογούν. Θα αρκούσε ως προϋπόθεση η μη προσφυγή ή μη προτροπή στη χρήση βίας, ώστε η δικαστική απαγόρευση να είναι η ultima ratio. Αλλά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προχωρά ακόμα πιο πέρα και θεωρεί ότι μπορούν να τεθούν «εκτός νόμου» όχι μόνο τα βίαια κόμματα αλλά και εκείνα που προωθούν πολιτικές κοινωνικές και συνταγματικές μεταβολές αντίθετες προς τις θεμελιώδεις δημοκρατικές αρχές.
  2. Η προωθούμενη ρύθμιση δεν εισάγει απαγόρευση κομμάτων, αλλά disqualification, δηλαδή αποκλεισμό εκλογικών συνδυασμών, που είναι πιο ήπιο μέτρο (βλ. Χ. Ανθόπουλου 1ο Πρόσθετο Πρωτόκολλο–άρθρο 3, σε: Ι. Σαρμά-Ξ. Κοντιάδη-Χ. Ανθόπουλου, ΕΣΔΑ. Κατ΄ άρθρο ερμηνεία, 2021, σ. 1133-1135). Ο δικαιολογητικός της λόγος είναι ότι στο εσωτερικό της συνταγματικής οργάνωσης του Κράτους, εκεί δηλαδή που ασκούνται οι θεσμικές –διαδικαστικές λειτουργίες των πολιτικών κομμάτων, μέσω της συμμετοχής τους στις εκλογές και της επιρροής τους στην ανάδειξη των συνταγματικών οργάνων, υπάρχει ένα υπέρτερο δημόσιο συμφέρον για τον έλεγχο της δημοκρατικότητας τους. Οι εναλλακτικές προτάσεις της Κυβέρνησης, του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και του ΣΥΡΙΖΑ δεν διαφέρουν ουσιωδώς μεταξύ τους . Και τα τρία αυτά κόμματα συμφωνούν επιτέλους ότι το άρθρο 29 παρ. 1 Συντ. δεν θεσπίστηκε επί ματαίω. Η προσθήκη στα κωλύματα εκλογιμότητας των κομμάτων, μετά από πρόταση του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, της μη καταδίκης σε οποιονδήποτε βαθμό των προσώπων που αποτελούν την πραγματική ηγεσία τους, για τα ειδικώς απαριθμούμενα εγκλήματα στη νομοθετική ρύθμιση, καθώς και η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για τον εκλογικό αποκλεισμό των ρατσιστικών κομμάτων καθώς και των κομμάτων που έχουν υποψηφίους βουλευτές ή μέλη που έχουν καταδικασθεί ακόμη και πρωτοδίκως για συμμετοχή σε εγκληματικές ή τρομοκρατικές οργανώσεις, αποτρέπουν την καταστρατήγηση της εκλογικής απαγόρευσης και καλύπτουν και άλλες περιπτώσεις που υπηρετούν τον σκοπό για τον οποίο αυτή θεσπίζεται. Νομίζω, λοιπόν ότι η τελική ρύθμιση μπορεί να είναι «σωρευτική», δηλαδή να συνδυάζει τις προτάσεις και των τριών κομμάτων.

 

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 6.2.2023

Το μετέωρο βήμα των επιτελικών στελεχών

Δρ. Κώστας Παπαδημητρίου, Πρόεδρος Διοικητικού Επιμελητηρίου Ελλάδας - Δρ. Απόστολος Παπατόλιας, πρ. Σύμβουλος ΑΣΕΠ, Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ.

«Δεν είναι εύκολο να αλλάξεις, όταν χαλάσεις εντελώς». Ο γνωστός στίχος του Άκη Πάνου συνοψίζει με εξαιρετικά εύγλωττο τρόπο την παρούσα φάση του πάλαι ποτέ κραταιού αφηγήματος περί Επιτελικού Κράτους. Δεν είναι υπερβολική η διαπίστωση ότι η έννοια του Επιτελικού Κράτους έχει αρχίσει να καταγράφεται στη συνείδηση των πολιτών ως συνώνυμη είτε της αδιαφανούς και υπερσυγκεντρωτικής άσκησης της εξουσίας είτε, ακόμη χειρότερα, της ασύδοτης δράσης κυκλωμάτων γύρω από τον Πρωθυπουργό. Υπό τις παρούσες, μάλιστα, συνθήκες κυβερνητικής «ομερτά» και εκτόπισης κάθε ελεγκτικού αντιβάρου (ΑΔΑΕ, Βουλή) για λόγους διαχείρισης του σκανδάλου των «επισυνδέσεων», η ιδέα μιας κρατικής οργάνωσης που οριοθετεί τη δράση του Πρωθυπουργού και εξουδετερώνει τα ανέλεγκτα παράκεντρα εξουσίας, φαντάζει περίπου γελοιογραφική.

Ενώ, όμως, το αφήγημα του Επιτελικού έδειχνε να εξωθείται στο περιθώριο υπό το αβάσταχτο βάρος των υποκλοπών, η Κυβέρνηση αποφάσισε αίφνης να ανασύρει από την αφάνεια τα ξεχασμένα «επιτελικά στελέχη», ως δήθεν έκφραση μιας νέας διοικητικής «ελίτ» και «εμπροσθοφυλακής» της αντίληψης για ένα πιο σύγχρονο Δημόσιο. Η κρίσιμη βεβαίως παρατήρηση είναι ότι, μέχρι την έναρξη της «άτυπης» προεκλογικής περιόδου, τα μόνα σαφή δείγματα «επιτελικότητας» εξαντλούνταν στα power point του προγραμματισμού κυβερνητικών δράσεων και φιλόδοξων υπουργικών προτεραιοτήτων που καταγράφονταν μεν λεπτομερώς, πλην όμως σπανίως εφαρμόζονταν στην πράξη. Τα «ξεροκέφαλα γεγονότα» παραπέμπουν αντιθέτως στην παντελώς ανύπαρκτη στοχοθεσία σε επίπεδο μονάδων του Δημοσίου, στο χάος του διυπουργικού συντονισμού (παραπάνω από αισθητό στις φυσικές καταστροφές), την κραυγαλέα απουσία τεκμηρίωσης των πολιτικών και την εξοργιστική παραβίαση των περιλάλητων «αρχών καλής νομοθέτησης». Μόνο σπάνιες δεν είναι οι περιπτώσεις νομοσχεδίων που κατατίθενται με 20 άρθρα, ενώ τελικά ψηφίζονται με 80, για να τροποποιηθούν πάλι μέσα σε ένα μήνα από τη δημοσίευσή τους…

Η προεκλογική σκοπιμότητα των ανακοινώσεων είναι βεβαίως εξόφθαλμη. Μια Κυβέρνηση που μέχρι το τέλος επιμένει στις «μεταρρυθμίσεις» της, ανοίγοντας τις επιτελικές λειτουργίες του Κράτους σε μια νέα γενιά στελεχών. Πολλά ερωτήματα παραμένουν, ωστόσο, αναπάντητα, καταδεικνύοντας το μέγεθος της προχειρότητας του εγχειρήματος, τη χαμηλή προπαρασκευή και εν τέλει τον «στρουθοκαμηλισμό» του κυβερνητικού επιτελείου:

1) Γιατί, άραγε, το 3μηνο πρόγραμμα επιμόρφωσης των νέων «επιτελικών στελεχών» είναι μεγαλύτερης αξίας από το αντίστοιχο 20μηνο πρόγραμμα εκπαίδευσης, που έχουν ολοκληρώσει οι εκατοντάδες απόφοιτοι της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, όταν μάλιστα τα μαθήματα είναι περίπου τα ίδια; Τι υποτίθεται ότι προσθέτει στην ήδη παρασχεθείσα εκπαίδευσή τους;

2) Ισχύει ότι οι δομές του «Επιτελικού Κράτους», που συστάθηκαν το 2019  με την Προεδρία της Κυβέρνησης και εμπλουτίστηκαν το 2020 με τις Υπηρεσίες Συντονισμού των Υπουργείων, έχουν σχεδόν ολοκληρώσει τη στελέχωσή τους με μετακινήσεις υπαλλήλων και τοποθέτηση πλήθους «συμπαθούντων» μετακλητών; Και αν ναι, τότε πώς θα κατορθώσουν να συνεργαστούν οι μη «επιτελικοί» που υπηρετούν ήδη στις θέσεις αυτές επί διετία με τους νέους τιτλούχους (και με τη βούλα της Εθνικής Σχολής) «επιτελικούς»; Δεν θα προκύψει σύγχυση ή ανταγωνισμός;

3) Ποιες ακριβώς είναι οι προοπτικές σταδιοδρομίας όσων ενταχθούν στον συγκεκριμένο κλάδο και ποιες συγκεκριμένες δυνατότητες διαθέτουν για να καταλάβουν θέσεις ευθύνης; Γιατί άραγε συσκοτίζεται το ζήτημα αυτό στις σχετικές, ηθελημένα ασαφείς, ρυθμίσεις; Μήπως καλλιεργούνται προεκλογικά προσδοκίες χωρίς κανένα πρακτικό αντίκρισμα, όπως ακριβώς και με τους δήθεν «επιτυχόντες» του επικείμενου πανελλήνιου διαγωνισμού του ΑΣΕΠ;

4) Η ακαδημαϊκή κοινότητα δέχεται ότι το πρόβλημα της Διοίκησης στη χώρα μας δεν είναι τόσο η απουσία γνωστικού πλούτου ή τεχνικής επάρκειας των στελεχών της, όσο η επικυριαρχία της πολιτικής ηγεσίας στο διοικητικό σύστημα, δηλαδή η αδυναμία της να αυτοπεριοριστεί και να μην παρεμβαίνει στην ορθολογική λειτουργία του. Τούτου δοθέντος, ποια βαρύτητα μπορεί να έχει η παρουσία «αναλυτών πολιτικής» όταν αυτή η -κατά βάση- διοικητική εργασία εκτελείται ήδη από τους διάφορους «μετακλητούς» συνεργάτες των Υπουργών είτε αυτοί διαθέτουν τα προσόντα για κάτι τέτοιο είτε όχι; Υπάρχει κάποια πρόβλεψη για να ανατραπεί αυτός ο συσχετισμός δύναμης στο εσωτερικό της Διοίκησης; Ας θυμηθούμε εδώ την «κωμική περίπτωση Μούγιου», ο οποίος επί ένα έτος «ανέλυε» συστηματικά  την πολιτική του Υπουργείου Εσωτερικών, ως στενός συνεργάτης του Υφυπουργού,  προτού γίνουν γνωστές οι πειθαρχικές ποινές σε βάρος του και οι εκκρεμότητές του με τη δικαιοσύνη…

5) Πόσο χρήσιμη αλήθεια μπορεί να είναι η ειδικότητα του «νομοτέχνη», όταν οι «αρχές καλής νομοθέτησης» ευτελίζονται στην καθημερινή νομοθετική λειτουργία και η  τήρησή τους αντιμετωπίζεται στην καλύτερη περίπτωση σαν τυπική υποχρέωση (σύνταξη Ανάλυσης Συνεπειών Ρύθμισης), ενώ στη χειρότερη σαν περιττό γραφειοκρατικό εμπόδιο στην ταχεία διεκπεραίωση του νομοθετείν;

6) Τέλος, πού βασίζεται η προσδοκία ότι η τοποθέτηση 200 ταχέως και ειδικά επιμορφωμένων υπαλλήλων θα επηρεάσει ουσιωδώς τη λειτουργία του Κράτους, όταν άλλες, κατά τεκμήριο, υψηλότερες προτεραιότητες έχουν πλήρως εγκαταλειφθεί; Όταν δηλαδή έχουν λήξει από καιρού όλες οι θητείες των προϊσταμένων και το «επιτελείο» αντί να προβεί στην αξιοκρατική στελέχωση των θέσεων ευθύνης, επιλέγει συνειδητά όχι τις νέες κρίσεις αλλά τις «απευθείας αναθέσεις» καθηκόντων σε αρεστούς… Και πώς δίνει το καλό παράδειγμα η πολιτική ηγεσία; Όταν αγνοεί επιδεικτικά εδώ και δύο χρόνια το πόρισμα της Επιτροπής του ΑΣΕΠ για την επίσπευση και τον εξορθολογισμό των κρίσεων (δυνατότητα 3500 επιτελικών αξιολογήσεων σε λιγότερο από 2 χρόνια), κλείνοντας το μάτι στην ευνοιοκρατία και την κομματοκρατία;

Αλλά τι να πει κανείς όταν το έργο της επιμόρφωσης των «επιτελικών στελεχών» ανατίθεται στη σημερινή διοίκηση του ΕΚΔΔΑ (πρόεδρος και αντιπρόεδρος), η οποία αντί να αναδειχθεί αξιοκρατικά μέσω ΑΣΕΠ με τον ν.4735/2020 περί «επιλογής διοικήσεων», παραμένει πεισματικά αμετακίνητη στη θέση της, δύο χρόνια τώρα από τον δήθεν «προσωρινό» διορισμό της! Πρόκειται για την πιο χαρακτηριστική ίσως περίπτωση «επιτελικής αυτοδιάψευσης» μιας πολιτικής ηγεσίας που αρνείται να συμμορφωθεί με κανόνες που η ίδια έχει θεσπίσει. Αυτοδιάψευση που λειτουργεί και ως τραυματική υπενθύμιση για το πόσο αναγκαίο είναι να συμβαδίζει η μέριμνα για την αποτελεσματική άσκηση της εξουσίας με την πολιτική δέσμευση των κυβερνώντων για τον σεβασμό του Κράτους Δικαίου.

 

 

Συνταγματικά θεμιτή, αν και κομματικά υστερόβουλη και δικαιο-πολιτικά αμφιλεγόμενη  

Αντώνης Μανιτάκης, Ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ, επικεφαλής του Επιστημονικού Συμβουλίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας

Δεν φαίνεται να ανακύπτει, εκ πρώτης όψεως, ζήτημα αντισυνταγματικότητας από την τροποποίηση του εκλογικού νόμου που μόλις κατατέθηκε στη Βουλή.

Και τούτο, διότι με την τροπολογία δεν επέρχεται στέρηση εκλογικού δικαιώματος, είτε του δικαιώματος του εκλέγειν είτε του εκλέγεσθαι σε κάποιον. Απλώς προβλέπεται με απόφαση του Αρείου Πάγου ο αποκλεισμός της κατάρτισης εκλογικών σχηματισμών, δηλαδή η συμμετοχή στις εκλογές κόμματος ή συνδυασμού κομμάτων στην ηγεσία των οποίων μετέχουν πρόσωπα, είτε ονομαστικά και τυπικά είτε άτυπα και πραγματικά, που έχουν καταδικαστεί, έστω και πρωτοδίκως, για εγκλήματα που επισύρουν την ποινή κάθειρξης που προβλέπεται ειδικά από τον Ποινικό Κώδικα.

Το νέο που εισάγει στην εκλογική νομοθεσία η νομοθετική τροποποίηση είναι ότι αποκλείει τη συμμετοχή στις εκλογές κόμματος, του οποίου ηγέτης είναι στην πραγματικότητα πρόσωπο που έχει καταδικαστεί από τη Δικαιοσύνη για τα εγκλήματα που αναφέρονται πιο πάνω. Ο αποκλεισμός της συμμετοχής του αρχηγού στις εκλογές είναι συνέπεια του αποκλεισμού από τις εκλογές του κόμματος του οποίου ηγείται, και όχι λόγω στέρησης  εκλογικού δικαιώματος.

Θα μπορούσε να αντιταχθεί ότι η διάταξη είναι φωτογραφική για τον Κασιδιάρη και επομένως ότι πρόκειται για νόμο ατομικό και άρα αντισυνταγματικό, επειδή αντίκειται στην αρχή της ισότητας, που επιβάλλει ο νόμος να είναι απρόσωπος, γενικός και αφηρημένος.

Η προσβολή όμως της τυπικής ισότητας είναι στην προκειμένη περίπτωση και θεμιτή και άρα συνταγματικά δικαιολογημένη, διότι θεσπίστηκε για λόγους προστασίας ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος και της δημοσίας τάξης και ασφάλειας, όπως προβλέπεται άλλωστε και στις διαδικασίες της αναγνώρισης σωματείων, υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Το ζήτημα έχει απασχολήσει παλαιότερα τη νομολογία μας με αφορμή την ίδρυση φιλοβασιλικών σωματείων και τον έλεγχο από το δικαστήριο εκούσιας δικαιοδοσίας της νομιμότητας του σκοπού του.

Ο σκοπός της απαγορευτικής αυτής διάταξης είναι, πάντως, συνταγματικά θεμιτός και για έναν άλλο λόγο. Διότι δεν απαγορεύει τη συμμετοχή σε εκλογές κομμάτων για λόγους διάδοσης ή προβολής κάποιας ιδεολογίας ή κάποιων πολιτικών ιδεών, ακόμη και αντιδημοκρατικών, αλλά επειδή και εφόσον υπάρχει σχετική ποινική καταδίκη των ηγετών του. Η κρίση του δικαστή βασίζεται στην προκειμένη περίπτωση σε τεκμήριο αντικειμενικό και τεκμηριωμένο, που είναι η προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματα από δράσεις που στοιχειοθετούν συγκεκριμένα ποινικά αδικήματα.

Τέλος, και αυτό είναι το πιο σημαντικό, η εν λόγω νομοθετική διάταξη βασίζεται σε μία ειδική  συνταγματική ρύθμιση, εκείνη του άρθρου 29 παρ. 1Σ, η οποία επιτάσσει ρητά και απερίφραστα τα κόμματα να υπηρετούν την «ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Η συνταγματική αυτή διάταξη, αν και δεν είναι ειδική και συγκεκριμένη σε σχέση με εκείνη  του   άρθρου 51 παρ. 3Σ, που προβλέπει τους λόγους στέρησης του εκλογικού δικαιώματος, ώστε να υπερισχύσει αυτής. Εντούτοις, η επίκλησή της μπορεί, ως ρήτρας συνταγματικής -όπως είναι η καταχρηστική άσκηση  συνταγματικού δικαιώματος- με ερμηνευτική κατά βάση λειτουργία, να δικαιολογήσει την παράκαμψη της πρώτης για δύο λόγους: πρώτον, διότι δεν επιφέρει στέρηση εκλογικού δικαιώματος, γενικά και αφηρημένα, και άρα δεν αντίκειται ευθέως στην απαγόρευση στέρησης εκλογικού δικαιώματος. Και  δεύτερον, διότι έχει διαφορετικό πεδίο  εφαρμογής. Εκείνη αφορά τα εκλογικά προσόντα, το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, ενώ τούτη τους όρους συμμετοχής ενός κόμματος στις εκλογές.

Η διαπίστωση της συνδρομής του όρου της εξυπηρέτησης από τα κόμματα που κατέρχονται στις εκλογές, της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, γίνεται από τον Αρειο Πάγο, ύστερα από αξιολόγηση, μεταξύ των άλλων, και του τεκμηρίου της ποινικής ή μη καταδίκης του πραγματικού ή φερόμενου αρχηγού του κόμματος για τα συγκεκριμένα εγκλήματα.

Το δύσβατο ωστόσο, συνταγματικά, σημείο της ρύθμισης είναι η αξιολόγηση εκ μέρους του ΑΠ των στοιχείων  που αποδεικνύουν την ύπαρξη «πραγματικού αρχηγού». Ποια είναι αλήθεια τα στοιχεία, τα αντικειμενικά και αξιόπιστα,  που θα μπορούσαν να θεμελιώσουν  κρίση δικανική  που  να οδηγεί  τον δικαστή σε απόρριψη ενός συνδυασμού από τις εκλογές; Τα περιθώρια εκτίμησης του δικαστή είναι, πάντως, στην  προκειμένη περίπτωση πολύ περιορισμένα. Διότι,  εν αμφιβολία ή εν απουσία αποδείξεων, οφείλει ο δικαστής, επειδή πρόκειται για προσβολή πολιτικού δικαιώματος, να μην αποκλείσει τον εκλογικό συνδυασμό από τις εκλογές.

Η ανάθεση στη δικαστική εξουσία  της ευθύνης  απαγόρευσης καθόδου ενός πολιτικού κόμματος στις εκλογές αποτελεί   μετάθεση ευθύνης στα δικαστήρια και δίκοπο μαχαίρι για την πολιτική εξουσία: διότι μόνον εφόσον υπάρξουν επαρκή και αδιάσειστα στοιχεία  νομιμοποιείται ο δικαστής να απορρίψει την αίτηση. Το πιθανότερο είναι να την δεχτεί, οπότε, όμως, ακυρώνεται ο δηλωμένος, πολιτικός, στόχος του νομοθετήματος  και έτσι αποτρέπεται  ένας ενδεχόμενος κίνδυνος έντονης πολιτικής ή και συνταγματικής αμφισβήτησης της επίδικης ρύθμισης.

Θα πρέπει να υπογραμμιστεί  ότι με την εν λόγω ρύθμιση δεν απαγορεύεται η ίδρυση και λειτουργία κόμματος, που φέρει τα προλεχθέντα χαρακτηριστικά ούτε καθιερώνεται διαδικασία διάλυσής του, όπως και δεν καθιερώνεται  λόγος στέρησης  εκλογικού δικαιώματος.

Είναι άλλο το ζήτημα ότι η ρύθμιση είναι δικαιο-πολιτικά αμφιλεγόμενη και ότι αμφισβητείται η πολιτική της σκοπιμότητα.

Το γεγονός, πάντως, ότι η συγκεκριμένη τροπολογία κατατέθηκε από την κυβερνητική πλειοψηφία, επειδή  τη συμφέρει εκλογικά και τη βοηθά στην επιδίωξη της αυτοδυναμίας, δεν την καθιστά συνταγματικά αθέμιτη. Ακόμη και αν είναι –και είναι– κομματικά υστερόβουλη. Άλλωστε, από τον αποκλεισμό ωφελούνται και τα πρώτα κόμματα της αντιπολίτευσης.

 

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ‘Καθημερινή’ της Κυριακής στις 05.02.2023.  Στην παρούσα εκδοχή του προστέθηκαν δύο παράγραφοι για την πληρέστερη ανάπτυξη του θέματος

Το κράτος δικαίου αντιμέτωπο με τους αρνητές του

Παναγιώτης Μαντζούφας, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στην Νομική Σχολή του ΑΠΘ

Η καταδίκη των ηγετικών στελεχών της «Χρυσής Αυγής», η ομόθυμη αποδοκιμασία τους από τις πολιτικές δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου και η εκλογική περιθωριοποίησή τους στις εκλογές του 2019, αποτελούν γεγονότα που συμβάλουν στην πολιτική απομόνωση του ναζιστικού φαινομένου και ενισχύουν τη δημοκρατία μας. Ωστόσο, η πολιτική καταδίκη, ακόμα και όταν ανταποκρίνεται στο εικαζόμενο λαϊκό αίσθημα, δεν συνεπάγεται και την νομική απαγόρευση συμμετοχής ενός κόμματος με τα ίδια ή παρόμοια χαρακτηριστικά στην εκλογική διαδικασία.

Το Σύνταγμα μας, μολονότι προβλέπει ως θεμελιώδες δικαίωμα των Ελλήνων την σύσταση κομμάτων και ορίζει ότι «…η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος»(άρθρο 29) δεν προβλέπει ρητά την δυνατότητα απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων. Η ρύθμιση αυτή περιέχονταν στο σχέδιο του Συντάγματος του 1975 και είχε αποσυρθεί, μετά από τις έντονες αντιδράσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ως επικίνδυνη για το δημοκρατικό πολίτευμα. Συνειδητά ο συντακτικός νομοθέτης δεν υιοθέτησε το μοντέλο της μαχόμενης δημοκρατίας -όπως έκανε η Γερμανία και η Τουρκία με ρητές διατάξεις που αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές- διότι θεώρησε ότι την ελληνική δημοκρατία δεν την βαραίνουν τόσο οι ιστορικές εμπειρίες κομμάτων που κατέλυσαν την δημοκρατία, όσο το ακριβώς αντίθετο. Ήθελε να αποτινάξει το στίγμα της απαγόρευσης κομμάτων, -ήδη απ΄ το μεσοπόλεμο(«ιδιώνυμο») μέχρι την μεταπολίτευση με την απαγόρευση του ΚΚΕ- και να αναγνωριστεί ως σύγχρονο φιλελεύθερο κράτος που δεν φοβάται ακόμα και τους επίδοξους αρνητές του. Τα πολιτικά κόμματα, εκ του Συντάγματος, δημιουργούνται για να μετέχουν στην εκλογική διαδικασία και να αποφασίζει ο λαός για την τύχη τους. Η στέρηση αυτής της δυνατότητας ακυρώνει την ύπαρξή τους.

Με αυτά τα συνταγματικά δεδομένα και σε συνδυασμό με την ρύθμιση του άρθρου 51 παρ. 3 Σ που προβλέπει την στέρηση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι σε όσους έχουν καταδικαστεί με αμετάκλητη απόφαση για ορισμένα εγκλήματα,  η όποια νομοθετική ρύθμιση που απαγορεύει την κάθοδο στις εκλογές σε εκλογικούς συνδυασμούς στους οποίους συμμετέχουν καταδικασμένοι έστω και πρωτόδικα είναι δύσκολα συμβατή με το Σύνταγμα. Το νομικά αυτά εμπόδια θα κληθεί να αντιμετωπίσει ο ΑΠ, εφόσον του ανατεθεί να ελέγξει -σε αντίθεση με τον τυπικό έλεγχο που ήδη διενεργεί- αν  συνεργαζόμενα πρόσωπα  που εμφανίζονται ως εκπρόσωποι του κόμματος είναι «αχυράνθρωποι» που καλύπτουν τους καταδικασμένους πραγματικούς ηγέτες. Η απόδειξη παρόμοιων υποκρυπτόμενων σχέσεων είναι δυσχερής, θα προκαλέσει έντονη αντιδικία και αχρείαστη δημοσιότητα και θα ενισχύσει επικοινωνιακά τα απεχθή ναζιστικά μορφώματα, επιφέροντας ίσως αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα.

Αν πιστεύουμε ότι η δημοκρατία μας είναι ισχυρή, και όχι φοβική και ανασφαλής, πρέπει να φροντίζουμε την θωράκισή της με την συστηματική καλλιέργεια της δημοκρατικής παιδείας ιδίως στα σχολεία και την ανεπιφύλακτη πολιτική καταδίκη των αντιδημοκρατικών κομμάτων. Για τα υπόλοιπα θα φροντίσει ο λαός.

 

Δημοσιεύθηκε στο Βήμα της Κυριακής, 5.2.2023

 

 

 

 

 

 

 

Δύναται να υπάρξει ποινική δίωξη του τέως Προέδρου Τραμπ για υποκίνηση εξέγερσης;

Αλέξανδρος Κυριακίδης, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής και Υπεύθυνος Λειτουργίας και Ερευνών, Κέντρο Έρευνας Δημοκρατίας και Δικαίου, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Πριν από περίπου ένα μήνα, η Εξεταστική Επιτροπή για τη Διερεύνηση της Επίθεσης της 6ης Ιανουαρίου στην Πρωτεύουσα την Ηνωμένων Πολιτειών (ΗΠΑ), η οποία συστάθηκε στις 30 Ιουνίου 2021 με το υπ’ αριθμ. H.Res.503 Ψήφισμα της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, εισηγήθηκε προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης την ποινική δίωξη του πρώην Προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ για τέσσερα ομοσπονδιακά αδικήματα: παρακώλυση επίσημης διαδικασίας, συνωμοσία για εξαπάτηση των Ηνωμένων Πολιτειών, συνωμοσία για ψευδή δήλωση, και υποκίνηση, ενίσχυση, βοήθεια ή συνδρομή σε εξέγερση. Η, εν τέλει, εννεαμελής (οκτώ μέλη εκ των Δημοκρατικών και ένα μέλος εκ των Ρεπουμπλικανών)[1] Επιτροπή είχε ως σκοπό τη διερεύνηση όλων των γεγονότων και εμπλεκομένων στην επίθεση στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ την 6η Ιανουαρίου 2021, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή της διαδικασίας επιβεβαίωσης των αποτελεσμάτων των προεδρικών εκλογών του Δεκεμβρίου 2020 από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία, και, μεταξύ άλλων, το θάνατο – άμεσα ή έμμεσα – 4 πολιτών και 3 αστυνομικών και την πρόκληση ζημιών ύψους 1.5 εκατομμυρίου δολαρίων στο κτίριο του Καπιτωλίου.

Παρ’ ότι το βαρύτερα τιμωρούμενο αδίκημα εκ των ανωτέρω είναι αυτό της παρακώλυσης, η οποία τιμωρείται με πρόστιμο ή έως 20 έτη φυλάκιση, το σημαντικότερο, ιδιαιτέρως δεδομένων του σκοπού της Επιτροπής, του είδους του αδικήματος, και φυσικά της ήδη εναρχθείσας προεκλογικής περιόδου για τις προεδρικές εκλογές του 2024, στις οποίες ο Ντόναλντ Τράμπ ανακοίνωσε ότι θα είναι υποψήφιος ήδη από τα μέσα Νοεμβρίου 2022, είναι το αδίκημα της υποκίνησης σε εξέγερση. Και αυτό διότι, πέραν της ποινής (πρόστιμο ή φυλάκιση έως 10 έτη), είναι το μόνο που επιφέρει και ποινή αποκλεισμού από το εκλέγεσθαι σε οποιοδήποτε αξίωμα των ΗΠΑ. Εάν καταδικασθεί, ο Ντόναλντ Τράμπ δεν θα μπορέσει να θέσει υποψηφιότητα για Πρόεδρος.

Όμως, ο τέως Πρόεδρος Τράμπ είχε ήδη καθαιρεθεί και παραπεμφθεί από τη Βουλή τον Ιανουάριο του 2021, και τελικά αθωωθεί σε δίκη ενώπιον της Γερουσίας το Φεβρουάριο του ίδιου έτους[2], για το ακριβώς ίδιο αδίκημα της υποκίνησης σε εξέγερση ενόσω ήταν εν ενεργεία Πρόεδρος. Είναι δυνατόν ένας τέως Πρόεδρος να διωχθεί ποινικά για το ίδιο αδίκημα για το οποίο καθαιρέθηκε και αθωώθηκε όσο ήταν εν ενεργεία; Από τη μία, ως μη κατέχων πλέον το προεδρικό αξίωμα, ο εκάστοτε τέως Πρόεδρος δεσμεύεται από όλες τις ποινικές διατάξεις που ισχύουν για κάθε πολίτη. Από την άλλη, η δίωξη για συγκεκριμένο αδίκημα για το οποίο έχει αθωωθεί ήδη προσκρούει δυνητικά στην απαγόρευση διπλής δίωξης/καταδίκης (double jeopardy) για το ίδιο έγκλημα, η οποία προβλέπεται στην 5η Τροποποίηση του Συντάγματος των ΗΠΑ.

Το ανωτέρω ερώτημα έχει ήδη εξετασθεί από το Γραφείο Νομικού Συμβουλίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ[3] σε μία Γνωμοδότηση του 2000 κατά τη διάρκεια των διαδικασιών καθαίρεσης του τότε Προέδρου των ΗΠΑ Μπίλ Κλίντον, στην οποία προκρίνεται ότι μία τέτοια ποινική δίωξη είναι δυνατή. Η Γνωμοδότηση αναφέρει ότι, παρά το γεγονός ότι το άρθρο 1, ενότητα 3, παρ. 7 του Συντάγματος των ΗΠΑ προβλέπει ότι η ποινή σε υποθέσεις καθαίρεσης είναι η απομάκρυνση από το σχετικό αξίωμα αλλά «το καταδικασθέν (για καθαίρεση) μέρος» είναι υπόλογο σε περαιτέρω διώξεις, ποινές, κλπ., και άρα φαίνεται η δίωξη να είναι δυνατή μόνον σε περίπτωση καθαίρεσης και καταδίκης σωρευτικά, ιστορικά η διάταξη αντιμετωπίσθηκε με διασταλτική και όχι συσταλτική ερμηνεία του κειμένου, ήτοι δίχως να αποκλείονται περαιτέρω διώξεις σε περίπτωση καθαίρεσης αλλά μετέπειτα αθώωσης.

Όσο για την απαγόρευση επιβολής πολλαπλών ποινών ή/και διπλής δίωξης για το ίδιο έγκλημα, η Γνωμοδότηση εντοπίζει τη διαφορά στο περιοριστικό εύρος της ποινής καθαίρεσης στις ΗΠΑ (αφαίρεση αξιώματος μόνον) σε σχέση με το τότε ισχύον Αγγλικό δίκαιο, στο οποίο η Βουλή των Λόρδων είχε τη δυνατότητα να επιβάλει έως και θάνατο ως ποινή καθαίρεσης. Ο περιορισμός αυτός είναι ενδεικτικός της επιθυμίας διαφοροποίησης της διαδικασίας καθαίρεσης από ποινικές και άλλες συναφείς διαδικασίες. Η απαγόρευση διπλής δίωξης για το ίδιο έγκλημα ισχύει για δυνητικά επιβαλλόμενες ποινές που θέτουν σε κίνδυνο «τη ζωή ή τα άκρα» (life or limb) ενός ατόμου, ήτοι σοβαρές ποινές στέρησης ελευθερίας, κλπ. Η απομάκρυνση από το αξίωμα θεωρούνταν ιστορικά, και είναι σήμερα, πολιτική, αποσκοπώντας στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος και του κράτους από την άσκηση εξουσίας από άτομα τα οποία απεδείχθησαν ανίκανα να την ασκήσουν. Δεν αποτελεί ποινική ή διοικητική ποινή για εγκληματικές ή άλλες ενέργειες. Συνεπώς, η καθαίρεση δεν φαίνεται να εμπίπτει στις ποινές που θέτουν σε κίνδυνο «τη ζωή ή τα άκρα» ενός ατόμου ώστε να απαγορεύεται από την συνταγματική απαγόρευση διπλής δίωξης/καταδίκης. Η Γνωμοδότηση επισημαίνει επίσης ότι, σε κάθε περίπτωση, κανένα ομοσπονδιακό αδίκημα δεν τιμωρείται μόνον με απομάκρυνση από το εκάστοτε αξίωμα που κατέχεται, αλλά αναζητούνται επιπλέον και ποινικές ή άλλες διοικητικές ευθύνες/κυρώσεις.

Σε κάθε περίπτωση, η αθώωση καθαίρεσης στη δίκη ενώπιον της Γερουσίας βασίζεται κυρίως στη νομική κρίση ότι οι διαπραχθείσες πράξεις δεν αποτελούν «υψηλά εγκλήματα και πταίσματα» (high crimes and misdemeanors), για τα οποία μόνον επιτρέπεται συνταγματικά η καθαίρεση, ασχέτως εάν οι πράξεις αυτές έλαβαν χώρα και είχαν ποινικές συνέπειες. Η Γνωμοδότηση υποστηρίζει ότι θα ήταν, συνεπώς, παραβίαση του δικαίου μία πολιτική διαδικασία και ποινή (καθαίρεση) να εμποδίσει περαιτέρω ποινική δίωξη ή/και καταδίκη τέτοιων πράξεων.

Δεδομένων των ανωτέρω, φαίνεται πιθανή μία έναρξη ποινικής δίωξης του Ντόναλντ Τραμπ από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, σε συνέχεια της εισήγησης της Εξεταστικής Επιτροπής, αν και η Γνωμοδότηση δεν αποτελεί νομικά δεσμευτικό κείμενο για τον Υπουργό, και σίγουρα όχι για τη δικαστική εξουσία. Ιδιαίτερο, πολιτικό όμως, ενδιαφέρον σε μία τέτοια περίπτωση θα έχει η πιθανή συνέπεια περαιτέρω συσπείρωσης τον οπαδών του τέως Προέδρου, μεταξύ των οποίων υπάρχουν και ακραία πολιτικά στοιχεία, και ο αντίκτυπος στην προεκλογική περίοδο προς τις εκλογές του 2024.

 

[1] Έπειτα από προβλήματα σχετικά με ένα εκ των λοιπών πέντε μελών που προτάθηκαν από τους Ρεπουμπλικανούς, η τότε Πρόεδρος της Βουλής αποφάσισε να μην επιτρέψει τη συμμετοχή του και οι Ρεπουμπλικανοί απέσυραν και τα πέντε λοιπά προτεινόμενα μέλη.

[2] Το άρθρο 2, παρ. 4 του Συντάγματος των ΗΠΑ προβλέπει τη δυνατότητα καθαίρεσης και καταδίκης, και το άρθρο 1 την αρμοδιότητα της Βουλής για καθαίρεση και παραπομπής σε δίκη, και της Γερουσίας για καταδίκη.

[3] Το Γραφείο έχει αντίστοιχη δομή με το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους του Ελληνικού Υπουργείου Οικονομικών, αλλά μόνον με συμβουλευτικές αρμοδιότητες και όχι αρμοδιότητες εκπροσώπησης του δημοσίου.

Η χαμένη τιμή του Κράτους Δικαίου

Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ

Στην προσπάθεια απάντησης στο ερώτημα εάν το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων απηχεί μια υποβάθμιση του Κράτους Δικαίου στη Χώρα μας, γίνεται συχνά επίκληση, ως θέσφατου, της λίστας των κριτηρίων της Επιτροπής της Βενετίας για να στηριχθεί ο ισχυρισμός ότι, παρά τα σοβαρά προβλήματα, η Χώρα μας έχει ανθεκτικούς δικαιοκρατικούς θεσμούς και απέχει παρασάγγας από την κατάσταση που επικρατεί στην Ουγγαρία ή στην Πολωνία. Χωρίς να καταφέρνει να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, αυτή η επιχειρηματολογία υποτιμά την ίδια τη σημασία του Κράτους Δικαίου, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Παραγνωρίζοντας την ανάγκη αποτελεσματικής διασφάλισης πραγματικής κοινωνικής δικαιοσύνης και προτάσσοντας την κατοχύρωση, κυρίως, ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, η Επιτροπή της Βενετίας, που ιδρύθηκε μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου ως συμβουλευτικό όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης επί συνταγματικών θεμάτων, προτείνει μια εργαλειοθήκη με διαδικαστικά και αμιγώς φιλελεύθερα κριτήρια αξιολόγησης και τυποποίησης του σεβασμού του Κράτους Δικαίου (νομιμότητα, ασφάλεια δικαίου, πρόληψη της κατάχρησης εξουσίας, ισότητα ενώπιον του νόμου και απαγόρευση διακρίσεων, πρόσβαση στη δικαιοσύνη), εντάσσοντας, μάλιστα, ρητώς στις ιδιαίτερες σχετικές προκλήσεις και τις παρακολουθήσεις[1]. Αυτά τα κριτήρια βρίσκουν απήχηση στη νομολογία τόσο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όσο και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μέσω δε των σχετικών γνωμοδοτήσεων της Επιτροπής της Βενετίας, τα εν λόγω κριτήρια επηρεάζουν σημαντικά την αποτίμηση και τη νομιμοποίηση των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων που δρομολογούνται ακόμη και σε χώρες εκτός της ευρωπαϊκής ηπείρου. Συναφώς, η επιτελεστικότητα της εργαλειοθήκης της Επιτροπής της Βενετίας εμφανίζει κοινά χαρακτηριστικά και -ως προς τη φιλοσοφία της- συντονίζεται, σε μεγάλο βαθμό, με την επιτελεστικότητα της εργαλειοθήκης με νεοφιλελεύθερα κριτήρια αξιολόγησης των εθνικών οικονομιών που προτείνουν οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, προωθώντας έναν κανονιστικό δαρβινισμό, στο πλαίσιο του οποίου οι κανόνες δικαίου αντιμετωπίζονται ως εμπορεύματα και επιβιώνουν μόνον όσοι από αυτούς εξυπηρετούν τη βούληση των αγορών. Τα τελευταία χρόνια, πέραν της απομείωσης των περισσότερων μορφών κοινωνικής πολιτικής, ο παραπάνω συντονισμός είχε ως αποτέλεσμα και την μετάλλαξη της προέχουσας λειτουργίας των ίδιων των φιλελεύθερων δικαιοκρατικών αξιών που είναι κοινές στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι εν λόγω αξίες μετατράπηκαν από πηγές μιας ευοίωνης προοπτικής προωθημένης ενοποίησης σε βάσεις μιας θεσμικής και οικονομικής επιτήρησης των κρατών μελών. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι, στο πλαίσιο της νέας ευρωπαϊκής διακυβέρνησης, ο σεβασμός των παραπάνω αξιών προβάλλεται, διαβαθμισμένος πλέον, κυρίως ως ρήτρα αιρεσιμότητας της οικονομικής ενίσχυσης των κρατών μελών[2].

Ο περιορισμός της ανάλυσης της κρίσης του Κράτους Δικαίου στην επίκληση της εργαλειοθήκης της Επιτροπής της Βενετίας και στη λογική της συγκριτικής κατάταξης, βάσει τυποποιημένων κριτηρίων αξιολόγησης, θολώνει τις διαστάσεις και τη δυναμική αυτής της κρίσης. Το σύγχρονο φαινόμενο της αποδυνάμωσης των δικαιοκρατικών εγγυήσεων στην Ευρώπη, το οποίο ταλαντεύεται μεταξύ καταστρατήγησης των φιλελεύθερων αξιών και ανάπτυξης συστηματικών αντιφιλελεύθερων πολιτικών, ούτε είναι δεκτικό αυστηρής τυποποίησης ούτε αφορά μόνον ορισμένες χώρες. Διαχέεται στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών. Εάν η ένταση κάθε εκδήλωσης του εν λόγω φαινομένου εξηγείται, κατά περίπτωση, από τις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας, η αναπαραγωγή του σε όλες τις χώρες έχει ως κοινό παρονομαστή την ευρεία εξάπλωση αυταρχικών πολιτικών στην Ευρώπη.

Κατά τούτο, ο δημόσιος διάλογος αποπροσανατολίζεται και παύει να είναι γόνιμος, όταν εστιάζεται, αποκλειστικά και μόνο, στο ερώτημα εάν η Ελλάδα έχει φτάσει στο επίπεδο της Ουγγαρίας ή της Πολωνίας, δηλαδή όταν υπερτονίζονται τα αποτελέσματα χωρίς να αναζητούνται τα βαθύτερα αίτια των προβλημάτων. Μετά το 2010, στη Χώρα μας, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η κρίση του Κράτους Δικαίου οφείλεται πρωτίστως στη δραματική συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους δικαίου, το οποίο κατοχυρώνεται και ρητώς στο άρθρο 25, παρ. 1, του ελληνικού Συντάγματος. Η διαδοχή και η σώρευση των διαφόρων κρίσεων (της δημοσιονομικής, της μεταναστευτικής, της υγειονομικής, της κρίσης λόγω του πολέμου στην Ουκρανία) κατέδειξαν ότι πολλά από τα αυστηρά μέτρα λιτότητας και περιστολής θεμελιωδών δικαιωμάτων που υιοθετήθηκαν με αφορμή κάθε επιμέρους κρίση δεν πήγαζαν από τη φύση των πραγμάτων, αλλά από πολιτικές αποφάσεις εξυπηρέτησης μεμονωμένων συμφερόντων. Η δε εμπέδωση ενός ατελώς νομιμοποιημένου διαρκούς καθεστώτος ανάγκης ήταν αναμενόμενο να οδηγήσει σε μια συστηματική υποβάθμιση σχεδόν του συνόλου των εθνικών και ευρωπαϊκών δικαιοκρατικών εγγυήσεων και στην προσφυγή σε αυταρχικές πολιτικές γενικευμένης επιτήρησης και αστυνόμευσης, κατ’ επίκληση -όχι πάντοτε ειλικρινή- της δημόσιας τάξης και της εθνικής ασφάλειας.  Στο πλαίσιο αυτών των μετασχηματισμών του Κράτους, του Δικαίου και της Κοινωνίας, αναπτύχθηκαν και τα φαινόμενα, αφενός, της επιτελικής ενορχήστρωσης πληθώρας νομότυπων, αλλά στερούμενων προφανούς αιτιολογίας, κρατικών επισυνδέσεων σε βάρος, ιδίως, δημόσιων προσώπων και, αφετέρου, της ανοχής -αν όχι ενθάρρυνσης- παρακολουθήσεων μέσω της χρήσης a priori παράνομων κακόβουλων λογισμικών. Για να κατανοήσουμε αυτά τα φαινόμενα και να αναχαιτίσουμε την αναπαραγωγή τους, απαιτούνται ριζικές αλλαγές στις αντιλήψεις και στις πρακτικές, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν αρκεί η όποια πιστοποίηση ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην ίδια ή σε χαμηλότερη θέση από την Ουγγαρία ή την Πολωνία σε κάποια βαθμολογική κατάταξη προβληματικών χωρών. Δεν αρκούν ούτε οι γενικόλογες κοινές διακηρύξεις υπέρ του Κράτους Δικαίου και της Δημοκρατίας ούτε η προσφυγή σε βέλτιστες πρακτικές που επικρατούν διεθνώς. Άλλωστε, τις περισσότερες φορές, αυτές οι απλουστεύσεις, οι γενικεύσεις και οι πρακτικές επιχειρούν να εμφανίσουν τα προβλήματα ως κοινότοπα και ευχερώς διαχειρίσιμα, εξυπηρετώντας απλώς συμψηφισμούς, συγκαλύψεις ευθυνών και στρατηγικές υπεράσπισης κυρίαρχων πολιτικών που αναπαράγουν τις παθογένειες.

 

[1] Βλ. Συμβούλιο της Ευρώπης (Επιτροπή Βενετίας), Το Κράτος Δικαίου. Κριτήρια Ελέγχου, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, μετάφραση : Α. Βλαχογιάννης, 2022.

[2] Βλ., αναλυτικά, C. Yannakopoulos, Les vicissitudes de l’État de droit dans l’Union européenne, www.constitutionalism.gr, 12.3.2021.

Η δημοκρατία εν αμύνη. Μεταξύ συνταγματικού εγγυητισμού και ενοποιητικής ακεραιότητας

Κυριάκος Π. Παπανικολάου, Λέκτωρ Δημοσίου Δικαίου της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης

«Με τη μονόκωπο αρμένιζα σε

νερά κοχλιωτά, σπειρωτά, ελικωτά× κάτι αισθανόμουνα πως

τα νερά σημαίνουν κι απορούσα πώς με μονόκωπο βρέθηκα σε

νερά που σημαίνουν.  Αλλά λέω θ’ ακολουθήσω αυτές τις δίνες

που το μέγεθός τους ήταν αινιγματικό να βρω το κέντρο τους

και το αίσθημα που τις κυβερνά».

[Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος, «Το Σπάργανο», (Β)-2, 1981[1]]

 

Το παρόν κείμενο, με την προσθήκη μερικών υποσημειώσεων, αποτελεί μια μερική, συντομευμένη και εστιασμένη στην επικαιρότητα εκδοχή της εισήγησής μου με τον αυτό τίτλο στο συνέδριο που διοργάνωσε ο «Όμιλος Αριστόβουλος Μάνεσης» στις 16-18 Δεκεμβρίου 2022 για τα 100 χρόνια από την γέννηση του Αριστόβουλου Μάνεση. Ο λόγος έχει διατηρήσει τα αρμόζοντα στην προφορική έκφρασή του μέσα, όπως είχε διατυπωθεί στις ανά χείρας σημειώσεις μου.

Πριν όμως αναπτύξω επιλεκτικά  ορισμένες  βασικές θέσεις της εισήγησής μου (την οποία θα υποβάλω ολοκληρωμένη στον υπό έκδοση σχετικό τόμο), ας μού επιτραπεί να διατυπώσω δύο γενικές σκέψεις για τον ίδιο τον Αρ. Μάνεση, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν μέσα μου και κατά την ζωντανή διεργασία του εν λόγω συνεδρίου.

 

 Σκέψη πρώτη: Τόσο κατά τις εργασίες του συνεδρίου, όσο και στο περιθώριο αυτών των εργασιών, εκφράσθηκε επανειλημμένως η διερώτηση: «Τί θα έλεγε ο Μάνεσης για το δείνα νομικό ζήτημα;». Σε αυτήν την διερώτηση λανθάνουν δύο κρίσιμες για την συνταγματική επιστήμη παραδοχές:

Πρώτον, υπολαμβάνεται ότι μπορεί ευλόγως να εικασθεί η επιστημονική θέση του Αρ. Μάνεση εν τη απουσία του× ότι, δηλαδή, μάς έχει παράσχει με το έργο του μια συνεπή επιστημονική στάση, μία ιθύνουσα γραμμή, που δύναται να επεκταθεί στο άπειρο της απουσίας του, καταλαμβάνοντας και τα πράγματα που μάς παιδεύουν σήμερα.

Δεύτερον, ο εικαζόμενος λόγος του απόντος Αρ. Μάνεση προσωποποιεί ένα επιστημονικό πρότυπο, που καθίσταται γνώμονας της νομικής πράξης («Συνταγματική θεωρία και πράξη»). Διερωτώμεθα ποια θα ήταν η θέση του Αρ. Μάνεση, ώστε βάσει αυτής να κρίνουμε την νομική πράξη. Στην πραγματικότητα αναφερόμαστε στο αρχιμήδειο σημείο της επιστήμης, από το οποίο θεωρούμε τον νόμο, την διοικητική πρακτική, την νομολογία. Δεν κρίνουμε την εικαζόμενη «θέση του Μάνεση», δηλαδή την θέση της επιστήμης του συνταγματικού δικαίου, με βάση νομικές πρακτικές, π.χ. αν είναι συμβατή με την νομολογία, ώστε να διορθώσουμε αναλόγως την επιστημονική θέση, όπως θα υποδείκνυε ένας τέτοιος νομικός ρεαλισμός. Η «πραγματικότητα» αποτελεί, βεβαίως, το αντικείμενο και το όριο της νομικής επιστήμης, αλλά όχι τον γνώμονά της, έναν γνώμονα δηλαδή που θα μετετίθετο διαρκώς και απροσδιορίστως, αν ήμασταν «ρεαλιστές».

Σκέψη δεύτερη: Ο θετικισμός του Μάνεση… Πολλές φορές αναφέρθηκε και σε αυτό το συνέδριο. Είναι, άρα γε, ένας ουδέτερος θετικισμός, ένας θετικισμός νομικών «γεγονότων», που με την σειρά τους γεννούν το δίκαιο, ώστε να αποφεύγουμε το χάος μεταφυσικών σειρήνων; Είναι ένας θετικισμός που θα μπορούσε να οδηγήσει ασύδοτα οπουδήποτε, ενώ μόλις λίγα χρόνια πριν από την έκδοση του πρώτου τόμου των «Εγγυήσεων» η ανθρωπότητα είχε οδηγηθεί στον τραγικό παραλογισμό του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου μέσα από την πολιτική ανωμαλία που επέτρεψε ο λόγος της ισχύος εντός μιας καταλυόμενης δημοκρατικής τάξης[2];

Όχι! Ο θετικισμός του Μάνεση δεν είναι τυπικός, αλλά ουσιαστικός, και συγκεκριμένα δημοκρατικός. Στον πυρήνα του βρίσκεται η ουσία της πολιτικής ελευθερίας («Το Συνταγματικόν Δίκαιον ως τεχνική της πολιτικής ελευθερίας»). Ο θετικισμός του Μάνεση δεν είναι δημοκρατικός επειδή κάποιο ιστορικό θετικό θεμέλιο καθιερώνει την δημοκρατία. Αντιστρόφως, ο Μάνεσης είναι θετικιστής για την όλη έννομη τάξη, επειδή ακριβώς κατανοεί και υπερασπίζεται το Σύνταγμα ως κανόνα της δημοκρατίας. Ο λόγος του διακηρυγμένου θετικισμού του αποκαλύπτεται κυρίως στον δεύτερο τόμο των «Εγγυήσεών» του. Η μήτρα του συνταγματισμού είναι η λαϊκή κυριαρχία. Ο νόμος οφείλει την ισχύ του στην δημοκρατία, καθώς προέρχεται από το νομιμοποιούμενο δια των εκλογών αντιπροσωπευτικό σώμα. Αυτό το δημοκρατικό θεμέλιο είναι η ρίζα του θετικισμού ως εν γένει προσέγγισης στην έννομη τάξη, συμπεριλαμβανόμενου προεχόντως του Συντάγματος, που πρέπει να γίνεται κατανοητό ως ο θεμελιώδης νόμος, αυτός που έχει θεσπισθεί άμεσα από τον κυρίαρχο λαό. Ο θετικισμός αποτελεί εγγύηση του Συντάγματος, δηλαδή εν τέλει της δημοκρατίας[3].

Στους χαλεπούς καιρούς κατά τους οποίους ο Αρ. Μάνεσης, ωσάν «μονόκωπος ερέτης», διέπλεε με την θεωρία του «σημαίνοντα νερά» αφορίζοντας τις «δίνες» του (μετ)εμφυλιακού κράτους, μοναρχικά κατάλοιπα του Συντάγματος του 1952 χρησιμοποιούνταν από άλλους προς έμπρακτη αμφισβήτηση του δημοκρατικού συνταγματισμού, δηλαδή της λαϊκής κυριαρχίας. Η εγκόλπωση του θετικισμού από τον Μάνεση αποτελούσε πράξη προστασίας της ακεραιότητας του βαλλομένου Συντάγματος[4]. Σε εκείνη την δίνη ο δημοκρατικός συνταγματισμός έπρεπε να προτείνει την ασπίδα του έναντι της εκτελεστικής εξουσίας –και δεν ήταν, βεβαίως, η μόνη τέτοια περίπτωση. Όλο το συνταγματικό οπλοστάσιο έπρεπε να στραφεί προστατευτικά («εγγυήσεις») προς το αντιπροσωπευτικό σώμα, εκφράζοντας την συνταγματ(ολογ)ική προτίμηση προς την δημοκρατικά νομιμοποιούμενη Βουλή έναντι του κληρονομικού και ανευθύνου Βασιλέως.

Για αυτόν τον λόγο, ακόμη και θεσμοί προεχόντως φιλελεύθεροι ερμηνεύθηκαν από τον Μάνεση ως θεσμοί αναγόμενοι στην λαϊκή κυριαρχία, οδηγώντας σε αντίστοιχες ερμηνευτικές θέσεις περί συνταγματικών επιταγών και ορίων. Επί παραδείγματι, προκαλεί ίσως εντύπωση σήμερα ότι ο Μάνεσης ανενδοίαστα θεώρησε ότι οι ατομικοί νόμοι αποτελούν άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας και δεν θέτουν κάποιον προβληματισμό σε σχέση με την διάκριση των λειτουργιών. Προκαλεί δε εντύπωση η ασυμμετρία της ερμηνείας του σχετικά με τις παρόμοιας διατύπωσης διατάξεις των άρθρων 22 και 27 του Συντάγματος του 1952[5] (αντιστοίχως, §1 και §2 του άρθρου 26 του ισχύοντος Συντάγματος): Για την μεν νομοθετική λειτουργία θεώρησε ότι η διάταξη λειτουργεί ως φραγμός στην άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας από άλλα όργανα (εγγύηση υπέρ του αντιπροσωπευτικού σώματος), ενώ για την εκτελεστική λειτουργία η οικεία διάταξη θεωρήθηκε ως περιορισμός για τα ίδια τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, που μπορούν να ασκούν μόνον τις αρμοδιότητες που ορίζονται στο Σύνταγμα και στον νόμο, χωρίς επομένως να καταλείπεται κάποιος συνταγματικός φραγμός για τον νομοθέτη επί μη ρητώς κατοχυρουμένων αρμοδιοτήτων της εκτελεστικής εξουσίας, δηλαδή επί κάποιου αυτοτελώς οριοθετούμενου συνταγματικώς πεδίου της εκτελεστικής λειτουργίας. Αυτήν την ασυμμετρία, όμως, δικαιολογεί (ή, έστω, εξηγεί) η, κατά τον Αρ. Μάνεση, αναγωγή της διάκρισης των λειτουργιών στην λαϊκή κυριαρχία, δηλαδή η δημοκρατική θεμελίωση ενός πυλώνα του φιλελεύθερου συνταγματισμού[6].

Έχει λεχθεί πολλές φορές ότι ο θετικισμός του Μάνεση δεν παρέμεινε αναλλοίωτος, ιδίως μετά το 1974 (βλ. π.χ. το Συνταγματικό Δίκαιο Ι). Νομίζω, πάντως, ότι ο δημοκρατικός γνώμονάς της σκέψης του μάς επιτρέπει να σκεφτούμε ότι σήμερα μάλλον θα τασσόταν (ξανά, «τί θα έλεγε ο Μάνεσης;») απέναντι σε υπερχειλείς ασκήσεις της νομοθετικής λειτουργίας και υπέρ του περιορισμού της νομοθετικής εξουσίας στον «φυσικό» της χώρο. Η απαρέγκλιτη άσκηση της κρατικής εξουσίας με γενικούς και αφηρημένους κανόνες δικαίου –και βάσει τοιούτων κανόνων– αποτελεί μια ελάχιστη εγγύηση κατά ανορθολογικών αποφάσεων και πολιτικών αυθαιρεσιών εντός ενός συστήματος ελλιποβαρών αντισταθμισμάτων της εκάστοτε κυβερνώσης εξουσίας, που «νομιμοποιείται» στην πράξη άπαξ και εκ των προτέρων δια της πλειοψηφικής προτίμησης των πολιτών προς το εκάστοτε ελέγχον την Βουλή και την Κυβέρνηση κόμμα και όχι δια του διαρκούς δημοκρατικού ελέγχου των κυβερνώντων[7]. Σε αυτό το πλαίσιο, του οποίου την διαμόρφωση διείδε ο Μάνεσης αναλύοντας τις συνέπειες της αναθεώρησης του 1986[8], η θεώρησή του επί της διακρίσεως των λειτουργιών θα στρεφόταν πλέον, νομίζω, κατά της αυθαίρετης εισαγωγής ατομικών νόμων. Υπό την οσημέραι  λειτουργία του πολιτεύματος, μια τέτοια στάση αποκατάστασης τού –με διττή έννοια– λόγου εκάστης των λειτουργιών δεν θα ήταν εν τέλει μόνον προστατευτική της εκτελεστικής εξουσίας αλλά, προεχόντως, καθοδηγητική της πορείας που πρέπει να έχει ένας μη χειραγωγούμενος κοινοβουλευτισμός. // 23.1.2023, Κ.Π.Π. }

 

Ι.

Εγγυητισμός και ακεραιότητα

Στην ρωμαϊκή res publica υπήρχαν οι lictores (= ραβδούχοι, πελεκυφόροι). Αυτοί προπορεύονταν των υπάτων και των πραιτόρων, κρατώντας δεσμίδες (fasces) από ράβδους. Στο κέντρο της δεσμίδας υπήρχε ένας πέλεκυς. Με αυτό το σύμβολο προειδοποιούσαν για την άσκηση από αυτούς της coercitio maior προς επιβολή της τάξης και αποκατάσταση της νομιμότητας, σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης και απειθαρχίας των πολιτών. Η δεσμίδα συμβόλιζε την ισχύ εν τη ενώσει. Η δύναμή τους (ο πέλεκυς της ενότητος) μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και στις περιπτώσεις που αυτό επιβαλλόταν για την προστασία του πολιτεύματος. Το σύμβολο των fasces υιοθετήθηκε και διεστράφη από το ολοκληρωτικό καθεστώς του Μουσολίνι, παρέχοντας την ετυμολογική ρίζα του «φασισμού»[9]. Η ρωμαϊκή άμυνα (της λειτουργίας) του πολιτεύματος κατέληξε στον φασισμό. Είναι άραγε επιρρεπής η αμυνόμενη δημοκρατία σε αυτό το συμβολικό πεπρωμένο;

Πώς μπορεί να διατηρηθεί η ισορροπία ανάμεσα στην άμυνα του δημοκρατικού πολιτεύματος και στην αποφυγή του αυταρχισμού, ανάμεσα στον κανόνα και στην παρέκβασή του; Η ερώτηση είναι εξαιρετικά δύσκολη και, όπως έγραφε ο Αριστόβουλος Μάνεσης ήδη από το 1962, «[ε]ις αυτήν την ιδιαιτέρως λεπτήν και πολύπλοκον ερώτησιν η απάντησις δεν είναι δυνατόν να δοθή ανεπιφυλάκτως, απλώς δι’ ενός “όχι” ή δι’ ενός “ναι”»[10]. Άλλως τε, και το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, στην εδραιωτική της έννοιας της «μαχόμενης δημοκρατίας» απόφασή του, αυτήν της 17.8.1956 που αφορά στην διάλυση του Κομμουνιστικού Κόμματος [Kommunistische Partei Deutschlands (KPD)][11], έχοντας να αντιμετωπίσει την εναρμόνιση μεταξύ της ελευθερίας του πολιτικού λόγου (5§1) και της απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων που αντιστρατεύονται την φιλελεύθερη δημοκρατική θεμελιώδη τάξη (21§2), τόνισε τον οριακό χαρακτήρα του ζητήματος εντοπίζοντας μια δυνητικώς «αφόρητη αυτοαντίφαση» (“unerträgliche Selbstwiderspruch”) της φιλελεύθερης δημοκρατικής θεμελιώδους τάξης, και μάλιστα θεώρησε ότι επρόκειτο μια περίπτωση στην οποία θα μπορούσε να ανακύψει το ζήτημα των αντισυνταγματικών διατάξεων του Συντάγματος[12].

Η μία εκδοχή κατάληξης αυτής της διελκυστίνδας είναι η υποχώρηση της δημοκρατίας. Η δημοκρατία επιδεικνύει αυτάρεσκη ανεκτικότητα στους αντιπάλους της επιτρέποντάς τους να λάβουν θέσεις μάχης εντός του πολιτεύματος, με συνέπεια την εξ αμεροληψίας υποχώρησή της. Αυτό είναι το σύνδρομο της Βαϊμάρης, εμποτισμένο με την λογική της ουδετερότητας και μη αξιακών προσλήψεων του περιεχομένου της δημοκρατίας[13]. Εν τέλει, δηλαδή, η δημοκρατία υποχωρεί, διότι αρνείται να προσδώσει ουσιαστικό περιεχόμενο στην υπόστασή της. Καθίσταται διαδικαστικός κανόνας χωρίς πολιτική ουσία και παραμένει έκθετη στους επιβούλους. Το πρόβλημα, συνεπώς, δεν είναι η προσκόλληση της δημοκρατίας σε κανόνες και η άρνησή της να αποστεί από αυτούς× με άλλες λέξεις, το πρόβλημα δεν είναι η συνταγματική δημοκρατία, αλλά η μη εμβάθυνση στο αξιακό περιεχόμενο των κανόνων της: Της ισονομίας, του πλουραλισμού, της αξίας του ανθρώπου.

Το δράμα του μεσοπολεμικού ολοκληρωτισμού δείχνει ότι η εγκαθίδρυση της βίας εξαγιάζεται με νόμιμα μέσα. Η επερχόμενη βία δεν είναι γυμνή, και γι’ αυτό υπνώττει η ετοιμότητα για την αντιμετώπισή της. Προτού να φθάσουμε στην σαφή κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος, ποια είναι η θεσμική άμυνα της δημοκρατίας έναντι της ύπουλης και βαθμηδόν τρώσης της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός τέτοιου αμυντικού μηχανισμού είναι το μεταπολεμικό συνταγματικό οπλοστάσιο της Γερμανίας, στο οποίο κομβική σημασία έχει η έννοια της «φιλελεύθερης δημοκρατικής θεμελιώδους τάξης» (freiheitliche demokratische Grundordnung). Kρίσιμες διατάξεις προάσπισης αυτής της θεμελιώδους τάξης: απόρρητο επιστολών και ανταποκρίσεων (GG 10§2), ελευθερία κίνησης (GG 11§2), αντισυνταγματικότητα πολιτικών κομμάτων (GG 21§2), απαγόρευση κατάχρησης μιας σειράς θεμελιωδών δικαιωμάτων (GG 18).

 

Η ανάδειξη ενός πυρήνα του Συντάγματος, μιας ψυχής της δημοκρατίας, δεν είναι δεδομένη αλλά σμιλεύεται διαρκώς. Η αναζήτηση της αξιακής ενότητας, της ουσίας του Συντάγματος, βασίζεται στην πίστη στην ενοποιητική λειτουργία του. Εν τέλει, δηλαδή, η άμυνα έναντι των διακινδυνεύσεων δεν αποσκοπεί στον εξοβελισμό κάποιου εσωτερικού εχθρού, αλλά στην ενσωμάτωσή του. Η ενοποιητική ακεραιότητα δεν διασφαλίζεται με τίμημα την αποκοπή. Σε μια τέτοια περίπτωση, η δημοκρατία θα ακρωτηριαζόταν[14]. Κατά την μανεσική έκφραση, θα έχανε «μόρια» της κυριαρχίας ανήκοντα σε μέλη του λαού[15]. Πρέπει να γίνει σαφές δηλαδή ότι η αμυνόμενη δημοκρατία δεν αφορά την άμυνα κάποιων έναντι κάποιων άλλων, αλλά την άμυνα έναντι της χωλότητας του λαού της. Η άμυνα δικαιολογείται μεν όταν αποτρέπει την τρώση του πολιτεύματος, αλλά καταξιώνεται όταν ανακτά τον επίβουλο. Η ενοποιητική ακεραιότητα δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτή πρωτίστως επιθετικά, αλλά κυρίως θεραπευτικά.

Αυτή η ισορροπία επιβάλλει την πρόβλεψη και την τήρηση ορισμένων εγγυήσεων υπό τις οποίες πρέπει να ασκείται η αμυντική λειτουργία της δημοκρατίας: Νομιμότητα, αναγκαιότητα, αποκατάσταση. Τα μέσα δεν μπορούν να είναι απρόβλεπτα, αλλά πρέπει να προβλέπονται στο δίκαιο, με κανόνες διαυγείς και σταθερούς. Υπ’ αυτήν την έννοια, η αμυνόμενη δημοκρατία δεν αποτελεί επικράτηση της σκοπιμότητας επί της νομιμότητας, αλλά πρωτίστως διάσταση του κράτους δικαίου, της συνταγματικής ουσίας της δημοκρατίας. H salus reipublicae δεν αποτελεί λόγο παραμερισμού αλλά επίτασης του δικαίου, τονισμού των ουσιωδέστερων της υπόστασής του σε μια δημοκρατική πολιτεία, που σέβεται όλους τους πολίτες της και δεν αρνείται κανέναν από αυτούς. Κάθε διαφορετική προσέγγιση θα αποτελούσε επιβεβαίωση των επιβούλων. Τα μέσα αμύνης δεν μπορούν να είναι υπέρμετρα, δεν μπορούν να είναι μέτρα ενστικτώδους, αλλά λελογισμένης, άμυνας. Η δημοκρατία δεν αμύνεται σε πανικό αλλά μετά λόγου δικαίου και ανάγκης× ποτέ δυσανάλογα. Ο σκοπός της αμύνης, όπως προκύπτει από την ενοποιητική λειτουργία της, είναι η αποκατάσταση και η διαφύλαξη της ακεραιότητας. Δεν είναι η εμπαθής τιμωρία των αποκλινόντων μελών του λαού. Δεν είναι η αποκοπή τους και ο αφορισμός τους, αλλά η επάνοδός τους στην δημοκρατική κοινωνία. Υπ’ αυτήν την έννοια, ο εγγυητισμός δεν στρέφεται κατά της αμύνης αλλά αποτελεί γνήσια μέθοδό της.

 

ΙΙ.

Άμυνα κατά «αμυνομένου» καθεστώτος:

Quis custodiet ipsos custodes?

Πολύ σημαντική, όμως, είναι και μια αντίστροφη όψη του εγγυητισμού που συνδέεται με την αμυνόμενη δημοκρατία. Τί γίνεται όταν την δημοκρατία, και δη την φιλελεύθερη δημοκρατία, επιβουλεύεται το ίδιο το «αμυνόμενο» καθεστώς; Οι κρατούντες που αμύνονται της εξουσίας τους, και όχι πραγματικά της δημοκρατίας; Quis custodiet ipsos custodes? Το ερώτημα προκύπτει εντονότερα, όταν οι κρατούντες πλήττουν βαθμιαία τον φιλελευθερισμό, με τελικό σκοπό να πλήξουν τη δημοκρατία, επικαλούμενοι αυτήν την ίδια και την προάσπισή της από τους «επικίνδυνους» φορείς των περιστελλόμενων δικαιωμάτων.

Στο σημείο αυτό, πρέπει να τονισθεί ότι η βαθμιαία υποχώρηση των δικαιωμάτων σημαίνει απειλή για την ίδια τη δημοκρατία. Δεν είναι ατομική υπόθεση αλλά συλλογική διακύβευση[16]. Και συνήθως τελείται με ενεργοποίηση των αντανακλαστικών του φόβου, με την επίκληση λόγων ασφαλείας έναντι κάποιου εχθρού που εν τέλει δεν είναι και τόσο σαφής, που αρχικά μπορεί να ανήκει σε κάποια συγκεκριμένη ομάδα× βαθμηδόν, όμως, καθίσταται ύποπτος ο καθένας ως κίνδυνος× όχι πραγματικά για την δημοκρατία αλλά για το ίδιο το κρατούν καθεστώς, που επιχειρεί να αποδεσμευθεί από τα βάρη των δικαιωμάτων και εν τέλει από τα βάρη της δημοκρατίας.

Λέγεται ορισμένες φορές ότι τα αυταρχικά καθεστώτα βασίζονται σε επίπλαστες ομαδοποιήσεις, ώστε να απομονώνουν κάποιον «εσωτερικό εχθρό» και δι’ αυτού να συσπειρώνουν τον υπόλοιπο «απειλούμενο» λαό. Στην πραγματικότητα, η καθεστωτική αντίληψη της πολιτικής, τουτέστιν η αξιακή κενότητά της, βρίσκει καταφύγιο στην πρόσληψη της πολιτικής ως διάκρισης μεταξύ εχθρών και φίλων. Είναι αληθές, αλλά δεν είναι ίσως το πιο επικίνδυνο για την δημοκρατία ή, ίσως, δεν είναι το τελικό στάδιο της επίθεσης των κρατούντων. Το «αμυνόμενο» καθεστώς κατοχυρώνεται εγκρατέστερα όταν επικαλείται ασαφώς ως κίνδυνο τον καθένα. Όταν ο κίνδυνος είναι αφ’ ενός ασαφής, αφ’ ετέρου ελλοχεύει παντού. Όταν λόγοι εθνικής ασφαλείας ή δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας τάξεως, ή ακόμη και απλώς δημοσίου συμφέροντος (επιτακτικού;), επιβάλλουν ή επιτρέπουν στο κράτος να θεωρεί τον καθένα ως ύποπτο με όρους καταδήλως ασαφείς. Η ασάφεια απελευθερώνει το καθεστώς, το καθιστά εγγυητή μιας εξ ίσου αόριστης ασφάλειας, του επιτρέπει να εποπτεύει τους πάντες και τα πάντα, να περιορίζει –εν είδει τιμωρίας– ακόμη και επί υπονοία του κινδύνου.

Με τα λόγια του Μάνεση (σε ένα κείμενο γραμμένο, μάλιστα, κατά την εισόδια ευδαιμονία της μεταπολίτευσης):

«Η διεύρυνση του “εσωτερικού εχθρού” έχει καταστήσει αγχώδη τη μέριμνα των κρατούντων για την ανεύρεσή του και την εντόπισή του. Πράγματι “εσωτερικός εχθρός” μπορεί ήδη να είναι “δυνάμει”–και συνεπώς να αντιμετωπίζεται σαν τέτοιος–κάθε πολίτης: ένας ψηφοφόρος, αλλά κι ένας δημόσιος υπάλληλος κι ένας αξιωματικός κι ένας δικαστής κι ένας διανοούμενος κι ένας καλλιτέχνης ή πολλοί απ’ αυτούς ενωμένοι× ακόμη και ένα ή περισσότερα πολιτικά κόμματα× δεν αποκλείεται, επίσης, “εσωτερικός εχθρός” να αποβεί και ένας υπουργός, αλλά και ο πρωθυπουργός και η Κυβέρνηση, ακόμη και η Βουλή, δηλαδή η συγκεκριμένη πλειοψηφία της […]. Αλλά και το εκλογικό σώμα, δηλαδή ο ίδιος ο “κυρίαρχος” λαός ενδέχεται να αντιμετωπιστεί σαν “εσωτερικός εχθρός” […]. Στην εποχή μας, λοιπόν, ο “εσωτερικός εχθρός” μοιάζει να είναι “πανταχού παρών” μέσα στο κοινωνικοπολιτικό σύστημα. “Δυνάμει” ο καθένας είναι “εσωτερικός εχθρός” και μπορεί να εμφανισθεί σαν τέτοιος οποτεδήποτε και σε οποιοδήποτε χώρο του κρατούντος συστήματος»[17].

Η διακινδύνευση, λοιπόν, καθίσταται προεχόντως αφηρημένη, αλλά τα κρατικά μέτρα είναι όλο και πιο συγκεκριμένα, όλο και πιο περιοριστικά. «[Η] ανασφάλεια δικαίου για χάρη της ασφάλειας του κράτους»[18]! Το όπλο μιας τέτοιας καθεστωτικής πρακτικής είναι η διάχυση της καχυποψίας στην κοινωνία και η αποδυνάμωση των ατόμων δια της απομόνωσης εκάστου, δηλαδή της εξαΰλωσης κάθε πιθανής ομαδοποίησης.

 

Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι είναι προφανής η άμυνα απέναντι σε μια τέτοια κατάσταση. Είναι η άμυνα των δικαιωμάτων και των θεσμικών εγγυήσεων. Είναι η άμυνα των αντιβάρων, είναι η ίδια η διάκριση των εξουσιών ως μέθοδος κατάτμησης και περιορισμού της εξουσίας των κρατούντων.

Τί γίνεται, όμως, όταν τα αντίβαρα είναι ασθένη; Τί γίνεται όταν υπάρχουν μεν, αλλά δεν λειτουργούν; Τί γίνεται αν ο μυλωθρός του Πότσνταμ δεν μπορεί να ανακράξει απέναντι στον εκάστοτε Φρειδερίκο ότι υπάρχουν δικαστές στο Βερολίνο;[19] Τότε καμμιά ατομική άμυνα δεν μπορεί να τελεσφορήσει. Περιορίζεται ο ιδιωτικός βίος, απειλείται διαρκώς η ελευθερία από αυθαίρετες ποινές και εν τέλει αποτέμνονται τα πολιτικά δικαιώματα. Ο παντεπόπτης κρατικός οφθαλμός παρατηρεί και ευθυγραμμίζει τα πάντα. Πάντοτε με τρόπο νόμιμο ή, ακριβέστερα, νομότυπο. Εκδίδονται ποινικές αποφάσεις, αλλά τυγχάνει να εξοντώνουν πολιτικούς αντιπάλους. Καταλύεται ο ιδιωτικός βίος, αλλά σώζεται η δημόσια ασφάλεια. Ποια άμυνα τότε απομένει στον λαό και εν τέλει στη δημοκρατία, που έχει πληγεί εκ των έσω;

Σε αυτή την περίπτωση η άμυνα θα πρέπει να έρθει από έξω. Και εκεί ακριβώς εντοπίζεται από τον Μάνεση το αδιέξοδο που αντιμετωπίζει κάθε κηρυχθείς «εσωτερικός εχθρός». Συγκρίνοντας τον εσωτερικό εχθρό με τον εξωτερικό, τον πολέμιο, γράφει ότι ο πρώτος μειονεκτεί ιδίως ως προς ένα σημείο:

«[Σ]τερείται της προστασίας που το διεθνές δίκαιο παρέχει στους εξωτερικούς εχθρούς. Ο εσωτερικός εχθρός, καθώς υπόκειται εξ ορισμού στη δεδομένη κρατική εξουσία και είναι έγκλειστος στο χώρο όπου αυτή ασκείται, βρίσκεται εκτεθειμένος στο έλεος των κρατούντων»[20].

 

ΙΙΙ.

Η αναζήτηση της άμυνας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς:

Σύγχρονα παραδείγματα

Σήμερα, ιδίως με την εμφάνιση εντόνως του λαϊκιστικού αυταρχισμού στην Ευρώπη, επιβεβαιώνεται αυτό το εσωτερικό αδιέξοδο των προσώπων ή των θεσμών που αντιμετωπίζονται ως «εσωτερικοί εχθροί», καθώς και ότι στο θεσμικό επίπεδο η λύση του «γόρδιου δεσμού» μπορεί να αναζητηθεί μόνο προς τα έξω, στην διεθνή και στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη.

Δυστυχώς τα παραδείγματα είναι πλέον πολλά. Θα αναφερθώ μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις προερχόμενες από την πολωνική δικαιοσύνη, όχι για να αναλύσω κυρίως το νομικό τους μέρος, αλλά για να αναδείξω ότι ανέκυψαν μέσω αμύνης θεσμικών παραγόντων, και μάλιστα της ίδιας της δικαστικής εξουσίας, που αναζήτησε θεσμικές λύσεις εκτός της εγχώριας χειμαζόμενης έννομης τάξης.

Στις υποθέσεις Lowicz και Prokurator Generalny (C-558/18 και C-563/18) τα πρωτοδικεία του Lodz και της Βαρσοβίας, επί υποθέσεων εσωτερικού ενδιαφέροντος, οι δικαστές έθεσαν προδικαστικά ερωτήματα αναφορικά με το άρθρο 19 §1 εδ. β΄ ΣΕΕ, δηλαδή την υποχρέωση πρόβλεψης ενδίκων βοηθημάτων πραγματικής δικαστικής προστασίας στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Το ερώτημα αφορούσε το αν παραβιάζεται αυτή η θεμελιώδης επιταγή από διατάξεις που αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο να θιγεί η εγγύηση ανεξάρτητης πειθαρχικής διαδικασίας όσον αφορά τους δικαστές× τα προδικαστικά ερωτήματα αναφέρονται σε δυνατότητα πολιτικής επιρροής στις πειθαρχικές διαδικασίες, εκμετάλλευσης πειθαρχικού συστήματος προς πολιτικό έλεγχο περιεχομένου δικαστικών αποφάσεων, χρήσης στις πειθαρχικές διαδικασίες παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών στοιχείων[21]. Το ΔΕΕ, στις 26 Μαρτίου 2020, έκρινε απαράδεκτα τα ερωτήματα λόγω της γενικής φύσης τους και της μη σύνδεσής τους με την εφαρμογή ενωσιακών διατάξεων. Σημειωτέον ότι, κατά την έγγραφή διαδικασία, τα δικαστήρια είχαν αποστείλει επιστολές περί κλήσεως των δικαστών σε ακροαματική διαδικασία για τους λόγους υποβολής των προδικαστικών ερωτημάτων και για τη θέση ερωτήσεων απτομένων της μυστικότητας των διασκέψεων, καθώς και για την υποβολή δηλώσεων περί υπερβάσεως δικαστικής εξουσίας (προκαταρκτική έρευνα για πειθαρχική διαδικασία). Αφού είχαν αποσταλεί οι εν λόγω επιστολές, οι σχετικές υποθέσεις ετέθησαν στο αρχείο[22]. Το ΔΕΕ, στην απόφασή του, τόνισε ότι δεν επιτρέπεται οι δικαστές να εκτίθενται σε πειθαρχικές διαδικασίες διότι υπέβαλαν προδικαστικά ερωτήματα και ότι αυτή η εγγύηση είναι συμφυής με τη δικαστική ανεξαρτησία τους, που είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος δικαστικής συνεργασίας των προδικαστικών ερωτημάτων[23].

Σε έναν κύκλο υποθέσεων επί προδικαστικών ερωτημάτων, το ΔΕΕ απεφάνθη στις 16 Νοεμβρίου 2021 ότι αντίκειται στο άρθρο 19 §1 εδ. β΄ ΣΕΕ εθνική ρύθμιση κατά την οποία ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί βάσει μη δημοσιοποιηθέντων κριτηρίων να αποσπά δικαστή σε ανώτερο ποινικό δικαστήριο για ορισμένο ή αόριστο χρόνο και να ανακαλεί αναιτιολογήτως την απόσπαση[24]. Οι αιτήσεις είχαν υποβληθεί από περιφερειακό δικαστήριο της Βαρσοβίας κατά την εξέταση επτά ποινικών υποθέσεων σε ποινικό τμήμα εφέσεων. Τα ερωτήματα υπεβλήθησαν λόγω της συμμετοχής στην σύνθεσή του δικαστή κατώτερου δικαστηρίου (επαρχιακού) αποσπασθέντος από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος είναι και γενικός εισαγγελέας, ιεραρχικώς προϊστάμενος των εισαγγελέων των τακτικών δικαστηρίων. Το ΔΕΕ τόνισε την σημασία της δικαστικής ανεξαρτησίας για την διάκριση των λειτουργιών, που χαρακτηρίζει ένα κράτος δικαίου[25]. Επίσης, ότι η ανάκληση της απόσπασης χωρίς συναίνεση του δικαστή έχει αποτελέσματα ανάλογα της πειθαρχικής κύρωσης[26]. Ο Υπουργός, ως γενικός εισαγγελέας και ως αρμόδιος για τις αποσπάσεις δικαστών, δύναται να επηρεάζει τόσο τους εισαγγελικούς λειτουργούς όσο και τους αποσπασθέντες δικαστές. Δύνανται, λοιπόν, να γεννηθούν εύλογες αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του δικαστηρίου[27]. Μάλιστα, ο αποσπασθείς δικαστής είχε και πειθαρχική αρμοδιότητα, με συνέπεια να δύναται να επηρεάζει και τα λοιπά μέλη του δικαστηρίου[28]. Το Δικαστήριο εξάγει το συμπέρασμα ότι ο συνδυασμός των ανωτέρω ρυθμίσεων είναι ικανός να θίξει την ανεξαρτησία των δικαστών[29]. Εξ άλλου, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η ανεξαρτησία και η αμεροληψία των δικαστών αποτελούν ουσιώδεις προϋποθέσεις για την διασφάλιση του τεκμηρίου αθωότητας[30].

Τέλος, έχει ιδιαίτερη σημασία μια προσφάτως εκδοθείσα δήλωση δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Πολωνίας, σε συνέχεια αχθεισών ενώπιον του ΔΕΕ και του ΕΔΔΑ υποθέσεων αναφορικά με συνταξιοδοτήσεις δικαστών και άλλα ζητήματα συναφή με την άσκηση των αρμοδιοτήτων του νέου Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου (KRS). Παλαιότερα, μεταξύ των μελών του εν λόγω Συμβουλίου μετείχαν και 15 μέλη εκλεγόμενα μεταξύ των δικαστών με αποφάσεις των γενικών συνελεύσεών τους. Με την τροποποίηση που επήλθε, όμως, με νόμο της 8ης Δεκεμβρίου 2017, τα 15 μέλη εκλέγονται πλέον από την Κάτω Βουλή. Σε συνέχεια σχετικών αποφάσεων που εξεδόθησαν από το ΔΕΕ και το ΕΔΔΑ υπέρ των προσφευγόντων και συνεπεία της δικαστικής διάγνωσης από τα υπερεθνικά δικαστήρια προβληματικών σημείων της νέας νομοθεσίας, που επηρεάζει την συγκρότηση και την σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τριάντα (30) δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Πολωνίας την 17η Οκτωβρίου 2022 υπέβαλαν στον Πρόεδρο του εν λόγω Δικαστηρίου επιστολή με την οποία αμφισβητούν την σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου από δικαστές διορισθέντες κατόπιν προτάσεως του (νέου) Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου. Επικαλούνται απόφαση της Ολομελείας του Ανωτάτου Δικαστηρίου της 23.1.2020 και διακηρύττουν ότι[31]:

«Ο κομφορμισμός δεν είναι σύμφυτος με το ήθος του δικαστικού λειτουργήματος»[32].

Επικαλούνται νομολογία του ΕΔΔΑ περί αντίθεσης στο άρθρο 6§1 ΕΣΔΑ της εκδίκασης από το Ανώτατο Δικαστήριο με δικαστές διορισθέντες βάσει πρότασης του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου συγκροτηθέντος βάσει του νέου νόμου της 8ης Δεκεμβρίου 2017. Επικαλούνται και τα άρθρα 19 §1 εδ. β΄ ΣΕΕ και 47 ΧΘΔΕΕ. Δηλώνουν ότι δεν έχουν το δικαίωμα να συμμετέχουν σε συνθέσεις στις οποίες μετέχουν δικαστές διορισθέντες δυνάμει αυτών των αμφισβητούμενων διατάξεων του πολωνικού δικαίου:

«Ένας δικαστής δεν μπορεί εν γνώσει του να παραβιάζει το δικαίωμα των πολιτών σε δίκη και να εκθέτει το Κράτος της Πολωνίας στην υποχρέωση να πληρώνει υψηλά ποσά αποζημιώσεων. Αντίθετη συμπεριφορά προσκρούει στο καθήκον “να υπηρετεί πιστά την Δημοκρατία της Πολωνίας” και “να προασπίζεται το δίκαιο και το κράτος δίκαιου”, όπως αναφέρεται στον δικαστικό όρκο.»[33].

«Δηλώνουμε ότι, έχοντας εξαντλήσει τα συστημικά και διαδικαστικά μέσα[34] που εγγυώνται στους διαδίκους την δυνατότητα πρόσβασης σε μια σωστή σύνθεση του δικαστηρίου, δεν θα συμμετέχουμε σε ενέργειες σχηματισμών που δικάζουν με την συμμετοχή προσώπων που έχουν διορισθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο επί τη βάσει προτάσεως του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου που συγκροτήθηκε με την σύνθεση και την διαδικασία που προβλέπεται στον νόμο της 8ης Δεκεμβρίου 2017.

Η παρούσα δήλωση  δεν συνιστά άρνηση απονομής δικαιοσύνης.»[35].

Αυτή είναι μια πράξη αντίστασης. Βασίζεται, όμως, σε μια θεσμική άμυνα της δημοκρατίας ελκόμενη από τους ευρωπαϊκούς και διεθνείς θεσμούς, στους οποίους έχουν προσφύγει όχι μόνον οι πολίτες αλλά οι ίδιοι οι φορείς των βαλλομένων θεσμών του κράτους δικαίου. Σε μια θεσμική άμυνα, η οποία αυτή τη φορά έρχεται έξωθεν.

Τα ανωτέρω αποσπάσματα της δηλώσεως των πολωνών ανώτατων δικαστών αναδεικνύουν τον άρρηκτο δεσμό μεταξύ της Δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Στον πυρήνα του κράτους δικαίου βρίσκεται η δημοκρατία, η ουσιαστική και όχι η διαδικαστική-πλειοψηφική, που μπορεί και να ποδηγετείται από τις σειρήνες του λαϊκισμού και τα πάθη του αυταρχισμού. Στον πυρήνα του κράτους δικαίου βρίσκεται η ισονομία[36]. Όταν οι θεσμικές λύσεις έχουν εξαντληθεί, η δημοκρατική επιταγή ως δικαίωμα και υποχρέωση των πολιτών (που μπορεί να υπηρετούν και θεσμούς) αποκαλύπτεται ατόφια μέσα από το κράτος δικαίου.

Διότι δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η διάσπαση του λαού με την παρεισαγωγή εσωτερικών εχθρών, ακόμη και χωρίς αυτοί να ονομάζονται ή να αποκαλύπτονται, θίγει εν ταυτώ την δημοκρατία και το κράτος δικαίου, αφού η σκοπιμότητα υπερισχύει της νομιμότητας, καθώς κάθε μέσο καθίσταται επιτρεπτό για την αντιμετώπιση του διακηρυχθέντος ή υπονοούμενου εχθρού. Μια τέτοια επικράτηση της αυθαιρεσίας επί της ισονομίας θίγει τον πυρήνα του δημοκρατικού πολιτεύματος, αυτή την απαράμιλλη σύνθεση ελευθερίας και ισότητας, για την οποία διαρκώς ομιλεί ο Αριστόβουλος Μάνεσης. Τελειώνω αυτή την εισήγηση με τα δικά του λόγια για το συνταγματικό δίκαιο ως τεχνική της πολιτικής ελευθερίας: «Εις το δημοκρατικόν πολίτευμα οι απαρτίζοντες τον λαόν πολίται είναι ελεύθεροι επειδή ακριβώς, καίτοι άρχονται, συνάμα πάντως άρχουν και συνεπώς αυτοκαθορίζονται. Τούτο συμβαίνει όταν πάντες άρχουν και άρχονται εξ ίσου. […] Η δημοκρατία είναι σύνθεσις ελευθερίας και ισότητος»[37].

 

 

[1] Δημοσιευμένο εν: Εκηβόλος, 8-9/1981, σελ. 619 επ. (622).

[2] Πρβλ. R. Dworkin, Law’s Empire, 1986, London: Fontana Press, σελ. 102.

[3] Πρβλ. Γ. Δρόσου, Δοκίμιο Ελληνικής Συνταγματικής Θεωρίας, 1996, Αθήνα/Κομοτηνή: Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 322 επ. συνδ. 309 επ., όπου σαφώς συνδέεται η δημοκρατική θεωρία του Μάνεση με τον θετικισμό του, ιδίως σελ. 328-329: «Ο,τιδήποτε λοιπόν υπάρχει στο Σύνταγμα, υπόκειται στην λαϊκή κυριαρχία, είναι εγγύηση της λαϊκής κυριαρχίας, θεμελιώνεται σε αυτήν, ανάγεται σε αυτήν και αυτήν εκφράζει. Ο,τιδήποτε όμως βρίσκεται έξω από το Σύνταγμα, βρίσκεται έξω από την νομιμότητα. Άρα ο,τιδήποτε δεν θεμελιώνεται στην λαϊκή κυριαρχία, στην οποία το Σύνταγμα θεμελιώνει το πολίτευμα, δεν θεμελιώνεται πουθενά, είναι εν όψει του Συντάγματος αυθαίρετο και παράνομο. Μοιάζει σαν η αυξημένη τυπική ισχύς του Συντάγματος να είναι αυξημένη τυπική ισχύς της λαϊκής κυριαρχίας, όπως την ρυθμίζει το Σύνταγμα».

[4] Βλ. Γ. Σωτηρέλη, «Ο αντιεξουσιαστικός λόγος στο έργο του Αριστόβουλου Μάνεση», εν: Χαρμόσυνο Αριστόβουλου Μάνεση. Κράτος, Σύνταγμα και Δημοκρατία στο έργο του (Ι), 1994, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Σάκκουλα, σελ. 187 επ., ιδίως σελ. 188-191.

[5] «Η νομοθετική εξουσία ενεργείται υπό του Βασιλέως και της Βουλής» (άρθρο 22), «Η εκτελεστική εξουσία […] ασκείται δε δια των παρ’ αυτού διοριζομένων υπευθύνων Υπουργών» (άρθρο 27). Μόνη κύρια διαφορά, μη κρίσιμη για την προκειμένη σκέψη περί οριοθετήσεως μεταξύ της νομοθετικής και της εκτελεστικής λειτουργίας, είναι ότι στο άρθρο 27 προβλεπόταν ότι η ενεργουμένη δια των Υπουργών εκτελεστική εξουσία «ανήκει» στον Βασιλέα.

[6] Βλ. Αρ. Μάνεση, Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος ΙΙ, 1965, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Οίκος Αφοι Π. Σάκκουλα (=1991, Αθήνα/Κομοτηνή: Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα), σελ. 363 επ., ιδίως σελ. 366: «Η εν προκειμένω “διάκρισις εξουσιών” […] διασφαλίζει κατά βάσιν την λαϊκήν κυριαρχίαν, καθ’ ο μέτρον αφ’ ενός μεν διευκολύνει τον αποτελεσματικώτερον έλεγχον του λαού επί των εν ονόματί του ασκούντων την κρατικήν εξουσίαν, οι οποίοι κατ’ αυτόν τον τρόπον δυσχερέστερον δύνανται να καταχρασθούν αυτής και να καταστούν καταπιεστική “γραφειοκρατία”× αφ’ ετέρου δε προστατεύει έναντι ενδεχομένης εκ μέρους των καταχρήσεως εξουσίας ή αυθαιρεσίας την ελευθερίαν του σχηματισμού και της εκδηλώσεως της λαϊκής θελήσεως, δηλαδή την γνησιότητα και την αυθεντικότητα της λαϊκής κυριαρχίας».

[7] Για μια επιχειρηματολογία υπέρ της αντισυνταγματικότητας των ατομικών νόμων και περί της προσήκουσας νομοθέτησης όταν φαίνεται να αναδύεται κάποια ανάγκη εισαγωγής τους, με μια παράλληλη εξήγηση της παρά ταύτα κρατούσης θέσεως υπέρ της αποδοχής των ατομικών νόμων με ιδιαίτερη αναφορά στις θέσεις του Αρ. Μάνεση, βλ. Κ. Παπανικολάου, Η εξουσία των ανεξάρτητων αρχών, 2018, Αθήνα/Θεσσαλονίκη: Εκδ. Σάκκουλα, σελ. 130 επ., ιδίως 139-146.

[8] Βλ. Αρ. Μάνεση, Η συνταγματική αναθεώρηση του 1986, 1989, Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής, σελ. 111 επ.

[9] Βλ. Αθ. Δημοπούλου, Ρωμαϊκό Δίκαιο. Αναδρομή στις πηγές του σύγχρονου δικαίου, 2022, 2η έκδ., Αθήνα: Εκδ. Ευρασία, σελ. 71, 72.

[10] Αρ. Μάνεσης, «Το πρόβλημα της ασφαλείας του Κράτους και η Ελευθερία», εν: του ιδίου, Συνταγματική Θεωρία και Πράξη Ι (1954-1979), 1980, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Οίκος Σάκκουλα, σελ. 390 επ. (393).

[11] BVerfGE 5, 85. Για την χρήση του όρου streitbare Demokratie βλ. BVerfGE 5, 85 <140>. Είχε προηγηθεί η απόφαση της 23.10.1952 σχετικά με την διάλυση του SRP (Sozialistische Reichspartei)× βλ. BVerfGE 2, 1.

[12] BVerfGE 5, 85 <137>.

[13] Βλ. και σχετική επικριτική σκέψη εν BVerfGE 5, 85 <139>: «Το Σύνταγμα της Βαϊμάρης παρέλειψε να δώσει μια λύση, διατήρησε την πολιτική αδιαφορία του και, για αυτόν τον λόγο, υπέκυψε στο πλέον επιθετικό αυτών των “ολοκληρωτικών” κομμάτων».

[14] Για την σύνδεση της ενοποιητικής θεωρίας του R. Smend με την σύμφυση δημοκρατίας και συνταγματισμού εντός της δημοκρατικά οργανωμένης πολιτικής διαδικασίας, με έμφαση στην σημασία που έχει για αυτήν την σύνδεση η ελεύθερη απόφαση και δράση εκάστου πολίτη βλ. P. Badura, “Staat, Recht und Verfassung in der Integrationslehre. Zum Tode von Rudolf Smend (15. Januar 1882 – 5. Juli 1975)”, Der Staat 16 (1977), σελ. 305 επ. (ιδίως 307 συνδ. 320-321). Για το σύνταγμα ως μέθοδο νομικοπολιτικής ανασύνθεσης της ενότητας, ακεραίωσης και ολοκλήρωσης μιας δεδομένης κοινωνίας υπό την θεωρία του R. Smend βλ. Αρ. Μάνεση, Συνταγματικό Δίκαιο Ι, 1980, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Οίκος Σάκκουλα, σελ. 173 επ., καθώς και του ιδίου, Αι Εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος. (Ι) Εισαγωγή, 1956, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Οίκος «Το Νομικόν» Ηλία Σάκκουλα (=1991, Αθήνα/Κομοτηνή: Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα), σελ. 63-64.  Βλ., επίσης, Δ. Τσάτσου, Πολιτεία, 2010, Αθήνα: Εκδ. Γαβριηλίδης, σελ. 303× Ξ. Κοντιάδη, Η Αναθεώρηση του Συντάγματος. (Ι.) Μεθοδολογικά θεμέλια. Συμβολή στη συνταγματική θεωρία της πλουραλιστικής δημοκρατίας, 2000, Αθήνα/Κομοτηνή: Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 310-314. Για την δυναμική διάσταση της πολιτικής ενότητας, όπως εκπροσωπείται στην θεωρία από τον R. Smend (με σχετικές αναγωγές και στον L. v. Stein), βλ. C. Schmitt, Verfassungslehre, 1928 (11. Aufl., 2017, Duncker & Humblot), σελ. 5-7.

[15] Βλ. Αρ. Μάνεση, «Το πρόβλημα της ασφαλείας» (όπ. π.), σελ. 394, όπου επισημαίνεται ότι έκαστος πολίτης είναι «δικαιούχος ενός μορίου της κυριαρχίας». Η αξιακή σημασία μιας τέτοιας απώλειας εντείνεται υπό την έμφαση στην ισότητα των εν λόγω μορίων, την οποία τονίζει αλλού ο Μάνεσης, αναφερόμενος εις έκαστον πολίτη ως φορέα «ίσου ποσοστού της κυριαρχίας» [βλ. του ιδίου, Αι Εγγυήσεις ΙΙ (όπ. π.), σελ. 63], με παραπομπή στο εξής χωρίο από το Κοινωνικό Συμβόλαιο του Ρουσσώ (Βιβλίο ΙΙΙ, Κεφάλαιο 1): «Ας υποθέσουμε ότι το κράτος αποτελείται από δέκα χιλιάδες πολίτες. […] κάθε μέλος του κράτους δηλαδή έχει μερίδιο μόνο το ένα δεκάκις χιλιοστό της κυρίαρχης εξουσίας […]» (Μτφρ.: Β. Γρηγοροπούλου/Αλφρ. Σταϊνχάουερ, 2004, Αθήνα: Εκδ. Πόλις, σελ. 114).

[16] Βλ. Αρ. Μάνεση, «Το πρόβλημα της ασφαλείας» (όπ. π.), σελ. 393: «Οι περιορισμοί της ελευθερίας, οι πραγματοποιούμενοι προς όφελος της ασφαλείας του κράτους, αφορούν όλους τους κυβερνωμένους, έστω και αν ενίοτε εμφανίζονται πλήττοντες προ πάντων τα πρόσωπα εκείνα, τα οποία, κατά το μάλλον ή ήττον, δεν θα απεδέχοντο εις δεδομένην στιγμήν την καθεστηκυίαν τάξιν πραγμάτων. Η ελευθερία είναι αδιαίρετος× η δε αφαίρεσίς της από ωρισμένους δημιουργεί κινδύνους δια πάντας».

[17] Αρ. Μάνεσης, «Η κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και το Σύνταγμα», εν: Συνταγματική Θεωρία και Πράξη (όπ. π.), σελ. 543 επ. (556). Σύμφωνα με την εισαγωγική υποσημείωση του εν λόγω δημοσιεύματος, αυτό είχε μεν αρχικώς δημοσιευθεί στο περιοδικό «Σύγχρονα Θέματα» το 1980, αλλά αποτελούσε κείμενο ομιλίας του Αρ. Μάνεση σε δημόσια συζήτηση διεξαχθείσα στις 20-22 Νοεμβρίου 1975, δηλαδή μόλις λίγους μήνες μετά την μεταπολίτευση.

[18] Αρ. Μάνεσης, «Ασφάλεια του κράτους και ανασφάλεια δικαίου», εν: Συνταγματική Θεωρία και Πράξη (όπ. π.), σελ. 575 επ. (577).

[19] Παραδείγματα τέτοιων αδιεξόδων εντοπίζονται, βεβαίως, και στην ελληνική πολιτική ιστορία. Βλ. Ν. Αλιβιζάτου, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974. Όψεις της ελληνικής εμπειρίας, 3η έκδ., 1995, Αθήνα: Θεμέλιο, ενδεικτικώς (για την περίοδο 1952­-1967) σελ. 572 επ. σχετικά με την εφαρμογή του α.ν. 375/1936 καθ᾽ υπέρβασιν της προβλεπόμενης στο άρθρο 18 του Συντάγματος απαγόρευσης της θανατικής ποινής για πολιτικά εγκλήματα, και μάλιστα από στρατοδικεία καθ᾽ υπέρβασιν του άρθρου 97 §2 του Συντάγματος, καθώς και σελ. 581 επ. σχετικά με διοικητικές εκτοπίσεις παρατεινόμενες επ᾽ αόριστον με αποφάσεις των Επιτροπών Ασφαλείας, στις οποίες μάλιστα πλειοψηφούσαν μέλη προερχόμενα από το δικαστικό σώμα.

[20] Αρ. Μάνεσης, «Η κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας» (όπ. π.), σελ. 552.

[21] Βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 26.3.2020 επί των υποθ. C-558/18 και C-563/18, Lowicz και Prokurator Generalny (ECLI:EU:C:2020:234), σκ. 17-18, όπου εκτίθενται τα προδικαστικά ερωτήματα.

[22] Βλ. απόφ. Lowicz και Prokurator Generalny (όπ. π.), σκ. 20-21 συνδ. 54.

[23] Βλ. απόφ. Lowicz και Prokurator Generalny (όπ. π.), σκ. 58-59.

[24] Βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 16.11.2021 επί των υποθ. C-748 έως και C-754/2019 WB, XA, YZ, DT, ZY, AX, BV, CU  (ECLI:EU:C:2021:931), ιδίως σκ. 90.

[25] Βλ. απόφ. WB κ.ά. (όπ. π.), σκ. 68.

[26] Βλ. απόφ. WB κ.ά. (όπ. π.), σκ. 83.

[27] Βλ. απόφ. WB κ.ά. (όπ. π.), σκ. 84.

[28] Βλ. απόφ. WB κ.ά. (όπ. π.), σκ. 85-86.

[29] Βλ. απόφ. WB κ.ά. (όπ. π.), σκ. 87.

[30] Βλ. απόφ. WB κ.ά. (όπ. π.), σκ. 88.

[31] Τα παρακάτω εμπαρατιθέμενα χωρία αποτελούν μετάφραση στην ελληνική από το αναρτημένο στην αγγλική γλώσσα περιεχόμενο της δήλωσης των πολωνών δικαστών στην ιστοσελίδα: “Rule of Law in Poland” { https://ruleoflaw.pl/30-legal-judges-of-the-supreme-court-refuse-to-adjudicate-with-neo-judges-we-want-to-faithfully-serve-poland/ }. Σε υποσημειώσεις υπό τα κάτωθι εμπαρατιθέμενα, μεταφρασμένα στην ελληνική χωρία, εκτίθεται το αγγλικό κείμενο στην ανωτέρω ιστοσελίδα (τελευταίος έλεγχος του ως άνω αναρτηθέντος στην αγγλική κειμένου στην ιστοσελίδα “Rule of Law in Poland”: 21/1/2023), στο οποίο έχει βασισθεί η ελληνική μετάφραση.

[32] “Conformism is not inherent in the ethos of the judicial service”.

[33] “A judge cannot knowingly breach the right of the citizens to a trial and expose the State of Poland to the obligation to pay high levels of compensation. Conduct to the contrary is in conflict with the duty to ‘faithfully serve the Republic of Poland’ and ‘uphold the law and the rule of law’, as referred to in the judicial oath”.

[34] Προσθ. πλαγιογρ.

[35] “We declare that, having exhausted the systemic and procedural means guaranteeing the parties the ability to obtain a correct panel of the court, we will not participate in activities undertaken by formations adjudicating with the involvement of people appointed to the Supreme Court on the basis of a motion of the National Council of the Judiciary which was established with the membership and in the procedure provided for by the Act of 8 December 2017.

This declaration does not constitute a refusal to administer justice”.

[36] Βλ. Κ. Παπανικολάου, «Μια δημοκρατική θεμελίωση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων», εν:  Το Σύνταγμα εν εξελίξει (Τιμητικός Τόμος για τον Αντώνη Μανιτάκη), 2019, Αθήνα/Θεσσαλονίκη: Εκδ. Σάκκουλα, σελ. 495 επ., ιδίως σελ. 505 επ.

[37] Αρ. Μάνεσης, «Το Συνταγματικόν Δίκαιον ως τεχνική της πολιτικής ελευθερίας», εν: του ιδίου, Συνταγματική Θεωρία και Πράξη (όπ. π.), σελ. 11 επ. (49).

Το «υπαρξιακό» διακύβευμα της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης υπό τα «καυδιανά δίκρανα» της τρέχουσας κρίσιμης διεθνούς συγκυρίας

Προκόπιος Παυλόπουλος, τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Τακτικό Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών Επίτιμου Καθηγητή της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ

Πρόλογος *

Η βαθιά και πολύπλευρη κρίση, η οποία έχει ενσκήψει διεθνώς ύστερα από την βάρβαρη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία πλήττει, δυστυχώς, καιρίως την Ευρωπαϊκή Ένωση απειλώντας, ευθέως, την συνοχή της και, άρα, την προοπτική της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, στο μέτρο που κλονίζει βασικούς πυλώνες ευόδωσης της προοπτικής αυτής.  Αυτοθρόως δε πλήττει, καιρίως, και την προοπτική να διαδραματίσει  η Ευρωπαϊκή Ένωση μέσα στο δυσοίωνο διεθνώς περιβάλλον τον ρόλο, ο οποίος της αναλογεί πολύ πέραν των εδαφικών ορίων της.  Αυτός είναι και ο πρόσθετος λόγος για τον οποίο, κατ’ εξοχήν στο πλαίσιο της σημερινής δεινής συγκυρίας, όσοι μετέχουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχοντας συνείδηση πραγματικού Ευρωπαίου Πολίτη -συνείδηση που «εμπνέει»  τον κοινό αγώνα για την ολοκλήρωση του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος- οφείλουμε να κατανοούμε, και δη διαχρονικώς, ότι ο ρόλος της υπερβαίνει τους Λαούς της και είναι, κυριολεκτικώς, πλανητικός.  Με την έννοια ότι ο ρόλος αυτός είναι κρίσιμος και για την πορεία της Ανθρωπότητας, στο σύνολό της, αναφορικά με την εκπλήρωση του προορισμού της.

Α. Συγκεκριμένα, ο ως άνω ρόλος δεν είναι αμιγώς οικονομικός, αφού η Ευρωπαϊκή Ένωση -βεβαίως επιδιώκοντας πάντοτε την οικονομική ανάπτυξη των Κρατών-Μελών της υπό όρους υγιούς ελεύθερου ανταγωνισμού στο πλαίσιο του γνήσιου Φιλελευθερισμού- δεν δημιουργήθηκε για να «κατακτήσει», με κάθε κόστος, την παγκόσμια οικονομική «κορυφή».  Ακόμη περισσότερο, και πάλι με βάση τους όρους δημιουργίας της, η Ευρωπαϊκή Ένωση -βεβαίως πάντοτε υπερασπιζόμενη τα σύνορα, την εδαφική ακεραιότητα και την εθνική κυριαρχία των Κρατών-Μελών, που είναι και δικά της σύνορα και δική της εδαφική ακεραιότητα- δεν είναι προορισμένη, κατ’ ανάγκη, να καταστεί η ισχυρότερη, παγκοσμίως, στρατιωτική δύναμη. Ακριβέστερα, η απαραίτητη και επιβεβλημένη οικονομική και στρατιωτική ισχύς της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσδιορίζονται, ως προς το μέγεθός τους, από τις απαιτήσεις και τα «προτάγματα» του πλανητικού ρόλου, τον οποίο οφείλει να φέρει σε πέρας σύμφωνα με τις συνθήκες που οδήγησαν στην ίδρυσή της και στην μετέπειτα ανοδική εξέλιξή της.

Β. Αυτός ο πλανητικός ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος υπερβαίνει, καταφανώς, τα Κράτη-Μέλη της και τους Λαούς τους,  συνίσταται στο ότι -με βάση την Ιστορία της, τον Πολιτισμό της και τις συνθήκες γέννησης του «οράματος» που προοιωνίσθηκε και προοιωνίζεται  την ολοκλήρωσή της- οφείλει να εξελιχθεί στην δύναμη εκείνη, η οποία θα υπερασπισθεί κρίσιμες, όπως ήδη επισημάνθηκε, για την Ανθρωπότητα αρχές και αξίες.  Πρόκειται για τις αρχές και τις αξίες της Ειρήνης, της Δημοκρατίας -ειδικότερα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας- και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.  Κυρίως δε των Δικαιωμάτων που συνδέονται αρρήκτως με την έννοια της Δικαιοσύνης, και ιδίως της Κοινωνικής Δικαιοσύνης. Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να γίνει η ακόλουθη διευκρίνιση:  Δεν προβάλλεται εδώ ο ισχυρισμός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση κατέχει, οιονεί κληρονομικώς, το μονοπώλιο της υπεράσπισης των προμνημονευόμενων αρχών και αξιών.  Είναι όμως γεγονός, ιστορικώς και πολιτισμικώς αναμφισβήτητο, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, με ολοκληρωμένο το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα, είναι η καταλληλότερη διεθνής οντότητα για να υπερασπισθεί, με την δέουσα συνέπεια και αποτελεσματικότητα, σε παγκόσμιο επίπεδο τις αρχές και τις αξίες που προαναφέρθηκαν.

 

Ι. Οι ρίζες του πλανητικού ρόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Κατά τα προεκτεθέντα, ο πλανητικός ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορά την υπεράσπιση των κατά τ’ ανωτέρω, θεμελιωδών για την πορεία της Ανθρωπότητας, αρχών και αξιών έχει τις ρίζες του αφενός στην Ιστορία της και τον Πολιτισμό της.  Και, αφετέρου και επέκεινα, στους λόγους, οι οποίοι προκάλεσαν την γέννηση της «Ευρωπαϊκής Ιδέας» αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Α. Η ιστορική και πολιτισμική διαδρομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Το αμάλγαμα της ιστορικής και πολιτισμικής διαδρομής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσ’ από μιαν εντυπωσιακή ενότητα, προσδιορίζει εναργώς τους τρεις πυλώνες, οι οποίοι στηρίζουν το «αέτωμα» του όλου Ευρωπαϊκού Πολιτισμού και από τους οποίους συνάγονται οι θεμελιώδεις αρχές και αξίες που, όπως προηγουμένως διευκρινίσθηκε, δικαιολογούν τον πλανητικό της ρόλο.  Συγκεκριμένα:

  1. Τον πρώτο πυλώνα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού εκπροσωπεί η Αρχαία Ελλάδα του Πνεύματος. Ήτοι η Αρχαία Ελλάδα που δημιούργησε την Παιδεία, στην πιο υψηλή της έκφραση, απαλλάσσοντας τον Άνθρωπο από τα δεσμά του μύθου -έτσι συντελέσθηκε το κατά τον Max Weber «ξεμάγεμα του κόσμου»- και θέτοντας τις βάσεις της μετατροπής της πληροφορίας και της εμπειρίας σε Γνώση και της Γνώσης σ’ Επιστήμη, εν τέλει δε σε Σοφία, υπό την έποψη της Φιλοσοφίας. Με αυτό τον τρόπο, η Αρχαία Ελλάδα υπερασπίσθηκε την Παιδεία- άρα τον εξ αυτής γεννηθέντα Πολιτισμό- και απέναντι στον δεσποτισμό της Ανατολής.  «Μάρτυς», κατά το αυτόγραφο επιτύμβιο του Αισχύλου, ο «βαθυχαιτήεις Μήδος επιστάμενος» ως προς την χάραξη του, έκτοτε, «κραταιού» συνόρου μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
  2. Τον δεύτερο πυλώνα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού εκπροσωπεί η Αρχαία Ρώμη. Και τον εκπροσωπεί τόσο δια των θεσμών της -του νόμου, του δημόσιου συμφέροντος και της πολιτειακής δομής- όσο και των πνευματικών της ανθρώπων, που «δέχθηκαν» την επιρροή του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος, μεταξύ των οποίων και κορυφαίοι διανοητές Αυτοκράτορες, κυρίως της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου. «Ομολογώντας» έτσι, εμμέσως πλην σαφώς, ότι υπήρξε, δίχως δυνατότητα ιστορικής αμφισβήτησης, ένα είδος θεσμικής και πνευματικής «γέφυρας», πάνω από την οποία πέρασε το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα για να φθάσει, μέσω του Βυζαντίου, ως την Αναγέννηση.  Πέραν τούτου, δεν πρέπει να παραγνωρίζει κανείς και  το ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ακόμη και αν δεν το είχε θέσει ευθέως ως στόχο, επιχείρησε να μεταθέσει το εκ των Μηδικών Πολέμων προερχόμενο όριο της Δύσης ανατολικότερα.  Και αν δεν το κατάφερε, τουλάχιστον εμπέδωσε το όριο αυτό εκεί που το είχε θέσει, «σκεπτόμενη» και «πολεμώντας», η Αρχαία Ελλάδα.
  3. Τέλος, τον τρίτο πυλώνα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού εκπροσωπεί η Χριστιανική Διδασκαλία. Η Διδασκαλία της «Κοινωνίας Ανθρώπων», της «Οικείωσης» και της «Αλληλεγγύης», η οποία κτίσθηκε πάνω στα πολιτισμικά θεμέλια της Αρχαίας Ελλάδας και της Αρχαίας Ρώμης, προσθέτοντας στον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό τα εμβληματικά ανθρωπιστικά του χαρακτηριστικά.  Και μαζί, τις αρχές και τις αξίες του Ανθρωπισμού, της Αλληλεγγύης, της Ειρήνης και της Δικαιοσύνης, μ’ έμφαση στο πεδίο της Κοινωνικής Δικαιοσύνης.

Β. Οι αιτίες γέννησης του Ευρωπαϊκού οράματος και ιδεώδους

Το ότι ο πλανητικός ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνίσταται στην υπεράσπιση των αρχών και αξιών που προαναφέρθηκαν συνάγεται και από τις αιτίες γέννησης του Ευρωπαϊκού οράματος και ιδεώδους.  Και τούτο διότι η ιδέα του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος γεννήθηκε μέσ’ από τις «στάχτες» του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, προκειμένου όχι μόνον η Ευρώπη αλλά όλη η Ανθρωπότητα να μην ζήσουν ξανά τους εφιάλτες του ναζισμού και του φασισμού.  Ένας τέτοιος στόχος προϋποθέτει το στιβαρό Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα, το οποίο θα είναι η κατάληξη της διαδικασίας της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, υπό όρους Ομοσπονδίας και Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.  Όμως, όπως είναι προφανές με βάση αυτό τούτο το νομικό πλαίσιο του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δικαίου καθ’ όλη την εξελικτική διαδρομή του ως σήμερα, η διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης δεν μπορεί παρά να στηριχθεί προεχόντως στην πραγμάτωση των επιταγών της αρχής της Αλληλεγγύης.  Ειδικότερα:

  1. Ρητώς στην Διακήρυξη Σουμάν του 1950 αναφέρεται ότι «η Ευρώπη δεν θα δημιουργηθεί δια μιας, ούτε σε ένα συνολικό σχέδιο αλλά θα οικοδομηθεί μέσα από συγκεκριμένα επιτεύγματα που κατ΄αρχάς θα δημιουργήσουν μια πραγματική αλληλεγγύη». Η φράση αυτή ενσωματώθηκε στο προοίμιο της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, όπως υπογράφηκε στο Παρίσι την 18η Απριλίου 1951.
    α) Μετά δε την ρητή μνεία της έννοιας της Αλληλεγγύης στο προοίμιο της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης, αυτή απέκτησε σταδιακώς θεσμικό περιεχόμενο στο πλαίσιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), που υπογράφηκε στο Μάαστριχτ την 7η Φεβρουαρίου 1992. Στην Συνθήκη αυτή, πέραν του Προοιμίου, η Αλληλεγγύη απαντάται ρητώς και στο κείμενο των άρθρων των νομικώς δεσμευτικών Συνθηκών, ως βασική αποστολή τόσο της συσταθείσας τότε Ένωσης όσο και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Πλέον, μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λισαβόνας, η Αλληλεγγύη συνιστά βασική νομική αρχή του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δικαίου: Εκτός του ότι τα συμβαλλόμενα Κράτη επιθυμούν «βαθύτερες σχέσεις αλληλεγγύης μεταξύ των λαών τους, ταυτοχρόνως σεβόμενα την ιστορία, τον πολιτισμό και τις παραδόσεις τους», η Αλληλλεγύη αναφέρεται στην ΣΕΕ ως κοινή αξία και αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ό,τι αφορά τις αμοιβαίες σχέσεις των Κρατών-Μελών, τις σχέσεις τους με τρίτες χώρες αλλά και τις σχέσεις μεταξύ όλων των πολιτών των Κρατών-Μελών.
    β) Επιπλέον, εξειδικεύεται με πλειάδα κανόνων του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δικαίου, θεσπίζοντας συγκεκριμένες εγγυήσεις και θεμελιώνοντας πλήρη δικαιώματα και εξ ίσου πλήρεις υποχρεώσεις. Τούτο σημαίνει ότι η αρχή της Αλληλεγγύης, ως νομική πλέον αρχή, συνιστά κοινή αξία και βασικό συνεκτικό δεσμό τόσο μεταξύ των Κρατών-Μελών όσο και των πολιτών των Κρατών-Μελών μεταξύ τους, αποκτώντας έτσι μέγιστη σημασία για την θεσμική και πολιτική υπόσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την ενότητα και την βιωσιμότητά της.
  1. Τούτο οφείλεται στο ότι, παρά τον πολυεπίπεδο χαρακτήρα της, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν βασίζεται στην γνωστή, εντός του Εθνικού συνταγματικού πεδίου, αρχή της ιεραρχικής οργάνωσης και του ιεραρχικού ελέγχου. Όπου το ένα επίπεδο οργάνωσης είναι νομικώς ανώτερο από το άλλο και οι αποφάσεις και πράξεις του ιεραρχικώς ανώτερου κατισχύουν, αυτομάτως, των αποφάσεων και πράξεων των ιεραρχικώς κατώτερων οργάνων, ώστε να εξασφαλίζεται δια του τρόπου αυτού η ενότητα και αποτελεσματικότητα της δράσης και της επιδίωξης του δημόσιου συμφέροντος, ως θεμελιώδους γνώμονα προσανατολισμού της δράσης των οργάνων του Δημοσίου στο πλαίσιο του Εθνικού Κράτους.
    α) Αντιθέτως, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει οριζόντια οργάνωση. Γεγονός το οποίο συνεπάγεται ότι τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι, ως υποκείμενα δικαίου, de jure καταρχήν ισότιμα με τα Κράτη-Μέλη, τα όργανά τους και τις διοικήσεις τους, ενώ το ίδιο ισχύει βεβαίως, κατά την ρητή διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 2 της ΣΕΕ, και για τα Κράτη-Μέλη μεταξύ τους. Η «διάχυτη» αυτή ισότητα προκύπτει ευθέως και από την ισχύουσα στο Διεθνές Δίκαιο αρχή της ισότητας των Κρατών, ως υποκειμένων δικαίου, η οποία, ελλείψει ρητής αντίθετης ρύθμισης, ισχύει, καταρχήν, και στο πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο.
    β) Έτσι, προκειμένου να εξασφαλισθεί αφενός η αποτελεσματικότητα της εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Δικαίου -η οποία επίσης αποτελεί, κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), βασική νομική αρχή του Ευρωπαϊκού Δικαίου («effet utile»)-  και, αφετέρου, η ομαλή και αποτελεσματική συνεργασία οργάνων και Κρατών-Μελών καθώς και Κρατών-Μελών μεταξύ τους, στο πλαίσιο της επιδίωξης των κοινών στόχων και αξιών τους εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αρχή της Αλληλεγγύης, κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 της ΣΕΕ και της καλόπιστης συνεργασίας, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 3 της ίδιας Συνθήκης, συνιστούν το νομικό και θεσμικό αντιστάθμισμα της έλλειψης ιεραρχικής δομής προς εξασφάλιση της ενότητας. Με άλλες λέξεις, συνιστούν το αναγκαίο συνεκτικό στοιχείο της δομής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που επιτρέπει στα συστατικά της Κράτη-Μέλη -και παρά την de jure μεταξύ τους ισότητα- όχι μόνο να μην επιδιώκουν την πραγμάτωση αποκλειστικώς των δικών τους εθνικών στόχων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά, προς πραγμάτωση των προβλεπόμενων κοινών σκοπών και του κοινού δημόσιου συμφέροντος, να λαμβάνουν υπ’ όψη τις επιμέρους ιδιαιτερότητες και δυσχέρειες των Εταίρων τους και, σε κάθε περίπτωση, ν’ αποφεύγουν την επιδίωξη σκοπών, οι οποίοι αντίκεινται στο κοινό δημόσιο συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
  1. Ωστόσο η αρχή της Αλληλεγγύης, όπως πλέον θεμελιώνεται στο πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο, δεν περιορίζεται απλώς στην υποχρέωση παράλειψης πράξεων και πρακτικών που αντίκεινται στο κοινό δημόσιο συμφέρον των Κρατών-Μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο καθήκον καλόπιστης συνεργασίας με τα όργανά της και τους Εταίρους. Περιλαμβάνει, επιπλέον, δυνατότητες ή και υποχρεώσεις λήψης θετικών μέτρων Αλληλεγγύης προς τα Κράτη-Μέλη και τους πολίτες. Άλλωστε, αυτό είναι σύμφυτο με την ίδια την πεμπτουσία της Αλληλεγγύης ως θεωρητικής έννοιας.
    α)  Έτσι, στο πλαίσιο της ηθικής θεώρησης των πραγμάτων γίνεται δεκτό ότι οι υποχρεώσεις εκ της Αλληλεγγύης προκύπτουν από μιαν αίσθηση πως όλοι «βρίσκονται στο ίδιο σκάφος», δηλαδή μιαν αίσθηση ενότητας και κοινότητας συμφερόντων και σκοπών, που κάθε μέλος της ομάδας μπορεί να επιτύχει μόνον από κοινού με τα λοιπά. Συνακόλουθα προκύπτουν, σε φιλοσοφικό πάντα επίπεδο, δύο είδη υποχρεώσεων Αλληλεγγύης, μια αρνητική και μια θετική.  Κατ’ ακρίβεια δε αφενός μια υποχρέωση υποβάθμισης του ατομικού έναντι του γενικού και κοινού συμφέροντος και, αφετέρου, μια υποχρέωση υποστήριξης συμφερόντων μελών της κοινότητας που το έχουν ανάγκη.
    β) Υπό το πρίσμα αυτό εξηγείται και η γνωστή θέση του φιλοσόφου Jürgen Habermas, σύμφωνα με την οποία οι έννοιες της Δικαιοσύνης και της Αλληλεγγύης είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.  Mάλιστα, η Αλληλεγγύη μεταξύ των μελών ενός συνόλου προς εξασφάλιση της εν γένει βιωσιμότητας και ευημερίας του είναι σε θέση ν’ αποτελεί και προϋπόθεση της Δικαιοσύνης, ως ουσιαστικής δυνατότητας ισότιμης άσκησης των δικαιωμάτων ενός εκάστου των μελών του συνόλου.  Εν πάση περιπτώσει, το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο δεν περιέχει ρητώς γενικό ορισμό της αρχής της Αλληλεγγύης, πράγμα που σημαίνει ότι το περιεχόμενό της προκύπτει από τις επιμέρους διατάξεις και την ερμηνεία τους, κατά τις κοινώς παραδεδεγμένες μεθόδους ερμηνείας των νομικών κανόνων.  Ιδίως δε κατά την, κεντρικής σημασίας και στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο, τελεολογική ερμηνεία, η οποία συνδέεται αρρήκτως με τον επιδιωκόμενο σκοπό της in concreto εφαρμοζόμενης διάταξης.
  1. Από την ερμηνεία των διατάξεων της ΣΕΕ και της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), όπου ο όρος «Αλληλεγγύη» αναφέρεται τουλάχιστον σε δεκαπέντε περιπτώσεις, προκύπτει ότι η αρχή της Αλληλεγγύης έχει τριπλή φύση στο πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο: Πρώτον, αποτελεί, κατά τ’ ανωτέρω, θεμελιώδη αρχή του Ευρωπαϊκού Δικαίου, δομικής σημασίας για την Ευρωπαϊκή Ένωση και για την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση. Δεύτερον, περιέχει εγγυήσεις προς όφελος των πολιτών των Κρατών-Μελών, υπό την έννοια της Κοινωνικής Αλληλεγγύης.  Και, τρίτον, συνθέτει σύμπλεγμα αρνητικών και θετικών υποχρεώσεων των Κρατών-Μελών τόσο στις μεταξύ τους σχέσεις όσο και έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Γ. Οι προβλέψεις της ΣΕΕ για τον πλανητικό ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    Τα προαναφερόμενα ιστορικά και πολιτισμικά δεδομένα είναι εκείνα, τα οποία «ενέπνευσαν» τους συντάκτες της ΣΕΕ προκειμένου να καθιερώσουν ειδικές ρυθμίσεις αναφορικά με τον προμνημονευόμενο, καθοριστικής σημασίας, εμβληματικό, πλανητικό ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Από τις ρυθμίσεις αυτές πιο «εύγλωττες» και αντιπροσωπευτικές είναι οι εξής:

  1. Εκείνες του Προοιμίου της ΣΕΕ, οι οποίες ορίζουν ότι τα Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αποφασισμένα «να εφαρμόσουν μια κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας, που συμπεριλαμβάνει την προοδευτική διαμόρφωση μιας κοινής αμυντικής πολιτικής, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε κοινή άμυνα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 42, ενισχύοντας έτσι την ευρωπαϊκή ταυτότητα και ανεξαρτησία για την προαγωγή της ειρήνης, της ασφάλειας και της προόδου στην Ευρώπη και ανά την υφήλιο».
  2. Και εκείνες του άρθρου 3 παρ. 5 της ΣΕΕ, σύμφωνα με τις οποίες: «Στις σχέσεις της με τον υπόλοιπο κόσμο, η Ένωση προβάλλει και προωθεί τις αξίες της και τα συμφέροντά της και συμβάλλει στην προστασία των πολιτών της. «Συμβάλλει στην Ειρήνη, την ασφάλεια, την αειφόρο ανάπτυξη του πλανήτη, την αλληλεγγύη και τον αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ των λαών, το ελεύθερο και δίκαιο εμπόριο, την εξάλειψη της φτώχειας και την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ιδίως των δικαιωμάτων του παιδιού, καθώς και στην αυστηρή τήρηση και ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου και, ιδίως, στον σεβασμό των αρχών του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών».

 

II. Η πολιτειακή δομή της ενοποιημένης Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να διαδραματίσει τον πλανητικό της ρόλο

Επεκτείνοντας τις σκέψεις που προηγήθηκαν, πρέπει να διευκρινισθεί ότι το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα δημιουργήθηκε από τους ιδρυτές του, μετά τις εφιαλτικές εμπειρίες του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, για να φθάσει ως την τελική του ολοκλήρωση, δηλαδή την πλήρη ενοποίησή του με την μορφή ομοσπονδιακής διακυβέρνησης υπό θεσμικούς όρους Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Η ως άνω διαπίστωση οδηγεί στο, οιονεί νομοτελειακό, συμπέρασμα ότι αν η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση δεν επιτευχθεί, η συνακόλουθη στασιμότητα οδηγεί, επίσης οιονεί νομοτελειακώς, στον κίνδυνο διάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρχής γενομένης από τον «σκληρό πυρήνα» της, την Ευρωζώνη.  Και τούτο διότι η επιβίωση και η εν γένει προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης εξαρτώνται όχι μόνον από την οικονομική και τη νομισματική πρόοδο, αλλά πρωτίστως από την αντοχή των θεσμών του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος οι οποίοι, από την φύση τους, είναι οι μόνοι που μπορούν να εγγυηθούν πέρ’ από την σταθερότητα και την ίδια την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, τόσον ως στόχο όσο και ως διαδικασία. Εξ αυτού συνάγεται ότι προκειμένου να καταστεί εφικτή η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση –άρα και η συνακόλουθη, εκ καταγωγής, οικονομική και νομισματική ενοποίηση- πρέπει να παραμείνουν «όρθιες» οι θεμελιώδεις θεσμικές αντηρίδες, πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η προοπτική δημιουργίας μιας ενωμένης Ευρώπης υπό όρους –όπως ήδη σημειώθηκε- Ομοσπονδίας και Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

Α. Το Ευρωπαϊκό Κράτος Δικαίου θεμέλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της προοπτικής ενοποίησής της

Τις ως άνω θεσμικές αντηρίδες καθορίζει, expressis verbis, το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο, με κανονιστική «κοιτίδα» την ΣΕΕ.  Η Συνθήκη αυτή ορίζει ότι πυλώνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αφενός η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία  και, αφετέρου, το Ευρωπαϊκό Κράτος Δικαίου.  Οι επιμέρους διατάξεις είναι άκρως εύγλωττες:

  1. Η ΣΕΕ προβλέπει, ρητώς, ότι η τελική ενοποίησή της εξαρτάται από την εμπέδωση των επιμέρους αρχών του Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου. Τούτο τεκμηριώνουν ιδίως:
    α) Το Προοίμιο της ΣΕΕ, στο μέτρο που ορίζει ότι τα Συμβαλλόμενα Μέρη επιβεβαιώνουν «την προσήλωσή τους στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των θεμελιωδών ελευθεριών καθώς και του κράτους δικαίου»
    β) Οι διατάξεις του άρθρου 2 εδ. α΄ της ΣΕΕ, στο μέτρο που ορίζουν ότι: «Η Ένωση βασίζεται στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες».
    γ) Επιπροσθέτως, μετά την Συνθήκη της Λισαβόνας, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Ο Χάρτης αυτός αποτελεί, κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 της ΣΕΕ, μέρος του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δικαίου, έχοντας την ίδια νομική ισχύ με τις Συνθήκες.  Ενόψει δε της περί Κράτους Δικαίου νομολογίας του ΔΕΕ, η έννοια του Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου συνδιαμορφώνεται, ως προς το περιεχόμενό της, και από τις διατάξεις του Χάρτη, ούσα αρρήκτως συνδεδεμένη με αυτόν.
    δ) Τέλος, η νομολογία του ΔΕΕ.  Κατά την οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 της  ΣΕΕ, η Ένωση βασίζεται στις πρωταρχικές αξίες του σεβασμού του Κράτους Δικαίου καθώς και του σεβασμού των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.  Ο σεβασμός δε των αξιών αυτών συνιστά προϋπόθεση της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης και «συνταγματική αρχή της Συνθήκης» αλλά  και απαραίτητη  προϋπόθεση «για την προσχώρηση στην Ένωση, δυνάμει του άρθρου 49 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
  1. Επιπροσθέτως, η ΣΕΕ προβλέπει ότι θεμελιώδης πυλώνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την κατεύθυνση της τελικής της ενοποίησης είναι η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία.
    α) Χαρακτηριστικές είναι οι διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 1 της ΣΕΕ: «Η λειτουργία της Ένωσης θεμελιώνεται στην Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία»
    β) Όμως βασικό στοιχείο και της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, δίχως το οποίο τελεί υπό διακινδύνευση η ίδια η υπόστασή της, όπως καταδεικνύει η πορεία της θεσμικής και πολιτικής της εξέλιξης, είναι το Κράτος Δικαίου, με πυρήνα του την έννοια της Δικαιοσύνης, υφ’ όλες της τις εκφάνσεις.  Κυρίως δε υπό την έκφανση της προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, μ’ έμφαση στα Δικαιώματα, τα οποία εγγυώνται την Κοινωνική Δικαιοσύνη και, επέκεινα, το Κοινωνικό Κράτος Δικαίου.
  1. Η κατά τ’ ανωτέρω υφή του Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου καθορίζει και τα βασικά χαρακτηριστικά του, στο επίκεντρο των οποίων βρίσκεται ο Άνθρωπος και τα Θεμελιώδη Δικαιώματά του. Του λόγου το ασφαλές τεκμηριώνουν οι διατάξεις της ΣΕΕ, όπως καταστρώνονται:
    α) Στο Προοίμιό της, εκεί όπου τα Κράτη-Μέλη επιβεβαιώνουν την προσήλωσή τους:
    α1) «Στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των θεμελιωδών ελευθεριών καθώς και του κράτους δικαίου».
    α2) «Στα θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα, όπως ορίζονται από τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη που υπογράφηκε στο Τορίνο στις 18 Οκτωβρίου 1961 και τον Κοινοτικό Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων του 1989».
    β) Στις διατάξεις του άρθρου 2: «Η Ένωση βασίζεται στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες.  Οι αξίες αυτές είναι κοινές στα κράτη-μέλη εντός κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τον πλουραλισμό, την απαγόρευση των διακρίσεων, την ανοχή, την δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών».
    γ) Στις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της ΣΕΕ, όπου, όπως προαναφέρθηκε: «Η Ένωση αναγνωρίζει τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που περιέχονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Δεκεμβρίου 2000, όπως προσαρμόσθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2007, στο Στρασβούργο, ο οποίος έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες».
  1. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι οι διατάξεις του Ευρωπαϊκού Δικαίου προσδιορίζουν επαρκώς την έννοια του Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου στο πεδίο των θεσμικών συνιστωσών της Φιλελεύθερης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, καθώς και τα επιμέρους συστατικά του στοιχεία. Πρωταρχική σημασία για την κανονιστική ισχύ αλλά και για τις έννομες συνέπειες αυτών των διατάξεων αναφορικά με το Ευρωπαϊκό Κράτος Δικαίου εμφανίζει η νομολογία του ΔΕΕ.  Πραγματικά, ήδη από τις απαρχές άσκησης της δικαιοδοσίας του, και διαδραματίζοντας τον φυσικό του ρόλο στο πλαίσιο όχι μόνο της αποτύπωσης αλλά και της ώθησης προς τα εμπρός της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης με στόχο την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, το ΔΕΕ προσδιόρισε τα βασικά διακριτικά γνωρίσματα του συνόλου του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Και, ειδικότερα, αφενός την πληρότητά του και, αφετέρου, την ιδιαιτερότητά του. Συγκεκριμένα η νομολογία του ΔΕΕ «συνομολογεί» και την διαμόρφωση:
    α) Μιας «ιδιαίτερης» Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης, η οποία βασίζεται:
    α1) Στην «αυτονομία». Με την έννοια της παραγωγής των κανόνων που την συνθέτουν από ίδια -δηλαδή ξεχωριστά και, συνεπώς, ανεξάρτητα από εκείνα των Κρατών-Μελών- δικαιοπαραγωγικά όργανα.
    α2) Και στην «ιδιομορφία». Με την έννοια της διαφορετικότητας της δομής της αλλά, πέραν τούτου, και της αμεσότητας της ρύθμισης των έννομων σχέσεων, οι οποίες εμπίπτουν στο κανονιστικό της πλαίσιο.
    β) Μιας υπό ολοκλήρωση «κοινότητας δικαίου», η οποία έρχεται να συμπληρώσει, από πλευράς αποτελεσματικής λειτουργίας, και την «αυτονομία» και την «ιδιομορφία» της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης.  Υπ’ αυτά τα δεδομένα η «κοινότητα δικαίου» συνεπάγεται αφενός το «ωφέλιμο αποτέλεσμα» του Ευρωπαϊκού Κανόνα Δικαίου.  Και, αφετέρου, την θεμελίωση της «Αρχής της Νομιμότητας» της δράσης όλων των Ευρωπαϊκών Οργάνων –και όχι μόνον, όπως θα εκτεθεί στη συνέχεια- κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους.
  1. Η, σύμφωνα πάντα με το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο, συγκεκριμένη οριοθέτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων -κατά κυριολεξία κυριαρχικών αρμοδιοτήτων- των Κρατών-Μελών και των αποκλειστικών αρμοδιοτήτων των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει, περαιτέρω, ως αναγκαία συνέπεια και την κατά ενιαίο τρόπο θεώρηση των σχέσεων της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης με τις επιμέρους Έννομες Τάξεις των Κρατών-Μελών.
    α) Αυτό προκύπτει ως αποτέλεσμα του ότι η ομαλή λειτουργία της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης μπορεί, από την ίδια την φύση της, να διασφαλισθεί μόνο μέσα από την θέσπιση των, σύμφυτων με αυτήν, εγγυήσεων εναρμόνισής της με τις Έννομες Τάξεις των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βεβαίως, η προμνημονευόμενη εναρμόνιση πρέπει να συντελείται  εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων που έχουν αναγνωρισθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση κυρίως από το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Από τα δεδομένα αυτά συνάγεται και η αρχή, ότι η ίδια η υπόσταση της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης εξαρτάται αφενός από την ιεραρχική δομή των κανόνων που την συνθέτουν. Και, αφετέρου, από την τήρηση της «Ευρωπαϊκής» Αρχής της Νομιμότητας εκ μέρους των κάθε είδους οργάνων της και των οργάνων των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την άσκηση των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους.
    β) Την κατά τ’ ανωτέρω σύνθεση του διπτύχου κανόνων δικαίου που διέπουν την αρμοδιότητα των Ευρωπαϊκών Οργάνων και ουσιαστικής λειτουργίας Ευρωπαϊκών Μηχανισμών σε περιπτώσεις παραβίασής τους από αυτά, ήτοι την σύνθεση που οδηγεί στην θεσμική κατοχύρωση ενός Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου, αποδίδει διαχρονικώς η νομολογία του ΔΕΕ, υπό τις ακόλουθες διευκρινίσεις:
       β1)Κατά πρώτο λόγο, η νομολογία του ΔΕΕ  αποδέχεται και καθιερώνει το πρώτο συνθετικό της παραδοσιακής έννοιας του Κράτους Δικαίου, ήτοι της Αρχής της Νομιμότητας, με την έννοια της προηγούμενης θεσμοθέτησης κανόνων δικαίου που διέπουν την άσκηση των κάθε είδους αρμοδιοτήτων των οργάνων της.
       β2) Κατά δεύτερο λόγο, η ίδια ως άνω νομολογία αποδέχεται και καθιερώνει και το δεύτερο συνθετικό του Κράτους Δικαίου, ήτοι την αρχή της θεσμοθέτησης κυρωτικών μηχανισμών -και μάλιστα κατά προτεραιότητα δικαστικών- τεταγμένων στην αποστολή της αποτελεσματικής τήρησης των κανόνων του Ευρωπαϊκού Δικαίου.
    γ) Πρέπει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι ο κανόνας τήρησης της Αρχής της Ευρωπαϊκής Νομιμότητας αφορά όλο το φάσμα της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης. Και τούτο διότι καλύπτει, κατά λογική νομική ακολουθία, όπως αυτή συνάγεται από τα δεδομένα της νομολογίας του ΔΕΕ και όπως συνοπτικώς προεκτέθηκε, τόσο την δράση των κάθε είδους οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και την δράση των οργάνων των Κρατών-Μελών της, βεβαίως κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους που διέπονται από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, οπότε τα Εθνικά Όργανα είναι και «Ευρωπαϊκά Όργανα».

Β. Η πρόδηλη σημασία της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας

Η σταδιακή διαμόρφωση Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) συνιστά έναν άλλο, αναλόγως σημαντικό, πυλώνα για την οριστικοποίηση και αποτελεσματική ενεργοποίηση του πλανητικού ρόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό τα χαρακτηριστικά πού ήδη διευκρινίσθηκαν.  Το πόσο σημαντικός είναι ο πυλώνας της ΚΕΠΠΑ προς την ως άνω κατεύθυνση προκύπτει, μ’ εμφατικό τρόπο, από τις προμνημονευόμενες διατάξεις του Προοιμίου της ΣΕΕ (10η παράγραφος), κατά τις οποίες η εφαρμογή μιας Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας ενισχύει την Ευρωπαϊκή Ταυτότητα και Ανεξαρτησία για την προαγωγή της Ειρήνης, της Ασφάλειας στην Ευρώπη και «ανά την Υφήλιο». Το αυτό σηματοδοτούν και οι διατάξεις του άρθρου 23 της ΣΕΕ, κατά τις οποίες «η δράση της Ένωσης στη διεθνή σκηνή» -άρα, κατ’ ουσίαν, η επίτευξη του πλανητικού ρόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης- «βάσει του παρόντος κεφαλαίου, έχει ως γνώμονα τις αρχές, προωθεί τους στόχους και διεξάγεται σύμφωνα με τις γενικές αρχές που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο 1».  Και τούτο, διότι από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει, σαφώς και ανενδοιάστως, ότι η οργάνωση και εφαρμογή της ΚΕΠΠΑ αποτελεί conditio sine qua non για την ευόδωση του πλανητικού ρόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Τις προϋποθέσεις διαμόρφωσης της ΚΕΠΠΑ καθορίζουν οι διατάξεις των άρθρων 21 επ. της ΣΕΕ (Κεφάλαιο 2), από τις οποίες συνάγονται, μεταξύ άλλων, και τ’ ακόλουθα:

  1. Την πεμπτουσία αλλά και τους στόχους της ΚΕΠΠΑ θεσπίζουν αναλυτικώς κυρίως οι διατάξεις των άρθρων 21 παρ. 1 και 42 παρ. 1 της ΣΕΕ.
    α) Διαγράφοντας τον γνώμονα και τον στόχο του σχεδιασμού της ΚΕΠΠΑ οι διατάξεις του άρθρου 21 παρ. 1  της ΣΕΕ ορίζουν τα εξής: «Η δράση της Ένωσης στη διεθνή σκηνή έχει ως γνώμονα και σχεδιάζεται με στόχο να προωθεί στο ευρύτερο παγκόσμιο πλαίσιο τις αρχές που έχουν εμπνεύσει τη δημιουργία, την ανάπτυξη και τη διεύρυνσή της: τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου, την οικουμενικότητα και το αδιαίρετο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, τις αρχές της ισότητας και της αλληλεγγύης και τον σεβασμό των αρχών του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και του διεθνούς δικαίου».
    β) Στην συνέχεια, και προβλέποντας ότι η κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας βρίσκεται στον πυρήνα της ΚΕΠΠΑ, οι διατάξεις του άρθρου 42 παρ. 1 της ΣΕΕ  ορίζουν τα εξής: «Η κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Εξασφαλίζει στην Ένωση επιχειρησιακή ικανότητα βασισμένη σε μη στρατιωτικά και στρατιωτικά μέσα.  Η Ένωση μπορεί να κάνει χρήση των μέσων αυτών σε αποστολές εκτός της Ένωσης προκειμένου να διασφαλίζει τη διατήρηση της ειρήνης, την πρόληψη συγκρούσεων και την ενίσχυση της διεθνούς ασφάλειας, σύμφωνα με τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.  Η εκτέλεση των καθηκόντων αυτών βασίζεται στα μέσα που παρέχουν τα κράτη μέλη».
  1. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 16, 21, 22, 25, 38 και 42 παρ. 3 εδ. β΄ «αναφύονται» οι ρυθμίσεις εκείνες, οι οποίες καθορίζουν, αντιστοίχως, τα όργανα της ΚΕΠΠΑ και τις εν γένει αρμοδιότητές τους.
    α) Τα όργανα αυτά είναι ιδίως (άρθρα 16, 21, 22, 38 και 42 παρ. 3 εδ. β΄ της ΣΕΕ) το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο Ύπατος Εκπρόσωπος για θέματα ΚΕΠΠΑ, το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων, η Επιτροπή Πολιτικής Ασφάλειας και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Άμυνας.
    β) Ως προς τις κατά τις διατάξεις των άρθρων 21 επ., και πρωτίστως 23 επ., της ΣΕΕ αρμοδιότητες εντός του πλαισίου της ΚΕΠΠΑ, τα προαναφερόμενα όργανά της, στην βάση των διατάξεων του άρθρου 25, καθορίζουν τους γενικούς προσανατολισμούς εκδίδοντας αποφάσεις που προσδιορίζουν τις δράσεις, τις οποίες αναλαμβάνει η Ευρωπαϊκή Ένωση, τις θέσεις της και τους λειτουργικούς κανόνες για την εφαρμογή των αποφάσεων ως προς τις ως άνω δράσεις και θέσεις και ενισχύοντας την συστηματική συνεργασία μεταξύ των Κρατών-Μελών για την άσκηση της πολιτικής τους, πάντοτε με έρεισμα τις κατά τις διατάξεις του άρθρου 32 της ΣΕΕ αρχές της Συνεννόησης και της Αλληλεγγύης.
  1. Εν τέλει, οι διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 της ΣΕΕ, εξειδικεύοντας αντίστοιχη πρόβλεψη του Προοιμίου, κατά τα προεκτεθέντα, προβλέπουν ότι στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης εντός του πεδίου της ΚΕΠΠΑ εμπίπτει και ο προοδευτικός καθορισμός Κοινής Αμυντικής Πολιτικής, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε Κοινή Άμυνα.
    α) Μια άμυνα η οποία, προφανώς και αναμφισβητήτως, είναι νοητή στην τελική της οργάνωση μόνο μέσω της δημιουργίας Ένοπλων Δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης -φυσικά με αποτελεσματικό συνδυασμό στρατού, ναυτικού και αεροπορίας- αφού, κατά την σύγχρονη έννοια της αμυντικής πολιτικής, η κοινή άμυνα προϋποθέτει, ανυπερθέτως, κοινές Ένοπλες Δυνάμεις. Ένοπλες Δυνάμεις, οι οποίες πρέπει να συνεργάζονται αρμονικώς με τις αντίστοιχες Ένοπλες Δυνάμεις των Κρατών-Μελών έτσι ώστε, μεταξύ άλλων, να είναι εφικτή και η πλήρης πραγμάτωση των επιταγών των διατάξεων του άρθρου 42 παρ. 7 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά τις οποίες: «Σε περίπτωση κατά την οποία κράτος μέλος δεχθεί ένοπλη επίθεση στο έδαφός του, τα άλλα κράτη μέλη οφείλουν να του παράσχουν βοήθεια και συνδρομή με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.  Αυτό δεν επηρεάζει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας ορισμένων κρατών μελών».
    β) Πραγματικά, κατά την έννοια της κοινής άμυνας των διατάξεων του άρθρου 24 παρ. 1 της ΣΕΕ η υπεράσπιση Κράτους-Μέλους, το οποίο έχει δεχθεί ένοπλη επέμβαση στο έδαφός του, θα καταστεί πλήρως αποτελεσματική όταν δεν θα εξαρτάται από την περιστασιακή σύμπραξη των Ένοπλων Δυνάμεων των λοιπών Κρατών-Μελών.  Αλλά όταν θα οργανώνεται επιχειρησιακώς από μια ολοκληρωμένη μορφή «Ευρωστρατού», δηλαδή μια ολοκληρωμένη μορφή Ένοπλων Δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Πολλώ μάλλον όταν, κατά την ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ -που κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 42 παρ. 7 της ΣΕΕ αποτελούν πλέον μέρος του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου -γίνεται παγίως δεκτό, ιδίως μετά το 2000, από τα ίδια τα όργανα του ΟΗΕ, ότι η ρήτρα συνδρομής για την αμοιβαία αμυντική σύμπραξη μπορεί να ενεργοποιείται όχι μόνον όταν ένα Κράτος-Μέλος δέχεται, κατά κυριολεξία, ένοπλη επίθεση ευθέως στο έδαφός του.  Αλλά και όταν επικρατούν συνθήκες απειλής χρήσης βίας ή και απλής επικείμενης απειλής, τις οποίες προκαλεί τρίτο κράτος με την διεθνή συμπεριφορά του που παραβιάζει καταδήλως τις διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου.

ΙΙΙ. Η ανεπαρκής οργάνωση και ενεργοποίηση των πυλώνων της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και οι αρνητικές επιπτώσεις της για την πορεία της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης

Η τρέχουσα διεθνής συγκυρία -σε όλα τα επίπεδα, από το αμιγώς οικονομικό ως εκείνο των διεθνών σχέσεων και τις αντίστοιχες επιπτώσεις στην Ειρήνη διεθνώς- η οποία έχει ως κυριότερη αιτία την βάρβαρη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, κατέδειξε ήδη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση εμφανίσθηκε παντελώς ανέτοιμη να την αντιμετωπίσει, με τρόπο που αρμόζει στην επιτέλεση του κατά τα προαναφερόμενα πλανητικού της ρόλου.  Και αυτή η ολιγωρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ως, άκρως διαβρωτική για την όλη προοπτική του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, συνέπεια την πολλαπλώς υπονομευτική για το κύρος της, intra και extra muros, περιθωριοποίησή της στο διεθνές γίγνεσθαι.  Περιθωριοποίηση, η οποία οδηγεί την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο να μην μπορεί να διαμορφώσει την αυτοτελή πολιτική που της αναλογεί κατά την αποστολή της, ως προς την αντιμετώπιση της ρωσικής επιθετικότητας και βαρβαρότητας αλλά ν’ ακολουθεί παθητικώς τις εν προκειμένω αποφάσεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.  Η πειστική εξήγηση μιας τέτοιας, εμφανώς υποτιμητικής, απομείωσης του κύρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνίσταται στο γεγονός ότι το όλο εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης έχει «ατονίσει»  -αν δεν έχει αρχίσει να κάνει ακόμη και βήματα προς τα πίσω- πρωτίστως λόγω της «ατροφικής» λειτουργίας των βασικών πυλώνων της Ενοποίησης αυτής και της αντίστοιχης επιβράδυνσης ή και οπισθοδρόμησης της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, όπως οι πυλώνες αυτοί περιγράφηκαν προηγουμένως.

Α. Η «φθίνουσα» πορεία του Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου

Ξεκινώντας από τον πυλώνα του Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου, ο οποίος επηρεάζει ευθέως τους θεσμικούς αρμούς της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, είναι εδώ και δύο, τουλάχιστον, δεκαετίες ορατά τα σημάδια της «φθίνουσας» πορείας του.  Μιας πορείας, η οποία οφείλεται κατ’ εξοχήν στην αδυναμία των αρμόδιων Ευρωπαϊκών Θεσμών να επιβάλουν σε όλα τα Κράτη-Μέλη τον σεβασμό της Ευρωπαϊκής Νομιμότητας και, συνακόλουθα, των επιταγών της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης.  Αρκεί εδώ η αναφορά στο ότι πολλαπλασιάζονται, με ολοένα και εντεινόμενο ρυθμό, Κράτη-Μέλη -με αρνητικούς «πρωταγωνιστές» την Πολωνία και την Ουγγαρία που, επιπλέον, είναι υπόλογες και ενώπιον των θεσμών του Συμβουλίου της Ευρώπης για κατ’ εξακολούθηση και καθ’ υποτροπήν παραβίαση Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και κατά την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου- τα οποία αγνοούν επιδεικτικώς ακόμη και στοιχειώδη προτάγματα του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Με αποκορύφωμα την περιφρόνηση, στην κυριολεξία, ως και των αποφάσεων του ΔΕΕ, ενώπιον του οποίου μάλιστα είχαν προηγουμένως προσφύγει απευθύνοντάς του επιμέρους προδικαστικά ερωτήματα.

  1. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελεί η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Πολωνίας της 7ης Οκτωβρίου 2021, με την οποία η Πολωνία φαίνεται ν’ «αποξενώνεται» επικινδύνως από το πλαίσιο της Έννομης Τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
    α) Με την απόφασή του αυτή το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας αγνόησε, επιδεικτικώς, το δεδικασμένο των αποφάσεων του ΔΕΕ της 24ης Ιουνίου και της 5ης Νοεμβρίου 2019, αντιστοίχως. Με τις οποίες είχε κρίνει αντίθετες προς το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, και μάλιστα το πρωτογενές, τις ρυθμίσεις του πολωνικού δικαίου περί «μεταρρύθμισης» του συστήματος απονομής της Δικαιοσύνης στην Πολωνία. Και τούτο, ιδίως διότι οι ρυθμίσεις αυτές έρχονται σε πλήρη αντίθεση προς τις βασικές αρχές του Ευρωπαϊκού Δικαίου, οι οποίες αφορούν την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών  των Κρατών-Μελών. Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας έκρινε, με την ως άνω απόφασή του, ότι δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο των αποφάσεων του ΔΕΕ όταν τούτο «αντιτίθεται» προς τις διατάξεις του Συντάγματος της Πολωνίας. Δοθέντος ότι το τελευταίο «υπέρκειται», ιεραρχικώς, του Ευρωπαϊκού Δικαίου, πρωτογενούς και παραγώγου, από πλευράς κανονιστικής ισχύος.
    β) Ανεξάρτητα από τις επιπτώσεις για την ίδια την Πολωνία –η οποία φέρει, στο ακέραιο, την ευθύνη των πεπραγμένων της ως προς την απρόσκοπτη Ευρωπαϊκή της προοπτική- το μείζον ζήτημα είναι ότι η απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2021 του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Πολωνίας «βάλλει ευθέως» κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο μέτρο που αμφισβητεί, εμμέσως πλην σαφώς, την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση και, επομένως, την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση. Μάλλον δε οι εξαιρετικά κρίσιμες συνθήκες του πολέμου στην Ουκρανία έχουν, προς το παρόν φυσικά, μειώσει την ένταση των εις βάρος της Πολωνίας αντιδράσεων εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πλην όμως όταν ξεπερασθούν το μέλλον της στην Ευρωπαϊκή Οικογένεια δεν θα είναι «ανέφελο».
    γ) Δυστυχώς όμως, τον «ολισθηρό» αυτό δρόμο μιας μορφής επικίνδυνης σύγκρουσης μεταξύ Ευρωπαϊκού Δικαίου και Εθνικού Δικαίου και της συνακόλουθης αμφισβήτησης της δικαιοδοσίας του ΔΕΕ  -αντί  για μια προσπάθεια συγκερασμού και συμβιβασμού αντιτιθέμενων, ενδεχομένως, διατάξεων του Εθνικού Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Δικαίου- δεν τον «άνοιξε»  πρώτο το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας. Είχαν προηγηθεί, κυρίως, αφενός το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (BVerfG), με την απόφασή του «Weiss», της 5ης Μαΐου 2020. Και, αφετέρου, το Συμβούλιο της Επικρατείας της Γαλλίας Conseil d’ État»), με την απόφασή του «French Data Network et autres», της 21ης Απριλίου 2021. Και δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο το γεγονός ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας εξέδωσε την επίμαχη απόφασή του –μετά πολλές διασκέψεις, όπως ήδη διευκρινίσθηκε- την 7η Οκτωβρίου 2021. Δηλαδή όταν είχαν ήδη «σύρει τον χορό» της αμφισβήτησης του Ευρωπαϊκού Δικαίου και της δικαιοδοσίας του ΔΕΕ  δικαστήρια, οπωσδήποτε αδιαμφισβήτητης θεσμικής «βαρύτητας», όπως το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας  και το Συμβούλιο Επικρατείας της Γαλλίας.
  1. Τώρα, λοιπόν, που η «καταιγίδα» έχει πλέον ξεσπάσει πάνω από το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα, «πλήττοντας» την προοπτική της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, και επειδή είναι πια κάτι παραπάνω από προφανές ότι πολλά Ανώτατα Δικαστήρια Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι –κάθε άλλο- διατεθειμένα ν’ ανοίξουν έναν ειλικρινή και παραγωγικό νομολογιακά διάλογο με το ΔΕΕ για την διασφάλιση της συνοχής της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης, καθίσταται, δίχως αμφιβολία, φανερό και το εξής:
    α) Όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει, στην βάση και στην κορυφή της Έννομης Τάξης της, ένα «Ευρωπαϊκό Σύνταγμα» -δηλαδή έναν Καταστατικό Χάρτη αυξημένης τυπικής ισχύος, κατά το παραδοσιακό πρότυπο των Συνταγμάτων των Κρατών-Μελών- η πορεία προς την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση και την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση θα κάνει «βήματα σημειωτόν». Ίσως δε, ακόμη χειρότερα, ακολουθήσει μια πορεία –μοιραίας εκ των πραγμάτων- οπισθοδρόμησης. Είναι γνωστό, βεβαίως, πόσο δύσκολο εμφανίζεται σήμερα το εγχείρημα θέσπισης ενός, οιονεί τυπικού και αυστηρού, «Ευρωπαϊκού Συντάγματος». Αν όμως δεν αναληφθεί, με όποιο κόστος, η ιστορική ευθύνη πραγμάτωσης ενός τέτοιου εγχειρήματος, μένοντας στους δισταγμούς –πολλές φορές καθαρά υποκριτικούς- περί, δήθεν, «ανυπέρβλητων δυσχερειών», τότε η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα Κράτη-Μέλη της θα φέρουν, συλλογικώς και αναλόγως, το βάρος της οριστικής εγκατάλειψης του «οράματος» της ουσιαστικής Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και της επαρκούς Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης.
    β) Ας αναλογισθούμε δε και τούτο: Αν οι «πατέρες» της δημιουργίας, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, των τότε «Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων», με τελικό στόχο την πλήρη Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, είχαν αντίστοιχους δισταγμούς, τότε ουδέποτε η δόμηση της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης θα είχε επιτευχθεί. Απλώς θα παρέπεμπε, μεταφορικώς και υπό αμιγώς ιστορικούς όρους, στον κατά την γραμματική και το συντακτικό «υποθετικό λόγο του απραγματοποίητου».

Β. ΚΕΠΠΑ: Στον αστερισμό της θεσμικής και πολιτικής «ατροφίας»

Ιδίως από τότε που δημιουργήθηκε και άρχισε να λειτουργεί πλήρως το όλο πλαίσιο, θεσμικό και οικονομικό, της Ευρωζώνης, όταν δηλαδή το ενδιαφέρον των Ευρωπαϊκών Θεσμών στράφηκε, κατά πρόδηλη προτεραιότητα, σε αυτή την οπωσδήποτε θεμελιώδη πλευρά της όλης πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «ατόνισαν» σημαντικοί «αρμοί» της εν γένει -και όχι μόνον οικονομικής και νομισματικής- Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης.  Μεταξύ αυτών και ο «αρμός» της ΚΕΠΠΑ, κατά το γράμμα και το πνεύμα των προμνημονευόμενων διατάξεων της ΣΕΕ.

  1. Πραγματικά, έκτοτε σε καμία μεγάλη διεθνή κρίση η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν επιδίωξε και, φυσικά, δεν κατάφερε να εμφανισθεί πειστικώς στο διεθνές γίγνεσθαι ως υπολογίσιμη «πλανητική δύναμη», αξιοποιώντας τους μηχανισμούς της ΚΕΠΠΑ.
    α) Τούτο δεν φαινόταν να έχει τόσο μεγάλες επιπτώσεις για το κύρος του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος όσο οι ΗΠΑ -και, κατ’ επέκταση, το ΝΑΤΟ- αντιμετώπιζαν την Ευρωπαϊκή Ένωση ως «ισότιμο εταίρο» στην διεθνή σκηνή, αφήνοντάς της μάλιστα το περιθώριο ν’ αναπτύσσει και την δική της πολιτική, με βάση τα δικά της γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, έναντι Κρατών που η πέραν του Ατλαντικού υπερδύναμη θεωρούσε ως «αντιπάλους».
    β) Αυτή η κατάσταση «ισορροπίας» και «αμοιβαίου σεβασμού» άρχισε ν’ αλλάζει δραματικά κατά την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, γεγονός το οποίο μάλλον υποτίμησαν οι αρμόδιοι Ευρωπαϊκοί Θεσμοί.  Και για τούτο δεν έκριναν σκόπιμο ν’ αναπτύξουν από τότε τα δικά τους «αντισώματα» στο πεδίο της ΚΕΠΠΑ, μάλλον θεωρώντας ότι πρόκειται για περιστασιακή «στροφή» της Αμερικανικής πολιτικής.
  1. Έτσι όμως η βάρβαρη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία όχι μόνον αιφνιδίασε, κατ’ ουσίαν ολοκληρωτικώς, την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και την βρήκε παντελώς ανέτοιμη, ιδίως από πλευράς οργάνωσης και λειτουργίας των μηχανισμών της ΚΕΠΠΑ, να συγκροτήσει εγκαίρως την δική της αντίδραση απέναντι σε αυτή την, πλανητικής οπωσδήποτε εμβέλειας, αλλαγή. Αλλαγή, η οποία έφερε πάλι την Υφήλιο αντιμέτωπη με μια δραματική συγκυρία Ψυχρού Πολέμου που τείνει, όπως όλα δείχνουν σήμερα, ν’ αποκτήσει ακόμη και «θερμές» διαστάσεις. Συγκεκριμένα:
    α) Από την μια πλευρά όλα τ’ αρμόδια όργανα της ΚΕΠΠΑ, από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως τον αρμόδιο Ύπατο Εκπρόσωπο, το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας, αντιμετώπισαν μ’ έκδηλη αμηχανία -κατά την επιεικέστερη εκδοχή- την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
    β) Και, από την άλλη πλευρά και συνακόλουθα, ουδεμία σημαντική και πρόσφορη για τα συμφέροντα και τους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης στρατηγική κατάφεραν να διαμορφώσουν, προκειμένου να την θωρακίσουν αποτελεσματικώς έναντι των πολλαπλών επώδυνων επιπτώσεων της έκρηξης πολέμου σ’ Ευρωπαϊκό, lato sensu, έδαφος.  Και μάλιστα σ’ έδαφος Κράτους που προοριζόταν, εδώ και καιρό, να καταστεί μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και μέλος του ΝΑΤΟ.
  1. Το άκρως αρνητικό αποτέλεσμα ήταν, και παραμένει πάντοτε, η εν προκειμένω αδιανόητη αδρανοποίηση της ΚΕΠΠΑ -καθώς και η αδρανοποίηση των αρμόδιων οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης- να καταλήξει, μεταξύ άλλων:
    α) Στο να καταστεί η Ευρωπαϊκή Ένωση ουραγός των γεωστρατηγικών αποφάσεων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, οι αποφάσεις του οποίου λαμβάνονται πλέον καθ’ υπαγόρευση των ΗΠΑ. Τούτο δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έπρεπε ν’ αντιδράσει εντελώς μονομερώς και με αποκλειστικό γνώμονα τους δικούς της στόχους και τα δικά της συμφέροντα.  Όμως είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι για να υπερασπισθεί το πολιτικό και θεσμικό της κύρος παγκοσμίως ήταν υποχρεωμένη να μετάσχει, υπό συνθήκες έκτακτης ανάγκης, ισοτίμως έναντι των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην λήψη των αναγκαίων και αποτελεσματικών συλλογικών αποφάσεων, προκειμένου ν’ αποσοβηθούν, στο μέτρο του εφικτού, οι τεράστιες πολιτικοοικονομικές συνέπειες ενός πολέμου, του οποίου μάλιστα η διάρκεια θα είναι, οπωσδήποτε, μακρά και η μετέπειτα περίοδος πολλαπλώς απρόβλεπτη.
    β) Στο να «πληρώνει» η Ευρωπαϊκή Ένωση βαρύτατο τίμημα κυρίως σε οικονομικό επίπεδο, πρωτίστως λόγω της μακροχρόνιας ενεργειακής εξάρτησης από την Ρωσία, είτε πρόκειται για την προμήθεια πετρελαίου είτε, ιδίως, για την προμήθεια φυσικού αερίου.  Ένα τίμημα το οποίο θα συνιστά «κυκλώπειο» βάρος, για μεγάλο χρονικό διάστημα, πάνω στην Ευρωπαϊκή Οικονομία και κατ’ εξοχήν στην Ευρωζώνη.  Της οποίας οι εν γένει δομικές  αδυναμίες είναι εμφανείς και άκρως επιζήμιες, λόγω του ότι ήταν και παραμένει μια μάλλον ασταθής Νομισματική Ένωση, δίχως τις, ουσιαστικώς «υπαρξιακές», εγγυήσεις μιας αντίστοιχης και στέρεης Οικονομικής Ένωσης.  Και το ως άνω τίμημα καθίσταται ολοένα και περισσότερο επώδυνο, αν αναλογισθεί κανείς, με βάση και τις πρόσφατες εξελίξεις, ότι μπροστά στον κίνδυνο πραγματικής κατάρρευσης των οικονομιών τους πολλά Κράτη-Μέλη -με αρνητική πρωταγωνίστρια την Γερμανία- αρχίζουν να παίρνουν, κατά τρόπο σπασμωδικό και άναρχο και επιπλέον μονομερώς και αυθαιρέτως, οικονομικά και άλλα μέτρα ως εάν δεν αποτελούν Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του «σκληρού πυρήνα» της, της Ευρωζώνης.
  1. Τα όσα εκτέθηκαν, έστω και ενδεικτικώς, αρκούν για να καταδείξουν, φυσικά μεταξύ άλλων, πως η ανυπαρξία της ΚΕΠΠΑ μπροστά στην παγκόσμια δραματική κρίση, που προκάλεσε και προκαλεί η βάρβαρη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, έχει κλονίσει επικινδύνως την συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και υπό τις συνθήκες αυτές οδηγεί το εμβληματικό εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης σε διαβρωτική στασιμότητα ή, ακόμη χειρότερα, σε καταστροφική οπισθοδρόμηση.
    α)  Εκτός δε τούτου, το κύρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκ του ότι  το μέλλον της και η προοπτική της φαίνεται πλέον να εξαρτώνται από αποφάσεις που λαμβάνονται ερήμην της -συνήθως πέραν του Ατλαντικού- έχει ήδη πληγεί καιρίως. Και κάπως έτσι, γινόμαστε πια μάρτυρες του φαινομένου τρίτες, περιθωριακές, χώρες, με ανύπαρκτη δημοκρατική υποδομή και ευαισθησία που λογίζονται ως ταραξίες της Διεθνούς Κοινότητας επειδή παραβιάζουν καταφώρως το Διεθνές Δίκαιο -με πιο χαρακτηριστικό και «αντιπροσωπευτικό» παράδειγμα την Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν- ν’ αντιμετωπίζουν την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους Θεσμούς της με «ιταμό» τρόπο.  Και το χειρότερο είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση τηρεί έναντι των Χωρών αυτών μια στάση ανοχής, αποφεύγοντας να τους επιβάλει έστω και τις κυρώσεις εκείνες, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο της αρμοδιότητας των οργάνων της.
    β)   Συμπερασματικώς: Σε μια τόσο κρίσιμη εποχή και συγκυρία, όπου η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει την μοναδική ευκαιρία ν’ αναδειχθεί όχι μόνον σ’ εγγυήτρια της υπόστασής της και της υπόστασης των Κρατών-Μελών της αλλά και σε υπολογίσιμη πλανητική δύναμη για την εμπέδωση, κατά την Ιστορία της και τον Πολιτισμό της, της Ειρήνης και της Δικαιοσύνης παγκοσμίως, οι Θεσμοί της, με απτό «δείγμα γραφής» την ΚΕΠΠΑ, εξακολουθούν να τελούν σε μια κατάσταση πολιτικής «χειμέριας νάρκης». «Sic transit gloria Unionis Europaeae»!

Γ.  Οι συνέπειες της δυσοίωνης προοπτικής της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης για την Κυριαρχία και την Εδαφική Ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας και για την επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος υπό όρους πλήρους  σεβασμού του Ευρωπαϊκού Δικαίου και του Διεθνούς Δικαίου

Η επώδυνη διεθνής συγκυρία του βάρβαρου πολέμου εις βάρος του Λαού της Ουκρανίας και οι επιπτώσεις της στην περιοχή μας μου επιβάλλει το αυτονόητο χρέος να ολοκληρώσω την ανάλυσή μου εδώ, στην Μαρτυρική Κύπρο, με τις εξής ακροτελεύτιες σκέψεις που συνιστούν, ταυτοχρόνως, και Εθνικές μας δεσμεύσεις:

  1. Ελλάδα και Κύπρος –σε πλήρη αντίθεση προς την Τουρκία– συμπαραστάθηκαν, συμπαρίστανται  και θα συνεχίσουν να συμπαρίστανται, ειλικρινώς και ποικιλοτρόπως ιδίως στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον δεινώς δοκιμαζόμενο Λαό της Ουκρανίας.  Αμέσως όμως μόλις τελειώσει ο αδιανόητος αυτός πόλεμος και ο υπαίτιος εισβολέας πληρώσει το βαρύ τίμημα του εγκλήματός του πρέπει να συναγάγουμε, τόσο σ’ επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και σ’ επίπεδο Διεθνούς Κοινότητας, τ’ αναγκαία διδακτικά συμπεράσματα, και για τα αίτιά του και για τις επιπτώσεις του.  Υπ’ αυτό το πνεύμα και ως συνεπείς υπέρμαχοι της Ευρωπαϊκής και της Διεθνούς Νομιμότητας, Ελλάδα και Κύπρος –κατ’ ουσία δε ο Ελληνισμός, στο σύνολό του– πρέπει να καταδείξουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και στην Διεθνή Κοινότητα, πρωτίστως δε στις ΗΠΑ και στο ΝΑΤΟ, πόσο μεγάλες είναι οι ευθύνες τους διότι ανέχθηκαν και ανέχονται, για τόσες δεκαετίες, τις επιπτώσεις και τα τετελεσμένα της επίσης βάρβαρης τουρκικής εισβολής και κατοχής στην Μαρτυρική Κύπρο.Της πρώτης τέτοιας ωμής καταπάτησης της εδαφικής ακεραιότητας και της κυριαρχίας Κράτους-Μέλους της Διεθνούς Κοινότητας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μιας εισβολής που στοίχισε την ζωή χιλιάδων αθώων θυμάτων, πολλών από τα οποία η τύχη αγνοείται ακόμη και σήμερα.
  2. Δυστυχώς, ως τώρα και μολονότι η Κυπριακή Δημοκρατία κλείνει σε λίγο δύο δεκαετίες ως πλήρες Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ΚΕΠΠΑ ουδέποτε ενεργοποιήθηκε επαρκώς -και ιδίως υπό όρους που ανταποκρίνονται στην Αρχή της Αλληλεγγύης κυρίως τις διατάξεις του προμνημονευόμενου άρθρου 42 παρ. 7 της ΣΕΕ- υπέρ της Κύπρου και εις βάρος της Τουρκίας. Οι μέσω της ΚΕΠΠΑ κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας για την ωμή παραβίαση του Ευρωπαϊκού και του Διεθνούς Δικαίου εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας απουσιάζουν επιδεικτικώς, ενώ ουδέποτε η χώρα αυτή πιέσθηκε, ουσιαστικώς, για την υπό όρους Ευρωπαϊκού Δικαίου και Ευρωπαϊκής Νομιμότητας επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος, δηλαδή υπό όρους ομοσπονδιακού τύπου Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας όπως απαιτεί το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο. Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να επισημανθεί μ’ έμφαση ότι, κατά τα προαναφερθέντα, λύση του Κυπριακού Ζητήματος νοείται μόνον υπό τις ακόλουθες επτά, κατ’ ελάχιστο, προϋποθέσεις:
    α) Πρώτον, η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να έχει την πολιτειακή μορφή το πολύ Ομοσπονδιακού Κράτους, κατά τα Διεθνή και κυρίως κατά τα Ευρωπαϊκά αντίστοιχα πρότυπα.  Ουδεμία μορφή Συνομοσπονδίας, ευθεία ή συγκεκαλυμμένη, είναι ανεκτή.  Και τούτο πρωτίστως διότι πέραν του ότι μια τέτοια «λύση» είναι, εξ ορισμού, «θνησιγενής» και εξυπηρετεί μόνο τις βλέψεις και τα συμφέροντα της Τουρκίας με το να οδηγεί σε ουσιαστική πολιτειακή αποσύνθεση την Κυπριακή Δημοκρατία, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον «πυρήνα» του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δικαίου.  Κυρίως δε με τις διατάξεις της ΣΕΕ, ως προς την πολιτειακή μορφή και την κυριαρχία των Κρατών-Μελών της.  Πραγματικά, αποτελεί κοινό νομικό και πολιτικό «τόπο» ότι Συνομοσπονδιακό Κράτος δεν μπορεί να είναι Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δοθέντος ότι δεν δύναται, εκ φύσεως, ν’ ανταποκριθεί, μεταξύ άλλων, στις απαιτήσεις επαρκούς τήρησης του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου.
    β) Δεύτερον, η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να στηρίζεται, καθ’ ολοκληρία, στις θεμελιώδεις αρχές της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ως θεσμικής εγγύησης της Ελευθερίας in globo. Άρα ως θεσμικής εγγύησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όχι μόνο κατά το Εθνικό Δίκαιο αλλά και κατά το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.
    γ) Τρίτον, η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να έχει, ως μέλος της Διεθνούς Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μια Διεθνή Νομική Προσωπικότητα.
    δ) Τέταρτον, στην Κυπριακή Δημοκρατία νοείται μία, και μόνον, Ιθαγένεια.
    ε) Πέμπτον, η Κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας πρέπει να είναι πλήρης, μ’ εξίσου πλήρη σεβασμό όλων, ανεξαιρέτως, των διατάξεων του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου.  Τούτο σημαίνει πληρότητα και της stricto sensu Κυριαρχίας της -π.χ. σε ό,τι αφορά την εδαφική της ακεραιότητα, τα σύνορά της, την αιγιαλίτιδα ζώνη της κ.λπ.- και της lato sensu Κυριαρχίας της, άρα την πλήρη άσκηση όλων, δίχως οιαδήποτε διάκριση, των Κυριαρχικών της Δικαιωμάτων, μ’ επίκεντρο τα Δικαιώματά της επί του συνόλου των Θαλάσσιων Ζωνών της κατά το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας (Σύμβαση του Montego Bay του 1982), π.χ. επί της Υφαλοκρηπίδας της και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της. Ουδεμία δε επιρροή ασκεί επ’ αυτού το ότι η Τουρκία δεν έχει προσχωρήσει στην ως άνω Διεθνή Σύμβαση, αφού αυτή, κατά την νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, παράγει διεθνώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, οι οποίοι ισχύουν erga omnes.
    στ) Έκτον -και κατά συνέπεια- επί της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν είναι επιτρεπτό να παραμένουν, κατ’ ουδένα τρόπο, στρατεύματα κατοχής ούτε να ισχύουν, επίσης κατ’ ουδένα τρόπο, εγγυήσεις τρίτων.  Και στις «εγγυήσεις» αυτές περιλαμβάνονται ενδεχόμενες «εγγυήσεις» και της Μεγάλης Βρετανίας, ιδίως αφότου συντελέσθηκε το Brexit.
    ζ)  Και, έβδομον, τα προαναφερόμενα συνεπάγονται ότι από την Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει ν’ αποχωρήσουν, χωρίς προϋποθέσεις, οι «έποικοι», τους οποίους εγκατέστησε παρανόμως, σύμφωνα μάλιστα με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η Τουρκία και να επανέλθουν οι αναγκαστικώς αποχωρήσαντες από τις εστίες τους, λόγω της τουρκικής εισβολής, πρόσφυγες, ανακτώντας πλήρως όλα τα κατά την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αλλά και κατά τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικαιώματά τους.
  1. Όσο για την Διεθνή Κοινότητα και τον ΟΗΕ, η κατ’ αποτέλεσμα «ισότιμη» αντιμετώπιση Τουρκίας και Κύπρου -δηλαδή του «θύτη» με το «θύμα» της τουρκικής εισβολής και κατοχής- κατά την λογική της ανοχής των ατέρμονων και κενών περιεχομένου συζητήσεων μεταξύ των δύο μερών, δείχνει πόσο στις μέρες μας το Διεθνές Δίκαιο, με αποκλειστική ευθύνη της ίδιας της Διεθνούς Κοινότητας και του ΟΗΕ, συντίθεται όχι τόσο από leges perfectae, αλλά σε πολλές περιπτώσεις από leges minus quam perfectae ή και leges imperfectae. Ελλάδα και Κύπρος, λοιπόν, στέλνοντας το μήνυμα ότι δεν είναι διατεθειμένες να δεχθούν αυτή την οιονεί «χειμέρια νάρκη» της ΚΕΠΠΑ και της Διεθνούς Νομιμότητας πρέπει να θέσουν, ως Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Διεθνούς Κοινότητας, προ των ευθυνών τους τους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς και εκείνους της Διεθνούς Κοινότητας επισημαίνοντας, χωρίς περιστροφές, υποχωρήσεις και υπαναχωρήσεις, και τα εξής: Όπως όλοι στεκόμαστε σήμερα στο πλευρό της Ουκρανίας,  καταδικάζοντας απεριφράστως και εμπράκτως το πολεμικό έγκλημα της Ρωσίας, στην ίδια γραμμή υπεράσπισης της Ευρωπαϊκής και της Διεθνούς Νομιμότητας πρέπει να καταδικασθεί -με χρησιμοποίηση του veto αν χρειασθεί σε μελλοντικές αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ-  απεριφράστως και εμπράκτως και η συνεχιζόμενη εγκληματική τακτική της Τουρκίας εις βάρος της Μαρτυρικής Κύπρου.  Διότι η επιλεκτική εφαρμογή της Διεθνούς και της Ευρωπαϊκής Νομιμότητας οδηγεί, μοιραίως, στην ουσιαστική αναίρεσή τους.

Επίλογος

Συνοψίζοντας τα συμπεράσματα των αναλύσεων που προηγήθηκαν πρέπει να γίνει δεκτό ότι, ιδίως στο πλαίσιο της σύγχρονης παγκόσμιας αναταραχής που απειλεί τον Άνθρωπο, την Ειρήνη και την Δημοκρατία είναι αδιανόητο για την Ευρωπαϊκή Ένωση να συνεχίζει μια τέτοια «διολίσθηση» στην διεθνή σκηνή.  Είναι λοιπόν ανάγκη, «εδώ και τώρα», να ολοκληρώσει, με ταχύτατους ρυθμούς, το «ημιτελές» Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα.

Α. Το οφείλει, πρωτίστως,  στους Ιδρυτές της.  Οι οποίοι οραματίσθηκαν –χωρίς  βεβαίως να αιθεροβατούν– μιαν Ενωμένη Ευρώπη προκειμένου να μην βιώσουμε ξανά τους εφιάλτες ενός Τρίτου, οπωσδήποτε μοιραίου για την Ανθρωπότητα, Παγκόσμιου Πολέμου. Το οφείλει, επίσης, στους Λαούς της και στον Πολιτισμό της. Τους οποίους πρέπει να υπερασπισθεί, στο ακέραιο, απέναντι στις «τραυματικές», γι’ αυτούς και για την Ευρωπαϊκή μας «ταυτότητα», προκλήσεις τρίτων, που πλήττουν στον πυρήνα της την Ευρωπαϊκή «αξιοπρέπεια» και «υπερηφάνεια».  Και στο σημείο αυτό δεν μπορώ, ως Έλληνας αλλά και ως Ευρωπαίος, να μην επισημάνω, για πολλοστή φορά και στο πλαίσιο αυτής της ανάλυσης, την προαναφερόμενη ως τώρα άκρως παθητική στάση των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έναντι των απαράδεκτων προκλήσεων της Τουρκίας εις βάρος της Ελλάδας και, κυρίως, της Κύπρου, της οποίας ένα σημαντικό μέρος τελεί ακόμη και σήμερα υπό τουρκική κατοχή. Γεγονός απαράδεκτο και για την ουσία της κυριαρχίας Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως την κυριαρχία αυτή κατοχυρώνει το ίδιο το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο, ιδίως δε η ΣΕΕ. Το οφείλει, τέλος, και στην Ανθρωπότητα,  για χάρη της οποίας έχει χρέος να διαδραματίσει έναν πραγματικά «πλανητικό» ρόλο.  Ρόλο σύμφωνο με την Ευρωπαϊκή Δημοκρατία και τον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό, με στόχο την υπεράσπιση του Ανθρωπισμού, της Ειρήνης, των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, της Δικαιοσύνης, κατ’ εξοχήν δε της Κοινωνικής Δικαιοσύνης.

Β. Καταλήγω με μια έκκληση που θυμίζει, τηρουμένων φυσικά των ιστορικών και άλλων αναλογιών, την ανάγκη υπεράσπισης της «παρακμάζουσας Ευρώπης», παραπέμποντας και σε σκέψεις τις οποίες διατύπωσε  ο Raymond Aron στο περίφημο δοκίμιό του,  «Plaidoyer pour lEurope décadente» (έκδ. Robert Laffont, Παρίσι, 1977): Πρέπει ν’ αγωνισθούμε για την Ευρωπαϊκή Ένωση, πρέπει να υπερασπισθούμε την Ευρωπαϊκή Ένωση, κάνοντας πράξη την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση και την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση.  Άρα, την ολοκλήρωση του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, κατά τους στόχους των Ιδρυτών της και κατά το γράμμα και το πνεύμα των Καταστατικών Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Και το χρέος αυτό αναλογεί όχι μόνο σ’ εκείνους, οι οποίοι ηγούνται είτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση είτε στα Κράτη-Μέλη.  Ανήκει σε όλους, ανεξαιρέτως, τους συνειδητοποιημένους Πολίτες της Ευρωπαϊκής  Ένωσης, οι οποίοι οφείλουμε να έχουμε κατά νου ότι, με βάση την Ιστορία της και την προοπτική της, είμαστε και Πολίτες του Κόσμου.  Κατά συνέπεια, η συντέλεση της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης είναι χρέος μας και έναντι της Ανθρωπότητας, προκειμένου να υπερασπισθούμε, σε παγκόσμια κλίμακα, τον Άνθρωπο, τον Ανθρωπισμό, την Δημοκρατία και την Δικαιοσύνη.  Σε τελική δε ανάλυση, προκειμένου να υπερασπισθούμε την Ιστορία μας και τον Πολιτισμό μας. Κάθε «εφησυχασμός» και, πολύ περισσότερο,  «συμβιβασμός» με την σημερινή, δυσοίωνη, κατάσταση και προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ό,τι αφορά  την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση είναι ανεπίτρεπτος.  Όλως αντιθέτως, ας ακολουθήσουμε  το «παράδειγμα» αντίστασης του Βerenger στον «Ρινόκερο» του Ionesco.  Και ας διδαχθούμε από την ρήση του Paul Bourget: «Πρέπει να μάθουμε να ζούμε όπως σκεπτόμαστε.  Διαφορετικά, αργά ή γρήγορα, θα μάθουμε να σκεπτόμαστε όπως ζούμε».

* Εκτεταμένη ανάλυση της ομιλίας μου στο πλαίσιο της εκδήλωσης του Ινστιτούτου Ελληνικού Πολιτισμού με θέμα «Το Μέλλον της Ευρώπης και η Κύπρος», που έγινε στην Λευκωσία την 25η Ιανουαρίου 2023.