Με την παρούσα μελέτη επιδιώκονται δύο στόχοι. Ο πρώτος είναι να αποσαφηνιστεί η έννοια της διοικητικής μεταρρύθμισης, η οποία αναφέρεται συχνά ως ένα από τα αντίδοτα στη σφοδρή οικονομική κρίση που πλήττει τη χώρα μας, και να διερευνηθεί εάν μπορεί τελικά ένα μοντέλο με κανονιστικά χαρακτηριστικά να την οριοθετήσει ως έννοια, έστω αδρομερώς. Ο δεύτερος στόχος είναι, αφενός, να εξεταστεί η νομική και διοικητική φύση της «Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων» και της διάδοχης αυτής «Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων», με απώτερο σκοπό να εντοπιστούν πιθανά προβλήματα και προοπτικές και, αφετέρου, να κριθούν καθεαυτές ως μεταρρυθμιστικές προσπάθειες στο πλαίσιο του κανονιστικού μοντέλου, το οποίο προηγουμένως επιχειρείται να αρθρωθεί.
Συγκεκριμένα, στο πρώτο μέρος επιδιώκεται να αντληθεί από τη βιβλιογραφία μία θεωρητική προσέγγιση με κανονιστικά χαρακτηριστικά (υπό Β.Ι.α’), κατ’ αντιπαράσταση με τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές, όπως προκύπτουν από τα εμπειρικά ευρήματα σε εκθέσεις διεθνών οργανισμών (υπό Β.Ι.β’). Επίσης, επιδιώκεται η εξέταση δύο ειδικότερων προσεγγίσεων περίπτωσης, αφενός, εκείνη του Υπουργείου Οικονομικών της Νέας Ζηλανδίας (υπό Β.ΙΙ.α’), ως παράδειγμα επιτυχημένης μεταρρύθμισης, και, αφετέρου εκείνη του ελληνικού Υπουργείου Οικονομικών, ώστε να χρησιμοποιηθούν ως «πρώτες ύλες» για τη σε δεύτερο χρόνο εξέταση των μεταρρυθμιστικών προσεγγίσεων που υιοθετήθηκαν όσον αφορά τον τομέα της συλλογής των δημοσίων εσόδων, με τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων και τη διαδοχή της από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (υπό Β.ΙΙβ’).
Στο δεύτερο μέρος αναλύεται η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων (υπό Γ.Ι.α’) και η επόμενη Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (υπό Γ.Ι.β’), επιχειρείται η υπαγωγή τους στο κανονιστικό μοντέλο διοικητικής μεταρρύθμισης που αναλύθηκε προηγουμένως, αναδεικνύονται τα ευρήματα σε σχέση προς αυτό (υπό Γ.ΙΙ.α’) και φωτίζονται πτυχές που αφορούν ζητήματα συνταγματικότητας αλλά και ουσίας (υπό Γ.ΙΙ.β’), τα οποία είτε προϋπήρχαν και εικάζεται ότι μπορεί να διογκωθούν, είτε εκτιμάται ότι ενδεχομένως να ανακύψουν στο μέλλον. Όσον αφορά τα ζητήματα που απασχολούν, αυτά εξετάζονται κυρίως από την πλευρά της νομικής και διοικητικής επιστήμης, δίχως ωστόσο να λείπουν και αναφορές στην πολιτική τους διάσταση, όταν αυτή θεωρείται εξέχουσα.
(Προδημοσίευση από το περιοδικό Το Σύνταγμα)