Διοικητικές παθογένειες και συνταγματικές μεταρρυθμίσεις

Παναγιώτης Μαντζούφας, Καθηγητής  Συνταγματικού Δικαίου στην Νομική Σχολή του Α.Π.Θ.

Με προεκλογικές του δηλώσεις ο Πρωθυπουργός Κ.Μητσοτάκης έθεσε την αναθεώρηση του Συντάγματος ως έναν από τους βασικούς στόχους της πολιτικής της κυβέρνησης που προέκυψε μετά τις εκλογές της 25ης Ιουνίου. Έτσι το ζήτημα της αναθεώρησης επανέρχεται στην επικαιρότητα, μολονότι συγκεκριμένες προτάσεις μπορούν να διατυπωθούν μετά τον Νοέμβριο του 2024, οπότε και ολοκληρώνεται η πενταετία από την προηγούμενη αναθεώρηση. Συνεπώς, για το θέμα μπορούν να διατυπωθούν μόνο γενικές εκτιμήσεις καθώς δεν μπορούμε να προβλέψουμε πως θα εξελιχθεί μια τόσο απαιτητική διαδικασία με τις απαιτούμενες συναινέσεις.

Παρά τη ρητορική πόλωση, με επίκεντρο το Σύνταγμα, που κυριάρχησε στα πρώτα χρόνια εφαρμογής των μνημονίων, και την ύπαρξη μιας διάχυτης απαίτησης για συνταγματικές αλλαγές σχεδόν μετά από κάθε αλλαγή κυβέρνησης, η τελευταία αναθεώρηση του 2019 ήταν η πρώτη που ολοκληρώθηκε από διαφορετική κοινοβουλευτική πλειοψηφία από αυτήν που την ξεκίνησε και  με ευρείες συναινέσεις στα περισσότερα υπό αναθεώρηση άρθρα. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί θεσμικό επίτευγμα και αναβάθμιση του πολιτικού μας πολιτισμού αν δεν ακολουθούσαν τοξικού χαρακτήρα πολωτικές αντιπαραθέσεις που μας επανέφεραν στην «κανονικότητα» της μεταπολίτευσης.

Η αναθεώρηση του Συντάγματος είναι η κορυφαία πολιτειακή διαδικασία ενός κράτους δικαίου διότι, πέραν του ότι επιβεβαιώνει την υπεροχή του Συντάγματος παρέχει δυνατότητες αναστοχασμού στα κρατικά όργανα και στους πολίτες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες την περίοδο της οικονομικής κρίσης προέβησαν σε αναθεώρηση των Συνταγμάτων τους. Την ίδια εποχή επιβεβαιώθηκε -με δραματικό τρόπο για την χώρα μας- ότι η συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς -όπως η Ε.Ε και το Συμβούλιο της Ευρώπης- και ιδιαίτερα η εφαρμογή των κανόνων οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωζώνης συγκροτούν το πεδίο του πολυεπίπεδου συνταγματισμού και θέτουν όρια στις επιλογές του αναθεωρητικού νομοθέτη. Στο ίδιο πνεύμα διαπιστώθηκε ότι το Σύνταγμα δεν θα μπορούσε να ευθύνεται για την οικονομική κρίση ούτε θα μπορούσε να την αποτρέψει, καθώς δεν μπορεί να δώσει απαντήσεις στα δημοσιονομικά αδιέξοδα της χώρας και στις παραγωγικές της αδυναμίες και ως εκ τούτου δεν είναι σκόπιμο να το φορτώνουμε με προσδοκίες οι οποίες ανάγονται στην λειτουργία του πολιτικού συστήματος και της οικονομίας. Αν τα παραπάνω ισχύουν, νομίζω ότι έχουμε τα παραδείγματα για το πως πρέπει να αντιμετωπίζουμε κάθε μελλοντική πρόταση αναθεώρησης.

Παρά το γεγονός ότι η τυπική αναθεώρηση(άρθρο 110 Σ) διατηρεί τη συμβολική και θεσμική της σημασία, το Σύνταγμά μας θα λέγαμε ότι βρίσκεται υπό συνεχή αναθεώρηση με την έννοια ότι συντελούνται άτυπες συνταγματικές μεταβολές -ουσιαστικά νοηματικές και κατ’ επέκταση κανονιστικές προσαρμογές- τόσο υπό την επιρροή του διεθνούς και ενωσιακού δικαίου, όσο και λόγω του συχνά εντατικότερου,  σε σχέση με το παρελθόν, ελέγχου συνταγματικότητας από τα εθνικά δικαστήρια. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια συνταγματικών θεσμικών βελτιώσεων, καθώς οι προηγούμενες μεταπολιτευτικές αναθεωρήσεις συνέβαλλαν τόσο στην ολοκλήρωση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος(1986, 2019), όσο και στην αποτελεσματικότερη προστασία των δικαιωμάτων(2001, 2008).

Ωστόσο, σε πολλά ζητήματα κυριαρχεί ένα πνεύμα νομικισμού που εμποδίζει να ενσωματώσουμε στις θεσμικές μας πρωτοβουλίες δεδομένα της οικονομίας και να κάνουμε την δημόσια διοίκηση περισσότερο αποδοτική. Ακόμα και στην περίπτωση του διαβόητου άρθρου 16 Σ ο νομοθέτης έχει την δυνατότητα να προετοιμάσει ένα  νομοθετικό πλαίσιο προδιαγραφών με υψηλά ακαδημαϊκά κριτήρια για πανεπιστημιακά ιδρύματα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που θα ισχύει και για τους ιδιώτες εφόσον αρθεί η απαγόρευση, όπως εξαγγέλθηκε.

Επίσης πρέπει να συνειδητοποιηθεί ότι παθογένειες στη δημόσια διοίκηση, στην παιδεία, στην υγεία, στην κοινωνική ασφάλιση απαιτούν γενναίες και ορθολογικές νομοθετικές παρεμβάσεις και όχι τόσο συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Το χρόνιο πρόβλημα της πολυνομίας-κακονοµίας, η απουσία ενός σταθερού φορολογικού και χωροταξικού πλαισίου και κυρίως οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης αποτρέπουν επενδύσεις και οδηγούν σε οικονομική στασιμότητα. Στην αποτροπή αυτών των φαινομένων µόνο οριακά θα μπορούσε να συμβάλλει το Σύνταγμα και η όποια αναθεώρησή του.

                           

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στα «ΤΑ ΝΕΑ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟΥ»  8/7/2023

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

fifteen − three =