Author Archives: Dimitris Tsiampouris

Η Νομική Επιστήμη στην υπηρεσία της υπεράσπισης των Θεσμών. Αντιφώνηση κατά την επίδοση Τιμητικού Τόμου για τον Προκόπιο Παυλόπουλο

Προκόπιος Παυλόπουλος, τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός, Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ

Κύριε Πρύτανη,
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,

Επιτρέψατέ μου ν’ αποφύγω άλλες προσφωνήσεις. Όχι γιατί δεν έχουν σημασία, αλλά γιατί ορισμένες φορές οι προσφωνήσεις χάνουν το ουσιαστικό νόημά τους. Υπό τέτοιες, λοιπόν, συνθήκες είναι καλύτερα να εκφράζεις τα αισθήματά σου δίχως τύπους και τυπικότητες και απευθυνόμενος σε όλους, ανεξαιρέτως, τους συμμετέχοντες, όπως θέλω να πράξω τώρα ενώπιόν σας. Πολλώ μάλλον όταν κατά την κορυφαία, κυριολεκτικώς, αυτή στιγμή της ακαδημαϊκής μου ζωής -και το εννοώ στο ακέραιο- «αντιφωνώ» απλώς ως ένας εξ υμών. Και για να γίνω σαφέστερος:

Ι. «Αναφορά» στην Πανεπιστημιακή Κοινότητα

Σήμερα, μαζί σας, συναισθάνομαι αυτό που πάντα με διακατείχε στην Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, αλλά εδώ «κορυφώνεται» μέσα μου: Την έννοια του Πανεπιστημίου, της Πανεπιστημιακής Κοινότητας, όπως στην Ηπειρωτική Ευρώπη την προσλαμβάνουμε ως κανόνα. Μπορεί άλλοι Πανεπιστημιακοί κύκλοι στον Κόσμο να έχουν υιοθετήσει διαφορετικά πρότυπα, τα οποία σέβομαι ανυπόκριτα βεβαίως στο μέτρο που πραγματικά τους αναλογεί. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι η παράδοση της Ηπειρωτικής Ευρώπης εκπροσωπεί κάτι το εξαιρετικά σημαντικό σε ό,τι αφορά την πεμπτουσία της Επιστήμης, ήτοι αυτό που δεχόμαστε ως «σωματειακό χαρακτήρα» των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων. Με άλλες λέξεις εκείνο που άρχισε από τον Μεσαίωνα, όταν εμφανίσθηκαν τα πρώτα Πανεπιστήμια, και αποκλήθηκε -και παραμένει έως σήμερα ως πανεπιστημιακός «πυρήνας»- «Universitas Magistrorum et Scholarium». Πρόκειται για την άρρηκτη ένωση διδασκόντων και διδασκομένων που δεν συμβιβάζεται με την στείρα ιεραρχία και την υποταγή στο «δόγμα» ή στην «αυθεντία». Μια τέτοια ένωση επικεντρώνεται στην διδασκαλία, στην κοινή ζωή, στην κοινή αντίληψη περί Επιστήμης, αφού ο «Δάσκαλος» πρέπει να μεταδίδει αυτό το οποίο διδάσκει. Αλλά, επιπροσθέτως, πρέπει να έχει μέσα του και την ολοκληρωμένη ενσυναίσθηση ότι οι διδασκόμενοι είναι εκείνοι, οι οποίοι διαρκώς τον κρίνουν και είναι πηγή έμπνευσης γι’ αυτόν.

Η προαναφερόμενη έννοια της «Universitas Magistrorum et Scholarium» μας μαθαίνει και κάτι το οποίο είναι αναντικατάστατο για την Επιστήμη, ιδίως δε σήμερα: Το ότι δεν υπάρχει το επιστημονικώς «αλάθητο», αφού ο ρόλος του πραγματικού επιστήμονα -και όχι μόνο των Θεωρητικών Επιστημών αλλά και των Θετικών Επιστημών, ξέρω δε καλά σε ποιους απευθύνομαι- «συμπυκνώνεται» στο να «σπέρνει» αμφιβολίες και όχι στο να «θερίζει» βεβαιότητες. Σε τελική ανάλυση η Επιστήμη εξελίσσεται μόνο μέσα από τις «αμφιβολίες», από την «επιλάθευση» της κατεστημένης γνώσης.

ΙΙ. Πίσω στις «ρίζες» μου

Μίλησα πριν λίγο για κορυφαία στιγμή της ακαδημαϊκής μου σταδιοδρομίας, επειδή πραγματικά είναι η «κορύφωση» μιας διαδρομής που ξεκίνησε απ’ αυτόν εδώ τον χώρο. Είναι δε η «κορύφωση» που επήλθε ύστερα από την ανακήρυξή μου σε Επίτιμο Καθηγητή, η οποία συνέβη όταν ήμουν ακόμη Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Τότε είχα γράψει και την τελευταία «μονογραφία» -ας την πω έτσι- που ολοκλήρωσα το 2016, δηλαδή την «Δημόσια Υπηρεσία». Τώρα έρχεται ο «Τιμητικός Τόμος», η προσφορά των Συναδέλφων μου και Φίλων μου προς εμένα. Δεν έπεται ότι και άλλοι που δεν γράφουν σε αυτό τον Τόμο δεν είναι, και δη αδιαλείπτως, Συνάδελφοί μου ή και Φίλοι μου. Κάθε άλλο. Θα το εξηγήσω αυτό στην συνέχεια. Όμως ο Τιμητικός Τόμος είναι η προσφορά ορισμένων εξ αυτών, εκ των οποίων άλλοι είναι Συνάδελφοι που συμπορευθήκαμε, άλλοι είναι πρώην Φοιτητές με τους οποίους επίσης διανύσαμε κοινούς δρόμους. Ευχαριστώ δε την Θεία Πρόνοια διότι στέκομαι σήμερα μπροστά σας όντας ακόμη «μάχιμος». Εύχομαι, όσο οι δυνάμεις μου το επιτρέπουν, να παραμείνω «μάχιμος» έως το τέλος του βίου μου. Και το νοιώθω αυτό περισσότερο όσο γυρίζω πίσω, στις «ρίζες» μου. Όπου κι αν πήγαινα, όπου κι αν έφτασα, γύριζα σε αυτές τις ρίζες, που «εισχωρούν» βαθιά μέσα σε αυτό το Κτίριο, στην «Alma Mater», στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Και εκείνο που θέλω να σας εξομολογηθώ είναι ότι όταν λέω πως ξεκίνησα από αυτή την Αίθουσα, πραγματικά κυριολεκτώ. Είναι ανεξίτηλα χαραγμένη στην μνήμη μου μια «παράσταση», ας το πω έτσι. Άλλωστε η ζωή μοιάζει με μια θεατρική παράσταση, απλώς δεν είμαστε ηθοποιοί. Διότι δεν υποδυόμαστε ένα ρόλο αλλά τον ζούμε. Πολλοί από σας τον ζήσατε μαζί μου. Ήταν Μάρτης του 1973, στα δύσκολα και «σκοτεινά» χρόνια της δικτατορίας. Σε αυτή την Αίθουσα ορκίσθηκα ως απόφοιτος της Νομικής και αμέσως πήρα τον δρόμο για το Παρίσι, με μια υποτροφία της Κυβέρνησης αυτής της μεγάλης Χώρας, της Γαλλίας, η οποία πολλούς από μας που βρισκόμαστε σήμερα εδώ και που τότε το ζήσαμε μαζί μας «φιλοξένησε», διδάσκοντάς μας περισσότερα απ’ όσα, δυστυχώς, είχαμε διδαχθεί ως φοιτητές στην δική μας Χώρα, την Ελλάδα, την καθημαγμένη τότε από την δικτατορία.

ΙΙΙ. Προς το Συμβούλιο της Επικρατείας

Όταν έφευγα από τούτη την Αίθουσα είχα το αίσθημα του ανθρώπου που είναι πια ελεύθερος να επιλέξει τον δρόμο του, με την έννοια της «Ελευθερίας» υπό την ετυμολογία της λέξης -από το «ελεύθω» και «ερώ»- όπως ακριβώς την βίωνα στα «πρώτα βήματα». Και συγκεκριμένα ν’ αναζητήσω την μοίρα μου, έχοντας φύγει από την πόλη της Καλαμάτας, κάπου αλλού διότι, δυστυχώς, ήταν δυστοπικά τα χρόνια εκείνα. Αναχωρούσα όχι ξέροντας με βεβαιότητα τι πρόκειται να κάνω. Δεν πίστευα ούτε σχεδίαζα στην ζωή μου να κάνω ακριβώς αυτά που έγιναν στην συνέχεια. Δηλαδή ν’ αναμιχθώ με την Πολιτική και, πολύ περισσότερο, να φτάσω στο ύψιστο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ξέρετε ποιο ήταν το «όνειρό» μου; Οι άνθρωποι του Συμβουλίου Επικρατείας το γνωρίζουν, και ιδίως οι εκεί παλιοί μου συμφοιτητές. Ήταν να γίνω δικαστής-μέλος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Γι’ αυτό πήγα στο Παρίσι να κάνω μεταπτυχιακές σπουδές στο Διοικητικό Δίκαιο, ορθότερα στο Δημόσιο Δίκαιο, αφού στην Γαλλία από τότε δεν γινόταν –και ορθώς- διάκριση μεταξύ Συνταγματικού Δικαίου και Διοικητικού Δικαίου. Ποιο ήταν το «πρότυπό» μου; Ένα «πρότυπο» που είχα θέσει μέσα στην δικτατορία, ο Μιχαήλ Στασινόπουλος. Ούτε που φανταζόμουν φυσικά -γιατί όταν έφυγα ούτε εκείνος είχε γίνει προσωρινός Πρόεδρος Δημοκρατίας, εγώ δε θαύμαζα μόνο τον «Δικαστή της Ελευθερίας», θαύμαζα το «Δικαστήριο της Ελευθερίας»- τι επρόκειτο να επακολουθήσει. Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς, και δεν κολακεύω, κάθε άλλο, το Συμβούλιο Επικρατείας. Σ’ εκείνα τα «δίσεκτα» χρόνια της δικτατορίας το Συμβούλιο Επικρατείας ήταν αυτό που υπερασπίσθηκε επαξίως την τιμή της Δικαιοσύνης, ιδίως μετά τις μεγάλες δίκες που είχαν οδηγήσει π.χ. στην δικαίωση του Χρήστου Σαρτζετάκη κι όλων των υπολοίπων γενναίων Δικαστών.

ΙV. Η ακαδημαϊκή ζωή μου στην Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ

Ταξίδεψα λοιπόν στην Γαλλία. Σπούδασα εκεί, ολοκλήρωσα την διδακτορική μου διατριβή και επέστρεψα στην Αθήνα. «Δρομολόγησα» αμέσως τις προετοιμασίες για να δώσω εισιτήριες εξετάσεις στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Τότε γνώρισα ορισμένους Καθηγητές αρχικώς στο πεδίο του Δημόσιου Δικαίου -με το Πανεπιστήμιο η οικογένειά μου κι εγώ δεν είχαμε καμία προγενέστερη σύνδεση- και θα πω γι’ αυτούς λίγα λόγια αργότερα, ιδίως ως προς το πόσο μου στάθηκαν στην πανεπιστημιακή μου πορεία. Ορισμένοι είναι σήμερα εδώ -εδώ και και στην Ακαδημία- και αυτό με συγκινεί ιδιαίτερα. Θυμάμαι όμως με συγκίνηση προεχόντως τον Καθηγητή του Διοικητικού Δικαίου στην Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλο να μου λέει: «Βρε Παυλόπουλε, δεν αποφασίζεις αφού δεν έχουμε υφηγητή, να γράψεις μια υφηγεσία. Ήταν πολύ καλή η διατριβή σου στο Paris II». Ούτε που το είχα φαντασθεί. Για να μην τα πολυλογώ, δεν έδωσα εξετάσεις στο Συμβούλιο Επικρατείας. Υπέβαλα την υφηγεσία μου και στην συνέχεια ακολούθησα ακαδημαϊκή κατεύθυνση. Οφείλω να ομολογήσω ότι σε αυτόν τον δρόμο συνάντησα ανθρώπους που μου συμπαραστάθηκαν αμέριστα. Και αναφέρομαι εδώ μόνο σε δύο Καθηγητές που δεν μπορώ ούτε πρέπει να τους ξεχάσω, όταν μάλιστα το φέρνει η μοίρα να συμβαδίζουμε ακόμη: Τον κ. Απόστολο Γεωργιάδη και τον κ. Μιχάλη Σταθόπουλο, οι οποίοι με έκριναν από τα πρώτα κιόλας πανεπιστημιακά μου βήματα ως Επίκουρο Καθηγητή, ως Αναπληρωτή Καθηγητή και, τέλος, ως Καθηγητή πρώτης βαθμίδας.

V. Η πολιτική μου «περιπέτεια»

Στη συνέχεια ήλθε η Πολιτική. Ούτε που το είχα διανοηθεί στην ζωή μου. Όλα έγιναν τυχαία, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής -τον οποίο εγώ γνώριζα φυσικά ως τεράστια πολιτική προσωπικότητα, αλλά δεν ήξερα ότι αυτός γνώριζε εμένα- με φώναξε στο γραφείο του και μου ζήτησε ν’ αναλάβω την διεύθυνση του Νομικού Γραφείου της Προεδρίας της Δημοκρατίας. Μια μεγάλη αλλαγή που δεν την συνειδητοποίησα πλήρως στην αρχή γιατί μου ζητήθηκε να υπηρετήσω στην Προεδρία της Δημοκρατίας αποκλειστικώς ως Καθηγητής. Ήταν όμως εκείνος ο οποίος -ας το πω έτσι- μου έβαλε στην συνέχεια το «σαράκι» της Πολιτικής. Συγκεκριμένα, μετά από πολλή περίσκεψη μου είπε, περί το τέλος της θητείας του, τον Μάρτιο του 1995: «Πρέπει να κάνεις πολιτική». Με πολύ δισταγμό το δέχθηκα σαν μια δοκιμή. Όλα ξεκίνησαν με την βουλευτική ιδιότητα, προχώρησα με την κοινοβουλευτική ιδιότητα, την υπουργική ιδιότητα, για να καταλήξω στον «θώκο» του Προέδρου της Δημοκρατίας. Σας είπα τίποτα δεν είχα σχεδιάσει στο μυαλό μου από αυτά. Όταν εκλεγόμουν Βουλευτής Επικρατείας, ζώντος ακόμη του Κωνσταντίνου Καραμανλή, έλεγα μέσα μου: «Ας του κάνω το χατίρι αλλά εγώ με “σταυρό” βουλευτής δεν πρόκειται να εκτεθώ». Η γυναίκα μου είναι εδώ και το θυμάται, δοθέντος ότι ήταν εντελώς αντίθετη με την ανάμιξή μου στην Πολιτική. Δεν ήθελα ν’ ασχοληθώ με την Πολιτική, διαισθανόμουν τον πόνο και την αγωνία που κρύβει μέσα της. Ήξερα τις περιπέτειες, την αβεβαιότητα. Μετέπειτα, όταν πια ασχολήθηκα ενεργώς με την Πολιτική – ελέχθησαν ήδη αυτά και ευχαριστώ και τον Σπύρο (Βλαχόπουλο) και την Πατρίνα (Παπαρρηγοπούλου) για όσα εν προκειμένω ανέφεραν και είναι αλήθεια, όπως ξέρουν οι παλιοί Συνάδελφοι- ποτέ δεν εγκατέλειψα, σε καμία στιγμή, το Πανεπιστήμιο. Ποτέ δεν άφησα την πολιτική να είναι μονόδρομος στην ζωή μου. Και το τονίζω αυτό απευθυνόμενος στους νεότερους Συναδέλφους, εκλεκτούς Συναδέλφους. Τους λέω από καρδιάς ότι είναι «ταλέντα» στην Πολιτική, το έχω διαγνώσει. Απλά ορισμένοι δεν έχουν τολμήσει ακόμη να «διαβούν αυτόν τον Ρουβίκωνα» της επιλογής. Και τους καταλαβαίνω, είναι η αλήθεια, σε αυτή την εποχή της αναξιοκρατίας, στην εποχή που επιβεβαιώνεται εκείνο το οποίο είχε πει ο Γιάννης Τσαρούχης στο Παρίσι, το 1973, στο σπίτι της Μελίνας Μερκούρη: «Οι δικτάτορες θα πέσουν γρήγορα και με κακό τρόπο, όμως η Ελλάδα θα είναι πάντα “θύμα” της δικτατορίας των μετρίων». Τους καταλαβαίνω όταν τούτο ισχύει πολύ περισσότερο στον χώρο της Πολιτικής, αφού η Πολιτική απορρίπτει τελικά κορυφαίους Πολιτικούς -έστω και προς το παρόν, κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει στο μέλλον- ορισμένοι από τους οποίους παρευρίσκονται σε αυτή την Αίθουσα. Και τους «αντικαθιστά» με άλλους, οι οποίοι δυστυχώς επιλέγονται ακριβώς γιατί δέχθηκαν να είναι «αιχμάλωτοι» της Πολιτικής. Αυτό δηλαδή που δεν δέχθηκαν άλλοι, πραγματικά άξιοι. Γιατί «βολεύει», και σας μιλάω από καρδιάς, ορισμένους -εννοώ ορισμένους «ισχυρούς»- οι Πολιτικοί να μην έχουν άλλη διέξοδο, να είναι «αιχμάλωτοι», να υποκύπτουν εύκολα. Δοθέντος ότι ο ελεύθερος άνθρωπος, αυτός που έχει και άλλο «δρόμο» να διαβεί, άλλη «πόρτα» ν’ ανοίξει, δεν είναι δεδομένος.

VΙ. Για την Νομική Επιστήμη

Προτρέπω, λοιπόν, τους νεότερους Συναδέλφους ναι, να τολμήσουν την Πολιτική, την μεγάλη περιπέτεια. Στο κάτω-κάτω ο Ελληνικός Λαός είναι αυτός που θα κρίνει την μοίρα τους. Αλλά εκείνοι δεν πρέπει ν’ αφήσουν ποτέ την Επιστήμη «στην άκρη». Θα είναι αυτό το «λιμάνι» στο οποίο θα γυρίζουν πάντοτε και θα υπηρετούν και την Πολιτική ακόμη και με τον τρόπο που θ’ ασκούν εν γένει τα πολιτικά τους δικαιώματα και καθήκοντα. Το λέω ιδίως στους Συναδέλφους της Νομικής Επιστήμης διότι «το έχει» η Νομική Επιστήμη να συνεισφέρει, διαχρονικώς, σπουδαίους Πολιτικούς, γυναίκες και άνδρες, σπουδαία πολιτικά πρόσωπα. Ήταν πρόσωπα που μπήκαν στην Πολιτική αφού προηγουμένως είχαν καταξιωθεί κοινωνικώς και επαγγελματικώς και ουδέποτε αντιμετώπισαν την πολιτική διαδρομή ως «μονόδρομο». Απευθύνομαι δε στους νεότερους Συναδέλφους, και ιδίως στους Φοιτητές, παροτρύνοντάς τους να αισθάνονται τυχεροί που υπηρετούν την Νομική Επιστήμη. Δεν έχει, ίσως, την «γοητεία» των Θετικών Επιστημών. Ήμουν καλός στα μαθηματικά και εκεί με προόριζαν να πάω, δεν το επέλεξα τελικά και ήταν δική μου η επιλογή, όμως πάντα αισθάνομαι αυτή την «γοητεία» των Θετικών Επιστημών. Ήτοι εκείνο το οποίο σε κάνει να ζεις την πραγματικότητα όπως διαμορφώνεται μακριά και έξω από σένα, αλλά αποκτώντας τα επιστημονικά εφόδια για να «μπαίνεις» και να «αποκωδικοποιείς» τα μυστικά της. Η Νομική Επιστήμη όμως, που βεβαίως δεν ανταποκρίνεται σε αυτά τα ειδικά και ιδιαίτερα επιστημονικά δεδομένα, είναι πραγματική Επιστήμη. Επιστήμη, η οποία μάλιστα προϋποθέτει μια πολυπρισματικότητα σε ό,τι αφορά την κατανόηση του νομικού επιστητού και του νομικού φαινομένου. Είναι μια Επιστήμη «γοητευτική» με τον δικό της τρόπο, όταν την προσεγγίσει κανείς όχι αποκλειστικώς ως πεδίο γνώσης που εξασφαλίζει το επάγγελμα και τα προς το ζην -ναι, είναι και αυτό σαφώς σημαντικό- αλλά πριν απ’ όλα ως Επιστήμη κατά την ουσία της, και κατ’ ακρίβεια ως Επιστήμη των Θεσμών.

VII. Υπεράσπιση των Θεσμών

Άρα, κατά βάθος, ως Επιστήμη της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας –κατ’ εξοχήν δε της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας- και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Είναι, κατά βάση, η Επιστήμη η οποία κυρίως επικεντρώνεται στην εμβάθυνση της ουσίας του «αγαθού» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, το οποίο σήμερα στην κυριολεξία απαξιώνεται παγκοσμίως. Ακόμη και στον Ευρωπαϊκό χώρο, ακόμη και στον Τόπο μας τα φαινόμενα, δυστυχώς, δεν είναι παρήγορα. Οι Θεσμοί δεν λειτουργούν με την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα που απαιτεί η «αυθεντική» Δημοκρατία. Και αυτό έχει άμεσο αντίκτυπο στην Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, επέκεινα δε άμεσο αντίκτυπο στην Διάκριση των Εξουσιών, άμεσο αντίκτυπο στο Κράτος Δικαίου, άμεσο αντίκτυπο στην ακώλυτη άσκηση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ιδίως εμείς, οι Ευρωπαίοι Πολίτες, δεν μπορεί και δεν πρέπει να αισθανόμαστε υπερήφανοι για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί σήμερα η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία μας. Είμαστε όλοι υπεύθυνοι γι’ αυτό το φαινόμενο, και προεχόντως οι Νομικοί, που οφείλουν κατά την αποστολή τους να υπηρετούν με συνέπεια τους Θεσμούς. Εδώ και χρόνια μιλώ και γράφω για την «επικυριαρχία του οικονομικού επί του θεσμικού», προκειμένου να εξηγήσω τι συμβαίνει σ’ επίπεδο κατάλυσης των Θεσμών ή «παραλυσίας» των Θεσμών ή παρακμής των Θεσμών. Ώσπου, βεβαίως, αυτό επιβεβαιώθηκε και τεκμηριώθηκε πλήρως από τους τρεις εκείνους σημαντικούς επιστήμονες –είναι «πολύπλευροι» επιστήμονες, καίτοι επικεντρώνονται πρωτίστως στον οικονομικό χώρο- οι οποίοι πήραν το 2024 το Βραβείο Νόμπελ στην Οικονομία. Αυτοί οι τρεις, Ντάρον Ατζέμογλου, Σάϊμον Τζόνσον και Τζέϊμς Ρόμπινσον, ανέλυσαν την σημασία των Θεσμών για την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία και, γενικότερα, για την Δημοκρατία και για την Ελευθερία. Και την ανέλυσαν κυρίως σε οικονομικό επίπεδο γιατί η Οικονομία, η πραγματική Οικονομία, σε κάθε Δημοκρατική Χώρα είναι Ελεύθερη Οικονομία. Ελεύθερη Οικονομία αλλά όχι ασύδοτη Οικονομία. Και ανέλυσαν την σημασία των Θεσμών οι οποίοι «τιθασεύουν» ευεργετικώς την Οικονομία, κατά την «λογική» των «θεσμικών αντιβάρων». Ανέδειξαν δε την σημασία όχι μόνο των Δημόσιων Θεσμών αλλά και των Οικονομικών Θεσμών καθώς και των Κοινωνικών Θεσμών. Διότι οι Θεσμοί δεν έχουν αποκλειστικώς δημόσιο χαρακτήρα stricto sensu. Οι Θεσμοί είναι ένα πολύ γενικότερο φαινόμενο. Οι Θεσμοί, απ’ ό,τι φαίνεται και ξέρουμε, δεν «συμπλέουν» μόνο με τους stricto sensu Νομικούς Θεσμούς. Άρα, λοιπόν, οι νέοι Συνάδελφοι, οι Φοιτητές που έχουν μπει στην Νομική με τόσα όνειρα και που συνήθως δυστυχώς διαψεύδονται, ας νoιώσουν ειλικρινά αυτό που είπα πριν: Ότι η Νομική είναι μια «γοητευτική» Επιστήμη, κυρίως διότι «διακονεί» την Δημοκρατία, «διακονεί» την Ελευθερία. Δίχως Θεσμούς δεν μπορεί να λειτουργήσει η Δημοκρατία ως σύστημα πολιτικής και πολιτειακής οργάνωσης. Αυτό υπηρετούμε και οφείλουμε να υπηρετήσουμε ως Νομικοί. Αυτό προσπάθησα να κάνω σε ολόκληρη την ζωή μου. Αν το πέτυχα δεν ξέρω. Ότι έχω ελαττώματα το γνωρίζω. Ότι έχω τεράστιες ελλείψεις το αντιλαμβάνομαι καθημερινά, προδήλως δε όταν διαβάζω κάτι και λέω: «Και αυτό μου έχει ξεφύγει». Τότε καταλαβαίνω, βεβαίως, ότι τούτο είναι μια αυταπάτη. Γιατί δεν είναι μέσα στις δυνάμεις του ανθρώπου να τα ζήσει, να τα βιώσει, να τα μάθει όλα. Όταν καταλήξει σε αυτό το, κενό περιεχομένου, συμπέρασμα να ξέρετε ότι έχει αποτύχει. Εκείνος ο οποίος αισθάνεται ότι είναι κάτοχος της «αυθεντίας» και της «παντογνωσίας», ήδη βρίσκεται στο κατώφλι της παρακμής, δίχως δίοδο διαφυγής. Και δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση και όποια αξιώματα και αν καταλάβει κανείς, να αισθάνεται «αυτάρκης» και «βέβαιος» για τις γνώσεις του ή και για την «εμπειρία» του.

VΙII. «Ομολογία» και «απολογία» για την Φιλία

Σας κούρασα. Δεν θέλω να πω τίποτα παραπάνω γι’ αυτά τα οποία αφορούν την Νομική Επιστήμη, τους Συναδέλφους –ιδίως εκείνους που θέλουν ν’ ασχοληθούν με την Πολιτική- την σημασία της για την Δημοκρατία που κινδυνεύει σήμερα. Γυρίζω μόνο, εν επιλόγω, όπως ξεκίνησα από αυτή την Αίθουσα. Γυρίζω πάλι πίσω, προκειμένου να μιλήσω για τους Φίλους με τους οποίους συμπορευθήκαμε στον παρελθόν, για τους Συναδέλφους που έγραψαν σε αυτόν τον Τόμο, αλλά και άλλους που δεν συμμετέχουν γραπτώς. Ήταν Πρωτοχρονιά του 1981, μάλλον λίγες μέρες μετά, νομίζω την επομένη της Πρωτοχρονιάς. Περνούσα έξω από το βιβλιοπωλείο της «Εστίας» και μπήκα στο γραφειάκι -χώρο ελεύθερης σκέψης και έκφρασης- της αείμνηστης Μάνιας Καραϊτίδου, αυτής της εμβληματικής φυσιογνωμίας του Ελληνικού εκδοτικού χώρου. Μόλις είχε κυκλοφορήσει ένα βιβλίο καλαίσθητο, το οποίο και αγόρασα. Μου το συνέστησε εκείνη λέγοντάς μου: «Για πάρε το, θα σου αρέσει». Ήταν το βιβλίο του Αλέξη Μινωτή «Μακρινές φιλίες». Αξίζει τον κόπο να το διαβάσετε, υπάρχουν ακόμη κάποια αντίτυπα. Σε αυτό το βιβλίο ο «δύσκολος» -και με την «εμπειρία» της μεγάλης Κατίνας Παξινού- Αλέξης Μινωτής περιέγραφε τις φιλίες εκείνες που «φώτισαν» την ζωή του, την πορεία του, ακόμη και με ανθρώπους με τους οποίους δεν διατήρησε έως το τέλος την ίδια «ισχυρή» σχέση. Αλλά ανθρώπους με τους οποίους συμπορεύθηκε σε κρίσιμες στιγμές του. Και αυτό είναι που μένει ως ουσία της ουσιαστικής συντροφικότητας. Ξέρετε, δεν είναι μόνο οι «ανέφελες» φιλίες που «σημαδεύουν» τον άνθρωπο στην πορεία του. Είναι και αυτές οι φιλίες που διακόπτονται, επανέρχονται, και στο τέλος καθένας πρέπει μέσα του ν’ αναλογίζεται αν, εκτός από εκείνους που ανέκοψαν την κοινή πορεία, και ο ίδιος είναι υπεύθυνος ως προς τον τρόπο με τον οποίο τους αντιμετώπισε. Μια τέτοια αυτοκριτική χρειάζεται πάντοτε για να σε «προσγειώνει» στην πραγματικότητα και να σε κάνει ρεαλιστή και υπεύθυνο. «Ξεφυλλίζω» ξανά τις σελίδες αυτού του βιβλίου. Και έτσι ακριβώς αντιμετωπίζω όλους εκείνους τους Συναδέλφους με τους οποίους βαδίσαμε μαζί στην ζωή, έστω και με «διαλείμματα». Κρατάω από αυτούς, ακόμη και αν τώρα πια κάτι μπορεί να έχει «γκριζάρει», μόνο τα θετικά που βιώσαμε. Ώρες-ώρες καταλήγω, όταν συλλογιέμαι ότι κάτι «έχει ξεφτίσει» μεταξύ μας, έναν από τους έξοχους στίχους του Μιχάλη Γκανά: «Θα ’χουμε σε παλιό καθρέφτη γνωριστεί κι έμεινε αυτό το ράγισμα στα μάτια». Όμως, όπως ήδη είπα, μένει μέσα μου το «ίζημα» της συμπόρευσης, της κοινής εμπειρίας και, εν τέλει, της Φιλίας, όσο και αν κράτησε αυτή. Της Φιλίας με την έννοια που την έχει «υμνήσει» με τόσο απλά λόγια ο Τάσος Λειβαδίτης σε ένα μικρό ποίημά του, γραμμένο το 1957. Ο τίτλος του είναι «Συμφωνία αρ.1» και επιλέγω τον στίχο: «Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν από τη στιγμή που βρίσκουν μια θέση στη ζωή των άλλων». Για σκεφθείτε, πόσο σημαντικό είναι αυτό. Και πόσα οφείλω και εγώ σ’ εκείνους τους «άλλους» ανθρώπους, μέσα στην ζωή των οποίων βρήκα ώρες-ώρες τον εαυτό μου.

Αυτή την στιγμή, την κορυφαία για μένα στιγμή όπως μνημόνευσα, τώρα βέβαια που σιγά-σιγά η «αυλαία» της ακαδημαϊκής -και όχι μόνο- ζωής μου αρχίζει να «κατεβαίνει», στέκομαι μπροστά σας με τρία αισθήματα: Το ένα, εκείνο της ύψιστης τιμής που μου περιποιείτε όλοι όσοι είσθε εδώ, σ’ αυτή την σεμνή τελετή, και ιδίως εκείνοι που έγραψαν τον Τιμητικό μου Τόμο. Το δεύτερο αίσθημα είναι εκείνο της ταπεινότητας αφού, προσπαθούσα και προσπαθώ πάντοτε να συναισθάνομαι την προσκαιρότητα των «εγκοσμίων» και το πόσο η «δόξα» παρέρχεται. Όποια «δόξα» και αν είναι εκείνη που κάποτε αποζητήσαμε, ως ελάχιστο μέρος της «αιωνιότητας» η οποία αναλογεί -όσο αναλογεί- στους θνητούς. Και το τρίτο αίσθημα είναι εκείνο της γλυκιάς αλλά και βαθιάς νοσταλγίας για όσα «έφυγαν». Θα μου πείτε, νοσταλγώ τι; Να ξαναγύριζα πίσω; Δεν θα το έλεγα. Γιατί ήταν δύσκολα αυτά τα χρόνια. Τι μου μένει, λοιπόν, από αυτή την νοσταλγία; Μου μένουν οι αγώνες, μου μένουν τα ιδανικά που σε κρίσιμες ώρες μας ενέπνευσαν, μου μένουν οι αρχές και οι αξίες οι οποίες, όσο περνούν τα χρόνια, «φθίνουν», δεν τις «συναντάμε» πια στην καθημερινότητά μας, την «φτηνή» καθημερινότητά μας. Αν μου λείπει συνεπώς κάτι είναι η εποχή. Η εποχή εκείνη, η οποία έκλεινε μέσα της όλο αυτό το ανθρώπινο στοιχείο που πρέπει να μας συνέχει, να μας καθοδηγεί, έως το τέλος του επί γης βίου μας.

Σας ευχαριστώ θερμώς.

 

* Αντιφώνηση κατά την επίδοση Τιμητικού Τόμου για τον Προκόπιο Παυλόπουλο, στις 24.10.2024, στην Αίθουσα Τελετών του ΕΚΠΑ

Διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών, η κατοχύρωση του δικαιώματος, η λειτουργία της ΑΑΔΕ και η αξιολόγηση των υποκλοπων

Μάρκος Ν. Ρεντζούλας, Σύμβουλος Δημόσιας Διοίκησης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών προβλέπεται στο άρθρο 19 του Ελληνικού Συντάγματος. Αποτελεί ένα εκ των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και από κοινού με το άσυλο της κατοικίας και την προστασία των προσωπικών δεδομένων, διασφαλίζουν την προστασία του ιδιωτικού βίου. Παρά την ρητή κατοχύρωση του δικαιώματος στο Ελληνικό Σύνταγμα και σε διατάξεις διεθνών και ευρωπαϊκών κειμένων, και παρά την σύσταση ανεξάρτητης αρχής, της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), στην Χώρα μας η προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας έχει περάσει από πολλές «περιπέτειες», με αποτέλεσμα να αμφισβητείται στην πραγματικότητα η κατοχύρωση του δικαιώματος και ο πυρήνας του να αποδεικνύεται κούφιος .

Α. Διασάφηση Όρων
Η έννοια της «επικοινωνίας» μπορεί να λάβει διαφορετικές σημασίες. Αθροιστικά, μπορούμε να διακρίνουμε δύο κατηγορίες, την επικοινωνία εν στενή εννοία (stricto sensu επικοινωνία), δηλαδή την μεταβίβαση μηνύματος με προσδιορισμένο περιεχόμενο μεταξύ αυτών που επικοινωνούν, και την επικοινωνία εν ευρεία εννοία (lato sensu επικοινωνία) που δηλώνει κάθε ανθρώπινη σχέση . Το δικαίωμα του απορρήτου των επικοινωνιών που κατοχυρώνεται στο άρθρο 19 του Συντάγματος αφορά την επικοινωνία εν στενή εννοία . Αναλυτικότερα, ως επικοινωνία μπορεί να οριστεί, μεταξύ άλλων, η αποστολή μηνυμάτων/πληροφοριών από κάποιον που νοείται ως πομπός προς κάποιον που νοείται ως δέκτης και αντίστροφα, μέσω κοινού συστήματος σημάτων, συμβόλων ή τρόπων συμπεριφοράς . Εξαιρετικά χρήσιμος είναι και ο ορισμός του όρου της επικοινωνίας με βάση τον ν. 3471/2006, όπου ως επικοινωνία ορίζεται «κάθε πληροφορία που ανταλλάσσεται ή διαβιβάζεται μεταξύ ενός πεπερασμένου αριθμού μερών, μέσω μίας διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Δεν περιλαμβάνονται πληροφορίες που διαβιβάζονται ως τμήμα ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών στο κοινό μέσω δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι πληροφορίες μπορούν να αφορούν αναγνωρίσιμο συνδρομητή ή χρήστη που τις λαμβάνει».
Η επικοινωνία εν στενή εννοία αναλύεται πρώτον, στα βασικά της στοιχεία που περιλαμβάνουν τους επικοινωνούντες και το διαβιβαζόμενο μήνυμα, και δεύτερον, στα δευτερεύοντα στοιχεία της, δηλαδή το σήμα, το κανάλι, τα μέσα εν ευρεία εννοία και το μεταδότη . Περαιτέρω, η έννοια της «επικοινωνίας» μπορεί εννοιολογικά να διαιρεθεί στην άμεση επικοινωνία, δηλαδή στην επικοινωνία που διεξάγεται «ενώπιος ενωπίω» , και στην έμμεση επικοινωνία που τελείται μέσω της χρήσης κάποιου μηχανικού ή αναπαραστατικού μέσου, στη δημόσια και στην απόρρητη-μυστική επικοινωνία, και τέλος στη μονόδρομη και στην αμφίδρομη επικοινωνία .
Αποσαφήνιση χρήζει και η έννοια της «ανταπόκρισης» που αναφέρεται μαζί με την επικοινωνία στο άρθρο 19 του Συντάγματος. Ως όρος η επικοινωνία έχει ευρύτερο περιεχόμενο και εμπεριέχει τόσο την ανταπόκριση, όσο και τις επιστολές . Η συμπερίληψη του όρου των ανταποκρίσεων από τον συντακτικό νομοθέτη έγινε προκειμένου να καταστεί σαφές ότι περιλαμβάνεται και η εξ αποστάσεως επικοινωνία που διεξάγεται με τη χρήση τεχνικών μέσων, καλύπτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το συναφές εννοιολογικό περιεχόμενο από κάθε πιθανή μεταβολή που μπορεί να προκύψει από την εξέλιξη της τεχνολογίας .

Β. Η Ιστορική Πορεία του Δικαιώματος
Οι ρίζες του απορρήτου των επικοινωνιών εντοπίζονται στην αρχαία Ελλάδα, στη λατρεία του αγγελιαφόρου των θεών, του θεού Ερμή . Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα στην Ιλιάδα του Ομήρου, όπου περιγράφεται η χρήση διπλωμένου πίνακος προκειμένου να διαφυλαχθεί το απόρρητο του μηνύματος , αλλά και η περιγραφή της λακωνικής σκυτάλης, που τη μία κρατούσαν οι έφοροι και την άλλη ο αρχηγός του σπαρτιατικού στρατού που εκστράτευε . Αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι οι Αθηναίοι, ενώ είχαν κατασχέσει επιστολές του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου, δεν παραβίασαν αυτές που απευθύνονταν προς την Ολυμπιάδα . Μετά το τέλος της αρχαιότητας και καθόλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα το απόρρητο των επιστολών παραβιαζόταν συστηματικά από την εκάστοτε μοναρχική εξουσία . Αυτό οδήγησε στην κατοχύρωση, για πρώτη φορά, της προστασίας του απορρήτου κατά τη Γαλλική Επανάσταση το 1789 με δυο ψηφίσματα. Έκτοτε, το απόρρητο της επικοινωνίας άρχισε να κατοχυρώνεται σε εθνικά Συντάγματα και διεθνή κείμενα.
Στη Χώρα μας, η κατοχύρωση του απορρήτου της αλληλογραφίας, και συνεπώς και της επικοινωνίας, κατοχυρώθηκε για πρώτη φορά ευθέως – έμμεσα και αόριστα υπήρχε πρόβλεψη και στο άρθρο 13 του Συντάγματος της Τροιζήνας το 1827 – στο Σύνταγμα του 1844, όπου στο άρθρο 14 οριζόταν πως «Το απόρρητον των επιστολών είναι απαραβίαστον». Στο Σύνταγμα του 1864, άρθρο 20, προστέθηκε ο όρος «απολύτως». Ο δυναμικός αυτός όρος επελέχθη λόγω της συστηματικής παραβίασης του απορρήτου επί Όθωνος . Με το άρθρο 12 του Συντάγματος του 1927, το απόρρητο επεκτάθηκε στα τηλεφωνήματα και στα τηλεγραφήματα, ενώ στο άρθρο 20 του Συντάγματος του 1952 προβλεπόταν ότι «Το απόρρητο των επιστολών και της καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπο ανταποκρίσεως είναι απολύτως απαραβίαστο». Στο δικτατορικό Σύνταγμα του 1968 προστέθηκαν οι δύο σημερινές εξαιρέσεις για την άρση του απορρήτου την επικοινωνίας. Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας και την ψήφιση του Συντάγματος του 1975, το δικαίωμα προβλέφθηκε στο άρθρο 19, με την προσθήκη του επιθέτου «ελεύθερης» στην ανταπόκριση και του όρου «επικοινωνία», ενώ προστέθηκε και δεύτερο εδάφιο με επιφύλαξη υπέρ του νόμου για άρση του απορρήτου. Ως συνέπεια των παραπάνω προσθηκών, το άρθρο έλαβε την εξής μορφή: «Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος τροποποιήθηκε τελευταία φορά με την αναθεώρηση του 2001, όπου προστέθηκαν δύο νέοι παράγραφοι. Στην παράγραφο 2 του σημερινού άρθρου προβλέπεται η σύσταση ανεξάρτητης αρχής που θα διασφαλίζει το απόρρητο: «Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1». Στην τρίτη παράγραφο ορίζεται ότι «Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α».

 

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

Η ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ
ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ

I. Διεθνής και Ευρωπαϊκή Κατοχύρωση
Σε διεθνές επίπεδο το απόρρητο της επικοινωνίας κατοχυρώθηκε στα αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο χρόνια, με διατάξεις διεθνών κειμένων που διακήρυσσαν πανηγυρικά την προστασία των ιδιωτικών δικαιωμάτων που τόσο είχαν καταπατηθεί την προηγούμενη περίοδο. Πιο συγκεκριμένα, η προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών προβλέπεται στο άρθρο 12 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: «1. Κανείς δεν επιτρέπεται να υποστεί αυθαίρετες επεμβάσεις στην ιδιωτική του ζωή, την οικογένεια, την κατοικία ή την αλληλογραφία του.» (1948), στο άρθρο 17 του Διεθνούς Συμφώνου Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων (1966) και στο άρθρο 16 της Διεθνούς Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Παιδιού (1989). Στην αμερικανική ήπειρο προστατεύεται περαιτέρω με βάση το άρθρο 10 της Αμερικανικής Διακήρυξης (1948) και το άρθρο 11 της Αμερικανικής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (1969), ενώ στον αφρικανικό και ισλαμικό χώρο γίνεται έμμεση μόνον αναφορά στην προστασία του δικαιώματος από τον Αφρικανικό Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (1981) και την Διακήρυξη του Καΐρου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (1990).
Στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη η προστασία του δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών εδράζεται στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ, 1950). Υπό το πρίσμα της διάταξης αυτής, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έχει πολύ πλούσια και διαφωτιστική νομολογία αναφορικά με την ερμηνεία του άρθρου , παρέχοντας χρήσιμα εργαλεία και για την ερμηνεία των εθνικών συνταγματικών διατάξεων. Το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, στο ενωσιακό δίκαιο, αντιστοιχεί στο άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2000), με μόνη διαφορά την αντικατάσταση του όρου «αλληλογραφία» του Χάρτη με τον όρο «επικοινωνίες» στην ΕΣΔΑ, καθώς θεωρήθηκε ότι ο όρος «επικοινωνίες» εναρμονίζεται με τους σύγχρονους τρόπους ανταποκρίσεως και συμπεριλαμβάνει κάθε μέσο ανθρώπινης επικοινωνίας, που υπάρχει ή μπορεί να προκύψει από την τεχνολογική εξέλιξη . Συμπληρωματικό ως προς τον Χάρτη είναι το παράγωγο κοινοτικό κανονιστικό πλαίσιο, με μια σειρά από Οδηγίες που ενσωματώνονται στην εθνική νομοθεσία των κρατών-μελών της Ένωσης, θεσπίζοντας νέους κανόνες, διευρύνωντας το εύρος της προστασίας του δικαιώματος και αποσαφηνίζοντας κρίσιμους όρους και έννοιες που μεταβάλλονται διαρκώς, κυρίως στο πεδίο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας.

II. Συγκριτική Συνταγματική Επισκόπηση
Εκτός από την κατοχύρωση του δικαιώματος σε διεθνείς συνθήκες, η προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών προβλέπεται και στα εθνικά Συντάγματα των χωρών. Στη Δυτική και Βόρεια Ηπειρωτική Ευρώπη, το δικαίωμα κατοχυρώνεται με συντηρητικές διατάξεις πρώτης γενιάς στο άρθρο 29 του βελγικού Συντάγματος και το άρθρο 72 του Συντάγματος της Δανίας. Με διατάξεις δεύτερης γενιάς στο άρθρο 10 του γερμανικού Θεμελιώδους Νόμου, το άρθρο 18 του ισπανικού Συντάγματος και το άρθρο 13 του ολλανδικού Συντάγματος, ενώ διατάξεις τρίτης γενιάς περιλαμβάνονται στο άρθρο 8 του Συνταγματικού Νόμου της Φινλανδίας, το άρθρο 13 του ελβετικού Συντάγματος, το άρθρο 15 του ιταλικού Συντάγματος και τα άρθρα 34 και 32 του Συντάγματος της Πορτογαλίας. Ωστόσο, υπάρχουν και χώρες χωρίς ρητή συνταγματική προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας. Το Σύνταγμα της Γαλλίας δεν περιλαμβάνει κατάλογο θεμελιωδών δικαιωμάτων, εντούτοις, στο προοίμιό του διακηρύσσεται η προσήλωση του γαλλικού λαού στα δικαιώματα του ανθρώπου, όπως αυτά ορίστηκαν από την Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, στο άρθρο 11 της οποίας προστατεύεται η ελεύθερη επικοινωνία . Απουσία συνταγματικής κατοχύρωσης παρατηρείται επιπλέον στην Αυστρία και τη Σουηδία, όπου η έλλειψη συνταγματικής διάταξης καλύπτεται από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, ενώ στη Νορβηγία η κατοχύρωση του δικαιώματος βασίζεται στη συνταγματική διάταξη προστασίας της ελευθερίας του λόγου και την κοινή νομοθεσία.
Στις χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού τη δεκαετία του 1990, τα νέα Συντάγματα κινήθηκαν στο ίδιο πλαίσιο με αυτά της Δυτικής Ευρώπης. Στην πλειονότητα των εθνικών συνταγματικών κειμένων, η προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών κατοχυρώνεται με διατάξεις τρίτης γενιάς, όπως στο άρθρο 23 του ρωσικού Συντάγματος, το άρθρο 49 του πολωνικού Συντάγματος, το άρθρο 13 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών της Τσεχίας, το άρθρο 34 του Συντάγματος της Βουλγαρίας, το άρθρο 31 του ουκρανικού Συντάγματος, το άρθρο 28 του Συντάγματος της Ρουμανίας και το άρθρο 32 του Συντάγματος του Αζερμπαϊτζάν. Διάταξη δεύτερης γενιάς κατοχυρώνεται στο άρθρο 36 του Συντάγματος της Αλβανίας, ενώ προβληματική είναι η προστασία του δικαιώματος από το άρθρο 59 του Συντάγματος της Ουγγαρίας .
Στην αγγλοαμερικανική οικογένεια του common law, η προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας επιτυγχάνεται με διαφορετικούς όρους, δεδομένης της απουσίας ρητής συνταγματικής διάταξης, με σημαντικότερη παράμετρο τη σχετική με την αρχή της «privacy» νομολογία . Στις ΗΠΑ η προστασία του απορρήτου διασφαλίζεται μέσω της 4ης Τροποποίησης του Αμερικανικού Συντάγματος στα πλαίσια της προστασίας της ιδιωτικής ζωής . Στο Ηνωμένο Βασίλειο η προστασία της ιδιωτικότητας και συνεπώς και του απορρήτου της επικοινωνίας είναι ελλιπής, καθώς από την παράδοση η κρατική εξουσία είχε τη δυνατότητα να παραβιάζει το απόρρητο των επιστολών . Υπό αυτή την αγγλοσαξονική επιρροή τελεί και η προστασία του δικαιώματος στις έννομες τάξεις του Καναδά, της Αυστραλίας και της Ινδίας, όπου η προστασία επιτυγχάνεται μέσω της νομολογίας των δικαστηρίων και του κοινού δικαίου . Εξαίρεση των χωρών του common law αποτελεί το άρθρο 17 του Συντάγματος της Κύπρου, όπου συναντάται ρητή κατοχύρωση του απορρήτου των επικοινωνιών.
Ιδιαιτέρως διεξοδική είναι η προστασία του δικαιώματος στα περισσότερα Συντάγματα των χωρών της Κεντρικής και Λατινικής Αμερικής, παρά το πρόσφατο πολιτικό παρελθόν τους. Χαρακτηριστική είναι η κατοχύρωση του απορρήτου με διατάξεις τέταρτης γενιάς στο άρθρο 16 του Συντάγματος του Μεξικού, το άρθρο 24 του Συντάγματος της Κόστα Ρίκα και το άρθρο 48 του Συντάγματος της Βενεζουέλα, οι οποίες προβλέπουν την απαγόρευση χρήσης παράνομων αποδεικτικών μέσων. Διατάξεις τρίτης γενιάς εντοπίζονται στο άρθρο 5 του Συντάγματος της Βραζιλίας, το άρθρο 19 του Συντάγματος της Χιλής και το άρθρο 15 του Συντάγματος της Κολομβίας, ενώ πιο συντηρητικές είναι οι διατάξεις του άρθρου 29 του Συντάγματος του Παναμά και τα άρθρα 18 και 19 του Συντάγματος της Αργεντινής.
Στην Αφρική, υπάρχουν χώρες χωρίς συνταγματική εγγύηση του δικαιώματος, όπως η Ζάμπια και η Λιβύη, αλλά και χώρες όπου το απόρρητο κατοχυρώνεται με λακωνικό τρόπο, λ.χ. το άρθρο 11 του Συντάγματος του Μαρόκου, το άρθρο 39 του Συντάγματος της Αλγερίας και το άρθρο 13 του Συντάγματος της Μαδαγασκάρης. Στη Νότια Αφρική το δικαίωμα διασφαλίζεται στο άρθρο 14 του Συντάγματος ως ιδιαίτερη έκφανση της ιδιωτικής ζωής. Πληρέστερη είναι η κατοχύρωση του δικαιώματος από το άρθρο 28 του Συντάγματος του Κονγκό και το άρθρο 13 του Συντάγματος της Ναμίμπια.
Το απόρρητο των επικοινωνιών κατοχυρώνεται και στους συνταγματικούς χάρτες των κρατών της Ασίας. Στις ασιατικές ισλαμικές χώρες το απόρρητο, ενώ προστατεύεται συνήθως με διατάξεις τρίτης γενιάς, τελεί υπό τη γενική επιφύλαξη του νόμου . Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις του άρθρου 40 του Συντάγματος της Σαουδικής Αραβίας, το άρθρο 25 του Συντάγματος του Ιράν, το άρθρο 39 του Συντάγματος του Κουβέιτ κ.λπ. Επαυξημένη είναι η προστασία του δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 38 του Συντάγματος της Τουρκίας, με την απαγόρευση της χρήσης παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων σε ποινική δίκη . Στις έννομες τάξεις των χωρών της Άπω Ανατολής το δικαίωμα διακηρύσσεται ως ανεπιφύλακτο, άρθρο 18 του Συντάγματος της Νότιας Κορέας και άρθρο 12 του Συντάγματος της Ταϊβάν, ενώ στο άρθρο 16 του Συντάγματος της Μογγολίας και στο άρθρο 22 του Συντάγματος του Νεπάλ υπάρχει γενική επιφύλαξη υπέρ του νόμου. Διατάξεις τρίτης γενιάς περιλαμβάνονται στο άρθρο 37 του Συντάγματος της Ταϋλάνδης και το άρθρο 21 του Συντάγματος της Ιαπωνίας, ενώ και το άρθρο 40 του Συντάγματος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας κατοχυρώνει το απόρρητο της επικοινωνίας, προσδιορίζοντας μάλιστα, τις περιπτώσεις εξαιρέσεων. Ασφαλώς η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος και μόνο δεν συνεπάγεται την πραγματική προστασία των δικαιωμάτων, ιδιαιτέρως στον ισλαμικό κόσμο όπου παρατηρούνται πολλά προβλήματα.

III. Ερμηνεία του Άρθρου 19 του Συντάγματος
Α. Φορείς και Αποδέκτες
Φορείς του δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών είναι, εφόσον δεν υπάρχει κάποια αναφορά στη συνταγματική διάταξη, όλα τα φυσικά πρόσωπα, ανεξαρτήτως εθνικότητας και ασχέτως του αν πρόκειται για επικοινωνία εντός ή εκτός της ελληνικής επικράτειας . Κατά συνέπεια, υποκείμενα του ατομικού δικαιώματος είναι και οι αλλοδαποί και οι ανιθαγενείς . Το απαραβίαστο του απορρήτου ισχύει και όταν η επικοινωνία αφορά πρόσωπα που βρίσκονται κάτω από καθεστώς ειδικών σχέσεων εξουσίασης, π.χ. πρόσωπα που υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις, ακόμη και φυλακισμένους . Βέβαια, είναι συνταγματικά ανεκτός ο έλεγχος των επιστολών που απευθύνεται στους τελευταίους, εφόσον γίνεται ενώπιον του παραλήπτη τους, με αποκλειστικό σκοπό την έρευνα περί ύπαρξης απαγορευμένων ουσιών . Φορείς του δικαιώματος είναι όμως και τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ), συνεπώς και όλα τα ημεδαπά ή αλλοδαπά νομικά πρόσωπα, ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, τα πολιτικά κόμματα κ.λπ. . Προβληματισμός υπάρχει για το αν τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ) είναι φορείς των συνταγματικών δικαιωμάτων, ωστόσο, στις περιπτώσεις που υπάρχει πρόβλεψη περί αυτοδιοικήσεώς τους εκ του Συντάγματος, όπως στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα (ΑΕΙ), θεωρείται απολύτως συμβατό .
Αποδέκτης της συνταγματικής επιταγής ήταν αρχικά μόνον το κράτος που διέθετε το μονοπώλιο της μεταφοράς της αλληλογραφίας μέσω των ταχυδρομείων, καθώς επίσης και της τηλεγραφικής και τηλεφωνικής ανταπόκρισης, είτε άμεσα μέσω κρατικών υπηρεσιών είτε έμμεσα, με δημόσιες εταιρείες που ίδρυε και έλεγχε ( π.χ. ΕΛΤΑ, ΟΤΕ) . Σήμερα, όμως, που το Κράτος έχει παύσει να διαθέτει το μονοπώλιο του ταχυδρομικού έργου, της κινητής τηλεφωνίας και ιδίως των νέων υπηρεσιών του διαδικτύου, των οποίων το μεγαλύτερο μέρος ανήκει σε ιδιωτικές εταιρείες, αποδέκτες του δικαιώματος θεωρούνται και οι ιδιώτες, καθώς δεν θα μπορούσε να μείνει συνταγματικά απροστάτευτο ένα τόσο μεγάλο μέρος των υπηρεσιών επικοινωνίας . Το δικαίωμα, επομένως, ισχύει και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, δηλαδή τριτενεργεί με βάση το άρθρο 25, παρ. 1 του Συντάγματος. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας, στην έννοια των ιδιωτών συμπεριλαμβάνονται και οι τηλεοπτικές επιχειρήσεις όταν αναμεταδίδουν δημόσια πληροφορίες που ληφθήκαν μέσω ενεργειών που παραβιάζουν το απόρρητο της επικοινωνίας . Συνεπώς, φορείς και αποδέκτες του σχετικού δικαιώματος είναι άπαντες.

Β. Περιεχόμενο-Πεδίο Προστασίας
Το άρθρο 19, παρ. 1, εδ. α´του Συντάγματος ορίζει ότι «το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο». Το δικαίωμα εμπεριέχει δύο στοιχεία: α) την ελευθερία της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας κάθε είδους και β) το απόρρητο όλων αυτών των μορφών επικοινωνίας, με την προϋπόθεση ότι όλοι όσοι επικοινωνούν επιθυμούν να διατηρήσουν τη μυστικότητα τους και έλαβαν τα κατάλληλα προς τούτο μέτρα . Ο όρος «απόρρητο», δηλαδή, δηλώνει τη μυστικότητα. Εάν όμως, κάποιος από τους επικοινωνούντες δεν θέλει να διατηρήσει τη μυστικότητα της επικοινωνίας, τότε δεν τίθεται ζήτημα απορρήτου των ανταποκρίσεων, αλλά ελευθερίας της έκφρασης . Επίσης, εάν μόνο ο ένας από τους δύο επικοινωνούντες θέλει να διατηρήσει τη μυστικότητα, τότε προστατευτέο έννομο αγαθό είναι ο ιδιωτικός βίος του πρώτου . Απόρρητο λοιπόν υπάρχει όταν λ.χ. η επιστολή είναι σφραγισμένη ή το κύκλωμα επικοινωνίας είναι κλειστό, ενώ αν η επιστολή εκούσια και αβίαστα αφέθηκε ανοιχτή χωρίς φάκελο από τον αποστολέα, τότε δεν καλύπτεται από το απόρρητο των επιστολών . Βεβαίως, απαραίτητη προϋπόθεση της ελεύθερης επικοινωνίας είναι η δυνατότητα των μερών να επικοινωνούν ελεύθερα και απαλλαγμένα από το άγχος ότι κάποιος τους παρακολουθεί ή μπορεί να χρησιμοποιήσει το περιεχόμενο της επικοινωνίας για να τους ελέγξει ή ακόμη και να τους βλάψει .
Το άρθρο 19 του Συντάγματος διασφαλίζει την προστασία του απορρήτου για κάθε μέσο επικοινωνίας, υπαρκτό ή μελλοντικό, εφόσον είναι κατάλληλο για τη διεξαγωγή επικοινωνίας μέσα σε περιβάλλον οικειότητας και εμπιστοσύνης. Εφαρμόζεται, συνεπώς, εκτός από τις επιστολές-γραπτά μηνύματα και σε οποιαδήποτε άλλη μορφή επικοινωνίας, μέσω λ.χ. τηλεγραφημάτων, φαξ, κινητού ή σταθερού τηλεφώνου, καθώς και στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, όπως: ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (e-mail), κλήση ή βιντεοκλήση μέσω διαδικτύου . Παρά τις αρχικές αντιθέσεις συνταγματολόγων, γνωμοδοτήσεων και της πιο πρόσφατης νομολογίας του Αρείου Πάγου , στο απόρρητο υπάγονται τόσο τα εσωτερικά, το περιεχόμενο δηλαδή, όσο και τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας. Τα τελευταία ενδεικτικώς περιλαμβάνουν τα στοιχεία ταυτότητας των επικοινωνούντων, τα δεδομένα κινήσεως και θέσεως, τη χρονική στιγμή της επικοινωνίας και τη διάρκειά της, τον τόπο των συνδιαλέξεων, τους τηλεφωνικούς αριθμούς ή τη διεύθυνση ΙP εάν πρόκειται για υπηρεσίες του διαδικτύου κ.ο.κ. . Η θέση αυτή επιρρωνύεται από την πλούσια νομολογία του ΕΔΔΑ , το οποίο έκρινε – με βάση το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ – ότι τα εξωτερικά στοιχεία αποτελούν «αναπόσπαστο κομμάτι της τηλεφωνικής επικοινωνίας». Η προστασία των εξωτερικών στοιχείων προβλέπεται και από οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν ενσωματωθεί στο εσωτερικό δίκαιο με τους 3471/2006 και 3817/2011 νόμους, ενώ προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η σχετική Γνωμοδότηση 1/2005 της ΑΔΑΕ.

Γ. Άρση του Απορρήτου-Περιορισμοί
Με τη διάταξη του εδ. β´, παρ. 1 του Άρθρου 19 του Συντάγματος το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο χαρακτηρίζεται ως «απόλυτα απαραβίαστο». Η επιλογή του όρου «απόλυτα απαραβίαστο» έγινε από τον συντακτικό νομοθέτη για ιστορικούς λόγους, προσθέτοντας ειδικό κύρος στο δικαίωμα, και με στόχο να διασφαλισθεί η άσκηση ενός δικαιώματος που παρουσιάζει υψηλό δείκτη διακινδυνεύσεως . Έτσι, η λέξη «απόλυτα» σημαίνει άμεσα εφαρμοστέο κανόνα απαγορεύσεως οποιασδήποτε μορφής παραβιάσεως του απορρήτου της επικοινωνίας, για οποιοδήποτε λόγο και από οποιοδήποτε αποδέκτη του δικαιώματος . Επίσης, δηλώνει την υποχρέωση της Πολιτείας να λαμβάνει θετικά μέτρα για την προστασία του δικαιώματος αλλά ταυτόχρονα, και τον περιορισμό των φορέων που είναι υπεύθυνοι για τη διεξαγωγή της επικοινωνίας από τη λήξη μέτρων που δυσχεραίνουν ή ακόμη και αφήνουν χώρο για την παραβίαση του απορρήτου .
Ωστόσο, το ίδιο το Σύνταγμα με το αμέσως επόμενο εδάφιο κάμπτει την αρχή της απολυτότητας καθώς προβαίνει σε πρόβλεψη περιορισμών του δικαιώματος. Ειδικότερα, σύμφωνα με το Άρθρο 19, παρ.1, εδ. β´ «Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Η διάταξη αυτή θέτει το απόρρητο των επικοινωνιών υπό την επιφύλαξη του νόμου (τυπικού ή κανονιστική πράξη της διοικήσεως, όχι ατομική) και κατά συνέπεια ο περιορισμός δεν μπορεί να ισχύσει απευθείας εκ του Συντάγματος ούτε μπορεί να εφαρμοστεί in concreto από τη διοίκηση κατ’εφαρμογή της συνταγματικής διάταξης . Επιπλέον, οι περιορισμοί μπορούν να εφαρμοσθούν μόνο έπειτα από προηγούμενη εντολή αρμόδιου δικαστικού λειτουργού και όχι από τη διοίκηση, η οποία ωστόσο μπορεί να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο . Η δικαστική αρχή έχει υποχρέωση να ακολουθεί σαφώς καθορισμένες διαδικασίες κατά τη λήψη της σχετικής απόφασης, οι οποίες προσδιορίζονται από σχετικό νόμο, έτσι ώστε να μην θίγεται η ιδιωτική ζωή του ατόμου, παρά μόνο στο μέτρο και για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται αυτό απολύτως αναγκαίο . Απαραίτητη προϋπόθεση είναι και η ύπαρξη εγγυήσεων που να αποτρέπουν την πρόσβαση στις επικοινωνίες, να παρεμποδίζουν την επιβολή αντισυνταγματικού περιορισμού ή κατάχρησης των περιορισμών και να εγγυώνται την εφαρμογή του συστήματος «περιορισμού των περιορισμών», ιδίως τις αρχές της αναλογικότητας και της μη προσβολής του πυρήνα του δικαιώματος .
Η ίδια η συνταγματική διάταξη προβλέπει περιοριστικά την άρση του απορρήτου για δύο μόνο περιπτώσεις, για λόγους εθνικής ασφάλειας και για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Η πρόβλεψη αυτή επελέγη λόγω του μεγάλου κινδύνου καταχρήσεως του δικαιώματος, ιδιαίτερα αναφορικά με την πρώτη προϋπόθεση της εθνικής ασφάλειας . Πρόκειται για έναν όρο που είναι καταρχήν πολύ γενικός και αόριστος, παρά ταύτα αναφέρεται στην προάσπιση της χώρας έναντι εξωτερικών κινδύνων, στην υπεράσπιση της εθνικής ακεραιότητας και της εθνικής ανεξαρτησίας . Σε καμία περίπτωση δεν περιλαμβάνει γενικά τη δημόσια ασφάλεια που αναφέρεται στην εσωτερική έννομη τάξη . Προβληματισμό γεννά η υπέρμετρη διεύρυνση της έννοιας της «εθνικής ασφάλειας» ακόμη και μετά την ψήφιση του άρθρου 3 του πρόσφατου ν. 5002/2022 . Κίνδυνος όμως υπάρχει και για τον ορισμό του ιδιαίτερα σοβαρού εγκλήματος. Πρόκειται για μια αόριστη νομική έννοια που ωστόσο είναι στενότερη εκείνης του κακουργήματος . Η εν λόγω έννοια εξειδικεύεται από το άρθρο 4, παρ. 1 του εκτελεστικού του Συντάγματος νόμου, ν. 2225/1994, που προβλέπει την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για τη διακρίβωση συγκεκριμένων κακουργημάτων που προβλέπονται ρητά στον Ποινικό Κώδικα, ενώ αντικαταστάθηκε με τον πρόσφατο ν. 5002/2022, στο άρθρο 6, παρ.1-3 του οποίου υπάρχει ένας σαφώς διευρυμένος κατάλογος εγκλημάτων. Ωστόσο, ως ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα πρέπει να ορίζονται περιοριστικά συγκεκριμένα μόνο εγκλήματα . Δεν προβλέπονται εξαιρέσεις από το απόρρητο των επικοινωνιών στο πλαίσιο ειδικών εξουσιαστικών σχέσεων εκούσιας ή ακούσιας μορφής . Τέλος, το εξεταζόμενο δικαίωμα υπόκειται σε αναστολή και υπό τους όρους του άρθρου 48, παρ. 1 του Συντάγματος. Κανένας άλλος περιορισμός δεν προβλέπεται πέραν των ανωτέρω.

Δ. Η Συνταγματική Πρόβλεψη περί Ιδρύσεως Ανεξάρτητης Αρχής
Με την αναθεώρηση του Συντάγματος από την Ζ´ Αναθεωρητική Βουλή το 2001 προστέθηκε δεύτερη παράγραφος στο άρθρο 19 που προβλέπει: «Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1». Η αναφορά αυτή στις αρμοδιότητες και την αποστολή της αρχής δηλώνει ότι ο σχετικός εφαρμοστικός νόμος οφείλει να την εξοπλίσει με τις αρμοδιότητες εκείνες που θα καθιστούν εφικτή τη διασφάλιση του απορρήτου των ανταποκρίσεων . Παρά την πολυεπίπεδη προστασία του δικαιώματος, προβλέφθηκε η σύσταση ανεξάρτητης αρχής, χωρίς επωνυμία, μίας μάλιστα εκ των πέντε συνταγματικά προβλεπόμενων ανεξάρτητων αρχών, προκειμένου να διασφαλιστεί το απόρρητο έτι περαιτέρω, καθώς υποθέσεις τηλεφωνικών υποκλοπών απασχολούσαν συχνά τις δικαστικές αρχές και την κοινή γνώμη . Η επιλογή αυτή του αναθεωρητικού νομοθέτη έγινε με αφορμή τις αποφάσεις της Βουλής για παραπομπή δύο πρώην πρωθυπουργών στο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 86 του Συντάγματος το 1989 και το 1994, με κατηγορίες για ηθική αυτουργία σε υποκλοπές, αν και εν τέλει, και στις δύο περιπτώσεις η δίωξη ανεστάλη έπειτα από νέα απόφαση της Βουλής πριν την έναρξη της διαδικασίας στο ακροατήριο . Η πρόβλεψη περί ιδρύσεως ανεξάρτητης αρχής συνιστά θεσμική εγγύηση για τη διασφάλιση του απορρήτου της επικοινωνίας . Πολύ συχνά μάλιστα έχει φανεί στην πράξη ότι η μόνη αξιόπιστη εγγύηση για την προστασία του ιδιωτικού βίου είναι οι ανεξάρτητες αρχές .
Η ανεξάρτητη αρχή τελεί υπό τις εγγυήσεις του άρθρου 101Α, παρ. 1 του Συντάγματος, αναφορικά με την επιλογή, τη θητεία και την ανεξαρτησία, προσωπική και λειτουργική, των μελών της. Επιπροσθέτως, με βάση το άρθρο 101Α, παρ. 1, 2 εδ. α´ και β´, απαιτείται η έκδοση οργανικού νόμου για τον καθορισμό της διάρκειας της θητείας των μελών της ανεξάρτητης αρχής και της προσωπικής και λειτουργικής τους ανεξαρτησίας, καθώς και για τα ανάλογα προσόντα, την επιλογή και την υπηρεσιακή κατάσταση του επιστημονικού και λοιπού προσωπικού της υπηρεσίας. Με την ίδια διάταξη (παρ. 2, εδ. γ´, δ´, ε´), προβλέπεται η επιλογή των μελών της αρχής να γίνεται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, για τη λήψη της οποίας στο παρελθόν απαιτούνταν ομοφωνία ή αυξημένη πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων, ενώ με την αναθεώρηση του άρθρου από την Θ´ Αναθεωρητική Βουλή το 2019, πλέον η απόφαση λαμβάνεται με πλειοψηφία των τριών πέμπτων των μελών της. Η θητεία των μελών των ανεξάρτητων αρχών παρατείνεται έως τον διορισμό νέων, ενώ τα σχετικά με τη διαδικασία επιλογής των μελών, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής ορίζονται από τον Κανονισμό της Βουλής. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 101Α, ο ΚτΒ ρυθμίζει και τις σχέσεις των ανεξάρτητων αρχών με τη Βουλή, ενώ προβλέπεται ρητά ότι η λειτουργία τους υπάγεται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο. Επισημαίνεται, πάντως, ότι η ανεξάρτητη αρχή δεν μπορεί να λάβει αποφάσεις για την άρση του απορρήτου, καθώς η αποκλειστική αρμοδιότητα ανήκει στις δικαστικές αρχές, ενώ η δράση της περιορίζεται στον προληπτικό έλεγχο και στην επιβολή διοικητικών κυρώσεων σε όσους παραβιάζουν το απόρρητο .

Ε. Απαγόρευση Χρήσεως Παρανόμως Κτηθέντων Αποδεικτικών Μέσων

Εξόχως σημαντική είναι η διάταξη του άρθρου 19, παρ. 3 του Συντάγματος, η οποία προστέθηκε με την αναθεώρηση του 2001 και ορίζει τα εξής: «Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α». Η συνταγματική πρόβλεψη αυτή συμπληρώνει το άρθρο 19, καθιστώντας το μια χαρακτηριστική δέσμη διατάξεων τέταρτης γενιάς . Η ως άνω διατύπωση, με βάση τη γραμματική και την ιστορική ερμηνεία, είναι σαφής και καθιστά με τρόπο απόλυτο την απαγόρευση χρήσεως αποδεικτικών μέσων που αποκτώνται κατά παράβαση του ιδίου άρθρου και των άρθρων 9 και 9Α του Συντάγματος . Βέβαια, στη πράξη έχει αποδειχθεί ότι η συνταγματική πρόβλεψη, αν και πρωτοποριακή, είναι προβληματική, καθώς φαίνεται να παραβλέπει τη σύγκρουση με άλλα συνταγματικά δικαιώματα και να ενέχει κινδύνους .
Υποστηρίζεται λοιπόν, από τη θεωρία, ότι η απολυτότητα της απαγόρευσης χρήσης παράνομων αποδεικτικών μέσων δεν συνεκτιμά, αρχικά, τις προβλεπόμενες εκ του ίδιου του Συντάγματος κάμψεις του απορρήτου των επικοινωνιών (άρθρο 19, παρ. 1 Συντ.), του ασύλου και της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής (άρθρο 9, παρ. 1 Συντ.), καθώς και την επιφύλαξη του κοινού νομοθέτη για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9Α Συντ.) . Επιπλέον, είναι προφανές ότι η απόλυτη απαγόρευση συγκρούεται με την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας να σέβεται την αξία του ανθρώπου (άρθρο 2, παρ. 1 Συντ.) αλλά και το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας (άρθρο 20, παρ. 1 Συντ.) . Ειδικά δε στην περίπτωση κατηγορουμένου για ποινικό αδίκημα, περιορίζεται άρδην το δικαίωμα της αποδείξεως της αθωότητάς του και συνεπώς η τιμή και η ελευθερία του (άρθρο 5, παρ. 2 Συντ.) .
Ως εκ τούτου, ορθώς έγινε αποδεκτό ότι ενόψει της θεμελιώδους διάταξης προστασίας της αξίας του ανθρώπου και του γεγονότος ότι η τιμή και η ελευθερία του ατόμου καταπατώνται σε περίπτωση μη απόδειξης της αθωότητάς του, αίρεται η απόλυτη απαγόρευση χρήσεως παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, όταν αυτά συνιστούν το μοναδικό μέσο για την απόδειξη της αθωότητας του κατηγορουμένου, πάντοτε υπό τον περιορισμό της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25, παρ. 1 Συντ.), σταθμίζοντας δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση τη βαρύτητα του εγκλήματος και το κατά πόσον το εν λόγω αποδεικτικό μέσο είναι αναγκαίο και πρόσφορο για την απόδειξη της αθωότητας του κατηγορουμένου . Την άποψη αυτή υιοθέτησε εμμέσως ο κοινός νομοθέτης με τους ν. 3090/2002, ν. 3674/2008, ν. 4356/2015 και ν. 4637/2019, με μεγάλη όμως αστάθεια και ενίοτε κατά τρόπο επικίνδυνο, στην περίπτωση χρήσης παράνομων αποδεικτικών μέσων για οικονομικά εγκλήματα που εισήγαγε ο νόμος του 2015 , αλλά και η νομολογία του Αρείου Πάγου . Συνεπώς, το απόρρητο μπορεί να αίρεται προκειμένου να απαλλαγεί ένας αθώος ή να αποφευχθεί μια άδικη βαρύτερη καταδίκη, και φυσικά στις περιπτώσεις που τα αποδεικτικά στοιχεία αποκτήθηκαν κατά τους όρους των άρθρων 9, παρ. 1, 9Α και 19, παρ. 1 του Συντάγματος .

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΠΕΡΙ
ΣΥΣΤΑΣΕΩΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ

I. Η Εθνική Επιτροπή Προστασίας του Απορρήτου των Επικοινωνιών του Ν. 2225/1994

Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 προβλέφθηκε με τον ν. 2225/1994 η ίδρυση της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΕΘΕΠΑΕ). Επρόκειτο για μία από τις πρώτες ανεξάρτητες διοικητικές αρχές που συστάθηκαν στην Ελλάδα, στα πλαίσια της μεταφοράς αυτών των νεωτερικών θεσμών από τις ΗΠΑ και τη Γαλλία στον ελληνικό χώρο, φιλοδοξώντας να αποτελέσει θεσμική εγγύηση που θα περιβάλλει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το απόρρητο των επικοινωνιών και θα καθιστά αποτελεσματικότερη την προστασία του, ιδίως απέναντι στις σύγχρονες τεχνολογικές και επιστημονικές απειλές . Η ΕΘΕΠΑΕ είχε επιφορτιστεί από τον κοινό νομοθέτη με την αποστολή: πρώτον, να προστατεύει το κατά το Άρθρο 19 του Συντάγματος απόρρητο των επιστολών και της τηλεφωνικής και κάθε άλλης μορφής τηλεπικοινωνιακής ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, και δεύτερον, να ασκεί τον έλεγχο της τήρησης των όρων άρσης του απορρήτου που έθεσε η δικαστική αρχή.
Η ΕΘΕΠΑΕ, κατά το άρθρο 1 του ν. 2225/1994, εξυπηρετούνταν από δική της γραμματεία στην οποία προΐστατο ο πρόεδρος της Επιτροπής. Ως Πρόεδρος οριζόταν από τον Πρόεδρο της Βουλής ένας Αντιπρόεδρος της Βουλής. Μέλη της αποτελούσαν ένας βουλευτής-εκπρόσωπος κάθε κόμματος που διέθετε κοινοβουλευτική ομάδα, καθώς και ένα πρόσωπο εγνωσμένου κύρους και με ειδικές γνώσεις σε θέματα επικοινωνιών. Η θητεία των μελών διαρκούσε όσο και η βουλευτική περίοδος κατά την οποία διορίστηκαν, ενώ υπήρχε πρόβλεψη και για τους αναπληρωτές των μελών της Επιτροπής. Επιπλέον, προβλεπόταν η συνοδεία των εκπροσώπων των κομμάτων στις συνεδριάσεις και τις άλλες ενέργειες της ΕΘΕΠΑΕ από ειδικούς τεχνικούς συμβούλους για την υποστήριξή τους σε τεχνικά ζητήματα. Λειτουργούσε κυρίως συλλογικά, υπήρχε όμως η δυνατότητα η διενέργεια συγκεκριμένων πράξεων να αποφασίζεται από τουλάχιστον τριμελή κλιμάκια. Οι αποφάσεις για τις ενέργειές της λαμβάνονταν με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών, ενώ σε περίπτωση ισοψηφίας υπερίσχυε η ψήφος του προέδρου.
Για την επιτέλεση των καθηκόντων της η ΕΘΕΠΑΕ είχε εφοδιαστεί κυρίως με ελεγκτικές και γνωμοδοτικές αρμοδιότητες (άρθρο 2). Στις κυριότερες ελεγκτικές αρμοδιότητές της περιλαμβάνονταν η επιθεώρηση χωρίς προειδοποίηση δημόσιων και ιδιωτικών φορέων, η λήψη χρήσιμων πληροφοριών από τους ως άνω φορείς, η κλήση σε ακρόαση προσώπων, η αίτηση προς την αρμόδια δικαστική αρχή για την κατάσχεση των μέσων παραβίασης του απορρήτου και ο έλεγχος της συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων για την άρση του απορρήτου. Επιπρόσθετα, διέθετε την αρμοδιότητα να γνωστοποιεί την άρση του απορρήτου, έπειτα από τη λήξη του μέτρου και εφόσον δεν διακινδυνευόταν ο σκοπός του (άρθρο 5, παρ. 9). Ιδιαιτέρως σημαντική ήταν η υποχρέωσή της να υποβάλλει στο τέλος κάθε χρόνου ετήσια έκθεση πεπραγμένων στη Βουλή.
Ο ν. 2225/1994 προέβλεπε στα άρθρα 3 και 4 αντιστοίχως, διαφορετική διαδικασία για την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας και διαφορετική για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Ο νομοθέτης δεν προσδιόριζε επακριβώς τους λόγους εθνικής ασφάλειας και δεν εξειδίκευε τις δημόσιες αρχές που θα ήταν αρμόδιες προς τούτο, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ασάφεια αλλά και ένταση με τα άρθρα 19 και 25 του Συντάγματος . Αναφορικά δε με τη διακρίβωση εγκλημάτων, απαριθμούνταν περιοριστικά συγκεκριμένα μόνο κακουργήματα. Στην πρώτη περίπτωση αποφάσιζε Εισαγγελέας Εφετών, ενώ στην δεύτερη Δικαστικό Συμβούλιο, αμφότεροι εντός είκοσι τεσσάρων ωρών. Η συμμετοχή δικαστικού λειτουργού στην διαδικασία άρσης ως εγγυητική και νομιμοποιητική λειτουργία , παρότι απαιτείτο και στις δύο περιπτώσεις, παρουσιάζει μια σημαντική διαφοροποίηση: η εισαγγελική διάταξη (άρθρο 5) στην άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας δεν περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο του θιγομένου, ούτε και την αιτιολογία της επιβολής της άρσης. Η έλλειψη αυτών των στοιχείων δημιουργεί ζητήματα σύγκρουσης με τις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές της νομιμότητας, της αναλογικότητας, της διαφάνειας και του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, ενώ η όλη διαδικασία καλύπτεται από ένα πέπλο μυστικότητας .
Συνολικά η ΕΘΕΠΑΕ λειτούργησε για οκτώ περίπου χρόνια και η συνεισφορά της, εάν κρίνουμε από τις ετήσιες εκθέσεις της, μπορεί να χαρακτηριστεί αναμφίβολα θετική . Αυτό γίνεται ακόμα πιο φανερό εάν λάβουμε υπόψη μας την ελλιπή οικονομική και υλικοτεχνική υποστήριξη της Επιτροπής από τον κρατικό μηχανισμό κατά τα τέσσερα πρώτα έτη της λειτουργίας της , την καθυστέρηση κατά πέντε χρόνια του αναγκαίου Προεδρικού Διατάγματος για την οργάνωσή της (πδ 137/1999), αλλά και την ανεπαρκή υποστήριξη που παρεσχέθη με βάση το τελευταίο, παρά τη ρητή πρόβλεψη του νομοθέτη αλλά και του ίδιου του Συντάγματος, ως υποχρέωση της Πολιτείας για θετική προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών . Έτσι, με την αναθεώρηση του 2001, ορισμένες προβλέψεις του ν. 2225/1994 κατέστησαν ασύμβατες με τις νέες διατάξεις του Συντάγματος. Σε αντίθεση με τα όσα προέβλεπε ο κοινός νομοθέτης, το νέο άρθρο 101Α, παρ. 2 του Συντάγματος όριζε διαφορετική διαδικασία για την επιλογή των μελών των ανεξάρτητων αρχών , ενώ πλέον με το άρθρο 56, παρ. 3 η ιδιότητα μέλους αποτελεί κώλυμα εκλογιμότητας για το βουλευτικό αξίωμα. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η λειτουργία της ΕΘΕΠΑΕ ήρθε σε δυσαρμονία με τις νέες συνταγματικές διατάξεις και προέκυψε η ανάγκη για ένα νέο νομοθετικό πλαίσιο που θα εξειδικεύει την επιταγή των άρθρων 19 και 101Α του Συντάγματος.

ΙΙ. Η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών του Ν. 3115/2003
Α. Σύσταση και Λειτουργία
Η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών συστάθηκε με τον εκτελεστικό του Συντάγματος ν. 3115/2003 ως θεσμική εγγύηση της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών , όπως ισχύει σήμερα έπειτα από διαδοχικές τροποποιήσεις. Ο νόμος αυτός κατήργησε τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 6 του ν. 2225/1994 περί ΕΘΕΠΑΕ. Ο ν. 3315/2003 είναι ειδικότερος του ν. 3051/2002, όπως ισχύει σήμερα, που ρυθμίζει τα περί των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών, και πλέον θέματα που αφορούν την ΑΔΑΕ ρυθμίζονται κατά ειδικό τρόπο μόνο από αυτόν. Σύμφωνα με το άρθρο 1, παρ. 1 του ν. 3115/2003, σκοπός της ανεξάρτητης αρχής είναι είναι η προστασία του απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο κατά το άρθρου 19, παρ. 1 του Συντάγματος, ενώ στην έννοια της προστασίας του απορρήτου περιλαμβάνεται και ο έλεγχος της τήρησης των όρων και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου. Η ΑΔΑΕ ως ανεξάρτητη αρχή διαθέτει ξεχωριστή νομική προσωπικότητα. Ο ν. 3115/2003 της παρέχει ρητώς διοικητική αυτοτέλεια, ενώ υπόκειται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό της Βουλής (άρθρο 1, παρ. 3). Ως έδρα της ορίζεται η Αθήνα, ωστόσο ύστερα από απόφασή της μπορεί να εγκαθιστά και να λειτουργεί γραφεία και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας (άρθρο 1, παρ. 2).
Κατά το άρθρο 7, παρ.1 του ν. 3115/2003, η δράση της εποπτικής αρχής διέπεται από τις αρχές της διαφάνειας, της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας. Η αρχή της διαφάνειας συνεπάγεται ότι τα μέλη και το προσωπικό της ΑΔΑΕ δεν μπορούν να ενεργούν υπό μυστικότητα, για παράδειγμα προσποιούμενοι τους πελάτες ώστε να διεξάγουν κρυφό έλεγχο, και εφαρμόζεται κατά την εξέταση των καταγγελιών, την ακρόαση των ενδιαφερομένων αλλά και τη λήψη της απόφασης για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων . Η αρχή της αντικειμενικότητας επιτάσσει τη διεξαγωγή ελέγχων βάσει αντικειμενικών δεδομένων και με όμοιο τρόπο, ενώ η αρχή της αμεροληψίας εφαρμόζεται τόσο κατά τη διενέργεια ελέγχων όσο και κατά την επιβολή κυρώσεων .
Η ΑΔΑΕ συνέρχεται στην έδρα της, εκτός αν έχει οριστεί διαφορετικά προηγουμένως (άρθρο 7, παρ. 3). Συνεδριάζει τακτικά τουλάχιστον μία φορά το μήνα, αλλά και εκτάκτως, εφόσον ζητηθεί από τον Πρόεδρο ή από δύο τουλάχιστον μέλη της. Διαθέτει νόμιμη απαρτία με τη συμμετοχή το λιγότερο τριών μελών και οι αποφάσεις της λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων, ενώ σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου ή, όταν αυτός απουσιάζει, του Αντιπροέδρου. Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ και το Συμβούλιο της Επικρατείας, έπειτα από τη μεταβολή της νομολογίας του τελευταίου καθώς αρχικά αντιτίθετο, οι συνεδριάσεις της ΑΔΑΕ μπορούν να γίνονται κεκλεισμένων των θυρών . Περαιτέρω, κατά το άρθρο 7, παρ. 4 του νόμου, η λειτουργία της ΑΔΑΕ διέπεται από τη συλλογική δράση των μελών της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Όλες οι αποφάσεις είναι αιτιολογημένες, καταχωρούνται σε ειδικό βιβλίο και μπορούν να δημοσιευθούν, εκτός αν αφορούν την εθνική άμυνα ή τη δημόσια ασφάλεια. Επιπλέον, υπάρχει η δυνατότητα πρόσβασης στα έγγραφα της αρχής για τους άμεσα ενδιαφερόμενους, αλλά με την εξαίρεση πάλι των δύο προαναφερθεισών περιπτώσεων. Διαθέτει ικανότητα αυτοτελούς παράστασης σε κάθε είδους δίκες που την αφορούν, όπου εκπροσωπείται από μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή από μέλη της Νομικής της Υπηρεσίας (άρθρο 6, παρ. 5). Στο άρθρο 7, παρ. 5 του ν. 3115/2003, προβλέπεται ότι οι πιστώσεις που είναι απαραίτητες για τη λειτουργία της ΑΔΑΕ εγγράφονται στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Δικαιοσύνης υπό ίδιο φορέα. Επιπρόσθετα, οι σχετικές δαπάνες εκκαθαρίζονται από την αρμόδια Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου και υπόκεινται στον προληπτικό και κατασταλτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Β. Τα Μέλη
Η ΑΔΑΕ συγκροτείται από τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και άλλα πέντε μέλη, καθώς και από τους αναπληρωτές τους, οι οποίοι πρέπει να διαθέτουν τις αυτές ιδιότητες και προσόντα (άρθρο 2, παρ. 1 ν. 3115/2003). Τα μέλη της ΑΔΑΕ, όπως και όλων των ανεξάρτητων αρχών, κατά το άρθρο 101Α του Συντάγματος και το άρθρο 2, παρ. 1 του ν. 3115/2003 απολαμβάνουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους πλήρη προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία . Η θητεία τους, όπως η διάταξη του άρθρου 70 του ν. 4795/2021 τροποποίησε την παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 3051/2002, είναι εξαετής χωρίς δυνατότητα ανανέωσης, ενώ καθιερώθηκε για πρώτη φορά μετά το 2012 (άρθρο 61 ν. 4055/2012) η δυνατότητα των μελών ανεξαρτήτων αρχών που διανύουν τη θητεία τους να διορισθούν για πλήρη θητεία σε θέση υψηλότερης βαθμίδας της ίδιας αρχής. Η θητεία των μελών παρατείνεται έως τον διορισμό νέων (άρθρο 101Α Συντ.).
Όλα τα μέλη της ανεξάρτητης αρχής και οι αναπληρωτές αυτών επιλέγονται από την Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, με πλειοψηφία των τριών πέμπτων των μελών της. Η επιλογή αυτή του νομοθέτη συνδυαστικά με τον τρόπο συγκρότησης της επιτροπής, αν και πρακτικά προϋποθέτει τη σύμπραξη του πρώτου κόμματος με τουλάχιστον ένα ακόμη κόμμα, είναι πολύ πιθανό αυτή την πλειοψηφία να τη διαθέτει μόνη της η κοινοβουλευτική πλειοψηφία και εν τέλει η επιλογή των μελών να καταλήγει να γίνεται μια κυβερνητική επιλογή . Η θητεία των μελών παρατείνεται έως τον διορισμό νέων μελών (άρθρο 101Α, παρ. 2, εδ. ε´ Συντ.). Σύμφωνα με τον νόμο (άρθρο 2, παρ. 3), τα πρόσωπα που επιλέγονται ως μέλη της αρχής πρέπει πρώτον, να τυγχάνουν ευρείας κοινωνικής αποδοχής και δεύτερον, να διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση και την επαγγελματική τους ικανότητα στο νομικό ή στο τεχνικό πεδίο των επικοινωνιών. Ο διορισμός τους γίνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μέσα σε δεκαπέντε μέρες από τη στιγμή που του κοινοποιήθηκε η απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, ενώ σε περίπτωση λήξης θητείας ή απώλεσης μέλους για οποιονδήποτε λόγο, ακολουθείται η ίδια διαδικασία. Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους όσο και μετά την αποχώρησή τους, τα μέλη της ΑΔΑΕ δεσμεύονται από τον νόμο, υπόκεινται σε καθήκον εχεμύθειας και είναι υποχρεωμένα να υποβάλουν κάθε έτος στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου την προβλεπόμενη δήλωση περιουσιακής κατάστασης (άρθρο 3 ν. 3115/2003).
Ως κωλύματα για τον διορισμό μέλους της ΑΔΑΕ ορίζονται από το άρθρο 4 του ν. 3115/2003 η τελεσίδικη καταδίκη για αδίκημα που συνεπάγεται κώλυμα διορισμού ή έκπτωση δημοσίου υπαλλήλου κατά τον Υπαλληλικό Κώδικα, η επαγγελματική δραστηριοποίηση ως εταίρος, μέτοχος, διοικών ή εργαζόμενος σε επιχείρηση που δραστηριοποιείται με τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, τις τηλεπικοινωνίες, την πληροφορική ή την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Εκτός από τα παραπάνω, η τέλεση πράξεων, η ανάληψη εργασιών ή έργων και η απόκτηση άλλων αρμοδιοτήτων που συγκρούονται με τα καθήκοντα ενός μέλους της ΑΔΑΕ, συνεπάγεται την έκπτωσή του. Επίσης, η έκπτωση μπορεί να περιέλθει ύστερα από αδικαιολόγητη απουσία από τρεις διαδοχικές συνεδριάσεις της αρχής (άρθρο 7, παρ. 2 ν. 3115/2003). Η έκπτωση λόγω τελεσίδικης καταδικαστικής απόφασης ή η αποδοχή της παραιτήσεως μέλους της ΑΔΑΕ γίνεται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής και ακολουθεί μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την κοινοποίηση της προαναφερθείσας απόφασης η τελική (διαπιστωτική) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Επιπρόσθετα, η ΑΔΑΕ προβαίνει σε διαπίστωση των υπολοίπων κωλυμάτων και ασυμβίβαστων, χωρίς τη συμμετοχή του μέλους της και αποφασίζει έπειτα από ακρόαση του εν λόγω μέλους. Η όλη διαδικασία κινείται από τον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ ή τον Υπουργό Δικαιοσύνης και η απόφαση μπορεί να προσβληθεί ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου από το ενδιαφερόμενο μέλος, τον Υπουργό Δικαιοσύνης ή τον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ (άρθρο 4, παρ. 4 ν. 3115/2003). Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 4, παρ. 3 του ν. 3115/2003, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 του ν. 3213/2003, τα μέλη της αρχής απαγορεύεται να ασκήσουν οποιοδήποτε άλλο δημόσιο λειτούργημα ή επάγγελμα και δεν επιτρέπεται να αναλαμβάνουν άλλα καθήκοντα, αμειβόμενα ή μη, στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα. Ωστόσο κατ’εξαίρεση μπορούν, εκτός του προέδρου, να ασκήσουν διδακτικά καθήκοντα σε πανεπιστήμια υπό καθεστώς πλήρους ή μερικής απασχόλησης.
Κατά το άρθρο 5 του ν. 3115/2003, τα μέλη της ΑΔΑΕ για παράβαση των υποχρεώσεών τους υπέχουν πειθαρχική ευθύνη. Αρμόδιο προς τούτο είναι πειθαρχικό συμβούλιο που αποτελείται από έναν Αντιπρόεδρο του ΣτΕ ως πρόεδρο, έναν Αεροπαγίτη και τρεις Καθηγητές Πανεπιστημίου με γνωστικό αντικείμενο του δικαίου, ενώ χρέη γραμματέα εκτελεί υπάλληλος της αρχής. Το συμβούλιο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης για τριετή θητεία. Την πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου μπορεί να κινήσει ο Υπουργός Δικαιοσύνης για τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και τα απλά μέλη, αλλά και ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ για τον Αντιπρόεδρο και τα μέλη της. Το συμβούλιο αυτό αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό την απαλλαγή ή την παύση του μέλους. Περαιτέρω, κάθε λεπτομέρεια για την πειθαρχική ευθύνη των μελών της αρχής και την πειθαρχική διαδικασία προβλέπεται στον Κανονισμό Εσωτερικής Λειτουργίας της ΑΔΑΕ. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 10, παρ. 2 του ν. 3115/2003, η παράβαση του καθήκοντος εχεμύθειας από μέλος της ΑΔΑΕ συνεπάγεται ποινικές κυρώσεις.

Γ. Αρμοδιότητες
Η ΑΔΑΕ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 3115/2003, όπως ισχύουν σήμερα, έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
• Διενεργεί, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν καταγγελίας, τακτικούς και έκτακτους ελέγχους σε εγκαταστάσεις, τεχνικό εξοπλισμό, αρχεία, τράπεζες δεδομένων και έγγραφα της ΕΥΠ, άλλων δημόσιων υπηρεσιών, οργανισμών, επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, καθώς και ιδιωτικών επιχειρήσεων που ασχολούνται με ταχυδρομικές, τηλεπικοινωνιακές ή άλλες υπηρεσίες σχετικές με την ανταπόκριση και την επικοινωνία.
• Πληροφορείται σχετικά με την αποστολή της από τις προαναφερόμενες υπηρεσίες, οργανισμούς και επιχειρήσεις, καθώς και από τους εποπτεύοντες υπουργούς.
• Καλεί σε ακρόαση κάθε πρόσωπο των ως άνω φορέων που θεωρεί ότι μπορεί να συμβάλει στην εκπλήρωση της αποστολής της.
• Προχωρεί σε κατάσχεση των μέσων παραβίασης του απορρήτου που υποπίπτουν στην αντίληψή της κατά την άσκηση του έργου της και ορίζεται μεσεγγυούχος τους μέχρι να αποφανθούν για την τύχη τους τα αρμόδια δικαστήρια. Προβαίνει στην καταστροφή πληροφοριών, στοιχείων και δεδομένων που αποκτήθηκαν κατά παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών.
• Εξετάζει καταγγελίες σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων τα οποία θίγονται από τον τρόπο και τη διαδικασία άρσης του απορρήτου.
• Στις περιπτώσεις των άρθρων 3, 4 και 5 του ν. 2225/1994, όπως έχουν καταργηθεί και αντικατασταθεί από τα άρθρα 4, 5, 6, 7 και 8 του ν. 5002/2022, η ΑΔΑΕ υπεισέρχεται μόνο στον έλεγχο της τήρησης των όρων και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου, χωρίς να εξετάζει την κρίση των αρμόδιων δικαστικών αρχών.
• Τηρεί αρχείο απόρρητης αλληλογραφίας, σύμφωνα με το στοιχείο β΄ της παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 3115/2003.
• Συνεργάζεται, για θέματα της αρμοδιότητάς της, με άλλες αρχές της χώρας, με αντίστοιχες αρχές άλλων κρατών, με ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς.
• Συντάσσει κάθε χρόνο την προβλεπόμενη στην παρ. 2 του άρθρου 1 του ιδρυτικού της νόμου Έκθεση πεπραγμένων, στην οποία περιγράφει το έργο της, διατυπώνει παρατηρήσεις, επισημαίνει παραλείψεις και προτείνει τις ενδεικνυόμενες νομοθετικές μεταβολές στον τομέα της διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών.
• Γνωμοδοτεί και απευθύνει συστάσεις ή υποδείξεις για τη λήψη μέτρων διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών, καθώς και για τη διαδικασία άρσης του.
• Εκδίδει τον Κανονισμό Εσωτερικής Λειτουργίας της, ο οποίος πρέπει να είναι σύμφωνος με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
• Εκδίδει κανονιστικές πράξεις που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, με τις οποίες ρυθμίζεται κάθε διαδικασία και λεπτομέρεια σε σχέση με τις παραπάνω αρμοδιότητές της και την εν γένει διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών.
• Καταρτίζει τον Κανονισμό Οικονομικής Διαχείρισης, ο οποίος υποβάλλεται αρμοδίως και εγκρίνεται από τον Υπουργό Οικονομικών.
Επιπλέον, βάσει του άρθρου 11 του ν. 3115/2003 η ΑΔΑΕ διαθέτει κυρωτική αρμοδιότητα να επιβάλει, στο υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παραβίασε την νομοθεσία για την άρση του απορρήτου, σύσταση για συμμόρφωση με προειδοποίηση επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση υποτροπής και πρόστιμο από δεκαπέντε χιλιάδες έως ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ.
Επίσης, η ΑΔΑΕ έχει, μεταξύ άλλων, και τις παρακάτω αρμοδιότητες:
• Εκδίδει πράξη με την οποία καθορίζονται οι διαδικασίες, ο τρόπος και κάθε άλλη τεχνική λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 6, παρ. 4 του ν. 3471/2006 για την επεξεργασία των δεδομένων θέσης χρήστη ή συνδρομητή από τους φορείς παροχής δημοσίου δικτύου ή διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ώστε σε περίπτωση κλήσεων άμεσης επέμβασης, να παρέχουν στις αρμόδιες για την αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης αρχές τις απαραίτητες πληροφορίες για τον εντοπισμό του καλούντος. Η επεξεργασία των δεδομένων θέσης στην περίπτωση αυτή γίνεται, κατ’ εξαίρεση, χωρίς προηγούμενη συγκατάθεση του συνδρομητή ή του χρήστη.
• Εκδίδει πράξη με την οποία καθορίζονται οι ειδικότερες διαδικασίες, ο τρόπος και η διάρκεια εξουδετέρωσης της δυνατότητας μη αναγραφής της καλούσας γραμμής και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια, ώστε να διασφαλίζεται η διαφάνεια της διαδικασίας για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8, παρ. 7 του ν. 3471/2006 για τον εντοπισμό κακόβουλων ή ενοχλητικών κλήσεων για περιορισμένο χρονικό διάστημα, μετά από αίτηση του συνδρομητή.
• Εκδίδει κοινή πράξη με την ΑΠΔΠΧ με την οποία ρυθμίζονται θέματα σχετικά με τις εργασίες που πραγματοποιούνται σε συστήματα των παρόχων ηλεκτρονικών επικοινωνιών για το συσχετισμό των στοιχείων ταυτότητας των συνδρομητών τους με τα αντίστοιχα δεδομένα επικοινωνίας τους (άρθρο 13, παρ. 5 ν. 3471/2006)
• Εκδίδει κανονισμούς για τη ρύθμιση θεμάτων συμβατότητας της διαδικασίας κρυπτογράφησης φωνητικών μηνυμάτων μεταξύ των παρόχων σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 3674/2008. Οι μέθοδοι κρυπτογράφησης γνωστοποιούνται από τον πάροχο στην ΑΔΑΕ. Ο πάροχος συμμορφώνεται προς τις οδηγίες της αρχής, καθόσον αφορά ιδίως την καταλληλότητα, την αποτελεσματικότητα ή την αντικατάσταση των μεθόδων κρυπτογράφησης που χρησιμοποιεί.
• Εκδίδει κανονισμό για τη ρύθμιση θεμάτων τήρησης αρχείων καταγραφής διαχειριστικών λειτουργιών από τους παρόχους οι οποίοι, σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 3674/2008, υποχρεούνται να καταγράφουν τις διαχειριστικές λειτουργίες που επιχειρούνται στο λογισμικό κάθε ψηφιακού κέντρου μεταγωγής.
• Προβαίνει σε τακτικούς και έκτακτους ελέγχους της υποδομής, των συστημάτων υλικού και λογισμικού και γενικώς των μέσων που τελούν υπό την εποπτεία του παρόχου, προκειμένου να διαπιστωθεί η τήρηση των διατάξεων του ν. 3674/2008 και της κείμενης νομοθεσίας για την προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας. Ο έλεγχος της ΑΔΑΕ δύναται να περιλαμβάνει και τεχνικές δοκιμές με χρήση της υποδομής του παρόχου ή της υποδομής των συστημάτων υλικού και λογισμικού που διαθέτει η ΑΔΑΕ ή άλλη δημόσια αρχή (άρθρο 6 ν. 3674/2008).
• Εκδίδει κανονισμό για την επεξεργασία και τη διαβίβαση των διατηρούμενων δεδομένων από τους παρόχους, με τον οποίο καθορίζεται κάθε θέμα σχετικό με τις ειδικότερες αρχές ασφάλειας, τη διαδικασία και τον τρόπο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 8 του ν. 3917/2011 σχετικά με τις υποχρεώσεις των παρόχων.
• Εκδίδει κοινή πράξη με την ΑΠΔΠΧ με την οποία ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικό με τη διαδικασία και τον τρόπο εφαρμογής του άρθρου 7 του ν. 3917/2011 σχετικά με τις υποχρεώσεις των παρόχων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών διαθέσιμων στο κοινό ή δημόσιου δικτύου επικοινωνιών ως προς την προστασία και την ασφάλεια των διατηρούμενων δεδομένων, όπως ορίζονται στον ίδιο νόμο.
• Πληροφορείται, σύμφωνα με το άρθρο 148 του ν. 4727/2020, από τους παρόχους δημοσίων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών αμελλητί κάθε συμβάν ασφάλειας που έχει αντίκτυπο στη λειτουργία των δικτύων και των υπηρεσιών. Η ΑΔΑΕ με τη σειρά της κοινοποιεί τα σχετικά συμβάντα στην Εθνική Αρχή Κυβερνοασφάλειας και στην Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές στα άλλα κράτη μέλη και τον Οργανισμό της ΕΕ για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών.
• Εκδίδει κανονιστικές πράξεις συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τα μέτρα για την αντιμετώπιση συμβάντων ασφάλειας ή για την αποτροπή της, καθώς και τις προθεσμίες εφαρμογής τους, ενώ μπορεί να επιβάλει και διοικητικές κυρώσεις προς τούτο (άρθρο 149 ν. 4727/2020).
• Έπειτα από εισήγηση της αρχής και γνώμης της ΕΕΤΤ, κατά το άρθρο 216 του ν. 4727/2020, τα Υπουργεία Προστασίας του Πολίτη, Δικαιοσύνης και Ψηφιακής Διακυβέρνησης με κοινή απόφαση καθορίζουν τις ελάχιστες υποχρεώσεις προς τις οποίες οφείλουν να συμμορφώνονται οι επιχειρήσεις για τη μέγιστη δυνατή διαθεσιμότητα υπηρεσιών. Αρμόδιος φορέας για τον έλεγχο τους είναι η ΑΔΑΕ, η οποία δύναται για τον σκοπό αυτό να ζητά από τις επιχειρήσεις την παροχή σχετικών πληροφοριών.
Με το άρθρο 87 του ν. 4790/2021 τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 5, παρ. 9 του ν. 2225/1994 και καταργήθηκε πλήρως η αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ να γνωστοποιεί στους θιγόμενους την άρση του απορρήτου, μετά τη λήξη του μέτρου της άρσης και υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακινδυνεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε. Η πρόβλεψη αυτή του νομοθέτη, η οποία μάλιστα ίσχυε αναδρομικά, στερεί από τον θιγόμενο την δυνατότητα να ζητήσει αποτελεσματική δικαστική λειτουργία και μειώνει σημαντικά την προστασία του απορρήτου, με αποτέλεμα να μην εναρμονίζεται με τα άρθρα 8 και 13 της ΕΣΔΑ , αλλά και το ίδιο το άρθρο 19 του Συντάγματος και ως εκ τούτου θα μπορούσε να ελεγχθεί ως αντισυνταγματική .
Ωστόσο, η παραπάνω πρόβλεψη δεν ίσχυσε για πολύ. Η υπόθεση παρακολουθήσεως αρχηγού κόμματος οδήγησε στην ψήφιση του ν. 5002/2022 «Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών». Μεταξύ άλλων, με το άρθρο 50 ο ως άνω νόμος κατήργησε και αντικατέστησε τα άρθρα 3, 4, 5 και 7 του ν. 2225/1994, όπως ίσχυαν τροποποιημένα. Με το άρθρο 4 του ν. 5002/2022, διατηρείται το παλιό σύστημα ως προς την έκδοση εισαγγελικής διάταξης για την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας στον εισαγγελικό λειτουργό της ΕΥΠ και της ΔΑΕΕΒ. Εντούτοις, ο αρμόδιος προς τούτο Εισαγγελέας Εφετών, αποσπασμένος στο περιβάλλον των ανωτέρω δύο υπηρεσιών, ενσωματώνεται τρόπον τινά στο περιβάλλον τους και απομακρύνεται από τη στόχευση του Συντάγματος που είναι ένας ανεξάρτητος δικαστικός λειτουργός ο οποίος θα δρα ως εγγυητής του δικαιώματος . Επιπλέον, οι εισαγγελικές διατάξεις εξακολουθούν να μην περιλαμβάνουν την αιτιολογία λήψεως του μέτρου, με αποτέλεσμα να αδυνατούν τόσο η ΑΔΑΕ όσο και η δικαιοσύνη να ελέγξουν τη νομιμότητα της άρσης, ιδιαιτέρως δε με τον κίνδυνο καταχρήσεως που επιφέρει η υπέρμετρη διεύρυνση της έννοιας της «εθνικής ασφάλειας» κατά το άρθρο 3, παρ. 1 του ν. 5002/2022 . Τροχοπέδη για τον αποτελεσματικό έλεγχο από την ΑΔΑΕ αποτελεί και η απαγόρευση προς τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου να τηρεί αρχείο. Η γνωστοποίηση της άρσης στο θιγέντα αν και επαναπροβλέφθηκε (άρθρο 4, παρ. 7), παρέχεται μόνο αφού περάσουν τρία ολόκληρα χρόνια από τη λήξη του μέτρου, δεν περιέχεται αιτιολόγηση, ενώ αφαιρέθηκε τελείως η αρμοδιότητα από την ΑΔΑΕ και ανατίθεται σε τριμελές όργανο, στο οποίο ωστόσο συμμετέχει ο Πρόεδρος της αρχής. Η ρύθμιση αυτή δεν εκπληρώνει τον σκοπό της γνωστοποίησης και έρχεται σε δυσαρμονία με την επιταγή του Συντάγματος που θέτει ως εγγυητή για την τήρηση της νομοθεσίας περί προστασίας του απορρήτου την ΑΔΑΕ, αλλά και με τη νομολογία του ΕΔΔΑ . Επιπρόσθετα, με το άρθρο 6 του νόμου, εκτός από τα κακουργήματα, προστίθενται και αρκετά πλημμελήματα που επιτρέπουν την άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση εγκλημάτων. Αυτό όμως παρουσιάζει μεγάλο πρόβλημα ασυμφωνίας με το άρθρο 19, παρ. 1, εδ. β´ του Συντάγματος, καθώς φαίνεται να μετατρέπει την εξαίρεση σε κανόνα . Σύμφωνα με το άρθρο 8, παρ. 6, ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ υποχρεούται να ενημερώνει για θέματα άρσεων απορρήτου της επικοινωνίας τον Πρόεδρο της Βουλής, τους αρχηγούς των κοινοβουλευτικών κομμάτων και τον Υπουργό Δικαιοσύνης. Τέλος το άρθρο 14 του ν. 5002/2022 αναθέτει στην ΑΔΑΕ την αρμοδιότητα να καταγράφει σε ενδεικτικό κατάλογο λογισμικά ή συσκευές παρακολούθησης, ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής Συντονισμού για θέματα Κυβερνοασφάλειας, ο οποίος θα επικαιροποιείται το αργότερο κάθε έξι μήνες.
Για την τελέσφορη λειτουργία της αρχής και την αποτελεσματικότερη διασφάλιση των δικαιωμάτων των πολιτών μέσω αποτελεσματικότερης εποπτείας , έχει προταθεί, άποψη που υποστηρίζει και ο γράφων, η συγχώνευση της ΑΔΑΕ και της ΑΠΔΠΧ. Η συγχώνευση των δύο αρχών είναι επιτρεπτή, καθώς τα άρθρα 19 και 9Α του Συντάγματος δεν προσδιορίζουν την ακριβή μορφή τους, ούτε επιβάλουν την ύπαρξη αυτοτελούς αρχής, ενώ η συγχώνευση είναι σύμφωνη και με την νομολογία του ΔΕΕ . Τα προστατευόμενα αγαθά του απορρήτου των επικοινωνιών και της διασφάλισης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αποτελούν αμφότερα ειδικότερες εκφάνσεις του ιδιωτικού και ουσιαστικά αλληλοσυμπληρώνονται. Επιπρόσθετα, η συγχώνευση θα εξυπηρετήσει την αρχή ne bis in idem, αφού τοιουτοτρόπως θα αποτρέπεται η επιβολή διπλής κύρωσης για την ίδια παράβαση και ταυτόχρονα θα διευκολύνεται η εξυπηρέτηση των πολιτών.

Δ. Προσωπικό και Οργανωτική Διάρθρωση
Η στελέχωση της ΑΔΑΕ αρχικά προβλεπόταν στο άρθρο 8 του ν. 3115/2003, κατ’ επιταγή του οποίου εκδόθηκε το πδ 40/2005, που αφορούσε την εσωτερική διάρθρωση της αρχής. Σήμερα τα ζητήματα αυτά προβλέπονται από τον νέο Οργανισμό της ΑΔΑΕ (ΦΕΚ 3030/Β/17.06.2022), όπως ισχύει τροποποιημένος (ΦΕΚ 2577/Β/20.04.2023). Συνολικά προβλέπονται πενήντα τέσσερις οργανικές θέσεις, οι οποίες κατανέμονται στις διευθύνσεις και στα επιμέρους τμήματά τους, καθώς και στα αυτοτελή τμήματα. Η διαδικασία επιλογής του προσωπικού προβλέπεται από το άρθρο 8, παρ. 2 και 3 του ν. 3115/2003. Το προσωπικό, όπως και τα μέλη, υπόκειται σε καθήκον εχεμύθειας και υπέχουν πειθαρχική ευθύνη.
Βάσει του Οργανισμού της ΑΔΑΕ, η αρχή διαρθρώνεται ως εξής:
Ι) Διοίκηση:
Α) Ολομέλεια-Πρόεδρος-Αντιπρόεδρος.
Β) Γραφείο Νομικού Συμβούλου και Νομικών Υπηρεσιών, το οποίο παρέχει νομική υποστήριξη στα όργανα της διοίκησης και στις οργανικές μονάδες της αρχής.
ΙΙ) Οργανικές μονάδες:
Α) Διεύθυνση Σχεδιασμού και Ελέγχου Εφαρμογής Κανονιστικού Πλαισίου Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών. Η Διεύθυνση είναι επιφορτισμένη με τη διαμόρφωση του κανονιστικού πλαισίου που αφορά τις αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ, την ακεραιότητα των δικτύων, τη διαθεσιμότητα των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τη διενέργεια τακτικών ελέγχων.
Β) Διεύθυνση Παρακολούθησης και Ελέγχου Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών. Είναι αρμόδια για τη διενέργεια έκτακτων ελέγχων, κατόπιν καταγγελίας, γνωστοποίησης περιστατικού ασφάλειας ή αυτεπαγγέλτως, στους προβλεπόμενους φορείς, για ζητήματα σχετικά με τη διασφάλιση του απορρήτου, την ακεραιότητα των δικτύων και τη διαθεσιμότητα υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Ακόμη, η Διεύθυνση επιλαμβάνεται ερωτημάτων πολιτών και φορέων σχετικά με τις αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ, ενώ είναι και αρμόδια για την παρακολούθηση των τεχνολογικών εξελίξεων σε συστήματα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών που αφορούν τις αρμοδιότητές της αρχής.
Γ) Διεύθυνση Διασφάλισης Απορρήτου Ταχυδρομικών Επικοινωνιών, η οποία είναι αρμόδια για τη διασφάλιση του απορρήτου των πάσης φύσεως ταχυδρομικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβάνοντας και τις υπηρεσίες ταχυμεταφοράς.
Δ) Διεύθυνση Διοικητικών-Οικονομικών Υπηρεσιών και Πληροφορικής για την υποστήριξη και αποτελεσματικότερη εκτέλεση και συντονισμό όλων των οικονομικών, διοικητικών και διαχειριστικών θεμάτων.
Ε) Αυτοτελές Τμήμα Διεθνών Εργασιών και Δημοσίων Σχέσεων.
Στ) Αυτοτελές Τμήμα Άρσης του Απορρήτου. Είναι αρμόδιο για την κατάσχεση των μέσων παραβίασης του απορρήτου και ορίζεται μεσεγγυούχος αυτών έως την απόφαση των αρμοδίων δικαστηρίων.
Ζ) Αυτοτελές Τμήμα Υποστήριξης Ολομέλειας-Προέδρου.
Η) Αυτοτελές Τμήμα Ασφάλειας Υποδομών, Συστημάτων και Πληροφοριών.

Ε. Κοινοβουλευτικός και Δικαστικός Έλεγχος
Η συνταγματική διάταξη του άρθρου 101Α, παρ. 3 προβλέπει ρητά ότι η λειτουργία όλων των ανεξάρτητων αρχών, και συνεπώς και της ΑΔΑΕ, εμπίπτει στο πεδίο του κοινοβουλευτικού ελέγχου, ο τρόπος άσκησης του οποίου ρυθμίζεται, όπως και όσα αφορούν τη σχέση των ανεξάρτητων αρχών με τη Βουλή, από τον Κανονισμό της Βουλής. Ειδικότερα, ο κοινοβουλευτικός έλεγχος επί των πράξεων της ΑΔΑΕ προβλέπεται και στον ιδρυτικό της ν. 3115/2003, άρθρο 1, παρ. 3. Η επιταγή αυτή του Συντάγματος είναι αναγκαία, καθώς δεν μπορεί να υπάρχει σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα διοικητικό όργανο εκτός κοινοβουλευτικού και συνεπώς δημοκρατικού ελέγχου . Επομένως, οι ανεξάρτητες αρχές υπόκεινται μόνον σε κοινοβουλευτικό έλεγχο και όχι σε οποιαδήποτε άλλη εποπτεία από κυβερνητικά όργανα ή διοικητικές αρχές (λειτουργική ανεξαρτησία), ενώ συνιστούν κατά κάποιον τρόπο, ένα είδος longa manu της Βουλής για τον έλεγχο του διοικητικού σκέλους της εκτελεστικής εξουσίας, ελεγχόμενες ταυτόχρονα και οι ίδιες από τη Βουλή .
Η διάταξη λοιπόν που ρυθμίζει αυτή τη σχέση είναι το άρθρο 138Α του ΚτΒ. Με βάση το άρθρο 43Α, παρ. 2α του ΚτΒ, η ειδική μόνιμη επιτροπή θεσμών και διαφάνειας έχει ως αντικείμενο τον κοινοβουλευτικό έλεγχο κάθε συνταγματικά ή νομοθετικά κατοχυρωμένης ανεξάρτητης αρχής, η οποία έχει την υποχρέωση να υποβάλλει στον Πρόεδρο της Βουλής, μέχρι την 31η Μαρτίου κάθε έτους, ετήσια έκθεση πεπραγμένων (άρθρο 138Α, παρ. 1). Παράλληλα, υπάρχει η δυνατότητα κάθε ανεξάρτητη αρχή να υποβάλλει ειδικές εκθέσεις για θέματα της αρμοδιότητάς της στις επιτροπές της Βουλής (παρ. 2). Επιπλέον, η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας μπορεί να παραγγέλλει στις αρχές τη σύνταξη ειδικών εκθέσεων σε υποθέσεις γενικότερου ενδιαφέροντος, ώστε να ενημερώσει τη Βουλή (παρ. 3). Έπειτα από την αξιολόγηση του έργου κάθε ανεξάρτητης αρχής, η αρμόδια επιτροπή της Βουλής υποβάλει στον Πρόεδρο της Βουλής τα πορίσματα των συζητήσεών τους, ο οποίος τα αποστέλλει στον αρμόδιο Υπουργό και την ελεγχόμενη αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 138Α, παρ. 4. Υποστηρίζεται από μέρος της θεωρίας ότι οι ανεξάρτητες αρχές δεν υπόκεινται ουσιαστικά σε κοινοβουλευτικό έλεγχο, αλλά σε μια μορφή ήπιας λογοδοσίας που στοχεύει στη διασφάλιση της διαφάνειας και την άσκηση κριτικής επί του έργου τους , καθώς π.χ. δεν μπορεί ούτε να επιφέρει ως κύρωση την αποπομπή μέλους ανεξάρτητους αρχής . Ακόμη, αμφισβητείται η δυνατότητα της ίδιας της επιτροπής θεσμών και διαφάνειας να ελέγξει αποτελεσματικά το έργο των ανεξάρτητων αρχών λόγω του εξαιρετικά ευρέως φάσματος αρμοδιοτήτων της . Προβλέπεται δε και η δυνατότητα ακρόασης του Προέδρου ή των μελών της αρχής (παρ. 5). Περαιτέρω, κάθε ανεξάρτητη αρχή μπορεί να αναφέρεται προς τη Βουλή για την επίλυση τυχόν θεμάτων της, ενώ έχουν την υποχρέωση να καταθέτουν στον Πρόεδρο της Βουλής αντίγραφο του σχεδίου προϋπολογισμού τους, που υποβάλλουν στον Υπουργό Οικονομικών (άρθρο 138Α, παρ. 7). Τέλος, παρέχεται η δυνατότητα στη Διάσκεψη των Προέδρων, εφόσον το κρίνει απαραίτητο, να καλεί οποιαδήποτε ανεξάρτητη αρχή για θέματα που αφορούν τη λειτουργία τους, καθώς και να υποβάλει στον Ολομέλεια της Βουλής σχετικές εκθέσεις και προτάσεις (άρθρο 14, εδ. ζ´ του ΚτΒ).
Οι συνταγματικές ρυθμίσεις περί του κράτους δικαίου και της αρχής της νομιμότητας θέτουν την ΑΔΑΕ υπό δικαστικό έλεγχο, ακόμη και κατά τη διάρκεια άσκησης των συνταγματικά κατοχυρωμένων καθηκόντων της. Αυτό συμβαίνει καθώς η ΑΔΑΕ, όπως και κάθε άλλη ανεξάρτητη αρχή, αποτελεί μέρος της Εκτελεστικής Εξουσίας ως, lato sensu, διοικητικό όργανο, ασχέτως από την, εκ του Συντάγματος παραχωρημένης, ευρεία ανεξαρτησία της, και υπόκειται στον έλεγχο νομιμότητας των πράξεων, παραλείψεων και υλικών ενεργειών της από τα δικαστικά όργανα που εντάσσονται στο δικαιοδοτικό πλαίσιο της διοικητικής δικαιοσύνης . Πρέπει να διευκρινιστεί ότι πρόκειται αυστηρά για έλεγχο νομιμότητας και μόνο, ενώ ο έλεγχος αυτός, εκτός από τη δέσμια αρμοδιότητα, αφορά και τη διακριτική ευχέρεια των οργάνων της ΑΔΑΕ .
Οι ατομικές διοικητικές πράξεις της ΑΔΑΕ, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας, μπορούν να προσβληθούν μέσω του ένδικου βοηθήματος της αίτησης ακυρώσεως ενώπιον του ΣτΕ (άρθρο 66, παρ. 2 ν. 4055/2012). Όταν όμως προκύπτουν διοικητικές διαφορές ουσίας από την επιβολή προστίμων για παραβιάσεις συγκεκριμένων διατάξεων του ν. 3674/2008, οι αποφάσεις υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με δυνατότητα αίτησης αναιρέσεως ενώπιον του ΣτΕ (άρθρο 11, παρ. 3 ν. 3674/2008). Τέλος, αν οι διοικητικές διαφορές ουσίας προέρχονται από παράνομες και επιβλαβείς πράξεις ή παραλείψεις της ΑΔΑΕ κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, αρμόδια είναι τα πρωτοβάθμια Διοικητικά Δικαστήρια μέσω του ένδικου βοηθήματος της αγωγής. Τα μέλη της ΑΔΑΕ και το προσωπικό της δεν υπέχουν αστική ευθύνη έναντι οποιουδήποτε τρίτου, ούτε εξετάζονται ή διώκονται ποινικά για πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εκτός αν ενήργησαν με δόλο ή βαρεία αμέλεια (άρθρο 55 ν. 5043/2023).
Αναφορικά με τα Ποινικά Δικαστήρια, ενώ ο ρόλος τους είναι προδήλως κατοχυρωμένος από τη συνταγματική διάταξη του άρθρου 19, παράλληλα εκ του Συντάγματος, η δικαστική αυτή αρχή τελεί υπό εγγυήσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν τον πλήρη σεβασμό των αρμοδιοτήτων της ΑΔΑΕ, και συνεπώς, απαγορεύουν κατ’ απόλυτο τρόπο στα όργανα της Ποινικής Δικαιοσύνης να περιορίζουν τις αρμοδιότητες της αρχής . Τα Ποινικά Δικαστήρια εκδικάζουν μόνο εγκλήματα για παραβίαση του απορρήτου κατά τα άρθρα 370 και 370Α του Ποινικού Κώδικα, ενώ διαθέτουν και συγκεκριμένες αρμοδιότητες σύμφωνα με τον ν. 5002/2022, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 19 του Συντάγματος, χωρίς εννοείται να παρεισφρέουν στις κατοχυρωμένες αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ με οποιονδήποτε άλλο τρόπο.

Επίμετρο: Αξιολόγηση της Υπόθεσης Τηλεφωνικών Υποκλοπών 2022

Τον Ιούλιο του 2022, η καταγγελία του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Νίκου Ανδρουλάκη στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου για την παρακολούθηση του κινητού τηλεφώνου του από κακόβουλο λογισμικό, μετά από ευρήματα της υπηρεσίας πληροφορικής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου , επανέφερε στο προσκήνιο το ζήτημα των ανεπαρκών, όπως αποδείχθηκε, εγγυήσεων για την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών στην Ελλάδα. Η υπόθεση αυτή συνδέθηκε με την υπόθεση παρακολουθήσεως του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη, ενώ τους επόμενους μήνες η δημοσιογραφική έρευνα έφερε στο φως πλήθος περιπτώσεων παρακολουθήσεων πολιτών μέσω του παράνομου λογισμικού Predator, που χρησιμοποιούσε η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) . Η Κυβέρνηση αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη κρατικών αρχών στη χρήση του λογισμικού και τα διαθέσιμα στοιχεία δεν μας επιτρέπουν να έχουμε μια ξεκάθαρη άποψη του τι πραγματικά συνέβη. Έτσι, είναι δύσκολο να κρίνουμε τα γεγονότα από συνταγματική σκοπιά, ωστόσο μπορούμε να κάνουμε τις εξής παρατηρήσεις:
I. Με βάση τις ετήσιες εκθέσεις πεπραγμένων της ΑΔΑΕ προκύπτει μια ιλιγγιώδη αύξηση των εισαγγελικών διατάξεων για την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, από τις 406 το 2005 στις 5.459 το 2010 και στις 9.132 το 2015, και από τις 13.751 το 2020 στις 15.475 το 2021 . Αυτός ο τεράστιος αριθμός άρσης του απορρήτου φαίνεται να παραβιάζει κατάφωρα το Σύνταγμα , καθώς το άρθρο 19, παρ. 1 προβλέπει κατ’ εξαίρεση μόνο την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, έννοια η οποία θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να ερμηνεύεται στενά. Εξάλλου, όλες αυτές οι παρακολουθήσεις δεν οδήγησαν, όπως και στην περίπτωση των παραπάνω προσώπων, στην στοιχειοθέτηση ούτε ενός φακέλου ποινικής δικογραφίας και άρα δεν επιβεβαιώθηκε η υποψία που οδήγησε στην παρακολούθησή τους .
II. Η προσπάθεια της ΕΥΠ να συγκαλύψει τις συνθήκες άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου του Προέδρου ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, αποτελεί μεγάλο ατόπημα που πλήττει βαθιά το κράτος δικαίου . Κατά την πάγια νομολογία του ΣτΕ , οι διοικητικές αρχές δεν μπορούν να αρνηθούν την άσκηση δικαστικού ελέγχου επί των πράξεων τους, επικαλούμενες το απόρρητο ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου. Έτσι και η ΕΥΠ έχει την υποχρέωση να παρέχει στοιχεία ενώπιον των οργάνων της ΑΔΑΕ , αλλά και ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, με την εξαίρεση του αν συντρέχουν λόγοι υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος ή προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τους οποίους εκθέτει ο αρμόδιος Υπουργός (άρθρο 43Α ΚτΒ), διαφορετικά αίρεται η ουσία άσκησης του ελέγχου. Ωστόσο, στις περιπτώσεις Κουκάκη και Ανδρουλάκη η ΕΥΠ ανακοίνωσε ότι εκ παραδρομής, καταστράφηκαν τα αρχεία της παρακολούθησής τους, συσκοτίζοντας έτι περαιτέρω την όλη υπόθεση.
III. Προβληματισμό προκάλεσε και ο ισχυρισμός ότι για τους βουλευτές και γενικώς για τα πολιτικά πρόσωπα δεν ισχύουν οι εξαιρέσεις του Άρθρου 19 του Συντάγματος περί άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας. Τούτο όμως δεν προκύπτει ούτε από την πρόβλεψη του ίδιου του άρθρου 19 και τη βούληση του συντακτικού νομοθέτη, καθώς θα διεύρυνε την προστασία των βουλευτών έναντι των λοιπών πολιτών , ούτε από τη γραμματική, συστηματική ιστορική ή τελολογική ερμηνεία των άρθρων 61 και 62 του Συντάγματος, περί ανεύθυνου και ακαταδίωκτου των βουλευτών .
IV. Η παραίτηση του γενικού γραμματέα του Πρωθυπουργού και του διοικητή της ΕΥΠ δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τη πολιτική ευθύνη του Πρωθυπουργού ως πολιτικού και διοικητικού προϊσταμένου της ΕΥΠ, η οποία είναι αντικειμενική και μη μεταβιβάσιμη . Ωστόσο, ελλείψει συνταγματικής επιταγής περί παραίτησης του Πρωθυπουργού, συνταγματικής αρχής ή ακόμη και «Συνθήκης του Πολιτεύματος», ανήκει στην διακριτική του ευχέρεια να σταθμίσει την προσωπική του πολιτική ευθύνη και τις εκάστοτε συνθήκες που επικρατούν στη Χώρα .
V. Προβληματικές καθίστανται, για τους λόγους οι οποίοι αναλύθηκαν παραπάνω , οι διατάξεις του ν. 5002/2022, ο οποίος είχε ως στόχο να αποκαταστήσει τη νομιμότητα γύρω από το απόρρητο μετά τις υποθέσεις τηλεφωνικών υποκλοπών. Ωστόσο, παρατηρείται και πάλι η υποβάθμιση της αποστολής της ΑΔΑΕ, η οποία δεν αποτελεί το αξιόπιστο και αποτελεσματικό αντίβαρο απέναντι στην αυθαιρεσία των δημοσίων και ιδιωτικών εξουσιών που επιβουλεύονται την ελευθερία των επικοινωνιών . Μοναδική χαραμάδα αισιοδοξίας αποτελεί η προσπάθεια της ΑΔΑΕ, και ιδίως η έντιμη και συνεπής στάση του Προέδρου της, Χρήστου Ράμμου, να επιτελέσει το συνταγματικό της καθήκον, μέσα σε ένα πραγματικά αντίξοο περιβάλλον .
VI. Τέλος, ανεπαρκής φάνηκε και ο ρόλος της Δικαιοσύνης, η οποία αντί να προχωρήσει σε ταχεία διερεύνηση του θέματος, επικεντρώθηκε στο πως ανακάλυψαν οι δημοσιογράφοι τις κρίσιμες αυτές πληροφορίες . Ανησυχία ωστόσο, προκάλεσε και η Γνωμοδότηση 1/2023 του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ι. Ντογιάκου, σε ερώτημα τηλεπικοινωνιακού παρόχου. Η γνωμοδότηση εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων του, καθώς ο Εισαγγελέας δεν γνωμοδοτεί «επί υποθέσεων, επί των οποίων επιλήφθηκαν ήδη ή πρόκειται να επιληφθούν οι αρμόδιες δικαστικές αρχές» και σε αντίθεση με την πάγια παράδοση «αυτοπεριορισμού» της Εισαγγελίας, ενώ φαίνεται να εξισώνει την ελεγκτική αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ, η οποία της απονέμεται απ’ ευθείας από το Σύνταγμα και δεν μπορεί να περιοριστεί νομοθετικώς, με τη δυνατότητα ενημέρωσης των θιγόμενων, η οποία με τον ν. 5002/2022 πέρασε από την αρμοδιότητα της αρχής σε τριμελές όργανο .

Επίλογος

Συμπερασματικώς, όπως κατέστη σαφές, μέσα στις τρέχουσες πολιτικές συγκυρίες της Χώρας μας και με τους κινδύνους που αναδύονται συνεχώς από την τεχνολογική-ψηφιακή εξέλιξη, η διαφύλαξη του απορρήτου των επικοινωνιών πρέπει να καταστεί κύριο μέλημα της Πολιτείας. Το απόρρητο της επικοινωνίας αποτελεί ένα θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα, το οποίο συμπίπτει με τον πυρήνα της ανθρώπινης υποστάσεως . Δυστυχώς, παρά την πολυεπίπεδη προστασία του δικαιώματος, η άρση του επικοινωνιακού απορρήτου κατά παράβαση των επιταγών του Άρθρου 19 του Συντάγματος, ιδίως για λόγους εθνικής ασφάλειας, έχει καταστεί πλέον συχνό φαινόμενο. Παράλληλα, προβληματική εμφανίζεται και η λειτουργία της επιφορτισμένης εκ του Συντάγματος ανεξάρτητης αρχής για τη διασφάλιση του απορρήτου. Η αποστολή της ΑΔΑΕ υποτιμάται συνεχώς από την εκτελεστική εξουσία, αντιμετωπίζεται όμως με καχυποψία και από τη δικαιοσύνη . Καταδεικνύεται λοιπόν, ότι η προστασία του απορρήτου είναι άκαρπη, ενώ ο πυρήνας του δικαιώματος αποδεικνύεται κούφιος . Εντούτοις, η παρούσα κατάσταση δεν πρέπει να είναι ανεκτή. Στα πλαίσια της λειτουργίας του Πολιτεύματός μας ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη για περαιτέρω θωράκιση των θεσμών και πλήρη σεβασμό των επιταγών του Συντάγματος . Ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας, αλλά και στοιχειώδες καθήκον όλων μας.
Πίνακας Βιβλιογραφίας

Ελληνική Βιβλιογραφία

Αλιβιζάτος Ν., Η συνταγματική θέση των ενόπλων δυνάμεων, Ι. Η αρχή του πολιτικού ελέγχου, Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1987.
Βενιζέλος Ε., Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, νέα έκδοση, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2021.
Βενιζέλος Ε., Το αναθεωρητικό κεκτημένο, Το συνταγματικό φαινόμενο στον 21ο αιώνα και η εισφορά της αναθεώρησης του 2001, Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2002.
Βλαχόπουλος Σ., Θεμελιώδη Δικαιώματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2022.
Γιαννακόπουλος Κ., Αναζητώντας αποτελεσματικότερες εγγυήσεις διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών, Δικαιώματα του Ανθρώπου Ν° 94, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2022.
Δαγτόγλου Π., Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2012.
Ηλιοπούλου-Στράγγα Τ., Συνταγματική αξιολόγηση των υποκλοπών εις βάρος πολιτικών προσώπων, Δικαιώματα του Ανθρώπου Ν° 94, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2022.
Ηλιοπούλου-Στράγγα Τ., Χρήση παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων και δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου, Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2003.
Καμίνης Γ., Παράνομα αποδεικτικά μέσα και συνταγματική κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων, Οι αποδεικτικές απαγορεύσεις στην ποινική και πολιτική δίκη, Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1998.
Καμίνης Γ., Το απόρρητο της τηλεφωνικής επικοινωνίας: Η συνταγματική προστασία και η εφαρμογή της από τον ποινικό νομοθέτη και τα δικαστήρια, Νομικό Βήμα, 1995.
Κοντιάδης Ξ., Το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων και οι δικαιοκρατικές επιπτώσεις του, Δικαιώματα του Ανθρώπου Ν° 94, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2022.
Μάνεσης Α., Ατομικές Ελευθερίες α´, Β´ έκδοση, Εκδοτικός Οίκος Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1979.
Μακρυδημήτρης Α./Πραβίτα Μ-Η., Διοικητική Επιστήμη Ι, Δημόσια Διοίκηση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2012.
Μουστάκας M., Η αρχή ne bis in idem και το ελληνικό διοικητικό δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2018.
Μπαμπινιώτης Γ., Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Ε´ έκδοση, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα, 2019.
Μπενάκη-Ψαρούδα Α., «Οι ανεξάρτητες αρχές στο πολιτειακό σύστημα», σε Ν. Φραγκάκης, Οι Ανεξάρτητες Αρχές στη σύγχρονη δημοκρατία, Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2008.
Μπότση Φ., Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος των συνταγματοποιημένων Ανεξάρτητων Αρχών, ΕφημΔΔ 3/2007.
Ξενοφώντος, Ελληνικά, Α´ 22-24.
Ομήρου, Ιλιάδα, Ζ 169-180.
Παναγούλιας Κ., Ο δικαστικός έλεγχος της δράσης των ανεξάρτητων αρχών, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2023.
Παναγοπούλου-Κουτνατζή Φ., «Άρθρο 19», σε Σ. Βλαχόπουλος/Ξ. Κοντιάδης /Γ.Τασόπουλος, Σύνταγμα, Ερμηνεία κατ’άρθρο, ηλεκτρονική έκδοση, www.syntagmawatch.gr, 2023.
Παπαδόπουλος Ν., «Ερμηνεία Άρθρου 19 Σ.», σε Φ. Σπυρόπουλος /Ξ. Κοντιάδης /Χ. Ανθόπουλος /Γ. Γεραπετρίτης, Σύνταγμα, Κατ’άρθρο ερμηνεία, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2017.
Παπαδόπουλος Ν., Προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας, Ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 19 του Συντάγματος της Ελλάδας, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2008.
Παυλόπουλος Π., Τεχνολογική εξέλιξη και συνταγματικά δικαιώματα. Οι σύγχρονες περιπέτειες του απορρήτου των ανταποκρίσεων, Νομικό Βήμα, 1987.
Σωτηρέλης Γ., Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της «παγκοσμιοποίησης». Εναλλακτικές θέσεις και προτάσεις συνταγματικής πολιτικής, με αφορμή τη φυγομαχία της «συναινετικής αναθεώρησης», Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2000.
Τασόπουλος Γ., Ο κούφιος πυρήνας του δικαιώματος για το απόρρητο της επικοινωνίας και η εθνική ασφάλεια, Δικαιώματα του Ανθρώπου Ν° 94, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2022.
Τάχος Α., Το απαραβίαστο του απορρήτου των επικοινωνιών και της εν γένει ανταποκρίσεως, Συμβολή εις την ερμηνεία του άρθρου 20 του Συντάγματος της Ελλάδος, Εκδοτικός Οίκος Αφοί Π. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη-Αθήναι, 1967.
Τσόλιας Γ., «Απόρρητο ηλεκτρονικών επικοινωνιών Ι, Συνταγματικό Πλαίσιο προστασίας του απορρήτου στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών», σε Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα, Δίκαιο και Οικονομία, 2013.
Τσόλιας Γ., Απόρρητο ηλεκτρονικών επικοινωνιών ΙΙ, άρθρα 3-5,7 Ν. 2225/1994, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα, Δίκαιο και Οικονομία, 2013.
Τσόλιας Γ., «Ερμηνεία Άρθρου 8 ΕΣΔΑ (Απόρρητο της επικοινωνίας)», σε Ι. Σαρμάς/Ξ. Κοντιάδης/Χ. Ανθόπουλος, ΕΣΔΑ, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2021.
Τσόλιας Γ., Η προληπτική και κατασταλτική δράση της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) στο πλαίσιο των ελεγκτικών της αρμοδιοτήτων (Διενέργεια προανακριτικών πράξεων ή διοικητικών ελέγχων;), Νομικό Βήμα, 2009.
Χρυσανθάκης Χ., Εισηγήσεις Διοικητικού Δικαίου Ι, Γ’ Έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2021.
Χρυσόγονος Κ./Βλαχόπουλος Σ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Δ´ Έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2017
Χρυσόγονος Κ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Ε´ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2023.

Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία

Electronic Privacy Information Center: Privacy & Human Rights-An international survey of Privacy Laws and Developments ( in association with Privacy International), 2005.
Feldman D., Civil Liberties and Human Rights in England and Wales, Clarendon Press, Oxford, 1993.
Georgel J., Les libertés de communication, Dalloz, 1996.
Spiliotopoulos E., Droit administratif hellénique, Libraire Générale de Droit et de Jurisprudence, Paris, 1991.

 

Αρθρογραφία

ΑΔΑΕ, Δελτίο Τύπου σχετικά με το νομοσχέδιο για τη διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, την κυβερνοασφάλεια και την προστασία προσωπικών δεδομένων, www.syntagmawatch.gr, 21.11.2022.
Βενιζέλος Ε., Η σχέση εισαγγελικών αρχών και ανεξάρτητων αρχών-Σεβασμός ή παραβίαση των εγγυήσεων του κράτους δικαίου; Σχόλιο στην 1/2023 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, www.constitutionalism.gr, 12.01.2023.
Βενιζέλος Ε., Τα συνταγματικά όρια στην άρση του τηλεφωνικού απορρήτου των πολιτών και των πολιτικών προσώπων για λόγους εθνικής ασφάλειας-Η υπόθεση Ανδρουλάκη, www.constitutionalism.gr, 27.08.2022.
Γιαννακόπουλος Κ., Το ενδεχόμενο συγχώνευσης και ο σεβασμός της διαρκείας της θητείας των μελών της ΑΠΔΠΧ και της ΑΔΑΕ, www.constitutionalism.gr, 05.07.2023.
Δήλωση 20 Καθηγητών του Συνταγματικού Δικαίου για την Γνωμοδότηση 1/2023 του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, www.constitutionalism.gr, 12.01.2023.
Λεοντόπουλος Ν./Χονδρόγιαννος Θ., Υποκλοπές: ένας χρόνος έρευνας από το Reporters United, www.reportersunited.gr, 04.01.2022.
Μακρής Σ., Το Predator και τα προσωπικά δεδομένα. Οι πολλαπλές παραβιάσεις της εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας και τα πρακτικά και νομικά προβλήματα για την εφαρμογή της, www.constitutionalism.gr, 10.02.2023.
Παπανικολάου Α, Επικοινωνιακό απόρρητο: προβληματισμοί για τη διασφάλιση ενός κλασικού δικαιώματος στο πεδίο των σύγχρονων κατασκοπευτικών λογισμικών, www.syntagmawatch.gr, 31.08.2022
Παυλόπουλος Π., Παρατηρήσεις ως προς την συνταγματική κατοχύρωση των αρμοδιοτήτων της ΑΔΑΕ, www.constitutionalism.gr, 11.1.2023.
Πρεβεδούρου Ε., Οι ανεξάρτητες αρχές (Γενικό Διοικητικό Δίκαιο), www.prevedourou.gr, 19.6.2023.
Σπυροπούλου Φ., Το απόρρητο της επικοινωνίας του βουλευτή: Μια ερμηνεία των άρθρων 61 παρ. 3 και 62 Σ, www.constitutionalism.gr, 05.09.2022.
Σωτηρέλης Γ., Οι ανεξάρτητες αρχές είναι η μόνη αξιόπιστη εγγύηση για την συνταγματική προστασία της ιδιωτικής ζωής, www.constitutionalism.gr, 11.09.2022.
Σωτηρέλης Γ., Συνταγματική αποτίμηση και θεσμικές προεκτάσεις της ομόθυμης καταδίκης της γνωμοδότησης Ντογιάκου, www.constitutionalism.gr, 16.01.2023.
Χρυσόγονος Κ., Ο σεβασμός του απορρήτου, www.syntagmawatch.gr, 04.08.2022.


Πρωτογενείς Πηγές

Τυπικοί Νόμοι

Ν. 2225/1994
Ν. 3051/2002
Ν. 3090/2002
Ν. 3115/2003
Ν. 3213/2003
Ν. 3471/2006
Ν. 3674/2008
Ν. 3817/2011
Ν. 3917/2011
Ν. 4055/2012
Ν. 4356/2015
Ν. 4637/2019
Ν. 4727/2020
Ν. 4790/2021
Ν. 4795/2021
Ν. 5002/2022
Ν. 5043/2023

Προεδρικά Διατάγματα

ΠΔ 137/1999
ΠΔ 40/2005

Υπουργικές Αποφάσεις

ΦΕΚ 3030/Β/17.06.2022
ΦΕΚ 2577/Β/20.04.2023

Αποφάσεις Αρείου Πάγου

ΑΠ 42/2004
ΑΠ 611/2006
ΑΠ 813/2008
ΑΠ 453/2010
ΑΠ 653/2013
ΑΠ 203/2014
ΑΠ 689/2014
ΑΠ 1891/2016

Γνωμοδοτήσεις Εισαγγελίας ΑΠ

ΓνωμΕισΑΠ 9/2009
ΓνωμΕισΑΠ 12/2009
ΓνωμΕισΑΠ 9/2011
ΓνωμΕισΑΠ 1/2023

Νομολογία ΣτΕ

ΣτΕ 4600/2005
ΣτΕ 3319/2010
ΣτΕ 1091/2015
ΣτΕ 302/2016
ΣτΕ 1047/2019

Εκθέσεις Πεπραγμένων ΕΘΕΠΑΕ

1997, 1998

Εκθέσεις Πεπραγμένων ΑΔΑΕ

2005, 2010, 2015, 2020, 2021

 

Αποφάσεις ΕΔΔΑ

Malone v. The United Kingdom, 8691/1979, 02.08.1984.
Peers v. Greece, 28524/95, 19.04.2001.
Copland v. The United Kingdom, 62617/00, 03.04.2007.
Association for European Integration and Human Rights and Ekimdzhiev v. Bulgaria, 62540/00, 28.6.2007.
Sigma RTLtd v. Cyprus, 32181/2004, 35122/2005, 21.07.2011.
Roman Zakharov v. Russia, 47143/06, 04.12.2015.
Szabó and Vissy v. Hungary, 37138/14, 12.1.2016.
Big Brother Watch and others v. The United Kingdom, 58170/13, 62322/14, 24960/15, 13.09.2018.
 

 

Ο ρόλος του Συμβουλίου της Επικρατείας στην ενδυνάμωση της σύγχρονης ελληνικής δημοκρατίας (1974-2024)*

Μιχάλης Ν. Πικραμένος, Πρόεδρος Συμβουλίου της Επικρατείας, Καθηγητής Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.

Το δημοκρατικό πολίτευμα, όπως κάθε πολίτευμα, είναι σύστημα εξουσίας, η θεμελιώδης όμως διαφορά του, έναντι των άλλων πολιτευμάτων, έγκειται στο ότι βρίσκεται σε διαρκή διαλεκτική αντίθεση με την εξουσία, διότι ενεργεί ανασταλτικά στη σύμφυτη τάση της να καθίσταται αυθαίρετη. Η τήρηση του Συντάγματος εκ μέρους των οργάνων του κράτους συναρτάται με τη λειτουργία θεσμών αμοιβαίου ελέγχου και περιορισμού τους, τούτο δε προϋποθέτει την κατανομή άσκησης της κρατικής εξουσίας σε διάφορα όργανα σύμφωνα με την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, η οποία διαθέτει, εκτός από τη δημοκρατική της διάσταση, ένα πολιτικά φιλελεύθερο (δικαιοκρατικό) περιεχόμενο, το οποίο εκδηλώνεται κυρίως με την μορφή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης Η αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας αποτελεί συστατικό στοιχείο του ευρωπαϊκού συνταγματικού πολιτισμού και της ελληνικής συνταγματικής παράδοσης, έχει δε ως πηγή τη διδασκαλία του Μοντεσκιέ.

Ο δικαστής νομιμοποιείται ευθέως από το Σύνταγμα να κρίνει τη συνταγματικότητα και να ερμηνεύει τους κανόνες δικαίου, οι οποίοι θεσπίζονται από τη Βουλή που εκφράζει, στην συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, τη λαϊκή θέληση. Ευθεία νομιμοποίηση από το Σύνταγμα αντλεί ο δικαστής και όταν οι κανόνες δικαίου τυγχάνουν ευρύτατης αποδοχής ή αποδοκιμασίας εκ μέρους της πλειοψηφίας του λαού. Η νομιμοποίηση του δικαστή δεν εμπεριέχει κατ’ανάγκη το στοιχείο της συναίνεσης των αποφάσεών του εκ μέρους του λαού, δηλαδή δεν λειτουργεί η ουσιαστική νομιμοποίηση, όπως στην περίπτωση της βουλής και της κυβέρνησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα δικαιώματα των μειονοτήτων, όπου ο δικαστής δεν νοείται να αποδεχθεί τη θέληση ή τις πιέσεις της πλειοψηφίας κατά την ερμηνεία των σχετικών κανόνων, διότι δεν είναι υπόλογος απέναντι στη λαϊκή πλειοψηφία, αφού κάτι τέτοιο θα αναιρούσε τον συνταγματικό του ρόλο και θα άφηνε απροστάτευτο ένα μέρος της κοινωνίας. Ο δικαστής οφείλει να προσβλέπει στην ορθότητα της δικανικής κρίσης και όχι σε λαοφιλή απήχησή της στην κοινή γνώμη. Μοχθεί για να ορθοτομεί. Όχι για να γίνεται αρεστός σε δεδομένο ακροατήριο, είτε στους κυβερνώντες είτε στο πλήθος. Από την άλλη ο δικαστής δεν απονέμει δικαιοσύνη εν κενώ στο πλαίσιο ενός κλειστού, πολιτικά παθητικού και ουδέτερου συστήματος, αλλά ασκεί το συνταγματικό του καθήκον σε ένα ανοιχτό πολιτικό σύστημα, στο οποίο οι ηθικές και πολιτικές αξίες μεταβάλλονται, αυτή δε τη δυναμική οφείλει να συλλαμβάνει και να αποτυπώνει κατά την επίλυση των διαφορών. Άλλωστε η δημοκρατία δεν είναι μόνο το κράτος της πλειοψηφίας, είναι επίσης το κράτος θεμελιωδών αξιών τις οποίες ούτε η πλειοψηφία μπορεί να θίξει.

Το Σύνταγμα καθιερώνει αρχές οι οποίες καθιστούν στους πολίτες διαφανή την άσκηση της ανατεθειμένης στα δικαστήρια πολιτειακής εξουσίας. Οι αρχές αυτές είναι της δημοσιότητας, της αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων και της υποχρεωτικής δημοσίευσης της γνώμης της μειοψηφίας, οι οποίες νομιμοποιούν την άσκηση της κρατικής εξουσίας, κατά το μέρος που ανατίθεται στα δικαστήρια, απέναντι στην κοινωνία και τον πολίτη. Οι δικαστικές αποφάσεις, ως πολιτειακές πράξεις, δεν επιβάλλονται έχοντας ως αποκλειστική βάση την εξουσιαστική ισχύ του κράτους, ως καταναγκαστικού μηχανισμού, αλλά στηρίζονται σε δικαιικό λόγο, ο οποίος αποτυπώνεται στη δικαστική απόφαση, με τη δημόσια συμμετοχή των διαδίκων ενώπιον ακροατηρίου, που είναι νομικά θεμελιωμένος.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας στα πενήντα χρόνια της τρίτης ελληνικής δημοκρατίας εξέδωσε σημαντικές αποφάσεις που συνέβαλαν στην ενδυνάμωση του δημοκρατικού πολιτεύματος και τη διατήρηση της χώρας στους κόλπους της φιλελεύθερης και δημοκρατικής ευρώπης. Τρεις είναι οι ιστορικές φάσεις που ξεχωρίζουν στη διαδρομή αυτή: η φάση της μετάβασης από τη δικτατορία στη δημοκρατία, η φάση του εκσυγχρονισμού και η φάση της οικονομικής και πανδημικής κρίσης.

Για την πρώτη φάση αξιομνημόνευτη είναι η απόφαση της Ολομέλειας 3700/1974 που παρείχε ευρύτατα περιθώρια στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Ειδικότερα έκρινε ότι η κατά την 24.7.1974 σχηματισθείσα πολιτική Κυβέρνηση, μετά την κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος της 21.4.1967, ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας κατόπιν ομόφωνης απόφασης του πολιτικού κόσμου και των ενόπλων δυνάμεων και άσκησε την εξουσία υπό την καθολική συναίνεση του Λαού, προς τον σκοπό της αντιμετώπισης των εξωτερικών κινδύνων και της ταχείας αποκατάστασης της δημοκρατικής συνταγματικής τάξεως. Υπό τις εξαιρετικές αυτές συνθήκες η κυβέρνηση είχε εκ καταγωγής την εξουσία όπως μέχρι τη σύγκληση της βουλής θεσπίζει κανόνες δικαίου απλής ή και αυξημένης τυπικής ισχύος, περιβληθείσα πρωτογενή συντακτική εξουσία για την άσκηση της οποίας μπορούσε να εκδίδει χωρίς νομικό περιορισμό συντακτικές πράξεις, προς ρύθμιση των αναφυομένων ζητημάτων. Η έκδοση των συντακτικών πράξεων ανάγεται στην πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης μη υποκειμένης στον δικαστικό έλεγχο.

Η δεύτερη φάση του θεσμικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού αρχίζει από την ψήφιση του Συντάγματος του 1975 και φθάνει έως την πρώτη δεκαετία του 2000 δηλαδή τις παραμονές της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Το Συμβούλιο της Επικρατείας διαμόρφωσε πλούσια νομολογία για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και το κοινωνικό κράτος δικαίου η οποία από τη δεκαετία του ‘90 εμπλουτίζεται σημαντικά από τη νομολογία του ΔΕΕ και του ΕΔΔΑ που ενισχύουν τους ευρωπαϊκούς προσανατολισμούς του Δικαστηρίου. Την ίδια περίοδο το Συμβούλιο της Επικρατείας εξέδωσε αποφάσεις που δεν ήταν δημοφιλείς στο πολιτικό σύστημα και την κοινή γνώμη, μεταξύ των οποίων οι αποφάσεις της Ολομέλειας για την μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Αντιδημοφιλείς επίσης ήταν αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου στο πεδίο του περιβαλλοντικού δικαίου ( αντισυνταγματικότητα νομιμοποίησης αυθαίρετων κτισμάτων καθώς και μεταφοράς συντελεστή δόμησης), καθότι θέτουν περιορισμούς στην οικονομική ελευθερία και την ιδιοκτησία με σκοπό τον ορθολογικό χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό και την βιώσιμη ανάπτυξη.

Η τρίτη φάση αρχίζει το 2009-2010 και φθάνει έως το 2021 κατά την οποία η χώρα διέρχεται βαθιά οικονομική κρίση και στη συνέχεια υφίσταται τις συνέπειες της πανδημίας. Η απόφαση της Ολομέλειας 668/2012 δέχθηκε τη συνταγματικότητα του «Memorandum of Understanding» («Μνημόνιο Συνεννόησης»). Στο κείμενο αυτό περιελήφθησαν τα μέτρα τριετούς προγράμματος, που είχε καταρτισθεί από τις ελληνικές αρχές μετά από συνεννόηση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η θεσπισθείσα με τους ν. 3833/2010 και 3845/2010 περικοπή αποδοχών και επιδομάτων εργαζομένων στον δημόσιο τομέα και συνταξιοδοτικών παροχών αποτελεί τμήμα ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προωθήσεως διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο, συνολικώς εφαρμοζόμενο, αποσκοπεί τόσο στην αντιμετώπιση της κατά την εκτίμηση του νομοθέτη άμεσης ανάγκης καλύψεως οικονομικών αναγκών της χώρας όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής και οικονομικής της καταστάσεως, δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών, που συνιστούν κατ’ αρχήν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και αποτελούν, ταυτοχρόνως, και σκοπούς κοινού ενδιαφέροντος των κρατών μελών της Ευρωζώνης, εν όψει της καθιερουμένης από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως υποχρεώσεως δημοσιονομικής πειθαρχίας και διασφαλίσεως της σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της. Τα μέτρα δε αυτά, λόγω της φύσεώς τους, συμβάλλουν αμέσως στην περιστολή των δημοσίων δαπανών. Η ιστορική αυτή απόφαση δέχθηκε τις αρνητικές αντιδράσεις της κοινής γνώμης, πολιτικών κομμάτων και μερίδας της επιστημονικής κοινότητας αλλά συνέβαλε αποφασιστικά στην παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη και γενικότερα στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας τα επόμενα χρόνια.

Κατά την εξεταζόμενη περίοδο το Δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματικές νομοθετικές ρυθμίσεις όταν συντρέχουν ιδιαίτερες περιστάσεις, όπως η σώρευση επιβαρύνσεων κατά των ίδιων θιγόμενων ομάδων λόγω επιβολής αλλεπάλληλων μέτρων ή η προσβολή δικαιωμάτων σχετικών με την παροχή υπηρεσιών ζωτικής σημασία ( π.χ. νερό), διατηρώντας έτσι μια ισορροπία προς όφελος της κοινωνικής ειρήνης και ευρυθμίας.

Στην περίοδο της πανδημίας αυτοπεριοριστική ήταν η στάση του Δικαστηρίου όσον αφορά τα μέτρα της κυβέρνησης για την προστασία της δημόσιας υγείας και τα μέτρα που λαμβάνονταν για την αντιμετώπιση της μεταδοτικότητας του covid 19. Χαρακτηριστικές είναι οι αποφάσεις για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των εργαζομένων σε δομές υγείας, για την τετραήμερη απαγόρευση δημοσίων συναθροίσεων, για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των υπαλλήλων των ειδικών μονάδων της πυροσβεστικής, για την απαγόρευση συναθροίσεων σε θρησκευτικούς χώρους λατρείας κλπ. Με τη στάση αυτή το Δικαστήριο συνέβαλε στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας αναγνωρίζοντας την κύρια ευθύνη του νομοθέτη, ως πολιτικά υπόλογου, για την άσκηση αρμοδιοτήτων με προεχόντως τεχνικό και διαχειριστικό χαρακτήρα.

Η ισορροπία του πολιτεύματος επιβάλλει ο δικαστής να κινείται εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων του, να μην υποκαθιστά τον νομοθέτη, αλλά να ελέγχει τις επιλογές του όχι ως προς την ουσιαστική τους ορθότητα παρά μόνον για τυχόν αντίθεσή τους προς το Σύνταγμα προσεγγίζοντας τους κανόνες του με μεθοδολογική συνέπεια. Η ερμηνεία του Συντάγματος υπόκειται σε κανόνες, οφείλει να κινείται εντός ορίων, να εμπνέεται από αρχές και δεν εξαρτάται από τις υποκειμενικές προτιμήσεις του ερμηνευτή ούτε είναι δυνατό να διαφοροποιείται ανάλογα με περιστασιακές επιδιώξεις των κρατούντων ή των ερμηνευτών του. Ο δικαστής κινείται σε πεδίο λεπτών ισορροπιών και η κρίση του διαμορφώνεται με βάση νομικά εργαλεία λαμβανομένης υπόψη, κατά την εξειδίκευση αόριστων νομικών εννοιών και γενικών αρχών, της σύγχρονης κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας δεδομένου ότι η δικαστική κρίση δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να είναι αξιολογικά ουδέτερη ενόψει των σταθμίσεων που εμπεριέχει, οι οποίες προϋποθέτουν, ως ένα σημείο τουλάχιστον, κοινωνικές και πολιτικές εκτιμήσεις.

Στα σύγχρονα δημοκρατικά πολιτεύματα στα οποία η κοινοβουλευτική πλειοψηφία συμπίπτει με την κυβερνητική βούληση, η δικαστική λειτουργία συνιστά την μείζονα εγγύηση του κράτους δικαίου και των δικαιωμάτων μας.

 

*Ομιλία στο συνέδριο με τίτλο:  “Ενδυναμώνοντας τη δημοκρατία. 50 χρόνια από την ελληνική επανεπικύρωση της ΕΣΔΑ και 75 χρόνια από την ίδρυση του Συμβουλίου της Ευρώπης” Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024. Αίθουσα Γερουσίας της Βουλής των Ελλήνων.

Η θεσμικοπολιτική «σύγκρουση» του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τα Ανάκτορα επί βασιλείας του Παύλου Α΄, με αφετηρία το εγχείρημα της αναθεώρησης του Συντάγματος του 1952: Η «βαθεία τομή», 1961-1963

Προκόπιος Παυλόπουλος, τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός, Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ

Πρόλογος

Καθ’ όλη την διάρκεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας, υπό την πρωθυπουργική του -και όχι μόνο- ιδιότητα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επέλεξε να δώσει, ιδίως σε κρίσιμες πολιτικές και προεχόντως πολιτειακές περιόδους, εμφανή προτεραιότητα στις αναγκαίες για τον Τόπο θεσμικές τομές. Κυρίως δε σε τομές, οι οποίες συνδέονται αρρήκτως με την δομή του Συντάγματος και με την αποτελεσματική εφαρμογή του στην πράξη. Πολλοί είναι οι λόγοι που δικαιολογούν την κορυφαία και υπεύθυνη αυτή επιλογή του. Οι  σπουδαιότεροι εξ’ αυτών απορρέουν εκ του ότι η όλη ηγετική πολιτική φυσιογνωμία του Κωνσταντίνου Καραμανλή του επέτρεψε, οιονεί «προφητικώς», να διαγνώσει -με την συνδρομή και της νομικής του παιδείας, που μπορεί να μην υπήρξε επιστημονικώς πλήρης πλην όμως ήταν, σε συνδυασμό με την  απαράμιλλη πολιτική του διαίσθηση και εμπειρία, αρκούντως συγκροτημένη και στέρεη για μια τέτοια «διάγνωση»– το πόσο ο εκσυγχρονισμός της Ελλάδας «περνάει», αναγκαίως, και μέσ’ από  τον αντίστοιχο εκσυγχρονισμό των  Πολιτειακών και των Πολιτικών Θεσμών. Και κατ’ εξοχήν εκείνων που εγγυώνται την ομαλή δημοκρατική λειτουργία του Πολιτεύματος. Το υπό τα ως άνω χαρακτηριστικά θεσμικό «αποτύπωμα» του Κωνσταντίνου Καραμανλή ανιχνεύεται, μ’ εξαιρετική ενάργεια, και στις δύο περιόδους της διακυβέρνησης της Χώρας από τις Κυβερνήσεις του. Δηλαδή πριν και προδήλως μετά την Μεταπολίτευση, όταν και συντελέσθηκε η θέσπιση του ισχύοντος Συντάγματος του 1975, του θεσμικώς και δημοκρατικώς πληρέστερου αλλά και «μακροβιότερου» «Καταστατικού Χάρτη» από την ίδρυση του Νεώτερου Ελληνικού Κράτους.

Ι.  Η «κυοφορία» της «βαθείας τομής» μετά το 1961

Οι σκέψεις που εκτίθενται στην συνέχεια αφορούν αποκλειστικώς το πρώτο -και, από πλευράς ιστορικής αποτίμησης, περισσότερο «αφανές» και «αδικημένο» έως και σκοπίμως «διαστρεβλωμένο»– θεσμικό «αποτύπωμα» του Κωνσταντίνου Καραμανλή, το οποίο ανάγεται στην περίοδο μεταξύ 1961-1963.  Πρόκειται για την πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος του 1952, η οποία έμεινε γνωστή ως η «βαθεία τομή». Ο όρος δικαιολογείται, οπωσδήποτε, επειδή μολονότι, όπως θα διευκρινισθεί κατωτέρω, η αναθεωρητική αυτή πρωτοβουλία δεν είχε «αίσια» κατάληξη για τα πολιτικά και πολιτειακά δρώμενα της εποχής, ήταν αναμφιβόλως θεσμικώς κρίσιμη αλλά και ρεαλιστικώς φιλόδοξη. Πολλώ μάλλον όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε ν’ αντιμετωπίσει τον συνδυασμό της αλαζονείας και της, έστω και κατ’ επίφαση,  «παντοκρατορίας» των Ανακτόρων, που έδειχναν σαφώς πώς και γιατί η Βασιλική Οικογένεια -συμπεριλαμβανομένου ατυχώς και του Βασιλιά Παύλου Α΄, όχι τόσο λόγω της δικής του νοοτροπίας αλλά πολύ περισσότερο λόγω αρνητικής επιρροής της Βασίλισσας Φρειδερίκης και των «αυλικών» του-  είχε πλήρως αποξενωθεί, με όλες τις εντεύθεν συνέπειες, από την Ελληνική πραγματικότητα.  Επιπλέον ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έπρεπε να εξουδετερώσει, σε αρκετές περιπτώσεις, και την εμφανή πολιτική ανευθυνότητα της τότε, στερούμενης και της αναγκαίας συνοχής, Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Μιας Αντιπολίτευσης η οποία, σ’ ένα «ξέσπασμα» λαϊκισμού, ενδιαφερόταν, αμέσως ή εμμέσως, μόνο για την με οποιοδήποτε τίμημα κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας.

Α. Η ιστορική διαδρομή

Ευθύς μόλις ανέλαβε τα πρωθυπουργικά του καθήκοντα, την 5η Οκτωβρίου 1955 όταν και του ανατέθηκε από τον Βασιλιά Παύλο Α΄ η εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης, μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου Παπάγου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής γνώριζε καλά  -τον βοήθησε σε αυτό και η εμπειρία των προηγούμενων υπουργικών του θητειών- ότι το Σύνταγμα του 1952, υπό τις περιστάσεις που είχε θεσπισθεί και με τον τρόπο που είχε έως τότε εφαρμοσθεί, ήταν παντελώς ανεπαρκές για να επιτρέψει σημαντικά βήματα εκσυγχρονισμού της Χώρας, και κατά κύριο λόγο στο πεδίο των εσωτερικών και εξωτερικών προκλήσεων οι οποίες ήταν ήδη κάτι παραπάνω από ορατές. Πρωτίστως δε των προκλήσεων, οι οποίες ανοίγονταν στον ορίζοντα με βάση  την σαφώς  εκπεφρασμένη πρόθεση του Κωνσταντίνου Καραμανλή να ενταχθεί η Ελλάδα, και δη το συντομότερο δυνατό, στους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς της εποχής εκείνης, κατ’ ουσία δε στην τότε ΕΟΚ (Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα). Ας μην ξεχνάμε ότι η πρώτη Συμφωνία Σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ  υπογράφηκε την 9η Ιουλίου 1961, στην Αίθουσα Τροπαίων της Βουλής, ενώ σαφέστατη ήταν η στόχευση του Κωνσταντίνου Καραμανλή να ολοκληρωθεί «επί των ημερών του» η οριστική δρομολόγηση της ενταξιακής πορείας της Χώρας.  Και τούτο διότι  δικαιολογημένα πίστευε πως οι άλλες Πολιτικές Δυνάμεις της εποχής, με την εικόνα που παρουσίαζε η εν γένει πολιτική συμπεριφορά τους, δεν μπορούσαν να «επωμισθούν» ένα τέτοιο μεγάλο και κρίσιμο «πολιτικό βάρος».

Β. Η «κυοφορία» της τότε αναθεωρητικής πρωτοβουλίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή διήρκησε από το 1961 έως το 1963. Μιλώντας σε προεκλογική συγκέντρωση της ΕΡΕ στην Θεσσαλονίκη, την 1η Οκτωβρίου 1961, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τόνισε, μεταξύ άλλων, και τα εξής: «Η πραγματοποίησις, όμως, ριζικών μεταβολών, η επιτάχυνσις της προόδου και η εξυγίανσις της δημοσίας μας ζωής, προϋποθέτει μιαν θαρραλέαν μεταρρύθμισιν: Την αναθεώρησιν των μη θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος. Η ειρηνική επανάστασις…είναι δυνατόν να πραγματοποιηθή μόνον υπό την προϋπόθεσιν αυτήν». Για λόγους ιστορικής πληρότητας επισημαίνεται πως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής γνώριζε καλά ότι η απαιτούμενη -κατά τις διατάξεις του άρθρου 108 του Συντάγματος  του 1952- πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των Βουλευτών, προκειμένου να συντελεσθεί η αναθεώρηση του Συντάγματος, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί.  Κάτι το οποίο  άλλωστε αποδείχθηκε ύστερα και από την προσχηματική υπαναχώρηση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης της Ένωσης Κέντρου.  Ας σημειωθεί ότι ενώ η Ένωση Κέντρου είχε αρχικώς συμφωνήσει για την ανάγκη αναθεώρησης του Συντάγματος, την 10η Οκτωβρίου 1962, τρεις μόλις ημέρες αργότερα, την 13η Οκτωβρίου 1962, «ανέκρουσε πρύμναν», δήθεν λόγω έλλειψης σχετικής αρμοδιότητας της Βουλής! Πλην όμως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αντέτεινε, υπευθύνως και σθεναρώς, ότι αναλάμβανε εν πάση περιπτώσει την αναθεωρητική πρωτοβουλία παρά τις σχεδόν ανυπέρβλητες δυσχέρειες ευόδωσής της διότι, κατά την γνώμη του, αρκούσε έστω και «η παρά την δημοσίαν γνώμην δημιουργία της συνειδήσεως περί υφισταμένης ανάγκης αναθεωρήσεως».

Γ. Προς το τέλος του 1962 η Κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ολοκλήρωσε το σχέδιο της πρότασης αναθεώρησης του Συντάγματος του 1952. Την 16η Φεβρουαρίου 1963 συνεδρίασε η Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΕΡΕ, και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανακοίνωσε επισήμως την επικείμενη κατάθεση ολοκληρωμένης πρότασης αναθεώρησης του ισχύοντος τότε Συντάγματος. Την 19η Φεβρουαρίου 1963 συνεδρίασε προς τούτο το Υπουργικό Συμβούλιο υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.  Και την 21η Φεβρουαρίου του ίδιου έτους 26 Υπουργοί-Βουλευτές κατέθεσαν στην Βουλή την πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος του 1952. Αμέσως συγκροτήθηκε  η για τον σκοπό αυτό προβλεπόμενη Επιτροπή της Βουλής και άρχισε τις εργασίες της, συνεδριάζοντας εννέα φορές, από την 13η  Μαρτίου έως την 5η Ιουνίου 1963.

Δ. Την 11η Ιουνίου 1963 η Κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή παραιτήθηκε αιφνιδίως και η πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος του 1952 ουδέποτε συζητήθηκε στην Ολομέλεια της Βουλής. Η «βαθεία τομή»  έμεινε έτσι «στα χαρτιά», πλην όμως η σημασία της κατά την διαδρομή της σύγχρονης Συνταγματικής Ιστορίας μας κάθε άλλο παρά αμελητέα υπήρξε.  Επισημαίνεται ότι κάποιες -με ιδιαίτερη σημασία μάλιστα- από τις θεσμικώς κρίσιμες «καινοτομίες» της «βαθείας τομής» ενέπνευσαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και στο πλαίσιο της «σαρωτικής» αναθεωρητικής πρωτοβουλίας, η οποία κατέληξε στην θέσπιση του Συντάγματος του 1975.

ΙΙ. Το θεσμικό «κεκτημένο» της «βαθείας τομής»

Η «βαθεία τομή» δεν αποσκοπούσε βεβαίως -ούτε θα το μπορούσε άλλωστε, ως αμιγώς αναθεωρητική πρωτοβουλία στο πλαίσιο των θεσμοθετημένων περιορισμών περί των αναθεωρητέων διατάξεων- σε μια ολοκληρωμένη «ανατροπή» των οφθαλμοφανών αδυναμιών του Συντάγματος του 1952.  Είναι βέβαιο όμως ότι  μέσ’ από έναν εξαιρετικά ουσιώδη συνδυασμό ρυθμίσεων που αφορούσαν την αναθεώρηση συγκεκριμένων  αναθεωρητέων διατάξεων του Συντάγματος του 1952,  σχετικών κυρίως με την «ισορροπία» του Πολιτεύματος, την Διάκριση των Εξουσιών, τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου –και ιδίως τα Κοινωνικά- και τους θεσμούς διευκόλυνσης της ανάπτυξης της Εθνικής Οικονομίας, θα μπορούσε, αν είχε ευοδωθεί, να συμβάλει σε σημαντικό βαθμό  σ’ έναν ταχύτερο εκσυγχρονισμό της Ελλάδας και, αντιστοίχως, στην επιτάχυνση της ενταξιακής της πορείας στην τότε ΕΟΚ. Είναι δε ιδιαιτέρως ενδεικτικό το ότι μεταξύ των καινοτομιών που ο Κωνσταντίνος Καραμανλής «φιλοδοξούσε» να επιφέρει μέσω της «βαθείας τομής» ήταν και εκείνη ενός σύγχρονου και προοδευτικού προσδιορισμού της θέσης της Ελλάδας στην Διεθνή Κοινότητα.  Τα κυριότερα σημεία της ιστορικής αυτής αναθεωρητικής πρωτοβουλίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή επικεντρώνονται στα εξής:

Α. Στην διά της λογικής της θέσπισης των αναγκαίων «θεσμικών αντιβάρων» («checks and balances») ενίσχυση της Εκτελεστικής Εξουσίας –και κυρίως της Κυβέρνησης- που διέθετε την απαραίτητη δημοκρατική νομιμοποίηση έναντι των de facto διογκωμένων τότε εξουσιών των Ανακτόρων. Εξουσιών, οι οποίες  επιτρέποντας και την διαιώνιση της εφαρμογής στην πράξη  της «θεωρίας του κηπουρού» σε ό,τι αφορά τον διορισμό του Πρωθυπουργού, υπήρξαν αιτίες πολλών «δεινών»  για την πολιτική και πολιτειακή ζωή της Χώρας.  Με αποκορύφωμα τις συνθήκες παραίτησης  της Κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή και της οριστικής αναχώρησής του για το εξωτερικό (Παρίσι), καθώς και τις συνθήκες αυθαίρετης «παύσης» της Κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου στην συνέχεια, επί της βασιλείας του Κωνσταντίνου Β΄.

Β. Στον μέσω της ριζικής αναθεώρησης του άρθρου 35 του Συντάγματος του 1952 εξορθολογισμό της λειτουργίας της Νομοθετικής Εξουσίας -προβλεπόταν από τότε ο θεσμός των Βουλευτών Επικρατείας- ιδίως δια της διευκόλυνσης επιτάχυνσης του νομοθετικού έργου της Βουλής με την πρόβλεψη της δυνατότητας να νομοθετεί ακόμη και σε Τμήματα και να ψηφίζει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και «νόμους-πλαίσια», που θα εξειδικεύονταν με νομοθετικά διατάγματα. Σ’ ένα διαφορετικό πεδίο δράσης της Βουλής στόχευε να επέμβει η «βαθεία τομή» δια της αναθεώρησης των σχετικών ρυθμίσεων του Συντάγματος του 1952 (άρθρο 78), έτσι ώστε μέσω της τροποποίησης της διαδικασίας υποβολής προτάσεων εμπιστοσύνης και δυσπιστίας να περιορισθεί, κατά το δυνατόν, ο διαβρωτικός κίνδυνος παρατεταμένου κλονισμού της κυβερνητικής σταθερότητας.

Γ. Στον εκσυγχρονισμό πτυχών της Εκτελεστικής Εξουσίας, ιδίως μέσω της συνταγματικής κατοχύρωσης του Ανωτάτου Συμβουλίου Δημοσίων Υπηρεσιών (ΑΣΔΥ), με κύρια στόχευση την ανάδειξη ικανών και επαρκώς εξειδικευμένων δημόσιων υπαλλήλων, ενόψει μάλιστα της προοπτικής ένταξης της Χώρας στην τότε ΕΟΚ.

Δ. Στον δραστικό περιορισμό των ακροτήτων εφαρμογής στην πράξη του θεσμού της ασυλίας των Βουλευτών (άρθρο 63 του Συντάγματος του 1952) «δεδομένου ότι έχει ήδη διαμορφωθεί ουσιαστικώς καθεστώς αποκλεισμού της άρσεως της ασυλίας άνευ τινός διακρίσεως, επί ζημία δε του κύρους του Κοινοβουλίου καλλιεργείται παρά τη κοινή γνώμη υπό των επιβουλευομένων το ελεύθερον Πολίτευμα η εντύπωσις περί ασυδοσίας, δήθεν, του Βουλευτού έναντι του νόμου», κατά την σχετική διατύπωση του εν προκειμένω κειμένου της «βαθείας τομής».

Ε. Στην θεσμοθέτηση Συνταγματικού Δικαστηρίου με δικαιοδοσία που θα επικεντρωνόταν ιδίως στις εκλογικές διαφορές και στην λειτουργία των Πολιτικών Κομμάτων. Από αυτή την καινοτομία της «βαθείας τομής»  έμεινε μέσα στον χρόνο μόνον η  –αναμφισβητήτως αναχρονιστική και προβληματική, το λιγότερο- πρόβλεψη για την δικαιοδοσία του Συνταγματικού Δικαστηρίου να θέτει, ενδεχομένως, εκτός νόμου Πολιτικά Κόμματα, δίχως να υπολογισθούν και να εκτιμηθούν δεόντως άλλες, χρήσιμες, πολιτικές και πολιτειακές δικαιοδοτικές αρμοδιότητές του. Αλλά και δίχως να συνυπολογίζεται ότι ακόμη και η διαδικασία θέσης εκτός νόμου Πολιτικών Κομμάτων θα υπαγόταν έτσι τουλάχιστον σε ουσιώδη δικαστικό έλεγχο, στο ανώτατο δυνατό επίπεδο, όταν μάλιστα η ως τότε αντίστοιχη απόλυτη αυθαιρεσία είχε να «επιδείξει» και την, με  «συνοπτικές διαδικασίες» και χωρίς καμμία δικαστική εγγύηση, θέση εκτός νόμου του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (α.ν. 509/1947, που κυρώθηκε με το ΝΗ΄ Ψήφισμα).

ΣΤ. Στην θεσμοθέτηση σύγχρονων διατάξεων περί αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και εκτέλεσης μεγάλων έργων κοινής ωφέλειας, απαραίτητων για την επιτάχυνση και την επιτυχή εξέλιξη της όλης αναπτυξιακής πορείας της Χώρας υπό συνθήκες στήριξης του κοινωνικού συνόλου, και κατά κύριο λόγο των οικονομικώς ασθενέστερων.

Ζ. Στην θέσπιση της γενικής ρήτρας απαγόρευσης της καταχρηστικής άσκησης των δικαιωμάτων και στην κατοχύρωση σημαντικών νέων Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Κυρίως δε Κοινωνικών Δικαιωμάτων, παντελώς «άγνωστων» στο θεσμικό πλαίσιο του Συντάγματος του 1952, με βασικούς άξονες κανονιστικής ρύθμισης την προστασία του γάμου, της οικογένειας και της εργασίας. Με τον τρόπο αυτό η κανονιστική παρέμβαση της «βαθείας τομής» αποσκοπούσε, κατ’ ουσία, στην αντίστοιχη κανονιστική εδραίωση των θεμελίων ενός, έστω και στοιχειώδους, Κοινωνικού Κράτους Δικαίου.

                                                                                                                                                                                                     Επίλογος

Με βάση τα όσα προεκτέθηκαν είναι δυνατό να συναχθούν και τ’ ακόλουθα συμπεράσματα: Πριν απ’ όλα η πολιτικώς κοντόφθαλμη και εν τέλει ανερμάτιστη στάση των Ανακτόρων εν γένει -σε συνδυασμό με την πολιτικώς ανεύθυνη στάση της τότε Αξιωματικής Αντιπολίτευσης- να σταθούν απέναντι στον δημοκρατικό εκσυγχρονισμό του Συντάγματος του 1952 μέσω της ευόδωσης του αναθεωρητικού εγχειρήματος της «βαθείας τομής», μ’ εμπνευστή τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, συνέτειναν σε μεγάλο βαθμό στην υπό τις γνωστές επώδυνες συνθήκες πτώση της Κυβέρνησής του, με όλες τις εντεύθεν και μετέπειτα πολιτικές και πολιτειακές επιπτώσεις.  Πέραν δε τούτου, η συνέχιση της άκρως προβληματικής εφαρμογής του δημοκρατικώς προδήλως «ελλειμματικού» Συντάγματος του 1952 επέτρεψε στα Ανάκτορα να δρουν με την ίδια πολιτειακή αλαζονεία και επιπολαιότητα, και μάλιστα, a fortiori μετά τον θάνατο του Βασιλιά Παύλου Α΄ και την ανάρρηση στον θρόνο του Βασιλιά Κωνσταντίνου Β΄.  Και σήμερα, είναι πια ιστορικώς επαρκώς τεκμηριωμένη η θέση ότι αν η ολοκλήρωση της «βαθείας τομής» του Κωνσταντίνου Καραμανλή είχε επιφέρει τις αναγκαίες δημοκρατικές αλλαγές στο Σύνταγμα του 1952, κυρίως μέσω της θεσμοθέτησης των κατάλληλων «θεσμικών αντιβάρων», η Ελλάδα θα είχε αποφύγει τις μεγάλες περιπέτειες στις οποίες μπήκε όταν, όπως προεκτέθηκε, ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Β΄ αφενός υποχρέωσε σε μια θεσμικώς αδιανόητη παραίτηση την δημοκρατικώς εκλεγμένη Κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου.  Και, αφετέρου και στην συνέχεια, «πυροδοτώντας» ο ίδιος τις μεθοδεύσεις της «αποστασίας» και της εξ αυτής καταλυτικής αποδόμησης της Ένωσης Κέντρου, συνέτεινε ενεργώς στον πλήρη ευτελισμό της πολιτικής ζωής της Χώρας και στην καταστροφική, όπως η πραγματικότητα απέδειξε, δημοκρατική απονομιμοποίησή της.

 

* Δημοσιεύθηκε στο ένθετο “Η εποχή των Βασιλέων 50 χρόνια μετά την επίλυση του Πολιτειακού” της εφημερίδας “Καθημερινή της Κυριακής”, της 27/10/2024

Οι στοιχειώδεις προϋποθέσεις δίκαιης και βιώσιμης επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος κατά το Διεθνές Δίκαιο και κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο

Προκόπιος Παυλόπουλος, τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός, Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ

Ομιλία στην Ακαδημία Αθηνών κατά την εκδήλωση επίσημης διαμαρτυρίας προς την Διεθνή Κοινότητα και προς την Ευρωπαϊκή Ένωση για τα 50 χρόνια τουρκικής κατοχής μέρους του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις 22.10.2024

Πρόλογος

Τους τελευταίους ιδίως μήνες, και παρά την συνεχιζόμενη -ή και εντεινόμενη ενίοτε- προκλητική αδιαλλαξία της Τουρκίας, γίνεται και πάλι λόγος για την ανάγκη της όσο το δυνατό ταχύτερης επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος. Κάτι το οποίο, όπως προκύπτει και από σχετικές πρόσφατες δηλώσεις, αποδέχονται οι Κυβερνήσεις Ελλάδας και Κύπρου -αποφασισμένες μάλιστα να κινηθούν εν προκειμένω με τον απαιτούμενο «ρεαλισμό» μπροστά στον «άτεγκτο» έως απροκαλύπτως κυνικό κόσμο των Διεθνών Σχέσεων- ενώ «ωθούν» προς την ως άνω κατεύθυνση τόσον ο ΟΗΕ όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση, μολονότι έχουν «βιώσει» και έχουν επανειλημμένως καταδικάσει, δυστυχώς όμως χωρίς την απαιτούμενη αυστηρότητα και μάλιστα δίχως ίχνος αποτελεσματικών κυρώσεων, την όλη τουρκική στάση μετά το 1974.

Α. Η τακτική αυτή των Κυβερνήσεων Ελλάδας και Κύπρου πρέπει ν’ αξιολογηθεί ως κατ’ αρχήν ορθή, αφού η «μη λύση» του Κυπριακού Ζητήματος όχι μόνο δεν συνιστά «λύση» του, αλλά καθιστά ολοένα και πιο επισφαλή -κατ’ επιεική δε θεώρηση- την κατάσταση που δημιούργησε η πάνω από πενήντα χρόνια κατοχή του ενός τρίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία, ύστερα από την βάρβαρη εισβολή της στην Μαρτυρική Κύπρο το 1974. Πλην όμως, και όπως είναι ευνόητο, η επίτευξη λύσης του Κυπριακού Ζητήματος είναι νοητή και αποδεκτή μόνον εφόσον είναι δίκαιη και βιώσιμη. Γεγονός που σημαίνει περαιτέρω ότι η λύση αυτή είναι νοητή και αποδεκτή μόνον εφόσον υπηρετεί, τουλάχιστον ως προς τα σχετικά βασικά ρυθμιστικά της στοιχεία, «αξιοπρεπώς» -και όχι κατ’ επίφαση, υπό το κράτος απαράδεκτων συμβιβασμών ή και εκβιασμών από συγκεκριμένες πλευρές- την Διεθνή Νομιμότητα και την Ευρωπαϊκή Νομιμότητα αλλά και την «βιωσιμότητα» της Κυπριακής Δημοκρατίας ως Κράτους-Μέλους της Διεθνούς Κοινότητας, κυρίως δε ως πλήρους Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του «σκληρού πυρήνα» της, της Ευρωζώνης. Διότι το αντίθετο οδηγεί, αναποδράστως, σ’ επικίνδυνες ατραπούς ακόμη πιο επώδυνης θεσμικής και πολιτικής αποδυνάμωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, και στο πλαίσιο της Διεθνούς Κοινότητας αλλά και στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ζήτημα τούτο απαιτεί τόσο «επιμελέστερη» προετοιμασία, με την ανάλογη προσοχή και προνοητικότητα, όσο η Τουρκία έχει καταστήσει -με περισσό θράσος που, δυστυχώς, το ενισχύει η προεκτεθείσα θλιβερή Διεθνής, ακόμη και Ευρωπαϊκή σε ορισμένες περιπτώσεις, ανοχή προς αυτή- σαφές πως ως αρχή «λύσης» του Κυπριακού Ζητήματος δεν αποδέχεται, κατ’ ουδένα τρόπο, το στοιχειώδες κατά το Διεθνές Δίκαιο και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, όπως θα επεξηγηθεί στην συνέχεια, πρότυπο του Ομοσπονδιακού Κράτους. Και κάνει λόγο, ευθέως, για δύο Κράτη, ή το πολύ για έναν τύπο Συνομοσπονδιακού Κράτους στην βάση μιας εξαιρετικά χαλαρής συνομοσπονδίας, η οποία μάλιστα δεν ανταποκρίνεται καν στα δεδομένα μιας πραγματικής διζωνικής-δικοινοτικής κρατικής και πολιτειακής οντότητας.

Β. Υπό το πνεύμα αυτό είναι προφανές πως δεν μπορεί -ορθότερα δε δεν είναι επιτρεπτό- ν’ αρχίσει οιαδήποτε συζήτηση για το Κυπριακό Ζήτημα, αν προηγουμένως η Τουρκία δεν αφήσει κατά μέρος τέτοιες παράλογες και προκλητικώς μαξιμαλιστικές θέσεις και προτάσεις, πλήρως αντίθετες προς το Διεθνές Δίκαιο και ιδίως προς το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Αν γίνει, από Ελληνικής και Κυπριακής πλευράς, το λάθος να υποτιμηθεί ο κίνδυνος της έναρξης διαλόγου για το Κυπριακό Ζήτημα δίχως μιαν ουσιώδη υποχώρηση της Τουρκίας από τις κατά τ’ ανωτέρω ακραίες θέσεις της, τότε ο «διάλογος» με την τουρκική πλευρά μας οδηγεί στην διακινδύνευση να υποχωρήσουμε μοιραίως εμείς, έστω και κατά ένα μέρος, στους απαράδεκτους τουρκικούς εκβιασμούς και στο ενδεχόμενο πλήρους ευτελισμού του Διεθνούς Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Δικαίου σε ό,τι αφορά το μέλλον της Κυπριακής Δημοκρατίας. Επιπροσθέτως, ας μην ξεχνάμε ότι αυτή είναι πάντοτε η «προσφιλής» τακτική της Τουρκίας όταν επιχειρεί να προωθήσει και τις πιο αδιανόητες «διεκδικήσεις» της έναντι του Ελληνισμού εν γένει, στηριζόμενη με πρόδηλο διεθνές θράσος στην παγίωση των «τετελεσμένων» εφόσον διαπιστώσει τάσεις δισταγμών, ανοχής και υποχωρητικότητας από τις Κυβερνήσεις Ελλάδας και Κύπρου. Και κατά τούτο πρέπει να έχουμε διαρκώς κατά νου ότι στις σχέσεις μας με την Τουρκία, ακόμη και όταν αυτή δείχνει προς εμάς «αγαθές προθέσεις», ισχύει στο ακέραιο το «timeo Danaos et dona ferentes». Το ίδιο δε ισχύει –ή πρέπει να ισχύει- προφανώς και για την Διεθνή Κοινότητα και τον ΟΗΕ και για την Ευρωπαϊκή Ένωση, με δεδομένο ότι έχουν βιώσει και υποστεί, σε σειρά περιπτώσεων κατά το απώτερο αλλά και το πρόσφατο παρελθόν, την ιταμή στάση της Τουρκίας αναφορικά με την εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Δικαίου.

Ι. Τα κανονιστικά δεδομένα του Διεθνούς Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Δικαίου
Όπως λοιπόν συνάγεται ευχερώς από τα προεκτεθέντα, ασφαλείς «δείκτες πορείας» για την δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού Ζητήματος είναι, και μάλιστα αποκλειστικώς, πρώτον, το Διεθνές Δίκαιο. Kαι, δεύτερον, το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Mε την πρόσθετη επισήμανση ότι το Διεθνές Δίκαιο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, αφού η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως οντότητα με αυτοτελή νομική προσωπικότητα, είναι πλήρες μέλος της Διεθνούς Κοινότητας, αρχής γενομένης από τον ΟΗΕ.

Α. Το Διεθνές Δίκαιο
Το Διεθνές Δίκαιο προσδιορίζει τις κατ’ ελάχιστο προϋποθέσεις επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος με πλειάδα ρυθμίσεων.

1. Στις ρυθμίσεις αυτές συμπεριλαμβάνονται, οπωσδήποτε, και τα κάθε είδους κανονιστικού περιεχομένου Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας τα οποία είναι, και μάλιστα κατ’ επανάληψη και ποικιλοτρόπως, απεριφράστως καταδικαστικά για την Τουρκία ήδη από το 1974, όταν και συντελέσθηκε η βάρβαρη εισβολή στην Επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Υπενθυμίζεται, ότι τα πιο κρίσιμα εν προκειμένω Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας υπήρξαν -και παραμένουν- προεχόντως τα εξής:
α) Πριν απ’ όλα το αρχικό, βασικό, Ψήφισμα της 20.7.1974 αρ. 353/1974, για την απερίφραστη καταδίκη της τουρκικής εισβολής και για την έκκληση-απόφαση πλήρους σεβασμού της Ανεξαρτησίας, της Κυριαρχίας και της Εδαφικής Ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το Ψήφισμα αυτό επαναβεβαιώθηκε και συμπληρώθηκε επί το αυστηρότερο -ιδίως λόγω της συνέχισης και επέκτασης της τουρκικής εισβολής το 1974, της επίδειξης προκλητικής αδιαλλαξίας εκ μέρους της Τουρκίας και της από ανθρωπιστική έποψη θλιβερής κατάστασης των προσφύγων- με τα διαδοχικά Ψηφίσματα της 23.7.1974, αρ. 354/1974, 1.8.1974, αρ. 355/1974, 14.8.1974, αρ. 357/1974, 15.8.1974, αρ. 358/1974, 15.8.1974, αρ. 359/1974, 16.8.1974, αρ. 360/1974, 30.8.1974, αρ. 361/1974 και 13.12.1974, αρ. 364/1974.
β) Και ύστερα το, καθοριστικής σημασίας για την επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος κατά τρόπο σύμφωνο με το Διεθνές Δίκαιο, Ψήφισμα της 12.3.1975 αρ. 367/1975, με το οποίο καταδικάσθηκε, επίσης απεριφράστως, και θεωρήθηκε παντελώς ανυπόστατη η μονομερής, από πλευράς Τουρκίας, απόφαση της 13.2.1975 για την δημιουργία του διεθνώς πλήρως απομονωμένου έκτοτε ψευδοκράτους της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου». Σημειωτέον, ότι το ως άνω Ψήφισμα συμπληρώθηκε, ειδικώς ως προς τους κατά το Διεθνές Δίκαιο επιβεβλημένους όρους επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος, με τα Ψηφίσματα της 18.11.1983, αρ. 541/1983, 11.5.1984, αρ. 550/1984, 12.3.1990, αρ. 649/1990, 10.4.1992, αρ. 750/1992, 25.11.1992, αρ. 789/1992 και 29.6.1999, αρ. 1251/1999. Συγκεκριμένα δε με τα τελευταία αυτά Ψηφίσματα έγινε -και έκτοτε γίνεται παγίως- δεκτό ότι η σύμφωνη με το Διεθνές Δίκαιο λύση του Κυπριακού Ζητήματος προϋποθέτει, κατ’ ελάχιστο, πως η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να είναι, δίχως άλλους όρους και προϋποθέσεις, Ανεξάρτητο Κράτος, με μία και μόνη Κυριαρχία, μία και μόνη Διεθνή Προσωπικότητα και μία και μόνη Ιθαγένεια, οργανωμένο πολιτειακώς υπό την μορφή Δικοινοτικής και Διζωνικής Ομοσπονδίας -άρα αποκλειομένου, οιονεί εξ ορισμού, του Συνομοσπονδιακού Κράτους- ενώ συνακόλουθα απορρίπτεται, και μάλιστα κατηγορηματικώς, κάθε «προοπτική» διχοτόμησης ή απόσχισης.

2. Περαιτέρω, για την επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος βαρύνουσα είναι η σημασία των ρυθμίσεων της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS). Κυρίως δε των ρυθμίσεών της αναφορικά με την stricto sensu Κυριαρχία και με τα επιμέρους Κυριαρχικά Δικαιώματα των Κρατών-Μελών της Διεθνούς Κοινότητας και του ΟΗΕ.
α) Σύμβασης, η οποία καταρτίσθηκε το 1982 -ως «Σύμβαση του Montego Bay»- και άρχισε να ισχύει από το 1994. Και Σύμβασης στην οποία έχει προσχωρήσει αυτοτελώς -ήτοι ως νομικό πρόσωπο πέραν των νομικών προσώπων των Κρατών-Μελών της- η Ευρωπαϊκή Ένωση από το 1998. Γεγονός που σημαίνει πως η Σύμβαση αυτή αποτελεί έκτοτε και αναπόσπαστο μέρος του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, το οποίο αυτονοήτως δεσμεύει πέραν της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όλα τα Κράτη-Μέλη της. Πρέπει δε να δεσμεύει, σύμφωνα με τα Κριτήρια της Κοπεγχάγης του 1993 και της Μαδρίτης του 1995 όπως διαρκώς επικαιροποιούνται, και τα υποψήφια προς ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση Κράτη, όπως π.χ. η Τουρκία, κατά τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ.1 και 49 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ).
β) Ανεξαρτήτως τούτου, και σύμφωνα με την νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, η προμνημονευόμενη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας δεσμεύει και Κράτη, τα οποία δεν έχουν προσχωρήσει σε αυτή -όπως και η Τουρκία- διότι, λόγω του ότι εν πάση περιπτώσει έχει προσχωρήσει σε αυτή ικανός αριθμός Κρατών-Μελών της Διεθνούς Κοινότητας, παράγει πλέον γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, δεσμευτικούς οιονεί erga omnes. Δηλαδή ακόμη και για τα Κράτη-Μέλη της Διεθνούς Κοινότητας που δεν την έχουν γραπτώς αποδεχθεί. Αυτό ισχύει τόσο περισσότερο για την Τουρκία όσο, καθώς η αντιφατική και προκλητική εξωτερική πολιτική της το αποδεικνύει, αποδέχεται την Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας «κατά το δοκούν», όπως προκύπτει προδήλως και από την υπογραφή μεταξύ αυτής και της τότε φερόμενης ως Κυβέρνησης της Λιβύης του νομικώς παντελώς ανυπόστατου «τουρκολιβυκού μνημονίου», του 2019. Επισημαίνεται -προκειμένου να το προβάλλουμε αδιαλείπτως διεθνώς, κάτι το οποίο δυστυχώς δεν συμβαίνει με την απαιτούμενη σταθερότητα και «καθαρότητα»- ότι το νομικώς παντελώς ανυπόστατο του «τουρκολιβυκού μνημονίου» έχει ρητώς αποδεχθεί η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με την σαφή απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου 2019. Η δε «πρωτοκόλληση» του «μνημονίου» τούτου από τον ΟΗΕ το 2020 ουδένα νομικό κύρος προσθέτει ή διασφαλίζει σε αυτό αφού, όπως έχει αποδείξει η σχετική πρακτική τέτοιων «πρωτοκολλήσεων» διεθνών κειμένων, πρόκειται για καθαρώς τυπική διαδικασία που ουδόλως σχετίζεται με την αναγνώριση της «κανονιστικής δυναμικής» των ποικιλόμορφων ως άνω κειμένων.

Β. Το Ευρωπαϊκό Δίκαιο
Πολύ περισσότερο βαρύνουσα όμως για την επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος είναι η σημασία και η επιρροή του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Και τούτο διότι, όπως ήδη τονίσθηκε, η Κυπριακή Δημοκρατία είναι πλήρες Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του «σκληρού πυρήνα» της, της Ευρωζώνης. Κατά τούτο δεν νοείται δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού Ζητήματος αν αυτή δεν είναι πλήρως σύμφωνη με το σύνολο του Ευρωπαϊκού Δικαίου, πρωτίστως δε με τις θεμελιώδεις θεσμικές συντεταγμένες του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου. Το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, κατ’ εξοχήν μέσω της θεμελιώδους για την θεσμική υπόσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), θέτει τις ακόλουθες προϋποθέσεις ως προς την νομική και θεσμική υπόσταση ενός Κράτους, προκειμένου να είναι σε θέση ν’ αποτελέσει, με την απαραίτητη αποτελεσματικότητα και διάρκεια, Κράτος-Μέλος της. Δηλαδή έτσι ώστε η συμμετοχή του στο Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα να μην υπονομεύει, de jure και de facto, την θεσμική και πολιτική συνοχή και προοπτική του, αρχής γενομένης από την συνεχή και αποτελεσματική εφαρμογή στην πράξη όλων, ανεξαιρέτως, των κανόνων της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης.

1. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1-12 της ΣΕΕ, το Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να έχει μία και μόνη Νομική Προσωπικότητα διεθνώς. Αυτό προκύπτει π.χ. κυρίως από τις διατάξεις του άρθρου 5[1] της ΣΕΕ, ως προς τον καταμερισμό αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Κρατών-Μελών της. Καθώς και από τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 2[2] της ΣΕΕ, ως προς την εκπροσώπηση του Κράτους-Μέλους στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Διότι, όπως είναι ευνόητο, ένας τέτοιος καταμερισμός αρμοδιοτήτων καθώς και μια τέτοια εκπροσώπηση προϋποθέτουν Κράτος-Μέλος, το οποίο είναι σε θέση ν’ ανταποκριθεί πλήρως ως προς όλα αυτά τα κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο καθήκοντα κατά κύριο λόγο σε ό,τι αφορά την ολοκληρωμένη και αποτελεσματική «απορρόφηση» του συνόλου του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου.

2. Από την προμνημονευόμενη προϋπόθεση της μίας και μόνης Νομικής Προσωπικότητας διεθνώς απορρέει, αυτοθρόως, και η προϋπόθεση της μίας και μόνης Ιθαγένειας. Πολλώ μάλλον όταν διεθνώς δεν υφίσταται παράδειγμα Κράτους με μία νομική προσωπικότητα διεθνώς που αναγνωρίζει εντός αυτού περισσότερες της μίας ιθαγένειες. Δεν πρέπει δε να υποτιμάται το γεγονός ότι η αναγνώριση περισσότερων της μίας ιθαγενειών «ανοίγει», και δη «διάπλατα», τον δρόμο για την αναγνώριση και περισσότερων του ενός Κρατών ή και για την επιβολή ενός πολιτειακού καθεστώτος χαλαρής συνομοσπονδίας. Καθεστώτος το οποίο, όπως θα επεξηγηθεί στην συνέχεια, δεν μπορεί να ισχύσει για την Κυπριακή Δημοκρατία κατά το Διεθνές Δίκαιο, και κατ’ εξοχήν κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.

3. Το Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να είναι Κυρίαρχο, όπως συνάγεται ευχερώς ιδίως από τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2[3] της ΣΕΕ. Τα ουσιώδη συστατικά στοιχεία («essentialia negotii») της εσωτερικής και της εξωτερικής Κυριαρχίας ενός Κράτους -κατά βάση ως της ικανότητας της αυτοδύναμης επιβολής της εξουσίας του χωρίς να περιορίζεται από άλλη βούληση- είναι κοινώς γνωστά με βάση τους κανόνες του Συνταγματικού Δικαίου διεθνώς. Επομένως, στο σημείο αυτό αρκεί η ειδικότερη αναφορά στις προϋποθέσεις που καθιερώνουν οι ως άνω ρυθμίσεις της ΣΕΕ:
α) Κατά πρώτο λόγο το Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές της ΣΕΕ, πρέπει να είναι σε θέση να διασφαλίσει τις θεμελιώδεις λειτουργίες του. Ιδίως δε την διασφάλιση της Εδαφικής Ακεραιότητας, την διασφάλιση της Δημόσιας Τάξης και την προστασία της Εθνικής Ασφάλειας. Αφού στην αντίθετη περίπτωση η Κυριαρχία καθίσταται, άνευ άλλου τινός, «γράμμα κενό περιεχομένου» intra και extra muros. Κάτι το οποίο καθιστά αδύνατη την αποτελεσματική λειτουργία του Κράτους-Μέλους και εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, συνακόλουθα δε «υπονομευτική» για την δομή και την λειτουργία της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
β) Άρα Κράτος ικανό ν’ ασκήσει, στο ακέραιο, τα κατά το Διεθνές Δίκαιο δικαιώματα της stricto sensu Κυριαρχίας του καθώς και όλα τα εντεύθεν επιμέρους Κυριαρχικά του Δικαιώματα. Πρόκειται, προεχόντως, για το προμνημονευόμενο Δίκαιο της Θάλασσας, κατά την σχετική Σύμβαση του ΟΗΕ (UNCLOS) -«Σύμβαση του Montego Bay», του 1982- η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, ισχύει από το 1994.
γ) Ειδικότερα, μεταξύ άλλων το Δίκαιο της Θάλασσας καθορίζει από την μια πλευρά τον θεσμικό πυρήνα της stricto sensu Κυριαρχίας του κάθε Κράτους-Μέλους της Διεθνούς Κοινότητας, η οποία ασκείται πλήρως πέραν της Ηπειρωτικής Επικράτειας και στα Χωρικά Ύδατα ή Χωρική Θάλασσα -δηλαδή στην Αιγιαλίτιδα Ζώνη- πρωτίστως κατά τις διατάξεις των άρθρων 2 επ. της Σύμβασης αυτής του ΟΗΕ. Και, από την άλλη πλευρά, τον θεσμικό πυρήνα της lato sensu Κυριαρχίας, η οποία συμπεριλαμβάνει όλα τα επιμέρους αναγνωρισμένα από το Διεθνές Δίκαιο Κυριαρχικά Δικαιώματα κάθε Κράτους. Κατά βάση δε τα Κυριαρχικά Δικαιώματα τα σχετικά με την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 55 επ. της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας και με την Υφαλοκρηπίδα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 76 επ. της ίδιας Σύμβασης.

4. Το Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να οργανώνεται στην βάση των θεσμικοπολιτικών «συντεταγμένων» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, αφού κατά το άρθρο 10 παρ.1[4] της ΣΕΕ η όλη δομή και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεμελιώνεται στην Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία. Υπό τα δεδομένα αυτά δεν νοείται και Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο δεν στηρίζεται, ουσιαστικώς και στην πράξη, στο όλο θεσμικοπολιτικό πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Τούτο επιβάλλει, συνακόλουθα, εκ μέρους του Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης:
α) Πλήρη σεβασμό της αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών και των βασικών θεσμικών συνιστωσών του Κράτους Δικαίου, όπως άλλωστε συμβαίνει και με την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως το ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 2[5] της ΣΕΕ. Και ως προς την αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών διευκρινίζεται ότι αυτή, μεταξύ άλλων, αφενός επιτρέπει την «διασταύρωσή» τους μόνο στο μέτρο που το προβλέπει με τους ειδικότερους επιμέρους κανόνες δικαίου το δημοκρατικώς θεσπισμένο Σύνταγμα. Και, αφετέρου, δεν ανέχεται «εκπτώσεις» κατά κύριο λόγο σε ό,τι αφορά την λειτουργία του κυρωτικού μηχανισμού της Δικαστικής Εξουσίας, υπό το καθεστώς των εγγυήσεων της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών που την στελεχώνουν. Ως προς δε το Κράτος Δικαίου, είναι προφανές ότι το θεσμικό του «οπλοστάσιο» επιβάλλει, οπωσδήποτε, και την ύπαρξη επαρκών κυρωτικών μηχανισμών για κάθε παραβίαση της Αρχής της Νομιμότητας από τα κρατικά όργανα, με «προεξάρχοντα» τον κατά τ’ ανωτέρω μηχανισμό της Δικαστικής Εξουσίας.
β) Και πλήρη σεβασμό όλων, ανεξαιρέτως, των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως και πάλι συμβαίνει άλλωστε και για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, κατά τις διατάξεις του ως άνω άρθρου 2 και του άρθρου 6[6] της ΣΕΕ. Ας σημειωθεί, ότι μια τέτοια προϋπόθεση είναι τόσο περισσότερο «συνυφασμένη» με την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, όσο κατά την ιστορική της διαδρομή αυτή εμπεδώθηκε, από θεσμική και πολιτική έποψη, ως «καθεστώς» εγγύησης της Ελευθερίας, υφ’ όλες της τις εκφάνσεις -και προεχόντως υπό την έκφανση της ακώλυτης άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου- σύμφωνα με την εξίσου θεμελιώδη για το σύγχρονο δημοκρατικώς οργανωμένο Κράτος Δημοκρατική Αρχή.

5. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 3[7] της ΣΕΕ, το Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να είναι σε θέση να εκπληρώνει στο ακέραιο και όλες τις έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποχρεώσεις του. Ιδίως δε την «απορρόφηση» του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, ως προς το σύνολο των κανονιστικών του συντεταγμένων. Με βάση δε το κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο Κράτος Δικαίου, κυρώσεις επιβάλλονται σε περίπτωση παραβίασης των υποχρεώσεων αυτών εκ μέρους του Κράτους-Μέλους, όπως ορίζουν οι διατάξεις του άρθρου 7[8] της ΣΕΕ.

6. Από τ’ ανωτέρω συνάγεται και ότι το Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να οργανώνεται με βάση μία και ενιαία δημοκρατικώς νομιμοποιημένη Έννομη Τάξη.
α) Έννομη Τάξη «επικεφαλής» της οποίας είναι το Εθνικό Σύνταγμα, ως «εμβληματική» εγγύηση της Διάκρισης των Εξουσιών, του Κράτους Δικαίου και της ακώλυτης άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
β) Όπως είναι προφανές, μόνον υπ’ αυτή την προϋπόθεση της ιεραρχικώς δομημένης και δημοκρατικώς νομιμοποιημένης Έννομης Τάξης είναι εφικτό να γίνουν πλήρως σεβαστές στην πράξη οι εγγυήσεις αποτελεσματικής εφαρμογής των θεσμών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Επέκεινα δε και οι εγγυήσεις «αγαστής» συνύπαρξής της με την Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη και, κατά λογική νομική ακολουθία, οι εγγυήσεις ομαλής και αδιάλειπτης «απορρόφησης» από αυτή του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου στο σύνολό του, όπως ήδη επεξηγήθηκε.

7. Στις ως άνω προϋποθέσεις επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος πρέπει να προστεθούν και οι εξής δύο οι οποίες απορρέουν, και αυτές, αμέσως ή εμμέσως από το Διεθνές Δίκαιο και από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο:
α) Στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως κυρίαρχου Κράτους-Μέλους της Διεθνούς Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορεί να ισχύουν εγγυήσεις κάθε είδους τρίτων Κρατών ούτε να υπάρχουν στο έδαφός της στρατεύματα κατοχής. Το παράδειγμα της οριστικής ενοποίησης της Γερμανίας, ως «Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας», το 1990 μόνον ύστερα από την αποχώρηση και του τελευταίου σοβιετικού στρατιώτη τεκμηριώνει πλήρως την βασιμότητα της προϋπόθεσης αυτής, και κατά το Διεθνές Δίκαιο και κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.
β) Από το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας πρέπει ν’ αποχωρήσουν σταδιακώς και όλοι οι έποικοι που «εγκατέστησε» εκεί η Τουρκία. Και να επανέλθουν στις εστίες τους οι νόμιμοι, κατά την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και κατά την νομολογία του Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κύριοι των κατεχόμενων από τους έποικους ακινήτων.

ΙΙ. Η εντός του θεσμικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κανονιστική ανεπάρκεια του προτύπου του Συνομοσπονδιακού Κράτους κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο
Στις προμνημονευόμενες προϋποθέσεις του Διεθνούς Δικαίου, και κατά κύριο λόγο του Ευρωπαϊκού Δικαίου, μπορεί ν’ ανταποκριθεί ένα Κράτος μόνον εφόσον εμφανίζεται ως ενιαίο ή έχει τα χαρακτηριστικά το πολύ ενός σύγχρονου ομοσπονδιακού προτύπου. Ως προς δε το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, η ίδια η εμπειρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης το αποδεικνύει, π.χ. με την άκρως αντιπροσωπευτική περίπτωση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, «υποδειγματικού» θεσμικώς Κράτους-Μέλους με αμιγή ομοσπονδιακή δομή. Ειδικότερα, δεν νοείται Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με συνομοσπονδιακή πολιτειακή μορφή και δομή -η οποία ούτως ή άλλως έχει σχεδόν εκλείψει διεθνώς, διότι κατ’ ουσία δεν μπορεί ν’ ανταποκριθεί ούτε καν στις βασικές προϋποθέσεις του σύγχρονου Διεθνούς Δικαίου ως προς τα Κράτη-Μέλη της Διεθνούς Κοινότητας και του ΟΗΕ- αφού ένα τέτοιο Κράτος δεν μπορεί να εκπληρώσει στοιχειώδεις υποχρεώσεις έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τα δεδομένα της Έννομης Τάξης της, όπως προκύπτει ιδίως από το ότι:

Α. Η απουσία ενιαίας διεθνούς νομικής προσωπικότητας
Το Συνομοσπονδιακό Κράτος δεν διαθέτει μία και ενιαία διεθνή νομική προσωπικότητα, αλλά τόσες επιμέρους νομικές προσωπικότητες διεθνώς όσα τα συνομόσπονδα κράτη που το συνθέτουν.

1. Άρα υπάρχουν τεράστιες δυσχέρειες έως πλήρης αδυναμία σταθερής εκπροσώπησής του και, επομένως, πλήρους συμμετοχής του στον ΟΗΕ και σε Διεθνείς Οργανισμούς εν γένει. Και κυρίως σε Οργανισμό με την θεσμικοπολιτική διεθνή ιδιαιτερότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και τούτο διότι υπό το ιδιόμορφο θεσμικό καθεστώς του Συνομοσπονδιακού Κράτους δεν θα ήταν δυνατό, με βάση το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, να γίνει ως προς αυτό λόγος για ένα και μόνο Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά για περισσότερα, σαφώς ιδιόμορφα, Κράτη-Μέλη της, όπως άλλωστε έχει καταδείξει και η διεθνής πρακτική, και αυτή μόνο στο απώτερο παρελθόν. Φαινόμενο το οποίο είναι καταφανώς ασύμβατο με την όλη θεσμική και κανονιστική ιδιοσυστασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Έννομης Τάξης της.

2. Καθίσταται λοιπόν επιπροσθέτως προφανές και ότι για ν’ αποτελέσει ένα Συνομοσπονδιακό Κράτος Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα έπρεπε να μεταβληθεί εκ βάθρων αυτό τούτο το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Γεγονός το οποίο, βεβαίως, θα συνεπαγόταν και πλήρη αλλοίωση της όλης θεσμικοπολιτικής φυσιογνωμίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αδιανόητη, επίσης θεσμικοπολιτική, υπονόμευση της πορείας της και της γενικότερης προοπτικής της στο άμεσο και απώτερο μέλλον, σε ό,τι αφορά την δικαίωση της ίδρυσής της και την ολοκληρωμένη επιτέλεση του ρόλου της τόσο έναντι των Κρατών-Μελών της όσο και σε παγκόσμια κλίμακα. Κατά τούτο ουδείς μπορεί να διανοηθεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα ήταν διατεθειμένη να προβεί σε τέτοιες, οπωσδήποτε «διαλυτικές» για την δομή και λειτουργία της, θεσμικές «μετατροπές», έτσι ώστε να μπορεί να «φιλοξενήσει» στους κόλπους της ως Μέλη και Κράτη με συνομοσπονδιακή πολιτειακή οντότητα.

Β. Η έλλειψη της μίας και μόνης επικράτειας και ιθαγένειας
Κατά το μέτρο δε που μια συνομοσπονδιακή κρατική οντότητα συνιστά στην ουσία μια «τεχνητή» και εντελώς ατελή «συγκόλληση» επιμέρους κυρίαρχων Κρατών, στο Συνομοσπονδιακό Κράτος δεν νοείται μία μόνον επικράτεια, αλλά τόσες όσα και τα συνομόσπονδα κράτη. Όπως επίσης στο Συνομοσπονδιακό Κράτος δεν υφίσταται μία μόνον ιθαγένεια, αλλά τόσες όσες και τα συνομόσπονδα κράτη.

1. Κάτι το οποίο κατ’ ουδένα τρόπο συμβιβάζεται με τις ως άνω απαιτήσεις του Ευρωπαϊκού Δικαίου ως προς την δομή και την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιτείνοντας έτσι τα μειονεκτήματα της προαναφερόμενης απουσίας μίας και ενιαίας διεθνούς νομικής προσωπικότητας στο πλαίσιο του Συνομοσπονδιακού Κράτους.

2. Για παράδειγμα, τα προμνημονευόμενα κενά του Συνομοσπονδιακού Κράτους δημιουργούν ανυπέρβλητα εμπόδια και ως προς την ομαλή λειτουργία σειράς βασικών πυλώνων της lato sensu οικονομικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με σπουδαιότερο εκείνο της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων εντός αυτής. Στην ουσία δε ενόψει των κενών τούτων η Ευρωπαϊκή Ένωση ουδεμία, σχεδόν, από τις κύριες πολιτικές της θα μπορούσε να φέρει σε πέρας, θέτοντας δι’ αυτού του τρόπου σε άμεση διακινδύνευση την ίδια την θεσμική και πολιτική της υπόσταση.

Γ. Η «αποσύνθεση» της Εθνικής Κυριαρχίας
Υπό τ’ ανωτέρω δεδομένα στο Συνομοσπονδιακό Κράτος δεν νοείται «συμπαγής» Εθνική Κυριαρχία, κατ’ επέκταση δε διασφάλιση της Εδαφικής Ακεραιότητας, διατήρηση της Δημόσιας Τάξης και προστασία της Εθνικής Ασφάλειας.

1. Αυτή η αρνητική ιδιαιτερότητα του Συνομοσπονδιακού Κράτους είναι άκρως ενδεικτική του πώς και γιατί και εξ αυτού του λόγου ένα τέτοιο Κράτος δεν μπορεί να λειτουργήσει, κατ’ ουδένα τρόπο, ως Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού δεν είναι σε θέση να διασφαλίζει θεμελιώδεις λειτουργίες του και να φέρει σε πέρας εξίσου θεμελιώδεις υποχρεώσεις του κατά τις προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 της ΣΕΕ.

2. Επισημαίνεται, ότι μια τέτοια αδυναμία έχει άμεσο αντίκτυπο όχι μόνο σε ό,τι αφορά τα Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και σε ό,τι αφορά την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Διότι, όπως είναι ευνόητο, μέσω της αποτελεσματικής διασφάλισης της Εδαφικής Ακεραιότητας, διατήρησης της Δημόσιας Τάξης και προστασίας της Εθνικής Ασφάλειας το κάθε Κράτος-Μέλος συμβάλλει, εμμέσως πλην σαφώς, κατά το μέρος που του αναλογεί στην εν γένει Εδαφική Ακεραιότητα -σημειωτέον ότι τα σύνορα των Κρατών-Μελών είναι, κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, και σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης in globo- στην Δημόσια Τάξη και στην Ασφάλεια της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως θεσμικοπολιτικού συνόλου. Βεβαίως, όπως αυτές οι μορφές Ευρωπαϊκού «δημόσιου συμφέροντος» οριοθετούνται από τις in concreto ρυθμίσεις της Έννομης Τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Δ. Η αδυναμία λειτουργίας της αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών
Το Συνομοσπονδιακό Κράτος δεν έχει κοινά όργανα των τριών Εξουσιών, αλλά μια μορφή συνέλευσης των εκπροσώπων των Κρατών-Μελών του.

1. Κυρίως δε δεν έχει Βουλή ή Βουλές, κατά το πρότυπο που αρμόζει στο πολιτειακό καθεστώς της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Οπότε η ως άνω συνέλευση προσιδιάζει όχι σε κρατικό όργανο -έστω και lato sensu- αλλά σε μια μορφή Διεθνούς Διάσκεψης. Άλλωστε, και επιπροσθέτως, το τεκμήριο αρμοδιότητας δεν ανήκει στο Συνομοσπονδιακό Κράτος αλλά στα Κράτη-Μέλη της Συνομοσπονδίας, ήτοι στα συνομόσπονδα κράτη.
2. Άρα στο πλαίσιο του Συνομοσπονδιακού Κράτους δεν μπορεί να εφαρμοσθεί, τουλάχιστον σύμφωνα με τις θεμελιώδεις θεσμικές και κανονιστικές της ιδιότητες, η αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών. Και κατά τούτο εντός του Συνομοσπονδιακού Κράτους η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία υπολειτουργεί επικινδύνως, και προφανώς κατά τρόπο μη συμβατό, υφ’ οιανδήποτε εκδοχή, με τις επιταγές της διάταξης του κατά τ’ ανωτέρω άρθρου 10 της ΣΕΕ περί γενικής εφαρμογής των αρχών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και σε ό,τι αφορά την ίδια και σε ό,τι αφορά τα Κράτη-Μέλη της.

Ε. Το «κενό» της ενιαίας Έννομης Τάξης
Το Συνομοσπονδιακό Κράτος δεν έχει ενιαία και ιεραρχικώς δομημένη, υπό ένα Εθνικό Σύνταγμα, Έννομη Τάξη.

1. Αυτό οφείλεται στο ότι οι «αρμοί» του Συνομοσπονδιακού Κράτους βασίζονται στο κείμενο ίδρυσής του το οποίο συνίσταται, σχεδόν πάντοτε, σ’ ένα είδος Διεθνούς Συνθήκης. Είναι δε προφανές ότι μια τέτοια Έννομη Τάξη δεν μπορεί, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, να συνυπάρξει και να «συλλειτουργήσει» με την Έννομη Τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και με τις Έννομες Τάξεις των λοιπών Κρατών-Μελών της, λαμβάνοντας υπόψη ότι η ως άνω συνύπαρξη και «συλλειτουργία» καθορίζει κατ’ ουσία καίριο μέρος της όλης θεσμικής και πολιτικής οντότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και πρωτίστως την ενότητα και την συνοχή της Έννομης Τάξης της.

2. Το συμπέρασμα τούτο προκύπτει, αβιάστως, εκ του ότι σύμφωνα με τα πρωταρχικά θεσμικά συστατικά της η Έννομη Τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να συνυπάρξει και να «συλλειτουργήσει» μόνο με τις Έννομες Τάξεις των Κρατών-Μελών της, οι οποίες έχουν grosso modo τα αυτά βασικά θεσμικά χαρακτηριστικά. Και κατ’ εξοχήν μια ιεραρχικώς δομημένη Έννομη Τάξη, η οποία έχει ως θεμέλιο αλλά και «κορυφή» το δημοκρατικώς θεσπισμένο και νομιμοποιημένο Εθνικό Σύνταγμα, εναρμονιζόμενη πλήρως με την κανονιστική πεμπτουσία της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης, που έχει ως θεμέλιο αλλά και «κορυφή» το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Ως προς τούτο δε η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αναμφιβόλως «εύγλωττη».

ΣΤ. Η ανύπαρκτη εκτελεστότητα των αποφάσεων των οργάνων των επιμέρους συνομόσπονδων κρατών
Σχεδόν όλες οι σημαντικές αποφάσεις των οργάνων του Συνομοσπονδιακού Κράτους δεν είναι νομικώς δυνατό να εφαρμοσθούν αμέσως. Και τούτο διότι για να ισχύσουν πρέπει να μετατραπούν σ’ «εσωτερικό δίκαιο» από τ’ αρμόδια όργανα του κάθε συνομόσπονδου μέλους του.

1. Και μόνον αυτό καθιστά από επισφαλή έως αδύνατη την εκ μέρους Συνομοσπονδιακού Κράτους «απορρόφηση» του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, έστω και σε ό,τι αφορά τις στοιχειώδεις συνιστώσες του. Περαιτέρω δε και την δυνατότητά του να εφαρμόζει στο ακέραιο τις αποφάσεις των αρμόδιων οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2. Το ως άνω «έλλειμμα» προστίθεται, άρα, ως αναγκαία αρνητική συνέπεια σ’ εκείνο του κατά τα προεκτεθέντα «κενού» της ενιαίας Έννομης Τάξης, επιτείνοντας έτσι και την αδυναμία ομαλής συνύπαρξης και «συλλειτουργίας» των εντός του Συνομοσπονδιακού Κράτους εφαρμοζόμενων κανόνων δικαίου με τους κανόνες δικαίου της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης.

Ζ. Η περιορισμένη χρονική διάρκεια του Συνομοσπονδιακού Κράτους
Το Συνομοσπονδιακό Κράτος είναι οιονεί «εκ γενετής» θνησιγενές, διότι μπορεί ανά πάσα στιγμή να διαλυθεί με αντίθετη Διεθνή Συμφωνία των συνομόσπονδων μελών του.

1. Κάτι τέτοιο όμως είναι αδιανόητο, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, για Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και αυτό διότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ιδρυθεί και λειτουργεί στην βάση των προϋποθέσεων της συνέχειας και της διάρκειας –και κατά πρώτο λόγο της συνοχής και της διάρκειας της ισχύος και της εφαρμογής των κανόνων της Έννομης Τάξης της- ικανών να διασφαλίσουν την εκπλήρωση της αποστολής της εν γένει. E contrario, μια Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία λειτουργεί κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων των οργάνων της με «διαλείψεις» συνιστά contradictio in adjecto, σύμφωνα με αυτό τούτο το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.

2. Είναι, επομένως, πρόδηλο από θεσμική και πολιτική έποψη ότι μια ένωση Κρατών όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Έννομη Τάξη της θα υπονομεύονταν, αναμφίβολα, έχοντας ως Κράτος-Μέλος μια μορφή Συνομοσπονδιακού Κράτους, το οποίο δεν πληροί στοιχειωδώς τις ως άνω προϋποθέσεις συνέχειας και διάρκειας. Με άλλες λέξεις υπό τα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης ένα Συνομοσπονδιακό Κράτος εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα συνιστούσε «ξένο σώμα», και ως προς την ίδια και ως προς τα λοιπά Κράτη-Μέλη της, γεγονός το οποίο ουδόλως συμβιβάζεται με την όλη θεσμική και πολιτική φυσιογνωμία της.

Επίλογος

Ως αναγκαίο και λογικό «επιστέγασμα» της ανάλυσης που προηγήθηκε, αναφορικά με τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος κατά το Διεθνές Δίκαιο και κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, πρέπει να προβληθεί in parvo και το εξής, λαμβάνοντας υπόψη την «προϊστορία» των προσπαθειών επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος:

Α. Ακόμη και τώρα ακούγονται αρκετές «φωνές» ειδικών, κυρίως στον τομέα των Διεθνών Σχέσεων, οι οποίες υποστηρίζουν ότι η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν για το Κυπριακό Ζήτημα ήταν μια «χαμένη ευκαιρία». Οι «φωνές» αυτές ηχούν ως σύγχρονος «αντίλαλος» των απόψεων εκείνων, οι οποίες υιοθετήθηκαν πριν είκοσι χρόνια στηρίζοντας, σχεδόν «αναφανδόν» και άνευ προϋποθέσεων, το Σχέδιο Ανάν σ’ Ελλάδα και Κύπρο. Όμως τα επιχειρήματα που προεκτέθηκαν αποδεικνύουν, και δη με αρκούντως πειστικά τεκμήρια, ότι το Σχέδιο Ανάν δεν συνιστά, κατ’ ουδένα τρόπο, «χαμένη ευκαιρία». Και τούτο διότι η απόρριψή του επιβαλλόταν από την ίδια την φύση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, εν τέλει, από το ίδιο το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Πραγματικά, μία υπό το θεσμικό και πολιτικό status του Σχεδίου Ανάν Κυπριακή Δημοκρατία δεν θ’ αποτελούσε, ούτε καθ’ υποφοράν, Κράτος ομοσπονδιακού τύπου. Θα στηριζόταν πολύ περισσότερο σε μια μορφή Συνομοσπονδιακού Κράτους, εντελώς ασύμβατου με τις στοιχειώδεις απαιτήσεις της δομής και λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της αποτελεσματικής εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Δικαίου, όπως ήδη επισημάνθηκε επανειλημμένως. Είναι δε άκρως χαρακτηριστικό και ενδεικτικό της μάλλον «επιφανειακής» προσέγγισης, με βάση την οποία αξιολογήθηκε από τους προμνημονευόμενους υποστηρικτές του Σχεδίου Ανάν, το ότι αυτοί δεν φαίνεται ν’ ασχολήθηκαν επισταμένως με το αν και κατά πόσο το πολιτειακό «μόρφωμα» που προόριζε για την Κυπριακή Δημοκρατία ανταποκρινόταν στις βασικές απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης και του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου.

Β. Καθίσταται λοιπόν προφανές ότι η εφαρμογή του Σχεδίου Ανάν στην πράξη θα οδηγούσε, σχεδόν νομοτελειακώς, σε ουσιαστική έξοδο της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση -αφού, όπως επαρκώς τονίσθηκε, θα ήταν αδιανόητο ν’ αναμένει κανείς «προσαρμογή» του Ευρωπαϊκού Δικαίου στα «κανονιστικά κελεύσματα» του Σχεδίου Ανάν- εκτός του ότι είναι σίγουρο πως αργά ή γρήγορα θα οδηγούσε και σε γενικότερη κρατική αποσύνθεσή της. Και οι κατά τ’ ανωτέρω διαχρονικώς υπέρμαχοι του Σχεδίου Ανάν δεν πρέπει να υποτιμούν -και πολύ περισσότερο να λησμονούν- ότι μια τέτοια, μοιραία και απευκταία, κατάληξη της Κυπριακής Δημοκρατίας συνιστά «διακαή πόθο» της Τουρκίας. Και μάλιστα ως τελική «δικαίωση» της βαρβαρότητάς της κατά την εισβολή, το 1974, στην Μαρτυρική Κύπρο. Επομένως, η σημερινή κρίσιμη συγκυρία επιβάλλει την ειλικρινή και αποφασιστική αποδοχή και πραγμάτωση του ακόλουθου, κατ’ ουσία Εθνικού, «προτάγματος»: Όλος ο Ελληνισμός έχει χρέος ν’ αντισταθεί, υπό όρους αρραγούς ενότητας, απέναντι στην συντέλεση ενός τέτοιου «ειδεχθούς εγκλήματος» εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά και εις βάρος της Διεθνούς και της Ευρωπαϊκής Νομιμότητας. Και το χρέος αυτό βαρύνει, όπως είναι ευνόητο, και την Διεθνή Κοινότητα αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ιδίως δε την Ευρωπαϊκή Ένωση, λαμβάνοντας υπόψη ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι αναπόσπαστο Κράτος-Μέλος της και η τύχη της συνδέεται αρρήκτως με την υπόστασή της και με την εν γένει προοπτική της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, επέκεινα δε και της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης.

[1] «Η οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης διέπεται από την αρχή της δοτής αρμοδιότητας. Η άσκηση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης διέπεται από τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. 2. Σύμφωνα με την αρχή της δοτής αρμοδιότητας, η Ένωση ενεργεί μόνον εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που της απονέμουν τα κράτη μέλη με τις Συνθήκες για την επίτευξη των στόχων που οι Συνθήκες αυτές ορίζουν. Κάθε αρμοδιότητα η οποία δεν απονέμεται στην Ένωση με τις Συνθήκες ανήκει στα κράτη μέλη. 3. Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, στους τομείς οι οποίοι δεν υπάγονται στην αποκλειστική της αρμοδιότητα, η Ένωση παρεμβαίνει μόνο εφόσον και κατά τον βαθμό που οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, τόσο σε κεντρικό όσο και σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εφαρμόζουν την αρχή της επικουρικότητας σύμφωνα με το Πρωτόκολλο σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. Τα εθνικά κοινοβούλια μεριμνούν για την τήρηση της αρχής αυτής σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο εν λόγω Πρωτόκολλο. 4. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, το περιεχόμενο και η μορφή της δράσης της Ένωσης δεν υπερβαίνουν τα απαιτούμενα για την επίτευξη των στόχων των Συνθηκών. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εφαρμόζουν την αρχή της αναλογικότητας σύμφωνα με το Πρωτόκολλο σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας.»

[2] «Οι πολίτες εκπροσωπούνται άμεσα στο επίπεδο της Ένωσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Τα κράτη μέλη εκπροσωπούνται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο από τον αρχηγό κράτους ή κυβέρνησης και στο Συμβούλιο από τις κυβερνήσεις τους, οι οποίοι είναι δημοκρατικά υπεύθυνοι είτε έναντι των εθνικών τους κοινοβουλίων, είτε έναντι των πολιτών τους.»

[3]«Η Ένωση σέβεται την ισότητα των κρατών μελών ενώπιον των Συνθηκών καθώς και την εθνική τους ταυτότητα που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση. Σέβεται τις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους, ιδίως δε τις λειτουργίες που αποβλέπουν στη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας, τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και την προστασία της εθνικής ασφάλειας. Ειδικότερα, η εθνική ασφάλεια παραμένει στην ευθύνη κάθε κράτους μέλους.»

[4]«Η λειτουργία της Ένωσης θεμελιώνεται στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία.»

[5]«Η Ένωση βασίζεται στις αξίες του σεβασμού και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες. Οι αξίες αυτές είναι κοινές στα κράτη μέλη εντός κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τον πλουραλισμό, την απαγόρευση των διακρίσεων, την ανοχή, τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών.»

[6]«1. Η Ένωση αναγνωρίζει τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που περιέχονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Δεκεμβρίου 2000, όπως προσαρμόσθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2007, στο Στρασβούργο, ο οποίος έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες. Οι διατάξεις του Χάρτη δεν συνεπάγονται καμία επέκταση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης όπως αυτές ορίζονται στις Συνθήκες. Τα δικαιώματα, οι ελευθερίες και οι αρχές του Χάρτη ερμηνεύονται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του Τίτλου VII του Χάρτη που διέπουν την ερμηνεία και την εφαρμογή του και λαμβανομένων δεόντως υπόψη των επεξηγήσεων οι οποίες αναφέρονται στον Χάρτη και στις οποίες μνημονεύονται οι πηγές των εν λόγω διατάξεων. 2. Η Ένωση προσχωρεί στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Η προσχώρηση στην εν λόγω Σύμβαση δεν μεταβάλλει τις αρμοδιότητες της Ένωσης όπως ορίζονται στις Συνθήκες. 3. Τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και όπως απορρέουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, αποτελούν μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης.»

[7]«Σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η Ένωση και τα κράτη μέλη εκπληρώνουν τα εκ των Συνθηκών καθήκοντα βάσει αμοιβαίου σεβασμού και αμοιβαίας συνεργασίας. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο ικανό να διασφαλίσει την εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες ή προκύπτουν από πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Τα κράτη μέλη διευκολύνουν την Ένωση στην εκπλήρωση της αποστολής της και απέχουν από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου ικανού να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των στόχων της Ένωσης.»

[8]«1. Το Συμβούλιο δύναται, βάσει αιτιολογημένης προτάσεως του ενός τρίτου των κρατών μελών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αποφασίζοντας με την πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών του και κατόπιν της έγκρισης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, να διαπιστώσει την ύπαρξη σαφούς κινδύνου σοβαρής παραβίασης από κράτος μέλος των αξιών του άρθρου 2. Το Συμβούλιο, προτού προβεί στη διαπίστωση αυτή, ακούει το εν λόγω κράτος μέλος και δύναται, αποφασίζοντας με την ίδια διαδικασία, να του απευθύνει συστάσεις. Το Συμβούλιο επαληθεύει τακτικά ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι λόγοι που οδήγησαν στη διαπίστωση αυτή. 2. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα μετά από πρόταση του ενός τρίτου των κρατών μελών ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και αφού λάβει την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δύναται να διαπιστώσει την ύπαρξη σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος μέλος των αξιών του άρθρου 2, αφού καλέσει το εν λόγω κράτος μέλος να υποβάλει τις παρατηρήσεις του. 3. Εφόσον γίνει η αναφερόμενη στην παράγραφο 2 διαπίστωση, το Συμβούλιο δύναται να αποφασίζει, με ειδική πλειοψηφία, την αναστολή ορισμένων δικαιωμάτων τα οποία απορρέουν από την εφαρμογή των Συνθηκών ως προς το εν λόγω κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων ψήφου του αντιπροσώπου της κυβέρνησης αυτού του κράτους μέλους στο Συμβούλιο. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Συμβούλιο λαμβάνει υπόψη τις πιθανές συνέπειες μιας τέτοιας αναστολής στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις φυσικών και νομικών προσώπων. Οι υποχρεώσεις του εν λόγω κράτους μέλους, δυνάμει των Συνθηκών, εξακολουθούν, εντούτοις, να δεσμεύουν αυτό το κράτος μέλος. 4. Το Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει, εν συνεχεία, με ειδική πλειοψηφία, να μεταβάλει ή να ανακαλέσει μέτρα που έχουν ληφθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3, ανάλογα με τις μεταβολές της καταστάσεως, η οποία οδήγησε στην επιβολή τους. 5. Ο τρόπος ψηφοφορίας που, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, εφαρμόζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και στο Συμβούλιο καθορίζεται στο άρθρο 354 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

 

Ιφιγένεια Καμτσίδου: Η Δημοκρατία και οι άλλοι. Η ψήφος των μεταναστών, των αποδήμων και των γυναικών. Σελ. 254, Εκδόσεις Σάκουλλα 2024

Πρόλογος: Vincent Delbos, Επίτιμος δικαστής

Στο παρόν έργο ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να μελετήσει και να συλλογιστεί πως η πράξη της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ταλαντεύεται ανάμεσα στο δημοκρατικό και το ολιγαρχικό στοιχείο της θέσμισής της και πως ο λαός βρίσκεται σταθερά αντιμέτωπος με τις εγγενείς αντιφάσεις του.
Τα συμπεράσματα της μελέτης δείχνουν μάλλον απαισιόδοξα: στον 21ο αιώνα η Ελληνική Δημοκρατία αποκλείει από το εγχείρημα πραγμάτωσής της τους μετανάστες, τους «ξένους», αυτούς που συμβάλλουν ουσιαστικά στην ανάπτυξή και την ευημερία της, αλλά δεν έχουν το ιερό αίμα των προγόνων της. Ταυτόχρονα, αποδέχεται ότι η διεκδίκηση της ισότητας και της κοινωνικής αξιοπρέπειας στην επικράτειά της είναι υπόθεση όσων από την καταγωγή τους φέρουν την αμετάβλητη, ουσιοκρατική ταυτότητα του Έλληνα, όπου και αν βρίσκονται, όση απόσταση και αν έχουν από την πολιτικοκοινωνική ζωή της χώρας.
Παρ’ όλα αυτά, η μελέτη προτείνει να πάρουμε την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας στα σοβαρά και διερευνά προτάσεις για την υπέρβαση των κρίσεων που βιώνουμε και που μας φέρνουν αντιμέτωπους με μια πραγματική κατάρρευση, σχεδόν με την κλινική έννοια του όρου. Μόνο μια δημοκρατία των έμβιων όντων θα μπορούσε να αποτρέψει την εξαφάνισή μας. Αλλά ως προϋπόθεση γι’ αυτό είναι μια δημοκρατία ανοιχτή στους άλλους και σε όλους τους άλλους. Γι’ αυτό και η φράση του βιβλίου «Η δημοκρατία και οι άλλοι» είναι ουσιαστική, γιατί ανοίγει την πόρτα σε νέες ηπείρους που δεν έχουν ακόμη εξερευνηθεί.

Καμτσίδου Ιφιγένεια, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Α.Π.Θ.
ISBN: 978-960-648-786-6 © 2024 ΣΕΛΙΔΕΣ: XXXVI& 254 ΤΙΜΗ: 35,00 €

 

Καταχώρηση: 20-10-2024     Κατηγορία: ΒΙΒΛΙΑ    

Αντώνη Μ. Παντελή: Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου Βασικές Έννοιες – Ελληνική Συνταγματική Ιστορία – Οργάνωση του Κράτους – Δικαιώματα του Ανθρώπου. Ηλεκτρονική έκδοση ελεύθερης πρόσβασης (PDF)

Ηλεκτρονική έκδοση  ελεύθερης πρόσβασης 2024 (ενημερωμένη με την Αναθεώρηση του 2019 και εμπλουτισμένη) στο EPLO Publications:  https://www.eplopublications.eu/product/2862

Σκοπός αυτού του βιβλίου είναι να δώσει μια συνοπτική αλλά ολοκληρωμένη εικόνα των στοιχείων που συνθέτουν την επιστήμη του συνταγματικού δικαίου.
Η ύλη παρουσιάζεται σε δύο βαθμίδες. Τα μεγαλύτερα γράμματα παρέχουν τις αδρές γραμμές, ενώ τα μικρότερα προσθέτουν εμβαθύνσεις, λεπτομέρειες ή παραδείγματα. Κατά την πρώτη ανάγνωση, μπορεί κανείς να παραλείψει τα ψιλά γράμματα, ώστε να παρακολουθήσει γρήγορα τον σκελετό και να αποφύγει την κόπωση που αρχικώς προξενούν οι επί πλέον αναπτύξεις. Ο ίδιος τυπογραφικός διαχωρισμός είναι χρήσιμος και κατά τις επαναλήψεις στις παραμονές εξετάσεων.
Oι συχνές παραθέσεις εντός εισαγωγικών αποβλέπουν στην εξοικείωση με τη χρήση των πηγών.
Το βιβλίο αυτό είναι το μόνο, από όσα έχουν γραφεί υπό το Σύνταγμα του 1975, που περιλαμβάνει και τα τέσσερα μέρη του κλάδου, δηλαδή το θεωρητικό, το ιστορικό, το οργανωτικό και τα δικαιώματα του ανθρώπου. Τα τρία πρώτα μέρη (σελ. 19-472) αντιστοιχούν στο μεγάλο μάθημα του συνταγματικού δικαίου του αʹ εξαμήνου των σπουδών και το τέταρτο μέρος (σελ. 473-587) στο μάθημα των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων του δʹ εξαμήνου. Γνώσεις από όλα τα μέρη είναι αναγκαίες για τις εφαρμογές δημοσίου δικαίου του τέλους των σπουδών.

 

ΣYNOΠTIKO ΔIAΓPAMMA

Eισαγωγή 

Πρώτο μέρος: ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ
Kεφάλαιο πρώτο: Το κράτος
Kεφάλαιο δεύτερο: Η μορφή του πολιτεύματος
Kεφάλαιο τρίτο: Η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων
Kεφάλαιο τέταρτο: Το αντιπροσωπευτικό σύστημα
Kεφάλαιο πέμπτο: Ο χωρισμός των εξουσιών
Kεφάλαιο έκτο: Το Σύνταγμα

Δεύτερο μέρος: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Kεφάλαιο πρώτο: Η διαμόρφωση (1821-1915)
Kεφάλαιο δεύτερο: Ο κλυδωνισμός του πρώτου παγκοσμίου πολέμου (1915-1936)
Kεφάλαιο τρίτο: Ο κλυδωνισμός του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου (1936-1974)
Kεφάλαιο τέταρτο: Η απαραίτητη συμπλήρωση

Tρίτο μέρος: OPΓANΩΣH TOY KPATOYΣ
Kεφάλαιο πρώτο: Η συνταγματική οργάνωση της Tρίτης Δημοκρατίας
Kεφάλαιο δεύτερο: Ο λαός
Kεφάλαιο τρίτο: H βουλή
Kεφάλαιο τέταρτο: O Πρόεδρος της Δημοκρατίας
Kεφάλαιο πέμπτο: H Kυβέρνηση
Kεφάλαιο έκτο: Tα δικαστήρια
Kεφάλαιο έβδομο: Τα ευρωπαϊκά όργανα
Kεφάλαιο όγδοο: Oι κανόνες δικαίου

Τέταρτο μέρος: ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Kεφάλαιο πρώτο: Γενική προβληματική
Kεφάλαιο δεύτερο: Η προσωπική ελευθερία
Kεφάλαιο τρίτο: Η ελευθερία του πνεύματος
Kεφάλαιο τέταρτο: Η οικονομική ελευθερία και τα κοινωνικά δικαιώματα
Kεφάλαιο πέμπτο: Η αρχή της ισότητας
Kεφάλαιο έκτο: Ασφαλιστικές δικλίδες
Kεφάλαιο έβδομο: Η ευρωπαϊκή προστασία

 

Ο Αντώνης Μ. Παντελής είναι ομότιμος καθηγητής του συνταγματικού δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει ανακηρυχθεί διδάκτωρ νομικής στο Πανεπιστήμιο Παρισίων Ι και υφηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Το Εγχειρίδιο συνταγματικού δικαίου κυκλοφορεί και μεταφρασμένο γαλλικά από τις εκδόσεις L’Harmattan στο Παρίσι.

ISBN: 978-618-5417-15-4 [e-book (PDF)]

 

 

Καταχώρηση: 17-10-2024     Κατηγορία: ΒΙΒΛΙΑ    

H απονομή διεθνούς δικαιοσύνης στην ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση

Πέτρος Στάγκος, Ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ, Νομική Σχολή

Καμία δύναμη από εκείνες που οι ειδικοί των διεθνών σχέσεων συγκαταλέγουν στους ισχυρούς «δρώντες» (actors) του διεθνούς συστήματος (οι ΗΠΑ, το G7, η ΕΕ, το ΝΑΤΟ …) δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως να είναι ικανή να εξαναγκάσει τον ισραηλινό πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου και τον ηγέτη της Χαμάς Γιαχία Σινουάρ (τον εμπνευστή της μαζικής δολοφονίας και της ομηρίας ισραηλινών πολιτών στις 7 Οκτωβρίου 2024) να θέσουν τέρμα, σε μόνιμη και διαρκή βάση, στην προαιώνια ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση, ώστε να δώσουν στους λαούς τους μια αληθινή ύπαρξη μέσα σε συνθήκες ειρήνης, ασφάλειας και ευημερίας. Ο καθένας από τους δυο τροφοδοτείται από τα εξατομικευμένα και κοντόφθαλμα πολιτικά συμφέροντά του και, κατά τούτο, είναι συνένοχοι και αλληλέγγυοι σε ό,τι αφορά τη συνέχιση του πολέμου και την απόρριψη κάθε πρότασης διακοπής των εχθροπραξιών και έναρξης ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων.

Αυτός είναι ο λόγος που ο Εισαγγελέας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ) της Χάγης Καρίμ Χαν ζήτησε το Μάϊο 2024 από το Δικαστήριο να εγκρίνει τα εντάλματα σύλληψης των δυο ηγετών, ώστε να δικαστούν ο μεν πρώτος (μαζί με τον υπουργό Άμυνας Γιοάβ Γκαλάν) για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και ο δεύτερος για εγκλήματα πολέμου.[1] Ο εισαγγελέας είχε ζητήσει να εκδοθούν εντάλματα σύλληψης και των Παλαιστίνιων πολέμαρχων Ισμαήλ Χανίγιε και Μοχάμεντ Ντέιφ, αλλά οι επίλεκτες δυνάμεις του Τσαχάλ πρόλαβαν και τους δολοφόνησαν!

Μέχρι σήμερα τα δυο εντάλματα δεν έχουν εγκριθεί από την ολομέλεια του Δικαστηρίου. Σύμφωνα με τη δικονομία του Δικαστηρίου, μια ομάδα τριών δικαστών εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που κατέθεσε ο Εισαγγελέας, ώστε να εισηγηθεί την έγκρισή τους από το σώμα.  Την ομάδα αυτή για τα συγκεκριμένα εντάλματα αποτελούν οι δικαστίνες από τη Ρουμανία, το Μπενίν και το Μεξικό. Ακόμη όμως και αν τεθούν σε ισχύ τα εντάλματα, είναι πολύ αμφίβολο αν θα καταφέρουν να εκτελεστούν.

Επ’ αυτού, η συσσωρευμένη εμπειρία των τελευταίων 30 χρόνων από την άσκηση της διεθνούς ποινικής δικαιοδοσίας σε πολεμικές συγκρούσεις είναι εξόχως διδακτική.

Καταρχάς, την εμπειρία αυτή συνθέτουν οι «πρόγονοι» του ΔΠΔ, τα διεθνή ποινικά δικαστήρια για την τέως Γιουγκοσλαβία και τη Ρουάντα. To δικαστήριο για την τέως Γιουγκοσλαβία, που ήταν το πρώτο που δίκασε τέως αρχηγό κράτους (τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, ο οποίος πέθανε στη διάρκεια της δίκης του στη φυλακή της Χάγης) εξέδωσε 90 καταδικαστικές αποφάσεις για γενοκτονία, εγκλήματα πολέμου ή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Το δικαστήριο της Ρουάντα δίκασε 93 άτομα και καταδίκασε 63 από αυτά. Το ΔΠΔ, επί του παρόντος διεξάγει έρευνες σε 17 χώρες, έχει εκδώσει πάνω από 40 εντάλματα σύλληψης και κλητήρια θεσπίσματα και έχει καταδικάσει 5 κατηγορούμενους για εγκλήματα πολέμου ή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Από την εμπειρία αυτή της διεθνούς ποινικής δικαιοσύνης προκύπτει ότι ένας πολιτικός ή στρατιωτικός ηγέτης του οποίου ζητείται η έκδοση στη Χάγη, δεν  υπάρχει περίπτωση να εκδοθεί παρά μόνο αν προηγουμένως έχει απομακρυνθεί από την εξουσία με ειρηνικά ή βίαια μέσα και οι διάδοχοι-πολιτικοί αντίπαλοί του δεν έχουν τον παραμικρό ενδοιασμό να τον συλλάβουν και να τον εκδώσουν. Όμως, ο Νετανιάχου, χάρη στον πόλεμο που διεξάγει, έχει εδραιωθεί στην πολιτική εξουσία στο Ισραήλ χωρίς σαφή ημερομηνία λήξεως και με υποταγμένη στη μεγαλομανία και τον επεκτατισμό του την πάλαι ποτέ ολοζώντανη κοινωνία των πολιτών του Ισραήλ.[2] Τον Σινουάρ, αν υποτεθεί ότι υπάρχει αντιπολιτευόμενη δύναμη στην Χαμάς είναι πρακτικά δύσκολο αυτή να τον ανατρέψει και να τον συλλάβει, από τη στιγμή που η φυσική, προστατευτική ασπίδα του είναι οι Ισραηλινοί όμηροι της 7ης Οκτωβρίου 2023.

Τούτων δοθέντων, είναι άραγε δικαιολογημένες οι επικρίσεις ή οι υποθέσεις που συχνά απαντώνται όχι μόνο στον ημερήσιο αλλά και στον εξειδικευμένο νομικό Τύπο, για την αναποτελεσματικότητα του ΔΠΔ και τον ανούσιο ρόλο του στην επίλυση των διεθνών συγκρούσεων και κατ’ επέκταση στην ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση; Η απάντηση είναι αρνητική αν ληφθεί υπόψη η πολυδιάστατη δικαιοδοτική και «μετα-δικαιοδοτική» λειτουργία του ΔΠΔ.

 

Το διεθνές δικαστήριο των θυμάτων των πολέμων

Το ΔΠΔ, με την ίδρυσή του το 1998 και τη μέχρι σήμερα λειτουργία του, έχει διαρρήξει το γνωσιακό κεκτημένο της διεθνούς ποινικής δικαιοσύνης ως «δικαιοσύνης των νικητών», το οποίο ενσάρκωσε η διεθνής δίκη της Νυρεμβέργης του 1945-1946. Εκείνο το διεθνές «στρατιωτικό» δικαστήριο άσκησε, προνομιακά, μόνο τη μια από τις τρεις λειτουργίες που ασκεί η ποινική δικαιοσύνη εντός της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου: την εκδικητική (την τιμωρία των ενόχων). Το διεθνές δικαστήριο της Νυρεμβέργης δεν συμμερίστηκε ούτε την προληπτική λειτουργία της δικαιοσύνης (την αποτροπή της υποτροπής) ούτε την επανορθωτική (αποκατάσταση των θυμάτων στα δικαιώματά τους). Αρκέστηκε στο να εγγραφούν οι αποφάσεις τους στη συλλογική, οικουμενική μνήμη εναντίον των εγκλημάτων του ναζισμού. Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης ιδρύθηκε και λειτουργεί σκοπώντας να υπηρετήσει και τις τρεις λειτουργίες της ποινικής δικαιοσύνης, ιδίως της πρώτης σε συνδυασμό με την τρίτη. Έγκυρα θεωρείται και αποκαλείται «διεθνές δικαστήριο των θυμάτων» των πολέμων.[3]

Πράγματι, σύμφωνα με το Καταστατικό της Ρώμης του 1998, τα θύματα του πολέμου τροφοδοτούν την αναζήτηση της αλήθειας για την ενοχή των υπαιτίων συμμετέχοντας στην προδικασία και τη δίκη, αναπτύσσοντας τα επιχειρήματά τους ενώπιον του Δικαστηρίου, διεκδικώντας επανορθώσεις. Μια ειδική υπηρεσία του ΔΠΔ συντονίζει και κατευθύνει την εφαρμογή, στην πράξη, όλων των προνοιών του Καταστατικού που αναδεικνύουν τα θύματα του κάθε πολέμου σε «πρωταγωνιστές» της διεθνούς δίκης.

Σε μια από τις πρώτες υποθέσεις που δικάστηκαν ενώπιον του ΔΠΔ, που αφορούσε την εξέταση της κατάστασης στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό, το πρώτο Τμήμα Προδικασίας με απόφαση της 17.1.2006 επέδειξε τόλμη που επιβεβαίωνε τη σημασία της συμμετοχής των θυμάτων για τα μέλη του Δικαστηρίου.[4] H παρέμβαση του Δικαστηρίου έγινε κατόπιν καταγγελίας για διάπραξη εγκλημάτων πολέμου από πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες της ΛΔ του Κογκό από έξι πρόσωπα που επλήγησαν κατά τη σύρραξη. H απόφαση για το αν μπορούσαν τα συγκεκριμένα πρόσωπα να μετάσχουν στη δίκη, κατά βάση καθόρισε τα κριτήρια που οφείλουν να συντρέχουν ώστε να χαρακτηριστεί το καθένα από αυτά «θύμα» (ύπαρξη ζημίας, διάπραξη εγκλήματος που η εκδίκασή του ανήκει στην αρμοδιότητα του ΔΠΔ και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και του εγκλήματος), μιας που η σχετική διάταξη του Καταστατικού ήταν διφορούμενη, προσθέτοντας ότι τα θύματα μπορούν να συμμετέχουν στη διαδικασία από την αρχή της έρευνας που διεξάγει ο Εισαγγελέας και ότι στο βαθμό που η έρευνα του εισαγγελέα προχωρεί δικαίωμα συμμετοχής στη διαδικασία θα έχει κάθε νέο πρόσωπο που η έρευνα αποδεικνύει ότι σχετίζεται με αυτήν (εφόσον, πάντα, πληρούνται τα κριτήρια του θύματος). Με τον τρόπο αυτό το ΔΠΔ θέλησε να αποστασιοποιηθεί από τα «προγονικά» ειδικά διεθνή ποινικά δικαστήρια της τέως Γιουγκοσλαβίας και της Ρουάντα, τα οποία επικρίθηκαν ότι ήταν υπέρμετρα εστιασμένα στους δράστες των εγκλημάτων, αν και ο Εισαγγελέας του 2006 ήταν επιφυλακτικός όσον αφορά τη γενναιόδωρη συμμετοχή των θυμάτων ήδη από το στάδιο της έρευνας διάπραξης των εγκλημάτων, φοβούμενος ότι έτσι θα επιβραδυνόταν η όλη διαδικασία.

Στο πλαίσιο κάθε υπόθεσης, όταν η τιμωρητική λειτουργία του ΔΠΔ ολοκληρωθεί, εντός μιας νέας ολιστικής διεργασίας, η οποία κατά κανόνα αποκαλείται «δικαιοσύνη της μετάβασης» (transitional justice) και είναι κι αυτή (μαζί με τη διεθνή ποινική δίκη) μέρος του κατά την τυπολογία του διεθνούς δικαίου juris post bellum,[5] η φωνή των θυμάτων-μαρτύρων που νομιμοποιήθηκε από τη διεθνή δίκη αναδεικνύεται σε καταλύτη ενός συλλογικού εξαγνισμού της ενδιαφερόμενης κοινότητας (ή των ενδιαφερόμενων κοινοτήτων) από τις ενοχές, ο οποίος διευκολύνει την εμπλοκή σε μια μαζική διαβουλευτική διαδικασία, όπου κυριαρχούν οι στόχοι της συμφιλίωσης, της διατήρησης και ενδυνάμωσης της ιστορικής μνήμης και της οικοδόμησης διακρατικών ή ενδοκρατικών σχέσεων (ανάλογα αν η σύρραξη ήταν διεθνής ή εμφύλια) βασισμένων στο ιδεώδες της δικαιοσύνης και στη δημοκρατική διακυβέρνηση.[6]

 

Νετανιάχου versus Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου

Έναν άτυπο πόλεμο, δυσδιάκριτο από την παγκόσμια κοινή γνώμη, έχει ξεκινήσει ο  πρωθυπουργός Νετανιάχου εναντίον του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, αμέσως μόλις γνωστοποιήθηκε τον περασμένο Μάιο η πρωτοβουλία του Εισαγγελέα Καρίμ Χάν για την έκδοση εντάλματος σύλληψής του. Την εχθροπάθεια του ισραηλινού πρωθυπουργού εναντίον του ΔΠΔ ενεργοποίησε πολύ λιγότερο ο φόβος μήπως συλληφθεί εάν και εφόσον το ένταλμα εκδοθεί, απ’ όσο το εμπόδιο που θα ορθώσει η παρέμβαση του Δικαστηρίου (ιδιαίτερα δε η καταλυτική συμβολή της διεθνούς δικαστικής παρέμβασης στην εγκαθίδρυση της «δικαιοσύνης της μετάβασης» ως δομικού στοιχείου μιας  ισραηλινο-παλαιστινιακής ειρηνικής συνύπαρξης) στην «ειρήνη των  νικητών», την οποία ο Νετανιάχου και το πολιτικό καθεστώς του θα θελήσουν να επιβάλλουν manu militari στις ισραηλινο-παλαιστινιακές σχέσεις μόλις η πολεμική εκστρατεία στη Γάζα πετύχει όλους τους στρατιωτικο-πολιτικούς της στόχους.

Τα περισσότερα μέλη του ΔΠΔ έγιναν δέκτες ωμών απειλών και κυνικών εκφοβισμών από αξιωματούχους της ισραηλινής κυβέρνησης ώστε να απορρίψουν το αίτημα του εντάλματος σύλληψης του Νετανιάχου, με τέτοια ένταση και συχνότητα που ανάγκασαν το γραφείο του Εισαγγελέα να δηλώσει δημόσια ότι η συμπεριφορά αυτή των ισραηλινών αξιωματούχων είναι, κατά το Καταστατικό της Ρώμης, αξιόποινη, και μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στην έκδοση εντάλματος σύλληψης των υπαιτίων. Ο ίδιος ο Νετανιάχου ζήτησε και πέτυχε από τον πρόεδρο Μπάιντεν να αποδοκιμάσει ρητά το ενδεχόμενο έκδοσης εντάλματος σύλληψης, ζητώντας, επιπρόσθετα, από μεν την προεδρική διοίκηση να πιέσει τις κυβερνήσεις της Ρουμανίας, του Μπενίν και του Μεξικού ώστε οι τρεις δικαστίνες «τους» να απορρίψουν το αίτημα του Εισαγγελέα, από δε το Κογκρέσο, ειδικότερα, να επιβάλλει μέτρα απαγόρευσης εισόδου στις ΗΠΑ όλων των μελών του Δικαστηρίου αν τολμήσουν να εγκρίνουν το δικαστικό ένταλμα. Οι κυβερνήσεις της Γερμανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου προώθησαν με «διπλωματική γλώσσα», αλλά χωρίς επιτυχία, τη συμβιβαστική λύση της παραπομπής της έγκρισης του εντάλματος στις «ελληνικές καλένδες». Ωστόσο, 93 κυβερνήσεις που είναι Μέρη του Καταστατικού της Ρώμης δημοσίευσαν κοινή δήλωση υποστήριξης του Εισαγγελέα όσον αφορά την έκδοση εντάλματος σύλληψης του Νετανιάχου και του Σινουάρ, ενώ η γραμματεία του Δικαστηρίου στα τέλη του καλοκαιριού ήρθε σε συνεννόηση με την κυβέρνηση της Ιρλανδίας, ώστε αυτή να παράσχει στο Δικαστήριο πρόσθετα υλικά μέσα για την ενίσχυση της ασφάλειας των μελών του και την προστασία των μαρτύρων που θα κληθούν να μετάσχουν στη δίκη.

Στο μεταξύ, στο δημόσιο χώρο άρχισαν να κατατίθενται σκέψεις για την αναθεώρηση του Καταστατικού της Ρώμης, προς την κατεύθυνση της καθιέρωσης της δυνατότητας εκδίκασης των εγκλημάτων ερήμην των κατηγορουμένων.[7] Η μόνη κυβέρνηση που «έτεινε ευήκοον ούς» στις σκέψεις αυτές ήταν η αμερικανική: παρόλο που οι ΗΠΑ δεν είναι Μέρος του Καταστατικού της Ρώμης, το ενδιαφέρον τους για μια τέτοια εξέλιξη εξηγείται από την αθρόα διπλωματική υποστήριξη που επιλεκτικά παρέχουν στο ΔΠΔ από το Μάρτιο 2023 αναφορικά με το ένταλμα σύλληψης του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν για τα εγκλήματα πολέμου που του καταλογίζεται ότι διέπραξε στην Ουκρανία. Ωστόσο, πέραν του ότι είναι εξαιρετικά δυσχερές να εξασφαλιστεί η ομοφωνία των 123 Κρατών Μερών προκειμένου να αναθεωρηθεί το Καταστατικό της Ρώμης προς την προταθείσα κατεύθυνση, η in absentia εκδίκαση των εγκλημάτων πολέμου θα αποδυναμώσει τη διεθνή νομιμοποίηση των αποφάσεων του Δικαστηρίου και θα μετατρέψουν τον θεσμό από όργανο απονομής της δικαιοσύνης σε εργαλείο επίτευξης πολιτικών στόχων.

H συζήτηση για το εάν θα εγκριθεί το ένταλμα σύλληψης του Νετανιάχου και του Σινουάρ και, μακροσκοπικά, εάν και πότε θα παραπεμφθούν σε διεθνή δίκη για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, θα συνεχίζεται, ενόσω οι αποφάσεις και οι πολιτικές τους οδηγούν τους δυο λαούς σε υπαρξιακό κίνδυνο. Αυτός ο υπαρξιακός κίνδυνος είναι φυσικός, ζωτικός και άμεσος για τους Παλαιστίνιους. Είναι νομικός, γεωπολιτικός και απώτερος για τους Ισραηλινούς. Οι πρώτοι απειλούνται στη Γάζα από τους βομβαρδισμούς, την πείνα, τις επιδημίες, τις επανειλημμένες εκτοπίσεις και την καταστροφή όλων των υποδομών και ειδικότερα του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης, όπως και στη Δυτική Όχθη από τη δολοφονική βία των εποίκων, τους οποίους ο ίδιος ο Ισραηλινός πρόεδρος θεώρησε ότι επιδόθηκαν σε «πογκρόμ» εναντίον του παλαιστινιακού χωριού Jit τον Αύγουστο που μας πέρασε. Οι τελευταίοι απειλούνται απομόνωση από την αυξανόμενη περιφερειακή του Ισραήλ, από την κατάρρευση της διεθνούς νομιμότητάς του που είναι τόσο ζωτικής σημασίας για αυτό το νεαρό κράτος, το οποίο γεννήθηκε όχι από κάποια επανάσταση ή -στη χειρότερη περίπτωση- από κάποια απόσχιση, αλλά με την ψήφο των τότε μελών της Γενικής συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών το 1947. Το Ισραήλ απειλείται επίσης από το φευγιό των πιο προικισμένων και μορφωμένων πολιτών του.

Δυο πληροφορίες του περασμένου μήνα δεν έχουν αμφισβητηθεί: το 40% των νέων ισραηλινών γιατρών που εκπαιδεύονται έχουν ανακοινώσει ότι θέλουν να εγκαταλείψουν τη χώρα όταν ολοκληρώσουν τις σπουδές τους× o ισραηλινός στρατός στρατολογεί πολίτες τρίτων χωρών που ζητούν άσυλο για να πολεμήσουν στη Γάζα, με αντάλλαγμα την χορήγηση αδειών παραμονής.

Η απονομή διεθνούς δικαιοσύνης μπορεί να προσφέρει ηθική και σημειολογική πυξίδα για τις κοινωνίες που έχουν περιέλθει σε σύγχυση από τη μέθη της βίας, η οποία πλήττει τόσο τους Παλαιστίνιους όσο και τους Ισραηλινούς. Μπορεί επίσης να χτίσει γέφυρες σε μια περιοχή όπου έχουν υψωθεί τείχη.  Πάνω απ’ όλα, μπορεί και πρέπει να προκαλέσει αλλαγή παραδείγματος σε μια ιστορική σύγκρουση, την οποία ούτε η βία ούτε η διπλωματία μπόρεσαν να επιλύσουν. Όμως η ερμηνεία και η εφαρμογή του διεθνούς δικαίου δεν πρέπει να υπόκεινται σε «μεταβλητή γεωμετρία», σε δυο μέτρα και δυο σταθμά,  όπως συμβαίνει σήμερα στη Μέση Ανατολή.  Τα κράτη της Δύσης, που υποστηρίζουν την πλήρη και ολοκληρωμένη εφαρμογή του διεθνούς δικαίου στην Ουκρανία, πρέπει να επιδείξουν την ίδια αυστηρότητα και ηθική διαύγεια στην Παλαιστίνη. Δεν διακυβεύεται μόνο η αξιοπιστία του λόγου τους, αλλά και η ίδια η ύπαρξη μιας διεθνούς τάξης βασισμένης στο κράτος δικαίου, στην οποία προσβλέπουν και από την οποία εξαρτάται η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια.

 

[1] Όλες οι πληροφορίες για την εκφορά της ισραηλινο-παλαιστινιακής σύγκρουσης ενώπιον του ΔΠΔ, όπως και, ευρύτερα, για τη λειτουργία του Δικαστηρίου, προέρχονται από το site του Δικαστηρίου (www.icc-cpi.int).

[2] Ξ. Κουναλάκη, «Η σιωπή της κοινωνίας των πολιτών στο Ισραήλ», Η Καθημερινή, 310.2024.

[3] Βλ., αντιπροσωπευτικά, J. Fernandez, “Variations sur la victime et la justice pénale internationale », σε Amnis (http://journals.openedition.org/amnis/890), 2006, 6, και πιο πρόσφατα V. Lefebve, « De plaats van Justitie in het parcours van de erkenning van de slachtoffers van massamoorden », σε Témoigner. Entre histoire et mémoire, 2019 (DOI: 10.4000/temoigner.8654).

[4] ICC, Pre-Trial Chamber I, Decision on the Applications for Participation Filed in Connection with the Investigation in the Democratic Republic of the Congo by … …, 17 January 2006, Document n° ICC-01/04.

[5] Το jus post bellum είναι διακριτό τόσο σε σχέση με το jus in bello (το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο, που διέπει τη διεξαγωγή του πολέμου) όσο και το jus ad bellum (το διεθνές δίκαιο που νομιμοποιεί, υπό προϋποθέσεις, την προσφυγή σε πόλεμο).

[6] Βλ., ενδεικτικά στην πρόσφατη γαλλόφωνη βιβλιογραφία, Ch. Nadeau, « Quelle justice après la guerre ? Éléments pour une théorie de la justice transitionnelle », www.laviedesidees.fr, 2019× A. Garapon, « D’autres justices », Esprit, mars 2024, σ. 87 επ.

[7] Βλ., επί παραδείγματι, την αρθρογραφία των Γάλλων νομομαθών Julian Fernandez και Serge Sur στην Le Monde της 4.6.2024 (« L’absence de possibilité pour la Cour pénale internationale de juger par contumace la condamne au rôle de spectateur engagé »), καθώς και τη «συνηγορία» της νομικής εμπειρογνώμονα του ΔΠΔ Sandrine de Sena, επίσης στην Le Monde της 17.6.2024 («Juger Poutine et Nétanyahou implique nécessairement un procès équitable et contradictoire »).

Ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, επιλογή της ηγεσίας των ανωτάτων Δικαστηρίων και Κράτος Δικαίου

Αντώνης Μεταξάς, Αναπληρωτής Καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου στο ΕΚΠΑ και επισκ. Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει επανειλημμένα καταγράψει στην ετήσια Έκθεσή της για τη Δικαιοσύνη την πλειοψηφική πεποίθηση που επικρατεί στους πολίτες της χώρας μας περί ύπαρξης παρεμβάσεων στο χώρο της Δικαιοσύνης από την εκάστοτε κυβέρνηση αλλά και ευρύτερα από κέντρα πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Τούτο το γεγονός δεν είναι αποκομμένο: εντάσσεται προφανώς σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο δυσπιστίας του μέσου πολίτη για την αξιοπιστία κρατικών θεσμών, μεταξύ άλλων της Βουλής, δημοσίων υπηρεσιών αλλά και πολιτικών κομμάτων. Είναι ακριβές ότι συχνά λ.χ. η ενίοτε πρόδηλη και επαναλαμβανόμενη θεσμική αναξιοπιστία του ελληνικού Δημοσίου και η προσβολή της δικαιοκρατικά προστατευόμενης δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη δεν τυγχάνει της δέουσας δικαιοδοτικής στηλίτευσης ανατροφοδοτώντας έτσι μοιραία ένα φαύλο κύκλο μειωμένων θεσμικών προσδοκιών. Τούτο δε, παρά το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η χώρα διαθέτει εξαιρετικούς δικαστές σε όλες τις βαθμίδες της Δικαιοσύνης αλλά δυστυχώς και κρίσιμες σοβούσες παθογένειες, που θα πρέπει να αντιμετωπισθούν.

Η αρχή της διάκρισης των κρατικών λειτουργιών συνιστά θεμελιώδη συνταγματική αρχή αλλά και βασικό κεκτημένο του ευρωπαϊκού συνταγματισμού. Κομβική παράμετρος αυτής της αρχής είναι η διασφάλιση της πλήρους ανεξαρτησίας της δικαστικής από την πολιτική εξουσία. Η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης δεν αποτελεί απλώς μια εγγύηση δικαιοκρατική, αλλά και ένα αίτημα της ίδιας της δημοκρατικής αρχής, διότι διασφαλίζει το σεβασμό της λαϊκής κυριαρχίας. Η ανεξάρτητη δικαστική λειτουργία οφείλει να δύναται δυνητικά να δρα ως θεσμικό αντίβαρο έναντι του εν Ελλάδι πρωθυπουργοκεντρικού κυβερνητικού μοντέλου και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας όταν διακυβεύονται θεμελιακές δικαιοκρατικές αρχές ως αυτές κατοχυρώνονται, εκτός των άλλων, στην καταστατική διάταξη αξιακού προσανατολισμού του ενωσιακού δικαίου, τη διάταξη του άρθρου 2 της Συνθήκης Ε.Ε.

Στη χώρα μας το υφιστάμενο συνταγματικό πλαίσιο (παρ. 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος) επιφυλάσσει στο Υπουργικό Συμβούλιο ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς το ζήτημα της επιλογής των Προέδρων και Αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων καθώς και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Λίαν προσφάτως, με το άρθ. 27 του ν. 5123/2024  εισήχθη ρύθμιση που προβλέπει τη διατύπωση γνώμης για την επιλογή των Προέδρων και των Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου από τις Ολομέλειες των Ανωτάτων Δικαστηρίων, κατόπιν σχετικής μυστικής ψηφοφορίας μεταξύ των μελών τους. Η εν λόγω κατ’ αρχήν θετική νομοθετική παρέμβαση έλαβε χώρα μετά τις επαναλαμβανόμενες σχετικές κριτικές επισημάνσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις Εκθέσεις της για την κατάσταση του κράτους δικαίου στη χώρα μας. Εντούτοις, και υπό το νέο αυτό νομοθετικό πλαίσιο, η τελική απόφαση για τις σχετικές επιλογές θα λαμβάνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο θα μπορεί εν τέλει να επιλέξει και άλλα πρόσωπα, πέρα από τα προταθέντα.

Είναι νομίζω καιρός για την έναρξη μιας συγκροτημένης συζήτησης για την αναθεώρηση της εν λόγω συνταγματικής διάταξης. Το ζήτημα έχει μείζον θεσμικό βάρος και οι αποφάσεις πρέπει να είναι προσεκτικά σταθμισμένες. Από την άλλη πλευρά, επιβάλλεται να συγκροτηθεί ένα πλαίσιο που θα διευκολύνει οι κρίσιμες επιλογές προσώπων για την ηγεσία της Δικαιοσύνης να δικαιολογούνται και νομιμοποιούνται στη βάση ενός ευρύτερου consensus για την αξιοσύνη και ακεραιότητα των επιλεγόμενων προσώπων, με γνώμονα τόσο την εμπειρία αλλά και το δικαστικό και επιστημονικό έργο που στην πορεία τους παρήγαγαν.

 

– Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΤΟ ΒΗΜΑ”, 13.10.2024

Η προστασία του περιβάλλοντος μέσω της προστασίας της ζωής στη νομολογία του ΕΔΔΑ

Παναγιώτης Γαλάνης, Δικηγόρος, ΔΝ, Μεταδιδάκτωρ Νομικής ΕΚΠΑ

Η παρούσα μελέτη εξετάζει τη νομολογία του ΕΔΔΑ για την προστασία του περιβάλλοντος, μέσω της προστασίας της ανθρώπινης ζωής και φέρει περιπτωσιολογικό χαρακτήρα, επισκοπώντας συστηματικά το σύνολο των επικίνδυνων φαινομένων ανθρωπογενών ή φυσικών που απειλούν τη ζωή και τον τρόπο αντίδρασης του Δικαστηρίου, το οποίο συνέβαλε στη θωράκιση του περιβάλλοντος με τη νομολογία του.

Πίνακας περιεχομένων

Η προστασία του περιβάλλοντος μέσω της προστασίας της ζωής στη νομολογία του ΕΔΔΑ.. 1

1)       Επικίνδυνες βιομηχανικές δραστηριότητες. 4

2)       Απόρριψη τοξικών αποβλήτων. 5

3) Έκθεση σε πυρηνική ακτινοβολία. 5

4) Εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου – αντιμετώπιση κλιματικής αλλαγής. 6

5) Βιομηχανικές εκπομπές και υγεία. 21

6) Φυσικές καταστροφές. 21

7) Πετρελαϊκές δραστηριότητες. 26

 

 

Εισαγωγή

Κατά το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ «1. Το δικαίωµα εκάστου προσώπου εις την ζωήν προστατεύεται υπό του νόµου. Εις ουδένα δύναται να επιβληθή εκ προθέσεως θάνατος, ειµή εις εκτέλεσιν θανατικής ποινής εκδιδοµένης υπό δικαστηρίου εν περιπτωσει αδικήµατος τιµωρουµένου υπό του νόµου δια της ποινής ταύτης. 2. Ο θάνατος δεν θεωρείται ως επιβαλλόµενος κατά παράβασιν του άρθρου τούτου, εις τας περιπτώσεις θα επήρχετο συνεπεία χρήσεως βίας καταστάσης απολύτως αναγκαίας: α) δια την υπεράσπισιν οιουδήποτε προσώπου κατά παρανόµου βίας, β) δια την πραγµατοποίησιν νοµίµου συλλήψεως ή προς παρεµπόδισιν αποδράσεως προσώπου νοµίµως κρατουµένου, γ) δια την καταστολήν, συµφώνως τω νόµω, στάσεως ή ανταρσίας».  Πρωταρχικός σκοπός του άρθρου 2 είναι η αποτροπή του Κράτους και όλων των οργάνων του από πράξεις που προσβάλλουν το έννομο αγαθό της ζωής των πολιτών, πέραν των προβλεπόμενων εξαιρέσεων[1]. Για τον λόγο αυτό, ο νομοθέτης προτίμησε για την αποτροπή επιζήμιων ενεργειών από την πλευρά του κράτους την αρνητική διατύπωση του άρθρου αυτού, θεσπίζοντας έτσι αρνητική ουσιαστική υποχρέωση υπέρ των πολιτών, ένα είδος δικαιώματος υπεράσπισης. Το κανονιστικό περιεχόμενο αυτού του δικαιώματος συμπληρώθηκε από το δόγμα των θετικών υποχρεώσεων, που αποτελεί δημιούργημα της διευρυμένης ερμηνείας του εν λόγω άρθρου που επιχείρησε αρχικά η Επιτροπή και στη συνέχεια το ΕΔΔΑ στη νομολογία τους[2]. Σύμφωνα με αυτό το δόγμα, οι δημόσιες αρχές ενός κράτους δεν θα πρέπει απλώς να απέχουν από αυθαίρετες παρεμβάσεις στα δικαιώματα που εγγυάται η Σύμβαση, και συγκεκριμένα στο δικαίωμα στη ζωή, αλλά επιπλέον έχουν καθήκον να λαμβάνουν θετικά μέτρα για να εγγυώνται τη διασφάλιση της το δικαίωμα στη ζωή, όταν απειλείται, από τη δράση των οργάνων του ή από πρόσωπα ή δραστηριότητες που δεν συνδέονται απαραίτητα άμεσα με το κράτος (τρίτη δράση του δικαιώματος)[3]. Ως εκ τούτου, οι θετικές (ουσιαστικές) υποχρεώσεις θεωρούνται ως προληπτικές πρωτοβουλίες που πρέπει να αναλάβουν οι αρχές για να αποτρέψουν παραβιάσεις των δικαιωμάτων που εγγυάται η Σύμβαση. Οι ενέργειες αυτές συνίστανται ιδίως στην υιοθέτηση και εφαρμογή ενός κατάλληλου νομικού, και ειδικότερα ποινικού και διοικητικού πλαισίου, υποστηριζόμενου από μηχανισμό επιβολής, προκειμένου να αποτρέπονται, να καταστέλλονται και να τιμωρούνται τυχόν παραβιάσεις του δικαιώματος στη ζωή. Η νομολογία καθιέρωσε επίσης μια θετική διαδικαστική υποχρέωση που συνίσταται στη διενέργεια αποτελεσματικής επίσημης έρευνας, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν τα κράτη έχουν συμμορφωθεί με τις ουσιαστικές τους υποχρεώσεις, θετικές και αρνητικές[4].

Στην περίπτωση της προστασίας του περιβάλλοντος μέσω της ερμηνείας των κατοχυρωμένων ρητά ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το άρθρο 2 έχει εφαρμοστεί σε περιπτώσεις όπου ορισμένες επιβλαβείς για το περιβάλλον δραστηριότητες που είχαν ως αποτέλεσμα εκτεταμένη περιβαλλοντική υποβάθμιση χαρακτηρίζονταν από τέτοιο βαθμό κινδύνου ώστε να θέτουν σε άμεσο και σοβαρό κίνδυνο ακόμη και την ίδια την ανθρώπινη ζωή και υγεία[5]. Το άρθρο 2 εμφανίζεται σχετικά σπάνια στο επίμαχο ζήτημα στην περιβαλλοντική νομολογία του ΕΔΔΑ, σε σχέση με τα υπόλοιπα άρθρα και ειδικότερα με το άρθρο 8. Η εφαρμογή του άρθρου 2 απαιτεί υψηλό βαθμό παραβίασης ενός πολύ σημαντικού έννομου αγαθού, αυτού της ζωής, δεδομένου ότι η παραβίαση θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο του υποκειμένου, ακόμη και αν δεν προκλήθηκε ηθελημένα ή παράνομα, κατάσταση που φέρνει πρόσθετες δυσκολίες[6]. Αξίζει μόνο να αναφερθεί η απόφαση Μακαρατζής κ. Ελλάδας στην οποία εφαρμόστηκε το άρθρο 2 για λόγους μη θανατηφόρου χρήσης βίας από κρατικά όργανα, αλλά σε κίνδυνο της ζωής ενός ατόμου[7]. Η εξέταση της υπόθεσης όμως διαφεύγει του ενδιαφέροντος της παρούσας.

Το άρθρο 2 δεν ισχύει όχι μόνο όταν οι ενέργειες ή παραλείψεις από την πλευρά του Δημοσίου οδήγησαν στον θάνατο ενός ατόμου, αλλά και όπου δεν υπήρξε θάνατος, αλλά ένα άτομο έχει προφανώς εκτεθεί σε κίνδυνο για τη ζωή του/της, ο οποίος ήταν σοβαρός. Η θετική υποχρέωση λήψης κατάλληλων μέτρων για τη διαφύλαξη της ζωής συνεπάγεται πρωταρχικό καθήκον του Κράτους να κατοχυρώσει το δικαίωμα στη ζωή με τη θέσπιση νομοθετικού και διοικητικού πλαισίου που έχει σχεδιαστεί για να παρέχει αποτελεσματική αποτροπή έναντι απειλών κατά του δικαιώματος της ζωής (βλ.

Brincat, 2014, παρ. 112, στην οποία το Δικαστήριο επεσήμανε ότι σε ορισμένες ειδικές περιστάσεις, ελλείψει των σχετικών νομικών διατάξεων, θετικές υποχρεώσεις θα μπορούσε, a priori, ωστόσο να εκπληρωθούν στην πράξη). Τέτοιοι προληπτικοί κανονισμοί θα πρέπει να διέπουν την αδειοδότηση, την εγκατάσταση, τη λειτουργία, την ασφάλεια και εποπτεία της δραστηριότητας και τα κράτη πρέπει να καταστήσουν υποχρεωτική την πρακτική άσκηση όλων των ενδιαφερομένων σε μέτρα για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής προστασίας των πολιτών των οποίων η ζωή μπορεί να τεθεί σε κίνδυνο από εγγενείς κινδύνους (Öneryıldız [GC], 2004, παρ. 90· Budayeva, 2008, παρ. 132; Kolyadenko, 2012, παρ. 158; Brincat and Others, 2014, παρ. 101). Στο συγκεκριμένο πλαίσιο επικίνδυνων δραστηριοτήτων και προβλέψιμων φυσικών καταστροφών, πρέπει να διεξαχθεί έρευνα, καθώς οι κρατικές αρχές είναι συχνά οι μόνες οντότητες που έχουν επαρκείς σχετικές γνώσεις για τον εντοπισμό και τη διαπίστωση των πολύπλοκων φαινομένων που μπορεί να έχουν προκαλέσει τέτοια περιστατικά (βλ., ωστόσο, την απόφαση Brincat and Others, 2014, παρ. 121-126, όπου το Δικαστήριο αποφάσισε, σε σχέση με την εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων σχετικά με καταγγελία βάσει του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 2, ότι η απαίτηση αυτεπάγγελτης διεξαγωγής έρευνας δεν εφαρμόζεται όταν δεν είναι προφανές ότι οι συνθήκες του θανάτου είναι γνωστές αποκλειστικά στις δημόσιες αρχές). Όπου η αυτεπάγγελτη έρευνα οδήγησε στην έναρξη της διαδικασίας στα εθνικά δικαστήρια, η διαδικασία στο σύνολό της, συμπεριλαμβανομένου του σταδίου της δίκης, πρέπει να ικανοποιεί τις απαιτήσεις της θετικής υποχρέωσης προστασίας ζωών μέσω του νόμου. Αυτό δεν σημαίνει ότι το άρθρο 2 μπορεί να συνεπάγεται δικαίωμα του αιτούντος να ασκήσει δίωξη ή καταδίκη τρίτων για ποινικό αδίκημα ή απόλυτη υποχρέωση για όλες τις διώξεις να καταλήξουν σε καταδίκη, ή μάλιστα σε συγκεκριμένη ποινή. Από την άλλη πλευρά, τα εθνικά δικαστήρια δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να είναι διατεθειμένα να επιτρέψουν διακινδυνεύοντας αδικήματα να μείνουν ατιμώρητα. Αυτό είναι απαραίτητο για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης του κοινού και τη διασφάλιση της τήρησης του κράτους δικαίου και την αποτροπή κάθε εμφάνισης ανοχής ή συμπαιγνίας σε παράνομες πράξεις.

Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κλήθηκε να διερευνήσει ζητήματα προστασίας του περιβάλλοντος κατά την ερμηνεία του άρθρου 2 (δικαίωμα στη ζωή). Τότε, οι σχετικές προσφυγές δεν ευοδώθηκαν, αφού κρίθηκαν από την Επιτροπή ως «προδήλως αβάσιμες», καθώς η προστασία του περιβάλλοντος δεν εμπίπτει στο κανονιστικό πεδίο της Σύμβασης και ως εκ τούτου τα όργανα της Σύμβασης έκριναν τους εαυτούς τους με βάση της ουσίας (ratione materiae) που είναι αρμόδια να κρίνει αυτές τις προσφυγές. Για παράδειγμα, στην υπόθεση Dr. S. κ. Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ο αιτών ζήτησε να απαγορευθεί στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας η απόρριψη πυρηνικών αποβλήτων στη Βόρεια Θάλασσα, η αποθήκευση πυρηνικού υλικού και ο πυρηνικός εξοπλισμός της χώρας. Στην υπόθεση των X. και Y. κ. της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, οι προσφεύγοντες, μέλη μιας ένωσης της οποίας ο καταστατικός σκοπός ήταν η προστασία του περιβάλλοντος, παραπονέθηκαν για το γεγονός ότι ένα μέρος γειτονικού μέλους τους χρησιμοποιήθηκε για στρατιωτικούς σκοπούς[8]. Τέλος, σε άλλη υπόθεση, Association X. κ. Ηνωμένου Βασιλείου, οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν για την παράλειψη των αρμόδιων αρχών να ενημερώσουν τα ενδιαφερόμενα μέρη, τα παιδιά των οποίων υπέστησαν σοβαρές βλάβες στην υγεία τους, σχετικά με τους κινδύνους που ενέχει μια εκστρατεία εμβολιασμού[9].

Στην υπόθεση Zeynep Ahunbay και άλλοι κ. Τουρκίας, Αυστρίας και Γερμανίας (dec.), 2016, οι προσφεύγοντες εναντιώνονται στο σχεδιαζόμενο φράγμα Ilısu, του οποίου η κατασκευή θα είχε βυθίσει το Hasankeyf, αρχαιολογικό και πολιτιστικός χώρος στην Τουρκία είχε υποβάλει αίτηση επικαλούμενη, ιδίως,  την παραβίαση των άρθρων 8 και 10 με τα οποία κατήγγειλαν τις καταστροφικές συνέπειες που μια τέτοια υποδομή θα είχε για το περιβάλλον, και την καταστροφή ολόκληρων περιοχών της πολιτιστικής κληρονομιάς[10]. Το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι γερμανικές και αυστριακές εταιρείες είχαν συμπεριληφθεί σε κοινοπραξία υπεύθυνη για την εκτέλεση του έργου. Ωστόσο, σημείωσε ότι όλα τα επίδικα μέτρα είχαν ληφθεί μέτρα από τις τουρκικές αρχές και ότι όλες οι δικαστικές διαδικασίες διενεργούνται υπό το τουρκικό δικαστικό σύστημα, με τις τουρκικές δικαστικές αρχές να κατέχουν αποκλειστική δικαιοδοσία για τον καθορισμό των ζητημάτων που εγείρουν οι αιτούντες. Αναφερόμενη στη νομολογία της για την εδαφική και εξωεδαφική δικαιοδοσία των Συμβαλλόμενων Κρατών, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη αίτηση ratione personae στο μέτρο που είχε στραφεί κατά της Αυστρίας και Γερμανίας.

 

1)    Επικίνδυνες βιομηχανικές δραστηριότητες

αα) Öneryıldız κατά Τουρκίας, 30.11.2004

Η κατοικία του προσφεύγοντος χτίστηκε χωρίς άδεια σε γη που περιβάλλει έναν κάδο σκουπιδιών που χρησιμοποιείται από κοινού από τέσσερα περιφερειακά συμβούλια. Μια έκρηξη μεθανίου σημειώθηκε το 1993 και τα σκουπίδια που εξερράγησαν από τον σωρό των απορριμμάτων κατέκλυσαν περισσότερα από δέκα σπίτια που βρίσκονταν κάτω από αυτό, συμπεριλαμβανομένου αυτού που ανήκε στον αιτούντα που έχασε εννέα στενούς συγγενείς του. Ο προσφεύγων παραπονέθηκε συγκεκριμένα ότι δεν είχαν ληφθεί μέτρα για την αποτροπή έκρηξης παρά το γεγονός ότι μια έκθεση εμπειρογνωμόνων επέστησε την προσοχή των αρχών στην ανάγκη να ενεργήσουν προληπτικά, καθώς μια τέτοια έκρηξη δεν ήταν απίθανη[11].

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 2 της Σύμβασης στο πλαίσιο του ουσιαστικού του σκέλους, λόγω της έλλειψης κατάλληλων μέτρων για την πρόληψη του τυχαίου θανάτου εννέα από τους στενούς συγγενείς του προσφεύγοντος. Επίσης, έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 2 της Σύμβασης στο πλαίσιο του διαδικαστικού της σκέλους, λόγω της έλλειψης επαρκούς προστασίας από το νόμο που διασφαλίζει το δικαίωμα στη ζωή. Το Δικαστήριο παρατήρησε ειδικότερα ότι η τουρκική κυβέρνηση δεν είχε παράσχει στους κατοίκους της παραγκούπολης πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους που διέτρεχαν ζώντας εκεί. Ακόμα κι αν είχε, παρέμενε υπεύθυνη καθώς δεν είχε λάβει τα απαραίτητα πρακτικά μέτρα για να αποφύγει τους κινδύνους για τις ζωές των ανθρώπων. Το ρυθμιστικό πλαίσιο είχε αποδειχθεί ελαττωματικό, καθώς το άκρο είχε επιτραπεί να ανοίξει και να λειτουργήσει χωρίς συνεκτικό σύστημα εποπτείας. Η πολεοδομική πολιτική ήταν επίσης ανεπαρκής και αναμφίβολα έπαιξε ρόλο στην αλληλουχία των γεγονότων που οδήγησαν στο ατύχημα[12].

Στην υπόθεση αυτή το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 (προστασία της ιδιοκτησίας), του ουσιαστικού κεφαλαίου του άρθρου 2 και παράβαση του άρθρου 13 όσον αφορά την καταγγελία βάσει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

 

2)    Απόρριψη τοξικών αποβλήτων

αα) Di Caprio and Others κατά Ιταλίας και τρεις άλλες αιτήσεις

Η αίτηση κοινοποιήθηκε στην ιταλική κυβέρνηση στις 5 Φεβρουαρίου 2019.

Η υπόθεση αυτή αφορά το «φαινόμενο Terra dei Fuochi» στην Καμπανία και, ειδικότερα, στην επαρχία της Νάπολης και στην επαρχία της Καζέρτα. Το Δικαστήριο κοινοποίησε την αίτηση στην ιταλική κυβέρνηση και έθεσε ερωτήσεις στα μέρη βάσει των άρθρων 2 (δικαίωμα στη ζωή), 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) και 35 (κριτήρια παραδεκτού) της Σύμβασης[13].

Η περίπτωση των τοξικών αποβλήτων ενέχει την αυτονόητη ιδιαιτερότητα πως θίγει εντονότερα το δικαίωμα στη ζωή, και λόγω της αβεβαιότητας των επιπτώσεών τους στην ανθρώπινη υγεία, αλλά και λόγω της συνεχούς έκθεσης των κατοίκων σε αυτά.

 

3) Έκθεση σε πυρηνική ακτινοβολία

αα) L.C.B. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 9.6.1998

Ο πατέρας της προσφεύγουσας εκτέθηκε σε ακτινοβολία ενώ υπηρετούσε ως βοηθός τροφοδοσίας στη Βασιλική Πολεμική Αεροπορία στο Νησί των Χριστουγέννων (Ειρηνικός Ωκεανός) κατά τη διάρκεια πυρηνικών δοκιμών τη δεκαετία του 1950. Η προσφεύγουσα γεννήθηκε το 1966. Το 1970 περίπου διαγνώστηκε με λευχαιμία. Ισχυρίστηκε ειδικότερα ότι η παράλειψη των βρετανικών αρχών να προειδοποιήσουν τους γονείς της για τον πιθανό κίνδυνο για την υγεία του από τη συμμετοχή του πατέρα της στις πυρηνικές δοκιμές είχε οδηγήσει σε παραβίαση του Άρθρου 2 (δικαίωμα στη ζωή) της Σύμβασης.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 2 της Σύμβασης σχετικά με την καταγγελία της προσφεύγουσας σχετικά με την παράλειψη του Ηνωμένου Βασιλείου να προειδοποιήσει και να συμβουλεύσει τους γονείς της ή να παρακολουθήσει την υγεία της πριν από τη διάγνωσή της με λευχαιμία. Δεν θεώρησε αποδεδειγμένο ότι, δεδομένων των πληροφοριών που είχαν στη διάθεσή τους οι βρετανικές αρχές εκείνη τη στιγμή σχετικά με την πιθανότητα ο πατέρας της προσφεύγουσας να είχε εκτεθεί σε επικίνδυνα επίπεδα ακτινοβολίας και να δημιουργούσε κίνδυνο για την υγεία της, θα μπορούσαν ή αναμενόταν να ενεργήσουν αυτεπαγγέλτως για να ενημερώσουν τους γονείς της αιτούσας για αυτά τα θέματα ή να προβούν σε οποιαδήποτε άλλη ειδική ενέργεια σε σχέση με αυτήν[14].

Στην υπόθεση αυτή, επομένως, το Δικαστήριο δέχθηκε μια πιο μετριοπαθή ερμηνεία της αρχής της προφύλαξης σε σχέση με τις υποχρεώσεις των κρατικών αρχών.

 

4) Εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου – αντιμετώπιση κλιματικής αλλαγής

            Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής στο διεθνές δίκαιο στηρίζεται σε ορισμένες βασικές αρχές, που ανιχνεύονται στις διεθνείς συμβάσεις και διακηρύξεις. Η πρώτη θεμελιώδης αρχή που πηγάζει από το γράμμα του άρθρου 3 της Σύμβασης του 1992 είναι η διαγενεακή προοπτική στην προστασία του κλιματικού συστήματος.  Βάση της αρχής αυτής είναι η επισήμανση πως «περιβάλλον» και «φύση» δεν είναι έννοιες συνώνυμες, ούτε ταυτόσημες. Συνήθως προτάσσονται δύο αντιτιθέμενες (εν πολλοίς) οπτικές-άξονες για τη νομική έννοια του περιβάλλοντος: Αφενός η ανθρωποκεντρική οπτική, που συντείνει στην προστασία του ζωτικού χώρου των ατόμων λόγω των οικονομικών τους συμφερόντων, αφετέρου η οικολογική, που αποσκοπεί στη διαφύλαξη της ισορροπίας των οικοσυστημάτων και την εν γένει προστασία του περιβάλλοντος ως (συλλογικού) αγαθού έχοντος αξία καθαυτό αλλά και ως αναγκαίου παράγοντα για την επιβίωση και των μελλουσών γενεών[15], εντάσσοντάς το στη διαγενεακή προοπτική. Κατά την ανθρωποκεντρική αντίληψη, ο άνθρωπος κυριαρχεί ως ον στη φύση και διαθέτει συνείδηση, ώστε να διερευνά τις αιτίες της και να αποκαλύπτει τα μυστικά της και να έχει επίγνωση και μνήμη των ενεργειών, στις οποίες προβαίνει. Η διάδραση ανθρώπου και φύσης μεταβάλλεται κατά χρόνο και κατά τόπο[16].

Ιδίως δε στην περίπτωση της κλιματικής αλλαγής, η ερμηνεία του περιβάλλοντος καθίσταται συνθετότερη και μάλλον ταυτίζεται με την εκδοχή lato sensu, σύμφωνα με την οποία η ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής συνιστά και ταυτόχρονη προστασία του περιβάλλοντος [17].

Κατά την αρχή, λοιπόν, της διαγενεακής ισότητας (που αποδίδεται ως equity – ορθονομία/ευθυδικία[18]) και συνιστά βασικό ερμηνευτικό και μεθοδολογικό εργαλείο του όλου δικαίου του περιβάλλοντος και της κλιματικής αλλαγής, τα κράτη θα πρέπει να διαχειρίζονται το περιβάλλον, ώστε στα ωφελήματα από αυτό να μπορούν να έχουν πρόσβαση και οι μέλλουσες γενεές κατά το δυνατό  εξίσου. Ερείδεται δε αυτή στην έννοια καταπιστεύματος (trustee – στο common law)[19], σύμφωνα με το οποίο διαχειριζόμαστε,  ώστε να περάσει και στους επόμενους (υποχρέωση περιβαλλοντικής προστασίας και για το μέλλον)[20]. Η αρχή αυτή στο δίκαιο για την κλιματική αλλαγή συναντάται συχνότατα και στις λεγόμενες climate litigations (κλιματικές προσφυγές)[21].

Τον 20ο αι. με την εδραίωση της ανάγκης περιβαλλοντικής προστασίας, αναπτύχθηκαν οικολογικές και οικονομικές θεωρήσεις, χωρίς όμως να υπάρχει παράλληλη στέρεη πολιτική βούληση σε διεθνές επίπεδο[22].  Ως αντίπαλες δυνάμεις πολλάκις προβάλλονται η κοινωνική δικαιοσύνη και η οικολογική ισορροπία. Όπως επισημαίνεται, η δυσκολία για την ένταξη της οικολογικής δικαιοσύνης στη νομική συστηματική ερείδεται στο ότι η οικολογική δικαιοσύνη αναλύεται στους άξονες του χώρου (ευθύνη για το περιβάλλον) και του χρόνου (ευθύνη για τις μέλλουσες γενεές)[23] και στην εγγενή δυσχέρεια ακριβούς χάραξης της περιβαλλοντικής ζημίας.  Βεβαίως, σημειωτέον πως το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης δεν έχει αναφερθεί ρητώς στην αρχή της διαγενεακής ισότητας,  προκειμένου να επιλύσει τις αγόμενες ενώπιόν του διαφορές. Η αρχή της διαγενεακής ισότητας εισάγει, όπως λέγεται χαρακτηριστικώς, ευθέως την ανθρώπινη παράμετρο στο διεθνές δίκαιο για την κλιματική αλλαγή. Η πρακτική της εφαρμογή οράται στο διάβα του χρόνου, ιδίως δε σε οριακές και σύνθετες περιπτώσεις, όπως η ανάγκη προστασίας ευάλωτων πληθυσμών, τα δικαιώματα του παιδιού ή των κλιματικών προσφύγων[24].

Ως αρχή, όμως, κατά την άποψη του γράφοντος,  ενέχει και συνταγματολογική αναφορά. Η αρχή αυτή βασίζεται στην ισότητα. Διευρύνει ως έναν βαθμό την αρχή της ισότητας, που αποτελεί πυρήνα των σύγχρονων δημοκρατικών πολιτευμάτων και ερμηνεύεται ως ισονομία, ήτοι ως ισότητα απέναντι στον νόμο[25]. Κατά τούτο, ειδικά στο δίκαιο για την κλιματική αλλαγή, η διαγενεακή ευθυδικία μεταθέτει την αρχή της ισότητας σε έναν όχι παροντικό, αλλά μελλοντικό χρόνο[26], αφού οι παρούσες γενεές καλούνται να συμπεριφέρονται (παντοιοτρόπως, στο πλαίσιο της ατομικής και επιχειρηματικής τους δραστηριότητας) κατά τρόπο που να μην παραβλάπτει τις μέλλουσες γενεές, οι οποίες θεωρούνται ως φέρουσες ίσα δικαιώματα στην απόλαυση των φυσικών πόρων και στην προστασία του περιβάλλοντος[27].

Η αρχή αυτή, όμως, ενέχει και μία άλλη δυναμική, στη συσχέτιση του περιβάλλοντος με την προστασία της υγείας – άμεσα και έμμεσα. Η υπερθέρμανση του πλανήτη δυνητικώς επιφέρει αρνητικές συνέπειες στην τωρινή και μελλοντική ανθρώπινη υγεία.  Τα αποτελέσματα μπορεί να είναι σωρευτικά και, σε ορισμένες περιπτώσεις, μη αναστρέψιμα.  Οι άνθρωποι που είναι σχετικά φτωχοί και ανίσχυροι είναι πιθανό να υποφέρουν ολοένα και περισσότερο. Ως ισόκυρα (συνταγματικά) έννομα αγαθά, το περιβάλλον και η υγεία συνιστούν μία αδιάσπαστη ολότητα, όπου το ένα συμπληρώνει και εξισορροπεί το άλλο. Δέον δε όπως συνερμηνεύονται στο πλαίσιο συγκεκριμένων σταθμίσεων[28]. Είναι γεγονός πως σε κάποιες τουλάχιστον περιπτώσεις, κατά το μάλλον ή το ήττον, η λήψη συγκεκριμένων μέτρων ανασχέσεως της κλιματικής αλλαγής δύναται να θεωρηθεί επιβαλλόμενη ως εκ της ανάγκης προστασίας της ανθρώπινης υγείας (βλ. κάτωθι υπό το φως της αρχής της προφύλαξης). Επί παραδείγματι,  η υπερθέρμανση του πλανήτη μπορεί να επιταχυνθεί από τις  ξηρασίες και επακόλουθες αποτυχίες καλλιέργειας σε  ορισμένες τοποθεσίες, που οδηγούν σε απώλεια ζωών, φτώχεια και κακή διατροφή για τους ανθρώπους που διαβιούν εκεί, το οποίο με τη σειρά του μπορεί να αποδυναμώσει την υγεία εγκύων γυναικών σε αυτούς τους πληθυσμούς, των οποίων τα παιδιά είναι πιο πιθανό να αρρωστήσουν ήδη από την παιδική τους ηλικία[29]. Συνεπώς, ο σεβασμός της αρχής της διαγενεακής ευθυδικίας επιβάλλει – ώστε να μην εγκλωβιστούμε σε μία στενή της θέαση – την ισόρροπη προστασία περιβάλλοντος (κλίματος, εδώ) και υγείας και τη σφαιρική αντιμετώπιση των λοιπών ανισοτήτων, σύμφωνα και με τους 17 Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης που έχει θέσει ο ΟΗΕ.

Η climate change litigation (η νομική αντιδικία για την αλλαγή του κλίματος, γνωστή και ως «δικονομία για το κλίμα»[30]) αντικρίζεται στη θεωρία ως ένα αναδυόμενο σώμα δικαστικών υποθέσεων για την περαιτέρω προσπάθεια μετριασμού της κλιματικής αλλαγής από δημόσιους φορείς, όπως κυβερνήσεις και εταιρείες, αλλά και ιδιώτες.

Ενόψει της αργής πολιτικής της κλιματικής αλλαγής που καθυστερεί τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, ακτιβιστές και νομικοί έχουν αυξήσει τις προσπάθειες να χρησιμοποιήσουν εθνικά και διεθνή δικαστικά συστήματα για να προωθήσουν την προσπάθεια[31]. Στο πλαίσιο αυτό, έχει προταθεί από τη θεωρία ο όρος «στρατηγική» προσφυγή στη δικαιοσύνη (strategic litigation) για την υπέρβαση των δικονομικών ορίων του forum και την εξαγωγή γενικότερων συμπερασμάτων[32].

Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, τα νομικά εργαλεία για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής διατίθενται ολοένα και περισσότερο μέσω της νομοθεσίας, και η νομολογία έχει αναδείξει τις σχετικές με το κλίμα νομικές προκλήσεις, που σχετίζονται με όλους τους κλάδους δικαίου. Πολλές από τις υποθέσεις και προσεγγίσεις έχουν επικεντρωθεί στην προώθηση των αναγκών της κλιματικής δικαιοσύνης και του κινήματος για το κλίμα της νεολαίας.

Η τελευταία ειδική έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) για τον στόχο 1,5 βαθμών καταλήγει, μεταξύ άλλων, στο συμπέρασμα ότι ο υφιστάμενος στόχος των 2 βαθμών θα είχε καταστροφικές και μη αναστρέψιμες συνέπειες: μόλις επιτευχθούν ορισμένα σημεία ανατροπής, τα φαινόμενα ντόμινο θα προκαλούσαν παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας, η οποία θα λάβει χώρα με ακόμη ταχύτερο ρυθμό από ό,τι συμβαίνει ήδη ως αποτέλεσμα των ανθρωπογενών εκπομπών. Σύμφωνα με την έκθεση, ο περιορισμός της υπερθέρμανσης του πλανήτη στους 1,5 βαθμούς απαιτεί ριζική αλλαγή προσέγγισης και μάλιστα άμεση. Τι συμβαίνει όμως στην πραγματικότητα; Η τελευταία έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας αναφέρει ότι οι παγκόσμιες εκπομπές CO2 εξακολουθούν να αυξάνονται αντί να μειώνονται. Ως αποτέλεσμα, ακόμη και ο στόχος των 2 βαθμών αρχίζει να απομακρύνεται. Με τη θέρμανση να έχει ήδη φτάσει τον ένα βαθμό, οδεύουμε προς θέρμανση 3 ή και 4 βαθμών. Ως εκ τούτου, όλο και περισσότεροι άνθρωποι αποφασίζουν να κινηθούν νομικά, αξιοποιώντας αρχικώς τα ένδικα βοηθήματα που οι έννομες τάξεις τους προβλέπουν.

Στον τομέα της climate change litigation, πληθαίνουν, λοιπόν, σταδιακώς οι προσφυγές στα δικαστήρια με επίκληση της κλιματικής αλλαγής. Κοινά χαρακτηριστικά αυτών των προσφυγών είναι[33]:

  • Ενάγοντες/προσφεύγοντες είναι αρκετές κατηγορίες προσώπων, π.χ. ομοσπονδιακές πολιτείες, Δήμοι, Περιφέρειες, ΜΚΟ, αγρότες, φυσικά πρόσωπα κλπ.[34]
  • Εναγόμενοι/καθού είναι τα κράτη (το Δημόσιο), οι Δήμοι, αλλά και ιδιώτες (βιομηχανίες – Carbon Majors[35])
  • Αφορούν όλες τις χώρες του πλανήτη, με αρκετά, ωστόσο, διαφορετικά γνωρίσματα η καθεμιά
  • Τα επιχειρήματά τους αντλούνται από τα εσωτερικά τους δίκαια, αλλά και το διεθνές δίκαιο
  • Τα δικονομικά ζητήματα που αναφύονται ομοιάζουν αρκετά μεταξύ τους
  • Ως αποδεικτικά τους μέσα προσάγουν συχνότατα επιστημονικά στοιχεία και εμπειρικά δεδομένα[36].

Ως προς την πρόσβαση των πολιτών (φυσικών προσώπων) και ΜΚΟ στη δικαιοσύνη[37]: Εξασφαλίζεται η διαφάνεια, η δημοκρατία, ο πλουραλισμός απόψεων και πραγματούται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας (δικαίωμα κατοχυρωμένο στις εθνικές τάξεις, την ΕΣΔΑ, το Διεθνές Σύμφωνο, και την ενωσιακή δικαιοταξία). Πραγματώνονται οι προβλέψεις της Σύμβασης Άαρχους που απονέμει περιβαλλοντικά διαδικαστικά δικαιώματα στους πολίτες (στην οποία η ΕΕ είναι συμβαλλόμενο μέρος). Η δικαστική προστασία (ιδιωτών και ΜΚΟ) αφορά την ορθή πρόσβαση στην πληροφορία, την παραβίαση του δικαιώματος συμμετοχής και της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Επίσης, δίνεται έμφαση στην αρχή αποκατάστασης των περιβαλλοντικών προσβολών και της «ο ρυπαίνων πληρώνει». Η πρόσβαση στη δικαιοσύνη παρέχει πλήρη προστασία (οριστική και προσωρινή) και το προσιτό κόστος της, αλλά και η αποτελεσματικότητα (βλ. και το άρθρο 19 ΣΕΕ) των ενδίκων βοηθημάτων συν τω χρόνω. Ως προς την πρόσβαση των ΜΚΟ στη δικαιοσύνη, οι τελευταίες διαθέτουν τη σαφή τεχνογνωσία, το ενδιαφέρον και το έννομο συμφέρον, ανά πεδίο δραστηριότητας[38].

Κοινά προβλήματα για τους ιδιώτες και ΜΚΟ είναι επίσης:

  1. το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος: Διανοίγεται, ωστόσο, υπέρμετρα το έννομο συμφέρον, σε βαθμό που προσομοιάζει της actio popularis, ενώ ενίοτε το κόστος είναι de facto απαγορευτικό. Τα εθνικά δικαστήρια είναι εξαιρετικά σημαντικά στην εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας και ελέγχουν τη νομιμότητα των πράξεων. Δύνανται δε να υποβάλουν προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ, με το οποίο διεξάγεται ειλικρινής διάλογος (βλ. και αρχή της θεσμικής και διαδικαστικής αυτονομίας)
  2. το ζήτημα της νομικής βάσης (βλ. π.χ. Connecticut κ. American Electric Power[39])
  3. το ζήτημα ορθής ερμηνείας των σχετικών περιβαλλοντικών νόμων (βλ. Greenpeace Nordic Association κ. Ministry of Petroleum and Energy)[40]
  4. το ζήτημα έκτασης και έντασης δικαστικού ελέγχου, όπως και το ζήτημα της διάκρισης των εξουσιών (ο Δικαστής ως προστάτης του πλανήτη;)
  5. τα δικονομικά απαράδεκτα που συχνά αναφύονται (βλ. Juliana and others κ. USA)[41] το ζήτημα του είδους των προσβαλλομένων πράξεων και το αν – σε ενωσιακό επίπεδο – αφορούν άμεσα και ατομικά (ρήτρα Plaumann-Peoples’ Climate Case του ΔΕΕ)[42].

Τούτων λεχθέντων, επισκοπείται μια σειρά από αποφάσεις για ζητήματα κλιματικής αλλαγής που έχουν απασχολήσει το ΕΔΔΑ:

 

αα) Duarte Agostinho και άλλοι κατά Πορτογαλίας και 32 άλλων κρατών (αρ. 39371/20)

Στις 2 Σεπτεμβρίου 2020 έξι νεαροί Πορτογάλοι υπέβαλαν προσφυγή στο ΕΔΔΑ κατά 33 χωρών. Με την προσφυγή ισχυρίζονται ότι αυτές παραβίασαν τα ανθρώπινα δικαιώματα,  αποτυγχάνοντας να λάβουν επαρκή μέτρα για την κλιματική αλλαγή και ζητείται δικαστική εντολή που απαιτεί να αναλάβουν πιο φιλόδοξα μέτρα.

Η προσφυγή βασίζεται στα άρθρα 2, 8 και 14 της ΕΣΔΑ, τα οποία προστατεύουν το δικαίωμα στη ζωή, το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή και το δικαίωμα να μην υφίστανται τα άτομα διακρίσεις. Οι καταγγέλλοντες ισχυρίζονται ότι το δικαίωμά τους στη ζωή απειλείται από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Πορτογαλία, όπως οι δασικές πυρκαγιές, ότι το δικαίωμά τους στην ιδιωτική ζωή περιλαμβάνει τη σωματική και ψυχική τους ευεξία, η οποία απειλείται από τους καύσωνες που τους αναγκάζουν να περνούν περισσότερο χρόνο σε εσωτερικούς χώρους και ότι ως νέοι άνθρωποι θα βιώσουν τις χειρότερες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής[43].

Η υπόθεση ασκείται κατά των κρατών μελών της ΕΕ (Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Κύπρος, Τσεχία, Γερμανία, Ελλάδα, Δανία, Εσθονία, Φινλανδία, Γαλλία, Κροατία, Ουγγαρία, Ιρλανδία, Ιταλία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Λετονία, Μάλτα, την Ολλανδία, την Πολωνία, την Πορτογαλία, τη Ρουμανία, τη Σλοβακική Δημοκρατία, τη Σλοβενία, την Ισπανία και τη Σουηδία) καθώς και τη Νορβηγία, τη Ρωσία, την Ελβετία, την Τουρκία, την Ουκρανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι οι ερωτηθέντες δεν ανταποκρίθηκαν στις υποχρεώσεις τους για τα ανθρώπινα δικαιώματα, αποτυγχάνοντας να συμφωνήσουν σε μειώσεις εκπομπών που θα διατηρήσουν την άνοδο της θερμοκρασίας στους 1,5 βαθμούς Κελσίου, όπως προβλέπεται από τη Συμφωνία των Παρισίων.

Στις 30 Νοεμβρίου 2020 το ΕΔΔΑ κοινοποίησε την υπόθεση σε 33 αντίδικες χώρες, ζητώντας από αυτές να απαντήσουν έως τα τέλη Φεβρουαρίου 2021. Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Δίκτυο Νομικής Δράσης (GLAN), το οποίο υποστηρίζει την περίπτωση, μόνο μια ελάχιστη μειοψηφία υποθέσεων ενώπιον του Δικαστηρίου παρακολουθούνται και κοινοποιούνται γρήγορα.

Στις 4 Φεβρουαρίου 2021 το Δικαστήριο απέρριψε μια πρόταση των εναγόμενων κυβερνήσεων που ζητούσαν από το Δικαστήριο να ακυρώσει την ταχεία απόφασή του. Οι κυβερνήσεις είχαν ζητήσει από το Δικαστήριο να ανατρέψει την εξέταση κατά προτεραιότητα της υπόθεσης και να ακούσει επιχειρήματα μόνο για το παραδεκτό της υπόθεσης. Το Δικαστήριο έστειλε επιστολή στα μέρη με την οποία απέρριψε αυτές τις προτάσεις και έδωσε στους κατηγορούμενους προθεσμία έως τις 27 Μαΐου 2021,  για να υποβάλουν υπεράσπιση τόσο για το παραδεκτό όσο και για την ουσία της υπόθεσης.

Το Δικαστήριο επέτρεψε επίσης μέχρι τις 6 Μαΐου 2021 παρεμβάσεις τρίτων. Μεταξύ άλλων επτά παρεμβάσεων τρίτων, στις 5 Μαΐου 2021 η Διεθνής Αμνηστία παρενέβη στην υπόθεση και υπέβαλε τις γραπτές της παρατηρήσεις στο ΕΔΔΑ. Ο ισχυρισμός υποστηρίζει τη θέση των εναγόντων, παρέχοντας νομικά επιχειρήματα στο Δικαστήριο,  για να αποδείξει ότι το διεθνές δίκαιο απαιτεί από τα κράτη να μην βλάπτουν και να μην επιτρέπουν σε εταιρείες εντός της δικαιοδοσίας τους να βλάπτουν τα ανθρώπινα δικαιώματα των ανθρώπων εκτός των συνόρων τους.

Στις 19 Μαΐου 2021 έγινε νέα παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,  που υπέβαλε τις γραπτές της παρατηρήσεις στο ΕΔΔΑ. Σημειώνοντας τον έντονο αντίκτυπο της περιβαλλοντικής υποβάθμισης και της κλιματικής αλλαγής στα ανθρώπινα δικαιώματα, ο Επίτροπος υποστηρίζει ότι τα διεθνή νομοθετήματα για το περιβάλλον και τα δικαιώματα των παιδιών θα πρέπει να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό του πεδίου της υποχρέωσης των κρατών να αποτρέπουν τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που προκαλούνται από περιβαλλοντική βλάβη. Η Επιτροπή στηρίζει την υπεράσπιση της πολιτικής της ΕΕ στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος σε ορθή νομική αιτιολογία και επιστημονικά τεκμήρια. Ο όρος «κλιματική έκτακτη ανάγκη» εκφράζει την πολιτική βούληση για εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συμφωνία των Παρισίων. Ο Επίτροπος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «ο αυξανόμενος αριθμός αιτήσεων που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή παρέχει στο Δικαστήριο μια μοναδική ευκαιρία να συνεχίσει να χαράσσει τη νομική οδό προς την πληρέστερη εφαρμογή της Σύμβασης και να προσφέρει προστασία της ζωής σε άτομα που πλήττονται από περιβαλλοντική υποβάθμιση και κλιματική αλλαγή.

Στις 14 Αυγούστου 2021 οι προσφεύγοντες έλαβαν τις αντίστοιχες προτάσεις των κυβερνήσεων. Ωστόσο, μετά από νομική συμβουλή, οι ενάγοντες αποφάσισαν να μην τις δημοσιοποιήσουν. Οι προσφεύγοντες έχουν προθεσμία έως τις 12 Ιανουαρίου 2022, για να ανταποκριθούν στις υπερασπίσεις των κυβερνήσεων.

Στις 30 Ιουνίου 2022 το Τμήμα του ΕΔΔΑ παραιτήθηκε από τη δικαιοδοσία υπέρ του Τμήματος Μείζονος Συνθέσεως. Η υπόθεση εξετάστηκε από το Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως του ΕΔΔΑ που αποτελείται από 17 δικαστές λόγω του γεγονότος ότι η υπόθεση εγείρει ένα σοβαρό ερώτημα που επηρεάζει την ερμηνεία της Σύμβασης (άρθρο 30 ΕΣΔΑ)[44].

Όσον αφορά την εξωεδαφική δικαιοδοσία των εναγόμενων κρατών εκτός της Πορτογαλίας, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν λόγοι στη Σύμβαση για επέκταση της εξωεδαφικής δικαιοδοσίας τους με τον τρόπο που ζήτησαν οι αιτούντες. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν ακολουθήσει καμία νομική οδό στην Πορτογαλία σχετικά με τις καταγγελίες τους, η καταγγελία των προσφευγόντων κατά της Πορτογαλίας ήταν επίσης απαράδεκτη λόγω μη εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων. Το Δικαστήριο έκρινε απαράδεκτες τις προσφυγές που κατατέθηκαν κατά της Πορτογαλίας και των άλλων κρατών για το θέμα της κλιματικής αλλαγής.

 

αβ) Verein KlimaSeniorinnen Schweiz and Others κατά Ελβετίας (αρ. 53600/20)[45]

Το 2016 μια ομάδα ηλικιωμένων γυναικών κατέθεσε δικόγραφο κατά του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου, του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Περιβάλλοντος Μεταφορών, Ενέργειας και Επικοινωνιών (DETEC), του Ομοσπονδιακού Γραφείου για το Περιβάλλον και του Ομοσπονδιακού Γραφείου Ενέργειας, ισχυριζόμενες ότι αυτοί οι φορείς της ελβετικής Κυβέρνησης δεν τήρησαν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το ελβετικό Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, καθώς δεν έθεσαν την Ελβετία σε μια τροχιά μείωσης των εκπομπών που συνάδει με τον στόχο της διατήρησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας πολύ κάτω από τους 2ºC πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα[46].

Συγκεκριμένα, οι αναφέρουσες ισχυρίστηκαν ότι η κυβέρνηση παραβίασε τα άρθρα 10 (δικαίωμα στη ζωή), 73 (αρχή της βιωσιμότητας) και 74 (προστασία του περιβάλλοντος) του ελβετικού Συντάγματος και τα άρθρα 2 και 8 της ΕΣΔΑ. Ισχυρίστηκαν ότι η δημογραφική τους ομάδα είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στους καύσωνες που αναμένεται να προκύψουν από την κλιματική αλλαγή. Πρόκειται για μια σημαντική απόφαση, όπου αναδεικνύονται οι φυλετικές και ηλικιακές προβληματικές δικαιωμάτων έναντι της κλιματικής αλλαγής.

Κάλεσαν το ελβετικό κοινοβούλιο και τις αρμόδιες ομοσπονδιακές υπηρεσίες να αναπτύξουν μια ρυθμιστική προσέγγιση σε διάφορους τομείς που θα επιτύχει μειώσεις των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 25% κάτω από τα επίπεδα του 1990 έως το 2020 και τουλάχιστον 50% κάτω από τα επίπεδα του 1990 έως το 2050. Η αναφορά επέκρινε τόσο τους στόχους που συζητούνταν τότε στο κοινοβούλιο (20% έως το 2020 και 30% έως το 2030) όσο και τα μέτρα με τα οποία η κυβέρνηση θα επιδίωκε αυτούς τους στόχους. Η αναφορά απορρίφθηκε από την DETEC στις 25 Απριλίου 2017. Η DETEC διαπίστωσε ότι οι αναφέρουσες δεν είχαν νομιμοποίηση,  επειδή τα δικαιώματά τους δεν θίγονταν,  όπως απαιτείται από το άρθρο 25α παρ. 1 APA (Νόμος περί διοικητικής διαδικασίας, Verwaltungsverfahrensgesetz, VwVG).

Η DETEC διαπίστωσε ότι οι αναφέρουσες επεδίωξαν ρύθμιση των παγκόσμιων εκπομπών CO2 μέσω γενικών κανονισμών, αντί να αναζητήσουν αποκατάσταση για παραβίαση των ειδικών νόμιμων δικαιωμάτων τους. Η DETEC διαπίστωσε περαιτέρω ότι οι αναφέρουσες δεν είχαν την ιδιότητα του θύματος σύμφωνα με την ΕΣΔΑ, επειδή επεδίωκαν να υπηρετήσουν το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον της υιοθέτησης νομοθετικής μεταρρύθμισης για τη μείωση των εκπομπών CO2. Οι αναφέρουσες άσκησαν έφεση στις 26 Μαΐου 2017. Στις 27 Νοεμβρίου 2018, το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο της Ελβετίας απέρριψε την έφεση, κρίνοντας ότι οι Ελβετές γυναίκες άνω των 75 ετών δεν επηρεάζονται αποκλειστικά από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής (συμφωνώντας έτσι με τον ισχυρισμό της DETEC ότι η ζημία και η αποκατάσταση αυτής δεν ήταν εξειδικευμένες αμιγώς για τις αιτούσες).

Το 2019 υπέβαλαν έφεση κατά της απόφασης στο Ανώτατο Δικαστήριο της Ελβετίας. Στις 20 Μαΐου 2020 το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση. Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα προβεβλημένα δικαιώματα των εναγουσών δεν είχαν επηρεαστεί με επαρκή ένταση και ότι η προσφυγή που επιδιώκουν πρέπει να επιτευχθεί με πολιτικά και όχι νομικά μέσα.

Στις 26 Νοεμβρίου 2020 έχοντας εξαντλήσει όλα τα διαθέσιμα ένδικα μέσα στην Ελβετία, οι ενάγουσες υπέβαλαν προσφυγή στο ΕΔΔΑ.

Τα επιχειρήματα της αντιδίκου πλευράς περιλαμβάνουν τις σκέψεις ότι το πρόσωπο που ασκεί το ένδικο βοήθημα δεν μπορεί να είναι θύμα βάσει της ΕΣΔΑ, καθώς είναι νομικό πρόσωπο που δεν απολαμβάνει ανθρώπινα δικαιώματα, η υπόθεση επιχειρεί να παρακάμψει τη Συμφωνία των Παρισίων,  απαιτώντας από την Ελβετία να μειώσει τις εκπομπές της με δικαστικά μέσα, θέτοντας την ΕΣΔΑ εκτός της αρμοδιότητάς της η οποία είναι αποκλειστικά να αποφασίσει για τη Σύμβαση και πως αυτή η αιτιώδης συνάφεια δεν έχει αποδειχθεί από τις προσφεύγουσες μεταξύ των παραλείψεων της καθού χώρας και των επιπτώσεων της θερμότητας στα δικαιώματα των αιτουσών ή ότι η κλιματική αλλαγή τις θέτει σε άμεσο κίνδυνο· και κατά την επικύρωση της Συμφωνίας των Παρισίων και τον καθορισμό δεσμεύσεων για μείωση των εκπομπών στην NDC της Ελβετίας, η αντίδικος πλευρά λαμβάνει εύλογα και κατάλληλα μέτρα για την προστασία αυτών των δικαιωμάτων.

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η απαίτηση χορήγησης δικαιώματος στα θύματα θα πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως, ώστε να αναγνωρίζονται συλλογικά θύματα. Η Συμφωνία των Παρισίων δεν υπονομεύει τις υποχρεώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τα επιστημονικά στοιχεία που υποβλήθηκαν καταδεικνύουν αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και των δικαιωμάτων του αιτούντος και ότι η συμμετοχή πολλών κρατών στην κλιματική αλλαγή δεν αποκλείει τη μερική ευθύνη της αντιδίκου πλευράς.  Ότι η NDC της Ελβετίας δεν συνάδει με τον στόχο των 1,5°C,  όπως ισχυρίζεται και ότι υπάρχουν περαιτέρω μέτρα ανοιχτά στον εναγόμενο, συμπεριλαμβανομένης της πρόληψης εκπομπών που συμβαίνουν στο εξωτερικό, τα οποία βρίσκονται άμεσα ή έμμεσα στον έλεγχο της αντιδίκου πλευράς.

Έχουν επίσης κατατεθεί παρεμβάσεις τρίτων από τη Διεθνή Επιτροπή Νομικών και το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Δικτύων Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Σύμβαση περιλαμβάνει το δικαίωμα αποτελεσματικής προστασίας από τις κρατικές αρχές από τις σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη ζωή, την υγεία, την ευημερία και την ποιότητα ζωής. Ωστόσο, έκρινε ότι οι τέσσερις μεμονωμένοι αιτούντες δεν πληρούσαν τα κριτήρια της κατάστασης του θύματος σύμφωνα με το άρθρο 34 της Σύμβασης και έκρινε τις καταγγελίες τους απαράδεκτες. Η αιτούσα ένωση, αντίθετα, είχε το δικαίωμα να υποβάλει καταγγελία. Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής της Σύμβασης και ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Ελβετική Συνομοσπονδία δεν είχε συμμορφωθεί με τα καθήκοντά της («θετικές υποχρεώσεις») βάσει της Σύμβασης σχετικά με την κλιματική αλλαγή.

Το Δικαστήριο ξεκίνησε σημειώνοντας ότι θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τα ζητήματα που προκύπτουν από την κλιματική αλλαγή μόνο εντός των ορίων της άσκησης των αρμοδιοτήτων του σύμφωνα με το άρθρο 19 (Σύσταση του Δικαστηρίου) της ΕΣΔΑ, η οποία είναι να διασφαλίσει την τήρηση των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει τα Μέρη της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων της. Ταυτόχρονα, είχε υπόψη του ότι η ανεπαρκής κρατική δράση για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής επιδείνωσε τους κινδύνους επιβλαβών συνεπειών και εγείρει επακόλουθες απειλές για την απόλαυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων – απειλές που έχουν ήδη αναγνωριστεί από κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο. Επομένως, η τρέχουσα κατάσταση περιλάμβανε επιτακτικές για τη σημερινή εποχή συνθήκες, επιβεβαιωμένες από επιστημονικές γνώσεις, τις οποίες το Δικαστήριο δεν μπορούσε να αγνοήσει στον ρόλο του ως δικαστικού οργάνου επιφορτισμένου με την επιβολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι είναι γεγονός ότι υπάρχουν επαρκώς αξιόπιστες ενδείξεις ότι

Η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή υπάρχει, ότι αποτελεί σοβαρή τρέχουσα και μελλοντική απειλή για την απόλαυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διασφαλίζονται βάσει της Σύμβασης, ότι τα κράτη το γνωρίζουν και είναι σε θέση να λάβουν μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπισή του, ώστε οι σχετικοί κίνδυνοι να προβλεφθούν χαμηλότεροι, εάν η άνοδος της θερμοκρασίας περιοριστεί σε 1,5 oC πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα και εάν ληφθούν επειγόντως μέτρα. Σημείωσε ότι οι τρέχουσες παγκόσμιες προσπάθειες μετριασμού δεν επαρκούν για την επίτευξη αυτού του στόχου. Σημείωσε επίσης ότι, ενώ οι νομικές υποχρεώσεις που απορρέουν για τα κράτη βάσει της Σύμβασης επεκτείνονται και σε αυτά τα άτομα επί του παρόντος εν ζωή, οι οποίοι, σε δεδομένη χρονική στιγμή, εμπίπτουν στη δικαιοδοσία ενός δεδομένου συμβαλλόμενου μέρους, είναι σαφές ότι οι μελλοντικές γενιές είναι πιθανό να φέρουν ένα όλο και πιο σοβαρό βάρος των συνεπειών του παρουσιάζουν αποτυχίες και παραλείψεις για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση της ιδιότητας του θύματος των μεμονωμένων αιτούντων, το δικαίωμα της αιτούσας ένωσης να υποβάλει υπόθεση σε δικαστήριο (locus standi) και η δυνατότητα εφαρμογής των άρθρων 2 και 8 της Σύμβασης.

Προκειμένου να διεκδικήσει την ιδιότητα του θύματος βάσει του άρθρου 34 της Σύμβασης στο πλαίσιο καταγγελιών σχετικά με την κλιματική αλλαγή, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι μεμονωμένοι αιτούντες πρέπει να αποδείξουν ότι  επηρεάζονται προσωπικά και άμεσα από την κυβερνητική δράση ή αδράνεια.  Αυτό εξαρτάται από δύο κλειδιά κριτήρια: (α) υψηλή ένταση έκθεσης του αιτούντος στις δυσμενείς επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και (β) επιτακτική ανάγκη να εξασφαλιστεί η ατομική προστασία του αιτούντος. Το Δικαστήριο τόνισε ότι το όριο για τον καθορισμό του καθεστώτος του θύματος σε περιπτώσεις κλιματικής αλλαγής είναι ιδιαίτερα υψηλό, και η Σύμβαση δεν αποδέχεται καταγγελίες  γενικού δημόσιου συμφέροντος (actio popularis). Έχοντας εξετάσει προσεκτικά τη φύση και το εύρος των καταγγελιών των μεμονωμένων αιτούντων και το υλικό που υποβλήθηκε από αυτούς, τον βαθμό πιθανότητας ή/και πιθανότητας των δυσμενών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στον χρόνο, τον συγκεκριμένο αντίκτυπο στη ζωή, την υγεία ή την ευημερία κάθε αιτούντος, το μέγεθος και τη διάρκεια των επιβλαβών επιπτώσεων, το εύρος του κινδύνου (τοπικό ή γενικό) και τη φύση του κινδύνου ευπάθειας, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι τέσσερις μεμονωμένοι αιτούντες δεν πληρούσαν την κατάσταση του θύματος σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 34 της Σύμβασης. Ως εκ τούτου, κήρυξε τις προσφυγές τους απαράδεκτες.

Όσον αφορά τη θέση των ενώσεων, το Δικαστήριο έκρινε ότι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της κλιματικής αλλαγής ως κοινή ανησυχία της ανθρωπότητας και την ανάγκη προώθησης της κατανομής των βαρών μεταξύ των γενεών κατέστησε σκόπιμο να ληφθεί υπόψη η προσφυγή σε νομικές ενέργειες από ενώσεις στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής. Ο αποκλεισμός των καταγγελιών γενικού δημοσίου συμφέροντος (actio popularis) στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ απαιτεί, ωστόσο, ότι, προκειμένου η αιτούσα ένωση να έχει το δικαίωμα να ενεργήσει για λογαριασμό ιδιωτών και να υποβάλει αίτηση λόγω της εικαζόμενης παράλειψης ενός κράτους να λάβει επαρκή μέτρα για την προστασία τους από τις βλαβερές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη ζωή τους και στην υγεία τους, πρέπει να συμμορφώνεται με ορισμένες προϋποθέσεις που περιγράφονται στην απόφαση. Το δικαίωμα ένωσης να ενεργεί για λογαριασμό των μελών της ή άλλων επηρεαζόμενων ατόμων εντός της δικαιοδοσίας δεν υπόκειται σε χωριστή απαίτηση από εκείνους για λογαριασμό των οποίων έχει εκδοθεί η υπόθεση, εφόσον  θα πληρούσαν οι ίδιοι τις απαιτήσεις κατάστασης θύματος για τα άτομα. Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η αιτούσα ένωση εκπλήρωσε τις προϋποθέσεις και τα σχετικά κριτήρια και είχε το αναγκαίο κύρος για να ενεργήσει για λογαριασμό των μελών της σε αυτή την περίπτωση. Επίσης

έκρινε ότι το άρθρο 8 είχε εφαρμογή στην καταγγελία της. Ενόψει της διαπίστωσής του ότι το άρθρο 8 εφαρμόζεται στην καταγγελία της αιτούσας ένωσης, το Δικαστήριο αποφάσισε να μην εξετάσει την υπόθεση από την οπτική γωνία του άρθρου 2. Σημείωσε ωστόσο ότι οι αρχές που αναπτύσσονται βάσει του εν λόγω άρθρου είναι, σε πολύ μεγάλο βαθμό, παρόμοια με εκείνα που αναπτύχθηκαν βάσει του άρθρου 8.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το άρθρο 8 της Σύμβασης περιλαμβάνει δικαίωμα των ιδιωτών στην αποτελεσματικότητα της προστασίας από τις κρατικές αρχές από τις σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη ζωή τους, στην υγεία, ευεξία και ποιότητα ζωής τους.  Στο πλαίσιο αυτό, το κύριο καθήκον ενός συμβαλλόμενου κράτους είναι να υιοθετεί και να εφαρμόζει στην πράξη, κανονισμούς και μέτρα ικανά να μετριάσουν τις υπάρχουσες και δυνητικά μη αναστρέψιμες, μελλοντικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Αυτή η υποχρέωση απορρέει από την αιτιώδη σχέση μεταξύ της κλιματικής αλλαγής και της απόλαυσης των δικαιωμάτων της Σύμβασης, και το γεγονός ότι το αντικείμενο και ο σκοπός της Σύμβασης, ως  μέσο για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, απαιτεί να ερμηνεύονται οι διατάξεις της και να  εφαρμόζονται έτσι ώστε να διασφαλίζονται πρακτικά και αποτελεσματικά δικαιώματα. Το Δικαστήριο τόνισε ότι είναι μόνο αρμόδιο για την ερμηνεία των διατάξεων της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων της. Ωστόσο, σημείωσε ότι ευθυγραμμίζεται με τις διεθνείς δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει τα κράτη μέλη, κυρίως στο πλαίσιο της Σύμβασης Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (UNFCCC) και τη Συμφωνία των Παρισίων του 2015 και υπό το φως των συναρπαστικών επιστημονικών συμβουλών που παρέχονται, ειδικότερα, από την

Διακυβερνητική Ομάδα για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), τα κράτη πρέπει να λάβουν τα μέτρα που στοχεύουν στην αποτροπή αύξησης των συγκεντρώσεων GHG στη Γη και την αποτροπή της αύξησης της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας πέρα από τα επίπεδα που μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές και μη αναστρέψιμες δυσμενείς επιπτώσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα σύμφωνα με το άρθρο 8. Ο αποτελεσματικός σεβασμός αυτών των δικαιωμάτων απαιτεί από τα κράτη να λάβουν μέτρα για τη μείωση των επιπέδων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, με σκοπό την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας, καταρχήν εντός των επόμενων τριών δεκαετιών. Από αυτή την άποψη, τα κράτη πρέπει να θέσουν σε εφαρμογή σχετικούς στόχους και χρονοδιαγράμματα, τα οποία πρέπει να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εγχώριου ρυθμιστικού πλαισίου, ως βάση για μέτρα μετριασμού. Όσον αφορά την καταγγελία της αιτούσας ένωσης σε σχέση με την Ελβετία, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρχαν κρίσιμα κενά στη διαδικασία θέσπισης του σχετικού εθνικού ρυθμιστικού πλαισίου, συμπεριλαμβανομένης της αποτυχίας των ελβετικών αρχών να ποσοτικοποιήσουν, μέσω προϋπολογισμού άνθρακα ή εθνικών στόχων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου (GHG). Επιπλέον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η Ελβετία είχε αποτύχει στο παρελθόν να επιτύχει τους προηγούμενους στόχους μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Οι ελβετικές αρχές δεν είχαν ενεργήσει έγκαιρα και με τον κατάλληλο τρόπο για να επινοήσουν και να εφαρμόσουν τη σχετική νομοθεσία και τα μέτρα σύμφωνα με τις θετικές υποχρεώσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 8 της Συνθήκης, οι οποίες ήταν συναφείς στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής. Ως εκ τούτου, η Ελβετική Συνομοσπονδία είχε υπερβεί τη διακριτική της ευχέρεια («περιθώριο εκτίμησης») και παρέλειψε να συμμορφωθεί με τα καθήκοντά της ως προς αυτό. Ως εκ τούτου, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 6 παρ. 1 της Σύμβασης εφαρμόζεται στην καταγγελία της αιτούσας ένωσης, στο μέτρο που αφορούσε την αποτελεσματική εφαρμογή των μέτρων μετριασμού σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, επαναλαμβάνοντας την ιδιαίτερη σημασία της συλλογικής δράσης στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής.  Ο αιτών σύλλογος είχε την ιδιότητα του θύματος σύμφωνα με αυτή τη διάταξη, ενώ, για λόγους παρόμοιους με εκείνους της αξιολόγησης βάσει του άρθρου 8, οι μεμονωμένοι αιτούντες δεν είχαν αυτή την ιδιότητα. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων είχαν επιδιώξει να διακρίνουν το ζήτημα της ατομικής προστασίας από καταγγελίες γενικού δημόσιου συμφέροντος (actio popularis), όπως ότι μόνο η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων ήταν εγγυημένη σύμφωνα με το άρθρο 25α του ομοσπονδιακού νόμου για τη διοικητική διαδικασία. Ωστόσο, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η απόρριψη της νομικής αγωγής της αιτούσας ένωσης, πρώτα από μια διοικητική αρχή, την DETEC, και στη συνέχεια από τα εθνικά δικαστήρια σε δύο επίπεδα δικαιοδοσίας, ισοδυναμούσε με παρέμβαση στο δικαίωμα πρόσβασής τους σε δικαστήριο. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν παράσχει πειστικούς λόγους και κατάφεραν να δεχτούν λαμβάνοντας υπόψη τα επιτακτικά επιστημονικά στοιχεία σχετικά με την κλιματική αλλαγή και δεν είχε λάβει τα σοβαρά παράπονα του συλλόγου. Καθώς δεν υπήρχαν περαιτέρω νομικοί δρόμοι ή διασφαλίσεις στη διάθεση της αιτούσας ένωσης, ή μεμονωμένων αιτούντων/μελών της ένωσης, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της Σύμβασης.

Το Δικαστήριο έκρινε απαραίτητο να τονίσει τον βασικό ρόλο που διαδραματίζουν τα εθνικά δικαστήρια στην κλιματική αλλαγή και τόνισε τη σημασία της πρόσβασης στη δικαιοσύνη σε αυτόν τον τομέα. Επιπλέον, δεδομένου των αρχών ης κοινής ευθύνης και της επικουρικότητας, εναπόκειτο κυρίως στις εθνικές αρχές, μεταξύ των οποίων τα δικαστήρια, για να εξασφαλίσουν την τήρηση των υποχρεώσεων της Σύμβασης.

 

αγ) Carême κατά Γαλλίας (αρ. 7189/21)

Αυτή η υπόθεση αφορά μια καταγγελία από έναν κάτοικο και πρώην δήμαρχο του δήμου Grande-Synthe, ο οποίος υποστηρίζει ότι η Γαλλία δεν έχει λάβει επαρκή μέτρα για να αποτρέψει την κλιματική αλλαγή και ότι αυτή η αποτυχία συνεπάγεται παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2 της Σύμβασης) και το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 της Σύμβασης). Η αίτηση κατατέθηκε στο Δικαστήριο στις 28 Ιανουαρίου 2021. Το Τμήμα στο οποίο είχε ανατεθεί η υπόθεση παραιτήθηκε από τη δικαιοδοσία του υπέρ του Τμήματος Μείζονος Συνθέσεως στις 31 Μαΐου 2022[47].

Το Δικαστήριο έκρινε απαράδεκτη την αίτηση, με την αιτιολογία ότι ο αιτών δεν είχε την ιδιότητα του θύματος κατά την έννοια του άρθρου 34 της Σύμβασης.

Συμπεραίνεται ευκόλως ότι η νομολογία του ΕΔΔΑ για ζητήματα κλιματικής αλλαγής τελεί υπό σαφή ωρίμαση. Η κλιματική αλλαγή θίγει δικαιώματα των προσφευγόντων, όπως η ζωή, η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή κλπ.[48] Οι αρνητικές επιπτώσεις που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή υπόκεινται σε εκθετική αύξηση ανάλογα με τον βαθμό της κλιματικής αλλαγής που τελικά λαμβάνει χώρα. Το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι μηχανισμοί ανθρωπίνων δικαιωμάτων (οι ειδικές διαδικασίες, τα όργανα της Συνθήκης για τα ανθρώπινα δικαιώματα και η Παγκόσμια Περιοδική Αναθεώρηση) και το Γραφείο της Ύπατης Αρμοστείας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα προσπάθησαν να επιστήσουν εκ νέου την προσοχή στα ανθρώπινα δικαιώματα και την κλιματική αλλαγή μέσω σειράς ψηφισμάτων, εκθέσεων και δραστηριοτήτων σχετικά με το θέμα, και υποστηρίζοντας μια προσέγγιση βασισμένη στα ανθρώπινα δικαιώματα για την κλιματική αλλαγή, η οποία διέπεται από ολιστικό πνεύμα, με τη θεώρηση του πλανήτη ως ενιαίου συστήματος[49]. Το προοίμιο της Συμφωνίας των Παρισίων στη Σύμβαση-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή καθιστά σαφές ότι όλα τα κράτη «θα πρέπει, όταν αναλαμβάνουν δράση για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, να σέβονται, να προωθούν και να λαμβάνουν υπόψη τις αντίστοιχες υποχρεώσεις τους για τα ανθρώπινα δικαιώματα». Όπως τόνισε το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, είναι ζωτικής σημασίας να εφαρμοστεί μια προσέγγιση βασισμένη στα ανθρώπινα δικαιώματα για τη διαμόρφωση και υλοποίηση παγκόσμιων πολιτικών και μέτρων που έχουν σχεδιαστεί για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής[50].

Όπως υποστηρίζει ο A. Giddens, δεν διαθέτουμε ακόμα μια ενδελεχή ανάλυση για τις πολιτικές καινοτομίες των κρατών για τον περιορισμό της υπερθέρμανσης, στη βάση και της ενίσχυσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Καταρχάς, εκκινεί από τη σκέψη πως και η έννοια του «κράτους» περιλαμβάνει πολλαπλά επίπεδα διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των πόλεων, των περιφερειών και των τοπικών κυβερνήσεων (π.χ. στις ΗΠΑ). Η έννοια του «προοπτικού σχεδιασμού» έχει ενταχθεί στη σκέψη του, καθώς και η ιδέα του «διασφαλίζοντος κράτους»[51]. Ωστόσο, όλα τα σενάρια αναγκαστικά λαμβάνουν υπόψη την αβεβαιότητα και το ρίσκο.

Οι έννοιες «οικολογική σοφία», «κοινωνική δικαιοσύνη», «συμμετοχική δημοκρατία», «βιωσιμότητα», «σεβασμός στην ποικιλότητα» έχουν ανάγκη από σαφή εξειδίκευση στο πεδίο της κλιματικής αλλαγής. Έτσι, η περιβαλλοντική βιωσιμότητα εξειδικεύεται επί τη βάσει πέντε στοιχείων: της κατάστασης οικολογικών συστημάτων, των πιέσεων των στοιχείων, της επίδρασης αυτής της σύγκρουσης στην ανθρώπινη κοινωνία και της ικανότητας ανάπτυξης διαχειριστικών μηχανισμών των παγκόσμιων δημόσιων αγαθών. Η κλιματική αλλαγή μπορεί να ιδωθεί ως «πολιτικό συμβόλαιο», που απαιτεί, όμως, τη γενίκευση σε όλα τα κράτη για να ευδοκιμήσει.

Αλλά ανεξαρτήτως της διεθνούς πολιτικής, εξίσου σημαίνουσα αναδεικνύεται και η εγχώρια πολιτική, με την υιοθέτηση μιας προσέγγισης ερειδόμενης στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Τα βασικά χαρακτηριστικά μιας προσέγγισης που βασίζεται στα ανθρώπινα δικαιώματα και που κατά την παρούσα πρόταση μπορούν να υιοθετηθούν και από το ΕΔΔΑ είναι ότι, καθώς διαμορφώνονται πολιτικές και προγράμματα, ο κύριος στόχος πρέπει να είναι η εκπλήρωση του περιεχομένου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ώστε όλοι να τα απολαμβάνουν. Τούτο προϋποθέτει τη διέλευση από τα κάτωθι στάδια:

  1. Πρέπει να προσδιοριστούν οι φορείς δικαιωμάτων και τα κατ’ ιδίαν δικαιώματά τους, καθώς και οι αντίστοιχοι υπεύθυνοι και οι υποχρεώσεις τους, προκειμένου να βρεθούν τρόποι ενίσχυσης των ικανοτήτων των κατόχων δικαιωμάτων να υποβάλουν τις αξιώσεις τους και των δικαιούχων να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Αντιστρόφως, πρέπει να προσδιοριστούν και οι φορείς υποχρεώσεων[52].
  2. Οι αρχές και τα πρότυπα που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων – ιδίως η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και οι βασικές παγκόσμιες συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα, θα πρέπει να καθοδηγούν όλες τις πολιτικές και τον προγραμματισμό σε όλες τις φάσεις της διαδικασίας.
  3. Τα επιμέρους λαμβανόμενα και υλοποιούμενα μέτρα μετριασμού της κλιματικής αλλαγής πρέπει να συμμορφώνονται με τις αρχές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων[53].
  4. Εγκυμονούνται ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν σχετικά με τον βαθμό στον οποίο η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή αποτελεί η ίδια παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων[54].
  5. Είναι πλέον γενικά αποδεκτό ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα επιβάλλουν την υποχρέωση στα κράτη όχι μόνο να σέβονται αυτά τα δικαιώματα αλλά και να τα προστατεύουν και να τα εκπληρώνουν, παρέχοντας έναν υψηλό βαθμό περιβαλλοντικής προστασίας[55]. Για να παραβιαστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν είναι απαραίτητο το ίδιο το κράτος να παρεμβαίνει στα δικαιώματα των ανθρώπων μέσω των δικών του ενεργειών: καταρχήν, μια παραβίαση μπορεί επίσης να συμβεί, εάν το κράτος δεν εκπληρώσει το καθήκον του να προστατεύσει τους ανθρώπους από παραβιάσεις τρίτων. Οι Κατευθυντήριες Αρχές του ΟΗΕ για τις Επιχειρήσεις και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα επιβεβαιώνουν ότι τα κράτη έχουν καθήκον να προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα από απειλές από οικονομικούς παράγοντες, ενώ οι οικονομικοί φορείς (ιδιωτικοί φορείς) έχουν καθήκον να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα[56]. Επιπλέον, ενδέχεται να γεννάται δικαίωμα αποζημίωσης, εάν τα ανθρώπινα δικαιώματα παραβιάζονται από τις ενέργειες των οικονομικών παραγόντων, πάντοτε με την κατάφαση της ζημίας και του απαιτούμενου αιτιώδους συνδέσμου.
  6. Η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής σε διεθνές επίπεδο με μέσα του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς διπλωματίας δεν απαλλάσσει το κράτος από τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει ατομικά, ιδωμένο ως μονάδα[57].
  7. Τα δικαιώματα στο δίκαιο της κλιματικής αλλαγής αποκτούν μία διαχρονική, διαγενεακή διάσταση, η οποία είναι αυξημένη σε σχέση με το κλασικό συνταγματικό δίκαιο των θεμελιωδών ελευθεριών.

 

 

5) Βιομηχανικές εκπομπές και υγεία

aa) Smaltini κατά Ιταλίας, 24.3.2015

Αυτή η υπόθεση αφορούσε την επίδραση της περιβαλλοντικής όχλησης, που προκλήθηκε από τη δραστηριότητα ενός χαλυβουργείου, στην υγεία της πρώτης προσφεύγουσας, που πέθανε από λευχαιμία. Ο σύζυγός της και τα παιδιά της, που συνέχισαν τη διαδικασία, ισχυρίστηκαν ιδίως ότι είχε αποδειχθεί η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των επιβλαβών εκπομπών από το φυτό και της ανάπτυξης του καρκίνου της.

Το Δικαστήριο έκρινε την προσφυγή απαράδεκτη ως προδήλως αβάσιμη. Εξετάζοντας την καταγγελία της πρώτης προσφεύγουσας σύμφωνα με τη διαδικαστική πτυχή του άρθρου 2 της Σύμβασης, το Δικαστήριο έκρινε ειδικότερα ότι είχε το όφελος της κατ’ αντιμωλία διαδικασίας κατά τη διάρκεια της οποίας είχαν διεξαχθεί έρευνες κατόπιν αιτήματός της. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η πρώτη προσφεύγουσα δεν είχε αποδείξει ότι, υπό το φως των επιστημονικών δεδομένων που ήταν διαθέσιμα τη στιγμή των γεγονότων, υπήρξε παραβίαση της διαδικαστικής πτυχής του δικαιώματός της στη ζωή[58]. Και στην παρούσα υπόθεση, η κατάφαση της εφαρμογής αρχής της προφύλαξης γίνεται υπό αυστηρότατους όρους.

 

αβ) Locascia και άλλοι κατά Ιταλίας (αρ. 35648/10)

Η αίτηση κοινοποιήθηκε στην ιταλική κυβέρνηση στις 5 Μαρτίου 2013.  «Δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και της κατοικίας (Άρθρο 8 της Σύμβασης)»[59].

6) Φυσικές καταστροφές

Ο «κίνδυνος» έχει οριστεί φιλοσοφικά, κοινωνιολογικά, επιστημονικά. Έχει ενίοτε συνδεθεί με την κακοτυχία, το μοιραίο, ένα γεγονός εξωτερικό και απρόβλεπτο[60]. Ορθότερη για την εδώ υιοθετούμενη προσέγγιση είναι η αντικειμενική δυνατότητα του κινδύνου ως πιθανότητας επέλευσης μιας φυσικής βλάβης, δηλαδή τελικά τα πρωτεία να κατέχει η επιστήμη[61]. Ο κίνδυνος αποκτά έτσι μετρήσιμα χαρακτηριστικά. Συνδέεται δε τόσο με την αρχή της πρόληψης όσο και με την αρχή της προφύλαξης.

Η έννοια του κινδύνου προσεγγίζεται από το ρεύμα του ρεαλισμού, το οποίο τον ορίζει ως πιθανότητα επέλευσης φυσικής βλάβης χωρίς να ενδιαφέρει το κοινωνικό στοιχείο[62], ενώ στο ρεύμα του κονστρουκτιβισμού ο κίνδυνος αποτελεί κοινωνικό κατασκεύασμα, ως αξιακή προβολή πάνω σε ορισμένα γεγονότα ή πρακτικές[63].

Κατά τον N. Luhmann, διακρίνεται ο κίνδυνος (risk) από την πηγή κινδύνου (danger). Στην πρώτη περίπτωση, η δυνάμει απώλεια μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι η συνέπεια μιας απόφασης[64], ενώ στη δεύτερη αποδίδεται στο περιβάλλον[65].

Το πρώτο ζήτημα σχετίζεται με το «κατώφλι» του κινδύνου. Έχει υποστηριχθεί ότι βασικό εργαλείο για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών κινδύνων είναι η ανάλυση κόστους – οφέλους, όμως αυτή η άποψη δεν φαίνεται ορθή, διότι ενέχει αξεπέραστα εγγενή προβλήματα καθώς η ζωή, η υγεία και το περιβάλλον δεν αποτιμώνται χρηματικά[66]. Στο θεωρητικό αυτό πλαίσιο, η θεωρία της ορθολογικής επιλογής εξηγεί τον κίνδυνο με την έννοια της αντιμετώπισής του κατά τρόπο που να μεγιστοποιεί την ανθρώπινη ωφέλεια[67], ενώ τονίζει ότι ο άνθρωπος βασίζεται και στις ίδιες συνθήκες του παρελθόντος που αποτελούν οδοδείκτη του[68]. Άλλες θεωρίες, όπως η θεωρία της προσδοκίας εστιάζει στους ψυχολογικούς μηχανισμούς που ενεργοποιούνται στα άτομα για την αντίληψη του κινδύνου, ιδίως στο σύνδρομο του «κεκτημένου»[69], ενώ άλλες θεωρίες τονίζουν τη σημασία της πολιτισμικής γνώσης (βάσει της γνωστικής ψυχολογίας)[70]. Πάντως, η διακινδύνευση καθίσταται αντικείμενο πολιτικής διαχείρισης.

Η «κανονιστική επιστήμη» αποτελεί είδος εφαρμοσμένης επιστήμης και συνιστά βασική παράμετρο των ρυθμίσεων σχετικά με τους κινδύνους για το περιβάλλον. Χρησιμοποιεί δε αποδεικτικά μέσα, όπως εμπειρογνωμοσύνες, μετρήσεις κλπ. στο δίκαιο του περιβάλλοντος, το οποίο αποτελεί «δίκαιο ανοιχτού πλαισίου» και προσέδωσε πλούσιο κανονιστικό περιεχόμενο στην έννοια του περιβαλλοντικού κινδύνου[71]. Αξιοποιεί, όμως, όχι οποιαδήποτε έννοια του κινδύνου, αλλά τον «αποδεκτό κίνδυνο»[72] που ταυτίζεται με την αρχή της υψηλού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος που συναντάται στο ενωσιακό δίκαιο περιβάλλοντος. Πάντως και αυτός ο κίνδυνος δεν ορίζεται κατ’ ακρίβεια, μόνο δε κατά προσέγγιση. Άλλη διάσταση που διαδραματίζει καίριο ρόλο στο δίκαιο του περιβάλλοντος είναι η σύλληψη του κινδύνου ως «ζημίας», η οποία για να αποδοθεί, πρέπει να συντρέξουν σωρευτικά το ποσοτικό και το ποιοτικό κριτήριο, αφού ο κίνδυνος αποτελεί επί της ουσίας μια προβολή αυτού που ήδη γνωρίζουμε στο μέλλον[73].

Το Δίκαιο του Περιβάλλοντος εμφανίζεται συχνά καθοδηγούμενο από την επιστήμη, στερώντας του όμως έτσι σε κάποιον βαθμό τον ρόλο του ως διαμεσολαβητή των σχέσεων ανθρώπου και φύσης, αφού καθίσταται έρμαιο και υποχείριο των ισχυρών επιστημονικών δικτύων της «οικο-εξουσίας»[74]. Κατά τον F. Ost, «το δίκαιο οφείλει να πάψει να είναι παρακολούθημα της τεχνο-επιστημονικής νόρμας (…) και δεν θα επιτελεί (έτσι) τον κοινωνικό του ρόλο, παρά μόνο στον βαθμό που θα επιβάλλει τις δικές του έννοιες»[75]. Για τον λόγο αυτό, δεν προτείνεται η πλήρης αντιστροφή του βάρους απόδειξης, αλλά μόνο η έμφαση στα κριτήρια της απόδειξης και στο περιεχόμενό της[76]. Η «διακινδύνευση» δεν είναι ο κίνδυνος και η απώλεια των συνηθειών, αλλά ανακύπτει κατά την προσπάθεια αποφυγής της καταστροφής και ενέχει ρίσκα. Σε αυτή ενυπάρχει πλήρης υπέρβαση των ήδη γνωστών συνθηκών διαβίωσης και συνεπώς δεν είναι υπολογίσιμη. Στη διακινδύνευση υπάρχει μία σύγκρουση πολιτισμών, ώστε γίνεται λόγος για «συγκρουσιακή πλουραλιστικοποίηση (sic) και πολλαπλότητα ορισμών των διακινδυνεύσεων του πολιτισμού»[77].

Μετά τις αρχικές σκέψεις αυτές και πάντοτε εν συνδυασμώ με όσα προηγήθηκαν πρέπει να τονιστεί πως οι φυσικές καταστροφές απασχόλησαν το ΕΔΔΑ, σε σχέση ιδίως με το δικαίωμα στη ζωή των προσφευγόντων. Η νομολογία του τελευταίου ανέπτυξε συγκεκριμένα κριτήρια για την κατάφαση της παραβίαση των σχετικών δικαιωμάτων, εν σχέσει με τη συμπεριφορά του κράτους απέναντι στις φυσικές καταστροφές, τους κινδύνους και τη διακινδύνευση από αυτές.

Ειδικότερα:

 

αα) Murillo Saldias and Others κατά Ισπανίας, 28.11.2006

Οι προσφεύγοντες ήταν επιζώντες της καταστροφής που έπληξε το κάμπινγκ Biescas (Ισπανικά Πυρηναία) τον Αύγουστο του 1996 όταν 87 άνθρωποι σκοτώθηκαν σε σοβαρές πλημμύρες μετά από καταρρακτώδη βροχή. Ο πρώτος προσφεύγων έχασε τους γονείς, τον αδερφό και την αδελφή του στην καταστροφή, ενώ οι άλλοι προσφεύγοντες τραυματίστηκαν όλοι. Οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν ιδίως ότι η Ισπανία δεν είχε λάβει όλα τα προληπτικά μέτρα που ήταν απαραίτητα για την προστασία των επισκεπτών του κάμπινγκ Biescas. Ισχυρίστηκαν ότι οι αρχές είχαν χορηγήσει άδεια χρήσης της γης ως κάμπινγκ, παρά το γεγονός ότι γνώριζαν τους πιθανούς κινδύνους. Το Δικαστήριο έκρινε την προσφυγή απαράδεκτη.

Σημειώνοντας ότι, τον Δεκέμβριο του 2005, η Audiencia Nacional είχε επιδικάσει στον πρώτο προσφεύγοντα αποζημίωση σε ποσό που δεν μπορούσε να θεωρηθεί παράλογο και πιθανότατα θα επιβεβαιωνόταν ή ακόμη και θα αυξανόταν από το Ανώτατο Δικαστήριο όταν εξέταζε την προσφυγή του προσφεύγοντος επί νομικών ζητημάτων, θεώρησε ότι, μετά την απόφαση της Audiencia Nacional, δεν μπορούσε πλέον να ισχυριστεί ότι είναι θύμα παραβίασης των δικαιωμάτων που ορίζονται στη Σύμβαση κατά την έννοια του άρθρου 34 (δικαίωμα ατομικής αναφοράς). Όσον αφορά τους υπόλοιπους προσφεύγοντες, απλώς είχαν συμμετάσχει στην ποινική διαδικασία ως πολιτικοί ενάγοντες και είχαν αρνηθεί να ασκήσουν διοικητική διαδικασία κατά των αρχών προτού υποβάλουν την αίτησή τους στο Δικαστήριο. Συνεπώς, δεν είχαν εξαντλήσει τα εγχώρια ένδικα μέσα[78]. Η υπόθεση αυτή εξαίρει τη σημαντικότητα της προηγούμενης διοικητικής (και ακολούθως δικαστικής) διαδικασίας, πριν την υποβολή της προσφυγής στο ΕΔΔΑ.

 

αβ) Budayeva και άλλοι κατά Ρωσίας, 20.3.2008

Τον Ιούλιο του 2000, η πόλη Tyrnauz, που βρίσκεται στην ορεινή περιοχή δίπλα στο όρος Elbrus στη Δημοκρατία της Kabardino-Balkariya (Ρωσία), καταστράφηκε από κατολίσθηση λάσπης. Οκτώ άνθρωποι σκοτώθηκαν, συμπεριλαμβανομένου του συζύγου του πρώτου προσφεύγοντος. Ως αποτέλεσμα της καταστροφής, οι προσφεύγοντες υπέστησαν τραυματισμούς και ψυχολογικά τραύματα και έχασαν τα σπίτια τους. Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ειδικότερα ότι οι ρωσικές αρχές δεν κατάφεραν να μετριάσουν τις συνέπειες της κατολίσθησης λάσπης και να διεξαγάγουν δικαστική έρευνα για την καταστροφή.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 2 της Σύμβασης στο πλαίσιο του ουσιαστικού του σκέλους, λόγω της αποτυχίας των ρωσικών αρχών να προστατεύσουν τη ζωή του συζύγου του πρώτου προσφεύγοντος και, των προσφευγόντων και των κατοίκων του Tyrnauz από κατολισθήσεις λάσπης που κατέστρεψαν την πόλη τους τον Ιούλιο του 2000. Πράγματι, δεν υπήρχε καμία δικαιολογία για την αποτυχία των αρχών να εφαρμόσουν πολιτικές χωροταξίας και έκτακτης βοήθειας στην επικίνδυνη περιοχή του Tyrnauz σχετικά με τον προβλέψιμο κίνδυνο για τις ζωές των κατοίκων της (θετικά μέτρα). Το Δικαστήριο έκρινε, επίσης, ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 2 της Σύμβασης στο πλαίσιο του διαδικαστικού του σκέλους, λόγω της έλλειψης επαρκούς δικαστικής έρευνας για την καταστροφή. Το ζήτημα της ευθύνης της Ρωσίας για το ατύχημα στο Tyrnauz δεν είχε πράγματι ποτέ διερευνηθεί ή εξεταστεί από καμία δικαστική ή διοικητική αρχή[79].

 

αγ) Kolyadenko and Others κατά Ρωσίας, 28.2.2012

Αυτή η υπόθεση ξεκίνησε σε έξι αιτήσεις κατά της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Οι αιτούντες ήταν Ρώσοι υπήκοοι που ζούσαν στο Βλαδιβοστόκ κοντά σε μια δεξαμενή ποταμού και ήταν όλοι θύματα μιας ξαφνικής πλημμύρας που σημειώθηκε το 2001. Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχαν παραβιάσεις: του άρθρου 2 (δικαίωμα στη ζωή) λόγω της αποτυχίας του κράτους να προστατεύσει το δικαίωμα του πρώτου, του τρίτου και του έκτου προσφεύγοντα στη ζωή και λόγω της έλλειψης επαρκούς δικαστικής απάντησης, του άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και του σπιτιού) και του άρθρου 1, Πρωτόκολλο Αρ. 1 (προστασία περιουσίας).

Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αρχές δεν είχαν θεσπίσει (κατάλληλα) νομοθετικά και διοικητικά πλαίσια για την ορθή αξιολόγηση των κινδύνων. Δεν υπήρχε σύστημα εποπτείας που να διασφαλίζει επαρκή προστασία του πληθυσμού που ζούσε στην περιοχή. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι αρχές παρέμειναν ανενεργές ακόμη και μετά την πλημμύρα της 7ης Αυγούστου 2001 και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση δεν είχε εκπληρώσει τη θετική της υποχρέωση να προστατεύσει τις ζωές αυτών των ατόμων. Σε σχέση με τις διαδικαστικές πτυχές του άρθρου 2, το Δικαστήριο έκρινε ότι το δικαστικό σύστημα πρέπει να προβλέπει μια ανεξάρτητη και επίσημη έρευνα που να ικανοποιεί ένα συγκεκριμένο πρότυπο αποτελεσματικότητας. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι αρχές «πρέπει να ενεργούν με υποδειγματική επιμέλεια και ταχύτητα». Σε σχέση με το άρθρο 8, το Δικαστήριο έκρινε ότι διαπιστώθηκε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αμέλειας του κράτους και των ζωών που κινδύνευσαν και συνεπώς της ζημίας που προκλήθηκε στις περιουσίες. Οι αρχές δεν είχαν κάνει ό,τι όφειλαν για να προστατεύσουν τους αιτούντες σύμφωνα με το άρθρο 8. Το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε, όμως, παραβίαση του άρθρου 13[80].

 

αδ) Viviani και άλλοι κατά Ιταλίας, 24.3.2015

Αυτή η υπόθεση αφορούσε τους κινδύνους που συνδέονται με μια πιθανή έκρηξη του Βεζούβιου και τα μέτρα που έλαβαν οι αρχές για την καταπολέμηση αυτών των κινδύνων. Οι προσφεύγοντες, που ζουν σε διάφορους δήμους που βρίσκονται κοντά στο ηφαίστειο, ισχυρίστηκαν ότι η κυβέρνηση, παραλείποντας να θέσει σε εφαρμογή ένα κατάλληλο ρυθμιστικό και διοικητικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση των κινδύνων, απέτυχε στην υποχρέωσή της να προστατεύσει το δικαίωμά τους στη ζωή. Παραπονέθηκαν επίσης ότι η έλλειψη επαρκών πληροφοριών σχετικά με τους κινδύνους που αντιμετώπιζαν παραβίαζε το δικαίωμά τους στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής τους ζωής.

Το Δικαστήριο έκρινε την αίτηση απαράδεκτη λόγω μη εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων, σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ. 1 (κριτήρια παραδεκτού) της Σύμβασης. Σημείωσε ειδικότερα ότι οι προσφεύγοντες είχαν στη διάθεσή τους πολλά εσωτερικά ένδικα μέσα τα οποία δεν είχαν εξαντλήσει, ιδίως ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων ή με τη μορφή ομαδικής αγωγής. Ωστόσο, απλώς υποστήριξαν ότι τα επίμαχα ένδικα μέσα ήταν αναποτελεσματικά[81].

 

αε) Özel και άλλοι κατά Τουρκίας, 17.11.2015

Αυτή η υπόθεση αφορούσε τους θανάτους των μελών της οικογένειας των προσφευγόντων, τα οποία θάφτηκαν ζωντανά κάτω από κτήρια που κατέρρευσαν στην πόλη Çınarcık – που βρίσκεται σε μια περιοχή ταξινομημένη ως «ζώνη μείζονος κινδύνου» στον χάρτη της σεισμικής δραστηριότητας – σε σεισμό στις 17 Αυγούστου 1999, ένας από τους πιο θανατηφόρους σεισμούς που έχουν καταγραφεί ποτέ στην Τουρκία. Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 2 της Σύμβασης στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του, διαπιστώνοντας ιδίως ότι οι τουρκικές αρχές δεν ενήργησαν έγκαιρα για τον προσδιορισμό των ευθυνών και των συνθηκών της κατάρρευσης των κτηρίων που προκάλεσαν τους θανάτους. Πράγματι, η σημασία του χαρακτηρισμού της ζώνης ως τέτοιας θα έπρεπε να είχε κάνει τις αρχές να την αντιμετωπίσουν εγκαίρως για να προσδιορίσουν τις ευθύνες και τις συνθήκες υπό τις οποίες κατέρρευσαν τα κτήρια, και έτσι να αποφευχθεί οποιαδήποτε εμφάνιση ανοχής σε παράνομες πράξεις ή, έτι περαιτέρω, συμπαιγνία σε τέτοιες πράξεις[82].

Εκ των ως άνω αποφάσεων, συνάγεται πως στις περισσότερες περιπτώσεις φυσικών καταστροφών, η καταφασκόμενη διακριτική ευχέρεια του κράτους είναι ευρύτερη, ως προς το περιθώριο εκτίμησης των αναγκαίων ληπτέων μέτρων, ενόψει του απρόβλεπτου χαρακτήρα τους.

 

7) Πετρελαϊκές δραστηριότητες

αα) Greenpeace Nordic and Others κατά Νορβηγίας (αρ. 34068/21)

Αυτή η υπόθεση ήταν η τέταρτη υπόθεση για την κλιματική αλλαγή που παραπέμφθηκε στο ΕΔΔΑ. Την έφεραν έξι νεαροί Νορβηγοί ακτιβιστές για το κλίμα, ηλικίας μεταξύ 20 και 27 ετών, μαζί με δύο οργανώσεις, που ισχυρίζονται ότι η ζωή, η υγεία και η ευημερία των μελών τους επηρεάζονται άμεσα από την κλιμακούμενη κλιματική κρίση. Οι έξι μεμονωμένοι αιτούντες ισχυρίζονται επίσης ότι, ως νέοι, πλήττονται δυσανάλογα από την κλιματική κρίση. Η αίτηση αφορά την απόφαση του νορβηγικού κράτους να χορηγήσει άδεια για συνεχιζόμενες έρευνες για πετρέλαιο και φυσικό αέριο σε νέες περιοχές της Αρκτικής (Θάλασσα του Μπάρεντς) και την πρόθεσή του να διαθέσει νέα ορυκτά καύσιμα στην αγορά μετά το 2035. Οι αιτούντες υποστηρίζουν ότι η καλύτερη διαθέσιμη επιστήμη δείχνει ότι οι εκπομπές από τα γνωστά αποθέματα ορυκτών καυσίμων θα υπερβούν ήδη τον προϋπολογισμό άνθρακα που παραμένει, δεδομένου του στόχου θερμοκρασίας 1,5°C που ορίστηκε στη Συμφωνία των Παρισίων.

Επικαλούμενοι τη σοβαρότητα και τον επείγοντα χαρακτήρα της κλιματικής κρίσης, οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι το εναγόμενο κράτος παρέλειψε να λάβει τα προληπτικά μέτρα πρόληψης και προστασίας που απαιτούνται σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 8 ΕΣΔΑ (δικαίωμα στη ζωή και δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, αντίστοιχα). Επικαλούνται, επίσης, παραβίαση της απαγόρευσης των διακρίσεων στο άρθρο 14 της ΕΣΔΑ κατά τη διάρκεια της εσωτερικής δικαστικής διαδικασίας, καθώς και παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο κατά το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ. Σημειώνεται ότι το άρθρο 13 αποτελεί αυτόνομο διαδικαστικό δικαίωμα και η επίκλησή του θα γίνεται εν συνδυασμώ με τα υπόλοιπα δικαιώματα της ΕΣΔΑ. Πρέπει να παρέχονται οι κατάλληλες διαδικαστικές εγγυήσεις για την εξέταση των ισχυρισμών του προσφεύγοντος (βλ. υποθέσεις Hatton, Oneryildiz). Το άρθρο 13 περιλαμβάνει μόνο την παθητική ενημέρωση, εν αντιθέσει με τη Σύμβαση Aarhus που εμπεριέχει και την ενεργητική.

Οι αιτούντες ζήτησαν την εφαρμογή της πολιτικής προτεραιότητας του Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 41 του Κανονισμού του Δικαστηρίου. Σχετικά με το καθεστώς του θύματος, οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι η αδειοδότηση εξόρυξης ορυκτών καυσίμων είναι πολύ περίπλοκη για άτομα και νέους για να την αμφισβητήσουν μόνοι τους. Οι εν λόγω οργανισμοί όχι μόνο είναι πιο κατάλληλοι για να αμφισβητήσουν τέτοιες αποφάσεις, αλλά ισχυρίζονται επίσης ότι εκπροσωπούν τις μελλοντικές γενιές.

Οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι τα άρθρα 2 και 8 έχουν παραβιαστεί λόγω της παρουσίας πραγματικού, άμεσου και σοβαρού κινδύνου για τα δικαιώματα αυτά, για τα οποία το κράτος είχε πραγματική ή υποθετική γνώση και για τον οποίο δεν έλαβε εύλογα και κατάλληλα προληπτικά μέτρα. Επικαλούνται την αρχή της πρόληψης και υποστηρίζουν ότι το κράτος πρέπει να υιοθετήσει ένα νομοθετικό και διοικητικό πλαίσιο σχεδιασμένο να παρέχει αποτελεσματική αποτροπή έναντι των απειλών κατά του δικαιώματος στη ζωή. Υποστηρίζουν ότι ένα άνισο βάρος έχει επιβαρυνθεί στις νεότερες γενιές και σε εκείνες που δεν έχουν γεννηθεί. Οι αιτούντες υποστηρίζουν ότι οι απειλές κατά των δικαιωμάτων τους συνεχίζονται, καθώς η αύξηση της θερμοκρασίας δεν μπορεί να αντιστραφεί και οι αρχές πρέπει να δράσουν αμέσως για να αποτρέψουν τις εν λόγω ζημιές.

Σύμφωνα με το άρθρο 13, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι τα νορβηγικά δικαστήρια δεν αξιολόγησαν πλήρως το βάσιμο των αξιώσεων της Σύμβασης και με βάση τη νομολογία του ΕΔΔΑ. Σύμφωνα με το άρθρο 14, υποστηρίζουν ότι υπάρχουν δυσανάλογα επιζήμια αποτελέσματα σε μια συγκεκριμένη ομάδα, επικαλούμενοι τους παράγοντες της νεαρής ηλικίας και το γεγονός ότι δύο από τους μεμονωμένους αιτούντες είναι μέλη της γηγενούς μειονότητας των Σάμι, της οποίας οι παραδόσεις, η γη και οι πόροι επηρεάζονται αρνητικά. Οι νεαροί αιτούντες, λόγω ηλικίας, δεν είχαν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στη σχετική λήψη αποφάσεων, ενώ ταυτόχρονα έπρεπε να επωμιστούν βαρύτερο βάρος σχετικά με τις μακροπρόθεσμες συνέπειες των εν λόγω πράξεων και παραλείψεων.

Η αίτηση κοινοποιήθηκε στην κυβέρνηση της Νορβηγίας στις 16 Δεκεμβρίου 2021.

Αφορά επίσης την απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης (Άρθρο 3 της Σύμβασης)[83]. Στις 27 Απριλίου 2022, η Νορβηγία ζήτησε από το ΕΔΔΑ να απορρίψει την υπόθεση ή να διαπιστώσει ότι δεν υπήρξε παραβίαση. Στην απάντησή του, το νορβηγικό κράτος υποστηρίζει ότι η καταγγελία πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη και ισχυρίζεται ότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022 δικαιολογεί την αναζήτηση περισσότερου πετρελαίου και φυσικού αερίου σήμερα, αυξάνοντας έτσι τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου για άλλα 30 χρόνια ή περισσότερο.

Οι ακόλουθοι έλαβαν άδεια να παρέμβουν και να υποβάλουν γραπτά σχόλιά τους: (i) οι Ειδικοί Εισηγητές των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και το Περιβάλλον και για τα Τοξικά και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, (ii) το ClientEarth, (iii) η Κλιματική Εκστρατεία Νορβηγών παππούδων, (iv) το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Εθνικών Ιδρυμάτων για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, (v) η Διεθνή Επιτροπή Νομικών (ICJ International) και (vi) το ICJ της Νορβηγίας.

Ενδιαφέρουσα στην παρούσα υπόθεση μεταξύ άλλων είναι η επίκληση της αρχής της πρόληψης (όχι της προφύλαξης) από τους προσφεύγοντες. Για την επίτευξη αποτελεσματικής περιβαλλοντικής προστασίας απαιτείται η προληπτική λήψη[84] περιβαλλοντικών μέτρων. Αντίθετα, απαιτείται η μεταστροφή από την κατασταλτική – θεραπευτική περιβαλλοντική πολιτική χάριν της προληπτικής – προνοητικής περιβαλλοντικής πολιτικής. Η κρατική δραστηριότητα μετατίθεται σε εγγύτερο χρονικό σημείο, έτσι ώστε τα μέτρα να λαμβάνονται πριν την έλευση ενός οικολογικού κινδύνου ή μιας οικολογικής ζημιάς και τα περιβαλλοντικά αγαθά να προστατεύονται εγκαίρως. Η ερμηνεία αυτή συμφωνεί με τη διατύπωση των Προγραμμάτων Δράσης για το περιβάλλον. Η αρχή αυτή ερείδεται στην ιδέα της αλληλεγγύης σε περιβαλλοντικά ζητήματα και έχει ως αποτέλεσμα το ότι η πρόληψη ως σύλληψη κανονιστική είναι αντικειμενοποιημένη και συνδέεται στενά με την επιστήμη και την τεχνική[85]. Μειώνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο οι πιθανότητες επέλευσης της βλάβης[86], εφόσον όμως είναι γνωστοί οι τεχνολογικοί κίνδυνοι και εν πολλοίς μετρήσιμοι. Βασίζεται δηλ. – κατά μία γνώμη – στη σκέψη της λεγομένης «φέρουσας ικανότητας του οικοσυστήματος»[87], ήτοι της ικανότητάς του να απορροφά ως έναν βαθμό τους ρυπαντές,  δίχως να υφίσταται κάποια βλάβη. Να σημειωθεί πως – ενόψει και των ως άνω σκέψεων – η αρχή της πρόληψης (αλλά και της προφύλαξης) επιβάλλουν, μεταξύ άλλων, την αναστολή εκτέλεσης των σχετικών διοικητικών πράξεων, αν ιδίως συντρέχει σοβαρός κίνδυνος υποβάθμισης ή καταστροφής περιβαλλοντικών αγαθών από την εκτέλεσή τους και αν συγχρόνως η σχετική αίτηση ακυρώσεως δεν είναι απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη[88]. Αλλά και υπό την αντίστροφη εκδοχή, οι ανωτέρω αρχές θεμελιώνουν την απόρριψη της αίτησης παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, αν αυτό επιβάλλεται για την προστασία του περιβάλλοντος. Απομένει να εκφραστεί η κρίση του ΕΔΔΑ επί της αρχής της πρόληψης.

 

8) Παθητικό κάπνισμα στην κράτηση

Στην υπόθεση Botti κ. Ιταλίας (dec.), 2004, το Δικαστήριο εξέτασε βάσει των άρθρων 2 και 8 το ζήτημα της έκθεσης των μη καπνιστών στο παθητικό κάπνισμα σε χώρους στους οποίους έχει πρόσβαση το κοινό. Το Δικαστήριο, θεωρώντας ότι τα συμφέροντα του προσφεύγοντος ως μη καπνιστή είχαν συγκρουσθεί με αυτά άλλων στη συνέχιση του καπνίσματος και λαμβάνοντας υπόψη το περιθώριο εκτίμησης που είναι διαθέσιμο στις εθνικές αρχές, έκριναν ότι η απουσία ευρείας απαγόρευσης του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους  δεν πρέπει να θεωρηθεί ως παράλειψη του ιταλικού κράτους να προστατεύσει τα δικαιώματα του αιτούντος.

Στην υπόθεση Aparicio Benito κ. Ισπανίας (dec.), 2006, ένας κρατούμενος παραπονέθηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 για την έκθεσή του στον καπνό που εξέπνευσαν οι συγκρατούμενοί του στους κοινόχρηστους χώρους του κρατητηρίου όπου εκείνος κρατείτο. Υποστήριξε ότι υπέφερε από αναπνευστικά προβλήματα που ήταν ασύμβατα

με την εισπνοή καπνού. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο προσφεύγων κρατήθηκε σε μεμονωμένο κελί, ότι επτά μήνες μετά την υποβολή της αίτησης οι κανονισμοί είχαν τροποποιηθεί, ενώ  δεν τεκμηρίωσε τα υποτιθέμενα προβλήματα υγείας του. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν βρήκε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η είχε υποστεί δυσμενείς συνέπειες, όπως παραβίαση του άρθρου 2, και απορρίφθηκε η προσφυγή ως προδήλως αβάσιμη.

 

αα) Florea κατά Ρουμανίας, 14.9.2010

Το 2002 ο προσφεύγων, ο οποίος έπασχε από χρόνια ηπατίτιδα και αρτηριακή υπέρταση, φυλακίστηκε. Για περίπου εννέα μήνες μοιραζόταν ένα κελί με 110 έως 120 άλλους κρατούμενους, με μόνο 35 κρεβάτια. Σύμφωνα με τον προσφεύγοντα, το 90% των συναδέλφων του ήταν καπνιστές. Ο προσφεύγων παραπονέθηκε ιδιαίτερα για συνωστισμό και κακές συνθήκες υγιεινής, συμπεριλαμβανομένου του ότι κρατήθηκε μαζί με καπνιστές στο κελί της φυλακής και στο νοσοκομείο της φυλακής.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ειδικότερα ότι ο προσφεύγων είχε περάσει στην κράτηση περίπου τρία χρόνια ζώντας σε πολύ στενές συνθήκες, με έναν χώρο προσωπικού χώρου να είναι χαμηλότερος ποιοτικά από τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Όσον αφορά στο γεγονός ότι έπρεπε να μοιράζεται ένα κελί και μια πτέρυγα νοσοκομείου με κρατούμενους που κάπνιζαν, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο προσφεύγων δεν είχε ποτέ ατομικό κελί και έπρεπε να ανεχθεί το κάπνισμα των συναδέλφων του κρατουμένων ακόμη και στο αναρρωτήριο και στη φυλακή νοσοκομείο, παρά τις συμβουλές του γιατρού του. Ωστόσο, ένας νόμος που ίσχυε από τον Ιούνιο του 2002 απαγόρευε το κάπνισμα στα νοσοκομεία και τα εθνικά δικαστήρια είχαν συχνά αποφανθεί ότι οι καπνιστές και οι μη καπνιστές έπρεπε να κρατούνται χωριστά. Ακολούθησε η κρίση του ΕΔΔΑ ότι οι συνθήκες κράτησης στις οποίες είχε υποβληθεί ο προσφεύγων είχαν υπερβεί το όριο αυστηρότητας που απαιτείται από το άρθρο 3 της Σύμβασης, κατά παράβαση αυτής της διάταξης[89].

 

αβ) Elefteriadis κατά Ρουμανίας, 25.1.2011

Ο προσφεύγων, ο οποίος έπασχε από χρόνια πνευμονική νόσο, εξέτιε ποινή ισόβιας κάθειρξης. Μεταξύ Φεβρουαρίου και Νοεμβρίου 2005 τοποθετήθηκε σε ένα κελί με δύο κρατούμενους που κάπνιζαν. Στις αίθουσες αναμονής των δικαστηρίων όπου είχε κληθεί να εμφανιστεί σε πολλές περιπτώσεις μεταξύ 2005 και 2007, κρατήθηκε επίσης μαζί με κρατούμενους που κάπνιζαν.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης, παρατηρώντας ιδίως ότι ένα κράτος υποχρεούται να λάβει μέτρα για την προστασία ενός κρατουμένου από τις βλαβερές συνέπειες του παθητικού καπνίσματος, όταν, όπως στην περίπτωση του προσφεύγοντος, ιατρικές εξετάσεις και οι συμβουλές των γιατρών έδειξαν ότι αυτό ήταν απαραίτητο για λόγους υγείας. Η υπόθεση αφορά το δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια (Άρθρο 5 της Σύμβασης)[90].

 

[1]Λ.-Α. Σισιλιάνος, όπ. (σηµ. 11), 58-65, 74-92 (Άρθρο 2 – Το δικαίωµα στη ζωή).

[2]J. San, G. Daniel Environmental protection and the European Convention on Human Rights, Council of Europe Publishing, Strasbourg CEDEX, 1– έκδοση, 2005.

[3] D. Oliver,  J. Fedtke. Human Rights and the Private Sphere. London (Routledge Cavendish) 2007.

[4] T. Marauhn, Changing Role of the State στο Bodansky, D./ Brunee, J./ Hey, E (eds.).- The Oxford Handbook of International Environmental Law – Oxford University Press, 1η έκδοση, 2007.

[5] D. Shelton, A. Gould, Positive and Negative Obligations στο: Shelton, Dinah (edit.), The Oxford Handbook of International Human Rights Law, Oxford  University Press, 1η έκδοση, 2015.

[6] D. Shelton, Human Rights, Health and Environmental Protection: Linkages in Law and Practice. In: 1 Human Rights & International Legal Discourse 9, 2007.

[7] ΕΔΔΑ, Μακαρατζής κ. Ελλάδας, 20.12.2004 (αρ. προσφ. 50385/99).

[8] X. και Y. κ. της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, 10.3.1962 (αρ. προσφ. 1013/61).

[9] Association X. κ. Ηνωμένου Βασιλείου, 13.5.1980 (αρ. προσφ. 8416/78), D. Ryland, The Evolution of Environmental Human Rights in Europe, Managerial Law, (2005) Vol. 47 Iss. 3/4, 117-125.

[10] ΕΔΔΑ, Ahunbay και άλλοι κ. Τουρκίας, Αυστρίας και Γερμανίας, 21.6.2016 (αρ. προσφ. 6080/06).

[11] Βλ. γενικώς, V.D. Pieter [et al.] Theory and Prctice of the European Convention on Human Rights. 4th edition. Oxford (Intersentia) 2006.

[12] ΕΔΔΑ, Öneryıldız κ. Τουρκίας, 30.11.2004 (αρ. προσφ. 48939/99).

[13] ΕΔΔΑ, Di Caprio and Others κ. Ιταλίας (αρ. προσφ. 39742/14) και τρεις άλλες αιτήσεις.

[14] ΕΔΔΑ, L.C.B. κ. Ηνωμένου Βασιλείου, 9.6.1998, (αρ. προσφ. 23413/94).

[15] Βλ. ενδεικτικά ΟλΣτΕ 1672/2005, Α. Τάχο, Δίκαιο Προστασίας του Περιβάλλοντος, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 1995.

[16] Σ. Παυλίδης, Γεω-Βιοπεριβάλλον, μια φυσιοκρατική αντίληψη της Οικολογίας – Περιβαλλοντικές αλλαγές στην πρόσφατη γεωλογική ιστορία του πλανήτη μας: ανθρωποκεντρική και φυσιοκρατική προσέγγιση, ΠερΔικ 2/2012, 233.

[17] Κ. Γιαννακοπούλου, Η νομική προστασία του περιβάλλοντος, εκδ. Αφοί Π. Σάκκουλα, 1981, 36, υπό την επήρεια μεταξύ άλλων και του Ευρωπαϊκού Σχεδίου Χωρικής Ανάπτυξης, όπου το αντίστοιχο ιδεολογικό τρίπτυχο είναι σαφώς παρεμφερές: «προστασία-ανάπτυξη-συνοχή» Στην περίπτωση της αειφόρου ανάπτυξης διαφαίνεται ότι το μεν αξιακό-ποιοτικό και «φαντασιακό» ρεύμα ευνοεί τη θεώρησή της ως στόχο ή κατευθυντήριο κανόνα, ενώ το επιστημονικό-ποσοτικό και «συμβολικό» ευνοεί τη θεώρησή της ως sui generis νομικής αρχής. Όπως πάντως και να έχει το θέμα, η αειφόρος ανάπτυξη συνιστά αναντίρρητα μια αιχμηρή πρόκληση για το δίκαιο και ιδιαίτερα τη θεωρία που συνοδεύει τη νομική πλαισίωση του περιβαλλοντικού προβλήματος, από την αντιμετώπιση εξάλλου του οποίου θα κριθεί τελικώς η αξία της, Μ. Χαϊνταρλής, Αειφορία, αειφόρος ανάπτυξη και δίκαιο, ΠερΔικ 4/2001, 520.

[18] L. Sohn, E. Brown Weiss. “Intergenerational Equity in International Law.” Proceedings of the Annual Meeting (American Society of International Law), vol. 81, 1987, 126-133. JSTOR, www.jstor.org/stable/25658355. Accessed 1 May 2021.

[19] Αντλούμενο και από άλλους κλάδους δικαίου, λ.χ. το Κληρονομικό Δίκαιο.

[20] Η θεώρηση του public trust για τα περιβαλλοντικά ζητήματα δικαιολογεί το συναφές ευρύτατο έννομο συμφέρον που δέχεται πολλάκις η εθνική και ενωσιακή νομολογία, Κ. Manahan, “The Constitutional Public Trust Doctrine” Environmental Law, vol. 49, no. 1, 2019, 263-305. JSTOR, www.jstor.org/stable/26794285. Accessed 23 Apr. 2021.

[21] L. Sohn, E. Brown Weiss, ό.π., 130.

[22] Βλ. ΕΔΔΑ, Hatton and others κ. Ηνωμένου Βασιλείου, 8.7.2003 (αρ. προσφ. 36022/97)

[23] Βλ. και Χ. Αθανασοπούλου, ό.π., 31.

[24] Ε. Gibbons, “Climate Change, Children’s Rights, and the Pursuit of Intergenerational Climate Justice.” Health and Human Rights, vol. 16, no. 1, 2014, 19-31. JSTOR, www.jstor.org/stable/healhumarigh.16.1.19. Accessed 29 Apr. 2021., A. Dupont, “The Strategic Implications of Climate Change”, Survival, vol. 50, issue 3, 2008, 46.

[25] Ε.Κ. Αναστοπούλου, Π. Γαλάνης, Δ. Μπατσούλας, Επιλεγμένα Θέματα Συνταγματικών Δικαιωμάτων, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2021, 32.

[26] M.E. Guy, S.A. McCandless. “Social Equity: Its Legacy, Its Promise.” Public Administration Review, vol. 72, 2012, S5-S13., www.jstor.org/stable/41688032. Accessed 6 May 2021.

[27] Ε.Α. Μαριά, Γενετικοί πόροι στο Δίκαιο του Περιβάλλοντος, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2021, 28, 84.

[28] Πρβλ. στην παρ’ ημίν νομολογία τις: ΣτΕ 1525-1541/1981, 2242/1994 κλπ.

[29] K. Vibhute ENVIRONMENT, PRESENT AND FUTURE GENERATIONS : INTERGENERATIONAL EQUITY, JUSTICE AND RESPONSIBILITY. Journal of the Indian Law Institute, 39(2/4), 281-288.

[30] Πρβλ. και Β. Μπουκουβάλα, Θεμελιώδη δικαιώματα και φυσικές καταστροφές υπό το πρίσμα των κλιματικών διαφορών, ΔιΔικ 2020, 160 επ.

[31] Βλ. και Π. Πικραμμένο, Η Κλιματική Δίκη: Μια καθοριστική εξέλιξη για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής σε: Το Βιώσιμο Κράτος, Τιμ. Τόμος Κ. Σακελλαροπούλου, εκδ. Σάκκουλα, 2022.

[32] Μ. Γαβουνέλη σε: Κλιματική Κρίση και Δίκαιο, ό.π., 31.

[33] M. Dellinger, See you in court: Around the World in Eight Climate Change Lawsuits, William and Mary Environmental Law and Policy Review, 42, 525-551.

[34] Ε. Δούση, ό.π., 114.

[35] Carbon Majors θεωρούνται οι Μεγάλοι Ρυπαίνοντες.

[36] J. Setzer, C. Higham, Global Trends in climate change litigation, 2021 snapshot, London, Gratham Research Institute on Climate Change and the Environment and Centre for Climate Change Economics and Policy, LSE, 2021.

[37] Β. Καραγεώργου, Κλιματική αλλαγή και ανθρώπινα δικαιώματα ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων: Μια νέα εντεινόμενη τάση ως αφετηρία για καινοτομικές προσεγγίσεις, σε: Τιμ. Τόμος Κ. Σακελλαροπούλου, Το Βιώσιμο Κράτος, εκδ. Σάκκουλα, 2022.

[38] C. Pandey, “Managing Climate Change: Shifting Roles for NGOs in the Climate Negotiations.” Environmental Values, vol. 24, no. 6, 2015, 799-824. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/43695280. Accessed 13 Aug. 2022.

[39] American Electric Power Co. v. Connecticut, https://www.oyez.org/cases/2010/10-174.

[40]Greenpeace Nordic and others v. USA, http://climatecasechart.com/non-us-case/greenpeace-nordic-assn-and-nature-youth-v-norway-ministry-of-petroleum-and-energy/.

[41] Juliana v. USA, http://climatecasechart.com/case/juliana-v-united-states/.

[42] ΔΕΕ, Υπόθ. C-565/19P, Απόφ. της 25ης Μαρτίου 2021, ECLI:EU:C:2021:252.

[43] Duarte Agostinho and others v. Portugal et. al., http://climatecasechart.com/non-us-case/youth-for-climate-justice-v-austria-et-al/.

[44] ΕΔΔΑ, Duarte Agostinho and Others κ. Πορτογαλίας κλπ. (αρ προσφ. 39371/20).

[45] ΕΔΔΑ, Verein KlimaSeniorinnen Schweiz and Others κ. Ελβετίας (αρ. προσφ. 53600/20).

[46] Association of Swiss Senior Women for Climate Protection v. Federal Department of the Environment Transport, Energy and Communications (DETEC) and Others, Απόφαση της 5/5/2020, http://climatecasechart.com/non-us-case/union-of-swiss-senior-women-for-climate-protection-v-swiss-federal-parliament/.

[47] ΕΔΔΑ, Carême κ. Γαλλίας (αρ. προσφ. 7189/21).

[48] D. Shelton, What Happened in Rio to Human Rights? – Yearbook of International Environmental Law (1992) 3 (1): 75-93 doi:10.1093/yiel/3.1.75, http://yielaw.oxfordjournals.org.

[49] RAND Corporation. Systemic Risk: It’s Not Just in the Financial Sector. RAND Corporation, 2020. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/resrep24271. Accessed 4 Aug. 2022.

[50] S. Roos, “Climate Change and Human Rights: What Follows for Corporate Human Rights Responsibility?” Climate Change: International Law and Global Governance: Volume I: Legal Responses and Global Responsibility, edited by Oliver C. Ruppel et al., 1st ed., Nomos Verlagsgesellschaft mbH, 2013, 299-322. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/j.ctv941w8s.15. Accessed 13Aug. 2022.

[51] A. Giddens, Η πολιτική των κλιματικών αλλαγών, εκδ. Μεταίχμιο, 2009, 56-58.

[52] Μ. Robinson, “Justice, Human Rights, and Climate Change.” The Fletcher Forum of World Affairs, vol. 39, no. 2, 2015, 9-12. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/45290144. Accessed 6 Aug. 2022.

[53] S. Roos, ό.π., 304.

[54] J. Gallen. “Between Rhetoric and Reality: Ten Years of the United Nations Human Rights Council.” Irish Studies in International Affairs, vol. 27, 2016, 125-43. JSTOR, https://doi.org/10.3318/isia.2016.27.2. Accessed 9 Aug. 2022. Βλ. για την Ελλάδα την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έρευνα της διαΝΕΟσις για την κλιματική αλλαγή/κρίση στην Ελλάδα, https://www.dianeosis.org/research/climate_change/, Έκθεση του Green Tank με τίτλο «Ο ρόλος της νεολαίας στη Δίκαιη Μετάβαση: Η περίπτωση της Δυτικής Μακεδονίας», Οκτώβριος 2022, https://thegreentank.gr/wp-content/uploads/2022/10/202210_TheGreenTank_YouthReport_EL.pdf, Accessed 10 October 2022.

[55] Πρβλ. και το άρθρο 191 ΣΛΕΕ, που καθιερώνει ως γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου περιβάλλοντος ένα υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος.

[56] S. Nanthini, T. Nair, Framing Climate Change: The Need for a Human Security Perspective. S. Rajaratnam School of International Studies, 2021. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/resrep36218. Accessed 6 Aug. 2022.

[57] Α. Ηλιάδου σε: Εταιρεία Διοικητικών Μελετών, ό.π., 22.

[58] ΕΔΔΑ, Smaltini κ. Ιταλίας, 24.3.2015, (αρ. προσφ. 43961/09).

[59] ΕΔΔΑ, Locascia και άλλοι κ. Ιταλίας (αρ. προσφ. 35648/10).

[60] P. Strydom, Risk, Environment and Society, Buckingham, Open University Press, 2002, 75.

[61] B. Adam, U. Beck, J. van Loon (eds.), The Risk Society and Beyond, Critical Issues for Social Theory, London, SAGE Publications, 2000, 166.

[62] C.A. Rubino, The Politics of Certainty, Conceptions of Science in an Age of Uncertainty, Science and Engineering Ethics, vol. 6, No 4, 2000, 504.

[63] Α. Irwin, Sociology and the Environment, 15-16.

[64] D. Haag, M. Kaupenjohann, Parameters, prediction, post-normal science and the precautionary principle – a roadmap for modelling for decision – making, Ecological Modelling, vol. 144, No 1, 2002, 52.

[65] N. Luhmann, Risk: Α sociological theory, London, Aldin, 2005, 21.

[66] F. Ackerman, L. Heinzerling, Pricelss. On knowing the Price of Everything and the Value of Nothing, NY, London, New Press, 2004, 8-9.

[67] C.C. Jaeger, O. Renn, E.A. Rosa, T. Webler, Risk, Uncertainty, and Rational Action, London, Earthscan Publications, 2001, 35.

[68] C. Starr, Social Benefit vs Technological Risk, Science, vol. 165, 1969, 1232-8.

[69] S. Breyer, Breaking the Vicious Circle: Toward Effective Risk Regulation, Cambridge MA, Harvard University Press, 1993.

[70] D.M. Kahan, P. Slovic, D. Braham, J. Gastil, Fear of Democracy: Α cultural evaluation of Sunstein on Risk, Harvard Law Review, vol. 119, 2006, 1106.

[71] Γ. Μπάλιας, Περιβαλλοντικοί Κίνδυνοι – Διαπλοκή επιστήμης, δικαίου και πολιτικής, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2009, 303 επ.

[72] R.V. Percival, C.H. Schroeder, R.M. Miller, J.P. Leape, Environmental Regulation, Law, Science and Policy, 165.

[73] I.K. Richter, S. Benking, R. Muller – Schmid (eds.), Risk, Society and the Culture of Precaution, London, Palgrave Macmillan, 2006, 28-46.

[74] Γ. Κρεμλής, Γ. Μπάλιας, Α. Σηφάκης (επιμ.), Η αρχή της προφύλαξης, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2004, 66-67.

[75] F. Ost, La nature hors la loi. L’ ecologie a l’ epreuve du droit, Paris, La Decouverte, 1995, 88.

[76] D. Bodansky, New Developments in International Environmental Law, 415.

[77] U. Beck, Κοινωνία της Διακινδύνευσης (επιμ. N. Πατινιώτης), εκδ. Πεδίο, 2015, 64-65.

[78] ΕΔΔΑ, Murillo Saldias and Others κ. Ισπανίας, 28.11.2006 (αρ. προσφ. 76973/01).

[79] ΕΔΔΑ, Budayeva και άλλοι κ. Ρωσίας, 20.3.2008 (αρ. προσφ. 15339/02).

[80] ΕΔΔΑ, Kolyadenko and Others κ. Ρωσίας, 28.2.2012 (αρ. προσφ. 17423/05, 20534/05, 20678/05, 23263/05, 24283/05 and 35673/05).

[81] ΕΔΔΑ, Viviani και άλλοι κ. Ιταλίας, 24.3.2015 (αρ. προσφ. 9713/13).

[82] ΕΔΔΑ, Özel και άλλοι κ. Τουρκίας, 17.11.2015 (αρ. προσφ. 14350/05, 15245/05, 16051/05).

[83] ΕΔΔΑ, Greenpeace Nordic and Others κ. Νορβηγίας (αρ. προσφ. 34068/21).

[84] Συνιστά γενικότερη αρχή η ρήση «κάλλιον το προλαμβάνειν του θεραπεύειν».

[85] Γ. Μπάλιας, Η αρχή της προφύλαξης στο διεθνές, ενωσιακό και συγκριτικό δίκαιο, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2005, 71-72.

[86] Στη διεθνή νομολογία υπάρχει η απόφαση Trail Smelter arbitration (US v. Canada 1939/1941), ό.π.

[87]  Ι. Goklany, The Precautionary Principle: A critical Appraisal of Environmental Risk Assessment, Washington, Cato institute, 2001

[88] Γ. Παπαδημητρίου, Το περιβαλλοντικό Σύνταγμα. Θεμελίωση, περιεχόμενο και λειτουργία, Νόμος και Φύση, τ. 1 (1994), 375 επ., Α. Παπακωνσταντίνου, Το περιβαλλοντικό Σύνταγμα – Σύγχρονες πτυχές, ΠερΔικ 3/2011.

[89] ΕΔΔΑ, Florea κ. Ρουμανίας, 14.9.2010 (αρ. προσφ. 37186/03).

[90] ΕΔΔΑ, Elefteriadis κ. Ρουμανίας, 25.1.2011 (αρ. προσφ. 38427/05).

Το επικοινωνιακό απόρρητο στο πλαίσιο της κακόβουλης ή ενοχλητικής επικοινωνίας

Μυρτώ Πιλάλη, Δικηγόρος – MSc Δίκαιο και Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών

     Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το ιδιόρρυθμο ζήτημα προστασίας του επικοινωνιακού απορρήτου στο πλαίσιο της κακόβουλης ή ενοχλητικής επικοινωνίας αποτελεί πολύ συχνά αντικείμενο συζήτησης, απασχολώντας τακτικά τη νομική θεωρία, αλλά και τη δικαστηριακή πρακτική. Παρά το γεγονός ότι το ανωτέρω θέμα έχει καταστεί αντικείμενο ευρείας επιστημονικής συζήτησης και επεξεργασίας εντός του σύγχρονου περιβάλλοντος ψηφιοποιημένης επικοινωνίας, εξακολουθεί να προκαλεί προβληματισμούς αναφορικά με την έκταση του προστατευτέου πεδίου του επικοινωνιακού απορρήτου, τη διαδικασία που ακολουθείται και τις ασφαλιστικές δικλείδες που τηρούνται, ώστε να αρθεί το απόρρητο των μεταδεδομένων επικοινωνίας ενός υποκειμένου στο πλαίσιο των «κακόβουλων» ή «ενοχλητικών» κλήσεων, δημιουργώντας έτσι κλίμα ανασφάλειας δικαίου στην εθνική έννομη τάξη.

     Β. ΤΟ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ

Στην εθνική έννομη τάξη, το απόρρητο της επικοινωνίας κατοχυρώνεται στο άρθρο 19 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι είναι «απόλυτα απαραβίαστο» κι αίρεται μόνο υπό τις προϋποθέσεις, που θέτει το δεύτερο εδάφιο της ανωτέρω συνταγματικής διάταξης, δηλαδή μόνο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, τα οποία περιγράφονται περιοριστικά στον εκτελεστικό του συγκεκριμένου άρθρου Ν. 2225/1994, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί και ισχύει, σε συνδυασμό με τις ταχθείσες εγγυήσεις της διαδικασίας άρσης του απορρήτου. Απαραίτητη δε προϋπόθεση για την ολοκλήρωση της διαδικασίας της άρσης του απορρήτου είναι η έκδοση διάταξης άρσης του απορρήτου από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή εισαγγελικό λειτουργό, ανάλογα με τους λόγους άρσης, ώστε να μη θίγεται η ιδιωτική ζωή και η προσωπικότητα του ατόμου, παρά μόνο στο μέτρο και για όσο χρονικό διάστημα είναι απολύτως αναγκαίο. Σε αυτό το συνταγματικό πλαίσιο η Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών (εφεξής Α.Δ.Α.Ε.) επιτελεί ουσιαστικό ρόλο ως προς την προστασία του επικοινωνιακού απορρήτου, καθώς δυνάμει του εκτελεστικού του Συντάγματος Νόμου 3115/2003 έχει την αποστολή του ελέγχου της τήρησης των όρων και της διαδικασίας της άρσης του απορρήτου, γεγονός που σημαίνει ότι ουσιαστικά είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία της τήρησης της απαιτούμενης διαδικασίας από τα δικαστικά συμβούλια και τους Παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών[1]. Παρά τη φαινομενική ανακολουθία της διατύπωσης της ως άνω συνταγματικής διάταξης, η προσθήκη του επιτατικού επιρρήματος «απόλυτα» δεν έχει συμβολική έννοια, αλλά επέχει ρόλο ερμηνευτικής αρχής, βάσει της οποίας διαμορφώνονται κριτήρια στάθμισης, κάθε φορά που στο πεδίο της οργανωμένης συμβίωσης, τίθεται ζήτημα λειτουργικής συνύπαρξης του εν λόγω δικαιώματος με άλλα δικαιώματα, καθώς ανάγεται στον καθαυτό πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης, αποτελώντας συστατικό του ίδιου του δημοκρατικού πολιτεύματος[2].

Στο άρθρο 19 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται ως ατομικό δικαίωμα με δύο επιμέρους συνιστώσες[3], αρρήκτως συνδεδεμένες μεταξύ τους, αφενός η ελευθερία της επικοινωνίας κάθε είδους και αφετέρου το απαραβίαστο του απορρήτου της επικοινωνίας κάθε είδους, εφόσον βέβαια τα επικοινωνούντα μέρη επιθυμούν να διατηρήσουν τη μυστικότητα αυτής[4]. Πράγματι, το εν λόγω ατομικό δικαίωμα βρίσκεται στο μεταίχμιο περισσότερων ατομικών ελευθεριών, καθώς αποτελεί εγγύηση της προσωπικής ελευθερίας και συνδέεται άμεσα με την ιδιωτική ζωή, την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, την ελευθερία της γνώμης και το δικαίωμα της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης του ατόμου στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών[5]. Ως εκ τούτου, καθίσταται σαφές από τα παραπάνω ότι στο άρθρο 19 του Συντάγματος κατοχυρώνεται το δικαίωμα στην απόρρητη ελεύθερη επικοινωνία, καθώς η ελευθερία της επικοινωνίας αποτελεί προϋπόθεση του απορρήτου αυτής[6], αφού πριν καταστεί απόρρητη προϋποτίθεται ότι διεξάγεται ελεύθερα σε τόπο και χρόνο της επιλογής του καθενός, με συνομιλητή και μέσο επικοινωνίας της επιλογής του, σε γλώσσα και με περιεχόμενο, το οποίο ο ίδιος επέλεξε χωρίς καθορισμό της χρονικής διάρκειας της επικοινωνίας του[7]. Επιπλέον, στο απόρρητο της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 19 συμπεριλαμβάνονται και οι επικοινωνίες, στις οποίες τα επικοινωνούντα μέρη αναφέρονται στη διάπραξη εγκλημάτων, γεγονός άλλωστε που καλύπτεται από τη νομοθετική επιφύλαξη για την άρση του απορρήτου[8].

Συνεπώς, αυτό που πράγματι προστατεύεται ως απόρρητο επικοινωνίας από το άρθρο 19 του Συντάγματος είναι το ίδιο το επικοινωνιακό γεγονός σε όλη του την έκταση, ήτοι τόσο το περιεχόμενο της επικοινωνίας όσο και τα συναφώς παραγόμενα από αυτή δεδομένα, που εξατομικεύουν τις περιστάσεις υπό τις οποίες λαμβάνει χώρα, δηλαδή τα λεγόμενα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας ή άλλως μεταδεδομένα, αφού κανένας, πλην των επικοινωνούντων μερών δεν μπορεί να γνωρίζει ούτε το περιεχόμενο, αλλά ούτε και την ίδια την πράξη της επικοινωνίας[9]. Σχετικά με την έννοια του απορρήτου της επικοινωνίας έχει υποστηριχθεί ότι αυτό καταφάσκεται στις περιπτώσεις, που τα επικοινωνούντα μέρη εκδηλώνουν την εύλογη προσδοκία ότι το περιεχόμενο και τα μεταδεδομένα αυτής δεν θα περιέλθουν σε γνώση τρίτου[10]. Ως εκ τούτου, τα μέρη που επικοινωνούν, κάνοντας χρήση των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε δημόσιο δίκτυο έχουν την προσδοκία ότι κάθε τρίτος θα απέχει από τη λήψη γνώσης του περιεχομένου ή των εξωτερικών στοιχείων αυτής, δηλαδή ότι η επικοινωνία τους σε όλη την έκτασή της δεν θα καταγραφεί και δεν θα διατηρηθεί ούτε από τον Πάροχο, ούτε από οποιονδήποτε άλλο τρίτο, ούτε ακόμα και από τον ίδιο τον συνομιλητή, πάντα με την επιφύλαξη της νόμιμης άρσης του απορρήτου[11]. Το εύρος προστασίας του ανωτέρω δικαιώματος παρέχει στα υποκείμενα τη δυνατότητα να επικοινωνούν μεταξύ τους σε συνθήκες αμεριμνησίας, χωρίς να νιώθουν το διαρκή φόβο ότι θα παρεμβληθεί οποιοσδήποτε τρίτος, είτε πρόκειται για ιδιώτη, είτε για το ίδιο το κράτος, ο οποίος θα αντλήσει πληροφορίες, που θα μπορούν να αξιοποιηθούν σε βάρος των επικοινωνούντων μερών[12]. Άλλωστε, τα ανωτέρω εφαρμόζονται και κατά την τηλεφωνική ή προφορική συνομιλία δια ζώσης, κατά την οποία τα επικοινωνούντα μέρη προσδοκούν ότι «ο φευγαλέος και ανεπανάληπτος ήχος και παλμός της ανθρώπινης λαλιάς τους»[13] παραμένει μυστικός εντός του ιδιωτικού πεδίου της επικοινωνίας.

Ως εκ τούτου, το άρθρο 19 παρ. 1 Σ, κατοχυρώνοντας το απολύτως απαραβίαστο του απορρήτου της ελεύθερης επικοινωνίας δεν διακρίνει ανάμεσα στα εσωτερικά και τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας, καθώς καλύπτει τόσο το περιεχόμενο, όσο και τα συμφραζόμενα της επικοινωνίας, που αποκαλύπτουν πληθώρα στοιχείων για το γεγονός της επικοινωνίας, ήτοι το γεωγραφικό πλάτος και μήκος, υψόμετρο του τερματικού σταθμού του αποστολέα ή του παραλήπτη, οποιαδήποτε πληροφορία ονομασίας, αρίθμησης ή διεύθυνσης των επικοινωνούντων μερών, τον όγκο, την αρχή, το τέλος ή τη διάρκεια της επικοινωνίας[14], με αποτέλεσμα να εγγυάται ένα περιβάλλον ιδιαίτερα αυξημένης προστασίας της εμπιστευτικότητας κατά τη διεξαγωγή της επικοινωνίας και συνακόλουθα της ιδιωτικής ζωής. Συναφώς προς τα παραπάνω, τα μεταδεδομένα επικοινωνίας αποτελούν μια πλούσια πηγή προσωπικών πληροφοριών για τους χρήστες – υποκείμενα, καθώς αποκαλύπτουν το «ποιος» (τα επικοινωνούντα μέρη), «πότε», πόσο καιρό και πόσο συχνά, (χρόνος, διάρκεια και συχνότητα), το «τι» (είδος επικοινωνίας, π.χ. τηλεφωνική κλήση, μήνυμα, e-mail), το «πώς» (η συσκευή επικοινωνίας που χρησιμοποιείται, π.χ. σταθερή τηλεφωνία, smartphone, tablet) και το «πού» (τοποθεσία των συσκευών που χρησιμοποιούνται) των μερών, που εμπλέκονται σε κάθε είδους επικοινωνία[15], αφήνοντας με αυτόν τον τρόπο πλούσια και αποκαλυπτικά ίχνη για την ιδιωτική ζωή των ατόμων σε καθημερινή βάση. Η ευκολία συλλογής και ανάλυσης των μεταδεδομένων επικοινωνίας, τα οποία αποτελούν από τη φύση τους δομημένα δεδομένα με τυποποιημένη και προβλέψιμη μορφή, αποτυπώνοντας κυρίως νούμερα, τηλεφωνικούς αριθμούς, συντεταγμένες, ημερομηνία, ώρα και διάρκεια της επικοινωνίας, τα καθιστούν αντικείμενα ευχερούς ποσοτικής ανάλυσης σε μεγάλη κλίμακα, καθώς μπορούν με ευχέρεια να μετατραπούν σε ουσιαστικές και ζωτικές πληροφορίες για τα υποκείμενα[16].

Παρά το γεγονός ότι έχουν προβλεφθεί νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις αναφορικά με το ιδιαίτερο πλαίσιο της κακόβουλης ή ενοχλητικής επικοινωνίας, πρόκειται για ένα θέμα με έντονη αμφισημία, που εξακολουθεί να δημιουργεί προβληματισμούς τόσο στη νομική θεωρία όσο και στην πρακτική σχετικά με την έκταση του προστατευτέου πεδίου του επικοινωνιακού απορρήτου και τη διαδικασία που ακολουθείται, ώστε να αρθεί το απόρρητο της επικοινωνίας ενός υποκειμένου και να χορηγηθούν τα μεταδεδομένα αυτής.

      Γ. Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΩΝ ΜΕΤΑΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΚΑΚΟΒΟΥΛΗΣ / ΕΝΟΧΛΗΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ    

  1. i. Το νομοθετικό πλαίσιο της κακόβουλης ή ενοχλητικής επικοινωνίας

Το ζήτημα προστασίας του απορρήτου των μεταδεδομένων επικοινωνίας στο πλαίσιο της κακόβουλης ή ενοχλητικής επικοινωνίας πυροδότησε έντονο διάλογο στην εθνική έννομη τάξη, καθώς δημιουργήθηκε κλίμα ανασφάλειας δικαίου και διχογνωμία σχετικά με το αν η συνταγματική προστασία του άρθρου 19 εκτείνεται και στην περίπτωση αυτή. Η διαχείριση των «κακόβουλων» ή «ενοχλητικών» κλήσεων και του αιτήματος του συνδρομητή για εξουδετέρωση της δυνατότητας μη αναγραφής της καλούσας γραμμής συνιστά ιδιόρρυθμο ζήτημα, καθώς η μαξιμαλιστική διάταξη του άρθρου 19 δεν αφήνει περιθώρια εξαιρέσεων των κακόβουλων κλήσεων, γεγονός που φαίνεται να έρχεται σε ένταση με το άρθρο 10 της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ[17]. Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 36 και το άρθρο 10 της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ προβλέπεται ότι τα κράτη µέλη δύνανται να περιορίζουν το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής των συνδρομητών αναφορικά με την αναγνώριση της καλούσας γραµµής, όταν αυτό είναι απαραίτητο, προκειμένου να ανιχνευθούν κακόβουλες ή οχληρές κλήσεις, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στους Παρόχους να εξουδετερώνουν την απόκρυψη του καλούμενου αριθμού, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, μετά από αίτηση του συνδρομητή, που ζητεί τον εντοπισμό τους και τη γνωστοποίηση σε αυτόν των μεταδεδομένων επικοινωνίας των αφορωµένων συνδροµητών και μάλιστα χωρίς την εκ των προτέρων συγκατάθεσή τους.

Ακολούθως, στο άρθρο 8 του Ν. 3471/2006, ο οποίος ενσωμάτωσε την ανωτέρω Οδηγία στην ελληνική έννομη τάξη, προβλέπεται η δυνατότητα εξουδετέρωσης της υπηρεσίας απόκρυψης της ταυτότητας του καλούντος, όταν αποσκοπεί στον εντοπισμό των κακόβουλων κλήσεων. Ως εκ τούτου, ορίζεται ότι ο Πάροχος οφείλει να διαθέτει μέσα εξουδετέρωσης της δυνατότητας μη αναγραφής της καλούσας γραμμής για τον εντοπισμό κακόβουλων ή ενοχλητικών κλήσεων μετά από αίτηση του συνδρομητή. Τα δεδομένα που περιέχουν την ανα­γνώριση της ταυτότητας του καλούντος συνδρομητή αποθηκεύονται και είναι διαθέσιμα στο κοινό από τον Πάροχο μόνο έναντι του συνδρομητή, που ζητεί τον εντοπισμό και κατόπιν διαγράφονται. Με πράξη δε της Α.Δ.Α.Ε. καθορίζονται οι ειδικότερες διαδικασίες, ο τρόπος και η διάρκεια εξουδετέρωσης των δυνατοτήτων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια, ώστε να διασφαλίζεται η διαφάνεια της διαδικασίας[18].

  1. ii. Το κανονιστικό πλαίσιο της κακόβουλης ή ενοχλητικής επικοινωνίας και οι γνωμοδοτήσεις της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ως προς το εν λόγω ζήτημα.

        Η Α.Δ.Α.Ε. συμμορφούμενη με την Οδηγία 2002/58/ΕΚ εξέδωσε την υπ’ αριθ. 2322/2006 Πράξη της σχετικά με το ζήτημα της κακόβουλης επικοινωνίας και της προστασίας των μεταδεδομένων στο πλαίσιο αυτής[19]. Εξετάζοντας το θέμα της δυνατότητας εξουδετέρωσης της υπηρεσίας απόκρυψης της καλούσας γραμμής για τον εντοπισμό των «κακόβουλων» ή «ενοχλητικών» κλήσεων, οριοθέτησε τη διαδικασία βάσει της οποίας ο συνδρομητής δύναται να ζητήσει από τον Πάροχο τα δεδομένα, που περιέχουν την αναγνώριση της ταυτότητας των «κακοβούλως» και «ενοχλητικώς» καλούντων. Σύμφωνα με την ανωτέρω Πράξη «κακόβουλη επικοινωνία αποτελεί αυτή, η οποία ενέχει απειλή βίας, εξύβριση, προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας, εκβιασμό, ενώ ενοχλητική επικοινωνία είναι εκείνη η οποία, χωρίς να είναι κακόβουλη, διαταράσσει την οικιακή ειρήνη και προκαλεί ανησυχία, όπως για παράδειγμα οι σιωπηλές και επαναλαμβανόμενες κλήσεις»[20].

Στην ανωτέρω Πράξη ορίζεται η δυνατότητα του Παρόχου να χορηγεί ορισμένα μεταδεδομένα επικοινωνίας ήτοι τα δεδομένα, που περιέχουν την αναγνώριση της ταυτότητας των καλούντων συνδρομητών και πιο συγκεκριμένα τον καλούντα αριθμό τηλεφώνου, την ημερομηνία, ώρα και διάρκεια κλήσης, αποκλειστικά και μόνο στο συνδρομητή, που υπέβαλε την αντίστοιχη αίτηση, ενώ παράλληλα προέβλεψε ότι η διάθεση από τον Πάροχο στοιχείων επικοινωνίας, πέραν των προαναφερομένων, για τον εντοπισμό κακόβουλων ή ενοχλητικών κλήσεων τελεί υπό τους όρους και τις διαδικασίες του ν. 2225/1994[21]. Με αυτόν τον τρόπο, η Α.Δ.Α.Ε. υπήγαγε αυτή τη μορφή άρσης του απορρήτου των μεταδεδομένων επικοινωνίας και αποκάλυψης στοιχείων σχετικών με την ταυτότητα του καλούντος σε μια διοικητική διαδικασία[22], την οποία ενέταξε εν μέρει στους όρους του Ν. 2225/1994, στην προσπάθειά της να μετριάσει τους σοβαρούς κινδύνους που εγκυμονεί μια τέτοια πρακτική.

Παράλληλα, η Α.Δ.Α.Ε. προέβλεψε ότι η εξουδετέρωση της δυνατότητας μη αναγραφής της καλούσας γραμμής δεν μπορεί να υπερβαίνει σε διάρκεια τις δεκαπέντε ημέρες από την έναρξη της εξουδετέρωσης, διάστημα που άρχεται δύο εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής της σχετικής αίτησης από τον Πάροχο[23], ενώ παράλληλα υποχρέωσε τον Πάροχο να ενημερώνει τους καλούντες με ηχογραφημένο μήνυμα ότι η δυνατότητα μη αναγραφής της καλούσας γραμμής προς τον συγκεκριμένο αριθμό πρόκειται να εξουδετερωθεί και ότι τα στοιχεία ταυτότητάς του θα είναι διαθέσιμα έναντι του συνδρομητή, που τυχόν θα ζητήσει τον εντοπισμό κακόβουλων ή ενοχλητικών κλήσεων[24], με αποτέλεσμα να δίνει τη δυνατότητα στους καλούντες να γνωρίζουν εκ των προτέρων και να συναινούν εν τοις πράγμασι σε τυχόν καταγραφή και γνωστοποίηση των στοιχείων τους.

Στον αντίποδα, ως προς το ανωτέρω ζήτημα, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου υποστήριξε ότι τα μεταδεδομένα στις περιπτώσεις της κακόβουλης επικοινωνίας δεν υπάγονται στο πεδίο προστασίας του άρθρου 19 του Συντάγματος και τις προϋποθέσεις του Ν. 2225/1994, με την αιτιολογία ότι η εν λόγω επικοινωνία είναι μονομερής και όχι αμφίδρομη, καταλήγοντας με αυτόν τον τρόπο σε αξιολογική αντινομία, καθώς στερείται λογικής να θεωρείται ότι η συνταγματική διάταξη και ο εκτελεστικός νόμος θέτουν υπό τις εγγυήσεις της διαδικασίας άρσης απορρήτου την αμφίδρομη επικοινωνία με εγκληματικό περιεχόμενο και αντίθετα να εξαιρούν το έλασσον ήτοι τη μονομερή επικοινωνία με εγκληματικό περιεχόμενο, όταν δηλαδή πραγματοποιείται αποκλειστικά και μόνο με στόχο ο παρενοχλών να υβρίσει, να απειλήσει και να ασκήσει ψυχολογική βία[25]. Κατόπιν ερωτήματος του Τμήματος Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου δυνάμει της υπ’ αριθ. 9/2009 Γνωμοδότησης ασχολήθηκε με το θέμα της επικοινωνίας μέσω διαδικτύου και της νομιμότητας των αιτημάτων εισαγγελικών κι ανακριτικών Αρχών προς τους Παρόχους να τους παρέχουν εξωτερικά στοιχεία επικοινωνίας των προσώπων, που ενεργούν τηλεφωνικές κλήσεις εξυβριστικού κι απειλητικού χαρακτήρα. Σύμφωνα με την εν λόγω Γνωμοδότηση υποστηρίχθηκε ότι η προστασία του απορρήτου αποσκοπεί στη διασφάλιση της ελεύθερης προσωπικής επικοινωνίας και προϋποθέτει δύο τουλάχιστον πρόσωπα, ενώ βασικό στοιχείο της προσωπικής επικοινωνίας είναι η μυ­στικότητα του περιεχομένου. Ως εκ τούτου, δυνάμει της ανωτέρω Γνωμοδότησης υποστηρίχθηκε ότι οι αρμόδιες Αρχές δύνανται να ζητούν και να έχουν πρόσβαση στα μεταδεδομένα επικοινωνίας των προσώπων, που κάνουν υβριστικές ή απειλητικές κλήσεις και εν γένει διαπράττουν εγκλήματα μέσω οποιουδήποτε μέσου επικοινωνίας χωρίς να χρειάζεται να προηγηθεί η διαδικασία άρσης απορρήτου το Ν. 2225/1994[26].  Την ίδια ως άνω άποψη επιβεβαίωσε και η υπ’ αριθ. 12/2009 Γνωμοδότηση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, η οποία έκρινε ότι οι περιπτώσεις στις οποίες οι ανακριτικές Αρχές κατά τη διενέργεια ανάκρισης κατόπιν εγκλήσεως του παθόντος ζητούν για τον εντοπισμό του δράστη εξυβριστικής, συκοφαντικής ή απειλητικής επικοινωνίας τη γνωστοποίηση εκ μέρους των Παρόχων  των μεταδεδομένων επικοινωνίας, εκφεύγουν του προστατευτέου πεδίου της διάταξης του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς δεν πρόκειται για επικοινωνία, με αποτέλεσμα να μην συντρέχει ο δικαιολογητικός λόγος προστασίας του απορρήτου. Συναφώς προς τα ανωτέρω, οι ανακριτικές Αρχές δύνανται, στο πλαίσιο του δικαιώματός τους να συγκεντρώνουν τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία για τη βεβαίωση του εγκλήματος, να απαιτούν τα προαναφερόμενα συναφώς παραγόμενα δεδομένα, χωρίς την προηγούμενη τήρηση της διαδικασίας άρσεως του απορρήτου του Ν. 2225/1994, αφού, όπως ελέχθη, δεν πρόκειται για απόρρητο[27].

Κατόπιν των ανωτέρω, η Α.Δ.Α.Ε. δυνάμει της με αριθ. 234/2009 Πράξης της[28] τροποποίησε το ως άνω κανονιστικό της πλαίσιο, πραγματοποιώντας μεταβολή στη στάση της ως προς το εν λόγω ζήτημα κατά την προσπάθειά της να άρει τις αντιφάσεις, προφανώς επειδή το αίτημα των επιχειρησιακών και δικαστικών αρχών για πρόσβαση των ιδίων στα μεταδεδομένα επικοινωνίας παρέμενε πιεστικό[29]. Ειδικότερα, η Αρχή, μνημονεύοντας ρητά στο Προοίμιο της Πράξης της την ως άνω υπ’ αριθ. 12/2009 Γνωμοδότηση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου αποφάνθηκε ότι στις περιπτώσεις των κακόβουλων κλήσεων, εφόσον διενεργείται ανάκριση κατόπιν σχετικής έγκλησης, οι αρμόδιες ανακριτικές Αρχές δύνανται να ζητήσουν με ειδική παραγγελία προς τους Παρόχους, και εκείνοι υποχρεούνται να παρέχουν, για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα, στοιχεία ταυτότητας του κακοβούλως καλούντος συνδρομητή, εφόσον κρίνουν ότι μόνο με αυτό το μέσο θα καταστεί δυνατή η βεβαίωση του εγκλήματος και η αποκάλυψη του δράστη.

Από μια συγκριτική επισκόπηση των ανωτέρω πράξεων της Α.Δ.Α.Ε. καθίσταται σαφές ότι η Ανεξάρτητη Αρχή διεύρυνε τον κύκλο παραληπτών των μεταδεδομένων επικοινωνίας του παρενοχλούντος, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτόν και τις ανακριτικές Αρχές πλην του παρενοχλούμενου συνδρομητή, καθ’ υπέρβαση του άρθρου 8 του Ν. 3471/2006, με αποτέλεσμα να εισάγει έτσι μια δεύτερη παράλληλη διαδικασία για τη γνωστοποίηση μεταδεδομένων στις περιπτώσεις αδικημάτων, που συνδέονται με κακόβουλες κλήσεις και μάλιστα χωρίς τις εγγυήσεις του Ν. 2225/1994, παρακάμπτοντας τη διαδικασία του δικαστικού συμβουλίου και θέτοντας την παραγγελία ενός μονοπρόσωπου οργάνου στο πλαίσιο της ανακριτικής διαδικασίας μετά την υποβολή έγκλησης[30]. Στο πλαίσιο αυτού, η Α.Δ.Α.Ε. επέτρεψε την κοινολόγηση όλων των δεδομένων ταυτότητας του παρενοχλούντος, χωρίς να προβαίνει στην προγενέστερη εξαντλητική εξειδίκευσή τους, ενώ παράλληλα δεν προέβλεψε υποχρέωση των Παρόχων να ενημερώνουν τους καλούντες με ηχογραφημένο μήνυμα ότι η απόκρυψη της καλούσας γραμμής προς τον συγκεκριμένο καλούμενο αριθμό πρόκειται να εξουδετερωθεί, στερώντας τους έτσι τη δυνατότητα της εκ των προτέρων γνώσης για τυχόν γνωστοποίηση των δεδομένων ταυτότητάς τους και της εν τοις πράγμασι συναίνεσής τους να προχωρήσουν ή μη στην πραγματοποίηση της συγκεκριμένης κλήσης. Περαιτέρω, έντονη ανασφάλεια δημιούργησε η διατύπωση της ανωτέρω Πράξης της Α.Δ.Α.Ε. αναφορικά με το χρονικό διάστημα του ενός μήνα για την παροχή των στοιχείων ταυτότητας του παρενοχλούντος συνδρομητή, αφού από τη γραμματική ερμηνεία της απόφασης δεν προκύπτει σαφώς εάν το εν λόγω χρονικό διάστημα άρχεται από την ημερομηνία της εξουδετέρωσης και εφεξής ή έχει αναδρομική ισχύ. Συνάγεται ευχερώς από τα παραπάνω ότι η ανωτέρω μεταβολή της στάσης της Α.Δ.Α.Ε. σε συνδυασμό με την ηχηρή απουσία των εγγυήσεων του Ν. 2225/1994 και των ασφαλιστικών δικλείδων, που παρέχει η συμμετοχή συλλογικού οργάνου στη διαδικασία άρσης του απορρήτου, έχει δημιουργήσει έντονο προβληματισμό, καθώς μάλιστα η Α.Δ.Α.Ε., υιοθετώντας τη θέση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, της προσέδωσε κανονιστική ισχύ[31]. Τέλος, δυνάμει της υπ’ αριθ. 9/2011 Γνωμοδότησης, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου επανήλθε στο εν λόγω ζήτημα, επιβεβαιώνοντας ότι οι ανωτέρω Γνωμοδοτήσεις εξακολουθούν να ισχύουν μετά τις ρυθμίσεις του Ν. 3917/2011[32], τονίζοντας ότι οι αρμόδιες δικαστικές Αρχές μπορούν να ζητούν από τους Παρόχους να τους ανακοινώσουν τα στοιχεία εντοπισμού των προσώπων, που τελούν διάφορα εγκλήματα μέσω κακόβουλης επικοινωνίας, χωρίς να τηρούν την προβλεπόμενη διαδικασία άρσεως του απορρήτου, θεωρώντας ότι ο νομοθέτης με τη ρύθμιση αυτή δεν θέλησε να εισαγάγει νέο περιοριστικό καθεστώς για την χορήγηση των παραπάνω εξωτερικών στοιχείων της επικοινωνίας[33].

Στο σημείο αυτό αξίζει να τονιστεί ότι το Δ.Ε.Ε. μέσω της νομολογίας του έχει δεχτεί πάγια ότι το άρθρο 15 παρ. 1 της οδηγίας 2002/58/ΕΚ δεν αντιτίθεται στη θέσπιση από κράτος μέλος ρύθμισης, η οποία επιτρέπει προληπτικώς τη στοχευμένη διατήρηση των μεταδεδομένων επικοινωνίας, με σκοπό την καταπολέμηση σοβαρών εγκλημάτων. Στην εγχώρια έννομη τάξη, δυνάμει του Ν. 5002/2022, ο οποίος τροποποίησε το Ν. 2225/1994, διευρύνθηκε ο κατάλογος των «ιδιαιτέρως σοβαρών αδικημάτων», για τα οποία δύναται να πραγματοποιηθεί η άρση του απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 19 του Συντάγματος. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Ν. 5002/2022 εξορθολογίσθηκε ο κατάλογος των «ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων», για τα οποία επιτρέπεται η άρση του απορρήτου, καθώς συμπεριλήφθηκαν εγκλήματα με ιδιαίτερη ποινική απαξία κατόπιν αξιολόγησης της φύσης τους, της προσφορότητας του μέτρου της άρσης του απορρήτου για τη διαλεύκανσή τους και της βαρύτητας της επαπειλούμενης ποινής. Όμως, παρά το γεγονός ότι στο σχετικό κατάλογο των περιοριστικώς απαριθμούμενων «ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων» συμπεριλήφθηκαν όλα τα κακουργήματα και πάνω από είκοσι πλημμελήματα[34], σε καμία περίπτωση δεν εντάχθηκε η κακόβουλη ή ενοχλητική επικοινωνία, καθώς αφορά μορφές ήσσονος παραβατικότητας σε σύγκριση με τα «ιδιαιτέρως σοβαρά εγκλήματα» ιδιαίτερης ποινικής απαξίας, με αποτέλεσμα η εν λόγω διαδικασία άρσης απορρήτου στην κακόβουλη ή ενοχλητική επικοινωνία να υπολείπεται σε διαδικαστικές εγγυήσεις ακόμα και σε σχέση με τα minima που καθιερώνει ο κατ’ εξουσιοδότηση του Συντάγματος νόμος, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει[35]. Εξάλλου, η τυχόν διεύρυνση του καταλόγου των «ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων» του άρθρου 6 Ν. 5002/2022 με την ένταξη της κακόβουλης ή ενοχλητικής επικοινωνίας σε αυτόν δεν αποτελεί λύση, αλλά αντιθέτως κρίνεται δυσανάλογη, διότι κατά την στάθμιση των αντικρουόμενων δικαιωμάτων σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας αναδεικνύεται ότι η προσβολή του ατομικού δικαιώματος της ελεύθερης και απόρρητης επικοινωνίας θα είναι σαφώς εντονότερη σε σύγκριση με την προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας, που προξενείται από την εν λόγω επικοινωνία. Σε κάθε περίπτωση αποδεικνύεται παραχρήμα το δικαιοκρατικό έλλειμμα που ανακύπτει κατά την άρση του επικοινωνιακού απορρήτου στο πλαίσιο της κακόβουλης επικοινωνίας, όπου έχει προταχθεί η ταχύτητα και η απλούστευση της διαδικασίας χωρίς τις εγγυήσεις του Ν. 2225/1994, όπως ορίζει η συνταγματική επιταγή.

Ως εκ τούτου, είναι σαφές ότι όσο ο νομοθέτης δεν παραβάλλει τις απαιτήσεις της οδηγίας 2002/58/ΕΚ περί διαχείρισης κακόβουλων κλήσεων προς τα προβλεπόμενα στο άρθρο 19 Σ, δημιουργείται ζήτημα ανασφάλειας δικαίου και ανάγκη κανονιστικής εναρμόνισης του εγχώριου νομοθετικού πλαισίου με το ευρωπαϊκό[36]. Καθίσταται πασιφανές από τα παραπάνω ότι στην περίπτωση της κακόβουλης ή ενοχλητικής επικοινωνίας υφίσταται άμεση ανάγκη να διαμορφωθεί ένα νομικό πλαίσιο, που να θέτει ισχυρές ασφαλιστικές δικλείδες ανάλογες του Ν. 2225/1994, έτσι ώστε ο εντοπισμός του παρενοχλούντος και η χρήση των μεταδεδομένων επικοινωνίας του να πραγματοποιείται, με σκοπό να κινηθούν οι νόμιμες διαδικασίες μέσω των δικαστικών αρχών για την τιμωρία του και όχι να πραγματοποιηθεί αυτοδικία ή ανταπόδοση των ενοχλητικών κλήσεων[37]. Και τούτο, διότι, το παρόν καθεστώς δίνει το περιθώριο να χρησιμοποιείται καταχρηστικά η κακόβουλη ή ενοχλητική επικοινωνία ως δικαιολογία για να αποκαλυφθούν τα στοιχεία ταυτότητας καλούντων χωρίς να πληρούνται καν οι όροι αυτής, αφού είναι σύνηθες να παρατηρείται στην καθημερινή δικαστηριακή πρακτική ότι οι καταγγελλόμενες κλήσεις χαρακτηρίζονται ως κακόβουλες από τον καταγγέλλοντα, χωρίς την προσκόμιση κανενός αποδεικτικού μέσου, με αποτέλεσμα να αποδεικνύονται στην πράξη ψευδείς, προκειμένου ο καταγγέλλων να πληροφορηθεί τα στοιχεία ταυτότητας των «παρενοχλούντων» για λόγους που δεν αφορούν εγκληματικές σε βάρος του πράξεις, αλλά ακόμη και προσωπικά ή οικογενειακά ζητήματα[38].

Τελικά, όπως φαίνεται, τη λύση στο ανωτέρω αδιέξοδο αναμένεται να δώσει ο επερχόμενος Κανονισμός E- Privacy[39] με τις εξειδικευμένες ρυθμίσεις του στο εν λόγω ζήτημα. Δυνάμει του άρθρου 13 παρ. 2 της Πρότασης Κανονισμού δίνεται η δυνατότητα στα κράτη μέλη να καταρτίζουν ειδικότερες διατάξεις σχετικά με τη θέσπιση διαδικασιών για την προσωρινή εξουδετέρωση της δυνατότητας απάλειψης της ένδειξης της ταυτότητας της καλούσας γραμμής από τον Πάροχο, όταν ζητείται από τελικούς χρήστες ο εντοπισμός κακόβουλων ή ενοχλητικών κλήσεων, ενώ με το άρθρο 14 προβλέπεται η δυνατότητα των Παρόχων να περιορίζουν τη λήψη από την πλευρά των τελικών χρηστών ανεπιθύμητων κλήσεων. Μάλιστα, στην αιτιολογική σκέψη 29 της ως άνω Πρότασης ορίζεται ότι υπάρχει τεχνολογία που προσφέρει στους Παρόχους τη δυνατότητα να περιορίζουν, με διάφορους τρόπους, τη λήψη από τους τελικούς χρήστες ανεπιθύμητων κλήσεων, περιλαμβάνοντας τη φραγή σιωπηρών κλήσεων και άλλων δόλιων και ενοχλητικών κλήσεων, προκειμένου να προστατεύουν δωρεάν τους τελικούς χρήστες από αυτές. Άλλωστε, οι Πάροχοι θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι τελικοί χρήστες γνωρίζουν την ύπαρξη αυτών των λειτουργιών, για παράδειγμα μέσω της δημοσίευσης της σχετικής ενημέρωσης στην ιστοσελίδα τους. Εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 28 της Πρότασης Κανονισμού προβλέπεται ότι μόνο σε ειδικές περιπτώσεις συγχωρείται ο περιορισμός του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής των τελικών χρηστών – συνδρομητών, όταν αυτό είναι απαραίτητο με την παρεμπόδιση της απάλειψης της ένδειξης της ταυτότητας της καλούσας γραμμής, προκειμένου να ανιχνευθούν οχληρές κλήσεις.

Καθίσταται σαφές από τις ως άνω διατυπώσεις ότι η Πρόταση του Κανονισμού E- Privacy αφήνει στα κράτη μέλη τη διακριτική ευχέρεια να θεσπίζουν ειδικότερες εθνικές διατάξεις σχετικά με την καθιέρωση διαφανών διαδικασιών παράκαμψης, εντοπισμού, εξάλειψης και εν γένει αντιμετώπισης της κακόβουλης κι ενοχλητικής επικοινωνίας[40], με αποτέλεσμα να προκρίνεται κατ’ αρχάς η φραγή των εισερχομένων κακόβουλων κλήσεων και δευτερευόντως η άρση του απορρήτου υπό τις απαιτούμενες δικαστικές εγγυήσεις στις περιπτώσεις που δια της εν λόγω επικοινωνίας διαπράττονται αδικήματα για τα οποία επιτρέπεται η άρση του απορρήτου. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την Πρόταση του Κανονισμού E- Privacy τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν τη διαδικασία με την οποία θα εξουδετερώνεται προσωρινά η απόκρυψη της ταυτότητας της καλούσας γραμμής, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά σε τυχόν υποχρέωση του Παρόχου για άρση του απορρήτου των μεταδεδομένων επικοινωνίας του καλούντος και στη γνωστοποίηση αυτών στον αιτούντα συνδρομητή στην περίπτωση της κακόβουλης ή ενοχλητικής επικοινωνίας, σε αντίθεση με την Οδηγία 2002/58/ΕΚ, που το επιτρέπει και μάλιστα χωρίς την εκ των προτέρων συγκατάθεση του καλούντος συνδρομητή.

 

 

[1] Μαρκόπουλος, Ν. (2018) «Η συνταγματική προστασία των εξωτερικών στοιχείων της επικοινωνίας», Πρακτικά Ημερίδας της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών με θέμα Απόρρητο Επικοινωνιών – Σύγχρονες Προκλήσεις. Αθήνα, 08-05-2018. Αθήνα: Α.Δ.Α.Ε., σελ. 65.

[2] Παπανικολάου, Α. (2021) «Κακόβουλες κλήσεις» και επικοινωνιακό απόρρητο: μια καθόλου αυτονόητη σύμπλευση, ΤοΣ 4/2021, σελ. 1312.

[3] Χρυσόγονος, Κ. (2006) Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 256 επ.

[4] Χρυσόγονος, Κ. (1998) Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα. Αθήνα: Εκδόσεις Σάκκουλας, σελ. 213.

[5] Τσόλιας, Γ. (2013) «Απόρρητο Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών Ι – Συνταγματικό πλαίσιο προστασίας του απορρήτου στον τομέα των τηλεπικοινωνιών». Σε Παύλου, Σ., Σάμιο, Θ. επιμ. Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι. Αθήνα: Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας, σελ. 3.

[6] Λυντέρης, Χ. (1995) «Η άρση του απορρήτου της επικοινωνίας ως μέσο αντεγκληματικής πολιτικής – παρουσίαση του Ν. 225/1994». ΠοινΧρ, 1995, σελ. 119.

[7] Μάνεσης, Α. (2013) Συνταγματικά Δικαιώματα, α΄ Ατομικές Ελευθερίες, Πανεπιστημιακές Παραδόσεις. Αθήνα: Εκδόσεις Σάκκουλας, σελ. 245.

[8] Καμίνης, Γ. (1998) Παράνομα αποδεικτικά μέσα και συνταγματική κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων. Αθήνα: Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλας, σελ. 207.

[9] Μαρκόπουλος, Ν. (2018) «Η συνταγματική προστασία των εξωτερικών στοιχείων της επικοινωνίας», Πρακτικά Ημερίδας της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών με θέμα Απόρρητο Επικοινωνιών – Σύγχρονες Προκλήσεις. Αθήνα, 08-05-2018. Αθήνα: Α.Δ.Α.Ε., σελ. 67.

[10] Παπαδόπουλος, Ν. (2008) Προστασία του Απορρήτου της Επικοινωνίας, Ερμηνευτική Προσέγγιση του Άρθρου 19 του Συντάγματος της Ελλάδος. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 172, 183.

[11] Τσόλιας, Γ. (2013), ό.π., σελ. 8.

[12] Καμίνης, Γ. (1995) «Το απόρρητο της τηλεφωνικής επικοινωνίας: Η συνταγματική προστασία και η εφαρμογή της από τον ποινικό νομοθέτη και τα δικαστήρια». ΝοΒ, τόμος 43, σελ. 205.

[13] Καμίνης, Γ. (1995) ο.π., σελ.512.

[14] Young, K. (2004) “Internet Addiction: A New Clinical Phenomenon and Its Consequences”. American Behavioral Scientist, 48(4), σελ. 402-415. Διαθέσιμο στο Researchgate, https://www.researchgate.net/publication/232496700_Internet_Addiction_A_New_Clinical_Phenomenon_and_Its_Consequences.

[15] Loideain, N.N. (2015) “EU Law and Mass Internet Metadata Surveillance in the Post-Snowden Era. Cogitatio Media and Communication, Τόμος 3 (Τεύχος 2), σελ. 54. Διαθέσιμο στο https://www.mendeley.com/search/?query=EU+Law+and+Mass+Internet+Metadata+Surveillance+in+the+Post-Snowden+Era&dgcid=md_homepage, σελ. 54.

[16] Felten, E. (2013) “Written Testimony”, Committee on the Judiciary Hearing on Continued Oversight of the Foreign Intelligence Surveillance Act. United States Senate, 02-10-2013, σελ. 4.

[17] Παναγοπούλου, Φ. (2023) «Σύνταγμα – Ερμηνεία κατ’ άρθρο – Άρθρο 19», Σε Βλαχόπουλο, Σπ., Κοντιάδη, Ξ., Τασόπουλο, Γ., επιμ. Ηλεκτρονική Έκδοση, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, σελ. 16.

[18] Ν. 3471/2006 άρθρο 8.

[19] Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών. (2006) Πράξη 2322/11-12-2006 με θέμα «Εξουδετέρωση της δυνατότητας μη αναγραφής της καλούσας γραμμής για τον εντοπισμό κακόβουλων ή ενοχλητικών κλήσεων», Αθήνα (ΦΕΚ 1853/2006).

[20] Α.Δ.Α.Ε. Πράξη 2322/2006, ό.π., άρθρο 2.

[21] Α.Δ.Α.Ε. Πράξη 2322/2006, ό.π., άρθρο 5.

[22] Αρκουλή, Κ. (2010) Σειρά Μελετών Αστικού Δικαίου – Προστασία προσωπικών δεδομένων στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 84 επ.

[23] Α.Δ.Α.Ε. Πράξη 2322/2006, ό.π., άρθρο 5 παρ. 1.

[24] Α.Δ.Α.Ε. Πράξη 2322/2006, ό.π., άρθρο 5 παρ. 3.

[25] Τσόλιας, Γ. (2013), ό.π., σελ. 9.

[26] Γνωμοδότηση Εισαγγελέα Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά 9/2009.

[27] Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Τέντε 12/2009.

[28] Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών. (2009) Πράξη 234/04-11-2009 Τροποποίηση της υπ’ αριθ. 2322/11-12-2006 Πράξης της Αρχής με θέμα «Εξουδετέρωση της δυνατότητας μη αναγραφής της καλούσας γραμμής για τον εντοπισμό κακόβουλων ή ενοχλητικών κλήσεων» (ΦΕΚ 2359/2009).

[29] Παπανικολάου, Α. (2021), ό.π., σελ. 1318.

[30] Παπανικολάου, Α. (2021), ό.π., σελ. 1333-1334.

[31] Τσόλιας, Γ. (2013), ό.π., σελ. 18.

[32] Ο Νόμος που ενσωμάτωσε την Οδηγία 2006/24/ΕΚ στην ελληνική έννομη τάξη, η οποία κηρύχθηκε ανίσχυρη το 2014 από το Δ.Ε.Ε. δυνάμει της απόφασης Digital Rights Ireland, επαναφέροντας με αυτόν τον τρόπο σε ισχύ το προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο σχετικά με τη διατήρηση των μεταδεδομένων επικοινωνίας ήτοι του άρθρου 15 παράγραφο 1 της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ.

[33] Γνωμοδότηση του Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη 9/2011.

[34] Κανέλλος, Λ. (2023), The GDPR Handbook, 2023 για DPOs, Επιχειρήσεις & Οργανισμούς, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 140-141.

[35] Παπανικολάου, Α. (2021), ό.π., σελ. 1339.

[36] Παπανικολάου, Α. (2021), ό.π., σελ. 1340.

[37] Τσόλιας, Γ. (2004) «Τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα υπό το πρίσμα του απορρήτου: προβληματισμοί εν όψει της ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ». ΔΙΤΕ (π. ΔΙΜΕΕ), (Τεύχος 3/2004), σελ. 22.

[38] Τσόλιας, Γ. (2013), ό.π., σελ. 9.

[39] Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (2017) Πρόταση Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 10-1-2017 για τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες και την κατάργηση της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ, 2017/0003.

[40] Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (2021) Πρόταση Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 10-02-2021 για τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες και την κατάργηση της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ, 6087/21, άρθρο 14.

Επίκαιρα συμπεράσματα από την πορεία εξέλιξης του Νόμου και της Έννομης Τάξης στην Αρχαία Ρώμη*

Προκόπιος Παυλόπουλος, τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός, Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ

Πρόλογος

Συνιστά πλέον κοινώς παραδεδεγμένη θέση η, ιστορικώς πολλαπλώς τεκμηριωμένη στον χώρο της Νομικής Επιστήμης εν γένει,  διαπίστωση ότι ο Νόμος, ως θεσμικό θεμέλιο της οργάνωσης και της λειτουργίας του Κράτους και της ρύθμισης των εντός αυτού κοινωνικοοικονομικών σχέσεων μεταξύ ιδιωτών -φυσικών ή νομικών προσώπων- στο πεδίο της  Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, υπό το εγγυητικό καθεστώς της αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών και του Κράτους Δικαίου, έλκει σε μεγάλο βαθμότην απώτερη καταγωγή του από τον Νόμο στο Ρωμαϊκό Δίκαιο, ως αντίστοιχο θεσμικό θεμέλιο της «Ρωμαίων Πολιτείας» και, ιδιαιτέρως, της «Res Publica».  Κατά τούτο, είναι προφανές πως πρέπει να γίνει περαιτέρω δεκτό ότι και η σύγχρονη Νομική Επιστήμη  -τουλάχιστον στις Έννομες Τάξεις που οργανώνονται και λειτουργούν ερειδόμενες επί των θεσμικών εγγυήσεων του συστήματος της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας-  πολλά οφείλει, σε ό,τι αφορά την διαχρονική της εξέλιξη, στην Νομική Επιστήμη η οποία διαμορφώθηκε ως «πρώιμη» επιστημονική «ξυνωρίς» του Ρωμαϊκού Δικαίου στην Αρχαία Ρώμη, υπό την καταλυτική επιρροή των κορυφαίων «Juris Prudentes» ή «Juris Consulti» της εποχής εκείνης.

Α. Στο σημείο δε τούτο είναι επιβεβλημένο να γίνει, για λόγους πληρότητας της επιστημονικής νομικής έρευνας, η εξής ιστορική αλλά και θεσμική «αντίστιξη»:

  1. Οπωσδήποτε στις Πόλεις-Κράτη της Αρχαίας Ελλάδας -και των αποικιών που αυτές ίδρυσαν ιδίως στην Κάτω Ιταλία- ο Νόμος, ως μέσο οργάνωσης και λειτουργίας κάθε Πόλης-Κράτους και ρύθμισης των σχέσεων των εντός αυτής μελών του κοινωνικού συνόλου, προϋπήρξε προφανώς του αντίστοιχου Νόμου στην Έννομη Τάξη της Αρχαίας Ρώμης. Και όχι μόνον αυτό, αλλά στην Ιστορία του Δικαίου συναντώνται πάντοτε «ανεξίτηλα» τα ίχνη μεγάλων Νομοθετών, των οποίων η Νομοθεσία πορεύθηκε στενώς συνυφασμένη με την όλη ιστορική πορεία των κατά περίπτωση Πόλεων-Κρατών. Χαρακτηριστικά παραδείγματα παρέχουν: Στην Αθήνα, η Νομοθεσία του Δράκοντος, περί το 624 π.Χ. και η Νομοθεσία του Σόλωνος, περί το 594 π.Χ. η οποία μάλιστα, όπως θα διευκρινισθεί στον οικείο τόπο εν συνεχεία,  επηρέασε τον πρώτο βασικό νόμο της Αρχαίας Ρώμης, τον Δωδεκάδελτο Νόμο. Στην Σπάρτη, η Νομοθεσία του Λυκούργου, περί τον 8ο αιώνα π.Χ.  Στην Κατάνη, η Νομοθεσία του Χαρώνδα, περί τον 7ο αιώνα π.Χ.  Στους Επιζεφύριους Λοκρούς, η Νομοθεσία του Ζαλεύκου, περί το 662 π.Χ.  Και στην Κυρήνη, η Νομοθεσία του Δημώνακος, περί το 550 π.Χ.
  1. Όμως ο Νόμος στην Αρχαία Ελλάδα, υπό τα προμνημονευόμενα χαρακτηριστικά του, κάθε άλλο παρά διαδραμάτισε τον ίδιο ρόλο μ’ εκείνον του Νόμου στο Ρωμαϊκό Δίκαιο και στην οργάνωση, λειτουργία και εξέλιξη της «Ρωμαίων Πολιτείας» και της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Και τούτο κατά κύριο λόγο  διότι στην Αρχαία Ελλάδα και στις Πόλεις-Κράτη της ουδέποτε επήλθε ενοποίηση του όλου νομοθετικού πλαισίου της εποχής, δοθέντος ότι ουδέποτε επήλθε και τελική ουσιαστική ενοποίηση των Πόλεων-Κρατών, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για μια «Ελλήνων Πολιτεία» ανάλογη προς την «Ρωμαίων Πολιτεία».  Εξ ου και δεν γίνεται λόγος στην Ιστορία του Δικαίου για «Αρχαίο Ελληνικό Δίκαιο»  -κατά το «πρότυπο» του Ρωμαϊκού Δικαίου-  αλλά για «Αρχαία Ελληνικά Δίκαια». Με καθένα από τα Δίκαια αυτά να διατηρεί ίδια χαρακτηριστικά και να έχει, εν τέλει, την «τύχη» της Πόλης-Κράτους στην οποία ίσχυσε. «Τύχη»,  που ουδεμία ομοιότητα παρουσιάζει με την εντυπωσιακή συνοχή της Έννομης Τάξης στην Αρχαία Ρώμη καθώς και με την πρωτοφανή «άνθηση», επί πολλούς αιώνες, της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.  Άρα ο Νόμος στην Αρχαία Ελλάδα κατ’ ουδένα τρόπο υπήρξε το θεσμικοπολιτικό μέσο για την ίδρυση και λειτουργία ενιαίας κρατικής οντότητας με μεγάλη εδαφική έκταση και εξίσου μεγάλη διάρκεια, κάτι στο οποίο συνετέλεσε ουσιωδώς και το πολιτικό και πολιτειακό σύστημα που εφαρμοζόταν σε ορισμένες από αυτές τις Πόλεις-Κράτη, δηλαδή το σύστημα της Άμεσης Δημοκρατίας.  Επέκεινα, η λειτουργία του Νόμου στην Αρχαία Ελλάδα δεν επέτρεψε την εκεί δημιουργία και Νομικής Επιστήμης, τουλάχιστον παρεμφερούς μ’ εκείνη που προέκυψε και «μεγαλούργησε» στο πλαίσιο της Έννομης Τάξης της  Αρχαίας Ρώμης.  Είναι δε χαρακτηριστικό ότι στην Αρχαία Ελλάδα δεν υπήρξαν μεγάλοι «Juris Prudentes» ή «Juris Consulti», όπως στην «Ρωμαίων Πολιτεία». Βεβαίως, την ουσία και την θεσμική «αποστολή» του Νόμου «επεξεργάσθηκαν» θεωρητικώς στην Αρχαία Ελλάδα εμβληματικές φιλοσοφικές φυσιογνωμίες, όπως π.χ. ο Πλάτων, κυρίως στον διάλογο των «Νόμων» και ο Αριστοτέλης, κυρίως στα «Πολιτικά» και στα «Ηθικά Νικομάχεια». Μόνο που αυτές οι φιλοσοφικές φυσιογνωμίες ανέλυσαν τον Νόμο υπό την φιλοσοφική του, κατά βάση, διάσταση και υφή. Και όχι υπό όρους και προϋποθέσεις αμιγώς νομικής θεωρητικής προσέγγισης, όπως συνέβη με τους «Juris Prudentes» ή «Juris Consulti» στην Αρχαία Ρώμη. Για τον λόγο αυτό στην Αρχαία Ρώμη γινόταν σαφής διαχωρισμός της θεωρητικής συμβολής μεταξύ των ως άνω «Juris Prudentes» ή «Juris Consulti» και των «Φιλοσόφων» του Νόμου, όπως υπήρξε κατ’ εξοχήν ο Κικέρων.

Β. Σε αντίθεση, λοιπόν, προς την Αρχαία Ελλάδα ο Νόμος στην Αρχαία Ρώμη «δέθηκε» στενά πολύ περισσότερο με την θεσμική θωράκιση του Κράτους -ήτοι τόσο της «Ρωμαίων Πολιτείας» όσο και, πιο συγκεκριμένα, της «Res Publica»- παρά με την κανονιστική ρύθμιση των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων των εκάστοτε μελών του ρωμαϊκού κοινωνικού συνόλου.  Για την ακρίβεια, στον Νόμο η Αρχαία Ρώμη οφείλει πρωτίστως τους «αρμούς» της όλης κρατικής της οργάνωσης.  Αρχής γενομένης από την μετά την πτώση της Βασιλείας («Regnum Romanum») εποχή- ήτοι μάλλον το 510/509 π.Χ., με την εκθρόνιση του 7ου και τελευταίου Βασιλέως των Ρωμαίων, του Λουκίου Ταρκυνίου του Υπερηφάνου (Lucius Tarquinius Superbus)-  έως την περίοδο της εκκίνησης της μεγαλειώδους πορείας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δηλαδή επί Αυτοκράτορος Γαΐου Οκταβιανού Αυγούστου και ουσιαστικώς από το 27 π.Χ. και ύστερα.

  1. Πάνω στον Νόμο, υπό τις επιμέρους κανονιστικές μορφές που προσέλαβε στην διαδρομή της ρυθμιστικής «πορείας» του, θεμελιώθηκε η Έννομη Τάξη στην Αρχαία Ρώμη, ως σύνολο κανόνων δικαίου των οποίων την εφαρμογή στην πράξη εγγυάτο ένας ισχυρότατος -θεσμικώς οργανωμένος πλην όμως δίχως ουσιαστική δημοκρατική νομιμοποίηση- μηχανισμός αυστηρών κυρώσεων. Τον Νόμο και την Έννομη Τάξη στην Αρχαία Ρώμη οδήγησε στον «κολοφώνα» τους, τόσο από πλευράς θεωρητικής επεξεργασίας όσο και από πλευράς πρακτικής εφαρμογής,  η «νεότευκτη» Ρωμαϊκή Νομική Επιστήμη.  Αυτή ήταν έργο περιώνυμων «Juris Prudentes» ή «Juris Consulti» οι οποίοι δεν έμειναν, κάθε άλλο, στο πεδίο μιας επιφανειακής φιλοσοφικής θεώρησης του Νόμου και της Έννομης Τάξης της «Ρωμαίων Πολιτείας».  Αλλά «εμβάθυναν», μ’ εντυπωσιακή μάλιστα νομική οξυδέρκεια, στα χαρακτηριστικά του Νόμου ως Κανόνα Δικαίου, προορισμένου να πλαισιώσει κανονιστικώς αφενός -και πριν απ’ όλα- την κρατική οργάνωση και, αφετέρου, τις κοινωνικοοικονομικές σχέσεις μεταξύ ιδιωτών εντός της «Ρωμαίων Πολιτείας».  Δεν είναι δε υπερβολή να υποστηριχθεί ότι χωρίς την καταλυτική αυτή συνδρομή της Νομικής Επιστήμης στην Αρχαία Ρώμη, ο ρωμαϊκής καταγωγής Νόμος και η Έννομη Τάξη της δεν θα είχαν συνθέσει το «πρότυπο» εκείνο το οποίο μετέπειτα, διά του Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου κυρίως, άσκησε ουσιώδη επιρροή στην Νομική Επιστήμη κατά βάση στην Ηπειρωτική Ευρώπη.  Μια επιρροή που συνεχίσθηκε, αμείωτη, όταν πλέον «πήρε σάρκα και οστά» το Έθνος-Κράτος στην Ηπειρωτική Ευρώπη, υπό το θεσμικοπολιτικό καθεστώς της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ως εγγύησης της Ελευθερίας και, συνακόλουθα, των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
  2. Πραγματικά, η θεωρητική επεξεργασία του Νόμου και της Έννομης Τάξης από τους εκπροσώπους της Νομικής Επιστήμης στην Αρχαία Ρώμη είναι τόσο περισσότερο επίκαιρη ακόμη και σήμερα, όσο η παρακολούθηση της εξέλιξης της Ιστορίας του Δικαίου ιδίως στην Ηπειρωτική Ευρώπη δεν είναι επαρκώς πλήρης χωρίς την αναγωγή στις ρίζες του Δικαίου τούτου, δηλαδή στην Νομοθεσία και στην Έννομη Τάξη της Αρχαίας Ρώμης. Βεβαίως, αυτός ο Νόμος ρωμαϊκής κανονιστικής «κοπής» δεν είχε, όπως ήδη επισημάνθηκε, ίχνος δημοκρατικής νομιμοποίησης ως προς την θέσπισή του και την εφαρμογή του στην πράξη. Κάτι το οποίο τον διαφοροποιεί εντόνως από τον «Κανόνα Δικαίου» ως μέσο κανονιστικής ρύθμισης στο θεσμικοπολιτικό πεδίο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.  Δεν μπορεί όμως να υποτιμηθεί -και πολύ περισσότερο να μηδενισθεί- η ως άνω διαχρονική επιρροή του Νόμου και της Έννομης Τάξης στην Αρχαία Ρώμη και υπό το σύγχρονο καθεστώς της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.  Πολλώ μάλλον όταν η κατά τ’ ανωτέρω επιρροή τεκμηριώνεται ευχερώς και από τα επί της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας «κατάλοιπα» της ρωμαϊκής «Res Publica» και του ρωμαϊκής προέλευσης «Δημόσιου Συμφέροντος», ως «Δημόσιου Σκοπού» που διαφοροποιείται ουσιωδώς από το αριστοτελικής «έμπνευσης» «κοιν ξυμφέρον», το οποίο αφορά κατά κύριο λόγο τις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, φυσικών ή νομικών προσώπων. Στην ανάδειξη της προεκτεθείσας διαχρονικής επικαιρότητας και επιρροής του Νόμου και της Έννομης Τάξης στην Αρχαία Ρώμη -καθώς και της συναφούς τους αρχαιορωμαϊκής  Νομικής Επιστήμης-  είναι αφιερωμένες οι αναλύσεις που παρατίθενται κατωτέρω.

Ι.  Ο Νόμος ως θεσμική «αντηρίδα» της Έννομης Τάξης στο πεδίο της «Ρωμαίων Πολιτείας» και ειδικότερα της «Res Publica»

Στο πλαίσιο της ιστορικής της «ωρίμανσης» και σχεδόν παραλλήλως προς την εξέλιξη της διαμόρφωσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η «Res Publica», ως βασικός πυλώνας της όλης κρατικής οργάνωσης της «Ρωμαίων Πολιτείας» (βλ., αντί άλλης παραπομπής, Προκοπίου Παυλοπούλου, «Θεσμικά «κληροδοτήματα» της ρωμαϊκής «Res Publica» στην σύγχρονη Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία», εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2023, ιδίως σελ. 83 επ.) απέκτησε, με την πάροδο του χρόνου και  διά της εξελικτικής εμπέδωσης του Νόμου και της ρυθμιστικής του κανονιστικής «καταξίωσης», τον πιο «εμβληματικό» θεσμικό «πυρήνα» της. Εκείνον, ο οποίος έμεινε  ουσιαστικώς αμετάβλητος έως το τέλος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στο μέτρο που τα κύρια χαρακτηριστικά του δεν επηρεάσθηκαν, τουλάχιστον σε βαθμό ουσιαστικής αλλοίωσης, από τις «μεταπτώσεις» της πολιτικής συγκυρίας στην Αρχαία Ρώμη. Και τούτο, ακόμη και όταν αυτές οδήγησαν την «Ηγεμονία» σε τόσο μεγάλες περιπέτειες αυθαιρεσίας εκ μέρους του Αυτοκράτορα, ώστε άγγιζαν τα όρια της πολιτικής βαρβαρότητας. Αλλά και εκείνον ο οποίος «μετακενώθηκε», κατά μεγάλο μέρος αυτούσιος, στην «διάδοχο» της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, την Βυζαντινή Αυτοκρατορία.  Επιπλέον δε ήταν αυτός ο «πυρήνας» ο οποίος άφησε, εντέλει, στην μακραίωνη πορεία του σχηματοποιημένη, και δη σε όχι ευκαταφρόνητο βαθμό, την δομή του «Κράτους».  Δομή την οποία «κληρονόμησε» -φυσικά με τις ιστορικώς αναπόφευκτες μεταλλάξεις ή και αλλαγές-  το σύγχρονο Έθνος-Κράτος και, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, η σύγχρονη Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία.  Με απλές λέξεις, το υπό τ’ ανωτέρω θεσμικά δεδομένα «Κράτος» οφείλει, εν πολλοίς, στην «Res Publica» και την θεμελιώδη συνιστώσα –«ρεπουμπλικανικής» ιδιοσυστασίας και μη επηρεαζόμενη, κατά τα ως άνω, από τις κατά καιρούς αυταρχικές αλλοιώσεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας-  της Έννομης Τάξης, ως συνόλου κανόνων δικαίου όπου στην βάση της «δεσπόζει» η θέση του Νόμου.

Α. Τα χαρακτηριστικά του Νόμου στην «Ρωμαίων Πολιτεία»

Κατ’ ιστορική ακρίβεια, ο Νόμος στην Αρχαία Ρώμη διευκόλυνε την οργάνωση και την λειτουργία ενός Κράτους, το οποίο όχι μόνο δομήθηκε και λειτουργούσε με βάση πλήρεις κανόνες δικαίου -υπό την έννοια των «leges perfectae», και όχι των «leges imperfectae» ή, έστω, και των «leges minus quam perfectae»-  αλλά είχε και την θεσμική ισχύ και «νομιμοποίηση» επιβολής του περιεχομένου τους, άρα της εφαρμογής τους στην πράξη,  στα κάθε είδους υποκείμενά του, μέλη του οικείου κοινωνικού συνόλου. Αντιθέτως, το έθιμο –ήτοι κανόνες δικαίου δίχως γραπτή διατύπωση, οι οποίοι δημιουργούνται μέσω μακροχρόνιας (longus usus) και ενσυνείδητης (opinio necessitatis) εφαρμογής στην πράξη- δεν διαδραμάτισε, από κανονιστική έποψη, ουσιαστικό ρόλο στο πλαίσιο του Ρωμαϊκού Δικαίου, είτε πρόκειται για το Jus Publicum είτε πρόκειται για το Jus Privatum και ιδίως για το Jus Civile. Συγκεκριμένα, το έθιμο στην Αρχαία Ρώμη διαδραμάτισε περιορισμένο ρόλο, και μόνο στις επαρχίες εκείνες που κατακτούσαν σταδιακώς οι Ρωμαίοι. Εκεί, και έως ότου επιβληθεί πλήρως το Ρωμαϊκό Δίκαιο, ίσχυαν οι προϋφιστάμενοι και προϊσχύσαντες γραπτοί ή και άγραφοι κανόνες δικαίου, φυσικά για περιορισμένο χρονικό διάστημα.

  1. Το Ρωμαϊκό Δημόσιο Δίκαιο

Κατά τούτο, το Κράτος στην Αρχαία Ρώμη είχε το «προνόμιο»  -μέρος του «Imperium», όπως θ’ αναλυθεί στην συνέχεια- της θέσπισης των κανόνων δικαίου γενικώς.  Κυρίως όμως των κανόνων δικαίου για την οργάνωση και λειτουργία του, συνεπώς και για την θέσπιση των κανόνων του «Jus Publicum», του Δημόσιου Δικαίου.

α) Προστίθεται εδώ ότι μεγάλο μέρος του Δημόσιου Δικαίου διαμορφώθηκε στην Αρχαία Ρώμη όχι μόνο μέσω παραδοσιακών «θεσμικών διαδικασιών»  -βεβαίως υπό την έννοια των διαδικασιών που προβλέπονταν «καταστατικώς» στο ρυθμιστικό θεσμικό πλαίσιο της «Ρωμαίων Πολιτείας»-  αλλά και σε αρκετές περιπτώσεις μέσω «εξαιρετικών» διαδικασιών.  Δηλαδή διαδικασιών, οι οποίες εξελίχθηκαν κατά κανόνα σε περιόδους αντίστοιχης αυθαίρετης διακυβέρνησης, που μόνο σπάνιες και μεμονωμένες δεν ήταν,  όπως αποδεικνύει εναργώς το ιστορικό «αποτύπωμα» της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

β) Αυτούς τους κανόνες δικαίου του «Jus Publicum», ανεξαρτήτως μάλιστα από τον τρόπο θέσπισής τους, στην Αρχαία Ρώμη το Κράτος είχε την ισχύ  -διαθέτοντας την συναφή «νομιμοποίηση»-  να τους επιβάλλει στα μέλη του κοινωνικού συνόλου επιδιώκοντας την άνευ όρων εφαρμογή τους.  Εφαρμογή, η οποία σήμαινε ότι όλα τα μέλη του κοινωνικού συνόλου  -προεχόντως δε οι «Cives Romani»-  όφειλαν ν’ αποδεχθούν το περιεχόμενο των τεθειμένων κανόνων δικαίου και να υπακούσουν στις επιταγές τους, ουσιαστικά δίχως θεσμοθετημένη δυνατότητα αμφισβήτησής τους.  Ελάχιστες ήταν οι διαδικαστικές ευχέρειες άσκησης ενός έστω και στοιχειώδους «δικαιώματος του αναφέρεσθαι»  -κυρίως προς τον Αυτοκράτορα-  οι οποίες μάλιστα σπάνια είχαν «ευτυχή κατάληξη».  Επιπλέον, αυτός ο τρόπος κρατικής επιβολής κυρίως των κανόνων του «Jus Publicum» στην Αρχαία Ρώμη οδήγησε και στην εμφάνιση «οργανωμένων» μορφών κρατικού καταναγκασμού, ο οποίος αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα του «Imperium» των κορυφαίων ιθυνόντων εντός της «Ρωμαίων Πολιτείας», κατά βάση δε των Αυτοκρατόρων.

  1. Το ρωμαϊκό Δημόσιο Δίκαιο και η σύνδεσή του με το «Δημόσιο Συμφέρον»

Ιδιαίτερη έμφαση, κατά την εφαρμογή στην πράξη του Ρωμαϊκού Δημόσιου Δικαίου, πρέπει να δοθεί στην σύνδεση της κανονιστικής του ενεργοποίησης με την επέλευση των επιμέρους συνεπειών του «Δημόσιου Συμφέροντος», όπως τούτο λειτουργούσε θεσμικώς εντός της «Res Publica».

α) Θεσμικό «απαύγασμα» της στενής σχέσης μεταξύ Νόμου και Κράτους, στο πλαίσιο της οργάνωσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υπήρξε η ανάδειξη της «Res Publica» ως αντίστοιχου θεσμικού «πυρήνα» που καθόριζε, ταυτοχρόνως, από την μια πλευρά το ρυθμιστικό περιεχόμενο και τον τελικό προορισμό του Νόμου καθώς και τον εν γένει σκοπό, ο οποίος νομιμοποιεί την οργάνωση και την λειτουργία του Κράτους.  Και, από την άλλη πλευρά, την αδήριτη ανάγκη υπακοής των πολιτών του στις αποφάσεις των οργάνων του.

α1)  Η ρωμαϊκής προέλευσης «Res Publica» συνδεόταν αρρήκτως με τον θεμελιώδη κανόνα ότι το Κράτος -πάντα με την έννοια που το προσλαμβάνουμε, grosso modo, και σήμερα-  εξασφάλιζε την «νομιμοποιητική» του βάση όταν η οργάνωση και λειτουργία που υπηρετούσε το «Δημόσιο Συμφέρον». Το οποίο υπερέβαινε, και δη κατά πολύ, το κατά την Αρχαία Ελληνική Νομική Σκέψη -και ειδικότερα το κατά την Αριστοτελική σκέψη- «κοιν ξυμφέρον». Ήτοι, και όπως ήδη σημειώθηκε, το «άθροισμα» και την «κοινή συνισταμένη» των κατ’ ιδίαν συμφερόντων των μελών του οικείου κοινωνικού συνόλου.  Μελών, τα οποία είχαν στην καθημερινή τους ζωή σημαντική αυτοτέλεια ως προς την επιλογή των πράξεων που καθόριζαν την συμπεριφορά τους, ενώ αντιστοίχως η εξάρτησή τους από την Πολιτεία ήταν ασυγκρίτως μικρότερη από εκείνη των «Cives Romani».

α2)  Τούτο προκύπτει ως συμπέρασμα εκ του ότι, κατ’ ουσίαν και κατά βάθος, αυτό το υπό το πνεύμα του Ρωμαϊκού Δικαίου «Δημόσιο Συμφέρον» σηματοδοτεί θεσμικώς και το «συμφέρον» της Πολιτείας, ως κανονιστικώς οργανωμένης οντότητας η οποία «υπέρκειται», θεσμικώς, του κοινωνικού συνόλου που εξουσιάζει.  Η ιδιόμορφη αυτή ιεράρχηση σημαίνει, περαιτέρω, ότι το μεν κοινωνικό σύνολο είναι το θεμέλιο της νομιμοποίησης της Πολιτείας.  Πλην όμως η θεσμικώς οργανωμένη, μέσω του Νόμου, Πολιτεία είναι αυτή, η οποία δια των οργάνων της προσδιορίζει κυριάρχως τους σκοπούς -και τα μέσα επίτευξής τους- που πρέπει να επιδιωχθούν, προκειμένου και εκείνη να «επιβιώσει» και να εξελιχθεί αλλά και το οικείο κοινωνικό σύνολο να διασφαλίσει την ομαλή διαμόρφωση των μεταξύ των μελών του κοινωνικών  και οικονομικών σχέσεων.  Με άλλες λέξεις, και σύμφωνα πάντα με τα δεδομένα του Ρωμαϊκού Δικαίου, η «Res Publica» καθόριζε και τα όρια της «δημόσιας σφαίρας», απολύτως διακριτά  από εκείνα της «ιδιωτικής σφαίρας», αναδεικνυόμενη έτσι σε «προάγγελο» της σύγχρονης διάκρισης μεταξύ «Πολιτικής Κοινωνίας» και «Κοινωνίας των Πολιτών».  Αποκτά δε κάποιο ενδιαφέρον και το ότι την σύγχρονη αυτή διάκριση εμπνεύσθηκε ένας «επίγονος» των Ρωμαίων, ο Antonio Gramsci, για ν’ αποτελεί σήμερα καίριο μέρος της ανάλυσης στο πεδίο της ευρύτερης Πολιτικής Επιστήμης, και όχι μόνο.

β)     Τα προεκτεθέντα βασικά χαρακτηριστικά της «Res Publica» φέρνουν στο φως και το ότι ήταν εκείνη που αποτέλεσε το αρχικό θεμέλιο πάνω στο οποίο «κτίσθηκε» στην συνέχεια το «Δημόσιο Συμφέρον», ως στοιχείο οριοθέτησης αλλά και οιονεί «νομιμοποίησης» της δραστηριότητας του Κράτους στην σύγχρονη εποχή.

β1) Η «νομιμοποίηση» αυτή συνίσταται στο ότι η συμφωνία της κρατικής δραστηριότητας με τις επιταγές του Δημόσιου Συμφέροντος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του κανονιστικού «πυρήνα» του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας.  Υπό την έννοια, ότι κάθε παρέκκλιση από την εξυπηρέτηση του Δημόσιου Συμφέροντος έχει ως αναγκαία κυρωτική συνέπεια, την παρανομία των επιμέρους πράξεων των κρατικών οργάνων, και ιδίως εκείνων της Εκτελεστικής Εξουσίας.  Συγκεκριμένα στην «Res Publica» οφείλεται, μερικώς βεβαίως, η διαμόρφωση της σύγχρονης έννοιας του «Δημόσιου Συμφέροντος» ως θεσμικού «γνώμονα», με βάση τον οποίο αφενός κρίνεται η νομιμότητα κάθε κρατικής -και κυρίως διοικητικής- πράξης. Και αφετέρου, αλλά και επέκεινα, τ’ αρμόδια κρατικά όργανα, πρωτίστως δε τα δικαιοδοτικά, αποφασίζουν ως προς το αν και κατά πόσον οι πράξεις αυτές πάσχουν από «κατάχρηση εξουσίας».

β2)  Το πώς και γιατί το σύγχρονο «Δημόσιο Συμφέρον» έχει τις ρίζες του και στον γενικότερο θεσμό της «Res Publica» συνάγεται, εν πολλοίς, και από το ότι ο τελευταίος διαμορφώθηκε, στο πλαίσιο του Ρωμαϊκού Δικαίου, κατά μετεξέλιξη –σ’ επίπεδο πολιτειακής οργάνωσης, γεγονός το οποίο επιτείνει την διαφοροποίησή του, κατά τ’ ανωτέρω, από το Ελληνικής προέλευσης «γενικό συμφέρον» που ουδέποτε συνδέθηκε ευθέως με τον «Δήμο»-  του επίσης ρωμαϊκής καταγωγής θεσμού της «Res Populi».  Αυτό προκύπτει ευχερώς ιδίως από την κλασική, πολιτική και νομική, ανάλυση του Κικέρωνος (βλ. π.χ. De Re Publica, I, XXV, 19).

γ) Κατά τον Κικέρωνα, ως «Res Publica» νοείται η κοινή επιδίωξη των πολιτών -ήτοι των εχόντων την «Civitas Romana»- στο πλαίσιο της οποίας καθένας:

γ1)  Πρώτον, συμβάλλει ευθέως -δια της δημοκρατικής οδού όσο κάτι τέτοιο είναι εμπράκτως εφικτό- στον προσδιορισμό του αντίστοιχου δημόσιου σκοπού.  Εξού και είναι οιονεί «ιδιοκτήτης» του, γεγονός που δικαιολογεί την προσφυγή στον όρο «res» ο οποίος παραπέμπει, και ετυμολογικώς, στο εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας.

γ2) Δεύτερον, είναι βεβαίως φορέας των δικαιωμάτων που πηγάζουν από την εκπλήρωση του δημόσιου σκοπού.  Πλην όμως υποχρεούται, αυτοθρόως, ν’ αναγνωρίζει και να σέβεται στο ακέραιο τα δικαιώματα όλων των άλλων πολιτών, οι οποίοι συνέβαλαν εξίσου στον προσδιορισμό του αυτού δημόσιου σκοπού.  Κάπως έτσι εξηγείται η κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο υποχρέωση αλληλεγγύης μεταξύ των πολιτών, όπως περιγράφεται, μ’ εξαιρετικά γλαφυρό τρόπο, από τον Τίτο Λίβιο και με την μορφή της «Caritas Rei Publicae» στο έργο του «Ab Urbe Condita».

δ) Ένα τέτοιο αμάλγαμα επιδίωξης δημόσιου σκοπού, υπό όρους συνδυασμού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, μπορεί να καταστεί πράξη μόνο με βάση την κατάλληλη θεσμική υποδομή.  Αφού μόνον η υποδομή αυτή είναι σε θέση να διασφαλίσει, με τις απαιτούμενες εγγυήσεις καταναγκασμού -θεσμικής πάντοτε προέλευσης- την επέλευση των πρόσφορων κανονιστικών  αποτελεσμάτων του αμαλγάματος τούτου.  Κατά συνέπεια, αυτό το θεσμικό υπόστρωμα πρέπει να στηρίζεται σε κανόνες δικαίου κανονιστικού περιεχομένου, δηλαδή κανόνες δικαίου με γενικό και απρόσωπο ρυθμιστικό περιεχόμενο.

δ1)  Και είναι ακριβώς αυτοί οι κανόνες δικαίου, πάνω στους οποίους θεμελιώνονται η έννοια και η ουσία της -βασικής για την υπόσταση της «Res Publica»-  «Juris Consensus», που κατά κάποιο τρόπο παραπέμπει και στην συναίνεση αλλά και στην αποδοχή των ως άνω κανόνων δικαίου.  Τούτο προκύπτει εκ του ότι η τελευταία υποδηλώνει και την σημασία της «Κοινωνίας των Πολιτών» ως προς την εμπέδωση του εφαρμοστέου δικαίου για την επιδίωξη του Δημόσιου Συμφέροντος.  Μάλιστα δε ανεξάρτητα από το ποιο είναι το πολιτειακό εκείνο όργανο το οποίο θεσπίζει το δίκαιο αυτό, άρα και την ωφέλεια («utilitas») που συνιστά τον πυρήνα της «Res Publica».  Γι’ αυτό και, σε τελική ανάλυση, σύμφωνα με τον Κικέρωνα ο «Λαός» στην πραγματικότητα οργανώνεται ως η κοινωνία, η οποία έχει συναντίληψη όχι αναφορικά  με μιαν αφηρημένη σύλληψη της κοινής ωφέλειας, αλλά ως προς μιαν αρκούντως συγκεκριμένη εικόνα για το κανονιστικό πλαίσιο που προσδιορίζει την ωφέλεια αυτή.

δ2) Πάνω στις προμνημονευόμενες αρχικές και πρωτόλειες, βάσεις της «Res Publica» του Ρωμαϊκού Δικαίου στηρίχθηκε κατά ένα τρόπο, βεβαίως αιώνες μετά, και αυτό τούτο το Κράτος Δικαίου. Το οποίο συνθέτει σήμερα την θεμελιωδέστερη συνιστώσα της σύγχρονης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, πραγματικού πυλώνα όχι μόνο της Δημοκρατίας αλλά και όλου του Δυτικού Πολιτισμού.  Και τούτο διότι το Κράτος Δικαίου, τουλάχιστον κατά τα στοιχειώδη συστατικά του στοιχεία, σημαίνει την κρατική εκείνη οντότητα που νομιμοποιείται, θεσμικώς και πολιτικώς, να υπάρχει και να δραστηριοποιείται μόνον όταν υπηρετεί το Δημόσιο Συμφέρον.  Αυτό προϋποθέτει ότι το Κράτος από την μια πλευρά οργανώνεται και λειτουργεί μόνο με βάση τους κανόνες δικαίου, οι οποίοι προσδιορίζουν και τις συντεταγμένες του Δημόσιου Συμφέροντος.  Και, από την άλλη πλευρά, υπάρχουν θεσμοθετημένες κυρώσεις  -ιδίως κυρώσεις που εκπορεύονται από τα όργανα της Δικαστικής Εξουσίας- σε περίπτωση παραβίασης της Αρχής της Νομιμότητας από τα κάθε είδους κρατικά όργανα.

δ3) Μέσα σε αυτό δε το πλαίσιο «λειτουργεί» και το Δημόσιο Συμφέρον ως θεμελιώδες στοιχείο της Αρχής της Νομιμότητας σε ό,τι αφορά την δράση των κρατικών οργάνων, κατεξοχήν δε των οργάνων της Εκτελεστικής Εξουσίας.  Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε στο ουσιαστικό και πρωτίστως στο δικονομικό δίκαιο των σύγχρονων Κρατών, των οποίων η οργάνωση και λειτουργία στηρίζεται στους κανόνες της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, η παραβίαση των κανονιστικών δεδομένων του Δημόσιου Συμφέροντος -είτε με την μορφή της ευθείας προσβολής του είτε με την μορφή της εξυπηρέτησης άλλου Δημόσιου Συμφέροντος, από εκείνο που επιβάλλουν οι in concreto εφαρμοζόμενοι κανόνες δικαίου- από τα κρατικά όργανα συνεπάγεται την ακυρότητα των σχετικών πράξεών τους.  Ακόμη δε και την θέση σε κίνηση του μηχανισμού της αστικής ευθύνης του Δημοσίου ή και της αμιγώς προσωπικής τους ευθύνης.

 

Β. Η δομή του Νόμου στο πλαίσιο του Ρωμαϊκού Δικαίου

Αν και ο «Δωδεκάδελτος Νόμος»  -δηλαδή η «αρχετυπική εστία» της αρχαιορωμαϊκής νομοθεσίας-  μάλλον δανείσθηκε στοιχεία, κατά την ουσία της ρύθμισης ορισμένων  κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων, και από τα Αρχαία Ελληνικά Δίκαια όπως διευκρινίζεται στην συνέχεια, ο Νόμος, ως «Κανόνας Δικαίου» υπό την έννοια που προσέλαβε ιδίως στον χώρο του σύγχρονου Ευρωπαϊκού Νομικού Πολιτισμού, έχει αμιγώς αρχαιορωμαϊκή καταγωγή.  Και τούτο διότι ο Νόμος, και μάλιστα ανεξαρτήτως της προέλευσής του -με άλλα λόγια ανεξαρτήτως του αν ήταν προϊόν της βούλησης λαϊκών αντιπροσωπευτικών οργάνων ή μονοπρόσωπων πολιτειακών οργάνων κάθε μορφής- ήταν εκείνος, ο οποίος δια των κανονιστικών  του δυνατοτήτων και δια της αναγκαστικής εφαρμογής του επί των μελών του οικείου κοινωνικού συνόλου επέτρεψε την θεσμική θεμελίωση της Ρωμαϊκής -και κατόπιν της Βυζαντινής- Αυτοκρατορίας ως «κρατικής οντότητας» με την μορφή που γνωρίζουμε σήμερα.  Επιπροσθέτως ο Νόμος, κατά την προμνημονευόμενη προέλευσή του, μέσω του Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου και της μετέπειτα επιρροής του κυρίως στις Έννομες Τάξεις της Ηπειρωτικής Ευρώπης έχει αφήσει ανεξίτηλα τα ίχνη του στην μεγάλη πλειονότητα των Έννομων Τάξεων των Κρατών, τα οποία έχουν υιοθετήσει στην εποχή μας ως πρότυπο πολιτειακής οργάνωσης το θεσμικοπολιτικό «αμάλγαμα» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

  1. Η περίοδος της οιονεί «sacrosanctitas» του Νόμου στο πλαίσιο του Ρωμαϊκού Δικαίου

Αυτό οφείλεται στο ότι με τα προεκτεθέντα, πάντοτε αρχαιορωμαϊκής καταγωγής, συστατικά του στοιχεία ο Νόμος αφενός κατέστησε εφικτή την κανονιστική ρύθμιση των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων στην Αρχαία Ρώμη, έτσι ώστε να εξελίσσεται όσο το δυνατό περισσότερο ομαλώς η κοινωνική συνύπαρξη και, κατ’ επέκταση, να διασφαλίζεται αποτελεσματικώς η κοινωνική συνοχή. Γεγονός, βεβαίως, στοιχειώδες και για την «παραγωγική» πορεία της εν γένει πολιτισμικής δημιουργίας.  Και αφετέρου  -αλλά και κατά κύριο λόγο-  επέτρεψε την, υπό θεσμικώς αρκούντως σταθερούς όρους, οργάνωση και λειτουργία του Κράτους.  Κάτι που βρίσκεται και σήμερα στο επίκεντρο κάθε Έννομης Τάξης, η οποία οργανώνεται και λειτουργεί υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις των θεσμικών «συντεταγμένων» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

α) Η πορεία του Νόμου στην Αρχαία Ρώμη, ως μέσου ρύθμισης των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων, δεν υπήρξε «ευθύγραμμη», ιδίως σε ό,τι αφορά την γνώση του περιεχομένου των διατάξεών του εκ μέρους των μελών του κοινωνικού συνόλου, στο οποίο απευθύνονταν και του οποίου την εν γένει ζωή ρύθμιζαν κανονιστικώς.  Πραγματικά, έως τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ.  -κυρίως εξαιτίας του ότι η οργάνωση και λειτουργία των πολιτειακών θεσμών της «Ρωμαίων Πολιτείας» δεν είχε αποκτήσει ακόμη, έστω και κατ’ επίφαση, δημοκρατικά χαρακτηριστικά ως προς την δομή της Έννομης Τάξης της-  η γνώση του ισχύοντος δικαίου («Jus») και των δικονομικών κανόνων εφαρμογής του στην πράξη («Legis Actiones») περιοριζόταν, αποκλειστικώς, σε έναν πολύ στενό κύκλο προσώπων-δημόσιων λειτουργών, κατά την σύγχρονη ορολογία, περιβαλλόμενο έτσι τον «μανδύα» μιας οιονεί θεσμικής «sacrosanctitas».

β) Επιβάλλεται να διευκρινισθεί ότι η έλλειψη γνώσης του εφαρμοζόμενου δικαίου συμπεριλάμβανε έως και τις καθορισμένες ημέρες απονομής της Δικαιοσύνης, εκ μέρους των εχόντων την κατά περίπτωση δικαιοδοσία δικαστικών οργάνων («Dies Fasti»).  Κατά τις ιστορικές μαρτυρίες, η ουσιαστική γνώση του τότε ισχύοντος Ρωμαϊκού Δικαίου ανήκε μόνο στους «Pontifices» και στο βοηθητικό τους προσωπικό, γεγονός το οποίο καταδείκνυε και τις βαθιές θρησκευτικές ρίζες της όλης οργάνωσης της «Ρωμαίων Πολιτείας» κατά την εποχή εκείνη.  Με αυτόν τον τρόπο τα ως άνω όργανα αφενός είχαν ένα τεράστιο  -καταλυτικό θα μπορούσε να πει κανείς-  πλεονέκτημα έναντι των «Cives Romani», κατεξοχήν δε, όπως είναι ευνόητο, έναντι των Πληβείων.  Αφετέρου δε κατείχαν μιαν εμφανώς δεσπόζουσα θέση στην γενικότερη κρατική ιεραρχία.

  1. Τα «αποκαλυπτήρια» του Νόμου στην Αρχαία Ρώμη

Όμως, στο τέλος του 4ου αιώνα π.Χ.  -και, κατά πάσα πιθανότητα, το 304 π.Χ.-  ένας γραμματέας του Υπάτου και Κήνσορος Αππίου Κλαυδίου Καίκου (Appius Claudius Caecus), ονομαζόμενος Γναίος Φλάβιος (Gnaeus Flavius), «υπέκλεψε» από αυτόν σημαντικό μέρος των ισχυόντων στην Αρχαία Ρώμη κανόνων δικαίου.  Για την ακρίβεια δε το μεγαλύτερο μέρος του τότε ισχύοντος Ρωμαϊκού Δικαίου.

α) Έτσι το Ρωμαϊκό Δίκαιο άρχισε σταδιακώς να γίνεται ευρέως γνωστό στους κύκλους των πολιτών, τους οποίους αφορούσε.  Τούτο δε είχε ως αναγκαία συνέπεια και το ότι οι πολίτες αυτοί μπορούσαν να έχουν πλέον ελεύθερη, σχετικώς, πρόσβαση στους ουσιαστικούς και δικονομικούς κανόνες που κατοχύρωναν τα, όποια, δικαιώματα ή έννομα συμφέροντά τους, έστω και σ’ εμβρυακή μορφή.  Αν και ο Γναίος Φλάβιος ενήργησε εν προκειμένω όπως, περίπου, ο μυθικός Προμηθέας «Πυρφόρος», δεν είχε την «δεινή» τύχη την οποία περιγράφει για τον ημίθεο ο Αισχύλος, στον «Προμηθέα Δεσμώτη».  Όλως αντιθέτως, ο Γναίος Φλάβιος έγινε εν συνεχεία μέλος της Συγκλήτου και υπήρξε ένας από τους «Aediles Curules».  Έτσι μάλλον επιβραβεύθηκε σε μεγάλο βαθμό, φθάνοντας να του ανατεθεί ύπατο αξίωμα σχετιζόμενο και με την κατασκευή και συντήρηση δημόσιων έργων και κτιρίων στην Αρχαία Ρώμη.

β) Σε ό,τι αφορά την ρύθμιση των σχέσεων του κοινωνικού συνόλου μεταξύ των μελών του, ο Νόμος στην Αρχαία Ρώμη διευκόλυνε την διαμόρφωση κανόνων δικαίου οι οποίοι, με βάση το ειδικότερο περιεχόμενό τους, έφθασαν έως το επίπεδο σύστασης πραγματικών «κλάδων» του  -υπό την σημερινή εκδοχή του-  Ιδιωτικού Δικαίου.  Κλάδων σχετιζόμενων με τις stricto sensu κοινωνικές σχέσεις, όπως π.χ. με αυτές που ρύθμιζε το δίκαιο για τις οικογενειακές σχέσεις.  Και κλάδων σχετιζόμενων με τις, lato sensu, οικονομικές σχέσεις, όπως π.χ. με αυτές που ρύθμιζε το δίκαιο για τις εμπράγματες σχέσεις και για τις ενοχικές σχέσεις.  Δίκαιο το οποίο, πέραν των άλλων, μας άφησε και την μεγάλη νομική «κληρονομιά» του Ρωμαϊκού Αστικού Δικαίου (Jus Civile) αναφορικά με την έννοια και τις διακρίσεις των πραγμάτων, καθώς και αναφορικά με την διάκριση μεταξύ εμπράγματων και ενοχικών δικαιωμάτων.  Διόλου, λοιπόν, συμπτωματικό το ότι ακόμη και σήμερα η επιστημονική μελέτη του Ιδιωτικού Δικαίου, τουλάχιστον στο πλαίσιο των Έννομων Τάξεων των Κρατών της Ηπειρωτικής Ευρώπης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωμένη δίχως την προσφυγή στις «πηγές» του Ρωμαϊκού Δικαίου και του μετέπειτα διαμορφωθέντος στην βάση του Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου.

γ)  Ως προς την ρύθμιση της οργάνωσης και λειτουργίας του Κράτους, ο Νόμος στην Αρχαία Ρώμη οδήγησε και στις «παρυφές» της εξέλιξης του, υπό την σημερινή εκδοχή του, Δημόσιου Δικαίου κατά τα όσα επισημάνθηκαν προηγουμένως ακροθιγώς.  Καθώς επίσης και στις αντίστοιχες «παρυφές» της διάκρισης μεταξύ Δημόσιου και Ιδιωτικού Δικαίου, αν ληφθούν υπόψη κυρίως οι γνωμοδοτικές «παρακαταθήκες» των σπουδαιότερων Νομομαθών της Αρχαίας Ρώμης. Ο κλασικός ορισμός της διάκρισης αυτής παραμένει πάντα επίκαιρος (Ulpianus, με στοιχεία του ορισμού τούτου ν’ απαντώνται στις Εισηγήσεις του Ιουστινιανού, 1.1.4, στον Πανδέκτη, 1.1.1.2 και στα Βασιλικά, 2.1.11): «Jus Publicum est quod ad statum Rei Romanae spectat, Privatum quod ad singulorum utilitatem pertinet» («Δημόσιο Δίκαιο είναι εκείνο που αφορά την «Ρωμαίων Πολιτεία». Ιδιωτικό Δίκαιο δε είναι εκείνο που ρυθμίζει τα του οφέλους των επιμέρους προσώπων»).

  1. Η κανονιστική μορφή του Νόμου στο Ρωμαϊκό Δίκαιο

Αυτή η μορφή του Νόμου και η σχέση του, ως προς την καταγωγή του και την εφαρμογή του, με το Κράτος, συνέβαλαν αποφασιστικώς τόσο στην κανονιστική του «τελειοποίηση» όσο και στην επέκεινα διαμόρφωση της πρώτης, κατ’ ουσίαν, Νομικής Επιστήμης στην Αρχαία Ρώμη.  Συγκεκριμένα δε μετά τον «Δωδεκάδελτο Νόμο», ο Νόμος στην Αρχαία Ρώμη αποκτά, εξελικτικώς, την ολοκληρωμένη  -με τα σημερινά νομικά δεδομένα-  μορφή του, στηριζόμενος στην εξής δομή:

α) Προηγείτο το «Προοίμιο» («Praescriptio»), το οποίο εμπεριείχε τις βασικές διευκρινίσεις για τον λόγο θέσπισής του αλλά και για το όνομα του προτείνοντος «Άρχοντος», δηλαδή για το «Nomen Gentilicium».  Αυτό το «Προοίμιο» μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ως ο αρχαιότερος «προπομπός» της αιτιολογικής έκθεσης, η οποία συνοδεύει σήμερα υποχρεωτικώς κάθε νομοθετικό κείμενο πριν καταλήξει στην τελική θεσμοθέτησή του. Και η οποία αποτελεί, ταυτοχρόνως, επισήμως αναγνωρισμένο «οδηγό» της εφαρμογής των διατάξεών του στην πράξη.

β) Ακολουθούσε η «Rogatio», η οποία ενσωμάτωνε το σύνολο των κανονιστικών ρυθμίσεων του Νόμου, ήτοι τους κανόνες δικαίου που θεσπίζονταν με αυτόν.  Με την σειρά της, η «Rogatio» αντιστοιχεί στο σύγχρονο «corpus» κάθε νομοθετικού κειμένου, στο οποίο περιλαμβάνονται οι stricto sensu κανόνες δικαίου που θεσπίζονται κατά περίπτωση.

γ) Το κανονιστικό πλαίσιο του Νόμου ολοκλήρωνε η «Sanctio», η κύρωση. Με αυτή κατοχυρώνονταν οι κυρώσεις, οι οποίες επρόκειτο να επιβληθούν εις βάρος εκείνων που, ενδεχομένως, θα παραβίαζαν τις διατάξεις του Νόμου.  Ήταν δε ακριβώς αυτή η «Sanctio» η οποία προσέδιδε στον Νόμο το θεσμικό καθεστώς του «πλήρους κανόνα δικαίου», της «lex perfecta».  Σε αντίθεση προς τους «ατελείς» («leges imperfectae») και προς τους «ημιτελείς» («leges minus quam perfectae») κανόνες δικαίου, από το κανονιστικό πλαίσιο των οποίων είτε απουσίαζε εντελώς η κύρωση είτε η κύρωση αυτή θεσπιζόταν σε μια μάλλον «εμβρυακή», και κατά τούτο αναποτελεσματική, κανονιστική μορφή.

  1. Η διαχρονική θεσμική «αίγλη» του αρχαιορωμαϊκής προέλευσης Νόμου

Από τα προαναφερθέντα συνάγεται ευχερώς και το πόσο, υπό τα χαρακτηριστικά  του αυτά, ο Νόμος στην Αρχαία Ρώμη «προσεγγίζει» τον Νόμο στο σύγχρονο Κράτος Δικαίου και στην επίσης σύγχρονη Αρχή της Νομιμότητας εντός του πεδίου της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

α) Συγκεκριμένα, ο κανονιστικός «πυρήνας» του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας συνίσταται όχι μόνο στην θέσπιση του κανόνα δικαίου, ως μέσου υποχρεωτικής ρύθμισης της ανθρώπινης συμπεριφοράς.  Αλλά και στην πρόβλεψη και λειτουργία των απαραίτητων κυρωτικών μηχανισμών, σε περίπτωση παραβίασής του από εκείνους προς τους οποίους απευθύνεται ρυθμιστικώς.  Γεγονός το οποίο συνεπάγεται, περαιτέρω, ότι όσο αποδυναμώνονται οι κυρωτικοί μηχανισμοί τόσο αποδυναμώνονται, αντιστοίχως, το Κράτος Δικαίου και η Αρχή της Νομιμότητας.  Αυτό δε το φαινόμενο δεν είναι, κάθε άλλο, υποθετικό στην εποχή μας, αν αναλογισθεί κανείς π.χ. τις διαστάσεις της ραγδαίας κανονιστικής αποδυνάμωσης του Διεθνούς Δικαίου, ακριβώς λόγω της απουσίας αποτελεσματικών κυρωτικών μηχανισμών κατά την εφαρμογή του.  Απουσίας, η οποία καθιστά τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, τουλάχιστον σε πολλές περιπτώσεις, «leges minus quam perfectae» ή και, ευθέως, «leges imperfectae».

β) Ένα άλλο ανάλογο παράδειγμα απομείωσης της κανονιστικής ισχύος των κανόνων δικαίου, επίσης στην εποχή μας, αφορά την επέκταση του λεγόμενου «soft law» στην σύγχρονη νομική-δικαϊκή πραγματικότητα.  Το οποίο ναι μεν εμφανίζει ορισμένα, όχι ευκαταφρόνητα, πλεονεκτήματα σχετιζόμενα με την ευχερέστερη αποδοχή των κατά περίπτωση ρυθμίσεών του από τα «υποκείμενά» του, λόγω μετριασμού των μειονεκτημάτων του καταναγκασμού και της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά την εφαρμογή των κλασικών κανόνων δικαίου.  Πλην όμως η, «μοιραία» οπωσδήποτε, μειωμένης εμβέλειας υποχρεωτική εφαρμογή και εκτέλεση στην πράξη των κανόνων του «soft law» δεν παύει να πλήττει, σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις, την εν γένει κανονιστική δυναμική συγκεκριμένων ρυθμιστικών «πτυχών» του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας στις αντίστοιχες Έννομες Τάξεις.

  1. Η Νομική Επιστήμη «στην υπηρεσία» του Ρωμαϊκού Δικαίου

Ως προς την Νομική Επιστήμη στην Αρχαία Ρώμη (βλ., ενδεικτικώς, Δημητρίου Γκόφα, «Ιστορία του Ρωμαϊκού Δικαίου», ΙΙΑ, έκδ. Α.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 1976, ιδίως σελ. 71 έπ.) πάνω στην βάση του Νόμου, αυτή είχε ως αφετηρία την επεξεργασία και εκλαΐκευση του Δικαίου με στόχο όχι μόνο την θεωρητική του ανάλυση αλλά  -και μάλιστα πρωτίστως-  και την εφαρμογή του στην πράξη με δίκες που διεξάγονταν ενώπιον των ποικίλων «δικαιοδοτικών» οργάνων της εποχής.  Προς την κατεύθυνση αυτή «πρωτοπόρος» θεωρείται ιστορικώς ο Τιβέριος Κορουνκάνιος (Tiberius Coruncanius), πρώτος Πληβείος «Pontifex Maximus», ο οποίος περί το 280 π.Χ. άρχισε να διατυπώνει και να παρέχει δημοσίως «γνωμοδοτήσεις» σε όσους απηύθυναν προς αυτόν σχετικές ερωτήσεις για το ισχύον δίκαιο και για τους δικονομικούς κανόνες εφαρμογής του.

α) Ακολουθώντας την ίδια παράδοση και εξελίσσοντάς την, με εντυπωσιακό νομικώς τρόπο, εμφανίσθηκαν στην συνέχεια οι Νομομαθείς της Αρχαίας Ρώμης ως «Juris Prudentes» ή «Juris Consulti», των οποίων η νομική δραστηριότητα, η «Jurisprudentia»  -η γνώση των ισχυόντων κανόνων δικαίου στα όρια της «αυθεντίας»-  επεκτεινόταν σε τέσσερις διαφορετικές, πλην όμως συμπληρωματικές μεταξύ τους, δραστηριότητες:

α1)     «Respondere», δηλαδή στην σύνταξη γνωμοδοτήσεων επί του ισχύοντος in concreto δικαίου και επί της εφαρμογής του στην πράξη.

α2)     «Cavere», δηλαδή στην παροχή οδηγιών προεχόντως για την κατάρτιση δικαιοπραξιών, έτσι ώστε τα συμβαλλόμενα μέρη να προστατεύουν τα έννομα συμφέροντά τους υπό όρους μιας στοιχειώδους ασφάλειας δικαίου.

α3)     «Agere», δηλαδή στην ενημέρωση ως προς τις νομικές ενέργειες, στις οποίες ο ενάγων θα μπορούσε και θα έπρεπε να προβεί ενώπιον των «δικαιοδοτικών» οργάνων για την υπεράσπιση των έννομων συμφερόντων του.

α4)     «Scribere», δηλαδή στην συγγραφή νομικών μελετών, εντός του πλαισίου των οποίων οι ισχύοντες κανόνες δικαίου εξετάζονται συστηματικώς και με περαιτέρω θεωρητική ανάλυση. Σε αυτή την δράση των «Juris Prudentes» οφείλεται, κατά μεγάλο βαθμό, η «άνθηση» της Νομικής Επιστήμης στην Αρχαία Ρώμη.  Και είναι εντυπωσιακό ότι τα σωζόμενα έργα τους  -ιδίως δε τα σωζόμενα έργα των Celsus, Gaius, Julianus, Papinianus, Paulus, Ulpianus- αποτελούν, και σήμερα, πολύτιμη «πηγή» για την ιστορική επιστημονική έρευνα ως προς τις απαρχές της Νομικής Επιστήμης και ως προς τις «ρίζες» πολλών νομικών εννοιών, σε όλο το φάσμα του νομικού επιστητού,  κατεξοχήν δε στον χώρο του Ιδιωτικού Δικαίου.

β) Το κατά τα προεκτεθέντα «προνόμιο» («beneficium») της «γνωμοδότησης» («publice respondere») απονεμόταν στους «Juris Prudentes» ή «Juris Consulti» από τον Αυτοκράτορα –αρχής γενομένης μάλλον από τον Οκτωβιανό Αύγουστο- με την μορφή του «jus publice respondi».

β1)     Ήταν δε τέτοιο και τόσο το νομικό κύρος των γνωμοδοτήσεων αυτών ώστε, σύμφωνα με «μαρτυρία» του Gaius (I, 7), από την εποχή του Αυτοκράτορα Αδριανού και μετέπειτα οι επί του ιδίου, grosso modo, θέματος γνωμοδοτήσεις αποκτούσαν ισχύ πλήρους κανόνα δικαίου εάν δεν εξέφεραν διαφορετική μεταξύ τους άποψη.

β2)     Επισημαίνεται, ότι στο πλαίσιο των κατά τα προεκτεθέντα γνωμοδοτήσεων των «Juris Prudentes» ή «Juris Consulti» σημαντική επιρροή ασκούσε η συχνή προσφυγή στην Αρχαίας Ελληνικής προέλευσης αρχή της «επιείκειας» («aequitas»), διά της οποίας το ισχύον δίκαιο –και με βασικό στόχο την κάλυψη ενδεχόμενων κενών  ή την αντιμετώπιση ενδεχόμενων νομοθετικών αντιφάσεων- προσαρμοζόταν καταλλήλως στις διαρκώς εξελισσόμενες «πτυχές» της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας. Την κατά τα ως άνω σημασία της «aequitas» στο πεδίο του Ρωμαϊκού Δικαίου αποδίδει εκφραστικώς η ρήση του νομομαθούς Celsus (D.1, 1, 1) για το Δίκαιο εν γένει: «Jus est ars boni et aequi».

γ) Υπό τα δεδομένα αυτά ήταν τόσο σημαντική η εξέλιξη της Νομικής Επιστήμης στην Αρχαία Ρώμη, ώστε από τότε εμφανίσθηκαν και οι πρώτες «Νομικές Σχολές» («Sectae»), κατά βάση μετά τον 1ο αιώνα μ.Χ.  Επρόκειτο για τις αποκαλούμενες «Stationes jus publice docentium aut respondentium». Δύο από αυτές έχουν καταστεί «περιώνυμες» στο πεδίο της έρευνας της Ιστορίας του Δικαίου:

γ1)     Η «Σχολή των Προκουλιανών», η οποία πήρε το όνομά της από τον διάδοχο του ιδρυτή της, του Marcus Antistius Labeo, ήτοι από τον Proculus. Ο  Marcus Mateus Antistius Labeo υπήρξε σύγχρονος του Αυγούστου και ήταν ευθέως αντίθετος προς αυτόν. Πολυγραφότατος, άφησε έργο 400 τόμων. Αντιθέτως, για τον Proculus δεν σώζονται πολλά στοιχεία, πλην της ενεργού συμμετοχής του στην «Σχολή των Προκουλιανών». Η «Σχολή των Προκουλιανών», επηρεαζόμενη από την «Περιπατητική Σχολή», εξέφραζε  μάλλον πιο δημοκρατικές αντιλήψεις με αρκετά προοδευτικό «πρόσημο».

γ2) Kαι η «Σχολή των Σαβινιανών» ή «Κασσιανών», η οποία πήρε το όνομά της επίσης από τους διαδόχους του ιδρυτή της, του Gaius Ateius Capito, ήτοι από τον Massurius Sabinus και τον Gaius Cassius Longinus.  O Gaius Ateius  Capito, με μικρή γραπτή συνεισφορά στην Νομική Επιστήμη εντός του πλαισίου της «Σχολής των Σαβινιανών», ήταν σφοδρός πολέμιος του Marcus Antistius Labeo και ένθερμος υποστηρικτής του Αυγούστου, εξ ου και ο τελευταίος τον «έχρισε» Ύπατο. Ο Massurius Sabinus έζησε την εποχή του Νέρωνα και άφησε ως συγγραφικό έργο ένα τρίτομο «Jus Civile». Και ο Gaius Cassius Longinus έζησε την εποχή του Νέρωνα και του Κλαυδίου, διετέλεσε δε –ως «συμπαθών» προς το καθεστώς της εποχής- Πραίτωρ, Ύπατος και Ανθύπατος. Έχει γίνει δεκτό από ορισμένους μελετητές του Ρωμαϊκού Δικαίου ότι ο Gaius Cassius Longinus συνέγραψε τα έργα που αποδίδονται πλέον στον Gaius , πλην όμως η άποψη αυτή ουδόλως έχει επιβεβαιωθεί με στοιχειωδώς ασφαλή τεκμήρια. Η «Σχολή των Σαβινιανών» υποστήριζε πιο συντηρητικές θέσεις, έχοντας υιοθετήσει περισσότερο τις θεωρήσεις  της Στωϊκής Φιλοσοφίας και αποτελούσε «στήριγμα»  για το καθεστώς  της «Ηγεμονίας».

δ)     Από τα προεκτεθέντα καθίσταται προαφανές ότι η Νομική Επιστήμη στην Αρχαία Ρώμη –πάντοτε «υπό το φως» του Ρωμαϊκού Δικαίου- οφείλει τα μέγιστα στο γνωμοδοτικό  έργο αλλά και  στην γνωμοδοτική πράξη των «Juris Prudentes» ή «Juris Consulti». Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε πολλά από τα στοιχεία και τα εν γένει τεκμήρια του Ρωμαϊκού Δικαίου, τα οποία επηρεάζουν έως και σήμερα την πορεία εξέλιξής του και την επεξεργασία του ως οιονεί «αρχετυπικής» πηγής του Δικαίου και της Νομικής Επιστήμης στον χώρο της Ηπειρωτικής Ευρώπης, προκύπτουν προεχόντως από τις «συλλογές» τους, όπως αυτές διατηρήθηκαν εν πολλοίς χάρη  στην «διάδοχο»  κατάσταση του Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου.  Kαι κατά κύριο λόγο χάρη στην κωδικοποιητική επεξεργασία, η οποία κατέληξε στην εμβληματική «Ιουστινιάνεια Νομοθεσία». Μεταξύ των ως άνω «Juris Prudentes» ή «Juris Consulti» -και πέραν εκείνων  που προμνημονεύθηκαν ως βασικοί εκπρόσωποι των «Σχολών» των «Προκουλιανών» και των «Σαβινιανών» ή «Κασσιανών»- ως σπουδαιότεροι μνημονεύονται εν συνεχεία, κατ’ αλφαβητική  σειρά για λόγους συστηματικούς, οι εξής:

δ1)     Ο Publius Juventius Celsus. Η νομική του δραστηριότητα αναπτύχθηκε και κορυφώθηκε την εποχή του Αυτοκράτορα Αδριανού. Την νομική του κατάρτιση οφείλει και στο γεγονός ότι ο πατέρας του υπήρξε αξιόλογος –εκ των ιδρυτικών μελών- νομομαθής της «Σχολής των Προκουλιανών». Ο Publius Juventius Celsus έγραψε  «πανδεκτική» νομική συλλογή αποτελούμενη από τριάντα εννέα βιβλία. Στο πολιτικό πεδίο διετέλεσε Πραίτωρ, Ύπατος –και μάλιστα δύο φορές- και μέλος του Consilium Principis  του Αυτοκράτορα Αδριανού.

δ2)     Ο Gaius. Η ζωή του και η διαδρομή του ως νομικού στην εποχή του τον καθιστούν μια «αινιγματική» ιστορικώς φυσιογνωμία. Και τούτο διότι η μεν επιρροή του στην εξέλιξη του Ρωμαϊκού Δικαίου και στους μεταγενέστερους νομικούς εκπροσώπους του είναι, οπωσδήποτε, αδιαμφισβήτητη και πανθομολογούμενη, όπως «μαρτυρούν» ιδίως το ότι αφενός είναι ένας εκ των πέντε σπουδαίων νομομαθών που αναφέρονται στον  «Νόμο των Αναφορών» του Αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Β΄ (426 μ.Χ.).  Kαι, αφετέρου, στην κωδικοποίηση του Ιουστινιανού αποκαλείται, εν είδει ύψιστης αναγνώρισης, «Gaius noster» (Inst. 4, 18, 5). Πλην όμως ελάχιστα γνωρίζουμε, και σήμερα, για την ζωή του και την δραστηριότητά του στην Αρχαία Ρώμη. Σίγουρα έζησε την εποχή του Αυτοκράτορα Αδριανού (D. 3, 4, 5, 7) και ανήκε στην «Σχολή των Σαβινιανών», είναι δε αξιομνημόνευτο –αλλά και άκρως παράδοξο- ότι πιθανότατα δεν ανήκει στους «Juris Prudentes» ή «Juris Consulti», στους οποίους είχε απονεμηθεί το κατά τα προεκτεθέντα  κοινό «προνόμιο» των «Juris Prudentes» ή «Juris Consulti». Το βέβαιο είναι ότι ήταν Ρωμαίος Πολίτης, και δη εκ γενετής, με ιδιαίτερα πλούσια και  «εκλεπτυσμένη» Ελληνική μόρφωση –όπως συνέβαινε σχεδόν με όλους τους  ξεχωριστούς πνευματικούς Ρωμαίους πολίτες- αφού είχε την δυνατότητα να εκφράζεται και να γράφει, και μάλιστα μ’  εξαιρετική άνεση, τόσο στην Λατινική όσο και στην Ελληνική γλώσσα. Καθώς ήδη επισημάνθηκε προηγουμένως, δεν στηρίζεται σε τεκμηριωμένη βάση η άποψη που υποστηρίχθηκε από ορισμένους, σύμφωνα με την οποία τα έργα του Gaius ανήκουν στον Gaius Cassius Longinus, μαθητή του Massurius Sabinus και εκ των γνωστών νομομαθών της «Σχολής των Σαβινιανών».

δ3)     Ο Salvius Julianus. Έζησε την εποχή  των Αυτοκρατόρων Αδριανού, Αντωνίνου του «Ευσεβούς», μάλλον δε και του Μάρκου Αυρηλίου, με μεγάλη πολιτική δράση και κυρίως με  αναμφισβήτητα σπουδαία νομική  «παραγωγή», την οποία αξιοποίησε δεόντως ο Αυτοκράτορας Αδριανός. Ειδικότερα, άσκησε επί μακρόν καθήκοντα Υπάτου, Πραίτωρα και  Διοικητή Επαρχιών, κατά κύριο λόγο στην Γερμανία και στην Ισπανία. Στο πλαίσιο της Νομικής Επιστήμης στην Αρχαία Ρώμη άφησε τεράστιο «πανδεκτικό» γραπτό έργο, αποτελούμενο από ενενήντα βιβλία. Κατά ορισμένους, ο Salvius Julianus και ο Aemilius Papinianus είναι οι κατ’ εξοχήν «εμβληματικοί» εκπρόσωποι  της Νομικής Επιστήμης, η οποία ανέδειξε την διαχρονική αξία του Ρωμαϊκού Δικαίου.

δ4)     Ο Herennius Modestinus. Ίσως ο τελευταίος εξέχων Ρωμαίος εκπρόσωπος της Νομικής Επιστήμης της αποκαλούμενης «κλασσικής»  περιόδου. Ήταν μαθητής του Domitius Ulpianus και το έργο του καθιερώθηκε και αναγνωρίσθηκε ιστορικώς λόγω των σχετικών εκτενών  «αποσπασμάτων» του που εντάχθηκαν στον «Νόμον των Αναφορών» του Αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Β΄. Υπενθυμίζεται ότι στον Herennius Modestinus ανήκει ο ορισμός του  γάμου, ο οποίος ήταν  γενικώς αποδεκτός έκτοτε –από τον 3ο αίωνα μ.Χ.- έως και τις τελευταίες δεκαετίες: «Γάμος στίν νδρός καί γυναικός  συνάφεια καί συγκλήρωσις το βίου παντός,  θείου τε καί νθρωπίνου δικαίου κοινωνία».

δ5)     Ο Aemilius Papinianus. Κατά την κρατήσασα μεταξύ των «επιγώνων» του νομικών άποψη, ο Aemilius Papinianus αναγνωρίζεται  ως ο κορυφαίος εκπρόσωπος της Νομικής Επιστήμης στο πεδίο του Ρωμαϊκού Δικαίου. Είναι δε άκρως αντιπροσωπευτική η αναφορά: «Ad sublimissimum Papinianus» (Const. Omnem, 1). Το γνωστό έργο του περιλαμβάνεται κυρίως στα δέκαεννέα βιβλία των «Responsa» και στα τριάντα εννέα βιβλία των «Quaestiones», που διασώθηκαν ιδίως χάρη στα τεκμήρια τα οποία αποτέλεσαν στην συνέχεια μέρος του Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι ο Aemilius Papinianus  διετέλεσε Praefectus Praetorio  και μέλος  του Consilium Principis –μαζί με τον Julius Paulus- την εποχή του Αυτοκράτορα Καρακάλλα. Έζησε έως το 212 μ.Χ., όταν και καταδικάσθηκε σε θάνατο από τον Αυτοκράτορα Καρακάλλα διότι αρνήθηκε να υποστηρίξει νομικώς την από αυτόν δολοφονία του αδελφού του Γέτα.

δ6)     Ο Julius Paulus. Ο οποίος, όπως ήδη επισημάνθηκε, έζησε και έδρασε ως νομικός την ίδια, περίπου, περίοδο με τον Aemilius Papinianus. Και αυτός διατέλεσε Praefectus Praetorio και μέλος  του Consilium Principis, όταν ήταν Αυτοκράτορας  ο Αλέξανδρος Σεβήρος. Το νομικό του έργο υπήρξε εντυπωσιακό, τόσο από πλευράς έκτασης όσο και από πλευράς ποιότητας. Το έργο αυτό έμεινε γνωστό κυρίως από  την συλλογή αποσπασμάτων, εκ πέντε βιβλίων, με τίτλο «Pauli Sententiae», καθώς και από το γεγονός ότι σημαντικό μέρος του «Πανδέκτη» του Ιουστινιανού, στο πλαίσιο του Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου, συντίθεται από αποσπάσματα  των νομικών συγγραφών του. Από το ως άνω έργο του αναφέρονται, ενδεικτικώς, τα «Σχόλια ad Sabinum» και τα «Responsa», τα οποία εμπεριέχονται σε είκοσι τρία βιβλία.

δ7)     Ο Sextus Pomponius. Έζησε την ίδια περίοδο με τον Salvinus Julianus, δίχως όμως ν’ αποκτήσει την δική του νομική «αίγλη» και αναγνώριση. Την σπουδαιότερη για την Νομική Επιστήμη στην Αρχαία Ρώμη συμβολή του συνιστά η προσπάθειά του να συγγράψει μια «Ιστορία του Ρωμαϊκού Δικαίου», όπως αυτή καταγράφηκε στο έργο του «Liber Singularis Enchiridii». Διευκρινίζεται ότι πολλά από τα στοιχεία του έργου τούτου του Sextus Pomponius αλλοιώθηκαν ουσιωδώς στην συνέχεια.

δ8)     Ο Domitius Ulpianus. Ο οποίος δικαίως μπορεί να  χαρακτηρισθεί ως ο πιο «κλασσικός» από τους «Juris Prudentes» ή «Juris Consulti», ιδίως αν  ληφθεί υπόψη η πληρότητα και η ευκρίνεια της νομικής του σκέψης, και κατ’ εξοχήν των  «ορισμών» που διατύπωσε για πολλές και  κρίσιμες έννοιες του Ρωμαϊκού Δικαίου. Από το εξαιρετικά πλούσιο έργο του  ξεχώρισαν μέσα στον χρόνο  οι «Institutiones», τα «Σχόλια ad Edictum» –περιεχόμενα σε ογδόντα τρία βιβλία –καθώς και τα «Σχόλα ad Sabinum». Είναι δε χαρακτηριστικό της νομικής αξίας της σκέψης του Domitius Ulpianus ότι διόλου ευκαταφρόνητο μέρος του «Πανδέκτη», ο οποίος συντάχθηκε επί Ιουστινιανού, αποτελείται από εκτεταμένα αποσπάσματα του έργου του. Ως προς την lato sensu πολιτική του σταδιοδρομία, ο Domitius Ulpianus άσκησε καθήκοντα  Praefectus Praetorio και Praefectus  Annonae.

ε)     Η κατά τα  προεκτεθέντα Νομική Επιστήμη στην Αρχαία Ρώμη είχε αρχίσει  να παρακμάζει ήδη από την εποχή του Διοκλητιανού (284 μ.Χ.). Οπότε ο 3ος αιώνας μ.Χ. αναδεικνύεται, σε ό,τι αφορά αυτή την Νομική Επιστήμη, σε μια μεταβατική περίοδο που, ταυτοχρόνως, συμπίπτει με την προϊούσα μετατόπιση του «κέντρου βάρους» της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από την Δύση προς την Ανατολή.

 ε1)    Την ως άνω «μετάβαση» σηματοδότησε, οιονεί επισήμως, και η μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από την Ρώμη στο Βυζάντιο.  Έκτοτε, η Νομική Επιστήμη που έως τότε είχε την «έδρα» της στην Ρώμη, «μετακομίζει»,  κατά κάποιο τρόπο,  στην Ανατολική πλευρά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και υφίσταται σημαντικές μεταλλάξεις, σε σχέση με τα αρχικά της χαρακτηριστικά, «συναντώντας» το ανερχόμενο «Ελληνιστικό Πνεύμα».

ε2)     Υπό τις συνθήκες αυτές, ενώ στην Δύση η Νομική Επιστήμη, η σχετιζόμενη με το Ρωμαϊκό Δίκαιο, διέρχεται περίοδο εντεινόμενης παρακμής, δημιουργούνται στην Ανατολή νέες Νομικές Σχολές.  Ήδη από τον 3ο αιώνα είχε ιδρυθεί η Νομική Σχολή της Βηρυτού, ενώ «δομές» Νομικών Σχολών αρχίζουν ν’ ακμάζουν προοδευτικώς στην Κωνσταντινούπολη, στην Αλεξάνδρεια, στην Αντιόχεια και στην Αθήνα.  Ιδίως οι Νομικές Σχολές της Βηρυτού και της Κωνσταντινούπολης αναδεικνύουν νέες «μορφές» της νομικής σκέψης, π.χ. στα πρόσωπα του Ευδοκίου, του Κυρίλλου, του Λεοντίου και του Πατρικίου.

Γ. Η «προϊστορία» του Δωδεκάδελτου Νόμου

Στην βάση του Ρωμαϊκού Δικαίου ίσχυσε, για τέσσερις σχεδόν αιώνες  -αρχής γενομένης από τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ.-  ο «Δωδεκάδελτος Νόμος» («Lex Duodecim Tabularum»).  Προ του «Δωδεκάδελτου Νόμου» φαίνεται να ίσχυε μια μορφή αρχαϊκού Ρωμαϊκού Δικαίου, το λεγόμενο «Jus Quiritium», εφαρμοζόμενο επί των «Quirites», δηλαδή κατά βάση επί των «Cives Romani».

  1. Η «γέννηση» του Δωδεκάδελτου Νόμου

Το δίκαιο αυτό  -ιδίως κατά την εποχή της Βασιλείας-  ήταν κυρίως άγραφο και εθιμικό, ερειδόμενο σε μεγάλο βαθμό επί των «Mores Majorum» και επί της «Consuetudo».  Αναφέρεται μάλιστα ιστορικώς και μια συλλογή κανόνων δικαίου, το «Jus Papirianum», εκ του ονόματος του συντάκτη της, του Παπιριανού (Papirianus), πρώτου «Pontifex Maximus» μετά την κατάλυση της Βασιλείας.  Ο οποίος την κατήρτισε συγκεντρώνοντας και συστηματοποιώντας τις «Leges Regiae», που αναφέρονται ως νόμοι ψηφισθέντες επί Βασιλείας.  Μάλλον όμως δεν επρόκειτο περί ψηφισμένων νόμων αλλά περί ενός συνόλου επίσης αρχαϊκών κανόνων του «Ιερού Δικαίου», τους οποίους  εφάρμοζαν οι «Pontifices».  Στην συνέχεια θεσπίσθηκε ο «Δωδεκάδελτος Νόμος», κάτω από τις ακόλουθες συνθήκες:

α) Υπό το προμνημονευόμενο καθεστώς του εθιμικού και άγραφου δικαίου -κατά τον Pomponius, καθεστώς «sine lege certa, sine jure certo»- οι Πληβείοι αισθάνονταν ανασφαλείς και υποβαθμισμένοι μιας και το Δίκαιο απονεμόταν, σχεδόν κατά γενικό κανόνα, υπέρ των Πατρικίων.

β) Με πρωτοβουλία του Δημάρχου Τερεντίλιου Χάρσα (Terentilius Harsa) αντέδρασαν δυναμικώς και ζήτησαν γραπτή κωδικοποίηση του Δικαίου.  Οι Πατρίκιοι αρχικώς αρνήθηκαν, για να καμφθούν στην συνέχεια ύστερα από δέκα ολόκληρα χρόνια και να συμφωνήσουν στην συγκρότηση σχετικής «νομοπαρασκευαστικής επιτροπής».  Μάλιστα, κατά μία ιστορική παράδοση τριμελής πρεσβεία της έφθασε στην Αθήνα, το 455 π.Χ., για την μελέτη της νομοθεσίας Σόλωνος.  Άλλωστε,  είναι γεγονός ότι οι ίδιοι οι Ρωμαίοι αποδέχονταν μια τέτοια νομοθετική επιρροή.  Για παράδειγμα, ο Κικέρων («De Legibus», 2.23.58) και ο Gaius («De Legem XII Tabularum», D.10.1.13, 42.22.7) υποστήριζαν ότι συγκεκριμένες διατάξεις του «Δωδεκάδελτου Νόμου» είχαν ως πρότυπο την νομοθεσία του Σόλωνος.

  1. Αρχαιοελληνικά «ίχνη» στο κανονιστικό πλαίσιο του Δωδεκάδελτου Νόμου

Για «του λόγου το ασφαλές», ιδιαιτέρως ενδεικτικές της επί του Δωδεκάδελτου Νόμου επιρροής των Αρχαίων Ελληνικών Δικαίων, και πρωτίστως της νομοθεσίας του Σόλωνος, είναι οι εξής «μαρτυρίες» του Gaius και του Ulpianus (βλ., ενδεικτικώς, Λυδίας Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη, «Στοιχεία ελληνικών επιδράσεων στα λατινικά κείμενα του Corpus Juris Civilis. Αποσπάσματα από την αρχαιοελληνική γραμματεία.», εκδ. Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα, 2006, ιδίως σελ. 79 επ.):

α) Κατά τον Gaius, ειδικώς οι διατάξεις του Δωδεκάδελτου Νόμου, κατά τις οποίες οι εταιρικές συμφωνίες -στο πλαίσιο ενός πρωτόλειου δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι την εποχή εκείνη- είναι ισχυρές μόνον όταν δεν αντίκεινται προς τους κείμενους νόμους (Δωδεκάδελτος Νόμος, VIII. 27: «His (sodalibus) potestatem facit lex (XII tab.), pactionem quam velint sibi ferre, dum ne quid ex publica lege corrumpant; sed haec lex videtur ex lege Solonis translate est»), κατάγονται ευθέως από την Νομοθεσία του Σόλωνος  (D.47.22.4: «Gaius libro quarto ad legem duodecim, sodales sunt, qui eiusdem collegii sunt: quam Graeci ταιρείαν vocant· his autem potestatem facit lex pactionem quam velint sibi ferre, dum ne quid ex publica lege corrumpant· sed haec lex videtur ex lege Solonis tralata esse·  nam illuc ita est: άν δ δμος φράτορες ερών ργίων ναται σύσσιτοι μόταφοι θιασται π λείαν οχόμενοι ες μπορίαν, τι ν τούτων διαθνται πρς λλήλους, κύριον εναι, ἐὰν μ παγορεύσ δημόσια γράμματα.»)

β) Επίσης κατά τον Gaius, σειρά διατάξεων περί του κανονισμού ορίων στο ρυθμιστικό πεδίο του Δωδεκάδελτου Νόμου (Δωδεκάδελτος Νόμος, VII, 2) έχουν τις ρίζες τους στην Νομοθεσία του Σόλωνος.   (D.10.1.13: «Gaius libro quarto ad legem duodecim tabularum, sciendum est in actione finium regundorum illud observandum esse, quod ad exemplum quodammodo eius legis scriptum est, quam Athenis Solonem dicitur tulisse: nam illic ita est: Ἐὰν τς αμασιν παρ’ λλοτρί χωρί ρύττ, τν ρον μ παραβαίνειν· ἐὰν τειχίον, πόδα πολείπειν· ἐὰν δ οκημα, δύο πόδας· ἐὰν δ τάφον βόθρον ρύττ, σον τ βάθος , τοσοτον πολείπειν· ἐὰν δ φρέαρ, ργυιάν, λαίαν δ κα συκν ννέα πόδας π το λλοτρίου φυτεύειν, τ δ λλα δένδρα πέντε πόδας.»)

γ) Επιπλέον, κατά τον Ulpianus η διάκριση της κλοπής σε φανερή –«επ’ αυτοφώρ»-  και μη φανερή στον Δωδεκάδελτο Νόμο  (Ι.1.10) προέρχεται από αντίστοιχες αναφορές των Αρχαίων Ελληνικών Δικαίων (D.47.2.3: «Ulpianus libro quadrangesimo primo ad Sabinum, fur est manifestus, quem Graeci π’ ατοφώρappellant, hoc est eum, qui deprehenditur cum furtoEt parvi refert, a quo deprehendatur, utrum ab eo cuius res fuit au ab alio. Sed ultrum ita demum fur sit manifestus, si in faciendo furto deprehendatur, an vero et si alicubi fuerit deprehensus? Et magis est, ut et Iulianus scripsit, etsi non ibi deprehendatur, ubi furtum fecit, adtyamen esse furem manifestum, si cum re furtiva fuerit adprehensus, priusquam eo loci rem pertulerit, quo destinaverat.»)  Τα προεκτεθέντα επιβεβαιώνονται και από το ακόλουθο χωρίο των «Βασιλικών» (Β.60.12.2): «Κα μανίφεκτος μν κλοπ στιν ν ο λληνες καλοσιν π’ ατοφώρ, τουτέστιν τε κλέπτης καταλαμβάνεται μετ το κλαπέντος πράγματος. Κα ο διαφερόμεθα, τς στιν πέχων ατόν, πότερον παρ’ κείνου κρατεται το κυρίου το πράγματος ντος παρ’ τέρου τινός.»

  1. Η ολοκλήρωση της διαδικασίας κατάρτισης του Δωδεκάδελτου Νόμου

Τελικώς,  περί το 450 π.Χ. η ορισθείσα προηγουμένως, το 451 π.Χ., με την συναίνεση Πατρικίων και Πληβείων Δεκαμελής Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή -«Decemviri Legibus Scribendis»- ολοκλήρωσε την κωδικοποίηση της νομοθεσίας της «Ρωμαίων Πολιτείας» και την κατέγραψε σε δώδεκα δέλτους.  Έτσι προέκυψε ο «Δωδεκάδελτος Νόμος», ως «Lex Duodecim Tabularum», και κυρώθηκε από την Λαϊκή Συνέλευση «Comitia Curiata», συνιστώντας τον πρώτο ψηφισμένο νόμο  -«Lex Rogata»- στην Αρχαία Ρώμη.  Κατά τον Τίτο Λίβιο, ο «Δωδεκάδελτος Νόμος» ήταν ο «Θεμελιώδης Νόμος» της «Res Publica», πηγή του συνόλου του Δημόσιου, του Ιδιωτικού και του Ποινικού Δικαίου, ουσιαστικού και δικονομικού.

α) Οι διατάξεις του «Δωδεκάδελτου Νόμου» χαράχθηκαν σε δώδεκα ορειχάλκινες πινακίδες -οι οποίες δεν διασώθηκαν- που αναρτήθηκαν στο κέντρο της Αρχαίας Ρώμης, στο «Forum», κοντά στο «Βήμα των Ρητόρων» («Rostra»), προκειμένου να έχουν όλοι πρόσβαση σε αυτές και ν’ αποτελεί έτσι το κανονιστικό τους περιεχόμενο «κοινόν κτήμα».  Κάτι το οποίο, όπως είναι ευνόητο, εξυπηρετούσε τα μέγιστα και την ασφάλεια δικαίου, ιδίως μέσω της προσφυγής στ’ αρμόδια «δικαιοδοτικά» fora της εποχής.  Πρόκειται για την πρώτη, τόσο οργανωμένη  και με τόση «επισημότητα», δημοσιοποίηση νομοθετικών ρυθμίσεων στην Αρχαιότητα, κατά κάποιον τρόπο αφενός «προάγγελο» της σύγχρονης υποχρεωτικής δημοσίευσης κυρίως των κανονιστικού περιεχομένου ρυθμίσεων στα δημοκρατικώς οργανωμένα Κράτη.  Και, αφετέρου, «αρχή απόδειξης» ότι και στην τότε «Ρωμαίων Πολιτεία» δεν απουσίαζαν παντελώς κάποια ίχνη στοιχειώδους δημοκρατικής οργάνωσης δια της, έμμεσης και a posteriori βεβαίως, λαϊκής νομιμοποίησης των ισχυόντων κανόνων δικαίου.

β) Υπενθυμίζεται,  ότι η δημοσίευση συνιστά σήμερα στα δημοκρατικώς οργανωμένα Κράτη προϋπόθεση αυτού τούτου του υποστατού των κανόνων δικαίου κανονιστικού περιεχομένου.  Υπό την έννοια ότι αν δεν δημοσιευθούν, όπως ο νόμος ορίζει, δεν είναι απλώς άκυρες αλλά κατά κανόνα πλήρως ανυπόστατες.  Γεγονός το οποίο σημαίνει ότι δεν μπορεί να επέλθει η έναρξη της ισχύος τους έναντι πάντων και, κατά λογική νομική ακολουθία, δεν μπορούν να παραγάγουν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, έννομα αποτελέσματα. Με την πρόσθετη -οπωσδήποτε αυτονόητη πλην όμως αναγκαία- επισήμανση, ότι η διαδικασία δημοσίευσης των ισχυόντων και εφαρμοζόμενων εκάστοτε κανόνων δικαίου κανονιστικού περιεχομένου συνιστά εφαρμογή στην πράξη της αρχής της Λαϊκής Κυριαρχίας στο θεσμικό καθεστώς της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.  Και τούτο, διότι οι πολίτες έχουν συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα να γνωρίζουν, και δη στο ακέραιο, τουλάχιστον τους γενικούς και απρόσωπους κανόνες δικαίου που θεσπίζονται από τα όργανα τα οποία εκλέγονται από αυτούς κατά την ενάσκηση των αντίστοιχων, επίσης συνταγματικώς κατοχυρωμένων, πολιτικών δικαιωμάτων τους σύμφωνα με τις επιταγές της αρχής της Λαϊκής Κυριαρχίας.

  1. Συμπερασματικές παρατηρήσεις

Εν κατακλείδι, μάλλον πρέπει να μνημονευθεί -ως επιπροσθέτως ενδεικτικό της σημασίας του «Δωδεκάδελτου Νόμου» για τους πολίτες της Αρχαίας Ρώμης- ότι κατά τον Κικέρωνα, σε παλαιότερη εποχή, οι μαθητές στα διάφορα αναγνωρισμένα εκπαιδευτήρια «αποστήθιζαν» υποχρεωτικώς τις διατάξεις του.  Στο σημείο δε αυτό πρέπει επίσης να μνημονευθεί και η «συγγένεια» μ’ εκείνο το «έθιμο» στην Αρχαία Σπάρτη, κατά το οποίο η αγωγή των νέων περιλάμβανε, εκτός από την στρατιωτική εκπαίδευση, και την «αποστήθιση» των διατάξεων της Νομοθεσίας του Λυκούργου.  Δοθέντος ότι οι διατάξεις της καθιέρωσαν, μεταξύ άλλων, και θεσμικώς τον στρατιωτικό, κατά βάση, χαρακτήρα της Σπαρτιατικής κοινωνίας.  Η επισήμανση αυτή αποκτά τόσο μεγαλύτερη σημασία, όσο αναδεικνύει και αρκετά κοινά σημεία αναφορικά με τον στρατιωτικό χαρακτήρα της κοινωνικής οργάνωσης στην Αρχαία Σπάρτη και στην Αρχαία Ρώμη.  Στρατιωτικό χαρακτήρα, ο οποίος άσκησε ουσιώδη επιρροή στην μετέπειτα δομή και εξέλιξη της «κραταιάς» Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

ΙΙ.      Η εξελικτική πορεία της αρχαιορωμαϊκής Έννομης Τάξης παραλλήλως προς την άνοδο και την τελική παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας  

Ήδη αναδείχθηκε ότι ο Δωδεκάδελτος Νόμος αποτέλεσε το σπουδαιότερο νομοθέτημα, πάνω στο οποίο στηρίχθηκε αρχικώς η Έννομη Τάξη της Αρχαίας Ρώμης.  Νομοθέτημα που συνετέλεσε τα μέγιστα και στην εμπέδωση της «Res Publica» ως θεσμικού «πυρήνα» της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στην βάση του οποίου ρυθμίσθηκαν κανονιστικώς οι έννομες σχέσεις των «Cives Romani»,  ιδίως στα πρώτα στάδια παγίωσης και ανάπτυξης της «Ρωμαίων Πολιτείας».  Όπως είναι ευνόητο  -κυρίως αν αναλογισθεί κανείς την ραγδαία πολιτικοθεσμική ενδυνάμωση και εξάπλωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας-  το κανονιστικό πλαίσιο του Δωδεκάδελτου Νόμου χρειάσθηκε,  στην πορεία εδραίωσης και ενίσχυσης του θεσμικού «συμπλέγματος» της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας,  μεγάλες και καταλυτικές, ως προς την όλη δομή της Έννομης Τάξης της, αλλαγές και, ιδίως, συμπληρώσεις.  Αλλαγές και συμπληρώσεις οι οποίες «συμπορεύθηκαν» κατ’ ανάγκη  -δοθέντος ότι, εκ φύσεως, ο κανόνας δικαίου θεσμοθετείται και εφαρμόζεται ως «εποικοδόμημα» της κοινωνικοοικονομικής «υποδομής» από την οποία «πηγάζει» και με την οποία διατηρεί, αδιαλείπτως, μιαν «αμφίδρομη», οιονεί διαλεκτική, σχέση και αντίστοιχη επιρροή-  με τις μακράς χρονικής διάρκειας μεταλλάξεις της ρωμαϊκής «Res Publica».  Στην αρχή «επί τα βελτίω» και εν τέλει «επί τα χείρω», σε ό,τι αφορά την όλη διαδρομή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έως την τελική της κατάρρευση.  Παρά τους «κινδύνους» που συνεπάγεται, μοιραίως, μια «κατηγοριοποίηση» των θεσμικών παρεμβάσεων, οι οποίες συντελέσθηκαν στο πλαίσιο των αλλαγών και των συμπληρώσεων του Δωδεκάδελτου Νόμου, δεν απέχει αισθητώς από την ιστορική πραγματικότητα η διάκριση των παρεμβάσεων τούτων σε τρεις, grosso modo, κατηγορίες: Πρώτον, στα νομοθετήματα που θεσπίσθηκαν από τα κορυφαία όργανα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και συγκεκριμένα από την Σύγκλητο και τον Αυτοκράτορα.  Δεύτερον, στους κανόνες δικαίου που «διαπλάσθηκαν» κατά την περίοδο «άνθησης» του «Jus Praetorium» ή «Jus Honorarium», με σπουδαιότερο «όχημα» θεσμικής «προώθησής» του την «Per Formulam» διαδικασία.  Και, τρίτον, στο υπό την μορφή κατ’ εξοχήν γενικών αρχών –στηριζόμενων εν πολλοίς στα κανονιστικά «προτάγματα» της επιείκιας (aequitas)- δικαϊκό «αμάλγαμα», το οποίο «πήγασε» από τον προδήλως πρωτότυπο, για τα νομικά δεδομένα της εποχής εκείνης, «νομοπαραγωγικό» μηχανισμό της «Cognitio Extra Ordinem» (βλ., εντελώς ενδεικτικώς, Αλεξάνδρου Λιτζεροπούλου (παραδόσεις), «Εισηγήσεις Ρωμαϊκού Δικαίου», εκδ. Α.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα, 1943, ιδίως σελ.84 επ.).

Α. Τα «Senatus Consulta» της Συγκλήτου και οι «Constitutiones» των Αυτοκρατόρων

Tην Έννομη Τάξη στην Αρχαία Ρώμη «εμπλούτισαν» κανονιστικώς, και δη σε μεγάλη έκταση, από την μια πλευρά οι lato sensu νομοθετικές παρεμβάσεις της Συγκλήτου, μέσω των «Senatus Consulta», ήτοι των «Συγκλητικών Γνωμοδοτήσεων».  Και, από την άλλη πλευρά, οι κανόνες δικαίου που θέσπιζαν κατά καιρούς οι Αυτοκράτορες μέσω των «Constitutiones Principum», ήτοι των «Αυτοκρατορικών Διατάξεων».

 

  1. Τα «Senatus Consulta» ως θεσμικό μέσο των lato sensu νομοθετικών παρεμβάσεων της Συγκλήτου

Τα Συγκλητικά «Senatus Consulta» εκδίδονταν, και μάλιστα ευρέως, κυρίως για να ρυθμίσουν θέματα του «Jus Civile».  Δηλαδή του ρωμαϊκού Αστικού Δικαίου, μ’ έμφαση στα θέματα του δικαίου των προσώπων και του δικαίου αναφορικά με τις  κληρονομικές σχέσεις.

α) Κατ’ αρχήν, σύμφωνα με την Έννομη Τάξη στην Αρχαία Ρώμη η Σύγκλητος είχε πρωτίστως συμβουλευτικές αρμοδιότητες.  Όμως υπό την πίεση της, κατά τα προεκτεθέντα, ανάγκης κανονιστικής συμπλήρωσης του Δωδεκάδελτου Νόμου η Σύγκλητος απέκτησε και νομοθετικές αρμοδιότητες, αρχικώς κατά το δεύτερο ήμισυ της αποκαλούμενης «Δημοκρατικής Περιόδου» και στην συνέχεια  -και κατά κύριο λόγο-  όταν πλέον διαμορφώθηκε το καθεστώς της «Ηγεμονίας».  Το τέλος των ποικιλόμορφων νομοθετικών παρεμβάσεων της Συγκλήτου επήλθε μετά την επικράτηση της Απόλυτης Μοναρχίας,  και μάλλον περί τα τέλη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

β) Στην αρχική τους μορφή τα «Senatus Consulta» ήταν γνωμοδοτήσεις της Συγκλήτου, τις οποίες διατύπωνε ύστερα από αιτήματα που απευθύνονταν προς αυτήν αρμοδίως.  Στην συνέχεια επικράτησε η πρακτική ν’ απευθύνουν οι κατά περίπτωση αρμόδιοι Άρχοντες στην Αρχαία Ρώμη προς την Σύγκλητο και αιτήματα έγκρισης από αυτήν των προτάσεων νόμων, πριν οι τελευταίοι υποβληθούν προς τελική θέσπιση στα αρμόδια Comitia.  Επέκεινα, και με βάση την ως άνω πρακτική, η Σύγκλητος, σε περιπτώσεις εξαιρετικώς επείγουσες, άρχισε να παίρνει την πρωτοβουλία της πρότασης προς τους αρμόδιους Άρχοντες να καταρτίζουν εκείνοι νόμους, τους οποίους στην συνέχεια όφειλαν να υποβάλουν προς τελική θέσπιση στα αρμόδια Comitia.

γ) Όμως, ολοκληρωμένη και ουσιαστικώς πλήρης νομοθετική αρμοδιότητα αναγνωρίσθηκε στην Σύγκλητο για την έκδοση των «Senatus Consulta» κατά την περίοδο της Ηγεμονίας.

γ1)     Ήταν τότε που οι Αυτοκράτορες αποφάσισαν ν’ αφαιρέσουν από τα Comitia αυτά κάθε νομοθετική αρμοδιότητα.  Πλην όμως,  και έως ότου «απορροφηθούν» οι αντιδράσεις από μια πλήρη συγκέντρωση της νομοθετικής αρμοδιότητας αποκλειστικώς στην εξουσία τους, οι Αυτοκράτορες ανέθεσαν την αρμοδιότητα αυτή στην Σύγκλητο.  Την κατά τ’ ανωτέρω «επιφυλακτική» στάση τήρησε, στο πλαίσιο της γνωστής και «σώφρονος» στάσης του να μην προκαλεί ευθέως τα κύρια συλλογικά όργανα της «Ρωμαίων Πολιτείας», κατ’ εξοχήν ο Οκταβιανός Αύγουστος.

γ2)     Οπωσδήποτε η νομοθετική αυτή αρμοδιότητα της Συγκλήτου ήταν προδήλως επιφανειακή.  Και τούτο διότι ναι μεν η Σύγκλητος μπορούσε να μην δεχθεί την πρόταση του Αυτοκράτορα, ο οποίος εμφανιζόταν ενώπιόν της και απευθυνόταν προς τα μέλη της δια της «oratio».  Αλλά λόγω της μεγάλης εξουσιαστικής επιρροής του προτείνοντος Αυτοκράτορα, στην πραγματικότητα η Σύγκλητος απλώς «επικύρωνε» τις νομοθετικές του επιλογές.  Με την οριστική επικράτηση της Απόλυτης Μοναρχίας εγκαταλείφθηκε η κατά τ’ ανωτέρω νομοθετική πρακτική των «Senatus Consulta» και, πλέον,  οι Αυτοκράτορες ασκούσαν οι ίδιοι την νομοθετική αρμοδιότητα μέσω των «Constitutiones»,  όπως εκτίθεται στην συνέχεια.

  1. Οι «Constitutiones Principum»: Το νομοθετικό «οπλοστάσιο» των Αυτοκρατόρων

Πολύ περισσότερο κρίσιμη και ουσιαστική για τον «εμπλουτισμό» της Έννομης Τάξης στην Αρχαία Ρώμη υπήρξε η συμβολή των «Constitutiones Principum». Ήτοι των «Αυτοκρατορικών Διατάξεων», οι οποίες εκδίδονταν με βάση την απονεμόμενη στον Αυτοκράτορα υπέρτατη νομοθετική εξουσία διά της «Lex de Imperio». Και οι οποίες αποτέλεσαν την κυριότερη  -αν όχι την αποκλειστική σχεδόν-  «πηγή δικαίου» στο πλαίσιο της «Ρωμαίων Πολιτείας» μετά την εγκαθίδρυση της Απόλυτης Μοναρχίας, όπως επισημάνθηκε προηγουμένως.

α) Μέσω των «Constitutiones Principum» οι Αυτοκράτορες θέσπιζαν πλέον, με ίδια και αποκλειστική πρωτοβουλία και δίχως οιονδήποτε περιορισμό σε ό,τι αφορά την διάπλαση του κανονιστικού τους περιεχομένου, κάθε είδους, από πλευράς ρύθμισης,  νομοθετικές ρυθμίσεις.  Δηλαδή, εν τέλει, διατάξεις με κανονιστικό ρυθμιστικό περιεχόμενο.  Άρα ο lato sensu νόμος ήταν δημιούργημα του Αυτοκράτορα και μόνο, παίρνοντας την θεσμική μορφή μιας από τις πιο  εμβληματικές εκφάνσεις του αυτοκρατορικού «Imperium».  Εξ ού και στην Ρωμαϊκή Ιστορία αλλά και στην Νομική Επιστήμη στην Αρχαία Ρώμη διατυπώθηκε η γνωστή ρήση  -η οποία «διατρέχει» έκτοτε την Ιστορία του Δικαίου εν γένει-  «quod principi placuit legis habet vigorem».  Οι lato sensu νόμοι, οι οποίοι θεσπίζονταν μέσω των αυτοκρατορικών «Constitutiones Principum»,  ονομάζονταν «Leges Novae» και διαμόρφωσαν το «Jus Novum».  Ήτοι «Νέοι Νόμοι» που «σηματοδοτούσαν» θεσμικώς το «Νέο Δίκαιο»,  σε αντίθεση προς το προγενέστερο «Jus Vetus», δηλαδή το «Παλαιό Δίκαιο».

β) Στην Ιστορία του Ρωμαϊκού Δικαίου «καταγράφηκαν», κατά την κατηγοριοποίηση της τότε Νομικής Επιστήμης, τέσσερα είδη «Constitutiones Principum», οι οποίες θέσπιζαν ποικίλες μορφές κανόνων δικαίου:

β1)     Πρώτον, τα «Edicta».  Επρόκειτο για τις νομοθετικές εκείνες πρωτοβουλίες και παρεμβάσεις του Αυτοκράτορα, οι οποίες γνωστοποιούνταν δημοσίως και ανταποκρίνονταν περισσότερο στα χαρακτηριστικά της stricto sensu νομοθετικής ρύθμισης ίσχυαν δε στο σύνολο της επικράτειας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

β2) Δεύτερον, τα «Decreta».  Αυτά ήταν κατ’ ουσία δικαστικές αποφάσεις, και δη εξοπλισμένες με δύναμη δεδικασμένου, εκ του οποίου απέρρεε και ο συγκεκριμένος, κατά περίπτωση, κανόνας δικαίου.  Τα «Decreta» είναι η θεσμική «επιτομή» της δικαιοδοσίας που ασκούσε ο Αυτοκράτορας, δοθέντος ότι κατά την περίοδο της Απόλυτης Μοναρχίας ασκούσε στην πράξη και την ανώτατη δικαστική εξουσία, σε πρώτο και κυρίως σε δεύτερο βαθμό.

β3) Τρίτον, τα «Rescripta».  Μέσω αυτών ο Αυτοκράτορας έδινε νομοθετικές απαντήσεις στα ερωτήματα και τις αιτήσεις θεραπείας που του υπέβαλαν οι ιδιώτες, καθώς και σ’ ερωτήματα κατώτερων ειδικών διοικητικών αρχών, οι οποίες μπορούσαν ν’ απευθυνθούν στον Αυτοκράτορα ζητώντας οδηγίες ως προς την επίλυση των ενώπιόν τους αγόμενων διαφορών μεταξύ πολιτών.  Συνήθως τα «Rescripta» έπαιρναν την μορφή γνωμοδοτικών παρεμβάσεων νομικού, αμιγώς, περιεχομένου  και  εξεδίδοντο ύστερα από την γνώμη του «Consilium Principis». Είναι προφανές ότι και τα περισσότερα από αυτά τα «Rescripta» μπορούν να υπαχθούν στις lato sensu δικαιοδοτικές αρμοδιότητες του Αυτοκράτορα, με δεδομένο ότι, καθώς επισημάνθηκε, τις περισσότερες τουλάχιστον φορές είχαν ως στόχο την επίλυση διαφορών στην πράξη.

β4) Και, τέταρτον, τα «Mandata».  Αυτά συνίσταντο σε οδηγίες –σε πολλές περιπτώσεις για θέματα φορολογικού περιεχομένου- τις οποίες είχε την εξουσία ν’ απευθύνει ο Αυτοκράτορας σε ανώτερους δημόσιους λειτουργούς της «Ρωμαίων Πολιτείας» κατά την άσκηση των διοικητικών αρμοδιοτήτων τους.  Επειδή δε οι οδηγίες αυτές ενείχαν συχνά σαφώς πρωτογενείς κανονιστικές ρυθμίσεις ως προς την άσκηση αυτών των διοικητικών αρμοδιοτήτων, γι’ αυτό και τα «Mandata» μπορούν να ενταχθούν,  υπό προϋποθέσεις βεβαίως, στο ευρύτερο πεδίο της εκ μέρους του Αυτοκράτορα άσκησης νομοθετικού έργου. Σημειωτέον, ότι αρκετές από τις κατά τ’ ανωτέρω οδηγίες των «Mandata» εμπεριέχονταν και σε συστηματικές συλλογές, αποκαλούμενες «Libri Mandatorum».

Β. Το «Jus Praetorium» ή «Jus Honorarium»: Η καθοριστική συμβολή των Πραιτόρων στην «ανανέωση» του Ρωμαϊκού Δικαίου

Η, μετά αιώνες εφαρμογής του, προκύψασα ανάγκη  αντιμετώπισης του παρωχημένου, πλέον, χαρακτήρα αλλά και της κανονιστικής «ακαμψίας» του Δωδεκάδελτου Νόμου -το ιστορικό παράδειγμα του Γαΐου, ως προς την αδυναμία ρύθμισης των συνεπειών της «κοπής κλημάτων» μέσω της ρύθμι­σης περί «κοπής δένδρων», είναι άκρως χαρακτηριστικό-  που οδήγησαν σ’ ένα είδος «δικονομικής αφλογιστίας» το δια των δικονομικών τύπων των «Legis Actiones» σύστημα επίλυσης των διαφορών μεταξύ ιδιωτών, «ώθησε» το δικαστικό σύστημα της «Res Publica» στην επινόηση της «Per Formulam» διαδικασίας και, περαιτέρω, στην διαμόρφωση του «Jus Praetorium» («Jus Honorarium»).

  1. Η ιστορική διαδρομή εξέλιξης και η θεσμική «φυσιογνωμία» του «Jus Praetorium» ή «Jus Honorarium»

Η «Per Formulam» διαδικασία ίσχυσε έως το 342 μ.Χ, όταν και καταργήθηκε με διάταξη του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Την «Per Formulam» διαδικασία παγίωσε η «Lex Aebutia» (149/126 π.Χ.), καθιερώνοντας οριστικά τα δύο στάδια απο­νομής της Δικαιοσύνης, στο πλαίσιο πλέον του «Jus Praetorium».

α) Το πρώτο στάδιο («In Jure»), συνίστατο στην ενώπιον του       αρ­μόδιου Πραίτορα -συνήθως ήταν ο «Praetor Peregrinus»- δικονομική «πα­ράσταση». Αυτός διατύπωνε την γενική «Formula» της επί­λυσης της διαφοράς και όριζε τον αρμόδιο δικαστή. Ιδιώτη δικαστή, επιλεγόμενο ad hocJudex Datus»), αντίθετα με την προγενέστερη διαδικασία των «Legis Actiones» όπου ο δικαστής ήταν ανώτερο κρατικό όργανο, εγγεγραμμένο σε ειδικό «λεύκωμα»Album Judicum»).

β) Ενώπιον αυτού του δικαστή εκτυλισσόταν πλέον το δεύτερο -και τελευταίο- στάδιο επίλυ­σης της διαφοράς («In Judicio»), στο πλαίσιο του οποίου εκ­διδόταν η οριστική απόφαση, πάντα όμως εντός των κανονιστικών ορίων της αντίστιοχης «Formula».

  1. Η μέσω της «Jus Praetorium» ή «Jus Honorarium» διάπλαση νέων κανόνων του Ρωμαϊκού Δικαίου

Υπενθυμίζεται ότι κάθε Πραίτωρ στην αρχή της θητείας του δημοσίευε, για να γίνει γενικώς γνωστό στους Ρωμαίους Πολίτες, το δικό του «Edictum Perpetuum», χαρακτηριστικό στοιχείο του ειδικού εν προκειμένω «Imperium» που διέθετε.

α) Το «Edictum Perpetuum»  περιλάμβανε τις γενικές γραμμές  της «Per Formulam» διαδικασίας, την οποία ο αρμόδιος Πραίτωρ επρόκειτο να τηρήσει έως την απαλλαγή του από τα καθήκοντά του.

α1)     Ο επόμενος «διάδοχος» Πραίτωρ μπορούσε, μέσω του δικού του «Edictum Perpetuum», να επιφέρει τις μεταβολές της προγενέστερης «Per Formulam» διαδικασίας που θεωρούσε επιβεβλημένες. Συνήθως όμως οι μεταβολές αυτές δεν ήταν μεγάλες, αφού κάθε Πραίτωρ μάλλον σεβόταν, τουλάχιστον κατά κανόνα, την νομοθετική «παρακαταθήκη» των προκατόχων του. Με τον τρόπο αυτό ένα μέρος του «Edictum» κάθε Πραίτορα μεταβιβαζόταν αυτούσιο στον επόμενο και παρέμενε αμετάβλητο, ονομαζόταν δε «Edictum Tralaticium».  Ενώ οι εκάστοτε,  «ευάριθμες»  όπως επισημάνθηκε, νομοθετικές καινοτομίες  έφεραν τον τίτλο «Edicta Nova» ή «Clausulae Novae».

α2) Με πρωτοβουλία του Αυτοκράτορα Αδριανού, και προκειμένου να παγιωθεί οριστικώς το έως τότε «Jus Praetorium» ή «Jus Honorarium», εκδόθηκε ένα τελικό «Edictum Perpetuum», μάλλον το 130 μ.Χ.  Ο Αδριανός ανέθεσε την σύνταξή του στον γνωστό νομικό της εποχής  Salvius Julianus –συγκαταλεγόμενο, όπως επισημάνθηκε προηγουμένως, μεταξύ των κορυφαίων «Juris Prudentes» ή «Juris Consulti» της εποχής αυτής- ο οποίος όχι μόνο «κωδικοποίησε» τους προγενέστερους κανόνες αλλά επέφερε και κάποιες, επιβεβλημένες λόγω διαδρομής πολλού χρόνου, τροποποιήσεις.  Το ως άνω οριστικό «Edictum Perpetuum» δεν μπορούσε πια να μεταβληθεί ως προς το κανονιστικό του περιεχόμενο, παρά μόνο μέσω των «Constitutiones» -και συγκεκριμένα ιδίως μέσω των «Edicta»- του Αυτοκράτορα.

β) Και ναι μεν στην «Per Formulam» διαδικασία ο αρμόδιος «Praetor» δεν είχε πλήρη δικαιοπλαστική ικανότητα.

β1) Πλην όμως καθορίζοντας, κατ’ αποτέλεσμα, το όλο νομικό πλαίσιο επί­λυσης της διαφοράς οδηγείτο, κατ’ ουσία σχεδόν νομοτελειακώς, σ’ ερμηνευτικές μεθόδους δραστικής επικουρίας, συμπλήρωσης ή και διόρθω­σης των ισχυόντων κανόνων δικαίου του «Αστικού Δικαίου» («Jus Civile»).

β2) Εξ ου και ο κλασικός ορισμός που έδωσε στο, σταδιακώς διαμορφωθέν, «Jus Praetorium» o Papinianus (D.1,1,7,1): «Jus Praetorium est quod Praetores introduxerunt, adiuvandi vel supplendi vel corrigendi Iuris Civilis gratia propter utilitatem publicam, quod et Honorarium dicitur ad honorem Praetoris nominatum». («“Πραιτορικό Δίκαιο” είναι εκείνο, το οποίο εισήγαγαν οι Πραίτορες προς ενίσχυση, συμπλήρωση ή και διόρθωση του Αστικού Δικαίου για χάρη δημόσιας ωφέλειας, ονομάσθηκε δε και «Honorarium» προς τιμήν των Πραιτόρων  οι οποίοι το διαμόρφωσαν»).

Γ. Η «Cognitio Extra Ordinem»: Η «ανάδυση» των γενικών αρχών ως διαδικασία κανονιστικής «αναζωογόνησης» του Ρωμαϊκού Δικαίου

Ήδη από την εποχή του Αυγούστου, και παραλλήλως προς την διαδικασία «Per Formulam», αναπτύχθηκε σταδιακώς και μια «εξαιρετική διαγνωστική διαδικασία».  Ήτοι εκείνη της «Cognitio Extra Ordinem» για την επίλυση των ιδιωτικών διαφορών, όσο βεβαίως ήταν τότε δυνατή μια, έως ένα βαθμό «στεγανή», διάκριση μεταξύ ιδιωτικού δικαίου διαφορών και δημόσιου δικαίου διαφορών. Η «εξαιρετική διαγνωστική διαδικασία» υποκατέστησε,  σχεδόν πλήρως,  την αντίστοιχη «Per Formulam» διαδικασία μετά το τέλος του 3ου μ.Χ. αιώνα.

  1. Τα κανονιστικά διακριτικά γνωρίσματα της «Conditio Extra Ordinem»

Μέσω της «Cognitio Extra Ordinem», η οποία λειτουργούσε «extra ordinem judicorum», παρακαμπτόταν στην πραγματικότητα η «Per Formulam» διαδικασία. Η επίδικη διαφορά επιλυόταν από τον αρμόδιο δικαστή -κρατικό όργανο και όχι ιδιώτη-τον οποίο όριζε ο Αυτοκράτορας. Προηγουμένως όμως αυτός, μέσω των «Rescripta» τα οποία εξέδιδε -ύστερα από την γνώμη ειδικού συμβουλίου, του «Scrinium Libellorum»- ως απαντήσεις, κατόπιν αναφορών («Libelli»), επί αμφισβη­τούμενων νομικών ζητημάτων, εν τέλει προσδιόριζε και τον κανόνα δικαίου που όφειλε να εφαρμόσει το αρμόδιο δικαιοδοτικό forum.

α) Η δικονομική πρακτική της «Cognitio Extra Ordinem» άφησε στην Ιστορία του Δικαίου μια σειρά από πολύτιμες γενικές ρήτρες –βασιζόμενες, κατά τα προεκτεθέντα, εν πολλοίς στην αρχή της επιείκειας («aequitas»)-  οι οποίες διαμορφώθηκαν μέσ’ από τα διαδοχικά «Rescripta» των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων.

α1) Ιδίως δε εκείνων, οι οποί­οι είχαν βαθιά επηρεασθεί από την Στωική Φιλοσοφία. Εμβληματικά υπήρξαν τα σχετικά «Rescripta» ιδίως του Τραϊ­ανού, του Αδριανού, του Αντωνίνου, του Μάρκου Αυρηλίου, του Σεπτιμίου Σεβήρου  -τα «Apokrimata» του οποίου απο­τελούν, πάντα από ιστορική έποψη, πολύτιμη οργανωμένη συλλογή και επί των ημερών του οποίου μάλιστα «άκμασαν» μεγάλοι Νομικοί, όπως π.χ. οι Papinianus, Paulus, Ulpianus κ.ά.-  και του Διο­κλητιανού.

α2) Από πλευράς βιβλιογραφίας, εξαιρετικά χρήσιμες είναι οι εν προκειμένω τεκμηριωμένες πληροφορίες στις μελέτες π.χ. των Johannes Hasebroek («Untersuchungen zur Geschichte des Kaisers Septimius Severus», εκδ. Carl Winter’s Universitätsbuchhandlung, Heidelberg, 1921), Johannes Merentitis, («Die neu gefundenen Reskripte des Septimius Severus», Αθήνα, 1978), William Linn Westermann, («Apokrimata: Decisions of Septimius Severus on Legal Matters», text, translation and historical analysis, A. Arthur Schiller Legal Commentary, εκδ. Cisalpino-Goliardica, Milano, 1973) και Wilhelm Weber («Untersuchungen zur Geschichte des Kaisers Hadrianus», Druck und Verlag von B.G. Teubner, Leipzig, 1907).    

β) Όπως ευχερώς συνάγεται από μια ενδελεχέστερη διαχρονική προσέγγιση -οπωσδήποτε χρήσιμη για την τεκμηρίωση των θεσμικών «παρακαταθηκών» που μας «κληροδότησε» το Ρωμαϊκό Δίκαιο- στις γενικές αυτές ρήτρες, οι οποίες προέκυψαν κατά την διαδικασία της «Cognitio Extra Ordinem», έχουν τις ρίζες τους αρκετές από τις γενικές αρχές τις οποίες γνωρίζει και εφαρμόζει το σύγχρονο Δίκαιο, ιδίως στις δυτικού τύπου Δημοκρατίες καθώς και στο πεδίο της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης.

β1) Γενικές αρχές τις οποίες διαμορφώνει, αντιστοίχως, κυρίως η νομολογία των Εθνικών Δικαστηρίων, εντός των οικείων Εθνικών Έννομων Τάξεων, και των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων, εντός της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης. Είναι δε επιβεβλημένο να τονισθεί ότι αυτή η  «παραγωγή» γενικών αρχών όχι μόνο δεν συρρικνώνεται δικαιοδοτικώς αλλά, όλως αντιθέτως, παίρνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις -όπως, περίπου, συνέβη και στο πλαίσιο της «Ρωμαίων Πολιτείας» κατά τα προεκτεθέντα- όσο η Νομοθετική Εξουσία και, κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου, η Εκτελεστική Εξουσία εντός των οικείων Εθνικών Έννομων Τάξεων αδυνατούν, ολοένα και πιο συχνά, ή και «διστάζουν» να καλύψουν με κανόνες δικαίου που παράγονται από αυτές την κανονιστική πλαισίωση της τρέχουσας κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας εντός κάθε Κράτους.

β2) Ιδιαίτερο δε χαρακτηριστικό αυτής της νομικής πραγματικότητας είναι ότι οι δικαιοδοτικώς διαμορφούμενες γενικές αρχές έρχονται, σε πλειάδα περιπτώσεων, να καλύψουν και κενά του Συντάγματος.  Γεγονός το οποίο τους προσδίδει τελικώς  κανονιστική δύναμη ίση με τους συνταγματικούς κανόνες, υπό την επιφύλαξη βεβαίως ότι οι μέσω αυτών διαπλασσόμενοι κανόνες δικαίου δεν είναι νομικώς επιτρεπτό να ισχύσουν και να εφαρμοσθούν «contra constitutionem» αλλά μόνο, κατά μέγιστο βαθμό, «praeter constitutionem».

  1. Πώς ορισμένες «παρακαταθήκες» της «Cognitio Extra Ordinem» «επιβιώνουν» στις σύγχρονες Έννομες Τάξεις

Τα παραδείγματα της Ελληνικής Έννομης Τάξης και της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης είναι αρκούντως αντιπροσωπευτικά της κατά τα ως άνω διαδικασίας παραγωγής και εφαρμογής τέτοιων γενικών αρχών.  Φυσικά εδώ η παραγωγή των γενικών αυτών αρχών, κατ’ εφαρμογή πρωτίστως της αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ανήκει στα δικαιοδοτούντα όργανα της Δικαστικής Εξουσίας, σε πλήρη αντίθεση προς το προμνημονευόμενο σύστημα της «Cognitio Extra Ordinem» στο πεδίο του Ρωμαϊκού Δικαίου κατά τα εκτενώς προεκτεθέντα.

α) Σε ό,τι αφορά την Ελληνική Έννομη Τάξη, αυτό τον τρόπο παραγωγής των γενικών αρχών έχει αναδείξει, με τρόπο χαρακτηριστικό αλλά και συστηματικό, ιδίως η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας  ακολουθώντας, ως ένα βαθμό, το παράδειγμα του Conseil d’ État στην Γαλλία, που η νομολογία του επηρέασε ουσιωδώς την όλη διαμόρφωση του Γαλλικού Διοικητικού Δικαίου, μεγάλο μέρος του οποίου έχει νομολογιακή «καταγωγή».

α1) Κατά την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας -την οποία υιοθετεί πλέον και η νομολογία του Αρείου Πάγου- η Δικαστική Εξουσία νομιμοποιείται να συνάγει κανόνες δικαίου με την μορφή γενικών αρχών.  Τούτο όμως  σημαίνει πως η συναγωγή αυτή δεν συνεπάγεται και ότι η νομολογία των Δικαστηρίων αποκτά «δικαιοπλαστική» δύναμη, αφού κάτι τέτοιο είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα και, πρωτίστως, προς την αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών.  Κατ’ ακρίβεια, λοιπόν, η Δικαστική Εξουσία -εν προκειμένω το Συμβούλιο Επικρατείας- συνάγει τις γενικές αρχές ως πλήρεις κανόνες δικαίου από το σύνολο των διατάξεων της Έννομης Τάξης, υπό την έννοια ότι αυτό τούτο το κανονιστικό τους πλαίσιο εμπεριέχει και γενικές αρχές, τις οποίες το δικαστικό όργανο «ανιχνεύει» και «αναγνωρίζει».  Με άλλες λέξεις, η νομολογία δεν διαπλάθει ex nihilo τις γενικές αρχές αλλά «διαπιστώνει», κατά περίπτωση, την ύπαρξή τους εντός της Ελληνικής Έννομης Τάξης και των Έννομων Τάξεων που συνδέονται αρρήκτως με αυτή (π.χ. της Διεθνούς Έννομης Τάξης και της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης).

α2) Η κατά τα προεκτεθέντα νομολογιακή δικαιοδοτική δραστηριότητα ιδίως του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς την ύπαρξη –«προϋφιστάμενων» πάντοτε, αφού η
Δικαστική Εξουσία δεν τις δημιουργεί ex nihilo αλλά τις ανιχνεύει εντός της Έννομης Τάξης- γενικών αρχών ενεργοποιείται μόνον όταν οι εκάστοτε ισχύοντες κανόνες δικαίου εμφανίζουν κενά κανονιστικής ρύθμισης, τα οποία δεν μπορούν να καλυφθούν με την ερμηνεία τους, ακόμη και την πιο διασταλτική.  Οπότε η ίδια η φύση της δικαιοδοτικής λειτουργίας επιβάλλει την συναγωγή νέων κανόνων δικαίου για την τελική απονομή της Δικαιοσύνης, δοθέντος ότι η «αρνησιδικία» αντίκειται προς το Σύνταγμα.  Συνήθως -και όπως προαναφέρθηκε- οι ως άνω γενικές αρχές «ανιχνεύονται» νομολογιακώς όταν παρατηρούνται νομοθετικά κενά και λειτουργούν, από κανονιστική σκοπιά, συμπληρωματικώς προς τους κανόνες δικαίου που έχει θεσπίσει η Νομοθετική Εξουσία.

α3) Τούτο συνεπάγεται ότι έχουν, κατά κανόνα -ήτοι εφόσον δεν υφίσταται αντίθετη νομοθετική εξουσιοδότηση- υποδεέστερη τυπική ισχύ έναντι των ισχυουσών νομοθετικών ρυθμίσεων, αλλά υπέρτερη εκείνης των κανονιστικών διοικητικών πράξεων (βλ. π.χ. ΣτΕ 1596/1987, 2786/1989, 17/1997).  Πλην όμως γενικές αρχές συνάγονται νομολογιακώς και όταν παρατηρούνται κενά στο πεδίο του κανονιστικού πλαισίου του Συντάγματος υπό τις ανάλογες, κατά τα προμνημονευόμενα, προϋποθέσεις.  Αυτές οι γενικές αρχές έχουν υπέρτερη τυπική ισχύ σε σχέση με τις ισχύουσες νομοθετικές ρυθμίσεις -άρα και με τις διατάξεις του κοινού νόμου- αλλά υποδεέστερη τυπική ισχύ σε σχέση με τους κανόνες που θεσπίζουν οι διατάξεις του Συντάγματος.  Και τούτο διότι, όπως επεξηγήθηκε προηγουμένως, κατά τα κανονιστικά «προτάγματα»  της ιεραρχίας της Έννομης Τάξης μας αυτές οι γενικές αρχές δεν είναι επιτρεπτό να ισχύσουν και να εφαρμοσθούν «contra constitutionem» αλλά μόνο, κατά μέγιστο βαθμό, «praeter constitutionem» (βλ. ΣτΕ 1741, 2288/2015, 1992/2016, 1738/2017).

α4) Πρέπει δε να επισημανθεί ότι ορισμένες φορές αυτές οι συνταγματικού επιπέδου γενικές αρχές, μέσω των Αναθεωρήσεων του Συντάγματος και όχι μόνο, καθίστανται μέρος του ίδιου του Συντάγματος.  Όπως συνέβη π.χ. με την γενική αρχή που αφορά το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης, η οποία είχε καθιερωθεί αρχικώς νομολογιακώς –από το Συμβούλιο της Επικρατείας κατά την διάρκεια της δικτατορικής περιόδου με αφορμή τις ιστορικές δίκες για την ακύρωση της αυθαίρετης απόλυσης ανώτατων δικαστικών λειτουργών- και μετά το 1975 θεσπίσθηκε ρητώς, με τις διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματός μας.

β) Οι γενικές ρήτρες οι οποίες, κατά τα προεκτεθέντα, προέκυψαν από την εφαρμογή της διαδικασίας της «Cognitio Extra Ordinem» μπορούν επιπλέον να θεωρηθούν -φυσικά με όλο τον υπολογισμό της απόστασης αιώνων και τηρουμένων των ιστορικών και νομικών αναλογιών- και ένας μακρινός «προάγγελος» των γενικών αρχών που, όπως επισημάνθηκε ακροθιγώς προηγουμένως, συνάγει σήμερα, από κοινού με τα λοιπά Δικαστήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λαμβάνοντας υπόψη κυρίως τις «κοινές στα Κράτη-Μέλη συνταγματικές παραδόσεις» (βλ. π.χ. τις αποφάσεις Johnston, 222/1984, 15.5.1986 και UNECTEF, 222/1986, 15.10.1987).  Συγκεκριμένα:

β1)        Το περιεχόμενο και την κανονιστική ιεραρχία της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης δεν συνθέτουν μόνον οι γραπτοί κανόνες του πρωτογενούς και του παράγωγου Ευρωπαϊκού Δικαίου.  Σε αυτούς προστίθενται και ορισμένοι άγραφοι κανόνες δικαίου, οι οποίοι φέρουν την μορφή γενικών αρχών που θυμίζουν, υπό προϋποθέσεις όπως διευκρινίσθηκε, τις γενικές ρήτρες της «Cognitio Extra Ordinem».  Ειδικότερα, και στο πλαίσιο μιας επιχείρησης «συμπόρευσης» και «συνύπαρξης» των γραπτών κανόνων δικαίου της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης με τους κανόνες των Έννομων Τάξεων των Κρατών-Μελών –επιχείρησης καθοριστικής, από θεσμική και πολιτική έποψη, σημασίας όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση βαίνει, ή πρέπει να βαίνει, προς την τελική της ενοποίηση, επιδιώκοντας και την απαραίτητη προς τούτο αρμονική «συμπόρευση» και «συνύπαρξη» των Έννομων Τάξεων των Κρατών-Μελών- το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναπτύσσοντας καταλλήλως και οιονεί «δικαιοπλαστικώς» την δικαιοδοτική του λειτουργία, διαμορφώνει κατ’ εξακολούθηση και γενικές αρχές.  Ήτοι αρχές, με τις οποίες «εμπλουτίζει» κανονιστικώς την Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη.

  β2) Με τον τρόπο αυτό η τελευταία διευκολύνεται στην πορεία της για την κανονιστική της ολοκλήρωση.  Τονίζεται  ότι προς αυτή την κατεύθυνση το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ακολουθεί, και εν πολλοίς αναπαράγει, την πρακτική πολλών δικαστηρίων των Κρατών-Μελών, τα οποία -χαρακτηριστικό παράδειγμα και η Ελλάδα, κατ’ εξοχήν μέσω της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας όπως ήδη εκτέθηκε-  συνάγουν παρεμφερείς γενικές αρχές για την αντίστοιχη Εθνική Έννομη Τάξη, κατά κύριο λόγο με βάση τις οικείες συνταγματικές, κατά περίπτωση, διατάξεις. Γενικές αρχές οι οποίες, κατά νομική λογική ακολουθία, έχουν συνταγματική υπόσταση και ισχύ υπό τους κατά τ’  ανωτέρω όρους.

β3) Ως προς τις «πηγές», από τις οποίες το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντλεί αυτές τις γενικές αρχές αλλά και ως προς τις μεθόδους, μέσω των οποίων τις συνάγει, πρέπει να επισημειωθεί με ιδιαίτερη έμφαση ότι η Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη δεν υφίσταται ούτε λειτουργεί απομονωμένη από το ευρύτερο Ευρωπαϊκό «νομικό περιβάλλον». Και τούτο διότι η Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη συνυπάρχει, αναγκαίως και λειτουργικώς από κανονιστική άποψη, με τις επιμέρους Εθνικές Έννομες Τάξεις, με τις οποίες όχι μόνον επικοινωνεί αλλά τελεί, επιπλέον, και σε διαρκή αλληλεπίδραση.  Αυτή την θεσμική, νομολογιακή, «όσμωση» επιτείνει το γεγονός ότι δεν υφίσταται ακόμη «τυπικό» Σύνταγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Δηλαδή η κανονιστική εκείνη βάση,  η οποία θα καθόριζε με σταθερότητα την ιεραρχία της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης και, επέκεινα, την επαρκή συνεκτικότητά της.  Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνάγει τις προαναφερόμενες γενικές αρχές τόσο από τους γραπτούς κανόνες του πρωτογενούς και του παράγωγου Ευρωπαϊκού Δικαίου. Όσο και, επιπροσθέτως, από τους κανόνες δικαίου των επιμέρους Εθνικών Έννομων Τάξεων, όπως επίσης και από τους κανόνες δικαίου του lato sensu Διεθνούς Δικαίου, στο ρυθμιστικό πεδίο του οποίου η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει προσχωρήσει.

β4) Από την σκοπιά αυτή, και για την ακρίβεια από την σκοπιά που «εμπνέει» το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με την συναγωγή των προμνημονευόμενων γενικών αρχών, οι τελευταίες μπορούν, grosso modo, να διακριθούν σε:

  • «Ενδογενείς», ήτοι αρχές προερχόμενες από αυτό τούτο το σύνολο των κανόνων του όλου Ευρωπαϊκού Δικαίου. Κύριο πεδίο, από το οποίο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνάγει τέτοιες «ενδογενείς» αρχές, είναι οι κανόνες εκείνοι του Ευρωπαϊκού Δικαίου που καθορίζουν τους θεμελιώδεις στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με πρώτο τον στόχο της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης. Και οι γενικές αυτές αρχές είναι είτε «θεσμικού χαρακτήρα», στο μέτρο που αφορούν την δομή της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης, με πιο αντιπροσωπευτική  σε αυτή την κατηγορία την γενική αρχή της Αλληλεγγύης, καθοριστικώς ουσιώδους για την επίτευξη της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης.  Είτε είναι γενικές αρχές «σύμφυτες με την έννοια της Κοινής Αγοράς» -κατά την νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης- επειδή αφορούν την διευκόλυνση της οργάνωσης και της λειτουργίας του «οικονομικού πυρήνα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τις γενικές αρχές της «αναλογίας» και της «κοινοτικής προτίμησης».
  • Και «εξωγενείς», ήτοι αρχές προερχόμενες όχι από την Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη. Αλλά από τα προμνημονευόμενα σύνολα κανόνων δικαίου, τα οποία εντάσσονται σε Έννομες Τάξεις που βαίνουν κανονιστικώς παραλλήλως προς την Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη, πλην όμως διατηρούν με αυτή άρρηκτη λειτουργική επικοινωνία και, συνακόλουθα, τελούν υπό καθεστώς ανάλογης κανονιστικής «συμπόρευσης» και «συνύπαρξης». Τέτοιες «εξωγενείς» γενικές αρχές συνάγει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε από τις κοινές συνισταμένες των Εθνικών Έννομων Τάξεων των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης -που αποτελούν το λεγόμενο «Jus Commune Europaeum»- όπως αυτές, καθώς ήδη επεξηγήθηκε, προκύπτουν ιδίως μέσω των Εθνικών Συνταγμάτων. Είτε από το, lato sensu, Διεθνές Δίκαιο.  Σε αυτή την περίπτωση, για την συναγωγή των γενικών αρχών το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσφεύγει, συνήθως, στις κατά τις διατάξεις του άρθρου 38 του Καταστατικού Χάρτη του Διεθνούς Δικαστηρίου «γενικές αρχές, που είναι παραδεδεγμένες από τα πολιτισμένα έθνη». Και, ορθότερα, στους «γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου», δια των οποίων δεσμεύονται κανονιστικώς ακόμη και Κράτη που δεν έχουν προσχωρήσει σε Διεθνείς Συμβάσεις, από τις οποίες εκπορεύονται θεσμικώς οι ως άνω κανόνες του Διεθνούς Δικαίου.

Επίλογος

Από τις σκέψεις που προεκτέθηκαν συνάγεται ότι, όπως ήδη επισημάνθηκε προλογικώς, η έρευνα στο πλαίσιο της Ιστορίας του Δικαίου δεν αμφισβητεί, κατ’ ουδένα τρόπο, τις «παρακαταθήκες» που έχει «κληροδοτήσει» στην σύγχρονη Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία και στο εντός αυτής οργανωμένο θεσμικώς Κράτος Δικαίου  το Ρωμαϊκό Δίκαιο και η δομή της Έννομης Τάξης στην Αρχαία Ρώμη, με την πολύτιμη «επικουρία» της αρχαιορωμαϊκής Νομικής Επιστήμης. Το «παράδοξο», που έχει αρχίσει να «κατακτά έδαφος» εδώ και ορισμένες πια δεκαετίες, είναι ότι οι προαναφερόμενες «παρακαταθήκες», οι οποίες στο μέτρο των θεσμικών τους προεκτάσεων συνέβαλαν αδιαλείπτως, μετά το τέλος του 18ου αιώνα, στην εμπέδωση της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ως εγγύησης  της Ελευθερίας –άρα και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου- όχι μόνο δεν διατηρούν πια την κανονιστική τους «ικμάδα» και την επέκεινα «αίγλη» του ενισχυτικού εν προκειμένω ρόλου του δικαϊκού τους «κλασσικισμού», αλλά «υποχωρούν», και μάλιστα με «ανησυχητικούς» ρυθμούς. Το δε χειρότερο είναι ότι η ως άνω «υποχώρησή»  τους «συμπλέει» επώδυνα με την αντίστοιχη «υποχώρηση» των θεσμικών «αντηρίδων» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας στην εποχή μας, ιδίως δε των «αντηρίδων»  της κανονιστικής «ευρωστίας» του Κράτους Δικαίου και του Δημόσιου Συμφέροντος.

 

Α. Δίχως αμφιβολία, ο σπουδαιότερος κίνδυνος για την «αποδυνάμωση» των προμνημονευόμενων «παρακαταθηκών» του Ρωμαϊκού Δικαίου και, επέκεινα, για την διάβρωση των θεσμικών και πολιτικών «αντηρίδων» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων  του Ανθρώπου  προέρχεται από την –εξαιτίας της γενικευμένης οικονομικής παγκοσμιοποίησης και της υπέρ αυτής, σε πολύ μεγάλο βαθμό, χρησιμοποίησης της Τεχνολογίας- αντίστοιχη αποδυνάμωση του Κανόνα Δικαίου, της Αρχής της Νομιμότητας και, εντέλει, του Κράτους Δικαίου in globo.

  1. Ήτοι της αποδόμησης εκείνων των μέσων κανονιστικής ρύθμισης της κοινωνικής ζωής –σε κάθε Κράτος in concreto, αλλά και σε ευρωπαϊκό και σε διεθνές επίπεδο- τα οποία θωρακίζονται με το τεκμήριο της δημοκρατικής νομιμοποίησης, αμέσως ή εμμέσως. Τις κατά τ’ ανωτέρω συνθήκες αβεβαιότητας επιδεινώνουν, δραματικά και πολλαπλασιαστικά, οι συνεχώς διευρυνόμενες ανισότητες παγκοσμίως, ως καταστροφικό αποτέλεσμα μιας απροκάλυπτης «επικυριαρχίας» του «οικονομικού» επί του «θεσμικού». Πολλώ μάλλον όταν οι ανισότητες αυτές πλήττουν, ευθέως και καιρίως, όχι μόνο τα μέλη ενός συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου αλλά και τα Κράτη μεταξύ τους, δημιουργώντας έτσι μια Παγκόσμια Κοινότητα πολλών ταχυτήτων, οικονομικών και όχι μόνο.
  1. Μια Παγκόσμια Κοινότητα η οποία επιπροσθέτως βλέπει, δυστυχώς, απαθής και μοιραία, να καταρρέουν –σε κάθε Κράτος αλλά και διεθνώς- οι αντηρίδες του Κοινωνικού Κράτους και της Κοινωνικής Δικαιοσύνης, αυτού του πραγματικού εμβλήματος κατεξοχήν της Δυτικής και Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας, καθώς και του Δυτικού και Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Μια τέτοια κατάσταση παγκοσμίως υπονομεύει, εκ των πραγμάτων, και τις συνθήκες ειρήνης και σταθερότητας. Συνθήκες στοιχειωδώς απαραίτητες για μιαν εξίσου στοιχειώδη βεβαιότητα ως προς την μελλοντική εξέλιξη και προοπτική της όλης ανθρώπινης δημιουργίας.

 

Β. Περαιτέρω, λόγω της θεσμικής και πολιτικής του ιδιοσυστασίας ως μέσου οριοθέτησης της δράσης των κρατικών οργάνων αναφορικά με τον σκοπό, τον οποίο οφείλουν να επιδιώκουν κατά την άσκηση των κανονιστικώς –υπό το καθεστώς του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας- καθιερωμένων αρμοδιοτήτων τους, το Δημόσιο Συμφέρον έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας αποτελεσματικής θεσμικής εγγύησης υπεράσπισης της Ελευθερίας και των δικαιωμάτων, στο πλαίσιο  της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

  1. Το σύγχρονο φαινόμενο της ρυθμιστικής –επομένως της κανονιστικής-αποδόμησης του Κανόνα Δικαίου, ιδίως λόγω των αρνητικών επιπτώσεων της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης, επιφέρει, όπως είναι αναμενόμενο, διαβρωτικές αλλοιώσεις και της κατά τα προεκτεθέντα έννοιας του Δημοσίου Συμφέροντος. Αλλοιώσεις, οι οποίες συνίστανται στη σταδιακή «ενσωμάτωση» στην έννοια του Δημόσιου Συμφέροντος και του λεγόμενου «δημοσιονομικού συμφέροντος» -κατά κυριολεξία «ταμειακού συμφέροντος»– δηλαδή του συμφέροντος εκείνου το οποίο αφορά την είσπραξη των εσόδων του Κράτους για την επίτευξη των εκάστοτε επιλεγόμενων δημοσιονομικών στόχων. Με άλλα λόγια πρόκειται για «συμφέρον», το οποίο συνίσταται στην ωφέλεια που προκύπτει υπέρ του Δημοσίου, μέσω της είσπραξης χρημάτων από κάθε είδους νομοθετημένους πόρους. Συνακόλουθα δε για ωφέλεια, η οποία δεν είναι θεσμικώς σε θέση ν’ αποτελέσει, από μόνη της, τον πυρήνα «γνήσιου» Δημόσιου Συμφέροντος.
  2. Και τούτο διότι το εξ αυτής προκύπτον συμφέρον του Δημοσίου πρώτον, είναι άκρως γενικό και, ως εκ τούτου, θεσμικώς «άχρωμο», αφού καλύπτει αδιακρίτως όλη την κρατική δραστηριότητα. Δεν μπορεί, λοιπόν, ν’ αποκτήσει την απαιτούμενη, κατά την προηγηθείσα ανάλυση, «ειδικότητα», την οποία από την φύση του ενέχει το Δημόσιο Συμφέρον με βάση τους κανόνες δικαίου που το θεσμοθετούν. Και, δεύτερον, μόνο δευτερογενώς συνδέεται με το Δημόσιο Συμφέρον, όπως τούτο καθορίζεται ad hoc από επιμέρους ρυθμίσεις κανονιστικού περιεχομένου. Ήτοι ως αμιγώς οικονομικό μέσο πραγμάτωσης συγκεκριμένου Δημόσιου Συμφέροντος. Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατό ν’ αντιμετωπισθεί ως αυτοτελές και γνήσιο Δημόσιο Συμφέρον, αφού την θεσμική του ρίζα δεν προσδιορίζει κανόνας δικαίου κανονιστικού περιεχομένου, αλλά η «δυναμική» της οικονομικής πραγματικότητας. Και σήμερα μάλιστα, υπό όρους ανεξέλεγκτης παγκοσμιοποίησης. Επικουρικώς τονίζεται ότι η εκ του ταμειακού αυτού συμφέροντος προκύπτουσα ωφέλεια, λόγω της γενικότητάς της, καλύπτει και το πεδίο δράσης όπου το Δημόσιο ενεργεί ως fiscus, διεπόμενο κατ’ αρχήν από τους κανόνες του Ιδιωτικού Δικαίου. Ενώ το Δημόσιο Συμφέρον, εξ ορισμού, συνδέεται με τη δράση του Δημοσίου ως imperium, ήτοι με την δράση την οποία διέπουν, τουλάχιστον κατά κανόνα, οι ρυθμίσεις του Δημόσιου Δικαίου.

 

Ομιλία στο Συνέδριο που οργάνωσαν, στις 3 και 4 Οκτωβρίου 2024 στην Αθήνα, από κοινού το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Rheinische Friedrich-Wilhelms-Universität Bonn και η Humanistische Hochschule Berlin, με τίτλο «Democracy in Ancient and Modern Times: The ancient Greek experience and its relevance for our own times» και προδημοσιεύθηκε στην «Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου», 2024, τεύχος 3, σελ. 260 επ.

 

 

Timely conclusions vis-a-vis the course of Law and Legal Order in Ancient Rome

By Prokopios Pavlopoulos

Former President of the Hellenic Republic

Academic

Honorary Professor of the Law School of the National and Kapodistrian University of Athens

 

Introduction

A historical attestation that has been extensively endorsed and has come to be widely accepted in the field of Legal Science, is that the distant origin of the Law can be traced back to Roman Law, as the equivalent institutional basis of the Roman State, and more specifically of Res Publica; Law as the fundamental basis for the organization and functioning of the State as well as the fundamental basis for the adjustment  of the socio-economical relations among individuals within,- be it private individuals or legal persons- in the field of Representative Democracy under the guarantee system of the principle of the Separation of Powers and the Rule of Law.

Ergo, it goes without saying that, modern Legal Science too, – at least in the Legal Orders that are organized and function under the institutional guarantees of the Representative Democracy- has significantly benefited from Legal Science that emerged as an ‘inchoate’, contemporaneous field alongside the Roman State, and was substantially influenced by the renowned “Jurus Prudentes” of that time.

 

  1. At this point it is mandatory, that a historical as well as institutional counterpoint be made so that the scientific, legal research will be thorough and complete.
  2. With regards to the City-States of Ancient Greece and their subsequent colonies that were established primarily in Southern Italy- Law functioned both as an organizational framework and as a mechanism so that the relationships among members of the social group could be best regulated. It goes without saying that, this legal system preceded the Legal Order that was later developed in Ancient Rome.

It is also worth mentioning that the history of Law, bears the indelible marks of renowned legislators, since the historical development of every City -State has been greatly intertwined with and profoundly shaped by their legislation.

Typical examples can be found as follows: In Athens, the legislation by Drakon, around 624 BC and the legislation by Solon, around 594 BC, which influenced the first, fundamental Law of Ancient Rome, known as the “Law of the Twelve Tables” and shall be further defined and explained. In Sparta, the legislation by Lycurgus, around 8th century BC, the legislation by Charon in Catania, around 7th century BC, the legislation by Zaleykos in E.L. around 662 BC and the legislation by Dimonakos around 550 BC.

Still, the Law in Ancient Greece, within the context of its aforementioned characteristics, served a role that was substantially different from that of Roman Law, when discussing its influence on the organization, function and progress of the Roman Republic and the Roman Empire. And that was primarily, due to the fact that in the City-States of Ancient Greece, there was never a unification of the legislative framework, given that City-States themselves were never unified either. Hence, a Hellenic Republic, akin to the Roman Republic, never existed. Thus, when discussing the history of Law, we refer to the “Ancient Greek Laws” each of those preserving the characteristics, and ultimately the fate of the City-State in which they prevailed as opposed to the Roman Law; the “fate” of the Ancient Greek Laws, bears no resemblance to the impressive coherence of Legal Order in Ancient Rome, or to the sustained growth of the Roman Empire, throughout many centuries. Consequently, in Ancient Greece, Law provided neither the institutional nor the political means for establishing and maintaining a unified State with extensive territory and long duration. Another parameter that should be taken into consideration, is the political and state system that was implemented in many City-States of Ancient Greece; that, of direct Democracy. The way Law functioned in Ancient Greece, did not allow the creation of a Legal Science, akin to that which emerged and flourished, in Ancient Rome. It is worth noting that there were never great “Juris Prudentes” in Ancient Greece as there were in the Roman Republic. Irrefutably, distinguished philosophers, such as Plato, in the dialogue of the “Laws” and Aristotle in “Politics” and in “Nicomachean Ethics”, explored the essence and the institutional mission of Law. Yet, it should be pinpointed that the said philosophers analysed Law from a philosophical perspective, and did not adopt a strictly, legal, theoretical approach, as the “Juris Prudentes” in Ancient Rome did. For this reason, there was a distinctive separation of the eminent “Juris Prudentes”, who focused on the theoretical approach of Law, from Philosophers, like Cicero.

Β. In contrast to Ancient Greece, Law in Ancient Rome, was strongly tied to the Legal protection of the State-i.e. “Roman Republic” and to be more specific, of “Res Publica”-and less to the regulation of the socio-economical relation among the members of the Roman society. To be more specific, Ancient Rome owes its connective joints of its entire state organization, to Law, starting with the fall of Regnum Romanum- around 510/509 BC-and the ascend to the throne of the 7th last King of the Romans, Lucius Tarquinius Superbus,- until the era of the emperor Gaius Octavius Augustus, and essentially from 27 BC onwards, when the Roman Empire flourished and prospered.

  1. Based on Law, under the various regulatory forms it took throughout its Legal “journey,” the Legal Order in Ancient Rome was established as a set of Legal rules whose practical application was guaranteed by a very powerful mechanism of strict sanctions—organized institutionally, yet lacking any democratic legitimacy. The newly established Roman Legal Science was what led Law and Legal Order of Ancient Rome to their apogee, not only in terms of their theoretical development but also in terms of their practical application; it was the work of the renowned “Juris Prudentes”” who moved beyond the field of a philosophical approach. They delved into the characteristics of Law as a Rule of the State, which aimed at framing with legal acuteness and precision, the organization of the State, as well as the socio-economical relations among individuals within the Roman Republic. In fact, it would not be a hyperbole to claim that sans the decisive contribution of Legal Science in Ancient Rome, the Roman Law and its Legal Order, would not have formed the “model” which later on, primarily through Byzantine-Roman Law, exerted significant influence on Legal Science, especially in Western Continental Europe; influence that continued unabated when the Nation-State took shape in Continental Europe, under the institutional and political framework of Representative Democracy as a guarantor of Freedom and, consequently, a guarantor of Fundamental Human Rights.
  2. Indeed, the theoretical development of Law and of the Legal Order by the representatives of the Legal Science in Rome, remains highly relevant even today. This is particularly true, as deep understanding of the evolution of legal history, especially in Continental Europe, cannot be achieved without touching upon the roots of this Law, namely the Laws and Legal Order of Ancient Rome. Undoubtedly, this Roman law of a regulatory “cut” lacked any traces of democratic legitimacy concerning its enactment and practical application. This distinguishes it significantly from the Rule of Law as a regulatory tool within the institutional and political realm of Representative Democracy. Yet, this enduring influence of the Law and of the Legal Order in Ancient Rome cannot, by any means, be underestimated- let alone nullified- when placed within the contemporary framework of Representative Democracy, especially when this influence is easily documented by the remnants of the Roman “Res Publica” and the Roman-origin of “Public Interest” within Representative Democracy. “Public Interest” should be seen as a “Public Purpose” that is substantially different from the Aristotelian-inspired “common interest“, which is primarily concerned with the relationships among individuals, be it private individuals or legal persons. The analysis that follows aims at highlighting the relevance and enduring influence of Law and Legal Order in Ancient Rome as well as the ancient Roman Legal Science.
  3. The Law as an Institutional “Support” of the Legal Order within the Realm of the “Roman State” and, specifically, the “Res Publica”.

Within the context of its historical “evolvement,” which was almost parallel to the evolution of the Roman Empire, “Res Publica” served as the backbone of the entire organization of the “Roman State” (see, for example, Procopius Pavlopoulos, “Institutional ‘Legacies” of Roman “Res Publica in Modern Representative Democracy”, Gutenberg Publishing, Athens, 2023, especially p. 83 ff.). Over time, through the evolutionary consolidation of the Law and its regulatory “validation”, it grew into the most “emblematic” institutional “core” of the State; a core, which, until the end of the Roman Empire, remained literally intact as its main features were not altered at least substantially, by the “fluctuations” of the political circumstances in Ancient Rome. That remained the case even when these fluctuations led the “Dominion” to incidents of great autocratic excess, which even touched upon the limits of political barbarity, on the part of the Emperor. Moreover, it was this “core” that ultimately left a well-defined, and indeed noteworthy, imprint on the structure of the “State”, throughout its long history. It should be noted that the modern Nation and State as well as Representative Democracy as we know it today, inherited this structure – as shaped and influenced, of course, by the inevitable historical changes that occurred throughout the course of time. To put it simply, the “State”, under the aforementioned institutional conditions, owes much to the “Res Publica” and its fundamental component—a “republican” nature unaffected, as noted, by the periodic autocratic distortions of the Roman Empire. This Legal Order highly influenced the modern State, as a system of Legal rules where the Law holds a dominant position.

Α. The characteristics of the Law in the “Roman Republic”.

  Historically, Law in Ancient Rome facilitated a more effective organization and functioning of the State. This was achieved through a comprehensive set of legal rules, defined within the context of “leges perfectae” rather than “leges imperfectae or leges minus quam perfectae”. Additionally, Law held the institutional power to enforce and apply these rules to its subjects, namely its citizens.

  1. The Roman Public Law

In this respect, the State in Ancient Rome had the “privilege”—part of the “Imperium”, as will be discussed later—of establishing Legal rules in general. To be more specific, the State was responsible for creating the Legal rules for its own organization and functioning, and thus for establishing the principles of “Jus Publicum”, or Public Law.

  1. a) It should be added that, in Ancient Rome, a big part of the Public Law was formed, not only through “democratic procedures”– which were, needless to say, within the context of the procedures prescribed “constitutionally” by the regulatory institutional framework of the “Roman State”- but in many cases through “exceptional procedures”, which largely evolved in times of arbitrary governance, and such cases were neither rare nor isolated, as the historical record of the Roman Empire clearly demonstrates.
  2. b) Irrespectively of the method of their enactment, the State in Ancient Rome had the power—backed by the relevant “legitimacy”—to impose these rules of “Jus Publicum” on the members of society, aiming at their unconditional application. Their subsequent application meant that all members of society- especially “Cives Romani”- had the obligation to accept the content of the rules and abide by what the rules dictated, without questioning them. There were very few procedural opportunities to exercise even a basic “right of appeal”—primarily to the Emperor—and these were rarely successful. Moreover, this way of State force of the “Jus Publicum” in Ancient Rome, led to the emergence of organized State coercion, which became an integral part of the Imperium of the highest authorities, i.e. of the Emperors, within the “Roman State”.
  3. The Roman Public Law and its connection with the “Public Interest”

What needs to be emphasized is the practical application of the Roman Public Law, when analyzing the correlation between the regulatory activation of the Law and the resulting consequences of the “Public Interest”, as it functioned institutionally within the “Res Publica”.

  1. a) The emergence of “Res Publica”, as an institutional core, could be viewed as the institutional reflection of the strong correlation between Law and the State, within the organization of the Roman Empire. On the one hand, “Res Publica” defined the regulatory content and the ultimate goal of the Law, as well as its overall purpose, a purpose that legalizes the organization and function of the State. On the other hand, it also defined the inescapable need for the citizens to abide by the decisions of its bodies.

a1) “Res Publica”, which has its origins in Rome, was inextricably tied to the fundamental principle that the State- in the grosso modo sense that we perceive it today- had a legal basis when the organization and the function it served, worked towards “Public Interest”. This far exceeded, what was understood in Ancient Greek Legal Thought—and specifically in the Aristotelian thought—as “common interest” (κοιν ξυμφέρον). This term referred to, the “sum” and the “common denominator” of the individual interests of the members of the respective social group. In their daily lives, these members, had significant autonomy, regarding the choice of actions that determined their behavior, while, their dependence on the State was incomparably of a lower degree than that of the “Cives Romani” (Roman citizens).

a2) This conclusion stems from the fact that, in essence, this “Public Interest”, under the spirit of the Roman Law, denotes the “interest” of the State as a normatively organized entity that “transcends” institutionally, the social group it governs. This unique hierarchy further implies that while the social group is the foundation of the State’s legitimacy, it is the normatively organized State, through Law, that determines the goals—as well as the means to achieve them in a sovereign manner. These goals must be pursued so that, not only the State “survives” and evolves, but also so that the smooth formation of social and economic relations among its members is guaranteed. In other words, as per the tenets of Roman Law, “Res Publica”, inter alia, defined the boundaries of the “public sphere”, boundaries which were entirely distinct from those of the “private sphere”, thereby emerging as a “forerunner” of the modern distinction between “Political Society” and “Civil Society”. It is also of some interest to note that this modern distinction was inspired by a “descendant” of the Romans, Antonio Gramsci, and today, it has become integral when analysing Political Science.

  1. b) Taking the aforementioned features into account, it is safe to conclude that “Res Publica” provided the foundation for Public Interest to be developed as a critical parameter that had the dynamic to “legalize” modern state activity.

b1) This “legitimization” is contingent upon the fact that the alignment of the State activity with the mandates of Public Interest, constitutes an indispensable part of the normative “core” of the Rule of Law and the Principle of Legality. This means that any deviation from serving Public Interest, inevitably leads to the illegality of specific actions by State bodies, especially by those of the Executive Power. To be more specific, “Res Publica” is partly responsible for shaping the modern concept of “Public Interest” as an institutional “benchmark”. It goes without saying that, the Legality of every State Action—especially administrative actions—is assessed based on this benchmark. Ergo, the competent State bodies, primarily the judiciary, decide whether, and to what extent, these actions constitute an “abuse of power”.

b2) How and why the modern notion of the “Public Interest” derives from the broader institution of “Res Publica” can be deduced, mainly, from the fact that the latter was shaped, within the context of Roman Law progressively—at the level of political organization, which further differentiates it, as mentioned above, from the Greek “general interest”. The “general interest” in Ancient Greece was never directly associated with the “Demos”—of the also Roman-origin institution, called “Res Populi”. This is particularly evident in Cicero’s classic political and Legal analysis (see, for example, De Re Publica, I, XXV, 19).

γ1)   Πρώτον, συμβάλλει ευθέως, δια της δημοκρατικής οδού, στον προσδιορισμό του αντίστοιχου δημόσιου σκοπού.  Εξού και είναι οιονεί «ιδιοκτήτης» του, γεγονός που δικαιολογεί την προσφυγή στον όρο «res», ο οποίος παραπέμπει στο εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας.

c1) Each citizen directly contributes, through democratic means, to determining the corresponding public purpose. Hence, they are quasi-“owners” of it, which justifies the use of the term “res”, that refers to the real right of ownership.

c2) Second, citizens are, of course, bearers of the rights that arise from the fulfilment of the public purpose. However, they are also obliged, inherently, to recognize and fully respect the rights of all other citizens who equally contributed to defining this same public purpose. This is how the Roman Law obligation of solidarity among citizens is explained, and is described vividly by Titus Livius in the form of “Caritas Rei Publicae” in his work “Ab Urbe Condita”.

  1. d) It should be noted that, only through the appropriate institutional infrastructure, can such an amalgamation of pursuing public purpose, under conditions of combining rights and obligations, be realized. For it may be endorsed that only this infrastructure is capable of ensuring, with the necessary institutional guarantees of coercion, the achievement of the suitable normative results of this amalgamation. Consequently, this institutional foundation must be based on legal rules of a normative nature, that is, legal rules with general and impersonal regulatory content.

d1) And it is precisely these legal rules upon which, the concept and essence of “Juris Consensus”—fundamental for the existence of “Res Publica”—are founded. “Juris Consensus” somehow refers to both the consent to, and acceptance of, the said legal rules. This arises from the fact that it also implies the importance of “Civil Society” in consolidating the applicable Law for the pursuit of the Public Interest. What is more, this is true regardless of which State Body enacts this Law and determines, therefore, the benefit (“utilitas”) that constitutes the core of “Res Publica”. Therefore, in the final analysis, according to Cicero, “People” are essentially organized as a society which shares a common understanding of a sufficiently tangible image of the normative framework and not an abstract conception of it.

d2) The Rule of Law itself was built centuries later, upon these initial and basic foundations of “Res Publica” of the Roman Law. Today, this Rule of Law, constitutes the most crucial component of modern Representative Democracy, a true pillar not only of Democracy but also of the entire Western Civilization. This is mainly due to the fact that the Rule of Law, at least according to its basic elements, represents the State entity that is legitimized, both institutionally and politically, so that it may exist and operate only under conditions that serve Public Interest. This implies that, on the one hand, the State is organized and operates solely based on legal rules, which define the coordinates of Public Interest, and on the other hand, that there are institutionalized sanctions—especially those imposed by the Judicial Authorities—in case of violation of the Principle of Legality by any State organs.

d3) Within this framework, Public Interest ‘functions’ as a fundamental element of the Principle of Legality concerning the actions of State bodies, particularly those of the Executive Branch. And this takes place to such an extent, that, in the substantive and especially procedural Law of modern States whose organization and function are based on the principles of Representative Democracy, any violation of the normative parameters of the Public Interest—be it in the form of their direct infringement or in the form of serving another Public Interest different from that required by the applicable Legal rules—by State bodies, results in the nullity of their actions or even the activation of the mechanism of the State’s civil liability.

Β. The structure of the Law within the context of the Roman Law

Although the “Law of the Twelve Tables”—the “archetypal source” of ancient Roman legislation—is said to have likely borrowed elements from Ancient Greek Laws as far as the regulation of certain social and economic relations is concerned, an issue which will be clarified later, the concept of Law as a “Rule of Law”, especially in the sense it has acquired in modern European Legal culture, is uniquely rooted in Rome. This is because Law, notwithstanding its origin—i.e. whether it was the product of the will of representative bodies or of various forms of unilateral State organs—was the means, through which its regulatory power and the compulsory enforcement of its provisions upon members of the respective social group, the institutional foundation of the Roman, and later the Byzantine Empire, was established as a “State entity” in the form we recognize today. Moreover, Law, through its aforementioned origins in Byzantine-Roman Law and its subsequent influence primarily on the legal systems of Continental Europe, has left an indelible mark on the vast majority of legal systems in States that have, nowadays, adopted, the institutional-political “amalgam” of Representative Democracy as their model of State organization.

  1. The period of the quasi-“sacrosanctitas” of the Law within the framework of Roman Law.

Law, with its characteristics rooted in ancient Rome, played a critical role in establishing the regulatory framework for social and economic relations in Ancient Rome. This framework facilitated optimal social co-existence and subsequently it ensured, social cohesion, which was of profound significance to the “productive” course of cultural creation in general. Most importantly, it facilitated the organization and function of the State, under robust institutional terms; this lies in the heart of the Legal Order, which is organized and functions within the constitutional framework of Representative Democracy.

  1. a) The development of Law in Ancient Rome, as a means of regulating social and economic relations, was not a “linear” process, particularly regarding the awareness and understanding of its content by the members of the social group it governed. That was mainly due to the fact that, up until the end of the 4th century BC, the organization and function of state institutions of the “Roman Republic”, had not yet acquired, at least ostensibly, democratic characteristics vis- a- vis the form of its Legal Order- the knowledge of the current Law («Jus»), the Knowledge of the prevailing Law (“Jus“) and the procedural rules for its application in practice (“Legis Actiones“) were restricted exclusively to a very narrow circle of individuals—public officials in contemporary terms—thereby cloaking it in a form of quasi-institutional “sacrosanctitas”.
  2. b) It should be clarified that the lack of knowledge regarding the applicable Law, also extended to the designated days for administering justice by those judicial bodies with jurisdiction in specific cases (“Dies Fasti”). As per historical accounts, substantive knowledge of the prevailing Roman Law was held exclusively by the “Pontifices” and their auxiliary staff. This demonstrates that the organization of the Roman State was deeply rooted in religion. In this way, the said bodies not only had a tremendous- catalytic one might say- advantage over the “Cives Romani”, but also, as might be expected, over the Plebeians. Overall, they held a clearly dominant position within the broader State hierarchy.
  3. TheRevelationsof the Law in Ancient Rome

However, at the end of the 4th century BC—most likely in 304 BC—a secretary of the Consul and Censor Appius Claudius Caecus, named Gnaeus Flavius, “leaked” a significant portion of the prevailing Legal rules in Ancient Rome. In fact, he revealed the majority of the then-current Roman Law.

  1. a) Eventually, Roman Law started being more popular among the social circles, it addressed. As a consequence, these citizens could now have relatively free access to the substantive and procedural rules that safeguarded their rights or Legal interests, even if those were only in an embryonic form. In spite of the fact that Gnaeus Flavius acted in a manner somewhat similar to the mythical Prometheus “Bearer of Fire”, he did not suffer the “terrible” fate described by Aeschylus for the semi god in “Prometheus Bound”. On the contrary, Gnaeus Flavius subsequently became a member of the Senate and one of the Aediles Curules. He was greatly rewarded, and was ultimately appointed to a high office, being responsible for the construction and maintenance of public works and buildings in Ancient Rome.
  2. b) With regards to the regulation of the relations within social groups, Law in Ancient Rome facilitated the development of Legal rules that, according to their specific content, evolved into actual “branches” of what is now defined as Private Law. These branches pertained to stricto sensu social relations, such as those governed by Laws concerning family relationships. Mention should also be made of the branches related to, lato sensu, economic relations, such as those governed by Laws concerning property and obligations. This Legal framework, among other things, bequeathed to us a significant legal “heritage” in Civil Law regarding the concept and classifications of property, as well as the distinction between real and personal rights. It is by no means coincidental that even today, the academic study of Private Law—at least within the Legal systems of Continental European countries—cannot be considered complete without reference to the “sources” of Roman Law and its subsequent development based on the Byzantine-Roman Law.
  3. c) As far as the regulation of the organization and function of the State is concerned, Law in Ancient Rome led to the “peripheries” of the evolution, under its current version, of the Public Law, as it has already been mentioned briefly. It also involved the corresponding “peripheries” of the distinction between Public and Private Law, especially when considering the advisory “legacies” of the most important Legal scholars of Ancient Rome. The classical definition of this distinction remains relevant (Ulpian, with elements of this definition appearing in Justinian’s Institutes, 1.1.4; in the Digest, 1.1.1.2; and in the Basilica, 2.1.11): “Jus Publicum est quod ad statum Rei Romanae spectat, Privatum quod ad singulorum utilitatem pertinet” (“Public Law is that which concerns the State of the Roman State; Private Law is that which regulates the benefit of individual persons“).
  4. The normative form of the Law in Roman Law

This form of Law and its relationship, in regards to its origin and its application, with the State, made a decisive contribution both to its normative “refinement” and to the subsequent development of the former, in Ancient Rome. Specifically, after the Law of the Twelve Tables, Roman Law evolved into its comprehensive form—according to today’s legal standards—relying on the following structure:

  1. a) Praescriptio” preceded, which included the basic clarifications regarding the reason for its enactment and the name of the proposing magistrate, i.e., the “Nomen Gentilicium”. This “Praescriptio” can be regarded as the earliest precursor to the explanatory report that now must accompany every legislative text before its final enactment, and which simultaneously serves as an officially recognized “guide” for the practical application of its provisions.
  2. b) Next was the “Rogatio”, which incorporated the entire set of regulatory provisions of the Law, i.e., the legal rules established by it. In turn, Rogatio” corresponds to the modern “corpus” of any legislative text, which includes the stricto sensu legal rules established on a case-by-case basis.
  3. c) The regulatory framework of the Law was completed by the “Sanctio”, the sanction. This specified the penalties that would be imposed on those, who would trespass the provisions of the Law. It was precisely this “Sanctio” that gave the Law its institutional status as a “complete rule of Law”, or “lex perfecta”, which is in contrast to the “imperfect” Laws (“leges imperfectae”) and the “less than perfect” Laws (“leges minus quam perfectae”), where either the sanction was entirely absent or the sanction was established in a rather “embryonic”, and thus ineffective, regulatory form.
  4. The enduring institutional “prestige” of the Law of ancient Roman origin

Within this framework, it can be inferred that, Law in Ancient Rome is close to the Law in the modern Rule of Law State and close to the modern Principle of Legality, too, within the field of Representative Democracy.

  1. a) To be more specific, the regulatory “core” of the State’s Law and the Principle of Legality lies not only in the enactment of legal rules as means of mandating human behavior but also in the anticipation and implementation of sanction mechanisms. These mechanisms are deemed necessary, in order to address any possible violations by those to whom the Law applies. This also implies that as sanctioning mechanisms weaken, so do the Rule of Law and the Principle of Legality. This phenomenon is far from hypothetical in our time, considering, for instance, the rapid normative weakening of International Law due to the lack of effective sanctioning mechanisms when enforced. This lacking of sanctioning mechanisms, render the rules of International Law, at least in many cases, “leges minus quam perfectae” or, simply put, “leges imperfectae”.
  2. b) Another similar example of the diminution of the normative power of Legal rules in our time is related to the expansion of the so-called “soft Law” in the contemporary Legal reality. While it does present certain, serious, advantages related to the acceptance of its provisions by its subjects, the inevitably limited scope of its mandatory application and enforcement in practice still undermines, in many cases, the overall normative effectiveness of specific regulatory aspects of the Rule of Law and the Principle of Legality within the corresponding Legal systems. This occurs due to the reduction of the drawbacks associated with coercion and the compulsory enforcement of classical Legal rules.
  3. The Science of Law “in the service” of Roman Law

In Ancient Rome, the Science of Law had its origins in the processing and popularization of Legal principles, aiming not only at their theoretical analysis but—primarily—at their practical application in trials, conducted before the various “jurisdictional” bodies of the time. Historically, Tiberius Coruncanius is considered a pioneer in this regard. As the first Plebeian “Pontifex Maximus,” around 280 BC, he began to formulate and publicly provide “opinions” in response to questions about the prevailing Law and its procedural rules.

  1. a) Later, legal scholars of Ancient Rome, known as “Juris prudentes” emerged and continued to develop this tradition to a significant Legal manner. Their Legal activity or “Jurisprudentia””—which refers to the knowledge of current Legal rules within the boundaries of authenticity—expanded into four distinct, yet complementary areas:

a1) Respondere”, that is, in the drafting of opinions on the current in concreto Law and its practical application. 

a2) Cavere”, that is, in providing guidance primarily for the drafting of legal transactions, so that the parties involved could protect their legal interests under conditions of basic legal certainty. 

a3) “Agere”, that is, in advising on the legal actions that a plaintiff could and should take, before the “jurisdictional” bodies to defend their legal interests.

a4)Scribere”, or the writing of Legal studies, involved a thorough and pedantic examination and analysis of the current Legal rules within a theoretical framework. This activity of the “Juris prudentes” was largely responsible for the “flourishing” of Legal Science in Ancient Rome. It is notable that their surviving works—especially those of Gaius, Ulpian, Papinian, and Paulus—remain valuable sources for historical scientific research on the origins of Legal Science and the “roots” of many Legal concepts across the entire field of jurisprudence, especially within Private Law.

 

  1. b) Due to these developments, the evolution of Legal Science in Ancient Rome led to the emergence of the first “Legal Schools”,primarily after the 1st century AD. Two of these schools have become “renowned” in the field of Legal History research. These are:

b1) The “School of Proculians,” which was named after the successor of its founder, Antistius Labeo, Proculus and,

b2) The “School of Sabinians” or “Cassians” which was named after Massurius Sabinus and Cassius Longinus, who were the successors of its founder, Ateius Capito.

 

  1. c) As previously mentioned, Legal Science in Ancient Rome began to decline during the time of Diocletian (284 AD), making the 3rd century AD a transitional period for this field of study. This period coincided with the gradual shift of the “center of gravity” of the Roman Empire from the West to the East.

 

c1) This “transition” was, in a sense, officially marked by the relocation of the capital of the Roman Empire from Rome to Byzantium. From then on, Legal Science that had previously been based in Rome “moved”, so to speak, to the Eastern part of the Roman Empire and underwent significant transformations compared to its original characteristics, encountering the rising of the “Hellenistic Spirit”.

c2) Given the historical circumstances, Legal Science related to Roman Law was experiencing a period of steady decline in the West, while new Legal Schools emerged in the East. By the 3rd century, the Law School of Beirut had already been established, and “structures” of Legal Schools had begun to flourish steadily in Constantinople, Alexandria, Antioch, and Athens. The Law Schools of Beirut and Constantinople paved the way for new “forms” of legal thought, such as those represented by figures like Eudocianus, Cyril, Leontius, and Patricius.

  1. The “Prehistory” of the Twelve Tables

For almost four centuries, starting from the mid-5th century BC, the Roman Law was governed by the “Law of the Twelve Tables” (Lex Duodecim Tabularum). Before the Twelve Tables, it seems that a form of archaic Roman Law known as “Jus Quiritium” was in force, applied to the “Quirites”, that is, primarily to the “Cives Romani” (Roman citizens).

  1. The “birth” of the Twelve Tables Law

This Law — especially during the time of the Monarchy — was primarily a set of unwritten customs and laws, as it was largely based on the “Mores Majorum” (customs of the ancestors) and on “Consuetudo” (customary Law). The “Jus Papirianum”, a collection of Legal rules is also mentioned, and was named after its compiler, Papirianus, who was the first “Pontifex Maximus” after the overthrow of the Monarchy. He compiled and systematized the “Leges Regiae”, which are known as Laws passed during the Monarchy. Still, they were not passed Laws but rather a set of archaic rules of “Sacred Law”, which were applied by the “Pontifices”. Later on, the “Twelve Tables Law” was enacted under the following circumstances:

  1. a) According to Pomponius, the said regime, which was “sine lege certa, sine jure certo”, made the Plebeians feel insecure and marginalized, as the Law was almost exclusively administered in favor of the Patricians.
  2. b) At the initiative of the Tribune Terentilius Harsa, the Plebeians reacted strongly and demanded a written codification of the Law. At first, the Patricians refused, but, after ten years, they finally relented, and agreed to form a legislative committee. According to a historical tradition, a three-member delegation was sent to Athens in 455 B.C. in order to study Solon’s legislation, as his legislative influence, was widely acknowledged by the Romans themselves. For example, Cicero (in “De Legibus”23.58) and Gaius (in “De Legem XII Tabularum” D.10.1.13, 42.22.7) argued that specific provisions of the “Twelve Tables Law” were modeled after Solon’s legislation.

 

  1. Ancient Greek “traces” in the regulatory framework of the Twelve Tables Law

The following “testimonies” from Gaius and Ulpian are particularly indicative of the influence of Ancient Greek Laws and of Solon’s legislation, on the Twelve Tables: see, for example, Lydia Paparriga-Artemiadi, “Elements of Greek Influence in the Latin Texts of the Corpus Juris Civilis. Excerpts from Ancient Greek Literature” Academy of Athens Press, Athens, 2006, especially pp. 79 ff.):

  1. a) According to Gaius, the provisions of the Twelve Tables Law in partnership agreements, in specific — within the framework of an incipient right to associate at that time — are valid only when they do not contradict the existing Laws (Twelve Tables Law, VIII. 27): His (sodalibus) poteStatem facit lex (XII tab.), pactionem quam velint sibi ferre, dum ne quid ex publica lege corrumpant; sed haec lex videtur ex lege Solonis translate est»), and are directly derived from Solon’s legislation (D.47.22.4: «Gaius libro quarto ad legem duodecim, sodales sunt, qui eiusdem collegii sunt: quam Graeci ταιρείαν vocant· his autem poteStatem facit lex pactionem quam velint sibi ferre, dum ne quid ex publica lege corrumpant· sed haec lex videtur ex lege Solonis tralata esse· nam illuc ita est: άν δ δμος φράτορες ερών ργίων ναται σύσσιτοι μόταφοι θιασται π λείαν οχόμενοι ες μπορίαν, τι ν τούτων διαθνται πρς λλήλους, κύριον εναι, ἐὰν μ παγορεύσ δημόσια γράμματα)
  2. b) Furthermore, according to Gaius, a series of provisions regarding boundary regulations in the regulatory framework of the Twelve Tables Law (Twelve Tables Law, VII, 2) have their roots in Solon’s legislation. (D.10.1.13: «Gaius libro quarto ad legem duodecim tabularum, sciendum est in actione finium regundorum illud observandum esse, quod ad exemplum quodammodo eius legis scriptum est, quam Athenis Solonem dicitur tulisse: nam illic ita est: Ἐὰν τς αμασιν παρλλοτρί χωρί ρύττ, τν ρον μ παραβαίνειν· ἐὰν τειχίον, πόδα πολείπειν· ἐὰν δ οκημα, δύο πόδας· ἐὰν δ τάφον βόθρον ρύττ, σον τ βάθος , τοσοτον πολείπειν· ἐὰν δ φρέαρ, ργυιάν, λαίαν δ κα συκν ννέα πόδας π το λλοτρίου φυτεύειν, τ δ λλα δένδρα πέντε πόδας.»)
  3. c) Additionally, according to Ulpian, the distinction between theft as “manifest” — “caught in the act” — and non-manifest in the Twelve Tables Law (I.1.10) originates from similar references in Ancient Greek Laws. D.47.2.3:«Ulpianus libro quadrangesimo primo ad Sabinum, fur est manifestus, quem Graeci πατοφώρ appellant, hoc est eum, qui deprehenditur cum furto. Et parvi refert, a quo deprehendatur, utrum ab eo cuius res fuit au ab alio. Sed ultrum ita demum fur sit manifestus, si in faciendo furto deprehendatur, an vero et si alicubi fuerit deprehensus? Et magis est, ut et Iulianus scripsit, etsi non ibi deprehendatur, ubi furtum fecit, adtyamen esse furem manifestum, si cum re furtiva fuerit adprehensus, priusquam eo loci rem pertulerit, quo destinaverat.») The aforementioned is also confirmed by the following passage from the “Basilika” (B.60.12.2): «Κα μανίφεκτος μν κλοπ στιν ν ο λληνες καλοσιν πατοφώρ, τουτέστιν τε κλέπτης καταλαμβάνεται μετ το κλαπέντος πράγματος. Κα ο διαφερόμεθα, τς στιν πέχων ατόν, πότερον παρκείνου κρατεται το κυρίου το πράγματος ντος παρτέρου τινός».
  4. The completion of the process of drafting the Twelve Tables Law

Finally, around 450 B.C., the legislative body appointed earlier in 451 B.C., with the consent of both Patricians and Plebeians — the “Decemviri Legibus Scribendis” — completed the codification of the Laws of the Roman State and recorded them on twelve tablets. This resulted in the “Twelve Tables Law”, or “Lex Duodecim Tabularum” which was ratified by the Popular Assembly “Comitia Curiata” constituting the first enacted Law — “Lex Rogata” — in Ancient Rome. According to Livy, the “Twelve Tables Law” was the “Fundamental Law” of “Res Publica”, serving as the source for the entire body of Public, Private, and Criminal Law, both substantive and procedural.

  1. a) The provisions of the “Twelve Tables Law” were inscribed on twelve bronze tablets — which have not survived — and were displayed in the center of Ancient Rome, in the “Forum”, near the “Rostra” (Speaker’s Platform), to ensure public access and to make their regulatory content a “common possession”. As it can be conferred, this arrangement, greatly served the security of the Law, particularly through recourse to the relevant “jurisdictional” fora of the time. It represents the first organized and “formal” public display of legislative regulations in antiquity, serving, in a way, as a precursor to the modern compulsory publication of regulatory provisions in democratically organized States. Moreover, it provides “proof” that even in the Roman State of that era, there were some rudimentary traces of democratic organization through the indirect and a posteriori, popular legitimization of the prevailing Legal norms.
  2. b) It is worth mentioning that publication today constitutes a prerequisite for the very existence of regulatory Legal norms in democratically organized States. Should legal norms not be published as required by Law, they are not just invalid but entirely non-existent. This means that their legal force cannot commence against everyone and, consequently, they cannot produce any legal effects in any way. Notwithstanding self-evident, it is important to emphasize that the process of publishing the prevailing and applied regulatory legal norms is a practical application of the principle of Popular Sovereignty within the framework of Representative Democracy. This is because citizens have a constitutionally guaranteed right to have at least full knowledge, of the general and impersonal legal rules established by the bodies elected when exercising their constitutionally guaranteed, political rights, in accordance with the principles of Popular Sovereignty.

 

 Concluding Remarks

To make a synopsis of the above, it should be noted- as an additional indication of how important the “Law of the Twelve Tables” was for the citizens of Ancient Rome- that, according to Cicero, in older times, it was obligatory that students of various, renowned schools “memorize” its provisions. At this point, it should also be mentioned that Law was related to a “custom” of Ancient Sparta which included the compulsory memorization of the legislation of Lycurgus by young men during their military training, as these provisions established, inter alia, the institutional identity of the Spartan society. This observation tends to be of even greater importance, as it underscores several similarities between the military aspect of social organization in Ancient Sparta with that of Ancient Rome. This military character had a profound impact on the subsequent structure and development of the “mighty” Roman Empire.

  1. The evolutionary trajectory of the ancient Roman Legal order parallel to the rise and eventual decline of the Roman Empire.

It has already been proven that the “Law of the Twelve Tables” was the greatest statutory Law, upon which Legal Order of Ancient Rome first laid its foundation. It was a statutory Law that played a crucial role in solidifying “Res Publica” as the institutional core of the Roman Empire, upon which the Legal relations of the “Cives Romani” were regulated, especially during the brewing and development of the “Roman State”. As one might expect — particularly considering the rapid political and institutional strengthening and expansion of the Roman Empire — the regulatory framework of the “Law of the Twelve Tables” required significant and transformative changes, as well as additions, to accommodate the evolving structure of its Legal Order. These changes and additions had to be aligned with each other — given that, by nature, Legal norms are established and applied as a “superstructure” of the socio-economic “base” from which they “emerge” and with which they maintain a continuous, bidirectional, almost dialectical relationship and influence — with the long-term transformations of the Roman “Res Publica”, at first, “for better” and eventually “for worse”, when it comes to the trajectory of the Roman Empire until its ultimate fall. In spite of the “hazards” inevitably associated with any “categorization” of the institutional interventions that occurred within the framework of the changes and additions to the “Law of the Twelve Tables”, distinguishing these interventions into three, broad categories is not far from historical reality: Firstly, legislation was enacted by the highest authorities of the Roman Empire, specifically by the Senate and the Emperor. Second, legal rules were “shaped” during the period of the “flourishing” of the “Jus Praetorium” or “Jus Honorarium”, with the most important institutional “vehicle” for its advancement being the “Per Formulam” procedure. And last but definitely not least, a legal “amalgam” in the form of predominantly general principles, which “originated” from the distinctly original, Law-producing” mechanism of the “Cognitio Extra Ordinem”, for the Legal standards of the time, ” (see, for example, Alexandros Lizeropoulos (lectures), “Roman Law Proposals,” A.N. Sakkoula Publishing, Athens, 1943, especially pp. 84 ff.).

Α. The “Senatus Consulta” of the Senate and the “Constitutiones” of the Emperors.

Legal Order in Ancient Rome was significantly enriched by regulatory measures from two main sources: on one hand, the broad legislative interventions of the Senate through the “Senatus Consulta” — that is, the “Senatorial Resolutions”. On the other hand, there were lega rules established from time to time by the Emperors through the “Constitutiones Principum” — that is, through the “Imperial Decrees”.

  1. The “Senatus Consulta” as an institutional means of the broad legislative interventions of the Senate.

    The senatorial “Senatus Consulta” were issued, extensively, primarily so as to regulate matters of the “Jus Civile”, that is, of the Roman Civil Law, with an emphasis on issues related to personal status and inheritance Law

  1. a) First and foremost, according to the Legal Order in Ancient Rome, the Senate had primarily advisory power. Yet, because of the need, as mentioned above, to regulate and supplement the “Law of the Twelve Tables”, the Senate acquired legislative powers, at first during the latter half of the so-called “Democratic Period” and later on, when the regime of the “Principate” was established.
  2. b) In their original form, the “Senatus Consulta” were advisory opinions issued by the Senate in response to formal requests. Later, the practice evolved so that relevant magistrates in Ancient Rome would submit proposals for Laws to the Senate, before these proposals were presented for final enactment in the appropriate Comitia. Ergo, based on this practice, the Senate began to take the initiative in exceptionally urgent cases by proposing that the relevant magistrates draft Laws. These drafts were then required to be submitted for final enactment in the appropriate Comitia.
  3. c) Yet, it was during the Principate, that complete and full legislative authority was granted to the Senate for the issuing of “Senatus Consulta”.

c1) It was then that the Emperors decided to strip the Comitia off of all legislative authority. However, the Emperors entrusted this authority to the Senate until the reactions against a complete consolidation of legislative power exclusively in their hands would subside. Augustus Octavian, in particular, maintained this “reserved” stance, within the framework of his well-known and “prudent” approach of not directly challenging the main collective organs of the Roman State.

c2) It can be easily deduced, that this legislative authority of the Senate was rather ostensible. And that was because, even though the Senate had the power to refuse the proposal of the Empire, who would stand in front of it and would address its members by means of the ‘oratio’ – i.e. giving a formal speech, the Senate would merely ratify his legislative choices, given that he had immense authoritative power. With the definitive establishment of the Absolute Monarchy, the said legislative practice of the “Senatus Consulta” was abandoned. From then on, the Emperors exercised legislative authority themselves through the “Constitutiones”, as will be explained further.

  1. The “Constitutiones Principum”: The Legislative Arsenal of the Emperors.

The contribution of the “Constitutiones Principum” was far more critical and substantial for the enrichment of Legal order in Ancient Rome. These “Imperial Decrees” became the primary—if not the sole- source of Law within the “Roman State” after the establishment of the Absolute Monarchy, as previously noted.

  1. a) Through the “Constitutiones Principum” the Emperors enacted all kinds of legislative measures with their own initiative and without any restrictions regarding the content of their regulations. In other words, these were ultimately provisions with regulatory and normative content. Thus, the lato sensu Law was the creation of the Emperor alone, taking the institutional form of one of the most emblematic expressions of imperial “Imperium”. Hence, in Roman history and Legal science, the well-known saying was formulated—“quod principi placuit legis habet vigorem”, one that has since traversed the entire history of Law. The lato sensu Laws enacted through imperial “Constitutiones Principum”, were called “Leges Novae” and formed the “Jus Novum” or “New Law”, in contrast to the earlier “Jus Vetus” or “Old Law”.
  2. b) In the history of the Roman Law, four types of “Constitutiones Principum” were recorded, according to the categorization of the Legal science of the time, which established various forms of Legal rules:

b1) First of all, the “Edicta” were established. These were legislative initiatives and interventions of the Emperor that were publicized and resembled the stricto sensu legislative regulation.

b2) Secondly, the “Decreta” were established. These were, essentially, judicial decisions, endowed with the authority of res judicata, from which the specific Legal rule in question could be derived. The Decreta were the institutional “epitome” of the jurisdiction, exercised by the Emperor, given that during the period of the Absolute Monarchy, he wielded the highest judicial authority.

b3) Thirdly, there were the “Rescripta”. Through these, the Emperor would give legislative answers to questions and requests made by citizens, as well as answers to questions of inferior administrative authorities, since the latter could address the Emperor asking for instructions, vis-a-vis the resolution of disputes brought by citizens. It is evident that most of these “Rescripta” can be classified under the lato sensu judicial powers of the Emperor, given that, as noted, they were primarily aimed at resolving disputes in practice.

b4) Lastly, there were the “Mandata”. These were a set of directives that the Emperor had the authority to issue to senior public officials of the Roman State in the exercise of their administrative duties. As these directives often included clearly primary normative regulations regarding the exercise of these administrative powers, Mandata could, under certain conditions, be included within the broader scope of legislative work carried out by the Emperor.

  1. The “Jus Praetorium” or “Jus Honorarium”: The Pivotal Contribution of the Praetors in the “Renewal” of Roman Law.

After centuries of practical application, it could be maintained that the “Law of the Twelve Tables” became rather obsolete and rigidThis led to a form of procedural ineffectiveness within the system of resolving disputes between private individuals through the procedural formulas of the “Legis Actiones”, as highlighted by Gaius’s example of the inability to regulate the consequences of “cutting of vines” through the regulation concerning “cutting trees”– and became the driving force for the judicial system of the Roman Republic to invent the “Per Formulam” procedure and, consequently, to develop the “Jus Praetorium” (also known as “Jus Honorarium”).

  1. The Historical Development and Institutional Character of the “Jus Praetorium” or “Jus Honorarium”.

The “Per Formulam” procedure was in effect until 342 AD, when it was abolished by an edict of Constantine the Great. This procedure was solidified by the “Lex Aebutia” (149/126 BC), which permanently established the two stages of administering justice within the framework of the “Jus Praetorium”.

  1. a) The first stage (“In Jure“) involved the procedural representation before the competent Praetor—usually the “Praetor Peregrinus”. This Praetor would outline the general “Formula” for resolving a dispute and would appoint the appropriate judge. This judge, known as the “Judex Datus”, was a private individual selected ad hoc, in contrast to the earlier “Legis Actiones” procedure where the judge was a higher State official listed in a special register (“Album Judicum”).
  2. b) Before this judge, the second—and final—stage of resolving the dispute (“In Judicio”) took place. During this stage, within the regulatory limits set by the corresponding “Formula” the definitive decision would be issued.

 

  1. The development of new rules of Roman Law through the “Jus Praetorium” or “Jus Honorarium”.

It is worth noting that at the beginning of their term, each Praetor would publish their own “Edictum Perpetuum” (Permanent Edict), which was a characteristic feature of the specific “Imperium” they held, in order to make it generally known to the Roman citizens.

  1. a) The ““Edictum Perpetuum”-outlined the general principles of the “Per Formulam” procedure that the presiding Praetor was to follow, throughout their term of office.

a1) The incoming Praetor could, through their own “Edictum Perpetuum, introduce any necessary changes, they deemed necessary, to the previous “Per Formulam” procedure. However, these changes were usually minor, as each Praetor generally respected, at least as a rule, the legislative legacy of their predecessors. In this way, a part of each Praetor’s “Edictum” was passed unchanged to the next, and was referred to as “Edictum Tralatitium”. Meanwhile, any “few” legislative innovations introduced, were designated as “Edicta Nova” or “Clausulae Novae”.

a2) At the initiative of Emperor Hadrian, and in order to firmly establish the “Jus Praetorium” or “Jus Honorarium”, a final “Edictum Perpetuum” was issued, likely in 130 AD. Hadrian assigned its drafting to the renowned jurist of the time, Salvius Julianus, who not only “codified” the previous rules but also made some necessary amendments due to the passage of time. This definitive “Edictum Perpetuum” could be altered in its regulatory content, only through the Emperor’s “Constitutiones”—and specifically through the “Edicta” of the Emperor.

  1. b) While the “Praetor” in the “Per Formulam” procedure did not possess full legislative power, most of the times, he was led to employ interpretative methods that provided significant support, supplementation, or even correction of the existing rules of “Civil Law” (“Jus Civile”), by determining the overall legal framework for resolving disputes.

b2) Hence the classic definition given by Papinian of the gradually developed “Jus Praetorium” (D.1,1,7,1): “Jus Praetorium est quod Praetores introduxerunt, adiuvandi vel supplendi vel corrigendi Iuris Civilis gratia propter utilitatem publicam, quod et Honorarium dicitur ad honorem Praetoris nominatum”. (“Praetorian Law is that which the Praetors introduced for the purpose of assisting, supplementing, or correcting Civil Law for the public good, and it is also called Honorarium in honor of the Praetors who shaped it”.)

  1. “Cognitio Extra Ordinem”: The “emergence” of general principles as a process of normative “revitalization” of Roman Law

A “special adjudicative procedure” along with the “Per Formulam” procedure gradually developed since the time of Augustus. This was the “Cognitio Extra Ordinem”, used for the resolution of private disputes, to that extent which a somewhat “rigid” distinction between private and public Law disputes, was feasible. The “special adjudicative procedure” replaced, almost entirely, the respective “Per Formulam” procedure after the end of the 3rd century AD.

  1. The Normative Distinguishing Features of “Cognitio Extra Ordinem

Through the “Cognitio Extra Ordinem”, which operated “extra ordinem judicorum” (i.e. outside the ordinary judicial process), the “Per Formulam” procedure was effectively bypassed. The dispute was resolved by a competent judge—who was a state official, not a private individual—appointed by the “Princeps” (the Emperor). Before this stage, however, the Emperor, through the issuing of “Rescripta” (imperial responses)—which were based on the opinion of a special council, the “Scrinium Libellorum”—provided answers to submitted petitions (“Libelli”) about disputed legal issues, that would ultimately determine the Legal rule that the competent judicial forum had to apply.

  1. a) The procedural practice of “Cognitio Extra Ordinem” left a series of valuable general clauses in the History of Law, which were shaped through the successive “Rescripta” (imperial responses) of the Roman Emperors.

a1) Especially those Emperors who were deeply influenced by Stoic philosophy. The related “Rescripta” (imperial responses) of Emperors such as Trajan, Hadrian, Antoninus, Marcus Aurelius, and Septimius Severus—whose “Apokrimata” (imperial decisions) constitute a valuable, historically organized collection—were particularly emblematic. Prominent jurists such as Ulpian, Papinian, and Paulus, among others, flourished during Severus’ reign. The contributions of Diocletian also hold great significance.

a2) From a bibliographic perspective, well-documented information in the studies listed below, is of great importance and is noteworthy: Johannes Hasebroek («Untersuchungen zur Geschichte des Kaisers Septimius Severus», pub. Carl Winter’s Universitätsbuchhandlung, Heidelberg, 1921), Johannes Merentitis, («Die neu gefundenen Reskripte des Septimius Severus», Athens, 1978), William Linn Westermann, («Apokrimata: Decisions of Septimius Severus on Legal Matters», text, translation and historical analysis, A. Arthur Schiller Legal Commentary, pub. Cisalpino-Goliardica, Milano, 1973) and Wilhelm Weber («Untersuchungen zur Geschichte des Kaisers Hadrianus», Druck und Verlag von B.G. Teubner, Leipzig, 1907).

  1. b) As it can be easily inferred from a more scholastic, historical approach—which is certainly useful for documenting the institutional “legacies” bequeathed to us by the Roman Law—many a general clause that emerged during the “Cognitio Extra Ordinem” process forms the roots of several general principles recognized and applied by modern Law, particularly in Western-style democracies and within the framework of the European Legal Order.

b1) These are general principles, which are mainly shaped by the case Law of national courts within their respective national legal systems, and by European courts within the European Legal Order. It is of paramount importance to emphasize that this “production” of general principles is not being judicially diminished but, on the contrary, it tends to expand significantly—much like what happened within the framework of the “Roman State”, as previously mentioned. This occurs because the legislative authority, by delegation of the Law, and the executive authority within national Legal systems become gradually incapable of addressing the regulatory needs of the current socio-economic reality within each State through the generated Laws and rules.

b2) A distinctive feature of this legal reality is that, in many cases, the judicially developed general principles that tend to fill in the gaps of the Constitution. This ultimately grants them regulatory power equal to that of constitutional rules, with the important caveat being that legal rules shaped through these principles cannot be legally applied “contra constitutionem” (against the Constitution) but only, to the greatest extent possible, “praeter constitutionem”(alongside the Constitution).

  1. How certain “legacies” of “Cognitio Extra Ordinem” “survive” in modern Legal systems.

Examples from the Greek Legal system and the European Legal order could adequately showcase the process of producing and applying such general principles. Naturally, in these cases, the creation of these general principles, primarily in application of the principle of Separation of Powers within the framework of Representative Democracy, falls within the judicial bodies. This is in stark contrast to the previously mentioned system of “Cognitio Extra Ordinem” in Roman Law.

  1. a) Apropos of the Greek Legal system, this method of producing general principles has been notably and systematically demonstrated by the case Law of the Council of State. This approach follows, to some extent, the example set by the Conseil d’État in France, whose case Law has considerably influenced the development of the French Administrative Law, a large part of which, has a jurisprudential origin.

a1) According to the case Law of the Council of State—which is now also adopted by the case Law of the Supreme Court (Areios Pagos)—the Judicial Authority is authorized to derive legal rules in the form of general principles. However, this does not mean that such derivation implies that the judicial case Law acquires “Law-making” power, as this would be in stark contrast to the Constitution and, most importantly, to the principle of Separation of Powers. Specifically, the Judicial Authority—in this case, the Council of State—derives general principles as complete legal rules from the entire body of legal provisions, meaning that this normative framework contains general principles that the judicial body “discovers” and “recognizes”. In other words, Case Law does not create general principles ex nihilo but “discerns”, on a case-by-case basis, their existence within the Greek Legal order and related legal systems (e.g., International Law and European Law).

a2) As previously outlined, the case Law judicial activity of the Council of State, regarding the existence of general principles-always “pre-existing”, since the Judicial Authority does not create them ex nihilo but detects them within Legal order—is activated only when the applicable Legal rules exhibit gaps in regulatory coverage that cannot be filled even by the most extensive interpretation. In such cases, given that “denial of justice” is contrary to the Constitution, the very nature of the judicial function necessitates the derivation of new Legal rules for the final administration of justice. Generally— as previously mentioned—these general principles are “discovered” judicially when legislative gaps are observed and when they function, from a regulatory perspective, as supplementary to the Legal rules established by the Legislative Authority.

a3) This implies that, as a rule,—provided there is no contrary legislative authorization—general principles have a lower formal authority compared to existing legislative provisions but a higher authority if compared to regulatory administrative acts (see, e.g., Council of State rulings 1596/1987, 2786/1989, 17/1997). However, as previously mentioned, general principles are also derived judicially, when there are gaps in the constitutional regulatory framework under similar conditions. These general principles have higher formal authority compared to existing legislative provisions—including ordinary Laws—but lower formal authority compared to the rules established by constitutional provisions. This is because, as previously explained, according to the normative “mandates” of the hierarchy of our Legal order, these general principles cannot be applied “contra constitutionem” (against the Constitution) but only at most “praeter constitutionem” (alongside the Constitution) (see, e.g., Council of State rulings 1741, 2288/2015, 1992/2016, 1738/2017).

a4) Mention should also be made of the fact that sometimes these general, constitutional, principles, become part of the Constitution itself, through constitutional amendments and other means. For example, the general principle regarding the right to a prior hearing, which was initially established judicially, was explicitly enshrined in our Constitution with the provisions of Article 20, paragraph 2, after 1975.

  1. b) As previously explained, the general principles which emerged from the application of the “Cognitio Extra Ordinem” procedure, can additionally be considered—taking into account all the calculations of centuries of distance as well as the historical and Legal analogies—as a distant “precursor” to the general principles that, as briefly noted earlier, are now derived, together with the other Courts of the European Union, by the Court of Justice of the European Union, taking into account, the “common constitutional traditions of the Member States” (see, for example, the decisions in Johnston, 222/1984, 15.5.1986 and UNECTEF, 222/1986, 15.10.1987). Specifically:

b1) The content and normative hierarchy of the European Legal Order are not only composed of the written rules of primary and secondary European Law, but are also composed of certain unwritten Legal rules, which take the form of general principles that, under certain conditions, resemble the general principles of “Cognitio Extra Ordinem”. The Court of Justice of the European Union, suitably and quasi-legislatively develops its jurisdictional function and continuously formulates general principles, that is, principles with which it “enriches” the European Legal Order in a normative manner. This is carried out, within the framework of an effort to achieve “convergence” and “coexistence” of the written Legal rules of the European Legal Order with the rules of the Legal Orders of the Member States- which is an effort of significant importance both from an institutional and political viewpoint. For the European Union progresses or should progress, towards its ultimate goal, which is integration, seeking at the same time the necessary harmonious “convergence” and “coexistence” of the Legal Orders of the Member States.

b2) In this way, the Court of Justice of the European Union is facilitated in its process towards normative completion. It should be clarified that, in this regard, the Court of Justice of the European Union follows, and in many respects reproduces, the practice of many a court in the Member States—Greece being a notable example, particularly through the case Law of the Council of State as previously emphasized. These courts derive similar general principles for the corresponding National Legal Order, primarily based on the relevant constitutional provisions. These general principles, according to Legal logic, have constitutional status and validity under the conditions previously mentioned.

b3) Apropos of the “sources” from which the Court of Justice of the European Union derives these general principles, as well as the methods through which it derives them, it must be strongly emphasized that the European Legal Order does not exist or function in a detached manner, from the broader European “legal environment”. This is because the European Legal Order coexists, necessarily and functionally from a normative perspective, with the individual National Legal Orders, with which it both manages to communicate and be in a continuous interaction. This institutional, jurisprudential “osmosis” is intensified by the fact that there is still no “formal” Constitution of the European Union, i.e. a normative basis which would determine with stability the hierarchy of the European Legal Order and, subsequently, its sufficient coherence. Within this framework, the case Law of the Court of Justice of the European Union derives the said general principles both from the written rules of primary and secondary European Law, from the Legal rules of the individual National Legal Orders, as well as from the Legal rules of lato sensu International Law, to which the European Union has acceded.

b4) From this perspective, and to be more precise, from the perspective that “inspires” the Court of Justice of the European Union regarding the derivation of the said principles, these principles can be, broadly, distinguished into:

  • Endogenous” i.e., principles stemming from the body of rules of the entire European Law. The main area from which the Court of Justice of the European Union derives such “endogenous” principles is the rules of European Law that define the fundamental objectives of the European Union, with the ultimate goal being European integration. These general principles are either “institutional” in nature, as they pertain to the structure of the European Legal Order, with the most representative in this category being the general principle of Solidarity, which is crucial for achieving European Integration, or they are “intrinsic to the concept of the Common Market”—according to the case Law of the Court of Justice of the European Union—because they relate to facilitating the organization and functioning of the “economic core” of the European Union, with more characteristic examples being the general principles of “proportionality” and “community preference.”
  • And “exogenous”, i.e., principles originating not from the European Legal Order but from the aforementioned sets of Legal rules. Even though they are part of Legal Orders that function normatively in parallel with the European Legal Order, they maintain an inseparable functional communication with it and, consequently, they are subject to a regime of analogous normative “convergence”” and “coexistence”. Such exogenous” general principles are derived by the Court of Justice of the European Union either from the common elements of the National Legal Orders of the Member States of the European Union—which constitute the so-called “Jus Commune Europaeum””—as these emerge particularly through National Constitutions, or they are derived from lato sensu International Law. In this case, for the derivation of general principles, the Court of Justice of the European Union typically refers to the “general principles recognized by civilized nations”, as outlined in Article 38 of the Statute of the International Court of Justice. To be more specific, it refers to the “generally accepted rules of International Law”, which bind States that may have not acceded to International Conventions from which these rules of International Law are institutionally derived.

                  Concluding Remarks

From all the considerations outlined, one may reach the conclusion that, research within the framework of the History of Law does not in any way question the “legacies” that Roman Law and the structure of Legal Order in Ancient Rome, with the valuable “assistance” of Ancient Roman Legal science, have “bequeathed” to modern Representative Democracy and the Legally organized State under the Rule of Law. The “paradox”, which has been “gaining ground” for some decades now, is that these said “legacies”, which, based on the extent of their institutional extensions, continue to have impact, since the end of the 18th century on the consolidation of Representative Democracy as a guarantee of Freedom—and thus on Fundamental Human Rights. Not only have they ceased to retain their normative “vitality” and the corresponding “prestige” of their classical Legal role, but they are also “declining“, and indeed happen to be at “worrisome” levels. Worse still, this “decline” is painfully intertwined with the corresponding “decline” of the institutional “supports” of Representative Democracy in our time, particularly the “supports” of the normative “robustness” of the Rule of Law and the Public Interest.

  1. Irrefutably, the greatest danger to the “diminishment” of the said “legacies” of Roman Law and, consequently, to the erosion of the institutional and political “supports” of Representative Democracy and Fundamental Human Rights comes from the corresponding weakening of the Rule of Law, the Principle of Legality, and, ultimately, of Rule of Law in general, due to the economic globalization and the extensive use of Technology.
  2. 1. In other words, the economic globalization and the extensive use of Technology tend to lead to the deconstruction of those means of normative regulation of social life—not only at every state level, but also at European and international levels—that are protected by the presumption of democratic legitimacy, either directly or indirectly. Under these circumstances, the uncertainty is dramatically and multiplicatively heightened by the continuously widening global inequalities, that emerge as a destructive result of a blatant “economic” dominance over the “institutional”. This is even more pronounced when these inequalities affect not only individual members of a specific social group but also States, thereby creating a Global Community with varying speeds, economically and otherwise.
  3. 2. The global community, which among other things, observes with fatalism and in a nonchalant manner, the collapse—both within each State and internationally—of the supports of the Welfare State and Social Justice, the true emblem of Western and European Democracy, as well as Western and European Culture. Such a global situation undermines, by its very nature, the conditions for peace and stability. These conditions are fundamentally necessary for a basic certainty regarding the future development and prospects of all human creation.
  4. Furthermore, Public Interest, due to its institutional and political peculiarities, serves as a means to restrict the actions of State bodies concerning the purposes they must serve while exercising their regulatory and established authorities—under the rule of Law and under the principle of Legality. It embodies an effective institutional guarantee of freedom and of rights within the framework of Representative Democracy.
  5. The contemporary phenomenon of regulatory—and thus normative—deconstruction of the Rule of Law, primarily due to the negative impacts of Economic Globalization, inevitably leads to corrosive distortions of the previously outlined concept of the Public Interest. These distortions consist in the gradual “incorporation” of the concept of Public Interest into that of the so-called “fiscal interest”—literally, “cash interest”—that is, the interest related to the collection of state revenues to achieve various fiscal objectives. In other words, it pertains to an “interest” that consists of the benefit derived by the State through the collection of funds from all types of legislated resources. Consequently, this benefit is not institutionally capable of constituting, by itself, the core of genuine Public Interest.
  6. Public Interest arising from this benefit is, first, highly general and, as a consequence, it is institutionally “colorless”, as it indiscriminately covers all state activities. Thus, it cannot attain the required “specificity”, as previously analysed, which Public Interest inherently possesses, based on the Legal rules that institutionalize it. Moreover, it is only secondarily related to Public Interest, as defined ad hoc by specific regulatory provisions. In other words, it serves purely as an economic means of achieving a specific Public Interest. Consequently, it may be argued that it cannot be considered an autonomous and genuine Public Interest, as its institutional root is not defined by a normative Legal rule but by the “dynamics” of economic reality. Under conditions of uncontrolled globalization, it could be argued that this holds true today. Additionally, it is worth mentioning that the benefit arising from this fiscal interest, due to its general nature also covers the area where the State acts as a fiscus, governed primarily by Private Law rules. In contrast, Public Interest, by definition, is associated with the State’s actions as an imperium, i.e. actions governed, at least generally, by Public Law regulations.

 

 

 

 

 

Το συνταγματικό πλαίσιο του δικαιώματος επικοινωνίας και οι προϋποθέσεις άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας

Παναγιώτης Μαντζούφας, Καθηγητής  Συνταγματικού Δικαίου στην Νομική Σχολή του ΑΠΘ

Εισαγωγή

Με αφορμή την υπόθεση της παρακολούθησης τηλεφωνικών συνδιαλέξεων του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ Ν.Ανδρουλάκη, τέθηκαν σημαντικά νομικά ζητήματα που έχουν συνταγματική διάσταση και αφορούν το απόρρητο των επικοινωνιών. Την τελευταία εικοσαετία, και ιδίως μετά την έξαρση του φαινομένου της διεθνούς τρομοκρατίας, η ένταση ασφάλειας – ελευθερίας αποτελεί ένα νομικό και πολιτικό ζήτημα διαρκούς επικαιρότητας[1]. Ένα από τα πεδία  στα οποία διαφαίνεται καθαρά αυτή η σύγκρουση είναι η άρση του απορρήτου της επικοινωνίας για λόγους εθνικής ασφάλειας. Όσο αποκαρδιωτικό κι αν ακούγεται, είναι μάλλον αναμενόμενο ότι συνταγματικές διατάξεις, υπερεθνικοί κανόνες ή ακόμα και διοικητικοί ή δικαστικοί ελεγκτικοί μηχανισμοί δεν μπορούν να τιθασεύσουν εξολοκλήρου τη δράση κρατικών υπηρεσιών πληροφοριών[2]. Για σκάνδαλα υποκλοπών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων δύο πρώην πρωθυπουργοί (Ανδρέας Παπανδρέου και Κωνσταντίνος Μητσοτάκης) παραπέμφθηκαν στο Ειδικό Δικαστήριο, χωρίς όμως να οδηγηθούν σε δίκη, λόγω αναστολής των διώξεών τους από τη Βουλή[3], μνήμες που αναβιώνουν επ’ αφορμή των πρόσφατων γεγονότων παρακολουθήσεων πολιτικών προσώπων. Σε διεθνές περιβάλλον, ανάλογο ζήτημα ετέθη για αρκετούς ηγέτες, σημαντικών κρατών του δυτικού κόσμου (E. Macron, A. Merkel, D. Trump[4], A. Costa[5] κ.ά.). Αντίστοιχα, με αφορμή τις αποκαλύψεις απόρρητων πληροφοριών σχετικών με τη δράση των μυστικών υπηρεσιών (π.χ υποθέσεις Snowden, Assange), τέθηκε το ερώτημα της οριοθέτησης της δράσης τους και της αιτιολόγησης των λόγων εθνικής ασφαλείας, τους οποίους εκάστοτε επικαλούνται οι εν λόγω υπηρεσίες.

Αντικείμενο του παρόντος είναι οι τρόποι και οι προϋποθέσεις μέσω των οποίων μπορεί να κάμπτεται το απόρρητο των επικοινωνιών οποιουδήποτε προσώπου (ημεδαπού ή αλλοδαπού) εμπίπτει στο πεδίο της ελληνικής έννομης τάξης, για λόγους εθνικής ασφάλειας.

 

1.      Η υπερνομοθετική προστασία της επικοινωνίας και οι λόγοι εθνικής ασφάλειας, όπως οριοθετούνται στο Σύνταγμα και την νομοθεσία

Το υπερνομοθετικό πλαίσιο προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας στην Ελλάδα προβλέπεται από το συνδυασμό του άρθρου 19 (1) Σ.[6], του άρθρου 8 ΕΣΔΑ[7] και του άρθρου 7 ΧΘΔΕΕ[8], καθώς και μία σειρά άλλων διεθνών κειμένων δεσμευτικών για τη χώρα. Η προστατευόμενη, κατά τα κείμενα αυτά, ‘επικοινωνία’ δεν είναι μόνο άμεση και δια ζώσης, αλλά αφορά και μορφές εξ αποστάσεως ανταπόκρισης[9], όπως αυτή που απολαμβάνεται μέσω δικτύων επικοινωνιών[10]. Επιλογή του συντακτικού νομοθέτη είναι να περιβάλει την επικοινωνία με εγγυήσεις απορρήτου, ως συστατικό στοιχείο της. Το απόρρητο είναι το έδαφος επί του οποίου αναπτύσσονται οι προβληματισμοί: α) για τα όρια του προστατευμένου δικαιώματος που είναι η επικοινωνία και β) της προστασίας της εθνικής ασφάλειας, η οποία αποτελεί συνταγματικά προστατευόμενο δημόσιο συμφέρον.

Δικαιολογητικός λόγος για την άρση του απόρρητου χαρακτήρα της επικοινωνίας είναι, κατά το Σύνταγμα, η προστασία της εθνικής ασφάλειας. Καίτοι η εθνική ασφάλεια, ως λόγος περιορισμού δικαιωμάτων πρέπει να ερμηνεύεται στενά[11], η ιστορική εμπειρία καταδεικνύει πως, ως αόριστη νομική έννοια[12], στην πράξη είναι δεκτική διασταλτικών ερμηνειών, ιδίως από την εκάστοτε κρατική υπηρεσία που προβαίνει σε άρση του απορρήτου. Ο εμφανής κίνδυνος της κατάστασης αυτής είναι να ανατραπεί η σχέση κανόνα (που είναι η προστασία της επικοινωνίας) προς την εξαίρεση (που είναι η άρση του απορρήτου κυρίως με την συχνά προσχηματική επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας). Μάλιστα, με δεδομένο ότι κατά το άρθρο 19 Σ. είναι διακριτή η άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας από την άρση του για λόγους διακρίβωσης ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, στην πρώτη περίπτωση εμπίπτουν περιπτώσεις: α) ακόμη και επουσιωδών (μη ιδιαιτέρως σοβαρών) πράξεων, β) στερούμενων των ειδικών εγγυήσεων του άρθρου 7 Σ. για τον θιγόμενο. Τούτο, διότι η επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας δεν συνδέεται πάντα με την τέλεση εγκλήματος, και συνεπώς δεν τίθεται ζήτημα άσκησης ποινικής δίωξης[13], παρά μόνο στις περιπτώσεις που προκύψουν ενδείξεις που στοιχειοθετούν την τέλεση ποινικών αδικημάτων. Περαιτέρω, ο θιγόμενος συχνά δεν εμπίπτει στο πεδίο της  ενωσιακής και κατ’ επέκταση και της εθνικής προστασίας, διότι στερείται των ειδικών εγγυήσεων του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία των Δεδομένων[14], ο οποίος στο άρθρο 2 παρ. 2 περ.α εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του δραστηριότητες  που θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν με την επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας[15].

Υπό τα δεδομένα αυτά, καθίσταται αναγκαία η οριοθέτηση της εθνικής ασφάλειας, μέσω του ορισμού της έννοιας, ώστε να μην καθίσταται διαρκώς επισφαλής ο απόρρητος χαρακτήρας της επικοινωνίας. Κατά το ενωσιακό δίκαιο, ο ορισμός της εθνικής ασφάλειας παραμένει, κατ’ αρχήν, στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών[16]. Διαχρονικά, η εθνική ασφάλεια ερμηνεύεται ως μία έννοια συνδεόμενη με γεγονότα και καταστάσεις της εξωτερικής ασφάλειας του κράτους[17]. Στον αντίποδα, η εσωτερική ασφάλεια περιγράφεται συχνά στο Σύνταγμα με τον όρο «δημόσια τάξη»[18]. Συγγενής έννοια είναι η «δημόσια ασφάλεια»[19], η οποία, κατά το ΔΕΕ, καλύπτει τόσο την εξωτερική, όσο και την εσωτερική ασφάλεια του κράτους[20] και ως εκ τούτου είναι έννοια ευρύτερη της εθνικής ασφάλειας[21].

Μία απόπειρα νομοθετικού ορισμού έγινε πρόσφατα με το άρθρο 3 ν. 5002/2022, το οποίο ορίζει ως λόγους εθνικής ασφάλειας για την άρση του απορρήτου εκείνους: «που συνάπτονται με την προστασία των βασικών λειτουργιών του κράτους και των θεμελιωδών συμφερόντων των Ελλήνων πολιτών, όπως, ιδίως, λόγοι σχετικοί με την εθνική άμυνα, την εξωτερική πολιτική, την ενεργειακή ασφάλεια και την κυβερνοασφάλεια».

Αυτό που μπορούμε να παρατηρήσουμε σε πρώτη ανάγνωση, και με την επιφύλαξη της εφαρμογής του νόμου και της χρήσης του όρου από τη διοίκηση και τα δικαστήρια, είναι ότι, προκειμένου να προσδιοριστεί η  υπό ερμηνεία έννοια (εθνική ασφάλεια), χρησιμοποιούνται πρόσθετες αόριστες νομικές έννοιες (βασικές λειτουργίες του κράτους, θεμελιώδη συμφέροντα των Ελλήνων πολιτών) ή αναφέρονται απλώς τομείς της κρατικής δράσης (εθνική άμυνα, εξωτερική πολιτική, ενεργειακή ασφάλεια κυβερνοασφάλεια), χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό και διευκρινίσεις, με αποτέλεσμα να περιπλέκεται έτι περισσότερο το ζήτημα, αντί να περιορίζεται. Είναι, πάντως, θετικό ότι ο προσδιορισμός των πεδίων της κρατικής δράσης γίνεται με αναφορά σε εξωτερικές και όχι αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις του κράτους. Παρά τα εγγενή προβλήματα που έχει κάποιος να αντιμετωπίσει ως προς τον ορισμό της εθνικής ασφάλειας, η κατηγοριοποίηση στην οποία προβαίνει ο νόμος δεν μπορεί να είναι ενδεικτική, αλλά αποκλειστική, διότι διαφορετικά θα στερείτο κάθε σημασίας η νομοθετική προσπάθεια οριοθέτησης της διοικητικής δράσης  ώστε η τελευταία να μην επικαλείται την εθνική ασφάλεια αδιακρίτως και χωρίς ειδική αιτιολογία[22]. Τυχόν ανάγκη για επέκταση των περιπτώσεων κρατικής δράσης χάριν της εθνικής ασφάλειας πρέπει να αντιμετωπίζεται μόνο κατόπιν παρέμβασης του νομοθέτη, αξιολογώντας τα επίκαιρα δεδομένα της εκάστοτε συγκυρίας και τις απειλές εναντίον του κράτους και της ασφάλειάς του.

 

2.      Οι νομικές προϋποθέσεις της άρσης του απορρήτου της επικοινωνίας

Δυνητικές πηγές κινδύνου του δικαιώματος σε επίπεδο φορέων είναι όλοι εκείνοι που κατέχουν και χρησιμοποιούν συστήματα παρακολούθησης. Νομίμως, κατέχουν τέτοια συστήματα η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ), η Διεύθυνση Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας (ΔΑΕΕΒ) και η Διεύθυνση Ανάλυσης Πληροφοριών της ΕΛΑΣ.

Δεν είναι εύκολα εφικτό να προσδιοριστούν οι φορείς ή τα πρόσωπα που κατέχουν και χρησιμοποιούν, χωρίς νόμιμη άδεια, τα εν λόγω συστήματα, εντός και εκτός δημοσίων υπηρεσιών ασφάλειας. Τα νόμιμα συστήματα παρακολούθησης[23] λειτουργούν συνήθως μέσω της συνδρομής των παρόχων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Στις περιπτώσεις αυτές είναι τεχνολογικά προσφορότερο, με την συνεργασία του τηλεπικοινωνιακού παρόχου, να παρέχεται στις υπηρεσίες ασφαλείας η δυνατότητα καταγραφής του περιεχομένου των τηλεφωνικών συνομιλιών τού υπό παρακολούθηση ατόμου. Ωστόσο, δεν είναι αδύνατη και η παράκαμψη του παρόχου, μέσω του εντοπισμού και της αξιοποίησης κενών ασφαλείας των ηλεκτρικών συστημάτων και χρήσης τεχνικών παραμέτρων (exploit, trojan, remote code execution, απόκτηση 0-day exploit, SQL injection κλπ) που επιτρέπουν την άμεση πρόσβαση στο περιεχόμενο της (τηλεφωνικής ή ηλεκτρονικής) επικοινωνίας.

Ως «επέμβαση» στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής έχουν, μεταξύ άλλων, κριθεί στο επίπεδο της νομολογίας του ΕΔΔΑ: η καταγραφή συνομιλίας από ειδικό εξοπλισμό[24] χωρίς να απαιτείται μεταγενέστερη χρήση τους[25], η απλή αποθήκευση προσωπικών δεδομένων[26], η συστηματική συλλογή και αποθήκευση δεδομένων από τις υπηρεσίες ασφαλείας για συγκεκριμένα άτομα ακόμη και αν τα δεδομένα αυτά συλλέγονται σε δημόσιο χώρο[27] και μάλιστα ακόμη κι αν αφορούν απλώς επαγγελματικές ή δημόσιες δραστηριότητες του προσώπου[28], η συλλογή μέσω προσαρμοσμένης στο αυτοκίνητο του θιγόμενου συσκευής GPS και η αποθήκευση δεδομένων σχετικά με την τοποθεσία και τις κινήσεις του[29], η συστηματική παρακολούθηση των κινήσεων του θιγομένου[30] και η μαζική παρακολούθηση πολιτών[31]. Για να χαρακτηριστεί ένα μέτρο ως επέμβαση, δεν απαιτείται η παρακολούθηση και καταγραφή δεδομένων να γίνεται με τρόπο αντιληπτό στον μέσο άνθρωπο, αλλά ακόμα και να μπορεί το αποθηκευμένο υλικό να είναι σε κωδικοποιημένη μορφή, ώστε να καθίσταται κατανοητό μόνο με τη χρήση ειδικού εξοπλισμού ή μόνο από ειδικούς[32].

Για να είναι νόμιμη η κάμψη του απόρρητου χαρακτήρα της επικοινωνίας, το άρθρο 19 παρ. 1 εδ. β Σ. επιφυλάσσεται υπέρ εκτελεστικού νόμου, ο οποίος μπορεί να προβλέπει πως, κατόπιν εντολής δικαστικής αρχής, δύναται να αρθεί το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Ασφαλώς, ο νόμος αυτός πρέπει να συνοδεύεται από εγγυήσεις σεβασμού του δικαιώματος στην επικοινωνία, συμπεριλαμβανομένης και της αρχής της αναλογικότητας του άρθρου 25 Σ.

Πράγματι, ο νομοθέτης θέσπισε, αρχικά, το ν. 2225/1994, τον οποίο αντικατέστησε πρόσφατα με το ν. 5002/2022. Το κρίσιμο άρθρο 4 του ν. 5002/2022 προβλέπει τη συνεργασία διοικητικών αρχών που είναι επιφορτισμένες με την προστασία, μεταξύ άλλων, της εθνικής ασφάλειας και εισαγγελικών λειτουργών. Αρμόδιες για να εκκινήσουν τη νόμιμη διαδικασία άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας είναι η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) και η Διεύθυνση Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας (ΔΑΕΕΒ)[33] της ΕΛΑΣ, συνεργαζόμενες η μεν ΕΥΠ με τον εισαγγελέα που την εποπτεύει[34], η δε ΔΑΕΕΒ με τον εισαγγελέα του Επιστημονικού Συμβουλίου Ανάλυσης, Ερευνών και Προγραμματισμού[35]. Συνοπτικά, η διαδικασία έχει ως εξής[36]: η υπηρεσία (ΕΥΠ/ΔΑΕΕΒ), με ίδια πρωτοβουλία ή κατόπιν ενημέρωσης από δικαστική/πολιτική/στρατιωτική/αστυνομική αρχή, υποβάλει αίτημα στον αντίστοιχο εισαγγελέα, το οποίο περιλαμβάνει υποχρεωτικά: α) τους λόγους που στοιχειοθετούν κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια, β) την αναγκαιότητα της άρσης του απορρήτου για την αντιμετώπιση του κινδύνου, γ) τα μέσα ανταπόκρισης ή επικοινωνίας για τα οποία ζητείται η άρση, δ) το αντικείμενο της άρσης, δηλαδή τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας ή και το περιεχόμενο αυτής, ε) την εδαφική έκταση εφαρμογής και στ) την απολύτως αναγκαία χρονική διάρκεια της άρσης. Ο εισαγγελέας αποφασίζει, εντός 24ωρου, εάν θα χορηγήσει την έγκριση για την άρση, αιτιολογώντας την απόφασή του[37]. Σε περιπτώσεις που ειδικές περιστάσεις εθνικής ασφάλειας το υπαγορεύουν, ο εισαγγελέας μπορεί, κατόπιν εισήγησης της υπηρεσίας, να παραλείψει την αιτιολογία ή να την παραθέσει συνοπτικά. Έτσι, η αιτιολογία στις περιπτώσεις αυτές, δεν απαιτείται να περιέχεται ούτε στο σώμα της πράξης, ως ουσιώδης τύπος της διαδικασίας, αλλά ούτε να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου[38].

Ένα πρώτο σημείο που αξίζει σχολιασμού είναι αυτή ακριβώς η παράλειψη της αιτιολογίας. Είναι σαφές ότι οι αναιτιολόγητες εισαγγελικές διατάξεις, για όποιον λόγο κι αν έχουν εκδοθεί, καθιστούν αδύνατο τον αναγκαίο και επιβεβλημένο εκ του Συντάγματος έλεγχο της αναλογικότητας, σε περίπτωση που η υπόθεση αχθεί ενώπιον δικαστικής κρίσης[39].  Περαιτέρω, ο νομοθέτης δεν συμπεριέλαβε στην απαρίθμηση των στοιχείων που απαιτούνται την εγκριτική εισαγγελική διάταξη καθώς και το όνομα του προσώπου που αφορά, γεγονός το οποίο εγείρει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της επιλογής με την ΕΣΔΑ[40]. Ωστόσο είναι  προφανές ότι στην εισήγηση της υπηρεσίας προς τον εισαγγελέα πρέπει να περιλαμβάνονται το όνομα και η αιτιολογία[41] και όχι μόνο ο σκοπός της άρσης και μάλιστα ταυτολογικά, δηλαδή με την απλή αναφορά «για λόγους εθνικής ασφάλειας»[42]. Έχει παρατηρηθεί το ανησυχητικό φαινόμενο, οι εισαγγελικές διατάξεις να είναι προδιατυπωμένες με πανομοιότυπο τρόπο, επαναλαμβάνοντας την φράση: «για λόγους εθνικής ασφάλειας των οποίων η μορφή δεν είναι αναγκαίο να εκτεθεί περαιτέρω στην παρούσα διάταξη»[43], στοιχείο που ασφαλώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκής αιτιολογία. Περαιτέρω, ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι ο νομοθέτης δεν προσδιόρισε ανώτατα όρια ή ορισμένο εύρος εντός του οποίου πρέπει να κυμαίνεται η διάρκεια της παρακολούθησης, γεγονός που εγείρει ζητήματα κρατικής αυθαιρεσίας, στον αντίποδα με όσα έχει κρίνει παγίως η νομολογία του ΕΔΔΑ[44].

Σε ένα δεύτερο στάδιο, η εγκριτική διάταξη του εισαγγελέα, μαζί με τα στοιχεία του φακέλου, υποβάλλονται αμελλητί σε δεύτερο εισαγγελέα[45], ο οποίος επίσης εντός 24ωρου, εγκρίνει ή απορρίπτει το αίτημα και κατόπιν επιστρέφει το σύνολο των εγγράφων του φακέλου στον πρώτο εισαγγελέα, χωρίς να έχει δικαίωμα τήρησης αρχείου. Η σύμπραξη και συνεργασία των δύο εισαγγελέων καθίσταται, έτσι, αναγκαίο προαπαιτούμενο για την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, καθώς η ισχύς της έγκρισης του αιτήματος εκκινεί υποχρεωτικά από τη χορήγηση της άδειας από τον δεύτερο εισαγγελέα. Με τον τρόπο αυτόν, αποφεύγεται η ενδεχόμενη μεροληψία ενός μονοπρόσωπου οργάνου[46]. Ωστόσο, η σχετική διάταξη δεν  προβλέπει τις αναγκαίες δικαιοκρατικές εγγυήσεις που θα έπρεπε να συνοδεύουν την εφαρμογή των σχετικών διαδικασιών, όπως θα αποτελούσε ο σεβασμός της αρχής της αναλογικότητας και του πυρήνα των θιγομένων δικαιωμάτων[47]. Κατόπιν τούτων, η εγκριτική εισαγγελική διάταξη διαβιβάζεται στον αντίστοιχο τηλεπικοινωνιακό πάροχο, ώστε να ξεκινήσουν οι υλικές ενέργειες που απαιτούνται για την άρση του απορρήτου[48].

Η εισαγγελική διάταξη που ζητά από τους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους να άρουν το απόρρητο δεν αποτελεί ατομική διοικητική πράξη που κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο αλλά συνιστά «διοικητικό μέτρο»[49], εκδιδόμενο από δικαστικό λειτουργό στο πλαίσιο της άσκησης διοικητικών καθηκόντων, κατά της οποίας ο θιγόμενος δεν έχει την δυνατότητα δικαστικής αμφισβήτησης, αφού δεν πληροφορείται την παραβίαση της ιδιωτικότητας αλλά και των προσωπικών δεδομένων του, παρά μονάχα μετά το πέρας τριετίας και υπό προϋποθέσεις. Πράγματι η δυνατότητα ενημέρωσης μετά την άρση είχε καταργηθεί με το άρθρο 87 του ν. 4790/2021 και πλέον προβλέπεται δυνητικά μετά από απόφαση τριμελούς επιτροπής και αφού παρέλθει τουλάχιστον τριετία από την παρακολούθηση[50]. Επομένως, πρόκειται για ένα σύστημα, εντός του οποίου οι δυνατότητες δικαστικής προστασίας είναι εγγενώς περιορισμένες.

Η παρακολούθηση δεν συνιστά, κατ’ ανάγκη, ανακριτική πράξη διότι μια παρακολούθηση για λόγους εθνικής ασφάλειας μπορεί να μην οδηγήσει σε στοιχειοθέτηση ποινικού αδικήματος, ούτε καν παρασκευαστικής πράξης γι’ αυτό άλλωστε διαφοροποιείται στο Σύνταγμα από την άρση του απορρήτου για διάπραξη σοβαρών εγκλημάτων[51]. Το Σύνταγμα αναγνωρίζει διακριτική ευχέρεια στην εκάστοτε υπηρεσία πληροφοριών να εκτιμήσει τις περιστάσεις και υπό τις δικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται, να ζητήσει συγκεκριμένες παρακολουθήσεις[52].

Για παράδειγμα, λόγος άρσης του απορρήτου ενός στρατιωτικού που γνωρίζει ευαίσθητα εθνικά μυστικά θα μπορούσε να είναι η επιθυμία της υπηρεσίας πληροφοριών να γνωρίζει τυχόν τρίτα πρόσωπα στα οποία αυτός διαδίδει τις εν λόγω πληροφορίες, χωρίς να είναι βέβαιο ότι θα κινηθεί εναντίον του ποινική δίωξη, η οποία ενδεχομένως θα έθετε σε κίνδυνο την ολοκλήρωση της έρευνας. Δυνητικά θα μπορούσε η παρακολούθηση να οδηγήσει και σε εξιχνίαση ποινικού αδικήματος, αλλά όχι πάντα. Είναι θεωρητικά  απεριόριστες οι εκδοχές τέτοιων περιπτώσεων, καθώς, ειδικά σήμερα, με την συνεχή ροή των πληροφοριών και την διασύνδεση οικονομίας, γεωπολιτικής και ασφάλειας ελάχιστη είναι πλέον οι τομείς που δεν έχουν μια έστω και ασθενή σύνδεση με την εθνική ασφάλεια, η προστασία της οποίας δικαιολογεί άρση του απορρήτου. Ασφαλώς, ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος κατάχρησης – καταστρατήγησης της έννοιας, ώστε να διατάσσονται σωρηδόν άρσεις του απορρήτου. Η παρουσία της εισαγγελικής αρχής, όμως, εξυπηρετεί ακριβώς αυτή την ανάγκη, καθώς παρέχει την -έστω και ανεπαρκή-εγγύηση ότι ελέγχονται οι συγκεκριμένες περιπτώσεις[53].

 

3.      Οι αρμοδιότητες  της ΑΔΑΕ κατά τον έλεγχο της άρσης του απορρήτου στην επικοινωνία

Οι ανεξάρτητες αρχές αποτελούν ένα δημοκρατικό εχέγγυο ιδίως σε τομείς όπου οι σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις μπορούν να θέσουν σε διακινδύνευση δικαιώματα[54], όπως είναι οι πολυάριθμες σύγχρονες δυνατότητες παραβίασης του απόρρητου χαρακτήρα της επικοινωνίας. Το άρθρο 19 παρ. 2 Σ. προβλέπει τη δημιουργία ανεξάρτητης αρχής, με βασική αρμοδιότητα να διασφαλίζει το σεβασμό του απόρρητου χαρακτήρα της επικοινωνίας. Στην Ελλάδα, η αρχή αυτή είναι η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), η οποία ιδρύθηκε με τον ν. 3115/2003[55]. Η δημιουργία μιας Αρχής με αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ αποτελεί ικανοποίηση απαίτησης και του ενωσιακού δικαίου[56], στοιχείο που θέτει έναν επιπλέον φραγμό σε πιθανή μείωση των αρμοδιοτήτων της από το νομοθέτη.

Στο άρθρο 1 ν. 3115/2003 ορίζεται, ως συστατικός σκοπός της Αρχής, η προστασία του απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, περιλαμβανομένου και του ελέγχου της τήρησης των όρων και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου. Το ίδιο άρθρο επιβεβαιώνει τη συνταγματική πρόβλεψη ανεξαρτησίας, αλλά και διοικητικής αυτοτέλειας της Αρχής. Στις αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ[57] περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, και η δυνατότητα ελέγχου της άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας. Η ΑΔΑΕ διαθέτει ευρεία ελεγκτική αρμοδιότητα, σε επίπεδο φορέων που εμπίπτουν στο ελεγκτικό της πεδίο και σε ό,τι αφορά στο αντικείμενο του ελέγχου[58] και μπορεί: α) να ελέγχει την τήρηση των όρων και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου, χωρίς, όμως, να εξετάζει την κρίση των εισαγγελικών λειτουργών[59] και β) να γνωμοδοτεί και να απευθύνει συστάσεις και υποδείξεις τόσο για τη λήψη μέτρων διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών, όσο και για τη διαδικασία της άρσης του[60]. Έτσι, η ΑΔΑΕ, ως ανεξάρτητη αρχή, είναι εκ του Συντάγματος και του εκτελεστικού του νόμου αρμόδια για να ασκεί διοικητικό έλεγχο στις υπηρεσίες (ΕΥΠ και ΔΑΕΕΒ) που ζητούν την άρση του απορρήτου και οι οποίες δεν μπορούν να επικαλούνται τον απόρρητο χαρακτήρα των πληροφοριών που κατέχουν προκειμένου να αποφεύγουν τον έλεγχο της αρχής[61]. Ο έλεγχος αυτός, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει τη διαπίστωση της ύπαρξης εγκριτικών εισαγγελικών διατάξεων που καθιστούν νόμιμη την άρση του απορρήτου και την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας[62]. Συνεπώς, η συνταγματική αυτή κατοχύρωση της αρχής δεν μπορεί να καταστεί άνευ αντικειμένου από πράξεις του κοινού νομοθέτη ή δικαστικής αρχής[63], πολλώ δε μάλλον όταν χορηγούνται καθ’ υπέρβαση αρμοδιότητας[64].

Κατά κανόνα, και με δεδομένο ότι η πλειονότητα ίσως των εισαγγελικών διατάξεων για τα σχετικά ζητήματα είναι αναιτιολόγητες ή πλημμελώς αιτιολογημένες, η ΑΔΑΕ δεν εξετάζει προληπτικά ή αμέσως μετά την έκδοσή τους τις διατάξεις αυτές, παρά διερευνά εκ των υστέρων καταγγελίες ή ασκώντας αυτεπάγγελτο έλεγχο. Ουσιαστικά, εγγυάται ότι οι διαδικασίες άρσης του απορρήτου διενεργούνται εντός των ορίων που θέτει το Σύνταγμα. Η κατάσταση αυτή εγείρει εύλογα ερωτήματα, αναφορικά με τον τρόπο που θα μπορούσε ενδεχομένως η ΑΔΑΕ να γνωρίζει πλήρως και εγκαίρως τα στοιχεία που απαιτούνται για την προσήκουσα άσκηση των καθηκόντων της, πολλώ δε μάλλον πριν την έκδοση της εγκριτικής εισαγγελικής διάταξης. Υπάρχει μεν η νομική υποχρέωση των φορέων που υπόκεινται στην ελεγκτική αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ να την ενημερώνουν για οποιοδήποτε ζήτημα μπορεί να συμβάλει στην εκπλήρωση της αποστολής της, ιδίως δε όταν πρόκειται για περίπτωση παραβίασης του απορρήτου των επικοινωνιών που διαπιστώνεται από τον ίδιο τον πάροχο των υπηρεσιών αυτών[65], τίθεται, όμως, ζήτημα πρακτικής εφαρμοσιμότητας της υποχρέωσης, σε ένα πεδίο που εγγενώς διακρίνεται για την αδιαφάνεια και την απόκρυψη πληροφοριών. Στον δύσκολο αυτό γρίφο, πρέπει κανείς να λάβει υπ’ όψιν του τόσο την πιθανότητα καταστροφής ή αλλοίωσης των στοιχείων της εκάστοτε υπόθεσης[66], όσο και τη δυνατότητα του προσωπικού της ΕΥΠ να αρνηθεί την προσκόμιση στοιχείων στην ΑΔΑΕ, με βάση το καθήκον εχεμύθειας που προβλέπεται από την νομοθεσία[67]. Συνεπώς, η ΑΔΑΕ λαμβάνει, κατά κανόνα, αποσπασματική, συχνά αναιτιολόγητη και οπωσδήποτε εκ των υστέρων πληροφόρηση επί των σχετικών ζητημάτων.

Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς δεν προσφέρει πάντοτε σαφείς και επαρκείς απαντήσεις. Ακόμα και η πρόβλεψη του ν. 3115/2003[68] περί κοινοποίησης στον Υπουργό Δικαιοσύνης του σώματος κάθε διάταξης ατόνησε διότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης δεν μπορούσε να διαχειριστεί τον όγκο των εγγράφων[69]. Όλες οι εισαγγελικές διατάξεις και τα βουλεύματα (εγκριτικά ή απορριπτικά) παραδίδονται με ηλεκτρονικό κρυπτογραφημένο μήνυμα στην ΑΔΑΕ και τηρούνται σε ειδικά ηλεκτρονικά αρχεία, σε βάση δεδομένων, στην οποία έχουν πρόσβαση αυστηρά προσδιορισμένα πρόσωπα[70]. Ωστόσο, η ΑΔΑΕ δεν δύναται να ενημερώσει, κατόπιν καταγγελίας, ότι ορισμένο πρόσωπο παρακολουθείται, διότι με τον τρόπο αυτόν, θα παραβίαζε τον κανόνα της τριετίας, τα δε μέλη της θα έρχονταν αντιμέτωπα με ποινικές διώξεις. Αντίστοιχες διώξεις θα αντιμετώπιζαν και σε περίπτωση εξαγωγής οποιουδήποτε στοιχείο και με οποιονδήποτε τρόπο από τις βάσεις δεδομένων. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι, με τις νομικές αυτές ρυθμίσεις, δημιουργούνται πρόσφορες συνθήκες αυτονόμησης των κρατικών υπηρεσιών εθνικής ασφάλειας με την δημιουργία στεγανών επί των οποίων ασκείται περιορισμένος διοικητικός και δικαστικός έλεγχος.

 

4.      Προβληματισμοί επί των επιλογών του νομοθέτη, υπό το πρίσμα της νομολογίας του ΕΔΔΑ

Το ζήτημα της επίκλησης λόγων εθνικής ασφαλείας για τον περιορισμό ή την παραβίαση ατομικών δικαιωμάτων αποτέλεσε αντικείμενο ελέγχου από το ΕΔΔΑ, με βάση το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Ως γενική νομολογιακή αρχή, τέθηκαν ορισμένες προϋποθέσεις προκειμένου  η μυστική παρακολούθηση των επικοινωνιών ενός προσώπου να μπορεί να δικαιολογηθεί : α) να προβλέπεται από τον νόμο[71], β) να υπηρετεί έναν ή περισσότερους από τους θεμιτούς σκοπούς της παραγράφου 2, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η εθνική ασφάλεια, γ) να είναι «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία» προκειμένου να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός, εν προκειμένω, δηλαδή, η προστασία της εθνικής ασφάλειας[72]. Το ΕΔΔΑ διαχρονικά αναγνωρίζει στα συμβαλλόμενα κράτη ένα ευρύ περιθώριο εκτίμησης των αναγκών της εθνικής ασφάλειας και δεν θεωρεί ασυμβίβαστες με την ΕΣΔΑ ακόμα και μαζικές παρακολουθήσεις προσώπων με άγνωστη ή μη αποκαλυπτόμενη ταυτότητα[73]. Ουσιαστικά, δηλαδή, αποδέχεται μια χαλάρωση των κριτηρίων ελέγχου άρσης του απορρήτου και έναν αντίστοιχο μετριασμό της αναλογικότητας, με την επίκληση «απροσδιόριστων κινδύνων» ως βάση των περιορισμών, χωρίς καν να απαιτούνται «εύλογες υπόνοιες» ως προς την ύπαρξη λόγων εθνικής ασφάλειας[74].

Παρά ταύτα, ακριβώς λόγω της προφανούς πιθανότητας αυθαίρετων συμπεριφορών από τις κρατικές υπηρεσίες, έχει κριθεί ότι το περιθώριο εκτίμησης ελέγχεται με γνώμονα τις αξίες του κράτους δικαίου. Ένα περιθώριο μυστικής παρακολούθησης για να είναι επιτρεπτό πρέπει να κρίνεται ως  απολύτως αναγκαίο για τη διαφύλαξη των δημοκρατικών θεσμών και, ειδικότερα, για την απόκτηση ζωτικής σημασίας πληροφοριών[75]. Για να διαπιστωθεί αυτή η αναγκαιότητα, πρέπει να ελέγχεται συνολικά η υπόθεση θέτοντας ως  κριτήρια, μεταξύ άλλων, την φύση, την έκταση, την διάρκεια των μέτρων, τους δικαιολογητικούς λόγους που τυχόν επικαλούνται οι διοικητικές και δικαστικές αρχές που συμμετέχουν στη διαδικασία, καθώς και την  δυνατότητα προσφυγής σε διοικητική ή δικαστική αρχή [76]. Ο νόμος που προβλέπει τη δυνατότητα παρακολουθήσεων πρέπει να αναφέρει την καθ’ ύλη αρμοδιότητα, το βαθμό διακριτικής ευχέρειας που απολαμβάνουν οι αρμόδιες υπηρεσίες και τον τρόπο άσκησής της. Όλα αυτά θα πρέπει να ορίζονται με επαρκή σαφήνεια, λαμβανομένου υπόψη του νόμιμου σκοπού του μέτρου[77] και με σεβασμό στα κριτήρια αναλογικότητας[78]. Στην προσπάθεια να ελεγχθούν μακροσκοπικά οι πρακτικές των αρμοδίων κρατικών υπηρεσιών, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι αποτελεί βασικό στοιχείο της διαφάνειας και της προβλεψιμότητας κάθε εθνικού συστήματος άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, η ύπαρξη μιας εύλογης αναλογίας μεταξύ του ποσοστού των απορρίψεων των αιτημάτων για άρση του απορρήτου από τη δικαιοσύνη ή από ανεξάρτητη αρχή σε σχέση με τον συνολικό αριθμό αιτήσεων άρσης του απορρήτου που υποβάλλει η αρμόδια υπηρεσία[79].

Για να διασφαλιστεί η προστασία των δικαιωμάτων από την αυθαιρεσία των υπηρεσιών ασφαλείας, είναι αναλογικά εφαρμοστέες και στο πεδίο της εθνικής ασφάλειας[80], οι εγγυήσεις που αφορούν στις παρακολουθήσεις στο πλαίσιο ποινικών ερευνών[81]. Το ΕΔΔΑ έχει αρκετές φορές επαναλάβει στα κράτη μέρη του Συμβουλίου της Ευρώπης που δεσμεύονται από την Σύμβαση,  την σύσταση να θεσπίζουν εποπτικούς ελέγχους από δικαστικές αρχές, καθώς ο δικαστικός έλεγχος προσφέρει ισχυρότερες εγγυήσεις ανεξαρτησίας, αμεροληψίας και ορθότητας της διαδικασίας[82].

Στην Ελλάδα, με τον ν. 4622/2019 περί επιτελικού κράτους[83], η ΕΥΠ υπάγεται στον Πρωθυπουργό και στις αντίστοιχες υπηρεσίες της Προεδρίας της Κυβέρνησης. Επομένως, ένα δημοκρατικά εκλεγμένο, άμεσο όργανο του κράτους, ασκεί τον πολιτικό έλεγχο της ΕΥΠ, φέροντας και την αντίστοιχη πολιτική ευθύνη[84]. Στο θεσμικό οπλοστάσιο δικαιοπολιτικού ελέγχου της ΕΥΠ συγκαταλέγεται, ακόμα, ο προαναφερθείς εισαγγελικός έλεγχος[85] και η προαναφερθείσα εποπτεία από την ΑΔΑΕ[86]. Όλα αυτά τα όργανα επιτελούν μια παραπληρωματική πλην κρίσιμη, λειτουργία σε σχέση με την προστασία του απόρρητου.

Ως προς το ζήτημα της γνωστοποίησης της παρακολούθησης, το ΕΔΔΑ ουδέποτε έφθασε στο σημείο να κρίνει ότι εάν τα πρόσωπα που θίγονται από μυστικά μέτρα παρακολούθησης δεν ειδοποιούνται μετά τη λήξη της παρακολούθησης θεμελιώνεται, άνευ ετέρου, παραβίαση του άρθρου 8 ΕΣΔΑ. Αυτό αποτελεί μία έμμεση ομολογία ότι η ενημέρωση ίσως να οδηγήσει σε αχρείαστες και ζημιογόνες αντιδράσεις και σε μια μόνιμη ένταση που θα δηλητηριάσει τις σχέσεις κράτους και πολιτών, ιδίως όταν δεν προέκυψε κάτι το μεμπτό.

Το ΕΔΔΑ διευκρίνισε, ωστόσο, ότι πρέπει να παρέχονται πληροφορίες στους θιγομένους, μετά τη λήξη του μέτρου της άρσης του απορρήτου της επικοινωνίας και εφόσον δεν τίθεται σε κίνδυνο ο σκοπός της άρσης[87]. Στη βάση αυτή, το ΕΔΔΑ, εξετάζει κατά περίπτωση το εκάστοτε εθνικό σύστημα γνωστοποίησης. Έχει διαπιστωθεί παραβίαση, όταν εθνικά συστήματα δεν παρείχαν στον θιγόμενο καμία δυνατότητα ενημέρωσης εκτός εάν είχε κινηθεί ποινική διαδικασία εναντίον του και τα υποκλαπέντα δεδομένα του είχαν χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικά στοιχεία ή αν δεν διέρρευσαν απλώς στοιχεία περί της παρακολούθησης[88]. Ομοίως, παραβίαση διαπιστώθηκε σε περίπτωση νομοθετικού καθεστώτος που δεν προέβλεπε καμία επανεξέταση της παρακολούθησης ενώ  ο τυπικός δικαστικός έλεγχος ήταν ουσιαστικά ανενεργός. Επίσης κρίθηκε ότι συνιστά παράβαση όταν οι αρχές δεν αποσαφηνίζουν με ακρίβεια τον τρόπο ελέγχου των πληροφοριών που λαμβάνονται μέσω της παρακολούθησης και επιπλέον δεν είναι γνωστές οι διαδικασίες διατήρησης της ακεραιότητας και της εμπιστευτικότητάς των πληροφοριών καθώς  και οι διαδικασίες καταστροφής τους όταν δεν επιφέρουν αποτελέσματα. Σε κάθε περίπτωση το ΕΔΔΑ θεωρεί ότι είναι κρίσιμος ό έλεγχος των παραπάνω διαδικασιών που διενεργείται από ανεξάρτητη αρχή ενώ πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα σε ορισμένα στάδια της διαδικασίας να ενημερώνονται οι θιγόμενοι[89].

Αντιθέτως, δεν διαπιστώθηκε παραβίαση σε περίπτωση εθνικού νομοθετικού συστήματος που προέβλεπε μία σειρά εγγυήσεων που αφορούν στην οριοθέτηση των  επιπτώσεων της άρσης του απορρήτου (αποτύπωση της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμός της παρακολούθησης στα ελάχιστα αναγκαία πρόσωπα, ενημέρωση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής με ουσιαστικές αρμοδιότητες, δυνατότητα γνωστοποίησης της παρακολούθησης μετά τη λήξη της και χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο ο επιδιωκόμενος σκοπός κ.ά)[90]. Επίσης δεν  διαπιστώθηκε παραβίαση, σε περίπτωση που υπήρχε δυνατότητα του θιγομένου να προσφύγει σε ανεξάρτητη και αμερόληπτη επιτροπή δικαιοδοτικού χαρακτήρα, η οποία αποτελούνταν από εξειδικευμένους και  έμπειρους δικαστές και δικηγόρους και ήταν εξοπλισμένη με πραγματικές εξουσίες επέμβασης[91].

Υπό το πρίσμα των παραπάνω αρχών, αμφισβητήθηκε ευλόγως η συνταγματικότητα και η συμβατότητα με την ΕΣΔΑ[92] της νομοθετικής κατάργησης [93] της δυνατότητας της ΑΔΑΕ να γνωστοποιεί στους θιγομένους την επιβολή της άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας[94], σε κάθε περίπτωση, ακόμα και όταν δεν διακυβευόταν ο σκοπός για τον οποίον επιβλήθηκε, όταν η άρση έλαβε χώρα για λόγους εθνικής ασφάλειας. Ο νομοθέτης έσπευσε να διορθώσει την ατυχή αυτή νομοθετική επιλογή με το άρθρο 4 ν. 5002/2022, το οποίο, στην παράγραφο 7 επανέφερε τη γνωστοποίηση στο θιγόμενο, και μάλιστα ως υποχρέωση («γνωστοποιείται») και όχι ως δυνατότητα. Τούτο, υπό τις προϋποθέσεις ότι έχει παρέλθει τουλάχιστον τριετία από την παύση της ισχύος της διάταξης άρσης του απορρήτου και ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο αυτό διατάχθηκε. Παρά την θετική αυτή ρύθμιση ο νέος νόμος ενισχύει τις προϋποθέσεις επί τη βάση των οποίων ικανοποιείται η υποχρέωση γνωστοποίησης[95]. Συγκεκριμένα, για να γίνει η ενημέρωση, πρέπει προηγουμένως να αποφανθεί θετικά μία τριμελής επιτροπή, κατόπιν αιτήματος που υποβάλει ο θιγόμενος στην ΑΔΑΕ[96]. Προβληματισμοί εγείρονται αναφορικά με τη νομοθετική επιλογή συγκρότησης της επιτροπής αυτής. Μέλη της είναι ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ και οι δύο εισαγγελείς που έδωσαν έγκριση για την άρση του απορρήτου. Έτσι, τα ίδια πρόσωπα που έδωσαν έγκριση για την άρση του απορρήτου μπορούν πλειοψηφικά να αποφασίζουν για το αν ο θιγόμενος δικαιούται να ενημερωθεί, γεγονός που εγείρει εύλογα ζητήματα μεροληψίας και πρακτικής αδράνειας του δικαιώματος[97]. Το ζήτημα θα μπορούσε να λυθεί πολύ αποτελεσματικότερα με την ανάθεση της σχετικής αρμοδιότητας στην ΑΔΑΕ. Σημειώνεται δε ότι σε περίπτωση που αποφασιστεί τελικά η ενημέρωση, αυτή αφορά μόνο την γνωστοποίηση της επιβολής  και της διάρκειας του μέτρου, χωρίς κρίσιμα στοιχεία, όπως η αιτιολογία της άρσης και τα τυχόν αποδεικτικά στοιχεία του φακέλου που οδήγησαν σε αυτήν. Περαιτέρω, προβληματισμοί εγείρονται και για την  προϋπόθεση της παρέλευσης τριετίας, η οποία αποτελεί ένα δυσανάλογα μεγάλο χρονικό διάστημα που καθιστά αναποτελεσματική και κατ’ ουσία άκαιρη την ενημέρωση του θιγομένου.

Η ΑΠΔΠΧ έχει επισημάνει σχετικά ότι οι χρονικοί και διαδικαστικοί περιορισμοί που επιβάλλονται ως προϋποθέσεις προκειμένου να ενημερωθούν οι θιγόμενοι, σε συνδυασμό με την έλλειψη ειδικότερων ρυθμίσεων για την προστασία συναφών δικαιωμάτων ( δικαιώματα πρόσβασης, εναντίωσης, διαγραφής των δεδομένων, περιορισμού της επεξεργασίας κλπ) αφαιρούν από το δικαίωμα ενημέρωσης ουσιώδεις πρακτικές διαστάσεις θίγοντάς το στον πυρήνα του. Η Αρχή προσθέτει, μάλιστα, ότι λοιπά δικαιώματα του θιγομένου δεν αναφέρονται καν στο νέο νόμο[98]. Στο ίδιο κριτικό πνεύμα, έχει υποστηριχθεί ότι δεν έχουν τηρηθεί[99] και οι προϋποθέσεις, όπως προβλέπονται από το άρθρο 23 παρ. 2 του  ΓΚΠΔ, προκειμένου να θεωρηθεί νόμιμος ο περιορισμός του δικαιώματος στα προσωπικά δεδομένα των υποκειμένων της επεξεργασίας.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον ενόψει της νέας ελληνικής νομοθετικής διάταξης έχει η υπόθεση Dumitru Popescu, στην οποία το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ούτε ο αρμόδιος για την έγκριση των παρακολουθήσεων εισαγγελέας, αλλά ούτε και ο ιεραρχικά προϊστάμενος του, μπορούν να θεωρηθούν ότι πληρούν την απαίτηση ανεξαρτησίας από την εκτελεστική εξουσία[100]. Πράγματι, μία τέτοια σύνθεση της επιτροπής που εγκρίνει την ενημέρωση για τις παρακολουθήσεις, η οποία αποτελείται από δύο ειδικούς με τα συναφή ζητήματα εισαγγελείς, οι οποίοι μάλιστα συμμετείχαν στη διαδικασία άρσης του απορρήτου, πολύ δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις της νομολογίας του ΕΔΔΑ σχετικά με τη δυνατότητα του θιγομένου να προσφύγει σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο διοικητικό όργανο. Άλλη μία κρίση που έχει ενδιαφέρον είναι εκείνη της υπόθεσης Szabó & Vissy, όπου το ΕΔΔΑ ρητώς επεσήμανε ότι η εποπτεία από ένα πολιτικά υπεύθυνο μέλος της εκτελεστικής εξουσίας, όπως ο Υπουργός Δικαιοσύνης, δεν παρέχει τις απαραίτητες εγγυήσεις[101]. Έτσι, και η υπαγωγή της ΕΥΠ στον Πρωθυπουργό κρίνεται προβληματική από δικαιοκρατικής άποψης, όταν δεν συνοδεύεται με επαρκείς εγγυήσεις μεταγενέστερων και ειδικότερων  ελέγχων. Γι’ αυτό είναι ιδιαιτέρως κρίσιμο οι σχετικοί εισαγγελείς να εκτελούν ευσυνείδητα τα καθήκοντά τους, διότι στην πραγματικότητα είναι οι τελευταίοι θύλακες δικαιοκρατικών εγγυήσεων, σε ένα τόσο προβληματικό για το κράτος δικαίου περιβάλλον.

            Σύμφωνα με την ΑΔΑΕ, μόνο το 2021 υπεγράφησαν 15.475 εισαγγελικές διατάξεις που αφορούσαν στην άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους «εθνικής ασφάλειας» [102], ενώ φαίνεται να διέρρευσε πως μόλις ένας αναλογικά πολύ μικρός αριθμός (περί των 140 αιτήσεων) απορρίφθηκαν από την αρμόδια εισαγγελέα[103]. Η διοικητική αυτή πρακτική εγείρει υπόνοιες για το κατά πόσο συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για όλες αυτές τις περιπτώσεις. Αμφισβητήσιμο είναι, επίσης, το κατά πόσον ο αρμόδιος εισαγγελέας μπορεί να ανταποκριθεί, εντός του απολύτως ασφυκτικού περιθωρίου των 24 ωρών, στο σύνολο των αιτημάτων που του υποβάλλονται καθημερινά από την ΕΥΠ[104].

 

Καταληκτικές σκέψεις

Με βάση τα παραπάνω η προστασία που παρέχει το ελληνικό Σύνταγμα στην ελεύθερη επικοινωνία, ενώ στο περίβλημά της μοιάζει ολοκληρωμένη, κατά την νομοθετική της εξειδίκευση και, κατά την διοικητική πρακτική της ΕΥΠ και άλλων υπηρεσιών, παρουσιάζει δικαιοκρατικά κενά[105]. Μετά τον θόρυβο που προέκυψε με την υπόθεση Ανδρουλάκη, η Κυβέρνηση εξέδωσε Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου[106] και κατόπιν τον ν. 5002/2022[107]. Στις οικείες ρυθμίσεις προβλέπεται, μεταξύ άλλων, η προαναφερθείσα συμμετοχή του δεύτερου εισαγγελέα στη διαδικασία της άρσης του απορρήτου[108]. Παρά τη βελτίωση του προηγούμενου νομοθετικού καθεστώτος, και με το νέο νομοθετικό πλαίσιο δεν λείπουν οι αστοχίες. Η κριτική που έχει ήδη διατυπωθεί στη θεωρία[109] επικεντρώνεται στον ανεπαρκή χαρακτήρα των νομοθετικών πρωτοβουλιών, στην έλλειψη μείζονων συνταγματικών εγγυήσεων και στην απουσία ενός δικαστικού συμβουλίου που θα επιλαμβάνεται σχετικών ζητημάτων. Ομοίως εύστοχη είναι και η κριτική στη νομοθετική επιλογή της συμμετοχής των ίδιων εισαγγελέων που αποφασίζουν για την άρση του απορρήτου στην τριμελή επιτροπή που αποφασίζει σχετικά με τη σκοπιμότητα ενημέρωσης του θιγομένου. Θα ήταν δικαιοκρατικά προσφορότερο η αρμοδιότητα αυτή να επανέλθει στην ΑΔΑΕ, η οποία, ως ανεξάρτητη αρχή, διαθέτει, κατά τεκμήριο, την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και την νομολογία του ΕΔΔΑ, ανεξαρτησία από την εκτελεστική εξουσία, αλλά και την αμεροληψία σε σχέση με τις άρσεις του απορρήτου στην πρόβλεψη των οποίων δεν έχει μετάσχει. Περαιτέρω, κατά την ίδια κριτική, η τριετία που πρέπει να παρέλθει για την ενημέρωση του θιγομένου αποτελεί μεγάλο χρονικό που δεν επιτρέπει ευχερή προσφυγή στην δικαιοσύνη λόγω πιθανής έλλειψης στοιχείων.

Σε κάθε περίπτωση, παρά τις θετικές νομοθετικές αλλαγές μια σειρά από προτάσεις που έχουν ήδη διατυπωθεί στον δημόσιο διάλογο φαίνεται να κινούνται προς ορθότερη κατεύθυνση[110]. Πρόκειται ιδίως για τον νομοθετικό επαναπροσδιορισμό της έννοιας «εθνική ασφάλεια» σε συμφωνία με τις νομολογιακές κατευθύνσεις που έθεσαν το ΔΕΕ και το ΕΔΔΑ, την ενίσχυση των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων των κοινοβουλευτικών επιτροπών, την επανεξέταση της σκοπιμότητας υπαγωγής της ΕΥΠ στην Προεδρία της Κυβέρνησης και άρα στον ίδιο τον Πρωθυπουργό, τον έλεγχο της κυκλοφορίας και των προμηθειών κακόβουλων λογισμικών, καθώς επίσης και την κωδικοποίηση της νομοθεσίας περί προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών. Περαιτέρω, αναγκαία φαίνεται η πιθανή συγχώνευση της ΑΔΑΕ με την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, δεδομένου ιδίως του γεγονότος ότι οι ποικίλες μέθοδοι παρακολούθησης των επικοινωνιών συνδέονται πλέον, κατά τρόπο άρρηκτο, με τις αρμοδιότητες και των δύο Ανεξάρτητων Αρχών[111].

Σε πολιτικό επίπεδο, και σε σχέση προς την επιβεβαιωμένη παρακολούθηση του Ν. Ανδρουλάκη για λόγους εθνικής ασφάλειας, ο Πρωθυπουργός δήλωσε ότι η παρακολούθηση ήταν «τυπικά επαρκής, όμως πολιτικά μη αποδεκτή»[112] και για το λόγο αυτό δέχθηκε την παραίτηση του διοικητή της ΕΥΠ και οδήγησε σε παραίτηση το στενότερο συνεργάτη του, τον Γ.Γ του Πρωθυπουργού. Σε σχετικά πρόσφατη αγόρευσή του στην Βουλή, ο Πρωθυπουργός άφησε αιχμές, ανάμεσα στα άλλα και για την ύπαρξη ατζέντας του Προέδρου της ΑΔΑΕ[113]. Οι ατεκμηρίωτες αυτές δηλώσεις υπονομεύουν το κύρος των ανεξαρτήτων αρχών, θίγουν προσωπικότητες του δημοσίου βίου προσβάλλοντας την τιμή και την υπόληψή τους, δεν συμβάλλουν στην αποτελεσματικότερη λειτουργία των θεσμών του κράτους δικαίου και, για τους λόγους αυτούς, είναι αποδοκιμαστέες[114].

Έστω και υπό συνθήκες πολιτικών εντάσεων, θα ήταν ευχής έργον να προταθούν και να υλοποιηθούν περαιτέρω θεσμικές αλλαγές που να αποτρέπουν παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων και να καταργηθούν πρακτικές της διοίκησης που προσβάλλουν την δημοκρατία μας, χωρίς όμως να ξεχνάμε ότι ένα κράτος εντός του ταραγμένου διεθνούς περιβάλλοντος δεν μπορεί να λειτουργήσει αποδοτικά χωρίς υπηρεσίες πληροφοριών που μοιραία ενίοτε λειτουργούν στα όρια της νομιμότητας και της διαφάνειας.

Βιβλιογραφία

Αλιβιζάτος Ν., Η συνταγματική θέση των ενόπλων δυνάμεων, Αθήνα, 1987.

Ανθόπουλος Χ., Οι συνταγματολόγοι και η γνωμοδότηση Ντογιάκου, constitutionalism, 2023.

Αποστολίδης Π., Οι υπηρεσίες πληροφοριών στο εθνικό σύστημα ασφαλείας: Η περίπτωση της ΕΥΠ, ΕΛΙΑΜΕΠ, 2007.

Βενιζέλος Ε., Η σχέση εισαγγελικών αρχών και ανεξάρτητων αρχών – Σεβασμός ή παραβίαση των εγγυήσεων του κράτους δικαίου; Σχόλιο στην 1/2023 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, constitutionalism, 2023.

Βενιζέλος Ε., Τα συνταγματικά όρια στην άρση του τηλεφωνικού απορρήτου των πολιτών και των πολιτικών προσώπων για λόγους εθνικής ασφάλειας – Η υπόθεση Ανδρουλάκη, ΔτΑ 94/2022, σελ. 849 επ.

Βιδάλης Τ., Οι ανεξάρτητες αρχές και η «βάση του πολιτεύματος», syntagmawatch, 2023.

Βολουδάκης Β. Επικαιρικά συνταγματικά ζητήματα (1983-1994), Τόμος Β’. Αθήνα, 1994.

Γιαννακόπουλος Κ. Αναζητώντας αποτελεσματικότερες εγγυήσεις διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών, ΔτΑ, 94/2022, σελ. 921 επ.

Γιαννακόπουλος Κ., Η διάβρωση των θεσμικών αντιβάρων, constitutionalism, 2023.

Γιαννακόπουλος Κ., Το ενδεχόμενο συγχώνευσης και ο σεβασμός της διάρκειας της θητείας των μελών της ΑΠΔΠΧ και της ΑΔΑΕ, constitutionalism, 2023.

Δαγτόγλου Π., Συνταγματικό Δίκαιο: Ατομικά Δικαιώματα, Αθήνα, 2012.

Δρόσος Γ., Άρρητα Απόρρητα, constitutionalism, 2022.

Ηλιοπούλου-Στράγγα Τ., Υποκλοπές: Συνταγματικές παράμετροι, constitutionalism, 2022/

Καμτσίδου Ι., Τα απόρρητα, το κράτος δικαίου και η Δημοκρατία, constitutionalism, 2022.

Κατρούγκαλος Γ., Ευθεία βολή στο Σύνταγμα, στη Δικαιοσύνη και τη δημοκρατία, Εφημερίδα των Συντακτών, 2023.

Κοντιάδης Ξ. & Σωτηρέλης Γ., Τα πολλαπλά ατοπήματα της γνωμοδότησης του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σχετικά με τις αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ, syntagmawatch, 2023.

Κοντιάδης Ξ., Η επίκληση του απορρήτου της ΕΥΠ στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, syntagmawatch, 2022.

Μακρής Σ., Το Predator και τα προσωπικά δεδομένα: Οι πολλαπλές παραβιάσεις της εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας και τα πρακτικά και νομικά προβλήματα για την εφαρμογή της, constitutionalism, 2023

Παλαμιώτης Φ. & Παπατόλιας Α., Το Σύνταγμα στη δίνη των υποκλοπών: Συνταγματικές και δικαιοπολιτικές όψεις της υπόθεσης των παρακολουθήσεων, constitutionalism, 2022,

Παναγοπούλου Φ., Άρθρο 19, στο: Σπ. Βλαχόπουλος, Ξ. Κοντιάδης & Γ. Τασόπουλος (επιμ.), Σύνταγμα: Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2023, διαθέσιμο στο: https://www.syntagmawatch.gr/my-constitution/arthro-19/

Παπαδόπουλος Ν., Προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας: Ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 19 του Συντάγματος της Ελλάδας: Θεσσαλονίκη 2008.

Παπανικολάου Α., Άρση του Επικοινωνιακού Απορρήτου και Υποχρέωση Γνωστοποίησης: Ένα Δικαιοκρατικό Ζήτημα σε Εκκρεμότητα, ΔτΑ 94/2022, σελ. 955-974.

Παπανικολάου Α., Περιορισμοί στο δικαίωμα της ελεύθερης, απόρρητης επικοινωνίας: επίκαιρες σκέψεις για ένα διαχρονικό δίλημμα, constitutionalism, 2020.

Παπανικολάου Α., Το δικαίωμα στο απόρρητο της επικοινωνίας είναι δείκτης δημοκρατίας, adae, 2022.

Παπασπύρου Ν., Οι αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ και το κράτος δικαίου, constitutionalism, 2023.

Παπατόλιας, Α. Τα όρια του κοινοβουλευτικού ελέγχου των παρακολουθήσεων, constitutionalism, 2022.

Παυλόπουλος Π., Παρατηρήσεις ως προς την συνταγματική κατοχύρωση των αρμοδιοτήτων της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, constitutionalism, 2023.

Πέρβου Ι., Η προστασία του επικοινωνιακού απορρήτου: δογματικές και δικαιοπολιτικές επισημάνσεις, ΕφημΔΔ 2/2023, σελ. 239 επ.

Ράμμος Χ., Η υποβάθμιση ενός ούτως ή άλλως δυσχερούς και ευαίσθητου δικαιώματος: Η περίπτωση του άρθρου 19 του Συντάγματος, ΝΟΜΑΡΧΙΑ, 2024

Ράμμος Χ., Γκρίτζαλης Σ. & Παπανικολάου Α., Αντίθεση του άρθρου 87 Ν. 4790/2021 προς τις εγγυήσεις της ΕΣΔΑ για διαφύλαξη του απορρήτου των επικοινωνιών, constitutionalism, 2021.

Σανιδάς Γ., Δικαστική λειτουργία, ανεξάρτητες Αρχές και η γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (1/2023), Πρώτο Θέμα, 2023.

Σοϊλεντάκης Ν., Υπουργοί στο Ειδικό Δικαστήριο (1821 – 2000), Αθήνα, 2005.

Συμεωνίδου – Καστανίδου Ε., Άρση απορρήτου επικοινωνιών και επαγγελματικό απόρρητο, constitutionalism, 2023.

Συμεωνίδου – Καστανίδου Ε., Το σχέδιο νόμου σχετικά με την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών: κρίσιμες για τις θεμελιώδεις ελευθερίες «αστοχίες», constitutionalism, 2022.

Σωτηρέλης Γ., 50 χρόνια μετά. Η δραματική οπισθοδρόμηση της Ελληνικής Δημοκρατίας, constitutionalism, 2023α.

Σωτηρέλης Γ., Συνταγματική αποτίμηση και θεσμικές προεκτάσεις της ομόθυμης καταδίκης της γνωμοδότησης Ντογιάκου, constitutionalism, 2023β.

Σωτηρέλης Γ., Η παραίτηση του Πρωθυπουργού είναι μονόδρομος: Η πολιτική ευθύνη για τις αντισυνταγματικές υποκλοπές είναι αντικειμενική και μη μεταβιβάσιμη, ΔτΑ, 95/2023, σελ. 69 επ.

Τασόπουλος Γ., Ο Κούφιος Πυρήνας του Δικαιώματος Για Το Απόρρητο Της Επικοινωνίας Και Η Εθνική Ασφάλεια, e-ΠΟΛΙΤΕΙΑ, 3/2022, σελ. 340 επ.

Τασόπουλος Γ., Πριονίζοντας τα συνταγματικά θεμέλια των Ανεξάρτητων Αρχών, syntagmawatch, 2023.

Τσεβάς Α., Οι ενέργειες της ποινικής δικαιοσύνης σε βάρος των Ανεξαρτήτων Αρχών ως έναυσμα αναστοχασμού: Παρατηρήσεις με αφορμή την αντισυνταγματική γνωμοδότηση 1/2023 του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και τις απειλές που διατυπώνει, syntagmawatch, 2023.

Τσιάλας Π., Υποκλοπές και κοινοβουλευτικός έλεγχος, constitutionalism, 2022.

Τσίρης Π., Η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος του απορρήτου της επικοινωνίας, Αθήνα, 2002.

Τσόλιας Γ., Η άρση του απορρήτου των μορφών της τηλεπικοινωνιακής ανταπόκρισης για την διακρίβωση εγκλημάτων, διδακτορική διατριβή, 2022.

Χρήστου Β, Απόρρητα, εθνική ασφάλεια και Βουλή, ΔτΑ 94/2022, σελ. 943 επ.

Χρυσόγονος Κ. & Βλαχόπουλος Σ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Αθήνα, 2017.

Χρυσόγονος Κ., Το απόρρητο της επικοινωνίας και το πρόβλημα της δημοκρατικής ποιότητας του πολιτεύματος, constitutionalism, 2023.

Χρυσόγονος Κ., Το άρθρο 19 του Συντάγματος υπό την σκιά του “Μεγάλου Αδελφού”. Ο ν. 5002/2022 και η 1/2023 γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, constitutionalism, 2023.

Η μελέτη αφιερώνεται -και αποτελεί προδημοσίευση για τον τιμητικό της τόμο- στην σημαντική καθηγήτρια του Ευρωπαϊκού Δικαίου Ζ.Σαχπεκίδου, η οποία συνέβαλε -μαζί με τον καθηγητή Π.Στάγκο- στην καθιέρωση του μαθήματος Ευρωπαϊκό Δίκαιο στην Νομική Σχολή του ΑΠΘ. Η Ζ.Σαχπεκίδου υπήρξε καθηγήτρια μου και της οφείλω την έμπνευση και την ενθάρρυνση και στο αρχικό στάδιο των σπουδών μου και μετέπειτα στην ακαδημαϊκή μου πορεία όπου και με τίμησε με την φιλία της.

 

Θέλω να ευχαριστήσω τον συνεργάτη μου και υπ. διδάκτορα Νομικής ΑΠΘ, ΜΔΔΠΕ και Δικηγόρο Π.Πασχαλίδη για την επιμέλεια και την τεκμηρίωση της μελέτης που αποτελεί γραπτή και εμπλουτισμένη απόδοση της προφορικής εισήγησης μου στο συνέδριο «Η ιδιωτικότητα στην ψηφιακή εποχή» (ΚΕΝΟΠ, Θεσσαλονίκη 7-8/12/2023), Νομική Βιβλιοθήκη, 2024.

 

[1]  Για την σχέση του κράτους με την ασφάλεια των πολιτών βλ. γενικά βλ. Π.Μαντζούφα, Η συνταγματική προστασία των δικαιωμάτων στην κοινωνία της διακινδύνευσης, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2006, σ. 41 επ. και ειδικότερα  για το συγκεκριμένο θέμα   Π. Αποστολίδη, Οι υπηρεσίες πληροφοριών στο εθνικό σύστημα ασφαλείας: Η περίπτωση της ΕΥΠ, ΕΛΙΑΜΕΠ, 2007, σελ. 5.

[2] Μάλιστα, οι εν λόγω υπηρεσίες μπορεί να είναι φορείς έντονης διακινδύνευσης ή και διάπραξης έκνομων, έως και εγκληματικών ενεργειών, σε περιπτώσεις όπου, λόγου χάρη, ασκούν κυβερνοπόλεμο, διαδίδουν συστηματικά ψευδείς ειδήσεις, παραβιάζουν κρατικές και ιδιωτικές ιστοσελίδες, παρακολουθούν πολίτες κλπ.

[3] Βλ. αναλυτικότερα για το ζήτημα: Ν. Σοϊλεντάκης, Υπουργοί στο Ειδικό Δικαστήριο (1821 – 2000), Αθήνα, 2005.

[4] Στην περίπτωση του D. Trump, μάλιστα, η δικαστική διαδικασία  που ξεκίνησε για διάπραξη εγκλημάτων κατά του πολιτεύματος και το δικαίωμα ή όχι συμμετοχής του στις προσεχείς προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, βασίστηκε, κατά ένα μεγάλο μέρος της, σε τηλεφωνικές προτροπές του Trump σε οπαδούς του να εισβάλουν στο Καπιτώλιο, οι οποίες, κατά πάσα πιθανότητα, έχουν καταγραφεί από την NSA, δηλαδή την Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας των ΗΠΑ.

[5] Στην περίπτωση του A. Costa, πρώην πρωθυπουργού της Πορτογαλίας, η υπηρεσία πληροφοριών της χώρας του φαίνεται να παρακολουθούσε τηλέφωνα υπουργών, διότι υπήρχαν υπόνοιες σκανδάλου παράνομων αναθέσεων έργων.

[6] «Το απόρρητο των επ