Εν μέρει φιλόλογοι, εν μέρει φιλόσοφοι (και εν όλω εξουσία). Οι διάλογοι της νομικής επιστήμης με άλλα πεδία και η κανονιστική διάσταση του δικαίου

Στέργιος Μήτας, επίκουρος καθηγητής φιλοσοφίας δικαίου, Τμήμα Νομικής, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας

1.

Οι αναπτύξεις που συμπαραβάλλουν το δίκαιο και την επιστήμη του με ένα άλλο γνωσιακό μέγεθος ή κοινωνικό πεδίο (βλ. π.χ. «δίκαιο και λογοτεχνία», «δίκαιο και φύλο», «δίκαιο και κοινωνικές επιστήμες» κοκ.) γίνονται ολοένα και πιο ελκυστικές τα τελευταία χρόνια, για μεγάλη μερίδα του νομικού κοινού. Το «γιατί» θεωρώ πως είναι αρκετά ευπρόσιτο και ευπρόσδεκτο. Είναι σαν, έτσι, να καταξιώνεται η (ορθή) προαίσθηση που φέρουμε αρκετοί: ότι το ίδιο το γεγονός του δικαίου δεν εξαντλεί το δίκαιο, ότι δεν μπορεί ο νομικός θετικισμός[i] να είναι η τελειωτική ερμηνεία και υποδοχή του δικαιικού φαινομένου.

Σπεύδω να κάνω μια διάκριση· για τις χρήσεις που είθισται να λαμβάνει το λεκτικό σχήμα «δίκαιο +…». Η σύζευξη αυτή στη νομική επιστήμη, πολύ συχνά, λειτουργεί ως ένα σχήμα εξειδίκευσης ή εστίασης της ύλης του δικαίου (ή και ως τάση για ανταπόκριση στη νομική επικαιρότητα). Η σύζευξη επί του προκειμένου έχει να κάνει με ένα υποσύνολο κοινωνικών σχέσεων vis-à-vis στη δικαιική τους θέσμιση (de lege lata ή de lege ferenda). Όπως όταν λέμε φερειπείν «δίκαιο και διαδίκτυο», «δίκαιο και νέες τεχνολογίες», «δίκαιο και πνευματική ιδιοκτησία» – και δεν εννοούμε κάτι λιγότερο ή περισσότερο από δίκαιο ρύθμισης των νέων μέσων ή τεχνολογιών, της πνευματικής ιδιοκτησίας κοκ.

Είναι διαφορετική, όμως, η λειτουργία του σχήματος «δίκαιο +…» όταν καλεί σε συσχέτιση γνωσιακών πεδίων και εννοιών. Όταν ωθεί σε μια κριτική συν-εξέταση και αντιπαραβολή, που –κάπως αναπάντεχα, ίσως– ενδέχεται να αποβεί δικαιικά ενδοσκοπική, γόνιμη για μια βαθύτερη κατανόηση του ίδιου του δικαίου και του νομικού φαινομένου. Θα διαφανεί πώς μπορεί να γίνεται αυτό, πιο κάτω.

Δεν λείπει ασφαλώς και η καχυποψία, σε μεγάλο μέρος του νομικού κλάδου και της νομικής συνείδησης, για τις διακλαδικές αυτές αναζητήσεις και συσχετίσεις. Κάπως αδρά και εν τάχει, θα έλεγα πως οι λόγοι είναι δύο: Είτε γιατί α. ουκ ολίγοι νομικοί επιστήμονες και λειτουργοί εμμένουν στην πεποίθηση ότι αρκεί μια, καθ’ υπόθεση, άμεση και αδιαμεσολάβητη εμπλοκή με το αντικείμενο. Είτε β. από έναν καλόπιστο συχνά φόβο, μήπως ο συγχρωτισμός με τα άλλα πεδία κάνει να χαθεί ή να θολώσει κάπως το ιδιαίτερο γνώρισμα του δικαίου, που είναι η κανονιστική του διάσταση: η φύση του ως ρυθμιστικού παράγοντα της κοινωνικής συμβίωσης. Το α. και το β. συχνά συναντιούνται, στην εξής (ανεπίγνωστη ή μη) θέση για το δίκαιο και τη νομική πράξη: Προκειμένου ακριβώς να τηρείται η έμφαση και ο σεβασμός στην κανονιστική υφή του νόμου, το προσήκον –υποτίθεται– είναι να κάνουμε ευλαβική χρήση των «παραδοσιακών», κατά βάση, ερμηνευτικών εργαλείων (βλ. ερμηνεία με βάση το λεκτικό του κανόνα και τον ορίζοντα προθέσεων του νομοθέτη).

Θα προσπαθήσω να δώσω, στις σκέψεις που έπονται, ορισμένες γραμμές απόκρισης στα ως άνω α., β. και γ. Πάνω κάτω ως εξής: Το δίκαιο έχει μια, ας την πούμε έτσι, αναπόδραστη φιλοσοφική ορμή και ένα απαράκαμπτα υλικό-κοινωνικό αντικείμενο. Η λεγόμενη «άμεση και αδιαμεσολάβητη εμπλοκή με το αντικείμενο του δικαίου» απλώς δεν υπάρχει. Κανονιστικώς υπεύθυνη προσέγγιση του νόμου διόλου δεν σημαίνει αμέθοδη και φιλοσοφικά τυφλή «ερμηνεία» και εφαρμογή του. Η γνωσιακή συσχέτιση, εξάλλου, του δικαίου με άλλα πεδία και αντικείμενα μπορεί (ακριβώς σε ένα πλαίσιο κριτικής ανάδειξης κοινών ή ανάλογων σημείων, μα και διαφορών) να μας κάνει να εννοήσουμε και να ζυγίσουμε καλύτερα τα ίδια τα ιδιαίτερά του γνωρίσματα. Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά.

 

2.

Ακόμη και με τη στενή έννοια του όρου, δηλαδή ως συνόλου αποφάνσεων για το ισχύον δίκαιο, η επιστήμη του δικαίου αναπόφευκτα συμπράττει, συνεργεί με τη φιλοσοφία και τις κοινωνικές επιστήμες. Για τον ίδιο της τον βασικό επιστημικό σκοπό και ορίζοντα: τη γνώση και αξιολόγηση της κοινωνικής πραγματικότητας. Ξέρουμε πια, πολύ καλά, ότι οι κανόνες δικαίου δεν είναι αφηρημένα πρότυπα συμπεριφορών, ούτε και απόμακροι αστερισμοί σε κάποιον πλατωνικό ουρανό. Το δίκαιο ρυθμίζει, όσο όμως και εκφράζει, αποκρυσταλλώνει, αλλά και σε ένα βαθμό επανασυνθέτει, συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις, ισορροπίες δυνάμεων, μικρά ή μεγάλα συλλογικά σχέδια. Όλα αυτά την ίδια στιγμή και εις το ακέραιον έχουν να κάνουν, υπό μια φιλοσοφική οπτική, με την αξία ή απαξία δεδομένων πράξεων ή καταστάσεων και τη σημασία συγκεκριμένων θεσμών για την κοινωνική συμβίωση μέσα στην πολιτική κοινότητα.

Δεν μπορεί να κατανοηθεί, για παράδειγμα, και να ερμηνευτεί – εφαρμοστεί σωστά στο ποινικό δίκαιο η τιμωρούμενη ως έμφυλη βία, εάν δεν συνομιλήσει εδώ η νομική σκέψη με τις κριτικές σπουδές για το φύλο, την εξουσία κοκ. Εν ολίγοις, αν δεν κατανοήσουμε ότι έμφυλη βία δεν είναι αδιακρίτως η βία που ενδέχεται το ένα φύλο να ασκήσει εις βάρος ενός άλλου, αλλά συγκεκριμένα η ιστορικά, κοινωνικά και θεσμικά διαπλασμένη ευαλωτότητα των γυναικών σε διάφορες μορφές βίας. Εάν δεν καταλάβουμε ότι η έμφυλη βία έχει τις ρίζες της στην ασυμμετρία ισχύος μεταξύ ανδρών και γυναικών: Απορρέει από την ασυμμετρία αυτή, και με τη σειρά της εκ νέου συμβάλλει στη διατήρηση και παγίωσή της.

Ούτε μπορούμε να καταλάβουμε, άλλο παράδειγμα, γιατί η απαγόρευση των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης πρέπει να νοείται και να γίνεται σεβαστή, παρά τις επίμονες σειρήνες των καιρών και τις ένοχες πρακτικές των κρατών, ως απόλυτο δικαίωμα. Δικαίωμα δηλαδή που σε καμία περίπτωση και δικαιολογημένα δεν μπορεί να περιοριστεί. Διότι πολύ απλά εν προκειμένω, δεν θα είχαμε να κάνουμε με περιορισμό, ίσως θεμιτό, επιμέρους εκφάνσεων ελευθερίας των προσώπων – αλλά με ολική απόσχισή τους από αυτήν:

Καμία εξουσία δεν μπορεί να ασκεί ή να επιτρέπει εις βάρος των προσώπων μια τέτοια ακυρωτική άσκηση βίας όπως είναι τα βασανιστήρια (βλ. με τον έλεγχο και την επιβολή φόβου και οδύνης, ως καθαρού μηνύματος της απόλυτης ισχύος του βασανιστή), που να τα ωθεί σε ένα μελανό φάσμα, κάτι ανάμεσα σε κατάσταση ανθρώπινου πράγματος (res humana) ή ζώντος νεκρού. Ούτε μπορεί να φέρνει –ή να αφήνει– τα άτομα σε ένα επίπεδο λειτουργίας που να ισοδυναμεί με τη νομική εκμηδένιση και ακύρωσή τους ως προσώπων (βλ. εδώ την έννοια της απάνθρωπης- εξευτελιστικής μεταχείρισης). Αλλά για να τα νοήσουμε αυτά και να τα φέρουμε στη νομική πράξη ή έστω στην πολιτική δημοσιότητα ή τον κριτικό λόγο, είναι αναγκαία η φιλοσοφική τριβή. Και απροσπέραστη είναι εδώ η φιλοσοφία του Καντ: μεταξύ άλλων, οι αναπτύξεις του για το εγγενές δικαίωμα ελευθερίας και το ισότιμο και αυξημένο ηθικό στάτους των προσώπων.

 

3.

Ο νομικός δουλεύει, όπως και ο φιλόσοφος, με λόγους (reasons). Ο δικαστής δίνει λόγους για την απόφασή του (βλ. αυτό που λέμε αιτιολογία) και ελέγχεται ακριβώς για αυτούς, σε ένα άλλο δικαστήριο ή στον νομικό δημόσιο λόγο. Ο νομικός δεν ρωτάει, μονάχα, όπως συχνά πιστεύεται «τι λέει ο νόμος», αλλά και γιατί το λέει. Δίνοντας νόημα, εξάλλου, σε ένα νόμο δίνει νόημα και σε όλο το νομικό σύστημα. Η αναζήτηση αυτή και διαμάχη των νομικών λόγων θα έπρεπε, και πάλι κατ’ αναλογία προς τη φιλοσοφική εργασία, να γίνεται δεκτή και να λαμβάνει χώρα ως ελεύθερη από αυθεντίες.

Εύγλωττη εδώ είναι μια ιστορία από το εβραϊκό Ταλμούδ, η διαμάχη για τον «φούρνο του Αχνάι».[ii] Δυο ραβίνοι διαφωνούν αναφορικά με έναν φούρνο. Ο ένας εκ των δύο, ο ραβίνος Ελιέζερ κάποια στιγμή αναφωνεί «εάν έχω πράγματι δίκαιο, αυτό εδώ το χαρουπόδεντρο ας το αποδείξει». Και πράγματι, ένα χαρουπόδεντρο που βρισκόταν δίπλα «σηκώνεται από τις ρίζες του» και μετακινείται δύο μέτρα. Ο ραβίνος Γεοσουά απλώς απαντάει αδιάφορα, πλην καταλυτικά: «το τι θα κάνει ένα χαρουπόδεντρο δεν συνιστά απόδειξη για το νόμο, ούτε και μπορεί να παρεμβαίνει σε μια διένεξη μεταξύ λογίων». Ο Ελιέζερ αναφωνεί ξανά, «ε, τότε ας το αποδείξουν οι ίδιοι οι Ουρανοί». Ακούγεται πράγματι μια φωνή από τους Ουρανούς. Και πάλι, ο Γεοσουά αποκρίνεται: «ο νόμος δεν είναι στους Ουρανούς, είναι εδώ κάτω στη γη».

Έτσι και στο δίκαιο, καλό είναι να το θυμόμαστε: η ερμηνεία του νόμου δεν μπορεί να αφορά εξωνομικά στοιχεία και εκτιμήσεις (βλ. χαρουπόδεντρο), ούτε να εξαρτάται από την επίκληση νομικών αυθεντιών (βλ. ουρανοί). Να εξαντλείται λ.χ. στο «γράμμα του νόμου» (σαν να είμαστε απλώς οι φιλολογικοί σχολιαστές του). Ή να ανάγεται περιοριστικά στη λεγόμενη «βούληση του νομοθέτη» (σαν να είμαστε αυτό και μόνο: ο άβουλος αντίλαλός του). Ή, τέλος, να αρχίζουν και να τελειώνουν όλα, όπως λέγεται συχνά πλην όμως σφαλερά, στην αυθεντία της δικαστικής κρίσης (για την οποία μπορούμε, το πολύ, να κάνουμε προγνώσεις, μα όχι αξιολόγηση). Η ελεύθερη αυθεντίας κρίση όμως, ας το θυμόμαστε την ίδια στιγμή αυτό, διόλου δεν σημαίνει ελεύθερη εκτιμήσεων ορθότητας. Τουναντίον.

 

4.

Είναι αλήθεια, η ιδέα ότι το κείμενο «δεν ανήκει στον συγγραφέα του» και είναι δεκτικό σε κριτική ανα-σήμανση είναι κάτι που μας παραπέμπει στο χώρο της λογοτεχνίας και της φιλολογικής εργασίας. Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης φέρεται να είχε πει στον φιλόλογο Γ. Π. Σαββίδη κάποια στιγμή, ακούγοντας την προσέγγιση που μόλις είχε κάνει για ένα ποίημα του, «αυτό ούτε που το είχα σκεφτεί». Μα και ο επιδραστικός Αμερικανός φιλόσοφος του δικαίου Ρόναλντ Ντουόρκιν τονίζει ότι ο νομοθέτης ενός κανόνα δεν είναι παρά «ο πρώτος αναγνώστης του».[iii]

Στη λογοτεχνία, η πολλότητα των ερμηνειών είναι κάτι που καλοδεχόμαστε, καθώς φανερώνει τον πλούτο του κειμένου. Το λογοτεχνικό και το νομικό κείμενο όμως έχουν διαφορετικό ρόλο σε μια κοινωνία: όλως ενδεικτικώς, δεν διαβάζουμε ένα κείμενο που έχει ισχύ νόμου για να αντλήσουμε ηδονή. (Μερικοί μπορεί να το κάνουν, αλλά ας αφεθεί αυτό ασχολίαστο – και αδιάγνωστο…). Το να γίνει δεκτή εν προκειμένω μια άποψη, σύμφωνα με την οποία οι δικαστές είναι ευρέως ελεύθεροι ως προς τις ερμηνείες που δύνανται να υιοθετούν (και να επιβάλλουν) για το δίκαιο εγείρει σοβαρά ηθικά και πολιτικά προβλήματα. Καθόσον, ακριβώς, η ερμηνεία του αρμόδιου νομικού οργάνου θα είναι μια πρόταση περιεχομένου που μέλλει να εφαρμοστεί, να αλλάξει δικαιοπλαστικά τη ζωή μας, η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να λογίζεται αδέσμευτη ως προς τα δυνατά νοήματά της – ή ανέγγιχτη από το μέτρο του σωστού και του λάθους (ή έστω: του περισσότερο ή λιγότερο ορθού, για εκάστη υπό κρίση περίπτωση).

Ας μην κουραζόμαστε να το τονίζουμε: η κατανόηση του δικαίου από τα κρίνοντα όργανα δεν είναι μονάχα ερμηνεία, μα και πράξη εξουσίας. Ίσως λοιπόν να είναι σωστό ότι ο ερμηνευτής του δικαίου είναι κάτι από κριτικός λογοτεχνίας (με την έννοια της εργασίας πάνω στην ερμηνευτική κειμένου). Και λίγο από φιλόσοφος (με την έννοια του ότι εισφέρει και ανασυνθέτει λόγους, συλλογίζεται, αιτιολογεί, αξιολογεί). Αλλά με τη δέουσα προσθήκη και έμφαση ότι είναι επίσης και φορέας εξουσίας.

Προσοχή, εδώ: αυτό στο οποίο καταλήγουμε ότι είναι το απαραγνώριστο και κομβικό στοιχείο του δικαίου, η κανονιστική και δη κυριαρχική του διάσταση, είναι που μας επιστρέφει όμως και πάλι στον χώρο της φιλοσοφίας. Τα ερωτήματα «πώς νομιμοποιείται, εάν τέλος πάντων νομιμοποιείται, με ποιους όρους ίσως και όρια, η άσκηση δημόσιας εξουσίας και εξαναγκασμού σε μια πολιτεία» ή το «πώς κάποιος είναι δυνατόν να (δικαιούται να) αλλάζει την κανονιστική κατάσταση των άλλων, να θέτει και να επιβάλλει υποχρεώσεις που αλλιώς δεν θα είχαν» είναι, πολύ απλά, τα ύπατα και καθοριστικά ερωτήματα εργασίας της φιλοσοφίας δικαίου.

 

5.

Το θίξαμε σε κάθε περίπτωση και πιο πάνω: η φιλοσοφικά τυφλή, θετικιστική-τυπολατρική προσέγγιση του δικαίου (black-letter law approach, όπως λέγεται εις την αγγλικήν) δεν μπορεί να παράσχει κριτήρια, αφενός για το καίριο ζήτημα της (ορθής) νομικής ερμηνείας: την κοπιώδη, υπεύθυνη εργασία για τους ουσιώδεις δικαιολογητικούς σκοπούς του νόμου και τη συναρμογή του με γενικές αρχές ή υπέρτερους κανόνες. Ούτε αφετέρου για τα μέτρα και σταθμά νομιμοποίησης ενός νομικού συστήματος: εν κατακλείδι, τη σύνδεση των ισχυόντων κανόνων με αρχές και αξίες ως έγκυρα ορθολογικά αιτήματα της νεωτερικής φιλοσοφίας: ελευθερία, ισότητα, κοινωνική δικαιοσύνη, ισοκρατική διαμόρφωση της volonté générale κοκ.

Συνάμα όμως και παραπέρα (και αυτό είναι επίσης άκρως ενδιαφέρον): η ίδια η νομική φιλοσοφία, η σύγχρονη σκέψη και θεωρία για τη δικαιοσύνη δεν είναι δυνατόν να μη στοχάζεται ως προς τον κοινωνικό κόσμο αναφοράς της, άρα και να μη συνομιλεί με τη σύγχρονη κριτική κοινωνική θεωρία. Γιατί ο κοινωνικός κόσμος είναι, ακριβώς, το πλαίσιο μέσα στο οποίο η δικαιοσύνη, αξιώνεται, αρθρώνεται, είναι δυνατή, διαψεύδεται κοκ. Μα και γιατί δεν μπορεί αλλιώς η νομική φιλοσοφία να αναπροσδιορίζει επαρκώς και αισίως το κανονιστικό νόημα των εννοιών της (λ.χ. τι σημαίνει ή πώς είναι δυνατή η ελευθερία ή η αλληλεγγύη, σήμερα). Και εάν βεβαίως δεν θέλει τα ευρήματα ή οι συζητήσεις της να διακινούνται ως φιλοσοφική χρυσόσκονη· ή, ακόμη χειρότερα, αλάτι πάνω στις πληγές των καταπιεσμένων και των δυσπραγούντων.

Σε ένα έργο του, ο Καντ έχει προτείνει μια ζωηρή παρομοίωση: η εμπειρική νομομάθεια, λέει, ενδέχεται να είναι όμορφη, άψογα διατεταγμένη, μα είναι όπως η «κεφαλή του Φαίδρου», το ξύλινο κεφάλι σε μια από τις ιστορίες του Ρωμαίου μυθογράφου Phaedrus: ένα κεφάλι χωρίς νου.[iv] «Κεφάλι χωρίς νου», πάει να πει κάτι στερημένο από την πλέον ζωτική και ουσιώδη ικανότητά του, τη σκέψη. Ένα ζωντανό νομικό κεφάλι, αντίθετα, πετυχαίνει να επιτελεί και τα δύο, να επιτελεί με εστίαση και ευθύνη τα «οικεία του έργα», συνομιλώντας δημιουργικά με τους λόγους και τα έργα των άλλων. Και για αυτό, εξίσου αντίστροφα: να είναι και να παραμένει ζωντανό.

 

[i] Θυμίζω εδώ τις καταστατικές θέσεις του νομικού θετικισμού, όπως δίδονται από τον ίδιο τον Άγγλο νομικό φιλόσοφο και επιφανή θετικιστή Χ. Λ. Α. Χαρτ, στο «Positivism and the Separation of Law and Morals» 1958 71 (4) Harvard Law Review 593-629: 1. οι νόμοι είναι προσταγές ανθρώπων· 2. δεν έχουν αναγκαία σύνδεση με την ηθική· 3. η ανάλυσή τους είναι διακριτή από τη μελέτη των αιτιών που οδήγησαν σ’ αυτούς και από την ηθική ή κοινωνική αξιολόγησή τους· 4. αποτελούν ένα κλειστό λογικό σύστημα· ενώ εξάλλου 5. οι ηθικές κρίσεις δεν χτίζουν ορθολογικό νομικό συλλογισμό.

[ii] Η διήγηση του «Φούρνου του Αχνάι», γνωστή αλλιώς και ως «Όχι στους Ουρανούς», από το Βαβυλωνιακό Ταλμούδ (Χαγκιγκά 15α-15β), βλ. αντί άλλων Amos Oz – Fania Oz-Salzberger, Jews and Words (Yale University Press, 2012) 48 κ.ε.

[iii] Για τη σημασία της νομικής ερμηνευτικής στον Ronald Dworkin, τη συσχέτισή της με τη λογοτεχνική ερμηνεία – και την ιδιαίτερη υπογράμμιση ότι ερμηνεία δεν σημαίνει ελεύθερη προαίρεση ή άσκηση πολιτικής, βλ. αντί άλλων “Law as Interpretation” (1982) 9 (1) Critical Inquiry 179-200.

[iv] Ιμμάνουελ Καντ, Μεταφυσική των ηθών (μτφ. Κ. Ανδρουλιδάκης, Σμίλη, 2013) 50

 

Γραπτή εκδοχή της παρέμβασης που έγινε από τον γράφοντα στην εκδήλωση «Δίκαιο και πολιτική θεωρία», που διοργανώθηκε από τον Νομικό Όμιλο και τον Όμιλο Κοινωνιολογίας και Κοινωνικής Κριτικής του Πανεπιστημίου Κύπρου, στις 23.11.2023, στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κύπρου. 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

twenty + seventeen =