- Η έννοια της υγείας γενικά
Ως υγεία ορίζεται η κατάσταση στην οποία βρίσκεται το άτομο κατά την οποία δεν υφίσταται καμία συνθήκη, η οποία χαρακτηρίζεται από την ιατρική επιστήμη ως ασθένεια[2]. Ο ορισμός της υγείας, δε θα μπορούσε παρά να ορίζεται αρνητικά, εφόσον ένα τόσο σύνθετο ζήτημα, θα ήταν αδύνατο να καλυφθεί στη γενικότητά του προσδιοριζόμενο με θετικό τρόπο.
Η έννοια της υγείας εμφανίζεται σε δύο συνταγματικές διατάξεις και συγκεκριμένα, στα άρθρα 5 παρ. 5 και 21 παρ. 3 Συντ. Κατά τη θεωρία, στην πρώτη εξ αυτών κατοχυρώνεται το ατομικό δικαίωμα στην υγεία, ενώ, στην δεύτερη το κοινωνικό δικαίωμα στην υγεία, το οποίο συνίσταται επί της αρχής στην υποχρέωση εκ μέρους του κράτους λήψης όλων των κατάλληλων μέτρων προς προστασία της υγείας, προληπτικά και κατασταλτικά[3]. Από τη νομική -και συγκεκριμένα, από τη συνταγματική- έννοια της υγείας, έχουν αποσπαστεί επιμέρους εκδηλώσεις της, οι οποίες εντάσσονται μεν από βιολογικής ή ιατρικής πλευράς στην έννοια της υγείας, όπως οι σωματικές βλάβες, ή ακόμη και η ίδια η ζωή, προστατεύονται όμως αυτοτελώς ως έννομα αγαθά, βάσει διαφορετικών συνταγματικών -ή και νομοθετικών- διατάξεων. Ζήτημα γεννάται δε, εάν στο προστατευτικό πεδίο της δημόσιας υγείας εμπίπτει και η προστασία της ψυχικής υγείας, ή εάν η προστασία της αναφέρεται μόνο στην οργανική της πλευρά[4]. Πάντως, η έννοια αυτή έχει ευρύ περιεχόμενο, εφόσον στο προστατευτικό της πεδίο δεν εντάσσεται μόνο η πρόκληση βλάβης με τη στενή έννοια, αλλά και κάθε βλάβη που θα μπορούσε να διαταράξει την ομαλή ισορροπία, όπως συμβαίνει με την περίπτωση της διατάραξης της κοινής ησυχίας[5].
Η υγεία αναφέρεται σε μία επί της αρχής ατομική συνθήκη ή κατάσταση. Η ίδια κατάσταση μπορεί να έχει επιπτώσεις και σε τρίτους. Έτσι, η διάρθρωσή της σε ατομικό, διαπροσωπικό και συλλογικό/δημόσιο επίπεδο[6], δημιουργεί ένα ευρύ πλέγμα περιπτώσεων που απαιτούν σύνθετες σταθμίσεις, προκειμένου για την προστασία της σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Το βέβαιο είναι ότι η υγεία αποτελεί το ύψιστο αγαθό, την αναγκαία συνθήκη για την ζωή, γεγονός που φαίνεται να βαραίνει τις περισσότερες φορές και στον δικανικό συλλογισμό.
- Η προστασία της δημόσιας υγείας έναντι επεμβάσεων
Μέχρι πρόσφατα, τη νομολογία είχε απασχολήσει ιδίως η σύγκρουση της προστασίας της δημόσιας υγείας με την ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας[7] ή της οικονομικής ελευθερίας εν γένει, άλλοτε σε συνδυασμό με την προστασία του περιβάλλοντος[8], και άλλοτε -σπανιότερα- έναντι και αυτής[9]. Η προστασία της δημόσιας υγείας αποτελεί συνήθως λόγο που δικαιολογεί περιορισμούς, απόλυτους ή σχετικούς, ιδίως στην πρόσβαση και άσκηση ενός επαγγέλματος[10]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί σε αυτήν την περίπτωση το πληθυσμιακό κριτήριο για την χορήγηση άδειας ιδρύσεως φαρμακείου[11].
Άλλη περίπτωση σύγκρουσης προστασίας της δημόσιας υγείας αφενός και οικονομικής ελευθερίας αφετέρου αποτελεί ο αναγκαστικός καθορισμός τιμολογίων νοσηλείας σε ιδιωτικά θεραπευτήρια[12]. Από την άλλη, το οικονομικό βάρος, επιρρίπτεται στο δημόσιο, και συγκεκριμένα στους ασφαλιστικούς φορείς, στις περιπτώσεις που η εισαγωγή σε μη συμβεβλημένο ιδιωτικό θεραπευτήριο γίνεται εκτάκτως και για λόγους αδυναμίας κάλυψης των συγκεκριμένων αναγκών από τους δημόσιους φορείς. Στις περιπτώσεις αυτές, το δημόσιο οφείλει να καλύψει το σύνολο της δαπάνης[13]. Η κατανομή του βάρους στα ιδιωτικά θεραπευτήρια επί της αρχής, και κατ’ εξαίρεση στο δημόσιο, στις περιπτώσεις που υπαίτιο για την εισαγωγή σε αυτά είναι το τελευταίο λόγω της αδυναμίας κάλυψης των αναγκών αυτών, επιτυγχάνει την μέγιστη δυνατή προστασία του αγαθού της υγείας, το οποίο σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να προσβληθεί από την στάθμιση. Από την τριμερή σχέση που δημιουργείται, λοιπόν, κράτους – ιδιωτικής επιχείρησης – πολίτη/ασθενούς, ο τελευταίος είναι αυτός που θα πρέπει να προστατευτεί σε κάθε περίπτωση[14].
Αν και οι παραπάνω περιπτώσεις αναφέρονται σε οικονομική δραστηριότητα με αντικείμενο που συνδέεται άμεσα με την δημόσια υγεία, η προστασία της υγείας είναι δυνατό να αποτελέσει θεμιτό λόγο περιορισμού και κάθε άλλης οικονομικής δραστηριότητας, όπως συνέβη με την απαγόρευση του καπνίσματος στους κλειστούς δημόσιους χώρους[15].
Περιορισμοί, όμως, κατά μία έννοια μπορεί να τεθούν και στον ίδιο τον κοινό νομοθέτη, κατά την οργάνωση της πρόσβασης και άσκησης ενός επαγγέλματος[16]. Έτσι, με την ΣτΕ Ολ 1804/2017, κρίθηκε ότι ο καθορισμός των προϋποθέσεων, της διαδικασίας και κάθε άλλου θέματος σχετικά με τη χορήγηση άδειας ιδρύσεως φαρμακείου, θα μπορούσε να γίνει με κανονιστικό προεδρικό διάταγμα, ή έστω με υπουργική απόφαση, εφόσον όμως υπήρχε νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα, δηλαδή νομοθετική ρύθμιση που να ρυθμίζει έστω σε γενικό πλαίσιο το θέμα αυτό[17]. «Δεν μπορεί δε, τέλος, να θεωρηθεί ότι αποτελεί επαρκές εξουσιοδοτικό έρεισμα για την έκδοση της υπουργικής αυτής αποφάσεως το άρθρο 3 του ίδιου νόμου 4336/2015, με το οποίο κυρώνεται η Συμφωνία Δημοσιονομικών Στόχων και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και των δανειστών, όπου προβλέπεται ρητή υποχρέωση της Χώρας να καταργήσει το υπάρχον νομοθετικό καθεστώς αδειών ιδρύσεως και λειτουργίας φαρμακείων, διότι με την διάταξη αυτή απλώς αναλαμβάνεται υποχρέωση θεσπίσεως των αναγκαίων ρυθμίσεων, οι οποίες όμως πρέπει να είναι σύμφωνες προς τους κανόνες νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως που προβλέπει το Σύνταγμα, αφού η ανάληψη διεθνών υποχρεώσεων από την Χώρα δεν αναιρεί και την υποχρέωση τηρήσεως των συνταγματικών κανόνων περί νομοθετήσεως, ούτε μπορεί να καταστεί συγκεκριμένη η εξουσιοδοτική αυτή διάταξη με παραπομπή σε συνοδευτικά του εξουσιοδοτικού νομοθετήματος κείμενα». Έτσι, το δημοσιονομικό συμφέρον[18], το οποίο περιγράφεται στο εν λόγω σκεπτικό, και το οποίο έχει αποτελέσει τον συνήθη δικαιολογητικό λόγο περιορισμού των δικαιωμάτων στην πρόσφατη πενταετία, δεν κατέστη δυνατό να δικαιολογήσει παρέκκλιση κατά τα συνταγματικώς προβλεπόμενα, στον τρόπο και τη διαδικασία νομοθέτησης. Υπογραμμίζεται δε, ότι η τήρηση της διαδικασίας διαφυλάσσει όχι μόνο την διαδικασία αυτήν καθαυτή, αλλά και το ίδιο το δικαίωμα στην υγεία, όπως άλλωστε αναφέρεται και στον δικανικό συλλογισμό, εφόσον η άσκηση του επαγγέλματος αυτού συνάπτεται με την προστασία του άρθρου 21 παρ. 3 Συντ.
Το αποτέλεσμα της στάθμισης διαφοροποιείται στις περιπτώσεις που από τα λαμβανόμενα μέτρα, η προστασία της υγείας δεν βάλλεται άμεσα[19], ακόμη και αν πρόκειται για ζήτημα με αντικείμενο που συνδέεται άμεσα με το πεδίο της υγείας, ή που σε κάθε περίπτωση διασφαλίζεται ένα συγκεκριμένο επίπεδο προστασίας της[20]. Πρόκειται για περιπτώσεις που προέχον στοιχείο είναι αυτό της οικονομικής διάστασης της υγείας, όχι από την πλευρά της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, αλλά από την πλευρά των δημοσιονομικών του κράτους.
III.
Η οικονομική διάσταση της υγείας: Οικονομική δραστηριότητα και δημοσιονομική δαπάνη
Το ζήτημα του περιορισμού της φαρμακευτικής, και όχι μόνο, δαπάνης, έχει τεθεί με εμφατικό τρόπο τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο από την πλευρά του νομοθέτη, αλλά και από αυτήν του δικαστή. Τούτη η οικονομικο-κεντρική πλευρά της υγείας έχει έρθει και αυτή αντιμέτωπη με την οικονομική δραστηριότητα των ιδιωτών[21]. Άλλοτε, πάλι, είναι αναγκαίο να σταθμιστεί και με την ίδια την προστασία της υγείας, όπως συνέβη στην περίπτωση των γενόσημων φαρμάκων[22].
Στην δεύτερη αυτή περίπτωση, η στάθμιση αφορά, επί της ουσίας, δύο μεγέθη που και τα δύο αποτελούν λόγους δημοσίου συμφέροντος, το δημοσιονομικό αφενός και αφετέρου την προστασία της δημόσιας υγείας. Ο οικονομικός χαρακτήρας των μέτρων που ελήφθησαν για την οργάνωση του συστήματος φαρμακευτικής περιθάλψεως και συνταγογραφήσεως, έχει ήδη επισημανθεί από τη νομολογία[23], σύμφωνα με την οποία, προέχον θα πρέπει να είναι το κριτήριο της ποιότητας και της καταλληλότητας της παρεχόμενης φαρμακευτικής αγωγής, πράγμα που σημαίνει ότι η οικονομική διάσταση της υγείας δε θα πρέπει να βαίνει εις βάρος της προστασίας της υγείας ως (συνταγματικώς προστατευόμενου) αγαθού.
Αντίθετα, στις περιπτώσεις που τα μέτρα που λήφθησαν αφορούσαν και πάλι την οικονομική διάσταση της υγείας, όπως είναι ο περιορισμός της φαρμακευτικής δαπάνης[24], έβαιναν όμως εις βάρος της ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας, η στάθμιση έγινε υπέρ του περιορισμού της φαρμακευτικής δαπάνης. Τούτο ιδίως επειδή τα μέτρα αυτά δεν είχαν άμεσες επιπτώσεις στο παρεχόμενο επίπεδο της προστασίας της υγείας. Εξάλλου, ήδη η νομολογία έχει χαρακτηρίσει τις μεθόδους περιορισμού των φαρμακευτικών δαπανών, rebate και clawback, ως περιορισμό των χρηματικών απαιτήσεων των ιδιωτών[25]. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι σε αυτές τις αποφάσεις η διάταξη του άρθρου 21 παρ. 3 Συντ. δεν εμφανίζεται στον δικανικό συλλογισμό. Έτσι, αυτό που συμπεραίνεται είναι ότι κρίσιμο στοιχείο για τη στάθμιση αποτελεί το άμεσο της συνέπειας στην υγεία και όχι η σχέση, ή η εγγύτητα, του αντικειμένου της δραστηριότητας με αυτήν. Διαφορετικό, ωστόσο, είναι το ζήτημα, εάν η εγγύτητα μπορεί να δικαιολογήσει την επιβολή ενός τέτοιου οικονομικού βάρους.
Σε άλλες πάλι περιπτώσεις, ο περιορισμός στην οικονομική ελευθερία επιβάλλεται για λόγους προστασίας και των δύο διαστάσεων της υγείας. Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι η αποκλειστική διάθεση φαρμάκων σοβαρών ασθενειών μόνο από τα φαρμακεία των νοσοκομείων και του ΕΟΠΥΥ, δεν παραβιάζει το άρθρο 5 παρ. 1 Συντ., διότι με το μέτρο αυτό «τίθεται περιορισμός στην ελευθερία της οικονομικής δράσης των φαρμακοποιών να διαθέτουν από τα ιδιωτικά φαρμακεία τους το σύνολο των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων τα οποία κρίνονται κατάλληλα για τη θεραπεία των σοβαρών ασθενειών. Ο περιορισμός αυτός αποβλέπει στον έλεγχο της διαθέσεως φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων υψηλού κόστους σε ασθενείς που πάσχουν από σοβαρές ασθένειες για λόγους δημοσίου συμφέροντος, συνιστάμενους αφενός μεν στην προστασία της δημόσιας υγείας, αφετέρου δε στην περιστολή των δαπανών που καλούνται να καταβάλουν το Δημόσιο και οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης, οι οποίοι συμμετέχουν στην καταβολή των ποσών αγοράς των ανωτέρω φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων από τους ασφαλισμένους τους (πρβλ. ΣτΕ 4175/1998, 1014/2011). Ως εκ της φύσεώς του δε και του αντικειμένου του, αφού με αυτόν δεν θεσπίζεται απόλυτη απαγόρευση διαθέσεως από τα ιδιωτικά φαρμακεία των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων που προορίζονται για τη θεραπεία των σοβαρών ασθενειών, τα οποία, άλλωστε, αποτελούν μέρος των φαρμάκων που διατίθενται από τα φαρμακεία αυτά, αλλά επιτρέπεται η διάθεση περιορισμένου αριθμού των ιδιοσκευασμάτων αυτών από τα εν λόγω φαρμακεία, ο επίμαχος περιορισμός, ο οποίος δικαιολογείται από τους ανωτέρω σκοπούς, δεν παρίσταται απρόσφορος ούτε προδήλως δυσανάλογος για την επίτευξη των επιδιωκομένων με τη θέσπισή του σκοπών»[26].
Το φάρμακο[27], όμως, ως επιμέρους προβληματική στο πεδίο της προστασίας της υγείας, δεν συνδέεται μόνο με τη φαρμακευτική δαπάνη, ή γενικότερα με ζητήματα οικονομικής φύσης, αλλά και με την κατανάλωση (ως ατομική συμπεριφορά) και τις επιπτώσεις αυτής στην υγεία του ασθενούς.
- Νέες προκλήσεις για την προστασία της υγείας
Η κατανάλωση φαρμάκου, ζήτημα διάφορο από την πρόσβαση στη φαρμακευτική περίθαλψη[28] και το παρεχόμενο επίπεδο αυτής, συνδέεται με ζητήματα όπως αυτό της διάθεσης φαρμάκων σε πολυκαταστήματα καθώς και των διαφημίσεων[29]. Με άλλα λόγια, η κατανάλωση φαρμάκου συνδέεται και με την ατομική συμπεριφορά του ασθενούς/καταναλωτή. Με την ατομική συμπεριφορά, συνδέεται επίσης και η επιλογή του εμβολιασμού, στις περιπτώσεις που δεν είναι υποχρεωτικός. Στα παραπάνω θέματα ανευρίσκεται το στοιχείο της αυτοδιάθεσης και πάντως της προσωπικής επιλογής, χωρίς όμως να αποκλείονται και οι επιπτώσεις των επιλογών αυτών σε τρίτους. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ζητήματα τα οποία αφορούν μεν, έναν εκ των προτέρων άγνωστο και απροσδιόριστο αριθμό προσώπων, διαφοροποιούνται όμως σε σχέση λ.χ. με το ζήτημα της ύδρευσης και της προστασίας της δημόσιας υγείας[30], εφόσον ανάμεσα στον τελικό αποδέκτη και το αντικείμενο μεσολαβεί και κάποια δική του ενέργεια, εν είδει επιλογής/απόφασης.
Σχετικά έχει κριθεί ότι η αποκλειστική διάθεση συμπληρωμάτων διατροφής από τα φαρμακεία δεν παραβιάζει το άρθρο 5 παρ. 1 Συντ., «δεδομένου ότι είναι μέτρο γενικό και αντικειμενικό και αποσκοπεί στην προστασία της ανθρώπινης υγείας, δηλαδή στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, από το ενδεχόμενο υπερβολικής ή ανεξέλεγκτης πρόσληψης ουσιών, όπως οι βιταμίνες και τα ανόργανα στοιχεία, δυνητικά επιβλαβών για την υγεία, για την οποία το κράτος οφείλει να μεριμνά και προληπτικώς, σύμφωνα με την αρχή της προφύλαξης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος» [31]. Εξάλλου, οι επιλογές του νομοθέτη σχετικά με το επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης υγείας που επιθυμεί να διασφαλίσει, στο πλαίσιο του άρθρου 21 παρ. 3 Συντ., ελέγχονται μόνο οριακά[32]. Αντίθετα, η συμμετοχή σε κλινικές δοκιμές φαρμάκων, είναι επιτρεπτή -αν και υπό προϋποθέσεις-, γεγονός που δίνει ένα σχετικό προβάδισμα στο στοιχείο της προσωπικής επιλογής[33].
Στο πεδίο αυτό, ωστόσο, είναι αναγκαίες πολύ πιο σύνθετες σταθμίσεις, ή για την ακρίβεια, η λήψη υπόψη περισσότερων κριτηρίων, εφόσον, μάλιστα, η προστασία της υγείας διαρθρώνεται σε περισσότερα επίπεδα, όπως προαναφέρθηκε. Έτσι, πέραν του κριτηρίου της άμεσης συνέπειας, όπως ήδη αναλύθηκε, θα πρέπει να αναζητηθούν και επιπλέον κριτήρια, ώστε να καλυφθεί επαρκώς το σύνολο των νέων αυτών προκλήσεων, οι οποίες εμφανίζονται σταδιακά στο προσκήνιο. Βέβαιο είναι όμως σε κάθε περίπτωση ότι αυτό που προέχει θα πρέπει να είναι η προστασία της υγείας, σε όλα της τα επίπεδα.
[1] Το παρόν αποτελεί αναδημοσίευση. Πρώτη δημοσίευση σε: ΘΠΔΔ 4-5/2018, σελ. 485 επ.
[2]. Κ. Χρυσόγονος, Σ. Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2017, σελ. 268 επ., 575 επ.
[3]. Βλ. Κ. Χρυσόγονος, Σ. Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2017, σελ. 268 επ. και 575 επ. αντίστοιχα. Πρβλ. και Σ. Βλαχόπουλος, Θεμελιώδη δικαιώματα, 2016, σελ. 505 επ. Βλ. επίσης και Π. Παπαρρηγοπούλου – Πεχλιβανίδη, Το δημόσιο δίκαιο της υγείας, 2017, σελ. 49 επ. Πρβλ. και ΣτΕ 4171/2012.
[4]. Πάντως, η νομολογία έχει δεχθεί ότι η ψυχική υγεία εμπίπτει στην έννοια της δημόσιας υγείας, βλ. ΣτΕ Ολ 1766/2014.
[5]. Βλ. ΔΕφΑθ 145/2010.
[6]. Βλ. για το συλλογικό επίπεδο, Σ. Βλαχόπουλος, Θεμελιώδη δικαιώματα, 2016, σελ. 506 επ.
[7]. Σ. Κτιστάκη, Δικαίωμα επιχειρηματικής δραστηριότητας και δικαίωμα στην υγεία – Νέες τάσεις της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ΘΠΔΔ 2009, 913 επ.
[8]. Πρβλ. ΣτΕ 1943/2017 με παρατηρήσεις Σ. Χριστοφορίδου, ΘΠΔΔ 2017, 969 επ.
[9]. Βλ. Κ. Χρυσόγονος, Σ. Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2017, σελ. 232, 577 επ. με τις εκεί νομολογιακές αναφορές.
[10]. Κ. Χρυσόγονος, Σ. Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2017, σελ. 240 επ. Πρβλ. όμως και ΣτΕ 3184/2017 για τα ανώτατα όρια ηλικίας των γιατρών του ΕΣΥ, όπως επίσης και ΣτΕ Ολ 431/2018, για τα μισθολογικά των τελευταίων.
[11]. Βλ. ΣτΕ Ολ 228/2014, όπως επίσης και ΣτΕ 705/2015. Το πληθυσμιακό κριτήριο ίδρυσης φαρμακείων ρυθμίζεται πλέον από το άρθρο 36 παρ. 3 Ν 3918/2011, όπως ισχύει.
[12]. Βλ. ΑΠ Ολ 6/2013.
[13]. ΣτΕ Ολ 1187/2009, ΣτΕ 4/2016.
[14]. Τούτο ισχύει πολύ περισσότερο κατά τον καθορισμό του είδους και της μορφής των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας από ιδιώτες, βλ. ΔΕφΑθ 2883/2017, ΘΠΔΔ 2017, 1221 επ.
[15]. ΣτΕ 4171/2012.
[16]. Αντίθετα, η προστασία της υγείας μπορεί να είναι επαρκής λόγος προκειμένου για την διαφορετική φορολογική μεταχείριση, όπως συνέβη στην περίπτωση των «ενεργειακών» ποτών. Βλ. CC 2014-417 QPC, απόφ. της 19.9.2014.
[17]. Ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει για τις περιπτώσεις που οι επίμαχες ρυθμίσεις απλώς ασκούν επιρροή στις συνθήκες άσκησης ενός ιατρικού επαγγέλματος. Βλ. ΣτΕ Ολ 3962/2014.
[18]. Βλ. Π. Λαζαράτος, Δημοσιονομικό συμφέρον και δίκαιο της ανάγκης, ΘΠΔΔ 2013, 686 επ., Κ. Γιαννακόπουλος, Τo ελληνικό Σύνταγμα και η επιφύλαξη του εφικτού της προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων: «να είστε ρεαλιστές, να ζητάτε το αδύνατο», ΕφΔΔ 2015, 436 επ.
[19]. Βλ. για το άμεσο αποτέλεσμα από τις επεμβάσεις του κράτους και ΣτΕ Ολ 237/2015.
[20]. Πρβλ. ΣτΕ 3802/2014 για τα γενόσημα φάρμακα και το ανώτατο όριο συνταγογράφησης. Βλ. γενικά για τα γενόσημα φάρμακα, Β. Καραγιάννης, Το δίκαιο των γενόσημων φαρμάκων, Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, passim.
[21]. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί και η υποχρέωση σύναψης σύμβασης των ιατρών με τον ΕΟΠΥΥ, προκειμένου για την αποζημίωση, βλ. ΣτΕ Ολ 3962/2014, 30/2017.
[22]. Βλ. παραπάνω.
[23]. Βλ. ΣτΕ Ολ 1749/2016 με παρατ. Χ. Χρυσανθάκη, ΘΠΔΔ 2016/1196 επ., σκ. 17.
[24]. Πρβλ. Ξ. Κοντιάδης – Κ. Σουλιώτης, Πολιτική Φαρμάκου στην Ελλάδα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, εκδ. Παπαζήση, 2017.
[25]. Βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 3048/2017.
[26]. ΣτΕ 2677/2016, ΘΠΔΔ 2017, 362 επ.
[27]. Βλ. για τον ορισμό του φαρμάκου, άρθρο 2 Ν 1316/1983: «Φάρμακο με την έννοια του παρόντος είναι ουσία ή συνδυασμός ουσιών ή σύνθεση που φέρεται να έχει ιδιότητες θεραπευτικές ή προληπτικές για ασθένειες ανθρώπων ή ζώων, ως επίσης ουσία ή συνδυασμός ουσιών ή σύνθεση που μπορεί να χορηγηθεί σε άνθρωπο ή ζώο για να συμβάλλει σε ιατρική διάγνωση ή να βελτιώσει ή να τροποποιήσει ή αποκαταστήσει ή υποκαταστήσει οργανική λειτουργία στον άνθρωπο ή τα ζώα».
[28]. Εδώ θα μπορούσε να ενταχθεί και η συζήτηση περί της φαρμακευτικής κάνναβης, βλ. Ν 4523/2018.
[29]. Βλ. ΥΑ Υ6α//2002 (ΥΑ Υ6α/οικ.22261 ΦΕΚ Β΄ 284 2002): Διαφήμιση φαρμακευτικών προϊόντων που μπορούν να χορηγούνται χωρίς ιατρική συνταγή.
[30]. Όπως στην περίπτωση της ιδιωτικοποίησης του νερού, η οποία αφορά το σύνολο των πολιτών, βλ. ΣτΕ Ολ 1906/2014.
[31]. ΣτΕ 931/2010. Πρβλ. και Α. Μεταξάς / Θ. Γαλάνης, Συμβατότητα με το ενωσιακό δίκαιο του σχετικού με τη διάθεση και διακίνηση συμπληρωμάτων διατροφής εθνικού νομοθετικού πλαισίου, ΘΠΔΔ 2010, 722.
[32]. ΣτΕ 931/2010.
[33]. Βλ. Σ. Βλαχόπουλος, Η νομική θεώρηση των κλινικών δοκιμών φαρμάκων: Η αμηχανία του νομικού σε διλήμματα μεταξύ ηθικής και δικαίου, ΘΠΔΔ 2008, 947 επ. Βλ. και το άρθρο 4 Ν 4523/2018 για τις μη παρεμβατικές μελέτες, πλην των κλινικών δοκιμών.
[Aναδημοσίευση από: ΘΠΔΔ 4-5/2018, σελ. 485 επ]