Στην παρούσα μελέτη περιγράφονται τα κύρια χαρακτηριστικά του ελληνικού δικαστικού ελέγχου της συμβατότητας των νόμων με το διεθνές και ενωσιακό δίκαιο και τονίζονται οι κύριες διαφορές του με τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων τόσο στο πλαίσιο του ισχύοντος ελληνικού συστήματος διάχυτου ελέγχου όσο και στο πλαίσιο του συγκεντρωτικού ή ευρωπαϊκού συστήματος ελέγχου.
Ο έλεγχος της συμβατότητας των νόμων αποτελεί έναν έλεγχο σύγκρουσης των κανόνων δικαίου κατά την εφαρμογή τους, ο οποίος θεμελιώνεται στο άρθρο 28 του Συντάγματος και στην αυξημένη τυπική ισχύ των διεθνών συμβάσεων έναντι των κοινών τυπικών και ουσιαστικών νόμων. Ο έλεγχος αυτός στηρίζεται στο γνωστό μεθοδολογικό κριτήριο ότι ο ιεραρχικά υπέρτερος νόμος υπερισχύει και εφαρμόζεται έναντι του κατώτερου, σε περίπτωση σωρευτικής εφαρμογής τους, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.
Συνεπώς, ο έλεγχος της συμβατότητας δεν ταυτίζεται ούτε εξομοιώνεται με τον έλεγχο συνταγματικότητας, καθώς οι διεθνείς συμβάσεις δεν έχουν στην ελληνική έννομη τάξη συνταγματική ισχύ, ούτε ο έλεγχος συμβατότητας αποτελεί έναν έλεγχο ισχύος του νόμου, ούτε το Σύνταγμα απονέμοντας αυξημένη τυπική ισχύ στις διεθνείς συμβάσεις θέλησε να διασφαλίσει τον έλεγχό τους στο πλαίσιο του ελέγχου συνταγματικότητας του άρθρου 93 παρ.4 του Συντάγματος.
Η διάκριση μεταξύ ελέγχου συνταγματικότητας και ελέγχου συμβατότητας θεμελιώνεται στη διαφορετικότητα των κανόνων ελέγχου, της δομής του ελέγχου και των εννόμων συνεπειών του.