Ο δικαστικός έλεγχος των πράξεων του Συμβουλίου Ασφαλείας στο επίκεντρο (ξανά) του Δικαστή της Ένωσης

Χρήστος Α. Μπαξεβάνης, ΔΝ (ΑΠΘ), MA (UK), Ειδικός Επιστήμονας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Μια συνολική θεώρηση με αφορμή την απόφαση του ΔΕΕ της 18ης Ιουλίου 2013 στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-584/10 P, C-593/10 P και C-595/10 P Επιτροπή, Συμβούλιο και Ηνωμένο Βασίλειο κατά Y. A. Kadi

Η μακρά ιστορία των υποθέσεων Kadi έφερε στο προσκήνιο κρίσιμα νομικά ζήτημα, ιδίως σε ότι αφορά την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και την άσκηση ενός αποτελεσματικού δικαιοδοτικού ελέγχου της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης που θέτουν σε εφαρμογή Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Οι αποφάσεις του ΔΕΕ που εξεδόθησαν επί των συγκεκριμένων υποθέσεων αποτελούν σημαντικό σταθμό τόσο στο πεδίο της αποτελεσματικής προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όσο και στα ζητήματα υπεροχής ανάμεσα σε δικαιοταξίες με διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες, όπως είναι η διεθνής έννομη τάξη που συστήνουν τα Ηνωμένα Έθνη και αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με την απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2008 το ΔΕΕ οριοθέτησε το πεδίο των σχέσεων διεθνούς και κοινοτικού δικαίου και καθόρισε τους όρους συνύπαρξης ή/και αλληλεπίδρασης, όπου η σχέση μεταξύ διεθνούς δικαίου και κοινοτικής έννομης τάξης ρυθμίζεται από τη δεύτερη, το δε διεθνές δίκαιο αναπτύσσει αποτελέσματα εντός αυτής της εννόμου τάξεως μόνον υπό τις προϋποθέσεις που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της Κοινότητας. Με την τωρινή του απόφαση, της 18ης Ιουλίου 2013, επιβεβαιώνει την προηγούμενη θέση του και μεταφέρει πλέον την συζήτηση από τη δυνατότητα ή μη του δικαστικού ελέγχου στον τρόπο άσκησής του. Ο σεβασμός που οφείλει η Ένωση στους δεσμευτικούς κανόνες του διεθνούς δεν πρέπει να συνεπάγεται δικαστική ασυλία της προσβαλλομένης πράξεως, αλλά προσαρμογή του διενεργούμενου δικαστικού ελέγχου. Ακολουθώντας πλέον ένα σταθερό βηματισμό και μια αταλάντευτη στάση στο ζήτημα του ελέγχου, το Δικαστήριο δεν μπορούσε παρά να επιβεβαιώσει εκ νέου την ικανότητά του να ελέγχει τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσώπων που έχουν εγγραφεί στον κατάλογο της επιτροπής κυρώσεων, καθόσον άλλως θα επέτρεπε σε ορισμένες περιπτώσεις να μπορεί η εφαρμογή του διεθνούς δικαίου από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης να προσβάλει τα θεμελιώδη δικαιώματα. Εξάλλου, αντίθετη λύση, όπως σημειώνει και ο Γενικός Εισαγγελέας στις προτάσεις του, θα αποτελούσε καθαρή οπισθοχώρηση σε σχέση με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου που αποσκοπεί στη διασφάλιση γενικευμένης προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων όταν μια πράξη της Ένωσης υποβάλλεται στην εκτίμησή του. Με την τωρινή του απόφαση, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε τον ρόλο του στον τομέα της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσώπων που είναι εγγεγραμμένα στον κατάλογο της επιτροπής κυρώσεων και προχώρησε στις αναγκαίες διευκρινίσεις όσον αφορά την έκταση και την ένταση του ελέγχου που τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης θα έπρεπε να ασκούν επί των πράξεων της Ένωσης που θέτουν σε εφαρμογή τις εγγραφές αυτές.