- Η προσεχής –και, ελπίζω, για λόγους συνταγματικής τάξης, όχι πολύ μακρινή- ετυμηγορία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ), λειτουργούντος ως «Εκλογοδικείου» κατ’ άρθρο 100 παρ. 1 στοιχ. α του Συντάγματος, περί της νομιμότητας συμμετοχής των «Σπαρτιατών» στις εκλογές της 25ης Ιουνίου 2023, θα αποτελέσει, ούτως ή άλλως, μια μεγάλη θεσμική στιγμή της τρέχουσας περιόδου. Για πρώτη φορά το κατά το Σύνταγμα αρμόδιο για το κύρος των βουλευτικών εκλογών δικαστήριο θα κληθεί να κρίνει εάν χωρεί λόγος εκ των υστέρων αποκλεισμού βουλευτών (λογικά όλων των βουλευτών) ενός κόμματος, το οποίο συμμετείχε σε εκλογές έχοντας περάσει τη δοκιμασία «νομιμότητας των συνδυασμών» του από το Α Τμήμα του Αρείου Πάγου και έχοντας λάβει πάνω από 200.000 ψήφους συμπολιτών μας. Για να φτάσει σε αυτή την τελική κρίση, το ΑΕΔ θα πρέπει να περάσει από τρεις προηγούμενες: εάν δικαιούται να κρίνει περί του συγκεκριμένου ζητήματος, εάν πληρούνται, στην περίπτωση των «Σπαρτιατών», οι αναγκαίες για τον αποκλεισμό των βουλευτών τους προϋποθέσεις και τι συνέπειες θα έχει, στην πράξη, ενδεχόμενη απόφαση περί αποκλεισμού. Είναι προφανές ότι, ό,τι και να αποφασίσει το δικαστήριο σε καθένα από τα επιμέρους ζητήματα, θα προκληθούν σημαντικές επιπτώσεις στο πολιτικό σύστημα -κι εμείς οι συνταγματολόγοι θα έχουμε, για καιρό, να συζητάμε.
- Πριν έρθει, ωστόσο, η ώρα της δικαστικής κρίσης, και προκαταλαμβάνοντάς την κατά κάποιο τρόπο, ο συνάδελφος Ακρίτας Καδαϊτζής (ΑΚ), σε ένα ενδιαφέρον άρθρο του που αναδημοσιεύθηκε στο constitutionalism έχοντας αρχικά γραφεί για τον ημερήσιο Τύπο (στην Εστία, 2/7/2023), υποστηρίζει ότι είναι «νομικά αβάσιμη η προσφυγή στο εκλογοδικείο» για την «ανακήρυξη των βουλευτών» του (συγκεκριμένου, αλλά φαντάζομαι ότι εννοεί και κάθε άλλου) κόμματος. Την επιχειρηματολογία του στηρίζει στο γράμμα του Συντάγματος: θεωρεί ότι «οι λόγοι για τους οποίους το εκλογοδικείο μπορεί να ακυρώσει την εκλογή βουλευτή ορίζονται εξαντλητικά στο άρθρο 58 του Συντάγματος και είναι οι εξής δύο: είτε αν η εκλογή βουλευτή οφείλεται σε εκλογικές παραβάσεις σχετικές με την ενέργεια των εκλογών, είτε αν διαπιστωθεί έλλειψη των νόμιμων προσόντων εκλεγέντος βουλευτή», κρίνει δε ότι, στην εν λόγω περίπτωση, δεν συντρέχει κανένας από τους δυο παραπάνω λόγους. Γιατί ως «εκλογική παράβαση», μεν, νοείται, κατά το συγγραφέα, οτιδήποτε έχει σχέση με τη διενέργεια των ίδιων εκλογών και όχι ένα «προηγούμενο στάδιο», όπως είναι η ανακήρυξη των συνδυασμών, η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του εκλογοδικείου, στα δε «νόμιμα προσόντα» δεν συγκαταλέγεται «το άρθρο 32 του εκλογικού νόμου» (το σχετικό με την ανακήρυξη των συνδυασμών, όπως μεταβλήθηκε δια του άρθρου 102 του ν. 5019/2023, βάσει του οποίου προβλέφθηκε και η έννοια της «πραγματικής ηγεσίας»), καθώς αυτή η διάταξη δεν εγκαθιδρύει «κώλυμα εκλογιμότητας υποψηφίων αλλά κώλυμα συμμετοχής συνδυασμών κομμάτων στις εκλογές, το οποίο δεν ελέγχεται από το εκλογοδικείο». Με βάση αυτά, ο συγγραφέας συμπεραίνει ότι «το εκλογοδικείο δεν έχει αρμοδιότητα να ελέγξει αν νομίμως συμμετείχε στις εκλογές το κόμμα Σπαρτιάτες».
- Παρότι μειοψηφική στον επιστημονικό κόσμο (αντίθετοι, δηλαδή αφήνοντας ανοιχτή τη δυνατότητα του ΑΕΔ να κρίνει περί της συμμετοχής των «Σπαρτιατών», οι Χ. Γεραρής, «Το Εκλογοδικείο θα αποφασίσει για το κόμμα Κασιδιάρη», 14-5/4/2023, Γ. Δελλής, «Πολεμώντας το δηλητήριο με δηλητήριο», στην Καθημερινή, 7/3/2023, Κ. Χρυσόγονος, «Οι δυνατότητες του Εκλογοδικείου», στα Νέα, 28/6/2023, Χ. Ανθόπουλος, «Τα κόμματα και η άμυνα της δημοκρατίας μετά τις εκλογές της 25ης Ιουνίου» στα Νέα, 29 Ιουνίου 2023, Ν. Παπασπύρου, «Η θωράκιση του Κοινοβουλίου», στα Νέα, 1-2 Ιουλίου 2023, Σπ. Βλαχόπουλος, «Το ένα λάθος δεν διορθώνεται με μεγαλύτερο λάθος», στο Syntagma Watch, 27/6/2023, Ε. Βενιζέλος, στο ραδιόφωνο του Σκάι, 27/6/2023), η άποψη του αγαπητού συναδέλφου είναι ενδιαφέρουσα και, έτσι όπως τεκμηριώνεται, βάζει σε προβληματισμό και αξίζει να εξεταστεί προσεκτικά. Πράγματι, το ΑΕΔ, ενεργώντας ως Εκλογοδικείο, κρίνει παραβάσεις που έγιναν κατά τις εκλογές και όχι πριν από αυτές, ή ως προπαρασκευαστικές ενέργειες γι’ αυτές. Πράγματι, το κρίσιμο άρθρο 58 του Συντάγματος πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Πράγματι, αρμοδιότητα του Εκλογοδικείου είναι να κρίνει αν υπήρξαν παρανομίες κατά την εκτύλιξη των εκλογών και όχι να υποκαθιστά μια επιλογή των ψηφοφόρων, όπως εκφράστηκε μέσα από το αποτέλεσμα των εκλογών. Όμως -και είναι ένα μεγάλο ΟΜΩΣ, που ανατρέπει τα πάντα- το ΑΕΔ ως Εκλογοδικείο, πάλι εκ του Συντάγματος, έχει μια κρίσιμη και αποκλειστική γενική αρμοδιότητα: να εξετάζει και να προστατεύει το «κύρος» των βουλευτικών εκλογών. Δηλαδή να μην αφήνει εκτός ελέγχου και εκτός εννόμων συνεπειών, εφόσον ο έλεγχος αποδείξει ότι έλαβαν χώρα παρανομίες, οτιδήποτε έχει σχέση, δηλαδή θα μπορούσε να υπονομεύσει, το κύρος των εκλογών. Τέτοια δε υπονόμευση δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπήρξε, εφόσον αποδειχθεί ότι ένα κόμμα συμμετείχε στις εκλογές ως προκάλυμμα κάποιου άλλου, ότι ψηφίζοντας το κάποιοι συμπολίτες μας ήξεραν ότι «πίσω του βρισκόταν» κάποιο άλλο κόμμα και επιθυμούσαν να «στείλουν» στη Βουλή αυτό το άλλο κόμμα. Για να το κρίνει αυτό, το ΑΕΔ μπορεί να στηριχθεί στην έννοια «νόμιμα προσόντα» του άρθρου 58 του Συντάγματος, με τρόπο που δεν το είχε κάνει ως τώρα μεν, απολύτως θεμιτό δε.
- Η συνταγματική ακολουθία ενόψει της συγκεκριμένης περίπτωσης που παρουσίασε η εκλογική πραγματικότητα –αλλά βάσει αυτής κρίνει πάντα το ΑΕΔ- διαμορφώνεται, συνεπώς, ως εξής. Το άρθρο 100 παρ. 1 στοιχ. α του Συντάγματος αναθέτει στο ΑΕΔ την «εκδίκαση ενστάσεων κατά το άρθρο 58 (του Συντάγματος)», το δε άρθρο 58 καθορίζει την εν λόγω αρμοδιότητα ως εξής: «Ο έλεγχος και η εκδίκαση των βουλευτικών εκλογών, κατά του κύρους των οποίων ασκούνται ενστάσεις που αναφέρονται είτε σε εκλογικές παραβάσεις σχετικές με την ενέργεια των εκλογών είτε σε έλλειψη των νόμιμων προσόντων, ανατίθεται στο Ανώτατο Δικαστήριο του άρθρου 100». Η άμεση και άρρηκτη σύνδεση της γενικής αρμοδιότητας του ΑΕΔ με το κύρος των εκλογών γίνεται ρητά και στο νόμο περί ΑΕΔ (νόμος 35/1976, όπως ισχύει), το Κεφάλαιο Δ (άρθρο 24) του οποίου επιγράφεται: «Ενστάσεις κατά του κύρους Βουλευτικών Εκλογών». Το «κύρος», δηλαδή η τυπική και ουσιαστική εγκυρότητα, των εκλογών, καθώς και η αντίστοιχη εγγύηση/προστασία, συνδέονται άρρηκτα με την έννοια της «λαϊκής κυριαρχίας», η οποία, ειδικά για τις εκλογές, λαμβάνει το ακόλουθο περιεχόμενο δυνάμει του άρθρου 52 του Συντάγματος: «Η ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, τελεί υπό την εγγύηση όλων των λειτουργών της Πολιτείας, που έχουν υποχρέωση να τη διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση». Το ΑΕΔ είναι, στην περίπτωση των βουλευτικών εκλογών, ο «λειτουργός», δηλαδή το όργανο εκείνο της Πολιτείας, το οποίο είναι, εκ του Συντάγματος, επιφορτισμένο με τη διασφάλιση της ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής βούλησης, άρα υποχρεωτικά ελέγχει ότι τηρήθηκαν, σε συγκεκριμένες εκλογές, οι προϋποθέσεις του «ελεύθερου» και του «ανόθευτου».
- Υπ’ αυτή την ακολουθία, το ΑΕΔ ούτε υπεισέρχεται σε κρίση σχετική με προκαταρκτικό της εκλογικής διαδικασίας στάδιο, ούτε, όπως ισχυρίζεται ο ΑΚ, «διορθώνει την κρίση του Αρείου Πάγου», ούτε η κρίση του αφορά στην «ανακήρυξη των υποψηφίων». Το ΑΕΔ, στην προκείμενη περίπτωση, δεν θα κληθεί να (επανα)κρίνει εάν καλώς ή κακώς επιτράπηκε στους «Σπαρτιάτες» να συμμετάσχουν στις εκλογές της 25ης Ιουνίου και εάν υφίστατο, τότε, θέμα «πραγματικής ηγεσίας», ασκούμενης από άλλο από το εμφανιζόμενο ως αρχηγό του κόμματος πρόσωπο. Εφόσον υποβληθεί εμπροθέσμως ένσταση (όχι κατά του κόμματος γενικώς, αλλά κατά τις εκλογής βουλευτή ή βουλευτών του, σε μία ή περισσότερες από τις εκλογικές περιφέρειες στις οποίες έχει εκλεγεί βουλευτής των «Σπαρτιατών»), το ΑΕΔ θα προβεί σε κρίση νομική, ουσίας, εξ υπαρχής (μη δεσμευόμενη από την απόφανση του Αρείου Πάγου περί των συνδυασμών) και με συνυπολογισμό των επιπτώσεων της, στις οποίες περιλαμβάνεται και η πιθανότητα να διεξαχθούν εκ νέου εκλογές, είτε σε όλη την Επικράτεια, είτε στις 12 περιφέρειες στις οποίες εξελέγησαν «Σπαρτιάτες» (Κ. Μποτόπουλου, «Τα βασικά περί Σπαρτιατών» στο K Report, 30/62023). Το αντικείμενο της δικαστικής κρίσης, βάσει στοιχείων που θα προβληθούν με την ένσταση και θα συμπληρωθούν μέχρι τις ενόψει της συζήτησης προτάσεις, θα αποτελεί το εάν οι «Σπαρτιάτες» αποτελούσαν «προκάλυμμα» άλλου κόμματος και πάντως άλλου προσώπου (όλοι καταλαβαίνουμε ποιο εννοούμε), δηλαδή αν, για να το πω έτσι, ψηφίζοντας «Σπαρτιάτες» οι ψηφοφόροι ψήφιζαν άλλο κόμμα με άλλον αρχηγό. Αν αποδειχθεί κάτι τέτοιο, θα συνιστά νόθευση της λαϊκής θέλησης και τρώση του κύρους των εκλογών, γεγονότα που αμφότερα κρίνονται από το ΑΕΔ και παράγουν έννομες συνέπειες.
- Φεύγοντας από το καθαρώς νομικό και εισερχόμενος σε νομικοπολιτικό, όπως και ο ίδιος το χαρακτηρίζει, πεδίο, ο ΑΚ θεωρεί ότι, ακόμα και να ήταν αρμόδιο –κάτι το οποίο, όπως είδαμε, ο ίδιος αμφισβητεί- το ΑΕΔ, η προσφυγή σε αυτό στην προκείμενη περίπτωση θα συνιστούσε «απρονοησία». Και τούτο γιατί πιστεύει ότι «ο νομικισμός και δικαστικός βολονταρισμός ενισχύει, δεν αποδυναμώνει, την εξτρεμιστική άκρα δεξιά», καθώς την «ηρωοποιεί» στα μάτια των οπαδών της –έτσι εξηγεί μάλιστα ο συγγραφέας «την αναπάντεχη εκλογική επιτυχία του κόμματος Σπαρτιάτες»-, ενδεχόμενη δε –ο ίδιος τη θεωρεί «σχεδόν βέβαιη»- απόρριψη της προσφυγής στο Εκλογοδικείο «θα τους επιτρέψει να μιλούν και για δικαστική δικαίωση μετά την επιτυχία στις κάλπες», άρα θα τους δώσει «διπλή νομιμοποίηση». Χωρίς να αμφισβητώ στο ελάχιστο τη δημοκρατική αγωνία του συναδέλφου –πράγματι: κάθε επιτυχία, εκλογική ή κοινωνική, παρακλαδιών της «Χρυσής Αυγής» και γενικώς μισαλλόδοξων εκφάνσεων της άκρας Δεξιάς, αποτελεί χτύπημα στη δημοκρατία μας αλλά και στη συλλογική μας αξιοπρέπεια- δεν θα συμφωνήσω, και πάλι, πλήρως μαζί του: δεν αποτελεί ούτε «νομικισμό» ούτε «δικαστικό βολονταρισμό», η δημοκρατία, δηλαδή οι δημοκρατικοί πολίτες, να επιχειρούν να προστατέψουν το κύρος των εκλογών μέσω του αρμόδιου κατά το Σύνταγμα δικαστηρίου. Όπως η «διάταξη Κασιδιάρη», με όλες της τις ατέλειες, απέτρεψε τη συμμετοχή του συγκεκριμένου προσώπου στη σημερινή Βουλή, άρα πρόσφερε κρίσιμη υπηρεσία στη δημοκρατία, έτσι και ενδεχόμενη «δίκη των Σπαρτιατών» στο ΑΕΔ έχει τη δυναμική να αποκαλύψει πολλά πράγματα σχετικά με τη δημοκρατία μας, το πώς λειτουργεί και το πώς αμύνεται έναντι των εχθρών της. Όσον αφορά το αποτέλεσμα, κανένας αγώνας δεν κρίνεται πριν δοθεί –αλλά ο υπέρ της δημοκρατίας αγώνας πιστεύω ότι αξίζει, σε κάθε περίπτωση, να δοθεί.