Σε αντίθεση με τη νομισματική ένωση, όπου και συντελέστηκε η μεταβίβαση της νομισματικής κυριαρχίας των κρατών-μελών της ευρωζώνης σε υπερεθνικό επίπεδο, με την ΕΕ να έχει αποκλειστική αρμοδιότητα στη νομισματική πολιτική για τα προαναφερθέντα κράτη-μέλη (βλ. άρθρο 3§1 περ. γ ΣΛΕΕ), η άσκηση της οικονομικής πολιτικής παρέμεινε, καταρχήν, σε εθνικό επίπεδο. Στον κανόνα αυτόν εισάγονται δύο εξαιρέσεις με τις αρχές i) του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών των κρατών-μελών μέσω συγκριμένων ενεργειών του Συμβουλίου (βλ. άρθρο 121 ΣΛΕΕ) και ii) της δημοσιονομικής πειθαρχίας, στο πλαίσιο της οποίας εντάσσεται και η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος του άρθρου 126 ΣΛΕΕ. Η τελευταία διαδικασία κινήθηκε από το Συμβούλιο της ΕΕ κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, για δεύτερη φορά (μετά το 2004), στις 27/04/2009, οπότε και με την υπ’ αριθ. 2009/415/ΕΚ απόφαση του Συμβουλίου της ΕΕ (ΕΕ L 135/30.5.2009) διαπιστώθηκε ότι στην Ελλάδα υπάρχει υπερβολικό έλλειμμα. Μάλιστα, λόγω της αποτυχίας της να περιορίσει το έλλειμμα με δική της πρωτοβουλία, κατά το πρώτο στάδιο της διαδικασίας του υπερβολικού ελλείμματος, η Ελληνική Δημοκρατία, εισήλθε, στις 16/02/2010, στο δεύτερο στάδιο που προβλέπει η ίδια διαδικασία. Ειδικότερα, την ημέρα αυτή εκδόθηκε η απόφαση 2010/182/ΕΕ με την οποία η χώρα κλήθηκε να υιοθετήσει μέτρα που της απηύθυνε το Συμβούλιο της ΕΕ, προκειμένου να επιτύχει τη μείωση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης. Άξιο ιδιαίτερης μνείας αποτελεί το διπλό νομικό έρεισμα της απόφασης αυτής, δηλαδή όχι μόνο το άρθρο 126 παρ. 9 ΣΛΕΕ, το οποίο, αναφερόμενο στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, αφορά όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, αλλά και το άρθρο 136 παρ. 1 ΣΛΕΕ, που αφορά μόνο τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης. Μεταξύ των επειγόντων δημοσιονομικών μέτρων, που έπρεπε να ληφθούν, σύμφωνα με την απόφαση 2010/182/ΕΕ του Συμβουλίου, περιλαμβάνονταν μείωση του μισθολογικού κόστους, μέσω της διατηρήσεως σταθερών των ονομαστικών μισθών των υπαλλήλων της κεντρικής κυβέρνησης, της τοπικής αυτοδιοίκησης, των οργανισμών του δημοσίου και των λοιπών δημόσιων φορέων, μείωση του αριθμού του απασχολούμενου στον ευρύτερο δημόσιο τομέα προσωπικού, περικοπή των ειδικών επιδομάτων που καταβάλλονται στους δημοσίους υπαλλήλους, ονομαστικές περικοπές των μεταβιβάσεων που καταβάλλονται στο πλαίσιο του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, συμπεριλαμβανομένων και μέτρων περιορισμού της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των επιδομάτων και δικαιωμάτων, αύξηση των εσόδων μέσω της εφαρμογής ενιαίας κλίμακας προοδευτικής φορολογήσεως για όλες τις πηγές εισοδήματος και οριζόντια ενοποιημένη μεταχείριση για τα εισοδήματα από την εργασία και το κεφάλαιο, κατάργηση όλων των απαλλαγών και των περιπτώσεων αυτοτελούς φορολογήσεως, καθιέρωση φορολογήσεως βάσει τεκμηρίων για τους αυτοαπασχολούμενους και αύξηση ειδικών φόρων καταναλώσεως. Η πλειονότητα των μέτρων αυτών υλοποιήθηκε με τον ν. 3833/2010 «Προστασία της εθνικής οικονομίας – Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης» (Α΄ 40), ο οποίος δημοσιεύτηκε στις 15/03/2010. Τέλος, η απόφαση 2010/182/ΕΕ έχει εξαιρετική σημασία και από την άποψη ότι αυτή αποτέλεσε τη βάση για το οικονομικό πρόγραμμα κοινής αποδοχής που καταρτίστηκε μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης, Επιτροπής, ΕΚΤ και ΔΝΤ, το οποίο κατέληξε να λάβει τη μορφή του «Μνημονίου Συνεννόησης» (“Memorandum of Understanding”) που υπογράφηκε στις 03/05/2010 μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.