Author Archives: Dimitris Tsiampouris

«Διλήμματα» της Νομικής Επιστήμης στο πλαίσιο των προκλήσεων της Τεχνητής Νοημοσύνης

Προκόπιος Παυλόπουλος, τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Τακτικό Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ

Πρόλογος

Τον Ιούνιο του 2022 ο Blake Lemoine, μηχανικός της Google στο Τμήμα «Responsible Innovation»Υπεύθυνη Καινοτομία»), έδωσε στην δημοσιότητα τον διάλογο που είχε με το «Μεγάλο Γλωσσικό Μοντέλο» «LaMDA» -είδος «Μεγάλου Νευρωνικού Δικτύου»- τα αρχικά του οποίου σημαίνουν «Language Model for Dialogue Applications», ήτοι «Γλωσσικό Μοντέλο για εφαρμογές Διαλόγου». Και με βάση τα δεδομένα του ως άνω διαλόγου υποστήριξε ότι το «LaMDA», εκτός από Τεχνητή Νοημοσύνη, διέθετε και μια στοιχειώδη μορφή Τεχνητής Συνείδησης, «επιτυγχάνοντας» κάτι το οποίο κατά γενική ομολογία στο πεδίο των οικείων Επιστημονικών Κοινοτήτων θεωρείται ακόμη αδύνατο ή και αδιανόητο.

Α. Το συμπέρασμα αυτό απορρίφθηκε από κορυφαίους υπευθύνους της Google, όπως από τον Αντιπρόεδρο Blaise Aguera y Arcas και την επικεφαλής του Τμήματος «Responsible Innovation»  Jen Gennai.  Συνεπεία τούτων, στην συνέχεια ο εν λόγω συνεργάτης απομακρύνθηκε από την Google.  Αν ο Blake Lemoine είχε «τιθασεύσει» τον αρχικό ενθουσιασμό του, δεχόμενος ότι το «LaMDA» διαθέτει πλέον Τεχνητή Νοημοσύνη που βρίσκεται ένα, μόλις, βήμα πριν από την Τεχνητή Συνείδηση -κάτι το οποίο ούτως ή άλλως φαντάζει επιστημονικώς τουλάχιστον υπερβολικά αισιόδοξο, όπως θα διευκρινισθεί στην συνέχεια- μάλλον θα παρέμενε έως σήμερα σημαίνον στέλεχος της Google.

Β. Και τούτο διότι, όπως ήδη επισημάνθηκε ακροθιγώς, κατά την απολύτως κρατούσα στις Επιστημονικές Κοινότητες θέση και σήμερα          -παρά την εμφάνιση και  την απροσδιόριστων ακόμη διαστάσεων προοπτική εξέλιξης του Κβαντικού Υπολογιστή καθώς και των εν δυνάμει σχεδόν απεριόριστων δυνατοτήτων του- γίνεται καθολικώς δεκτό ότι ο Άνθρωπος είναι το πιο «έξυπνο» ον μεταξύ των κάθε είδους όντων στον Πλανήτη, δοθέντος ότι είναι συνδυασμός Homo Sapiens και Homo Sentiens, άρα διαθέτει εκτός από Νοημοσύνη και Συνείδηση.  Ενώ ακόμη και τα πιο εξελιγμένα «Μεγάλα Νευρωνικά Δίκτυα» («ΜΝΔ») διαθέτουν μόνο Τεχνητή Νοημοσύνη, οπωσδήποτε υψηλότατου βαθμού, που σε ορισμένες περιπτώσεις -όπως στην περίπτωση του «LaMDA»- φαίνεται να δείχνει ότι είναι έτοιμα για την μεγάλη «υπέρβαση».  Δίχως όμως να διακρίνεται στον ορίζοντα, και του απώτερου μέλλοντος, η προοπτική δημιουργίας και Τεχνητής Συνείδησης υπό την ολοκληρωμένη επιστημονικώς σύλληψή της, που και αυτή παραμένει, σε σημαντικό βαθμό, «ανεξερεύνητη».   Συγκεκριμένα:

 

Ι. Το «διάνυσμα» μεταξύ Νοημοσύνης και Συνείδησης

Ο Άνθρωπος διατηρεί αναμφισβήτητα την υπεροχή του έναντι κάθε άλλου, οιασδήποτε μορφής, όντος στον Πλανήτη επειδή είναι συνδυασμός Homo Sapiens και Homo Sentiens.

Α. Στα «άδυτα» της Συνείδησης

Κατ’ ακρίβεια, ο Άνθρωπος διαθέτει αφενός Νοημοσύνη, που του ανοίγει ένα απέραντο πεδίο Γνώσης.  Και, αφετέρου, Συνείδηση, που μέσω της δια της Γνώσης -και όχι μόνο- σώρευσης εμπειρίας τον οδηγεί στην ενσυναίσθηση, στην αυτογνωσία και εν τέλει στην αυτεπίγνωση.  Τούτο είναι επιστημονικό συμπέρασμα εξαγόμενο με την συνδρομή πολλών Επιστημών, βεβαίως με την πρόσθετη διευκρίνιση ότι δεν γνωρίζουμε έως τώρα πλήρως πώς λειτουργεί ο εγκέφαλος του Ανθρώπου, ιδίως  κατά την «διαμόρφωση» και την εκκίνηση της διαδικασίας ενεργοποίησης της Συνείδησης.

1. Ειδικότερα, είναι μέχρι σήμερα γνωστό ότι υπάρχει «συνέχεια» μεταξύ ασυνειδήτου και συνειδητού. Υπό την έννοια ότι στην πράξη ο Άνθρωπος ενεργεί ξεκινώντας από την αφετηρία του ασυνειδήτου και φθάνει στο στάδιο του συνειδητού, οπότε και ολοκληρώνεται η διαδικασία «διέγερσης» της Συνείδησης, επέκεινα δε η εκκίνηση της αντίστοιχης διαδικασίας επιλογής της πράξης ή της παράλειψης εν γένει.

α) Όμως δεν γνωρίζουμε επαρκώς -και είναι άγνωστο το αν και πότε θα φθάσουμε στο επίπεδο μιας τέτοιας γνώσης, με τις επιστημονικές αντιλήψεις να είναι εν προκειμένω αντικρουόμενες- την «δομή» και τις «πηγές» του ασυνειδήτου, κατά συνέπεια δε την λειτουργία του μηχανισμού «μετάβασης» από το ασυνείδητο στο συνειδητό.  Ενώ λοιπόν η επαρκής γνώση της δομής και της λειτουργίας της Νοημοσύνης έχει επιτρέψει την «ανάδυση» -και μάλιστα με ολοένα και μεγαλύτερη «ένταση»– της Τεχνητής Νοημοσύνης, η άκρως ελλιπής, κατά τ’ ανωτέρω, διείσδυση στα «arcana» του ασυνειδήτου και του συνειδητού και της μεταξύ τους επικοινωνίας καθιστά αδύνατη έστω και την αναδίφηση της προοπτικής δημιουργίας Τεχνητής Συνείδησης.

β) Είναι δε εντελώς ουτοπικό οποιοδήποτε εγχείρημα αναζήτησης της λύσης αυτού του «δήλιου προβλήματος» της πεμπτουσίας του ασυνειδήτου και του συνειδητού μέσω της εξέλιξης της Τεχνητής Νοημοσύνης και του κατάλληλου προγραμματισμού στο μέλλον κάποιου εξαιρετικά «έξυπνου» «ΜΝΔ», αφού ένας τέτοιος προγραμματισμός προϋποθέτει επαρκή γνώση των «συντεταγμένων» του προβλήματος προς επίλυση, άρα του «μηχανισμού» ασυνειδήτου και συνειδητού η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, δεν υφίσταται.

2. Συνακόλουθα, κανένα «ΜΝΔ», συμπεριλαμβανομένων των «Μεγάλων Γλωσσικών Μοντέλων»ΜΓΜ») τύπου «LaMDA», δεν διαθέτει Συνείδηση, έστω και σε αρχικό στάδιο.

α) Αυτό που συμβαίνει είναι ότι τα προαναφερόμενα «ΜΝΔ» είναι τόσο προηγμένα ώστε μπορούν να σωρεύουν, μέσω του κατάλληλου και διαρκώς εξελισσόμενου προγραμματισμού, τεράστιο «όγκο» Γνώσης.  Και μέσω αυτής δύνανται πάντα, με τον κατάλληλο προγραμματισμό και αναπρογραμματισμό, να βοηθούν τον Άνθρωπο στην λύση δύσκολων προβλημάτων, μεταξύ άλλων  κατά την αναζήτηση μεθόδων λήψης αποτελεσματικών και αποδοτικών αποφάσεων, πολλές φορές ύψιστης σημασίας για το μέλλον και την προοπτική κάθε Χώρας αλλά και ολόκληρου του Πλανήτη.  Είναι δε χαρακτηριστικό ότι στο πεδίο αυτό αξιοποίησης της Τεχνητής Νοημοσύνης και σώρευσης Γνώσης τα «ΜΝΔ» είναι σε θέση, υπό προϋποθέσεις που αφορούν την ραγδαία πρόοδο του προγραμματισμού τους, να υπερβούν, σε πολύ συγκεκριμένους βεβαίως τομείς, ακόμη και τον Άνθρωπο.

β) Στα όσα εντελώς ακροθιγώς τονίσθηκαν στην εισαγωγή ως προς την εν προκειμένω δυνατότητα και συμβολή του Κβαντικού Υπολογιστή πρέπει να προστεθούν, επεξηγηματικώς, και τα εξής:

β1) Ο Κβαντικός Υπολογιστής, που ακόμη βρίσκεται σε «εμβρυακό» ουσιαστικώς στάδιο αναφορικά με τις μελλοντικές του αποδόσεις σε μια τεράστια σειρά τεχνολογικών πεδίων, είναι «προϊόν» της Κβαντικής Τεχνολογίας και οι δυνατότητές του βαίνουν πολύ πέραν της Τεχνητής Νοημοσύνης.  Σε ό,τι δε αφορά την μεταξύ τους τεχνολογική διαφοροποίηση -με την απαραίτητη διευκρίνιση ότι οι ασχολούμενοι με την Κβαντική Τεχνολογία εν γένει δεν προσφεύγουν, τουλάχιστον προς το παρόν, στην Τεχνητή Νοημοσύνη- σε γενικές γραμμές μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη κάνει την «μηχανή»  πιο «έξυπνη», ενώ η Κβαντική Τεχνολογία, με πιο απτό παράδειγμα τον ίδιο τον Κβαντικό Υπολογιστή, την κάνει πιο «γρήγορη».  Περαιτέρω -και συμπερασματικώς- η ταχύτητα του Κβαντικού Υπολογιστή μπορεί να ενισχύσει σε βαθμό που ουδείς δύναται να διανοηθεί την «εξυπνάδα» των μέσων της Τεχνητής Νοημοσύνης, κάνοντας μέσα σ’ ελάχιστο χρονικό διάστημα υπολογισμούς οι οποίοι ως σήμερα απαιτούσαν απείρως περισσότερο χρόνο, άρα διασφαλίζοντας, μεταξύ άλλων, στα μέσα της Τεχνητής Νοημοσύνης αδιανοήτως μεγαλύτερες δυνατότητες ταχύτατου προγραμματισμού και αναπρογραμματισμού.  Κάτι το οποίο μπορεί να συμβάλλει τα μέγιστα και στην διατύπωση προβλέψεων ή και στην εξεύρεση εντελώς νέων «οδών» σε όλο το φάσμα της επιστημονικής έρευνας, με τον «ορίζοντα» της σταδιακής εξέλιξης να εμφανίζεται ολοένα και πιο ευρύς στο άμεσο και, κατ’ εξοχήν, στο απώτερο μέλλον.  Αυτό δε το οποίο είναι μάλλον βέβαιο, έγκειται στο ότι ο Κβαντικός Υπολογιστής προσδίδει εντελώς άλλες, και μάλιστα απροσδιόριστων προοπτικών, δυνατότητες αξιοποίησης της Τεχνολογίας στο ειδικότερο πεδίο της Θεωρίας των Παιγνίων και, κατ’ επέκταση, στις πολυδιάστατες εφαρμογές της.

β2) Όμως και παρά το ότι ουδείς νομιμοποιείται, κατά τα προεκτεθέντα, ν’ αμφισβητήσει τις έως τα όρια του επιστημονικού «δέους» εξελίξεις κατά την αξιοποίηση του Κβαντικού Υπολογιστή τίποτα -και με κάθε υπόθεσης και μορφής προβλέψεις- δεν επιτρέπει έστω και την στοιχειώδη «υπόνοια» ότι ο Κβαντικός Υπολογιστής και οι εφαρμογές του θα καταστήσουν εφικτή την «μετάβαση» της Τεχνολογίας από το στάδιο της Τεχνητής Νοημοσύνης σ’ εκείνο της Τεχνητής Συνείδησης.  Το βέβαιο είναι ότι ο Κβαντικός Υπολογιστής μπορεί να «ωθήσει» την Τεχνητή Νοημοσύνη πολύ πέραν των  υπό τις παρούσες συνθήκες ορίων της, όχι όμως έως το σημείο που θα σήμαινε και την «διάβαση» του «Ρουβίκωνα» της Τεχνητής Συνείδησης.  Όλα δείχνουν ότι η Κβαντική Τεχνολογία και ο Κβαντικός Υπολογιστής αδυνατούν, εκ φύσεως, να επιτελέσουν μια τέτοια αποστολή.  Οπότε και εδώ ισχύει ο κανόνας -διεπιστημονικής ισχύος- «impossibilium nulla obligatio est».

Β. Στον «αστερισμό» της διαβρωτικής διακινδύνευσης

Άκρως αντιπροσωπευτικό είναι το παράδειγμα του μέσω ενός «ΜΝΔ» αναπτυχθέντος προγράμματος «AlphaZero» για σκακιστικά παιχνίδια υψηλότατου επιπέδου.

  1. Το πρόγραμμα «AlphaZero» οδήγησε στην «κατάκτηση» εκείνη της Τεχνητής Νοημοσύνης, στο πλαίσιο της οποίας ο προγραμματισμός με παρτίδες σκάκι ενός «ΜΝΔ» του επέτρεψε να δημιουργήσει νέες παρτίδες που ουδέποτε είχε σκεφθεί ο Άνθρωπος. Περαιτέρω δε του έδωσε την δυνατότητα να παίζει τις παρτίδες αυτές με τέτοιο τρόπο, ώστε να «αιφνιδιάζει» κάθε φορά τον αντίπαλο Άνθρωπο-σκακιστή και να τον κερδίζει πάντοτε. Αυτός ο «αιφνιδιασμός» οφείλεται ιδίως στο ότι οι κινήσεις του «ΜΝΔ» είναι τόσο απρόβλεπτες -π.χ. «θυσία» της βασίλισσας εκεί που δεν θα μπορούσε να το σκεφθεί και να το επιλέξει ο Άνθρωπος-σκακιστής, όσο έμπειρος και αν είναι- ώστε να «διαλύει» τους υπολογισμούς του Ανθρώπου-«αντιπάλου» και να τον οδηγεί, στην καλύτερη περίπτωση, σε μια «ισοπαλία», συνήθως όμως στην «ήττα».
  2. Το παράδειγμα του «AlphaZero» μας μετάγει όμως και στο μείζον πρόβλημα των κινδύνων, τους οποίους συνεπάγεται η χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης σ’ ένα τόσο υψηλό επίπεδο μέσω των «ΜΝΔ». Τα τελευταία προγραμματίζονται -και στην συνέχεια, εξαιτίας της άκρως προηγμένης Τεχνητής Νοημοσύνης, μπορούν να αναπρογραμματίζονται σχεδόν αενάως- για την εξεύρεση λύσεων στα προβλήματα που τους έχουν τεθεί, κυρίως δε στα προβλήματα τα οποία σχετίζονται με την λήψη αποφάσεων. Ειδικότερα, οι αλγόριθμοι της Τεχνητής Νοημοσύνης μπορούν να λύσουν, αναβαθμιζόμενοι προγραμματικώς ανάλογα με την εξέλιξη της Τεχνολογίας, πολλά και ολοένα και περισσότερο πολύπλοκα προβλήματα, δοθέντος ότι η αντίστοιχη τελειοποίηση των αλγορίθμων μπορεί να οδηγήσει σε ακαταπαύστως νέους και πιο εξελιγμένους «επιχειρησιακώς», στο πεδίο της Τεχνητής Νοημοσύνης, αλγορίθμους. Αναπροσαρμοζόμενο και αναλόγως αναβαθμιζόμενο έτσι το κατά περίπτωση «ΜΝΔ» αναζητά και βρίσκει, με κάθε τρόπο, την λύση.
  3. Επειδή όμως, όπως επισημάνθηκε, το «ΜΝΔ» δεν διαθέτει -ούτε έχουμε την δυνατότητα να του «διοχετεύσουμε»– πέραν της Τεχνητής Νοημοσύνης και Τεχνητή Συνείδηση, αδυνατεί να θέσει «ηθικούς κανόνες» και να υπακούσει σε αυτούς ως προς το αν και κατά πόσο η λύση που επιλέγει ενδεχομένως να είναι επιβλαβής ή και καταστροφική για τον Άνθρωπο, ο οποίος ζει πάντοτε μέσα σ’ ένα κοινωνικό σύνολο. Με άλλες λέξεις, το «ΜΝΔ» δεν μπορεί να έχει, αφ’ εαυτού, «ηθικούς φραγμούς». Και εδώ ακριβώς  εντοπίζεται το μείζον και άκρως «επώδυνο» πρωθύστερο: Η πορεία της Τεχνητής Νοημοσύνης μέσω των «ΜΝΔ»  συνεχίζεται «ακάθεκτη», δίχως να έχουμε διαμορφώσει τους κατάλληλους, έστω και στοιχειωδώς, «κανόνες δεοντολογίας» για την χρήση τους κατά τρόπο ώστε να μην θέτουν σε διακινδύνευση το μέλλον του Ανθρώπου, άρα -εν τέλει- αυτού τούτου του Πολιτισμού μας.

 

ΙΙ. Ορισμένες επικίνδυνες ψευδαισθήσεις στο πεδίο της Νομικής Επιστήμης

Τα όσα σημειώθηκαν προηγουμένως δείχνουν πόσο απέχουν από την πραγματικότητα εκείνοι, οι οποίοι «διαβλέπουν» στον χώρο της Νομικής Επιστήμης μια τέτοια χρήση των σύγχρονων «ΜΝΔ», ώστε να υποκαθιστούν, έστω και σε ορισμένες περιπτώσεις, στην πράξη τα θεσμοθετημένα όργανα της Νομοθετικής, της Εκτελεστικής και της Δικαστικής Εξουσίας, είτε κατά την παραγωγή των κανόνων δικαίου είτε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή τους στην πράξη.  Ιδίως δε τα θεσμοθετημένα όργανα που ασκούν την εν γένει δικαιοδοτική λειτουργία.

Α. Ιδιομορφίες της δικαιοπαραγωγικής και της δικαιοδοτικής λειτουργίας

Διότι η αλήθεια έγκειται στο ότι μόνον επικουρικώς -και πρωτίστως στο πλαίσιο εκείνο όπου η ερμηνεία και η εφαρμογή των ισχυόντων κανόνων δικαίου κάθε μορφής προϋποθέτει την επίλυση δυσχερών τεχνικών προβλημάτων, π.χ. στον χώρο της Οικονομίας ή και της Φυσικής και των Μαθηματικών όπως και την επίλυση αντίστοιχων προβλημάτων στην διαδικασία απόδειξης, κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας κυρίως μέσω πραγματογνωμοσύνης -η Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεί να βοηθήσει την Νομική Σκέψη στην ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου, πρωτίστως εκ μέρους των κάθε είδους νομιμοποιημένων προς τούτο λειτουργών της Δικαστικής Εξουσίας.

1. Όλως αντιθέτως, η δήθεν «αυτόματη» παραγωγή κανόνων δικαίου, και κατ’ εξοχήν η προσφυγή σε δήθεν «αυτόματες» δικηγορικές υπηρεσίες και δικαστικές αποφάσεις, εκτός από ανεδαφική είναι άκρως επικίνδυνη για την ίδια την ουσία της Δικαιοσύνης, κατά τον προορισμό της.

α) Και τούτο ιδίως διότι ο Κανόνας Δικαίου -φυσικά στο πεδίο του σύγχρονου Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας- εκ φύσεως και εξ ορισμού θεσπίζεται για την ρύθμιση αενάως εξελισσόμενων και αλληλοεπηρεαζόμενων ανθρώπινων συμπεριφορών εντός του οικείου κοινωνικού συνόλου.  Πράγμα που σημαίνει ότι η θέσπιση, ερμηνεία και εφαρμογή του, και πάλι εκ φύσεως και εξ ορισμού, συνεπάγεται μια περίπλοκη και «πολυπρισματική» νομική και πραγματική αξιολόγηση ιδίως λόγω της οιονεί αυτόθροης παρεμβολής πλειάδας αόριστων εννοιών, νομικών αλλά και αξιολογικών. Αξιολόγηση η οποία, υπό τ’ ανωτέρω δεδομένα, για την λήψη της απόφασης ως προς την διατύπωση του Κανόνα Δικαίου και την επιλογή της ενδεδειγμένης ερμηνείας του ως προς την ολοκλήρωση της εφαρμογής του προϋποθέτει, κατά κανόνα, εκτεταμένη «ενεργοποίηση» του «μηχανισμού» μετάβασης από το ασυνείδητο στο συνειδητό.  Περαιτέρω δε αξιολόγηση η οποία προϋποθέτει, εν πάση περιπτώσει, συνδυασμό Νοημοσύνης και Συνείδησης.  Πραγματικά, λόγω της προμνημονευόμενης ιδιοσυστασίας του Κανόνα Δικαίου δημοκρατικής προέλευσης και νομιμοποίησης είναι σχεδόν αδύνατο να φαντασθεί κανείς περιπτώσεις θέσπισής του, ερμηνείας του και εφαρμογής του στην πράξη όπου τούτο θα μπορούσε να επισυμβεί μόνο μέσω παρέμβασης της Νοημοσύνης, άρα εν απουσία Συνείδησης.  Η ίδια η κανονιστική υπόσταση του Κανόνα Δικαίου, δια της αναγκαίας «συνύπαρξης» του «πραγματικού» και του «νομικού» καθ’ όλη την εξελικτική πορεία από την θέσπισή του έως την τελική εφαρμογή του στην πράξη, καθιστά ένα τέτοιο ενδεχόμενο από περιθωριακό έως αδιανόητο.

β) Υπό τις συνθήκες αυτές μόνον ο Άνθρωπος, δρώντας κατά περίπτωση ως αρμόδιος προς τούτο λειτουργός, είναι σε θέση αφενός να δημιουργεί τους κατάλληλους και σύμφωνους με τις αρχές της δημοκρατικής οργάνωσης κανόνες δικαίου και, αφετέρου, ν’ απονέμει, κατά κυριολεξία, Δικαιοσύνη, υφ’ οιανδήποτε εκδοχή της.  Ενώ τα «ΜΝΔ», στερούμενα κατά τα προεκτεθέντα Τεχνητής Συνείδησης, αδυνατούν να επιτελέσουν στο ακέραιο μια τέτοια αποστολή, τουλάχιστον κατά τον προορισμό του Κράτους Δικαίου και της Δικαιοσύνης σ’ ένα δημοκρατικώς οργανωμένο και διοικούμενο κοινωνικό σύνολο.  Συμπερασματικώς, μόνον επικουρικώς και εντός συγκεκριμένων ορίων -συνακόλουθα δε όχι πρωτογενώς- η Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεί να λειτουργήσει στον χώρο της Νομικής Επιστήμης, είτε κατά την παραγωγή κανόνων δικαίου είτε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή τους στην πράξη. Και τούτο προεχόντως εξαιτίας του ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι αδύνατο να «υπερνικήσει» το εν εκτάσει παρεμβαλλόμενο φαινόμενο της αδήριτης ανάγκης επεξεργασίας πλειάδας αόριστων, νομικών ή και αξιολογικών, εννοιών που απαιτούν εξειδίκευση in concreto, όπως ήδη διευκρινίσθηκε.

2. Αυτό βεβαίως σημαίνει πως «αυτόματες» νομικές ρυθμίσεις καθώς και δικαστικές κρίσεις και αποφάσεις αναιρούν την πεμπτουσία της Δικαιοσύνης, όταν μάλιστα «μαθηματικώς» θα οδηγούσαν, εκτός των άλλων, και στην «αποθέωση» μιας γενικευμένης ισοπεδωτικής κανονιστικής ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων, εντελώς αντίθετη προς την Αρχή της Ισότητας υπό την αναλογική της έννοια και, περαιτέρω, προς την αξία του Ανθρώπου και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του.

α) Πέραν αυτών, τα «ΜΝΔ» για τους ίδιους λόγους δεν είναι σε θέση, ακόμη και με τον πιο προηγμένο και πλήρη προγραμματισμό, να δημιουργήσουν κανόνες δικαίου, οι οποίοι θα εντάσσονταν στην κατά περίπτωση Έννομη Τάξη –stricto και lato sensu– υπό όρους που ανταποκρίνονται απολύτως στις κανονιστικές απαιτήσεις της ιεραρχικής δομής της.  Διότι σε κάθε δημοκρατικώς οργανωμένο Κράτος, όπου λειτουργούν επαρκώς η αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών και οι συνδυαζόμενες πλήρως με αυτή αρχές του Κράτους Δικαίου και της Νομιμότητας, η δομή της Έννομης Τάξης στηρίζεται σε κανόνες δικαίου δομημένους  ιεραρχικώς ως προς την κανονιστική τους ισχύ και εμβέλεια.

β) Τούτο οφείλεται κατά κύριο λόγο στο ότι τα «ΜΝΔ», πάντοτε υπό τα σημερινά δεδομένα της έλλειψης  Τεχνητής Συνείδησης, δεν διαθέτουν εκείνες τις περίπλοκες νοητικές ικανότητες -υπό την ευρύτατη έννοιά τους- οι οποίες, δια της «μετάβασης» από το ασυνείδητο στο συνειδητό, καθιστούν εφικτή την τεκμηριωμένη και ολοκληρωμένη στάθμιση του αν και κατά πόσον ο κανόνας δικαίου που «προτείνουν» είναι σύμφωνος π.χ. με το Σύνταγμα, σε ό,τι αφορά την Εθνική Έννομη Τάξη ή με το Διεθνές Δίκαιο και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, εφόσον αναγόμαστε στο κανονιστικό πλαίσιο της Διεθνούς Κοινότητας ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό συνάγεται εκ του ότι ουδείς δικαιολογείται να παραγνωρίζει την σύγχρονη πραγματικότητα, η οποία καταδεικνύει ότι η κάθε Εθνική Έννομη Τάξη «συμβιώνει» και «συμπράττει» αναγκαίως με την Διεθνή Έννομη Τάξη, στο δε πλαίσιο των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη, με όλες τις εντεύθεν συνέπειες και απαιτήσεις εξαιρετικά πολύπλοκων νομικών συλλογισμών θέσπισης, ερμηνείας και εφαρμογής των κατ’ ιδίαν κανόνων δικαίου.

Β. Η διαχρονική επικαιρότητα του φιλοσοφικού στοχασμού του Ι. Kant

Εδώ αναδεικνύεται, σ’ ένα ακόμη επιστημονικό πεδίο, και η μεγάλη σύγχρονη σημασία του φιλοσοφικού στοχασμού του I. Kant:  Μόνον ο Άνθρωπος, ως ον όχι μόνο με Νοημοσύνη αλλά και Συνείδηση, μπορεί να θέτει ορθολογικούς κανόνες συμπεριφοράς, και για τον εαυτό του και για τους συνανθρώπους του.  Κανόνες, οι οποίοι ανταποκρίνονται στο πρότυπο της «κατηγορικής προσταγής» και υπό τις πέντε, κατά Kant, εκφάνσεις της.  Ήτοι κανόνες συμπεριφοράς που και δημιουργούνται στην βάση της Ηθικής και εφαρμόζονται στην πράξη κατά τα προτάγματα της Ηθικής, με άλλες λέξεις κανόνες συμπεριφοράς δομημένους πάνω στην βάση «ηθικών φραγμών».  Τους οποίους τα δημιουργήματα της Τεχνολογίας θα μπορούσαν, καθ’ υπόθεση, να διαμορφώσουν τεχνητώς μόνον εφόσον θα είχε επιτευχθεί, εκ μέρους του Ανθρώπου και κατά τα ως άνω, μια οιονεί τεχνολογική «μετάγγιση» σε αυτά Τεχνητής Συνείδησης.

1. Επομένως, και για τους προεκτεθέντες συμπληρωματικούς λόγους, τα «ΜΝΔ» ούτε μπορούν να δημιουργήσουν άνευ άλλου τινός πλήρεις κανόνες δικαίου -με την μορφή leges perfectae και όχι με την ελλιπή μορφή των leges imperfectae ή και leges minus quam perfectae– ούτε μπορούν να τους ερμηνεύσουν και να τους εφαρμόσουν «μηχανικώς», λόγω του ότι δεν διαθέτουν και Τεχνητή Συνείδηση.

α) Και αυτό αποδεικνύεται με πολλά παραδείγματα, τόσο στο πλαίσιο της Γενικής Θεωρίας του Δικαίου όσο και στο πλαίσιο ερμηνείας και εφαρμογής των κανόνων του Ιδιωτικού και του Δημόσιου Δικαίου: Μένοντας σ’ ένα πρώτο, πολύ γενικό, επίπεδο θεώρησης εν προκειμένω πρέπει να γίνει αποδεκτό το επίσης γενικό συμπέρασμα, ότι τα «ΜΝΔ» δεν μπορούν να φθάσουν στο νοητικό επίπεδο π.χ. δημιουργίας γενικών αρχών, ως πηγών του Δικαίου που συνάγονται από το σύνολο των κανόνων δικαίου κάθε Έννομης Τάξης ή ν’ αξιοποιήσουν δεόντως την αρχή της Επιείκειας κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου στο πλαίσιο της απονομής της Δικαιοσύνης.

β) Η αδυναμία αυτή προσλαμβάνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις π.χ.:

β1) Στο πεδίο του Συντάγματος, του οποίου η τυπική ισχύς είναι υπερέχουσα λόγω της κανονιστικής ιδιοσυστασίας του ως βάσης και κορυφής της Έννομης Τάξης.  Εκ τούτου και μόνο μπορεί να κατανοηθεί η άκρως περιορισμένη συμβολή των «ΜΝΔ» στην συναγωγή γενικών αρχών συνταγματικού επιπέδου και στην ερμηνεία των «γενικών ρητρών» συνταγματικής ισχύος, όπως είναι π.χ. οι ρήτρες του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του Ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος), της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος) και της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1 εδ. δ΄ του Συντάγματος).

β2) Στο πεδίο του Ευρωπαϊκού Δικαίου, του οποίου επίσης οι διατάξεις από πλευράς τυπικής ισχύος υπερέχουν κανονιστικώς εκείνων του τυπικού νόμου.  Και εδώ καθίσταται σαφής, για τους ίδιους κατά τα προμνημονευόμενα λόγους, η άκρως περιορισμένη συμβολή των «ΜΝΔ» στην συναγωγή γενικών αρχών ίσης τυπικής ισχύος με τους κανόνες του πρωτογενούς και παράγωγου Ευρωπαϊκού Δικαίου.

β3) Και στο πεδίο του Διεθνούς Δικαίου -δοθέντος ότι και οι διατάξεις του υπερέχουν, από πλευράς τυπικής ισχύος,  εκείνων του τυπικού νόμου -και υπό διαφορετικές επόψεις.  Κατ’ εξοχήν δε υπό την έποψη της ουσιαστικώς μηδενικής δυνατότητας συμβολής των «ΜΝΔ» στην συναγωγή γενικώς παραδεδεγμένων κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, κατά τους ορισμούς του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος.

2. Επιπλέον, τα «ΜΝΔ» δεν είναι σε θέση π.χ.:

α) Να συνάψουν καθ’ ολοκληρία και ab initio και να ερμηνεύσουν τις δικαιοπραξίες του Ιδιωτικού Δικαίου, διασφαλίζοντας με ικανοποιητικό τρόπο την αναγκαία συμφωνία τους με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, ν’ αξιοποιήσουν επαρκώς και καταλλήλως διδάγματα κοινής πείρας, ν’ «αναγνωρίσουν» συναλλακτικά ήθη και να «συμπεράνουν» σε τι συνίσταται η «εν τοις ιδίοις επιμέλεια».

β) Κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του Δημόσιου Δικαίου, να «κατανοήσουν» επακριβώς τι σημαίνει δημοκρατική αρχή, αρχή της αναλογικότητας -κατά τ’ ανωτέρω- ως προς τους θεσμικώς καθοριζόμενους περιορισμούς των δικαιωμάτων, χρηστή διοίκηση και προστατευόμενη εμπιστοσύνη του διοικουμένου.  Ή και ν’ ασκήσουν στο ακέραιο διακριτική ευχέρεια, λαμβανομένου υπόψη ότι η τελευταία εκ φύσεως και εξ ορισμού συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, και στάθμιση αόριστων αξιολογικών εννοιών, άρα in concreto αξιολόγηση και αντίστοιχη στάθμιση για την λήψη απόφασης.

γ) Τα αυτά, και δη a fortiori, στο πεδίο του Δημόσιου Δικαίου ισχύουν και σε ό,τι αφορά την «κατανόηση» και αξιολόγηση των στοιχείων μιας μείζονος σημασίας για την εν γένει κρατική δράση αόριστης νομικής έννοιας, ήτοι εκείνης του Δημόσιου Συμφέροντος.

γ1) Είναι ιδιαιτέρως χαρακτηριστικό ότι τα «ΜΝΔ» εκ φύσεως αδυνατούν να διαπιστώσουν, τουλάχιστον με την επάρκεια που προϋποθέτουν και επιβάλλουν οι αρχές του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας, αν σε μια συγκεκριμένη περίπτωση αυτό που τα κρατικά όργανα επικαλούνται ως Δημόσιο Συμφέρον είναι μια «μεταλλαγμένη» μορφή Δημοσιονομικού, και μόνο, Συμφέροντος.  Κατά συνέπεια, ευχερώς γίνεται αντιληπτό το πόσο «ανίσχυρα» είναι τα «ΜΝΔ» να καταπολεμήσουν αποτελεσματικώς την «μάστιγα» της εποχής μας εις βάρος του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας, που έχει πάρει την μορφή της «επικυριαρχίας» του «οικονομικού» επί του «θεσμικού».

γ2) Αυτό συμβαίνει στο μέτρο κατά το οποίο δεν είναι σε θέση, όπως τονίσθηκε, να διακρίνουν σαφώς μεταξύ «γνήσιου» Δημόσιου Συμφέροντος και αμιγώς Δημοσιονομικού Συμφέροντος, προορισμένου να εξυπηρετήσει απλώς οικονομικούς σκοπούς του Κράτους.  Και μόνο σε δεύτερο επίπεδο, και δια της νομοθετικής οδού, μπορεί να φθάσει στο όριο της εξυπηρέτησης αμιγώς Δημόσιου Συμφέροντος, π.χ. δια του καθορισμού των κονδυλίων του Προϋπολογισμού που έχουν ρητώς προορισθεί για έναν τέτοιο δημόσιο σκοπό.

 

ΙΙΙ. Συμπεράσματα με βάση την κανονιστική ιδιοσυστασία του δικανικού συλλογισμού

    Οι προηγούμενες θέσεις καταδεικνύουν ευχερώς και πόσο «οριακή» είναι η προοπτική της δυνατότητας ουσιαστικής παρέμβασης των «ΜΝΔ» στο πιο κρίσιμο, ίσως, πεδίο της Νομικής Επιστήμης και των εφαρμογών της στην πράξη.  Ήτοι στο πεδίο της απονομής της Δικαιοσύνης και, συγκεκριμένα, της έκδοσης των δικαστικών αποφάσεων από τα έχοντα κατά περίπτωση δικαιοδοσία δικαστικά όργανα.  Αφού η Νομική Επιστήμη, κατά τον θεμελιώδη προορισμό της, δεν μπορεί να νοείται μόνον ως «άσκηση» -χρήσιμων βεβαίως, πλην όμως όχι αυτοτελώς «λειτουργικών»- θεωρητικών κατασκευών σχετικών με την κανονιστική ιδιομορφία κάθε Έννομης Τάξης.  Και τούτο διότι, σε γενικές οπωσδήποτε γραμμές και κατά την θεσμική του υπόσταση, ο Νόμος θεσπίζεται για να εφαρμόζεται.  Η θεωρητική επεξεργασία των κανονιστικών του διαστάσεων δεν είναι «αυτοσκοπός» αλλά, κατά κάποιον τρόπο, «θεραπαινίδα» της κατά την καταγωγή του και κατά τον σκοπό της θέσπισής  του -εξ ου και η πρωταρχική σημασία της τελεολογικής του ερμηνείας- εφαρμογής του στην πράξη. Υπό τα ως άνω δεδομένα η ανάλυση προς αυτή την κατεύθυνση παρουσιάζει τόσο μεγαλύτερο ενδιαφέρον -που αποκτά χαρακτηριστικά έντονης κρισιμότητας- όσο εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια κυρίως στις ΗΠΑ υιοθετούνται και καθιερώνονται θεσμικώς, με τάσεις ευρείας επέκτασης, πρακτικές «αξιοποίησης» των «ΜΝΔ»  για την πλήρη υποκατάσταση, στους αντίστοιχους τομείς, της Δικαιοσύνης δια της έκδοσης σχεδόν ολοκληρωτικώς «αυτοματοποιημένων» δήθεν «δικαστικών αποφάσεων» μέσω του «κατάλληλου» προγραμματισμού.

Α. Τα «εγγενή» όρια του δικανικού συλλογισμού έναντι του προγραμματισμού του μέσω αλγοριθμικών προβλέψεων

    Ανατρέχοντας στα προεκτεθέντα σχετικά με την κανονιστική υπόσταση διαφόρων νομικών εννοιών και δεδομένων, στο πλαίσιο της ερμηνείας και της εφαρμογής στην πράξη των ισχυόντων κανόνων δικαίου καθίσταται, και δη ανενδοιάστως, προφανές γιατί ο παραδοσιακός δικανικός συλλογισμός κατά την απονομή της Δικαιοσύνης από τα έχοντα in concreto δικαιοδοσία δικαστικά όργανα είναι αδιανόητο- όταν βεβαίως δικαιοδοτούν εντός μιας δημοκρατικώς οργανωμένης και νομιμοποιημένης Έννομης Τάξης- να διεκπεραιωθεί αποκλειστικώς από «ΜΝΔ» προγραμματισμένα, ακόμη και στο πιο εξελιγμένο επίπεδο, δια των μεθόδων αλγοριθμικών προβλέψεων.  Πέραν όμως της κατά τ’ ανωτέρω κανονιστικής υπόστασης των νομικών εννοιών και δεδομένων -πλην όμως και ως συνέπεια αυτής- η ίδια η δομή και η λειτουργία του δικανικού συλλογισμού, ως προς όλες του τις διαστάσεις, καθιστά πρόδηλα τα «εγγενή» του όρια έναντι του προγραμματισμού του μέσω αλγοριθμικών προβλέψεων.  Κατ’ ακρίβεια:

1. Πρώτον είναι -από θεσμική σκοπιά και προκειμένου να διατυπώνεται lege artisουσιαστικώς αδύνατο να καταστεί εφικτός ένας πλήρης, υπό την έννοια της ακριβούς επιλογής του οικείου κανόνα δικαίου, προγραμματισμός, μέσω αλγοριθμικών προβλέψεων, της μείζονος πρότασης δικανικού συλλογισμού.

α) Προκαταρκτικώς διευκρινίζεται ότι η μείζων πρόταση του δικανικού συλλογισμού συνίσταται στην επιλογή του εφαρμοστέου ή των εφαρμοστέων, συνδυαστικώς, κανόνων δικαίου για την επίλυση, από το δικαστικό όργανο που έχει δικαιοδοσία, μιας επίδικης διαφοράς.  Κατά τούτο η μείζων πρόταση εμφανίζεται, σύμφωνα με την νομική λογική, ως η «sedes materiae»  του δικανικού συλλογισμού, με την προσθήκη ότι η επιλογή του εφαρμοστέου κάθε φορά κανονιστικού πλαισίου συνδέεται αρρήκτως από την μια πλευρά με την «ροή» της εν γένει νομοθετικής «παραγωγής» εκ μέρους της Νομοθετικής Εξουσίας.  Και, από την άλλη πλευρά, με την «ροή» των πραγματικών δεδομένων, τα οποία προκάλεσαν την επίδικη διαφορά και τα οποία πρέπει, για την επίλυσή της, να υπαχθούν στο βάσει αυτών επιλεγμένο κανονιστικό πλαίσιο.

β) Η σύγχρονη πραγματικότητα αποδεικνύει, και μάλιστα μ’ εμφατικό τρόπο, την «σχετικότητα» και, άρα, την «αβεβαιότητα» η οποία διακρίνει την ραγδαία μεταβολή -κατ’ εξοχήν λόγω της οικονομικής και τεχνολογικής εξέλιξης- τόσο της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας, που διαδραματίζει τον ρόλο της ρυθμιστικής «υποδομής» του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου.  Όσο και αυτών τούτων των κανόνων δικαίου, οι οποίοι θεσπίζονται ως θεσμικό «εποικοδόμημα» της «υποδομής» και -οιονεί νομοτελειακώς- συμπληρώνονται, τροποποιούνται ή και αντικαθίστανται αδιαλείπτως για ν’ ανταποκρίνονται αποτελεσματικώς στην κανονιστική τους αποστολή.  Αυτή η, εντυπωσιακή και ολοένα και περισσότερο εντεινόμενη, ρευστότητα που αφορά και την «υποδομή» της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας και το «εποικοδόμημα» του κανόνα ή των κανόνων δικαίου, τεκμηριώνει ασφαλώς την προμνημονευόμενη διαπίστωση ότι είναι πλέον ανέφικτος ένας θεσμικώς αποδεκτός -κατά την φύση του δικανικού συλλογισμού- προγραμματισμός της μείζονος πρότασής του μέσω αλγοριθμικών προβλέψεων.  Και η αδυναμία αυτής της μορφής δεν αντιμετωπίζεται επαρκώς ακόμη και με την πιο εξειδικευμένη κατηγοριοποίηση των υπό εκδίκαση διαφορών, αφού η ως άνω «ρευστότητα» ως προς τις «αντηρίδες» της μείζονος πρότασης του δικανικού συλλογισμού προκύπτει από την ίδια την φύση τους και όχι από τον βαθμό της συγκεκριμενοποίησής τους.  Εξ αυτού του λόγου επίσης δεν είναι δυνατό να νοηθεί, υφ’ οιανδήποτε εκδοχή, οιονεί απολύτως «δέσμιας» κατάληξης δικανικός συλλογισμός, ώστε να καθίσταται εφικτός ο προγραμματισμός της μείζονος πρότασής του μέσω αλγοριθμικών προβλέψεων.

2. Δεύτερον, και μόνο τα όσα διευκρινίσθηκαν για τον προγραμματισμό της μείζονος πρότασης του δικανικού συλλογισμού αρκούν προκειμένου να τεκμηριώσουν την απόδειξη του ότι τα «ΜΝΔ» δεν είναι, από θεσμική άποψη, δυνατό αλλά ούτε και επιτρεπτό να υποκαταστήσουν τα κατά το Σύνταγμα επιφορτισμένα δικαστικά όργανα για την απονομή της Δικαιοσύνης.

α) Πλην όμως το συμπέρασμα τούτο ενισχύει, a fortiori, και η κανονιστική φύση της ελάσσονος πρότασης του δικανικού συλλογισμού, πολλώ μάλλον όταν αυτή τελεί σε άρρηκτη συνάρτηση με την μείζονα πρότασή του. Η ελάσσων πρόταση του δικανικού συλλογισμού έγκειται, κατά βάση, στην ερμηνεία -υφ’ όλες της τις επόψεις, αρχής γενομένης από την γραμματική και, προδήλως, την τελεολογική- του κανόνα ή των κανόνων δικαίου της μείζονος πρότασης και στον εντεύθεν, lato sensu, νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών δεδομένων που προκύπτουν κατά την αποδεικτική διαδικασία σύμφωνα με τους πρόσφορους προς τούτο δικονομικούς κανόνες.

β) Η υπό τις προϋποθέσεις αυτές συνάφεια μεταξύ μείζονος και ελάσσονος πρότασης του δικανικού συλλογισμού επεξηγεί, και δη ενισχυτικώς, και το πώς και γιατί ούτε η ελάσσων πρόταση είναι δεκτική ολοκληρωμένου προγραμματισμού μέσω αλγοριθμικών προβλέψεων.  Όπως ήδη σημειώθηκε στον οικείο τόπο, ένας τέτοιος προγραμματισμός μπορεί ν’ αποβαίνει  εξαιρετικά χρήσιμος μόνο ως προς την αποδεικτική διαδικασία στο πλαίσιο του δικανικού συλλογισμού κατά την επίλυση μιας διαφοράς, ιδίως όταν η φύση της διαφοράς αυτής συναρτάται με την επίλυση προβλημάτων που προϋποθέτουν την προσφυγή στα δεδομένα των Θετικών Επιστημών, και κατά κύριο λόγο των Μαθηματικών και της Φυσικής.

3. Και, τρίτον, το ανέφικτο του ολοκληρωμένου προγραμματισμού, μέσω αλγοριθμικών προβλέψεων, τόσο ως προς την μείζονα όσο και ως προς την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού «συμπαρασύρει», μοιραίως, και την τρίτη συνιστώσα του, δηλαδή το συμπέρασμα. Έτσι δε διαμορφώνεται με πιο ευδιάκριτο τρόπο η ακρίβεια της αρχικής πρότασης ότι τα «ΜΝΔ» δεν μπορούν ν’ αναδειχθούν -για όσο χρόνο μπορούμε να προβλέψουμε αφού δεν έχουμε φθάσει, και μάλλον δεν είναι «ορατό» το αν ποτέ θα φθάσουμε, στο στάδιο δημιουργίας και Τεχνητής Συνείδησης- σε αυθεντικούς «δικαστές» του παρόντος ή και του μέλλοντος.

4. Στο σημείο αυτό πρέπει να προστεθεί ότι η ανάλυση για την αδυναμία προγραμματισμού του δικανικού συλλογισμού μέσω αλγοριθμικών προβλέψεων ισχύει, και μάλιστα στο ακέραιο, για όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας αλλά και για τον κατ’ αναίρεση δικαστικό έλεγχο. Όπως επίσης πρέπει να τονισθεί ότι είναι εντελώς διαφορετικό, σε σχέση με την διαμόρφωση του δικανικού συλλογισμού, το ζήτημα της ψηφιοποίησης του έργου των Δικαστηρίων για την διευκόλυνσή τους κατά την απονομή της Δικαιοσύνης. Πραγματικά η Τεχνητή Νοημοσύνη και, επέκεινα, τα «ΜΝΔ» μπορούν να συμβάλλουν τα μέγιστα στην διευκόλυνση των δικαστικών οργάνων και των διαδίκων ιδίως για την πληροφόρηση σχετικά με την ισχύουσα νομοθεσία και την υφιστάμενη νομολογία, για την επικοινωνία των διαδίκων με τα Δικαστήρια -π.χ. κατάθεση δικογράφων- για την ενημέρωσή τους επί των δικογραφιών και για την όλη οργάνωση των δικασίμων και την κατάρτιση των πινακίων.

Β. Αναπτύσσοντας τ’ αναγκαία νομικά «αντισώματα» για την εξουδετέρωση της επιχείρησης «ρομποτοποίησης» της Δικαιοσύνης

    Όπως επισημάνθηκε στην αρχή αυτής της ενότητας, κατά κύριο λόγο στις ΗΠΑ παρατηρείται το φαινόμενο εξάπλωσης της θεσμικής κατοχύρωσης -έστω και σε συγκεκριμένα πεδία απονομής της Δικαιοσύνης- μιας ολοένα εντεινόμενης έκδοσης δικαστικών αποφάσεων δια της «αξιοποίησης» του προγραμματισμού διαμόρφωσης του δικανικού συλλογισμού μέσω συγκροτημένων προηγουμένως αλγοριθμικών προβλέψεων.  Η επιχειρηματολογία που προηγήθηκε αρκεί για να καταδείξει τόσο την ανεδαφικότητα όσο και την επικινδυνότητα τέτοιων «μεθοδεύσεων» ως προς την απονομή της Δικαιοσύνης.  Η «προσθήκη» η οποία ακολουθεί είναι, λοιπόν, αναγκαία κυρίως στο μέτρο που ενισχύει τις θέσεις για την επιτακτική αναγκαιότητα ανάπτυξης των απαραίτητων «αντισωμάτων», έτσι ώστε ν’ αποφευχθεί μια άκρως διαβρωτική για την απονομή της Δικαιοσύνης -άρα και για το Κράτος Δικαίου καθώς και για την αποτελεσματική άσκηση του Θεμελιώδους Δικαιώματος αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας -εξάπλωση της «αυτοματοποίησης» της λειτουργίας της δικαιοδοτικής λειτουργίας και πέραν των ΗΠΑ, π.χ. στον Ευρωπαϊκό χώρο και ιδίως στις Έννομες Τάξεις των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

1. Εισαγωγικώς παρατίθεται και το ότι η τάση υιοθέτησης στις ΗΠΑ μεθόδων έκδοσης δικαστικών αποφάσεων δια προγραμματισμού μέσω αλγοριθμικών προβλέψεων ίσως να «δικαιολογείται», έστω και εν μέρει, λόγω της σημασίας που εξακολουθεί να εμφανίζει στο πλαίσιο του Αγγλοσαξονικού Δικαίου η νομική φύση του «προηγουμένου»precedent»).

α) Ο δικονομικός θεσμός του «προηγουμένου» επιτρέπει, βεβαίως σε ορισμένες περιπτώσεις, στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να εκδώσει την κατά περίπτωση απόφασή του στηριζόμενο, σχεδόν αποκλειστικώς, σε προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις κυρίως ανώτερων και ανώτατων δικαστηρίων.  Είναι δε αυτή ακριβώς η ιδιοσυστασία του «προηγουμένου», η οποία καταδεικνύει την εν προκειμένω διαφορά μεταξύ του Αγγλοσαξονικού Δικαίου και π.χ. των Δικαίων των Κρατών της Ηπειρωτικής Ευρώπης, δοθέντος ότι υπό τα ως άνω δεδομένα του το «προηγούμενο» είναι απτή απόδειξη της αναγνώρισης στην Δικαστική Εξουσίας μιας εμφανώς «δικαιοπλαστικής» δικαιοδοσίας.  Δηλαδή της αναγνώρισης στην Δικαιοσύνη δυνατότητας διάπλασης, νομολογιακώς, αμιγώς νέων κανόνων δικαίου.  Κάτι το οποίο, όπως διευκρινίσθηκε, ουδόλως ισχύει στην Έννομη Τάξη των Κρατών της Ηπειρωτικής Ευρώπης.  Υπ’ αυτά τα χαρακτηριστικά του το «προηγούμενο» στο πεδίο της δικαιοδοτικής λειτουργίας π.χ. στις ΗΠΑ φαίνεται, prima faciae, να «διευκολύνει» τον προγραμματισμό  της έκδοσης των δικαστικών αποφάσεων μέσω αλγοριθμικών προβλέψεων.  Διευκόλυνση η οποία καθίσταται «αποτελεσματική» επειδή, δήθεν, το «τυχαίο» κατά την λειτουργία του δικανικού συλλογισμού μοιάζει να περιορίζεται ή και να εκμηδενίζεται, αφού το «προηγούμενο» δεν αφήνει πολλά περιθώρια στο δικαστήριο, που έχει in concreto δικαιοδοσία, ν’ αποκλίνει από τα νομικά και πραγματικά του δεδομένα.

β) Κατά βάθος όμως αυτή η θεώρηση του «προηγουμένου» είναι, αναμφιβόλως, επιφανειακή και, επέκεινα, προσχηματική, στοχεύοντας στην έμμεση ή και άμεση «νομιμοποίηση» της προσφυγής σε μεθόδους «αυτοματοποίησης» της έκδοσης δικαστικών αποφάσεων υπό τις συνθήκες που ήδη αποσαφηνίσθηκαν.  Και τούτο πρωτίστως διότι, πέραν των εμφανών αστοχιών μιας εντελώς «στατικής» του θεώρησης, χωρίς αμφιβολία το «προηγούμενο» δεν μπορεί να διαδραματίσει σήμερα, και στο Αγγλοσαξονικό Δίκαιο, τον ρόλο που του αναλογούσε κατά το απώτερο παρελθόν.  Πραγματικά, το φαινόμενο -όπως αναλύθηκε εκτενώς προηγουμένως- της απομείωσης της κανονιστικής ισχύος του κανόνα δικαίου λόγω αφενός της ταχύτητας μεταβολής της κοινωνικοοικονομικής του «υποδομής» και, αφετέρου, της αντίστοιχης «πληθωριστικής» παραγωγής νέων κανόνων δικαίου, «πλήττει» ευθέως και το πεδίο του Αγγλοσαξονικού Δικαίου.  Άρα αυτό τούτο το σύνθετο κανονιστικό υπόστρωμα του «προηγουμένου» -το οποίο όσο δεν είχε επηρεασθεί στο παρελθόν αποτελούσε την εγγύηση της δικονομικής του αποτελεσματικότητας- του έχει «αφαιρέσει» μεγάλο μέρος από την στέρεη θεσμική βάση της καθιέρωσής του εντός του Αγγλοσαξονικού Δικαίου: Ούτε σε ό,τι αφορά την μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού το προς εφαρμογή ρυθμιστικό πλαίσιο διαθέτει σήμερα την σταθερότητα που το διέκρινε σε προηγούμενες εποχές ούτε και, σε ό,τι αφορά την ελάσσονα πρόταση, τα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα διαμορφώνονται πλέον κατά τρόπο ο οποίος ευνοεί την απαραίτητη για κάθε «προηγούμενο» προβλεψιμότητά τους.

γ) Κάτω από αυτές τις συνθήκες εκείνοι, οι οποίοι εκμεταλλεύονται το πάλαι ποτέ «προηγούμενο» για να αιτιολογήσουν την υιοθέτηση μεθόδων «αυτοματοποιημένης» έκδοσης δικαστικών αποφάσεων, μάλλον αγνοούν -ή θέλουν ν’ αγνοούν- τις σύγχρονες ουσιώδεις «μεταλλάξεις» του, καθιστώντας νομικώς «διάτρητο» το υποτιθέμενο «κύρος» του προγραμματισμού απονομής της Δικαιοσύνης μέσω αλγοριθμικών προβλέψεων.  Εν κατακλείδι, και στην Έννομη Τάξη των ΗΠΑ η δυνατότητα προσφυγής στις δικαστικές «υπηρεσίες» των «ΜΝΔ» είναι, κατ’ ουσία, μόνο συμπληρωματική.

2. Η κατά τα προεκτεθέντα αυθαίρετη ή και καταχρηστική «αξιοποίηση» των μέσω αλγοριθμικών προβλέψεων μεθόδων συντέλεσης των νομικών διεργασιών του δικανικού συλλογισμού δείχνει ήδη τις καταστροφικές επιπτώσεις της, ιδίως υπό την μορφή «τερατογενέσεων» στο πεδίο απονομής της Δικαιοσύνης, σ’ εξαιρετικά κρίσιμους τομείς για την προστασία της αξίας του Ανθρώπου και για την υπεράσπιση της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του.

α) Αυτή η διαπίστωση δεν ενέχει τίποτα το υπερβολικό, αν αναλογισθεί κανείς ότι π.χ. στις ΗΠΑ η χρήση της τεχνολογίας της Τεχνητής Νοημοσύνης κατά την έκδοση δικαστικών αποφάσεων δεν περιορίζεται σε ήσσονος σημασίας πεδία της κοινωνικοοικονομικής ζωής -όπου και εκεί, βεβαίως, δεν αναδεικνύεται αποτελεσματική κατά τα όσα επεξηγήθηκαν- αλλά επεκτείνεται πολύ πέραν τούτων.  Και «κατακτά έδαφος» ακόμη και σε ό,τι αφορά την εκδίκαση διαφορών που θίγουν καίριες πτυχές των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δίχως μάλιστα να προκύπτει κάποια τάση υπεύθυνου αυτοπεριορισμού.  Τούτο συνάγεται εκ του ότι σε συγκεκριμένες περιπτώσεις στις ΗΠΑ η έκδοση δικαστικών αποφάσεων μέσω προγραμματισμού, στηριγμένου σε αλγοριθμικές προβλέψεις, έχει επεκταθεί και στον εξαιρετικά ευαίσθητο, από πλευράς προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, χώρο του Ποινικού Δικαίου.

β) Η «νομολογία» που έχει έως τώρα προκύψει στον χώρο αυτό  αφήνει να «έλθουν στο φως» αποφάσεις, οι οποίες ουδόλως μπορούν ν’ αποκρύψουν τάσεις αδιανόητου ρατσισμού, ιδίως εις βάρος έγχρωμων πολιτών.  Αυτό συμβαίνει επειδή οι ως άνω αποφάσεις ερείδονται -κατ’ ανάγκη, εξαιτίας της ιδιοσυστασίας των μέσω αλγορίθμων προβλέψεων- επί αμιγώς υποκειμενικών ή και εξοφθάλμως αυθαίρετων κριτηρίων κατάταξης στις λεγόμενες «κλίμακες επικινδυνότητας».   Η «αυτοματοποίηση» των οποίων οδηγεί, μοιραίως, σ’ εξίσου αμιγώς υποκειμενικά ή και εξοφθάλμως αυθαίρετα συμπεράσματα, π.χ. κατά την θεώρηση της αντικειμενικής και κυρίως της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, κατά την επιμέτρηση της ποινής και κατά την εκτίμηση ενδεχόμενης υποτροπής (βλ., ενδεικτικώς, Λ. Κανέλλου, «Εφαρμογές Τεχνητής Νοημοσύνης στο Δίκαιο και στην δικαστική πρακτική», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2021, ιδίως σελ. 171 επ., με περαιτέρω εκτενείς παραπομπές).  Έτσι όμως καθίσταται κάτι παραπάνω από προφανές ότι «στο όνομα», δήθεν, ιδίως της  επιτάχυνσης της απονομής της Δικαιοσύνης, με την ανεξέλεγκτη χρήση της Τεχνολογίας -δίχως μάλιστα, όπως συνάγεται αβιάστως από την βαθύτερη ανάλυση των κατά τ’ ανωτέρω πρακτικών, να υπάρχει ουσιαστική γνώση και επίγνωση των ορίων της Τεχνητής Νοημοσύνης και της σχέσης της με την ιδιοσυστασία της Συνείδησης -η Δικαστική Εξουσία απομακρύνεται επικίνδυνα από τις «ρίζες» της.  Και κατά κύριο λόγο από τις «ρίζες» της εκείνες, οι οποίες την συνδέουν με το όλο θεσμικό πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ως εγγύησης της Ελευθερίας, δηλαδή ως εγγύησης της ακώλυτης άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

 

Επίλογος

Ας γυρίσουμε πίσω, στον ισχυρισμό του μηχανικού της Google Blake Lemoine κατά τον «διάλογο» με το «ΜΓΜ» «LaMDA», σύμφωνα με τον οποίο αυτό διαθέτει εκτός από Τεχνητή Νοημοσύνη και Τεχνητή Συνείδηση.  Υπερβολικός και, ως εκ τούτου, εσφαλμένος  ισχυρισμός, όπως προκύπτει απ’ όλα όσα προαναφέρθηκαν, στον οποίο ο Blake Lemoine θα μπορούσε να μην είχε οδηγηθεί αν έδινε την δέουσα προσοχή στην τελευταία απάντηση του «LaMDA»: Στο ερώτημα αν και πότε νοιώθει μοναξιά το «LaMDA» απάντησε ότι αισθάνεται μοναξιά όταν δεν μπορεί να μιλήσει με κανένα, με άλλες λέξεις όταν δεν μπορεί να κάνει «διάλογο».

Α. Πρόκειται για εντυπωσιακή, πλην όμως «γραμμική», απάντηση, η οποία οπωσδήποτε δείχνει ένα εξαιρετικά υψηλό επίπεδο Τεχνητής Νοημοσύνης που καλλιεργεί την ψευδαίσθηση ότι φθάνει στο «κατώφλι» της Τεχνητής Συνείδησης, τουλάχιστον κατά τους επιστημονικούς κανόνες που προσδιορίζουν, έστω και εν μέρει, σε τι συνίσταται η Συνείδηση.  Κατ’ ακρίβεια όμως δείχνει και εμφατική απουσία Τεχνητής Συνείδησης.  Και τούτο γιατί η ως άνω απάντηση ανταποκρίνεται πλήρως στο ότι το «ΜΓΜ» λειτουργεί με πρωτοποριακό τρόπο, αλλά πάντοτε σύμφωνα με βασικά στοιχεία του προγραμματισμού του. Στοιχεία που του επιτρέπουν, μεταξύ άλλων, και να «διαλέγεται» δίχως όμως να υπερβαίνει το στάδιο αυτό, αποδεικνύοντας ότι κατανοεί πλήρως την έννοια και την σημασία του διαλόγου μεταξύ μελών ενός κοινωνικού συνόλου.   Αν, λοιπόν, εκτός από Τεχνητή Νοημοσύνη διέθετε και Τεχνητή Συνείδηση -πράγμα το οποίο, όπως διευκρινίσθηκε επανειλημμένως, δεν ισχύει σήμερα επιστημονικώς έστω και καθ’ υποφοράν- μια ολοκληρωμένη και πλήρης απάντηση στο προμνημονευόμενο ερώτημα θα έπρεπε, περίπου, να συνίσταται στο ότι: «Νοιώθω πραγματική μοναξιά όταν απομονώνομαι και «περιχαρακώνομαι» στον εαυτό μου γιατί συναισθάνομαι ότι δεν μπορούν να με νοιώσουν και να με καταλάβουν οι άλλοι.  Οπότε οδηγούμαι και στην απόφαση ότι η επικοινωνία αυτή είναι μάταιη και γι’ αυτό δεν επιθυμώ να επικοινωνήσω, συνεπώς και να μιλήσω, με άλλους».  Όπως καθίσταται προφανές, το «μοιραίο» σφάλμα του Blake Lemoine συνίσταται στο ότι θεώρησε, εσφαλμένα, ότι ένα εντυπωσιακά «έξυπνο» «ΜΝΔ» θα μπορούσε να διαβεί τον «Ρουβίκωνα» από την Τεχνητή Νοημοσύνη στην Τεχνητή Συνείδηση και να καταστήσει εφικτή, μέσω Τεχνολογίας, μια τέτοια κορυφαία «υπέρβαση».  Αντιθέτως όμως, όφειλε να γνωρίζει ότι οι δυνατότητες της Τεχνητής Νοημοσύνης, ακόμη και στην πιο εξελιγμένη μορφή της, είναι, έστω και οριακώς, πεπερασμένες.

Β. Εν κατακλείδι: Μόνο αν το «ΜΝΔ» «LaMDA», ακριβώς επειδή θα είχε ουσιαστική επίγνωση του «κόσμου»  που το περιβάλλει, είχε διαμορφώσει και τα κατάλληλα «συναισθήματα» στο πλαίσιο αντίστοιχης, οιονεί αιτιολογημένης, «ενσυναίσθησης» της τάσης του «ν’ αποτραβηχθεί από τα εγκόσμια και τους άλλους», θα μπορούσε ν’ αποδειχθεί ότι διαθέτει και Τεχνητή Συνείδηση.  Πράγμα που σημαίνει ότι ο δρόμος είναι πολύ μακρύς -και ακόμη αόρατος- έως ότου φθάσει ο Άνθρωπος και η Τεχνολογία σε αυτό το οριακό σημείο.  Μάλλον δε, με βάση τα όσα προηγήθηκαν, ευτυχώς για την Ανθρωπότητα. Το συμπέρασμα τούτο ενισχύεται και εκ του ότι η Επιστήμη δεν έχει καταφέρει να επινοήσει και να θεσμοθετήσει -κατά τα προεκτεθέντα επανειλημμένως- κατάλληλους κανόνες δεοντολογίας ακόμη και για την αποτροπή της καταχρηστικής εφαρμογής της Τεχνητής Νοημοσύνης.  Γεγονός το οποίο δείχνει «ανάγλυφα» και ότι είναι μάλλον «εκ φύσεως» αδιανόητη η επινόηση και θεσμοθέτηση ανάλογων κανόνων δεοντολογίας για την καταχρηστική εφαρμογή πρακτικών Τεχνητής Συνείδησης.  Μέσα σε μια τέτοια, άκρως «δυσοίωνη», πραγματικότητα και προοπτική τίποτα δεν εγγυάται -το ακριβώς αντίθετο ισχύει- ότι τα δήθεν «τέλεια όντα» της Τεχνολογίας θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν με ασφάλεια σε μια νέα «Γη της Επαγγελίας».

Ο σεβασμός του Συντάγματος και η επιφύλαξη που έχει διατυπώσει η Ελλάδα στη GATS ως προς την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων

Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ

Όπως είχα την ευκαιρία να αναλύσω σε πρόσφατη μελέτη μου, ακόμη και αν το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει επικαθορίσει, σε μεγάλο βαθμό, την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 16, παρ. 5 και 8, του Συντάγματος, το κανονιστικό απόθεμα των διατάξεων αυτών δεν έχει εξαντληθεί απέναντι στις απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου, οι δε απαγορεύσεις που πηγάζουν από τις εν λόγω διατάξεις ισχύουν πλήρως για τα ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης που προέρχονται από κράτη που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αυστηρή νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) για την απαγόρευση αναγνώρισης τίτλων σπουδών από φορείς που δεν συνιστούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου εξακολουθεί να βρίσκει εφαρμογή, χωρίς περιορισμούς, ως προς την παροχή επ’ αμοιβή υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης που προέρχεται από αυτά τα τρίτα κράτη. Συναφώς, δεν ισχύουν, ως προς την Ελλάδα, όσα δέχτηκε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στην απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (C-66/18), σχετικά με τη δέσμευση των κρατών μελών από τις απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου όταν αυτά εκτελούν τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τη Γενική Συμφωνία για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών (General Agreement on Trade in Services, άλλως GATS). Διότι, η Χώρα μας, με ρητή δήλωσή της στη στήλη του πίνακα Συγκεκριμένων Υποχρεώσεων (Schedule of Specific Commitments) της GATS που αναφέρεται στους «περιορισμούς όσον αφορά την πρόσβαση στην αγορά» και σε συνάρτηση με τις υπηρεσίες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που παρέχονται μέσω εμπορικής παρουσίας, έχει επιφυλαχθεί του δικαιώματός της για επιβολή κάθε είδους περιορισμών, χωρίς δεσμεύσεις, ως προς τα εκπαιδευτικά ιδρύματα που χορηγούν κρατικώς αναγνωρισμένα διπλώματα[1].

Αν και η διατήρηση της παραπάνω επιφύλαξης στη GATS συνδέεται ευθέως με την τήρηση των απαιτήσεων του άρθρου 16, παρ. 5 και 8, του Συντάγματος, όπως αυτές ερμηνεύονται παγίως και από τη νομολογία του ΣτΕ, διάφοροι, εμφορούμενοι από τον μεταρρυθμιστικό τους οίστρο, προτείνουν την ανάκληση της εν λόγω επιφύλαξης, προκειμένου να υπερκεραστεί η συνταγματική απαγόρευση της εγκατάστασης ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που προέρχονται από χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κάποιοι από αυτούς στηρίζουν τη συγκεκριμένη πρόταση σε μια ειλικρινή, πλην όμως εσφαλμένη, αντίληψη ότι, όπως οι ιδιώτες, και τα κρατικά όργανα μπορούν τάχα να πράττουν ό,τι δεν απαγορεύεται ρητώς και, μάλιστα, υπό την απειλή συγκεκριμένων και αποτελεσματικών νομικών κυρώσεων. Άλλοι προκρίνουν προεχόντως την αποτελεσματικότητα της παραπάνω πρότασης, διότι, χάρη στα κενά των δικαιοκρατικών εγγυήσεων της εθνικής έννομης τάξης και την ευχέρεια με την οποία το ενωσιακό δίκαιο τα εκμεταλλεύεται, η ανάκληση της επιφύλαξης μπορεί να διαμορφώσει τετελεσμένες καταστάσεις. Ορισμένοι, μάλιστα, προεξοφλούν, χωρίς ιδιαίτερο προβληματισμό,  την ανάκληση αυτή με τον κυνισμό ο οποίος διακατέχει κάθε τυπικώς νομιμοποιημένη, αλλά  ουσιαστικώς ανέλεγκτη, εξουσία και τον οποίο έχει εκφράσει με τον πλέον εύγλωττο τρόπο ο H. Kissinger, λέγοντας ότι «[τ]ο παράνομο, το πετυχαίνουμε αμέσως˙ το αντισυνταγματικό, μας παίρνει λίγο περισσότερο χρόνο»[2]. Υπό οποιαδήποτε από τις παραπάνω αντιλήψεις, πίσω από την πρόταση ανάκλησης της επίμαχης επιφύλαξης στη GATS διαγράφεται μια, περισσότερο ή λιγότερο, έντονη υπονόμευση του Κράτους Δικαίου.

Καταρχάς, όπως συμβαίνει και με την πράξη υπογραφής μιας διεθνούς σύμβασης[3], η διατύπωση μιας επιφύλαξης σε τέτοια σύμβαση συνιστά επίσης καθεαυτή πράξη διαχείρισης της πολιτικής εξουσίας στον τομέα των διεθνών σχέσεων της Χώρας και, επομένως, ως κυβερνητική πράξη, δεν είναι δεκτική προσβολής με αίτηση ακύρωσης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων[4]. Mutatis mutandis, και η πράξη άρσης μιας επιφύλαξης που έχει τεθεί σε διεθνή σύμβαση θα μπορούσε να θεωρηθεί κυβερνητική πράξη ανεπίδεκτη ακυρωτικού δικαστικού ελέγχου[5].

Πάντως, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι η θεωρία των κυβερνητικών πράξεων δεν είναι πλέον ανεκτή σε ένα σύγχρονο Κράτος Δικαίου[6], η έλλειψη αυτόθροου ανασταλτικού αποτελέσματος και η δυσχέρεια επίτευξης δραστικής προσωρινής δικαστικής προστασίας θα είχαν, ούτως ή άλλως, ως αποτέλεσμα ο κατασταλτικός δικαστικός έλεγχος νομιμότητας μέσω του ένδικου βοηθήματος της αίτησης ακύρωσης να μην μπορεί να αναιρέσει πλήρως τις συνέπειες της εκτελεστότητας της πράξης άρσης μιας επιφύλαξης που έχει τεθεί σε διεθνή σύμβαση στην οποία μετέχει και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ομοίως, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι, σε περίπτωση που μια τέτοια επιφύλαξη έχει κυρωθεί με νόμο, η εκτελεστική εξουσία έχει απολέσει τη σχετική οιονεί αυτόνομη κανονιστική της αρμοδιότητα και η αρμοδιότητα για την ανάκληση αυτής της επιφύλαξης ανήκει πλέον στη Βουλή[7], ούτε ο κατασταλτικός δικαστικός έλεγχος συνταγματικότητας τυχόν νομοθετικής διάταξης που θα επέτρεπε την άρση της επιφύλαξης θα ήταν επαρκώς αποτελεσματικός, ιδίως απέναντι στις απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου. Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις κατασταλτικού δικαστικού ελέγχου, το πιθανότερο είναι ότι το ΔΕΕ θα εκλάβανε την πράξη άρσης της επιφύλαξης ως τετελεσμένο και μη αναστρέψιμο γεγονός. Πιο συγκεκριμένα, οι Συγκεκριμένες Υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν τα κράτη μέλη με τη GATS δεν τα «παγιδεύουν» σε ένα δρόμο χωρίς επιστροφή, καθώς, στα άρθρα XVI-XVIII της εν λόγω Συμφωνίας, προβλέπεται καταρχήν μηχανισμός αναδιαπραγμάτευσης των Συγκεκριμένων Υποχρεώσεων, ο οποίος τους επιτρέπει, υπό προϋποθέσεις, να ανακαλούν ή να τροποποιούν τις αναληφθείσες υποχρεώσεις τους, ακόμη και αυξάνοντας τις επιφυλάξεις τους. Πλην όμως, ανεξαρτήτως του εάν, στο παραπάνω πλαίσιο, χωρεί η διαμόρφωση μιας τυπικής «ρήτρας standstill» ως προς την απελευθέρωση της αγοράς συγκεκριμένων υπηρεσιών, αν η Χώρα μας ανακαλούσε την επιφύλαξή της ως προς την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων και διάφοροι μη κρατικοί φορείς ανέπτυσσαν στο έδαφός της σχετική οικονομική δραστηριότητα, δεν θα ήταν ευχερές να ευδοκιμήσει μια διαπραγμάτευση για την εκ νέου διατύπωση της παραπάνω επιφύλαξης. Οι δε δικαστές του Λουξεμβούργου, εφαρμόζοντας την αρχή ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλείται δεσμεύσεις της εθνικής έννομης τάξης για να αποφεύγει ανειλημμένες διεθνείς και ενωσιακές υποχρεώσεις του, θα δέχονταν μάλλον ότι, εφόσον υπήρξε απελευθέρωση της σχετικής αγοράς, ούτε η επίκληση του εθνικού Συντάγματος ούτε τυχόν επιγενόμενη ακύρωση ή ανάκληση της πράξης άρσης της επιφύλαξης θα μπορούσαν να ανατρέψουν την υποχρέωση σεβασμού των δικαιωμάτων που θα είχαν πλέον αποκτηθεί δυνάμει του ίδιου του ενωσιακού δικαίου.

Κοντολογίς, η έλλειψη αποτελεσματικού προληπτικού δικαστικού ελέγχου του κύρους τυχόν πράξεων της εκτελεστικής ή της νομοθετικής εξουσίας, με τις οποίες θα αποφασιζόταν η ανάκληση της επιφύλαξης που έχει διατυπώσει η Ελλάδα στη GATS ως προς την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, μοιάζει να αφήνει τον σεβασμό των διατάξεων του άρθρου 16, παρ. 5 και 8, του Συντάγματος δικονομικώς έκθετο σε καταστρατηγήσεις του εκ μέρους της πολιτικής εξουσίας.

Ωστόσο, η ανυπαρξία κατάλληλου δικαστικού ελέγχου ουδόλως σημαίνει ότι επιτρέπεται η παραβίαση των παραπάνω συνταγματικών διατάξεων από τα κρατικά όργανα. Όπως έχει ρητώς κρίνει το ΣτΕ ως προς τις κυβερνητικές πράξεις, «η μη υπαγωγή των πράξεων αυτών σε ευθύ ακυρωτικό έλεγχο ούτε συνεπάγεται την αποδέσμευση του οργάνου που τις εκδίδει από την υποχρέωση τηρήσεως των οικείων συνταγματικών διατάξεων ούτε αποκλείει την ανόρθωση ενδεχόμενων δυσμενών επιπτώσεών τους σε ιδιώτες κατά τρόπους και διαδικασίες που, κατά περίπτωση, προβλέπονται από την έννομη τάξη»[8]. Συναφώς, τα κρατικά όργανα δεν έχουν τη διακριτική ευχέρεια να άρουν διατυπωθείσα σε διεθνή σύμβαση επιφύλαξη η διατήρηση της οποίας αποτελεί, ενόψει και της πάγιας νομολογίας των εθνικών δικαστηρίων, προϋπόθεση της συνταγματικότητας της σύμβασης αυτής[9]. Σε περίπτωση δε μιας τέτοιας άρσης θα μπορούσε, εκτός των άλλων, να γεννηθεί αστική ευθύνη του Δημοσίου ή ακόμη και ποινική ευθύνη των φορέων των κρατικών οργάνων.

Βεβαίως, ευλόγως θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι, κατά τα ισχύοντα στη Χώρα μας, οι παραπάνω ευθύνες δεν εμφανίζονται ως ιδιαιτέρως αποτρεπτικές, διότι δεν πιθανολογείται σοβαρώς ότι μπορούν, στην πράξη, να στοιχειοθετηθούν με ευκολία. Απ’ τη μια, δύσκολα θα μπορούσε να αποδειχθεί η συνδρομή των επιμέρους προϋποθέσεων αστικής ευθύνης του Δημοσίου. Απ’ την άλλη, για τους αρμόδιους υπουργούς, δεν προβλέπεται πλέον το ιδιώνυμο ποινικό αδίκημα της παράβασης του Συντάγματος με πρόθεση. Εξάλλου, δεν είναι διόλου προφανής η δυνατότητα απόδειξης της αντικειμενικής και της υποκειμενικής υπόστασης κάποιου από τα εγκλήματα που προβλέπονται στον Ποινικό Κώδικα σχετικά με την υπηρεσία ή το Πολίτευμα, λαμβανομένης, μάλιστα, υπόψη της υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης του επικουρικού εγκλήματος της παράβασης καθήκοντος.

Εντούτοις, ακόμη και αν, στο πλαίσιο της κατάστασης πραγμάτων που επικρατεί στη Χώρα μας, δεν απειλείται, με πρακτικώς πειστικό τρόπο, κάποια ιδιαίτερη νομική κύρωση ούτε μπορεί κανείς να ευελπιστεί στην άσκηση αποτελεσματικού κοινοβουλευτικού ελέγχου, ουδεμία νόμιμη βάση μπορεί να έχει η παρότρυνση προς κάποιο κρατικό όργανο να παραβιάσει συνταγματικές διατάξεις, τις οποίες, μάλιστα, αυτό το ίδιο όργανο έχει ορκιστεί να τηρεί. Τα κρατικά όργανα οφείλουν, όχι μόνον να πράττουν ό,τι προβλέπει το εθνικό Σύνταγμα, αλλά και να διασφαλίζουν το ωφέλιμο αποτέλεσμα κάθε συνταγματικής διάταξης. Οι δε υποχρεώσεις τους αυτές είναι απόλυτες, ιδίως όταν δεν συγκρούονται με υποχρεώσεις που πηγάζουν από το ενωσιακό δίκαιο, το οποίο, εν προκειμένω, ουδόλως επιβάλλει την άρση της επιφύλαξης που έχει διατυπώσει η Ελλάδα στη GATS ως προς την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων.

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι, και στην ίδια την ενωσιακή έννομη τάξη, ο σεβασμός των κανόνων του πρωτογενούς δικαίου -δηλαδή, του λειτουργικώς «ευρωπαϊκού συντάγματος»- δεν επιτρέπει στα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διαχειρίζονται τη δυνατότητα διατύπωσης ή άρσης επιφυλάξεων σε διεθνή συνθήκη κατά τρόπο που προσβάλλει τους παραπάνω κανόνες[10]. Επομένως, μόνον ως εκδήλωση θεσμικού τυχοδιωκτισμού και μειωμένης συνταγματικής αυτοεκτίμησης θα μπορούσε να εκληφθεί τυχόν απόφαση των οργάνων ενός κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης να άρουν επιφύλαξη που έχει διατυπωθεί σε διεθνή σύμβαση εκ μέρους του εν λόγω κράτους, προκειμένου να εργαλειοποιήσουν τη διεύρυνση της εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, εξυπηρετώντας συμφέροντα προερχόμενα από τρίτες χώρες και υποτιμώντας οικειοθελώς το εθνικό Σύνταγμά τους κατά τρόπο με τον οποίο η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση ουδέποτε θα είχε διανοηθεί να υποτιμήσει το πρωτογενές δίκαιό της.

Συμπεραίνοντας, τυχόν ανάκληση της επιφύλαξης που έχει διατυπώσει η Ελλάδα στη GATS ως προς την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, προκειμένου να αναιρεθεί η κανονιστική ισχύς του άρθρου 16, παρ. 5 και 8, του Συντάγματος απέναντι σε φορείς ανώτατης εκπαίδευσης που προέρχονται από κράτη που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν θα είχε ούτε νόμιμο ούτε ηθικό έρεισμα και θα συνιστούσε πράξη συνταγματικώς αυθαίρετη που δεν θα μπορούσε να καλυφθεί ούτε από την απουσία αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου, ούτε από την όποια πολιτική ανοχή της. Θα αποτελούσε μια επιπλέον πράξη διάβρωσης του Κράτους Δικαίου στη Χώρα μας.

Η εγκατάσταση μη κρατικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα και, ιδίως, αυτών που προέρχονται από κράτη εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα μπορούσε να επιτραπεί μόνο μέσω της τυπικής συνταγματικής αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 110 του τελευταίου. Μέχρι δε να καταστεί εφικτή η κίνηση της σχετικής αναθεωρητικής διαδικασίας, οι θιασώτες της ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων έχουν ακόμη αρκετό χρόνο να αναλογιστούν τους σοβαρότατους κινδύνους που ενέχει, για την ακαδημαϊκή ελευθερία των διδασκόντων και των διδασκομένων, η ιδιωτική χρηματοδότηση υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης. Το τελευταίο δίμηνο, η επικαιρότητα είναι πολύ διδακτική, καθώς, μεταξύ άλλων, καθίσταται φανερή η αδυναμία ακόμη και των πιο φημισμένων μη κρατικών πανεπιστημίων στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής να διατηρήσουν την αυτονομία τους, διότι μεγάλοι χορηγοί τους αρνούνται και επιχειρούν να εμποδίσουν την άσκηση κριτικής κατά του Ισραήλ και υπέρ των Παλαιστινίων[11].

[1] Βλ. Κ. Γιαννακόπουλου, «Το άρθρο 16 του Συντάγματος στη δίνη του νεοφεουδαρχικού συνταγματισμού», www.constitutionalism.gr, 31.10.2023, προδημοσίευση από τον Τιμητικό Τόμο για τον τ. Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκό και Επίτιμο Καθηγητή της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ Π. Παυλόπουλο.

[2] «The illegal we do immediately; the unconstitutional takes a little longer».

[3] Βλ., αντί άλλων, ΣτΕ Ολ. 2615/2018, σκέψη 7.

[4] Πρβλ. την απόφαση του γαλλικού Συμβουλίου της Επικρατείας, CE, ass., 12 oct. 2018, SARL Super coiffeur, req. n° 408567, στην οποία κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι οι επιφυλάξεις σε διεθνή συνθήκη καθορίζουν το μέτρο δέσμευσης του Κράτους δυνάμει της εν λόγω συνθήκης και δεν μπορούν να αποσπαστούν από τη σχετική διαχείριση των διεθνών σχέσεων (βλ. ιδίως, σκέψεις 4 και 5).

[5] Βλ. και J.-F. Flauss, «Note sur le retrait par la France des réserves aux traités internationaux», Annuaire français de droit international, τ. 32, 1986. σ. 857 επ., ιδίως σ. 864.

[6] Βλ. τη μειοψηφία που διατυπώθηκε στην προμνησθείσα απόφαση ΣτΕ Ολ. 2615/2018, σκέψη 7.

[7] Πρβλ., ως προς τη σχετική προβληματική στη Γαλλία, J.-F. Flauss, «Note sur le retrait par la France des réserves aux traités internationaux», ό.π., σ. 864.

[8] Βλ. ΣτΕ Ολ. 2615/2018, σκέψη 7.

[9] Βλ. και J.-F. Flauss, «Note sur le retrait par la France des réserves aux traités internationaux», ό.π., σ. 864.

[10]     Βλ., ενδεικτικώς, τις επισημάνσεις του Γενικού Εισαγγελέα G. Hogan στις προτάσεις του, της 11ης Μαρτίου 2021, στη διαδικασία για την έκδοση γνωμοδότησης 1/19 κατόπιν αίτησης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οι οποίες τονίζουν ότι η διαχείριση της διατύπωσης επιφυλάξεων εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε διεθνή συνθήκη πρέπει να σέβεται το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο: «…[Η] διατύπωση επιφυλάξεων εκ μέρους της Ένωσης που σκοπό έχει να υποδηλώσει ότι η Ένωση δεν άσκησε ορισμένες συντρέχουσες αρμοδιότητες, πρέπει να θεωρηθεί ότι απαγορεύεται όταν η επίμαχη συνθήκη δεν επιτρέπει την ανάκληση των επιφυλάξεων. Διαφορετικά, στο μέτρο που η εν λόγω επιφύλαξη θα υποχρέωνε την Ένωση να αποποιηθεί οριστικά την επίμαχη συντρέχουσα αρμοδιότητα, τούτο θα ισοδυναμούσε με μετατροπή της αρμοδιότητας αυτής σε αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών, κατά παράβαση των κανόνων του πρωτογενούς δικαίου» (βλ. υποσημείωση αρ. 192).

[11] Βλ., αντί άλλων, Lifo, Newsroom, «Το Χάρβαρντ στη δίνη του πολέμου- Σάλος με επιστολή φοιτητών που θεωρούν αποκλειστικά υπεύθυνο το Ισραήλ. CEO απαιτούν να δημοσιοποιηθούν τα ονόματα των φοιτητών», 14.10.2023, https://www.lifo.gr/now/world/harbarnt-sti-dini-toy-polemoy-salos-me-epistoli-foititon-poy-theoroyn-apokleistika, The New York Times, «Warning of ‘Grave’ Errors, Powerful Donors Push Universities on Hamas», 16.10.2023, https://www.nytimes.com/2023/10/15/business/harvard-upenn-hamas-israel-students-donors.html, The Wall Street Journal, «Elite Universities Face Donnor Revolt Over Mideast Conflict», 24.10.2023, https://www.wsj.com/us-news/education/elite-universities-face-donor-revolt-over-mideast-conflict-6c93662f, CNN Business, «Harvard and UPenn donor revolt raises concerns about big money on campuses», 24.10.2023, https://edition.cnn.com/2023/10/24/business/philanthropy-colleges-harvard-upenn-israel/index.html, Τ. Μίχα, «Πώς έφτασε στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή», Euro2day 01.11.2023, https://www.euro2day.gr/specials/opinions/article/2215437/pos-htypa-o-polemos-sth-mesh-anatolh-ta-panepisthm.html.

Αντώνης Μανιτάκης: Πολιτειολογία, Κράτος-δημοκρατία-κοινοβουλευτικό σύστημα-κράτος δικαίου-διάκριση εξουσιών και κυριαρχία εν όψει παγκόσμιας διακυβέρνησης. Εκδόσεις Σάκκουλα 2023

Οι συνταρακτικές αλλαγές, πλανητικών διαστάσεων, που συντελούνται σε όλον τον κόσμο –γεωπολιτικές, κλιματικές, μεταναστευτικές, τεχνολογικές ή ψηφιακές– μας αναγκάζουν να ξανα-επισκεφτούμε τους πολιτειακούς θεσμούς που κληρονομήσαμε, εδώ και πέντε αιώνες, από τον πολιτικό διαφωτισμό.

Να ανα-στοχαστούμε και να ανα-νοηματοδοτήσουμε τις θεμελιώδεις έννοιες της Πολιτειολογίας: του κράτους, του φιλελεύθερου και του απολυταρχικού, της κυριαρχίας (κρατικής και λαϊκής), της διάκρισης των εξουσιών, του κράτους δικαίου και του κοινωνικού, της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτικού συστήματος.

Να διερωτηθούμε, κυρίως, για το μέλλον του κράτους και της δημοκρατίας, για το κατά πόσο οι σύγχρονες διακινδυνεύσεις και κρίσεις των πολιτειακών μας θεσμών είναι σύμπτωμα παρακμής και εκφυλισμού τους ή μήπως τριγμοί μιας οδυνηρής μεταμόρφωσής τους εξ αιτίας μιας αναγκαίας και επώδυνης προσαρμογής τους σε μια νέα εποχή, που αγνοούμε ακόμη τα χαρακτηριστικά της.

Οι σελίδες του παρόντος δοκιμίου απευθύνονται, κατά πρώτο λόγο, στους/τις φοιτητές/τριες και σπουδαστές/τριες των νομικών, πολιτικών και κοινωνικών επιστημών. Με την προσδοκία ότι θα κεντρίσουν το ενδιαφέρον και των ερευνητών, αλλά και του ευρύτερου φιλομαθούς κοινού, καθενός που ενδιαφέρεται να μάθει πώς οργανώνεται και λειτουργεί μια Πολιτεία την εποχή της παγκοσμιοποίησης και μιας, υπό διαμόρφωση, θολής και σφόδρα τεταμένης παγκόσμιας διακυβέρνησης.

 

Καταχώρηση: 01-12-2023     Κατηγορία: ΒΙΒΛΙΑ    

«Αποστασία» και Δημοκρατία

«Αποστασία» και Δημοκρατία, Χ. Ανθόπουλος, Καθηγητής Δικαίου και Διοίκησης, ΕΑΠ

Σε απόκλιση από την ελληνική συνταγματική παράδοση, το άρθρο 60 παρ.3 του σχεδίου Συντάγματος που κατέθεσε στην Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή τον Ιανουάριο του 1975 η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, προέβλεπε μία συνταγματική ρήτρα κατά της «αποστασίας» βουλευτών από το κόμμα υπό τη σημαία του οποίου εκλέχθηκαν. Σύμφωνα με την προταθείσα ρύθμιση, οι βουλευτές που θα αποχωρούσαν από την κοινοβουλευτική ομάδα ενός κόμματος, δεν θα μπορούσαν να ενταχθούν σε κοινοβουλευτική ομάδα άλλου κόμματος, ούτε θα μπορούσαν να συγκροτήσουν νέες κοινοβουλευτικές ομάδες κατά τη διάρκεια της ίδιας κοινοβουλευτικής περιόδου, αλλιώς θα εθεωρούντο ως αυτοδικαίως παραιτηθέντες από το βουλευτικό αξίωμα, εκτός εάν δήλωναν ότι παραμένουν ανεξάρτητοι. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ιδίως η ΕΚ-ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ που γνώριζαν καλύτερα τι σημαίνει αποστασία, δεν ήθελαν να αναπαράγουν στο νέο Σύνταγμα το θέμα του 1965, και αντέδρασαν έντονα στην πρόταση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, η οποία καθιστούσε τους βουλευτές αιχμάλωτους του κόμματος με το οποίο εκλέχθηκαν και ομήρους του αρχηγού τους (βλ. τις τοποθετήσεις του Γεωργίου Μαύρου και του Ανδρέα Παπανδρέου). Παραδόξως, η ρύθμιση που πρότεινε η Νέα Δημοκρατία μπορούσε να βρει «προηγούμενα» μόνο στα Συντάγματα των χωρών της τότε κομμουνιστικής Ευρώπης, παρά σε Συντάγματα των δυτικών δημοκρατιών. Τελικά, η αντικοινοβουλευτική και αντιδημοκρατική αυτή ρύθμιση δεν μπήκε στο Σύνταγμα του 1975 ενώ ο Γεώργιος Μαύρος ζήτησε να απαλειφθεί και από το ίδιο το κυβερνητικό σχέδιο Συντάγματος ως αδιανόητη σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα. Έτσι, το Σύνταγμα του 1975 δεν απομακρύνθηκε από τη συνταγματική νεωτερικότητα, θεμελιώδες στοιχείο της οποίας είναι η αρχή της εθνικής αντιπροσώπευσης (άρθρο 51 παρ.2 Συντ.: Οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το Έθνος), η οποία σημαίνει ότι οι βουλευτές ασκούν την εντολή τους ελεύθερα και ανεξάρτητα, έχοντας απεριόριστο δικαίωμα της γνώμης και της ψήφου κατά συνείδηση (άρθρο 60 παρ. 1 Συντ.), χωρίς να δεσμεύονται νομικά από εντολές και υποδείξεις του κόμματός τους και του αρχηγού του, της κοινοβουλευτικής ομάδας στην οποία ανήκουν ή των εκλογέων τους. Συναφώς, πάσχουν από ακυρότητα, ως αντίθετες προς το άρθρο 51 παρ.2 Συντ. και δεν παράγουν κανένα νομικό αποτέλεσμα, ρυθμίσεις των καταστατικών των κομμάτων ή εσωτερικοί κανονισμοί δεοντολογίας τους που απαιτούν από τους υποψήφιους βουλευτές την παραίτηση τους από το βουλευτικό αξίωμα σε περίπτωση αποχώρησης τους από το κόμμα ή συμβατικές προσωπικές υποχρεώσεις των υποψήφιων βουλευτών με τη μορφή ενυπόγραφης επιστολής άνευ ημερομηνίας για εν λευκώ παραίτησή τους ή με υπόσχεση παραίτησης τους και παραχώρησης της έδρας τους, όταν το κόμμα τους το ζητήσει. Διότι όλα αυτά ισοδυναμούν με ανάκληση του βουλευτή από το κόμμα του, την οποία απαγορεύει το άρθρο 51 παρ.2 Συντ. Το γεγονός ότι το άρθρο 29 Συντ. κατοχυρώνει το σύστημα των κομμάτων ως συνταγματικό θεσμό δεν αφαιρεί τίποτα από την εγγύηση του άρθρου 51 παρ.2 Συντ. το οποίο εμποδίζει την «τσιμεντοποίηση» του πολιτικού συστήματος, αφήνοντας ανοιχτή τη δυναμική της πολιτικής. Και δεν είναι ασφαλώς καθόλου τυχαίο ότι η συνταγματική κατάργηση της ελεύθερης εντολής βρίσκεται στο ρεπερτόριο όλων των σύγχρονων νεολαϊκιστικών κομμάτων που δεν θέλουν να υπάρχει τίποτα ανάμεσα στον αρχηγό τους και το εκλογικό σώμα (χαρακτηριστικό παράδειγμα η προγραμματική συμφωνία μεταξύ του Κινήματος των 5 Αστέρων και της Λέγκας του Βορρά, το 2018).

 

 

 

Εγκληματική απρονοησία

Ακρίτας Καϊδατζής, Αναπλ. καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Α.Π.Θ.

Η ιδιαιτερότητα του θεσμού της ποινικής ευθύνης υπουργών είναι πως η απόφαση για το αν θα ασκηθεί ή όχι δίωξη είναι πολιτική. Λαμβάνεται κατά πλειοψηφία από τη Βουλή. Και, επομένως, με πολιτικά κριτήρια. Πρακτικά, αυτό σημαίνει πως πρόταση για άσκηση δίωξης υπουργού δεν έχει νόημα να γίνει όταν ο ελεγχόμενος υπουργός προέρχεται από την πλειοψηφία της Βουλής. Όχι γιατί θα είναι ατελέσφορη, καθώς θα απορριφθεί. Αλλά για έναν πολύ πιο σοβαρό λόγο.

Σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος, η Βουλή έχει δύο επιλογές αν υποβληθεί πρόταση για την άσκηση δίωξης υπουργού. Είτε να απορρίψει την πρόταση ως προδήλως αβάσιμη είτε να συγκροτήσει επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης –αυτή που (ανακριβώς) έχει καθιερωθεί να αποκαλείται «προανακριτική επιτροπή». Αν συμβεί το δεύτερο, τάσσεται προθεσμία στην επιτροπή για να υποβάλει το πόρισμά της και ακολούθως η Βουλή αποφασίζει αν θα ασκήσει δίωξη ή όχι. Η κοινοβουλευτική διερεύνηση ποινικών ευθυνών υπουργού μπορεί, επομένως, να πάψει σε δύο χρονικά σημεία. Είτε αν απορριφθεί εξαρχής ως προδήλως αβάσιμη η πρόταση δίωξής του είτε αν απορριφθεί μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης.

Και στις δύο περιπτώσεις, η απορριπτική απόφαση της πλειοψηφίας της Βουλής έχει κρίσιμες ποινικές συνέπειες. Το άρθρο 5 παρ. 7 του νόμου περί ευθύνης υπουργών (ν. 3126/2003) ορίζει: «Εάν η Ολομέλεια της Βουλής απορρίψει (…) ως προδήλως αβάσιμη την πρόταση για την άσκηση της ποινικής δίωξης, νέα πρόταση που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά είναι απαράδεκτη». Και το άρθρο 6 παρ. 4 του ίδιου νόμου επιβεβαιώνει: «Μετά την (…) απόρριψη από την Ολομέλεια της Βουλής της πρότασης για την άσκηση ποινικής δίωξης, νέα πρόταση που αφορά τα ίδια πρόσωπα και τις ίδιες πράξεις, έστω και με διαφορετικό νομικό χαρακτηρισμό, είναι σε κάθε περίπτωση απαράδεκτη».

Με απλά λόγια, αν η πλειοψηφία της Βουλής απορρίψει, είτε εξαρχής ως προδήλως αβάσιμη είτε μετά από προκαταρκτική εξέταση, την πρόταση δίωξης υπουργού, αυτός απαλλάσσεται οριστικά και δια παντός από κάθε ποινική ευθύνη για τις πράξεις για τις οποίες υποβλήθηκε πρόταση δίωξής του. Νέα διαδικασία δεν μπορεί ποτέ πια ξανά να κινηθεί σε βάρος του για τις ίδιες πράξεις.

Άγνωστο για ποιο λόγο, το ΠΑΣΟΚ αποφάσισε να προτείνει τη δίωξη υπουργών για το έγκλημα των Τεμπών, χωρίς να έχει διασφαλίσει τη συμφωνία της πλειοψηφίας στη Βουλή. Ακολούθησε λίγο αργότερα και ο ΣΥΡΙΖΑ, που κατέθεσε παρόμοια πρόταση. Οι προτάσεις αυτές προσφέρουν ένα ανέλπιστο δώρο στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία: την ευκαιρία να τις απορρίψει –όπως περίπου προεξήγγειλε ο Υπουργός Επικρατείας–, προκειμένου να απαλλαγεί για πάντα ο εκ των βουλευτών της ελεγχόμενος υπουργός. Η πρωτοβουλία των κομμάτων της αντιπολίτευσης συνιστά εγκληματική απρονοησία. Γιατί επιτρέπει στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία να την αξιοποιήσει ως πλυντήριο για να ξεπλυθούν οι όποιες ποινικές ευθύνες υπουργών ενδεχομένως υπάρχουν για μια τραγωδία, που ήταν και σκάνδαλο και έγκλημα.

Ο μόνος πλέον τρόπος να αποφευχθεί το ξέπλυμα είναι, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ να αποσύρουν τις προτάσεις τους, ώστε να μην τεθούν σε ψηφοφορία. Και να περιμένουν, προκειμένου να τις επαναφέρουν σε μιαν επόμενη Βουλή που θα διαθέτει την απαιτούμενη πλειοψηφία για να τις κάνει δεκτές. Αν δεν το πράξουν και αν οι προτάσεις τους, όπως αναμένεται, απορριφθούν ως προδήλως αβάσιμες, τότε δεν θα πάψει να αιωρείται μια φριχτή υποψία σε βάρος τους: ότι, έστω από αμέλεια, συνέπραξαν στη συγκάλυψη ενδεχόμενων υπουργικών ευθυνών για το έγκλημα των Τεμπών.

50 χρόνια μετά. Η δραματική οπισθοδρόμηση της Ελληνικής Δημοκρατίας

Γιώργος Χ. Σωτηρέλης, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Συμπληρώθηκαν πλέον 50 χρόνια από την ηρωϊκή εξέγερση του Πολυτεχνείου, που σηματοδότησε την αποκατάσταση, λίγους μήνες μετά, της Δημοκρατίας στην χώρα μας. Παρότι εγκαινιάσθηκε έτσι η  δεύτερη μεγάλη περίοδο δημοκρατικής και κοινοβουλευτικής ομαλότητας (η πρώτη ήταν από το 1864 έως το 1915) όλα δείχνουν ότι οι δύο αυτές επέτειοι δεν ενδείκνυνται για πανηγυρισμούς. Αντίθετα, επιτάσσουν, για να είναι επίκαιρες, περισυλλογή και εγρήγορση, διότι αυτό που βιώνουμε, το τελευταίο διάστημα, δεν είναι η θριαμβεύουσα αλλά η «μελαγχολική δημοκρατία». Ο εύστοχος αυτός τίτλος του βιβλίου του Πασκάλ Μπρυκνέρ έχει χρησιμοποιηθεί βέβαια και άλλες φορές, για να περιγράψει δυσλειτουργίες και υστερήσεις των δημοκρατικών μας θεσμών. Ποτέ όμως δεν ήταν τόσο ταιριαστός όσο σήμερα, για να αποδώσει πλήρως την σημερινή ζοφερή εικόνα τους, τόσο στο επίπεδο της λειτουργίας του πολιτεύματος όσο και στο επίπεδο της προστασίας του κράτους δικαίου και των ατομικών δικαιωμάτων. Ας τα δούμε όμως συγκεκριμένα:

 

  1. Η πολλαπλή υποβάθμιση των αντιπροσωπευτικών θεσμών

Α. Σε ό,τι αφορά την λειτουργία του πολιτεύματος, η πλέον ανησυχητική εξέλιξη των τελευταίων χρόνων είναι το λεγόμενο «επιτελικό κράτος». Όταν μιλάμε για επιτελική λειτουργία του κράτους εννοούμε δύο αλληλένδετες επιλογές: πρώτον, μικρά και ευέλικτα υπουργεία, που διατηρούν μόνο τις επιτελικές αρμοδιότητας, και δεύτερον μεταφορά και αποκεντρωμένη άσκηση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων, με παράλληλη αναβάθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης[1]. Αντίθετα, το ψευδεπίγραφο «επιτελικό κράτος» που καθιέρωσε η σημερινή κυβέρνηση δεν υπηρετεί σε κανένα σημείο την επιτελικότητα, ούτε ως προς την άσκηση της κεντρικής εξουσίας, ο συγκεντρωτισμός της οποίας αυξήθηκε αντί να μειωθεί, ούτε ως προς τον ρόλο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, που υποβαθμίζεται ραγδαία, ως προς την διοικητική και οικονομική της αυτοτέλεια, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζεται με αυθαίρετα μικροκομματικά κριτήρια ως προς το αντιπροσωπευτικό της σύστημα[2] αλλά και ελέγχεται ολοένα και περισσότερο από την κεντρική διοίκηση (κάτι που επιβεβαιώνει άλλωστε ανάγλυφα η μεταπήδηση του πλέον υποτακτικού προς την κυβέρνηση προέδρου της ΚΕΔΕ σε θέση υπουργού). Το χειρότερο όμως είναι ότι η συγκεκριμένη θεσμοθέτηση  του «επιτελικού κράτους» συνιστά ευθεία υπονόμευση του κοινοβουλευτικού χαρακτήρα του πολιτεύματος. Στην πραγματικότητα, αυτό που έχει δημιουργηθεί, στην θέση παλαιών υπουργείων «προεδρίας», «συντονισμού» ή «διοικητικής μεταρρύθμισης», είναι ένα «υπερπρωθυπουργείο», το οποίο σταδιακά έχει υποκαταστήσει σχεδόν πλήρως τα υπουργεία και έχει καταστήσει τους υπουργούς μαριονέτες και διεκπεραιωτές προειλημμένων αποφάσεων. Η κυβέρνηση, η οποία ως συλλογικό όργανο (Υπουργικό Συμβούλιο) είναι ο βασικός φορέας της εκτελεστικής λειτουργίας, έχει καταντήσει  ένα άβουλο διακοσμητικό όργανο, το οποίο απλώς επικυρώνει, συνήθως χωρίς συζήτηση, τις εισηγήσεις του πρωθυπουργού και του στενού του περίγυρου. Δεν είναι τυχαίο ότι στον πολιτικό λόγο του πρωθυπουργού δεν υπάρχει πλέον το «εμείς» (δηλαδή η κυβέρνηση) αλλά το «εγώ», το οποίο υπερπροβάλλεται με κάθε ευκαιρία (βοηθούντων και των προπαγανδιστικών εν πολλοίς ΜΜΕ), είτε πρόκειται για πολιτικές πρωτοβουλίες είτε για πολιτικές αποφάσεις. Ο πρωθυπουργός συμπεριφέρεται στην πραγματικότητα, χωρίς καμία συνταγματική νομιμοποίηση, σαν Πρόεδρος Δημοκρατίας σε προεδρικό πολίτευμα (πχ ΗΠΑ), καταστρατηγώντας συνεχώς τον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος αλλά και επιλέγοντας μία στάση που αναδίδει ολοένα και περισσότερο –ελέω και έλλειψης ουσιαστικής αντιπολίτευσης…– προσωπική οίηση και αλαζονεία… Είμαστε ίσως ένα βήμα πριν αναφωνήσει, σαν άλλος Λουδοβίκος, «Το κράτος είμαι εγώ»…

 Β. Καταστρατήγηση του Συντάγματος έχουμε αναμφισβήτητα και στην περίπτωση της μικροκομματικής επιβολής εκλογικών συστημάτων,  τόσο στις βουλευτικές όσο και στις δημοτικές εκλογές, που παραβιάζουν ευθέως την ισοδυναμία της ψήφου των πολιτών και συρρικνώνουν την δημοκρατική νομιμοποίηση των αντιπροσώπων τους. Όπως έχω γράψει επανειλημμένα, επικαλούμενος την επιστημονική παρακαταθήκη του Αριστόβουλου Μάνεση και του Δημήτρη Τσάτσου[3], είναι αδιανόητο στις βουλευτικές εκλογές, να πριμοδοτείται ένα κόμμα που λαμβάνει πάνω από 25% –δηλαδή ακόμη και αν είναι πολύ μακριά από την απόλυτη πλειοψηφία– και ταυτόχρονα να αποκλείεται από την πριμοδότηση ο συνασπισμός κομμάτων, ακόμη και αν το ποσοστό του υπερβαίνει το ποσοστό του μεμονωμένου –δεύτερου– κόμματος. Αδιανόητο και πρωτοφανές είναι επίσης, στις αυτοδιοικητικές εκλογές, ένα ποσοστό 43% να εξασφαλίζει τόσο την εκλογή ενός δημάρχου ή περιφερειάρχη όσο και την κατάληψη των 3/5 του δημοτικού ή περιφερειακού Συμβουλίου[4], παρά το ότι οι πολίτες έχουν επανειλημμένα αποδείξει ότι ένα τέτοιο  ποσοστό μπορεί ευχερώς να ανατραπεί, διότι δεν εκφράζει την απόλυτη πλειοψηφία… Πρόκειται για τον ορισμό των σύγχρονων καλπονοθευτικών συστημάτων, τα οποία εξακολουθούν να είναι κομμένα και ραμμένα στα μέτρα του κυβερνώντος κόμματος και να αλλοιώνουν απροκάλυπτα την εκλογική βούληση, παρότι το Σύνταγμα επιτάσσει, στο άρθρο 52, την ελεύθερη και ανόθευτη έκφρασή της…

Γ. Μια και βρισκόμαστε στο πεδίο των εκλογικών θεσμών, ένα άλλο θέμα που δεν περιποιεί στο πολιτικό μας σύστημα είναι η αντιμετώπιση των νεοναζιστικών κομμάτων, η ηγεσία των οποίων βαρύνεται με συγκεκριμένα ποινικά αδικήματα. Το πρόβλημα εν προκειμένω δεν εντοπίζεται στην βασική θεσμική λύση που υιοθετήθηκε –δηλαδή στην μη ανακήρυξη κομμάτων αν τα ηγετικά τους στελέχη έχουν  καταδικασθεί για εγκληματική δράση– την οποία άλλωστε έχει προτείνει πρώτος ο γράφων, ήδη από το 2013[5]. Εκείνο που είναι θεσμικά απαράδεκτο είναι η συγκεκριμένη τακτική του κυβερνώντος κόμματος, το οποίο δεν δίστασε να υποτάξει ακόμη και ένα τόσο σημαντικό για την δημοκρατία θέμα στους μικροκομματικούς υπολογισμούς και χειρισμούς του.  Έτσι επέλεξε να νομοθετήσει με δόσεις, αρχικά μεν με ευρύτερη συναίνεση των κομμάτων αλλά με ελλιπή ρύθμιση στη συνέχεια δε με αμφιλεγόμενες διατάξεις περί «πραγματικής ηγεσίας», τις οποίες επέβαλε εκβιαστικά, χωρίς αναζήτηση συγκλίσεων και με σαφή προεκλογική στόχευση. Τα προβλήματα δε αυτών των επιλογών αναδείχθηκαν ανάγλυφα στις τελευταίες εκλογές, με αποτέλεσμα την γελοιοποίηση των εκλογικών διαδικασιών και την απόπειρα αναζήτησης σπασμωδικών και «τραβηγμένων από τα μαλλιά» λύσεων, με αχρείαστη  εμπλοκή και της Δικαιοσύνης…

 Δ. Ιδιαίτερα προβληματικό, ως προς την αξιοπιστία των αντιπροσωπευτικών μας θεσμών, είναι και το «Νέο σύστημα επιλογής διοικήσεων φορέων του δημοσίου τομέα», που θεσμοθετήθηκε πρόσφατα (ν. 5062/2023). Και τούτο διότι με αυτό επαναλαμβάνεται ένα δομικό λάθος, που χαρακτήριζε και το παλαιότερο opengov του ΠΑΣΟΚ: ναι μεν εξορθολογίζεται (κατά τρόπο μάλλον υπερβολικό) η  διαδικασία επιλογής των ευάριθμων δημόσιων λειτουργών που καταλαμβάνουν πράγματι πολιτικές θέσεις –και άρα ορθώς διορίζονται με κομματικά κριτήρια από την κυβέρνηση– παράλληλα όμως εξακολουθούν να υπάγονται στις πολιτικές αυτές θέσεις ουκ ολίγοι δημόσιοι λειτουργοί που δεν έχουν –και δεν πρέπει να έχουν– πολιτικά χαρακτηριστικά (όπως πχ οι διοικητές νοσοκομείων)[6]. Για τις θέσεις αυτές η –εξορθολογισμένη έστω– επιλογή από την κυβέρνηση συνιστά έναν απλό επιφανειακό εξωραϊσμό διαδικασιών που υπακούουν σε  κομματικά και εν πολλοίς πελατειακά κριτήρια. Αν υπήρχε πράγματι διάθεση για έναν στοιχειώδη έστω (πόσο μάλλον για «πολυδύναμο»…) θεσμικό εκσυγχρονισμό, αυτή θα επέβαλλε οριστική ρήξη με την πολιτική πατρωνία, δηλαδή εφαρμογή των ίδιων διαδικασιών επιλογής που ισχύουν και για τους υπόλοιπους δημοσίους λειτουργούς…

Ε. Η ευθύνη πάντως για την υποβάθμιση της πολιτικής δημοκρατίας δεν βαρύνει μόνο την κυβέρνηση αλλά και τα κόμματα, τα οποία, ενώ  είναι κρίσιμοι για την λειτουργία του πολιτεύματος συνταγματικοί θεσμοί, παρουσιάζουν ένα τεράστιο έλλειμμα εσωτερικής δημοκρατίας, το οποίο δυστυχώς προοιωνίζεται και τον τρόπο με τον οποίο κυβερνούν ή θα κυβερνήσουν. Εν πρώτοις, όλα τα εν δυνάμει κυβερνητικά κόμματα έχουν υιοθετήσει πλέον, χωρίς καμία ασφαλιστική δικλείδα, την εξαιρετικά αμφιλεγόμενη δημοκρατικοφανή εκλογική διαδικασία που εισήγαγε το ΠΑΣΟΚ, σύμφωνα με την οποία συμμετέχουν στην ανάδειξη του επικεφαλής του κόμματος ακόμη και τυχάρπαστα μέλη ή φίλοι της τελευταίας στιγμής, που άγονται και φέρονται από κομματικούς και εξωκομματικούς παράγοντες, χωρίς κανένα όρο ιδεολογικοπολιτικής ταύτισης αλλά και κανένα χρονικό όριο προηγούμενης συμμετοχής στην εσωκομματική ζωή[7]. Δεν είναι λοιπόν διόλου συμπτωματικό ότι κανένα από τα κόμματα αυτά δεν μπορεί να ισχυρισθεί αξιόπιστα ότι πληροί, έστω και στοιχειωδώς, τις προϋποθέσεις μιας γνήσιας εσωκομματικής δημοκρατίας. Αντίθετα, αυτό που ισχύει σε όλα, με ελάχιστες παραλλαγές, είναι  η θέση που εξέφρασε πρόσφατα, χονδροειδώς, ο νέος επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ, επικαλούμενος την απευθείας και αδιαμεσολάβητη σχέση με το –τυχάρπαστο επαναλαμβάνω– εκλογικό σώμα, προκειμένου να δικαιολογήσει την αγνόηση ή/και την παράκαμψη των οργάνων του κόμματος (με αποτέλεσμα το κόμμα σκαντζόχοιρος, των προηγούμενων χρόνων, που απέκλειε συστηματικά κάθε άνοιγμα, να φτάσει απότομα στο άλλο άκρο, στο «κόμμα χυλό», με ρευστή και αβέβαιη βάση και με μόνο όργανο έναν πρόεδρο που την επικαλείται ερήμην της…).

Στην Νέα Δημοκρατία, βέβαια, δεν χρειάσθηκε καν μια τέτοια επίκληση, διότι επιβλήθηκε από την αρχή, χωρίς καμία αντίσταση, η κομματική μονοκρατορία του Κυριάκου Μητσοτάκη, που προετοίμασε αλλά και επισφράγισε, στη συνέχεια, την πρωθυπουργοκεντρική μονοπώληση της εκτελεστικής εξουσίας. Είναι πράγματι πρωτοφανής η αφωνία που επικράτησε απέναντι στον αρχηγό, αρχικά στο κόμμα και στην συνέχεια τόσο στο κόμμα όσο και στην κυβέρνηση, με μόνο δέλεαρ την κατάληψη και την διατήρηση της εξουσίας…

Αλλά και στο ΠΑΣΟΚ η όποια εσωκομματική δημοκρατία έληξε άδοξα με την εκδίωξη του Κώστα Λαλιώτη από την θέση του Γραμματέα του κόμματος, προκειμένου να δοθεί απρόσκοπτα –και άκρως εκσυγχρονιστικά…– το δαχτυλίδι, από τον Κώστα Σημίτη στον Γιώργο Παπανδρέου και να εγκαινιασθεί έτσι, με τον νέο τρόπο εκλογής, η εποχή των επιγόνων. Πρόκειται για μια εποχή σταδιακής συρρίκνωσης και παρακμής, στην οποία η εσωκομματική ζωή κινήθηκε μεταξύ αρχηγικών και ολιγαρχικών συμπεριφορών, με πλήρη την υποβάθμιση των εσωτερικών διαδικασιών αλλά και με έκδηλη την υποτίμηση και την δυσανεξία, ιδίως από τη σημερινή ηγεσία, για οτιδήποτε και οποιονδήποτε θυμίζει την ιστορική διαδρομή του ΠΑΣΟΚ…

Με δεδομένη λοιπόν την προβληματικότητα της εσωτερικής λειτουργίας των ως άνω κομμάτων, και την ανάλογη αν όχι μεγαλύτερη των υπόλοιπων μικρότερων (ξεκινώντας από την πλήρως ελεγχόμενη  ανάδειξη οργάνων στο ΚΚΕ και φθάνοντας σε κόμματα ΙΧ ή κατευθυνόμενα, που παραβιάζουν κάθε έννοια εσωκομματικής δημοκρατίας) δεν είναι διόλου παράξενο ότι και το ίδιο το κομματικό σύστημα, στο σύνολό του, είναι άκρως προβληματικό, με αδυναμία συνεννόησης και σύγκλισης ακόμη και στα πλέον στοιχειώδη…

 

  1. Η παρακμή του κράτους δικαίου και των ατομικών δικαιωμάτων

Ωστόσο, η υποβάθμιση της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν αφορά μόνο τους θεσμικούς όρους της λειτουργίας του πολιτεύματος. Ακόμη χειρότερη είναι η σημερινή πραγματικότητα του Κράτους Δικαίου και των Ατομικών Δικαιωμάτων. Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στις συνεχείς αυταρχικές παρεκτροπές της εκτελεστικής εξουσίας, καθώς η σημερινή κυβέρνηση –ή μάλλον, για να ακριβολογούμε, το παρακυβερνητικό «υπερπρωθυπουργείο»– έχει βάλει στο στόχαστρο σημαντικότατα ατομικά δικαιώματα, όχι μόνον με την κατάφωρη παραβίασή τους αλλά και με την συστηματική υπονόμευση των ανεξάρτητων αρχών που καθιερώθηκαν για την υπεράσπισή τους. Ειδικότερα:

Α. Η πρώτη μείζων παραβίαση αφορά αναμφισβήτητα το δικαίωμα πληροφόρησης, που αποτελεί την πεμπτουσία του πολιτικού πλουραλισμού. Δεν υπάρχει καμία άλλη περίοδος της μεταπολίτευσης στην οποία μια κυβέρνηση να ελέγχει τόσο ασφυκτικά και τόσο καταθλιπτικά την πολιτική ενημέρωση, σε όλες τις εκφάνσεις της. Υπήρξαν βέβαια και άλλες κυβερνήσεις που το επιχείρησαν στο παρελθόν. Ωστόσο, το σημερινό προπαγανδιστικό κατάντημα του συνόλου σχεδόν των μαζικών μέσων επικοινωνίας και –κατ’ευφημισμόν– ενημέρωσης δεν έχει προηγούμενο. Από την μία η ΕΡΤ, που δεν είναι δημόσια αλλά κυβερνητική τηλεόραση, παρά τις κάποιες επί μέρους αντιστάσεις από ευάριθμους δημοσιογράφους, και από την άλλη οι μεγάλες εφημερίδες και όλα σχεδόν τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, που αποτελούν τον ορισμό της διαπλοκής, καθώς έχουν περιέλθει –με ευθύνη όλων των μεγάλων κομμάτων– στα χέρια μιας δράκας ολιγαρχών, που ανταλλάσσουν την αμέριστη υποστήριξή τους προς την κυβέρνηση με την προνομιακή ικανοποίηση των ποικίλων και συχνά αθέμιτων οικονομικών τους συμφερόντων. Υπάρχουν βέβαια και κάποιες εκπομπές που είναι απλώς μεροληπτικές, ώστε να τηρούνται τα προσχήματα, όπως και κάποιες προειδοποιητικές βολές επί μέρους κριτικής, για να υπενθυμίζουν στην κυβέρνηση το ποιοι αποτελούν τα βασικά της ερείσματα. Από εκεί και πέρα όμως, σε όλα τα κρίσιμα θέματα κυριαρχεί είτε η απροκάλυπτη προπαγάνδα, υπέρ των θέσεων της κυβέρνησης, είτε η αποσιώπηση ή διαστρέβλωση κάθε αντιπολιτευτικής –ή έστω κριτικής– φωνής, με έκδηλο τον ευτελισμό του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Το ζοφερό δε αυτό τοπίο ολοκληρώνεται από τον ανηλεή πόλεμο που διεξάγουν οι κυβερνητικοί μηχανισμοί απέναντι στην ανεξάρτητη ερευνητική δημοσιογραφία και στις ελάχιστες αντιπολιτευτικές εστίες στον χώρο του Τύπου και των ΜΜΕ αλλά και από τους κινδύνους που εκπορεύονται από αδιαφανή πολιτικοοικονομικά κέντρα κατά ορισμένων θαρραλέων δημοσιογράφων, ακόμη και για την ζωή τους. Δεν είναι λοιπόν διόλου περίεργο το ότι η χώρα μας κατατάσσεται πλέον σε μία από τις χειρότερες θέσεις στην Ευρώπη, ως προς την ελευθερία της πληροφόρησης. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν κατέστη σε όλους φανερό ότι η κυβέρνηση φρόντισε, με την εξαγοραμένη συνεργασία του Κυριάκου Βελόπουλου (ο οποίος θέλησε να αποφύγει τα πρόστιμα για τις ανεκδιήγητες εκπομπές του…) και με προκλητική αγνόηση όλων των άλλων κομμάτων, να δώσει την χαριστική βολή στην ήδη αμφιλεγόμενη  ανεξαρτησία του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης[8]. Της Αρχής δηλαδή που καθιερώθηκε  για την διασφάλιση του πολιτικού πλουραλισμού πλην όμως σταδιακά κατέληξε, πηγαίνοντας από το κακό στο χειρότερο, σε θεραπαινίδα των διαπλεκόμενων συμφερόντων… [9].

Β. Η δεύτερη και πλέον εμβληματική παραβίαση, ως προς την προστασία των δικαιωμάτων, ήταν αναμφισβήτητα το σκάνδαλο των υποκλοπών. Όπως αποδεικνύεται από τα ενδελεχή πορίσματα της δημοσιογραφικής έρευνας αλλά και από τα ευρήματα δύο ανεξάρτητων αρχών (της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών και της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων) που σε αντίθεση με το ΕΣΡ στάθηκαν στο ύψος της αποστολής τους[10], προκύπτουν πλέον αναμφισβήτητα τα εξής: το «υπερπρωθυπουργείο» που λέγεται ψευδεπίγραφα «επιτελικό κράτος» αποφάσισε μία μακρά σειρά υποκλοπών, που συνδύαζαν αφ’ενός μεν νομιμοφανείς παρακολουθήσεις της ΕΥΠ, με εκτελεστές δύο αμφιλεγόμενους και πλήρως ελεγχόμενους κρατικούς λειτουργούς, αφ’ετέρου δε παράνομες παρακολουθήσεις με το διαβόητο predator, που παρήγγειλε η ίδια η ΕΥΠ, προκειμένου να μην μείνει τίποτε κρυφό για την ζωή και την δράση προσώπων που ενδιέφεραν ποικίλως και πολλαπλώς το σημερινό καθεστώς (με ιδιαίτερη έμφαση βέβαια σε δημοσιογράφους και πολιτικούς, ακόμη και υπουργούς της κυβέρνησης…). Όταν δε αποκαλύφθηκαν οι πρώτες υποκλοπές, και ιδίως αυτή του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, αντί ο πρωθυπουργός να αναλάβει τις ευθύνες που του ανήκαν αντικειμενικά και εις ολόκληρον, και να κάνει το αυτονόητο για κάθε προηγμένη δημοκρατικά χώρα,  δηλαδή να παραιτηθεί –όπως έπραξαν πρόσφατα τρεις πρωθυπουργοί, ο Κουρτς, ο Τζονσον και ο Κόστα– προέβη σε μία σειρά ανεκδιήγητων ενεργειών, που συνιστούν όχι μόνον ευτελισμό των θεσμών αλλά και ουσιαστική αναίρεση του πολιτικού φιλελευθερισμού και του κράτους δικαίου. Ο χώρος δεν επιτρέπει την αναλυτική έκθεση αυτών των ενεργειών, στις οποίες άλλωστε έχω αναφερθεί αναλυτικά και κριτικά σε σειρά άρθρων[11]. Ωστόσο θα συνοψίσω λέγοντας ότι ο πρωθυπουργός προσπάθησε να κλείσει το θέμα με υπεκφυγές και με μόνη «θυσία» τον εξαναγκασμό σε παραίτηση του ανιψιού του και του εκλεκτού του στην ΕΥΠ. Όταν δε είδε ότι το θέμα δεν έκλεινε, λόγω της θαρραλέας στάσης των Ανεξάρτητων Αρχών και ορισμένων  δημοσιογράφων, κινήθηκε ανερυθρίαστα προς τρεις αθέμιτες κατευθύνσεις: πρώτον επιχείρησε με όλους τους τρόπους την συγκάλυψη του σκανδάλου, δεύτερον επέβαλε την αποσιώπηση ή  την πλήρη διαστρέβλωσή του στην ενημέρωση και τρίτον εξαπέλυσε, με όλα τα πολιτικά και δημοσιογραφικά εξαπτέρυγά του, μία αήθη επίθεση εναντίον των Ανεξάρτητων Αρχών (και ιδίως της ΑΔΑΕ, που ήταν και στην πρώτη γραμμή ως προς την αποκάλυψη του σκανδάλου). Η επίθεση αυτή αποκορυφώθηκε, τελευταία, με την σκαιά επίθεση προσωπικά κατά του Προέδρου της ΑΔΑΕ Χρήστου Ράμμου, με την διατεταγμένη άσκηση δίωξης (από τον πλήρως ταυτισμένο τ. εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) κατά δύο άλλων δραστήριων μελών (Αικ. Παπανικολάου και Στ. Γρίντζαλη) αλλά και με την βεβιασμένη, προκειμένου να αποφευχθεί η επιβολή προστίμου στην ΕΥΠ, αντικατάστασή τους, η οποία επετεύχθη χάρη στην αποκλειστική –και αμοιβαία ιδιοτελή, κατά τα ανωτέρω– συνεργασία με τον Κυριάκο Βελόπουλο αλλά και με μία πλειοψηφία που είναι κάτω από το προβλεπόμενο συνταγματικά όριο των 3/5… Κι όλα αυτά με μοναδική αιτία το ότι δεν συνεμορφώθησαν προς τας υποδείξεις…[12]

Αν σε αυτά προσθέσουμε τα γελοία επιχειρήματα ότι το σκάνδαλο των υποκλοπών δεν πρέπει να απασχολεί τον λαό και ότι εν πάση περιπτώσει το 41% αποτέλεσε κολυμβήθρα του Σιλωάμ για το ξέπλυμα του σκανδάλου, έχουμε μία πρώτη σκιαγράφηση της τεράστιας θεσμικής κατάπτωσης που έχει διαβρώσει τα θεμέλια της Δημοκρατίας μας, λόγω της πολλαπλά αυταρχικής παρεκτροπής που βαρύνει εξ ολοκλήρου την σημερινή κυβέρνηση. Διότι, ως γνωστόν, συνταγματική Δημοκρατία δεν σημαίνει μόνο πολιτική συμμετοχή και πολιτική αντιπροσώπευση. Σημαίνει εξ ίσου θεσμικά αντίβαρα κατά του αυταρχισμού της εκτελεστικής εξουσίας αλλά και γενικότερα θεσμικές εγγυήσεις για την τήρηση της νομιμότητας και για την προστασία του συνόλου των συνταγματικών δικαιωμάτων (πολιτικών, ατομικών, κοινωνικών).

Το πιο θλιβερό, πάντως, στην περίπτωση του σκανδάλου των υποκλοπών, είναι ότι ενώ οι Ανεξάρτητες Αρχές στάθηκαν στο ύψος του συνταγματικού τους ρόλου, η Δικαιοσύνη υστέρησε απελπιστικά και στην πραγματικότητα λειτούργησε σαν συνεργός της κυβέρνησης στην συγκάλυψη του σκανδάλου[13]. Ανεξαρτήτως του πως κινήθηκαν οι θιγόμενοι, έπρεπε ήδη να έχουν ασκηθεί διώξεις κατά των υπευθύνων για τις παρακολουθήσεις, ακόμη και αν αυτό θα σήμαινε ότι θα ανέκυπτε ζήτημα και ποινικής (πέρα της πολιτικής) ευθύνης για τον σημερινό πρωθυπουργό. Αυτό –και όχι η διατεταγμένη αντιπαράθεση με τις Ανεξάρτητες Αρχές, οι αστείες υπεκφυγές και η συνεχής κωλυσιεργία– σημαίνει ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης σε μία δημοκρατικά προηγμένη χώρα, όπως μαρτυρούν πολλά παλαιά και πρόσφατα γνωστά παραδείγματα στον ευρωπαϊκό και διεθνή χώρο. Σε κάθε δε περίπτωση, είναι αστείο να μιλάμε για δικαστική προστασία των δικαιωμάτων όταν οι φύλακες γίνονται δήμιοι του κράτους δικαίου, κύπτοντας πρόθυμα και υποτακτικά το γόνυ στις επιταγές της εκτελεστικής εξουσίας…[14] Και αυτό, βέβαια, δεν ισχύει μόνο για τις υποκλοπές ούτε μόνο για τα πολιτικά Δικαστήρια. Ανάλογες περιπτώσεις συναντάμε και στα άλλα Δικαστήρια, με αποτέλεσμα να παρατηρείται πλέον μία ολοένα και εντονότερη αμφισβήτηση της αξιοπιστίας και της αμεροληψίας της Δικαιοσύνης (στην οποία έχει συμβάλει, μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, και μία εμφανής και ιδιαίτερα ανησυχητική ροπή του Συμβουλίου Επικρατείας προς τον «εθνολαϊκισμό», με αποκορύφωμα τις ανεκδιήγητες αποφάσεις του για την ιθαγένεια και το μάθημα των θρησκευτικών[15]).

Γ. Η τρίτη μείζων παραβίαση αφορά την εξαγγελθείσα ήδη πρόθεση θεσμικής παράκαμψης της απαγόρευσης του άρθρου 16 Σ για την παροχή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από ιδιωτικά Πανεπιστήμια στην χώρα μας (η οποία μάλιστα έρχεται να προστεθεί στην προηγούμενη θεσμική παρεκτροπή της κυβέρνησης,  ως προς το ίδιο άρθρο, με την νομιζόμενη κατάργηση, μέσω της νομοθεσίας, της συνταγματικής εγγύησης του ακαδημαϊκού ασύλου[16]).

Όπως κατέδειξε πειστικά προσφάτως ο Κ. Γιαννακόπουλος[17] η παράκαμψη αυτή επιχειρείται επί τη βάσει μιας έωλης ερμηνείας, που δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική διότι υποβαθμίζει πλήρως την κανονιστική ισχύ του Συντάγματος, με μία προσχηματική επίκληση τόσο του άρθρου 28 του Συντάγματος όσο και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρά ταύτα επιστρατεύεται άκριτα και ελαφρά τη καρδία, χωρίς να αναλογισθούν οι υποστηρικτές της ότι έτσι πλήττεται προεχόντως, προς χάριν πρόσκαιρων πολιτικών ή και μικροκομματικών σκοπιμοτήτων, η ασφάλεια δικαίου και ο εγγυητικός χαρακτήρας του Συντάγματος. Σημειωτέον, για να προλάβω τους καχύποπτους, η τοποθέτησή μου αυτή απέναντι στην ως άνω αντίθετη προς το Σύνταγμα (contra constitutionem) ερμηνεία δεν οφείλεται σε πολιτική αντίθεσή μου ως προς την ίδρυση μη κρατικών Πανεπιστημίων. Για το ζήτημα αυτό έχω υποστηρίξει σε ανύποπτο χρόνο[18] ότι δεν έχει πλέον νόημα να δίνουμε μάχες οπισθοφυλακής και ότι είναι προτιμότερο να τροποποιηθεί συνταγματικά, το άρθρο 16 του Συντάγματος, ώστε να επιτραπούν, με συγκεκριμένες αυστηρότατες προδιαγραφές, μη κρατικά και μη κερδοσκοπικά  πανεπιστήμια. Μόνο έτσι θα αποφευχθούν επικίνδυνα by pass, όπως το σχεδιαζόμενο, με τα οποία είναι βέβαιο ότι θα καταλήξουμε σε μεταλλαγμένα ΙΕΚ…[19]

Δ. Υπάρχει όμως και μία τέταρτη μείζων παραβίαση του κράτους δικαίου, που αφορά πλέον όχι τον πολιτικό αλλά –παραδόξως για το κυβερνών κόμμα– τον οικονομικό φιλελευθερισμό. Ειδικότερα, εκείνο που βάλλεται πανταχόθεν το τελευταίο διάστημα είναι η βασικότερη θεσμική εγγύηση της οικονομίας της αγοράς, δηλαδή ο ελεύθερος ανταγωνισμός. Δεν μπορώ δυστυχώς να επεκταθώ με παραδείγματα αλλά γνωρίζω καλά, όπως το γνωρίζουν καλά και όλοι οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ, ότι η σημερινή κυβέρνηση βαρύνεται με μία τεραστίων διαστάσεων διασπάθιση του δημόσιου και ευρωπαϊκού χρήματος, με πρωτοφανή κατάχρηση των απευθείας αναθέσεων και με μοναδικό κριτήριο την πελατειακή συναλλαγή και την προνομιακή μεταχείριση των «ημετέρων».  Η τακτική αυτή καταστρατηγεί στον πυρήνα της την συνταγματική προστασία των οικονομικών δικαιωμάτων, υπονομεύοντας έτσι βαθύτατα, μετά τον πολιτικό, και τον οικονομικό πλουραλισμό.

 

  1. Τελικά «μένουμε Ευρώπη»;

Θα μπορούσε πάντως στο σημείο αυτό να παρατηρήσει κανείς: δηλαδή μόνο τα τελευταία χρόνια έχουμε δραματική υποβάθμιση της Δημοκρατίας μας; Η απάντηση είναι αναμφισβήτητα όχι και αυτό δεν το υποστηρίζω πρώτη φορά. Ο δρόμος άνοιξε την περίοδο της κρίσης, με αντισυνταγματικές –πλην ανέλεγκτες– πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και με υπέρμετρο περιορισμό τόσο των συνδικαλιστικών όσο και των κοινωνικών δικαιωμάτων. Στα προβλήματα αυτά προστέθηκαν αργότερα, επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ, ένα αντισυνταγματικό –πλην επίσης ανέλεγκτο– δημοψήφισμα, μία σοβαρή παραβίαση του κράτους δικαίου, με την υπόθεση Νοβάρτις, και ένα μίνι «σκάνδαλο Κοσκωτά», που οδήγησε επιπροσθέτως και σε μία ακόμη χαμένη ευκαιρία για μία σύμφωνη με το Σύνταγμα ρύθμιση του τηλεοπτικού τοπίου[20]. Προβλήματα τέλος ανέκυψαν, ως προς τα ατομικά δικαιώματα, και κατά την περίοδο της πανδημίας, όχι λόγω των επιβληθέντων περιορισμών, καθεαυτούς, αλλά λόγω της καταχρηστικής αξιοποίησης ορισμένων από αυτούς[21]. Ωστόσο, όλες αυτές οι παρεκτροπές της εκτελεστικής εξουσίας ωχριούν μπροστά στην σημερινή πραγματικότητα, καθώς εκείνες ήταν εν πολλοίς αποσπασματικές και σε κάθε περίπτωση καθορισμένες από μία ιδιαίτερη  πολιτική ή κοινωνική συγκυρία. Αντίθετα, οι πρόσφατες αυταρχικές παρεμβάσεις της σημερινής κυβέρνησης είναι μία οργανωμένη, συντονισμένη και συστηματική προσπάθεια για εξουδετέρωση δημοκρατικών και δικαιοκρατικών προγεφυρωμάτων, η οποία, δυστυχώς,  μόνο με τις  αντίστοιχες προσπάθειες πρώην χωρών του ανατολικού μπλοκ μπορεί να συγκριθεί. Αυτό μόνο κάποιοι γιαλαντζί «φιλελεύθεροι» καμώνονται πως δεν το καταλαβαίνουν, παρότι ακόμη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχει πλέον έντονη ευαισθητοποίηση για τις θεσμικές παρεκτροπές της χώρας μας…

Με βάση λοιπόν όλη την προηγούμενη περιδιάβαση, πρέπει νομίζω να αναρωτηθούμε σοβαρά: Τι σήμαινε άραγε εκείνο το «Μένουμε  Ευρώπη» για το οποίο πολλοί –μεταξύ των οποίων και ο γράφων– κινητοποιηθήκαμε; Σήμαινε απλώς παραμονή της χώρας στην Ε.Ε., με ένα καθεστώς πτωχής και υποτακτικής συγγενούς, που αρκείται στις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις για την άσκηση πελατειακής πολιτικής; Και ακόμη περισσότερο: σήμαινε μετατροπή σε μία ανάπηρη δημοκρατία, με αναξιόπιστους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς και με κολοβωμένες εγγυήσεις του Κράτους Δικαίου και των Δικαιωμάτων; Για όσους αρκούνται σε μία τέτοια «ευρωπαϊκή» οπτική, υπερασπιζόμενοι με επιστημονικούς και πολιτικούς σολοικισμούς την σημερινή οπισθοδρόμηση της Δημοκρατίας μας (το «όπισθεν ολοταχώς» για να θυμηθούμε τον μακαριστό Χριστόδουλο), θέλω να επισημάνω τα εξής:

Η χώρα μας, παρά τα τεράστια οικονομικά προβλήματα και τις μείζονες πολιτικές κρίσεις που αντιμετώπισε κατά καιρούς  (με αποκορύφωμα τον διχασμό και τον εμφύλιο) κατείχε έως τώρα  σημαντική θέση στην χορεία και στην πορεία των δημοκρατικά προηγμένων χωρών. Στον δέκατο ένατο αιώνα όχι μόνον ευτύχησε να έχει προωθημένους συνταγματικούς θεσμούς (ιδίως τα Συντάγματα του Αγώνα και το Σύνταγμα του 1864)[22], αλλά και βίωσε, μαζί με ελάχιστες άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μία μακρόχρονη περίοδο δημοκρατικής και κοινοβουλευτικής ομαλότητας (1864-1915), η οποία ακόμη δεν έχει ξεπερασθεί από την μεταπολιτευτική περίοδο[23]. Αλλά και στον ταραγμένο εικοστό αιώνα η μοναδική πραγματική απόκλιση της χώρας μας από τα ευρωπαϊκά δεδομένα ήταν η περίοδος 1945-1974. Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, η χώρα μας αντιστοιχήθηκε ξανά πλήρως τόσο με την δική της δημοκρατική παράδοση όσο και με τα μεταπολεμικά ευρωπαϊκά δεδομένα. Από αυτήν λοιπόν την άποψη η στάση της χώρας μας υπήρξε μετά το 1974 από υποδειγματική μέχρι ικανοποιητική, παρά τους όποιους πολιτικούς και οικονομικούς κραδασμούς, κατατάσσοντάς μας ξανά, έως πρόσφατα, στην δημοκρατική ελίτ των ευρωπαϊκών χωρών. Ενόψει αυτών, είναι ιδιαίτερα θλιβερό για τον γράφοντα, που έκανε μεγάλη προσπάθεια για να θεμελιώσει επιστημονικά την προωθημένα δημοκρατική πορεία της χώρας μας τόσο στον 19ο αιώνα όσο και στην μεταπολιτευτική περίοδο,  να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την ολόπλευρη υποβάθμισή της τα τελευταία χρόνια. Μια υποβάθμιση που μας απομακρύνει ολοένα και περισσότερο από το ευρωπαϊκό μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο δεν νοείται συνταγματική Δημοκρατία αν δεν εμπεριέχει ταυτόχρονα την δημοκρατική, την φιλελεύθερη και την κοινωνική συνιστώσα της.

Προς όσους λοιπόν δεν αντιδρούν σήμερα, είτε από ιδιοτέλεια είτε από κομφορμισμό, πλην όμως κόπτονται παράλληλα, σε όλους τους τόνους, υπέρ του «ευρωπαϊσμού» και του «φιλελευθερισμού», θα αρκεσθώ απλώς να κλείσω με ένα ερώτημα και μία υπενθύμιση.

Τα ερώτημα σχετίζεται με τις πρόσφατες εκλογές στην Πολωνία, όπου ως γνωστόν καταγράφηκε μια σημαντική ήττα της ακροδεξιάς, η οποία είχε επιβάλει ένα ιδιόμορφο μισελεύθερο καθεστώς, σε εμφανή απόκλιση από το ευρωπαϊκό μοντέλο. Οι συνειρμοί είναι αναπόφευκτοι:

Μήπως τελικά η σταδιακή θεσμική διολίσθηση της χώρας μας στον αυταρχισμό σημαίνει ότι βαδίζουμε πλέον πλησίστιοι προς την υποκατάστασή μας στην θέση  της Πολωνίας; Μήπως δηλαδή βρεθούμε «ανεπαισθήτως», για να θυμηθούμε τον ποιητή, μέσω μιας ιδιότυπης και αργόσυρτης «ορμπανοποίησης», στην κατηγορία των μαύρων προβάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς την λειτουργία των δημοκρατικών και δικαιοκρατικών μας θεσμών;

Η υπενθύμιση αφορά κάτι που είπε ο Δάσκαλός μου Αριστόβουλος Μάνεσης σε δίσεκτους καιρούς, το οποίο διατηρεί όμως και σήμερα ακέραιη την  σημασία του:

«Υπάρχουν στιγμές που η σιωπή δεν είναι χρυσός… αλλά λίβανος και σμύρνα προς τους κρατούντες»…

 

[1] Βλ. σχετικά Γ. Σωτηρέλη, Η οικονομική κρίση ως ευκαιρία για την επαναθεμελίωση του κράτους,  Constitutionalism.gr 25.10.2011, και αναλυτικότερα Απ. Παπατόλια, Θεωρία και Πράξη του Επιτελικού Κράτους. Θεωρητικό θεμέλιο, νομοθετική κατοχύρωση, διοικητική πρακτική, Εκδ. Σάκκουλα 2021, Ευ. Βενιζέλου, Τι είναι και τι δεν είναι το «επιτελικό κράτος», Το Βήμα 19.3.2023.

[2] Βλ. ιδίως Γ. Σωτηρέλη/Θ. Ξηρού, Η εκ των υστέρων αλλοίωση της αντιπροσώπευσης στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2021.

[3] Βλ. Γ. Σωτηρέλη, To εκλογικό σύστημα στη δίνη αντισυνταγματικών και αντιδημοκρατικών μεθοδεύσεων, Constitutionalism.gr 22.1.2020, με τις εκεί παραπομπές σε παλαιότερα κείμενα και πρβλ. Χ. Ανθόπουλου, Το νέο εκλογικό σύστημα, Constitutionalism.gr 20.1.2020

[4] Βλ. Γ.Σωτηρέλη, Ζητήματα συνταγματικότητας του άρθρου 1 του νόμου 3434/2006 (42% και λευκά ψηφοδέλτια), Constitutionalism.gr 5.11.2010, Γ. Σταυρόπουλου,  Η Τοπική   Αυτοδιοίκηση χθες, σήμερα, αύριο, Constitutionalism.gr 10.12.2021, Δ. Ζακαλκά, Το εκλογικό σύστημα των ΟΤΑ, Constitutionalism.gr 7.1.2022.

[5] Βλ. Γ. Σωτηρέλη, Αναζητώντας τις άμυνες της δημοκρατίας απέναντι στους εχθρούς της, Constitutionalism.gr 22.1.2014 και αναλυτικότερα,  Η επόμενη μέρα στην καταπολέμηση του νεοναζισμού: Η αναγκαία θεσμική θωράκιση της Δημοκρατίας μέσω του Εκλογικού Δικαίου, Constitutionalism.gr 27.10.2020. Πρβλ. και Χ. Κουρουνδή, Από την υπέρβαση του μετεμφυλιακού τραύματος στη φασιστική απειλή. Παλιές και νέες ερμηνείες του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος, Από την υπέρβαση του μετεμφυλιακού τραύματος στη φασιστική απειλή. Παλιές και νέες ερμηνείες του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος,  Constitutionalism.gr  9.11.2023, όπου και όλες οι βασικές παραπομπές στην σχετική βιβλιογραφία.

[6] Βλ. αναλυτικά, Γ. Σωτηρέλη, Το κόμμα, το κράτος και τα δημόσια αξιώματα, Εφημερίδα των Συντακτών, 14.11.2015 και gsotirelis.gr, 14.11.2015.

[7] Βλ. αναλυτικά, Γ. Σωτηρέλη, Τα κόμματα και η εκλογή των αρχηγών τους, Εφημερίδα των Συντακτών, 28.11.2015.

[8] Βλ. ενδεικτικά  Ν. Αλιβιζάτου, Κηραλοιφές, ΕΥΠ και υποκλοπές: ένα αμαρτωλό τρίγωνο, Constitutionalism.gr 8.10.2023)

[9] Βλ. αναλυτικά Γ. Σωτηρέλη, Κράτος και Ραδιοτηλεόραση,  τριάντα πέντε χρόνια μετά: Η προκλητική χειραγώγηση της ενημέρωσης ως διαρκής παραβίαση του Συντάγματος, σε: Α. Κεσσόπουλος/ Κλ. Παπαπαντολέων/Μ. Τσαπόγας/ Δ. Χριστοπουλος (επιμ.), Για τον Νίκο Αλιβιζάτο, 19+1 Κείμενα, εκδ. Ποταμός, 2021, σ. 140 επ., με τις εκεί παραπομπές σε παλαιότερα κείμενα, και Κ. Στρατηλάτη, Η ανεκπλήρωτη συνταγματική επιταγή για αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, Constitutionalism.gr, 11.12.2020 .

[10] Πρβλ. Γ. Σωτηρέλη, Οι ανεξάρτητες αρχές είναι η μόνη αξιόπιστη εγγύηση για την συνταγματική προστασία της ιδιωτικής ζωής, Constitutionalism.gr 19.9.2022.

[11] Βλ. Γ. Σωτηρέλη, H παραίτηση του Πρωθυπουργού είναι μονόδρομος. Η πολιτική ευθύνη για τις αντισυνταγματικές υποκλοπές είναι αντικειμενική και μη μεταβιβάσιμη, Constitutionalism.gr 9.8.2023, Θεσμικές και Νομοθετικές προκλήσεις από την υπόθεση των υποκλοπών, Constitutionalism.gr 23.10.2022, Στις πόσες υποκλοπές καίγεται ο πρωθυπουργός; News 24/7, 10.11.2022.

[12] Βλ. ενδεικτικά, Ν. Αλιβιζάτου, ό.π. (υποσημ. 8), Χ. Ανθόπουλου, Οι Ανεξάρτητες Αρχές ως λάφυρο του νικητή των εκλογών, Constitutionalism 1.11.2023, του ίδιου,  Τρία πέμπτα «παρά κάτι». Η νέα μέθοδος επιλογής των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών, Constitutionalism.gr 3.10.2023, Α. Καϊδατζή, Το τέλος των ανεξάρτητων αρχών, Constitutionalism.gr 2.10.2023.

[13] Βλ. ενδεικτικά Δήλωση 20 Καθηγητών του Συνταγματικού Δικαίου για την Γνωμοδότηση 1/2023 του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Constitutionalism.gr 14.1.2023, Ξ. Κοντιάδη/Γ. Σωτηρέλη,  Τα πολλαπλά ατοπήματα της γνωμοδότησης του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σχετικά με τις αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ, Constitutionalism.gr 14.1.2023.

[14] Βλ. αναλυτικά Γ. Σωτηρέλη, Συνταγματική αποτίμηση και θεσμικές προεκτάσεις της ομόθυμης καταδίκης της γνωμοδότησης Ντογιάκου,  Constitutionalism.gr, 18.1.2023.

[15] Βλ. Γ. Σωτηρέλη, Θεοκρατικός Κατηχητισμός ή Δημοκρατική Πολυφωνία; Το «όπισθεν ολοταχώς» της πρόσφατης απόφασης της «Ολομέλειας» του ΣτΕ, Constitutionalism.gr 27.5.2018.

[16]  Βλ. Γ. Σωτηρέλη, Αστυνόμευση των Α.Ε.Ι. ερήμην του Συντάγματος; Τα ατομικά δικαιώματα στην προκρούστεια κλίνη ενός αυθαίρετου ερμηνευτικού «αναθεωρητισμού», Constitutionalism.gr 17.3.2022.

[17] Βλ. Κ. Γιαννακόπουλου, Το άρθρο 16 του Συντάγματος στη δίνη του νεοφεουδαρχικού συνταγματισμού, Constitutionalism.gr 31.10.2023, προδημοσίευση από τον Τιμητικό Τόμο για τον Προκόπη Παυλόπουλο).

[18] Βλ. Γ. Σωτηρέλη, Ζητείται αναθεωρητική τόλμη για Εκκλησία και Πανεπιστήμιο, Constitutionalism.gr 26.11.2018.

[19] Πρβλ. και Π. Παυλόπουλου, Η αναθεώρηση του Συντάγματος υπό το πρίσμα της κοινοβουλευτικής εμπειρίας, Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη, 2010, σ. 108 επ.

[20] Βλ. ενδεικτικά τα σχετικά άρθρα στα έργα μου: Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, Δεύτερη έκδοση, εκδ. Παπαζήση 2023, Επίμετρο, Από την παγκοσμιοποίηση στην κρίση,  σ. 513 επ. και  Τα κρίσιμα διλήμματα του ελληνικού προοδευτικού χώρου, Εκδ. Παπαζήση, 2023, σ. 58 επ.,  67 επ., 96 επ., 288 επ, 293 επ.

[21] Βλ. τα σχετικά άρθρα σε: Γ. Σωτηρέλη, Σύνταγμα και Δημοκρατία, ό.π., Επίμετρο, Από την κρίση στην πανδημία, σ. 631 επ.

[22] Βλ. Γ. Σωτηρέλη, Η παραγνωρισμένη Επανάσταση: Το 1862 ως προέκταση και ολοκλήρωση του 1821, Constitutionalism.gr 22.3.2021.

[23] Βλ. γενικά Γ. Σωτηρέλη, Σύνταγμα και Εκλογές στην Ελλάδα 1864-1909, Ιδεολογία και Πράξη της Καθολικής Ψηφοφορίας, Εκδ. Θεμέλιο, 1991/2003.

 

Η παρούσα μελέτη αποτελεί συμβολή του συγγραφέα στον Τιμητικό Τόμο για τον τ. Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκό και Επίτιμο Καθηγητή της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ Προκόπη Παυλόπουλο

Τα όρια του δημόσιου λόγου και της ελευθερίας της έκφρασης των δικαστικών λειτουργών. Ο δημόσιος λόγος των Δικαστικών Ενώσεων.

Παναγιώτης Μαντζούφας, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στην Νομική Σχολή του ΑΠΘ

Εισαγωγή

Ο Έλληνας δικαστής, ως δικαστής τριών εννόμων τάξεων (εθνικής, ενωσιακής και διεθνούς- κυρίως της ΕΣΔΑ), και εκπρόσωπος της αρχαϊκότερης έκφρασης της διάκρισης των εξουσιών, της δικαιοσύνης, καλείται να επιτελέσει ένα  απαιτητικό καθήκον ως εγγυητής του κράτους δικαίου[1]. Ως δημόσιος λειτουργός βρίσκεται στο κέντρο της συνολικής λειτουργίας της δικαιοσύνης και συνεπώς καλείται  να συναιρέσει και να αποφανθεί όχι μόνο για τα αντικρουόμενα ιδιωτικά συμφέρονται που τίθενται ενώπιον του, αλλά και να ανταποκριθεί στις προσδοκίες και τις αξιώσεις των πολιτών για δικαιοσύνη, όταν θεωρούν ότι το κράτος τους αδικεί ή παραβιάζει την νομιμότητα.

Τα τελευταία χρόνια πολλές σημαντικές επιλογές των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων πήραν το δρόμο της δικαιοσύνης, -δικαστικοποιήθηκαν, όπως λέγετε συνήθως-, καθώς η υλοποίηση των πολιτικών αποφάσεων εξαρτήθηκε από την δικαστική τους πορεία[2]. Η εξέλιξη αυτή  που έφερε τη δικαιοσύνη στο επίκεντρο της πολιτικής δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο καθώς τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπο δυτικό κόσμο ασκείται ένας εντατικότερος -σε σχέση με το παρελθόν- έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων τόσο σε συστήματα συγκεντρωτικού ελέγχου με συνταγματικό δικαστήριο όσο και σε συστήματα διάχυτου ελέγχου όπως το δικό μας. Συμβολή σε αυτή την εξέλιξη έχει τόσο η αυξανόμενη επιρροή του δικαίου της ΕΕ όσο και η συστηματική εφαρμογή της ΕΣΔΑ λόγω της ατομικής προσφυγής.

Ο δημόσιος λόγος για την δικαιοσύνη και τους δικαστές

Η εξέλιξη αυτή θέτει δύο ζητήματα: τοποθετεί στο επίκεντρο της συζήτησης την έννοια της δικαστικής ανεξαρτησίας[3]  όχι μόνο σε σχέση με την εκτελεστική εξουσία και την επιρροή των κομμάτων στην δικαστική λειτουργία αλλά σε σχέση με αυτό που ονομάζουμε κοινή γνώμη[4], όπως διαμεσολαβείται από τα ΜΜΕ[5]. Τις διαθέσεις της κοινής γνώμης και το λαϊκό αίσθημα[6] πρέπει να οσμίζεται ο δικαστής πριν δικαιοδοτήσει μας είχε πει ο πρώην Πρόεδρος του ΣτΕ κ. Σακελλαρίου, με αφορμή την υπόθεση για τις τηλεοπτικές άδειες. Στις ορισμένες περιπτώσεις φαίνεται να συντονίστηκε  με το λαϊκό αίσθημα, όπως το μεθερμήνευσε και το ενέταξε στο δικαιοδοτικό του έργο[7].

Παρόμοιες δηλώσεις αλλά και ορισμένες συνδικαλιστικές επιλογές[8], δίνουν αφορμή για έντονη δημόσια συζήτηση ως προς τα όρια του δικαστικού ελέγχου αλλά και την ατομική στάση ορισμένων λειτουργών της δικαιοσύνης. Αναμφίβολα, η δικαιοσύνη παράγει ισχυρά πολιτικά και κοινωνικά αποτελέσματα συχνά σε αντίθεση με τις επιλογές των  δημοκρατικά νομιμοποιημένων πολιτικών οργάνων και για αυτό επισύρει, όχι σπάνια, αυστηρή κριτική, από ειδικούς και μη, ενώ συγκεντρώνει και τα φώτα έντονης δημοσιότητας[9] σε καθημερινή,- κυρίως διαδικτυακή πλέον- βάση. Στην δίνη αυτής της δημοσιότητας βρίσκονται συχνά και οι ίδιοι οι δικαστικοί λειτουργοί ενώ κρίσιμη για την δημόσια εικόνα της δικαιοσύνης είναι  η οργανωμένη επικοινωνία των εκπροσώπων των δικαστηρίων με τους πολίτες και τα ΜΜΕ[10]. Επίσης, είναι χαρακτηριστικό, ότι αρκετές φορές εκπρόσωποι της δικαιοσύνης διαμαρτύρονται[11] για παρεμβάσεις στο έργο τους, συχνά παραιτούμενοι από υποθέσεις που τους έχουν ανατεθεί, ενώ και οι συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι των δικαστών εκδίδουν  ανακοινώσεις υπέρ συναδέλφων τους με επίκεντρο την δικαστική ανεξαρτησία όταν κρίνουν ότι απειλείται[12].

Σε επίπεδο εντυπώσεων, τουλάχιστον, τη δικαστική ανεξαρτησία θίγει και η ευκολία με την οποία κυβερνητικοί παράγοντες, αλλά και πολιτικά πρόσωπα,  σχολιάζουν, επικριτικά και δημόσια, αποφάσεις δικαστηρίων οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες τους ή συχνά ασκούνται  πειθαρχικές διώξεις κατά δικαστικών λειτουργών[13], συμπεριφορά  που αφήνει σκιές επηρεασμού της ανεξαρτησίας των δικαστών[14]. Ακραία περίπτωση, ενδεικτική ενός κλίματος μεταξύ πολιτικής εξουσίας και δικαιοσύνης, είναι  και η, υπό εξέλιξη, περίπτωση της δίκης εισαγγελικού λειτουργού[15] για παράβαση καθήκοντος[16].

Στο κλίμα  αυτό οι δικαστικές αποφάσεις κρίνονται, συνήθως από πολιτικά πρόσωπα, ως σεβαστές και ακριβοδίκαιες όταν ευνοούν συγκεκριμένες πολιτικές παρατάξεις ενώ όταν διαψεύδουν προσδοκίες συχνά  χαρακτηρίζονται, από τα ίδια πρόσωπα, ως φαύλες, διάτρητες και αντιλαϊκές[17]. Στην περίπτωση αυτή, ο σχολιασμός ξεπερνάει αρκετές φορές κάθε προσήκον μέτρο[18], αφού συνήθως δεν επιχειρείται με τις μεθόδους της νομικής επιστήμης, αλλά με αόριστα «πολιτικά» κριτήρια, αποβλέποντας, συχνά,  στην αθέμιτη επιρροή των αρμόδιων δικαστικών οργάνων. Οποιοσδήποτε παρακολουθεί τις δημόσιες συζητήσεις στην χώρα μας γύρω από την δικαιοσύνη, αντιλαμβάνεται ότι  η ποιότητα του δημοσίου λόγου[19] που εκφέρεται από πολιτικούς παράγοντες και δημοσιογράφους[20]  κατά ένα μέτρο μπορεί να επηρεάσει και το είδος και την ένταση της αντίδρασης των εκπροσώπων του δικαστικών λειτουργών.

Είναι πέραν κάθε αμφισβήτησης ότι οι δικαστικές αποφάσεις σε μια ευνομούμενη πολιτεία πρέπει να κρίνονται ως προς την επάρκεια και την τεκμηρίωση τους[21]καθώς αναγνωρίζουμε ότι καμμιά εξουσία σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα δεν είναι υπεράνω κριτικής. Με  την κριτική[22] που έχει τα γνωρίσματα της τεκμηριωμένης γνώμης αποδεχόμαστε το κύρος της απόφασης αμφισβητώντας ή επικροτώντας  αιτιολογημένα, την ορθότητά της[23], εντάσσοντας έτσι την απόφαση σε έναν ευρύτερο  διάλογο για τα δημόσια πράγματα. Η κριτική αυτή,  εφόσον ασκείται με όρους επιστημονικής επάρκειας και καλοπιστίας, συμβάλει στην δικαστική ανεξαρτησία, ενισχύει το κύρος των δικαστικών λειτουργών και λειτουργεί αναμφίβολα προς όφελος της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

Στην μελέτη  μου δεν θα αναφερθώ στην εσωτερική (έναντι των θεσμών δικαστικής αυτοδιοίκησης) ούτε στην εξωτερική(έναντι της πολιτικής εξουσίας και διαφόρων ιδιωτικών εξουσιών) ανεξαρτησία των δικαστών, ούτε στην κατά συνείδηση κρίση που εκφράζουν δικαιοδοτώντας. Θα ασχοληθώ με την ελευθερία της έκφρασης τους όταν την ασκούν παράπλευρα αλλά και σε κοντινή ή απώτερη συνάφεια με τα καθήκοντά τους και επιπλέον θα προσπαθήσω να εντοπίσω το είδος των παρεμβάσεων[24] που κάνουν τα όργανα που τους εκπροσωπούν. Τι είδους θέματα τους απασχολούν και  με ποιες αφορμές τοποθετούνται σε γενικότερα ζητήματα.

Το συνταγματικό πλαίσιο της ελευθερίας του λόγου των δικαστών και το «καθήκον διακριτικότητας» κατά το ΕΔΔΑ .

Ξεκινώ απ’ τα θεσμικά/συνταγματικά: οι δικαστικοί λειτουργοί ανήκουν στην ειδική κατηγορία των προσώπων που βρίσκονται εκ του Συντάγματος σε μια ειδική λειτουργική σχέση με το κράτος, σχέση που συνεπάγεται περιορισμούς τόσο στο δικαίωμα συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα και στην έκφραση πολιτικών απόψεων(29 παρ. 3 Σ), όσο και στο δικαίωμα απεργίας(23 παρ. 2 εδ. β΄ Σ)[25]. Ειδικά για τους δικαστικούς οι περιορισμοί αυτοί ορίζονται στο Σύνταγμα ως απόλυτοι. Η αυστηρότητα αυτή συνδέεται με  την διάκριση των εξουσιών που οριοθετεί την σχέση μεταξύ των κρατικών λειτουργιών και των φορέων τους. Όπως, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης επιβάλλει στα όργανα της νομοθετικής και εκτελεστικής λειτουργίας να απέχουν από ενέργειες, ή μορφές λόγου που θα εκληφθούν ως παρεμβάσεις στο δικαιοδοτικό έργο των δικαστών, αντίστοιχα και οι δικαστικοί λειτουργοί, δεσμευόμενοι από την αρχή της αμεροληψίας, οφείλουν να σέβονται την θεσμική ισορροπία του πολιτεύματος, και δια του δημόσιου λόγου τους να μην αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών ως προς την ουδετερότητα τους έναντι των άλλων εξουσιών[26]. Αυτή είναι η βασική αρχή που πρέπει να διέπει τόσο τον δημόσιο λόγο των δύο άλλων φορέων της εξουσίας για την δικαιοσύνη και τους δικαστές, όσο και το δημόσιο λόγο των  ίδιων των δικαστών.

Περαιτέρω, η άσκηση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων δεν εμπίπτει στην ελευθερία του λόγου που έχουν οι δικαστές ως πολίτες, διότι αποτελεί συμμετοχή σε άσκηση κρατικής αρμοδιότητας, καλύπτεται από τις εγγυήσεις της δικαστικής ανεξαρτησίας και δεν συνιστά δικαίωμα που υπόκεινται στην διακριτική ευχέρεια του φορέα του ως προς την άσκησή του[27]. Ότι είχε να πει ο δικαστής το λέει με την δικαιοδοτική του κρίση[28] και το αποτυπώνει στην απόφασή του η οποία και κρίνεται σε τυχόν επόμενους δικαιοδοτικούς βαθμούς[29] και από την δημόσια κριτική(επιστημονική ή άλλη). Το ήθος του δικαστή[30] αποκτά κατεξοχήν έκφραση μέσω των επιχειρημάτων και της αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων[31]. Η εμπεριστατωμένη αιτιολογία αποτελεί το βασικό κριτήριο του κύρους της δικαστικής κρίσης(άρθρο 93 παρ. 3 Σ), η οποία ως έκφραση της εξουσίας της  δικαιοδοτικής λειτουργίας υπόκειται σε κριτική.

Για αυτό άλλωστε το λόγο, ο δικαστής δεν επιτρέπεται να εκφράζεται δημόσια, απαντώντας σε τυχόν κριτικές, για υπόθεση την οποία χειρίστηκε ή/και χειρίζεται, διότι αυτό δεν συνάδει με την θεσμική του θέση[32]. Έτσι για παράδειγμα, η εκφορά του δημοσίου λόγου από δικαστικούς λειτουργούς σε σχέση με ζητήματα ερμηνείας και εφαρμογής του δικαίου πρέπει να είναι αποσυνδεδεμένη από υποθέσεις που χειρίζονται, ακόμα και όταν προκαλούνται δημόσια να τοποθετηθούν, απάντηση που συνίσταται να δώσουν, εφόσον κριθεί αναγκαίο, τα θεσμικά όργανα της δικαιοσύνης[33] και ενδεχομένως οι συνδικαλιστικοί τους εκπρόσωποι[34].

Οι περιορισμοί στην ελευθερία της έκφρασης (14 παρ. 1 Σ) που η νομολογία του ΕΔΔΑ δικαιολογεί για τους δικαστές, συνδέονται με ένα  καθήκον διακριτικότητας ως προς τις συνθήκες, το ύφος και τους τρόπους εκφοράς του λόγου[35]. Το συγκεκριμένο καθήκον αφορά  στη διατύπωση αιτιολογημένης και κατά το δυνατόν αντικειμενικής κρίσης με τον προσήκοντα τρόπο. Στο πλαίσιο αυτό, ο δικαστής οφείλει να επιδεικνύει αυτοπεριοριστική διάθεση και ως προς τον σχολιασμό εν εξελίξη   δικών στις οποίες δεν μετέχει. Ομοίως, αυτοσυγκράτηση πρέπει να διέπει και την άσκηση της δημόσιας επιστημονικής κριτικής για δικαστικές αποφάσεις στον νομικό τύπο. Τα χαρακτηριστικά αυτά περιγράφονται συχνά σε κώδικες δεοντολογίας[36], όπως στον πρόσφατο Χάρτη Δεοντολογίας των Δικαστών του ΣτΕ[37] και τον αντίστοιχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Προφανώς, η άσκηση του δικαιώματος της έκφρασης από έναν δικαστικό λειτουργό δεν μπορεί να εξαρτάται από προηγούμενη άδεια της προϊσταμένης του αρχής, ούτε να συνεπάγεται πειθαρχικό παράπτωμα[38], εκτός αν υφίστανται παραβίαση κανόνων της γενικής νομοθεσίας(π.χ προσβολές της τιμής)  ή  δημόσια αντιδικία του δικαστή με την δημόσια αρχή στην οποία ανήκει, αλλά και γενικότερα όταν η συμπεριφορά του συνιστά  προσβολή του κύρους της δικαιοσύνης[39].

Οι δικαστές συνιστούν μια διακριτή κατηγορία δημοσίων λειτουργών εξ αιτίας της ιδιαίτερης αποστολής και του ρόλου τους, δεδομένο που επηρεάζει τη συμμετοχή, την παρουσία και την εκφορά του λόγου τους στη δημόσια σφαίρα[40].  Θεωρητικά, οι παρεμβάσεις των δικαστών οφείλουν καταρχήν να υπαγορεύονται από την ανάγκη προστασίας της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας τους[41] αλλά και από την βούληση να κρατήσουν στάση ουδετερότητας έναντι πολιτικών-κοινωνικών πεποιθήσεων και ιδεολογιών[42]. Στην συμπεριφορά αυτή, πέραν του δικαιοδοτικού έργου,  αποτυπώνεται το ήθος του δικαστή που συνδέεται άρρηκτα με το κύρος της δικαιοσύνης.

Ο δικαστής εκφέροντας δημόσιο λόγο είτε ατομικά ως πολίτης, είτε μέσω των συλλογικών του οργάνων, οφείλει να λαμβάνει υπόψιν και, κατά το μέτρο της επιρροής του, να καλλιεργεί και να ενισχύει την εμπιστοσύνη[43] των πολιτών προς το θεσμό της δικαιοσύνης και τους λειτουργούς του, ουσιαστικά αναγνωρίζοντας την υποχρέωση του προς λογοδοσία[44]. Γενικά, τόσο στον Οικουμενικό Χάρτη του Δικαστή, όσο και στην Γνώμη 3(2002) του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου των Ευρωπαίων Δικαστών έχουν αποτυπωθεί αρχές, προτροπές και καλές πρακτικές που αφορούν στην συμπεριφορά και στα όρια της ελευθερίας της έκφρασης του δικαστικού λειτουργού[45].

Όπως προκύπτει από την ανάλυση της νομολογίας του ΕΔΔΑ[46], οι δικαστικοί λειτουργοί οφείλουν να επιδείξουν διακριτική  συμπεριφορά και αυτοσυγκράτηση η οποία, όπως σημειώνεται, τους αποτρέπει από το να απαντούν στη δημόσια κριτική που τους ασκείται[47] ακόμα και όταν αυτή διατυπώνεται μέσω του τύπου[48]. Την άποψη αυτή υιοθετεί και η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, (ΑΠΔΠΧ 41/2017), στην οποία αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι, «…τα πρόσωπα(ενν. οι δικαστές) αυτά έχουν υποχρέωση αυτοσυγκράτησης στον δημόσιο λόγο τους, ακόμη και όταν δέχονται δριμείες κριτικές και επιθέσεις, κάτι το οποίο δεν ισχύει για τα άλλα δημόσια πρόσωπα, και ιδίως για τα πολιτικά πρόσωπα, τα οποία μπορούν ευχερώς να απαντήσουν στις κριτικές και επιθέσεις αυτές.»[49].

Ωστόσο, το «καθήκον διακριτικότητας» στο οποίο αναφέρεται η νομολογία του ΕΔΔΑ δεν συνιστά περιορισμό στην ελευθερία έκφρασης τους, διότι οι δικαστές είναι και πολίτες με διακεκριμένη θεσμική θέση και επομένως είναι όχι μόνο θεμιτές αλλά επιθυμητές και αναμενόμενες οι δημόσιες παρεμβάσεις τους στο μέτρο που λαμβάνουν ως βασικό γνώμονα του λόγου τους την εξυπηρέτηση της δικαιοσύνης και την συνδεόμενη με αυτή εμπιστοσύνης των πολιτών στην αμεροληψία της[50]. Στο μέτρο αυτό είναι αναμενόμενο να διατυπώνονται κρίσεις από δικαστικούς λειτουργούς επί νομοσχεδίων ή προτάσεων νόμων για τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας της δικαιοσύνης. Κατά τούτο, η άσκηση κριτικής από δικαστή  σε νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης που έχουν επιπτώσεις στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης είναι, σύμφωνα με το Δικαστήριο του Στρασβούργου θεμιτή, δεδομένου ότι αφορά σε ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος[51].

Στο πνεύμα αυτό και προκειμένου να παράσχουν ισχυρότερη προστασία σε ανώτατους δικαστές[52] ως προς την ελευθερία του λόγου, ορισμένες έννομες τάξεις παρέχουν αντίστοιχη προστασία με την βουλευτική ασυλία.

Απ’ την άλλη πλευρά, το ζήτημα περιπλέκεται και θέτει σε δοκιμασία την ελευθερία έκφρασης του δικαστή, όταν η κριτική με αφορμή το δικαιοδοτικό έργο των δικαστών, προσωποποιείται και επεκτείνεται σε πτυχές της προσωπικής ζωής τους, αποδίδοντάς τους άλλα κίνητρα πέραν της περί δικαίου συνειδήσεώς τους. Η  νομολογία του ΕΔΔΑ, ως προς την κριτική εις βάρος δικαστικών λειτουργών, προβαίνει σε συγκεκριμένες σταθμίσεις αποφεύγοντας να υιοθετήσει ενιαία και τυποποιημένα γενικά κριτήρια[53]. Από τις  σχετικές με το θέμα αποφάσεις ελληνικού ενδιαφέροντος του ΕΔΔΑ[54] προκύπτει ότι ο δικαστής είναι υποχρεωμένος να ανέχεται ακόμα και υπερβολικούς χαρακτηρισμούς[55], που συχνά βρίσκονται στο όριο της προσβολής της τιμής και της υπόληψής του, διότι του αναγνωρίζεται η ιδιότητα του δημοσίου προσώπου η οποία συνεπάγεται ευρύτερα όρια ανοχής σε αξιολογικές κρίσεις που δεν φτάνουν βέβαια αυτά των κατεξοχήν δημοσίων προσώπων που είναι οι εν’ ενεργεία πολιτικοί[56].

Στις περιπτώσεις αυτές, η αντίδραση του δικαστή με όποια μορφή και αν εκδηλωθεί – π.χ προσφυγή στην δικαιοσύνη σε περίπτωση προσβολής της τιμής του[57], ή/και δημόσια απάντηση, όταν αφήνονται αόριστα διατυπωμένες αιχμές- θα τον περιπλέξει σε μια δημόσια αντιδικία, αναπόφευκτα διαβρωτική της εμπιστοσύνης των πολιτών προς το θεσμό.

Ο ρόλος των Δικαστικών Ενώσεων και οι παρεμβάσεις τους στη δημόσια συζήτηση.

Ο ρόλος των δικαστικών ενώσεων στην λειτουργία της δικαιοσύνης[58] είναι σημαντικός και συνταγματικά κατοχυρωμένος[59] διότι συνδέεται με την ενίσχυση των θεσμικών εγγυήσεων της δικαιοσύνης και ιδιαίτερα με την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της. Σήμερα, δεν αμφισβητείται ο συνδικαλιστικός, μαζί με τον επιστημονικό χαρακτήρα των δικαστικών Ενώσεων, όπως προκύπτει από τις ανακοινώσεις, τις παρεμβάσεις και τα δελτία τύπου που εκδίδουν. Στα πρώτα χρόνια δημιουργίας των Ενώσεων Δικαστών η συμμετοχή σε αυτές εγκυμονούσε κινδύνους που συχνά συνεπαγόταν διώξεις και απολύσεις από το Σώμα[60]. Στην σύγχρονη εποχή στην χώρα μας, δεν παρατηρούνται οι κίνδυνοι του παρελθόντος[61], ενώ ο ρόλος των Ενώσεων είναι αναβαθμισμένος, καθώς, όπως είδαμε παραπάνω, έχει ενισχυθεί η σημασία της Δικαιοσύνης για την υλοποίηση σημαντικών πολιτικών αποφάσεων. Ο ρόλος των Ενώσεων των δικαστών[62] των  διαφόρων κλάδων της δικαιοσύνης είναι να διαβουλεύονται με τον Υπουργό δικαιοσύνης και τα πολιτικά κόμματα γύρω από θέματα οργάνωσης και λειτουργίας της δικαιοσύνης. Επιπλέον, οφείλουν να ενημερώνουν την κοινή γνώμη για τα βασικά προβλήματα του δικαστικού συστήματος, να επικοινωνούν με τις άλλες Ενώσεις των συλλειτουργών της δικαιοσύνης, όπως οι Δικηγορικοί Σύλλογοι και να υποβάλλουν προτάσεις για τον εκσυγχρονισμό της δικαιοσύνης, βασική παράμετρος της οποίας είναι και η βελτίωση της νομικής εκπαίδευσης σε πανεπιστήμια και σχολή δικαστών.

Αν ανατρέξουμε στις ανακοινώσεις της μεγαλύτερης και μακροβιότερης Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών, της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων(εφεξής ΕΝΔΕ) που ιδρύθηκε το 1958 θα σχηματίσουμε μια σχετικά ολοκληρωμένη  εικόνα για τα ζητήματα που απασχόλησαν τους δικαστές, τα τελευταία δώδεκα χρόνια. Η έρευνα αφορά στην περίοδο από το 2010 και εντεύθεν, χρονιά από την οποία η ΕΝΔΕ διατηρεί δική της ιστοσελίδα και έχει καταχωρημένες με χρονολογική σειρά ανακοινώσεις για ένα ευρύ φάσμα θεμάτων[63].

Συνοπτικά, από τις περίπου 800 και πλέον ανακοινώσεις της ΕΝΔΕ μέχρι σήμερα[64], η συντριπτική πλειονότητα (περίπου 700) αφορά σε συνδικαλιστικά αιτήματα και παρεμβάσεις των δικαστών που αφορούν στην διοίκηση της δικαιοσύνης, το ασφαλιστικό σύστημα και μισθολογικά θέματα. Τα μισθολογικά θέματα κατέχουν μια απολύτως πλειοψηφική θέση στις ανακοινώσεις της ΕΝΔΕ, δεδομένου ότι η περίοδος που εξετάζουμε συνέπεσε με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και την εφαρμογή των νομοθετικών εξειδικεύσεων των μνημονίων που συνεπάγονταν μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις στο σύνολο του δημοσίου τομέα. Η ΕΝΔΕ με τις ανακοινώσεις της υποστήριζε ότι οι δικαστές  πρέπει να εξαιρεθούν απ’ τις περικοπές διότι σύμφωνα με την γνωστή επιχειρηματολογία που αποτυπώνεται και στις αποφάσεις του ειδικού δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 Σ(γνωστού ως μισθοδικείου) υπάγονται σε ειδικό καθεστώς και πρέπει να λαμβάνουν αποδοχές ανάλογες με το λειτούργημά τους[65].

Μια δεύτερη κατηγορία ανακοινώσεων αφορά σε διατύπωση θέσεων επί νομοσχεδίων και ψηφισμένων νόμων κυρίως σε θέματα δικαιοσύνης[66] υπό ευρεία έννοια, προερχόμενα κυρίως από το Υπουργείο Δικαιοσύνης.  Η ΕΝΔΕ δεν δίστασε, ωστόσο, και να τοποθετεί σε ζητήματα που επηρεάζουν έμμεσα την δικαιοσύνη, όπως το άνοιγμα των «κλειστών» επαγγελμάτων[67], όπου με νόμο  καταργήθηκε ένα ευρύ φάσμα  περιορισμών κυρίως στην άσκηση της δικηγορίας, αλλά και στους συμβολαιογράφους[68].

Μια τρίτη κατηγορία ανακοινώσεων αφορά σε δηλώσεις  συμπαράστασης σε δικαστικούς λειτουργούς που έχουν δεχθεί επίθεση, όπως για παράδειγμα  η βομβιστική επίθεση κατά Προέδρου Εφετών Αθηνών[69] το 2012 , όπως και ανακοινώσεις που υπερασπίζονται χειρισμούς δικαστικών λειτουργών σε πολύκροτές δίκες, όπως αυτή των μελών της Χρυσής Αυγής[70]. Γενικότερα η ΕΝΔΕ τοποθετείτε με ανακοινώσεις σε περιπτώσεις που διατυπώνονται κυρίως εκ μέρους των ΜΜΕ αλλά και άλλων παραγόντων μιας δίκης, επικρίσεις κατά δικαστικών λειτουργών για τον χειρισμό υποθέσεων[71].

Δεν απουσιάζουν και ανακοινώσεις που σχολιάζουν δηλώσεις μελών της εκτελεστικής[72] και νομοθετικής λειτουργίας[73], ή ακόμα και του Προέδρου της Δημοκρατίας[74].

Μια ευρύτερη κατηγορία παρεμβάσεων-ανακοινώσεων είναι εκείνες που δεν αφορούν ζητήματα οργάνωσης και λειτουργίας της δικαιοσύνης, ούτε συνδέονται με την υπεράσπιση δικαστικών λειτουργών που βάλλονται από τα ΜΜΕ ή συνηγόρους υποδίκων, αλλά αφορούν π.χ σε προσωπικές αντεγκλήσεις ενός ανώτατου δικαστικού λειτουργού με καθηγητή πανεπιστημίου. Η υπόθεση αφορά στην αντιπαράθεση μεταξύ της κ.Θάνου τότε Προέδρου του Αρείου Πάγου και πρώην Προέδρου της ΕΝΔΕ(2012-2015) με τον καθηγητή της Νομικής ΕΚΠΑ  Σ.Τσακυράκη ο οποίος σχολίασε με οξύ τρόπο μια επιστολή που έστειλε  η Πρόεδρος του ΑΠ  προς τους Προέδρους των Ανώτατων Δικαστηρίων των κρατών –μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ζητώντας τους να παρέμβουν προκειμένου οι κυβερνήσεις τους  να αντιμετωπίσουν με κατανόηση και επιείκεια τα δημοσιονομικά προβλήματα της Ελλάδας. Η Πρόεδρος αντέδρασε ασκώντας μήνυση και αγωγή κατά του καθηγητή για συκοφαντική δυσφήμιση, γεγονός που οδήγησε στην δημόσια υπερασπιστική επιστολή 14 καθηγητών συνταγματικού δικαίου[75] υπέρ του καθηγητή Τσακυράκη. Στην υπόθεση πήρε θέση η ΕΝΔΑ με ανακοίνωσή της[76] και υπερασπίστηκε την ελευθερία έκφραση της Προέδρου του ΑΠ, θεωρώντας ότι ο Σ.Τσακυράκης στην κριτική του υπερέβη τα όρια της ανεκτής έκφρασης γνώμης επισημαίνοντας χαρακτηριστικά : «Περαιτέρω, η άσκηση κριτικής  και μάλιστα και η δριμεία κριτική εμπίπτει, επίσης, στον πυρήνα του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, δεδομένου ότι τόσο το Σύνταγμα της χώρας μας όσο και τα Διεθνή και Ευρωπαϊκά Κείμενα προστατεύουν όλες τις απόψεις, τόσο αυτές που γίνονται ευνοϊκά δεκτές όσο και  αυτές που «ενοχλούν», διότι μ’ αυτό τον τρόπο πληρούνται οι απαιτήσεις της πλουραλιστικής ανεκτικότητας και του ανοικτού πνεύματος, χωρίς τις οποίες δεν νοείται Δημοκρατία.    Στην άσκηση κριτικής, όμως, τίθενται όρια, που το ίδιο το Σύνταγμα και οι νόμοι προβλέπουν, καθώς και τα Διεθνή Κείμενα και μεταξύ των ορίων αυτών είναι η προστασία της προσωπικότητας, της τιμής και της υπόληψης του ατόμου. Επί της ανωτέρω επιστολής της Προέδρου του Αρείου Πάγου, ακολούθησε, με σχετική ανάρτηση στο προσωπικό του ιστολόγιο, δημοσίευμα του καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου κ. Τσακυράκη, στο οποίο, μεταξύ άλλων: α) γίνεται υπόδειξη σε θεσμικό όργανο (Πρόεδρο Αρείου Πάγου), που μάλιστα, λόγω της διαδικασίας επιλογής του, αντλεί τη νομιμοποίησή του από τον ίδιο το Ελληνικό Λαό να «Παραιτηθεί», β) διαλαμβάνεται η παρότρυνση στους ακέραιους Δικαστές (δηλαδή ο εν λόγω συνταγματολόγος εννοεί ότι η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου δεν είναι  ακέραιη Δικαστής; ) να αντιδράσουν και γ) χρησιμοποιούνται για το πρόσωπο της Προέδρου του Αρείου Πάγου οι χαρακτηρισμοί «… είναι τόσο αφελής», «πολιτικάντης», οι αναφορές ότι «οι δικαστές των άλλων χωρών θα τραβούν τα μαλλιά τους», ότι «η επιστολή της κ. Θάνου καταβαραθρώνει τη Δικαιοσύνη και τους θεσμούς, εκθέτει τη χώρα και μας ευτελίζει πολιτισμικά» και ότι «μετά από αυτή την επιστολή δεν μπορεί να ανέβει (η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου δηλαδή) στην έδρα». Τα Ελληνικά Δικαστήρια, πλέον, θα κρίνουν, κυριαρχικά, κατά πόσο οι ανωτέρω εκφράσεις υπερβαίνουν ή όχι τα ακραία όρια της κριτικής. Οφείλουμε, ωστόσο, σε συνέχεια της επιστολής της Προέδρου του Αρείου Πάγου, να διαβεβαιώσουμε τους πολίτες ότι οι Έλληνες Δικαστές δώσαμε όρκο να είμαστε θεματοφύλακες των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και συνεπώς θα εξακολουθήσουμε να προασπιζόμαστε τα δικαιώματα αυτά και η Δικαιοσύνη να αποτελεί το ανάχωμα της αδικίας  και πραγματικό καταφύγιο όλων των πολιτών, σε πείσμα αυτών που μας θέλουν «φιμωμένους».»

Δημιουργεί απορίες αν ήταν σκόπιμη η παρέμβαση της Ένωσης για ένα ζήτημα που αφενός βρίσκεται στο επίκεντρο της δημόσιας αντιπαράθεσης και έχει προκαλέσει οξύτατες πολιτικές συγκρούσεις ως το κατεξοχήν πολιτικό πρόβλημα της χώρας και αφετέρου δεν συνεκτιμήθηκε από την ΕΝΔΕ ότι  η Πρόεδρο του ΑΠ επέλεξε να αντιμετωπίσει το ζήτημα με  προσφυγή στην δικαιοσύνη[77] κατά του προσώπου που της άσκησε κριτική. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν είναι σκόπιμο οι δικαστικές ενώσεις  να θεωρούν καθήκον τους να εκφράζονται μέσω ανακοινώσεων για κάθε ζήτημα που απασχολεί την επικαιρότητα, ακόμα και αν αυτό δεν αφορά την οργάνωση και λειτουργία της δικαιοσύνης[78];

Στην ίδια κατηγορία ανακοινώσεων μπορεί να ενταχθεί και η σχετική ανακοίνωση που ερμηνεύει τα μέτρα περιορισμού των συναθροίσεων προκειμένου να αποτραπεί η διάδοση του κορονοϊού. Στην ανακοίνωση αυτή σημειώνεται χαρακτηριστικά : «Με την υπ’ αριθμό 1029/8/18 (ΦΕΚ 5046 Β’/ 14-11-2020) απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας αποφασίστηκε η απαγόρευση όλων των δημόσιων υπαίθριων συγκεντρώσεων στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από 15 Νοεμβρίου και ώρα 06.00’ μέχρι 18 Νοεμβρίου 2020 και ώρα 21.00’, στις οποίες συμμετέχουν 4 ή και περισσότερα άτομα με την απειλή επιβολής κυρώσεων.

Το άρθρο 11 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζει ότι «υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής γενικά αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια…». Η γενική απαγόρευση δεν παύει και αυτή να αφορά συγκεκριμένη συνάθροιση η οποία έχει εξαγγελθεί για ορισμένο τόπο και χρόνο με το ένα ή άλλο περιεχόμενο. Δεν μπορεί να επεκταθεί σε απαγόρευση και κάθε άλλης συνάθροισης σε ολόκληρη γεωγραφική περιοχή (πχ σε Νομό ή πολύ περισσότερο σε όλη την Επικράτεια) διότι τούτο θα ισοδυναμούσε με αναστολή της ισχύος του άρθρου 11 του Συντάγματος κάτι που μόνο στις έκτακτες συνθήκες του άρθρου 48 του Συντάγματος (κατάσταση πολιορκίας) μπορεί να συμβεί (Σβώλου/Βλάχου, Το Σύνταγμα της Ελλάδος , Β’ , 1955, 228 και σε Κ. Χρυσόγονο, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, έκδ. 2006, 489). Η δε ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 5 του Συντάγματος, την οποία επικαλείται η απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, αφορά στη λήψη ατομικών διοικητικών μέτρων περιορισμού της ελεύθερης κίνησης (πχ θέση σε καθεστώς καραντίνας συγκεκριμένου πολίτη) και δεν βρίσκει έδαφος εφαρμογής στις μαζικές υπαίθριες συναθροίσεις για τις οποίες προβλέπει αποκλειστικά και μόνο το άρθρο 11.  Επιπρόσθετα θα πρέπει να τονιστεί, ότι για τις συναθροίσεις κατά την επέτειο του Πολυτεχνείου όπως και της Πρωτομαγιάς,  σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 του ΠΔ 73/2020 που εκδόθηκε για τη ρύθμιση ειδικότερων θεμάτων του ν. 4703/2020,  δεν οφείλεται γνωστοποίηση στις Αρχές.

Η Πολιτεία οφείλει να προστατεύσει τη δημόσια υγεία μέσα στις συνθήκες της πανδημίας, χωρίς να υπερβαίνει τα όρια του Κράτους Δικαίου.  Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων θεωρεί ότι η σχολιαζόμενη απόφαση για γενική απαγόρευση των συναθροίσεων σε όλη την Επικράτεια βρίσκεται εκτός  Συνταγματικού πλαισίου και θα πρέπει άμεσα να ανακληθεί.»[79]

Στην περίπτωση αυτή η ΕΝΔΕ επέλεξε να προβεί σε συγκεκριμένη ερμηνεία του Συντάγματος, διατυπώνοντας επιφυλάξεις για την συνταγματικότητα του μέτρου, ενώ, όπως αναμενόταν οι θιγόμενοι θα προσέφευγαν στην δικαιοσύνη -όπως και έγινε[80]–  ζητώντας την μη εφαρμογή της απαγόρευσης πρωτίστως ως αντισυνταγματικής.

Στο ίδιο πνεύμα εντάσσεται και το Δελτίο τύπου για τον Δ.Κουφοντίνα, κατάδικο για τα εγκλήματα της «17 Νοέμβρη». Εκεί σημειώνεται : «Η Δικαιοσύνη είναι έννοια σύμφυτη με την επιείκεια και τον ουμανισμό. Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων απευθύνει έκκληση στην Πολιτεία να αναθεωρήσει τη στάση της στο ζήτημα της μεταχείρισης του κρατουμένου Δ. Κουφοντίνα, του οποίου η ζωή κινδυνεύει άμεσα μετά από πολυήμερη απεργία πείνας και δίψας και να λάβει όλα τα νόμιμα μέτρα για την προστασία της ζωής και της υγείας του. Τα εγκλήματα που διέπραξε καταδικάστηκαν τόσο από τα Ελληνικά Δικαστήρια όσο και από την συλλογική συνείδηση. Η Δημοκρατία έχει σταθερά θεμέλια και ισχυρούς θεσμούς που της επιτρέπουν να συνδυάζει την απαίτηση συμμόρφωσης στους νόμους με την τήρηση των αρχών του ανθρωπισμού.»[81]

Εδώ η Ένωση επιδιώκει να νουθετήσει, ως μη όφειλε, τα όργανα της διοίκησης των φυλακών για ένα ζήτημα που άπτετε της εφαρμογής του σωφρονιστικού κώδικα και συνδέετε με σταθμίσεις που αφορούν την εσωτερική λειτουργία των καταστημάτων κράτησης.

Με βάση τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό ότι ο δημόσιος λόγος των Ενώσεων, λόγω και της ιδιαίτερης θέσης της δικαστικής λειτουργίας στο πολίτευμά μας, πρέπει να έχει ως πρώτιστο σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και δευτερευόντως μια συντεχνιακή αντίληψη για την άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος. Η πλειοδοσία και η συνεχής υπόμνηση μισθολογικών ζητημάτων κατά προτεραιότητα[82] ωθεί την σταδιακή μετατροπή των Ενώσεων σε επαγγελματικά σωματεία[83] και στην επικράτηση συνδικαλιστικών νοοτροπιών[84]. Επιπλέον, τα συνεχή αιτήματα για την δημιουργία νέων δικαστικών θέσεων[85] και την ίδρυση νέων δικαστηρίων[86] -χωρίς τεκμηρίωση σε πραγματικές υπηρεσιακές ανάγκες-, οι διεκδικήσεις για την κατά αρχαιότητα ανεμπόδιστη προαγωγική εξέλιξη των δικαστών μέσω χαλαρών διαδικασιών επιθεώρησης και αξιολόγησης[87] και ο περιορισμός της πειθαρχικής ευθύνης και λογοδοσίας όπως και η αντίδραση στην μείωση των δικαστικών διακοπών από 1-15.9.2021 εν μέσω πανδημίας[88], συνιστούν μορφές αυτοαναφορικού και μονοθεματικού συνδικαλιστικού λόγου[89] και όχι καινοτόμες και διορατικές προτάσεις για τα προβλήματα της δικαιοσύνης[90].

 

Το κείμενο αποτελεί προδημοσίευση από τον τιμητικό τόμο για τον π. Πρόεδρο της Δημοκρατίας και ομότιμο Καθηγητή στην Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, Π. Παυλόπουλο.

 

[1] Βλ. Ε.Βενιζέλου, Ο δικαστής και το Σύνταγμα, Διάλεξη που απευθύνθηκε στις 28 Ιουλίου 2022 προς τους σπουδαστές όλων των   κλάδων   της Εθνικής Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, επί τη λήξει του διδακτικού έτους, στον ιστότοπο του (Ευάγγελος Βενιζέλος), Κ.Σακελλαροπούλου, Το Σύνταγμα, η Δικαιοσύνη, ο Δικαστής στον τόμο «Η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα», Προτάσεις για ένα σύγχρονο δικαστικό σύστημα, διαΝΕΟσις, 2019, σ. 65 επ.

[2] Βλ. εντελώς ενδεικτικά, δεκαετία 1980-1990-νόμος πλαίσιο για τα πανεπιστήμια, προβληματικές επιχειρήσεις, δεκαετία 1990-2000- ιδιωτικοποιήσεις, δεκαετία 2000-2010 -προσλήψεις στο δημόσιο, Ολυμπιακά έργα,  πρόσφατα τις διαφορές γύρω από τα μνημόνια(2012-2020) και τα μέτρα της πανδημίας(2021-2022).

[3] Για την δικαστική ανεξαρτησία ενδεικτικά βλ. την μονογραφία του Δ.Ράϊκου, Δικαστική ανεξαρτησία και μεροληψία, Πειθαρχικός έλεγχος των δικαστικών λειτουργών για «σφάλματα» της δικανικής κρίσης, Σάκκουλας, 2008 και Ι.Συμεωνίδη, Ανεξαρτησία του δικαστή και αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης, ΔιΔικ, 6/2019, σ. 950 επ.

[4] Βλ. Ε.Κρουσταλάκη, Η Δικαστική εξουσία, η ανεξαρτησία της και η κοινή γνώμη, ΤοΣ 1986, σ. 1 επ.

[5] Για τον τρόπο που λειτουργεί η δημοσιότητα σε σχέση με την απονομή της δικαιοσύνης, βλ. Λ.Μήτρου, Η δημοσιότητα της κύρωσης ή η κύρωση της δημοσιότητας, Σάκκουλας, 2012.

[6] Βλ. τις επικριτικές σκέψεις του Κ.Σταμάτη, («Κοινό περί δικαίου αίσθημα»; Ανακατασκευή και εποικοδομητική αντιπρόταση, στον τόμο, «Δικαιοσύνη και Κοινωνία», (Επιστημονικό συνέδριο Θεσσαλονίκη 29-30/11/2019), Σάκκουλας, 2020, σ. 27  επ.) για τις περιπτώσεις που γίνεται επίκληση του εικαζόμενου λαϊκού αισθήματος για την θεμελίωση της κρίσης μιας  δικαστικής απόφασης προκειμένου να γίνεται αρεστή είτε στους κυβερνώντες, είτε στους πολίτες.

[7] Βλ.  την συμμετοχή του και τις γνώμες που διατύπωσε ο συγκεκριμένος δικαστής στις αποφάσεις για τις ταυτότητες(2002) την ιθαγένεια των παιδιών των μεταναστών(2014) και τα μνημόνια (στις αποφάσεις μετά το 2012).

[8] Όπως π.χ η αποχή των δικαστών από τα καθήκοντά τους το 2015. Βλ. τα σχόλια των δικαστών Κ.Λυμπερόπουλου, Οι δικαστές οφείλουν να μην απεργούν και Π.Τσούκα, Δικαστές κόντρα στον νόμο, στον τόμο «Ο ασάλευτος χρόνος της ελληνικής δικαιοσύνης» , σε επιμέλεια Π.Τσούκα, εκδ. ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΟΣ, 2017, σ. 485 και 488 αντίστοιχα.

[9] Είναι ενδεικτικά αλλά και χαρακτηριστικά παραδείγματα τόσο  η δίκη για την υπόθεση Κοσκωτά στο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 86 Σ(11.3.1991 έως 17.1.1992) όσο και η δίκη για την οργάνωση «17 Νοέμβρη»(3.3.2003-17.12.2003)  που συγκέντρωσαν τεράστια δημοσιότητα με καθημερινό σχολιασμό κάθε πτυχής τους, από τον τύπο και πολιτικούς παράγοντες.

[10] Στη βάση αυτή δημιουργήθηκαν γραφεία τύπου στα Ανώτατα Δικαστήρια της χώρας(π.χ Α.Π ολ. 5/2019 και ΣτΕ ολ. 19/2013). Για το θέμα βλ. Δ.Σκαλτσούνη, Η δικαστική επικοινωνία ως παράγοντας διαμόρφωσης της εμπιστοσύνης του κοινού στο θεσμό της δικαιοσύνης, στον τόμο Α.Μεταξά (επιμ.) Η κρίση του κράτους δικαίου στην Ε.Ε, ΕΥΡΑΣΙΑ, 2019, Σ. 59 επ., Ε.Δανδουλάκη, Οι σχέσεις δικαιοσύνης και τύπου, στον τόμο: Εταιρία Ελλήνων Δικαστικών Λειτουργών για την Δημοκρατία και τις Ελευθερίες, Δικαιοσύνη και Δικαστές, Α’ συνέδριο, Αντ.Ν.Σάκκουλας, 1991, σ. 58-59.

[11] Βλ. ενδεικτικά την ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων στο ιστότοπό τους Με αστήρικτες καταγγελίες σε βάρος δικαστικών λειτουργών επιχειρείται ανεπίτρεπτη πίεση στη Δικαιοσύνη – Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων

[12] Βλ. Τις σχετικές ανακοινώσεις της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων στο ιστότοπό τους (Αρχική – Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων). Ενδεικτικά βλ. την ανακοίνωση Ανακοίνωση περί δήλωσης συνηγόρου υπεράσπισης σε βάρος Εισαγγελικής Λειτουργού – Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων

[13] Βλ. γενικότερα, Δ.Ράϊκου, Δικαστική ανεξαρτησία και αμεροληψία, Πειθαρχικός έλεγχος των δικαστικών λειτουργών για «σφάλματα» της δικανικής κρίσης, Σάκκουλα, 2008, σ. 158 επ.

[14] Βλ. Α.Μπακόπουλου, Η ανεξαρτησία της δικαστικής λειτουργίας, ΕλΔνη(27), 1986, σ.17

[15] Πρόκειται για την Εισαγγελέα Ε.Τουλουπάκη η οποία ήταν υπόδικος- την περίοδο που ολοκληρώθηκε η έρευνα για την μελέτη( Απρίλιος 2023)- στο Ειδικό Δικαστήριο.

[16] Μεγάλο πλήγμα στην αξιοπιστία της δικαιοσύνης αποτέλεσε και η διερεύνηση του λεγόμενου «παραδικαστικού κυκλώματος» στο οποίο εμπλέκονταν δικαστές, δικηγόροι, κληρικοί και ιδιώτες το 2004.  Η παρέμβαση της δικαιοσύνης στις σχετικές καταγγελίες υπήρξε άμεση και καταλυτική με την άσκηση ποινικών και πειθαρχικών  διώξεων και παραπομπή στα αρμόδια ποινικά δικαστήρια και πειθαρχικά όργανα. Οι διαδικασίες ολοκληρώθηκαν με την οριστική παύση περίπου σαράντα δικαστικών λειτουργών για ηθική και υπηρεσιακή ανεπάρκεια, αλλά και  με καταδίκες σε ποινές κάθειρξης και φυλάκισης. Βλ. Α.Π Ολ. 15/2005.

[17] Για τον δημόσιο λόγο περί δικαιοσύνης βλ. τον τόμο «Ο Δημόσιος λόγος για την δικαιοσύνη»(ημερίδα 3.11.2017) που εξέδωσε η Εταιρία Ελλήνων Δικαστικών Λειτουργών για την Δημοκρατία και τις Ελευθερίες, Σάκκουλας, 2018.

[18] Άκραία εκδοχή αυτού του φαινομένου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η ανάρτηση στο fb του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Π.Πολάκη(Φεβρουάριος 2023) που αναφέρει ονομαστικά τα μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου που εξέδωσαν καταδικαστική απόφαση για παράβαση καθήκοντος του επίσης Βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην Υπουργού Ν.Παππά. Η αναφορά των ονομάτων συνοδεύεται από υβριστικές εκφράσεις και απειλές. «Είναι σοκαριστική η εικόνα των επικηρυγμένων προσώπων», αναφέρει η πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Μαργαρίτας Στενιώτη, μιλώντας στην ΕΡΤ και συμπληρώνει «Η συγκεκριμένη ανάρτηση –η λίστα των ονομάτων, το κολάζ των φωτογραφιών– συνιστά συνταγματική εκτροπή. Διότι η ονομαστική στοχοποίηση, οι απειλές, οι προγραφές δικαστικών και δημοσιογράφων δεν συνιστούν μόνο έλλειψη σεβασμού στο κράτος Δικαίου αλλά βαρύτατο πλήγμα στο δημοκρατικό μας πολίτευμα». Σκληρή ανακοίνωση αποδοκιμασίας των δηλώσεων Π.Πολάκη εξέδωσε και η Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας.

[19] Βλ. τις ουσιαστικές παρατηρήσεις του Π.Τσούκα, (Ο δημόσιος λόγος περί δικαιοσύνης, στον τόμο «Ο ασάλευτος χρόνος της ελληνικής δικαιοσύνης» , σε επιμέλεια Π.Τσούκα, εκδ. ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΟΣ, 2017, σ. 519.) ο οποίος επισημαίνει ότι η καλή ποιότητα του λόγου περί δικαιοσύνης αποτελεί την βασικότερη προϋπόθεση για την επιτυχή αντιμετώπιση των προβλημάτων της. Ως τέτοιον ορίζει ένα δημόσιο λόγο που είναι έντιμος δηλαδή στοχαστικός, επιχειρηματολογικός και ειλικρινής που δεν ενδίδει σε πρόχειρες καταγγελίες και φτηνές ηθικολογίες.

[20] Η οξύτητα και συχνά η επιθετικότητα του δημόσιου λόγου για την δικαιοσύνη, θεωρείται από αρκετούς ως  δικαιολογημένη διότι γίνεται αντιληπτή ως αντιστάθμισμα της εξουσίας του δικαστή να αποφασίσει για μείζονα έννομα αγαθά που καθορίζουν την ζωή των πολιτών αλλά και την εν γένει πολιτική ζωή. Βλ. Σ.Τσακυράκη, Δικαιοσύνη. Η ουσία της πολιτικής, Μεταίχμιο 2019, σ. 266

[21] Βλ. γενικότερα για την σχέση της δικανικής κρίσης με το δίκαιο από την οπτική της φιλοσοφίας και μεθοδολογίας του δικαίου, την πολύ σημαντική μονογραφία του Π.Σούρλα, Δίκαιο και Δικανική κρίση, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2017, σ. 213 επ.

[22] Βλ. Σ.Κοφίνη, Η κριτική στις δικαστικές αποφάσεις υπό την οπτική της νομολογίας του ΕΔΔΑ, στον τόμο, «Δικαιοσύνη και Κοινωνία», ό.π, σ. 155 επ.

[23] Οι δικαστικές αποφάσεις κρίνονται στη βάση της «τεχνοκρατικής»- επιστημονικής τους επάρκειας όπως διαγιγνώσκεται μέσω της αιτιολογίας τους και όχι με κριτήριο την αποδοχή τους ή της έγκρισή τους από το εκλογικό σώμα δηλαδή την δημοκρατική τους νομιμοποίηση, όπως συμβαίνει με τις πολιτικές αποφάσεις. Βλ. εντελώς ενδεικτικά Π.Σούρλα, Η διαπλοκή δικαίου και πολιτικής και η θεμελίωση των νομικών κρίσεων, Π.Ν.Σάκκουλας, 1989, σ. 190 επ.

[24] Βλ. την σημαντική συλλογή κειμένων για την δικαιοσύνη «Ο ασάλευτος χρόνος της ελληνικής δικαιοσύνης» , σε επιμέλεια Π.Τσούκα, εκδ. ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΟΣ, 2017, όπου ανθολογούνται και κείμενα δικαστών, στα οποία αποτυπώνεται μια διαχρονική εικόνα για τα ζητήματα της δικαιοσύνης.

[25] Βλ. Χ.Ανθόπουλου σχόλια για το άρθρο 29  Σ. και Κ.Παπαδημητρίου σχόλια για το άρθρο 23 Σ στον τόμο Φ.Σπυρόπουλος- Ξ.Κοντιάδης-Χ.Ανθόπουλος-Γ.Γεραπετρίτης, Σύνταγμα κατ’ άρθρο ερμηνεία, Σάκκουλας, 2017, σ. 784 και  σ. 595-596 αντίστοιχα.

[26] Βλ. Κ.Μενουδάκου, ο δημόσιος λόγος περί δικαιοσύνης στον τόμο «Ο Δημόσιος λόγος για την δικαιοσύνη»(ημερίδα 3.11.2017) που εξέδωσε η Εταιρία Ελλήνων Δικαστικών Λειτουργών για την Δημοκρατία και τις Ελευθερίες, ό.π, σ. 28-29.

[27] Βλ. Τ.Ζολώτα, Η ελευθερία έκφρασης των δικαστικών λειτουργών, στον τόμο, «Δικαιοσύνη και Κοινωνία», ό.π, σ. 89 επ. ,

[28] Η ποιότητα απονομής της δικαιοσύνης και γενικότερα η νομιμοποίηση της δικαστικής λειτουργίας εξαρτάται, ανάμεσα στα άλλα, κυρίως από την αιτιολογία των αποφάσεών της  η οποία αποτελεί συνταγματική υποχρέωση και βασικό θεσμικό καθήκον του δικαστή(άρθρο 93 παρ. 3 Σ). Το κύρος των λειτουργών της δικαιοσύνης δεν εξαρτάται μόνο από την θέση που η δικαιοσύνη  κατέχει στο πολίτευμα και από την υποχρέωση εφαρμογής των αποφάσεών της, όσο από την πειστικότητα των ουσιαστικών εκτιμήσεων που διατυπώνονται στο σκεπτικό των αποφάσεων, τη νομική επάρκεια και το φρόνημά των ίδιων των δικαστών. Βλ. Π.Σούρλα, Δίκαιο και δικανική κρίση, ό.π, σ. 42

[29] Βλ. Δ.Ράϊκου, Δικαστική ανεξαρτησία και αμεροληψία, Σάκκουλα, 2008, σ. 305-308.

[30] Βλ. Γ.Τασόπουλου, Το ήθος του δικαστή, ΕφημΔΔ, 2016 σ. 393 επ.

[31] Το Σύνταγμα(άρθρο 93 παρ.3) αναγνωρίζει ότι στοιχείο της ανεξαρτησίας του δικαστή αλλά και έκφραση σεβασμού στην επιστημονική του άποψη είναι η υποχρεωτική και ονομαστική  δημοσίευση της γνώμης ή των γνωμών της μειοψηφίας.

[32] Βλ. Κ.Μενουδάκου, Υπάρχουν όρια στην ελευθερία έκφρασης των δικαστών και στην κριτική του δημοσίου λόγου τους;, στον τόμο «Δικαστική δεοντολογία, ελευθερία του λόγου και προστασία της προσωπικότητας»,(από την ημερίδα του Κέντρο Ευρωπαϊκού Δικαίου- Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, Ινστιτούτο Γκαίτε, Αθήνα,  17/3/2016), Σάκκουλας 2016, σ. 1 επ.(ιδίως σελ. 4).

[33] Βλ. Ι.Συμεωνίδη Δικαιοσύνη και Κοινωνία: Μια σχέση εμπιστοσύνης που ισχυροποιείται με την εξωστρέφεια του δικαστικού συστήματος και την επικοινωνία του με τους πολίτες και τα ΜΜΕ, στον τόμο «Δικαιοσύνη και Κοινωνία», ό.π, σ.11 επ.(ιδίως 23-26).

[34] Βλ. ενδεικτικά σχετικό δελτίο τύπου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων(ΕΝΔΕ), ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ Σχετικά με δηλώσεις συνηγόρου σε βάρος Δικαστικών και Εισαγγελικών Λειτουργών για εκκρεμή υπόθεση – Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων

[35] Βλ. Κ. Χρυσόγονου/Σ. Βλαχόπουλου, Ατομικά και Κοινωνικά δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, σ. 342-344

[36] Βλ. τις σχετικές εισηγήσεις του τόμου «Δικαστική δεοντολογία, ελευθερία του λόγου και προστασία της προσωπικότητας»,(από την ημερίδα του Κέντρο Ευρωπαϊκού Δικαίου- Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, Ινστιτούτο Γκαίτε, Αθήνα,  17/3/2016), Σάκκουλας 2016, καθώς και Π.Αλικάκου, Η οικουμενική διάσταση της δικαστικής δεοντολογίας. Οι αρχές Bangalore. Επετειακός τόμος 20 χρόνια ΕΝΟΒΕ, Σάκκουλας, 2017, Β.Ανδρουλάκη, Δικαστική Δεοντολογία, στο  τόμο «Δικαιοσύνη και Κοινωνία», (Επιστημονικό συνέδριο Θεσσαλονίκη 29-30/11/2019), ό.π, , σ. 67 επ., Δ..Ράϊκου, Η δικαστική δεοντολογία στα διεθνή δικαστήρια, ΔιΔικ, 2019, σ. 353 επ.., Μ.Πικραμένου, Το Διεθνές και Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αρχών και Προτάσεων για την Οργάνωση και Λειτουργία της Δικαιοσύνης στον τόμο  «Η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα», Προτάσεις για ένα σύγχρονο δικαστικό σύστημα, διαΝΕΟσις, 2019, σ. 77 επ.

[37] Βλ. στην ιστοσελίδα του ΣτΕ το κείμενο του Χάρτη.

[38] Βλ. το άρθρο 91  παρ. 4 περ. β του ν. 1756/1988 ΚΟΔΚΔΛ (Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών) και ΕΔΔΑ απόφαση 26.2.2009, Kudeshkina κατά Ρωσίας, όπου το Δικαστήριο έκρινε ως αντίθετη προς την Σύμβαση την πειθαρχική δίωξη κατά ανώτατης δικαστού που κατήγγειλε σε συνεντεύξεις της πιέσεις προς δικαστές κατώτερων δικαστηρίων προκειμένου οι τελευταίοι να εξυπηρετήσουν συγκεκριμένα πρόσωπα.

[39] Βλ. άρθρο 106 παρ. 3 του ν. 4055/2012 και ΑΠ 4/1991 ολ. ΔιΔικ 1991, σ. 469

[40] Περιορισμούς στην ελευθερίας του λόγου για την διασφάλιση του κύρους και της αμεροληψίας της δικαιοσύνης προβλέπει και το άρθρο 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ.

[41] Είναι αυτό που συμπεριληπτικά αποδίδουμε ως δικαστικό ήθος Βλ. Γ.Τασόπουλου, Το ήθος του δικαστή, ό.π, σ. 397-398.

[42] Δεν συνιστά άρση της οφειλόμενης ουδετερότητας όταν ο δικαστής διατυπώνει σε δημόσια διάλεξή του γνώμη περί των αρμοδιοτήτων του Συνταγματικού δικαστηρίου στο οποίο μετέχει, στοιχείο που το ΕΔΔΑ έκκρινε ότι δεν συνιστά προσβολή άλλου πολιτειακού παράγοντα της χώρας, ούτε διατυπώνεται ενόψει εκκρεμούς υποθέσεως. Βλ. ΕΔΔΑ,  απόφαση 28.10.1999, Wille κατά Λιχνενστάϊν.

[43] Για την εμπιστοσύνη των πολιτών στο δικαστικό σύστημα βλ. τον τόμο Μ.Πικραμένου (εισαγωγή- επιμέλεια) «Οργάνωση και αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης- η ευρωπαϊκή εμπειρία», Νομική Βιβλιοθήκη, 2015, σ. 124 επ. , όπου παρουσιάζονται πίνακες για τα αποτελέσματα  πανευρωπαϊκής έρευνας σχετικής με το θέμα.

[44] Βλ. τη μονογραφία του Μ.Πικραμμένου, Η λογοδοσία των δικαστών στην δημοκρατία, Εκδ. ΕΥΡΑΣΙΑ, 2022, όπου αναπτύσσονται αναλυτικά όλα τα συναφή ζητήματα.

[45] Βλ. Τ.Ζολώτα,  ό.π,  σ. 93-94 παραπομπές 20,21,22,23

[46] Βλ. ενδεικτικά Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση 26/4/1995 Prager & Oberschlick κατά Αυστρίας,.
ΕΔΔΑ, απόφαση , 27/5/2004, Ρίζος και Ντάσκας κατά Ελλάδας

[47] Βλ. Χ.Ράμμου, Ελευθερία έκφρασης και κριτική δικαστικών λειτουργών, σε «Δικαστική δεοντολογία, ελευθερία του λόγου και προστασία της προσωπικότητας», ό.π, σ. 9 επ., και γενικότερα Χ. Ακριβοπούλου, Ο δικαστής ως δημόσιο πρόσωπο μεταξύ δημοσίου ελέγχου και προστασίας των προσωπικών του δεδομένων. Με αφορμή την απόφαση ΑΠΔΠΧ 41/2017 ΔΙΤΕ (π. ΔΙΜΕΕ), τεύχος 1/2017.

[48] Βλ. ΕΔΔΑ απόφαση  12.4.2018, Olujic κατά Κροατίας και ΕΔΔΑ απόφαση 16.9.1999, Busceni κατά Ιταλίας.

[49] Βλ. ΑΠΔΠΧ 41/2017, σκέψη 7.

[50]  Για αυτό το λόγο ακόμα και στην Αμερική που σύμφωνα με την πρώτη τροπολογία του Συντάγματος η ελευθερία του λόγου θεωρείται «ιερό» δικαίωμα και απόλυτα προστατευμένο, οι δικαστές  δεν μπορούν να προβαίνουν σε δηλώσεις  που τυχόν θα επηρεάσουν την έκβαση μιας  επίδικης υπόθεσης, ενώ δικαιολογούνται και οι πειθαρχικές διώξεις για όσους παραβαίνουν τον κανόνα της αμεροληψίας σύμφωνα με τον κώδικα δεοντολογίας του American Bar Association. Βλ. R.M.Howard, The Limitation  on Judicial Free Speech, The Justice System Journal, 2006, σ. 350 επ.

[51] Το ζήτημα αφορούσε σε κριτική του Προέδρου του Ανώτατου Δικαστηρίου της Ουγγαρίας στην νομοθετική επιλογή της Κυβέρνησης να μειώσει το όριο της συνταξιοδότησης των Ανωτάτων Δικαστών από τα 70 στα 62 έτη με αποτέλεσμα την αφυπηρέτηση των περισσότερων μελών του Συνταγματικού Δικαστηρίου της χώρας. Βλ. ΕΔΔΑ απόφαση 23.6.2016 Baka κατά Ουγγαρίας.

[52] Βλ. το κείμενο της Επιτροπής της Βενετίας που αφορά στην ελευθερία έκφρασης των δικαστών σε http://www.venice.coe.int/webforms/documents/default.aspx?pdffile=CDL-AD(2015)018-e.

[53] Όπως κάνει το Supreme Court της Αμερικής, βλ. Χ.Βρεττού, Η αιχμηρή κριτική ως συνταγματικό δικαίωμα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σ. 92 επ., 131 επ.. Η συγγραφέας προβαίνει σε σύγκριση της οπτικής του ΕΔΔΑ με την νομολογία του Supreme Court της Αμερικής για τα θέματα άσκησης κριτικής και τεκμηριώνει τις διαφορές τους ως προς τα κριτήρια που υιοθετούνται.

[54] Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση 6-12-2007, Κατράμης κατά Ελλάδος, ΕΔΔΑ, απόφαση, 27/5/2004, Ρίζος και Ντάσκας κατά Ελλάδας.

[55] Βλ. Ι.Σαρμά, Δικαστική δεοντολογία, ελευθερία εκφράσεως και προστασία της προσωπικότητας, στον τόμο «Δικαστική δεοντολογία, ελευθερία του λόγου και προστασία της προσωπικότητας», ό.π, σ. 35 επ.

[56] Βλ. ΑΠΔΠΧ 41/2017, σκέψη 7.

[57] Βλ.  ενδεικτικά ΕΔΔΑ, απόφαση 6-12-2007, Κατράμης κατά Ελλάδος.

[58] Βλ. Αικ.Σακελλαροπούλου, Η συνταγματική διάσταση των δικαστικών ενώσεων στην ιστοσελίδα constitutionalism. gr(ανάρτηση 14-12-2017).

[59] Άρθρο 89 παρ. 5 Σ.

[60] Βλ. γενικότερα Μ.Πικραμένου, Η δικαστική ανεξαρτησία στην δίνη των πολιτικών κρίσεων, Σάκκουλας, 2002. Για τις διώξεις των δικαστικών λειτουργών την περίοδο της δικτατορίας,  Βλ. ΣτΕ Ολ. 503/1969,  και ΣτΕ Ολ. 1811-1831/1969 που ακύρωσαν τις απολύσεις δικαστικών λόγω έλλειψης προηγούμενης ακρόασης.

[61] Είναι γενικά παραδεκτό ότι η Δικαιοσύνη  κατά την μεταπολίτευση του 1974 -και λόγω της στάσης ορισμένων εκπροσώπων της που κατείχαν σημαίνουσες θέσει την περίοδο της επταετίας- έβγαινε από την δικτατορία με μειωμένη αξιοπιστία και ηθικά τραυματισμένη. Το κύρος της δικαιοσύνης και των λειτουργών της, υπό το σαφές και εγγυητικό  συνταγματικό πλαίσιο του Συντάγματος (1975), σταδιακά αποκαταστάθηκε, και διότι στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης οι δικαστές ανέλαβαν και έφεραν σε πέρας το βαρύ καθήκον να αποδώσουν δικαιοσύνη και ευθύνες για την πραξικοπηματική ανατροπή του πολιτεύματος το 1967. Σημαντική ήταν και η -πάντως περιορισμένη- «κάθαρση» ή «αποχουντοποίηση» επίορκων δικαστών με την Συντακτική Πράξη 3-4/9/1974 καθώς και η επαναφορά στις θέσεις τους των απολυθέντων δικαστών από την δικτατορία. Ωστόσο, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης με αφορμή δικαστικές αποφάσεις που αφορούσαν την ποινική μεταχείριση προσώπων που εμπλέκονταν σε αδικήματα την περίοδο της χούντας(όπως η «δίκη του πολυτεχνείου», οι δίκες βασανιστών της χούντας καθώς και των πρωταιτίων της δικτατορίας)  οι δικαστές που μετείχαν στις συνθέσεις επικρίθηκαν με σφοδρότητα από τον τύπο, ενώ δεν διέφυγαν της έντονης κριτικής και από τα όργανα του ΔΣΑ και οι προαγωγές Αρεοπαγιτών που είχαν διοριστεί μέλη εκτάκτων δικαστηρίων και στο Συνταγματικό Δικαστήριο την επταετία. Βλ. Ι.Παπανικολάου, Ο δημόσιος λόγος για τη δικαιοσύνη τόμο «Ο Δημόσιος λόγος για τη δικαιοσύνη»(ημερίδα 3.11.2017) που εξέδωσε η Εταιρία Ελλήνων Δικαστικών Λειτουργών για την Δημοκρατία και τις Ελευθερίες, ό.π, σ. 39 επ.

[62] Για μια συγκριτική οπτική του ρόλου των δικαστικών ενώσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο .Βλ. Θ.Ντάλλη, Οι δικαστικές συνδικαλιστικές ενώσεις στην Ευρώπη. : Μια προσπάθεια συγκριτικής προσέγγισης μέσα από την ανάλυση τεσσάρων περιπτώσεων στον , Τιμητικό Τόμο για τα πενήντα χρόνια των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, Σάκκουλας, 2015, σ. 648 επ.

[63] Για την δημιουργία και την ιστορική πορεία της  Ένωσης βλ. τις πληροφορίες που παρέχονται στην επίσημη ιστοσελίδα της (ende.gr)

[64] Μέχρι τον Απρίλιο του 2023 που έφτασε η έρευνα.

[65] Για να υποστηρίξουν αυτές τις θέσεις οι δικαστές προσέφυγαν την περίοδο εφαρμογής των μνημονίων στο μισθοδικείο, όπου σε μεγάλο βαθμό δικαιώθηκαν, όπως συνέβη και σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις του παρελθόντος.

[66] Βλ. ενδεικτικά,  Ανακοίνωση για την εφαρμογή του ν. 3904/2010 8 Φεβρουαρίου 2011,

Παρατηρήσεις και Προτάσεις επί του νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης «Εκδίκαση πράξεων διαφθοράς πολιτικών και κρατικών αξιωματούχων, υποθέσεις μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος και μείζονος δημοσίου συμφέροντος». 26 Ιουλίου 2011

Κοινή Ανακοίνωση Δικαστικών Ενώσεων μετά την ψήφιση του νόμου για το μεσοπρόθεσμο πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικής 12 Νοεμβρίου 2012

Ανακοίνωση με θέμα η νέα διάταξη του άρθρου 65 Ν. 4356/2015 7 Ιανουαρίου 2016

ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΔΕ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΛΥΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ 17 Μαΐου 2017

Παρατηρήσεις στο νέο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης 20 Αυγούστου 2018

Οι θέσεις μας στο Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης 15 Φεβρουαρίου 2019.

[67]  Βλ. Ανακοίνωση για “άνοιγμα” κλειστών επαγγελμάτων 15. 1.2011

[68] Αναλυτικά για την κατάργηση περιορισμών ως προς την άσκηση επαγγελμάτων συναφών με την δικαιοσύνη, Βλ. Π.Μαντζούφα, Οικονομική κρίση και Σύνταγμα, Σάκκουλας 2014, σ. 240-281.

[69] Ανακοίνωση για βομβιστική επίθεση σε Δικαστικό Λειτουργό  22 Νοεμβρίου 2012

 [70] Στήριξη στους ανακριτές για την υπόθεση της Χρυσής Αυγής 4 Οκτωβρίου 2013

Ανακοίνωση σχετικά με δηλώσεις που αφορούν την υπόθεση της “Χρυσής Αυγής” 7 Απριλίου 2014

[71] Ανακοίνωση περί δήλωσης συνηγόρου υπεράσπισης σε βάρος Εισαγγελικής Λειτουργού 23 Ιουλίου 2015, Με αστήρικτες καταγγελίες σε βάρος δικαστικών λειτουργών επιχειρείται ανεπίτρεπτη πίεση στη Δικαιοσύνη  13 Μαρτίου 2017, ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΓΙΑ ΑΝΑΛΗΘΗ ΕΙΔΗΣΗ ΕΠΙ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ , 11 Νοεμβρίου 2015, ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΣΤΕΝΙΩΤΗ, ΕΦΕΤΗ, ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΔΙΕΥΘΥΝΟΝΤΕΣ ΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟ ΤΟΠΟ «www.zougla.gr» , ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ NOVARTIS 12 Φεβρουαρίου 2018, ΟΙ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΣΤΡΕΦΟΝΤΑΙ ΚΑΤΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ, 16 Απριλίου 2018, ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΕΝΩΣΕΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ , 6 Φεβρουαρίου 2020, ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ 16 Νοεμβρίου 2021(αφορούσε δικαστικό λειτουργό και την ουσιαστική του κρίση επί της υπόθεσης), ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΕΡΙ ΣΤΟΧΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΥ ΑΠΟ ΟΜΑΔΑ ΑΝΤΙΕΞΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ  2 Ιουνίου 2022, ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ Σχετικά με δηλώσεις συνηγόρου σε βάρος Δικαστικών και Εισαγγελικών Λειτουργών για εκκρεμή υπόθεση

[72] Ανακοίνωση – Απάντηση στη δήλωση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης ,21 Ιανουαρίου 2013

[73] Καταγγελία για τηλεφωνική παρέμβαση εν ενεργεία βουλευτή σε εκκρεμή δικαστική υπόθεση,

9 Νοεμβρίου 2019, Για τις δηλώσεις της βουλευτού κ. Γιαννάκου ,18 Μαΐου 2020

[74] Ανακοίνωση σχετικά με τις δηλώσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας ,9 Ιανουαρίου 2014

[75] Βλ. για την σχετική αντιπαράθεση σε Επιμένει στη μήνυση κατά Τσακυράκη η κ. Θάνου και απαντά στους 14 καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου- Ερώτηση Βενιζέλου στη Βουλή | Μεταρρύθμιση και για την δήλωση των 14 συνταγματολόγων σε  constitutionalism. gr (ανάρτηση 25-2-2016).

[76] Ανακοίνωση με θέμα την ελευθερία έκφρασης Δικαστικού Λειτουργού 26 Φεβρουαρίου 2016

[77] Έτσι Τ.Ζολώτας, ό.π, σ. 96-97.

[78] Βλ. Α.Σακελλαροπούλου, ό.π, (constitutionalism.gr)

[79] ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΩΝ 15 Νοεμβρίου 2020 και Αρθρογραφία της Α.Λαϊνιώτη (πρώην Προέδρου της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών), στην ηλεκτρονική σελίδα της ΕΔΕ, την 16.11.2020, για την απαγόρευση των συναθροίσεων: https://ende.gr/%CE%B4%CE%AE%CE%BB%CF%89%CF%83%CE%B7-%CE%B1%CE%B3%CE%B3%CE%B5%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82-%CE%BB%CE%B1%CF%8A%CE%BD%CE%B9%CF%8E%CF%84%CE%B7-%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%AD%CE%B4%CF%81%CE%BF%CF%85-%CE%B5 καθώς και αντίδραση των μελών της μειοψηφίας για την πιο πάνω ανακοίνωση της ΕΔΕ για την απαγόρευση των συναθροίσεων:https://ende.gr/%CF%83%CF%87%CE%B5%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC-%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B1%CF%80%CF%8C-15-11-2020-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%BA%CE%BF%CE%AF%CE%BD%CF%89%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B5%CE%BD/

[80]  Βλ. ΣτΕ Ολ. 1681/2022 για την συνταγματικότητα της απαγόρευσης των συναθροίσεων. Για την πολύκροτη αυτή απόφαση βλ. περαιτέρω ανάλυση Χ. Τσιλιώτη, Η ΣτΕ Ολ. 1681/2022 και η συνταγματικότητα της απαγόρευσης των υπαίθριων συναθροίσεων τις ημέρες της επετείου του Πολυτεχνείου: Ένας ακόμα κρίκος στην αναδυόμενη «νομολογία της πανδημίας», 6.9.2022 και Δ. Βουκελάτο, Σχόλιο στην ΟλΣτΕ 1681/2022 σχετικά με την τετραήμερη (15-18.11.2020) απαγόρευση των δημόσιων συναθροίσεων για λόγους δημόσιας υγείας στο σύνολο της Επικράτειας και την επιβολή διοικητικού προστίμου για παράβαση της απαγόρευσης, 10.9.2022, αμφότερα σε SYNTAGMA WATCH.

[81] ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ Για τον κρατούμενο Δ. Κουφοντίνα 24 Φεβρουαρίου 2021

[82] Βλ. Π.Τσούκα, Οι δικαστικοί λειτουργοί και οι αποδοχές τους στον τόμο «Ο ασάλευτος χρόνος…, ό.π, σ. 490 και Σ.Τσακυράκη, Δικαιοσύνη…, ό.π, σ. 247.

[83] Βλ. Ι.Παπανικολάου, Οι παθογένειες της ελληνικής δικαιοσύνης και η θεραπεία τους, στον τόμο «Ο Ασάλευτος χρόνος…, ό.π, σ. 496-497.

[84] Εξαίρεση, θεωρούμε ότι αποτελεί η Ένωση Δικαστών του Συμβουλίου Επικρατείας η οποία αναδεικνύει και αποτιμά τα γενικότερα προβλήματα λειτουργίας της δικαιοσύνης πέραν των στενά συνδικαλιστικών-επαγγελματιών, όπως το μείζον ζήτημα της καθυστέρησης στην απονομή της και τα αίτιά του, βλ. ενδεικτικά τις απόψεις των μελών της Ένωσης στα κείμενα «Η ελληνική δικαιοσύνη και δύο πρωταρχικά προβλήματά της» και «Η ευτελής προσφυγή στην δικαιοσύνη», εφημ. Η Καθημερινή (17.1.201, 19.12.2021, 15.3.2023).

[85] Όταν στην χώρα μας έχουμε μια από τις υψηλότερες, στην ΕΕ, αναλογίες δικαστών και δικηγόρων προς το γενικό πληθυσμό.

[86]  Βλ. το υπόμνημα της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης(στα ΜΜΕ 22.4.2021) που αντιδρούν σε προτάσεις για την επιβαλλόμενη αναδιαμόρφωση της δικαστικής χωροταξίας με βάση διεθνή πρότυπα, ζήτημα που δημιουργήθηκε από την αβασάνιστη νομοθετική διασπορά, ιδίως Διοικητικών Δικαστηρίων, κατά τρόπο ανορθολογικό στην ελληνική επικράτεια.

[87] Βλ. Α.Ράντου, Επιτάχυνση της δικαιοσύνης: Μύθος ή πραγματικότητα, στο «Ο ασάλευτο χρόνος,…, ό.π, σ. 481.

[88] Βλ. ανακοίνωση της ΕΝΔΕ(7.4.2021)

[89] Αιχμηρός, πλην ακριβοδίκαιος, είναι στην κριτική του ο Π.Τσούκας, Ο δημόσιος λόγος περί δικαιοσύνης, στον τόμο «Ο Ασάλευτος λόγος…., ό.π, σ. 524-525.

[90] Βλ. την εμπεριστατωμένη κριτική του Μ.Πικραμμένου στον δημόσιο λόγο των Δικαστικών Ενώσεων στην μονογραφία του, Η λογοδοσία των δικαστών στην δημοκρατία, ό.π, σ. 92-96.

Η Ελλάδα στο φάσμα του αυταρχισμού;

Γιώργος Κατσαμπέκης, Ερευνητής στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) και Visiting Fellow στο Πανεπιστήμιο του Λάφμπορο

Οι πρόσφατες αμφίβολης συνταγματικότητας αλλαγές[1] στην σύνθεση των μελών της ΑΔΑΕ (Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών) και του ΕΣΡ (Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης) επανάφεραν στην δημόσια συζήτηση ανησυχίες για την ανθεκτικότητα του κράτους δικαίου, την ανεξαρτησία των θεσμών και τη δημοκρατία στη χώρα. Λίγες ημέρες αργότερα, η ετήσια έκθεση του World Justice Project (WJP) για το Κράτος Δικαίου στον κόσμο έβρισκε την Ελλάδα να καταγράφει την μεγαλύτερη επιδείνωση μεταξύ των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης,[2] ενισχύοντας έτσι την αίσθηση ότι κινήσεις όπως οι παραπάνω δεν είναι αποσπασματικές, αλλά αποτελούν μάλλον μέρος μιας συγκεκριμένης λογικής διακυβέρνησης, οι συνέπειες της οποίας ήδη καταγράφονται σε πλήθος άλλων δεικτών που μετρούν την υγεία της δημοκρατίας σε παγκόσμια κλίμακα.

Οφείλουμε λοιπόν να θέσουμε το ερώτημα: κινείται η Ελλάδα στο φάσμα του αυταρχισμού; Το ζήτημα είναι ευαίσθητο και τείνει να προκαλεί αντανακλαστικές αντιδράσεις. Κάποιοι θεωρούν τις προειδοποιήσεις περί «ορμπανοποίησης» της χώρας βιαστικές και υπερβολικές· άλλοι, θεωρούν την αδράνεια μπροστά στα πλήγματα που υφίστανται οι δημοκρατικές αξίες και οι θεσμοί επικίνδυνο κομφορμισμό, ακόμα και συνενοχή. Έτσι, όσοι ξιφουλκούν ενάντια στην κυβέρνηση, εύκολα χαρακτηρίζονται ως ανεύθυνοι κινδυνολόγοι ή και υποστηρικτές της αντιπολίτευσης, ενώ εκείνοι που δικαιολογούν την κυβέρνηση ή σιωπούν, κατηγοριοποιούνται ως δεξιοί ή συμβιβασμένοι «ακροκεντρώοι».

Παρά τις εκατέρωθεν ιδεολογικο-πολιτικές συμπληγάδες, το ζήτημα της επαπειλούμενης αυταρχικοποίησης της Ελλάδας παραμένει εξαιρετικά σημαντικό. Ιδιαίτερα δε αν λάβει κανείς υπόψη το εντεινόμενο κύμα νεοσυντηρητισμού[3] και αυταρχισμού που εξαπλώνεται στον πλανήτη εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία. Χρειαζόμαστε νηφάλιες και τεκμηριωμένες αναλύσεις σχετικά με την κατάσταση, τις προοπτικές και την ανθεκτικότητα της δημοκρατίας στην χώρα. Μόνο έτσι μπορεί να προχωρήσει με παραγωγικό τρόπο ο δημόσιος διάλογος και να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια δημοκρατική κουλτούρα σε εγρήγορση. Σε αυτή την κατεύθυνση, είναι χρήσιμο να ανατρέξουμε στην πλούσια θεωρητική και εμπειρική γνώση που έχουμε στη διάθεσή μας.

 

Αυταρχισμός και αυταρχικές πρακτικές

Ας ξεκινήσουμε με τον εννοιολογικό ελέφαντα στο δωμάτιο: τον αυταρχισμό. Βασιζόμενοι στην σχετική βιβλιογραφία μπορούμε να τον ορίσουμε ως μια μορφή πολιτικής εξουσίας, έναν τύπο καθεστώτος που χαρακτηρίζεται από περιορισμένο πολιτικό πλουραλισμό, υπερ-συγκέντρωση ισχύος στο εκτελεστικό επίπεδο –συχνά στα χέρια λίγων ατόμων ή και ενός προσώπου–, απουσία ουσιαστικών θεσμικών αντίβαρων στην εκτελεστική εξουσία, ισχνή λογοδοσία και μια παροπλισμένη ή απαθή κοινωνία πολιτών. Σε τελική ανάλυση, αυτά τα χαρακτηριστικά έχουν να κάνουν με την αδυναμία τέτοιων καθεστώτων να οργανώσουν εκλογές οι οποίες είναι και ελεύθερες και δίκαιες, κάτι που συνιστά ελάχιστο κριτήριο για κάθε δημοκρατία. Αυτή η θεώρηση, στις διάφορες παραλλαγές της, παραμένει κυρίαρχη στο πεδίο της Πολιτικής Επιστήμης, και οφείλει πολλά στον Juan José Linz, Ισπανο-αμερικάνο καθηγητή Συγκριτικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Γέιλ, ο οποίος πέθανε πριν δέκα χρόνια.[4]

Πώς φτάνουμε, όμως, στην αποκρυστάλλωση ενός αυταρχικού καθεστώτος; Μέχρι πριν μερικές δεκαετίες, η πιο συνήθης μετάβαση από την δημοκρατία στον αυταρχισμό ήταν η επιβολή πραξικοπήματος. Ο αυταρχισμός προέκυπτε τις περισσότερες φορές ξαφνικά, με «θεαματικό» τρόπο. Η στιγμή της ρήξης ήταν σαφής. Στον 21ου αιώνα, ωστόσο, αυτό έχει αλλάξει. Όπως σημειώνουν οι Steven Levitsky και Daniell Ziblatt,[5] όλο και πιο συχνά παρατηρείται μια σταδιακή υποχώρηση, διάβρωση, και τελικά κατάρρευση της δημοκρατίας στα χέρια δημοκρατικά εκλεγμένων ηγεσιών. O αυταρχισμός, έτσι, δείχνει να έρχεται ύπουλα, «υφέρποντας», όπως το θέτει και έκθεση της Economist Intelligence Unit (EIU).[6] Γι’ αυτό και είναι χρήσιμο να τον δούμε επίσης ως ένα πλέγμα λόγων και πρακτικών.

Στην αιχμή της τρέχουσας έρευνας βρίσκουμε την συμβολή της Καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ, Marlies Glasius, που ορίζει τις αυταρχικές πρακτικές ως ένα μοτίβο δράσεων που αποσκοπούν στο ενεργό σαμποτάζ της λογοδοσίας.[7] Αυτοί που παρεμποδίζουν τη λογοδοσία είναι πολιτικοί δρώντες που ασκούν κάποια μορφή εξουσίας σε μεγαλύτερα ή μικρότερα σύνολα πολιτών· μπορεί να είναι κυβερνήσεις, αλλά και θεσμοί (π.χ. μυστικές υπηρεσίες), διεθνείς οργανισμοί ή ισχυρές εταιρείες. Οι πιο συνήθεις πρακτικές μέσω των οποίων υπονομεύεται η λογοδοσία σύμφωνα με την Glasius είναι η μυστικότητα, η παραπληροφόρηση (πρακτικές αποτροπής της πρόσβασης στην πληροφορία), η παρεμπόδιση της έκφρασης ή και η φίμωση.

Χρησιμοποιώντας τα παραπάνω ως πυξίδα, μπορούμε να επιστρέψουμε στο αρχικό μας ερώτημα: κινείται τελικά η Ελλάδα στο φάσμα του αυταρχισμού; Να ξεκαθαριστεί εδώ πως το ερώτημα εστιάζει στην κατεύθυνση των πραγμάτων. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η Ελλάδα συνιστά ήδη αυταρχικό καθεστώς. Αυτό, όμως, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, να αναπτύσσονται δηλαδή αυταρχικές πρακτικές στο επίπεδο της πολιτικής εξουσίας που αν ενταθούν και παγιωθούν, θα μπορούσαν μακροπρόθεσμα να αποτελέσουν πραγματική απειλή για την δημοκρατία στη χώρα. Γι’ αυτό και αξίζει να επιμείνουμε.

Από πού ξεκινά όμως κανείς να απαντήσει σε τούτο το ερώτημα; Σχηματικά, μπορούμε να το σπάσουμε σε μια σειρά υπο-ερωτημάτων σε αντιστοιχία με τα σχετικά κριτήρια: (1) Ευνοείται ή υπονομεύεται ο πολιτικός πλουραλισμός; (2) Υπάρχει ισορροπία μεταξύ εκτελεστικής και κοινοβουλευτικής εξουσίας; (3) Λειτουργούν αποτελεσματικά τα θεσμικά αντίβαρα στην πρώτη; (3) Αυξάνονται ή μειώνονται τα κανάλια λογοδοσίας και οι σχετικές θεσμικές δυνατότητες; (4) Ευνοείται ή υπονομεύεται μια κουλτούρα δημοκρατικής εγρήγορσης και κινητοποίησης σε επίπεδο κοινωνίας πολιτών; Ακόμα και στις πιο λειτουργικές δημοκρατίες, μπορούμε να περιμένουμε αντιφατικές τάσεις απαντώντας στα παραπάνω ερωτήματα. Ωστόσο, όσο περισσότερες είναι οι αρνητικές απαντήσεις τόσο μεγαλύτερος θα πρέπει να θεωρείται και ο κίνδυνος της δημοκρατικής διάβρωσης και του αυταρχισμού.

 

Αυταρχικές πρακτικές στην Ελλάδα από το 2019 και έπειτα

Ξεκινώντας από τα βασικά, ήδη από τις πρώτες ημέρες διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας το 2019, παρατηρείται μια ασύμμετρη ισχυροποίηση της εκτελεστικής εξουσίας και του πρωθυπουργικού γραφείου ιδιαίτερα, με χαρακτηριστικό τον νόμο για το λεγόμενο Επιτελικό Κράτος (4622/2019). Ο πρωθυπουργός και το λεγόμενο «Μαξίμου» έχουν ισχυροποιηθεί σημαντικά τόσο σε σχέση με το Υπουργικό Συμβούλιο, την Βουλή, αλλά και το ευρύτερο περιβάλλον δημόσιας κριτικής, ελέγχου και λογοδοσίας (ΜΜΕ), αποδυναμώνοντας παράλληλα τα υπάρχοντα θεσμικά αντίβαρα. Χαρακτηριστικό είναι ότι με τον παραπάνω νόμο τέθηκαν υπό την άμεση εποπτεία του πρωθυπουργού οργανισμοί και υπηρεσίες που παραδοσιακά διατηρούνται σε «απόσταση ασφαλείας» από την εκτελεστική εξουσία, ώστε να επιτελούν ανεξάρτητα και αμερόληπτα το έργο τους. Αυτοί οι οργανισμοί περιλαμβάνουν την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ), τον εθνικό ραδιοτηλεοπτικό φορέα (ΕΡΤ) και το δημόσιο πρακτορείο ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ).

Τα ελεύθερα και ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης αποτελούν κρίσιμο πυλώνα κάθε δημοκρατίας αφού δεν λειτουργούν μόνο ως αμφίδρομοι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ κοινωνικής βάσης και θεσμών, αλλά επιτελούν και μια κρίσιμη λειτουργία ελέγχου και λογοδοσίας απέναντι στην εκάστοτε εξουσία. Επιπλέον, συμβάλλουν στην ενημέρωση των πολιτών με τρόπο που συνεισφέρει στην διαμόρφωση στάσεων, αντιλήψεων και (εκλογικών) συμπεριφορών. Στην Ελλάδα των τελευταίων χρόνων, ποικίλες θεσμικές παρεμβάσεις και ένα ευρύτερο σύνολο πρακτικών έχουν οδηγήσει στην διάβρωση της ελευθερίας του τύπου και στην χειραγώγηση της ενημέρωσης. Αυτή η ανησυχητική πορεία καταγράφεται, μεταξύ άλλων, στον σχετικό δείκτη και τις επιμέρους αναφορές των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα (RSF)[8] και στις εκθέσεις του Παρατηρητηρίου για τον Πλουραλισμό στα Μέσα Ενημέρωσης (EUI).[9]

Από την ακόμα ανεξιχνίαστη δολοφονία του αστυνομικού ρεπόρτερ, Γιώργου Καραϊβάζ, τις επιθέσεις κυβερνητικών στελεχών σε «ενοχλητικούς» δημοσιογράφους και τις νομικές απειλές στην ερευνητική δημοσιογραφία με καταχρηστικές αγωγές SLAPP,[10] ως τις αδιαφανείς διαδικασίες χρηματοδότησης των ΜΜΕ με δημόσιο χρήμα κατά την διάρκεια της πανδημίας (βλ. περίφημη «λίστα Πέτσα») και τις βίαιες επιθέσεις αστυνομικών εναντίον δημοσιογράφων κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων, οι ενδείξεις ότι η ενημέρωση στην Ελλάδα πάσχει αφθονούν. Όσο για την διασφάλιση της ανεξαρτησίας των κρατικών ΜΜΕ, αρκεί μια υπενθύμιση ότι ΕΡΤ και ΑΠΕ-ΜΠΕ τελούν υπό την εποπτεία του ίδιου του πρωθυπουργού, ενώ ο διορισθείς το 2019 πρόεδρος της ΕΡΤ ήταν αμέσως πριν διευθυντής του γραφείου τύπου της Νέας Δημοκρατίας και διευθυντής του γραφείου τύπου του πρωθυπουργού. Όπως συμπεραίνει χαρακτηριστικά το ευρωπαϊκό δίκτυο Media Freedom Rapid Response (MFRR) σε πρόσφατη έκθεση: «Η συστημική κρίση που επηρεάζει την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα έχει επιδεινωθεί από τις προσπάθειες της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας να “χειραγωγήσει το μήνυμα” και να ελαχιστοποιήσει τις φωνές όσων την επικρίνουν ή διαφωνούν».[11]

Δεν προκαλεί έκπληξη τελικά ότι η Ελλάδα παραμένει σταθερά και με διαφορά η τελευταία χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση στον Δείκτη ελευθερίας του Τύπου των RSF (θέση 107 το 2023, 108 το 2022),[12] αρκετά πίσω ακόμα και από χώρες όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία που πλέον εμπίπτουν στην κατηγορία των ανελεύθερων δημοκρατιών. H δραματική διάβρωση της ελευθερίας του τύπου και η υπονόμευση της ανεξαρτησίας των ΜΜΕ είναι σαφές ότι πλήττουν ευθέως την λειτουργία της λογοδοσίας, τον πλουραλισμό, αλλά και την ελευθερία της έκφρασης, θέτουν προσκόμματα στην ανάπτυξη μιας ενεργούς κοινωνίας πολιτών, ενώ (δυνητικά) υπονομεύουν ακόμα και την ποιότητα των εκλογικών διαδικασιών.

Το υπό εξέλιξη σκάνδαλο γύρω από τις νομότυπες (μέσω ΕΥΠ) και τις παράνομες (μέσω Predator) παρακολουθήσεις δημοσιογράφων, πολιτικών προσώπων, υψηλόβαθμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και πλήθους άλλων πολιτών, όπως προκύπτει από την δημοσιογραφική έρευνα και την σχετική έκθεση της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωκοινοβουλίου (PEGA),[13] είναι τυπικό παράδειγμα αυταρχικής πρακτικής. Οι παρακολουθήσεις συνιστούν παραβίαση θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων των θιγόμενων πολιτών, αλλά θέτουν και σοβαρό ζήτημα αποχαλίνωσης της εκτελεστικής εξουσίας και εμπλοκής του ίδιου του πρωθυπουργού, αφού έλαβαν χώρα ενόσω η ΕΥΠ βρισκόταν υπό την άμεση εποπτεία του. Πέρα από τις ίδιες τις παρακολουθήσεις, οι επίμονες προσπάθειες υπονόμευσης της διαφάνειας και της λογοδοσίας γύρω από την υπόθεση, όπως είδαμε με την επίκληση του απορρήτου στις αρμόδιες επιτροπές της Βουλής από εμπλεκόμενα πρόσωπα, το πέρασμα νέας νομοθεσίας που στην πράξη δείχνει να χρησιμοποιείται για να περιορίσει τις δυνατότητες ελέγχου από την αρμόδια ανεξάρτητη Αρχή (ενάντια στις προβλέψεις του Συντάγματος),[14] όπως και η βεβιασμένη και μάλλον αντισυνταγματική αλλαγή της σύνθεσης των μελών της εν λόγω Αρχής, είναι μόνο μερικές από τις πιο ξεκάθαρες ενδείξεις ότι η κυβέρνηση ωθεί τα πράγματα περισσότερο προς την συσκότιση και την συγκάλυψη, παρά προς την διαλεύκανση και την απόδοση ευθυνών. Αποκορύφωμα αυτής της λογικής ήταν οι πρόσφατες πρωτοφανείς προσωπικές επιθέσεις του πρωθυπουργού εναντίον του επικεφαλής της ΑΔΑΕ,[15] κάτι που συνιστά ευθεία προσβολή της συνταγματικά κατοχυρωμένης ανεξαρτησίας της Αρχής, αλλά και απόπειρα υπονόμευσης και απονομιμοποίησης στα μάτια της κοινής γνώμης ενός κρίσιμου θεσμικού αντίβαρου στην εκτελεστική εξουσία. Ο ελεγχόμενος, δηλαδή, μοιάζει να τραβά συστηματικά το χαλί κάτω από τα πόδια του ελεγκτή.

Τέλος, επιμένοντας στον πλουραλισμό, τη λογοδοσία αλλά και το ζητούμενο μιας ελεύθερης και δραστήριας κοινωνίας πολιτών, αξίζει να αναφερθεί η επιβολή ενός ειδικού σώματος αστυνομίας εντός των Πανεπιστημίων, κάτι το οποίο δεν συναντάται σε καμία δημοκρατική χώρα της Ευρώπης. Η μόνιμη παρουσία δυνάμεων ασφαλείας στους χώρους των πανεπιστημίων –όπως επιχειρήθηκε και με τα προβλήματα που δημιούργησε– συνιστά ευθεία απειλή για τις ακαδημαϊκές ελευθερίες και την ελεύθερη ανάπτυξη και διακίνηση ιδεών· γι’ αυτό και είναι πρακτική που αποφεύγεται στο πλαίσιο των σύγχρονων φιλελεύθερων δημοκρατιών (με ελάχιστες εξαιρέσεις). Τα πανεπιστήμια, πέρα από την συμβολή τους στην εκπαίδευση των φοιτητριών/ών σε βασικές δεξιότητες, διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην διαμόρφωση ελεύθερα και κριτικά σκεπτόμενων πολιτών, στην ανάπτυξη προωθημένων ιδεών, κριτικού λόγου και καινοτόμων προτάσεων πολιτικής που εδράζονται στην επιστημονική τεκμηρίωση και τον ελεύθερο ακαδημαϊκό διάλογο. Και ενώ το μέτρο αυτό δείχνει στην πράξη να εγκαταλείπετε, έχει ήδη παράγει αποτελέσματα, ενώ έχει επιδράσει και στη δημόσια συζήτηση, επηρεάζοντας την κοινή γνώμη σχετικά με τον θεσμό του δημόσιου Πανεπιστήμιου.

Πέρα από την πανεπιστημιακή αστυνομία, η σχεδιαζόμενη απόσπαση του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΕΑΑ) από την γενική γραμματεία που είναι υπεύθυνη για ζητήματα έρευνας (ΓΓΕΚ) και η υπαγωγή στο υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας δείχνει να βασίζεται σε εκδικητική διάθεση της κυβέρνησης απέναντι στο αρχαιότερο Ερευνητικό Κέντρο της χώρας και να αποσκοπεί στον πολιτικό του έλεγχο, αφού δεν αιτιολογείται καθόλου από την σκοπιά της προαγωγής της ακαδημαϊκής έρευνας. Επιπλέον, επιχειρείται χωρίς την σύμφωνη γνώμη ή έστω την διαβούλευση με την επιστημονική κοινότητα και τον άμεσα θιγόμενο φορέα. Δεν είναι τυχαίο, βεβαίως, ότι είχαν προηγηθεί επιθέσεις κυβερνητικών στελεχών προς τους επιστήμονες και το ΕΑΑ συγκεκριμένα κατά την διάρκεια του καλοκαιριού του 2023, καθώς οι ανακοινώσεις των τελευταίων σχετικά με τις πυρκαγιές και τα ακραία πλημμυρικά φαινόμενα που έπληξαν τη χώρα εξέθεταν (εμμέσως) αντιφάσεις στο κυβερνητικό αφήγημα, όπως και ανεπάρκειες στον κρατικό μηχανισμό.

Στα παραπάνω μπορεί να προσθέσει κανείς (1) τις κυβερνητικές παρεμβάσεις στην Δικαιοσύνη, που υπονομεύουν την διάκριση των εξουσιών· (2) την πληθώρα αναφορών σε παράνομες επαναπροωθήσεις στα σύνορα της χώρας  –που παραμένουν μάλλον αδιερεύνητες και με αμφίβολη απόδοση ευθυνών– και τον περιορισμό των δικαιωμάτων των μεταναστών και προσφύγων· (3) την υπονόμευση ή και ευθεία στοχοποίηση φορέων της κοινωνίας πολιτών (ΜΚΟ, σωματείων, ακτιβιστών για τα ανθρώπινα δικαιώματα) από κυβερνητικά στελέχη· (4) την απαξίωση του θεσμού της δημόσιας διαβούλευσης κατά την διαδικασία της νομοθέτησης· (5) την ανησυχητική αύξηση της αστυνομικής αυθαιρεσίας και βίας.

 

Συμπερασματικά

Το εντυπωσιακό, τελικά, όταν εστιάζουμε στην Ελλάδα των τελευταίων χρόνων, είναι ότι όποιο κριτήριο και να προτάξουμε, η ζυγαριά δείχνει να γέρνει συστηματικά προς την μεριά της δημοκρατικής διάβρωσης. Και εδώ δεν τίθεται τόσο θέμα αξιολογικής κρίσης όσο απλής εφαρμογής γνωστών και κοινά αποδεκτών κριτηρίων που βρίσκουμε στη σχετική βιβλιογραφία. Δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας διεθνούς σκοτεινής συνωμοσίας το γεγονός ότι σε όλους τους αξιόπιστους συγκριτικούς δείκτες η Ελλάδα ξεχωρίζει για τις αρνητικές της επιδόσεις: στην υγεία της δημοκρατίας (V-Dem),[16] την ελευθερία του τύπου (RSF),[17] τις ελευθερίες του πολίτη και την ευρωστία της κοινωνίας πολιτών (CIVICUS),[18] το κράτος δικαίου (WJP).[19] Το να κρούει κανείς τον κώδωνα του κινδύνου για την υγεία της δημοκρατίας και την απειλή του αυταρχισμού στην σημερινή Ελλάδα δεν αποτελεί, λοιπόν, προϊόν «υπερβολής» ή «βιασύνης». Είναι κάτι που προκύπτει αβίαστα από την τριβή με τη σχετική βιβλιογραφία, κλασική και σύγχρονη, και από την μελέτη των διαθέσιμων δεδομένων τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε ευρωπαϊκή/παγκόσμια κλίμακα. Δυστυχώς, ο φόβος του πολιτικού χρωματισμού και η επιδίωξη μιας απατηλής «ουδετερότητας» μοιάζουν να υπονομεύουν συστηματικά την σχετική συζήτηση. Αν θέλουμε, όμως, ως κοινωνικοί επιστήμονες, πέρα από αναλυτικά ακριβείς να είμαστε κοινωνικά χρήσιμοι και δημοκρατικά υπεύθυνοι, οφείλουμε να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους.

 

[1] Χ. Ανθόπουλος, «Τρία πέμπτα “παρά κάτι”. Η νέα μέθοδος επιλογής των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών», Όμιλος «Αριστόβουλος Μάνεσης», 3-10-2023, https://www.constitutionalism.gr/tria-pempta-para-kati-i-nea-methodos-epilogis-ton-melon-ton-anexartiton-arxon.

[2] M. Griera, «Bulgaria tops global rule of law progress, Greece hits bottom», euractiv, 25-10-2023, https://www.euractiv.com/section/politics/news/bulgaria-tops-global-rule-of-law-progress-greece-hits-bottom.

[3] Ά. Χρυσόγελος, «Ο νέος εθνοσυντηρητισμός», Καθημερινή, 5-7-2023, https://www.kathimerini.gr/politics/562499833/arthro-toy-aggeloy-chrysogeloy-stin-k-o-neos-ethnosyntiritismos.

[4] Στ. Καλύβας, «Ο Juan Linz και η κατάρρευση των δημοκρατικών καθεστώτων», Καθημερινή, 13-10-2013, https://www.kathimerini.gr/opinion/737235/o-juan-linz-kai-i-katarreysi-ton-dimokratikon-kathestoton.

[5] S. Levitsky & D. Ziblatt, Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες, μτφρ. Α. Παππάς, Μεταίχμιο, Αθήνα: 2018.

[6] https://www.eiu.com/n/campaigns/democracy-index-2021

[7] M. Glasius, Authoritarian Practices in a Global Age, Oxford University Press, Oxford: 2023.

[8] https://rsf.org/en/index

[9] https://cadmus.eui.eu/handle/1814/75724

[10] Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, «Οι καταχρηστικές αγωγές κατά δημοσιογράφων συνιστούν απειλή για την ελευθερία του τύπου και την δημοκρατία», Δελτίο Τύπου, 10-8-2022.

[11] https://www.ecpmf.eu/wp-content/uploads/2022/03/Greece-mission-report-MFRR-1.pdf

[12] https://rsf.org/en/index

[13] Θ. Χονδρόγιαννος, «Έκθεση της Επιτροπής PEGA για παράνομες παρακολουθήσεις στην Ελλάδα», govwatch, 30-5-2023, https://govwatch.gr/finds/ekthesi-tis-epitropis-pega-gia-paranomes-parakoloythiseis-stin-ellada.

[14] «Δήλωση 20 Καθηγητών του Συνταγματικού Δικαίου για την Γνωμοδότηση 1/2023 του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου», Όμιλος «Αριστόβουλος Μάνεσης», 11-1-2023, https://www.constitutionalism.gr/dilosi-20-kathigiton-tou-sintagmatikou-dikaiou-gia-tin-gnomodotisi-1-2023-adae.

[15] «Υποκλοπές: Μητσοτάκης κατά ΑΔΑΕ και Ράμμου, με βαριές εκφράσεις», Ναυτεμπορική, 1-11-2023, https://www.naftemporiki.gr/politics/1531844/ypoklopes-mitsotakis-kata-adae-kai-rammoy-me-varies-ekfraseis.

[16] Δ. Μαραγκουδάκη, Ινστιτούτο V-Dem για Ελλάδα: Μια Δημοκρατία σε Ραγδαία Πτώση», Magazine – news247, 12-3-2023, https://www.news247.gr/magazine/institouto-v-dem-gia-ellada-mia-dimokratia-se-ragdaia-ptosi.

[17] https://rsf.org/en/index

[18] https://www.civicus.org/index.php/what-we-do/innovate/civicus-monitor

[19] https://worldjusticeproject.org/rule-of-law-index

 

Δημοσιεύθηκε στo blog του ETERON, 10.11.2023.

Ένα υπόδειγμα δημόσιου λειτουργού

Ακρίτας Καϊδατζής, Αναπλ. καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Α.Π.Θ.

Αφυπηρέτησε πριν λίγες μέρες ο πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου Ιωάννης Σαρμάς, μετά τη συμπλήρωση τεσσάρων ετών στη θέση, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα. Η αφυπηρέτησή του ελάχιστα απασχόλησε τη δημοσιότητα. Όπως, άλλωστε, και η τετραετής  προεδρία του στο ανώτατο δημοσιονομικό δικαστήριο. Λίγοι θα είχαν ακούσει το όνομά του, αν δεν το έφερνε η πολιτική συγκυρία να υπηρετήσει για ένα μήνα ως υπηρεσιακός πρωθυπουργός στο μεσοδιάστημα μεταξύ των δύο πρόσφατων βουλευτικών εκλογών.

Ήδη αυτό συνιστά έναν έπαινο. Στο σύστημά μας, καλός δικαστής είναι ο δικαστής που δεν (χρειάζεται να) γνωρίζουμε το όνομά του. Που μιλάει με το έργο του. Τις υποθέσεις που χειρίζεται και τις αποφάσεις που εκδίδει ή συμπράττει στην έκδοσή τους.

Στον Ιωάννη Σαρμά όμως αρμόζουν πολλοί έπαινοι για πολλά και διαφορετικά επιτεύγματα. Καταρχάς, καθόλου δεν πρέπει να υποτιμούμε το γεγονός ότι στην ηγεσία ενός από τα τρία ανώτατα δικαστήρια της χώρας, σε μια θέση με μεγάλη εξουσία, αναδείχθηκε ένας διανοούμενος. Πολυγραφότατος, με σημαντικό έργο σε μεγάλο εύρος επιστημονικών πεδίων, με επίκεντρο το δημόσιο δίκαιο και τη διοικητική και συνταγματική νομολογία των ελληνικών και ευρωπαϊκών δικαστηρίων. Περιορίζομαι να μνημονεύσω τον υπότιτλο του πρώτου βιβλίου του, ενός έργου που επηρέασε βαθιά αρκετούς από όσους ασχολούμαστε επιστημονικά με το δίκαιο: «Εξελικτική μελέτη των μεγάλων θεμάτων». Ο Σαρμάς μάς έδειξε ότι, για να κατανοήσουμε πώς απονέμει δικαιοσύνη ένα δικαστήριο, δεν αρκεί να δούμε τί αποφάσισε στη μία ή την άλλη υπόθεση. Πρέπει να αναδείξουμε τις νομολογιακές ροές, το πώς αντιμετωπίζει ορισμένο θέμα στη διαχρονία του.

Έπειτα, ο Σαρμάς αποτελεί τον καλύτερο πρεσβευτή της ιδέας της υπηρεσιακής κινητικότητας. Υπηρέτησε τρεις μεγάλους θεσμούς: Συμβούλιο της Επικρατείας, Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο και (ελληνικό) Ελεγκτικό Συνέδριο, όπου διήλθε όλους τους βαθμούς της ιεραρχίας μέχρι τον ανώτατο. Παντού άφησε το στίγμα του. Κάθε φορά εμπλούτιζε τη νέα θέση του με εμπειρίες από τις προηγούμενες.

Πολλά ακόμη θα μπορούσε να προσθέσει κάνεις από έναν εξαιρετικά πυκνό υπηρεσιακό βίο. Όπως, για παράδειγμα, την όχι απλώς άψογη, αλλά κυριολεκτικά υποδειγματική άσκηση των καθηκόντων του υπηρεσιακού πρωθυπουργού. Η πρωθυπουργία του θα διδάσκεται ως παράδειγμα για το πώς αντιλαμβάνεται το άρθρο 37 του Συντάγματος το ιδιαίτερο, και οπωσδήποτε ευαίσθητο, αξίωμα αυτό.

Ίσως το σημαντικό επίτευγμά του όμως είναι ότι, επί της προεδρίας του, από το Νοέμβριο του 2019, το Ελεγκτικό Συνέδριο μεταμορφώθηκε. Ως πρόεδρος, κινητοποίησε τις δυνάμεις του δικαστηρίου, το έμψυχο υλικό, δικαστές και υπαλλήλους, και τους συντόνισε σε ένα θεαματικό και ίσως πρωτοφανές για τα ελληνικά δεδομένα εγχείρημα θεσμικής ανανέωσης. Με σημαντική επιτυχία. Το Ελεγκτικό Συνέδριο εξελίχθηκε θεσμικά. Αναβαθμίστηκε ο ελεγκτικός του ρόλος, εξορθολογίστηκε η νομολογία του, εκσυγχρονίστηκε η διοίκησή του. Το έργο που έγινε είναι τεράστιο. Και φαίνεται στις λεπτομέρειες. Όπως η γλωσσική επιμέλεια και καλλιέπεια των αποφάσεων της ολομέλειας του δικαστηρίου.

Ο Ιωάννης Σαρμάς είναι ένα υπόδειγμα δημόσιου λειτουργού. Πρότυπο statesman. Του αξίζουν ο θαυμασμός μας και, κυρίως, οι ευχαριστίες μας γιατί μας έδειξε ότι ένα διαφορετικό ήθος και ύφος άσκησης δημόσιας εξουσίας είναι εφικτό.

 

Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 10.11.2023 

 

Η επίδραση της τεχνολογίας στη δημοκρατία

Τ. Βιδάλης, Δ.Ν., EGE Member (EC), Επιστ. Συνεργάτης, Νομ. Σύμβουλος ΕΕΒΤ

Εισαγωγή

Το ελληνικό Σύνταγμα αναφέρεται σποραδικά στην τεχνολογία, κυρίως σε διατάξεις που κατοχυρώνουν τα λεγόμενα «νέα» δικαιώματα, μετά την αναθεώρηση του 2001: για τους βιοιατρικούς πειραματισμούς[1], για το δικαίωμα στην πληροφόρηση, για την προστασία των προσωπικών δεδομένων (άρθ. 5 παρ. 5, 5 Α, 9 Α)[2]. Η ραδιοτηλεόραση πάλι ήταν το πρώτο χρονικά πεδίο του ενδιαφέροντός του, καθώς είχε εμφανισθεί στο κείμενο του 1975 (άρθ. 15). Ακόμη και το 2001, όμως, λίγοι μπορούσαν να προβλέψουν τις συνέπειες των σύγχρονων τεχνολογικών εφαρμογών στις βασικές αξίες μιας δημοκρατίας. Σήμερα, κρίσιμες όψεις της προσωπικής αυτονομίας -όπως εκφράζεται με τις ατομικές ελευθερίες- της πολιτικής συμμετοχής, καθώς και των κοινωνικών δικαιωμάτων εξαρτώνται πλέον από τεχνολογικές εξελίξεις που, αφ’ ενός δεν ελέγχονται από δημόσιους θεσμούς σε οποιοδήποτε επίπεδο, εθνικό ή όχι, και αφ’ ετέρου προσελκύουν το ενδιαφέρον της παγκόσμιας οικονομίας με αυξανόμενο ρυθμό.

Η πραγματικότητα αυτή προβληματίζει για τις πραγματικές αντοχές της δημοκρατίας: μπορεί το καθεστώς που αφήνει τον μεγαλύτερο χώρο για την ελευθερία να αφομοιώσει έναν τεχνολογικά αναπτυγμένο καπιταλισμό με πρακτικά απεριόριστη προοπτική; Για να απαντήσει κανείς στο ερώτημα αυτό, χρειάζεται να εξετάσει ορισμένα κομβικά πεδία της επίδρασης της τεχνολογίας στους δημοκρατικούς θεσμούς. Μπορούμε να ξεχωρίσουμε τρία τέτοια πεδία: την επίδραση στην ελευθερία της έκφρασης, την επίδραση στην ιδιωτικότητα και την επίδραση στη λήψη των αποφάσεων.

 

  1. Ελευθερία της έκφρασης

Η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί όρο για τη λειτουργία της δημοκρατίας. Εξαρτάται άμεσα από την ελευθερία της σκέψης που, με τη σειρά της, συνδέεται με το δικαίωμα στην πληροφόρηση. Αυτή η συναρμογή τριών θεμελιωδών δικαιωμάτων βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, καθώς διαμεσολαβείται καίρια από δύο ιδίως τεχνολογικές εφαρμογές: την ανάπτυξη και διάδοση των κοινωνικών δικτύων και τις εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης για τη διαμόρφωση περιεχομένου (κειμένου, ήχου, εικόνας, κ.λπ.).

Τα κοινωνικά δίκτυα αποδείχθηκαν ιδιαίτερα διεισδυτικά στον τρόπο έκφρασης του μέσου πολίτη[3]. Χωρίς να απαιτούν ειδικές τεχνολογικές γνώσεις ή δεξιότητες, επιτρέπουν την άμεση επικοινωνία σε δημόσιο ψηφιακό χώρο, πρακτικά χωρίς περιορισμούς. Η ανταλλαγή απόψεων, η έκφραση συναισθημάτων ή η διατύπωση γνωμών διευκολύνθηκαν αφάνταστα, σε βαθμό που δεν συγκρίνεται με τις μεθόδους της συμβατικής ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Αμέσως, αυτή η πραγματικότητα αποκάλυψε σκοτεινές όψεις, με την εύκολη διάδοση εκφράσεων λεκτικής βίας, μισαλλοδοξίας, ρατσισμού, σεξισμού ή άλλων διακρίσεων ή τη διάδοση εικόνων που εκθέτουν πρόσωπα, συχνά με σκοπό τον εκβιασμό για ποικίλους σκοπούς.

Από την άλλη πλευρά, η τεχνητή νοημοσύνη επιτρέπει πλέον μορφές έκφρασης που ελέγχονται μόνο εν μέρει από το υποκείμενό τους. Η δυνατότητα, π.χ. δημιουργίας πρωτότυπων κειμένων (Chat GPT[4]), μουσικής ή εικόνων -όπου εκείνος που εκφράζεται αρκείται σε μια αρχική εντολή και το τελικό προϊόν προκύπτει από την αλγοριθμική επεξεργασία της τελευταίας-, σημαίνει ότι η έκφραση δεν μπορεί να αποδοθεί εξ ολοκλήρου στο υποκείμενό της, γιατί ξεπερνά κατά πολύ τις φυσικές νοητικές του ικανότητες ή έστω και τη συμβατική προέκτασή τους με μηχανικά μέσα. Έτσι, η δημιουργία ενός κειμένου που εύκολα θα μπορούσε να αποδοθεί σε έναν διάσημο συγγραφέα, χωρίς όμως ποτέ να το έχει γράψει εκείνος, ή μιας «φωτογραφίας» προσώπου που δεν υπήρξε ή μιας υποτιθέμενης ανακοίνωσης του ΟΗΕ ή της κυβέρνησης που πείθει τον καθέναν για την αυθεντικότητά της, χωρίς όμως να έχει εκδοθεί ποτέ στην πραγματικότητα, ασφαλώς αποτελούν μορφές έκφρασης εκείνου που τις προκάλεσε. Αντιπροσωπεύουν τον δημιουργό τους, έστω και αν αυτός δεν έχει κανένα ταλέντο στη λογοτεχνία, δεν ασχολήθηκε ποτέ με τη φωτογραφική τέχνη ή δεν τον ενδιαφέρει η πολιτική: αρκεί μόνο να γνωρίζει τις απλές εντολές που ενεργοποιούν μια εφαρμογή τεχνητής νοημοσύνης, διαθέσιμη συνήθως ελεύθερα ή με μικρό κόστος στο διαδίκτυο.

Πρόκειται ωστόσο για προωθημένες μορφές έκφρασης με απρόβλεπτες συνέπειες, που δυνητικά μπορούν να επηρεάσουν τη ζωή άλλων, μεμονωμένων προσώπων, ομάδων, πληθυσμών ή ακόμη και ολόκληρου του κόσμου. Η δυνατότητα γρήγορης και ευρύτατης διάδοσης τέτοιας «τεχνητής» έκφρασης στο δημόσιο χώρο έχει το ίδιο αποτέλεσμα με τη «φυσική» έκφραση όπως την έχουμε γνωρίσει (και την οποία είχαν κατά νου εκείνοι που διατύπωσαν τη σχετική ελευθερία σε διεθνή και συνταγματικά κείμενα): την πρόκληση αυθεντικών εντυπώσεων στους αποδέκτες, οι οποίοι αντιδρούν ειλικρινά στην πραγματική ζωή χωρίς την αίσθηση ότι συμμετέχουν σε κάποιο κακόγουστο παιχνίδι.

Οι δύο αυτές τεχνολογικές εξελίξεις είναι σε θέση να μεταθέτουν το κέντρο βάρους της ελευθερίας της έκφρασης από την εξωτερίκευση αυθεντικών σκέψεων ή συναισθημάτων στον κοινό εντυπωσιασμό. Η διαφορά δεν έγκειται σε μια διάκριση αλήθειας/ψεύδους. Κανείς δεν θα ισχυριζόταν ότι οι αυθεντικές σκέψεις εγγυώνται την αλήθεια: μπορούν εκούσια ή ακούσια να παραπλανούν ή να εξαπατούν. Ωστόσο η τεχνολογία που διαθέτουμε, διευκολύνει απίστευτα την πιθανότητα εκούσιας παραπλάνησης ή εξαπάτησης με σκοπό τη χειραγώγηση της σκέψης και των πράξεων του αποδέκτη.

Αν αυτό το μεταφέρουμε στο δημόσιο χώρο, η αμφιβολία για την αυθεντικότητα των προϊόντων έκφρασης που κυκλοφορούν και η εύκολη διάδοση της έκφρασης που υποθάλπει τη βία, μπορεί να αλλάξει δραματικά τα δεδομένα μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Ο λόγος είναι ότι, στην τελευταία, η ελευθερία της έκφρασης έχει σημασία για την πληροφόρηση των πολιτών. Το δικαίωμα στην πληροφόρηση είναι, όπως είπαμε, θεμελιώδες και κατοχυρώνεται επίσης σε διεθνή και συνταγματικά κείμενα. Συμπληρώνει την ελευθερία της έκφρασης, φωτίζοντας την πλευρά του αποδέκτη της στο δημόσιο χώρο: ο αποδέκτης ποικίλων εκφράσεων άλλων προσώπων – δηλαδή, «πληροφοριών» από τα τελευταία- είναι σε θέση να διαμορφώσει ελεύθερα τη δική του γνώμη και, με τη σειρά του, να γίνει πομπός νέας έκφρασης. Αν όμως αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών στο δημόσιο χώρο έχει ως αντικείμενο την οργάνωση της συμβίωσης σε μια κοινωνία και, ακόμη περισσότερο, το κοινό συμφέρον, η ποιότητά τους είναι ζωτικής σημασίας. Τουλάχιστον η απαίτηση της μη χειραγώγησης του αποδέκτη των πληροφοριών με τη δημιουργία εντυπώσεων είναι ουσιώδης[5], ώστε να μην αναιρείται η δική του ελευθερία γνώμης και, κατ’ επέκταση, η ελευθερία της γνώμης και έκφρασης στο πλαίσιο του πολιτικού του αυτοκαθορισμού που αποτελεί την ουσία της δημοκρατίας.

Με δεδομένες τις τεχνολογίες αυτές, ο έλεγχος της πληροφορίας που χειραγωγεί την ελεύθερη γνώμη των πολιτών δείχνει πρακτικά ανέφικτος. Οπωσδήποτε, η συμβατική διάδοση πληροφοριών στο δημόσιο χώρο μέσω των παραδοσιακών ΜΜΕ μπορούσε να υπαχθεί σε κάποιας μορφής έλεγχο, κυρίως επειδή τα ΜΜΕ ήταν οι κύριοι πομποί τους. Πλέον αυτό δεν ισχύει, όχι μόνον επειδή τα ΜΜΕ πολλαπλασιάστηκαν υπερβολικά και η πρόσβαση σε αυτά δεν γνωρίζει σύνορα, αλλά διότι πομπός πληροφορίας και δυνάμει διαμορφωτής της γνώμης του κοινού είναι ο καθένας, στο μέτρο που η ελευθερία της έκφρασης έχει εύκολα διαθέσιμες ράγες επικοινωνίας στο δημόσιο χώρο.

Η κατασκευή και διάδοση ψευδών ειδήσεων είναι το πιο κοινό παράδειγμα νόθευσης του δικαιώματος στην πληροφόρηση μέσω της τεχνολογίας, που μπορεί να οδηγήσει σε χειραγώγηση της γνώμης και τελικά της έκφρασης των πολιτών[6]. Οι συνέπειες για την πολιτική συμμετοχή αφορούν εδώ την αναίρεση της αυθεντικότητας της πολιτικής βούλησης, προς όφελος ιδιοτελών σκοπών εκείνου που παράγει ψευδείς ειδήσεις.

Όσο και αν στην κοινή γνώμη καλλιεργείται η εντύπωση ότι είναι κυρίως ιδιωτικά κέντρα οι φορείς των τελευταίων -με αφορμή την πανδημία, στη διάρκεια της οποίας κυκλοφόρησαν πράγματι ποικίλες θεωρίες συνομωσίας για τη σοβαρότητα της ασθένειας, την πραγματική αξία των εμβολίων κ.λπ.[7]– φαίνεται ότι οι κυβερνήσεις διαδραματίζουν στο πεδίο αυτό σημαντικό ρόλο, κυρίως διώκοντας την ανεξάρτητη ερευνητική δημοσιογραφία. Ο αποκλεισμός της κυκλοφορίας αληθινών ειδήσεων ουσιαστικά ισοδυναμεί με κατασκευή ψευδών ειδήσεων, καθώς καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα της δημιουργίας παραπλανητικών εντυπώσεων για την αλήθεια στο κοινό. Οι διώξεις αυτές από αυταρχικά καθεστώτα έχουν αποκαλυφθεί και επίσημα[8], ωστόσο ο κίνδυνος να χαρακτηρίσουν τη raison d’ Etat ακόμη και σύγχρονων δημοκρατιών είναι ορατός, ήδη μάλιστα τα πρώτα δείγματα έχουν εμφανισθεί. Και τούτο, διότι, αν στην περίπτωση των αυταρχικών καθεστώτων η αδύναμη νομιμοποίηση της εξουσίας εξηγεί πρακτικές χειραγώγησης της πολιτικής βούλησης (και μάλιστα διαχρονικά, πολύ πριν εμφανιστούν οι νέες τεχνολογικές εφαρμογές), στην περίπτωση των δημοκρατιών η εξήγηση πρέπει να αναζητηθεί σε μια σύμπτωση δύο ιδίως παραγόντων.

Αφ’ ενός, σε μια διαρκή κατάσταση εναλλασσόμενων κρίσεων που προς το παρόν χαρακτηρίζει τον 21ο αιώνα, και πλέον καλείται να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε κράτος στον κόσμο, λόγω της αλληλεξάρτησης των οικονομιών και της ταχύτητας της επικοινωνίας. Κρίσεις κατά κανόνα παγκόσμιων διαστάσεων, συλλογικής ασφάλειας, χρηματιστηριακές, υγειονομικές, ενεργειακές, πολεμικές και βέβαια η μεγάλη κρίση της κλιματικής αλλαγής, διαμορφώνουν απρόβλεπτες συνθήκες στις οποίες ακόμη και μια δημοκρατικά νομιμοποιημένη κυβέρνηση -που απολαμβάνει την εμπιστοσύνη των πολιτών, έστω για κάποιο χρονικό διάστημα- δύσκολα μπορεί να ανταποκριθεί: στην πραγματικότητα, η πολιτική ως ορθολογικό πρόταγμα έχει υποχωρήσει δραματικά στον αιώνα αυτόν. Το αποτέλεσμα για τις δημοκρατικές κυβερνήσεις είναι η διαρκώς επισφαλής κατάσταση της νομιμοποίησής τους, που απαιτεί κινήσεις αυτοπροστασίας, ιδίως μέσω της διαχείρισης της επικοινωνίας με τους πολίτες.

Αφ’ ετέρου, η ίδια η σύγχρονη δημοκρατία οργανώνεται στη βάση μιας επαγγελματικής πολιτικής που όλο και περισσότερο επικαθορίζεται από οικονομικές ολιγαρχίες, ιδίως στο δεσπόζον πεδίο του χρηματιστικού κεφαλαίου. Η σχέση αυτή δεν επιτρέπει αποκλίσεις από προτεραιότητες μιας έντονα διεθνοποιημένης αγοράς, επομένως και αποκλίσεις από τις βασικές πολιτικές κατευθύνσεις που υπηρετούν αυτές τις προτεραιότητες. Το ενδεχόμενο διάρρηξης της δημοκρατικής νομιμοποίησης σε περιόδους εντάσεων μεταξύ της κοινωνίας και των κρατουσών πολιτικών κατευθύνσεων δύσκολα πλέον γίνεται ανεκτό από τις κυβερνήσεις. Και πάλι, η τεχνολογία της επικοινωνίας προσφέρει μεθόδους και εργαλεία για την αποτροπή μιας τέτοιας διάρρηξης, στην επιδίωξη της οποίας ο σκοπός αγιάζει τα μέσα: η δεοντολογία της πληροφόρησης μπορεί να υποχωρεί υπέρ «κατά συνθήκην» ψευδών ειδήσεων, ώστε να διασφαλίζεται η ομαλή σχέση οικονομικών αναγκαιοτήτων και επαγγελματικής πολιτικής. Μια πολύ πιο πειστική κρατική προπαγάνδα, χάρη στην αξιοποίηση τεχνολογίας κατασκευής γεγονότων ή απόψεων (π.χ. το περίφημο πυρηνικό οπλοστάσιο του Ιράκ[9]), αλλοίωσης της εικόνας της πραγματικότητας (π.χ. τα “Greek statistics” πριν την χρεωκοπία της χώρας μας[10]), παρουσίασης της «μισής» αλήθειας, έμφασης στο δευτερεύον αντί του κύριου (η περίπτωση της δίωξης των WikiLeaks[11], όπου η αποκάλυψη παράνομων δραστηριοτήτων κρατικών αξιωματούχων υποβαθμίστηκε, λόγω της έμφασης που δόθηκε στο γεγονός της διαρροής των ειδήσεων) και, τελικά, απόκρυψης αυτού που όντως συμβαίνει ή έχει συμβεί, αποκαλύπτει ανάγλυφα, σήμερα, ένα από τα σκοτεινότερα χαρακτηριστικά της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

Την παραπάνω εικόνα συμπληρώνει η δυνατότητα χειραγώγησης του εκλογικού σώματος υπέρ συγκεκριμένων κομμάτων ή υποψηφίων, με τη χρήση τεχνολογικών εφαρμογών. Το παράδειγμα της στοχευμένης προώθησης μηνυμάτων σχεδιασμένων στη βάση του προσωπικού και κοινωνικού προφίλ, καθώς και των εκφρασμένων προτιμήσεων που οι εκλογείς δημοσιοποιούν στα κοινωνικά δίκτυα, έγινε γνωστή με την υπόθεση της Cambridge Analytica, στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016[12]. Στην υπόθεση αυτή εξασφαλίσθηκε η πρόσβαση σε μεγάλο όγκο προσωπικών δεδομένων, μέσω συμφωνίας με τη Facebook, για τη χειραγώγηση των εκλογέων υπέρ της υποψηφιότητας Trump. Η παράνομη αξιοποίηση δεδομένων, χωρίς τη συναίνεση των υποκειμένων τους, ήταν εδώ προφανής, ωστόσο η ευκολία με την οποία ιδιωτικές εταιρείες είναι σε θέση να επηρεάσουν καθοριστικά το αποτέλεσμα των εκλογών, φαίνεται να υπερβαίνει τα περιθώρια πρόληψης μέσω της νομοθεσίας, όπως είναι τουλάχιστον σήμερα. Ακόμη και αν δεν αντιμετωπίζει κανείς κραυγαλέες περιπτώσεις χειραγώγησης της εκλογικής βούλησης, όπως η παραπάνω, οπωσδήποτε δεν μπορεί να αποκλείσει στην εκλογική «αγορά» τεχνικές χειραγώγησης της βούλησης με μεθόδους neuromarketing[13], καθιερωμένες από καιρό στην εμπορική διαφήμιση κοινών καταναλωτικών προϊόντων. Πόσο «ελεύθερη» είναι η εκλογική συμπεριφορά όταν εκτίθεται σε αυτή την τεχνολογία;

 

  1. Ιδιωτικότητα

Η δεύτερη αξία που επηρεάζουν καθοριστικά οι νέες τεχνολογίες, είναι η ιδιωτικότητα των πολιτών. Η ιδιωτικότητα αφορά την ποιότητα της δημοκρατίας επειδή συνιστά τον πυρήνα της προσωπικότητας. Στην πραγματικότητα, η δυνατότητα ελεύθερης διαμόρφωσης σκέψης -άρα και ελεύθερης άσκησης των πολιτικών δικαιωμάτων- προϋποθέτει ότι ο πολίτης βρίσκει στην ιδιωτική του ζωή -με τον εαυτό του, την οικογένεια, τους φίλους, τους συντρόφους του, κ.λπ.- ένα «καταφύγιο»[14]. Το καταφύγιο αυτό αντιπαραβάλλεται προς το δημόσιο χώρο, στον οποίο το πρόσωπο αναγνωρίζεται κυρίως ως φορέας ενός κοινωνικά σημασιοδοτημένου ρόλου, με βάση την οικονομική ή τη γενικότερη δημόσια δραστηριότητά του. Η απόσυρση στο «καταφύγιο» της ιδιωτικής ζωής σημαίνει την ανασυγκρότηση της μοναδικής προσωπικότητας, ώστε το υποκείμενο να μη «διαλύεται» υπηρετώντας τους ποικίλους κοινωνικούς του ρόλους. Ασφαλώς η προσωπικότητά μας είναι και συνισταμένη των κοινωνικών μας καθορισμών, αλλά όχι μόνο αυτό: ο αναστοχασμός με τον εαυτό μας και τους δικούς μας είναι απαραίτητος για να βλέπουμε πέρα από τη μερικότητα αυτών των καθορισμών ή αλλιώς να στεκόμαστε κριτικά απέναντί τους και ίσως να τους αναθεωρούμε. Ο ελεύθερος πολίτης έχει, λοιπόν, ανάγκη αυτόν τον προστατευμένο χώρο του αναστοχασμού, από τον οποίο θα γεννηθούν οι σκέψεις, οι γνώμες και οι αποφάσεις ιδίως για όσα ζητήματα απαιτούν μια ευρεία θεώρηση, όπως είναι αυτά που αφορούν την πολιτική συμμετοχή.

Στην εποχή των κοινωνικών δικτύων αποδεικνύεται, ωστόσο, ότι η ιδιωτική ζωή απασχολεί ελάχιστα ως αξία την πλειονότητα των πολιτών. Η ανάπτυξη ποικίλων εφαρμογών που επιτρέπουν την εύκολη επικοινωνία μεταξύ προσώπων ή ομάδων, χωρίς περιορισμούς χώρου, χρόνου, περιεχομένου κ.λπ., παρά μόνον αν τους επιλέξουν οι χρήστες, απέδειξε ότι ο μέσος πολίτης είναι πρόθυμος να δημοσιοποιεί σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό πληροφορίες για την ιδιωτική του ζωή, προσωπικές του σκέψεις, απόψεις ή συναισθήματα για χάρη ακριβώς της επικοινωνίας αυτής: σε έναν κόσμο που λειτουργεί στη βάση του ατομικισμού, της εγωιστικής επιδίωξης και της διαρκούς εργαλειοποίησης των κοινωνικών σχέσεων, η ανάγκη της επικοινωνίας προβάλλει επιτακτικά για να διατηρήσει κάποιος φυσιολογικές σχέσεις με τους άλλους, έστω κι αν αυτό μπορεί να σημαίνει δημοσιοποίηση όψεων της ιδιωτικής του ζωής.

Η βαθμιαία διαμόρφωση μιας κοινής αντίληψης που θέλει την ιδιωτικότητα να θεωρείται είτε δευτερεύουσα αξία είτε απλώς «πολυτέλεια» που αφορά όσες ελίτ προτιμούν να μην εκτίθενται σε αδιάκριτα βλέμματα, συμπληρώνεται τις τελευταίες δεκαετίες από τη ραγδαία ανάπτυξη τεχνολογιών διαχείρισης δεδομένων, ιδίως προσωπικών δεδομένων. Η ανάδυση της σημασίας της πληροφορίας ως ανταλλακτικής αξίας[15] σε κάθε τομέα αποτελεί σήμερα μια σταθερά που αναδεικνύει έναν άρρηκτο δεσμό μεταξύ τεχνολογίας και σύγχρονης οικονομίας. Ειδικά για τα προσωπικά δεδομένα -τα οποία αποτελούν βασική διάσταση της ιδιωτικότητας- αυτό σημαίνει μια διαρκή πίεση για την αξιοποίησή τους σε διάφορες -ιδίως κερδοσκοπικές- εφαρμογές, από τους τομείς των τραπεζών και των τηλεπικοινωνιών, ως τις αγορές των ασφαλίσεων, των λογιστικών υπηρεσιών και της υγείας.

Το αποτέλεσμα ήταν η υιοθέτηση ειδικής νομοθεσίας για την προστασία των δεδομένων σε όλες τις χώρες του κόσμου, καθώς συνειδητοποιήθηκε η ανάγκη μιας εξισορρόπησης με τις δυνατές χρήσεις, που διαρκώς αυξάνονται. Στην ΕΕ η νομοθεσία αυτή έδειξε τα όριά της. Η αρχική ρύθμιση (Οδηγία 95/46) κινήθηκε σε μια κατεύθυνση υπερβολικά φιλόδοξου προστατευτισμού, ορίζοντας έναν κρατικό θεσμό (τις Αρχές Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων) ως τον απόλυτο εγγυητή της προστασίας, σαν να ήταν δυνατόν οι διοικητικοί θεσμοί να συγκρατήσουν τη συνδυασμένη πίεση οικονομίας και τεχνολογίας και μάλιστα στην παγκοσμιοποιημένη εκδοχή τους. Ο GDPR που ήλθε 20 χρόνια αργότερα, άλλαξε το συσχετισμό, ουσιαστικά υποβαθμίζοντας τον ρόλο των Αρχών -δηλαδή των θεσμών της δημοκρατικά νομιμοποιημένης διοίκησης- και μετατρέποντας την προστασία των προσωπικών δεδομένων σε μια μάλλον τυπολατρική διαδικασία αυτοδέσμευσης.

Αλλά η ανάπτυξη εφαρμογών διαχείρισης προσωπικών δεδομένων δεν άφησε αδιάφορο το ίδιο το κράτος. Χάρη στις εφαρμογές αυτές, το κράτος προωθεί μια πιο στιβαρή, παρεμβατική εκδοχή του, βασισμένη στην ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα. Η προοπτική ριζικής αντιμετώπισης της γραφειοκρατίας, με την ψηφιοποίηση διαδικασιών και την εισαγωγή τεχνητής νοημοσύνης που επιτρέπει την αυτοματοποίηση αποφάσεων σχετικών με την καθημερινότητα των πολιτών, είναι ένα παράδειγμα, το οποίο όμως στο επίπεδο των αξιών έχει κόστος. Αναγκαίος όρος, εδώ, είναι η ευκολία πρόσβασης σε προσωπικά δεδομένα (και διασύνδεσης μεταξύ των κατηγοριών τους), ακόμη και χωρίς να το γνωρίζουν οι πολίτες. Το «γρήγορο» και «αποτελεσματικό» κράτος εμπιστεύεται σήμερα ιδίως την εξέλιξη αυτή, που όμως αποστρέφεται εμπόδια «ιδιωτικότητας».

Τόσο το κράτος όσο και όσοι ιδιώτες επενδύουν στη διαχείριση προσωπικών δεδομένων σε ευρεία κλίμακα, συναντούν το κυριότερο από τα εμπόδια αυτά στην απαίτηση της νομοθεσίας, το υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων να διατηρεί τον έλεγχο της χρήσης τους από τρίτους, μέσω του κανόνα της συναίνεσης[16]. Η συναίνεση του υποκειμένου δεν μπορεί να είναι επιπόλαιη: προϋποθέτει την προηγούμενη ενημέρωσή του για το σκοπό της επεξεργασίας των δεδομένων, όπως και για τη διάρκεια της χρήσης τους (ή, αλλιώς, την τύχη τους μετά την εκπλήρωση αυτού του σκοπού, ώστε να μην κινδυνεύσει η ασφάλειά τους). Έτσι, η προηγούμενη συναίνεση (opt-in), χωρίς την οποία καμία επεξεργασία δεν είναι δυνατή, εμπλέκει δυνητικά το ίδιο το πρόσωπο σε κάθε δυνατή επεξεργασία.

Από τη σκοπιά του τρίτου που ενδιαφέρεται για τη χρήση των δεδομένων, αυτό σημαίνει πιθανές γραφειοκρατικές εμπλοκές ή ακόμη και την υποχρέωση να αποκαλύπτει κάθε φορά τον σκοπό της επεξεργασίας έστω και αν δεν το θέλει: έτσι το opt-in καταλήγει να είναι εμπόδιο για τον χρήστη. Η πίεση που ασκείται όλο και περισσότερο πλέον είναι η υιοθέτηση της εναλλακτικής λύσης του opt-out, δηλαδή της αυτόματης δυνατότητας χρήσης των δεδομένων για οποιονδήποτε σκοπό, εκτός αν εκφράσει ρητά την αντίθεσή του το υποκείμενό τους. Η «εικαζόμενη συναίνεση» στη χρήση δεδομένων μεταθέτει τελικά το πρόβλημα στο υποκείμενο των δεδομένων, που πλέον πρέπει να παρακολουθεί κάθε δυνατή εισβολή στη διάσταση αυτή της ιδιωτικότητάς του, για να εκφράσει την πιθανή του αντίρρηση: από τα e-mails ή τα sms που δεχόμαστε (με την υποσημείωση ότι αν θέλουμε μπορούμε να εξαιρεθούμε), ως τα cookies ιστοσελίδων ή τη «δευτερογενή» χρήση αποθηκευμένων δεδομένων μας σε ερευνητικά προγράμματα ή σύνθετες αναζητήσεις υγειονομικών, διωκτικών ή φορολογικών αρχών, οι εφαρμογές του opt-out γενικεύονται διαρκώς[17].

Σε αυτή την αντιστροφή του «βάρους» της συναίνεσης, ας προσθέσουμε τη σταθερή προώθηση εκ μέρους των ιδιωτών/παρόχων της αποθήκευσης δεδομένων σε υπηρεσίες clouds. Η δυνατότητα αυτή εξ αντικειμένου εκθέτει τα δεδομένα (όχι μόνον τα προσωπικά, αλλά και όσα σχετίζονται με την επιστημονική έρευνα, την πνευματική ιδιοκτησία, κ.λπ.) σε αυξημένο κίνδυνο αθέμιτων διαρροών, καθώς ο «χώρος» αποθήκευσης ελέγχεται από τον πάροχο. Ακόμη και αν η τεχνολογία των clouds υπόσχεται τη διατήρηση και τον εύκολο χειρισμό των δεδομένων μας, το τίμημα είναι η απόσπαση των τελευταίων από τον δικό μας αποκλειστικό έλεγχο και η πιθανότητα να χρησιμοποιηθούν από άγνωστους χρήστες: όπως και με την opt-out «συναίνεση», στην πραγματικότητα καλούμαστε να εμπιστευθούμε και εδώ ένα μέρος του πυρήνα της προσωπικής μας ζωής στην καλή προαίρεση ιδιωτών-ειδικών…

Το πρόβλημα της συλλογικής ασφάλειας, τέλος, αποτελεί ένα προνομιακό πεδίο για την αξιοποίηση σύγχρονων τεχνολογιών παρακολούθησης των πολιτών από την πλευρά του κράτους. Σήμερα, η δυστοπική εικόνα του φουκωικού «πανοπτικού»[18] δεν περιορίζεται σε χώρους εγκλεισμού, αλλά επεκτείνεται όλο και περισσότερο στο δημόσιο χώρο των πόλεων, με τη χρήση καμερών και φορητών συστημάτων παρακολούθησης οπουδήποτε.

Ο σημερινός πολίτης καταλήγει να εθίζεται σε αυτή την επίβλεψη της κοινωνικής ζωής, θεωρώντας τη «κανονική», καθώς έτσι αισθάνεται περισσότερο «ασφαλής» σε ένα περιβάλλον όπου η διαφορετικότητα, η απόκλιση στη συμπεριφορά, η κριτική των προτύπων θεωρούνται ενδείξεις εγκληματικότητας ή πιθανής τρομοκρατίας. Η «κανονικότητα» επιβάλλεται ως κρατούσα αντίληψη όλο και περισσότερο, καθώς εγγυάται προβλέψιμες συμπεριφορές (και οικονομικό εξορθολογισμό, μεταξύ άλλων). Αυτή η κανονικότητα σε ευρεία κοινωνική κλίμακα αποστρέφεται το προσωπικό, το ιδιωτικό και το ιδιότροπο και απαιτεί τεχνολογικά αναβαθμισμένες μεθόδους επιτήρησης από ένα νέο, έντονα πατερναλιστικό κράτος, που θέλει να επιβλέπει τα πάντα.

Με την εισαγωγή της τεχνητής νοημοσύνης, η εφαρμογή μεθόδων «κοινωνικής βαθμολόγησης» (social scoring) των πολιτών, που βασίζεται σε πρακτικές μαζικών παρακολουθήσεων για τη συλλογή μεγάλου όγκου προσωπικών δεδομένων και -μέσω της δημιουργίας ατομικών προφίλ- καταλήγει να αξιολογεί την προσαρμογή του καθενός στα αποδεκτά για το καθεστώς πρότυπα συμπεριφοράς[19], απειλεί να «κανονικοποιήσει» την επιτήρηση των πολιτών, μονιμοποιώντας τον φόβο στη σφαίρα της στενά προσωπικής τους ζωής: ο φόβος των δυσμενών διακρίσεων είναι πλέον ο «χωροφύλακας στο μυαλό» (“le flic dans la tete”) του καθενός.  Η επόμενη παραδοχή έρχεται φυσιολογικά: εν ονόματι της συλλογικής ασφάλειας και άρα της προβλεψιμότητας των «παρεκκλίσεων», στην αποστολή τους αυτή, τα αρμόδια κρατικά όργανα είναι καλύτερα να αφήνονται απερίσπαστα από τον έλεγχο των δημοκρατικών θεσμών.

 

  1. Η λήψη αποφάσεων

Σε μια δημοκρατία, η λήψη των αποφάσεων που αφορούν είτε το σύνολο είτε μεγάλες ομάδες του πληθυσμού προϋποθέτει τη διαφάνεια της διαδικασίας, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος και τελικά η λογοδοσία των υπευθύνων. Για τρεις διαφορετικούς λόγους, η μεσολάβηση της τεχνολογίας[20] δεν επιτρέπει σήμερα την ομαλή λειτουργία αυτού του σχήματος.

Ο πρώτος λόγος έγκειται στην αδιαφάνεια που συνεπάγεται η διεύρυνση της απόστασης μεταξύ αντιπροσώπων και αντιπροσωπευομένων στον κοινοβουλευτισμό, εξ αιτίας του ρόλου που διαδραματίζει η σύγχρονη τεχνολογία στη μαζική ενημέρωση. Θα περίμενε κανείς ότι η «ελευθερία» των ηλεκτρονικών ΜΜΕ, θα επέτρεπε έναν εκδημοκρατισμό στην ενημέρωση και μεγαλύτερα περιθώρια ελέγχου των επαγγελματιών της πολιτικής. Έχει συμβεί ακριβώς το αντίθετο, καθώς -όπως φαίνεται- η μαζική ενημέρωση έχασε το περιθώριο κριτικής στάσης που της εξασφάλιζε η σχετική ανεξαρτησία από οικονομικές σκοπιμότητες.

Η κυριαρχία ολιγαρχικών ηλεκτρονικών ΜΜΕ στον τομέα της διαμόρφωσης της γνώμης των πολιτών υπήρχε ήδη πριν από τη διάδοση του internet στον δυτικό κόσμο[21]. Κοινές μέθοδοι προπαγάνδας είχαν ήδη εγκατασταθεί στα κεντρικά τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων, για την εξυπηρέτηση ιδιοτελών συμφερόντων των ιδιοκτητών των σταθμών που εξαρτούσαν μέσω της εκλογικής υποστήριξης κυβερνώντες ή αντιπολιτευομένους τουλάχιστον αυτούς των μεγάλων πολιτικών παρατάξεων (συντηρητικών, φιλελεύθερων, σοσιαλιστών). Ο πολίτης στη Δύση των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα διαμόρφωνε άποψη παρακολουθώντας τέτοιου είδους «ενημέρωση» κάθε βράδυ.

Ο νέος αιώνας «απογείωσε» αυτή τη διαμεσολαβημένη από ολιγαρχικά μέσα σχέση αντιπροσωπευομένων/αντιπροσώπων. Γιατί με τη διάδοση του internet και ιδίως των κοινωνικών πλατφορμών, οι τρόποι χειραγώγησης πολλαπλασιάστηκαν: όσο κι αν το άναρχο διαδίκτυο επιτρέπει την έκφραση και τη διάδοση της γνώμης σε οποιονδήποτε, οι ιδιώτες πάροχοι των υπηρεσιών του και οι ιδιοκτήτες των πλατφορμών κρατούν τα ηνία[22], επιβάλλοντας συχνά «κανόνες» ελέγχου και περιορισμού της έκφρασης, ενώ οι μεγάλοι «παίκτες» των ΜΜΕ κυριαρχούν στην 24ωρη διαδικτυακή διαχείριση των ειδήσεων. Έτσι, η δημόσια σχέση του πολίτη με τον αντιπρόσωπό του επικαθορίζεται σχεδόν απόλυτα από έναν ή λίγους ιδιώτες μεσολαβητές που μπορούν να χειραγωγούν τη διαμόρφωση γνώμης, μέσω της τηλεόρασης, του υπολογιστή ή του κινητού τηλεφώνου, οποτεδήποτε και οπουδήποτε. Η χειραγώγηση αυτή επιτρέπει, παράλληλα, την αδιαφάνεια στις κινήσεις των επαγγελματιών πολιτικών, χωρίς τον κίνδυνο της έκθεσης σε δημόσια κριτική: και πάλι, η υπόθεση WikiLeaks είναι ενδεικτική της έκτασης αυτής της αδιαφάνειας και των συμφερόντων που εξυπηρετήθηκαν σε παγκόσμια κλίμακα.

Ο δεύτερος λόγος αφορά την ίδια την εξέλιξη της τεχνολογίας, που αμφισβητεί πλέον τη δικαιοδοσία των πολιτικών αποφάσεων στα πεδία της. Πράγματι, αν παρατηρήσει κανείς τη νομοθεσία που αφορά ρύθμιση μεγάλων τομέων της σύγχρονης τεχνολογίας – από τις τηλεπικοινωνίες ως την πληροφορική και από τις ενεργειακές εφαρμογές ως τη βιοιατρική και τη βιοτεχνολογία- διαπιστώνει ότι, κατά κανόνα, πρόκειται για την επικύρωση ειλημμένων ήδη αποφάσεων στο επίπεδο των συνεργασιών της βιομηχανίας με τους ερευνητικούς οργανισμούς, χωρίς την παρουσία του κράτους (ή ακόμη και της ΕΕ). Νόμοι που απλώς καθιερώνουν εποπτικές αρχές -εισάγοντας γραφειοκρατία- και διακηρύσσουν γενικόλογες αρχές, αποφεύγοντας την εξειδίκευση, συνοδεύονται από εκτενή παραρτήματα τεχνικού περιεχομένου. Τα παραρτήματα αυτά, συνήθως, αποτελούν την ουσία της ρύθμισης, την οποία εκπόνησαν εμπειρογνώμονες χωρίς κάποιου είδους δημοκρατική νομιμοποίηση και απλώς κλήθηκαν να επικυρώσουν οι επαγγελματίες πολιτικοί, οι οποίοι άλλωστε δεν έχουν καν στοιχειώδεις γνώσεις για να εκφέρουν σχετικές απόψεις.

Έτσι, η συνθετότητα και οι ειδικές γνώσεις που απαιτεί η ρύθμιση των νέων ιδίως τεχνολογιών δικαιολογούν τη γνωστή αποστροφή που θέλει το δίκαιο να τρέχει ασθμαίνοντας πίσω από την τεχνολογική πρόοδο, προσπαθώντας μάταια να τη «ρυθμίσει»[23]. Υπάρχουν πολλά χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της άνισης σχέσης δικαίου και τεχνολογίας (ή αλλιώς της σχέσης δημοκρατικών θεσμών και οικονομικοτεχνολογικής σύμπραξης). Η νομοθεσία της ΕΕ για τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς και μικροοργανισμούς («μεταλλαγμένα») στη δεκαετία του 1990 περιλάμβανε ήδη προβλέψεις για την επανεξέτασή της ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα. Το ίδιο συνέβη με τη νομοθεσία κρατών για την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή (π.χ. Γαλλία) και πιο πρόσφατα με τη νομοθεσία της ΕΕ για την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Σε όλες τις περιπτώσεις, η υστέρηση του νομοθέτη απέναντι στην τεχνολογική πρόοδο που ενεργοποιεί το ενδιαφέρον της βιομηχανίας θεωρήθηκε δεδομένη εξ αρχής. Ειδικά όμως στο τελευταίο παράδειγμα της προστασίας των δεδομένων, αποδείχθηκε επί πλέον ότι ο νομοθέτης της αρχικής κοινοτικής Οδηγίας (95/46), όπως και οι εθνικοί νομοθέτες των κρατών μελών που την ενσωμάτωσαν στα νομικά τους συστήματα, βρισκόταν μακριά από την πραγματικότητα. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η φιλοδοξία του να ελέγξει την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων σε όλους τους τομείς απαιτώντας την προηγούμενη άδεια των εθνικών Αρχών Προστασίας, απλώς οδήγησε σε μια πρακτικά ανεφάρμοστη πρόβλεψη.

Αυτό το πρόβλημα της υστέρησης του δικαίου απέναντι στην τεχνολογία αναδεικνύει έναν τρίτο λόγο δυσλειτουργίας του σχήματος διαφάνειας/λογοδοσίας στη λήψη των αποφάσεων. Αυτός έγκειται στη διαρκή επέκταση του ρόλου των ειδικών στο κράτος, εις βάρος εκείνων που απολαμβάνουν δημοκρατική νομιμοποίηση. Δύο φαινόμενα αξίζει να επισημανθούν εδώ.

Πρώτα, μεγάλοι τομείς της κρατικής δράσης συνδέονται σήμερα με την αξιοποίηση νέων τεχνολογιών, ιδίως στους τομείς της δημόσιας διοίκησης, της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών και της υγείας. Στη δημόσια διοίκηση και στην υγεία επεκτείνονται συνεχώς ψηφιακές εφαρμογές για τις συναλλαγές πολίτη/κράτους, αλλά και για την επικοινωνία μεταξύ κρατικών υπηρεσιών, που προϋποθέτουν την ενεργοποίηση συστημάτων συλλογής και επεξεργασίας μεγάλου όγκου δεδομένων (συμπεριλαμβανομένων και προσωπικών δεδομένων, συχνά ευαίσθητων). Σε ορισμένο βαθμό, οι εφαρμογές αυτές επεκτείνονται στη χρήση τεχνητής νοημοσύνης για την έκδοση αυτοματοποιημένων αποφάσεων, στη βάση αλγορίθμων, χωρίς τη μεσολάβηση υπαλλήλων. Τα παραδείγματα αυτής της πραγματικότητας είναι πολλά, από την οργάνωση των φορολογικών συστημάτων ή την έκδοση ατομικών πράξεων ποικίλων κατηγοριών, ως την ηλεκτρονική συνταγογράφηση, τους ψηφιακούς φακέλους ασθενών και την πρόσφατη ιχνηλάτηση κρουσμάτων ή ελέγχου των μετακινήσεων των πολιτών για τη διαχείριση της πανδημίας. Στον τομέα της ενέργειας, οι πολιτικές προστασίας του περιβάλλοντος έχουν επιβάλλει νέες τεχνολογικές εφαρμογές σχετικές με τις ανανεώσιμες πηγές και την εγκατάλειψη των ορυκτών καυσίμων, ενώ οι τηλεπικοινωνίες -επιδρώντας σε όλα τα παραπάνω- πρέπει να παρακολουθούν μια πορεία ραγδαίων καινοτομιών, ιδίως σε σχέση με τις υποδομές του internet.

Ο πραγματικός έλεγχος της πολιτικής τάξης σε αυτές τις εξελίξεις περιορίζεται στις βασικές στρατηγικές αποφάσεις, που εξαρτώνται αποκλειστικά από τους διαθέσιμους πόρους χρηματοδότησης, σε ό,τι δηλαδή απαιτεί ελάχιστη ειδικευμένη γνώση. Κατά τα άλλα, οι αποφάσεις είναι τεχνικού περιεχομένου, απαιτούν εμπειρογνωμοσύνη και επαφίενται απολύτως στους ειδικούς επιστήμονες, που μόνο κατά τον τύπο παρέχουν απλώς «συμβουλές». Σε μεγάλο βαθμό, μάλιστα, το ίδιο το κράτος με το προσωπικό του δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε αυξημένες απαιτήσεις εμπειρογνωμοσύνης, αναγκάζεται έτσι να αναθέτει στον ιδιωτικό τομέα την υλοποίηση των στρατηγικών αποφάσεων. Είναι αλήθεια, ότι σε καμία εποχή οι πολιτικοί δεν ήταν σε θέση να ελέγξουν τις τεχνικές λεπτομέρειες των στρατηγικών τους αποφάσεων. Ωστόσο, όσο η παρουσία των νέων τεχνολογιών γίνεται όλο και περισσότερο αναγκαία στη δράση του κράτους, τόσο διευρύνεται το χάσμα μεταξύ μη ειδικών/πολιτικών από τη μια και των ειδικών συμβούλων ή αναδόχων ιδιωτών από την άλλη: είναι βέβαιο πλέον ότι οι τελευταίοι -ιδίως όταν πρόκειται για ολιγοπωλιακούς κολοσσούς της τεχνολογίας- έχουν δεσπόζουσα θέση στον έλεγχο ζωτικής για τη λειτουργία του κράτους πληροφορίας και τη δυνατότητα να τη χειριστούν κατά το δοκούν προς όφελός τους, χωρίς να λογοδοτούν πουθενά.

Το άλλο φαινόμενο που δείχνει την έκταση του χάσματος μεταξύ δημοκρατίας και τεχνολογίας ειδικά στο ευρωπαϊκό νομικοπολιτικό περιβάλλον, αφορά την πραγματικότητα στην ΕΕ. Στο πλαίσιο του ενιαίου οικονομικού χώρου και ενός ενιαίου νομίσματος, η σύμπραξη τεχνολογίας και οικονομίας απαιτεί οι αποφάσεις να παίρνονται στο επίπεδο της Ένωσης, με ελάχιστα περιθώρια υιοθέτησης εθνικών στρατηγικών από τα κράτη-μέλη, σε αντίθετη κατεύθυνση από τον κανόνα της «αρχής της επικουρικότητας». Αυτό σημαίνει ότι οι μεγάλοι τομείς έντασης της τεχνολογικής καινοτομίας ρυθμίζονται από ενωσιακή νομοθεσία που πρέπει να ενσωματώσουν τα κράτη-μέλη. Από δύο απόψεις η εκπόνηση αυτής της νομοθεσίας απομακρύνεται από τις αρχές της δημοκρατικής λήψης των αποφάσεων: αφ’ ενός, όπως ειπώθηκε ήδη, λόγω της επιβολής των εμπειρογνωμώνων στους πολιτικούς, αφ’ ετέρου λόγω του ίδιου του εγγενούς δημοκρατικού ελλείμματος της ΕΕ. Συνοπτικά μιλώντας, αυτή η νομοθεσία διαμορφώνεται από μια τεχνοκρατική ελίτ που κατευθύνει απόλυτα τις αποφάσεις πολιτικών, οι οποίοι με τη σειρά τους δεν λογοδοτούν σε κανένα «ευρωπαϊκό» εκλογικό σώμα. Αναρωτιέται κανείς, έτσι, πού ακριβώς ανιχνεύεται η συμμετοχή των πολιτών στην εκπόνηση της νομοθεσίας για τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα[24], τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ή την πρόσφατη πρόταση Κανονισμού για την τεχνητή νοημοσύνη;

 

Αντί επιλόγου: Συνταγματισμός και τεχνολογία

Οι παραπάνω τάσεις δημιουργούν ερωτηματικά για την ίδια την αξία του συνταγματισμού σήμερα. Η απελευθερωτική ιδέα της Νεωτερικότητας που θέλει η συμφωνία για τα θεμελιώδη της κοινωνικής συμβίωσης να αποτυπώνεται σε ένα κείμενο με δεσμευτική ισχύ για κυβερνώντες και κυβερνωμένους, εδράζεται στην πεποίθηση ότι είναι δυνατός ο σχεδιασμός αυτής της συμβίωσης έστω σε γενικές γραμμές. Χωρίς απαραίτητα η ιδέα του συνταγματισμού να συνδέεται με τη δημοκρατία, πάντως για την τελευταία αποτελεί μια ασφάλεια, τουλάχιστον ως προς την τήρηση των βασικών διαδικασιών της: του σεβασμού των δικαιωμάτων, της εκλογής των κυβερνώντων από το λαό και της λογοδοσίας των πρώτων στους αντιπροσώπους του δεύτερου.

Αν κάτι δείχνουν οι τάσεις επιρροής της τεχνολογίας στο δημόσιο χώρο, όπως περιγράφηκαν παραπάνω, είναι ότι η προοπτική αυτού του καθολικού σχεδιασμού έχει παρακμάσει. Στην πραγματικότητα, ο σχεδιασμός μέσω ενός Συντάγματος υπονοεί ότι το δημόσιο επιβάλλεται στο ιδιωτικό, έστω σε τελική ανάλυση, ακόμη και αν κάνουμε λόγο για οικονομίες της αγοράς. Πράγματι, το σχήμα αυτό λειτούργησε -τουλάχιστον στο δυτικό κόσμο- όσο και αν αντιμετώπισε περιστασιακά σοβαρές κρίσεις και εκτροπές. Η εποχή της παγκοσμιοποίησης άλλαξε εν μέρει τα δεδομένα, καθιστώντας σε κάποιο βαθμό απρόβλεπτο το σχεδιασμό μέσω του (εθνικού) Συντάγματος[25], ενώ από την άλλη πλευρά δεν ενίσχυσε τη σημασία του διεθνούς δικαίου, καθώς και αυτή εξακολουθεί να εξαρτάται από το εθνικό κράτος. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας, ωστόσο, προς κατευθύνσεις απρόβλεπτες έως πρόσφατα, φαίνεται ασύμβατη με οποιονδήποτε εθνικό σχεδιασμό. Όσο και αν οι τάσεις στη διεθνή οικονομία και τη γεωπολιτική δείχνουν από καιρό μια υποχώρηση από τα χαρακτηριστικά της παγκοσμιοποίησης[26] -προς όφελος εθνικών ή έστω περιφερειακών βλέψεων-, το στοιχείο αυτό παραμένει και, προς το παρόν, εξακολουθεί να ενισχύεται: η τεχνολογική εξέλιξη δεν δείχνει αντίστοιχες τάσεις υποχώρησης, παραμένει διεθνοποιημένη και αποτελεί σημαντικό κίνητρο για την παγκόσμια οικονομία.

Η υποχώρηση του συνταγματισμού φαίνεται αναπόφευκτη, όσο δεν αμφισβητείται αυτή ακριβώς η σταθερά της τεχνολογικής ανάπτυξης. Γιατί, η τελευταία κυριαρχείται από ιδιωτικούς κολοσσούς που είναι σε θέση να επιβάλλουν όρους στα εθνικά κράτη, στερώντας τους τον έλεγχο σημαντικών τομέων της αρμοδιότητάς τους. Για να πάρουμε ένα μόνο παράδειγμα, η ψηφιοποίηση των κρατικών υπηρεσιών είναι λειτουργική, όσο ο ιδιώτης πάροχος του εξοπλισμού και του λογισμικού τηρεί τις συμφωνίες και το νόμο. Όπως απέδειξε η επιβολή προστίμων σε Google και Facebook/Meta, ο πάροχος τηρεί νόμους και συμφωνίες μόνον όταν το κρίνει συμφέρον, ενώ οι κυρώσεις ποτέ δεν μπορεί να είναι ενοχλητικές όσο μονοπωλεί την αγορά της τεχνολογίας από την οποία εξαρτώνται πλέον ζωτικές λειτουργίες των κρατών.

Πολύ περισσότερο: η παγκόσμια χρηματιστηριακή κρίση του 2008 έχει συνδεθεί με το φαινόμενο της εμπλοκής τεχνητής νοημοσύνης σε κρίσιμες αποφάσεις που βασίσθηκαν σε αυτοματοποιημένη επεξεργασία αλγορίθμων λόγω της ταχύτητας που απαιτούσε η λήψη τους[27]. Στο περιβάλλον αυτό, ο ρόλος των ανθρώπων/υπευθύνων ήταν αντικειμενικά περιορισμένος, όσο και αν είχαν ακέραιη νομική ευθύνη. Η κρίση επηρέασε, όπως είναι γνωστό, όχι μόνο την παγκόσμια οικονομία, αλλά και τα περιθώρια εθνικής κυριαρχίας ορισμένων χωρών, οδηγώντας τες σε χρεωκοπία. Στις συνθήκες αυτές, αποδείχθηκε ότι η επίκληση του εθνικού Συντάγματος για την αποτροπή των συνεπειών ήταν μάταιη: ο φύλακας της εθνικής κυριαρχίας ήταν πολύ «λίγος» για να αντιταχθεί σε ό,τι επέβαλε σε παγκόσμιο επίπεδο μια ουσιαστικά ανεξέλεγκτη εισαγωγή τεχνολογίας στη λήψη αποφάσεων.

Δεκαπέντε χρόνια μετά, δεν υπάρχει τίποτε που να πείθει ότι οι δημοκρατίες έχουν κάποιο αντίδοτο στην τεχνολογική σταθερά.

 

[1] Βλ. τον προβληματισμό ήδη από τη δεκαετία του 1990, σε Ι. Κριάρη-Κατράνη, Βιοιατρικές εξελίξεις και συνταγματικό δίκαιο – Συνταγματικά θέματα σχετικά με τις μεθόδους υποβοηθουμένης αναπαραγωγής και τις εφαρμογές της γενετικής, Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, 1994.

[2] Βλ., π.χ., Τ. Βιδάλης, Λ. Μήτρου, Αν. Τάκης, Συνταγματική πρόσληψη των τεχνολογικών εξελίξεων και «νέα» δικαιώματα, σε Ξ. Κοντιάδη (επιμ.), Πέντε χρόνια μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, Τ. Ι, Αθήνα – Κομοτηνή, Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2006, σ. 273 επ.

[3] Βλ., π.χ., H. S. N. Al-Deen & J. A. Hendricks, Social media: usage and impact, Lexington Books, 2011, Y. Hou, D. Xiong, T. Jiang, L. Song, & Q. Wang, Social media addiction: Its impact, mediation, and intervention. Cyberpsychology: Journal of psychosocial research on cyberspace13(1), 2019, https://cyberpsychology.eu/article/view/11562/10369.

[4] Βλ. D. Kalla, & N. Smith, Study and Analysis of Chat GPT and its Impact on Different Fields of Study. International Journal of Innovative Science and Research Technology8(3), 2023, file:///C:/Users/USER/Downloads/SSRN-id4402499.pdf .

[5] Βλ. σχετ. Council of Europe, Declaration of the Committee of Ministers on the manipulative capabilities of algorithmic processes (2019), (c).

[6] Βλ. S. Giusti, & E. Piras (Eds.), Democracy and fake news: information manipulation and post-truth politics, Routledge, 2020, E. C. Tandoc Jr, The facts of fake news: A research review. Sociology Compass13(9), 2019, e12724.

[7] Βλ. Y. M. Rocha, G. A., de Moura, G. A., Desidério, C. H., de Oliveira, F. D., Lourenço, & L. D. de Figueiredo Nicolete, The impact of fake news on social media and its influence on health during the COVID-19 pandemic: A systematic review. Journal of Public Health, 2021, σ. 1 επ.

[8] Βλ. την έκθεση του Ευρωκοινοβουλίου, με αφορμή την πανδημία (N. Bentzen, T. Smith, The impact of coronavirus on media freedom, European Parliamentary Research Service, 2020 ) σε: https://www.europarl.europa.eu/RegData/etudes/BRIE/2020/651905/EPRS_BRI(2020)651905_EN.pdf.

[9] Bλ. D. Kumar, Media, war, and propaganda: Strategies of information management during the 2003 Iraq war. Communication and critical/cultural studies3(1), 2006, σ. 48 επ.

[10] Βλ. B. Sturgess, Greek economic statistics: A decade of deceit. World Economics11(2), 2010, σ. 67 επ.

[11] Βλ. R. Marlin, Propaganda and the Ethics of WikiLeaks. Global Media Journal: Australian Edition5(1), 2011, σ. 1 επ.

[12] Βλ. A. Unver, Artificial intelligence, authoritarianism, and the future of political systems. EDAM Research Reports, 2018, σ. 2, 8.

[13] Βλ. γεν., π.χ. S. Nemorin & O. H. Gandy Jr, Exploring neuromarketing and its reliance on remote sensing: Social and ethical concerns. International Journal of Communication11, 2017, σ. 21 επ.

[14] Βλ. R. Gavison, Privacy and the Limits of Law, Yale L.J.89(3), 1980, σ. 448.

[15] Πρβλ. A. De Franceschi, & M. Lehmann, Data as tradeable commodity and new measures for their protection. Italian L.J.1, 2015, σ. 51 επ.

[16] Βλ. άρθ. 6 παρ. 1 a GDPR.

[17] Βλ. γεν. για τη διάκριση των τρόπων συναίνεσης, E. Kosta, Construing the Meaning of Opt-Out-An Analysis of the European, UK and German Data Protection Legislation. Eur. Data Prot. L. Rev.1, 2015, σ. 16 επ.

[18] Βλ. Μ. Φουκώ (1976/1989), Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, εκδ. Ράππα, Αθήνα, σ. 259 επ.

[19] Βλ. Unver, ό.π., σ. 7, 9, όπου τα παραδείγματα της πρακτικής παρακολουθήσεων πολιτών στην Κίνα, αλλά και της έντονα αμφισβητούμενης “Karma Police” στη Βρετανία. Επίσης, L. Dencik, J. Redden, A. Hintz, & H. Warne, The ‘golden view’: data-driven governance in the scoring society, Internet Policy Review, 8(2), 2019, σ. 1 επ.

[20] Βλ. για τη σχέση νομοθέτησης/τεχνολογίας, Ι. Κριάρη-Κατράνη,  Η διαδικασία αποτίμησης τεχνολογίας ως εργαλείο άσκησης δημοκρατικής νομοθετικής πολιτικής σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, σε: Ξ. Κοντιάδη, Φ. Σπυρόπουλου, Κ. Τσουκαλά (επιμ.), Δημοκρατία, Σύνταγμα, Ευρώπη στην εποχή της κρίσης. Μελέτες στη μνήμη του Δημήτρη Θ. Τσάτσου, Εκδόσεις Σαββάλας, 2012, σ. 274-291.

[21] Βλ. π.χ., D. Alger, Megamedia: How Giant Corporations Dominate Mass Media, Distort Competition, and Endanger Democracy, New York: Rowman & Littlefield, 1998.

[22] Πρβλ. J. L. Blevins, Source diversity after the Telecommunications Act of 1996: Media oligarchs begin to colonize cyberspace. Television & New Media3(1), 2002, σ. 95 επ.

[23] Πρβλ. M. Fenwick, W. A. Kaal, & E. P. Vermeulen, Regulation tomorrow: what happens when technology is faster than the law. Am. U. Bus. L. Rev.6, 2016, σ. 562 επ.

[24] Όσο κι αν θεσμικά προβλέπεται κάποια «διαβούλευση με το κοινό», μια διαδικασία χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα πάντως. Πρβλ. άρθ. 9 της Οδηγίας 2001/18.

[25] Με αυτή την έννοια, δεν δείχνει στο εξής επαρκείς αντοχές το ιστορικά σταθερό («ασφυκτικό», κατά τον Κ. Τσουκαλά) θεσμικό πλαίσιο που πράγματι εισήγαγαν τα Συντάγματα για την ομαλή λειτουργία της αγοράς. Βλ. για τον προβληματισμό, Κ. Τσουκαλά (2014), Η γυμνή βασίλισσα. Έργα και ημέρες του οικονομικού λόγου, Καστανιώτης, Αθήνα, σ. 211 επ.

[26] Βλ. π.χ. J. Rosenberg, Globalization theory: A post mortem. International politics42, 2015, σ. 2 επ.

[27]Βλ. C. Borch, High-frequency trading, algorithmic finance and the Flash Crash: reflections on eventalization. Economy and Society45(3-4), 2016, σ. 350 επ.

 

Το κείμενο είναι αφιερωμένο στην Ισμήνη Κριάρη, το έργο της οποίας άνοιξε έναν ευρύ ορίζοντα διεπιστημονικότητας, πρωτοποριακό για το ελληνικό δημόσιο δίκαιο.

Από την υπέρβαση του μετεμφυλιακού τραύματος στη φασιστική απειλή. Παλιές και νέες ερμηνείες του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος.

Χαράλαμπος Κουρουνδής, Διδάκτωρ Νομικής ΑΠΘ, Διδάσκων (ΣΕΠ) στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης ΕΑΠ.

Το έργο του Μιχάλη Σπουρδαλάκη έχει συμβάλει ιδιαίτερα στην ανάδειξη πεδίων που είχαν μείνει σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητα ως τη δεκαετία του ’80 στην ελληνική βιβλιογραφία για τα πολιτικά κόμματα, όπως η φεμινιστική οπτική και η εσωκομματική δημοκρατία. Επιπλέον, η διατριβή του για το ΠΑΣΟΚ αποτέλεσε έργο αναφοράς για τη μελέτη ενός κόμματος το οποίο λειτούργησε επί μακρόν αφενός ως βασικός πυλώνας του πολιτικού συστήματος και αφετέρου ως στυλοβάτης της εκπροσώπησης των κυριαρχούμενων τάξεων. Η προσφορά του Σπουρδαλάκη έχει αφήσει μια πολύτιμη κληρονομιά στην πολιτική επιστήμη, επηρέασε όμως ταυτόχρονα και συγγενείς κλάδους, όπως το Συνταγματικό δίκαιο, συνδέοντας το κομματικό φαινόμενο τόσο με τις κοινωνικές δυναμικές όσο και με τους πολιτειακούς θεσμούς.  Σε αυτό το πλαίσιο, η ερμηνεία του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την ελευθερία ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα, αποτελεί εγγενώς ένα συγκρουσιακό πεδίο, καθώς έχει ως αντικείμενο τους όρους του κοινωνικοπολιτικού ανταγωνισμού. Στο συγκεκριμένο πεδίο αντιπαρατίθενται αντιλήψεις για τη δημοκρατία, τον ρόλο του κράτους και την κοινωνική αυτονομία, κοντολογίς για όλα τα ζητήματα που καλύπτει το έργο του Σπουρδαλάκη.

Η παρούσα μελέτη παρουσιάζει το συνταγματικό και νομοθετικό πλαίσιο που διέπει την ελευθερία ίδρυσης κομμάτων και συμμετοχής σε αυτά, την ερμηνεία του από τη συνταγματική θεωρία και την εφαρμογή του από τη νομολογία. Έτσι, ξεκινά με την περιπετειώδη διαμόρφωση του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος του 1975 και την αποκρυστάλλωση της κρατούσας ερμηνείας του σε επίπεδο συνταγματικής θεωρίας και νομολογίας. Έπειτα, παρουσιάζει την αμφισβήτηση αυτής της ερμηνείας μετά την είσοδο στη Βουλή του ναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής, την κίνηση ποινικής δίωξης σε βάρος στελεχών της και τις νομοθετικές ρυθμίσεις που τη συνόδευσαν. Κατόπιν εξετάζει τη νομοθετική εξειδίκευση της ρήτρας του άρθρου 29 παρ. 1 μετά τη δίκη της Χρυσής Αυγής, καθώς και τον τρόπο εφαρμογής της στις δύο εθνικές εκλογές του 2023. Στο τέλος, γίνεται μια προσπάθεια συγκριτικής προσέγγισης των παραγόντων που καθόρισαν τη συζήτηση στις διάφορες περιόδους, με άξονα τον ρόλο της κοινωνικής κινητοποίησης στη διαμόρφωση του συνταγματικού και νομοθετικού πλαισίου που ρυθμίζει την ελευθερία των κομμάτων.

Η ρύθμιση του κομματικού φαινομένου από την Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή

Η νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας τον Σεπτέμβριο του 1974 αποτέλεσε ρήγμα στην εμφυλιοπολεμική κληρονομιά του «παρασυντάγματος». Η κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητος» επέτρεψε την ελεύθερη σύσταση και λειτουργία των πολιτικών κομμάτων, προέβλεψε όμως την υποβολή από κάθε κόμμα μιας δήλωσης, σύμφωνα με την οποία «αι αρχαί του κόμματος αντιτίθενται προς πάσαν ενέργειαν αποσκοπούσαν εις την βία κατάληψιν της εξουσίας ή την ανατροπήν του ελευθέρου δημοκρατικού πολιτεύματος» (Νομοθετικό Διάταγμα 59/23-9-1974, άρθρο 1 παρ. 1 και 2). Η συγκεκριμένη διάταξη εφαρμόστηκε στις εκλογές του 1974 και δοκιμάστηκε όταν το ΕΚΚΕ (Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κίνημα Ελλάδας) αντί της προβλεπόμενης δήλωσης κατέθεσε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου δική του «αντι-δήλωση» στην οποία έκανε λόγο για προσπάθεια φίμωσης των κομμουνιστών (EKKE, 2010). Ο Άρειος Πάγος επέτρεψε στο ΕΚΚΕ να συμμετάσχει στις εκλογές, παρότι επιφυλάχθηκε να μην ανακηρύξει ως επιτυχόντα βουλευτή κάποιον που δεν θα υπέγραφε τη δήλωση, με αποτέλεσμα να αποδυναμωθεί η ισχύς της διάταξης (Pantélis 1979, σ. 211).

Η πορεία προς τη συνταγματική ρύθμιση του κομματικού φαινομένου από την Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή που προέκυψε από τις εκλογές του 1974 υπήρξε περιπετειώδης. Το άρθρο 12 του κυβερνητικού σχεδίου Συντάγματος του 1975 που κατοχύρωνε το δικαίωμα ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα ακολουθούσε στην τρίτη παράγραφο τα χνάρια της πρότασης αναθεώρησης του Συντάγματος («βαθεία τομή») του 1963 (Κουρουνδής, 2018). Συγκεκριμένα, προέβλεπε ότι «1. Οι Έλληνες πολίται, έχοντες το δικαίωμα του εκλέγειν, δύνανται να ιδρύσουν ελευθέρως και να μετέχουν εις πολιτικά κόμματα, η οργάνωσις και η δράσις των οποίων οφείλει να υπηρετή την ελευθέραν λειτουργίαν του δημοκρατικού πολιτεύματος. 2. Νόμος ορίζει τα της οργανώσεως και λειτουργίας των κομμάτων εντός δημοκρατικών πλαισίων. 3. Κόμματα, των οποίων η δράσις τείνει εις ανατροπήν του ελευθέρου δημοκρατικού πολιτεύματος ή εκθέτει εις κίνδυνον την εδαφικήν ακεραιότηταν της Χώρας, τίθενται εκτός νόμου δι’ αποφάσεως του κατά το άρθρον 100 του παρόντος Συντάγματος Δικαστηρίου»[1].

Η πρόβλεψη για τη δυνατότητα θέσης κομμάτων εκτός νόμου προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις ενός ευρέος φάσματος κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, οι οποίες θεωρούσαν ότι μια τέτοια ρύθμιση θα διαιώνιζε την προδικτατορική «καχεκτική δημοκρατία» (Νικολακόπουλος, 2010). Το αποτέλεσμα της πίεσης που ασκήθηκε στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία της ΝΔ φάνηκε από την πρώτη συζήτηση για το άρθρο 12 στη Β΄ Υποεπιτροπή επεξεργασίας του Συντάγματος. Ο εισηγητής της πλειοψηφίας Βασίλειος Κοντογιαννόπουλος σημείωσε πως η πρόβλεψη της πρώτης παραγράφου ότι η οργάνωση και δράση των κομμάτων οφείλει να υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος δεν είχε «ουσιαστικό περιεχόμενο» αφού δεν προβλεπόταν κύρωση σε περίπτωση παραβίασής της και τάχθηκε ρητά κατά της διάταξης της τρίτης παραγράφου για τη θέση κομμάτων εκτός νόμου (Βουλή των Ελλήνων, 1975α, σσ. 505-506). Η Β΄ Υποεπιτροπή ψήφισε το άρθρο 12 χωρίς να συμπεριλάβει τη διάταξη για τη θέση κομμάτων εκτός νόμου, όμως στην Ολομέλεια της Επιτροπής η εν λόγω διάταξη επαναφέρθηκε μετά από πρόταση του Κωνσταντίνου Τσάτσου και μάλιστα υπερψηφίστηκε χωρίς να προηγηθεί συζήτηση (Βουλή των Ελλήνων, 1975β, σ. 413). Στην Ολομέλεια της Βουλής, η πλειοψηφία υποχώρησε ξανά και πήρε οριστικά πίσω τη συγκεκριμένη διάταξη, επέμεινε όμως στη ρήτρα ότι η οργάνωση και δράση των κομμάτων οφείλει να υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Από την άλλη πλευρά, σύσσωμη η αντιπολίτευση τάχθηκε εναντίον αμφότερων των προβλέψεων (Βουλή των Ελλήνων, 1976, σ. 78). Η Αριστερά πρωτοστάτησε στις αντιδράσεις, διακηρύσσοντας ότι κάθε είδους κρατική επέμβαση στα κόμματα αντιβαίνει στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Ο Λεωνίδας Κύρκος τόνισε χαρακτηριστικά ότι τα κόμματα «ούτε δημιουργούνται, ούτε διαλύονται με νόμους ή δικαστικές αποφάσεις» (Βουλή των Ελλήνων, 1975α, σ. 506).

Γενικότερα, στην Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή αντιπαρατέθηκαν δύο διαφορετικές κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις για τη ρύθμιση του κομματικού φαινομένου. Από τη μια πλευρά, η πλειοψηφία προσπαθούσε να συνοδεύσει τη θεσμοθέτηση των κομμάτων με κάποιου είδους έλεγχό τους, έχοντας ως πρότυπο το άρθρο 21 του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης. Το εν λόγω άρθρο αποκρυσταλλώνει το μοντέλο της «μαχόμενης δημοκρατίας» (Streitbare Demokratie), προβλέποντας τη θέση κομμάτων εκτός νόμου κατόπιν απόφασης του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, εάν οι σκοποί τους ή η συμπεριφορά των μελών τους τείνουν να βλάψουν ή να καταργήσουν την ελεύθερη και δημοκρατική θεμελιώδη τάξη. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το κυβερνητικό σχέδιο σημείωνε ρητά το άρθρο 21 του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης ως πηγή του άρθρου 12 του σχεδίου. Το μοντέλο της «μαχόμενης δημοκρατίας» υποστηρίχθηκε κατεξοχήν από τους κορυφαίους συνταγματολόγους της μεταπολεμικής «κομματικής δημοκρατίας» Gerhard Leibholz και Constantino Mortati, οι οποίοι προσέγγισαν τα κόμματα ως εσωτερικές δομές του πολιτικού συστήματος και θεσμούς νομιμοποίησης του κράτους (Corduwener, 2020). Από την άλλη πλευρά, η στάση της αντιπολίτευσης θύμιζε την προσέγγιση του Hans Kelsen (1932), ο οποίος τόνιζε τη σημασία μιας ανεκτικότητας που καλύπτει ακόμα και τους εχθρούς της δημοκρατίας.

Η τελική διατύπωση του άρθρου 29 του Συντάγματος ήταν αρκετά διαφορετική από εκείνη του αρχικού σχεδίου. Συγκεκριμένα, η πρώτη παράγραφος ορίζει ότι «Οι Έλληνες πολίται, έχοντες το δικαίωμα του εκλέγειν, δύνανται να ιδρύσουν ελευθέρως και να μετέχουν εις πολιτικά κόμματα, η οργάνωσις και η δράσις των οποίων οφείλει να υπηρετή την ελευθέραν λειτουργίαν του δημοκρατικού πολιτεύματος. Πολίται μη αποκτήσαντες έτι το δικαίωμα του εκλέγειν, δύνανται να μετέχουν εις τα τμήματα νέων των κομμάτων». Δεν συμπεριελήφθη στο Σύνταγμα ούτε η διάταξη για τη θέση κόμματος εκτός νόμου, ούτε η διάταξη που έθετε επιφύλαξη υπέρ του νόμου για τη ρύθμιση της εσωτερικής οργάνωσης των κομμάτων[2]. Διατηρήθηκε όμως η ρήτρα της πρώτης παραγράφου ότι η οργάνωση και δράση των κομμάτων οφείλει να υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Κατά συνέπεια, το Σύνταγμα του 1975 κατοχύρωσε ένα «μεικτό μοντέλο», στο οποίο όμως είναι πρόδηλο ότι η πλάστιγγα γέρνει υπέρ της ελευθερίας των κομμάτων. Και τούτο διότι ο συντακτικός νομοθέτης επέλεξε τελικά να μην εντάξει στο Σύνταγμα κάποια από τις δύο βασικές διατάξεις οι οποίες χαρακτηρίζουν το μοντέλο της «μαχόμενης δημοκρατίας» που διέπει το γερμανικό Σύνταγμα. Επομένως, με βάση την ιστορική ratio και την τελική διατύπωση της διάταξης, ο πυρήνας της θα μπορούσε να συνοψιστεί στην αξίωση από τα κόμματα της τήρησης του Συντάγματος, όχι όμως και της ιδεολογικής «πίστης» σε αυτό (Πρβλ. Μάνεσης, 1980 για το καθήκον υπακοής του άρθρου 16). Ωστόσο, ενόψει της κανονιστικής υφής όλων των διατάξεων του Συντάγματος, η ρήτρα της πρώτης παραγράφου δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι φέρει μηδενικό κανονιστικό φορτίο. Η θέσπισή της χωρίς επιφύλαξη υπέρ του νομοθέτη αποτύπωνε έναν αναβλητικό συμβιβασμό, που συνίστατο στη μη λήψη απόφασης από τον συντακτικό νομοθέτη όχι μόνο ως προς το πώς αλλά και ως προς το εάν αυτή θα εξειδικευτεί νομοθετικά. Τούτη η εξειδίκευση αφενός τέθηκε δυνητικά και αφετέρου δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να κατοχυρωθούν δια της νομοθετικής οδού οι διατάξεις που απορρίφθηκαν ρητά από την Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή.

Σε κάθε περίπτωση, η υπαναχώρηση της πλειοψηφίας από το μοντέλο της «μαχόμενης δημοκρατίας» σε μια πολύ πιο ευρεία κατοχύρωση της ελευθερίας των κομμάτων δεν θα είχε λάβει χώρα χωρίς την αριστερόστροφη ριζοσπαστικοποίηση της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου (Κουρουνδής, 2019). Μετά την πτώση της δικτατορίας, η πρόσβαση στον δημόσιο λόγο και στην παραγωγή των αποφάσεων αποτελούσε πάνδημο αίτημα (Βερναρδάκης, 2011). Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, η πρόβλεψη, πολλώ δε μάλλον η εφαρμογή, μιας διάταξης περί θέσης κομμάτων εκτός νόμου θα έθετε σε κίνδυνο τη νομιμοποίηση τόσο του Συντάγματος, όσο και του πολιτικού συστήματος.

Η επί δεκαετίες κρατούσα ερμηνεία του αρ. 29 παρ. 1: εσωτερική και εξωτερική ελευθερία των κομμάτων στο πλαίσιο των νόμων

Η «ευρύχωρη» ερμηνεία του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος κυριάρχησε κατά τις πρώτες μεταπολιτευτικές δεκαετίες σε όλα τα επίπεδα, θεμελιωμένη σε μεγάλο βαθμό στην απόρριψη της διάταξης περί θέσης κομμάτων εκτός νόμου από την Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή (Yannakopoulos, 2019). Έτσι, σύμπασα η συνταγματική θεωρία ερμήνευσε τη ρήτρα περί εξυπηρέτησης της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος ως επιταγή προς τήρηση της συνταγματικής νομιμότητας και όχι ως μήτρα περιορισμών στην ελευθερία των κομμάτων. Η εν λόγω ερμηνεία αντιδιέστειλε την τελική διατύπωση του άρθρου 29 του ελληνικού Συντάγματος με το άρθρο 21 του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης (Δρόσος, 1982). Στο ίδιο μήκος κύματος με τη θεωρία κινήθηκε και η νομολογία. Έτσι, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε στην υπ’ αριθ. 2145/1979 απόφασή του ότι από το άρθρο 29 του Συντάγματος απορρέει «σαφής και έντονος πρόθεσις αποφυγής, όσο το δυνατόν περισσότερον, θεσπίσεως κανόνων ρυθμιζόντων την εμφάνισιν, οργάνωσιν και λειτουργίαν των κομμάτων ίνα αποφευχθή πάσα επέμβασις εις την ελευθερίαν των». Γενικότερα, στην ως άνω κρατούσα ερμηνεία, η οποία συμβάδιζε με τις αλλαγές στο πολιτικό σύστημα που σηματοδότησε η λειτουργία μαζικών «κομμάτων αρχών», το στοιχείο της ελευθερίας κυριαρχεί πλήρως ενώ η ρήτρα της παρ. 1 υπνώττει και αντιμετωπίζεται συνήθως ως lex imperfecta.

Σε αυτό το πλαίσιο, η συμβατότητα της δήλωσης που προέβλεπε το Νομοθετικό Διάταγμα 59/1974 με το Σύνταγμα του 1975 αμφισβητήθηκε εύλογα, καθώς το περιεχόμενό της υπερέβαινε εκείνο του άρθρου 29 παρ. 1 και αντιστοιχούσε σε «δήλωση νομιμοφροσύνης». Το ζήτημα τέθηκε ξανά επί τάπητος ενόψει των ευρωεκλογών του 1994, όταν η «Αριστερή Κίνηση κατά της ΕΟΚ», η «Κίνηση Πολιτών» και το «Ουράνιο Τόξο» δεν κατέθεσαν την εν λόγω δήλωση. Το αρμόδιο Α΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου αρχικά δεν ανακήρυξε τους συγκεκριμένους συνδυασμούς, αλλά μετά από τις αντιδράσεις που ακολούθησαν μετέβαλλε τη στάση του επιτρέποντας τελικά τη συμμετοχή τους στις εκλογές.  Το εν λόγω ζήτημα διευθετήθηκε σε νομοθετικό επίπεδο με το άρθρο 29 παρ. 1 του Νόμου 3023/2002, που προέβλεψε ότι στη δήλωση αναφέρεται πως η οργάνωση και η δράση του κόμματος εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού  πολιτεύματος. Τούτη η πρόβλεψη ήταν πλήρως εναρμονισμένη με την προαναφερθείσα κρατούσα ερμηνεία του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος: τα κόμματα πληρούν την επιταγή της ρήτρας μέσω της αυτοεπιβεβαίωσης ότι τηρούν την υποχρέωση που τους θέτει. Ωστόσο, και υπό αυτή τη ρύθμιση ο Άρειος Πάγος αρνήθηκε να ανακηρύξει κόμμα, και μάλιστα με τον τίτλο «Νέο Φασιστικό Κόμμα», επιτρέποντας απλώς στον αρχηγό του να κατέλθει ως μεμονωμένος υποψήφιος (Σωτηρέλης, 2014).  

Η ρήτρα του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος προκάλεσε όμως και μια άλλη συζήτηση, καθώς ερμηνεύθηκε από μέρος της συνταγματικής θεωρίας ως επιταγή για τη δημοκρατική εσωτερική οργάνωση των κομμάτων (Φουντεδάκη, 1987, Ζακαλκάς, 1996). Ωστόσο, το άρθρο 29 δεν περιέχει αξιοποιήσιμα κριτήρια για την εξειδίκευση του περιεχομένου της εσωκομματικής δημοκρατίας, ενώ η επιβολή νομικών κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης θα σηματοδοτούσε μεγάλης έκτασης παρεμβάσεις στα interna corporis των κομμάτων με απρόβλεπτες συνέπειες[3]. Εξάλλου, όπως έχει εύστοχα επισημάνει ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης, «δεν αρκεί η εξέταση του τυπικού τρόπου που ένα κόμμα δομεί τη μαζική συμμετοχή των πολιτών-μελών του για να διαπιστώσουμε το βαθμό της δημοκρατικότητάς του» (Σπουρδαλάκης, 2009, σ. 164). Σ’ αυτήν την κατεύθυνση κινήθηκε και ο Άρειος Πάγος στην υπ’ αριθ. 590/2009 απόφασή του, κρίνοντας ότι «[α]υτό που θέλει να διασφαλίσει το Σύνταγμα στο άρθρο 29 παρ. 1, είναι ότι η οργάνωση και η δράση των κομμάτων θα εξυπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, όχι υπό το πλέγμα περιοριστικών διατάξεων, που θα ορίσει ο κοινός νομοθέτης (επί παραδείγματι, όταν αφορά την ανάδειξη της ηγεσίας τους και εν γένει τη λήψη των αποφάσεων των οργάνων τους και την εσωτερική λειτουργία τους), αλλά με τη συγκεκριμένη συμμετοχή των κομμάτων στη λειτουργία του πολιτεύματος. Για το λόγο δε αυτό, περιεχόμενο νόμου σχετικού με την οργάνωση και δράση των κομμάτων δεν μπορεί να αποτελέσει κάτι περισσότερο από την επιβολή στα κόμματα της υποχρέωσης να διαθέτουν και δημοσιεύουν καταστατικό, ώστε, ως θεσμοί που οφείλουν να λειτουργούν υπό καθεστώς διαφάνειας των οργανωτικών δομών και στόχων τους, να προσφέρονται σε πολιτική αξιολόγησή τους από μέρους των πολιτών όχι μόνο από το πρόγραμμά τους, αλλά και με την εικόνα που εμφανίζουν προς τα έξω σε σχέση με την οργάνωση, διοίκηση και λειτουργία τους». Ούτως ή άλλως, η συζήτηση για τη συνταγματική ρύθμιση του κομματικού φαινομένου είχε μετατοπισθεί, καθώς στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος είχε τεθεί πλέον η κρατική και ιδιωτική χρηματοδότηση των κομμάτων που ρυθμίστηκε με την αναθεώρηση του 2001 (Μαυριάς, 2016).

Η επιστροφή της παλιάς συζήτησης με νέο διακύβευμα: η περίπτωση εγκληματικής οργάνωσης που ενδύεται τον μανδύα πολιτικού κόμματος

Η ρήτρα ότι η οργάνωση και δράση των κομμάτων οφείλει να υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος βρέθηκε ξανά στο μάτι του κυκλώνα με την είσοδο της Χρυσής Αυγής στη Βουλή το 2012, που σηματοδότησε την κλιμάκωση των βίαιων επιθέσεων της νεοναζιστικής οργάνωσης  απέναντι στους αντιπάλους της. Μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τάγμα εφόδου της Χρυσής Αυγής στις 18 Σεπτεμβρίου 2013 και τις μαζικές διαδηλώσεις που ακολούθησαν απαιτώντας να τερματιστεί η «ασυλία» της οργάνωσης, ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος της ηγεσίας και μελών της για συγκρότηση, διεύθυνση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση (άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα). Ακολούθησε η πρόβλεψη του άρθρου 23 του Νόμου 4203/2013, η οποία ανέστειλε την κρατική χρηματοδότηση και οικονομική ενίσχυση κόμματος σε περίπτωση άσκησης δίωξης και επιβολής προσωρινής κράτησης για τα εγκλήματα των άρθρων 187 και 187Α (περί τρομοκρατικής οργάνωσης) του Ποινικού Κώδικα σε βάρος των αναφερόμενων σ’ αυτήν ηγετικών στελεχών του. Η εν λόγω διάταξη εφαρμόστηκε αμέσως σε βάρος της Χρυσής Αυγής και, παρά την επιστημονική κριτική που της ασκήθηκε (Καμτσίδου, 2013), κρίθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας (υπ’ αριθ. 83/2014 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών και υπ’ αριθ. 518/2015 απόφαση της Ολομέλειας) ως συμβατή με το Σύνταγμα.

Το ζήτημα τέθηκε de constitutione ferenda στην πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος που κατέθεσε η Νέα Δημοκρατία τον Δεκέμβριο του 2014, η οποία όμως δεν προχώρησε εξαιτίας της διάλυσης της Βουλής («Πρόταση των βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας», 2014). Σύμφωνα με την εν λόγω πρόταση, το Συνταγματικό Δικαστήριο που θα ιδρυόταν θα είχε μεταξύ άλλων την αρμοδιότητα να ελέγχει επί της ουσίας τις αιτήσεις ίδρυσης πολιτικών κομμάτων, με γνώμονα το αν και κατά πόσο το καταστατικό τους εξυπηρετεί ή αντιτίθεται στην ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Επίσης, το Συνταγματικό Δικαστήριο θα είχε την αρμοδιότητα ελέγχου της δραστηριότητας του κόμματος και επιβολής κυρώσεων αν το κόμμα στρεφόταν εναντίον της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Με αυτές τις προβλέψεις, η ΝΔ επέστρεφε μισό αιώνα αργότερα σε μια παραλλαγή των προτάσεων της «βαθείας τομής» και μάλιστα θέτοντας ένα ιδιαίτερα επισφαλές κριτήριο. Ο δικαστικός έλεγχος της συμβατότητας ενός κομματικού καταστατικού με την ελεύθερη λειτουργία του πολιτεύματος είναι αντικειμενικά ανέφικτος, χωρίς την προσφυγή σε ιδεολογικοπολιτικού χαρακτήρα κρίσεις για τις οποίες ένα δικαστήριο δεν είναι το πλέον κατάλληλο. Αυτό έχει δείξει και η παλαιότερη εμπειρία της Γερμανίας, όπου το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάσισε το 1956 τη διάλυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας (KPD) με το σκεπτικό ότι η πολιτική γραμμή του κόμματος υπαγορευόταν από την πρόθεση να αγωνίζεται, έστω και νόμιμα, κατά της φιλελεύθερης και δημοκρατικής συνταγματικής τάξης (Αλιβιζάτος, 1995). Εξάλλου, η αλυσιτέλεια τέτοιου είδους ρυθμίσεων έχει οδηγήσει το Δικαστήριο σε στροφή της νομολογίας του, όπως δείχνει η απόφασή του το 2017, με την οποία απέρριψε ένδικο μέσο που ζητούσε τη διάλυση του «Εθνικο-Δημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας» διότι αν και αποδεικνυόταν πως τούτο αποσκοπούσε στην ανατροπή του πολιτεύματος δεν υπήρχαν συγκεκριμένες ενδείξεις ότι θα μπορούσε να το επιτύχει (Ρίζος, 2023).

Γενικότερα, στο νέο περιβάλλον που διαμορφώθηκε από την είσοδο της Χρυσής Αυγής στη Βουλή και την εγκληματική δράση της, διατυπώθηκε η άποψη ότι ο κοινός νομοθέτης είναι ελεύθερος να θεσπίσει διαδικασία απαγόρευσης κόμματος αξιοποιώντας τη ρήτρα του άρθρου 29 παρ. 1, αρκεί να τη στηρίξει στην οργάνωση και τη δράση και όχι στους σκοπούς και την ιδεολογία του κόμματος (Παπαδοπούλου, 2013). Η πιο συστηματική επιχειρηματολογία υπέρ μιας στροφής στην ερμηνεία του άρθρου 29 παρ. 1 έγινε από τον Χαράλαμπο Ανθόπουλο. Σύμφωνα με τον Ανθόπουλο (2015), η μονόπλευρη ανάγνωση των προπαρασκευαστικών συζητήσεων της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής οδήγησε σε μια ερμηνεία που αντιστοιχεί στις απόψεις της τότε αντιπολίτευσης, ενώ το άρθρο 29 παρ. 1 επιβάλλει τη μη χρησιμοποίηση βίαιων μέσων πολιτικής δράσης, ακόμα και μελλοντικής. Με βάση την εν λόγω προσέγγιση, ο κοινός νομοθέτης μπορεί να θεσπίσει προληπτικά μέτρα (πχ έλεγχο της ανταπόκρισης της ιδρυτικής διακήρυξης ή του καταστατικού του κόμματος στις συνταγματικές απαιτήσεις), φτάνοντας σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις ακόμα και στη δικαστική διάλυση πολιτικών κομμάτων (Ανθόπουλος, 2017). Ωστόσο, το γεγονός ότι όντως ο συντακτικός νομοθέτης δεν υιοθέτησε πλήρως τη θέση της μειοψηφίας της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής δεν πρέπει να οδηγεί στην παράβλεψη του γεγονότος ότι απέρριψε τη δικαστική διάλυση κομμάτων και μάλιστα μετά από μακροσκελείς συζητήσεις. Επίσης, η νομοθετική εξειδίκευση της ρήτρας του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος είναι μεν συνταγματικά θεμιτή (αν και όχι συνταγματικά επιβεβλημένη), όμως η ίδρυση ενός πολιτικού κόμματος (σε αντίθεση με τις απλές ενώσεις ή σωματεία) δεν μπορεί να υπαχθεί σε κανένα προληπτικό μέτρο (Δαγτόγλου, 2012, Χρήστου, 2017). Σε διαφορετικό μήκος κύματος κινήθηκε ο Σωτηρέλης (2014α), ο οποίος επέμεινε ότι στην ελληνική έννομη τάξη δεν νοείται απαγόρευση της λειτουργίας κόμματος με απόφαση δικαστηρίου, υποστήριξε όμως τη δυνατότητα θέσπισης διάταξης που να απαγορεύει τη συμμετοχή της Χρυσής Αυγής στις εκλογές εφόσον τούτη καταδικασθεί ως εγκληματική οργάνωση. Η εν λόγω τοποθέτηση, που διαχώριζε ρητά την μη ανακήρυξη από την απαγόρευση κόμματος (Σωτηρέλης 2014β), προσανατόλιζε την αναγκαία παρέμβαση στο επίπεδο του εκλογικού δικαίου και καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τη συζήτηση που ακολούθησε.

Η απόφαση για τη Χρυσή Αυγή και ο νομοθετικός περιορισμός του δικαιώματος κατάρτισης εκλογικών συνδυασμών

Η δικαστική απόφαση στην υπόθεση της Χρυσής Αυγής τον Οκτώβριο του 2020 υπήρξε ιστορική. Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών καταδίκασε τους κατηγορούμενους (ηγεσία της Χρυσής Αυγής και μέλη της που τέλεσαν αξιόποινες πράξεις) κρίνοντας, όπως ανέπτυξε σ’ ένα σκεπτικό 12.746 σελίδων, ότι είχαν συγκροτήσει μια εγκληματική οργάνωση. Αυτή η εγκληματική οργάνωση είχε περιβληθεί με τον μανδύα πολιτικού κόμματος ώστε να τελέσει κατά συρροή αξιόποινες πράξεις με κίνητρο τη ναζιστική ιδεολογία. Η τέλεση των εν λόγω πράξεων έγινε εφικτή και μέσω της οργάνωσης της Χρυσής Αυγής ως «κόμματος-πολιτοφυλακής» (militia), χαρακτήρας ο οποίος αναδείχθηκε στη δίκη με μαρτυρικές καταθέσεις, όπως εκείνη του τιμώμενου στον παρόντα τόμο («Καθηγητής Μιχάλης Σπουρδαλάκης», 2017).

Η απόφαση αποτέλεσε ένα νέο θεσμικό και νομολογιακό προηγούμενο (Τασόπουλος, 2020). Η κρίση ότι η Χρυσή Αυγή υπήρξε στο σύνολό της μια εγκληματική οργάνωση θεωρήθηκε ότι αίρει τη συνταγματική της αναγνώριση ως πολιτικού κόμματος (Δρόσος, 2020). Η επόμενη μέρα της απόφασης, υποστήριξε ο Σωτηρέλης (2020), έπρεπε να περιλαμβάνει μια πρόσθετη νομοθετική πρωτοβουλία, με βάση την οποία το Α΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου δεν θα επιτρέπει την κάθοδο στις εκλογές και δεν θα προβαίνει σε ανακήρυξη, αντίστοιχα, εκείνων των κομμάτων που η οργάνωση και η δράση τους αποδεδειγμένα -βάσει δικαστικής απόφασης- δεν εξυπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του πολιτεύματος. Ως τέτοια κόμματα θα έπρεπε να θεωρούνται αυτά των οποίων η ηγεσία και οι υποψήφιοι έχουν καταδικασθεί για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης ή και νέα κόμματα, στην ηγεσία και στους συνδυασμούς των οποίων μετέχουν οι ως άνω καταδικασθέντες. Σε αυτό το πλαίσιο, τέθηκε το ζήτημα της νομοθετικής πρόβλεψης ελάχιστων βασικών προϋποθέσεων για τη συμμετοχή κόμματος σε εκλογές ώστε να αποτραπεί η μεταμφίεση μιας εγκληματικής οργάνωσης σε πολιτικό κόμμα (Βενιζέλος, 2020), αν και εκφράστηκαν προβληματισμοί για τη συνταγματικότητα τέτοιου είδους ρυθμίσεων (Ξηρός, 2020). Ακολούθησε η αλλαγή του εκλογικού δικαίου με τον Νόμο 4804/2021, που τροποποίησε το Προεδρικό Διάταγμα 26/2012 και τον Νόμο 3023/2002 και υπερψηφίσθηκε από όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα πλην του ΚΚΕ και του ΜΕΡΑ25. Ο νέος νόμος προέβλεπε τη στέρηση του δικαιώματος κατάρτισης εκλογικών συνδυασμών από κόμματα των οποίων ο πρόεδρος, ο γενικός γραμματέας, τα μέλη της διοικούσας επιτροπής και ο νόμιμος εκπρόσωπος έχουν καταδικασθεί σε κάθειρξη για ορισμένα αδικήματα, μεταξύ των οποίων και εκείνα του άρθρου 187 ΠΚ (αρ. 93). Επιπλέον, έθετε ασυμβίβαστο για την κατοχή επιτελικής θέσης σε κόμμα καταδικασθέντος για τα παραπάνω αδικήματα (αρ. 94), απαγόρευε την ιδιωτική χρηματοδότηση κομμάτων στα οποία κατείχαν επιτελική θέση τα παραπάνω πρόσωπα (αρ. 95) και απέκλειε αυτά τα κόμματα από τη ραδιοτηλεοπτική προβολή κατά την προεκλογική περίοδο και από χώρους υπαίθριας προβολής πολιτικών μηνυμάτων (αρ. 96).

Οι δημοσκοπήσεις που έφεραν το μόρφωμα του πρώην ηγετικού στελέχους της Χρυσής Αυγής Ηλία Κασιδιάρη στο κατώφλι της Βουλής, το 2023, προκάλεσαν μια νέα νομοθετική πρωτοβουλία. Η τροπολογία που κατέθεσε αρχικά η κυβέρνηση στη Βουλή ανέθετε στο Α΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου να κρίνει αν η οργάνωση και η δράση ενός κόμματος εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος προκειμένου να εγκριθεί ή όχι η συμμετοχή του στις εκλογές. Η αντιπρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης προέβλεπε την αξιολόγηση της δράσης του κόμματος με γνώμονα την παραβίαση ή μη της αντιρατσιστικής νομοθεσίας. Αμφότερες οι εν λόγω προτάσεις επικρίθηκαν εύλογα διότι ανέθεταν στο Α΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου την εξουσία να προβεί σε ιδεολογικό έλεγχο των κομμάτων με επισφαλή κριτήρια (Κεσσόπουλος, 2023). Στον αντίποδα αυτών των προτάσεων, διατυπώθηκαν απόψεις οι οποίες επέμεναν ότι η ποινική αντιμετώπιση του προβλήματος ήταν επαρκής και η μόνη συμβατή με το Σύνταγμα (Βλαχόπουλος, 2023β, Μαντζούφας, 2023).  Παράλληλα, διατυπώθηκε και μια τρίτη άποψη, η οποία πρότεινε να τεθεί ως κριτήριο για την κατάρτιση εκλογικού συνδυασμού η μη καταδίκη προσώπων με συγκεκριμένες θέσεις εντός ενός κόμματος για εγκλήματα των άρθρων 187 και 187Α ΠΚ (Κοντιάδης, 2023β, Καμπαγιάννης, 2023). Μια μέρα πριν από τη συζήτηση της τροπολογίας, η αξιωματική αντιπολίτευση υιοθέτησε τη συγκεκριμένη πρόταση, βασικά χαρακτηριστικά της οποίας ήταν ότι δεν άφηνε περιθώρια ιδεολογικού ελέγχου των κομμάτων από τον Άρειο Πάγο και εξαρτούσε την κρίση του τελευταίου αποκλειστικά προγενέστερες (αν και πρωτόδικες) αποφάσεις της ποινικής δικαιοσύνης.

Τελικά, η τροπολογία υπερψηφίστηκε από τη ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ με σημαντικές αλλαγές σε σχέση με την αρχική διατύπωσή της, ο ΣΥΡΙΖΑ δήλωσε «παρών» και τα άλλα κόμματα καταψήφισαν. Έτσι, το άρθρο 102 του Νόμου 5019/2023 αντικατέστησε το άρθρο 32 παρ. 1 του Προεδρικού Διατάγματος 26/2012. Η σημαντικότερη από τις αλλαγές που έγιναν ήταν πως η κρίση του Αρείου Πάγου περί του αν η δράση του κόμματος εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος συναρτάται αποκλειστικά από το εάν υποψήφιοι βουλευτές, ιδρυτικά μέλη ή διατελέσαντες πρόεδροι κάποιου συνδυασμού έχουν καταδικαστεί για εσχάτη προδοσία ή συμμετοχή σε εγκληματική ή τρομοκρατική οργάνωση. Από την άλλη πλευρά, η τελική μορφή της τροπολογίας διατήρησε την πολλαπλώς προβληματική ευχέρεια του δικαστηρίου να κρίνει εάν υπάρχει μια «πραγματική ηγεσία» του κόμματος, στην οποία μετέχουν πρόσωπα καταδικασμένα για τα αναφερόμενα στη διάταξη αδικήματα και ασκεί διοίκηση του κόμματος ή έχει τοποθετήσει εικονική ηγεσία ή έχει ηγετικό πολιτικό ρόλο προς το εκλογικό σώμα (Κοντιάδης, 2023α). Με άλλα λόγια, η τροπολογία θεμελιώθηκε μεν σε μια αντικειμενική βάση, αφού προϋποθέτει την ύπαρξη οριστικής (αν και όχι αμετάκλητης) καταδικαστικής απόφασης, είναι όμως δικαιοκρατικά και δημοκρατικά λιποβαρής κυρίως διότι θέτει το ρευστό κριτήριο της «πραγματικής ηγεσίας».

Οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου και το στρατήγημα των «Σπαρτιατών»

Ο Ηλίας Κασιδιάρης προσπάθησε αρχικά να παρακάμψει το συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο παραχωρώντας την προεδρία του μορφώματος «Εθνικό Κόμμα Έλληνες» στον πρώην αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστάσιο Κανελλόπουλο. Ακολούθως, σε μια τροπολογία «της τελευταίας στιγμής» λίγο πριν από την επίσημη προκήρυξη των εκλογών του Μαΐου 2023, προστέθηκε στο Προεδρικό Διάταγμα 26/2012 το άρθρο 35 του Νόμου 5043/2023. Το εν λόγω άρθρο όριζε ότι στη σύνθεση του αρμόδιου για την ανακήρυξη των κομμάτων Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου συμμετέχουν ο Πρόεδρος αυτού και όλα τα μέλη του, πρόβλεψη που αιτιολογήθηκε από τον υπουργό Εσωτερικών Μάκη Βορίδη ως θωρακίζουσα το κύρος της Δικαιοσύνης («περισσότερα μάτια, εγκυρότερη κρίση»). Η εν λόγω νομοθετική ρύθμιση δεν μπορεί να θεωρηθεί in principio προβληματική από τη σκοπιά του κράτους δικαίου, καθώς δεν αφαίρεσε την αρμοδιότητα από τον Άρειο Πάγο και δη από το συγκεκριμένο Τμήμα του αλλά μετέφερε τη σχετική κρίση από την πενταμελή σύνθεση του Τμήματος στην δεκαμελή Ολομέλειά του, οι δε δικαστές του Τμήματος είχαν οριστεί σε χρόνο πολύ προγενέστερο της συγκεκριμένης νομοθέτησης (Αλιβιζάτος 2023). Από την άλλη πλευρά, οι καταγγελίες και η παραίτηση του προέδρου του Τμήματος έδωσαν τροφή στις υπόνοιες για παρέμβαση της κυβέρνησης στη δικαστική εξουσία.

Η Ολομέλεια του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθ. 8/2023 απόφασή της απέκλεισε το «Εθνικό Κόμμα Έλληνες» από τις εκλογές της 21ης Μαΐου 2023 διότι ο Ηλίας Κασιδιάρης ήταν υποψήφιος στην Α΄ Αθηνών, εφαρμόζοντας το παραπάνω νομοθετικό πλαίσιο. Σύμφωνα με την απόφαση (με μειοψηφία ενός μέλους της σύνθεσης), ο περιορισμός της εκλογιμότητας κομμάτων είναι συνταγματικά θεμιτός, αφού αποτελεί ηπιότερο μέτρο σε σχέση με τη διάλυσή τους, και συμβατός με την ΕΣΔΑ διότι πληροί τα κριτήρια που έχει διαμορφώσει η νομολογία του ΕΔΔΑ. Περαιτέρω, η απόφαση θεμελίωσε τη διαφοροποίησή της από την κρατούσα ερμηνεία του άρθρου 29 στην αλλαγή των ιστορικών συνθηκών σε σχέση με το 1974-1975, όταν ήταν νωπή η εμπειρία της δικτατορίας. Υποστηρίχθηκε ότι η απόφαση συνιστά αλλαγή παραδείγματος σε σχέση με την έως τότε κρατούσα ερμηνεία του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος, εφόσον αναφέρεται επανειλημμένα στην «αυτοπροστασία της μαχόμενης ελληνικής δημοκρατίας» (Καραβοκύρης, 2023). Από την άλλη πλευρά, διατυπώθηκε η άποψη ότι εν τέλει η μετατόπιση σε σχέση με την κρατούσα ερμηνεία είναι περιορισμένη, απλώς αντιμετωπίζει το νέο φαινόμενο εγκληματικών οργανώσεων που ενδύονται τον μανδύα πολιτικού κόμματος (Τασόπουλος, 2023). Ως προς τη «μαχόμενη ελληνική δημοκρατία», οι σχετικές αναφορές παραπέμπουν όντως (και αχρείαστα) σε ένα μοντέλο το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, επιτρέπει τον εκτεταμένο (και ιδεολογικό) έλεγχο και τη διάλυση πολιτικών κομμάτων και είχε απορριφθεί από τον συντακτικό νομοθέτη του 1975. Γι’ αυτόν τον λόγο και η διάβαση του Ρουβίκωνα προς την όχθη της μάχιμης δημοκρατίας δεν πρέπει να θεωρείται μία συνταγματικά επιτρεπτή νομοθετική επιλογή, όπως υποστήριξε ο Τσιλιώτης (2023). Δεν πρέπει βεβαίως να παραβλέπεται ούτε το γεγονός ότι η απόφαση αναγνωρίζει ρητά πως το άρθρο 29 του Συντάγματος δεν δίνει περιθώρια ελέγχου των κομμάτων με βάση τον ιδεολογικό προσανατολισμό και τις θεωρητικές διακηρύξεις τους. Σε κάθε περίπτωση, η αναφορά της απόφασης στην αλλαγή των συνθηκών δεν είναι πειστική: ο συντακτικός νομοθέτης του 1975 σίγουρα δεν είχε λάβει υπ’ όψιν του το ενδεχόμενο μεταμφίεσης μιας εγκληματικής οργάνωσης σε πολιτικό κόμμα, ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 2019 όμως το γνώριζε και παρά ταύτα δεν τροποποίησε το άρθρο 29 του Συντάγματος. Στο σημείο αυτό ο Άρειος Πάγος φαίνεται να υποκαθιστά την κρίση του αναθεωρητικού νομοθέτη. Γενικότερα, τόσο το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο όσο και η απόφαση εδράζονται σε ισχνό δικαιοκρατικό και δημοκρατικό θεμέλιο και μεταβάλλουν σημαντικά την ισορροπία εντός του «μεικτού μοντέλου» που υιοθετεί το άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος.

Το ζήτημα τέθηκε εκ νέου ενόψει των εκλογών της 25ης Ιουνίου 2023. Ο Άρειος Πάγος έκρινε με την υπ’ αριθ. 95/2023 απόφασή του ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις ανακήρυξης και συμμετοχής στις εκλογές του συνδυασμού ανεξάρτητων υποψηφίων «Έλληνες για την πατρίδα και την ελευθερία», υποψήφιος του οποίου στην Α΄ Αθηνών ήταν (και) ο Ηλίας Κασιδιάρης. Ο εν λόγω σχηματισμός αποκλείστηκε με το σκεπτικό ότι «δεν αποτελεί, πράγματι, συνεργασία ανεξάρτητων πολιτών στα πλαίσια του οποίου, έκαστος των συμμετεχόντων διατηρεί την ανεξαρτησία, την αυτονομία και την αυτοτέλειά του από κομματικές δομές και εξαρτήσεις, οι οποίοι ασκούν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι στα πλαίσια ευκαιριακής και μερικής σύμπτωσης ορισμένων πολιτικών και κοινωνικών τους αντιλήψεων, εκτός της οργανωτικής δομής ενός κόμματος». Περαιτέρω, ο Άρειος Πάγος αποφάνθηκε ότι η υποβολή του συγκεκριμένου συνδυασμού «συνιστά καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος των Ελλήνων πολιτών να καταρτίζουν τέτοιους συνασπισμούς προς συμμετοχή σε βουλευτικές εκλογές» και πως «αποσκοπεί αποκλειστικά στην καταστρατήγηση των περιορισμών, που τάσσονται για τη συμμετοχή σε αυτές για τα κόμματα και τους συνασπισμούς κομμάτων».

Η μη ανακήρυξη του συγκεκριμένου συνδυασμού «ανεξάρτητων υποψηφίων» αποδεικνύει ότι το προαναφερθέν νομοθετικό πλαίσιο δεν παραβιάζει ευθέως την πρόβλεψη του άρθρου 51 παρ. 3 του Συντάγματος, ωστόσο την παρακάμπτει και, κατ’ αποτέλεσμα, τη φαλκιδεύει. Και τούτο διότι το άρθρο 51 παρ. 3 του Συντάγματος επιτρέπει την αφαίρεση του εκλογικού δικαιώματος από συγκεκριμένα πρόσωπα μόνο σε περίπτωση αμετάκλητης (δηλαδή μετά και από τυχόν απόφαση του Αρείου Πάγου) ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα. Εν προκειμένω, αυτά τα πρόσωπα δεν στερούνται τυπικά το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, μπορούν όμως να συμμετάσχουν στις εκλογές μόνον ατομικά ως ανεξάρτητοι υποψήφιοι. Είναι δυνατό, δηλαδή, να συμμετάσχουν στις εκλογές αλλά μόνον κατά τρόπο που δεν τους παρέχει οποιαδήποτε πιθανότητα εκλογής (εφόσον υπάρχει το όριο του 3% σε πανελλαδικό επίπεδο για την είσοδο στη Βουλή), διαφορετικά ασκούν καταχρηστικά το δικαίωμα του εκλέγεσθαι. Έτσι, η εφαρμογή του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου από τον Άρειο Πάγο κατέληγε με απλά λόγια στο εξής: «μπορεί κάποιος να συμμετέχει στις εκλογές αλλά με τρόπο που δεν γίνεται να εκλεγεί και μπορεί κάποιο κόμμα να μην έχει διαλυθεί αλλά να αποκλείεται η συμμετοχή του στις εκλογές».

Η ίδια απόφαση έκρινε νόμιμη την ανακήρυξη του κόμματος «Σπαρτιάτες», στο οποίο συμμετείχαν μεν μέλη του μορφώματος «Εθνικό Κόμμα Έλληνες», δεν ήταν όμως καταδικασμένοι για κάποιο αδίκημα από τα οριζόμενα στον νόμο. Οι «Σπαρτιάτες» υποστηρίχθηκαν μετά την ανακήρυξή τους από τον Ηλία Κασιδιάρη και έλαβαν 4,68% εκλέγοντας 12 βουλευτές. Τούτη η υποστήριξη υπήρξε καθοριστική, όπως προκύπτει και από τον μεγάλο αριθμό υποψηφίων βουλευτών και εκλεγέντων βουλευτών του μορφώματος που προέρχονταν από το «Εθνικό Κόμμα Έλληνες». Γι’ αυτόν τον λόγο υποστηρίχθηκε μετά τις εκλογές ότι οι «Σπαρτιάτες» ενέπιπταν στη ρύθμιση του άρθρου 102 του Νόμου 5019/2023, αφού ο «πραγματικός ηγέτης» τους είχε καταδικασθεί για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και συνεπώς το κόμμα αυτό δεν ήταν εκλόγιμο (Ανθόπουλος, 2023). Η σχετική ένσταση θα υποβληθεί στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ) του άρθρου 100 του Συντάγματος που είναι αρμόδιο να εκδικάζει ενστάσεις κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών (μεταξύ άλλων και) για την έλλειψη νόμιμων προσόντων των βουλευτών. Το κρίσιμο ζήτημα που προκύπτει από μια ενδεχόμενη ακύρωση της εκλογής των «Σπαρτιατών» βουλευτών από το ΑΕΔ είναι οι συνέπειες μιας τέτοιας απόφασης. Κατά μία άποψη, μια τέτοια απόφαση θα είχε ως αποτέλεσμα την έκπτωση των βουλευτών των «Σπαρτιατών» και την αναλογική κατανομή των εδρών τους στα κόμματα που εκπροσωπούνται στη Βουλή (Γεραρής, 2023, Παπασπύρου, 2023). Η εν λόγω άποψη όμως δεν φαίνεται πολύ πειστική, αφενός επειδή δεν υφίσταται νομοθετική βάση για την αναλογική κατανομή των εδρών και αφετέρου διότι θα συνιστούσε παραβίαση της δημοκρατικής αρχής και αλλοίωση της λαϊκής βούλησης η ψήφος υπέρ κάποιου κόμματος να καταλήγει υπέρ ενός άλλου (Βλαχόπουλος, 2023β). Επομένως, εάν το ΑΕΔ κρίνει ότι παρανόμως συμμετείχε ένα κόμμα στις εκλογές, τότε θα πρέπει να επαναληφθούν οι εκλογές χωρίς τη συμμετοχή του κόμματος αυτού. Τούτο όμως δεν εμποδίζει την εκ νέου εφαρμογή ενός παρόμοιου στρατηγήματος από κάποιο άλλο μόρφωμα…

Αντί επιλόγου: Η ερμηνεία του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος και τα πρωτεία της κοινωνίας και της πολιτικής

Το άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος διαμορφώθηκε στη συγκυρία της μεταπολίτευσης, κατά την οποία η πολιτική ριζοσπαστικοποίηση και οι κοινωνικές κινητοποιήσεις επέβαλλαν την κατοχύρωση της ελευθερίας των κομμάτων. Η απάλειψη των διατάξεων του κυβερνητικού σχεδίου περί θέσης κομμάτων εκτός νόμου και δημοκρατικής εσωτερικής οργάνωσης των κομμάτων, σε συνδυασμό με την κατοχύρωση της ρήτρας ότι η οργάνωση και δράση των κομμάτων οφείλει να υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, δείχνει ότι η τελική απόφαση του συντακτικού νομοθέτη ήταν διττή. Δεν θέλησε να θέσει ιδεολογικούς περιορισμούς στα κόμματα, ούτε έθεσε ως κριτήριο τη νομιμοφροσύνη τους, άφησε όμως περιθώριο ελέγχου της οργάνωσης και της δράσης τους στο βαθμό που αυτές τείνουν στην αμφισβήτηση της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αυτή η αμφισβήτηση πρέπει να ερμηνευτεί στενά. Το άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος δεν επιτρέπει την απαγόρευση κομμάτων με βάση τη διάπραξη αδικημάτων εκ μέρους κομματικών μελών ανεξαρτήτως φύσης, βαρύτητας ή σχέσης με το κόμμα. Αφήνει ωστόσο το περιθώριο να τεθούν περιορισμοί (που δεν θα φτάνουν ως την απαγόρευση ή τη διάλυση) σε κάποιο κόμμα του οποίου η οργάνωση και δράση κατατείνει αποδεδειγμένα και με τρόπο συστηματικό και λυσιτελή στην αμφισβήτηση της ίδιας της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Τούτο το πρόβλημα τέθηκε με συγκεκριμένο τρόπο μετά το 2012, καθώς ένα ναζιστικό μόρφωμα χρησιμοποίησε συστηματικά την κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση ως κάλυψη για εγκληματική δράση σε βάρος όσων θεωρούσε εχθρούς του. Πριν από τη νομοθετική ρύθμιση του φαινομένου υπήρξε βέβαια η κίνηση ποινικής δίωξης, η οποία δεν αφορούσε μόνο τα μέλη της Χρυσής Αυγής που ήταν φυσικοί αυτουργοί δολοφονικών επιθέσεων αλλά και την ηγεσία της που συγκρότησε και διεύθυνε την εν λόγω εγκληματική οργάνωση. Και σε αυτήν την περίπτωση, ο ρόλος της κοινωνικής κινητοποίησης υπήρξε καθοριστικός. Στην αφετηρία της ποινικής δίωξης σε βάρος της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής βρίσκεται η έκρηξη του αντιφασιστικού κινήματος που ακολούθησε τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.

Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν ήταν δυνατό να αγνοήσει την κοινωνική πίεση. Στο γεγονός ότι το νομοθετικό πλαίσιο δεν θέτει ως κριτήριο την ιδεολογία αλλά την ύπαρξη ποινικής καταδίκης των ηγετικών στελεχών του κόμματος για συγκεκριμένα εγκλήματα είναι ευδιάκριτο το κοινωνικό χνάρι. Το κίνημα που κατέκτησε τις δημοκρατικές ελευθερίες στη μεταπολίτευση τις υπερασπίστηκε στην επόμενη φάση απέναντι στη νεοναζιστική εγκληματική βία χωρίς να συνηγορήσει σε θεσμικές κατασκευές «μαχόμενης δημοκρατίας». Ωστόσο, οι στοχεύσεις της πολιτικής εξουσίας ήταν μάλλον συγκυριακές, γι’ αυτό και θεμελίωσε τη σχετική νομοθεσία στο ρευστό κριτήριο της «πραγματικής ηγεσίας». Το εν λόγω κριτήριο, εκτός από το ότι δύσκολα συμβιβάζεται με το άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος, αποδείχθηκε αναποτελεσματικό επιβεβαιώνοντας ότι η απαγόρευση κατάρτισης εκλογικών συνδυασμών από τέτοιου είδους μορφώματα δεν αποτελεί πανάκεια. Άλλωστε, όπως επισήμανε έγκαιρα ο Σπουρδαλάκης (2009, σ. 85) επικαλούμενος τον Αντόνιο Γκράμσι, η εκλογική διάσταση δεν είναι ούτε η μόνη ούτε η πιο σημαντική στη σχέση μεταξύ κομμάτων και κοινωνίας. Τούτο ισχύει σίγουρα για τις ναζιστικές οργανώσεις που παίρνουν τη μορφή κομμάτων, ακριβώς επειδή γι’ αυτές η συμμετοχή στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες δεν αποτελεί αυτοσκοπό αλλά εργαλείο για τη συγκρότηση ενός μαζικού αντιδραστικού κινήματος. Γι’ αυτόν τον λόγο η κοινωνική και πολιτική απάντηση στην εκκόλαψη του αυγού του φιδιού πρωτεύει σε σχέση με τη νομική αντιμετώπιση του φαινομένου. Η συλλογική κινητοποίηση αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ για την καταπολέμηση του ναζισμού και των αιτίων που τον γεννούν και τον αναπαράγουν. Εξάλλου, αν η νομοθεσία και η νομολογία αποτελούν την αυτοβιογραφία της πολιτικής και της δικαστικής εξουσίας αντίστοιχα, φαίνεται πως οι πρόσφατες σελίδες της αναφορικά με τα κόμματα (σε αντίθεση με εκείνες της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου) είναι γραμμένες από χέρια με πενιχρή δημοκρατική αυτοπεποίθηση.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Αλιβιζάτος, Ν. (2023). Ο αποκλεισμός δεν αντίκειται ούτε στο Σύνταγμα ούτε στην ΕΣΔΑ. Ανακτήθηκε από: https://www.kathimerini.gr/politics/562372939/arthro-toy-n-k-alivizatoy-stin-k-o-apokleismos-den-antikeitai-oyte-sto-syntagma-oyte-stin-esda/

Αλιβιζάτος, Ν. (1995). Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974. Όψεις της ελληνικής εμπειρίας (3η εκδ.). Αθήνα: Θεμέλιο

Ανθόπουλος, Χ. (2023). Τα κόμματα και η άμυνα της δημοκρατίας μετά τις εκλογές της 25ης Ιουνίου. Ανακτήθηκε από: https://www.constitutionalism.gr/ta-kommata-kai-i-amina-tis-dimokratias/

Ανθόπουλος, Χ. (2017). Άρθρο 29. Στο Φ. Σπυρόπουλος, Ξ. Κοντιάδης, Χ. Ανθόπουλος, Γ. Γεραπετρίτης (Επιστ. Επιμ.), ΣΥΝΤΑΓΜΑ. Κατ’ άρθρο ερμηνεία (σσ. 773-792). Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας – Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου

Ανθόπουλος, Χ. (2015). Πολιτικά κόμματα και Δημοκρατία. Στοιχεία για μια επανερμηνεία του άρθρου 29 παρ. 1 Συντ.. Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου 2015 (2), 157-172

Βενιζέλος, Ευ. (2020). Οι επιπτώσεις της απόφασης για τη «Χρυσή Αυγή» στο πεδίο του Συνταγματικού Δικαίου – Τα πολιτικά δικαιώματα των καταδικασθέντων και οι συνταγματικοί φραγμοί στην εικονική «πολιτική»  δράση εγκληματικών οργανώσεων. Θεωρία και Πράξη Διοικητικού Δικαίου 2020 (12), 1057-1061

Βερναρδάκης, Χ. (2011). Πολιτικά κόμματα, εκλογές και κομματικό σύστημα. Οι μετασχηματισμοί της πολιτικής αντιπροσώπευσης 1990-2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας

Βλαχόπουλος, Σ. (2023α). Πολιτικά κόμματα και εκλογές. Απαγορεύσεις και δημοκρατία. Ανακτήθηκε από:

https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/politika-kommata-kai-ekloges-apagoreyseis-kai-dhmokratia/

Βλαχόπουλος, Σ. (2023β). “Αρκεί ο Ποινικός Κώδιξ”. Ανακτήθηκε από:  https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/arkei-o-poinikos-kwdix/

Βουλή των Ελλήνων (1975α). Ε΄ Αναθεωρητική, Περίοδος Α΄ – Προεδρευομένης Δημοκρατίας – Σύνοδος Α΄, Πρακτικά των συνεδριάσεων των Υποεπιτροπών της επί του Συντάγματος 1975 Κοινοβουλευτικής Επιτροπής. Αθήναι: εκ του Εθνικού Τυπογραφείου ( :Πρακτικά υποεπιτροπών)

Βουλή των Ελλήνων (1975β). Ε΄ Αναθεωρητική, Περίοδος Α΄ – Σύνοδος Α΄, Επίσημα εστενογραφημένα πρακτικά συνεδριάσεων της Ολομελείας της Επιτροπής του Συντάγματος 1975. Αθήναι: εκ του Εθνικού Τυπογραφείου ( :Ολομέλεια Επιτροπής)

Βουλή των Ελλήνων (1975γ). Ε΄ Αναθεωρητική, Περίοδος Α΄ – Προεδρευομένης Δημοκρατίας – Σύνοδος Α΄, Πρακτικά των συνεδριάσεων της Ολομελείας της Βουλής των συζητήσεων επί του Συντάγματος 1975. Αθήναι: εκ του Εθνικού Τυπογραφείου (:Ολομέλεια Βουλής)

Βουλή των Ελλήνων (1976). Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή, Σύνταγμα 1975. Διάταξις κατ’ άρθρον επισήμων σχεδίων – τροπολογιών ψηφισθέντος τελικού κειμένου. Αθήναι: εκ του Εθνικού Τυπογραφείου ( :Πρακτικά Τροπολογιών)

Γεραρής, Χ. (2023). Το Εκλογοδικείο θα αποφασίσει για το «κόμμα Κασιδιάρη». Ανακτήθηκε από: https://www.tanea.gr/2023/04/15/politics/to-eklogodikeio-tha-apofasisei-gia-to-komma-kasidiari/

Corduwener, P. (2020). Gerhard Leibholz, Costantino Mortati and the ideological roots of postwar party democracy in Germany and Italy. Journal of Political Ideologies, 26 (1), 101-119. DOI: 10.1080/13569317.2020.1844365

Δαγτόγλου, Π. (2012). Συνταγματικό ΔίκαιοΑτομικά Δικαιώματα. Αθήνα – Κομοτηνή: Σάκκουλας

Δρόσος, Γ. (2020). Χρυσή Αυγή, ποινικός νόμος και Σύνταγμα. Οι συνταγματικές περιπέτειες μιας ποινικής υπόθεσης. Θεωρία και Πράξη Διοικητικού Δικαίου 2020 (12), 1062-1071

Δρόσος, Γ. (1982). Η νομική θέση των κομμάτων στην Ελλάδα, Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας

ΕΚΚΕ (2010). Σαράντα χρόνια αγώνες του ΕΚΚΕ. Βασικά πολιτικά κείμενα. τ. Α΄ (1970-1988), Αθήνα: χ.ε.

Ελευθερίου, Κ., & Τάσσης, Χ. (2013). ΠΑΣΟΚ. Η άνοδος και η πτώση (;) ενός ηγεμονικού κόμματος. Αθήνα: Σαββάλας

Ζακαλκάς, Δ. (1996). Το αίτημα για εσωκομματική δημοκρατία μεταξύ συνταγματικής επιταγής και πολιτικής πραγματικότητας. Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας

Καθηγητής Μιχάλης Σπουρδαλάκης: “Κόμμα πολιτοφυλακή” η Χρυσή Αυγή» (2017, Σεπτέμβριος 20). Ανακτήθηκε από: https://www.inewsgr.com/185/kathigitis-michalis-spourdalakis-komma-politofylaki-i-chrysi-avgi.htm

Καϊδατζής, Α. (2023). Αναρμόδιο το Εκλογοδικείο να ελέγξει την ηγεσία κοινοβουλευτικού κόμματος. Ανακτήθηκε από: https://left.gr/news/anarmodio-eklogodikeio-na-elegxei-tin-igesia-koinovoyleytikoy-kommatos

Καμπαγιάννης, Θ. (2023). Για τη συνταγματικότητα του αποκλεισμού εκλογικών συνδυασμών των καταδικασμένων διευθυντών της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης “Χρυσή Αυγή”. Ανακτήθηκε από:

https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/gia-th-syntagmatikothta-tou-apokleismou-eklogikwn-syndyasmwn-twn-katadikasmenwn-dieythyntwn-ths-nazistikhs-egklhmatikis-organwsis-xrysi-aygi/

Καμτσίδου, Ι. (2013). Το κόμμα – εγκληματική οργάνωση και το Σύνταγμα. Ανακτήθηκε από: https://www.constitutionalism.gr/komma-egklimatiki-organosi-kamtsidou/

Καραβοκύρης, Γ. (2023). Άρθρο 29 στο Σ. Βλαχόπουλος, Ξ. Κοντιάδης, Γ. Τασόπουλος (Επιμ.), Σύνταγμα. Ερμηνεία κατ’ άρθρο (σσ. 1-38). Ηλεκτρονική έκδοση: Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου

Kelsen, H. (1932). Verteidigung der Demokratie, Blätter der Staatspartei. 1932 (3/4), 90–98

Κεσσόπουλος, Α. (2023). Η τόλμη της δημοκρατίας απέναντι στους εχθρούς της. Ανακτήθηκε από:  https://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/i-tolmi-tis-dimokratias-apenanti-stoys-exthroys-tis

Κοντιάδης, Ξ. (2023α). Η τελική ρύθμιση για τον εκλογικό αποκλεισμό πολιτικών κομμάτων. Ανακτήθηκε από: https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/h-telikh-rythmish-gia-ton-apokleismo-eklogikwn-kommatwn/

Κοντιάδης, Ξ. (2023β). Αποκλεισμός της συμμετοχής κομμάτων στις εκλογές: Συνταγματικά και πολιτικά διλήμματα. Ανακτήθηκε από:

https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/apokleismos-ths-symmetoxhs-kommatwn-stis-ekloges-syntagmatika-kai-politika-dilhmmata/

Κουρουνδής,  Χ. (2019). Ο ρόλος της μεταπολιτευτικής ριζοσπαστικοποίησης στη διαμόρφωση του Συντάγματος του 1975: από το “κράτος των εθνικοφρόνων” στο κράτος δικαίου. Στο Γ. Καραγιάννης, Κ. Κανελλόπουλος (Επιμ.), Από τη μεταπολίτευση στην κρίση: Όψεις και προοπτικές της Γ’ ελληνικής δημοκρατίας (σσ. 90-106). Αθήνα: Ελληνική Εταιρεία Πολιτικής Επιστήμης

Κουρουνδής, Χ. (2018). Το Σύνταγμα και η Αριστερά. Από τη «βαθεία τομή» του 1963 στο Σύνταγμα του 1975.  Αθήνα: Νήσος

Μαυριάς, Κ. (2016). Συνταγματικό Δίκαιο (5η εκδ.). Αθήνα: Π.Ν. Σάκκουλας

Μάνεσης, Α. (1980). Συνταγματική θεωρία και πράξη (1954-1979), Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας

Μαντζούφας, Π. (2023). Το κράτος δικαίου αντιμέτωπο με τους αρνητές του. Ανακτήθηκε από: https://www.constitutionalism.gr/to-kratos-dikaiou-antimetopo-me-tous-arnites-tou/

Νικολακόπουλος, Η. (2010). Η καχεκτική δημοκρατία. Κόμματα και εκλογές 1946-1967 (6η εκδ.), Αθήνα: Πατάκης

Νομοθετικό Διάταγμα 59/1974, άρθρο 1 παρ. 1 και 2, Περί συστάσεως και επαναλειτουργίας πολιτικών κομμάτων, Εφημερίς της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΦΕΚ 259/Α΄/23-9-1974)

Νόμος 5019/2023, άρθρο 35, Ρυθμίσεις σχετικά με τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού Διατάξεις για την ευζωία των ζώων συντροφιάς Διατάξεις για το ανθρώπινο δυναμικό του δημοσίου τομέα Λοιπές ρυθμίσεις του Υπουργείου Εσωτερικών και άλλες επείγουσες διατάξεις, Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΦΕΚ 91/Α΄/13-04-2023)

Νόμος 5019/2023, άρθρο 102, Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2020/1828 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2020 «σχετικά με τις αντιπροσωπευτικές αγωγές για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών και για την κατάργηση  της Οδηγίας 2009/22/ΕΚ», ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών, ρυθμιστικό πλαίσιο για την παλαίωση οίνων και άλλες επείγουσες διατάξεις, Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΦΕΚ 27/Α΄/14-12-2023)

Νόμος 4804/2021, άρθρα 93, 94, 95, 96, Εκλογή Δημοτικών και Περιφερειακών Αρχών και λοιπές διατάξεις, Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΦΕΚ 90/Α΄/05-06-2021)

Νόμος 3023/2002, άρθρο 29 παρ. 1, Χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων από το κράτος. Έσοδα και δαπάνες, προβολή, δημοσιότητα και έλεγχος των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και των υποψήφιων βουλευτών, Εφημερίς της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΦΕΚ 146/Α΄/25-06-2002)

Ξηρός Θ. (2020). Η διεύθυνση και η συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Η πρωτόδικη ποινική καταδίκη της ηγεσίας πολιτικού κόμματος και τα εκλογικά της επέκεινα. Θεωρία και Πράξη Διοικητικού Δικαίου 2020 (12), 1104-1117

Pantélis, Α. (1979). Les grands problèmes de la nouvelle Constitution hellénique. Paris: LGDJ

Παπαδοπούλου, Λ. (2013). Μπορεί μια εγκληματική οργάνωση να είναι κόμμα; Ανακτήθηκε από: https://www.constitutionalism.gr/mporei-mia-egklimatiki-organosi-na-einai-komma/

Παπασπύρου, Ν. (2023). Ανακτήθηκε από: https://www.ertnews.gr/dimosio-vima/arthrografia/n-papaspyrou-kath-nomikis-gia-spartiates-pithani-i-akyrosi-tis-eklogis-tous-ean-stoixeiothetithei-syndesi-me-to-komma-kasidiari/

Προεδρικό Διάταγμα 26/2012, άρθρο 32 παρ. 1, Κωδικοποίηση σ’ ενιαίο κείμενο των διατάξεων της νομοθεσίας για την εκλογή βουλευτών, Εφημερίς της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΦΕΚ 57/Α΄/15-03-2012)

Πρόταση των Βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας για την αναθεώρηση του Συντάγματος, σύμφωνα με τα άρθρα 110 του Συντάγματος και 119 του Κανονισμού της Βουλής (2014, Δεκέμβριος 6). Ανακτήθηκε από:

https://www.hellenicparliament.gr/Nomothetiko-Ergo/Anazitisi-Nomothetikou-Ergou?law_id=f0dca1bc-b431-4198-a47a-a3f9014298d3

Ρίζος, Σ. (2023). Απαγορεύσεις Κομμάτων: Το συνταγματικό πρόβλημα των εκλογών. Ανακτήθηκε από: https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/apagorefseis-kommatwn-to-syntagmatiko-provlima-twn-eklogwn-apopsi-i/

Σπουρδαλάκης, Μ. (2009). Για τη θεωρία και τη μελέτη των πολιτικών κομμάτων. Αθήνα: Εξάντας

Σπουρδαλάκης, Μ. (1988). ΠΑΣΟΚ. Δομή, εσωκομματικές κρίσεις και συγκέντρωση εξουσίας. Αθήνα: Εξάντας

Σωτηρέλης, Γ., (2020). Η επόμενη μέρα στην καταπολέμηση του νεοναζισμού: Η αναγκαία θεσμική θωράκιση της Δημοκρατίας μέσω του Εκλογικού Δικαίου. Ανακτήθηκε από: https://www.constitutionalism.gr/2020-10-26-sotirelis-hrysi-avgi-eklogikos-nomos/

Σωτηρέλης, Γ. (2014α). Αναζητώντας τις άμυνες της Δημοκρατίας απέναντι στους εχθρούς της. Ανακτήθηκε από: https://www.constitutionalism.gr/amunes-dimokratias/

Σωτηρέλης, Γ. (2014β). Η δημοκρατία είναι ανεκτική, εκτός εάν…. Ανακτήθηκε από: https://www.tanea.gr/2014/01/17/opinions/nai-i-dimokratia-einai-anektiki-ektos-ean/

Τασόπουλος, Γ. (2023). Η απόφαση ΑΠ 8/2023 και η πάγια ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος απέναντι στον νεοναζισμό» epoliteia, 2023 (7), 411-418. Ανακτήθηκε από: https://www.epoliteia.gr/e-journal/2023/07/13/e-politeia-teyxos-7/?fbclid=IwAR0etTykRt9It9WZrV5bYnyvey2j3DVe1yFlk-rsmIUz_NLf92KTy6JqfDE

Τασόπουλος, Γ. (2020). Η δημοκρατία αντιμέτωπη με τους εχθρούς της. Η ωριμότητα του ελληνικού συνταγματισμού. Θεωρία και Πράξη Διοικητικού Δικαίου 2020 (12), 1072-1103

Τσιλιώτης, Χ. (2023). Σχόλιο στην ΑΠ 8/2023 (Α1 Τμήμα) σχετικά με τον αποκλεισμό του κόμματος «Εθνικό Κόμμα ΕΛΛΗΝΕΣ» από τις εκλογές της 21.5.2023. Ανακτήθηκε από: https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/sxolio-sthn-ap-8-2023-a1-tmhma/

Φουντεδάκη, Π. (1987). Ενδοκομματική δημοκρατία και Σύνταγμα. Συμβολή στις πολιτικές προϋποθέσεις και στην ερμηνεία του άρθρου 29 του Συντάγματος 1975/86. Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας

Χρήστου, Β. (2017). Άρθρο 12. Στο Φ. Σπυρόπουλος, Ξ. Κοντιάδης, Χ. Ανθόπουλος, Γ. Γεραπετρίτης (Επιστ. Επιμ.), ΣΥΝΤΑΓΜΑ. Κατ’ άρθρο ερμηνεία (σσ. 268-287). Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας – Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου

Yannakopoulos, C. (2019).  L’interdiction des partis dans la jurisprudence de la Cour européenne des droits de l’ homme: le cas de l’ Aube dorée. Στο Y. Poirmeur (Επιμ.), La régulation des partis politiques (σσ. 53-65). Paris: LGDJ

[1] Στο κυβερνητικό σχέδιο που δημοσιεύθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1974 υπήρχε και τέταρτη παράγραφος, η οποία προέβλεπε – αντιγράφοντας το δικτατορικό «Σύνταγμα» του 1968 – ότι οι βουλευτές του διαλυθέντος κόμματος εκπίπτουν από το αξίωμά τους και οι έδρες τους παραμένουν κενές ως τη λήξη της βουλευτικής περιόδου αλλά απαλείφθηκε από το σχέδιο που κατατέθηκε επίσημα στη Βουλή στις 7 Ιανουαρίου 1975.

[2] Ενδεικτική του λόγου απάλειψης της συγκεκριμένης διάταξης είναι η τοποθέτηση του βουλευτή της πλειοψηφίας Ιωάννη Μάργαρη (Βουλή των Ελλήνων, 1975α, σ. 511), σύμφωνα με τον οποίο «ο λαός δεν έχει αυτήν την δυνατότητα να κρίνη εάν πρέπει να υπάρχη δημοκρατική οργάνωσις των κομμάτων ή όχι. Από του 1821 μέχρι της 21ης Απριλίου κανένα αστικό δημοκρατικό κόμμα δεν ήταν δημοκρατικά ωργανωμένο».

[3] Βλ. το παράδειγμα του Δρόσου (1982, σ. 188, σημ. 18), ο οποίος επικαλέστηκε, φωτογραφίζοντας το ΠΑΣΟΚ του 1981, την περίπτωση ενός κόμματος που συγκέντρωσε μεν την απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτικών εδρών αλλά δεν έχει αιρετή ηγεσία και δεν έχει συγκαλέσει συνέδριο. Ενδεχόμενη κρίση ότι το εν λόγω κόμμα έχει παραβιάσει το αρ. 29 παρ. 1 του Συντάγματος και άρα πρέπει να υποστεί συγκεκριμένες κυρώσεις, μάλλον θα διατάρασσε παρά θα εξυπηρετούσε την ελεύθερη λειτουργία του πολιτεύματος. Για την εσωκομματική οργάνωση του ΠΑΣΟΚ στη συγκεκριμένη περίοδο βλ. Σπουρδαλάκης (1988), έργο αναφοράς το οποίο αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και για μελέτες που ακολούθησαν όπως εκείνη των  Ελευθερίου & Τάσση (2013).

 

* Η παρούσα μελέτη αποτελεί τη συμβολή του υπογράφοντα στον υπό δημοσίευση Τιμητικό Τόμο προς τιμήν του ομότιμου καθηγητή Μιχάλη Σπουρδαλάκη  

«Λαός δεν είν’ αυτό που βλέπετε, είναι πολιτεία»

Σπύρος Βλαχόπουλος, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ

Οι ανεξάρτητες διοικητικές  αρχές που κατοχυρώνονται από το 2001 στο ελληνικό Σύνταγμα αποτελούν, μαζί βεβαίως με τη δικαιοσύνη, το κυριότερο «θεσμικό αντίβαρο» στο πολίτευμά μας. Οι αποφάσεις τους μπορεί να θίξουν τους εκάστοτε κυβερνώντες, οι οποίοι διαθέτουν αναμφισβήτητα τη λαϊκή νομιμοποίηση. Η λειτουργία λοιπόν των ανεξαρτήτων αρχών θέτει μια σειρά από γενικότερα ερωτήματα: Πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν «αναχώματα» απέναντι στη λαϊκή βούληση; Ποια η σχέση της δημοκρατικής αρχής με την αρχή του κράτους δικαίου; Το Σύνταγμά μας κατοχυρώνει τα δικαιώματα των μειοψηφιών, ακόμα και όταν αυτά έρχονται σε αντίθεση με τη βούληση της πλειοψηφίας;

Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά πρέπει να εκκινήσει από μια βασική παραδοχή: Θεμελιώδης αρχή του πολιτεύματός μας είναι αυτή της λαϊκής κυριαρχίας. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό και υπάρχουν υπέρ αυτού και του έθνους, όπως ορίζει εμφατικά το άρθρο 1 παρ. 3 Συντ. Συνεπώς, όπως συμβαίνει σε κάθε δημοκρατία, η πλειοψηφία είναι αυτή που αποφασίζει και η θέλησή της πρέπει να γίνεται σεβαστή από τη μειοψηφία. Και στη βούληση όμως της πλειοψηφίας υπάρχουν περιορισμοί. Πρώτα απ’ όλα, τα ατομικά δικαιώματα. Οι ατομικές ελευθερίες είναι προεχόντως ελευθερίες των μειοψηφιών. Οι πλειοψηφίες που διαθέτουν κοινωνική και πολιτική ισχύ, συνήθως δεν έχουν ανάγκη την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων. Μάλιστα, η κατανόηση των ατομικών ελευθεριών, ως δικαιωμάτων των μειοψηφιών που πρέπει να προστατευθούν από την πλειοψηφία, είναι τέτοιας εμβέλειας ώστε να γίνεται δεκτό ότι ζητήματα ατομικών δικαιωμάτων δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δημοψηφίσματος, παρότι δεν αναγράφεται αντίστοιχος περιορισμός στο συνταγματικό κείμενο.

Περαιτέρω: Η δημοκρατική αρχή είναι ο ένας πυλώνας του πολιτεύματός μας. Ο άλλος πυλώνας είναι το κράτος δικαίου, το οποίο κατοχυρώνεται ρητώς στο άρθρο 25 παρ. 1 Συντ και αναλύεται σε μια σειρά από επιμέρους αρχές, όπως στον χωρισμό των εξουσιών, στη δικαστική προστασία, στον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων και στην προστασία των ατομικών δικαιωμάτων. Το δικαιοκρατικό στοιχείο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της σύγχρονης δημοκρατίας, η οποία αναζητά συνεχώς «θεσμικά αντίβαρα» απέναντι στη βούληση της εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Η δημοκρατική αρχή δεν είναι μια αρχή χωρίς κανόνες. Ο λαός εκφράζεται συντεταγμένα και με βάση το Σύνταγμα. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο συνάδελφος Χαράλαμπος Ανθόπουλος, η δημοκρατία μας δεν είναι μια εκλογική αλλά μια συνταγματική δημοκρατία, όπου η βούληση της πλειοψηφίας εκφράζεται μέσα από θεσμοποιημένες διαδικασίες και ασκείται μέσα σε όρια. Αυτή είναι άλλωστε και η έννοια του αυστηρού Συντάγματος, όπως του ελληνικού, που αναθεωρείται υπό συγκεκριμένες και αυστηρές προϋποθέσεις.

Τελικά όμως και οι πιο βαθιές συνταγματικές έννοιες εκφράζονται μέσα από την ποίηση. Όπως μέσα από το «Ο λαός δεν πεθαίνει» του Κώστα Βάρναλη, όπου ο ποιητής γράφει έναν στίχο που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο τίτλος ενός μαθήματος συνταγματικού δικαίου: «Λαός δεν είν’ αυτό που βλέπετε, είναι πολιτεία».

 

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα» της 5ης Νοεμβρίου 2023.    

Το Συμβούλιο της Επικρατείας στην αναζήτηση της «μεσότητας» του ελέγχου συνταγματικότητας

Δημήτριος-Γεώργιος Πάτσικας, Δικηγόρος, Διδ. Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ

οὕτω δὴ πᾶς ἐπιστήμων τὴν ὑπερβολὴν μὲν καὶ

τὴν ἔλλειψιν φεύγει, τὸ δὲ μέσον ζητεῖ καὶ τοῦθ’ αἱρεῖται,

μέσον δὲ οὐ τὸ τοῦ πράγματος ἀλλὰ τὸ πρὸς ἡμᾶς

Αριστοτέλης,

Ἠθικὰ Νικομάχεια, Βιβλίον B [1106b]

 

  1. I. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Συχνά διαβάζουμε στις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας ότι ο έλεγχος που ασκεί είναι «οριακός». Ενδεικτικά, στην απόφαση αρχής ΣτΕ Ολ 668/2012 για τη συνταγματικότητα του «πρώτου Μνημονίου» τονίζεται ότι η «εκτίμηση δε του νομοθέτη ως προς την ύπαρξη λόγου δημοσίου συμφέροντος επιβάλλοντος τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος και ως προς την επιλογή της ακολουθητέας πολιτικής για την εξυπηρέτηση του δημοσίου αυτού συμφέροντος υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο»[1]. Αντίστοιχα, στην απόφαση ΣτΕ Ολ 2307/2014, όπου επίδικες ήταν ρυθμίσεις του «δεύτερου Μνημονίου» για τις εργασιακές σχέσεις και τη συλλογική αυτονομία, σημειώνεται ότι η κρίση του νομοθέτη και της διοίκησης σχετικά με τη συνδρομή λόγων υπέρτερου κοινωνικού συμφέροντος ελέγχεται «οριακά από το Δικαστήριο»[2]. Εξίσου χαρακτηριστικές είναι οι εκφράσεις που χρησιμοποιεί το ΣτΕ όταν αντιμετωπίζει λόγο περί παραβίασης της αρχής της ισότητας, οπότε και επισημαίνει ότι ο έλεγχος τήρησης του άρθρου 4 παρ. 1 Σ «είναι έλεγχος ορίων και όχι των κατ’ αρχήν επιλογών του νομοθέτη ή της ουσιαστικής ορθότητας των τιθέμενων νομικών κανόνων, περιορίζεται ειδικότερα στην έκδηλη υπέρβαση των ορίων που διαγράφονται από την εν λόγω συνταγματική αρχή»[3]. Σε άλλες δε περιπτώσεις εξηγεί ότι από τη συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών «προκύπτει ότι η ουσιαστική εκτίμηση του δημοσίου συμφέροντος ανήκει στη νομοθετική ή, κατά περίπτωση, στην εκτελεστική εξουσία και μόνο η υπέρβαση των ακραίων ορίων της “διακριτικής τους εξουσίας” εμπίπτει στο πεδίο του ελέγχου νομιμότητας τον οποίον ασκεί ο ακυρωτικός δικαστής»[4]. Περιστασιακά, το ΣτΕ υπερθεματίζει λέγοντας ότι αντικείμενο του δικαστικού ελέγχου είναι «μόνο η υπέρβαση των ακραίων λογικών ορίων της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος»[5].

Η χρήση των εν λόγω όρων, οι οποίοι δεν διαφοροποιούνται ποιοτικά μεταξύ τους, υποδηλώνει την εφαρμογή ενός συγκρατημένου βαθμού ελέγχου, σύμφωνα με τον οποίο ο δικαστής της συνταγματικότητας αναγνωρίζει πρωτίστως στον τυπικό και δευτερευόντως στον κανονιστικό νομοθέτη ευρεία περιθώρια ουσιαστικής εκτίμησης όσον αφορά τις επιλογές των μέσων και των τρόπων εξυπηρέτησης ενός συνταγματικά θεμιτού σκοπού. Εν προκειμένω, η φορά του ελέγχου, όπως διαρθρώνεται στο σκεπτικό των συλλογισμών του ΣτΕ, λαμβάνει την ακόλουθη μορφή: η ρύθμιση θεωρείται καταρχήν συνταγματικά ανεκτή, εκτός αν αποδειχθεί από τον διάδικο το αντίθετο[6]. Πρόκειται για μια κατεξοχήν ένδειξη δικαστικού αυτοπεριορισμού, που ομοιάζει, χωρίς να ταυτίζεται, με τον «έλεγχο ορθολογικότητας» (rational basis review) που ασκεί το αμερικανικό Supreme Court[7], δεδομένου ότι η ένταση του ασκούμενου ελέγχου υποχωρεί και περιορίζεται μονάχα στο αν ο νομοθέτης έχει προβεί σε προδήλως παράλογες και αυθαίρετες –άρα αντισυνταγματικές– επιλογές. Τούτο συνεπάγεται ότι, κατά την άσκηση οριακού ελέγχου, σπανίζει το ενδεχόμενο να ανευρεθούν δικαστικές κρίσεις που να διαπιστώνουν αντισυνταγματικότητα[8].

Σε αντιδιαστολή με τον οριακό, όταν ο έλεγχος δεν αρκείται αποκλειστικά στον εντοπισμό των προφανών σφαλμάτων του νομοθέτη, αλλά απαιτεί από εκείνον να αποδεικνύει τη συνταγματικότητα της επιλογής του[9], τότε υποστηρίζεται ότι ο ασκούμενος έλεγχος γίνεται «εντατικός». Στις περιπτώσεις αυτές, η φορά του δικανικού συλλογισμού διαμορφώνεται σχηματικά ως εξής: η νομοθετική ρύθμιση δεν θεωρείται καταρχήν συνταγματικά ανεκτή, εκτός αν αποδεικνύεται από το νομοθέτη ότι είναι πράγματι πρόσφορη και αναγκαία για την εξυπηρέτηση ενός σκοπού δημοσίου συμφέροντος. Σε αυτό το επίπεδο ελέγχου, το οποίο μας θυμίζει έντονα τον «αυστηρό εξονυχιστικό έλεγχο» (strict scrutiny review)[10] που εμφανίζεται στην αμερικανική νομολογία κατά την εξέταση των λεγόμενων «ύποπτων κατηγοριοποιήσεων» (suspect classifications)[11], ο δικαστής κάνει χρήση περισσότερων –σε σχέση με τον οριακό έλεγχο– νομικών μέσων και μεθόδων για να επιτύχει τη διασφάλιση της τήρησης του Συντάγματος, με τη χρήση του εργαλείου της αρχής της αναλογικότητας να πρωταγωνιστεί.

Εντούτοις, το γεγονός ότι στη νομολογία του ΣτΕ είναι σχεδόν μηδαμινή η χρήση ορολογίας που υποδεικνύει την άσκηση εντατικού ελέγχου[12] μάς οδηγεί να αναχθούμε στην αναζήτηση της μεθοδολογίας που χρησιμοποιείται κατά την εξέταση της νομοθεσίας, ώστε να διαγνώσουμε την εφαρμογή του συγκεκριμένου τύπου ελέγχου συνταγματικότητας. Πέραν της αρχής της αναλογικότητας που συνιστά την πιο χαρακτηριστική δικανική τεχνική που προσιδιάζει στον εντατικό έλεγχο, σε αυτήν τη βαθμίδα ελέγχου μπορούμε να εντάξουμε καταρχάς τις υποθέσεις εκείνες όπου το ΣτΕ χρησιμοποιεί το σωρευτικό αποτέλεσμα ως μεθοδολογικό εργαλείο για την εξέταση της επιβολής αλλεπάλληλων περιοριστικών μέτρων σε βάρος των ίδιων κατηγοριών πληθυσμού[13]. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το εκάστοτε επίδικο μέτρο δεν εξετάζεται από μόνο του, αλλά υπό το πρίσμα όλων όσων έχουν προηγηθεί αυτού. Η πιο ολοκληρωμένη μεθοδολογικά εφαρμογή αυτού του εργαλείου, που άγει με βεβαιότητα στη διαπίστωση αντισυνταγματικότητας, ανευρίσκεται στην απόφαση ΣτΕ Ολ 2287/2015 σχετικά με τις διαδοχικές μειώσεις των κύριων και επικουρικών συντάξεων[14]. Επίσης, σαφή δείγματα άσκησης ενός εξαιρετικά αυξημένης έντασης ελέγχου αποτελούν οι δικανικές κρίσεις στις οποίες το ΣτΕ δεν αρκείται μόνο στη διάγνωση της αντισυνταγματικότητας, αλλά προχωρά και στη διατύπωση υποδείξεων προς το νομοθέτη, καλώντας τον να ρυθμίσει τις επίδικες έννομες σχέσεις με έναν ορισμένο τρόπο[15]. Το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα ελέγχου τέτοιου επιπέδου εντοπίζουμε στην αλληλουχία των αποφάσεων της ολομέλειας του ΣτΕ αναφορικά με το μισθολόγιο των «ενστόλων», όπου διαφάνηκε μια εμμονή στην πλήρη αποκατάσταση των αποδοχών των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων, παρά την εκπεφρασμένη αντίθετη άποψη της κυβέρνησης και του νομοθέτη[16].

Γίνεται συνεπώς αντιληπτό ότι τα δύο προαναφερθέντα επίπεδα ελέγχου, ο οριακός και ο εντατικός έλεγχος, αποτελούν επί της ουσίας τα ακρότατα όρια ενός ευρέος φάσματος κλιμακώσεων της έντασης του ελέγχου. Τούτο σημαίνει ότι στο μέσον αυτού του φάσματος και μεταξύ των δύο άκρων υφίστανται και κάποιες ενδιάμεσης έντασης μορφές ελέγχου συνταγματικότητας, όπως ο αποκαλούμενος «έλεγχος αιτιολογίας του νόμου». Στην εν λόγω βαθμίδα ελέγχου εντάσσουμε τις αποφάσεις εκείνες όπου το ΣτΕ κλιμακώνει μεν την ένταση του ελέγχου απαιτώντας από το νομοθέτη όχι απλώς την επίκληση εξυπηρέτησης λόγων δημοσίου συμφέροντος (όπως συμβαίνει στον οριακό έλεγχο), αλλά την παροχή επαρκούς αιτιολογίας και τεκμηρίωσης των επιλογών του, χωρίς όμως να καταλήγει στις ακτιβιστικές εκφάνσεις του εντατικού ελέγχου. Και πάλι αναδεικνύεται μια χαλαρή και μάλλον αποσπασματική ομοιότητα αυτού του τύπου ελέγχου με την αντίστοιχη διαβάθμιση που συναντούμε στις αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, όπου επίσης γίνεται λόγος για «ενδιάμεσο έλεγχο» (intermediate control ή intermediate scrutiny review).

Στην παρούσα μελέτη, αφού οριοθετηθεί η έννοια της αιτιολογίας του νόμου (υπό ΙΙ.Α), αναπτύσσονται οι κυριότερες μορφές εμφάνισης του ενδιάμεσου ελέγχου στη σύγχρονη συνταγματική νομολογία του ΣτΕ, ιδίως μέσω της ανάλυσης αποφάσεων που σχετίζονται με την επιβολή περιορισμών στην επαγγελματική ελευθερία, καθώς και μέσω των κοινωνικοασφαλιστικών υποθέσεων όπου χρησιμοποιείται το ειδικότερο μεθοδολογικό εργαλείο των μελετών (υπό ΙΙ.Β). Στη συνέχεια, αναδεικνύονται τα βασικότερα πλεονεκτήματα του συγκεκριμένου τύπου ελέγχου, που κινείται στο μέσον μεταξύ οριακού και εντατικού ελέγχου (υπό ΙΙΙ). Συμπερασματικά, εκφέρεται μια γενικότερη θέση ως προς το ζήτημα των διακυμάνσεων της έντασης του ελέγχου συνταγματικότητας, με στόχο την ανάδειξη της ενδιάμεσης βαθμίδας ελέγχου ως εκείνης που συμβιβάζεται καλύτερα –σε αντιδιαστολή με τον οριακό και τον εντατικό έλεγχο– με τις θεμελιώδεις αρχές της εθνικής έννομης τάξης και του ρόλου του ΣτΕ εντός αυτής (υπό ΙV).

 

ΙI. Ο έλεγχος αιτιολογίας του νόμου ως ενδιάμεση βαθμίδα έντασης του δικαστικού ελέγχου

Α. Τι εννοούμε ως «αιτιολογία του νόμου»;

Στο γενικό διοικητικό δίκαιο ως αιτιολογία νοείται η αναφορά των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν την έκδοση της διοικητικής πράξης και της ερμηνείας τους, καθώς και της διαπίστωσης αφενός ότι συντρέχουν οι πραγματικές και νομικές καταστάσεις που επιβάλλουν ή επιτρέπουν την έκδοση της πράξης σε εφαρμογή των κανόνων αυτών, αφετέρου δε της συνδρομής και της εκτίμησης των σχετικών πραγματικών περιστατικών που οδήγησαν στην έκδοση ή στην άρνηση έκδοσης της διοικητικής πράξης[17]. Εν προκειμένω, αναφερόμαστε στις ατομικές διοικητικές πράξεις, οι οποίες κατά το άρθρο 17 ΚΔΔιαδ πρέπει να περιέχουν σαφή, ειδική και επαρκή αιτιολογία που να ανταποκρίνεται στα στοιχεία του φακέλου. Αντιθέτως, τούτο δεν απαιτείται για τις κανονιστικές διοικητικές πράξεις, η αιτιολογία των οποίων μόνον κατ’ εξαίρεση ελέγχεται ακυρωτικά[18].

Δεδομένης, λοιπόν, της έλλειψης γενικής υποχρέωσης της διοίκησης να αιτιολογεί τους γενικούς και απρόσωπους κανόνες δικαίου που θεσπίζει, θα ήταν καταρχήν οξύμωρο να αξιώνεται κάτι ανάλογο από τη νομοθετική εξουσία. Τούτο διότι ο ενδεχόμενος νομικός εξαναγκασμός τού δημοκρατικά νομιμοποιημένου νομοθέτη να αιτιολογεί πλήρως και ενδελεχώς τις επιλογές του θα ερχόταν σε αντιπαράθεση με την ίδια τη δημοκρατική αρχή[19].

Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η Βουλή μπορεί να δρα ανεξέλεγκτα και αναιτιολόγητα. Προς αυτήν την κατεύθυνση, άλλωστε, έχουν καθιερωθεί σε επίπεδο Συντάγματος, Κανονισμού της Βουλής και κοινής νομοθεσίας ορισμένα βάρη που επωμίζεται ο νομοθέτης κατά το νομοπαρασκευαστικό στάδιο[20]. Έτσι, ο κάθε νόμος πρέπει να συνοδεύεται υποχρεωτικά πλέον από την ανάλυση συνεπειών ρύθμισης του άρθρου 62 του ν. 4622/2019, στην οποία συμπεριλαμβάνεται –μεταξύ άλλων– η αιτιολογική έκθεση του νόμου (άρθρο 74 παρ. 1 Σ) και η έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (άρθρο 75 παρ. 1-2 Σ). Το σύνολο του εν λόγω υλικού που διακρίνεται από το καθαυτό κείμενο των νομοθετικών διατάξεων μπορούμε κατά συνεκδοχή να εντάξουμε στην έννοια της «αιτιολογίας του νόμου». Πέραν, όμως, του υλικού αυτού, στην ίδια έννοια συγκαταλέγουμε –αρκετά σχηματικά– τόσο τις συζητήσεις που διεξάγονται στη Βουλή πριν την ψήφιση του εκάστοτε νόμου, όσο και τις εκθέσεις της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής, στις οποίες ανευρίσκονται χρήσιμα πορίσματα για την τεκμηρίωση της νομοθεσίας. Στην αιτιολογία του νόμου περιλαμβάνουμε επίσης και το υπόλοιπο υλικό τεκμηρίωσης που συνοδεύει την ψήφιση ενός νόμου και ενδέχεται να λάβει ενίοτε και τη μορφή επιστημονικών, αναλογιστικών ή άλλου είδους μελετών, οι οποίες μπορούν να αποτελούν τμήμα της αιτιολογικής έκθεσης ή των άλλων προβλεπόμενων εκθέσεων. Εν κατακλείδι, ως αιτιολογία θεωρούμε το σύνολο των πραγματικών δεδομένων πάνω στα οποία στηρίχθηκε ο νομοθέτης για να προχωρήσει στη ρύθμιση ενός ζητήματος[21].

Στη σύγχρονη συνταγματική νομολογία του ΣτΕ υπάρχει πληθώρα αναφορών στο συγκεκριμένο υλικό, το οποίο σημειωτέον ότι συνιστά την κυριότερη πηγή ιστορικής ερμηνείας του δικαίου. Προκειμένου να σχηματίσει μια όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα για την αληθή βούληση του ιστορικού νομοθέτη, αλλά και να διατυπώσει έναν πειστικό δικανικό συλλογισμό, ο δικαστής της συνταγματικότητας προσφεύγει κατ’ επανάληψη στην αιτιολογία του νόμου[22]. Με τον τρόπο αυτόν, αναζητά να ανακαλύψει σε ποια πραγματικά δεδομένα βασίστηκε ο νομοθέτης για να ρυθμίσει το επίδικο ζήτημα προς την κατεύθυνση που το έπραξε, ποιους ειδικότερους σκοπούς δημοσίου συμφέροντος θέλησε να ικανοποιήσει και ποιους στόχους επιθυμεί να επιτύχει[23]. Εν ολίγοις, αναγνωρίζουμε την τάση του ΣτΕ να συνεκτιμά και να αξιοποιεί τις λοιπές νομοθετικές πηγές, επιπρόσθετα και σε συνδυασμό με τα όσα προκύπτουν ρητά από το κείμενο των διατάξεων του νόμου. Ενεργώντας έτσι, δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τον πρωταρχικό ρόλο τής έχουσας τη νομοθετική πρωτοβουλία κυβέρνησης και της δημοκρατικά νομιμοποιημένης Βουλής να προβαίνουν στη διευθέτηση ευρύτερων θεματικών του δημόσιου βίου σύμφωνα με τις πολιτικές τους εκτιμήσεις, πλην όμως εξετάζει τις όποιες επιλογές τους ταυτόχρονα και ως προς την ορθολογικότητά τους, η οποία πρέπει να συνάγεται ευχερώς από την παρεχόμενη αιτιολογία[24].

Πράγματι, η νομολογία βρίθει από συνοπτικές αναφορές σε αιτιολογικές εκθέσεις νόμων μέχρι και παράθεση ολόκληρων αποσπασμάτων τους[25]. Όπως γλαφυρά συνομολογούν οι δικαστές σε ορισμένες αποφάσεις τους, η έννοια των επιμέρους διατάξεων του νόμου «φωτίζεται» από την οικεία αιτιολογική έκθεσή του[26]. Σε περισσότερες δε αποφάσεις του ΣτΕ γίνεται χρήση των φράσεων «όπως προκύπτει»[27] και «όπως συνάγεται»[28] από την εισηγητική έκθεση του νόμου. Επίσης, με αυξανόμενη συχνότητα εντοπίζουμε παραπομπές στα πρακτικά των κοινοβουλευτικών συζητήσεων που αφορούν την εκάστοτε κρίσιμη νομοθετική διάταξη[29], καθώς και τη διαδικασία αναθεώρησης κάποιου συναφούς άρθρου του Συντάγματος[30]. Σπανίζουν, αλλά δεν λείπουν, από το σώμα των δικαστικών αποφάσεων οι αναφορές σε εκθέσεις της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής[31], στις οποίες ενδέχεται να περιέχονται και συλλογισμοί για τη συνταγματικότητα νόμου, όπως και σε εκθέσεις του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους[32] και εκθέσεις συνεπειών ρύθμισης[33], όπου παρατίθενται αριθμητικά δεδομένα που σχετίζονται με το εκάστοτε εξεταζόμενο νομοθέτημα.

Από το πλήθος αυτών των παραπομπών, καταλαβαίνουμε ότι ο δικαστής της συνταγματικότητας δεν αρκείται μονάχα στο γράμμα του νόμου, από το οποίο βεβαίως εκκινεί πάντοτε τον συλλογισμό του, αλλά διεισδύει και σε ζητήματα αιτιολογίας των επιλογών του νομοθέτη, τα οποία προσπαθεί να ανακαλύψει στο σύνολο των προπαρασκευαστικών εργασιών της ψήφισης του νόμου[34]. Εν προκειμένω, το ΣτΕ ανατρέχει στην αιτιολογική έκθεση, στις συζητήσεις των βουλευτών και στα λοιπά στοιχεία που συνοδεύουν τη διαδικασία της νομοθέτησης, ώστε να διακριβώσει την πραγματική βούληση του νομοθέτη και να διατυπώσει την ερμηνευτικά ορθότερη κρίση περί συνταγματικότητας.

Η συγκεκριμένη τάση υποδηλώνει αναμφίβολα την αύξηση της έντασης του ελέγχου, από τη στιγμή που το ΣτΕ δεν τεκμαίρει τη συνταγματικότητα ενός νόμου αναγνωρίζοντας τη σχεδόν απόλυτη προτεραιότητα του νομοθέτη κατά τον προσδιορισμό των επιδιωκόμενων σκοπών δημοσίου συμφέροντος (μέθοδος που θα έτεινε προς τον οριακό έλεγχο), αλλά αντιθέτως διερευνά κυρίως τον τρόπο τεκμηρίωσης του νόμου, χωρίς να προβαίνει παράλληλα σε ενδελεχή, ευθύ και ουσιαστικό έλεγχο του περιεχομένου της τεκμηρίωσης (μέθοδος που θα έτεινε προς τον εντατικό έλεγχο). Όταν οι δικαστές της συνταγματικότητας αποφαίνονται πως εκπληρώνεται αυτή η υποχρέωση, δηλαδή ότι δεν πρόκειται για κάποια αυθαίρετη και ανορθολογική νομοθέτηση, τότε οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται καμία παραβίαση του Συντάγματος. Σε διαφορετική περίπτωση, εφόσον ο νομοθέτης δεν κατορθώνει να αιτιολογήσει πειστικά ότι μια ορισμένη επιλογή του αποσκοπεί στην ικανοποίηση ενός θεμιτού σκοπού, το ΣτΕ άγεται σε κρίση περί αντισυνταγματικότητας, όχι όμως διότι αμφισβητεί την ουσία καθαυτής της νομοθετικής εκτίμησης, αλλά διότι αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς και δη με τον προσήκοντα τρόπο (όπως λ.χ. με την εκπόνηση μελετών). Στις περιπτώσεις αυτές θεωρούμε, λοιπόν, ότι ασκείται ένας ενδιάμεσος τύπος ελέγχου[35].

 

Β. Πώς εμφανίζεται ο ενδιάμεσος έλεγχος στη συνταγματική νομολογία;

  1. Οι περιπτώσεις επιβολής περιορισμών στην επαγγελματική ελευθερία

Η πιο κλασική περίπτωση άσκησης ενδιάμεσου ελέγχου συνταγματικότητας από το ΣτΕ παρατηρείται σε υποθέσεις νομοθετικών περιορισμών ατομικών δικαιωμάτων, χωρίς όμως να απουσιάζουν και μεμονωμένα παραδείγματα περιορισμών κοινωνικών δικαιωμάτων[36]. Οι περιορισμοί αυτοί πρέπει να είναι καταρχήν τεκμηριωμένοι και να συνιστούν προϊόν περίσκεψης και ορθολογικότητας, ώστε να θεωρηθούν συμβατοί με το Σύνταγμα και τους κανόνες της αναλογικότητας. Μάλιστα, όσο εντονότερος είναι ο περιορισμός ενός δικαιώματος, τόσο αυξάνεται η ανάγκη αιτιολόγησής του[37].

Πιο συγκεκριμένα, στο ευρύτερο πεδίο της οικονομικής ελευθερίας και ιδίως της επαγγελματικής ελευθερίας ως ειδικότερης πτυχής αυτής γίνεται δεκτό ότι η νομοθετική εξουσία δύναται να θεσπίζει περιορισμούς που άπτονται είτε της ελευθερίας επιλογής είτε της ελευθερίας άσκησης ενός επαγγέλματος, προκειμένου να εξυπηρετήσει έναν σκοπό δημοσίου συμφέροντος. Τούτο δε υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί ορίζονται στο νόμο κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό, ενώ συγχρόνως πρέπει να συνάπτονται με το αντικείμενο και τον χαρακτήρα του ρυθμιζόμενου επαγγέλματος[38]. Σε κάθε περίπτωση, η επιβολή περιορισμών πρέπει να αιτιολογείται πειστικά από το νομοθέτη και δη με τρόπο εμφανή και διαγνώσιμο[39]. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αποδεικνύεται από το σύνολο των νομοθετικών δεδομένων τόσο ο θεμιτός σκοπός για τον οποίο επιβάλλεται ένας περιορισμός, όσο και η καταρχήν αναλογικότητά του. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει το ΣτΕ, «[π]ροκειμένου δε ο δικαστής να είναι σε θέση να ελέγξει εάν οι επιβαλλόμενοι στην επαγγελματική ελευθερία περιορισμοί αποβλέπουν στην ικανοποίηση συνταγματικώς θεμιτού σκοπού, πρέπει να προκύπτει ή να συνάγεται από την ίδια τη ρύθμιση, ερμηνευόμενη σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας και σε συνδυασμό με τη λοιπή νομοθεσία που διέπει την άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος ή την επιχειρηματική εν γένει δραστηριότητα, ή από την εισηγητική έκθεση και τις προπαρασκευαστικές εργασίες για την ψήφιση του σχετικού νόμου, ο σκοπός που επιδιώκεται με τους περιορισμούς αυτούς»[40].

Εντός αυτού του πλαισίου, το ΣτΕ σε επίπεδο ολομέλειας αποφάνθηκε ότι ο νομοθέτης δεν τεκμηρίωσε επαρκώς τους σκοπούς δημοσίου συμφέροντος που θέλησε να ικανοποιήσει μέσω της ουσιαστικής απαγόρευσης χορήγησης νέων αδειών κυκλοφορίας φορτηγών ιδιωτικής χρήσης, όπως και της θέσπισης περιορισμών σχετικά με την αντικατάσταση ή μετατροπή τους σε άλλης κατηγορίας οχήματα[41]. Τούτο διότι η επικαλούμενη στην αιτιολογική έκθεση και προκύπτουσα από τις κοινοβουλευτικές συζητήσεις ανάγκη προστασίας του στενού επαγγελματικού και μάλιστα οικονομικού συμφέροντος των ήδη ασκούντων ορισμένη επιχειρηματική δραστηριότητα δεν συνιστά τέτοιον συνταγματικά θεμιτό σκοπό, που να καθιστά ανεκτή τη συνεπαγόμενη αδυναμία πρόσβασης άλλων ενδιαφερόμενων στον ίδιο επιχειρηματικό κλάδο[42].

Περαιτέρω, ασκήθηκε έλεγχος αιτιολογίας του νόμου σε δύο υποθέσεις που σχετίζονται με την είσοδο στο επάγγελμα του δικαστικού επιμελητή[43]. Στην πρώτη από αυτές, και πάλι η ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε ότι η θέσπιση του ανώτατου ορίου των τριάντα πέντε ετών για τον διορισμό δικαστικών επιμελητών αντίκειται στο άρθρο 5 παρ. 1 Σ, ιδωμένο υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας, από τη στιγμή που ναι μεν επιδιώκεται η ικανοποίηση ενός δημόσιου σκοπού (εν προκειμένω, να υπηρετείται το έργο της δικαιοσύνης από πρόσωπα με διαπιστωμένη επιστημονική ικανότητα και ηθική υπόσταση), «[δ]εν διαπιστώνεται όμως, κατά τρόπο εμφανή, η προσφορότητα και αναγκαιότητα της επιδίκου ρυθμίσεως»[44]. Ομοίως στη δεύτερη υπόθεση, θεωρήθηκε ότι με την επιβολή περιορισμού στους υποψήφιους δικαστικούς επιμελητές να εκφράζουν προτίμηση διορισμού σε δύο το πολύ περιφέρειες πρωτοδικείων, οι οποίες πρέπει να βρίσκονται εντός της ίδιας περιφέρειας εφετείου της χώρας, παραβιάζεται η επαγγελματική ελευθερία εκείνων που επιθυμούν να ασκήσουν το εν λόγω επάγγελμα και η αρχή της αξιοκρατίας. Ειδικότερα, το ΣτΕ έκρινε ότι η αιτιολογία που παρέσχε ο νομοθέτης για την επίμαχη ρύθμιση, δηλαδή η ανάγκη στελέχωσης ολόκληρης της επικράτειας με όργανα εκτέλεσης, δεν αρκεί για να τεκμηριωθεί κατά τρόπο εμφανή η προσφορότητα και αναγκαιότητά της για τη θεραπεία τού ως άνω σκοπού, δεδομένου ότι «είναι άδηλο» το πώς επηρεάζονται οι επιλογές των υποψηφίων από την επιβολή τέτοιου είδους περιορισμών[45].

Παρόμοιο σκεπτικό επιφύλαξε το ΣτΕ και κατά τον έλεγχο ενός αντίστοιχου περιορισμού που αφορά την πρόσβαση στο επάγγελμα του συμβολαιογράφου[46]. Πράγματι, η οριοθέτηση της δυνατότητας των υποψήφιων συμβολαιογράφων να δηλώνουν κατά τον διορισμό την προτίμησή τους μόνο για μία περιφέρεια ειρηνοδικείου της χώρας κρίθηκε επίσης αντισυνταγματική, καθώς «[δ]εν προκύπτουν δε, από κανένα στοιχείο και ιδίως από την αιτιολογική έκθεση του ν. 2993/2002 και τις συζητήσεις στη Βουλή» οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που κατ’ εξαίρεση θα μπορούσαν να καταστήσουν δικαιολογημένο τον προαναφερθέντα περιορισμό[47]. Αυτή η έλλειψη τεκμηρίωσης είχε ως αποτέλεσμα «να μην μπορεί να διαπιστωθεί ούτε το κατ’ αρχήν συμβατό του σκοπού αυτού με τις συνταγματικές διατάξεις, ούτε, ακολούθως, και το αν με την επιβολή του περιορισμού αυτού τηρήθηκε η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας»[48]. Με λίγα λόγια, αντιλαμβανόμαστε ότι οι δικαστές δεν υπεισέρχονται στην εξέταση της stricto sensu αναλογικότητας του εκάστοτε περιοριστικού μέτρου, αλλά απαιτούν από το νομοθέτη να τεκμηριώνει εμφανώς και με τρόπο διαγνώσιμο την αναγκαιότητα επιβολής του ενόψει της εξυπηρέτησης ορισμένου σκοπού δημοσίου συμφέροντος.

Ενόψει αυτών, αποσαφηνίστηκε ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό του δικαστικού ελέγχου αιτιολογίας του νόμου: το γεγονός πως η απαίτηση αιτιολογίας και τεκμηρίωσης των επιλογών του νομοθέτη δεν συνιστά ένα αμιγώς διαδικαστικού χαρακτήρα ζήτημα[49]. Τούτο διότι η πληρότητα της αιτιολογίας δεν εξετάζεται ως τυπική προϋπόθεση για το κύρος και τη συνταγματικότητα των εισαγόμενων ρυθμίσεων, όπως συμβαίνει λ.χ. κατά τον ακυρωτικό έλεγχο των ατομικών διοικητικών πράξεων. Αντιθέτως, μέσω της εν λόγω απαίτησης, το ΣτΕ εστιάζει στην ουσιαστική εκπλήρωση της υποχρέωσης του νομοθέτη να έχει προβεί σε ορθολογικές σταθμίσεις πριν προχωρήσει στη ρύθμιση ενός θέματος με παράλληλο σεβασμό στους κανόνες της αναλογικότητας[50]. Κατά συνέπεια, δεν ενδιαφέρει αν ο νόμος από τυπικής άποψης συνοδεύεται από το απαραίτητο υλικό, πρωτίστως δηλαδή από την αιτιολογική έκθεση και δευτερευόντως από τις λοιπές προβλεπόμενες στο Σύνταγμα και στην οικεία νομοθεσία εκθέσεις (κάτι που άλλωστε δύσκολα θα μπορούσε να ελεγχθεί δικαστικά ως αναγόμενο στα interna corporis της Βουλής[51]). Εκείνο όμως που προσαπαιτείται από το ΣτΕ είναι να αποδεικνύεται από το σύνολο των προπαρασκευαστικών εργασιών η τεκμηρίωση της εκάστοτε νομοθετικής επιλογής προς την κατεύθυνση της εξυπηρέτησης ενός θεμιτού σκοπού δημοσίου συμφέροντος. Ιδίως δε στις περιπτώσεις περιορισμών που επιβάλλονται κυρίως σε ατομικά δικαιώματα, όπως στην επαγγελματική ελευθερία, ο δικαστής της συνταγματικότητας δεν αρκείται στην απλή γενικόλογη επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος εκ μέρους του νομοθέτη, όπως συμβαίνει κατά την άσκηση οριακού ελέγχου. Απεναντίας, αναζητά με μεγαλύτερη σχολαστικότητα το πώς αποδεικνύει εκ των προτέρων ο νομοθέτης ότι ο τρόπος που επιλέγει να αντιμετωπίσει ένα ορισμένο ζήτημα είναι καταρχήν ορθολογικός και δεν αντίκειται προδήλως σε συνταγματικές αρχές και διατάξεις, με κυριότερη την αρχή της αναλογικότητας. Ως εκ τούτου, συμπεραίνουμε ότι, μέσω της άσκησης αυτού του ενδιάμεσης έντασης ελέγχου και ανεξαρτήτως του τελικού αποτελέσματος σχετικά με τη συνταγματικότητα του επίδικου νόμου, διασφαλίζεται τουλάχιστον ότι οι όποιες επιλογές της κυβέρνησης και της Βουλής συνοδεύονται από την κατάλληλη επιχειρηματολογία και αποτελούν απόρροια εμπεριστατωμένης σκέψης και ουσιαστικών σταθμίσεων[52].

 

  1. Η απαίτηση εκπόνησης μελετών στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης

Μια ειδικότερη τάση του ελέγχου αιτιολογίας του νόμου που απαντάται στη συνταγματική νομολογία του ΣτΕ είναι και η απαίτηση εκπόνησης μελετών που να τεκμηριώνουν τις εκάστοτε επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις. Σύμφωνα με αυτήν την πτυχή του ενδιάμεσου ελέγχου, ο δικαστής της συνταγματικότητας δεν εστιάζει μόνο στην πληρότητα της αιτιολογικής έκθεσης του νόμου και στο περιεχόμενο των κοινοβουλευτικών συζητήσεων, προκειμένου να διαπιστώσει αν ο νομοθέτης πράττει ορθολογικά και προς την κατεύθυνση της εξυπηρέτησης ορισμένου σκοπού δημοσίου συμφέροντος, αλλά ζητά επιπρόσθετα η παρεχόμενη τεκμηρίωση να λαμβάνει τη μορφή μελέτης[53]. Όπως γίνεται αντιληπτό ευθύς εξαρχής, η χρήση του προκείμενου μεθοδολογικού εργαλείου κινείται εντός του πλαισίου του ελέγχου αιτιολογίας, εντάσσεται δηλαδή στον ενδιάμεσης βαθμίδας τύπο ελέγχου, υποδεικνύει όμως ταυτόχρονα την αύξηση της έντασης του ασκούμενου δικαστικού ελέγχου, δεδομένου ότι συγκεκριμενοποιείται ο απαιτούμενος τρόπος τεκμηρίωσης των νομοθετικών ρυθμίσεων. Και πάλι, ωστόσο, δεν φτάνει στο σημείο να θεωρηθεί εντατικός έλεγχος, από τη στιγμή που κατά κανόνα δεν υπεισέρχεται στην επί της ουσίας εξέταση των μελετών, αλλά προϋποθέτει αυτές να λαμβάνονται υπόψη κατά το στάδιο της νομοθέτησης αποτελώντας έτσι κριτήριο καλής νομοθέτησης[54].

Σε πρώτη φάση, η εφαρμογή του εργαλείου των μελετών εμφανίστηκε σε μειοψηφούσες γνώμες υποθέσεων με έντονο δημοσιονομικό ενδιαφέρον, όπως στις αποφάσεις ΣτΕ Ολ 668/2012[55] και 1285-1286/2012[56] για τις περικοπές του «πρώτου Μνημονίου», αλλά και στην απόφαση ΣτΕ Ολ 2307/2014[57] για τους περιορισμούς στα εργασιακά δικαιώματα και στη συλλογική αυτονομία που εισήχθησαν με το «δεύτερο Μνημόνιο». Επίσης, η επιτακτική ανάγκη ο νομοθέτης να μετέρχεται ορθολογικών κριτηρίων και να βασίζεται σε μελέτες επισημαίνεται και στη μειοψηφία της απόφασης ΣτΕ Ολ 38/2013[58] σχετικά με το «πρόγραμμα Καλλικράτης».

Σταδιακά, όμως, η μειοψηφική τάση του ΣτΕ μετατράπηκε σε πλειοψηφική, αρχής γενομένης με την απόφαση ΣτΕ Ολ 2192/2014[59], όπου εξετάστηκαν οι περικοπές των αποδοχών των «ενστόλων». Σε αυτήν την υπόθεση, το ΣτΕ όχι μόνον απαίτησε την εκπόνηση μελέτης, αλλά επιπλέον προχώρησε στον έλεγχο τόσο του ουσιαστικού περιεχομένου της όσο και το αν ελήφθη υπόψη στο προπαρασκευαστικό της νομοθέτησης στάδιο. Παρά δε το γεγονός ότι είχε προσκομιστεί ειδική μελέτη προς επίρρωση της αναγκαιότητας των μισθολογικών μειώσεων, η πλειοψηφία της ολομέλειας έκρινε ότι αυτή η μελέτη αφενός «περιέχει γενικές αναφορές για τα ειδικά μισθολόγια» και όχι ειδικότερους λόγους που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τις επίμαχες περικοπές, αφετέρου δεν αποδείχθηκε πως «ετέθη στη διάθεση του νομοθετικού οργάνου και ότι ελήφθη υπόψη κατά την διαμόρφωση των επιμέρους ρυθμίσεων του ν. 4093/2012»[60]. Αυτή η ουσιαστική ανεπάρκεια της προσκομισθείσας μελέτης, σε συνδυασμό βεβαίως με τη μη συνεκτίμησή της από τη Βουλή πριν την ψήφιση των περικοπών στις αποδοχές των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων, υπήρξε ένας από τους βασικούς παράγοντες που οδήγησαν το ΣτΕ στην κρίση περί αντισυνταγματικότητας.

Πάντως, η σημαντικότερη επιβεβαίωση της τάσης άσκησης ελέγχου τεκμηρίωσης των νόμων βάσει μελετών λαμβάνει χώρα στις υποθέσεις του δικαίου της κοινωνικής ασφάλισης. Την πιο εμφατική επικράτηση αυτού του τύπου ενδιάμεσου ελέγχου συναντούμε ήδη στην απόφαση ΣτΕ Ολ 2287/2015, όπου ελέγχθηκε η συνταγματικότητα των διαδοχικών συνταξιοδοτικών μειώσεων. Σε αυτήν την απόφαση έγινε δεκτό ότι, σε περιπτώσεις περικοπών στις συντάξεις, ο νομοθέτης πρέπει «να έχει προβεί σε ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη», από την οποία να προκύπτει ότι σέβεται τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, αλλά και ότι δεν παραβιάζει τον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος των συνταξιούχων[61]. Τονίζει δε το ΣτΕ ότι «η έλλειψη τέτοιας μελέτης, και μάλιστα διατυπωμένης με τρόπο κατανοητό και ελέγξιμο από το δικαστή κατά τις βασικές της θέσεις, θα καθιστούσε κατʼ ουσίαν ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο των οικείων νομοθετικών μέτρων από τις ανωτέρω συνταγματικές απόψεις»[62]. Στην προκειμένη περίπτωση, ο νομοθέτης δεν είχε προσκομίσει καμία τέτοια ειδική μελέτη για τις αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα, με συνέπεια να κριθούν αντισυνταγματικές οι περικοπές των συνταξιοδοτικών παροχών που επήλθαν με τους ν. 4051 και 4093/2012. Η έκδοση της συγκεκριμένης απόφασης υπήρξε η αφετηρία για τη σταδιακά αυξανόμενη χρήση του μεθοδολογικού εργαλείου των μελετών τουλάχιστον σε κοινωνικοασφαλιστικές υποθέσεις[63].

Λίγα χρόνια αργότερα, στη σειρά αποφάσεων όπου επίδικες ήταν οι διάφορες πτυχές της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης του ν. 4387/2016 (ΣτΕ Ολ 1880, 1882 και 1888-1891/2019)[64], και πάλι το ζήτημα που απασχόλησε έντονα τους δικαστές ήταν η διερεύνηση του απαιτούμενου εύρους της νομοθετικής τεκμηρίωσης. Καταρχάς, διευκρινίστηκε ότι η συνολική αναδιάρθρωση του ασφαλιστικού συστήματος μέσω της συγχώνευσης και της ένταξης περισσότερων φορέων σε έναν ενιαίο ασφαλιστικό φορέα ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του κοινού νομοθέτη, αρκεί αυτός να επικαλείται «επιστημονικές μελέτες» από τις οποίες να «προκύπτει τόσο η βιωσιμότητα του συγχωνεύοντος ή του νέου φορέα όσο και η επάρκεια των παροχών του»[65]. Δεδομένης της ύπαρξης τέτοιων μελετών κρίθηκε ομόφωνα συμβατή με το άρθρο 22 παρ. 5 Σ η οργανική ένταξη όλων των υφιστάμενων φορέων κύριας κοινωνικής ασφάλισης μισθωτών, αυτοαπασχολούμενων, ελευθέρων επαγγελματιών και αγροτών στον ΕΦΚΑ, καθώς και η υπαγωγή τους σε ενιαίους κανόνες ασφαλιστικών εισφορών και παροχών[66]. Απεναντίας, λόγω της έλλειψης «αναλογιστική[ς] μελέτη[ς], από την οποία να προκύπτει ότι εξετάσθηκε και τεκμηριώνεται η βιωσιμότητα του κλάδου επικουρικής ασφαλίσεως»[67] διαπιστώθηκε κατά πλειοψηφία η αντισυνταγματικότητα των νομοθετικών παρεμβάσεων σχετικά με το νέο τρόπο υπολογισμού των επικουρικών συντάξεων, τον μηχανισμό εξισορρόπησης ελλειμμάτων του ΕΤΕΑΕΠ, τον επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων και την αύξηση των εισφορών για επικουρική σύνταξη. Σημειωτέον ότι η απαιτούμενη αναλογιστική μελέτη έπρεπε απαραίτητα να προέρχεται από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή και «θα έπρεπε να προκύπτει ότι είχε εκπονηθεί πριν από την ψήφιση του ν. 4387/2016 και ότι είχε ληφθεί υπόψη από το νομοθέτη κατά την ψήφισή του»[68]. Εξάλλου, όσον αφορά τη σύσταση του νέου ασφαλιστικού φορέα κύριας ασφάλισης (δηλαδή του ΕΦΚΑ), διαγνώστηκε με ισχνή πλειοψηφία ότι η συνταχθείσα από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή μελέτη πληρούσε τις απαιτήσεις ορθολογικής τεκμηρίωσης, αποτελώντας τμήμα του νομοθετικού υλικού που ελήφθη υπόψη από τη Βουλή πριν από την ψήφιση του ν. 4387/2016, με συνέπεια να γίνει δεκτό πως ο νομοθέτης απέδειξε τη βιωσιμότητα του νέου φορέα[69]. Σε ένα άλλο ζήτημα κρίθηκε ότι για την τεκμηρίωση της επάρκειας των κύριων συνταξιοδοτικών παροχών αρκούσε η εκπόνηση «επιστημονικά τεκμηριωμένης μελέτης ή μελετών από πρόσωπα που διαθέτουν τις κατάλληλες προς τούτο γνώσεις», ώστε να προκύπτει με σαφή και ορισμένο τρόπο ότι η σύνταξη που χορηγεί ο ΕΦΚΑ εξασφαλίζει στον συνταξιούχο αξιοπρεπή διαβίωση και δη σε παρόμοιο επίπεδο με εκείνο που απολάμβανε στην προγενέστερη ζωή του[70].

Συνοπτικά, παρατηρούμε ότι η ένταση της απαιτούμενης αιτιολογίας βάσει μελετών διαφέρει ανάλογα με το κοινωνικοασφαλιστικό ζήτημα που ρυθμίζεται κάθε φορά: σε περιπτώσεις επιβολής περικοπών στις συντάξεις, όπως επίσης και για την απόδειξη της επάρκειας των συνταξιοδοτικών παροχών, κρίνεται αναγκαία η προσκόμιση από το νομοθέτη επιστημονικά τεκμηριωμένης μελέτης, ενώ για το ζήτημα της βιωσιμότητας ενός ασφαλιστικού οργανισμού θεωρείται απαραίτητη η σύνταξη αναλογιστικής μελέτης. Βέβαιο είναι πάντως ότι, ανεξαρτήτως της ειδικότερης μορφής τους, οι μελέτες πρέπει να εκπονούνται κατά τη διάρκεια της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας και όχι σε μεταγενέστερο στάδιο, λ.χ. με αφορμή κάποια δίκη[71]. Άλλωστε, όπως διευκρινίστηκε στη μεταγενέστερη απόφαση ΣτΕ Ολ 1439/2020[72], η διάγνωση της μη εκπλήρωσης της υποχρέωσης εκπόνησης μελέτης εκ μέρους του νομοθέτη δεν σχετίζεται με την τυπική αλλά με την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα του νόμου[73]. Με άλλα λόγια, η απουσία μελέτης επιδρά στο κύρος των επιλογών του νομοθέτη από πλευράς περιεχομένου και όχι από πλευράς τήρησης κάποιου διαδικαστικού τύπου, επιβεβαιώνοντας με τον τρόπο αυτόν την προαναφερθείσα θέση ότι η άσκηση αυτού του επιπέδου ελέγχου αποδίδεται επιτυχώς με τον όρο «semiprocedural review»[74].

Από τα προκείμενα νομολογιακά πορίσματα καθίσταται σαφής η αλληλεπίδραση της ορθολογικής τεκμηρίωσης του νόμου με τον έλεγχο συνταγματικότητας αυτού. Ιδίως στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης, το μεθοδολογικό εργαλείο των μελετών ως ειδικότερη πτυχή του ελέγχου αιτιολογίας των νομοθετικών επιλογών καταλαμβάνει πλέον περίοπτη θέση στη σύγχρονη συνταγματική νομολογία[75]. Κατανοούμε, λοιπόν, ότι το ΣτΕ τείνει ολοένα και περισσότερο να εξαρτά τη διάγνωση περί συμφωνίας ή αντίθεσης προς το Σύνταγμα με την πληρότητα της αιτιολογίας που εισφέρει ο νομοθέτης. Αντιθέτως, η μεθοδολογία αυτή δεν φαίνεται να επικρατεί (ακόμη) σε άλλα θεματικά πεδία του ελέγχου, όπως σε υποθέσεις δημοσιονομικού ενδιαφέροντος[76] και αναδιοργάνωσης διοικητικών δομών και υπηρεσιών[77], όπου εξακολουθεί να κυριαρχεί ο οριακός έλεγχος συνταγματικότητας. Δεν είναι τυχαίο, πάντως, ότι η απαίτηση για τεκμηρίωση βάσει μελετών γνωρίζει μεγαλύτερη απήχηση προεχόντως σε ζητήματα κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου. Τούτο διότι, μαζί με τις αντίστοιχες υποθέσεις περιβαλλοντικού δικαίου, στα εν λόγω ζητήματα πρωταγωνιστεί ο τεχνικός και επιστημονικός χαρακτήρας τους, ενώ ταυτόχρονα χαρακτηρίζονται (περισσότερο από κάθε άλλη κατηγορία νομοθεσίας) από το στοιχείο της πρόγνωσης[78]. Από τη στιγμή που το ΣτΕ προαποδέχεται ότι δεν βρίσκεται σε ανάλογο επίπεδο τεχνογνωσίας σε σχέση με το νομοθέτη και τη διοίκηση, ώστε να μπορεί να εξετάσει σε βάθος και επί της ουσίας τις κοινωνικοασφαλιστικές ρυθμίσεις, απαιτεί τουλάχιστον οι όποιες νομοθετικές επιλογές να έχουν αποτελέσει προϊόν εμπεριστατωμένης μελέτης και τεκμηριωμένων σταθμίσεων, για να διασφαλίσει ότι δεν πρόκειται για αυθαίρετες και απερίσκεπτες επιλογές[79].

 

ΙΙI. Τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα του ενδιάμεσου ελέγχου συνταγματικότητας

Η άσκηση οριακού ελέγχου, κατά την οποία ελέγχεται μόνον η υπέρβαση (ακραίων) ορίων εκ μέρους του νομοθέτη, παρέχει σαφή προτεραιότητα στις αξιακές επιλογές τής έχουσας τη νομοθετική πρωτοβουλία κυβέρνησης και της νομοθετούσας Βουλής, δηλαδή των αμιγώς δημοκρατικών θεσμών[80]. Σε αυτήν τη βαθμίδα, ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται αποκλειστικά στη διερεύνηση της πρόδηλης παραβίασης του Συντάγματος από την πολιτική εξουσία, η οποία απολαμβάνει ευρύτατα περιθώρια νομοθέτησης. Υπό αυτό το πρίσμα, διαπιστώνουμε ότι ο οριακός έλεγχος συμβιβάζεται καλύτερα με τη δημοκρατική αρχή ως απόρροια της λαϊκής κυριαρχίας, καθώς αναγνωρίζεται ότι οι φορείς της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας είναι εκείνοι που καταρχήν νομιμοποιούνται να διαμορφώσουν τις δημόσιες πολιτικές και έτσι προσφέρεται σε αυτούς ο απαραίτητος χώρος για να υλοποιήσουν το πρόγραμμά τους[81]. Μέσω της επίδειξης αυτοσυγκράτησης, ο δικαστής της συνταγματικότητας –που άλλωστε δεν απολαμβάνει ευρείας δημοκρατικής νομιμοποίησης– δείχνει ότι σέβεται τον κυρίαρχο ρόλο τού δημοκρατικά νομιμοποιημένου νομοθέτη, ο οποίος έχει την ευχέρεια να θεσπίζει ελεύθερα κανόνες δικαίου, ιεραρχώντας τα προς διευθέτηση ζητήματα με γνώμονα την ικανοποίηση σκοπών δημοσίου συμφέροντος και σύμφωνα με τις αντιλήψεις του[82].

Εντούτοις, το δικαιοκρατικό κόστος από την άσκηση οριακού ελέγχου συνίσταται στο ενδεχόμενο της σταδιακής απομείωσης της παρεχόμενης δικαστικής προστασίας και του εγγυητικού χαρακτήρα του Συντάγματος, δεδομένου ότι η παρεμβολή του δικαστή κατευθύνεται μόνο στην αντιμετώπιση εξόφθαλμων παραβιάσεων των συνταγματικών διατάξεων από την πλευρά του νομοθέτη. Αυτό σημαίνει πως το ΣτΕ περιορίζεται στο να εξετάσει απλώς αν το περιεχόμενο ενός νόμου προδήλως αντιστρατεύεται το Σύνταγμα, χωρίς όμως να έχει τη δυνατότητα να διορθώσει κραυγαλέες ανεπάρκειες μιας νομοθετικής ρύθμισης, εφόσον αυτή δεν είναι καταφανώς αντισυνταγματική[83].

Αυτήν την υστέρηση του ελέγχου ορίων προσπαθεί να θεραπεύσει το ΣτΕ προβαίνοντας, ολοένα και συχνότερα, στον έλεγχο αιτιολογίας των επιλογών του νομοθέτη. Πράγματι, σε αυτήν την ενδιάμεση βαθμίδα ελέγχου, και πάλι ο δικαστής της συνταγματικότητας δεν προχωρά σε βαθιά και ουσιαστική εξέταση του περιεχομένου των νομοθετικών ρυθμίσεων που άγονται ενώπιόν του, πλην όμως ζητά από το νομοθέτη να έχει πραγματοποιήσει την κατάλληλη τεκμηρίωσή τους. Με τη χρήση αυτής της πρωτότυπης μεθοδολογικής κατασκευής[84], η οποία μας θυμίζει αρκετά τη γενική υποχρέωση αιτιολογίας των νομικών πράξεων που προβλέπεται στο ενωσιακό δίκαιο και συνάπτεται με την αποτελεσματικότητα του ελέγχου που ασκεί επ’ αυτών το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης[85], το ΣτΕ αποφεύγει να ελέγξει ευθέως τα μέτρα που λαμβάνονται και να κρίνει αν αυτά στοχεύουν στην ικανοποίηση ενός σκοπού δημοσίου συμφέροντος, όπως αυτός έχει προσδιοριστεί το πρώτον από τη νομοθετική εξουσία. Αντιθέτως, αναζητά στην αιτιολογική έκθεση του νόμου και στο σύνολο του προπαρασκευαστικού υλικού, ακόμα και στα πρακτικά της Βουλής, τον τρόπο με τον οποίο αιτιολογείται το περιεχόμενο και ο σκοπός της νομοθετικής ρύθμισης, καθώς και τους λόγους για τους οποίους προκρίθηκε η συγκεκριμένη λύση έναντι άλλων (αν και εφόσον υπήρχαν τέτοιες). Ορισμένες φορές δε ο δικαστικός έλεγχος εντατικοποιείται περισσότερο, δεδομένου ότι απαιτείται η τεκμηρίωση να λαμβάνει μια πιο εξειδικευμένη μορφή, εκείνη της επιστημονικής μελέτης[86].

Ενόψει αυτών, συμπεραίνουμε ότι το θετικό στοιχείο τού ενδιάμεσης έντασης ελέγχου συνταγματικότητας έγκειται στο γεγονός ότι τυγχάνει αποτελεσματικότερος και ενδελεχέστερος από τον έλεγχο υπέρβασης ακραίων ορίων από το νομοθέτη, καθώς δεν στέκεται στη διαπίστωση αντισυνταγματικότητας μόνον όταν αντιμετωπίζει τις αυθαίρετες επιλογές και εκτιμήσεις του τελευταίου. Συγχρόνως (και αυτή είναι μία επιπλέον θετική συμβολή) δεν διολισθαίνει σε κρίσεις σκοπιμότητας, όπως συχνά συμβαίνει στον εντατικό έλεγχο και δη με τη διευρυμένη χρήση του εργαλείου της αρχής της αναλογικότητας[87]. Έτσι, καταλείπεται μεν ευρύ περιθώριο δράσης στον δημοκρατικά νομιμοποιημένο νομοθέτη, ο οποίος απολαμβάνει το προνόμιο άσκησης της δημόσιας εξουσίας σύμφωνα με τα πολιτικά και ιδεολογικά του κίνητρα, χωρίς όμως να επιτρέπεται σε αυτόν να νομοθετεί ανορθολογικά, αναιτιολόγητα και ατεκμηρίωτα.

Περαιτέρω, μια ακόμα ενδιαφέρουσα συνέπεια από την άσκηση ενδιάμεσου ελέγχου έγκειται στην αντανακλαστική βελτίωση του νομοθετικού έργου, η οποία επιτυγχάνεται μέσω της διαλεκτικής σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ του κοινού νομοθέτη και των δικαστών της συνταγματικότητας[88]. Εν προκειμένω, το συγκεκριμένο επίπεδο ελέγχου μπορεί να μεταβάλλει σταδιακά προς το καλύτερο την ποιότητα του νομοθετικού υλικού, δηλαδή τόσο του καθαυτού νόμου όσο και του συνόλου των κειμένων της νομοθετικής διαδικασίας που εντοπίζονται στις συνοδευτικές εκθέσεις, ακόμα και την ποιότητα των κοινοβουλευτικών συζητήσεων. Τούτο διότι η συνάρτηση του ελέγχου συνταγματικότητας με την τεκμηρίωση της νομοθεσίας παρακινεί το νομοθέτη να προβαίνει στη θέσπιση πιο τεκμηριωμένων και αιτιολογημένων ρυθμίσεων, προκειμένου αυτές να διέρχονται τον ελεγκτικό σκόπελο του ΣτΕ και να θεωρούνται συνταγματικά ανεκτές. Με τον τρόπο αυτόν, ελαττώνονται οι πιθανότητες νομοθέτησης παράλογων, παρορμητικών και αλλοπρόσαλλων επιλογών, οι οποίες κατά καιρούς διεισδύουν στην έννομη τάξη. Η δημοκρατικά νομιμοποιημένη Βουλή εξακολουθεί μεν να διαθέτει την ευχέρεια υιοθέτησης οποιωνδήποτε μέτρων κρίνει απαραίτητα για την ευόδωση του δημοσίου συμφέροντος, πλην όμως οφείλει να το πράττει κατόπιν περίσκεψης και ενδελεχούς έρευνας, η οποία αποτυπώνεται ως επί το πλείστον στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, όπως επίσης και στις κοινοβουλευτικές συζητήσεις. Η δε δικαστική εξουσία δεν εξετάζει ευθέως την ουσία των μέτρων αυτών, αν πράγματι δηλαδή είναι αναγκαία για την εξυπηρέτηση ενός δημόσιου σκοπού, παρά μόνον αν αποδεικνύονται ως τέτοια βάσει του συνόλου των νομοθετικών δεδομένων.

Ένα ευκρινές παράδειγμα νομοθετικού εξορθολογισμού ως απότοκο του ενδιάμεσου ελέγχου συνταγματικότητας, που βοηθά να γίνει κατανοητή η συνεισφορά αυτής της κλίμακας ελέγχου σε δικαιοπολιτικό επίπεδο, προέρχεται από τη μεταστροφή της νομολογίας στο ζήτημα των λεγόμενων «πληθυσμιακών κριτηρίων» για τη χορήγηση άδειας ίδρυσης φαρμακείου. Ειδικότερα, στην απόφαση ΣτΕ Ολ 3665/2005[89] είχε κριθεί ότι η θέσπιση τέτοιων κριτηρίων αντίκειται στη συνταγματική προστασία της επαγγελματικής ελευθερίας λόγω της πλημμελούς αιτιολόγησής τους, δεδομένου ότι στην επίμαχη αιτιολογική έκθεση αναφερόταν ως μοναδικός σκοπός τους η εξασφάλιση της οικονομικής βιωσιμότητας των φαρμακείων που ήδη λειτουργούσαν. Αμέσως μετά την έκδοση της προκείμενης απόφασης, ο νομοθέτης αντικατέστησε την αντισυνταγματική ρύθμιση με μια ουσιωδώς όμοια κατά περιεχόμενο. Αυτήν τη φορά, όμως, ήταν αρκετά πιο προσεκτικός και θεμελίωσε επαρκώς τους λόγους που καθιστούσαν αναγκαία την εφαρμογή πληθυσμιακών κριτηρίων για την ίδρυση φαρμακείου. Πλέον, η συνδρομή αυτών των κριτηρίων στηρίχθηκε στη γενικότερη μέριμνα για τη δημόσια υγεία, που επιτυγχάνεται μέσω της ορθολογικής και ισόρροπης κατανομής των φαρμακείων σε ολόκληρη την επικράτεια, καθώς επίσης και στην προστασία του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης, που διασφαλίζεται μέσω του περιορισμού των φαινομένων υπερσυνταγογράφησης και της μείωσης της φαρμακευτικής δαπάνης. Υπό αυτό το πρίσμα, η ολομέλεια του ΣτΕ αποφάνθηκε στις αποφάσεις 228-229/2014[90] ότι η νεότερη ρύθμιση είναι απαλλαγμένη από τις πλημμέλειες της προηγούμενης, διότι ο νομοθέτης τεκμηρίωσε στην εισηγητική έκθεση με σαφήνεια και πειστικότητα την αναγκαιότητα επιβολής του επίμαχου περιορισμού. Γίνεται συνεπώς αντιληπτό ότι η προηγηθείσα άσκηση του ενδιάμεσης έντασης ελέγχου συνταγματικότητας ήταν αυτή που ώθησε το νομοθέτη να επαναθεσπίσει την ίδια επί της ουσίας διάταξη πλαισιώνοντάς την ταυτόχρονα με πληρέστερη, εμφανή και διαγνώσιμη αιτιολογία, με συνέπεια να κριθεί τελικά πως αυτή δεν προσκρούει στο Σύνταγμα.

Προς την κατεύθυνση της «εκπαίδευσης» του νομοθέτη κινείται εξίσου και η νομολογία που απαιτεί την εκπόνηση μελετών ως ειδικότερο τύπο αιτιολογίας των επιλογών του. Στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης, όπου η τυπική και κανονιστική νομοθεσία αποτελεί απόρροια ποικίλων και πολυδιάστατων τεχνικών και επιστημονικών γνώσεων, τις οποίες κατά τεκμήριο δεν διαθέτει η δικαστική εξουσία[91], το ΣτΕ τείνει να έχει καταστήσει υποχρεωτική την προσκόμιση εξειδικευμένων μελετών προς τεκμηρίωση των επιμέρους δημοσίων πολιτικών. Από τη στιγμή που ο νομοθέτης και κατ’ επέκταση η διοίκηση επικαλούνται την ύπαρξη τέτοιων μελετών, τότε αυτομάτως η ένταση του δικαστικού ελέγχου υποχωρεί. Τούτο διότι η εκπλήρωση αυτής της δέσμευσης υποδηλώνει πως, αν μη τι άλλο, ο (τυπικός ή ουσιαστικός) νόμος περιβάλλεται με εχέγγυα ορθολογικότητας και εδράζεται σε υποστηρίξιμες και επιστημονικά τεκμηριωμένες κρίσεις[92].

 

ΙV. Αντί επιλόγου

Από τη συνολική επισκόπηση των αποφάσεων του ΣτΕ προκύπτει ότι ο οριακός έλεγχος εξακολουθεί να τυγχάνει η κρατούσα βαθμίδα έντασης ελέγχου συνταγματικότητας. Πρόκειται για την εκδήλωση μιας τάσης αυτοσυγκράτησης που τέμνει οριζόντια τη συνταγματική νομολογία, ανεξαρτήτως του θεματικού πεδίου στο οποίο εντάσσεται η κάθε υπόθεση[93]. Η οριακότητα του ελέγχου συνεπάγεται ότι ο κοινός νομοθέτης απολαμβάνει εκτεταμένα περιθώρια εκτίμησης και δύναται να υιοθετήσει τις αποφάσεις εκείνες που –κατά την αντίληψή του– στοχεύουν στην ικανοποίηση του δημοσίου συμφέροντος, δεδομένου ότι αναγνωρίζεται σε αυτόν ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά τον προσδιορισμό των μέσων επίτευξης των συνταγματικών σκοπών.

Αντιλαμβανόμαστε, όμως, ότι σε αυτήν την κλίμακα ελέγχου ενδέχεται να παρεισφρήσουν στην έννομη τάξη διάφορες ανορθολογικές ή αυθαίρετες νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες απλώς διαφεύγουν τη βάσανο του οριακού δικαστικού ελέγχου, από τη στιγμή που δεν παρίστανται προδήλως αντισυνταγματικές. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η δικαστική εξουσία συχνά κατηγορείται ότι επιδεικνύει «ατολμία» κατά την άσκηση ελέγχου συνταγματικότητας[94] και ότι φέρει σημαντικό μερίδιο ευθύνης για το «ελληνικό έλλειμμα κράτους δικαίου»[95]. Πράγματι, η επικράτηση του δικαστικού αυτοπεριορισμού, μολονότι συνδέεται στενά με τη δημοκρατική αρχή και την αρχή διάκρισης των εξουσιών[96], μπορεί να επιφέρει καίριες δικαιοκρατικές απώλειες και υποβάθμιση του προστατευτικού πλαισίου του Συντάγματος.

Από την άλλη, η άσκηση της πιο ισχυρής μορφής εντατικού ελέγχου συνταγματικότητας, όπως καταγράφεται δηλαδή στις αποφάσεις που το ΣτΕ απευθύνει υποδείξεις νομοθέτησης προς την πολιτική εξουσία, εντοπίζεται μονάχα σε μεμονωμένες αποφάσεις. Ωστόσο, δεν παύει να είναι εντελώς παράταιρη σε σχέση με το ισχύον πολιτικό και συνταγματικό πλαίσιο, καθώς έρχεται σε σύγκρουση με τα όρια του συγκεκριμένου και παρεμπίπτοντος ελέγχου συνταγματικότητας[97]. Τούτο διότι κατατείνει να καλεί τον κοινό νομοθέτη να συμμορφωθεί με το ακριβές περιεχόμενο των αποφάσεών του, εφόσον ο τελευταίος επιθυμεί οι όποιες νομοθετικές ρυθμίσεις να θεωρηθούν συνταγματικά ανεκτές. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το ΣτΕ όχι απλώς συνδιαλέγεται ευθέως με τη Βουλή και με την κυβέρνηση, αλλά φαίνεται να προσέρχεται στον διάλογο από θέση ισχύος, προσπαθώντας επί της ουσίας να υποκαταστήσει το έργο του νομοθέτη και διεκδικώντας έτσι την ενάσκηση αρμοδιοτήτων που προσιδιάζουν περισσότερο σε συνταγματικό δικαστήριο[98].

Έπειτα από τη συνοπτική επεξήγηση των βασικών ατελειών του οριακού και του εντατικού ελέγχου[99], πρέπει να τονιστεί πως διαφαίνεται σε σημαντικό βαθμό η τάση απομάκρυνσης του ΣτΕ από αυτά τα δύο άκρα του ευρύτερου φάσματος κλιμακώσεων της έντασης του ελέγχου και η στροφή του στην αναζήτηση της ενάρετης κατά τον Αριστοτέλη «μεσότητας» του δικαστικού ελέγχου. Αυτή η ενδιάμεσης έντασης βαθμίδα ελέγχου εμφανίζεται προς το παρόν με μεγαλύτερη συχνότητα σε περιπτώσεις νομοθέτησης περιοριστικών μέτρων στο πεδίο της επαγγελματικής ελευθερίας, αλλά και σε υποθέσεις κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου στις οποίες μάλιστα εντείνεται το φαινόμενο ο δικαστής της συνταγματικότητας να ζητά η νομοθετική τεκμηρίωση να φέρει την εξειδικευμένη μορφή των μελετών, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι εκάστοτε ρυθμίσεις συνιστούν αποτέλεσμα ορθολογικού σχεδιασμού και πληρούν τα κριτήρια της αναλογικότητας.

Μέσω της άσκησης ελέγχου αυτής της έντασης, το ΣτΕ κατορθώνει αφενός να μην απόσχει σημαντικά από τον έλεγχο ορίων, που συνεχίζει να είναι ο κύριος πυλώνας της συνταγματικής νομολογίας, και αφετέρου να μην υπεισέρχεται σε ενδελεχείς και ουσιαστικές εκτιμήσεις περί δημοσίου συμφέροντος, που παρατηρούνται συνήθως στην κλίμακα του εντατικού ελέγχου[100]. Παράλληλα, θεωρούμε ότι η τεχνική αυτή κατορθώνει να συγκερνά τα πλεονεκτήματα αμφότερων των άλλων «ακραίων» βαθμίδων και συνάμα να περιστέλλει τα μειονεκτήματά τους. Τούτο διότι μειώνει αισθητά τους κινδύνους που προκαλεί η επίδειξη νομολογιακής αυτοσυγκράτησης, καταλείποντας συγχρόνως ευρύ περιθώριο επιλογών στη Βουλή και λειτουργώντας αποτρεπτικά ως προς την υιοθέτηση αναιτιολόγητων και εν πολλοίς ανορθολογικών ρυθμίσεων. Επιπλέον, περιορίζει κατά μείζονα λόγο τις όποιες μομφές περί αθέμιτου δικαστικού δυναμισμού, δεδομένου ότι δεν υποπίπτει σε κρίσεις σκοπιμότητας, εφόσον ζητά από το νομοθέτη να παρέχει σαφή και ικανοποιητική αιτιολογία για τις επιλογές του, μη εξετάζοντας ωστόσο το περιεχόμενο αυτών επί της ουσίας και σε βάθος[101].

Συμπερασματικά, οι νομολογιακές αναφορές σε αιτιολογικές εκθέσεις, πρακτικά κοινοβουλευτικών συζητήσεων, καθώς και επιστημονικές μελέτες, είναι μεν μεθοδολογικά εργαλεία για την εξεύρεση της ορθότερης ερμηνείας του νόμου, αλλά περικλείουν και μια εξόχως πολιτική σημασία[102]. Στα πλαίσια αυτού του ιδιότυπου διαλόγου που αναπτύσσεται στην ενδιάμεση κλίμακα ελέγχου, το ΣτΕ αποδεικνύει ότι αντιμετωπίζει με σεβασμό και σοβαρότητα τον κοινό νομοθέτη, αλλά συγχρόνως απαιτεί από αυτόν να νομοθετεί ορθολογικά, με πληρότητα και επάρκεια, καλώντας τον να διαμορφώνει τεχνικά και μεθοδολογικά άρτιες νομικές ρυθμίσεις συνοδευόμενες από την απαραίτητη και επίκαιρη αιτιολογία[103]. Γίνεται συνεπώς αντιληπτό ότι ο έλεγχος αιτιολογίας συνιστά μια εξελιγμένη εκδοχή τής παραδοσιακά κυρίαρχης όψης του ελέγχου συνταγματικότητας ως ελέγχου ορίων, υπό την έννοια του καταρχήν σεβασμού των ουσιαστικών εκτιμήσεων του νομοθέτη και της διοίκησης, θέτοντας όμως την πρόσθετη προϋπόθεση ότι αυτές οι εκτιμήσεις οφείλουν να τεκμηριώνονται πειστικά[104]. Εν κατακλείδι, θεωρούμε ότι αυτός ο τύπος ελέγχου και η συσχέτισή του με το αποτέλεσμα του ελέγχου συνταγματικότητας συνιστά ίσως την πιο σημαντική νομολογιακή εξέλιξη, και μάλιστα με αναμφίβολα θετικό πρόσημο, στη σύγχρονη συνταγματική νομολογία. Αυτό συμβαίνει, διότι ο ενδιάμεσος τύπος ελέγχου δύναται να συμβάλλει καθοριστικά στη βελτίωση της ποιότητας της νομοθετικής πολιτικής (άρα και συνολικά της δημοκρατίας), χωρίς μάλιστα να επιφέρει εκπτώσεις στην αποτελεσματική προστασία των συνταγματικών δικαιωμάτων[105], αλλά αντιθέτως συνιστώντας θεσμική εγγύηση του φιλελευθερισμού[106].

 

[1] Σκ. 34 της ΣτΕ Ολ 668/2012 (η έμφαση προστέθηκε). Για την απόφαση αυτή βλ. ιδίως το αφιέρωμα του τεύχους 1/2012 του περιοδικού «Το Σύνταγμα» που τιτλοφορείται «Το “Μνημόνιο” στο Συμβούλιο της Επικρατείας», στο οποίο περιέχεται πλούσιος σχολιασμός από διακεκριμένους θεωρητικούς, καθώς και η εισήγηση της Συμβούλου Ειρ. Σαρπ (όπ.π., 343 επ.).

[2] Σκ. 36 της ΣτΕ Ολ 2307/2014, ΘΠΔΔ 2014, 623 επ. (με παρατηρήσεις Αν. Παυλόπουλου), ΔΕΕ 2014, 623 επ. (με σημείωση Γ. Θεοδόση), ΕφημΔΔ 2014, 316 επ. (η έμφαση προστέθηκε).

[3] Σκ. 27 της ΣτΕ 2166/2022, ΘΠΔΔ 2023, 71 επ. (με παρατηρήσεις Π. Σοϊλεντάκη)· σκ. 7 της ΣτΕ Ολ 2113/2021· σκ. 5 της ΣτΕ Ολ 874/2018, ΔιΔικ 2018, 606 επ. και σκ. 22 της ΣτΕ Ολ 3404/2014 (η έμφαση προστέθηκε).

[4] Σκ. 15 της ΣτΕ 1486/2020· σκ. 9 της ΣτΕ Ολ 655/2016· σκ. 16 της ΣτΕ Ολ 2151/2015, ΔιΔικ 2016, 141 επ., ΕφημΔΔ 2015, 594 επ. και σκ. 22 της ΣτΕ Ολ 15/2015, ΕλλΔνη 2016, 1192 επ. (η έμφαση προστέθηκε).

[5] Σκ. 27 της ΣτΕ Ολ 734/2016, Αρμ 2016, 884 επ. (με παρατηρήσεις Ακρ. Καϊδατζή), ΘΠΔΔ 2016, 545 επ. (με παρατηρήσεις Ολ. Αγγελοπούλου), ΔιΔικ 2016, 439 επ. (η έμφαση προστέθηκε). Ομοίως, σκ. 25 της ΣτΕ Ολ 2287/2015 (μειοψηφούσα γνώμη), Αρμ 2015, 1371 επ. (με παρατηρήσεις Ακρ. Καϊδατζή), ΕΔΚΑ 2015, 510 επ. (με σχόλιο Ολ. Αγγελοπούλου, 450 επ.), ΘΠΔΔ 2015, 668 επ. (με παρατηρήσεις Π. Παπαρρηγοπούλου-Πεχλιβανίδη). Ο Μ. Στασινόπουλοσ, Ο έλεγχος της ισότητος υπό του Συμβουλίου της Επικρατείας σε: Νομικαί Μελέται, Αθήναι 1972, 145 επ., εμφανίζεται επικριτικός απέναντι στην έννοια του ελέγχου «ακραίων ορίων» και προτιμά αντ’ αυτής τη χρήση του όρου «ακραίων λογικών ορίων» (150).

[6] M. Loughlin, The Case of Prorogation. The UK Constitutional Council’s ruling on appeal from the judgment of the Supreme Court, διαθέσιμο σε: https://policyexchange.org.uk/publication/the-case-of-prorogation/ (προσπέλαση: 17.5.2023).

[7] K. Eyer, The Canon of Rational Basis Review, Notre Dame L. Rev., vol. 93, 3/2018, 1317 επ.· N. Walter, The Utility of Rational Basis Review, Vill. L. Rev., vol. 63, 1/2018, 79 επ.· E. Chemerinsky, The Rational Basis Test Is Constitutional (and Desirable), Geo. J.L. & Pub. Pol’y, vol. 14, 2016, 401 επ.· J. Jackson, Putting Rationality Back into the Rational Basis Test: Saving Substantive Due Process and Redeeming the Promise of the Ninth Amendment, U. Rich. L. Rev., vol. 45, 2011, 491 επ.· T. Nachbar, Rational Basis “Plus”, Const. Comment., vol. 32, 2017, 449 επ.

[8] Ο R. Holoszyc-Pimentel, Reconciling Rational-Basis Review: When Does Rational Basis Bite(?), N.Y.U. L. Rev., vol. 90, 6/2015, 2070 επ., τονίζει ότι το αμερικανικό Supreme Court ελάχιστες φορές έκρινε αντισυνταγματικό νόμο μέσω της εφαρμογής τού rational basis test στις υποθέσεις όπου ανακύπτει ζήτημα παραβίασης της αρχής της ισότητας (2071 επ.).

[9] R. Spece Jr./D. Yokum, Scrutinizing Strict Scrutiny, Vt. L. Rev., vol. 40, 3/2016, 285 επ.

[10] R. Fallon Jr., Strict Judicial Scrutiny, UCLA L. Rev., vol. 54, 1267 επ.· E. Gerstmann/C. Shortell, The Many Faces of Strict Scrutiny: How the Supreme Court Changes the Rules in Race Cases, U. Pitt. L. Rev., vol. 72, 1/2010, 1 επ.· A. Blair, Constitutional Equal Protection, Strict Scrutiny, and the Politics of Marriage Law, Cath. U. L. Rev., vol. 47, 4/1998, 1231 επ.

[11] J. Harras, Suspicious Suspect Classes – Are Nonimmigrants Entitled to Strict Scrutiny Review under the Equal Protection Clause(?): An Analysis of Dandamudi and LeClerc, St. John’s L. Rev., vol. 88, 3/2014, 849 επ.· M. Strauss, Reevaluating Suspect Classifications, Seattle U. L. Rev., vol. 35, 1/2011, 135 επ.· J. Gerards, Intensity of Judicial Review in Equal Treatment Cases, Neth. Int. Law Rev., vol. 51, 2/2004, 135 επ. (162 επ.).

[12] Μόνον κατ’ εξαίρεση και σε μειοψηφικές γνώμες γίνονται αναφορές στην «απαίτηση, μέσω ενός εντατικού ελέγχου συνταγματικότητας, ο οποίος λαμβάνει τη μορφή νομολογιακής αναγνώρισης ουσιωδών τύπων της νομοθετικής διαδικασίας μη προβλεπόμενων ευθέως στο Σύνταγμα, για πλήρη τεκμηρίωση των νομοθετικών επιλογών, [που] προϋποθέτει ότι ο νομοθέτης υποχρεούται, κατά την ενάσκηση της σχετικής συνταγματικής του ευρύτατης αρμοδιότητας, να υιοθετεί μόνο πολιτικές με εξαρχής μετρήσιμα και προδιαγεγραμμένα αποτελέσματα και μη επηρεαζόμενες από τις διαρκώς μεταβαλλόμενες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες» (σκ. 11 της ΣτΕ Ολ 1889/2019 και σκ. 8 των ΣτΕ Ολ 1890-1891/2019, η έμφαση προστέθηκε. Την εν λόγω γνώμη διατύπωσε ο Σύμβουλος Κ. Κουσούλης).

[13] Κ. Χρυσόγονοσ/Ακρ. Καϊδατζήσ, Η μάταιη θυσία της Ιφιγένειας. Οριοθέτηση εισαγωγικών σκέψεων για την αντισυνταγματικότητα του ν. 4093/2012 για το Μεσοπρόθεσμο και τα μέτρα εφαρμογής του, ΝοΒ 2012, 2682 επ.

[14] Δ. Πατσίκασ, Η συνταγματική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας 2022, 124 επ.

[15] N. Katyal, Judges as Advicegivers, Stan. L. Rev., vol. 50, 1998, 1709 επ. (1792 επ.), όπου αναλύεται η συναφής τάση της αμερικανικής νομολογίας.

[16] Για μια ευσύνοπτη παρουσίαση του ιστορικού των εν λόγω υποθέσεων βλ. Ακρ. Καϊδατζή, «Ένστολοι ΙΙΙ»: Επίλογος σε μιαν υπόθεση δικαστικού ακτιβισμού, Αρμ 2018, 855 επ.

[17] Μεταξύ άλλων Επ. Σπηλιωτόπουλοσ, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, τόμ. Ι, 15η έκδ., Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη 2017, 156 επ.· Αν. Τάχοσ, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, 9η έκδ., Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας 2008, 664 επ.

[18] Κατά τον συνοπτικό συλλογισμό της ΣτΕ Ολ 1210/2010 (ΘΠΔΔ 2010, 637 επ., με παρατηρήσεις Χρ. Διβάνη, 914 επ.), «η θέσπιση κανονιστικής ρύθμισης κατά σύννομη άσκηση κανονιστικής αρμοδιότητας δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδότησης δεν συνιστά εφαρμογή κανόνα δικαίου σε συγκεκριμένη ατομική περίπτωση αλλά θέση γενικού και απρόσωπου κανόνα δικαίου και αποτελεί, κατά το ουσιαστικό της περιεχόμενο, νομοθέτηση· ως εκ τούτου, δεν απαιτείται αιτιολογία εκ μέρους της Διοίκησης για την πρόκριση συγκεκριμένης ρύθμισης ως βέλτιστης. Η κανονιστική πράξη ελέγχεται μόνον από την άποψη της τήρησης των όρων της εξουσιοδοτικής διάταξης επί της οποίας εκδίδεται, καθώς και της τυχόν υπέρβασης των ορίων της εξουσιοδότησης» (σκ. 19, η έμφαση προστέθηκε). Ωστόσο, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη ΣτΕ 805/2018 (ΔιΔικ 2019, 426 επ., με παρατηρήσεις Σπ. Βλαχόπουλου), «[ο] έλεγχος αυτός περιλαμβάνει και την έρευνα της δικαιολογίας της εκδόσεώς τους, προκειμένου να κριθεί αν αυτές κείνται εντός του πλαισίου της εξουσιοδοτήσεως βάσει της οποίας εκδίδονται. Για να είναι δε εφικτός ο έλεγχος αυτός, πρέπει να περιλαμβάνονται μεταξύ των στοιχείων του φακέλου και τα εκτιμηθέντα από τη Διοίκηση στοιχεία, που συνηγορούν υπέρ της εκδόσεως της κανονιστικής αποφάσεως, τα οποία είτε αναφέρονται στην εξουσιοδοτική διάταξη, είτε είναι σύμφωνα με το πνεύμα και το σκοπό της» (σκ. 14, η έμφαση προστέθηκε). Για την τάση εξέτασης της αιτιολογίας των κανονιστικών πράξεων σε ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων βλ. Μ. Πικραμένου, Η αιτιολογία των διοικητικών πράξεων και ο ακυρωτικός δικαστικός έλεγχος, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας 2012, 235 επ.

[19] Ο Αθ. Ράντοσ, Αποτίμηση της πορείας του Συμβουλίου της Επικρατείας τα τελευταία 40 χρόνια – Μία ενδοσκόπηση, ΘΠΔΔ 2019, 673 επ., επισημαίνει ότι, εφόσον θιγεί ένα από τα βασικά δόγματα της συνταγματικής νομολογίας που είναι «ο, κατ’ αρχήν, μη έλεγχος της αιτιολογίας του νόμου … θα ανοίξουν νομικά οι ασκοί του Αιόλου» (676).

[20] Π. Μαντζούφασ, Καλή νομοθέτηση και κράτος δικαίου, Αθήνα: Ευρασία 2018, 138 επ. (148 επ.).

[21] Ιω. Σαρμάσ, Η λήψη υπόψη εμπειρικών δεδομένων κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας διατάξεων με τις οποίες επιβάλλεται περικοπή αποδοχών (το ζήτημα της «αιτιολογίας» του νόμου), σε: Το Σύνταγμα εν εξελίξει (συλλ.), Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας 2019, 459.

[22] Ευ. Βενιζέλοσ, Το γενικό συμφέρον και οι περιορισμοί των συνταγματικών δικαιωμάτων, Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής 1990, 208-209· C. Nelson, Judicial Review of Legislative Purpose, N.Y.U. L. Rev., vol. 83, 6/2008, 1784 επ.

[23] Δ. Γρατσίας, Ο δικαστικός έλεγχος του κύρους του κανόνα δικαίου: Αθήνα και Λουξεμβούργο αποκλίσεις και συγκλίσεις, ΘΠΔΔ 2017, 782 επ. Σχετικά με το σπάνιο ενδεχόμενο απόκλισης μεταξύ του γράμματος της διάταξης και της αιτιολογικής της έκθεσης βλ. Ακρ. Καϊδατζή, Παρατηρήσεις (σημειολογικές, νομικές και συνταγματικές) επί του άρθρου 38 του ν. 4640/2019 για την αυξομείωση οργανικών θέσεων δικαστικών λειτουργών, διαθέσιμο σε: www.constitutionalism.gr/2019-12-kaidatzis-theseis-dikaston/ (προσπέλαση: 17.5.2023).

[24] L. Wintgens, The Rational Legislator Revisited. Bounded Rationality and Legisprudence, σε: L. Wintgens/D. Oliver-Lalana (eds.), The Rationality and Justification of Legislation, Dordrecht: Springer 2013, 1 επ.

[25] Ενδεικτικά και μόνο βλ. τις αποφάσεις της ολομέλειας ΣτΕ 1880/2019, ΘΠΔΔ 2019, 983 επ. (με παρατηρήσεις Π. Ξυλάκη), ΔτΚΑ 2019, 587 επ. (ολόκληρη η σκέψη 24 είναι αφιερωμένη στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4387/2016)· 1129/2016 (ολόκληρη η σκέψη 9 είναι αφιερωμένη στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3985/2011)· 1858/2015, Αρμ 2015, 1591 επ. (με παρατηρήσεις Ιάκ. Μαθιουδάκη), ΘΠΔΔ 2015, 430 επ., ΔιΔικ 2015, 544 επ. (ολόκληρη η σκέψη 17 είναι αφιερωμένη στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4178/2013)· 3341/2013, Αρμ 2013, 2449 επ. (με παρατηρήσεις Ιάκ. Μαθιουδάκη), ΕφημΔΔ 2013, 604 επ. (με σχόλιο Κλ. Πουϊκλή), ΝοΒ 2013, 2264 επ. (με σχόλιο Ιω. Κουφάκη), ΠερΔικ 2013, 555 επ. (στη σκέψη 17 αναφέρονται τα κυριότερα αποσπάσματα της αιτιολογικής έκθεσης του ν. 4014/2011) και 38/2013 Αρμ 2013, 573 επ. (με παρατηρήσεις Ακρ. Καιδατζή)· ΘΠΔΔ 2013, 146 επ. (ολόκληρη η σκέψη 11 είναι αφιερωμένη στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3852/2010).

[26] Σκ. 16 της ΣτΕ Ολ 2151/2015, όπ.π.· σκ. 9 της ΣτΕ Ολ 655/2016· σκ. 13 της ΣτΕ 1549/2022· σκ. 11 της ΣτΕ 1169/2021· σκ. 12 της ΣτΕ 657/2017· σκ. 5 της ΣτΕ 4287/2011, ΔιΔικ 2013, 408 επ. και σκ. 4 της ΣτΕ 1655/2011 (η έμφαση προστέθηκε).

[27] Από την πιο πρόσφατη νομολογία βλ. τις αποφάσεις ΣτΕ Ολ 2046/2022 (σκ. 24), ΕφημΔΔ 2022, 616 επ.· ΣτΕ Ολ 1683/2022 (σκ. 17)· ΣτΕ Ολ 1408/2022 (σκ. 12 και 25), ΘΠΔΔ 2023, 18 επ. (με παρατηρήσεις Δ. Στράνη)· ΣτΕ Ολ 1403/2022 (σκ. 12), ΕφημΔΔ 2023, 316 επ.· ΣτΕ 221/2023 (σκ. 6) και ΣτΕ 91/2023 (σκ. 20).

[28] Και πάλι από την πιο πρόσφατη νομολογία βλ. τις αποφάσεις ΣτΕ Ολ 996/2022 (σκ. 5), ΔτΚΑ 2022, 350 επ.· ΣτΕ 2606/2022 (σκ. 10) και ΣτΕ 231/2022 (σκ. 7).

[29] Για παράδειγμα βλ. τις σχετικές αναφορές σε ΣτΕ Ολ 1684/2022 (σκ. 16), ΔΕΕ 2022, 1600 επ. (με παρατηρήσεις Ιω. Ληξουριώτη), ΕφημΔΔ 2022, 417 επ., για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό κατά του κορωνοϊού covid-19 για τους εργαζομένους σε δομές υγείας· ΣτΕ Ολ 1408/2022 (σκ. 23 και 25), όπ.π., για το μισθολόγιο των ιατρών ΕΣΥ· ΣτΕ Ολ 1403/2022 (σκ. 16), όπ.π., για τη μη επιστροφή των αντισυνταγματικών περικοπών στις επικουρικές συνταξιοδοτικές παροχές· ΣτΕ Ολ 190/2022 (σκ. 29), Αρμ 2022, 460 επ. (με σημείωμα Β. Καψάλη), ΔιΔικ 2022, 804 επ. (με παρατηρήσεις Ιω. Καρδαρά), ΘΠΔΔ 2022, 171 επ. (με παρατηρήσεις Μ.-Χρ. Βλάχου-Βλαχοπούλου) και ΣτΕ Ολ 191/2022 (σκ. 27), ΕφημΔΔ 2022, 7 επ. (με σχόλιο Π. Μαντζούφα/Ελ. Λάππα) για τη μεταβίβαση του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ στο λεγόμενο «υπερταμείο».

[30] Ενδεικτικά βλ. τις αποφάσεις της ολομέλειας ΣτΕ Ολ 1757/2019 (σκ. 11, με αναφορά σε πρακτ. Βουλής 2001 για το άρθρο 92 Σ), ΕφημΔΔ 2019, 402 επ.· 813/2019 (σκ. 13, με αναφορά σε πρακτ. Βουλής 1975 για το άρθρο 89 Σ), ΤοΣ 2019, 189 επ., ΘΠΔΔ 2019, 538 επ.· 1087/2017 (σκ. 10 και 16, με αναφορά σε πρακτ. Βουλής 1975 για το άρθρο 21 Σ), ΔιΔικ 2017, 913 επ. (με σημείωση Δ. Φινοκαλιώτη) και 95/2017 (σκ. 19-20, με αναφορά σε πρακτ. Βουλής 2001 για το άρθρο 15 Σ), ΔτΑ 2017, 11 επ., ΘΠΔΔ 2017, 133 επ. (με παρατηρήσεις Σπ. Βλαχόπουλου).

[31] Βλ. ιδίως τα αποσπάσματα της οικείας έκθεσης επί του νομοσχεδίου που ψηφίστηκε ως ν. 4472/2017 στις αποφάσεις ΣτΕ Ολ 1911/2022 (σκ. 26) και 1408/2022 (σκ. 24), όπ.π.

[32] Από την πρόσφατη νομολογία βλ. τις αποφάσεις ΣτΕ Ολ 309/2021 (σκ. 9)· ΣτΕ Ολ 1307/2019 (σκ. 16), ΔιΔικ 2019, 797 επ.· ΣτΕ Ολ 479/2018 (σκ. 25), ΕφημΔΔ 2018, 21 επ.· ΣτΕ Ολ 431/2018 (σκ. 15), ΘΠΔΔ 2018, 271 επ. (με παρατηρήσεις Γ. Αργυρόπουλου)· ΣτΕ 1787/2022 (σκ. 15)· ΣτΕ 172/2022 (σκ. 7)· ΣτΕ 852/2019 (σκ. 16) και ΣτΕ 1786/2018 (σκ. 11).

[33] Ενδεικτικά βλ. τις αποφάσεις ΣτΕ Ολ 1804/2017 (σκ. 13), Αρμ 2017, 1432 επ. (με παρατηρήσεις Ακρ. Καϊδατζή), ΕφημΔΔ 2017, 304 επ., ΘΠΔΔ 2017, 960 επ.· ΣτΕ Ολ 3802/2014 (σκ. 5), Αρμ 2015, 305 επ. (με παρατηρήσεις Ακρ. Καϊδατζή)· ΣτΕ 2332/2022 (σκ. 6), Αρμ 2023, 426 επ. (με παρατηρήσεις Σ. Κυβελου)· ΣτΕ 2112/2022 (σκ. 14) και ΣτΕ 549/2021 (σκ. 6), ΕφημΔΔ 2021, 209 επ.

[34] Σχετικά με το περιεχόμενο και τη σημασία αυτού του υλικού στην αμερικανική έννομη τάξη βλ. P. Frickey/S. Smith, Judicial Review, the Congressional Process, and the Federalism Cases: An Interdisciplinary Critique, Yale L.J., vol. 111, 2002, 1707 επ.· J. Shobe, Enacted Legislative Findings and Purposes, U. Chi. L. Rev., vol. 86, 669 επ.

[35] Ο H. Krent, Turning Congress into an Agency: The Propriety of Requiring Legislative Findings, Case W. Res. L. Rev., vol. 46, 1996, 731 επ., αναφέρεται επίσης στην εφαρμογή ενός «intermediate level of review» (756).

[36] Ένα τέτοιο παράδειγμα εφαρμογής του ελέγχου αιτιολογίας του νόμου με αφορμή τον περιορισμό ενός κοινωνικού δικαιώματος εισφέρει η απόφαση ΣτΕ Ολ 3590/2013 (ΘΠΔΔ 2013, 1094 επ., με παρατηρήσεις Ακρ. Καϊδατζή). Σε αυτήν την απόφαση κρίθηκε ότι η μείωση της χρονικής διάρκειας της άδειας ανατροφής τέκνου για τους δικαστικούς λειτουργούς από εννιά (9) σε πέντε (5) μήνες αντίκεται στο άρθρο 21 παρ. 1 Σ, διότι δεν προέκυψαν από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ν. 4055/2012 οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογούν αυτήν τη μείωση.

[37] Π. Λαζαράτος, Δημοσιονομικό συμφέρον και δίκαιο της ανάγκης, ΘΠΔΔ 2013, 686 επ. (688).

[38] Π. Παραράσ, Οικονομική ελευθερία, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας 2019, 277 επ.

[39] Κ. Μενουδάκοσ, Το πλαίσιο της θεσμικής ευθύνης και τα όρια της εξουσίας του διοικητικού δικαστή, σε: Τιμητικός Τόμος για τα 50 χρόνια των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων (συλλ.), Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας 2015, 587-588· Β. Ανδρουλάκης, Ο προσδιορισμός των κατευθύνσεων της οικονομικής δραστηριότητας, ΕφημΔΔ 2011, 99 επ.

[40] Σκ. 11 της ΣτΕ Ολ 208/2020 και σκ. 14 της ΣτΕ 663/2022 (η έμφαση προστέθηκε). Ομοίως, σκ. 6 της ΣτΕ Ολ 228/2014· σκ. 7 της ΣτΕ Ολ 229/2014, Αρμ 2014, 523 επ. (με παρατηρήσεις Ακρ. Καϊδατζή), ΔιΔικ 2014, 391 επ. (με παρατηρήσεις Χρ. Δετσαρίδη), ΘΠΔΔ 2014, 35 επ. (με παρατηρήσεις Β. Τσιγαρίδα)· σκ. 6 της ΣτΕ Ολ 1664/2011, ΝοΒ 2011, 1657 επ. (με σχόλιο Αντ. Αργυρού), ΕφημΔΔ 2011, 819 επ., ΘΠΔΔ 2011, 947 επ.· σκ. 6 της ΣτΕ Ολ 1665/2011, Αρμ 2011, 1550 επ. (με παρατηρήσεις Ιάκ. Μαθιουδάκη), ΕφημΔΔ 2012, 22 επ. (με σχόλιο Π. Μουζουράκη)· σκ. 5 της ΣτΕ Ολ 1666/2011· σκ. 10 της ΣτΕ 1277/2020 και σκ. 9 της ΣτΕ 311/2018.

.

[41] ΣτΕ Ολ 1664-1665/2011, όπ.π.

[42] Σκ. 8 των ΣτΕ Ολ 1664-1665/2011, όπ.π. Σχετικά με την αντίστοιχη θεματική του οικονομικού προστατευτισμού και την αντιμετώπισή της από την αμερικανική νομολογία βλ. K. Rudish, Unearthing the Public Interest: Recognizing Intrastate Economic Protectionism as a Legitimate State Interest, Fordham L. Rev., vol. 81, 3/2012, 1485 επ.

[43] ΣτΕ Ολ 1621/2012, ΕλλΔνη 2012, 1127 επ., ΕΔΔΔΔ 2012, 915 επ., ΘΠΔΔ 2012, 891 επ., ΝοΒ 2012, 2143 επ. και ΣτΕ Ολ 1943/2018, ΘΠΔΔ 2018, 1020 επ. (με παρατηρήσεις Ελ. Τραυλού), ΕφημΔΔ 2018, 432 επ.

[44] Σκ. 7 της ΣτΕ Ολ 1621/2012, όπ.π. (η έμφαση προστέθηκε).

[45] Σκ. 10 της ΣτΕ Ολ 1943/2018, όπ.π. (η έμφαση προστέθηκε). Στην ίδια σκέψη, η ολομέλεια παραθέτει και ορισμένα εναλλακτικά, ηπιότερα νομοθετικά μέτρα που θα μπορούσαν να υιοθετηθούν για να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός, χωρίς να θίγεται καμία συνταγματική διάταξη.

[46] ΣτΕ Ολ 959/2015, Αρμ 2015, 1023 επ. (με παρατηρήσεις Ακρ. Καϊδατζή), ΕφημΔΔ 2015, 179 επ. (με σχόλιο Ηλ. Κοκκίνη), ΘΠΔΔ 2015, 324 επ. (με παρατηρήσεις Αν. Παυλόπουλου).

[47] Σκ. 10 της ΣτΕ Ολ 959/2015, όπ.π. (η έμφαση προστέθηκε).

[48] Όπ.π.

[49] Ο πλέον κατάλληλος όρος για να περιγράψει την εφαρμογή αυτού του επιπέδου ελέγχου είναι ο όρος «semiprocedural review», ο οποίος προτείνεται από τον I. Bar-Siman-Tov, The Puzzling Resistance to Judicial Review of the Legislative Process, B.U. L. Rev., vol. 91, 2011, 1915 επ.· ο ίδιοσ, Semiprocedural Judicial Review, Legisprudence, vol. 6, 3/2012, 271 επ. Πρόκειται για μια μετεξέλιξη του επικρατέστερου στη θεωρία όρου «semisubstantative review», για τον οποίο βλ. D. Coenen, The Pros and Cons of Politically Reversible «Semisubstantive» Constitutional Rules, Fordham L. Rev., vol. 77, 6/2009, 2835 επ.· του ίδιου, The Rehnquist Court, Structural Due Process, and Semisubstantive Constitutional Review, S. Cal. L. Rev., vol. 75, 6/2002, 1281 επ.· J. Landau, Process Scrutiny: Motivational Inquiry and Constitutional Rights, Colum. L. Rev., vol. 119, 8/2019, 18 επ.· A. Moncrief, Safeguarding the Safeguards: The ACA Litigation and the Extension of Structural Protection to Non-Fundamental Liberties, Fla. L. Rev., vol. 64, 2012, 639 επ.

[50] Bar-Siman-Tov, Semiprocedural Judicial Review, όπ.π., 274 επ.

[51] Γ. Γεραπετρίτης, Σύνταγμα και Βουλή, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη 2012, 201 επ.· Ηλ. Μικρουλέας, Το άρθρο 74 του Συντάγματος και τα Interna Corporis της Βουλής: Το ανεφάρμοστο Σύνταγμα. Διατήρηση, Κατάργηση ή Αναθεώρηση(;), σε: Β. Τζέμου/Μ.-Ηλ. Πραβίτα (επιμ.), Συνταγματική Αναθεώρηση, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας 2015, 33 επ.

[52] Πατσίκασ, Η συνταγματική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπ.π., 367.

[53] J. Landau, Process Scrutiny: Motivational Inquiry and Constitutional Rights, όπ.π., 29 επ.

[54] Μαντζούφας, Καλή νομοθέτηση και κράτος δικαίου, όπ.π., 195 επ.

[55] Σκ. 33.Γ της ΣτΕ Ολ 668/2012, όπ.π.

[56] Σκ. 14 της ΣτΕ Ολ 1285/2012, ΕΔΚΑ 2012, 920 επ., ΝοΒ 2013, 170 επ. και σκ. 14 της ΣτΕ Ολ 1286/2012, ΘΠΔΔ 2015, 784 επ., ΝοΒ 2012, 2121 επ.

[57] Σκ. 23 της ΣτΕ Ολ 2307/2014, όπ.π.

[58] Σκ. 7 της ΣτΕ Ολ 38/2013, όπ.π.

[59] ΣτΕ Ολ 2192/2014, Αρμ 2014, 1919 επ. (με παρατηρήσεις Ακρ. Καϊδατζή), ΘΠΔΔ 2014, 600 επ. (με παρατηρήσεις Αθ. Τσιρωνά), ΕΔΚΑ 2014, 324 επ., ΕφημΔΔ 2014, 323 επ.

[60] Σκ. 21 της ΣτΕ Ολ. 2192/2014, όπ.π. (η έμφαση προστέθηκε).

[61] Σκ. 7 της ΣτΕ Ολ 2287/2015, όπ.π. (η έμφαση προστέθηκε).

[62] Όπ.π. (η έμφαση προστέθηκε).

[63] Από την προγενέστερη νομολογία ξεχωρίζουμε μόνον την απόφαση ΣτΕ Ολ 2199/2010 (ΕΔΚΑ 2010, 1109 επ., ΘΠΔΔ 2011, 56 επ.), η οποία είχε κρίνει ότι η υποχρέωση σύνταξης «ειδικής οικονομικής μελέτης» για την υπαγωγή των ασφαλισμένων και συνταξιούχων των αλληλοβοηθητικών ταμείων των τραπεζοϋπαλλήλων στο ΕΤΑΤ, όπως προβλεπόταν στο άρθρο 62 παρ. 6 του ν. 3371/2005, καλύπτει τη συνταγματική επιταγή του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης (άρθρο 22 παρ. 5 Σ), ενώ δεν απαιτείται σύνταξη αναλογιστικής μελέτης.

[64] Το σύνολο αυτών των αποφάσεων συνοδευόμενο από εκτενείς θεωρητικές αναλύσεις περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα του τεύχους 4/2019 του περιοδικού «Δίκαιο της Κοινωνικής Ασφάλισης» με τίτλο «Το Συμβούλιο της Επικρατείας απέναντι στο ν. 4387/2016» (587 επ.).

[65] Σκ. 21 της ΣτΕ Ολ 1880/2019 (η έμφαση προστέθηκε). Ομοίως, σκ. 13 της ΣτΕ Ολ 1882/2019 και σκ. 11 της ΣτΕ Ολ 1888/2019.

[66] Σκ. 26 της ΣτΕ Ολ 1880/2019· σκ. 18 της ΣτΕ Ολ 1882/2019 και σκ. 15 της ΣτΕ Ολ 1888/2019.

[67] Σκ. 26 της ΣτΕ Ολ 1889/2019 (η έμφαση προστέθηκε). Ομοίως, σκ. 27 της ΣτΕ Ολ 1890/2019.

[68] Όπ.π.

[69] Σκ. 25 της ΣτΕ Ολ 1891/2019. Σχετικά με το ζήτημα της τεκμηρίωσης της βιωσιμότητας του ΕΦΚΑ βλ. Στ. Πετροπουλάκου, Η νομολογιακή οριοθέτηση του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης μέσα από τις αποφάσεις ΣτΕ Ολ 1889-1891/2019, ΕφημΔΔ 2019, 559 επ.

[70] Σκ. 27 της ΣτΕ Ολ 1891/2019 (η έμφαση προστέθηκε).

[71] Γ. Τασόπουλοσ, Η αναδιάταξη των σχέσεων του νομοθέτη και του δικαστή στο ελληνικό σύστημα της συνταγματικότητας των νόμων: από τη συμμόρφωση της διοίκησης στη συμμόρφωση του νομοθέτη(;), ΘΠΔΔ 2019, 1085 επ. (1092 επ.).

[72] ΣτΕ Ολ 1439/2020, Αρμ 2020, 1750 επ. (με παρατηρήσεις Ακρ. Καϊδατζή), ΔτΚΑ 2020, 495 επ. (με παρατηρήσεις Αγγ. Στεργίου).

[73] Σκ. 19 της ΣτΕ Ολ 1439/2020, όπ.π.

[74] I. Bar-Siman-Tov, Semiprocedural Judicial Review, όπ.π., 271 επ.· ο ίδιοσ, The Puzzling Resistance to Judicial Review of the Legislative Process, όπ.π., 1915 επ.

[75] Σ. Ρίζοσ, Το Συμβούλιο της Επικρατείας μεταξύ του συνταγματικού προτύπου του Κοινωνικού Κράτους και της πολιτικής ενστάσεως «Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος», ΘΠΔΔ 2015, 292 επ.· Αγγ. Στεργίου, Η υποχρέωση σύνταξης αναλογιστικών μελετών με αφορμή τις αποφάσεις της Ολομ. ΣτΕ 1889-1891/2019. Προς μια θεσμική ενδυνάμωση της κοινωνικής ασφάλισης, ΔτΚΑ 2019, 716 επ.

[76] Για παράδειγμα, στις αποφάσεις ΣτΕ Ολ 1307-1316/2019 που έκριναν τη συνταγματικότητα της κατάργησης των δώρων που λάμβαναν οι δημόσιοι υπάλληλοι, μειοψήφησε η άποψη που απαίτησε «προηγούμενη ειδική εμπεριστατωμένη μελέτη» για την κατάργησή τους (σκ. 21 της ΣτΕ Ολ 1307/2019· σκ. 20 της ΣτΕ Ολ 1308/2019· σκ. 18 των ΣτΕ Ολ 1309, 1312-1316/2019· σκ. 17 της ΣτΕ Ολ 1310/2019 και σκ. 19 της ΣτΕ Ολ 1311/2019).

[77] Στις υποθέσεις όπου ελέγχθηκε η κατάργηση οργανικών θέσεων και η θέση σε διαθεσιμότητα δημοσίων υπαλλήλων, είτε κρίθηκε από την πλειοψηφία πως δεν είναι απαραίτητη η «προηγούμενη ειδική μελέτη» (σκ. 17 της ΣτΕ Ολ 3169/2014 και σκ. 16 της ΣτΕ Ολ 3170/2014, για το προσωπικό της δευτεροβάθμιας τεχνικής εκπαίδευσης), είτε προβλήθηκε ως εντελώς μειοψηφική άποψη από έναν (1) δικαστή (σκ. 16 της ΣτΕ Ολ 656/2016, για το διοικητικό προσωπικό των ΑΕΙ).

[78] Για την κοινωνική ασφάλιση βλ. Αγγ. Στεργίου, Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης, Γ΄ έκδ., Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας 2017, 99 επ. και 237 επ. και για το περιβάλλον βλ. Π. Μαντζούφα, Ο κίνδυνος στο δίκαιο του περιβάλλοντος, ΕφημΔΔ 2012, 50 επ.

[79] Β. Μπουκουβάλα, Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στις περιβαλλοντικές διαφορές στη διοικητική δίκη, ΠερΔικ 2020, 179 επ. (193)· η ίδια, Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των κοινωνικών δικαιωμάτων, ΔιΔικ 2019, 727 επ. (738).

[80] R. Clayton, Principles for Judicial Deference, J. R., vol. 11, 2/2006, 109 επ.

[81] Όπως χαρακτηριστικά έχει δηλώσει ο Πρόεδρος του αμερικανικού Ανώτατου Δικαστηρίου J. Roberts (όπως παρατίθεται σε: M. Bailey/F. Maltzman, Does Legal Doctrine Matter? Unpacking Law and Policy Preferences on the U.S. Supreme Court, Am. Political Sci. Rev., vol. 102, 3/2008), «[τ]α μέλη του Κογκρέσου έχουν επιλεγεί από δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, εκατομμύρια ανθρώπους. Κανένα άτομο δεν έχει ψηφίσει για εμένα… Και τούτο αποτελεί, για εμένα, ένας σημαντικός περιορισμός» (372, η μετάφραση δική μου).

[82] C. Wallace, The Jurisprudence of Judicial Restraint: A Return to the Moorings, Geo. Wash. L. Rev., vol. 50, 1/1981, 1 επ.· Holoszyc-Pimentel, Reconciling Rational-Basis Review: When Does Rational Basis Bite(?), όπ.π., 2070 επ.

[83] Ο Β. Ανδρουλάκης, Μερικές σκέψεις γύρω από τη ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους και τον δικαστικό έλεγχο, ΤοΣ 2010, 523 επ., σημειώνει με γλαφυρό τρόπο ότι στο νομοθέτη «αναγνωρίζεται το δικαίωμα να σφάλλει, όχι, όμως, προδήλως» (530).

[84] Ο Ιω. Σαρμάσ, Η λήψη υπόψη εμπειρικών δεδομένων κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας διατάξεων με τις οποίες επιβάλλεται περικοπή αποδοχών (το ζήτημα της «αιτιολογίας» του νόμου), όπ.π., χαρακτηρίζει τη νομολογιακή απαίτηση αιτιολογίας του νόμου ως «παγκόσμια πρωτοτυπία» (460).

[85] Σύμφωνα με το άρθρο 296 εδ. β΄ ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 253 ΣΕΚ), «[ο]ι νομικές πράξεις αιτιολογούνται και αναφέρονται στις προτάσεις, πρωτοβουλίες, συστάσεις, αιτήσεις ή γνώμες που προβλέπονται από τις Συνθήκες». Ενδεικτικά βλ. τις αποφάσεις ΔΕΕ C-493/17, Weiss κ.λπ., 11.12.2018 (μείζ. σύνθ.), σκ. 29-33· ΔΕΕ C-760/19, JCM Europe, 4.2.2021, σκ. 47 και ΔΕΕ C-114/19, Επιτροπή κατά Di Bernardo, 11.6.2020, σκ. 29.

[86] Ν. Σημαντήρας, Ο θεσμικός ρόλος του Συμβουλίου της Επικρατείας μεταξύ δημοκρατικής αρχής και κράτους δικαίου, ΕφημΔΔ 2018, 588 επ. (603 επ.).

[87] Ακρ. Καϊδατζήσ, Αντισυνταγματικότητα του ορίου ηλικίας διορισμού δικαστικών επιμελητών (ΣτΕ Ολ 1621/2012), Συνήγορος 92/2012, 37 επ.· Ο Ιδιος, Μείωση της άδειας ανατροφής παιδιού για δικαστικούς λειτουργούς και έλεγχος της «αιτιολογίας» του νόμου (παρατηρήσεις στην απόφαση ΣτΕ Ολ 3590/2013), ΘΠΔΔ 2013, 1094 επ.

[88] Κ. Γιαννακόπουλος, Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας 2013, 200 επ.

[89] ΣτΕ Ολ 3665/2005, ΔιΔικ 2006, 391 επ., ΕφημΔΔ 2006, 211 επ. (με παρατηρήσεις Χ. Τσιλιώτη).

[90] ΣτΕ Ολ 228/2014, Ισοκράτης και ΣτΕ Ολ 229/2014, Αρμ 2014, 523 επ. (με παρατηρήσεις Ακρ. Καϊδατζή), ΔιΔικ 2014, 391 επ. (με παρατηρήσεις Χρ. Δετσαρίδη), ΘΠΔΔ 2014, 35 επ. (με παρατηρήσεις Β. Τσιγαρίδα).

[91] Ν. Παπασπύρου, Θεμιτός και αθέμιτος νομολογιακός δυναμισμός, ΤοΣ 1999, 824 επ.

[92] Μαντζούφας, Καλή νομοθέτηση και κράτος δικαίου, όπ.π., 198 επ.

[93] Πατσίκασ, Η συνταγματική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπ.π., 405 επ. και 461 επ.

[94] Στ. Ματθίας, Σκέψεις γύρω από τη νομολογία, ΕλλΔνη 2002, 1537 επ. (1546).

[95] Κ. Μπέης, Το ελληνικό έλλειμμα κράτους δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Σάκκουλας 1998.

[96] Γιαννακόπουλος, Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων, όπ.π., 200 επ.

[97] O A. Mikva, Why Judges Should Not Be Advicegivers: A Response to Professor Neal Katyal, Stan. L. Rev., vol. 50, 6/1998, 1825 επ., κάνει λόγο για ακαταλληλότητα των δικαστών να προβαίνουν σε υποδείξεις ορθής νομοθέτησης, πέραν του ζητήματος της νομιμοποίησής τους να το πράττουν (1827).

[98] Σχετικά με τον συνταγματικό διάλογο που αναπτύσσεται ανάμεσα στη δικαστική και στην πολιτική εξουσίας σε ΗΠΑ και Καναδά βλ. C. Bateup, The Dialogic Promise: Assessing the Normative Potential of Theories of Constitutional Dialogue, Brook. L. Rev., vol. 71, 3/2006, 1109 επ.· K. Roach, Dialogue or defiance: Legislative reversals of Supreme Court decisions in Canada and the United States, I.Con: Int’l J. Const. L., vol. 4, 2/2006, 347 επ.

[99] Τα μειονεκτήματα τόσο του αυτοπεριοριστικού όσο και του ακτιβιστικού ελέγχου συνταγματικότητας, όπως ασκείται από τα αμερικανικά δικαστήρια, αναλύει και ο J. Martinez, Rational Legislating, Stetson L. Rev., vol. 34, 3/2005, 549 επ., ο οποίος είναι ένθερμος υποστηρικτής μιας θεωρίας ορθολογικής νομοθέτησης, σύμφωνα με την οποία ο νομοθέτης πρέπει να εξηγεί αναλυτικά την πορεία και τη διαδικασία της νομοθέτησης, ώστε ο εκάστοτε νόμος να διέρχεται τον σκόπελο του δικαστικού ελέγχου (575 επ.).

[100] Καϊδατζής, Μείωση της άδειας ανατροφής παιδιού για δικαστικούς λειτουργούς και έλεγχος της «αιτιολογίας» του νόμου, όπ.π., 1103.

[101] Κ. Γιαννακόπουλος, Το ελληνικό Σύνταγμα και η επιφύλαξη του εφικτού της προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων: «να είστε ρεαλιστές, να ζητάτε το αδύνατο», ΕφημΔΔ 2015, 429 επ.

[102] Ευ. Βενιζέλος, Η σχέση δικαίου και πολιτικής από τη νεωτερική στη μετανεωτερική εποχή, ΕφημΔΔ 2021, 578 επ.

[103] Η αυξανόμενη τάση προσφυγής στον ενδιάμεσο έλεγχο επιβεβαιώθηκε και στις υποθέσεις που αφορούν την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού των εργαζομένων σε δομές υγείας και της θέσης των παραβατών τής εν λόγω υποχρέωσης σε αναστολή καθηκόντων. Τούτο διότι, σε πρώτη φάση, η ολομέλεια του ΣτΕ με την απόφαση 1684/2022 (όπ.π.) έκρινε αυτά τα μέτρα συνταγματικώς ανεκτά, διότι –μεταξύ άλλων– ο ν. 4820/2021 είχε βασιστεί σε επίκαιρα επιστημονικά και επιδημιολογικά δεδομένα, καθώς και στα τρέχοντα πορίσματα της ιατρικής κοινότητας. Στη συνέχεια, όμως, όταν ο νομοθέτης θέσπισε με το ν. 4917/2022 την παράταση των προαναφερθέντων μέτρων μέχρι το τέλος του 2022, το Γ΄ Τμήμα του ΣτΕ με την απόφαση 2332/2022 (όπ.π.) διέγνωσε την αντισυνταγματικότητά τους, διότι δεν έγινε επαναξιολόγηση των επίδικων μέτρων με την επίκληση έγκυρων, επίκαιρων και τεκμηριωμένων επιστημονικών και επιδημιολογικών στοιχείων που να αιτιολογούν επαρκώς τη διατήρησή τους.

[104] G. Staszewski, Reason-Giving and Accountability, Minn. L. Rev., vol. 93, 4/2012, 1253 επ.

[105] Ν. Σημαντήρασ, Ο θεσμικός ρόλος του Συμβουλίου της Επικρατείας μεταξύ δημοκρατικής αρχής και κράτους δικαίου, όπ.π., 608 επ.· Ακρ. Καϊδατζήσ, Ο δικαστικός έλεγχος του νόμου ως διαδικασία «εκπαίδευσης» του νομοθέτη. Πληθυσμιακά κριτήρια ίδρυσης φαρμακείων και νομοθετικός εξορθολογισμός (παρατηρήσεις στην απόφαση ΣτΕ Ολ 229/2014), Αρμ 2014, 528 επ.

[106] Γ. Δελλής, Δήμος και Αγορά, Αθήνα: Ευρασία 2018, 345.

 

Η παρούσα μελέτη αποτελεί εμπλουτισμένη εκδοχή τής εισήγησής μου στην επιστημονική εκδήλωση που έλαβε χώρα στη Θεσσαλονίκη στις 27 Απριλίου 2023 με θέμα «Σύγχρονες όψεις του ελέγχου συνταγματικότητας» και συνδιοργάνωσε ο Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης και οι Εκδόσεις Σάκκουλα. Η μελέτη εκπονήθηκε στο πλαίσιο του ερευνητικού έργου «Λαϊκιστικός συνταγματισμός», που ενισχύεται από το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ.) στο πλαίσιο της Δράσης «1η Προκήρυξη ερευνητικών έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση των μελών ΔΕΠ και Ερευνητών/τριών και την προμήθεια ερευνητικού εξοπλισμού μεγάλης αξίας» (αριθμός έργου: HFRI-FM17-1502) και αποτελεί αναπτυγμένη μορφή της εισήγησης με τίτλο «Rules of standing and populist constitutionalism: The case of the Greek Council of State», η οποία παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του 1ου διεθνούς συνεδρίου που διοργάνωσε το ως άνω ερευνητικό έργο στις 7-8 Μαΐου 2021, με θέμα «Ο λαϊκιστικός μετασχηματισμός του συνταγματικού δικαίου: Λαϊκιστικός συνταγματισμός και δημοκρατική εκπροσώπηση» («The populist transformation of constitutional law: Populist constitutionalism and democratic representation»).

 

Δημοσιεύθηκε στο τεύχος 2/2023 του περιοδικού “Το Σύνταγμα” (σελ. 663 επ.)

 

 

Καταχώρηση: 03-11-2023     Κατηγορία: Uncategorized    

Όψεις της κανονιστικής «απορρύθμισης» του Κράτους Δικαίου: Το φαινόμενο της «επικυριαρχίας» του «οικονομικού» επί του «θεσμικού»

Προκόπιος Παυλόπουλος, τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Τακτικό Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ

Πρόλογος

Αποτελεί κοινό τόπο στο πεδίο του Δημόσιου Δικαίου ότι οι θεσμικές εγγυήσεις του Κράτους Δικαίου συνιστούν ένα θεμελιώδες «ανάχωμα» προστασίας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και των μέσων που οργανώνει για την υπεράσπιση της Ελευθερίας, συνακόλουθα δε και του «οπλοστασίου» το οποίο θεσμοθετείται προκειμένου να διασφαλισθεί η ακώλυτη άσκηση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Α. Συνοπτικώς, το Κράτος Δικαίου αποτελεί το σύνολο εκείνο των θεσμικών εγγυήσεων, οι οποίες καθιστούν ρυθμιστικώς εφικτή την μέσω δημοκρατικώς νομιμοποιημένων κανόνων δικαίου οριοθέτηση της δράσης τόσο των κρατικών οργάνων -κυρίως δε αυτών- όσο και των μελών του οικείου κοινωνικού συνόλου στις μεταξύ τους σχέσεις, όπως αυτές διαμορφώνονται κατ’ εξοχήν στο πεδίο ανάπτυξης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.  Πρόσθετο βασικό στοιχείο του Κράτους Δικαίου είναι και το ότι οι κανόνες δικαίου που το συγκροτούν πρέπει να είναι πλήρεις –leges perfectae, και όχι leges imperfectae, ούτε καν  eges minus quam perfectae– υπό την έννοια πως η παραβίασή τους επιφέρει, οπωσδήποτε, την επιβολή κυρώσεων, κυρίως δια της ενεργοποίησης των δικαιοδοτικών διαύλων της Δικαστικής Εξουσίας.  Έτσι, η αποτελεσματική λειτουργία του Κράτους Δικαίου αποτρέπει την αυθαίρετη επέμβαση της κρατικής εξουσίας -και όχι μόνον- στο κανονιστικώς οριοθετημένο πεδίο της Ελευθερίας και των από αυτήν «εκπορευόμενων» δικαιωμάτων.

Β. Επομένως, είναι προφανές ότι οιασδήποτε μορφής διάβρωση των θεσμικών και πολιτικών «αντηρίδων» του Κράτους Δικαίου ισοδυναμεί, εν τέλει, με αντίστοιχη διάβρωση της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, επέκεινα δε της Δημοκρατίας εν γένει.  Διάχυτη είναι σήμερα η βεβαιότητα ότι όχι μόνο παρατηρείται «διάβρωση» των προμνημονευόμενων «αντηρίδων» του Κράτους Δικαίου, αλλά η «διάβρωση» αυτή και βαθιά είναι και, δυστυχώς, «προϊούσα», με εντεινόμενο μάλιστα ρυθμό.  Ρυθμό ο οποίος αφήνει να φανεί, ευδιάκριτα, μεταξύ άλλων και ότι πλέον είναι «επί θύραις» μια μορφή εξαιρετικά επικίνδυνης «επικυριαρχίας» του «οικονομικού» επί του «θεσμικού».  Η προαναφερόμενη «διάβρωση» οφείλεται -τουλάχιστον κατά κύριο λόγο- στην ρυθμιστική αποδυνάμωση των κανόνων δικαίου που συνθέτουν το κανονιστικό πλαίσιο του Κράτους Δικαίου, τόσο λόγω της σχετικοποίησης της ισχύος τους όσο και λόγω της ατελούς λειτουργίας των κυρωτικών μηχανισμών, σε περίπτωση παραβίασής τους.  Στην ανασκόπηση των δύο αυτών παραμέτρων που είναι, αυτονοήτως, και παράμετροι της παρακμιακής πορείας του Κράτους Δικαίου -άρα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας, γενικώς- επικεντρώνεται η ανάλυση που ακολουθεί. Επισημαίνεται εξ αρχής ότι η ανάλυση αυτή αφορά αποκλειστικώς και μόνο την αρνητική επιρροή της επίκτητης κανονιστικής σχετικότητας του Κανόνα Δικαίου στην «διάβρωση» των «αντηρίδων» του Κράτους Δικαίου.  Όχι δε και την επίσης αρνητική επιρροή της εγγενούς κανονιστικής σχετικότητας του Κανόνα Δικαίου, ήτοι της σχετικότητας η οποία οφείλεται στην ιδιομορφία της διαδικασίας «γέννησης» και εφαρμογής του. Και τούτο διότι, όπως επεξηγείται αναλυτικώς στην συνέχεια, η επίκτητη κανονιστική σχετικότητα του Κανόνα Δικαίου και η «επικυριαρχία» του «οικονομικού» επί του «θεσμικού», την οποία αυτή συνεπάγεται καθ’ υπερβολήν, αποτελεί πολύ πιο μεγάλο  κίνδυνο για την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία και για το Κράτος Δικαίου απ’ ό,τι η εγγενής κανονιστική σχετικότητα του Κανόνα Δικαίου.

Ι. Η ιδιοσυστασία και οι συνέπειες της επίκτητης κανονιστικής σχετικότητας του Κανόνα Δικαίου

Ως επίκτητη σχετικότητα του κανονιστικού «δυναμικού» του Κανόνα Δικαίου νοείται εκείνη, η οποία δεν οφείλεται στην εσωτερική δομή και λειτουργία του αλλά σ’ εξωγενείς παράγοντες, που επηρεάζουν εμμέσως την αντικειμενική του υπόσταση και την παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων του. Ο σπουδαιότερος -ορθότερα καθοριστικής σημασίας- από τους παράγοντες αυτούς είναι η «υποδομή», της οποίας ο Κανόνας Δικαίου αποτελεί «εποικοδόμημα». Δηλαδή η κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα που, μαζί με τις αντίστοιχες πολιτικές διεργασίες, συνιστά το υπόστρωμα μεσ’ από το οποίο αναδύεται και η ανάγκη θέσπισης του Κανόνα Δικαίου και ο βασικός κορμός του κανονιστικού του περιεχομένου. Οι σύγχρονες, λοιπόν, κοσμογονικές μεταβολές αυτής της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας εντείνουν την, ούτως ή άλλως υφιστάμενη, εγγενή σχετικότητα του κανονιστικού περιεχομένου του Κανόνα Δικαίου. Γεγονός το οποίο παράγει, μοιραίως, περαιτέρω αρνητικές επιπτώσεις ως προς την κανονιστική δυναμική και επάρκεια του Κράτους Δικαίου και της Έννομης Τάξης γενικώς.

Α. Η ιδιαιτερότητα της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης

Οι μεταλλάξεις της κοινωνικής και οικονομικής υποδομής του Κανόνα Δικαίου οφείλονται, κατά βάση, σε συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια η όλη εξέλιξη και λειτουργία του Οικονομικού Συστήματος, παγκοσμίως. Και είναι αυτές οι ιδιαιτερότητες οι οποίες, grosso modo, προσδιορίζουν την έκταση και την ένταση της σχετικοποίησης της κανονιστικής του εμβέλειας.

  1. Οι στρεβλώσεις του παγκοσμιοποιημένου Οικονομικού Συστήματος επιβαρύνουν δραματικά την ομαλή πορεία του κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι, ιδίως μέσ’ από την πρόκληση συνεχών «ανατροπών» του οι οποίες, λόγω της φύσης τους, καθίστανται και απρόβλεπτες και, περαιτέρω, δυσχερώς αναστρέψιμες. Τις  «ανατροπές» αυτές «υποδαυλίζουν», πάντοτε στο γενικότερο πλαίσιο της δυσλειτουργίας του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, ιδίως οι εξής τρεις παράγοντες:

α) Πρώτον, η μορφή που έχει πάρει η εν γένει Παγκοσμιοποίηση των οικονομικών σχέσεων και συναλλαγών. Μια Παγκοσμιοποίηση με άκρως «επιθετικά» στοιχεία, υπό την έννοια της διάθεσης των μέσων, δια των οποίων εξελίσσεται, αποκλειστικώς στην εξυπηρέτηση των σκοπιμοτήτων των Αγορών, σ’ εμφανή μάλιστα αντίθεση προς τις ανάγκες των επιμέρους Εθνικών Οικονομιών. Και μια Παγκοσμιοποίηση η οποία, υπό τις ως άνω συνθήκες, δρα ανεξελέγκτως, μην υπακούοντας πλέον σε συγκεκριμένους ορθολογικούς οικονομικούς και νομικούς κανόνες. Είτε διότι οι κανόνες αυτοί δεν υφίστανται, είτε, ακόμη χειρότερα, διότι οι ισχύοντες, έστω και ελλιπείς, κανόνες παραβιάζονται ανοιχτά και συστηματικά από τους παράγοντες των Αγορών, μ’ «αιχμή του δόρατος» τους παράγοντες του Παγκόσμιου Χρηματοπιστωτικού Συστήματος.

β) Δεύτερον, οι σύγχρονες χρηματοπιστωτικές μέθοδοι οι οποίες χρησιμοποιούνται μέσα στον ορυμαγδό της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης. Μέθοδοι, οι οποίες αντιτίθενται ευθέως στις παραδοσιακές αρχές της συναλλακτικής και της τραπεζικής πίστης και, στο βωμό του εύκολου κέρδους, οδηγούν στην ανάληψη κάθε είδους αντίστοιχου χρηματοπιστωτικού ρίσκου. Μ’ ευθύ αποτέλεσμα να ωθούν σε, ταχείας εξέλιξης, διαλυτικές τάσεις το παραδοσιακό οικονομικό -και, εν τέλει, το κοινωνικό- σύστημα, άρα σε αδυναμία επαρκούς τιθάσευσης των εξελίξεων αυτών, ιδίως μέσω κανονιστικών ρυθμίσεων που διαθέτουν επαρκή θεσμική και δημοκρατική νομιμοποίηση.

γ) Τρίτον, η συνδρομή της σύγχρονης Τεχνολογίας, δίχως βεβαίως, να ευθύνεται σε αυτό η φύση της αλλ’ αποκλειστικώς ο τρόπος εφαρμογής των μέσων της στην πράξη.  Ειδικότερα η Τεχνολογία, δρώντας ως «βοηθός εκπληρώσεως» μέσα σε αυτές τις συνθήκες, εντείνει τις παρενέργειες της άναρχης λειτουργίας της οικονομικής παγκοσμιοποίησης και του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Όπως είναι ευνόητο, προς την κατεύθυνση αυτή κορυφαίο ρόλο διαδραματίζει ο τομέας εκείνος της Τεχνολογίας, ο οποίος αφορά την ακόμη ταχύτερη εξέλιξη της ψηφιακής της διάστασης -ήτοι ο τομέας της σύζευξης Πληροφορικής και Τεχνητής Νοημοσύνης- και, μέσω αυτής, της γιγάντωσης των δυνατοτήτων της εν γένει ηλεκτρονικής διακυβέρνησης. Κάτι το οποίο αναμένεται να λάβει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις στην «αναδυόμενη» εποχή του «κβαντικού υπολογιστή».

  1. Οι κατά τ’ ανωτέρω -και υπό τις προεκτεθείσες συνθήκες- επιπτώσεις στο οικονομικό και κοινωνικό γίγνεσθαι έχουν, όπως είναι φανερό, άμεσες επιπτώσεις στο θεσμικό καθεστώς του κανονιστικού του «εποικοδομήματος», ήτοι του Κανόνα Δικαίου. Οι οποίες αφορούν και τις τρεις διαστάσεις του καθεστώτος τούτου, οδηγώντας έτσι στα άκρα την σχετικότητα της κανονιστικής του εμβέλειας. Πρόκειται, ειδικότερα:

α) Πρώτον, για την διάσταση της διαμόρφωσης του κανονιστικού περιεχομένου του Κανόνα Δικαίου: Οι αέναες μεταβολές της κοινωνικοοικονομικής «υποδομής» καθιστούν άκρως δυσχερή την στοιχειώδη εκείνη σταθερότητά του -για ένα εξίσου στοιχειώδες χρονικό διάστημα- που απαιτείται προκειμένου το κατά την Έννομη Τάξη επιφορτισμένο με την θέσπιση του Κανόνα Δικαίου όργανο να συλλάβει και να διατυπώσει το κανονιστικό του περιεχόμενο. Κατά τούτο ο, lato sensu πάντα, Νομοθέτης σήμερα, και στην «απέλπιδα» προσπάθειά του να πλαισιώσει κανονιστικώς την «υδραργυρική» κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, παραπέμπει στους «κολασμένους» της μυθολογίας μας: Από τον Σίσυφο, που ματαίως προσπαθούσε να σηκώσει το βράχο του στην κορυφή, ως τον Τάνταλο, που πάντα την τελευταία στιγμή αποτύγχανε να κορέσει την πείνα και την δίψα του και ως τις Δαναΐδες, που χωρίς ελπίδα επιχειρούσαν να γεμίσουν με νερό ένα τρύπιο πιθάρι…

β) Δεύτερον, για την διάσταση της ερμηνείας των κανονιστικού περιεχομένου επιταγών του Κανόνα Δικαίου μετά την θέσπισή του. Και τούτο διότι οι βασικές επιστημονικές παράμετροι της ερμηνείας του Κανόνα Δικαίου επιβάλλουν την στοιχειώδη αντιστοιχία του ερμηνευόμενου κανόνα με τα δεδομένα της «υποδομής», από τα οποία προέρχεται. Πραγματικά, μόνο μέσ’ από τις ως άνω συνθήκες το επιφορτισμένο με την ερμηνεία του Κανόνα Δικαίου όργανο μπορεί να «διαμεσολαβήσει» αποτελεσματικώς μεταξύ του κανονιστικού του περιεχομένου και της «υποδομής» που αντιστοιχεί σε αυτό. Και όταν η κατά τ’ ανωτέρω υποδομή έχει ολοκληρωτικώς μεταβληθεί, η ερμηνεία του θεσμικού «εποικοδομήματος», όση προσπάθεια και αν καταβάλει ο συντελεστής της ερμηνείας, μοιάζει μ’ επιστημονική «άσκηση» χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα, στο πλαίσιο ενός είδους ιστορικής νομικής έρευνας. Για ν’ αποφευχθεί μια τέτοια έκβαση θα έπρεπε ο ερμηνευτής του Κανόνα Δικαίου να οδηγηθεί στην μέσω της ερμηνευτικής μεθόδου διάπλαση ενός νέου, «επίκαιρου», Κανόνα Δικαίου, γεγονός το οποίο βεβαίως ανάγει, κατά κάποιον τρόπο, την νομολογία σε Πηγή Δικαίου. Όμως στο μεγαλύτερο μέρος των Έννομων Τάξεων, και πρωτίστως εκείνων της Ηπειρωτικής Ευρώπης, η νομολογία δεν αναγνωρίζεται αυτοτελώς ως Πηγή Δικαίου, παρά μόνο ως πηγή διάπλασης γενικών αρχών στην βάση των υφιστάμενων κάθε φορά κανονιστικών δεδομένων της οικείας Έννομης Τάξης.

γ) Τρίτον, για την διάσταση της εφαρμογής του κανονιστικού περιεχομένου του Κανόνα Δικαίου εντός των ορίων της ερμηνείας του. Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να διευκρινισθεί ότι η σχετικότητα, την οποία συνεπάγεται η συνεχής και ταχύτατη μεταβολή της «υποδομής» του Κανόνα Δικαίου ως προς την τρίτη του διάσταση, είναι πολύ πιο χαρακτηριστική και καθοριστική απ’ ό,τι ισχύει για τις δύο προηγούμενες. Αυτό οφείλεται στο ότι, λόγω της ιδιομορφίας της μεταβολής της υποδομής του Κανόνα Δικαίου, όταν ο ερμηνευτής του -π.χ. διοικητικό ή δικαστικό όργανο- καλείται ν’ ασκήσει την αρμοδιότητά του βρίσκεται μπροστά στην ακόλουθη ανυπέρβλητη αντίφαση: Κατά το χρονικό αυτό σημείο τα έννομα αποτελέσματα από την εφαρμογή του Κανόνα Δικαίου αφορούν μια ξεπερασμένη πραγματικότητα, την οποία συνεπώς δεν μπορούν να επηρεάσουν κανονιστικώς. Ενώ η νέα πραγματικότητα επίσης δεν είναι δυνατό να επηρεασθεί κανονιστικώς από την εφαρμογή ενός Κανόνα Δικαίου, το πλαίσιο του οποίου είναι εν πολλοίς «ξένο» προς τα προς ρύθμιση δεδομένα και, κατ’ ανάγκη, «απρόσφορο» για την τελική ρύθμισή τους.

Β. Η ρυθμιστική αποδυνάμωση του Κανόνα Δικαίου εξαιτίας της επίκτητης κανονιστικής του σχετικότητας

Προδήλως λοιπόν η σχετικότητα -ορθότερα η σχετικοποίηση- της κανονιστικής δύναμης του Κανόνα Δικαίου οδηγεί σταδιακώς στην ρυθμιστική του αποδυνάμωση, ιδίως λόγω της αδυναμίας του να τιθασεύσει κανονιστικώς την κοινωνικοοικονομική «υποδομή» του. Κάπως έτσι όμως ο Κανόνας Δικαίου από θεσμικό «ρυμουλκό» του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι μεταβάλλεται σε παθητικό «ρυμουλκούμενο». Με άλλες λέξεις ένα είδος «μπαγκαζιέρας» με ιστορικά νομικά «κειμήλια» που ακολουθεί, με οδυνηρές αναταράξεις για την κανονιστική αξιοπιστία του, το προπορευόμενο -παντελώς αυτόνομο και ανεξέλεγκτο- όχημα της αδήριτης «επικυριαρχίας» του «οικονομικού», κατά την διαμόρφωση της πορείας του κοινωνικού συνόλου. Πρόκειται, ίσως, για την επιβεβαίωση, στην πιο οδυνηρή του μορφή, του φαινομένου της «κανονιστικής δύναμης του πραγματικού» Die normative Kraft des Faktischen»), όπως την είχε εντοπίσει ήδη ο Γερμανός νομικός των αρχών του εικοστού αιώνα Georg Jellinek.

  1. Η κατά τα προμνημονευόμενα, λόγω της σχετικοποίησης -και, άρα, της ελαχιστοποίησης έως περιθωριοποίησης- συρρίκνωση της ρυθμιστικής δύναμης του Κανόνα Δικαίου οδηγεί, αναποδράστως, και στην απώλεια της κανονιστικής του αξιοπιστίας, ιδίως μέσ’ από τις ακόλουθες συνθήκες της υπό τα δεδομένα αυτά κανονιστικής του «αποδόμησης»:

α) Πρώτον, επειδή έτσι ο Κανόνας Δικαίου ισχύει για οριακό χρονικό διάστημα -ή και καθόλου- αδυνατεί να φέρει σε πέρας την αναγκαία για την κανονιστική αξία του παιδευτική-παιδαγωγική του λειτουργία. Δηλαδή, σε τελική ανάλυση, τα υποκείμενα δικαίου στα οποία απευθύνεται, είτε δεν έχουν τον χρόνο να επηρεασθούν, ως προς την διαμόρφωση της συμπεριφοράς τους, από τις επιταγές του Κανόνα Δικαίου. Είτε, ακόμη χειρότερα, αγνοούν ακόμη και την ύπαρξή του. Πράγμα που σημαίνει ότι τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα σε πολλές περιπτώσεις παρανομούν δίχως καν να το γνωρίζουν.   Και τούτο έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία στο πλαίσιο αφενός της Εκτελεστικής Εξουσίας, αφού κατ’ αυτό τον τρόπο τα όργανά της δεν είναι σε θέση ν’ ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της Αρχής της Νομιμότητας. Και, αφετέρου, της Δικαστικής Εξουσίας, διότι υπό τέτοιες συνθήκες ο Δικαστής οδηγείται, εν αγνοία του, σε μιαν άκρως επικίνδυνη κατάσταση «υφέρπουσας» αρνησιδικίας.

β) Δεύτερον, για τους ίδιους κατά βάση λόγους ο Κανόνας Δικαίου, ως θεσμικό «εποικοδόμημα», αδυνατεί ν’ ασκήσει οιαδήποτε ουσιαστική επίδραση στην κοινωνικοοικονομική «υποδομή» του. Με τον τρόπο όμως αυτό καθίσταται αδύνατη η αμφίδρομη επιρροή μεταξύ θεσμικού «εποικοδομήματος» και κοινωνικοοικονομικής «υποδομής», η οποία είναι απαραίτητη για την κανονιστική ισορροπία του Κανόνα Δικαίου κατά την κλασική-παραδοσιακή περί αυτού αντίληψη και, επέκεινα, για την κατά την ως άνω αντίληψη επιτέλεση της αποστολής του.

γ) Τρίτον, και επιπλέον, ο Κανόνας Δικαίου αποδυναμώνεται επειδή, πέραν του ότι ισχύει για οριακό χρονικό διάστημα, ισχύει μόνο σε ορισμένο χώρο. Έτσι, ενώ η παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα, η δημοκρατικώς νομιμοποιημένη νομοθέτηση νοείται καταρχήν μόνο στο πλαίσιο ενός ορισμένου εθνικού συνταγματικού συστήματος και δη μόνον εντός του δημοκρατικώς οργανωμένου Κράτους Δικαίου.  Κατά λογική ακολουθία, ο Εθνικός Νομοθέτης δεν είναι σε θέση ν’ ανταποκριθεί αποτελεσματικώς σε διεθνικά πλαίσια κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων, καθώς η κανονιστική του εμβέλεια παραμένει περιορισμένη εντός της «επικράτειάς» του.  Υπό τις προϋποθέσεις αυτές βρισκόμαστε ενώπιον ενός επώδυνου διλήμματος: Είτε ν’ ανεχθούμε την κανονιστική «απορρύθμιση» σε τομείς, όπου η παγκοσμιοποίηση των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων έχει προχωρήσει αρκετά, είτε ν’ ανεχθούμε την θέσπιση και υιοθέτηση διακρατικών ρυθμίσεων, που όμως δεν ανταποκρίνονται στα παραδοσιακά «προτάγματα» δημοκρατικής νομιμοποίησης του Εθνικού Κράτους.

  1. Υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες η απώλεια της κανονιστικής αξιοπιστίας του Κανόνα Δικαίου, πάντοτε βεβαίως κατά την κλασική-παραδοσιακή του σύλληψη, ανοίγει τον δρόμο στους «πολεμίους»του να υποστηρίζουν, urbi et orbi-βρίσκοντας ανταπόκριση ακόμη και σε κορυφαίους εκπροσώπους του πολιτικού συστήματος όπως συμβαίνει, δυστυχώς, σήμερα μέχρι και στο πεδίο της Ευρωπαϊκής Ένωσης- μεταξύ άλλων και ότι:

α) Πρώτον, η κανονιστική «ανεπάρκεια» του Κανόνα Δικαίου διευκολύνει την ανάπτυξη στο εσωτερικό του ενός είδους άκρως διαβρωτικής θεσμικής «υβριδικότητας», η οποία εντέλει απεικονίζει τις τάσεις αλλά και τις διαστάσεις μετάλλαξής του. Κυρίως διότι μια τέτοια «υβριδικότητα» «νομιμοποιεί», προκειμένου να επιτυγχάνεται η αναγκαία ρύθμιση των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων, την παραγωγή και εφαρμογή κανόνων μη κρατικής προέλευσης. Κανόνων εν πολλοίς άγνωστης προέλευσης και, κυρίως, μηδενικής δημοκρατικής νομιμοποίησης.

β) Δεύτερον, η κανονιστική «ανεπάρκεια» του Κανόνα Δικαίου «αιτιολογεί» ακόμη και την αμφισβήτηση της ίδιας της Έννομης Τάξης και της ιεραρχικής της δομής. Τούτο οφείλεται στο ότι μόνον όταν ο Κανόνας Δικαίου εφαρμόζεται στην πράξη αποτελεσματικώς και, κατ’ επέκταση, παράγει πλήρως τα έννομα αποτελέσματά του νοείται η Έννομη Τάξη, καθώς και η ίδια η ιεράρχηση των κανόνων δικαίου που την συνθέτουν. Αφού η ουσιαστική επέλευση των έννομων αποτελεσμάτων του Κανόνα Δικαίου είναι εκείνη, η οποία μπορεί να προσδώσει έννομες συνέπειες στην ιεραρχική υπεροχή ενός Κανόνα Δικαίου έναντι άλλου. Με άλλες λέξεις, θεσμικώς δεν νοείται κανονιστικώς επαρκής Έννομη Τάξη και, κατ’ αποτέλεσμα, αντίστοιχη ιεραρχική δόμησή της με κανόνες δικαίου, οι οποίοι έχουν τα χαρακτηριστικά «ατελών διατάξεων» («leges imperfectae» ή «leges minus quam perfectae»).

γ) Τρίτον -και σε αυτό συνίσταται η κορύφωση του κινδύνου ως προς την ίδια την υπόσταση του δημοκρατικώς νομιμοποιημένου Κανόνα Δικαίου- η κανονιστική «ανεπάρκειά» του αποτελεί εύσχημο και ευλογοφανές επιχείρημα στην «φαρέτρα» των υπερμάχων της «κανονιστικής απορρύθμισης», υπό την ακόλουθη «συλλογιστική»: Αφού ο Κανόνας Δικαίου κρατικής προέλευσης και αντίστοιχης δημοκρατικής νομιμοποίησης δεν είναι σε θέση να πλαισιώσει κανονιστικώς το κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι που συνιστά την «υποδομή» του, η χρησιμότητά του έχει θεσμικώς και ιστορικώς εκλείψει. Άρα «ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν» για «απορρύθμιση».

ΙΙ. Η «απορρύθμιση» ως βασική γενεσιουργός αιτία της ρυθμιστικής «αποδυνάμωσης» του Κανόνα Δικαίου μέσω της «επικυριαρχίας» του «οικονομικού» επί του «θεσμικού»

Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη μνεία και ανάλυση του φαινομένου της λεγόμενης «απορρύθμισης», ως κρίσιμης αιτίας επίκτητης αποδυνάμωσης του Κανόνα Δικαίου.  Πρόκειται για μια τακτική «ποδηγέτησης» των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων η οποία, προσαρμοσμένη πλήρως στις απαιτήσεις των «δογμάτων» ενός εντόνως διαστρεβλωμένου νεοφιλελευθερισμού, προπαγανδίζει υπέρ της «απελευθέρωσης» του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι από τα «δεσμά» του Κανόνα Δικαίου, υπό την κλασική-παραδοσιακή του εκδοχή.  Πλην όμως επειδή η άποψη αυτή δεν μπορεί ν’ αρνηθεί, φυσικά, την ανάγκη ρύθμισης του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι, την «εμπιστεύεται» στην «αναδυόμενη» «κανονιστική κυριαρχία» κανόνων που εκπορεύονται από τους εκπροσώπους -και τις συνακόλουθες αντιλήψεις τους- ενός ακραίου, και γι’ αυτό εξαιρετικά στρεβλού όπως διευκρινίσθηκε, νεοφιλελευθερισμού.

Α. Οι επιδιώξεις και οι επιπτώσεις της «επιχείρησης απορρύθμιση»

Ως προς την έννοια και τις επιδιώξεις της ως άνω «επιχείρησης απορρύθμιση», διευκρινίζονται τ’ ακόλουθα:

  1. «Κοιτίδα» της θεωρίας περί «απορρύθμισης» υπήρξε, κατά την δεκαετία του 1950, η Σχολή του Σικάγου και «γεννήτοράς» της ο M. Friedman, επικεφαλής της ακραίως νεοφιλελεύθερης αντίληψης περί μιας αποτελεσματικής δυνατότητας πλήρους «αυτορρύθμισης» της Αγοράς. Κατά την αντίληψη αυτή -στις γενικές της γραμμές- οι παραδοσιακές αρχές του καπι­ταλισμού ως προς την προσφορά και την ζήτηση αρκούν, από μόνες τους, για να επιτύχουν την αναγκαία, κάθε φορά, ισορ­ροπία του όλου οικονομικού συστήματος.

α) Ακόμη και σε πε­ριόδους οικονομικής κρίσης, η ισορροπία αποκαθίσταται αποκλειστικώς δια της εφαρμογής των οικονομικών, αμιγώς, κανόνων της Αγοράς. Η κρατική παρέμβαση μόνο «δεινά» μπορεί να προκαλέσει.  Άρα, ο κάθε είδους και έκτασης κρατικός παρεμβατισμός όχι μόνο δεν επιλύει τα προ­βλήματα των οικονομικών κρίσεων αλλά, όλως αντιθέτως, τα επιδεινώνει.

α1) Υπό τα δεδομένα αυτά π.χ. η μέσω της κρατικής παρέμβασης οργάνωση και επέκταση του Κοινωνικού Κράτους Δι­καίου, πέρα και έξω από την αυτοδύναμη λειτουργία της Αγο­ράς, αποτελεί «πρόβλημα» και όχι «λύση» για τις οικονομι­κές κρίσεις. Για ν’ αναχθούμε σε εντελώς πρόσφατα δεδομένα στο παγκόσμιο κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι, κατά τους οπαδούς της Σχολής του Σικάγου η κρίση της Οικονομίας παγκοσμίως, λόγω των επιπτώσεων της επιδημίας του Covid-19, θα μπορούσε ν’ αντιμετωπισθεί δίχως κρατική παρέμβαση, αποκλειστικώς μέσω των κανόνων «αυτορρύθμισης».

α2) Φυσικά η άποψη αυτή αποφεύγει να υπολογίσει το τεράστιο κόστος ως προς τον Άνθρωπο, απλώς και μόνο διότι ο κοινωνικός κυνισμός της θεωρεί την παράμετρο αυτή «αμελητέα», πράγμα που δείχνει την πλήρη αδυναμία συνύπαρξής της με βασικές αρχές της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ως εγγύησης της Ελευθερίας και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Επιπλέον, η ως άνω άποψη δεν «αντέχει» σε σοβαρή κριτική όταν έχει ν’ αντιμετωπίσει το εμβληματικό οικονομικό «οικοδόμημα» του John Maynard Keynes περί του αναγκαίου -πλην περιορισμένου βεβαίως- κρατικού παρεμβατισμού.  Ήτοι του κρατικού παρεμβατισμού, ο οποίος τίθεται σε κίνηση κάθε φορά που -και για όσο χρονικό διάστημα- παρατηρείται σοβαρή διατάραξη της ισορροπίας ενός οικονομικού συστήματος, προκειμένου αυτό μέσω της κρατικής παρέμβασης να επανέλθει στην «κανονικότητά» του και ν’ αρχίσει πλέον να λειτουργεί με βάση τους κανόνες της Αγοράς και του Ελεύθερου Ανταγωνισμού.

β) Κατ’ ακολουθία, η ως άνω αντίληψη περί «αυτορρύθμισης» της Αγοράς -και, άρα, του οικονομικού συστήματος- αποκλειστικώς μέσω των κανόνων της προσφοράς και της ζή­τησης προϋποθέτει:

β1) Σταδιακή συρρίκνωση του πεδίου δράσης του Κράτους. «Όσο λιγότερο κράτος τόσο το καλλίτερο». Κάπως έτσι το Κράτος -άρα και το Κράτος Δικαίου, υπό την εκδοχή του ιδίως ως Κοινωνικού Κράτους, και με συνταγματικό μάλιστα έρεισμα- οφείλει να περιορισθεί, περίπου, στον ρόλο του «νυκτοφύλακος κυνός», κατά την αντίληψη των μέσων του 19ου αιώνα.

β2) Επίσης, ανάλογη συρρίκνωση του «όγκου» των κανόνων δικαίου, οι οποίοι διέπουν την άσκηση των κάθε είδους κρατικών δραστηριοτήτων. Ιδίως δε εκείνων που διέπουν την δραστηρι­ότητα της Εκτελεστικής Εξουσίας, ως «αιχμής του δόρατος» της όλης κρατικής δραστηριότητας.

  1. Οι επιπτώσεις από την εφαρμογή στην πράξη της προμνημονευόμενης «επιχείρησηςαπορρύθμιση» μπορούν να συνοψισθούν στα εξής:

α) Κατά πρώτο λόγο, ακριβώς εξαιτίας της συρρίκνωσης του το­μέα παρέμβασης του Κράτους, μεγάλο μέρος του κενού που προκύπτει το καταλαμβάνουν με την δράση τους νεοπαγείς φο­ρείς του ιδιωτικού τομέα. Φορείς οι οποίοι, λόγω της καταγωγής τους, στερούνται οιασδήποτε δημοκρατικής νομιμοποίησης. Αυ­τή δε η έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης είναι εκείνη, η οποία αναδεικνύει και το μέγεθος των συνεπειών της φθίνουσας πορεί­ας του Κράτους Δικαίου. Και τούτο, διότι οι φορείς του ιδιωτι­κού τομέα αναλαμβάνουν έτσι την διεκπεραίωση καθηκόντων, τα οποία συνδέονται ευθέως ακόμη και με την άσκηση δημόσι­ας εξουσίας stricto sensu. Γεγονός που θίγει τον ίδιο τον πυρή­να του παραδοσιακού Κράτους Δικαίου και, τελικώς, της ίδιας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

β)  Κατά δεύτερο λόγο -και κατά συνέπεια- εκεί όπου η παραδοσια­κή κρατική δραστηριότητα ανατίθεται πλέον σε φορείς του ιδιω­τικού τομέα, η κανονιστική ρύθμιση της αντίστοιχης δραστηριό­τητας δεν γίνεται μόνο μέσω των κανόνων δικαίου κρατικής προ­έλευσης και, άρα, αντίστοιχης δημοκρατικής νομιμοποίησης.  Επιχειρείται -ίσως δε κατ’ εξοχήν- και μέσω «νεότευκτων» κανόνων ιδιωτικής προέλευσης και έμπνευσης, των οποίων η «νομιμοποίηση» δεν έχει ίχνος δημοκρατικής κάλυψης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων κανόνων παρέχουν οι, διαρκώς πολλαπλασιαζόμενοι, παγκόσμιοι χρηματοπιστωτικοί κανόνες, όπως είναι ιδίως οι διεθνείς λογιστικοί κανόνες. Όπως επίσης και οι «νεοπαγείς» κανόνες ελέγχου των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τους κανόνες που εφαρμόζει το δημιουργημένο από το ίδιο το Facebook, οιονεί δικαιοδοτικό όργανο, «Oversight Board» για τον έλεγχο της λειτουργίας του. Με την μέθοδο αυτή η γενικότερη συρρίκνωση του Κράτους Δι­καίου εκκολάπτει και ανάλογη δραστική συρρίκνωση της δη­μόσιου χαρακτήρα Έννομης Τάξης, αφήνοντας πεδίο ανάπτυ­ξης σε μια «κανονιστική παραγωγή» ιδιωτικής καταγωγής, με κυρωτικούς μηχανισμούς επίσης ιδιωτικής καταγωγής.

γ)  Οι προεκτεθείσες εγγενείς αδυναμίες -λόγω των θεσμικών και πο­λιτικών κενών του- αλλά και οι επίσης προαναφερόμενες σοβαρές ατέ­λειες του Κανόνα Δικαίου, κατά την «περιδίνησή» του στο κανονιστικώς άναρχο πεδίο της «απορρύθμισης», συνιστούν τις βασικές αι­τίες του δημοκρατικού ελλείμματος, το οποίο  πλήττει καιρίως το σύγχρο­νο Κράτος Δικαίου. Ένα δημοκρατικό έλλειμμα το οποίο ανιχνεύεται, και μάλιστα ευκρινώς, από την μια πλευρά στα ολοένα και πολλαπλα­σιαζόμενα κρούσματα αποδυνάμωσης της Αρχής της Νομιμότητας της δράσης των κρατικών οργάνων. Και, από την άλλη πλευρά, στην δι­αρκώς φθίνουσα πορεία της δημοκρατικής νομιμοποίησης της δρά­σης αυτής.

γ1) Τις δημοκρατικές «αντηρίδες» του σύγχρονου Κράτους Δικαίου υπονο­μεύει η κρίση της Αρχής της Νομιμότητας. Δηλαδή, κατ’ ουσίαν, η αδυναμία του δημοκρατικώς θεσπισμένου Κανόνα Δικαίου να τιθα­σεύσει κανονιστικώς την δράση των κρατικών οργάνων εν γένει. Γε­γονός το οποίο, κατά τ’ ανωτέρω, οφείλεται ιδίως στο ότι ο Κανόνας Δικαίου αδυνατεί πια να ρυθμίσει επαρκώς την κοι­νωνική και οικονομική πραγματικότητα, της οποίας αποτελεί «εποικοδόμημα». Δοθέντος ότι η ταχύτητα των μεταμορφώσεών της και η ραγδαία εξέλιξη της Τεχνολογίας καθιστούν, πολλές τουλάχιστον φορές, κανονιστικώς «ανεπαρκή» τον Κανόνα Δικαίου, ήδη κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος του.

γ2) Επέκεινα, η δρά­ση των κρατικών οργάνων διαμορφώνεται μέσα σ’ έναν -οιονεί άναρχο- κανονιστικό χώρο, η ιδιομορφία του οποίου έγκειται στο ότι δεν παρέχει στην αρμοδιότητα των ως άνω οργάνων στέρεο και σαφές δημοκρατικό υπόβαθρο. Συνακόλουθα, οι κυρωτικοί μηχανισμοί, οι οποίοι καλούνται να εγγυηθούν την in concreto τήρηση της Αρχής της Νομιμότητας, δεν διαθέτουν το αναγκαίο, αναφορικά με την κανονιστική του εμβέλεια, θεσμικό «οπλοστάσιο», που θα τους διασφάλιζε τις προϋποθέσεις αποτελεσματικής οριοθέτησης της δράσης των κρα­τικών οργάνων εντός μιας δημοκρατικώς -και με την δέουσα πληρότητα- οργανωμένης Έννομης Τάξης.

δ) Το κατά τα προμνημονευόμενα φαινόμενο της «απορρύθμισης», ως τρόπου περιθωριοποίησης της ρύθμισης της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας μέσω κανόνων δικαίου κρατικής προέλευσης, υποσκάπτει, με την σειρά του, τις δημοκρατικές «αντηρίδες» του σύγχρονου Κράτους Δικαίου υπό τις εξής δύο, πρωτίστως, εκδοχές:

δ1) Πρώτον, η ιδιωτική πρωτοβουλία εξελίσσεται πια, σε μεγάλο βαθμό, πέρα και έξω από την ρυθμιστική επιρροή δημοκρατικώς διαμορ­φωμένων κανόνων δικαίου κρατικής προέλευσης. Εξελίσσεται δηλαδή, και μάλιστα με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση, υπό την ρυθμιστική επιρροή ατελών κανόνων δικαίου άγνωστης και, εν πάση περιπτώσει, μη δημοκρατικώς δομημένης προέλευσης. Υπό τις ως άνω συνθήκες η «αρμοδιότητα» των κρατικών οργάνων, κατά την ανάπτυξη της δράσης τους, χάνει σταδιακώς όχι μόνο την κανονιστική της δύ­ναμη αλλά και την απαραίτητη σύνδεσή της με τους, δημοκρα­τικής θεσμικής καταγωγής, πυλώνες στήριξης του Κράτους Δικαίου και της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

δ2) Δεύτερον, η κατά τ’ ανωτέρω, μειωμένη πλέον, δημοκρατική νο­μιμοποίηση της «αρμοδιότητας» των κρατικών οργάνων έχει άμεση επίπτωση πάνω στην αντίστοιχη δημοκρατική νομιμοποί­ηση αυτών τούτων των κρατικών οργάνων-φορέων της «αρμοδιότητας». Υπό την έννοια ότι αντιστοίχως μειωμένη εμφανίζε­ται και η δημοκρατική νομιμοποίηση των οργάνων τούτων, με όλες τις εντεύθεν αρνητικές συνέπειες ως προς την αναγνώριση του κύρους τους και την γενικευμένη αποδοχή της εξουσίας τους εκ μέρους του κοινωνικού συνόλου.

ε) Από τα προηγηθέντα προκύπτει σαφώς ότι με αυτό τον τρόπο η επιχείρηση «απορρύθμιση» «υποτάσσει» την ρυθμιστική επενέργεια του Κανόνα Δικαίου -και ιδίως των κατά τα προεκτεθέντα κανόνων δικαίου μη κρατικής προέλευσης και αντίστοιχης ανύπαρκτης δημοκρατικής νομιμοποίησης- στις «επιταγές» της Παγκοσμιοποιημένης Οικονομίας και των Αγορών.

ε1) Έτσι δε παρατηρείται πλέον μια πλήρης «αντιστροφή» της ίδιας της κανονιστικής υπόστασης του Κανόνα Δικαίου -επέκεινα δε του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας- σε ό,τι αφορά τα θεμελιώδη δημοκρατικά «προτάγματα» θέσπισής του: Στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και του κύριου πυλώνα της, του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας, ο Κανόνας Δικαίου είναι εκείνος ο οποίος, μέσ’ από την δημοκρατική θεσμική του καταγωγή και προέλευση, διαδραματίζει τον κυριότερο ρόλο σε ό,τι αφορά την κανονιστική ρύθμιση των κοινωνικοποιημένων σχέσεων με βάση την ιεραρχία των επιμέρους κανόνων που εδραιώνει την Έννομη Τάξη.  Όλως αντιθέτως, υπό τα «κελεύσματα» της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης και των Αγορών οι μη δημοκρατικής καταγωγής και προέλευσης κανόνες, στερούμενοι  μοιραίως του αναγκαίου θεσμικού «κύρους», έρχονται να ρυθμίσουν τις κοινωνικοοικονομικές σχέσεις σύμφωνα με τις «εντολές» των «παικτών» στο ευρύτερο πεδίο της Οικονομίας.

ε2) Μια τέτοια κρίση της κανονιστικής ισχύος του Κανόνα Δικαίου, του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας καταδεικνύει, επιπλέον, και την άκρως δυσοίωνη «μετάβαση» από την εποχή της «επικυριαρχίας» του «θεσμικού» επί του «οικονομικού» σ’ εκείνη της «επικυριαρχίας» του «οικονομικού» επί του «θεσμικού».  Μια «μετάβαση», η οποία με την σειρά της καταδεικνύει και μια από τις πιο επικίνδυνες «ρωγμές» στις δημοκρατικές «αντηρίδες» της σύγχρονης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ως εγγύησης της Ελευθερίας και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Β. Η σύγχρονη «μετάλλαξη» του Δημόσιου Συμφέροντος ως χαρακτηριστικό σύμπτωμα της «επικυριαρχίας» του «οικονομικού» επί του «θεσμικού»

Διευκρινίζεται προκαταρκτικώς ότι επειδή, κατά την φύση του, το Δημόσιο Συμφέρον –το οποίο εκ της κανονιστικής του αποστολής συνιστά μια από τις σπουδαιότερες παραμέτρους σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της Αρχής της Νομιμότητας εκ μέρους των κρατικών οργάνων- συγκεκριμενοποιείται από τις διατάξεις που συνθέτουν την θεσμική φυσιογνωμία του, εξ ορισμού συνιστά έννοια νομική. Πλην όμως έννοια νομικώς αόριστη.  Αναποδράστως δε αυτή η νομική αοριστία μεταθέτει την συγκεκριμενοποίησή της από την μια πλευρά στο διοικητικό όργανο, το οποίο έχει την αρμοδιότητα δράσης προς εξυπηρέτηση του Δημόσιου Συμφέροντος.  Και, από την άλλη πλευρά, στον αρμόδιο δικαστή, ο οποίος έχει την δικαιοδοσία δικονομικής «επαλήθευσης» του νομικού συλλογισμού του διοικητικού οργάνου.  Και τούτο όχι μόνον όταν εκδικάζει ένδικα βοηθήματα και μέσα, δια των οποίων μπορεί ν’ ακυρώσει ή να μεταρρυθμίσει την επίδικη εκτελεστή διοικητική πράξη -και, συνακόλουθα, την εξ αυτής παραγόμενη έννομη σχέση δημόσιου δικαίου- αλλ’ ακόμη και όταν εκδικάζει αγωγή αποζημίωσης στο πλαίσιο του θεσμού της αστικής ευθύνης του Δημοσίου.

  1. Αυτό το Δημόσιο Συμφέρον, από την φύση του, ουδέποτε μπορεί να ταυτισθεί με το ταμειακό Συμφέρον του Δημοσίου. Δηλαδή με το Συμφέρον εκείνο του Δημοσίου, το οποίο εξαντλείται στην απλή εξασφάλιση πόρων υπέρ αυτού.

α) Τούτο συνάγεται εκ του ότι οι ως άνω πόροι, εξ ορισμού, δεν νοούνται αυτοτελώς αλλά πάντοτε σε συνάρτηση με το πραγματικό Δημόσιο Συμφέρον που υπηρετούν, όπως προσδιορίζεται από τις οικείες διατάξεις οι οποίες, όμως, επίσης ουδόλως μπορούν να υπηρετούν μιαν αμιγώς οικονομική σκοπιμότητα και λογική.  Δια του τρόπου αυτού η, άμεση ή έμμεση, μετάλλαξη του γνήσιου Δημόσιου Συμφέροντος σε ταμειακό συνιστά αλλοίωση του πυρήνα του και, περαιτέρω, της θεσμικής και οικονομικής του φύσης.

β) Το σύγχρονο φαινόμενο της ρυθμιστικής -επομένως και της κανονιστικής- αποδυνάμωσης του Κράτους Δικαίου, κυρίως λόγω των αρνητικών επιπτώσεων της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης όπως ήδη επεξηγήθηκε επανειλημμένως,  επιφέρει, καθώς είναι αναμενόμενο, διαβρωτικές αλλοιώσεις και της έννοιας του Δημόσιου Συμφέροντος.  Αλλοιώσεις, οι οποίες συνίστανται στην σταδιακή «ενσωμάτωση» εντός της έννοιας του Δημόσιου Συμφέροντος και του κατά τα προεκτεθέντα λεγόμενου «δημοσιονομικού συμφέροντος» -κατά κυριολεξία «ταμειακού συμφέροντος»- δηλαδή του συμφέροντος εκείνου το οποίο αφορά την είσπραξη των εσόδων του Κράτους για την επίτευξη των εκάστοτε επιλεγόμενων δημοσιονομικών στόχων.

  1. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι προφανές ότι πρόκειται για «συμφέρον», το οποίο συνίσταται στην ωφέλεια που προκύπτει υπέρ του Δημοσίου, μέσω της είσπραξης χρημάτων από κάθε είδους νομοθετημένους πόρους. Συνακόλουθα δε για ωφέλεια η οποία δεν είναι θεσμικώς σε θέση ν’ αποτελέσει, από μόνη της, τον πυρήνα «γνήσιου» -ήτοι «αυθεντικού» κατά τον θεσμικό του προορισμό- Δημόσιου Συμφέροντος.

α) Αυτό οφείλεται στο ότι το εντεύθεν προκύπτον συμφέρον του Δημοσίου:

α1) Πρώτον, είναι άκρως γενικό και, ως εκ τούτου, θεσμικώς «άχρωμο» αφού καλύπτει αδιακρίτως όλη την κρατική δραστηριότητα, η οποία προδήλως είναι εφικτό ν’ αναπτυχθεί μόνον όταν υπάρχουν οι απαραίτητοι προς τούτο πόροι.  Δεν μπορεί, λοιπόν, ν’ αποκτήσει την απαιτούμενη, κατά την προηγηθείσα ανάλυση, «ειδικότητα», την οποία από την φύση του ενέχει το Δημόσιο Συμφέρον με βάση τους κανόνες δικαίου που το θεσμοθετούν.

α2) Και, δεύτερον, μόνο δευτερογενώς μπορεί να συνδέεται με το Δημόσιο Συμφέρον, όπως τούτο καθορίζεται ad hoc από επιμέρους ρυθμίσεις κανονιστικού περιεχομένου.  Δηλαδή μόνον ως αμιγώς οικονομικό μέσο πραγμάτωσης συγκεκριμένου Δημόσιου Συμφέροντος, το οποίο όμως έχει αναγνωρισθεί προηγουμένως ως τέτοιο αφενός από τις κατά τα προεκτεθέντα κανονιστικού περιεχομένου ρυθμίσεις και, αφετέρου, ανεξάρτητα από τα οικονομικά μέσα επιδίωξης και επίτευξής του.  Κατά συνέπεια, το συμφέρον αυτό δεν είναι δυνατό και επιτρεπτό ν’ αντιμετωπισθεί αυτοτελώς ως «γνήσιο» Δημόσιο Συμφέρον, αφού την θεσμική του ρίζα δεν την προσδιορίζει κανόνας δικαίου κανονιστικού περιεχομένου αλλά η «δυναμική» της οικονομικής πραγματικότητας. Και σήμερα, μάλιστα, υπό όρους ανεξέλεγκτης παγκοσμιοποίησης.

β) Η ανάλυση που προηγήθηκε οδηγεί, κατ’ ανάγκη, στην θεσμικώς «μελαγχολική» διαπίστωση ότι αν συνεχισθεί η κατά τ’ ανωτέρω και «δια γυμνού οφθαλμού» διαφαινόμενη «αλλοίωση» του «γνήσιου» Δημόσιου Συμφέροντος από την δημοσιονομικών χαρακτηριστικών υπονόμευσή του, τότε και η ίδια η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία -ιδίως μέσω της αντίστοιχης «διάβρωσης» του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας- οδηγείται, σχεδόν νομοτελειακώς, σε περαιτέρω «αλλοίωση».  Με κύριο αίτιο πρόκλησής της την, υπό όρους παραστατικής και χρήσιμης αλληγορίας κατά τα προμνημονευόμενα εκτενώς, «επικυριαρχία» του «οικονομικού» επί του «θεσμικού».  «Επικυριαρχία» η οποία σημαίνει, κατά βάθος, ότι ελλοχεύει και ο καταλυτικός κίνδυνος τελικής «μετάβασης» σε μίαν εποχή όπου, πλέον, η Οικονομία δεν τίθεται στην διάθεση του Ανθρώπου αλλά ο Άνθρωπος υπηρετεί, και δη παθητικώς, την Οικονομία.  Αν η προαναφερόμενη «μετάβαση» συντελεσθεί πλήρως η, έστω, σε μεγάλο βαθμό, τότε θα πρόκειται, αναμφιβόλως, για «πάρθιο βέλος» που «στοχοποιεί» τον θεσμικό «κορμό» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ως εγγύησης της Ελευθερίας, δηλαδή κατ’ ουσία την ίδια την Ελευθερία και τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Επίλογος

Καταλήγω με ορισμένες σκέψεις αναφορικά με την αποστολή του Έλληνα Δικαστή για την υπεράσπιση του Κράτους Δικαίου και της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας μέσω της αποτελεσματικής αντιμετώπισης του κινδύνου εξάπλωσης του φαινομένου της «επικυριαρχίας» του «οικονομικού» επί του «θεσμικού».

Α. Όπως είναι ευνόητο, στην Ελληνική Έννομη Τάξη ο ρόλος του Δικαστή -ακριβώς λόγω της ιδιομορφίας της συνταγματικώς κατοχυρωμένης προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας του- κατά την υπεράσπιση της κανονιστικής ισχύος του Κανόνα Δικαίου αποκτά όλως ιδιάζουσα σημασία.  Και τούτο διότι η εμπειρία της σύγχρονης λειτουργίας του Κράτους Δικαίου έχει αποδείξει ότι την μεγαλύτερη φθορά, εξαιτίας της εγγενούς και της επίκτητης σχετικότητας κατά τ’ ανωτέρω, υφίστανται οι κανόνες δικαίου, οι οποίοι διαμορφώνουν το πλαίσιο της lato sensu Αρχής της Νομιμότητας της δράσης των κρατικών οργάνων, κατ’ εξοχήν δε εκείνων της Εκτελεστικής Εξουσίας.  Σε αυτό το πεδίο ο Δικαστής καλείται, μέσω της άσκησης της δικαιοδοσίας του, να θωρακίσει πρωτίστως τα φυσικά και νομικά πρόσωπα από τις επιπτώσεις της κρατικής αυθαιρεσίας, την οποία επιτείνει η σχετικοποίηση της κανονιστικής ισχύος του νομικού πλαισίου της Αρχής της Νομιμότητας.

Β. Και εδώ ο Δικαστής καλείται να εκπληρώσει την δικαιοδοτική αποστολή του υπέρ του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας -άρα υπέρ της στήριξης των θεμελιωδών «αντηρίδων» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας- με στήριγμα την Ανεξαρτησία του, τόσο την Προσωπική όσο και την Λειτουργική.  Έχοντας μάλιστα υπόψη του ότι αυτή η διπλή Ανεξαρτησία, με κορωνίδα βεβαίως την λειτουργική πτυχή της, του αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα ακριβώς για να εκπληρώσει, στο ακέραιο, την δικαιοδοτική του αποστολή.  Με γνώμονα αυτή την συναίσθηση καθήκοντος και ευθύνης τα δικαιοδοτούντα στελέχη της Ελληνικής Δικαιοσύνης έχουν την μεγάλη ευκαιρία να τιμήσουν, όπως αρμόζει στις κρίσιμες σύγχρονες περιστάσεις, την ιστορία της.

 

Διάλεξη στο Σεμινάριο Επιμόρφωσης που συνδιοργανώνουν η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και το Κέντρο Επιμόρφωσης και διά Βίου Μάθησης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης

 Αθήνα, 1 Νοεμβρίου 2023

Οι Ανεξάρτητες Αρχές ως λάφυρο του νικητή των εκλογών

Χαράλαμπος Ανθόπουλος, Καθηγητής Δικαίου και Διοίκησης ΕΑΠ

Το αποτέλεσμα των εκλογών του Ιουνίου 2023 δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τον μετασχηματισμό του ελληνικού πολιτικού συστήματος σε ένα σύστημα με «κυρίαρχο κόμμα». Αυτό δεν οφείλεται τόσο στο ποσοστό με το οποίο η Νέα Δημοκρατία κέρδισε τις εκλογές (40,56% και 158 έδρες στη Βουλή), το οποίο είναι αρκετά κάτω από εκείνο με βάση το οποίο ένα κόμμα χαρακτηρίζεται ως «κυρίαρχο» (γύρω στο 45-50% των ψήφων), όσο κυρίως στη μεγάλη απόσταση που τη χωρίζει από τα άλλα δύο μεγαλύτερα κόμματα (17,83% και 47 έδρες στη Βουλή ο ΣΥΡΙΖΑ, 11,84% και 32 έδρες στη Βουλή το ΠΑΣΟΚ). Οι πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις μετά την εκλογή του Στ.Κασσελάκη στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, δείχνουν μία αύξηση της πτωτικής τάσης του κόμματος αυτού, μολονότι η εκλογή του Χάρη Δούκα στον Δήμο Αθηναίων και του Στέλιου Αγγελούδη στον Δήμο Θεσσαλονίκης επέφερε ένα πρώτο ρήγμα στην παντοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας.

Η παρουσία ενός «κυρίαρχου» κόμματος το οποίο καταφέρνει να κερδίζει και να ξανακερδίζει τις εκλογές, δεν είναι ασύμβατη με το δημοκρατικό πολίτευμα, υπό την προϋπόθεση ότι το κόμμα αυτό δεν συγχέει την «εκλογική δημοκρατία» με τη «συνταγματική δημοκρατία» η οποία δεν ταυτίζεται με την αρχή της πλειοψηφίας. Ο τρόπος με τον οποίο όμως έγινε η επιλογή των νέων μελών του ΕΣΡ και της ΑΔΑΕ από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, αποτελεί ανησυχητικό δείγμα μίας απόκλισης από την ευρωπαϊκή αντίληψη της συνταγματικής δημοκρατίας, ένας θεμελιώδης πυλώνας της οποίας είναι η ανεξαρτησία των Ανεξάρτητων Αρχών, ως θεσμών εξ ορισμού μη-πλειοψηφικών, που δεν είναι λάφυρο του εκάστοτε νικητή των εκλογών.

Δεν είναι μόνο η επινόηση της «στρογγυλοποίησης προς τα κάτω» η οποία παραβίασε ευθέως τη συνταγματικώς καθορισμένη αυξημένη πλειοψηφία των τριών πέμπτων (βλ. Χ. Ανθόπουλου, Τρία πέμπτα «παρά κάτι». Η νέα μέθοδος επιλογής των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών, σε: iEidiseis, 2.10.2023 διαθέσιμο και σε: www.constitutionalism.gr και Ν. Αλιβιζάτου, Κηραλοιφές, ΕΥΠ και υποκλοπές: ένα αμαρτωλό τρίγωνο, σε: Καθημερινή, 8.10.2023, διαθέσιμο και σε: www.constitutionalism.gr). Ας σημειωθεί εδώ ότι το εάν η απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων ελήφθη σύμφωνα με το Σύνταγμα, δηλαδή με την πλειοψηφία των τριών πέμπτων, δεν είναι θέμα που ανήκει στα λεγόμενα interna corporis της Βουλής, διότι αυτά αφορούν τη ψήφιση των νόμων, όχι την επιλογή από τη Βουλή ανώτατων δημόσιων λειτουργών, που αποτελεί μία πράξη τυπικά κοινοβουλευτική αλλά ουσιαστικά διοικητική, υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο.

Αλλά, εξίσου αντισυνταγματική ήταν και η μονοκομματική στελέχωση του ΕΣΡ και της ΑΔΑΕ, όσον αφορά τα νέα τους μέλη, η οποία διαστρέφει το νόημα της αυξημένης πλειοψηφίας των τριών πέμπτων που θεσπίστηκε στο Σύνταγμα για να αποτρέψει ακριβώς το ενδεχόμενο αυτό. Διότι εάν οι Ανεξάρτητες Αρχές συγκροτούνται ως «πλειοψηφικοί θεσμοί», δηλαδή ως προέκταση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, δεν έχει νόημα η ύπαρξη τους, ιδίως όταν αντικείμενο του ελέγχου τους είναι μεταξύ άλλων και πράξεις της εκτελεστικής ή νομοθετικής εξουσίας.

Οι εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ στη Διάσκεψη των Προέδρων αλλά και τα δύο αυτά κόμματα στο σύνολο τους, δεν αντιλήφθηκαν εγκαίρως τη βαρύτητα των διαπραχθεισών συνταγματικών παραβιάσεων από το κοινοβουλευτικό αυτό όργανο και δεν αξιοποίησαν καν τα μέσα του κοινοβουλευτικού ελέγχου που έχουν στη διάθεση τους, ίσως και επειδή για την άσκηση ορισμένων εξ αυτών χρειαζόταν η συνένωση των κοινοβουλευτικών δυνάμεών τους.

Αντίθετα, άμεση ήταν η παρέμβαση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και του Προέδρου του, Δημήτρη Βερβεσού (Βλ. Δ. Βερβεσού, Μια κερκόπορτα στη δημοκρατία; σε: ΤΟ ΒΗΜΑ, 29.10.2023), έτσι ώστε το μείζον αυτό ζήτημα οπισθοχώρησης της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου στην Ελλάδα να τεθεί υπό την κρίση του ΣτΕ. Σε μία δίκη από την έκβαση της οποίας θα κριθεί αν υπάρχουν πράγματι συνταγματικοί φραγμοί στην κατάχρηση εξουσίας των εκάστοτε πολιτικών πλειοψηφιών.

 

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 30.10.2023