Τον Μάρτιο του 2021 ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε τη σύσταση μιας επιτροπής από πανεπιστημιακούς, εκπροσώπους ΜΚΟ και στελέχη της κυβέρνησης με στόχο την κατάρτιση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου που θα καθορίζει τη στρατηγική, τους στόχους και τις δράσεις της πολιτείας για την ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, κυρίως την περίοδο 2021-23. Στο τέλος Ιουνίου η επιτροπή του παρέδωσε την έκθεσή της, η οποία ακολουθεί τη δομή της αντίστοιχης στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το 2020-25 και προτείνει έναν οδικό χάρτη για την καταπολέμηση των διακρίσεων έναντι των ΛΟΑΤΚΙ+, με έμφαση σε ζητήματα όπως η εκπαίδευση χωρίς αποκλεισμούς, η ισοτιμία στην εργασία, η καταπολέμηση της ρητορικής μίσους, ο πολιτικός γάμος και η συγγένεια, η νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου κ.ά. Σε απάντηση, κατά κάποιον τρόπο, προς το παραπάνω κείμενο στις αρχές Σεπτεμβρίου 160 συνταξιούχοι στρατιωτικοί και δικαστικοί, μέλη της Ακαδημίας Αθηνών, πανεπιστημιακοί, επιχειρηματίες και άλλοι προέβησαν σε μια κοινή δήλωση, με τίτλο «υπογεννητικότητα, διαχρονικές αξίες ελληνικού πολιτισμού και εξωτερικές απειλές υπαρξιακής σημασία για τη χώρα μας»[1].
Οι 160 διαπιστώνουν ότι: «Η χώρα μας αντιμετωπίζει οξύτατο δημογραφικό πρόβλημα και θα έπρεπε να έχει ως πρώτη της μέριμνα την ενίσχυση της ελληνικής οικογένειας και την αύξηση των γεννήσεων. Αντ’ αυτού όμως, παρατηρούμε με ανησυχία να εξαγγέλλονται και να προωθούνται νομοθετικές πρωτοβουλίες στο όνομα ενός αμφιλεγόμενου και καταχρηστικού δικαιωματισμού, που έρχονται σε αντίθεση με το δημόσιο αίσθημα, τα ήθη και τις εθνικές μας παραδόσεις που διαχρονικά αποτελούν τα κραταιά θεμέλια της συνέχειας, επιβίωσης και προοπτικής του Ελληνισμού». Ακόμη, επισημαίνουν την ύπαρξη «μιας κρίσεως θεσμών και αξιών, οφειλομένης, κατά κύριο λόγο, στο σοβαρό έλλειμμα Ανθρωπιστικής Παιδείας (που παρατηρείται εδώ και δεκαετίες), σε συνδυασμό με την υπαρξιακή κρίση που διέρχεται η χώρα μας ως αποτέλεσμα των συνεχιζόμενων και εντεινόμενων ασύμμετρων απειλών από τη γείτονα χώρα». Περαιτέρω, καταγγέλλουν την Ευρωπαϊκή Ένωση πως «ενώ δεν κατοχυρώνει τα πιο καίρια και θεμελιώδη ζητήματα (όπως είναι η άμυνα και η ασφάλεια των χωρών-μελών της ), να παρουσιάζεται ως δήθεν αρμόδια να ρυθμίζει, ουσιαστικά παρά την θέληση ευρωπαϊκών λαών, θέματα ιδιωτικού δικαίου, κοινωνικών σχέσεων, φύλου, γάμου και τεκνοθεσίας ομοφύλων, διαπαιδαγωγήσεως των νέων κ.λπ.». Και τέλος καλούν τους υπεύθυνους (δηλ. την κυβέρνηση) να: «εστιάσουν την προσοχή τους σε θέματα Παιδείας, κυρίως της Ανθρωπιστικής, σύμφωνα με το πνεύμα του άρθρου 16 του Συντάγματος, διασφαλίζοντας την επαρκή διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας, Ιστορίας και κλασικής Παιδείας».
Θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ότι ορισμένα από τα ζητήματα που θέτουν οι 160 είναι υπαρκτά και μάλιστα πιεστικά. Ιδίως το δημογραφικό είναι το -μακροπρόθεσμα- μεγαλύτερο πρόβλημα του ελληνισμού, ενώ και οι απειλές από την γείτονα Τουρκία είναι διαρκείς και επικίνδυνες. Ωστόσο, η σχέση αυτών και των άλλων ζητημάτων, στα οποία αναφέρονται οι 160, με τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων δεν υπάρχει έτσι όπως την εννοούν και γι’ αυτό τα συμπεράσματά τους δεν βρίσκουν έρεισμα ούτε στο Σύνταγμα ούτε στην κοινωνική πραγματικότητα.
Το 2011 ήταν η πρώτη χρονιά στην ιστορία του ελληνικού κράτους (με την εξαίρεση του πολεμικού έτους 1941) κατά την οποία η φυσική κίνηση του πληθυσμού ήταν αρνητική, δηλ. είχαμε περισσότερους θανάτους παρά γεννήσεις. Η κατάσταση έκτοτε επιδεινώνεται κάθε χρόνο. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με το ισχυρό μεταναστευτικό ρεύμα νέων Ελλήνων προς χώρες εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει εμφανιστεί από το 2010 και συνεχίζεται αμείωτο, δημιουργεί τη ζοφερή προοπτική της αποψίλωσης του τόπου από τον πληθυσμό του. Εάν οι τάσεις αυτές συνεχισθούν με αμείωτη ένταση, τότε ούτε η άτακτη χρεωκοπία θα αποφευχθεί κάποια στιγμή στο μέλλον (αφού ένας ολοένα μικρότερος πληθυσμός θα καλείται να αντιμετωπίσει ένα αυξανόμενο βάρος δημόσιων και ιδιωτικών χρεών), αλλά ούτε και η ίδια η συνέχιση της ύπαρξης του ελληνισμού στην ιστορική του κοιτίδα δεν θα μπορεί να θεωρηθεί διασφαλισμένη.
Χρειάζεται, συνεπώς, ριζική αλλαγή στις ακολουθούμενες οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές, προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της οικογένειας ως κοινότητας γονέων και τέκνων και της αποκατάστασης στοιχειώδους κοινωνικής δικαιοσύνης. Η επιβάρυνση των γονέων ενός ή περισσότερων τέκνων με τον ίδιο, ή σχεδόν τον ίδιο (με αποκλίσεις τάξης μεγέθους φιλοδωρήματος), φορολογικό συντελεστή που επιβαρύνει και τους άτεκνους για το ίδιο εισόδημα είναι μεγάλη αδικία, διότι ο άτεκνος επωφελείται από το σύνολο του εισοδήματός του για τον εαυτό του, ενώ οι γονείς διαθέτουν μεγάλο μέρος του δικού τους για τα τέκνα τους. Ακόμη χειρότερη είναι η αδικία ως προς τις ασφαλιστικές εισφορές, αφού τα παιδιά στο μέλλον θα εργασθούν και θα στηρίξουν με τις ασφαλιστικές εισφορές τους τις συντάξεις των γονιών τους, ενώ ο άτεκνος φθάνοντας στην τρίτη ηλικία θα εξαρτάται αποκλειστικά από τους συσσωρευμένους (;) πόρους του ασφαλιστικού συστήματος.
Όλα αυτά όμως δεν έχουν σχέση με τους ΛΟΑΤΚΙ+, οι οποίοι υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντα, σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες, χωρίς τούτο να επηρεάζει ουσιαστικά τη γεννητικότητα ή την υπογεννητικότητα. Το κράτος έχει υποχρέωση, σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 5 του Συντάγματος, να σχεδιάζει και να εφαρμόζει πολιτικές που θα ενισχύσουν ουσιαστικά τη δημογραφική δυναμική του τόπου και να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για τον σκοπό αυτόν, όπως προαναφέρθηκε, αλλά τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+ συνιστούν ένα εντελώς διαφορετικό θέμα. Το να στοχοποιούνται οι τελευταίοι για την υπογεννητικότητα είναι απλώς παραπλανητικό.
Είναι γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, η ελληνική έννομη τάξη έχει πραγματοποιήσει σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση της προστασίας των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ+. Αρχικά, αξίζει να υπογραμμιστεί η προσθήκη της έννοιας της «ταυτότητας φύλου» ως λόγο διάκρισης κατά τον Ποινικό Κώδικα[2]. Επιπρόσθετα, ο Ν.4285/2014 προσέθεσε την «ταυτότητα φύλου» και τον «σεξουαλικό προσανατολισμό» ως επιμέρους περιπτώσεις της ρητορικής και των εγκλημάτων μίσους, προβλέποντας ποινές για όσους προβαίνουν σε τέτοιες συμπεριφορές κατά το περιεχόμενο του νόμου αυτού. Οι ίδιες έννοιες προστέθηκαν και στους λόγους που καθιστούν κάποιο έγκλημα «ρατσιστικό» σύμφωνα με το αρ. 81Α του Π.Κ. Πέραν όμως της προστασίας που παρέχεται από το ποινικό δίκαιο, τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+ ενισχύθηκαν και από την επέκταση[3] της δυνατότητας σύναψης συμφώνου συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια, αλλά και την πρόβλεψη[4] της δυνατότητας των ομόφυλων ζευγαριών που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης να γίνονται ανάδοχοι γονείς, με αποτέλεσμα οι σχέσεις των ατόμων αυτών να μπορούν να αναγνωριστούν και να προστατευθούν από την ελληνική έννομη τάξη.
Στην Ελλάδα, ο Συνήγορος του Πολίτη έπαιξε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο σχετικά με τον σεβασμό των διεμφυλικών προσώπων στα εκπαιδευτικά ιδρύματα[5]. Το 2013, αντιμετώπισε την περίπτωση ενός διεμφυλικού προσώπου, το οποίο φοιτούσε σε νυχτερινό σχολείο, και βρέθηκε αντιμέτωπο με προσβλητικές και ταπεινωτικές συμπεριφορές από τους συμμαθητές του, Ο Συνήγορος του Πολίτη παρενέβη, αξιώνοντας τον σεβασμό του προτιμώμενου (γυναικείου) ονόματος, την εξασφάλιση της πρόσβασης στις γυναικείες τουαλέτες και την αποδοχή της προτιμώμενης (γυναικείας) ενδυμασίας. Επισήμανε ότι η ταυτότητα κοινωνικού φύλου αποτελεί κοινωνικό δεδομένο που προστατεύεται από την εθνική νομοθεσία κατά των διακρίσεων (ν.3896/2010), αλλά και από τη συνταγματική µας έννομη τάξη, στο πλαίσιο της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος) και του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 του Συντάγματος). Παρόμοια παρέμβαση σημειώθηκε και για δύο ανήλικους μαθητές το 2017. Στο πλαίσιο αυτών των παρεμβάσεων, ο Συνήγορος του Πολίτη συνέστησε στο ελληνικό Υπουργείο Παιδείας να δημοσιεύσει εγκύκλιο για το θέμα των διεμφυλικών μαθητών.
Ανάλογη ή ισχυρότερη προστασία σε σχέση με το εθνικό δίκαιο παρέχεται και από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία προστατεύει πλήρως τους πολίτες της από διακρίσεις λόγω γενετήσιου προσανατολισμού[6]. Το άρθρο 10 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης[7] καθορίζει ρητά ως στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης την καταπολέμηση των διακρίσεων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο γενετήσιος προσανατολισμός. Στη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται η αρχή της μη διακριτικής μεταχείρισης, η οποία έχει ως στόχο τη διασφάλιση της ισότητας στη μεταχείριση των ατόμων ανεξαρτήτως τυχόν ιδιαίτερων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων τους. Έτσι, θεσπίζεται μία οριζόντια ρήτρα που θέτει ως στόχο την ενσωμάτωση της καταπολέμησης των ως άνω διακρίσεων στο σύνολο των πολιτικών και των δράσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στο θεσμικό πλαίσιο της προστασίας των ΛΟΑΤΚΙ+ από τις διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού συγκαταλέγεται και η οδηγία 2000/78/ΕΚ, η οποία έχει -μεταξύ άλλων- ως αντικείμενο την προστασία από διακρίσεις και για λόγους σεξουαλικού προσανατολισμού[8] ειδικά στον τομέα της απασχόλησης. Η οδηγία αυτή κατοχυρώνει προστατευτικό πλαίσιο έναντι των άμεσων και έμμεσων διακρίσεων, παρενοχλήσεων και διακριτικών μεταχειρίσεων[9]. Στο πλαίσιο της οδηγίας αυτής το ΔΕΕ έχει εξειδικεύσει σε μεγάλο βαθμό το περιεχόμενο της προστασίας από τέτοιου είδους διακρίσεις, αναγνωρίζοντας λ.χ. ότι ο αποκλεισμός από τη λήψη σύνταξης ενός επιζώντος συντρόφου σε περίπτωση που αποβιώσει ο ομόφυλος σύντροφός του συνιστά ανεπίτρεπτη διάκριση[10], ενώ εξίσου παράνομη είναι και η μη καταβολή αυξημένης σύνταξης γήρατος[11] ή ειδικών αδειών και επιδομάτων[12] από συλλογικές συμβάσεις εργασίας για ομοφυλόφιλο που έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης ενώ η σχετική νομοθεσία απαιτεί σύναψη γάμου για την λήψη των σχετικών προνομίων[13].
Προστασία προβλέπεται όμως και στο άρθρο 21 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο ρητά απαγορεύει τις διακρίσεις για λόγους σεξουαλικού προσανατολισμού. Ο χάρτης δεσμεύει[14] τα επτά θεσμικά όργανα της ΕΕ[15], όλα τα λοιπά όργανα και οι οργανισμούς της Ε.Ε. και, φυσικά, τα Κράτη Μέλη όταν καλούνται να εφαρμόσουν το ενωσιακό δίκαιο. Επίσης, ο Χάρτης εφαρμόζεται, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου[16], και σε περίπτωση που οι διακρίσεις προκύψουν από διαφορές μεταξύ ιδιωτών, γεγονός που σημαίνει ότι τα εθνικά δικαστήρια φέρουν επίσης υποχρέωση διασφάλισης της εφαρμογής του. Έτσι, οφείλουν να μην εφαρμόζουν οποιαδήποτε εθνική διάταξη που εισάγει απαγορευμένες διακρίσεις, χωρίς να χρειάζεται να αναμείνουν την κατάργησή της από τον νομοθέτη, επεκτείνοντας έτσι το πεδίο εφαρμογής μιας τυχόν ευμενέστερης νομοθετικής διάταξης και για τα άτομα της ομάδας που υπέστη δυσμενή διάκριση. Αυτή η υποχρέωση εξακολουθεί, μάλιστα, να δεσμεύει τα εθνικά δικαστήρια ανεξαρτήτως του κατά πόσο υπάρχει υφιστάμενο πλαίσιο σε εθνικό επίπεδο που να τους δίνει τέτοια δυνατότητα.
Η απαγόρευση των διακρίσεων, όπως παρουσιάζεται στο άρθρο αυτό, εκφράζει περισσότερο την αγγλοσαξονική προσέγγιση, η οποία έχει ως στόχο την αποτελεσματική αντιμετώπιση συγκεκριμένων περιπτώσεων διάκρισης, και όχι τόσο την κατά τη γαλλική παράδοση διατύπωση περί ισότητας δικαιωμάτων, η οποία έχει περισσότερο δογματική και γενική φύση[17]. Το άρθρο αυτό απαγορεύει, δηλαδή, τόσο τις άμεσες (όταν μια ρύθμιση εφαρμόζει ένα από τα απαγορευμένα κριτήρια διάκρισης ή αντιστρόφως όταν διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο) όσο και τις έμμεσες διακρίσεις, εκείνες δηλαδή που δεν εισάγουν ευθεία διάκριση, αλλά εκ του αποτελέσματος θέτουν τα άτομά που θίγονται σε μειονεκτική θέση, η οποία δεν δικαιολογείται αντικειμενικά.
Σχετικά με τις ρυθμίσεις που εισάγουν κατά θεμιτό τρόπο διακρίσεις λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού, εφαρμόζεται και σε αυτήν την περίπτωση ο γενικός κανόνας της παραγράφου 1 του άρθρου 52 του Χάρτη, σύμφωνα με τον οποίο οι διακρίσεις επιτρέπονται μόνο εφόσον δικαιολογούνται από κάποιον σκοπό γενικού συμφέροντος (δημόσια τάξη, δημόσια υγεία, δημόσια ασφάλεια) ή από την ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων, πάντοτε σε αρμονία προς την αρχή της αναλογικότητας. Έτσι λ.χ., το Δικαστήριο έκρινε[18] ότι η εισαγωγή εκ μέρους της γαλλικής νομοθεσίας αποκλεισμού από την αιμοδοσία των ανδρών που έχουν σεξουαλικές επαφές με άλλους άνδρες δεν παραβιάζει το ουσιώδες περιεχόμενο της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού, διότι στην πραγματικότητα δεν θέτει εν αμφιβόλω την αρχή καθεαυτήν. Αντιθέτως, αφορά μόνο το ζήτημα το αποκλεισμού των ατόμων αυτών από την αιμοδοσία για την προστασία της υγείας των αποδεκτών. Σε γενικές γραμμές, πάντως, το Δικαστήριο παρουσιάζεται εξαιρετικά επιφυλακτικό στο να αναγνωρίσει ότι κάποιος σκοπός είναι πράγματι ικανός προκειμένου να δικαιολογήσει τέτοιες διακρίσεις.
Πάντως, παρά την διαμόρφωση της παραπάνω νομολογίας, σε συναφή έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 2018 για τα δικαιώματα των διεμφυλικών προσώπων στην Ευρώπη[19], διαπιστώθηκε ότι υπάρχει έλλειψη δικαστικών αποφάσεων που να παρέχουν καθοδήγηση σχετικά με τις κυρώσεις που πρέπει να επιβάλλονται από τα δικαστήρια, αλλά και σχετικά με τα κατάλληλα ένδικα βοηθήματα που μπορούν να ασκηθούν από τους θιγόμενους. Έτσι, ακόμη και αν υπάρχουν σχετικές νομοθετικές εγγυήσεις τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα δεν προστατεύονται ουσιαστικά, διότι τα δικαστήρια δεν έχουν την ευκαιρία να επιβάλουν κατάλληλες κυρώσεις, ικανές να αποτρέψουν τις διακρίσεις εις βάρος των ατόμων αυτών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργείται μια πραγματική κατάσταση κατά την οποία οι σχετικές διακρίσεις παραμένουν ατιμώρητες.
Επομένως, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η γενικότερη συμπεριφορά της πολιτείας προς την προώθηση των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ+ δεν συνιστά εκδήλωση «ενός αμφιλεγόμενου και καταχρηστικού δικαιωματισμού», αλλά αφορά την προστασία ενός δικαιώματος κατοχυρωμένου από το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο. Η Ένωση, με βάση τα ιδρυτικά της κείμενα, τα οποία συνυπέγραψε και κύρωσε η Ελλάδα, μπορεί και πρέπει να καταπολεμά τις διακρίσεις σε βάρος των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, λόγω του γενετήσιου προσανατολισμού τους. Αν οι 160 δεν συμφωνούν, θα έπρεπε να είχαν διαμαρτυρηθεί το αργότερο κατά την εποχή της κύρωσής των συνθηκών (π.χ. όταν κυρώθηκε η Συνθήκη της Λισσαβόνας) και όχι εκ των υστέρων. Η συμμετοχή στην πορεία προς την Ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν είναι a la carte.
Εκτός τούτου, πρέπει να επισημανθεί ότι η σημαντικότερη ίσως παρέμβαση σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων στην Ελλάδα δεν προήλθε από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το τελευταίο έκρινε[20], σχετικά με το ερώτημα κατά πόσο υπήρχε δυνατότητα να επεκταθεί και στα ομόφυλα ζευγάρια η δυνατότητα σύναψης συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης, ότι, από τη στιγμή που ο νομοθέτης χορηγεί μια δυνατότητα νομικής αναγνώρισης της σχέσης δύο προσώπων, δεν μπορεί να προβεί σε αδικαιολόγητες διακρίσεις. Επομένως, τα ομόφυλα ζευγάρια, που σύμφωνα με το Δικαστήριο είναι σε πλήρη θέση να διάγουν, όπως και τα ετερόφυλα, μακρές και σταθερές σχέσεις, τελούν σε όμοια κατάσταση με τα ετερόφυλα, με αποτέλεσμα να μην συντρέχει κάποια δικαιολογητική βάση αποκλεισμού τους από τη σύναψη συμφώνου συμβίωσης ή, πολύ περισσότερο, απλού ερωτικού δεσμού. Με αυτόν τον τρόπο είναι σε θέση να ρυθμίζουν περιουσιακής, οικογενειακής και κληρονομικής φύσεως δικαιώματα. Κατά συνέπεια, διαπιστώθηκε ότι ο περιορισμός της δυνατότητας σύναψης συμφώνου συμβίωσης για τα ετερόφυλα ζευγάρια που προβλεπόταν στον Ν.3719/2008 ερχόταν σε αντίθεση με την ΕΣΔΑ (αρ. 8 και 10). Εξέλιξη αυτής της νομολογίας αποτέλεσε η κρίση[21] ότι η παράλειψη του νομοθέτη της εγγύησης ενός νομοθετικού πλαισίου (γάμου, συμφώνου συμβίωσης ή κάποιου αντίστοιχου θεσμού) που να εγγυάται της σχέσεις ομόφυλων ατόμων έρχεται σε αντίθεση προς το δικαίωμα του σεβασμού στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή (άρθρο 8 ΕΣΔΑ).
Σε άλλη υπόθεση[22] το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ δεν προστατεύει μόνο την ιδιωτική ζωή των ομόφυλων ζευγαριών, αλλά και την οικογενειακή τους ζωή. Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, το Δικαστήριο αποφάσισε[23] ότι στον όρο «οικογένεια» περιλαμβάνονται και τα ομόφυλα ζευγάρια που συζούν και διάγουν μια συντροφική σχέση κατ’ αντιστοιχία προς τα ετερόφυλα ζευγάρια, με αποτέλεσμα να υπάρχει παράνομη διάκριση σε περίπτωση άρνησης της επέκτασης της ασφαλιστικής κάλυψης ασθένειας στον ομόφυλο σύντροφο ενός ασφαλισμένου.
Έκτοτε έχει εκδοθεί πληθώρα αντίστοιχων νέων αποφάσεων από το ΕΔΔΑ, καταδεικνύοντας ότι το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι υπάρχει οικογένεια ακόμη και χωρίς την ύπαρξη γάμου μεταξύ ετερόφυλων ζευγαριών ή βιολογικού δεσμού μεταξύ γονέα και τέκνου, αρκεί να συντρέχουν οι εκάστοτε απαραίτητοι κοινωνικοί και συναισθηματικοί δεσμοί μεταξύ των εμπλεκόμενων προσώπων[24]. Έτσι έχει κριθεί ότι η σύναψη σχέσης με άτομο του ίδιου φύλου δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο απόρριψης υιοθεσίας τέκνου[25] (σε περίπτωση που η εθνική νομοθεσία επιτρέπει σε μεμονωμένα άτομα την υιοθεσία) και ότι ο βιολογικός γονέας ενός τέκνου μπορεί να διατηρεί την ιδιότητα του γονέα ακόμη και αν ο ομόφυλος σύντροφός του υιοθετήσει το παιδί του/της[26] (σε περίπτωση που το εθνικό δίκαιο επιτρέπει την υιοθεσία εκτός γάμου για τα ετερόφυλα ζευγάρια).
Εξάλλου, και το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ[27], προστατεύει την απόλαυση των δικαιωμάτων της Σύμβασης χωρίς διακρίσεις. Παρόλο που ο σεξουαλικός προσανατολισμός δεν αναφέρεται ρητά στο ως άνω άρθρο, το ΕΔΔΑ τον θεωρεί αθέμιτο λόγο διάκρισης, αφού έκρινε[28] ότι μια διάκριση βάσει σεξουαλικού προσανατολισμού εμπίπτει χωρίς αμφιβολία στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 14 της Σύμβασης, επισημαίνοντας ότι η απαρίθμηση των λόγων που γίνεται σε αυτό είναι ενδεικτική («για λόγους όπως»). Έτσι, κρίθηκε ότι η άρνηση παραχώρησης της επιμέλειας των παιδιών σε ομοφυλόφιλο πατέρα εξαιτίας του σεξουαλικού του προσανατολισμού αποτελεί ασφαλώς παράνομη διάκριση.
Εξυπακούεται, βέβαια, με βάση όσα εκτέθηκαν, ότι το κράτος δεν μπορεί να απαγορεύσει ούτε πολύ περισσότερο να ποινικοποιήσει αποκλίνουσες από τα «κοινώς αποδεκτά κοινωνικά πρότυπα» μορφές σεξουαλικής δραστηριότητας[29]. Εξάλλου, ούτε και μια ενδεχόμενη επίκληση των χρηστών ηθών δεν θα μπορούσε να νομιμοποιήσει τέτοιες απαγορεύσεις, διότι η ρήτρα αυτή δεν καταλαμβάνει τις ιδιωτικές συμπεριφορές, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να δικαιολογήσει την προσβολή του δικαιώματος στην διαφορετικότητα και την προσωπική αυτονομία, μέρος της οποίας αποτελεί και το δικαίωμα του καθενός να διαθέτει το σώμα του όπως θέλει[30]. Συνεπώς, αξιώνεται από όλα τα κράτη που έχουν ενσωματώσει την ΕΣΔΑ, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, να σέβονται πλήρως τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+, τα οποία θα μπορούσε να τα συνοψίσει κανείς, ως ολότητα, υπό τον τίτλο «δικαίωμα στη διαφορετικότητα».
Τέλος, ούτε το επιχείρημα των 160 για επιστροφή στα ιστορικά ήθη και τις εθνικές παραδόσεις του Ελληνισμού φαίνεται να ευσταθεί, αφού είναι πλέον κοινώς γνωστό ότι η ομοφυλοφιλία ήταν ένα εξαιρετικά συχνό -και μάλιστα κατά βάση κοινωνικά αποδεκτό- φαινόμενο στην αρχαία Ελλάδα, η οποία δεν φαίνεται να υπέφερε εξ αυτού του λόγου από υπογεννητικότητα ή από κάποια άλλη εκ των παθογενειών που αναφέρουν οι υπογράφοντες. Εκείνο που εν προκειμένω φαίνεται να επικρατεί είναι η τάση του ανθρώπου να αναζητά «αποδιοπομπαίους τράγους» στους οποίους να επιρρίπτει πάσης φύσεως προβλήματα. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί ότι εκείνο που απουσιάζει από την κοινωνία μας δεν φαίνεται να είναι η εντατικότερη διδασκαλία της ιστορίας, η οποία ούτως ή άλλως διδάσκεται επαρκώς στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού μας συστήματος, αλλά η πολιτειακή παιδεία. Η τελευταία είναι, εξάλλου, και ο βασικότερος τρόπος πολιτειακής ωρίμανσης της ελληνικής κοινωνίας, η οποία θα μας καταστήσει όλους ικανούς να εστιάζουμε στα πραγματικά προβλήματα αυτού του τόπου και όχι σε ό,τι μας βρίσκει κάθε φορά ιδεολογικά αντίθετους.
[1] https://www.aftodioikisi.gr/koinonia/epistoli-160-prosopikotiton-kata-loatki-ti-anaferei/
[2] Άρ. 66 Ν.4139/2013: «Η τέλεση της πράξης από μίσος προκαλούμενο λόγω της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών, της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής ή του σεξουαλικού προσανατολισμού ή της ταυτότητας φύλου του παθόντος συνιστά επιβαρυντική περίσταση και η ποινή δεν αναστέλλεται».
[3] Ν.4356/2015, σε συμμόρφωση με την απόφαση του ΕΔΔΑ Βαλλιανάτος κ.ά. κατά Ελλάδας (αριθ. 29381/09 και 32684/09).
[4] Άρθρο 8 Ν.4538/2018 το οποίο δεν αποκλείει τα ομόφυλα ζευγάρια («Κατάλληλοι για να γίνουν ανάδοχοι, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, είναι οικογένειες που αποτελούνται από συζύγους ή έχοντες συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, με ή χωρίς παιδιά, ή μεμονωμένα άτομα, άγαμα, ή διαζευγμένα, ή σε χηρεία, με ή χωρίς παιδιά, που μπορεί να είναι συγγενείς εξ αίματος οποιουδήποτε βαθμού με το ανήλικο τέκνο (συγγενική αναδοχή)»).
[5] www.synigoros.gr/?i=equality.el.imidedu.132282 (28 Αυγούστου 2018).
[6] Βλ. Παπαδοπούλου Λ., 2018, Σεξουαλικός προσανατολισμός και ταυτότητα φύλου στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη νομολογία του ΔΕΕ.
[7] «Κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή των πολιτικών και των δράσεών της, η Ένωση επιδιώκει να καταπολεμήσει κάθε διάκριση λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού».
[8] Άρθρο 1: «Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέµηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισµού στον τοµέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειµένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης µεταχείρισης στα κράτη µέλη».
[9] Άρθρο 2: «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης µεταχείρισης σηµαίνει την απουσία άµεσης ή έµµεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1».
[10] ΔΕΚ, 1.4.2008, Ψ-267/06, Tadao Maruko κατά Versorgungsanstalt der deutschen Bühnen, ECLI:EU:C:2008:179.
[11] ΔΕΕ, (10.5.2011), C-147/08, Römer κατά Freie und Hansestadt Hamburg, ECLI:EU:C:2011:286.
[12] ΔΕΕ, Frédéric Hay κατά Crédit agricole mutual de Charente-Maritime et des Deux-Sévres, 12.12.2013, ECLI:EU:C:2013:823.
[13] Α. Μ. Κώνστα, Φύλο και Συγκριτικό Δίκαιο, 2020 σ. 135 επ.
[14] άρθρο 51 του ΧΘΔ: «Οι διατάξεις του παρόντος Χάρτη απευθύνονται στα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, τηρουμένης της αρχής της επικουρικότητας, καθώς και στα κράτη μέλη, μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης».
[15] Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Συμβούλιο, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Ελεγκτικό Συνέδριο.
[16] βλ. ΔΕΕ 9.3.2017 C-406/15, Milkova, EU:C:2017:198, Cresco Investigation.
[17] Β. Τζέμος, Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., 2015, σελ. 281-2.
[18] ΔΕΕ, (27.4.2015) C-528/13, Geoffrey Lèger κ. Ministre des affaires sociales et de la santé, Établissement français du sang, ECLI:EU:C:2015:288.
[19] European network of legal experts in gender equality and non-discrimination. Trans and intersex equality rights in Europe – a comparative analysis, 2018, σελ. 106.
[20]ΕΔΔΑ, Βαλλιανάτος κ.ά. κατά Ελλάδας (αριθ. 29381/2009 και 32684/2009), 7.11.2013.
[21] ΕΔΔΑ, Oliari κ.ά. κατά Ιταλίας (αριθ. 18766/11 και 36030/11), 21.10.2015
[22] ΕΔΔΑ, Schalk και Kopf κατά Αυστρίας (αριθ. 30141/04), 24.6.2010.
[23] ΕΔΔΑ, P.B. και J.S. κατά Αυστρίας, (αριθ.18984/02), 22.7.2010.
[24] Βλ. Α. Μ. Κώνστα, Φύλο και Συγκριτικό Δίκαιο, 2020 σ. 124 επ.
[25] ΕΔΔΑ, Ε.Β. κατά Γαλλίας (αριθ. 43546/02), 22.1.2008.
[26] ΕΔΔΑ, Χ. κ.α. κατά Αυστρίας (αριθ. 19010/07), 19.2.2013.
[27] «Η απόλαυση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνονται με την παρούσα συνθήκη διασφαλίζεται χωρίς διακρίσεις για λόγους όπως το φύλο, η φυλή, το χρώμα, η γλώσσα, η θρησκεία, η πολιτική η άλλη πεποίθηση, η εθνική ή κοινωνική καταγωγή, η σχέση με εθνική μειονότητα, η ιδιοκτησία, η γέννηση ή άλλη κατάσταση».
[28] ΕΔΔΑ, Salgueiro da Silva Mouta κατά Πορτογαλίας (αριθ. 33290/96), 21.12.1999.
[29] Πρβλ. γενικότερα, από την οπτική γωνία της ΕΣΔΑ και του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου, Β. Χατζοπούλου, Η προστασία των σεξουαλικών μειονοτήτων από τα ευρωπαϊκά δικαιοδοτικά όργανα, ΔτΑ 2002, 709 επ.
[30] Κ. Χρυσόγονος, Σ. Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2017, σελ. 218-20.